ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÐåæÜ 

Ëáîåýïíôáò Ôï Óõíïðôéêü ÈÜíáôï

     Εδþ και μερικÜ χρüνια εßχε γßνει πια διÜσημος. ¹τανε σχεδüν τüτε που διÜλεξε ν' αποσυρθεß απü το προσκÞνιο και να εργαστεß πÜνω στο Ýνα, στο μεγαλειþδες και μοναδικü δημιοýργημÜ του, κατÜ πως το 'χεν εμπνευστεß λßγο καιρü πριν. Στο Ýργο της ζωÞς του. ΒÝβαια, δεν αποσýρθηκεν ακριβþς, γιατß ατζÝντηδες, γκαλερßστες, δημοσιογρÜφοι κι üλο αυτü το ..."σκυλολüι" -üπως τους Ýλεγε χαμογελþντας πειραχτικÜ- δε τον Üφηναν να ξεχαστεß και να συχÜσει. Τß περßεργον üμως! Στην αρχÞ κυνηγÜς με πÜθος και λαχτÜρα, αναγνþριση και καταξßωση κι üταν τα πετýχεις, αναζητÜς την ηρεμßα με την απομüνωση. ΜετÜ, δεν εßναι τßποτε πια το ßδιο.
    ΕργÜστηκε σκληρÜ. Μüχθησε για πÜνω απü εßκοσι χρüνια να πετýχει. Η γλυπτικÞ δεν εßναι κÜτι εýκολο. ¼χι! Το αντßθετο μÜλιστα. ¸κανε κι Ýνα σωρü δουλειÝς στο μεταξý, για να μπορÝσει να συντηρÞσει υποτυπωδþς, αυτÞ την απαιτητικÞ "ερωμÝνη". Και τι δεν Ýκανε; ΟικοδομÝς, φÜμπρικες, παρκαδüρος, μπογιατζÞς, παιδß για θελÞματα κι ευτυχþς γιατß ποτÝ δεν εßχε τÝτοιους ενδοιασμοýς. ΔηλαδÞ και να 'χε, αφοý δεν εßχε να φÜει θα τους ...Ýκοβε, μιας και δε μποροýσε να κÜνει αλλιþς. Η ερωμÝνη του Þτανε λουσÜτη, δαπανηρÞ και τη λÜτρευε. Χρειαζüτανε χρÞματα για εργαλεßα, χþρο, σμßλες, πηλü κι Ýνα σωρü Üλλα.
     ΚατÝβηκε απü κÜποιο χωριü της Θεσσαλßας, λßγο μετÜ που 'κλεισε τα δεκαοχτþ. Εßχε χÜσει και τους δυο γονεßς του απü μικρüς. ¹τανε δυο-τριων ετþν και δεν εßχε κατορθþσει να συγκρατÞσει στη μνÞμη του καμιÜν εικüνα τους. ¸μεινε λßγο με τη γιαγιÜ του, üχι πολý, ßσα μÝχρι που κι εκεßνη Ýφυγε για το μεγÜλο ταξßδι της. ¸πειτα τον ανÜλαβαν οι θεßοι του, Ýνα παλιομοδßτικο, σκληροπυρηνικü ζευγÜρι, χρυσοß Üνθρωποι, μα τονε περιüριζαν ωστüσο, στη προσπÜθειÜ τους να 'ναι σωστοß κηδεμüνες. Αγρüτες και σχεδüν αναλφÜβητοι καθþς Þτανε, δε ξÝρανε να το κÜνουνε σωστÜ, γιατß ο μικρüς Þτανε πληθωρικü και ταλαντοýχο παιδÜκι κι εξαιρετικÜ ευαßσθητο πλÜσμα. Του Üρεσε να ζωγραφßζει, μα πιο πολý του Üρεσε να ...πλÜθει πραματÜκια, μ' ü,τι του 'πεφτε στα μικρÜ του χερÜκια και μποροýσε να πλαστεß.
     Η αρχÞ Ýγινε με τις πλαστελßνες. ¹ μÜλλον üχι! Η αρχÞ Ýγινε με τη ζýμη απü κÜτι κουλουρÜκια πασχαλινÜ που 'φτιαχνε η θεßα του. Για να τον Ýχει το νου της και παρÜλληλα να καταφÝρει να φτιÜξει τα κουλουρÜκια της, του 'δωσε λßγο ζυμÜρι κι οδηγßες για να τη ...βοηθÞσει, κεßνος υπÜκουσε μ' ενδιαφÝρον κι αυτÞ στρÜφηκε στη δουλειÜ της. Αφοσιþθηκε κει και με την Üκρη του ματιοý της μüνο, Þλεγχε τον πιτσιρικÜ, Þσυχη πως εßχε καταφÝρει να κατασιγÜσει το ...φασαριüζικο του πνεýμα. ¼χι πως Þταν Üταχτος, αλλÜ Þταν τρομερÜ αδÝξιος, Üμαθος και περßεργος κι Ýτσι συχνÜ Ýμπλεκε σε ...αταξßες και μπελÜδες. ¼ταν τÝλειωσε το ταψß της και γýρισε να δει πως τα 'χε καταφÝρει ο μικρüς ταραξßας κι εßχεν ησυχÜσει τüσο, Ýμεινε με το στüμα ολÜνοιχτο. Ο μικρüς της ανεψιüς, -που τον αγαποýσε σα γιο της μιας και δεν εßχε δικÜ της παιδÜκια και πολý θα το 'θελε να 'χε- εßχε φτιÜξει καταπληκτικÜ πραματÜκια. Τα 'χασε, μα γοργÜ συνÞλθε:
 -"ΜπρÜβο σου κουτσοýνι μου" εßπε και του 'δωσε κι Üλλη ζýμη. Το θÝμα Ýμεινε κει. Θα μποροýσε κανεßς να πει πως ξεχÜστηκε, μα ο 'Αη Βασßλης εκεßνη τη χρονιÜ, μες στα τüσα πραματÜκια, του 'χε φÝρει κι Ýνα πακετÜκι πλαστελßνες. Δεν Þτανε πλοýσιοι οι καημÝνοι οι θειοß του, μÞτε ξÝρανε γρÜμματα, αλλÜ δεν Þτανε και χαζοß. ¼ταν ο μικρüς κατÜλαβε τι εßχε το πακετÜκι, παραμÝρισεν Üγαρμπα üλα τ' Üλλα και ρßχτηκε σ' αυτü. Σε λßγες μÝρες ζÞτησεν απü τη θεßα του κι Üλλο, γιατß αυτü το ...τÝλειωσε. Η θειÜ ξαφνιÜστηκε.
 -"Πως σου τÝλειωσε βρε;" τονε ρþτησε. "Το 'φαγες";
 -"¼χι. Το 'φτιαξα!" της απÜντησεν αφοπλιστικÜ ο μικρüς.
 -"Για να δω!", του 'πε παραξενεμÝνη κεßνη. Αυτüς καμαρωτüς, την οδÞγησε στο καμαρÜκι του, üπου σ' Ýνα τραπεζÜκι της Ýδειξεν αραδιασμÝνα τα ...πρþτα του γλυπτÜ. Η θειÜ παλÜβωσε! "Βρε μπαγÜσικο, τι üμορφα πραματÜκια εßναι τοýτα δω!", του πε και -πρÜμα σπÜνιο για τα δεδομÝνα της- Ýσκυψε και τονε φßλησε στο κεφαλÜκι του. Αυτü το φßλημα, αυτü το σπÜνιο φßλημα, απü μια γυναßκα που η τραχειÜ ζωÞ της υπαßθρου, εßχεν αργÜσει το τομÜρι κι αδρανοποιÞσει τις χορδÝς της, αποτÝλεσε για κεßνο, το πρþτο μεγÜλο του βραβεßο.
     ΘυμÜται καλÜ, πως üταν πρωτοβραβεýτηκε για το σýνολο του Ýργου του, χρüνια μετÜ, Ýνιωσε κÜτι παρüμοιο με τüτε. ¼χι ßδια, αλλÜ κÜπως παρüμοια. Και ...τüτε Þτανε που κατÜλαβε...
     ΔηλαδÞ δε το κατÜλαβε αμÝσως, μα κει Þτανε που Ýγινε το ξεκßνημα μιας σειρÜς σκÝψεων και συλλογισμþν, που τον οδÞγησαν ν' αποσυρθεß πÜλι στο καμαρÜκι του, της ζωÞς, κι εκεß ν' αρχßσει να συνθÝτει, να λαξεýει εκ του μηδενüς, το Ýνα, το μοναδικü, μεγαλειþδες Ýργο ζωÞς του. ¼πως περßπου εßχε κÜνει και τüτε...
     Οι πλαστελßνες φτÜνανε σε τακτÜ διαστÞματα κι ο μικρüς Ýφτιαχνε... Ýφτιαχνε... προσπαθþντας να πετýχει πÜλι κεßνο το μεγÜλο ...βραβεßο: το φßλημα της θειÜς και το μικρü ξεκινισμÝνο δÜκρυ, στα μÜτια της. Του κÜκου! Ο αιφνιδιασμüς εßχε περÜσει πια, η ζωÞ της υπαßθρου, ρεαλιστικÞ, σκληρÞ κι αδυσþπητη ενßοτε, δεν Üφηνε δα και πολý χþρο για τÝτοιες ευαισθησßες. Ο θεßος του μÜλιστα, τονε προσγεßωσεν Üτσαλα μια μÝρα που 'χε πÜρει μÝτριους βαθμοýς στο σχολεßο:
 -"Κοßτα και συμμαζÝψου μικρÝ, να μÜθεις γρÜμματα, γιατß αλλιþς θα τσαπßζεις το χþμα, κακομοßρη μου. 'Ασε τις πλαστελßνες και πιÜσε, διÜβασε"!
     Οι πλαστελßνες κοπÞκανε μα οι βαθμοß δε βελτιωθÞκανε. Τουναντßον! Ο θεßος σÞκωσε τους þμους και συνÝχισε τη δουλειÜ του, χωρßς να του κÜνει Üλλη κουβÝντα. Η θεßα απορροφημÝνη κι εκεßνη, δε πρüσεχε τÝτοιες λεπτÝς αποχρþσεις συναισθημÜτων. Και να τις πρüσεχε δηλαδÞ, πÜλι δε θα μποροýσε να κÜνει τßποτε. Ο μικρüς Üρχισε ν' ασφυκτιÜ, μα το πÜλεψε καλÜ. ΚÜποιος καθηγητÞς του, πρüσεξε το ταλÝντο, αφοý πρþτα εßχε δει την αδιαφορßα και την αφηρημÜδα του στη τÜξη. Τονε βοÞθησε κÜπως, αλλÜ μη φανταστεß κανεßς το ...χρυσü παραμýθι του ασχημüπαπου που 'γινε κýκνος. ¼χι! Στη πραγματικÞ ζωÞ, τα παραμýθια δεν Ýχουνε την ßδια μορφÞ, χωρßς να λεßπουν εντελþς. ΑπλÜ, βρßσκονται αλλοý.
     ¸τσι, üταν τÝλειωσε το γυμνÜσιο με μÝτριο βαθμü κι Ýκλεισε τα δεκαοχτþ, αποφÜσισε να κατÝβει στην ΑθÞνα. Το χωριü δεν τονε χþραγε και δεν Þξερε ακüμα πως η πρωτεýουσα, Þτανε τüσο μεγÜλη. Οι θειοß του προσπÜθησαν να τονε μεταπεßσουν, μα του κÜκου. ¸τσι, του δþσανε λßγα χρÞματα, δεν Þτανε δα και πολλÜ -δεν εßχανε δα και πολλÜ-, μερικÝς συμβουλÝς, Üχρηστες κι αυτÝς γιατß δε ξÝρανε δα και πολλÜ, του δþσανε και μερικÜ ονüματα συγγενþν και γνωστþν που 'μεναν εκεß, για τη περßπτωση που χρειαστεß κÜτι, -ψýλλοι στ' Üχερα σε μια πüλη τεσσÜρων εκατομμυρßων τüτε- και τονε ξεπροβοδßσανε με φιλιÜ κι ευχÝς. ¼πως δεν εßχανε δικÜ τους παιδιÜ, τον εßχαν αγαπÞσει σα δικü τους, üλα τοýτα τα χρüνια. Ο μικρüς τους χαιρÝτισεν αδÜκρυτος κι απüμακρος κι Ýφυγε με το λεωφορεßο της γραμμÞς, για τη μεγÜλη περιπÝτεια, που μÞτε κι ο ßδιος Þξερε που θα τονε βγÜλει.
     ΘυμÜται κεßνη τη διαδρομÞ σαν τþρα. ΑτÝλειωτη του 'χε φανεß και τüτε τα λεωφορεßα αγκομαχοýσανε. ΠÝρασε βουνÜ, πεδιÜδες, πüλεις που του φανÞκανε τερÜστιες, πριν φτÜσει κÜτω και θÜλασσα. Εßχεν Þδη εκπλαγεß, μα üταν Ýφτασε ΑθÞνα, του πιÜστηκεν η ανÜσα! Σπßτια... σπßτια... σπßτια παντοý, πουθενÜ λßγο χρþμα και κüσμος... κüσμος... πολýς κüσμος. ¸χασε τον μποýσουλα. ΣτÜθηκεν Üτυχος γιατß πουθενÜ δεν εßδε να τονε περιμÝνει κÜποιος απομηχανÞς Θεüς, που θ' αναγνþριζε το μοναδικü του τÜλαντο και να τονε πÜρει στη προστασßα του, Ýχοντας μÜλιστα και μια κüρη της παντρειÜς, για πÜρτη του μüνο. ΣτÜθηκεν üμως και τυχερüς, γιατß κανÝνα χαμßνι, κανεßς αλÞτης Þ μαφιüζος αλαφροχÝρης δε τονε κορüιδεψε, þστε να τον αφÞσει πανß με πανß. ¸φτασε μεσημÝρι περασμÝνο κι αμÝσως Üρχισε να ρωτÜ παντοý για δουλειÜ και διαμονÞ.
     ¸να Ýργο ζωÞς! Πριν πÝντε χρüνια, συνÝλαβε τη μεγÜλην ιδÝα. Κλεßστηκε στο καβοýκι του κι Üρχισε να τη δουλεýει. Δε βιαζüτανε. Εßχε κερδßσει τη δüξα, εßχε κερδßσει μπüλικα χρÞματα, εßχε την ευρýτατην αναγνþριση στον χþρο του, με μια φρÜση: εßχεν üλα üσα μÞτε εßχεν ελπßσει πως θα πετýχαινε, üταν Ýφτασε δω.

-----------
   "ΚÜποτε, πολý παλιÜ, δυο πολý μεγÜλοι γλýπτες εßχανε μιαν ευγενικÞ Üμιλλα, περß του ποιος Þταν ο πιο καλüς κι ο πιο "μεγÜλος". Κανεßς üμως δε μποροýσε να πει, ποιος. Για τα Ýργα τους μιλοýσεν üλος ο κüσμος. ¸τσι μια μÝρα, αποφασßσανε να βÜλουν Ýνα ...στοßχημα! Θα αποσýρονταν για κÜμποσο, να φτιÜξουν Ýνα γλυπτü και να το παρουσιÜσουνε δημüσια, σα μιαν αναμÝτρηση κι εκεß ν' ανακηρυχτεß ο νικητÞς εκεßνος, üπου το πλÞθος μα κι ο ßδιος ο αντßπαλος να τον Ýχει αναγνωρßσει και παραδεχτεß. Το Ýργο, θα 'πρεπε να 'τανε πιστευτü, αληθοφανÝς, ολοζþντανο και φυσικÜ πανÝμορφο, κι üλα τοýτα, αναμφισβÞτητα.
     Οι δυο μεγÜλοι αυτοß γλýπτες αποσυρθÞκανε και κÜμποσο καιρü μετÜ, εßχαν Ýτοιμα τα Ýργα με τα οποßα θα διεκδικοýσανε τη πρωτοκαθεδρßα. ΣυμφωνÞσανε λοιπüν να γßνει συνÜντηση σε μια μεγÜλη πλατεßα, με παρουσßα μεγÜλου κοινοý.
     ¹ταν Ýνα θαυμÜσιο ανοιξιÜτικο απüγευμα κεßνη τη μÝρα, γλυκü, ζεστü και με απαλÞν αýρα, που 'φτανε απü τη θÜλασσα, Ýπαλλε γλυκÜ κι ανÜλαφρα, δυο ολüλευκα σεντüνια που σκεπÜζανε δυο μεγÜλα γλυπτÜ, τοποθετημÝνα στο κÝντρο της μεγÜλης πλατεßας. Κüσμος πολýς εßχε μαζευτεß εκεß, προετοιμασμÝνος να θαυμÜσει και να χειροκροτÞσει. ΦτÜσανε κι οι μεγÜλοι δημιουργοß κι üλα πια Þταν Ýτοιμα να ξεκινÞσουν. ΓυρνÜ ο Ýνας και λÝει στον Üλλο:
 -"Φßλε μου ξεκßνα πρþτος. ΑποκÜλυψε στον κüσμο το γλυπτü σου"!
     Ο γλýπτης υπÜκουσε στα λεγüμενα κι αποκÜλυψε μπρος στα μÜτια του αντιπÜλου και στο πλατý κοινü, το αριστοýργημÜ του. ¸να μακρüσυρτο "Ωωω" ακοýστηκε κι üλοι χειροκροτÞσανε το Ýργο, ακüμα κι ο ...αντßπαλος. ¹τανε μια κοπελιÜ, που στο κεφÜλι της, εßχε πανÝρι με λογÞς-λογÞς φροýτα: σταφýλια, σýκα, φρÜουλες, κερÜσια... ¸μοιαζε τüσον üλοζþντανη, που θαρροýσε κανεßς πως σε λιγÜκι θα φτÜσει κοντÜ του, να του προσφÝρει τα φροýτα της Þ -το καλýτερο- τα θÝλγητρÜ της. Τüσον ολοζþντανο γλυπτü, που ξεγελοýσε πουλιÜ κι Ýντομα, που χαμÞλωναν απü τη πτÞση τους για να γευτοýνε τους χυμοýς των φροýτων, σαν Ýν ανÝλπιστο δþρο. Ο κüσμος θαýμασεν þρα πολλÞ το θεσπÝσιο δημιοýργημα μοναδικÞς ζωντÜνιας κι ομορφιÜς κι εßχε σχεδüν ξεχÜσει τον... αντßπαλο, ακüμα κι ο δημιουργüς Ýνιωθε πως Þξερε τον νικητÞ. Ωστüσο, γýρισεν επιτÝλους στον Ýτερο και για να κρατηθοýν οι τýποι, του 'πε χαμογελþντας αυτÜρεσκα και πειραχτικÜ:
 -"Αν και το θεωρþ περιττü φßλε μου, νομßζω πως εßναι η σειρÜ σου τþρα. ΑποκÜλυψε στα μÜτια μας και το δικü σου γλυπτü κι ετοιμÜσου να δεχτεßς πως Ýχασες το στοßχημα".
 -"ΔηλαδÞ τþρα -κι ακοýστε με üλοι παρακαλþ προσεκτικÜ- μου λες πως πρÝπει να δεßξω κι εγþ το δικü μου γλυπτü;" ρþτησε απευθυνüμενος στον μεγÜλο αντßπαλü του μα και σ' üλο τον παρευρισκüμενο κüσμο.
 -"ΦυσικÜ! Αυτü εßπα μüλις τþρα! Δε μ' Üκουσες;" απÜντησεν ο Üλλος παραξενεμÝνος μα και γελαστüς.
 -"ΔηλαδÞ οýτε λßγο-οýτε πολý, μου λÝτε -κι απαιτþ τη προσοχÞ üλων παρακαλþ- να τραβÞξω αυτü το σεντüνι, þστε ν' αποκαλυφθεß κι δικÞ μου ταπεινÞ δημιουργßα, κüντρα στο θαυμÜσιο αυτü γλυπτü αριστοýργημα;" επÝμεινεν ο Üλλος.
 -"Ε ναι σου λÝω! Τß στην ευχÞ σ' Ýχει πιÜσει; Τüσο πολý τρüμαξες λοιπüν; Σε κατανοþ, ωστüσο πρÝπει..." Üρχισε να εκνευρßζεται ο Üλλος.
 -"ΞÝρεις φßλε μου, μετÜ το δικü σου θαυμÜσιο πραγματικÜ -και μπρÜβο σου- γλυπτü, που ειλικρινÜ στο λÝω το θεωρþ κορυφαßο και με μÜγεψε, δε νομßζω πως πρÝπει ν' αποκαλýψω το δικü μου. Εγþ τουλÜχιστον δεν Ýχω την απαιτοýμενην ηθικÞ και ψυχικÞ δýναμη, να υποστηρßξω μ' αυτü, τον αγþνα μας. Αν θες λοιπüν, μπορþ και τþρα κιüλας να δεχτþ την Þττα μου, χωρßς περαιτÝρω αγþνα"!
 -"Α üοοοχι... Μη πας να ξεγλιστρÞσεις! ΦανÝρωσÝ μας το, τþρα!"
 -"Προτιμþ να μη το κÜνω!" και στρεφüμενος προς το κοινü υποκλßθηκε κι Ýτσι τους μßλησε: "Αναγνωρßζω πως Ýχασα και δεν επιθυμþ να τραβÞξω το σεντüνι στο δικü μου γλυπτü!"
     Το κοινü βοýιξεν ανυπüμονο. ¹ξεραν üλοι πως κι ο Ýτερος των διαγωνιζομÝνων, Þτανε κολοσσüς και θÝλανε να δοýνε τι εßχε φτιÜξει, Ýστω κι αν εßχανε προετοιμαστεß για κÜτι υποδεÝστερο. Μα υποδεÝστερο του σχεδüν τÝλειου γλυπτοý εßναι κι αυτü σχεδüν τÝλειο, Üρα Üξιο να το απολαýσουν Ýστω και σα δεýτερη επιλογÞ. ¸τσι δια βοÞς, ζητÞσανε ν' αποκαλυφθεß το γλυπτü κι ο... νικητÞς εßπε πÜλι γελαστÜ στο... χαμÝνο:
 -"Εßδες φßλε μου; Ο κüσμος θÝλει να σε δει".
 -"Τüτε, δεν Ýχω αντßρρηση. ΚÜνε το μüνος σου, εγþ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ" εßπε και σταýρωσε τα χÝρια. Ο... νικητÞς τüτε, γýρισε στο κοινü κι εßπε δυνατÜ:
 -"Τι λÝτε κι εσεßς; Να το αποκαλýψω εγþ";
 -"Ναιαιαιαιαι!" βρυχÞθηκε το κοινü χαροýμενο.
 -"ΚαλÜ λοιπüν... Ýστω... Ας γßνει Ýτσι". Γýρισε στον Üλλο με μιαν υπüκλιση: "Μου επιτρÝπεις";
 -"Αν θες τüσο πολý, να δεις το μÝγεθος της Þττας μου, κÜνε το. Εγþ, το επαναλαμβÜνω, δε μπορþ να το κÜνω!" εßπε και ξανασταýρωσε τα δημιουργικÜ χÝρια του.
     Ο... νικητÞς στρÜφηκε με περιÝργεια και κοßταξε το πÜλλευκο σεντüνι που τρÝμιζεν ανÜλαφρα στη θαλασσινÞν αýρα. Οι πτυχþσεις του μαρτυροýσαν ελÜχιστα, περß του περιεχομÝνου κι Ýπιασε τον εαυτü του να 'χει πλÝον αγωνßα, να δει με τι θÝμα, εßχε καταπιαστεß για να τον αντιμετωπßσει ο μεγÜλος του αντßπαλος. ΜετÜ, προχþρησεν αποφασιστικÜ προς τα κει. Μüλις Ýφτασε πολý κοντÜ, πρüσεξε πως Ýλειπεν ο σπÜγκος των αποκαλυπτηρßων και στρÜφηκε προς τον Üλλον, ερωτηματικÜ. Εßδε πως δεν κοιτοýσε καν προς το μÝρος του, αλλÜ με σταυρωμÝνα χÝρια, κοιτοýσε κÜπου προς τα πÝρα, προς τον κüσμο Þ προς το δικü του γλυπτü. Αυτü του Üρεσε! Το δε κοινü που αδημονοýσε πλÝον, Üρχισε να φωνÜζει ρυθμικÜ:
 -"ΤρÜβηξÝ το! ΤρÜβηξÝ το!..."
     Ξαναγýρισε στο σκεπασμÝνο γλυπτü, διÜλεξε με το μÜτι μια πτυχÞ του λευκοý σεντονιοý, που του φÜνηκε βολικÞ κι Üπλωσε το χÝρι να τη τραβÞξει, για να δει επιτÝλους τι κρυβüταν απü κÜτω. ¸νιωθεν ανυπüμονος και μüλις το χÝρι του Ýπιασε τη κρýα και σκληρÞ πτυχÞ, πÜγωσεν ολÜκερος! Ο νους του δε μπüρεσε να συλλÜβει αμÝσως το ερÝθισμα που λÜμβανε απü την αφÞ των δαχτýλων και... συνÝχιζε να προσπαθεß να τραβÜ... ¼ταν νους και χÝρι μονοιÜσαν επιτÝλους, στρÜφηκε συγκινημÝνος στον αντßπαλü του κι υποκλßθηκε ταπεινÜ!
     Το κοινü βουβÜθηκε... Üργησε κÜπως να καταλÜβει τι εßχε συμβεß... μα üταν το κατÜλαβε, ξÝσπασε σ' Ýν ατÝλειωτο χειροκρüτημα...
------------

     ¸να Ýργο ζωÞς λοιπüν. Η ιδÝα του 'χε μπει στο νου, λßγο μετÜ τη καταξßωσÞ του. Δεν εßχε πÜρει Üμεσα, σχÞμα και μορφÞ και χρειÜστηκε λιγÜκι χρüνο για να το βρει. ¼ταν πια Ýνιωσε πως Þταν Ýτοιμο μÝσα του, πÞρε τα εργαλεßα και τα υλικÜ του και γýρισε στο χωριü. ΠÝντε χρüνια περßπου μακρυÜ απü τα φþτα της δημοσιüτητας, δοýλεψε πÜνω σ' αυτü. ¼ταν Ýφτασε στο τÝλος, εßδε πως ναι μεν Þταν üπως το 'χε συλλÜβει, μα κÜτι Ýλειπε... κÜτι... αλλÜ τß; Ωστüσο προανÞγγειλε τ' αποκαλυπτÞρια, ελπßζοντας. Και δεν εßχεν Üδικο... το πρωÀ της μεγÜλης μÝρας, το βρÞκε. Συγκλονßστηκε, αμφÝβαλλε, μα τελικÜ εßδε πως Þταν -ναι- το μüνο, αυτü! ΧαμογÝλασε πικρÜ: Ναι! Αυτü Þτανε, το δßχως Üλλο!
     Κεßνη τη μÝρα,, η αßθουσα Þτανε κατÜμεστη, απü τον κüσμο της τÝχνης κι üλο το... "σκυλολüι" üπως το 'λεγε πειραχτικÜ κι ο ßδιος. ΚÜμερες, δημοσιογρÜφοι, κριτικοß, καλλιτÝχνες, οι απαραßτητοι "μαúντανοß" και τα ρÝστα... Το γλυπτü εßχε στηθεß στο μÝσο του πÜλκου, σκεπασμÝνο μ' Ýνα πÜλλευκο σεντüνι. ¢κρα μυστικüτητα εßχε τηρηθεß -το 'χε ζητÞσει και μεριμνÞσει ο ßδιος προσωπικÜ- κι επειδÞ Þτανε πια μεγÜλος και τρανüς, του 'χανε κÜμει απρüθυμα το χατÞρι. ΒÝβαια η περιÝργεια κοβüτανε με το μαχαßρι, σ' üλα τα μÞκη και τα πλÜτη του καλλιτεχνικοý κüσμου. Επßσης εßχε ζητÞσει να βγÜλει Ýνα μικρü λογýδριο πριν τ' αποκαλυπτÞρια και το 'χε πετýχει κι αυτü, γιατß σκεφτÞκαν οι επαÀοντες üτι θ' ανÝβαζε τις... πωλÞσεις, διαφημιστικÜ και τα ρÝστα.
     ¼ταν Ýφτασεν η στιγμÞ που τον αναγγεßλανε, σηκþθηκε κι ανÝβηκε στο βÞμα, δßπλα στο σκεπασμÝνο γλυπτü, κρατþντας μια θÞκη βιολιοý. ¼λοι παραξενευτÞκανε μα γνωρßζοντας εκ πεßρας, πως οι καλλιτÝχνες εßναι και λιγÜκι... αρπαγμÝνοι, κÜναν ησυχßα. Εκεßνος, Üφησε κÜτω τη θÞκη, γýρισε προς το κοινü, τους κοßταξε για κÜμποσο, üλους κι Üρχισε να μιλÜ, αργÜ και με σχεδüν σπασμÝνη φωνÞ:
 -"Κυρßες και κýριοι... η δουλειÜ του καλλιτÝχνη, εßναι απüλαυση, εßναι δημιουργßα, μα πρÝπει και να διδÜσκει, εκτüς του να βοηθÜ στη καλυτÝρεψη του κüσμου και παρÜλληλα να ψυχαγωγεß. ¸τσι λοιπüν Þρθα σÞμερα εδþ, ελπßζοντας να τα 'χω πετýχει üλα τοýτα".
     ΣÞκωσε απü κÜτω τη θÞκη του βιολιοý και πÞγε προς το γλυπτü. ΤρÜβηξε το πÜλλευκο σεντüνι κι αποκÜλυψε Ýνα γλýπτη που λÜξευε Ýνα κορßτσι που στο κεφÜλι του εßχε Ýνα πανÝρι με φροýτα. Ο γλýπτης Ýδειχνε πως εßχε βÜλει τη τελευταßα πινελιÜ κι εßχε μεßνει να κοιτÜζει το Ýργο του. ¹ταν Ýνα θαυμÜσιο γλυπτü σýνολο αν και λιγÜκι παρÜξενο. Ο καλλιτÝχνης στρÜφηκε πÜλι στο κοινü:
 -"Ονüμασα τοýτο το γλυπτü, "Ο Συνοπτικüς ΘÜνατος", μα μüλις το τÝλειωσα, διαπßστωσα πως κÜτι Ýλειπε για να πετýχει αυτü που 'θελε να πει. ΚÜτι ακüμα πιο δυνατü..." ¸σκυψε, Ýπιασε πÜλι τη θÞκη του βιολιοý και την Üνοιξε μπρος τους, "πÝντε χρüνια περßπου το δοýλεψα..." Ýβγαλε απü μÝσα μια βαριοποýλα, "...και τþρα θα το δεßτε ολοκληρωμÝνο!" σÞκωσε τη βαριοποýλα μπρος στα Ýκπληκτα μÜτια üλων και κατÜφερε Ýνα δυνατü, καßριο και μοναδικü χτýπημα στο γλυπτü. "Αυτü εßναι το πλÞρες Ýργο, Ýνα Ýργο ζωÞς..." εßπε με τρεμÜμενα λüγια και ξεκßνησε προς την Ýξοδο.
     ¸να μακρüσυρτο "Ωωωω" γÝμισε την αßθουσα και τονε συντρüφεψε μÝχρι Ýξω, που τον οδηγÞσανε τα βαριÜ, σουρτÜ του βÞματα! ¸νιωθεν Üδειος!
     Γýρισε πÜλι στο χωριü, εφοδιασμÝνος τοýτη τη φορÜ με πÜρα πολλÜ κουτιÜ πλαστελßνης. Δεν Ýμαθε ποτÝ, δεν επιδßωξε να μÜθει, τι απüγινε κεßνη τη μÝρα. Οι εφημερßδες τα γρÜψανε καταλεπτþς, μα κεßνος ποτÝ δε διÜβαζεν εφημερßδες.
     Το κοινü εßχε διχαστεß. ¢λλοι γιουχαÀσανε μüλις Ýφυγεν απü την αßθουσα, Üλλοι χειροκροτÞσανε. Πολλοß βιαστÞκανε να μιλÞσουνε για βερμπαλιστικü διαφημιστικü κüλπο. Η Ιστορßα σα πολτüς απü κινοýμενη λÜσπη, ανοιγüκλεισε τα υγρÜ της σαγüνια κι απορρüφησε το συμβÜν, σχετικÜ σýντομα, üπως συμβαßνει συνÞθως. Η Ιστορßα τρþει, καταπßνει και χωνεýει. Τα κüπρανÜ της μαρτυροýνε...
     Ο μεγÜλος γλýπτης πÝθανε λßγα χρüνια μετÜ, χωρßς να ξαναφανεß με γλυπτü του δημüσια. Τονε βρÞκαν απü τη μπüχα του σÞποντος θανÜτου. ¼ταν ξεβρþμισεν ο τüπος και μπÞκανε μÝσα στο καμαρÜκι που φυλοýσε τις πλαστελßνες του, -μικρÜ και μεγÜλα χρωματιστÜ δημιουργÞματα, με θαυμÜσια τεχνικÞ κι ομορφιÜ- εßδανε και θαυμÜσανε.
     ¸ν απ' αυτÜ, το πιο μεγÜλο, αναπαριστοýσε Ýνα μικρü παιδÜκι, που μια γυναßκα το φιλοýσε στο κεφαλÜκι και που κρατοýσε Ýνα μικρü κομψü αριστοýργημα σα κουλουρÜκι πασχαλιÜτικο, κι απü κÜτω εßδανε τον τßτλο:

                                  "Η Ιστορßα Της Δημιουργßας"
 
                                                                                   ΦλεβÜρης 2006

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers