ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Shelley Mary Wollstonecraft: ÅñùôéêÞ Ðëïýóéá Ëüãéá ÖùíÞ

 Βιογραφικü

     ¼λος ο κüσμος της λογοτεχνßας θα ξÝρει τη γυναßκα που συνÝλαβε την ιδÝα για τον πιο εμβληματικü, διÜσημο και τρομακτικü Þρωα στα χρονικÜ της λογοτεχνßας τρüμου. ºσως δεν υπÜρχει Üνθρωπος στο Δυτικü κüσμο που δε γνωρßζει την ιστορßα του ΦρανκενστÜιν και το σπουδαßο μυθιστüρημα της Μαßρη ΣÝλλεû, της χαρισματικÞς αυτÞς γυναßκας που μετÜ απü μια πρüσκληση του λüρδου Βýρωνα, κÜποτε στην Ελβετßα, υπÝγραψε το πιο ανατριχιαστικü βιβλßο στον κüσμο. Οι λεπτομÝρειες της ταραχþδους ζωÞ της ωστüσο εξακολουθοýν να παραμÝνουν Üγνωστες ακüμα και για τους πιο θερμοýς βιβλιοφÜγους και λßγοι ξÝρουνε πως η πολυσυζητημÝνη αυτÞ συγγραφÝας Ýζησε μια πιο Ýντονη, παθιασμÝνη κι ερωτικÞ καθημερινüτητα απ' τις περισσüτερες γυναßκες της εποχÞς της.
    Η Μαßρη Γουüλστονκραφτ ΣÝλλεû (Mary Wollstonecraft Shelley) λοιπüν γεννÞθηκε 30 Αυγοýστου 1797 στο Λονδßνο. ¹τανε Βρεττανßδα συγγραφÝας και σýζυγος του ρομαντικοý ποιητÞ ΠÝρσι ΣÝλλεû, γνωστÞ για το μυθιστüρημÜ της ΦρανκενστÜιν Þ ο Σýγχρονος ΠρομηθÝας. Η Μαßρη δεν Þταν Ýνα κορßτσι üπως üλα τα υπüλοιπα, γιατß εßχε τη τýχη να γεννηθεß απü λüγιους γονεßς: το φιλüσοφο κι αντιεξουσιαστÞ Ουßλιαµ Γκüντουιν (William Godwin, 1756-1936) και μητÝρα τη Μαßρη Γουλστüουνκραφτ (Mary Wollstonecraft, 1759-1797), πρωτοπüρο του φεµινιστικοý κινÞµατος και συγγραφÝα, που 'γραψε Ýνα απü τα πρþτα εγχειρßδια του φεμινισμοý, τη Διεκδßκηση των ΔικαιωμÜτων της Γυναßκας. Το αντισυμβατικü αυτü το ζευγÜρι που κüντρα στις συμβÜσεις δεν παντρεýτηκε ποτÝ, δεν Þθελε η κüρη τους να 'ναι απλþς σýζυγος και νοικοκυρÜ. Δυστυχþς üμως η μητÝρα της πÝθανε απü επιλüχειο πυρετü 11 µÝρες µετÜ τη γÝννα, αφÞνοντας τον Γκüντουιν µε τη νεογÝννητη Μαßρη και τη 3χρονη ΦÜνυ ºµλυ, που 'χε αποκτÞσει απü το 1ο γܵο της και την ανατροφÞ της ανÝλαβε εξ ολοκλÞρου ο Γκüντγουιν. Εκεßνος, αφοý τακτοποßησε κι εξÝδωσε το σýνολο του Ýργου της, ξανανυμφεýτηκε το 1801, με τη Μαßρη Κλαιρµüν (Mary Clairmont, 1766-1841) φροντßζοντας ωστüσο να µεγαλþσει τα κορßτσια, εξασφαλßζοντÜς τους µüρφωση αδιανüητη για γυναßκες της εποχÞς τους.



     Οι σχÝσεις της Μαßρης με τη μητριÜ της δεν Þταν καλÝς. Εξαιτßας της μÜλιστα δεν Ýλαβε ποτÝ μια κανονικÞ εκπαßδευση. ¸βρισκε üμως καταφýγιο στη βιβλιοθÞκη και στις παρÝες του πατÝρα της. Εκεß συνÜντησε τον νεαρü ποιητÞ ΠÝρσι ΣÝλλεû. Απü μικρÞ, η Μαßρη ζοýσε σ' Ýνα περιβÜλλον üπου λÜμβαναν χþρα φιλοσοφικÝς συζητÞσεις, μυÞθηκε στις ριζοσπαστικÝς ιδÝες, απÝκτησε κριτικü πνεýμα -Üλλωστε η επιθυμßα του πατÝρα της Þταν να τη κÜνει να σκÝφτεται σαν τους φιλοσüφους- κι ανατρÜφηκε με ελευθερßες που δεν εßχαν οι υπüλοιπες γυναßκες. Ο πατÝρας της, üταν η ßδια Þταν 15 ετþν, τη περιÝγραψε ως τολμηρÞ, αποφασιστικÞ και με κοφτερü μυαλü. ΑπÝκτησε λοιπüν αυτοπεποßθηση και τη σιγουριÜ μιας αυτοκρÜτειρας κι ο πατÝρας της Þτανε περÞφανος για κεßνη. Το 1ο ποßημÜ της το δημοσßευσε üταν Þταν ακüμα παιδß, το 1807, απü την εκδοτικÞ εταιρßα που συνεργαζüταν ο πατÝρας της.
     ¢νθρωποι Üκρως πρωτοποριακοß και με ριζοσπαστικÝς ιδÝες για την εποχÞ τους. Αυτü εßχεν επακüλουθο, να τη μεγαλþσουν με διαφορετικοýς κανüνες απü τις υπüλοιπες νεαρÝς κοπÝλες του καιρü της. Η μüρφωση κι οι ελευθερßες της δεν εßχανε καμμßα σχÝση μ' αυτÝς των Üλλων γυναικþν. Ο 22χρονος ποιητÞς κι επßσης αντιεξουσιαστÞς ΠÝρσι Μπýση ΣÝλλεû θαýμαζε ιδιαßτερα τον Γκüντγουιν και τον συντηροýσε οικονομικÜ. Το 1812, ο Γκüντγουιν την Ýστειλε να μεßνει σ' Ýνα σπßτι φßλων, των ΜπÜξτερς, στη Σκωτßα. Εκεß γνþρισε κι ερωτεýτηκε τον ΠÝρσι ΣÝλλεû, εκεßνος ερωτεýεται τη κüρη, üταν Þτανε μüλις 16 ετþν, γιατß την εßχε δει που ξεχþριζε στο σαλüνι του πατÝρα της με το πνεýμα της κι αυτÞ Ýβλεπε στο πρüσωπü του üλα τα ιδανικÜ που εκπροσþπευε ο πατÝρας της. Ο ΣÝλλεû αν κι εßχε αριστοκρατικÞ καταγωγÞ, προτιμοýσε να διαχωριστεß απü την οικογÝνειÜ του. Επιθυμßα του Þταν να μοιρÜσει μεγÜλο μÝρος της περιουσßας του στους φτωχοýς. Οι γονεßς του προκειμÝνου ν' αποφýγουν τÝτοιου εßδους σπατÜλες, δεν του δßνανε χρÞματα. ΑναγκÜζεται, λοιπüν, να σταματÞσει να χρηματοδοτεß τον Γκüντγουιν, που δυσαρεστÞθηκε üταν το 'μαθε. Η απüφασÞ του να φýγει μαζß με τη κüρη του Γκüντγουιν στην Ευρþπη, σαφþς χειροτÝρεψε τη κατÜσταση.



     ΠρÜγµατι, η Μαßρη κυνÞγησε τον Ýρωτα, µ' Ýνα τρüπο που υπερκÜλυπτε τη σηµασßα του µεγαλειþδους αυτοý συναισθÞµατος, στον σýµπαν των ροµαντικþν. Γι' αυτοýς, ο Ýρωτας δεν Þταν απλÜ εκδÞλωση Üκρατου πÜθους, üπως στην αρνητικÞ θεολογßα µια µερßδας αριστοκρατþν, που οι σεξουαλικοß περιορισµοß του χριστιανισµοý τους προκαλοýσανε δυσφορßα, οýτε Ýνα µÝσον αναζÞτησης του θεοý -Üρα εκµηδÝνισης του Ýρωτα- üπως στους νοµοταγεßς χριστιανοýς. Γι' αυτοýς Þταν η απüλυτη απÜντηση στην ßδια τη περιπλοκÞ της ανθρþπινης ýπαρξης. ΚαμµιÜ κüλαση, üσο Üγρυπνη κι αν στηνüτανε γýρω στον Üνθρωπο, δεν εßχε σηµασßα, αν πριν και µετÜ απ' αυτÞν υπÞρχε ο Ýρωτας. Η διαυγÝστερη διατýπωση αυτοý του αξιþµατος βρßσκεται στο Σολωµü, στο στιχÜκι της ΦαρµακωµÝνης, "...κι üλα ο θÜνατος τα λýει... κι üλα ο Ýρωτας τα λýει" üχι παραποιþντας τον µεγÜλο ποιητÞ, αλλÜ παßρνοντας το δρüµο που µε χßλια δÜχτυλα-λÝξεις µας δεßχνει. Η απüλυτη απÜντηση στη περιπλοκÞ της ýπαρξης, που τüσο βαθιÜ βßωσε η Μαßρη εßναι µια διπλοβελονιÜ: το υφαντü της ζωÞς δεν πρüκειται να σταθεß πÜνω στο πετσß µας αν η βελüνα δεν επιστρÝψει απü την ανÜποδη, φÝρνοντας µαζß της πüτε το εßδωλο του θανÜτου και πüτε το εßδωλο του Ýρωτα. ¸ρωτας-θÜνατος-Ýρωτας-θÜνατος-Ýρωτας... Να πως πÜει η βελονιÜ.



     Ο κüµης ¸µπολι ερωτεýεται και πεθαßνει µες στον Ýρωτα που γεννÜ το εßδωλü του, στη γυναßκα που αγÜπησε, η οποßα πρÝπει να σκοτþσει τον ÝρωτÜ της για το εßδωλο, προκειµÝνου να ζωντανÝψει τον ÝρωτÜ της για το αυθεντικü, που κι αυτü, ωστüσο, δεν Þταν παρÜ Ýνα εßδωλο του ειδþλου. Τß εßναι αυτü που οδηγεß την Αδαλßνδα στην επιλογÞ της; Πþς µπορεß να εßναι βÝβαιη για τη πραγµατικüτητα που επιλÝγει; ΦυσικÜ, την οδηγεß η σταθερüτητα του συναισθÞµατüς της, απÝναντι στην αστÜθεια του αντικειµÝνου του. ¼ποιος κι αν εßναι στη πραγµατικüτητα αυτüς που αγÜπησε, σηµασßα Ýχει η αλÞθεια του συναισθÞµατüς της. ΜÝσα σ' αυτÞ την αλÞθεια διενεργεßται η ßδια η κατασκευÞ του Ýρωτα ως αυθεντικüτητας. Αν ο σφετεριστÞς δεν εßχε προβεß σ' ενÝργειες αντßθετες προς το φανταστικü εραστÞ της, δεν θα κινοýσε τις υποψßες της. Ο Üλλος εßναι ο πραγµατικüς εραστÞς επειδÞ δεν συγκροýεται µε το φανταστικü που εξÝθρεψε üσο καιρüν απουσßαζε. Πüσοι θÜνατοι λανθÜνουν σ' αυτü τον Ýρωτα; Τüσοι üσοι δεν θα επÝτρεπαν ßσως τη δηµοσßευση του διηγÞµατος. Μα Þτανε καλÜ κρυµµÝνοι κι Ýτσι το διÞγηµα δηµοσιεýθηκε.
     Ο διÜδοχος των Μοντüλφο ανοßγεται προς τον Ýρωτα µüνο µÝσω του θανÜτου της µητÝρας του. Η επιλογÞ ενüς κοριτσιοý που χρειÜζεται βοÞθεια εßναι Þδη µια πατροκτονßα. Μα δεν πρüκειται να διαπιστþσει Την ΑλÞθεια των συναισθηµÜτων του, παρÜ µüνον üταν ο πατÝρας επιχειρÞσει να σκοτþσει για 2η φορÜ τη µητÝρα µ' Ýναν ακüµη εξευτελισµü. Εδþ ως Ýνα βαθµü, το κÝντρο βÜρους θα µεταφερθεß στην ερωµÝνη, που αρνεßται πεισµατικÜ να ενδþσει στις επιθυµßες του πατÝρα. Η ßδια η Μαßρη γνþριζε καλÜ αυτÞ τη διαλεκτικÞ σýγκρουση. Ο πατÝρας της θα ݵενε χωρßς πνευµατικü διÜδοχο, αν ο ΠÝρσυ ΣÝλλεû νυμφευüτανε τη χωριατοποýλα του, τη Μαßρη, που δεν Þταν Üλλη -για τον Γκüντουιν- απü την αδικοχαµÝνη Γουλστüουνκραφτ. Το απροσδüκητο σθÝνος της χωριατοποýλας θα µεταβÜλει τον Ýρωτα σε πατροκτονßα. Ο πατÝρας του Λουδοβßκου θα πεθÜνει απü το χÝρι της νýφης του, üπως ο πατÝρας της Μαßρης θα πεθÜνει απü το χÝρι της συγγραφÝα. ¸τσι το διÞγηµα θα µεßνει ανÝκδοτο.



     Η αντßδραση του πατÝρα της, Þταν Üσχημη γιατß ο ΣÝλλεû Þταν Þδη Ýγγαμος με τη ΧÜριετ ΟυÝστµπρουκ (Harriet Westbrook), Þταν Þδη Ýγκυος, αλλÜ ο γܵος τους αντιµετþπιζε προβλÞµατα. Ο ΠÝρσυ στις 17 Ιουλßου 1814, τη κλÝβει στη Γαλλßα, üπως εßχε κÜνει πριν 3 χρüνια µε τη ΧÜριετ. Η Μαßρη αποφασßζει να φýγει με τον εραστÞ και τη ξαδÝλφη της για τη Γαλλßα, χωρßς την ευχÞ του πατÝρα. Σýμφωνα με τα λεγüμενÜ της, αυτü το ταξßδι Þταν αρχικÜ η ενσÜρκωση του ρομαντισμοý. Η οικονομικÞ δυσχÝρεια, üμως, τους αναγκÜζει να επιστρÝψουνε πßσω μετÜ λßγους μÞνες. Λßγο πριν επιστρÝψουνε στην Αγγλßα, η Μαßρη ανακαλýπτει üτι Þταν Ýγκυος.
     ¼ταν επÝστρεψαν,µετÜ απü µερικÝς εβδοµÜδες, διαπßστωσαν πως ο Γκüντουιν Þταν Ýξαλλος µε το γεγονüς, παρÜ τη δεδηλωµÝνες απüψεις του για την ελεýθερη Ýκφραση του Ýρωτα. Αρνεßται να τους βοηθÞσει, στÜση που αιφνιδιÜζει το ζευγÜρι. Ο Γκüντγουιν Þθελε μ' αυτÞν τη συμπεριφορÜ -κüντρα στις αρχÝς που εκπροσωποýσε- να συνετßσει τη παρορμητικÞ κüρη. Εκεßνη, δυστυχþς, γεννÜ πρüωρα και χÜνει το παιδß. ¼μως αναρρþνει και μÝσα σε μικρü χρονικü διÜστημα ξαναμÝνει Ýγκυος. Ο ΣÝλλεû κληρονομεß τον παπποý του και τα οικονομικÜ τους εßναι πλÝον εξαιρετικÜ καλÜ. Λßγους μÞνες αργüτερα, Ýρχεται στον κüσμο ο γιος τους, Ουßλλιαμ. Η Μαßρη δüθηκε ολοκληρωτικÜ στον ΠÝρσυ και δεν φÜνηκε να µετανιþνει ακüµα κι üταν συνειδητοποßησε πως η ζωÞ µαζß του κÜθε Üλλο παρÜ εýκολη Þταν. Ο ΠÝρσυ απü την Üλλη, Ýκανε πρÜξη τις απüψεις του πεθεροý του για τον ελεýθερο Ýρωτα, αλλÜ το πÜθος του για την Μαßρη Þταν ακατÜβλητο. Τα χρüνια που πÝρασε κοντÜ της Þταν τα δηµιουργικüτερα της ζωÞς του.



     Το καλοκαßρι του 1816 νοικιÜζουν μια βßλα στην Ελβετßα, üπου φιλοξενοýνε τον φßλο τους κι εραστÞ της αδελφÞς της Μαßρης, απü το 2ο γÜμο του πατÝρας της ΤζÝην Κλαιρμüν (Jane Clairmont, 1798-1897), τον Λüρδο Βýρωνα (George Gordon Noel Byron, 1788-1824). Λüγω των συχνþν βροχοπτþσεων αναγκÜζονται να κλειστοýν μÝσα στο σπßτι και για να περÜσει η þρα παßζουνε διÜφορα παιχνßδια. ΚÜποιο βρÜδυ, ο Βýρωνας προτεßνει να γρÜψει ο καθÝνας τους μια τρομακτικÞ ιστορßα. ¸τσι, λοιπüν, καθÝνας ξεκινÜ να συνθÝτειτη δικÞ του σκοτεινÞ αφÞγηση -παραδüξως, οι δýο διακεκριμÝνοι τεχνßτες του λüγου καταπιÜστηκαν με λιγüτερο ζÞλο απü τους συντρüφους τους. Ο ΠÝρσι προσπÜθησε μÜταια να επικαλεστεß μια παιδικÞ του ανÜμνηση ως καýσιμο για την ÝμπνευσÞ του -γρÞγορα τα παρÜτησε. Ο Βýρων δημιοýργησε Ýνα αρχÝτυπο γοτθικÞς λογοτεχνßας βουτηγμÝνο στο υπερφυσικü και μακÜβριο -τον ΜÜνφρεντ.
     Η Μαßρη, περνþντας πολλÝς νýχτες Üυπνη, ακοýγοντας ωστüσο συνεχþς τους 2 ποιητÝς να μιλοýν για φαντÜσματα και βρυκüλακες, αποφÜσισε πως δεν εßχε αρκετÞ Ýμπνευση για να γρÜψει κÜτι αντÜξιο του τρομακτικοý και τερατþδους. Τüτε Þταν, üμως, που σπßθισε μÝσα της το ελÜχιστο ηλεκτρικü φορτßο που χρειÜζεται για να φλογßσει η γαλβανικÞ μπαταρßα που θα δþσει υπüσταση -ζωÞ- σε μια Üμορφη ως τþρα ýπαρξη. Απü μιας μÝρας, τυχαßα, Üρχισαν να συζητÜνε για τη πιθανüτητα ο ηλεκτρισμüς να επαναφÝρει Ýναν Üνθρωπο στη ζωÞ. Με τον τρüπο αυτü, υπü την επιταγÞ ενüς παιχνιδιοý μεταξý φßλων και μιας τυχαßας κουβÝντας, γεννÞθηκε ο Σýγχρονος ΠρομηθÝας, ΦρανκενστÜιν (Frankenstein or, The Modern Prometheus). Το Ýργο ολοκληρþθηκε το 1817 και εκδüθηκε το 1818. Στα επüμενα 8 χρüνια, οι ΠÝρσι, Βýρων και Τζον Πολιντüρι θα 'ναι νεκροß. Εßναι ωστüσο η συνÜντηση των προσþπων αυτþν σε μια ξýλινη βßλα της Ελβετßας, το καλοκαßρι του 1816, που γÝννησε κÜποιες απü τις σημαντικüτερες ιστορßες της μοντÝρνας λογοτεχνßας του τρüμου. Κι üλα, για Ýνα παιχνßδι του λüρδου Βýρωνα.



     Τον Σεπτݵβρη, επιστρÝφοντας στην Αγγλßα, δÝχθηκαν 2 οδυνηρüτατα χτυπÞµατα. Η οµοµÞτρια αδελφÞ της Μαßρης, ΦÜνυ ºνλυ (Fanny Inley), Ýφυγε απü το σπßτι των Γκüντουιν κι Ýδωσε τÝλος στην ζωÞ της στο δωµÜτιο ενüς µακρινοý πανδοχεßου. ΜερικÝς εβδοµÜδες αργüτερα, η 1η σýζυγος του ΠÝρσυ πνßγηκε στο ΧÜιντ Παρκ. ¹ταν Ýγκυος και δεν Üντεξε την εγκατÜλειψη. Η Μαßρη κι ο ΣÝλλεû παντρεýονται στις 30 ΔεκÝμβρη 1816, Ýχοντας Þδη 2 χρüνια εξωσυζυγικÞς σχÝσης. ΕπειδÞ η σýζυγος του ΣÝλλεû εßχε αυτοκτονÞσει, για να πÜρει τη κηδεμονßα των παιδιþν τους, Ýπρεπε εκεßνος να επιδεßξει το κατÜλληλο Þθος. Θεωρεß λοιπüν, üτι ο γÜμος τους θα 'χε το θεμιτü αποτÝλεσμα. ΧÜνει τη κηδεμονßα, αλλÜ η Μαßρη Ýρχεται και πÜλι κοντÜ με τον πατÝρα της.
     Τα επüµενα χρüνια, η οικογÝνεια ΣÝλλεû µεγÜλωσε καθþς γεννηθÞκανε τα παιδιÜ τους, üπου προστÝθηκε κι η κüρη της ΤζÝην Κλαιρµüν απü τον ΜπÜιρον. Ωστüσο οι µετακινÞσεις τους Þταν αδιÜκοπες, πρþτα στην Αγγλßα κι ýστερα στην Ιταλßα. Η Μαßρη εßδε τον γιο της Ουßλιαµ να πεθαßνει στην Ρþµη κι Ýχασε Ýνα ακüµη νεογÝννητο κορßτσι. Τüτε διαχþρισε τις απüψεις της απ' τις απüψεις του ΠÝρσυ κι η σχÝση τους σκιÜστηκε. ¾στερα, η ΤζÝιν Κλαιρµüν ݵαθε πως η κüρη της πÝθανε στη µοναστικÞ σχολÞ που την εßχε στεßλει ο ΜπÜιρον. ¼µως η  γÝννηση του ΠÝρσυ Φλüρενς ΣÝλλεû (Percy Florence Shelley, 1819-1889) την αποζηµßωσε για τα πλÞγµατα που εßχε δεχθεß. Για µιαν ακüµη φορÜ η οικογÝνεια µετακινεßται, στο Λερßτσι αυτÞ τη φορÜ, κοντÜ στη Λα ΣπÝτζια της Ιταλßας. Το 1818, η κüρη τους πεθαßνει κι ακολουθεß Ýνα χρüνο μετÜ κι ο γιος τους, ενþ η Μαßρη πÝφτει σε βαρειÜ κατÜθλιψη κι αποβÜλλει το 3ο τους παιδß που κυοφορεß. Κινδυνεýει, μÜλιστα, να πεθÜνει απü αιμορραγßα και τη σþζει ο ΣÝλλευ, βÜζοντÜς τη μÝσα στη μπανιÝρα γεμÜτη πÜγο, ο γιατρüς εßπε αργüτερα üτι αν δεν εßχε δρÜσει ακαριαßα, θα 'χε πεθÜνει.



     Η απþλεια των παιδιþν τους απομακρýνει το Üλλοτε ερωτευμÝνο ζευγÜρι. Ο Ýρωτας πια δεν εßναι αρκετüς για να γιατρÝψει τις πληγÝς τους. Ο ΣÝλλευ αρχßζει να φλερτÜρει με διÜφορες γυναßκες κι η Μαßρη βλÝπει διÜφορους φßλους της. ¸νας απ' αυτοýς εßναι ο ΑλÝξανδρος ΜαυροκορδÜτος. Γνωρßζονται στη Πßζα, ενþ εκεßνη εßναι με τον σýζυγü της, κι Ýρχονται πολý κοντÜ. Ο ΣÝλλευ τον ενημερþνει πως η Μαßρη θÝλει να μÜθει την ελληνικÞ γλþσσα κι εκεßνος προθυμοποιεßται να τη διδÜξει. Εκεßνος εκτιμÜ τον ΜαυροκορδÜτο και του αφιερþνει το ποßημÜ του, ΕλλÜς. Ωστüσο σε κÜποιες επιστολÝς του προς εκεßνον, μιλÜ αρνητικÜ, καθþς ενοχλεßται απü τη στενÞ σχÝση που 'χει μαζß της: "Ο ¸λληνας πρßγκηπας Ýρχεται μερικÝς φορÝς κι ενοχλοýμαι με τον εαυτü μου που αντιδρþ τüσο Üσχημα. Πþς γßνεται Ýνας τüσο συμπαθητικüς, ικανüς και φιλικüς Üνθρωπος να μη μου 'ναι συμπαθÞς". Ο ΜαυροκορδÜτος φεýγει για την ΕλλÜδα, ο ΣÝλλεû γρÜφει: "¸να πλοßο Þρθε να πÜρει τον ¸λληνα πρßγκηπα, για να πÜει στον στρατü στον ΜοριÜ. Εßναι μεγÜλη απþλεια για τη Μαßρη και μüνον επειδÞ τη στενοχωρεß, εßναι μεγÜλη απþλεια και για μÝνα. ΑλλÜ üχι για κÜποιον Üλλο λüγο".



     Το καλοκαßρι του 1822 τη περιμÝνει μια ακüμα τραγωδßα. Ο ΣÝλλεû πνßγεται στ' ανοιχτÜ του Λιβüρνο, üπου εßχε πÜει για ιστιοπλοÀα μ' Ýνα φßλο του -στη τσÝπη του εßχε Ýνα βιβλßο μ' Ýργα του ΣοφοκλÞ. Εκεßνη συγκλονßζεται, απßστευτα πολý. Αποφασßζει ν' αφοσιωθεß ολοκληρωτικÜ ολüψυχα στο γιο τους, ΠÝρσι. EπιστρÝφουν μαζß στο Λονδßνο κι εκεßνη συνεχßζει να εργÜζεται ως συγγραφÝας. Η επιτυχßα της δεν αργεß, αν και κανÝνα της βιβλßο δεν μπüρεσε ποτÝ να φτÜσει τον ΦρανκενστÜιν ενþ προσπαθεß να προωθÞσει και τη δουλειÜ του αδικοχαμÝνου συζýγου της. ΑναλαμβÜνει τα Ýξοδα το παιδιοý της γιατß αν δεχüταν τη βοÞθεια που της προσÝφερε ο πατÝρας του ΣÝλλεû, θα αναλÜμβανε τη κηδεμονßα του γιου της, κÜποιος Ýμπιστüς του. Η Μαßρη γνωρßζει μεγÜλη επιτυχßα κι απü τα κÝρδη της καταφÝρνει να συντηρÞσει και τον πατÝρα της. Αρνεßται üλες τις προτÜσεις γÜμου ακüμα κι απü τον Αμερικανü ηθοποιü Τζον ΧÜουαρντ ΠÝιν. Του απαντÜ πως αφοý εßχε παντρευτεß Þδη μια ιδιοφυÀα, μποροýσε να ξαναπαντρευτεß μüνο μιαν Üλλη ιδιοφυßα. 4 µυθιστορÞµατα κι αρκετÜ διηγÞµατα δεν κατÜφεραν να ξεφýγουν απü τη φÞµη του ΦρανκενστÜιν, παρ' üλη την δýναµη της γραφÞς τους. Ωστüσο το πρωτοποριακü µυθιστüρηµα επιστηµονικÞς φαντασßας Ο Τελευταßος ¢νθρωπος (The Last Man) θεωρεßται το σηµαντικüτερο βιβλßο της.



     Η συγγραφÝας με τη περιπετειþδη ζωÞ, Ýφυγε απü τη ζωÞ τη 1η ΦλεβÜρη 1851, στα 54 της, ýστερα απü χρüνια ταλαιπωρßας με ασθÝνειες. ΥπÞρχαν υποψßες απü τον προσωπικü της ιατρü πως εßχεν üγκο στον εγκÝφαλο. ¸να χρüνο μετÜ απü τον θÜνατü της, ο γιος της Üνοιξε το κουτß που 'χε πÜντα στο γραφεßο της. ΜÝσα βρÞκε τοýφες μαλλιþν απü τα νεκρÜ παιδιÜ της. ΒρÞκε επßσης, σημειωματÜριο που διατηροýσε με τον ΣÝλλεû, Ýνα αντßγραφο του ποιÞματüς του ¢δωνις κι Ýνα μεταξωτü μαντÞλι, που μÝσα του εßχε τυλßξει τη μοναδικÞ αγÜπη της -λßγες απ' τις στÜχτες του Üντρα της.



ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

ΦρανκενστÜιν Þ ο Σýγχρονος ΠρομηθÝας (Frankenstein: or, The Modern Prometheus), (1818)
Η ΒαλπÝργκα (Valperga), 1823
Ο τελευταßος Üνθρωπος, (The Last Man), 1826
Φþκνερ (Falkner), 1837
Ημερολüγιο ενüς ταξιδιοý Ýξι εβδομÜδων (Journal of a Six Weeks’ Tour), 1814 για Ýνα ταξßδι με τον ΣÝλλεû.



====================


                                  Ο ∆ιÜδοχος Των Μοντüλφο

     (The Heir Οf Mondolfo) ΓρÜφτηκε αρχÝς τις 10ετßας του 1820. ¸µεινε αδηµοσßευτο µÝχρι το 1877, πολý µετÜ τον θÜνατü της.

     Σε µιαν üµορφη κι Üγρια περιοχÞ λßγο Ýξω απü το ΣορÝντο -τον καιρü που το βασßλειο της ΝεÜπολης βρισκüταν υπü τη κυριαρχßα του οßκου των Ανζοý, (Το βασßλειο της ΝÜπολι, που προÝκυψε απü τη διαßρεση του Βασιλεßου της Σικελßας, το 1282, βρισκüταν υπü το σκÞπτρο της γαλλικÞς δυναστεßας των Ανζοý µÝχρι το 1442), ζοýσε Ýνας τοπικüς Üρχοντας που ξεπερνοýσε κατÜ πολý κÜθε γεßτονÜ του σε δýναµη και πλοýτο. Το κÜστρο του -ακρüπολη σωστÞ- Þτο χτισµÝνο σε µιαν αετοφωλιÜ που ατÝνιζε τη γλυκειÜ, καταγÜλανη Μεσüγειο. ¼σοι απ' τους γýρω λüφους δεν Þτανε σκεπασµÝνοι µε βελανιδιÝς, καµαρþνανε για τα λιüδεντρα και τα αµπÝλια τους. Εßναι πολý αµφßβολο αν υπÞρξε ποτÝ κÜτω απü τον Þλιο τüπος πιο προικισµÝνος απü τη φýση. Αν τýχαινε κανεßς να περνÜ απüγευµα το πρÜο διÜσελο κÜτω απü τον αγÝρωχο βρÜχο του κÜστρου που 'φερε τ' üνοµα Μοντüλφο, θα φανταζüτανε σßγουρα πως πßσω απü κεßνα τα πανݵορφα τεßχη, που ορθþνονταν περÞφανα µπρος στη µαγεßα της φýσης, βασßλευε üλη του κüσµου η ευτυχßα. Αν üµως τýχαινε κεßνη τη στιγµÞ να βγαßνει απü τη πýλη ο Üρχοντας, το δßχως Üλλο θα απογοητευüτανε βλÝποντας τη κατÞφεια να βασιλεýει στο µÝτωπü του και θ' Üρχιζε ν' αναρωτιÝται πþς µπορεß να χαραχτεß τüσο παραστατικÜ η πÜλη των παθþν σε πρüσωπο ανθρþπου.
     Ακüµη πιο αξιολýπητη Þταν η µορφÞ της αρχüντισσας, η οποßα -Ýρµαιο των αχαλßνωτων διαθÝσεων του συζýγου της- υπÝφερε αγüγγυστα τους χειρüτερους εξευτελισµοýς, Ýχοντας προ πολλοý περÜσει εκεßνο το στÜδιο παραßτησης, üπου οι ασεβεßς εξÜκαυσαν θυµüν οργÞς κι ανεπαýσαντο κατÜκοποι τω σþµατι. (Βιβλßον Ιþβ, 3.17) Ο πρßγκηπας Μοντüλφο νυμφεýτηκε πολý νÝος πριγκÞπισσα απü το βασιλικü οßκο της Σικελßας, που πÝθανε ενþ γεννοýσε τον µοναδικü γιο τους. ΜετÜ απü πολý καιρü κι αφοý ταξßδεψε αρκετÜ στα βασßλεια της νοτßου Ιταλßας, επÝστρεψε στο κÜστρο του και νυμφεýτηκε. Ο τρüπος οµιλßας της νÝας συζýγου δÞλωνε κατηγορηµατικÜ πως Þτανε ΦλωρεντινÞ. Σýµφωνα µε τη πλÝον αποδεκτÞ εκδοχÞ, τη πÞρε απü Ýρωτα, µα ýστερα τη µßσησε, γιατß εναντιþθηκε στα µεγαλεπÞβολα σχÝδιÜ του. Εκεßνη υπÝφερε τα πÜνδεινα για χÜρη του µοναδικοý παιδιοý της, ενüς γιου που γεννÞθηκε παρÜ τη θÝληση του πατÝρα του.
     Ωστüσο, επρüκειτο περß ενüς εξαιρετικÜ πνευµατþδους και τολµηροý αγοριοý. ΜεγÜλωσε βλÝποντας τον επηρµÝνο πρßγκηπα να συµπεριφÝρεται µε σκαιü τρüπο στη µητÝρα του και κÜποτε αποφÜσισε να µεταβληθεß σ' υπερασπιστÞ της: τüλµησε να αντιτÜξει τη παιδικÞ ανδρεßα του στην οργÞ του πατÝρα. ΦυσικÜ, δεν κατüρθωσε παρÜ να γßνει αντικεßµενο της πατρικÞς αποστροφÞς. Οι ταπεινþσεις τον Ýπληξαν η µια πßσω απ' την Üλλη, οι υποτελεßς τονε περιφρονÞσανε, τα χυδαßα υποκεßµενα αστειευτÞκανε σε βÜρος του κι ο ßδιος του ο αδελφüς του αµφισβÞτησε την εξ αßµατος συγγÝνειÜ τους. Πλην üµως στις φλÝβες του Ýτρεχε το αßµα των Μοντüλφο, που -παρÜ την εκλεπτυσµÝνη Ýνταση που 'χε κληρονοµÞσει απü την Þρεµη ιδιοσυγκρασßα της ΙσαβÝλλας, Ýβραζε απü θυµü για την αδικßα, που θýµα της εßχε καταντÞσει ο ßδιος. ΜυριÜδες Þσαν οι φορÝς που Üφησε το πληγωµÝνο πνεýµα του να ξεσπÜσει σε δριµýτατα παρÜπονα ενþπιον της µητÝρας.
     Αντιλαµβανüµενος µÜλιστα πως η υγεßα της αρχüντισσας πÞγαινε απü το κακü στο χειρüτερο, καλλιεργοýσε κρυφÜ την ιδÝα να εγκαταλεßψει το πατρικü κÜστρο µετÜ τον θÜνατü της και να µεταβληθεß σε περιπλανþµενο µισθοφüρο.  ¹τανε δεκατριþν ετþν. Το µητρικü Ýνστικτο της αρχüντισσας ΙσαβÝλλας διεßδε το σχÝδιü του και τη στιγµÞ που ψυχορραγοýσε, τον Ýβαλε να της ορκιστεß πως δεν θα εγκατÝλειπε τη πατρικÞ σκÝπη πριν φτÜσει στην ηλικßα των εßκοσι. Η καρδιÜ της µÜτωνε στην ιδÝα πως τα δεινÜ που υπÝφερε κεßνη τüσο καιρü θα 'βρßσκανε τþρα καινοýργιο θýµα στο πρüσωπο του γιου της, üµως ακüµη µεγαλýτερη στενοχþρια -τρüµο πραγµατικü-δηµιουργοýσε στη πÜντα δραστÞρια φαντασßα της η µελλοντικÞ εικüνα ενüς παιδιοý απελπισµÝνου, µüνου, αβοÞθητου, εκτεθειµÝνου στις ακρüτητες των λοιµþν και των καταποντισµþν κι ακüµη-ακüµη αντιµÝτωπου µε τους πειρασµοýς, που µÝχρι κεßνη τη στιγµÞ εßχε κατορθþσει σαν µητÝρα να τονε προφυλÜξει. ΑπÝσπασε λοιπüν αυτüν τον üρκο και παρÝδωσε το πνεýµα της ικανοποιηµÝνη, µε τη πεποßθηση πως ο γιος της θα τον τηροýσε. Μüνο κεßνη γνþριζε πραγµατικÜ την αξßα του Λουδοβßκου. Εßχε ερευνÞσει προσεκτικÜ κÜτω απü το σκληρü προσωπεßο του κι εßχε εντοπßσει την πλοýσια πηγÞ εντιµüτητας και στοργικüτητας, που κρυβüτανε σαν πολýτιµη φλÝβα στην ευαßσθητη καρδιÜ του.
     Ο ΦερνÜνδος µισοýσε τον γιο του. Μα κι εκεßνος, απü τη κοýνια του Þδη, εßχε αναπτýξει Ýνα ισχυρü συναßσθηµα αντιπÜθειας για τον γονιü του, συναßσθηµα που üχι µüνο δεν συνÜντησε τον παραµικρü περιορισµü, αλλ' αντßθετα αποκτοýσε µÝρα µε τη µÝρα üλο και βαθýτερες ρßζες, þσπου ακüµη και το πιο αθþο παρÜπτωµα καταντοýσε πραγµατικü Ýγκληµα για κεßνον. ¸να κÜποιο σýστηµα Üρνησης κι εξÝγερσης Ýδωσε µορφÞ σε ü,τι µοχθηρü Ýκρυβε ο χαρακτÞρας του νÝου κι ενÝπνευσε στον πατÝρα του την εντονüτερη βδελυγµßα. ¸τσι, ο Λουδοβßκος µεγÜλωσε µαθαßνοντας να µισεß και να µισεßται. ΠατÝρας και γιος συµπορεýονταν, παρÜ τις διαφορετικÝς θÝσεις τους: ο κýριος κι ο δοýλος, ο καταπιεστÞς κι ο καταπιεζüµενος, ο Ýνας πÜντα Ýτοιµος να επιβληθεß µε τη δýναµη του κακοý κι ο Üλλος διαρκþς Ýτοιµος να εξεγερθεß ενÜντια και στη παραµικρÞ υπüνοια τυραννßας.
     ΜετÜ τον θÜνατο της µητÝρας, ο χαρακτÞρας του Λουδοβßκου Üλλαξε Üρδην.
Το χαµüγελο που καταýγαζε συχνÜ την üψη του σαν Þλιος, δεν Ýλαµψε ποτÝ πια. Η καχυποψßα, η επιθετικüτητα και το παρÜλογο πεßσµα κυριαρχοýσανε στο ψυχικü του κüσµο. Θεωροýσε τον πατÝρα του ικανü για το χειρüτερο, υπݵενε µ' αυτü το χειρüτερο και καρτεροýσε τη µÝρα που δεν θα Þτανε πια υποχρεωµÝνος να τηρεß τον ιερü üρκο, εκτρÝφοντας στο µεταξý µÝσα του κÜθε εßδος θυµοý κι εκδικητικοý συναισθÞµατος, þσπου η κοýπα της οργÞς Ýδειχνε Ýτοιµη να ξεχειλßσει. ∆εν τον αγαποýσε κανεßς και δεν αγαποýσε κανÝναν, Ýτσι που κÜθε καλü χαρακτηριστικü του εξανεµßστηκε Þ τουλÜχιστον αποκοιµÞθηκε µ'  ελÜχιστες Þ µηδενικÝς πιθανüτητες να ξυπνÞσει κÜποτε.
     Ο πατÝρας του τονε προüριζε για την απüκτηση κÜποιας σηµαντικÞς θÝσης στην εκκλησιαστικÞ ιεραρχßα κι ο Λουδοβßκος, µÝχρι τα δεκÜξι φοροýσε ρÜσα. Η περßοδος αυτÞ πÝρασε ανεπιστρεπτß. Ο νÝος Ýβαλε τη φορεσιÜ του ιππüτη κεßνης της εποχÞς κι οýτε λßγο οýτε πολý δÞλωσε στον πατÝρα του πως δεν θα ικανοποιοýσε την επιθυµßα του, πως θα αφιερωνüτανε στα üπλα και τις στρατιωτικÝς επιχειρÞσεις. Η ανταρσßα του αντιµετωπßστηκε µε απειλÝς, φυλÜκιση και τÝλος ατßµωση, µα κεßνος επݵεινε σθεναρÜ, þσπου η βοýληση του αλαζüνα ΦερνÜνδου  υποχþρησε  µπρος στη κατÜ  πολý ανθεκτικüτερη βοýληση του νεανßα.  Τüτε Þτανε που η πατρικÞ αποστροφÞ µεταµορφþθηκε σε πραγµατικü µßσος, Ýνα µßσος που εκφρÜστηκε µε τον παραστατικüτερο τρüπο, ξεσπþντας στη κεφαλÞ του Λουδοβßκου. Το αγüρι ανταπÝδωσε κι οι θεατÝς εκεßνης της διÝνεξης φοβÞθηκαν πως απü τη στιγµÞ που ο ΦερνÜνδος Ýσυρε το ξßφος του κι ο Üοπλος Λουδοβßκος πÞρε θÝση µÜχης, θα ξÝσπαγε πραγµατικüς πüλεµος.
     Ο ΦερνÜνδος αντιλÞφθηκε την παρÜφορη αγριüτητα που καραδοκοýσε στο βλݵµα του γιου του και σκÝφτηκε πως σε τÝτοιου εßδους προσωπικÝς αντιπαραθÝσεις η νßκη προτιµÜ üχι τον πιο δυνατü αλλÜ τον πιο αποφασισµÝνο και τολµηρü. Η αλÞθεια εßναι πως δεν Þθελε οýτε να θÝσει την ζωÞ του σε κßνδυνο, οýτε να χýσει µε το ßδιο του το χÝρι το αßµα του γιου του. Απü την Üλλη, ο Λουδοβßκος µε την αποφασιστικüτητα του αµυνοµÝνου, δεν επρüκειτο να υπολογßσει τις συνÝπειες της σýγκρουσης. Θα πÜλευε µÝχρι τελικÞς πτþσης. ΑυτÞ η ακατÜβλητη αποφασιστικüτητα του εξασφÜλιζε σαφÝστατη υπεροχÞ Ýναντι του πατρüς. Εκεßνος τη διαισθÜνθηκε και δεν τη ξÝχασε ποτÝ.
     Απü τüτε, η στÜση του απÝναντι στο γιο του Üλλαξε. ∆εν τον απειλοýσε, δεν τονε φυλÜκιζε, δεν τον εξευτÝλιζε πια. ¼λα τα παραπÜνω ταιριÜζανε σε παιδß και τþρα ο πρßγκηπας Ýνιωθε πως εßχε να κÜνει µε Üντρα. Ως εκ τοýτου φρüντιζε να συµπεριφÝρεται αναλüγως. Ο γιος, απü τη πλευρÜ του, κÝρδισε ουκ ολßγα, γιατß πολý σýντοµα κατÜφερε να εξασφαλßσει κεßνα τα στηρßγµατα, που η πεßρα, η δεξιüτητα κι η ανατροφÞ του στο περιβÜλλον της ΑυλÞς, φυσικÜ, προσφÝρουν σ' Ýνα θερµüαιµο νÝο, Ýτοιµο πÜντα να εξεγερθεß ενÜντια σε κÜθε προσπÜθεια προσβολÞς της προσωπικüτητÜς του, µη αναγνωρßζοντας, µα οýτε και διακρßνοντας, Üλλον λεπτüτερο τρüπο αντßδρασης. Ο ΦερνÜνδος Þλπιζε να οδηγÞσει τον γιο του στην απελπισßα. ¸βαλε κατασκüπους να τον ακολουθÜνε παντοý, πλÞρωσε Üτοµα για να τονε παρασýρουνε σε εγκληµατικÝς ενÝργειες και δηµιοýργησε Ýνα τερÜστιο µηχανισµü περιορισµþν κι αθλßων εµποδßων, ελπßζοντας πως θα τον αποκüψει απü κÜθε δυνατüτητα απαλλαγÞς απü τη τüσο ανυπüφορη κι εξευτελιστικÞ σκλαβιÜ του. Η τÞρηση του üρκου προς τη µητÝρα, Ýσωσε τον νÝο. Η προσÞλωση σ' Ýναν ιερü σκοπü του 'δωσε χρüνο να µÜθει ν' αντιλαµβÜνεται και να ερµηνεýει τις σκÝψεις και τις διαθÝσεις των Üλλων. Εßδε την εξουσßα του πατÝρα του να διαβρþνει τα πÜντα κι η καρδιÜ του επαναστÜτησε.
     ¹ταν πια δεκαοχτþ ετþν. Η ειδεχθÞς µεταχεßριση που δεχüτανε κι ο συνεχÞς αγþνας του για υποµονÞ και σταθερüτητα, τον εßχανε κÜνει σωστü Üντρα στην εµφÜνιση. ¹τανε ψηλüς, καλοκαµωµÝνος κι αθλητικüς. Η Ýκφραση του προσþπου του Ýδειχνε µÜλλον δυναµισµü παρÜ χÜρη. Οι τρüποι του χαρακτηρßζονταν απü αλαζονεßα κι επιφυλακτικüτητα. Η µüρφωσÞ του δεν Þταν ιδιαßτερα σηµαντικÞ, αφοý ο πατÝρας δεν φρüντισε σχετικÜ. Η ιππασßα κι η οπλοµαχßα αποτελοýσανε τον µικρü κατÜλογο των επιδüσεþν του. Απεχθανüτανε τα βιβλßα, δεδοµÝνου ü,τι Þσαν Ýνα εßδος εµβλÞµατος του κüσµου των ιερωµÝνων. ΑπÝφευγε οτιδÞποτε κι οποιονδÞποτε θα µποροýσε να 'χει Ýρθει σ' επαφÞ µε την Εκκλησßα. Τα χαρακτηριστικÜ του Þσαντε σκοτεινÜ. Η µακροχρüνια ψυχικÞ ταλαιπωρßα εßχε απλþσει πÜνω τους µια υποκßτρινη σκιÜ. Το κÜποτε Þρεµο βλݵµα του εßχε πÜρει µια δαιµονιακÞ λܵψη. Τα χεßλη του, πλασµÝνα για να εκφρÜζουνε τρυφερüτητα, Þταν απü συνÞθεια µüνιµα συσπειρωµÝνα σε µιαν οργßλη γραµµÞ. Τα κατܵαυρα µαλλιÜ του κατÝβαιναν ορµητικÜ µε πυκνοýς βοστρýχους µÝχρι τους þµους, συµπληρþνοντας το αγριωπü µα επιβλητικü παρουσιαστικü του.
     ¹τανε χειµþνας κι Üρχιζαν οι απολαýσεις του κυνηγßου. ΚÜθε πρωß, οι κυνηγοß σχηµÜτιζαν οµÜδες και ρßχνονταν πßσω απü τ' αγριογοýρουνα και τα ελÜφια που ξετρυπþνανε τα σκυλιÜ στις ερηµιÝς των Απεννßνων. Το κυνÞγι Þταν το µοναδικü πρÜγµα που απολܵβανε πραγµατικÜ. Η καταδßωξη των θηραµÜτων του χÜριζε µιαν απÝραντη αßσθηση ελευθερßας. ΑνÝβαινε στο περÞφανο Üτι του, το σπιροýνιζε να καλπÜσει µ' üλη του την ορµÞ και το αßµα χüρευε στις φλÝβες του, το βλݵµα του Ýλαµπε απü Ýκσταση καθþς παρακολουθοýσε το γερÜκι του να διαγρÜφει κýκλους ψηλÜ στον ουρανü. Τüτε σχηµατιζüτανε στο πρüσωπü του χαµüγελο ανοµολüγητης αποστροφÞς και χιµοýσε σ' Ýνα µοναχικü αγþνα κυριαρχßας επß των θηραµÜτων, προσπερνþντας τους ψεýτικους φßλους και τους φανεροýς βασανιστÝς του.
     Η απλωσιÜ στους πρüποδες του Βεζοýβιου κι οι γýρω λüφοι εßχανε γυµνωθεß απü την επιδρομÞ του χειµþνα. Το ποτܵι κυλοýσε ορµητικÜ και το βουητü του Ýσµιγε µε τα γαυγßσµατα των σκυλιþν και την οχλοβοÞ των κυνηγþν. Η θÜλασσα, κατασκüτεινη κÜτω απü τον φορτωµÝνο ουρανü, δερνüτανε θρηνητικÜ στα βρÜχια της ακτÞς και τα πουλιÜ απαντοýσανε σε κεßνο το θρÞνο µε διαπεραστικοýς στεναγµοýς. ¸νας αποπνικτικüς σιρüκος περιφερüτανε στην υγρÞ και ψυχρÞ ατµüσφαιρα. Ο Üνεµος αυτüς µοιÜζει να ερεθßζει και να καταβÜλει παρÜλληλα τον ανθρþπινο νου. Τονε παρακινεß σε σκÝψεις, µα τις γεµßζει µε σκοτεινÝς πινελιÝς στο χρþµα του ουρανοý. Ο Λουδοβßκος το 'νιωσε. Ωστüσο, προσπÜθησε να επιβληθεß στη βαρειÜ διÜθεσÞ, που τονε γݵιζε ο στενüκαρδος αÝρας. Η θερµοκρασßα µεταβλÞθηκε καθþς προχωροýσε η µÝρα. Τα βαριÜ σýννεφα αναλýθηκαν σ' Üφθονο χιüνι. ¾στερα ο ουρανüς Üνοιξε κι ακολοýθησε η αιχµηρÞ επιδροµÞ του πÜγου. Η üψη του γης Üλλαξε. Τþρα Þτανε σκεπασµÝνη, µÝχρι και το τελευταßο γυµνü κλαδß, εκτυφλωτικü, απÜτητο, κατÜλευκο χιüνι.
     Απü νωρßς το πρωß εßχανε στρþσει στο κυνÞγι Ýνα ελÜφι, ΚÜλπαζαν πßσω του üλη µÝρα, στους πρüποδες των λüφων. ΚÜποτε, κατευθýνθηκε προς τους λüφους κι Üρχισε να ανεβαßνει. ¸τρεχε πραγµατοποιþντας συνεχεßς ελιγµοýς, þσπου οι κυνηγοß το χÜσαν απ' τα µÜτια τους.  Η µÝρα Ýγερνε üταν ο Λουδοβßκος -µüνος αυτüς- κατÜφερε να εντοπßσει το ζþο. Βρισκüτανε σε µια στενÞ, απüκρηµνη λωρßδα γης, που υψωνüτανε πÜνω απ' τη πεδιÜδα. Ζýγισε στο χÝρι του το δüρυ και τα σκυλιÜ του ετοιµÜστηκαν να χιµÞξουν, θαρρþντας πως το απελπισµÝνο ζþο δεν µποροýσε πια να ξεφýγει. Εκεßνο Ýδωσε Ýναν πÞδο που το 'φερε στο χεßλος του γκρεµοý, ýστερα Ýνα δεýτερο και χÜθηκε. ¼ρµησε προς τα κÜτω, ελπßζοντας πως οι βρÜχοι θα το σπλαχνßζονταν περισσüτερο απü τον διþκτη του. Ο Λουδοβßκος Þταν αποκαµωµÝνος απ' το ολοÞµερο κυνÞγι κι εξοργισµÝνος µε την απþλεια του θηρܵατος. ΞεπÝζεψε, Ýδεσε το Üλογο σ' Ýνα δÝντρο και γýρεψε κανÝνα σχετικÜ οµαλü µονοπÜτι που θα τον οδηγοýσε µε ασφÜλεια στη πεδιÜδα. Το πυκνü χιüνι εßχε εξαφανßσει τα ßχνη που αφÞσανε τα κοπÜδια κατεβαßνοντας απü τα χειµαδιÜ στα γýρω χωριουδÜκια.
     ¼µως ο Λουδοβßκος εßχε περÜσει ατÝλειωτες þρες στα βουνÜ, üταν Þτανε µικρüς. ¸µπηγε το δüρυ  του στο χιüνι κι üταν συναντοýσε αντßσταση, µποροýσε να 'ναι βÝβαιος πως υπÞρχε στÝρεα γη κÜτω απ'ü τα πüδια του. Πιανüταν απü τα κλαδιÜ που συναντοýσε στο δρüµο και προχωροýσε µε µεγÜλη προσοχÞ, αργÜ. Ωστüσο η πλαγιÜ Þτανε πολý απüκρηµνη κι η κατÜβαση απαιτοýσε υποµονÞ. Ο Þλιος Üγγιζε Þδη τον ορßζοντα κι η ανταýγεια της αναχþρησÞς του κρυβüτανε πßσω απü αραιÜ σýννεφα, που ο Üνεµος τα 'σπρωχνε προς τη θÜλασσα. ¹τανε ψυχρüς Üνεµος που τÜραζε τον µακÜριο ýπνο του χιονιοý και ξεδßπλωνε τα λευκÜ πÝπλα των κλαδιþν, αφÞνοντÜς τα ακüµη πιο γυµνÜ. Το λυκüφως ݵοιαζε µε πυρκαγιÜ στον καθρÝφτη της κατÜλευκης γης, üταν ο διþκτης διÝκρινε τÝσσερα βαθιÜ πατÞµατα, που το δßχως Üλλο θα ανÞκανε στο ελÜφι. Ο γκρεµüς Þταν Üγριος κι η εξαφÜνιση του ζþου ݵοιαζε µε θαýµα. Εßχε ξεφýγει, αφÞνοντας πßσω του µüνο κεßνα τα σηµÜδια.
     Γýρω οι βελανιδιÝς σχηµατßζανε πυκνü δÜσος, που οι Üγριοι, σφιχτοπλεγµÝνοι θܵνοι, που περιβÜλλανε τα δÝντρα, το κÜνανε τελεßως αδιÜβατο. ¹ταν εντελþς απßθανο να µπορÝσει να περÜσει κεßνο το φυσικü τεßχος Ýνα τüσο µεγÜλο ζþο. Τþρα, η επιθυµßα να ξετρυπþσει το θÞραµα εßχε πÜρει διαστÜσεις πÜθους στο στÞθος του Λουδοβßκου. ¸καµε Ýνα γýρο, πασχßζοντας να 'βρει κÜποιο Üνοιγµα, þσπου ανακÜλυψε Ýνα στενü πÝρασµα. Τα ßχνη που διÝκρινε τονε πεßσανε πως το κυνηγηµÝνο ζþο εßχε αναζητÞσει καταφýγιο στη χαρÜδρα. Ο Λουδοβßκος κινÞθηκε προς το στενü Üνοιγµα µε µιαν αποφασιστικüτητα απßστευτη ακüµη και για τον ορµητικü χαρακτÞρα του, μπÞκε στο µονοπÜτι που διαγραφüτανε καθαρÜ ανܵεσα στους πρßνους και χωρßς να σκεφτεß ποý πηγαßνει, δεν σταµÜτησε παρÜ µüνον üταν βρÝθηκε αντιµÝτωπος µ' Ýνα καλýβι.
     ΣτÜθηκε ξÝπνοος απü τη προσπÜθεια και κοßταξε γýρω. ΥπÞρχε κÜτι ασυνÞθιστα πÝνθιµο στη σκηνÞ. ∆εν εßχε νυχτþσει ακüµη ολüτελα. Οι σκιÝς του απüβραδου µοιÜζαν να ξεχýνονται προς τη γη απü το τερÜστιο υφÜδι του σýννεφου που µüλις Üφηνε τον ορßζοντα της δýσης και σκαρφÜλωνε αργÜ στον ουρανü. Τα σκοýρα, στιλπνÜ φýλλα της βελανιδιÜς, της δÜφνης και της µυρτιÜς ερχüσαντε σ' Ýντονη αντßθεση µε τη λευκüτητα του χιονιοý. ¸νας ψυχρüς Üνεµος Ýκανε τους θܵνους ν' ανατριχιÜζουνε σýγκορµοι. Το λßγο χιüνι που απݵενε πÜνω τους σηκωνüτανε στον αÝρα κι Ýπεφτε πÜλι αργÜ σε πυκνÝς νιφÜδες. Τα φýλλα σαλεýανε, γεµßζοντας ψßθυρους την απüλυτη ησυχßα. ΑργÜ και που κÜποιο πουλß τιναζüτανε στη κοýρνια του Þ Üπλωνε µελαγχολικÜ τα φτερÜ του, για να χωθεß αµÝσως στο Üνοιγµα ενüς κοýφιου κορµοý. Το καλýβι ݵοιαζε εγκαταλειµµÝνο. Τα παρÜθυρÜ του δεν εßχανε τζܵια. Στο κατþφλι και στα περβÜζια, το χιüνι Ýκανε µικροýς λüφους. Στο µονοπÜτι που 'φερνε στη πüρτα δεν υπÞρχε το παραµικρü ßχνος ανθρþπινης πατηµασιÜς. Κι üµως, απ' τη καπνοδüχο υψþνονταν κÜθε τüσο αδýναµα σýννεφα καπνοý.
     Αυτü Ýκανε εντýπωση στον Λουδοβßκο και καθþς ενÝτεινε την προσοχÞ του, νüµισε πως Üκουσε µια φωνÞ. Χτýπησε µα δεν πÞρε απÜντηση. ¸σπρωξε απαλÜ τη πüρτα. ∆εν Þταν αµπαρωµÝνη. Την Üνοιξε και µπÞκε. Στο πÜτωµα, που Þτανε στρωµÝνο µε φýλλα, βρισκüταν ξαπλωµÝνος Ýνας Üνθρωπος. Το δßχως Üλλο ψυχορραγοýσε, γιατß ενþ κÜποια ανεπαßσθητη κßνηση στα µÜτια του Ýδειχνε πως η ζωÞ δεν εßχε εγκαταλεßψει το θρüνο της στη καρδιÜ του, την üψη του θα µποροýσε να την Ýχει µüνο νεκρüς. ¹ταν µια ηλικιωµÝνη γυναßκα, που το χρþµα των µαλλιþν της Ýδειχνε πως δεν θα πÞγαινε Üκαιρα στο τÜφο. Τη παρÜστεκε µια µορφÞ, που εýκολα θα µποροýσε κανεßς να τη περÜσει γι' Üγγελο. ¹τανε γονατιστÞ, σαν να περßµενε να πÜρει τη ψυχÞ της ηλικιωµÝνης γυναßκας και να την οδηγÞσει στο τüπο, που θ' αναπαυüταν αιþνια. ¼µως η αγωνßα που χÜραζε βαθιÜ το πρüσωπü της και φλüγιζε το σοβαρü βλݵµα της, Ýλεγε Üλλα. ¹τανε πολý νÝα κι üµορφη σαν Üστρο του δειλινοý. Προφανþς εßχε βγÜλει τα ροýχα της προκειµÝνου να προσφÝρει λßγη ζεστασιÜ στην ετοιµοθÜνατη φßλη της, γιατß τα µπρÜτσα κι οι þµοι της δεν εßχαν Üλλο κÜλυµµα απü το σκοτÜδι και τον χεßµαρρο των µαλλιþν της. ¹ταν εντελþς απορροφηµÝνη απü τη προσπÜθεια να διακρßνει τη παραµικρÞ µεταβολÞ στη κατÜσταση του αρρþστου. Τα µÜγουλα -ακüµη και τα χεßλη της- Þτανε κÜτωχρα. Τα µÜτια της Þσαν ακßνητα, σα φυλακισµÝνα απü τη µια και µοναδικÞ Ýγνοια της.
∆εν Üκουσε, Þ τουλÜχιστον δεν Ýδειξε ν' Üκουσε, τον Λουδοβßκο üταν µπÞκε στην καλýβα. Η Üρρωστη γυναßκα κÜτι ψιθýρισε. Εκεßνη Ýσκυψε ν' ακοýσει τους αδýναµους Þχους κι απÜντησε µε φωνÞ που τρεµüσβηνε απü απελπισßα:
"∆εν µπορþ να φÝρω Üλλα φýλλα, γιατß Ýπεσε πολý χιüνι. Μα οýτε Ýχω πια Üλλο τßποτε για να σε σκεπÜσω".
"Εßναι παγωµÝνη;" εßπε ο Λουδοβßκος, πλησιÜζοντας αθüρυβα και γονατßζοντας πλÜι στο θλιµµÝνο κορßτσι.
"ΠÜρα πολý!" απÜντησε κεßνη. "Και δεν µπορþ να τη βοηθÞσω".
Ο Λουδοβßκος φοροýσε στο κυνÞγι Ýνα πορφυρü µανδýα µε γοýνινη κουκοýλα. Τον εßχε αφÞσει στο Üλογü του, για να µη τονε δυσκολÝψει στη κατÜβαση. ΒγÞκε τρÝχοντας απü το καλýβι κι ακολουθþντας τα ßχνη του προς την αντßθετη κατεýθυνση, Ýφτασε στο µÝρος που 'χε δÝσει το Üτι. ∆εν ξανακατÝβηκε απü το ßδιο µονοπÜτι, αφοý τþρα σηµασßα εßχε να επιστρÝψει γρÞγορα κοντÜ στη βαρειÜ Üρρωστη γυναßκα. ΟδÞγησε τ' Üλογü του στην απüκρηµνη πλαγιÜ και πÞρε Ýν ασφαλÝστερο µονοπÜτι, που κýκλωνε το λüφο. ΚÜλπασε ασυγκρÜτητα, µα η νýχτα τονε πρüφτασε κι αν το χιüνι δεν αστραποβολοýσε στο σκοτÜδι, δεν θα κατÜφερνε να 'βρει το γνωστü του πÝρασµα στο δÜσος. ¼ταν Ýφτασε στο ξÝφωτο, εßδε πως το καλýβι Ýλαµπε ολüκληρο. Καθþς πλησßασε Üκουσε τον επικÞδειο ýµνο που Ýψαλε πλÞθος ιερÝων συγκεντρωµÝνων στη µοναδικÞ κܵαρα. Η ανταλλαγÞ εßχε πραγµατοποιηθεß.
     Η ψυχÞ εßχε εγκαταλεßψει το θνητü ενδιαßτηµÜ της και το χÜλασµα του σαρκßου περιβαλλüταν µε την επισηµüτητα που στερÞθηκε üσην þρα πÜλευε µε το θÜνατο. Ο Λουδοβßκος πÝρασε απαρατÞρητος στο πλÞθος των ιερÝων και γýρεψε µε το βλݵµα την αξιολÜτρευτη κοπÝλλα που 'χε αφÞσει πßσω, üταν Ýφυγε για το µανδýα. Την εßδε να κÜθεται µüνη, µακρυÜ απü τους ιερεßς, σε µια γωνιÜ της καλýβας, ανܵεσα στα σκüρπια φýλλα. Εßχε αγκαλιÜσει τα πüδια της, στÞριζε το µÝτωπο στα γüνατα και κÜπου-κÜπου το ανασÞκωνε για να σκουπßσει µε τα µαλλιÜ της τα δÜκρυα που κυλοýσαν ασταµÜτητα στα µÜγουλÜ της. Ο Λουδοβßκος τη σκÝπασε µε το µανδýα του. Εκεßνη τονε κοßταξε και φüρεσε τη κουκοýλα, πιüτερο για να καλýψει το πρüσωπü της παρÜ για να ζεσταθεß. ¾στερα ξαναβυθßστηκε στο πÝνθος της.
     Ο νεαρüς ευγενÞς τη κοßταζε µε λýπη. Πρþτη φορÜ, µετÜ το θÜνατο της µητÝρας του, Ýνιωσε δÜκρυα να κυλÜνε στο πρüσωπü του και τα χαρακτηριστικÜ του φωτßστηκαν απü µιαν αßσθηση συµπÜθειας. ∆εν εßπε τßποτε. ΣυνÝχισε να κοιτÜ, σαν να γεννιüταν αργÜ στο νου του η επιθυµßα  να σκουπßσει απü τα µÜγουλα του Üτυχου κοριτσιοý τα δÜκρυα, που δεν εννοοýσαν να σταµατÞσουνε. Κι ενþ εßχε µεßνει εκεß καθηλωµÝνος απü το θλιβερü θÝαµα, Üκουσε τ' üνοµÜ του. ¹ταν Ýνας απü τους υπηρÝτες του κÜστρου. Σηκþθηκε üρθιος, Üφησε στη ποδιÜ της αξιολýπητης κοπÝλλας τα λßγα χρυσÜ νοµßσµατα που 'χε µαζß του, βγÞκε απ' το καλýβι µ' ορµÞ κι ακολουθþντας τον υπηρÝτη που 'χε Ýρθει µÝχρις εκεß γυρεýοντÜς τονε, κατευθýνθηκε προς το πατρικü κÜστρο. Καθþς κÜλπαζε, η  πρþτη εκεßνη Ýνταση της αιφνßδιας και  πρωτüγνωρης συµπÜθειας υποχωροýσε µÝσα του κι Ýδινε την θÝση της σ' Ýνα ορµητικü ρεýµα σκÝψεων, που αργÜ αλλÜ σταθερÜ µεταµορφþθηκε σε κÜτι ολüτελα καινοýργιο.
"ΛÝω πως εßμαι δυστυχÞς", φþναξε. "Εγþ, ο καλοντυµÝνος και καλοθρεµµÝνος! Μα τß να πει αυτü το φτωχü κορßτσι, το πεινασµÝνο κορßτσι, που γýµνωσε τα µÝλη του για να ζεστÜνει τα µÝλη της ετοιµοθÜνατης µοναδικÞς της φßλης; ¸χασα κι εγþ το µοναδικü µου φßλο. ΑυτÞ εßναι η πραγµατικÞ δυστυχßα µου, η πραγµατικÞ αιτßα της αθλιüτητÜς µου. Εßµαι Üθλιος! Ας το αξιοποιÞσουν οι συκοφÜντες αυτü τ' üνοµα, ας το χρησιµοποιÞσουν οι κατÜσκοποι κι οι προδüτες αυτü το αξßωµα. Τους παραµÝρισα, τους τßναξα απü πÜνω µου, üπως τινÜζουνε κεßνα τα κλαδιÜ απü πÜνω τους, το χιüνι στη γη... το χιüνι που δεν µπορεß να συναγωνιστεß τις καρδιÝς τους σε παγωνιÜ. Κι üµως εßµαι µüνος, η µοναξιÜ µπÞγει τα δüντια της στη καρδιÜ µου και µε κÜνει Üγριο, Üθλιο, τιποτÝνιο".
     ¹ταν σκληρüς µε τον εαυτü του, µα η καρδιÜ του τþρα εßχε µαλακþσει. Το θÝαµα που αντßκρισε στο δÜσος τονε πληµµýριζε µε τρυφερÜ συναισθÞµατα. Εßχε νιþσει συµπÜθεια για κÜποιο που τη χρειαζüταν, εßχε προσπαθÞσει να προσφÝρει σε κÜποιο βοÞθεια. Η τρυφερüτητα κατÝκλυσε το πρüσωπü του, στα χεßλη του σχηµατßστηκε χαµüγελο κι η περηφÜνια της αξιοσýνης ζωντÜνεψε το βλݵµα του.  Οι Üνθρωποι που τον περιστοßχιζαν κατÜλαβαν την αλλαγÞ και µη Ýχοντας πια ν' αντιµετωπßσουνε την αποστροφÞ στους τρüπους του, µαλακþσανε κι ßδιοι. Η προφανÞς µεταβολÞ του χαρακτÞρα του, επÝφερε µιαν εντυπωσιακÞ µεταµüρφωση στη κατÜστασÞ του. Μα δεν εßχε Ýρθει ακüµη ο καιρüς να γßνει µüνιµη αυτÞ η αλλαγÞ.
     Την εποµÝνη του κυνηγιοý, ο πρßγκηπας ΦερνÜνδος Ýφυγε για τη ΝÜπολι και πρüσταξε το γιο του να τονε συνοδεýσει. Η παραµονÞ στη ΝÜπολι Þταν αλλüκοτα ανυπüφορη για το Λουδοβßκο. ΤουλÜχιστον στο ýπαιθρο µποροýσε ν' απολαµβÜνει κÜποια σχετικÞ ελευθερßα. ΣυχνÜ, ο πατÝρας του ݵοιαζε να ξεχνÜ την ýπαρξÞ του, νοµßζοντας πως βρßσκεται κÜπου στο κÜστρο. Εδþ üµως τα πρÜγµατα Þσαντε πολý διαφορετικÜ. Φοβοýµενος πως θα µποροýσε να δηµιουργÞσει φιλßες και συµµαχßες και γνωρßζοντας πως το επιβλητικü παρουσιαστικü κι οι ασυνÞθιστοι τρüποι του προκαλοýσανε προσοχÞ και πολλÝς φορÝς τη περιÝργεια, τονε κρατοýσε διαρκþς κρυµµÝνο Þ του επÝτρεπε να βγαßνει στη πüλη για πολý λßγο, αφοý πρþτα βεβαιωνüτανε για τα πρüσωπα που τονε περιστοιχßζανε κι αφοý ανÝθετε σ' ݵπιστους ανθρþπους του να τονε παρακολουθοýνε, προκαλþντας Ýτσι τα δηλητηριþδη βλݵµατα του Λουδοβßκου. ΕπιπλÝον, ο πρßγκηπας Μοντüλφο διασκÝδαζε να προσβÜλλει και ν' απειλεß το γιο του δηµοσßως. Γνωρßζοντας µÜλιστα τα φυσικÜ του ελαττþµατα τον εξÝθετε ακüµη και στις λοιδορßες των φßλων του. Παρݵειναν δýο µÞνες στη ΝÜπολι, πριν επιστρÝψουν στο Μοντüλφο.
     ¹ταν Üνοιξη. Στην ατµüσφαιρα πλανιüταν ü,τι γλυκýτερο και πλÝον ευφρüσυνο θα µποροýσε ν' απολαýσει Üνθρωπος. Τα κατÜλευκα Üνθη της αµυγδαλιÜς και τα ρüδινα της ροδακινιÜς µüλις Üρχιζαν να τονßζουνε τη παρουσßα τους στα πρÜσινα φυλλþµατα. Ο Λουδοβßκος ελÜχιστα ενδιαφερüταν για τις απολαýσεις της Üνοιξης. ΠληγωµÝνος µÝχρι τα βÜθη της καρδιÜς του, αποροýσε γιατß η φýση στüλιζε µε τüσα χρþµατα τα µνÞµατα, γιατß δρüσιζε τους θλιµµÝνους και τους νεκροýς. Επιζητοýσε τη µοναξιÜ. ΠÞρε το µονοπÜτι που κατηφüριζε προς τη θÜλασσα. ΚÜθισε στην ακτÞ και προσÞλωσε το βλݵµα στο µονüτονο λßκνισµα του νεροý. Κι üµως τα κýµατα χορεýανε και παιχνιδßζανε κÜτω απ' τον Þλιο. Οι ζοφερÞ µονοτονßα των σκÝψεþν του Þταν που δεν τον Üφηνε ν' απολαýσει τη πραγµατικÞ χÜρη της φýσης.
     Τüτε πÝρασε πλÜι του µια µορφÞ, µια χωριατοποýλα που ισορροποýσε Ýνα λυγερü λαγÞνι στο κεφÜλι της. ¹τανε φτωχικÜ ντυµÝνη, µα τρÜβηξε αµÝσως τη προσοχÞ του Λουδοβßκου κι üταν, φτÜνοντας στη πηγÞ, γýρισε για να γεµßσει το λαγÞνι της, εκεßνος αναγνþρισε στο πρüσωπü της: το κορßτσι που συνÜντησε στο καλυβÜκι το περασµÝνο χειµþνα. Τον αναγνþρισε κι εκεßνη κι αφÞνοντας τη δουλειÜ της, τονε πλησßασε και του φßλησε το χÝρι µε την αφοπλιστικÞ χÜρη που προικßζει ο νüτος τα εκλεκτüτερα παιδιÜ του.
    Στην αρχÞ Þταν διστακτικÞ, η φωνÞ της Ýτρεµε και κüµπιαζε, µα σιγÜ σιγÜ τα χεßλη της λýθηκαν και ο Λουδοβßκος κατÜφερε να ακοýσει πεντακÜθαρα το πρþτο ευχαριστþ που του απηýθυνε ποτÝ ανθρþπινο πλÜσµα. ¸να χαµüγελο ικανοποßησης φþτισε το πρüσωπü του, Ýνα χαµüγελο τüσο üµορφο που κατÝκτησε αµÝσως την καρδιÜ του κοριτσιοý. Την εποµÝνη στιγµÞ βρßσκονταν κιüλας καθισµÝνοι στην πηγÞ, ο Ýνας πλÜι στον Üλλον, και η ΒιολÝτα του µιλοýσε για τα σκληρÜ χτυπηµÝνα απü την φτþχια παιδικÜ της χρüνια, την ορφÜνια, τον θÜνατο της καλýτερÞς της φßλης και το Þπιο κλßµα που δεν Üφηνε τις κακουχßες να την τσακßσουν ολωσδιüλου. ¹ταν µüνη στο κüσµο, ζοýσε σ' Ýνα ερειπωµÝνο καλýβι και µüλις που κατÜφερνε να επιβιþνει. Τα ωχρÜ µÜγουλα και η διÜχυτη στις κινÞσεις της ατονßα Þταν οι ζωντανÝς αποδεßξεις üσων Ýλεγε. Μα δεν παραπονιüταν, τα λüγια της Þσαν γλυκÜ, καλοκÜγαθα και µüνον üταν η κουβÝντα Þρθε στην προθυµßα µε την οποßα ο Λουδοβßκος Ýσπευσε να την βοηθÞσει τον περασµÝνο χειµþνα, τα Þρεµα µαýρα µÜτια της δÜκρυσαν.
     Ο νεαρüς ευγενÞς επισκÝφθηκε το καλýβι την εποµÝνη κιüλας. ΠÞρε το γνωστü µονοπÜτι, που τþρα Þταν καταπρÜσινο και µοσχοβολοýσε απü τις αγριοβιολÝτες που η ΒιολÝτα εßχε φυτÝψει παντοý. Του πρüσφερε Ýνα µικρü µπουκÝτο. ΜπÞκανε στο καλýβι µαζß. ¹τανε κατερειπωµÝνο και σχεδüν γυµνü. Λßγα λουλοýδια σ' Ýνα σπασµÝνο ανθογυÜλι Ýδειχναν την ßδια τη µοßρα του κοριτσιοý: Ýνα υπÝροχο Üνθος τριγυρισµÝνο απü τüση φτþχεια και µüνον η τριανταφυλλιÜ που κρυφοκοßταζε σκιερÞ απü το παρÜθυρο Ýδειχνε πως η γλυκιÜ Ιταλßα, ακüµη και στη χειρüτερη Ýνδεια δεν τσιγκουνεýεται τη ζωντÜνια της φýσης της στα παιδιÜ της.
     Ο  Λουδοβßκος Ýβαλε τη ΒιολÝτα να καθßσει σ' Ýνα πÜγκο πλÜι στο παρÜθυρο, στÜθηκε απÝναντß της, µε τα λουλοýδια στο χÝρι, και την Üκουγε. Εκεßνη δεν µßλησε αυτÞ τη φορÜ για την φτþχεια της. Μßλησε... και για τß δε µßλησε! ¸µοιαζε ευτυχισµÝνη, χαµογελοýσε κι η φωνÞ της εßχε Ýναν χαρωπü τüνο που µαλÜκωνε την καρδιÜ του φßλου της, γεµßζοντας τα µÜτια του µε δÜκρια ευσπλαχνßας αλλÜ και θαυµασµοý. Απü την εποµÝνη, ο Λουδοβßκος επισκεπτüταν καθηµερινÜ το καλýβι και αφιÝρωνε üλον τον χρüνο του στην ΒιολÝτα.  ΚουβÝντιαζε  µαζß της, µÜζευε αγριοβιολÝτες µαζß της, την παρηγοροýσε και την συµβοýλευε και Þταν πανευτυχÞς. Η αßσθηση πως Þταν χρÞσιµος σε Ýνα απλü πλÜσµα γݵιζε µε χαρÜ την καρδιÜ του. Κι ακüµη δεν γνþριζε πüσο απαραßτητη Þταν η παρουσßα του στην προστατευοµÝνη του. ΑπλÜ Þταν ευτυχισµÝνος üταν βρισκüταν µαζß της, üταν κατÜφερνε να την ανακουφßσει και üταν Ýβλεπε τα αποτελÝσµατα των προσπαθειþν του να φωτßζουν το πρüσωπü της.
     ¼µως ο Ýρωτας δεν περνοýσε καν απü το µυαλü του. Το πÜθος δεν εßχε ξυπνÞσει µÝσα του, κι αυτü τον απÜλλασσε απü το µαρτýριο της µÝριµνας για το µÝλλον. Με την χωριατοποýλα üµως δεν συνÝβαινε το ßδιο. ∆εν µποροýσε ν' αντικρßσει το βλݵµα του üταν Ýγερνε πÜνω της µε τüσην αβρüτητα, δεν µποροýσε να κοιτÜξει τα χεßλη του üταν σχηµÜτιζαν εκεßνο το τüσο τρυφερü χαµüγελο, δεν µποροýσε ν' ακοýσει την φωνÞ του üταν την εκλιπαροýσε να τον εµπιστευθεß σαν αδελφü, σαν πατÝρα, σαν το παν γι' αυτÞν στον κüσµο, χωρßς να νοιþσει συγκλονισµÝνη την καρδιÜ της συγκλονισµÝνη απü βαθýτατο Ýρωτα. Εßχε γßνει ο Þλιος της ηµÝρας της, η πνοÞ της ζωÞς της, η ελπßδα, η χαρÜ, η ζωÞ της üλη. Παραφυλοýσε να τον δει να Ýρχεται, τον ακολουθοýσε µε το βλݵµα üταν Ýφευγε και για κܵποση þρα Þταν ευτυχισµÝνη. ∆εν δυσανασχετοýσε που αντιµετþπιζε τον πρþιµο  ÝρωτÜ  της  µε  απÜθεια.  Εκεßνη  Þταν  χωρικÞ  κι  αυτüς  ευγενÞς,  και  δεν µποροýσε να περιµÝνει τßποτε περισσüτερο απü τη σχÝση τους. ¹ταν ο θεüς της κι Ýπρεπε να τον λατρεýει. Θα Þταν βλασφηµßα να προσδοκÜ οποιοδÞποτε αντÜλλαγµα για την λατρεßα της.
     Ο πρßγκιπας Μοντüλφο δεν Üργησε να µÜθει για τις επισκÝψεις του Λουδοβßκου στο καλýβι του δÜσους, και δεν εßχε καµιÜν αµφιβολßα πως η ΒιολÝτα Þταν ερωµÝνη του. ∆εν επιχεßρησε να εµποδßσει εκεßνη την σχÝση, Þ να απαγορεýσει τις επισκÝψεις. ΠρÜγµατι, ο Λουδοβßκος απολܵβανε περισσüτερη ελευθερßα απü ποτÝ. Ο µüνος περιορισµüς που του Ýθετε τþρα ο πατÝρας του Þταν οικονοµικüς. Απαιτοýσε απü αυτüν να χαλνÜ üλο και λιγüτερα χρÞµατα. Ο στüχος του Þταν προφανÞς. ΜÝχρι εκεßνη την στιγµÞ ο Λουδοβßκος εßχε αποφýγει τον πειρασµü των τυχερþν παιγνßων και των αλüγιστων εξüδων. Ο ΦερνÜνδος επιθυµοýσε απü καιρü να δηµιουργÞσει στον γιο του µιαν οδυνηρÞ αßσθηση φτþχιας και εξÜρτησης, þστε να τον αναγκÜσει να εγκαταλεßψει την πατρικÞ εστßα και να αναζητÞσει αλλοý τους απαραßτητους οικονοµικοýς πüρους. Του εßχε στÞσει αµÝτρητες παγßδες, τις οποßες στο παρελθüν το αγüρι εßχε αποφýγει µε σθεναρÞ αν και ασυναßσθητη εγκρÜτεια. Τþρα üµως, που οι περιστÜσεις τον υποχρÝωναν εντελþς απροσδüκητα να απαιτεß πολý περισσüτερα απ' üσα του εßχαν ποτÝ επιτραπεß, ο πατÝρας του αποφÜσισε να περιορßσει κι αυτÜ τα λßγα που του παρεßχε µÝχρι εκεßνη την στιγµÞ. Ωστüσο ο Λουδοβßκος δεν παραπονÝθηκε. ΑρκετÜ Þταν κι αυτÜ.
     Ο ΦερδινÜνδος απÝφυγε για αρκετü καιρü να κÜνει οποιανδÞποτε νýξη στον γιο του για την σχÝση που διατηροýσε. ¼µως κÜποιο αποµεσÞµερο, την þρα που γευµÜτιζαν, η ευθυµßα υπερφαλÜγγισε την επιφυλακτικüτητÜ του. Επρüκειτο για Ýνα εßδος ευθυµßας ευθυµßα που τον παρακινοýσε συχνÜ να γελοιοποιεß τα συναισθÞµατα του γιου του και του προκαλοýσε µιαν Ýντονη δυσφορßα, η οποßα τον εµπüδιζε να εγκαταλεßψει την αυτοκυριαρχßα του και να παραδοθεß σε Ýνα απü τα σπÜνια χαµüγελÜ του.
"Εµπρüς", φþναξε ο ΦερνÜνδος, καθþς γݵιζε µια κοýπα. "¸λα, Λουδοβßκε, ας πιοýµε στην υγεßα της ΒιολετÝρας  σου!" ¾στερα  πρüσθεσε  Ýναν Üσεµνο υπαινιγµü, που Ýκαµε τα µÜγουλα του Λουδοβßκου να κοκκινßσουν. Ο νÝος σηκþθηκε και θÝλησε να αποχωρÞσει χωρßς να ανταποδþσει την προσβολÞ.
"Ποý νοµßζεις πως πηγαßνεις, ÜρχοντÜ µου;" φþναξε ο πατÝρας του. "ΠÜρε αµÝσως την κοýπα σου κι ανταπÝδωσε την πρüποσÞ µου, γιατß -µα τον ΒÜκχο!- κανεßς δεν Ýχει το δικαßωµα να µε προσβÜλει üταν κÜθεται στο τραπÝζι µου".
Ο Λουδοβßκος, üρθιος üπως Þτανε, γݵισε τη κοýπα του και την ýψωσε Ýτοιµος να ανταποδþσει την πρüποση του πατÝρα του, µα τα λüγια που µüλις πριν εßχε ακοýσει συγκροýονταν µÝσα του µε την αθωüτητα της ΒιολÝτας κι η καρδιÜ του πÞγαινε να σπÜσει. ¢φησε τη κοýπα στο τραπÝζι, παραµÝρισε τους ανθρþπους που εßχαν σταθεß δßπλα του Ýτοιµοι να τον συγκρατÞσουν, βγÞκε απü το κÜστρο και σε λßγο δεν Üκουγε τα γÝλια και τις εýθυµες φωνÝς των συνδαιτυµüνων, που συνÝχιζαν να αντηχοýν στις τερÜστιες αßθουσες. Τα λüγια του ΦερνÜνδου εßχαν ξυπνÞσει µÝσα του Ýνα παρÜξενο συναßσθηµα. "Μπορεß Üραγε να µε αγαπÞσει η ΒιολÝτα; Μπορþ να την αγαπÞσω;" Στο δεýτερο ερþτηµα δεν χρειÜστηκε καν να απαντÞσει. Το πÜθος που εßχε ξυπνÞσει ξαφνικÜ µÝσα του, Ýκανε κÜθε φλÝβα του να σπαρταρÜ απü την Ýνταση. Τα µÜγουλÜ του φλογßστηκαν και η καρδιÜ του Üρχισε να χορεýει σ' Ýναν θριαµβευτικü ρυθµü, καθþς πλησßαζε στο καλýβι, ολοκληρωτικÜ δοσµÝνος στο αισθηµατικü σýµπαν που τþρα απλωνüταν µÝσα του. ¸φτασε. Η πüρτα Þταν εκεß. ¸να βÞµα ακüµη και...
     Οι τοßχοι ορθþνονταν µπροστÜ του γκρßζοι, ανÝκφραστοι, και τα κλαδιÜ Ýγερναν πÜνω του αναστενÜζοντας. ΜÝχρι εκεßνη την στιγµÞ Ýνοιωθε µüνο ανυποµονησßα και φüβο. Φοβüταν πως ßσως να µην Ýβρισκε ανταπüκριση στο πÜθος που φλüγιζε ξαφνικÜ την καρδιÜ του. ¸κανε πßσω. ΠÞγε παρܵερα, κÜθισε πλÜι σ' Ýναν θܵνο, Ýκρυψε το πρüσωπο στα χÝρια και Üφησε τα δÜκρυα του πÜθους ν' αργοκυλÞσουν ανܵεσα στα δÜχτυλÜ του. Η ΒιολÝτα Üνοιξε την πüρτα της καλýβας. Ο Λουδοβßκος δεν εßχε φανεß σÞµερα κι Þταν δυστυχισµÝνη. Κοßταξε τον ουρανü. Ο Þλιος εßχε δýσει και ο αποσπερßτης Ýλαµπε στην ∆ýση. Οι βελανιδιÝς Ýριχναν γýρω Ýνα σκοτεινü πÝπλο, κατÜστικτο απü αµÝτρητες πυγολαµπßδες, που Ýφεγγαν πüτε χαµηλÜ στην γη, τριγυρßζοντας  απü αγριολοýλουδο σε αγριολοýλουδο, και πüτε ψηλÜ, ανܵεσα στα στιλπνÜ φýλλα της δÜφνης και της βελανιδιÜς. Ασυναßσθητα, η ΒιολÝτα ακολοýθησε µε το βλݵµα της Ýνα απü τα µυριÜδες φωτÜκια. Εκεßνο διÝγραψε Ýνα φωτεινü τüξο µÝσα στο πυκνü σκοτÜδι και πÞγε να σταθεß σ' Ýνα σýθαµνο, που σχηµατιζüταν απü το σφιχταγκÜλιασµα σýθαµνο, αφÞνοντας την πανݵορφη ανταýγειÜ του να κουρνιÜσει ανܵεσα στα φýλλα, σαν αστÝρι που ξÝφυγε απü την πορεßα του και τροµαγµÝνο απü το ßδιο του το θρÜσος, χþθηκε στην πρþτη επßγεια φωλιÜ που βρÞκε µπροστÜ του.
     Ο Λουδοβßκος καθüταν πλÜι στην δÜφνη -τον εßδε η ΒιολÝτα- κι ανÜσαινε βαριÜ. Η κοπÝλλα δεν µßλησε. Τον πλησßασε µε αÝρινα βÞµατα και στÜθηκε εκεß µπροστÜ του, νιþθοντας -üχι, üχι, ακοýγοντας- την καρδιÜ της να πασχßζει να ξεφýγει απü τον λαβýρινθο των σκÝψεþν της. ΚÜποτε τα χεßλη της σÜλεψαν, ψιθýρισαν το üνοµÜ του. Εκεßνος σÞκωσε το κεφÜλι, αντßκρισε το λεπτü πρüσωπο, τα φωτεινÜ µÜτια, την αγγελικÞ πλÜση της, και λησµüνησε τους φüβους του. Οι ελπßδες του εßχαν επαληθευθεß. Πρþτη φορÜ Ýσµιξαν τα χεßλη του µε τα τρεµÜµενα δικÜ της. ¾στερα Ýφυγε χÜθηκε. Αυτü που µüλις εßχε συµβεß σÞκωνε µÝσα του µια θýελλα παραφορÜς και απορßας. ¸πρεπε να σκεφτεß.
     Ο Λουδοβßκος ενεργοýσε πÜντα µε ταχýτητα και αποφασιστικüτητα. ΕπÝστρεψε µüνο για να σχεδιÜσει µε την ΒιολÝτα την ÝνωσÞ τους. ΕπÝλεξαν Ýναν µικρü απüµερο ναü στα ΑπÝννινα. Το µυστÞριο τÝλεσε Ýνας ιερÝας απü γειτονικÞ µονÞ, του οποßου η διακριτικüτητα εξασφαλßστηκε µε την παροχÞ κÜποιου µικροý χρηµατικοý ποσοý. Ο Λουδοβßκος οδÞγησε την νýφη στο καλυβÜκι του δÜσους. Εκεß Þθελε να µεßνει κι ο αγαπηµÝνος της δεν µπüρεσε να της αλλÜξει γνþµη. Η µικρÞ περιουσßα του δαπανÞθηκε üλη για την διαµüρφωση του φτωχικοý, µα δεν Ýφτασε παρÜ µüνο για να το κÜνει απλþς ανεκτü. Ωστüσο οι νεüνυµφοι Þσαν ευτυχισµÝνοι. Το µικρü κοµµÜτι γης που πατοýσαν τα πüδια της ΒιολÝτας Þταν για τον σýζυγü της το σýµπαν ολüκληρο. Η καρδιÜ και η φαντασßα του Üνοιξαν και δÝχθηκαν ü,τι οµορφüτερο, ü,τι τελειüτερο βρßσκεται πÜνω σ' αυτüν τον κüσµο.
Εκεßνη του τραγουδοýσε κι εκεßνος την Üκουγε και οι νüτες Ýχτιζαν γýρω του µια µαγικÞ αψßδα ευδαιµονßας. Τριγýριζε στις ανθισµÝνες απλωσιÝς του παραδεßσου και οι Üνεµοι των µεθοýσαν. Οι κÜτοικοι του Μοντüλφο δεν αναγνþριζαν τον υπερüπτη, µüνιµα θυµωµÝνο Λουδοβßκο στο πρüσωπο του καλοκÜγαθου και ευγενικοý συζýγου της ΒιολÝτας.
     Οι λοιδορßες του πατÝρα του πεφτανε στο κενü, απλÜ γιατß δεν τις Üκουγε. Τα πüδια του δεν πατοýσαν πια στην γη. Πετοýσε σαν Üγγελος µε τα φτερÜ που του Ýδωσε ο Ýρωτας, γι' αυτü δεν τον Üγγιζαν οýτε οι κοινωνικÝς ανισüτητες οýτε τα χυδαßα προσκüµµατα. Και η ΒιολÝτα Ýτρεφε συνεχþς τον ÝρωτÜ του µε βαθιÜ ευγνωµοσýνη και τρυφερüτητα γεµÜτη πÜθος. Μüνον εκεßνον εßχε στο µυαλü της, µüνον για κεßνον ζοýσε και δεν κουραζüταν να αναπολεß τις πρþτες στιγµÝς του ονεßρου που ζοýσαν. ¸τσι διÜβηκαν δýο χρüνια κι Ýνα χαριτωµÝνο παιδß Þρθε να κÜνει ακüµη πιο ισχυρü τον δεσµü τους, γεµßζοντας το φτωχικü µε γÝλια.
     Ο Λουδοβßκος πÞγαινε σπÜνια στο Μοντüλφο κι ο πατÝρας του, ακολουθþντας τη παλιÜ του τακτικÞ, συνÝχιζε να βλÝπει µε καλü µÜτι την σχÝση του µε τη χωριατοποýλα, γιατß σκεπτüταν πως τονε κρατοýσε µακρυÜ απ' τις επικßνδυνες φιλßες Þ συµµαχßες, που µπορεß να 'χε συνÜψει στη ΝÜπολι. Ο ΦερνÜνδος δεν υποπτευüτανε πως ο γιος του εßχε παντρευτεß την ταπεινÞς καταγωγÞς εκλεκτÞ του. Αν για µια στιγµÞ περνοýσε απü το µυαλü του το ενδεχüµενο ενüς τüσο εξευτελιστικοý συµπεθεριοý, η αποστροφÞ που Ýνιωθε για τον απüγονü του δεν θα του επÝτρεπε να συγκατανεýσει. Απü την στιγµÞ που το αßµα του Ýτρεχε στις φλÝβες του Λουδοβßκου, δεν θα αναγνþριζε κανÝναν καρπü αυτÞς της Ýνωσης. ∆εν θα Üφηνε το αρχοντικü αßµα του να µολυνθεß απü κανÝναν παρακατιανü χωριÜτη.
     Ο Λουδοβßκος πλησßαζε τα εßκοσι, üταν πÝθανε ο µεγαλýτερος αδελφüς του. Τους τελευταßους τÝσσερις µÞνες, ο πρßγκηπας Μοντüλφο βρισκüταν στη ΝÜπολι και προσπαθοýσε να κλεßσει εξαιρετικÜ συµφÝρουσα συµφωνßα γܵου ανܵεσα στο διÜδοχü του και τη κüρη κÜποιας αριστοκρατικÞς οικογÝνειας της ΝÜπολι. Η εßδηση του θανÜτου σκüρπισε τις ελπßδες του και βýθισε στο πÝνθος το κÜστρο. ΜετÜ απü κܵποσες εβδοµÜδες πÝνθους και περισυλλογÞς, κατÜφερε να αναλÜβει πνευµατικÜ. Αγαποýσε τον πρüωρα χαµÝνο πρωτüτοκο üχι γιατß Þταν παιδß του, αλλÜ γιατß Ýµελλε να κληρονοµÞσει το üνοµα και την ισχý του. Τþρα, ο ιστüς που εßχε υφÜνει γýρω του Þταν Üχρηστος. ¸πρεπε να τον αντικαταστÞσει üσο πιο γρÞγορα µποροýσε και να πλÝξει Ýναν καινοýργιο ιστü.
     Ο Λουδοβßκος διατÜχθηκε να παρουσιαστεß µπροστÜ του. ¹ταν παλαιÜ συνÞθεια να απειθεß σε τÝτοιες διαταγÝς. ΑυτÞν την φορÜ üµως χαµογÝλασε υπερÞφανα, παραµÝρισε τις παιδικÝς συνÞθειÝς του και στÜθηκε µπροστÜ στον διεστραµµÝνο γονιü του µε αξιοπρÝπεια.
"Λουδοβßκε", εßπε ο πρßγκιπας, "πριν απü τÝσσερα χρüνια αρνÞθηκες να δþσεις τον üρκο του ιερÝα και δεν υποχþρησες οýτε üταν σε απεßλησα µε κυρþσεις. Τþρα πρÝπει να σ' ευχαριστÞσω για το σθÝνος που Ýδειξες".
Ο νÝος σχηµÜτισε αµÝσως την υποψßα πως τον καλοπιÜνει µε σκοτεινÝς προθÝσεις. Πριν απü δýο χρüνια την υποψßα αυτÞ θα την αντιλαµβανüταν αυτοµÜτως σαν απüλυτη βεβαιüτητα, üµως τþρα εßχε συνηθßσει να εßναι ευτυχισµÝνος και να µην δßνει προεκτÜσεις στις κακÝς σκÝψεις του. ¸γειρε το κεφÜλι σε Ýνδειξη υποταγÞς.
"Λουδοβßκε", συνÝχισε ο πατÝρας του, ενþ η αλαζονεßα µαχüταν µε την επιθυµßα για συµφιλßωση στην καρδιÜ και την üψη του. "Παιδß µου, σε δοκßµασα σκληρÜ. Μα τþρα αυτÜ ανÞκουν στο παρελθüν".
     Ο Λουδοβßκος του απηýθυνε τον λüγο ευγενικÜ:
"ΠατÝρα µου, δεν Üξιζα τÝτοια µεταχεßριση. Θα εκτιµÞσω τη καλοσýνη σου µüνον üταν µÜθω για ποιο λüγο..."
"ΚαλÜ, καλÜ!" τον διÝκοψε ο ΦερνÜνδος, φανερÜ ανÞσυχος. "∆εν καταλαβαßνεις; ΘÝλεις να µÜθεις, ε; Λοιπüν, µε λßγα λüγια, Λουδοβßκε, εσý εßσαι πια η µοναδικÞ µου ελπßδα. Ο Ολýµπιος εßναι νεκρüς. Τþρα ο οßκος των Μοντüλφο δεν Ýχει Üλλον προστÜτη απü εσÝνα".
"Συγγνþµη, Üρχοντα, µα δεν νοµßζω πως ο οßκος των Μοντüλφο κινδυνεýει", αποκρßθηκε ο Λουδοβßκος. "¸χει εσÝνα. Κι εßσαι αρκετÜ ικανüς þστε να προστατεýσεις και να αυξÞσεις την ισχý του".
"∆εν µε καταλαβαßνεις. Ο οßκος των Μοντüλφο δεν Ýχει πια Üλλο στÞριγµα απü εσÝνα. Εγþ γÝρασα, το νιþθω. Ετοýτες οι Üσπρες τρßχες το φωνÜζουν. ∆εν Ýχω απü ποý να πιαστþ. Η µοναδικÞ ελπßδα µου εßναι τα παιδιÜ σου..."
"Τα παιδιÜ µου;" αναφþνησε ο Λουδοβßκος. "Μα εγþ Ýχω µüνο Ýνα, ÜρχοντÜ µου. Κι αν αυτü το µικρü παιδÜκι..."
"Τß ανοησßες κÜθεσαι και µου λες;" κραýγασε Ýξαλλος ο ΦερνÜνδος. "Εγþ µιλÜω για τον γܵο σου, üχι για..."
"¢ρχοντÜ µου, η γυναßκα µου εßναι πÜντα Ýτοιµη να σου υποβÜλει τα σÝβη της..."
"Ποια γυναßκα σου, Λουδοβßκε; Τα θÝλεις και τα λες αυτÜ; Ποια γυναßκα σου;"
"Η χωριατοποýλα, ÜρχοντÜ µου;"
     Ο  ΦερνÜνδος τονε κοßταζε αποσβολωµÝνος. Το πρüσωπü του συννÝφιασε απüτοµα. Τα χαρακτηριστικÜ του παραµορφþθηκαν. Η σκÝψη πως ο γιος του τüλµησε να προβεß σε µια τüσο επαßσχυντη πρÜξη χωρßς να πÜρει την ÜδειÜ του, ενÝσκηψε µÝσα του σαν τροµερÞ καταιγßδα, που θα τον συνÝτριβε στα βρÜχια της παραφορÜς, αν δεν πιανüταν απü τις τελευταßες λÝξεις που πρüφερε ο Λουδοβßκος. Την εßχε χαρακτηρßσει χωριατοποýλα. ¢ρα δεν Þτανε πραγµατικÞ γυναßκα του. Απλþς τη θεωροýσε γυναßκα του. Ναι Ýτσι εßχε το πρÜγµα. ¸τσι κι üχι αλλιþς. ΧαµογÝλασε µε κüπο, αλλÜ φανερÜ ικανοποιηµÝνος.
"Καταλαβαßνω", αποκρßθηκε. "ΘÝλεις να δοκιµÜσεις την υποµονÞ µου. Μα δεν πρÝπει να παßζεις µε τÝτοια πρÜγµατα. Μιλþ για τον γܵο σου. Τþρα που ο Ολýµπιος εßναι νεκρüς, η θÝση του διαδüχου των Μοντüλφο ανÞκει σ' εσÝνα. Οφεßλεις να τον αντικαταστÞσεις στην εκπλÞρωση των πριγκιπικþν υποχρεþσεων που κατÜφερα να του εξασφαλßσω".
"∆εν νοµßζω πως µε κατÜλαβες", αποκρßθηκε σοβαρÜ ο Λουδοβßκος. "Εßµαι Þδη παντρεμµÝνος εδþ και δýο χρüνια. Τüτε που Þµουν ακüµη ο κατατρεγµÝνος, ο εξευτελισµÝνος Λουδοβßκος, δηµιοýργησα αυτÞ τη σχÝση και θ' αποδεßξω µε υπερηφÜνεια πως η χωριÜτισσα σýζυγüς µου µπορεß ν' ανταποκριθεß σ' üλα τα υψηλÜ καθÞκοντÜ της, εκτüς βÝβαια απü τη καταγωγÞ".
     Ο ΦερνÜνδος Þταν συνηθισµÝνος να δßνει διαταγÝς. ¸νιωσε σαν να του 'χωναν Ýνα στιλÝττο στη καρδιÜ. ¼µως δεν αντÝδρασε. Περßµενε þσπου Þταν σßγουρος πως η φωνÞ του δεν θα ακουγüταν σαν Üγριος βρυχηθµüς και τüτε εßπε:
"¸χεις παιδß;"
"¸ναν διÜδοχο, ÜρχοντÜ µου", αποκρßθηκε ο Λουδοβßκος, χαµογελþντας -γιατß η αταραξßα του πατÝρα του τον εßχε παρασýρει- "Ýνα γλυκü, υγειÝς αγüρι".
"Ζουν εδþ κοντÜ;"
"Μπορþ να τους φÝρω στο Μοντüλφο σε λιγüτερο απü µßαν þρα. Το καλýβι βρßσκεται στο δÜσος, λßγο Ýξω απü το µοναστÞρι της ΣÜντα ΤσιÜρα".
"ΑρκετÜ, Λουδοβßκε. Μου Ýφερες παρÜξενα µαντÜτα και πρÝπει να τα σκεφτþ καλÜ. Θα τα ξαναποýµε το απüγευµα".
     Ο Λουδοβßκος υποκλßθηκε κι Ýφυγε τρÝχοντας. ¸σπευσε στο καλýβι του, διηγÞθηκε στην ΒιολÝτα ü,τι θυµüταν Þ ü,τι µπüρεσε να καταλÜβει απü την σκηνÞ µε τον πατÝρα του και την παρακÜλεσε να εßναι Ýτοιµη για να παρουσιαστεß στο κÜστρο αµÝσως µüλις την ειδοποιÞσει. Η ΒιολÝτα Ýτρεµε. Την φüβιζε το γεγονüς πως οι Üνθρωποι εκεß δεν Þταν üλοι καλοß και ευγενικοß üπως ο Λουδοβßκος. ∆εν εßπε τßποτε üµως. ΜÜλιστα χαµογÝλασε üταν ο Üντρας της φßλησε τον µικρü και τον προσφþνησε διÜδοχο των Μοντüλφο.
     Ο ΦερνÜνδος αµÝσως µüλις εßδε απü το παρÜθυρο της κܵαρÜς του τον Λουδοβßκο να περνÜ τη κρεµαστÞ γÝφυρα και να χÜνεται ανܵεσα στους λüφους, Ýδωσε διαταγÞ στους ανθρþπους του να παραφυλÜνε και να τον ειδοποιÞσουν üταν θα επÝστρεφε. ¾στερα Üρχισε να πηγαßνει πÝρα δþθε µε τüση βßα που το πÜτωµα Ýτρεµε ολüκληρο. ¹ταν σε Ýξαλλη κατÜσταση. Ξεφþνιζε και καταριüταν και χτυποýσε το κεφÜλι µε τις γροθιÝς του. ∆εν µποροýσε να το χωρÝσει ο νους του. Και µüνο που το σκεπτüταν Þταν σωστü µαρτýριο. ΚÜποτε η θýελλα της καρδιÜς του κüπασε και σωριÜστηκε σε µια καρÝκλα. Το συνοφρυωµÝνο µÝτωπο και τα παραµορφωµÝνα χεßλη του Ýδειχναν πως προσπαθοýσε να σκεφτεß. Στην αρχÞ, ο νους του  Þταν  χαµÝνος  σε  µια  τροµερÞ  δßνη.  ¾στερα  η  ταχýτητα  της  περιστροφÞς µειþθηκε, þσπου σιγÜ σιγÜ οι σκÝψεις του Üρχισαν να ρÝουν οµαλÜ, σχηµατßζοντας Ýνα και µüνο ρεýµα. Ο πρßγκηπας το ακολοýθησε επιφυλακτικÜ µÝχρι το σηµεßο που νüµισε πως Ýβγαλε κÜποιο συµπÝρασµα. ΧρειÜστηκαν þρες πολλÝς για να βγει απü τον βαθý συλλογισµü. ¼ταν σηκþθηκε απü την καρÝκλα, σαν να ξυπνοýσε στην µÝση ενüς κακοý ονεßρου, η üψη του ξαναβρÞκε την συνηθισµÝνη ψυχρüτητÜ της. ¾ψωσε τη γροθιÜ του και κραýγασε:
"Αυτü εßναι! Τον νßκησα Þδη!"
     Το απüγευµα Ýφτασε κι ο Λουδοβßκος παρουσιÜστηκε στην þρα του. Ο ΦερνÜνδος φοβüταν τον γιο του. ΠÜντα Ýτρεµε µπροστÜ στην τüλµη και την αποφασιστικüτητα του. ∆εν τολµοýσε να φÝρει τα πÜθη του σε ανοιχτÞ σýγκρουση µε τα πÜθη ενüς παιδιοý. ¸νοιωθε πως θα Ýβγαινε νικηµÝνος. ¸τσι και τþρα, συγκρÜτησε üλο το µßσος, üλη την οργÞ, üλη την µανßα εκδßκησης που Ýκρυβε µÝσα του και τον υποδÝχθηκε µ' Ýνα χαµüγελο. ΧαµογÝλασε και ο Λουδοβßκος. ¼µως το δικü του ειλικρινÝς, πρüσχαρο, µακÜριο χαµüγελο ερχüταν σε πλÞρη αντßθεση µε το αλλüκοτο προσωπεßο που σκÝπαζε την µοχθηρßα του πατÝρα του.
"Γιε µου", εßπε ο ΦερνÜνδος, "προχþρησες εντελþς απερßσκεπτα σε Ýναν γܵο σαν να Þταν παιδικü παιχνßδι. ¼µως üταν διακυβεýονται τα συµφÝροντα και η καταγωγÞ των ευγενþν, κανεßς δεν Ýχει το δικαßωµα να παßζει απερßσκεπτα. ¼χι, µη µιλÜς, Λουδοβßκε! ¢κουσÝ µε, σε ικετεýω. ¸κανες Ýναν αταßριαστο γÜµο µε µια χωρικÞ, Ýναν γܵο τον οποßον µπορþ να αποδεχθþ αλλÜ üχι και να εγκρßνω, διüτι εßναι καταστροφικüς για το κýρος σου και µας εξευτελßζει στα µÜτια των συµµÜχων του οßκου των Μοντüλφο".
     Κρýος ιδρþτας Ýλουσε το µÝτωπο του ΦερνÜνδου καθþς µιλοýσε. ΣταµÜτησε. Για µια στιγµÞ φÜνηκε να χÜνει τον Ýλεγχο του εαυτοý του, µα σýντοµα ανÝνηψε και συνÝχισε:
"Θα εßναι δýσκολο να συµβιβÜσουµε αυτÜ τα αντικρουüµενα συµφÝροντα, και µια µüνο στιγµÞ παραφορÜς θα µποροýσε να µας αφαιρÝσει το παρüν το παρελθüν και το µÝλλον µας! Τα συµφÝροντÜ σου βρßσκονται στα χÝρια µου. Οφεßλω να  τα  υπερασπßσω.  Ελπßζω  πως,  πριν  περÜσουν  µερικοß  µÞνες,  η  µÝλλουσα πριγκßπισσα Μοντüλφο θα γßνεται δεκτÞ στην ΑυλÞ της ΝεÜπολης µε δüξα και τιµÞ. ΠρÝπει üµως να αφÞσεις το πρÜγµα επÜνω µου. Εσý δεν πρÝπει να ανακατευθεßς καθüλου. ΠρÝπει να µου υποσχεθεßς πως, µÝχρι να το επιτρÝψω, δεν θα µιλÞσεις για τον γܵο σου µε την χωριÜτισσα σε κανÝναν οýτε θα τον παραδεχθεßς αν κÜποιος τον ανακαλýψει".
     Ο Λουδοβßκος, αφοý φÜνηκε να διστÜζει για µια στιγµÞ, αποκρßθηκε:
"Σου υπüσχοµαι πως για Ýξι µÞνες δεν πρüκειται να αναφÝρω τον γÜµο µου σε κανÝναν. ΨÝμµατα δεν µπορþ να πω, αλλÜ δεν πρüκειται να τον επιβεβαιþσω Þ να τον αποκαλýψω µε τρüπο που θα σε δυσαρεστÞσει".
     Ο ΦερνÜνδος κüµπιασε πÜλι, µα τελικÜ επικρÜτησε η λογικÞ και δεν Ýδωσε συνÝχεια. Γýρισε τη κουβÝντα σ' Üλλα θݵατα. ∆εßπνησαν µαζß και ο Λουδοβßκος προσαρµüστηκε αµÝσως στο κλßµα συµπÜθειας που περιφερüταν στην ατµüσφαιρα. ∆Ýχθηκε µε χαρÜ και ευγνωµοσýνη üλες της εκδηλþσεις της üψιµης αγÜπης του πατÝρα του. Εκεßνος σκεπτüταν πως τον εßχε πιÜσει για τα καλÜ στο δßχτυ του και Þταν πια Ýτοιµος να γλυκÜνει το δηλητÞριο του µελλοντικοý σχεδßου του µε κܵποσες προκαταβολικÝς "καλοσýνες".
     ¸τσι, πÝρασε µια Þσυχη εβδοµÜδα. Ο Λουδοβßκος κι η ΒιολÝτα Þσαν απüλυτα ευτυχεßς. Τþρα, το µüνο που Þθελε εκεßνος Þταν να βγÜλει την γυναßκα του απü την αφÜνεια. Τον πληµµýριζε η Üδολη υπερηφÜνεια, που συχνÜ µας κÜνει να θÝλουµε να µÜθει üλος ο κüσµος την ανωτερüτητα των αγαπηµÝνων µας. Η ΒιολÝτα απÝφευγε συστηµατικÜ κÜθε επαφÞ µε ανθρþπους. Αγαποýσε το καλýβι της. Μπορεß να Þταν φτωχικü, µα το στüλιζε η αγÜπη που Ýκλειναν οι τοßχοι του. Τ δÝντρα Ýγερνα πÜνω απü την χαµηλÞ στÝγη του κι Ýριχναν τον δροσερü ßσκιο τους στους ανθισµÝνους θܵνους που στεφÜνωναν τα παρÜθυρα. Τα µαρµÜρινο πÜτωµα αστραποβολοýσε. ΠαµπÜλαια ανθοδοχεßα θεσπÝσιας οµορφιÜς στÝκονταν στις γωνιÝς.
     Το καθετß της θýµιζε τις πρþτες συναντÞσεις, τους πρþτους ÝρωτÝς τους, τους περιπÜτους στο χιüνι και στην ανθισµÝνη γης, τις ψηλÝς βελανιδιÝς και τις χαµηλÝς µυρτιÝς µε τις µυριÜδες πυγολαµπßδες, τα πουλιÜ, τα ζþα του δÜσους που κÜποτε εµφανßζονταν δειλÜ δειλÜ, κι ýστερα χÜνονταν, τις εποχÝς που µεταµüρφωναν την γη, τα χρþµατα που Ýπαιρνε η φýση για να τις υποδεχθεß, τις αλλαγÝς του ουρανοý, τα ατÝλειωτα πηγαινÝλα του φεγγαριοý και τ' αστÝρια που ταξßδευαν ασταµÜτητα. Τ' αγαποýσε üλα αυτÜ, τα παρατηροýσε προσεκτικÜ και τα σχολßαζε στο ταßρι της, στο ταßρι που Þξερε πως Þταν σηµÜδια της αγÜπης της, üπως και το πÜντα χαροýµενο αγορÜκι που τρεχοβολοýσε ανܵεσα στα πüδια τους, σαν Üγγελος σταλµÝνος απü τον ουρανü για να κρατÜει ζωντανÜ τα συναισθÞµατÜ τους.
     ΠÝρασε κܵποσος καιρüς ακüµη, και µια µÝρα που ο ΦερνÜνδος και ο Λουδοβßκος εßχαν βγει µαζß για ιππασßα, ο πρßγκιπας του εßπε:
"Αýριο νωρßς το πρωß, γιε µου, πρÝπει να φýγεις για την ΝεÜπολη. ¹ρθε η þρα να παρουσιαστεßς ως διÜδοχüς µου και Üρα ως εκπρüσωπος πριγκηπικοý οßκου. ¼σο γρηγορüτερα υποβÜλεις τα σÝβη σου τüσο πιο γρÞγορα θα Ýρθει η στιγµÞ που οπωσδÞποτε λαχταρÜς, η στιγµÞ που η ΑυλÞ θα υποδεχθεß την πριγκßπισσα Μοντüλφο. Εγþ δεν µπορþ να σε συνοδεýσω. Εßναι γεγονüς πως για ευνüητους λüγους θα προτιµοýσα να παρουσιαστεßς µüνος σου. Θα εντυπωσιÜσεις τον ηγεµüνα σου, θα γοητεýσεις τους πÜντες, και θα θυµÜσαι πως η υπüσχεσÞ σου εßναι καθοριστικÞ για την επßτευξη του στüχου σου. Σε µερικÝς ηµÝρες θα σε συναντÞσω εκεß".
     Ο Λουδοβßκος συµφþνησε αµÝσως και µüλις Ýφτασε το δειλινü πÞγε να αποχαιρετÞσει την ΒιολÝτα. Την βρÞκε να κÜθεται πλÜι στην δÜφνη, üπου εßχαν δþσει  τους  πρþτους  üρκους  αγÜπης. Κρατοýσε  αγκαλιÜ το αγορÜκι  τους, που χαµογελοýσε, παρακολουθþντας µε µÜτια ορθÜνοιχτα απü Ýκπληξη το πανηγýρι των πυγολαµπßδων. Εßχαν περÜσει δýο χρüνια. ¹ταν πÜλι καλοκαßρι κι üταν τα φλογερÜ βλݵµατÜ τους συναντÞθηκαν µεθυσµÝνα απü την βεβαιüτητα πως η αγÜπη τους παρݵενε το ßδιο δυνατÞ, εκεßνος, δακρýζοντας απü την συγκßνηση, Þρθε και κÜθισε δßπλα της. Της µßλησε για το ταξßδι στην ΝεÜπολη που τον υποχρÝωσε να κÜνει ο πατÝρας του. ¸να σýννεφο ανησυχßας Ýριξε την σκιÜ του στην üψη της ΒιολÝτας, µα δεν εßπε τßποτε. ∆εν φοβüταν, αλλÜ δεν µποροýσε να κÜνει την καρδιÜ της να µην χτυπÜει κÜθε φορÜ που Ýνοιωθε το κακü να τους κυκλþνει. ∆εν Þξερε γιατß και πþς, µα üσο περνοýσε ο καιρüς η αßσθηση αυτÞ üλο και δυνܵωνε.
     Εßχε νυχτþσει πια. ΜπÞκε στο καλýβι, Ýβαλε το αγορÜκι, που εßχε κοιµηθεß απ' þρα, στο κρεβατÜκι του, και Ýτρεξε κοντÜ στον Λουδοβßκο. ΑποφÜσισαν να κÜνουν Ýναν περßπατο στο δÜσος, µÝχρι να Ýρθει η þρα της αναχþρησÞς του, γιατß η ζÝστη που επικρατοýσε στην διÜρκεια üλης της µÝρας τον υποχρÝωνε να ταξιδÝψει βρÜδυ. ΠÞραν το µονοπÜτι. ΞαφνικÜ, εκεßνη η αßσθηση κινδýνου που την επισκεπτüταν απü καιρü ορθþθηκε µÝσα της. Και αυτÞν την φορÜ χαµογÝλασε και την Ýδιωξε απü το µυαλü της. ¼µως üταν αγκÜλιασε τον αγαπηµÝνο της για τελευταßα φορÜ, κατÝρρευσε κÜτω απü την βßα της. ¸κλαψε πικρÜ, γαντζþθηκε πÜνω του και τον ικÝτευσε να µην φýγει. Εκεßνος, αιφνιδιασµÝνος απü την σοβαρüτητα των παρακλÞσεþν, ζÞτησε αµÝσως εξηγÞσεις, µα καθþς δεν µπüρεσε να της αποσπÜσει τßποτε σαφÝστερο απü Ýνα χαµüγελο γεµÜτο θλßψη, την χÜιδεψε και την παρακÜλεσε να ηρεµÞσει. ¾στερα της Ýδειξε το µισοφÝγγαρο που Ýλαµπε ανܵεσα στα φýλλα των δÝντρων και Ýδινε στις σκιÝς τους µιαν απßστευτη ζωντÜνια. Της υποσχÝθηκε πως θα εßναι πÜλι κοντÜ της πριν την πανσÝληνο και αφοý την αγκÜλιασε για µιαν ακüµη φορÜ, την Üφησε να σιγüκλαιει πßσω του. ¸τσι γßνεται συνÞθως üταν κÜποια µυστηριþδης προφητεßα σÝρνεται αργÜ σε µια καρδιÜ θλιµµÝνη. Μπορεß το πνεýµα της ΚασσÜνδρας να αποκαλýπτει µÝσα της, µε µυριÜδες φωνÝς, το αüριστο προαßσθηµα της επερχüµενης συµφορÜς. ¼µως ο "µÜντης" δεν Ýχει να προσφÝρει την παραµικρü οιωνü και κανεßς δεν συνερßζεται τα προαισθÞµατÜ του και το κακü εßναι πλÝον αναπüφευκτο, θα ξεσπÜσει σαν να µην Þταν ποτÝ δυνατüν να προβλεφθεß. σαν να µην µποροýσε καµιÜ ΚασσÜνδρα να το µαντÝψει, σαν να µην Þταν παρÜ αποτÝλεσµα του ßδιου εκεßνου αüριστου προαισθÞµατος, που του Ýδωσε σχÞµα και µορφÞ και υπüσταση.
     Η ΒιολÝτα ακολοýθησε τον Λουδοβßκο µε το θλιµµÝνο, γεµÜτο ανηµποριÜ βλݵµα της µÝχρι που χÜθηκε. ¾στερα πÞγε ν' αναπαυθεß πλÜι στην κοýνια του παιδιοý της. Μα üσην þρα τον κοßταζε να φεýγει, οι φüβοι της εßχαν πÜρει τερÜστιες διαστÜσεις. ΞαφνικÜ τη κυρßευσε πανικüς. ΠετÜχτηκε απü το στρþµα της και ρßχτηκε στο µονοπÜτι που εßχε πÜρει ο αγαπηµÝνος της, φωνÜζοντας το üνοµÜ του, κρατþντας κÜθε τüσο την ανÜσα της ν' ακοýσει τÜχα τον καλπασµü του αλüγου κι ýστερα πÜλι φωνÜζοντÜς του απελπισµÝνα να γυρßσει πßσω. Μα εκεßνος Þταν πια πολý µακριÜ, δεν µποροýσε να την ακοýσου, κι εκεßνη γýρισε στο καλýβι της, ξÜπλωσε πλÜι στο παιδÜκι της, Ýσφιξε το µικρü του χÝρι στο δικü της και σιγÜ σιγÜ αποκοιµÞθηκε.
     Ο ýπνος της Þταν ελαφρýς και σýντοµος. Σηκþθηκε χαρܵατα. ∆εν εßχε φÝξει ακüµη üταν φüρεσε το πÝπλο της, πÞρε τον µικρü και ετοιµÜστηκε να φýγει για τον γειτονικü  ναü  της  ΣÜντα  ΤσιÜρα.  ΞαφνικÜ,  Üκουσε  ποδοβολητÜ  αλüγων  στο µονοπÜτι. Η καρδιÜ της σκßρτησε και το σκßρτηµα Ýγινε Üγριο χτυποκÜρδι üταν εßδε Ýναν Üγνωστο να µπαßνει στο καλýβι. Η αυστηρÞ, γεροντικÞ µορφÞ του, Ýντονα τονισµÝνη απü τα λευκÜ µαλλιÜ, ερχüταν σε αλλüκοτη αντßθεση µε την ζωντÜνια του βλݵµατος και το ευθυτενÝς παρÜστηµÜ του. Τα χαρακτηριστικÜ του προσþπου του Ýδειχναν ßσως ευγενικÞ καταγωγÞ κι ακüµη ακüµη κÜποια σκληρüτητα. Στο θݵα της αλαζονεßας και της ακαταδεξιÜς üµως Þσαν πιο παραστατικÜ. ¸µοιαζε κατÜ κÜποιον τρüπο µε τον Λουδοβßκο üταν τον πρωτογνþρισε, κι Ýτσι η ΒιολÝτα δεν εßχε την παραµικρÞ αµφιβολßα πως ο Üνδρας που στεκüταν µπροστÜ της Þταν ο πατÝρας του Üντρα της. ΠÜσχισε να συγκεντρþσει üση δýναµη εßχε µÝσα της, µα η Ýκπληξη που Ýνοιωσε αντικρßζοντας την αλαζονικÞ µορφÞ του και -πÜνω απ' üλα- το πανδαιµüνιο των αλüγων και των στρατιωτþν Ýξω απü το καλýβι της, την τÜραξαν τüσο που νüµισε πως για µια στιγµÞ η καρδιÜ της σταµÜτησε. Ακοýµπησε στον τοßχο κÜτωχρη Ýτοιµη να σωριαστεß, σφßγγοντας το αγορÜκι της στην αγκαλιÜ της µε µια σπασµωδικÞ κßνηση.
"Εßσαι η ΒιολÝτα ΑµÜλδι κι αποκαλεßς -üπως θÝλω να πιστεýω- τον εαυτü σου σýζυγο του Λουδοβßκου Μοντüλφο;" εßπε ο ΦερνÜνδος.
     ¼τι κι αν Þθελε ν' απαντÞσει η ΒιολÝτα, το σßγουρο εßναι πως τα χεßλη της, προλαβαßνοντÜς την, ψιθýρισαν Ýνα "ΜÜλιστα", που Ýσβησε πριν καλÜ καλÜ ακουστεß.
"Εßµαι ο πρßγκηπας Μοντüλφο", εξακολοýθησε ο ΦερνÜνδος, "ο πατÝρας του Üφρονος παιδιοý, που προχþρησε σ' αυτüν τον Üνοµο και ανüητο σýνδεσµο. ¼ταν το πληροφορÞθηκα, δεν χρειÜστηκε να σκεφτþ πολý για να καταστρþσω το σχÝδιü µου. Τþρα εßµαι εδþ για να το εκτελÝσω. ∆εν χρειαζüταν να Ýλθω να σε βρω. Θα µποροýσα να δρÜσω και χωρßς να υποβÜλω τον εαυτü µου σε αυτÞν την δοκιµασßα, την οποßα üπως βλÝπεις εßµαι σε θÝση να αντÝξω. ¼µως η καλÞ µου καρδιÜ µε ανÜγκασε να επιλÝξω την συνÜντηση. Ελπßζω βÝβαια πως δεν θα το µετανιþσω".
Ο ΦερνÜνδος σþπασε. Η ΒιολÝτα εßχε ακοýσει ελÜχιστα απ' üσα της εßπε. Προσπαθοýσε να συγκεντρþσει τις σκορπισµÝνες σκÝψεις της, να συγκρατÞσει την καρδιÜ της που χτυποýσε σαν τρελÞ, να οπλιστεß µε την αξιοπρÝπεια και την δýναµη της αθωüτητας και της αισιοδοξßας που φþλιαζαν πÜντα µÝσα της. ΚÜθε λÝξη που ξεστüµισε ο πεθερüς της δεν Þταν γι' αυτÞν παρÜ λßγος ακüµη χρüνος στη προσπÜθειÜ της να συνÝλθει.
     ∆εν µßλησε, Ýγειρε µüνο το κεφÜλι, κι εκεßνος συνÝχισε:
"¼ταν ο Λουδοβßκος Þταν ο δεýτερος εν ζωÞ γιος µου και δεν ζητοýσε να κοινοποιÞσει το σφÜλµα του, δεν εßχα αντßρρηση να απολαµβÜνει ελεýθερα αυτü που ονüµαζε ευτυχßα. ¼µως τα πρÜγµατα Üλλαξαν. Τþρα εßναι διÜδοχος των Μοντüλφο και πρÝπει να στηρßξει την οικογÝνεια και τον τßτλο του µε τον κατÜλληλο γܵο. Το üνειρü σου τελεßωσε. ∆εν θα σου κÜνω κακü. Θα σε πÜρουµε απü εδþ µαζß µε το παιδß σου, θα σας βÜλουµε σ' Ýνα πλοßο και θα πÜτε σε κÜποια πüλη στην Ισπανßα. Θα παßρνεις Ýνα ετÞσιο επßδοµα και εφüσον δεν επιζητÞσεις να Ýλθεις σε επαφÞ µε τον Λουδοβßκο Þ δεν φýγεις απü το Üσυλü σου, δεν Ýχεις να φοβηθεßς τßποτε. Αν üµως αντιληφθþ την παραµικρÞ κßνηση εκ µÝρους σου, αν Ýστω σκεφτεßς πως θα µποροýσες να καταλÜβεις µια κοινωνικÞ θÝση για την οποßα δεν εßσαι ικανÞ, η εκδßκησÞ µου θα πÝσει πÜνω σου και πÜνω στο παιδß σου µε µανßα που δεν µπορεßς καν να την φανταστεßς!"
     Η ΒιολÝτα Þταν εντελþς αδýναµη, εντελþς απροστÜτευτη στο Ýλεος του Üρχοντα, κι αυτü της Ýδωσε δýναµη.
"Εßµαι µüνη και ανßσχυρη", αποκρßθηκε. "Εσý εßσαι ισχυρüς και Ýχεις παλιανθρþπους Ýτοιµους να εκτελÝσουν üποιο Ýγκληµα περÜσει απü το µυαλü σου. ∆εν µε ενδιαφÝρει οýτε το Μοντüλφο οýτε ο τßτλος οýτε η κοινωνικÞ θÝση. ¼µως ποτÝ µα ποτÝ δεν πρüκειται να απαρνηθþ τον Λουδοβßκο µου. ΠοτÝ δεν πρüκειται να προδþσω τους üρκους που του Ýδωσα και µου Ýδωσε. ΠÞγαινÝ µε üσο µακριÜ του θÝλεις, θα το γυρÝψω παντοý, ξυπüλυτη, πεινασµÝνη θα γυρßσω üλον τον κüσµο για να τον βρω. Εßναι δικüς µου µε τον τρüπο της αγÜπης που µου Ýδωσε. Εßµαι δικÞ του µε την δýναµη της αφοσßωσης και της αιþνιας πßστης που κÜνει αυτÞν την στιγµÞ την φωνÞ µου ν' ακοýγεται. ΧþρισÝ µας σε χßλια κοµµÜτια, θα ξανασµßξουµε. Μüνον αν σκÜψεις τον βαθýτερο τÜφο ανܵεσÜ µας θα µπορÝσεις να µας κρατÞσεις µακριÜ".
     Ο ΦερνÜνδος χαµογÝλασε ειρωνικÜ.
"Κι αυτü το αγüρι;" εßπε δεßχνοντας το παιδß που κοιµüταν. "Θα το θυσιÜσεις σαν αθþο ερßφιο στον βωµü του ÝρωτÜ σου; Θα φυτÝψεις µüνη σου το µαχαßρι στην καρδιÜ τοý σφαγßου σου;"
     Τα χεßλη της ΒιολÝτας Üσπρισαν, καθþς αγκÜλιαζε σφιχτÜ το παιδß της και κραýγαζε σχεδüν Üναρθρα:
"Κι üµως υπÜρχει Θεüς εκεß πÜνω!"
     Ο ΦερνÜνδος βγÞκε απü το καλýβι που γݵισε αµÝσως µε στρατιþτες. ΣκÝπασαν την ΒιολÝτα και το αγορÜκι της µε Ýναν µεγÜλο µανδýα, τους Ýσυραν Ýξω απü το καλýβι, τους Ýχωσαν σε Ýνα εßδος περßκλειστου φορεßου και Üρχισαν üλοι µαζß µια σιωπηλÞ πορεßα. Η ΒιολÝτα, üταν τις ρßχτηκαν οι εχθροß της, οýρλιαξε δυνατÜ, αλλÜ ýστερα βλÝποντας πως δεν Þταν δυνατüν να τους αντιµετωπßσει συγκρÜτησε τον εαυτü της. ¼ταν βρÝθηκε στο φορεßο, πÜσχισε να απαλλαγεß απü τον µανδýα που την τýλιγε, µα δεν τα κατÜφερε. ΕξÜλλου ο µικροýλης της εßχε βÜλει τα κλܵατα, τροµαγµÝνος απü την ακατανüητη για κεßνον κατÜσταση, και Ýπρεπε να τον ησυχÜσει. ΚÜποτε τον κοßµισε και τροµαγµÝνη καθþς Þταν µÝσα στο σκοτÜδι, δßχως βοÞθεια, δßχως ελπßδα, Ýνοιωσε τις δυνܵεις της να την εγκαταλεßπουν.
     Βυθßσθηκε σ' Ýναν ατÝλειωτο, απελπισµÝνο, κατασκüτεινο ýπνο. Κι üµως συνÝχισε να σκÝπτεται. Φανταζüταν τον πüνο του Λουδοβßκου και τα δÜκρυÜ της Ýτρεχαν ασταµÜτητα. ∆εν υπÞρχε πια καµιÜ ελπßδα γι' αυτÞν. Οι εχθροß της Þταν αµÝτρητοι. Θα της Ýπαιρναν το παιδß της και θα την φυλÜκιζαν σε κÜποιο µοναστÞρι. ∆εν εßχε πια δυνܵεις. Ο φüβος την Ýκανε να παραλýει. Η ποµπÞ µπÞκε στην πüλη του ΣαλÝρνο κι ο Þχος των κυµÜτων ειδοποßησε την δýστυχη ΒιολÝτα πως πλησßαζαν στην ακτÞ.
"Αχ κýµατα κατÜπικρα, µα üχι πιο πικρÜ απü τα δÜκρυÜ µου. Σε λßγο θα εßµαι δικÞ σας!" φþναξε.
     Τþρα οι δεσµþτες της ݵπαιναν σ' Ýνα κτßσµα. ¹ταν µια πολεµßστρα, λßγο Ýξω απü την πüλη, στην ακτÞ. ¸βγαλαν την ΒιολÝτα απü το φορεßο και την οδÞγησαν σ' Ýνα φρικτü δωµÜτιο. Το σιδερüφρακτο παρÜθυρο, που δεν βρισκüταν πολý πÜνω απü το Ýδαφος, Ýδειχνε πως επρüκειτο για κελß. Ο επικεφαλÞς των απαγωγÝων, της απηýθυνε τον λüγο µε µεγÜλη ευγÝνεια και της ζÞτησε συγνþµη για την ακαταλληλüτητα του καταλýµατος. Ο Üνεµος δεν Þταν ευνοúκüς, εßπε, µα περßµεναν ν' αλλÜξει αýριο κι Ýτσι θα µπαρκÜριζαν πολý σýντοµα. Της Ýδειξε το πλοßο αγκυροβοληµÝνο στ' ανοιχτÜ. Η ΒιολÝτα, αναθÜρρεψε µε την µειλßχια συµπεριφορÜ του, και Üρχισε να τον ικετεýει να συµµερισθεß το δρܵα της, µα εκεßνος Ýφυγε αµÝσως. Σχεδüν αµÝσως, Ýνας Üλλος στρατιþτης Ýφερε φαγητü, Ýνα φλασκß µε κρασß και µια κανÜτα νερü. Αποσýρθηκε και αυτüς αµÝσως. Φεýγοντας, κλεßδωσε πßσω του την απüρθητη πüρτα.
     Η ΒιολÝτα Üκουσε τα βÞµατÜ του να σβÞνουν αργÜ µÝσα στην ησυχßα, µα αυτÞν την φορÜ δεν Üφησε την απελπισßα να την καταβÜλει. ¸πρεπε να σταθεß δυνατÞ, αν Þθελε να δραπετεýσει απü την φυλακÞ της. ¸φαγε λßγο απü το φαγητü που της εßχαν φÝρει, Þπιε µια γουλιÜ νερü κι Ýτσι αναζωογονηµÝνη, Üπλωσε στο πÜτωµα τον µανδýα µε τον οποßον την εßχαν σκεπÜσει οι απαγωγεßς, και κÜθισε πÜνω του τον µικρü να παßξει. ¾στερα πÞγε στο παρÜθυρο µÞπως περÜσει κανεßς, που ακüµη κι αν δεν µποροýσε να την βοηθÞσει να βγει απü εκεß µÝσα, ßσως µποροýσε να µεταφÝρει στον Λουδοβßκο το µÞνυµα πως ζει και τον περιµÝνει. Ωστüσο ο δρüµος που περνοýσε µπροστÜ απü το παρÜθυρο εßχε σßγουρα φρουροýς, που δεν Üφηναν κανÝναν να πλησιÜσει. ΚÜποια στιγµÞ, καθþς πλησßασε το πρüσωπü της στο παρÜθυρο για να κοιτÜξει καλýτερα Ýξω, διαπßστωσε πως το κεφÜλι της µποροýσε να περÜσει Üνετα ανܵεσα στα κÜγκελα. Το παρÜθυρο δεν απεßχε πολý απü το Ýδαφος. Αρκεß να Ýδενε τον µανδýα σε Ýνα απü τα κÜγκελα κι η κατÜβαση θα Þταν παιχνßδι.
     ∆εν τüλµησε να προχωρÞσει σε τÝτοιο εγχεßρηµα. ¼χι, Þταν πολý φοβισµÝνη. ¢λλωστε µπορεß να την παρακολουθοýσαν, µπορεß να εßχαν κÜνει την ßδια σκÝψη και οι δεσµοφýλακÝς της. Μπορεß να βρßσκονταν Þδη Ýξω απü το παρÜθυρο. Αποσýρθηκε στην απÝναντι γωνßα του κελιοý, κÜθισε στο πÜτωµα και Üρχισε να κοιτÜζει τα κÜγκελα, ταλαντευüµενη ανܵεσα στην ελπßδα και τον φüβο, που τþρα εßχε αρχßσει να δßνει στα µÜγουλÜ της την ßδια εκεßνη ωχρüτητα που πρωταντßκρισε ο Λουδοβßκος. Το αγορÜκι τους πüτε Ýπαιζε και πüτε κοιµüταν. Ο ωκεανüς βρυχιüταν ακüµη και τα µαýρα σýννεφα, σπρωγµÝνα απü τον σιρüκο, σκοτεßνιαζαν τον ουρανü και βßαζαν το δειλινü να συντοµεýει. Οι þρες Ýφευγαν η µια µετÜ την Üλλη. Η ΒιολÝτα δεν Üκουγε Þχο ρολογιοý, Þλιος δεν υπÞρχε για να εικÜσει την þρα απü την σκιÜ του, µα Þξερε πως η νýχτα ερχüταν ακÜθεκτη, γιατß το κελß σκοτεßνιαζε αργÜ κι Ýνα µακρινü ¢βε Μαρßα, (Η προσευχÞ προς τη ΠαρθÝνο µε την οποßα τελειþνουν οι λειτουργßες των καθολικþν), τρÝκλιζε ανܵεσα στα ουρλιαχτÜ του ανݵου και τους βρυχηθµοýς των κυµÜτων. ΓονÜτισε και προσευχÞθηκε µε θÝρµη στη ΠαρθÝνο προστÜτη των αθþων.
     ΠροσευχÞθηκε γι' αυτÞν την ßδια και για το αγορÜκι της, το παιδß  που δεν Þτανε λιγüτερο αθþο απü τη Θεοτüκο και το Θεßο ΒρÝφος, τον µοναδικü σκοπü της ýπαρξÞς της. Σþπασε. Πλησßασε στο παρÜθυρο κι αφουγκρÜστηκε τη νýχτα. Νüµισε πως Üκουσε κÜτι ανθρþπινο, κÜτι ανεπαßσθητα ανθρþπινο. ¼µως ο Þχος Ýσβησε απüτοµα και το σκοτÜδι πνßγηκε σε µια καταρρακτþδη βροχÞ. Οι βροντÝς και οι αστραπÝς που ακολοýθησαν το δßχως Üλλο θα Ýκαναν κÜθε ζωντανü πλÜσµα να γυρÝψει καταφýγιο αµÝσως. Η ΒιολÝτα ρßγησε. Θα µποροýσε να εκθÝσει το παιδß της σε τÝτοια νýχτα; Τρüµαξε και µüνο στην σκÝψη. ¾στερα ξαναβρÞκε το θÜρρος της. Θα σκÝπαζε τον µικρü µε τον µανδýα που το πρωß δεν Þταν παρÜ τα δεσµÜ τους.  ∆οκßµασε τα κÜγκελα και εßδε πως Ýστω και µε δυσκολßα θα τα κατÜφερνε να περÜσει ανܵεσÜ τους. Κοßταξε κÜτω και στο φως µιας αστραπÞς εßδε για Üλλη µια φορÜ πως το ýψος δεν Þταν µεγÜλο. ΕπÝστρεψε στην προσευχÞ της. ΠαρακÜλεσε να εßναι καλÜ ο Λουδοβßκος της κι Ýπειτα Ýθεσε σε εφαρµογÞ το σχÝδιü της üχι χωρßς φüβο, αλλÜ µε αποφασιστικüτητα.
     ¸δεσε τον µανδýα στο µακρý πÝπλο της þστε να φτÜνει µÝχρι το Ýδαφος και να µπορεß ýστερα να λυθεß εýκολα. ΠÞρε στην αγκαλιÜ της τον µικρü, τον πÝρασε απü τα κÜγκελα, πÝρασε κι εκεßνη, τον Ýδεσε πÜνω της µε την ζþνη της και γλßστρησαν µÝχρι τον δρüµο. ¸λυσε τον µανδýα απü το πÝπλο και τυλßχτηκε στις σκοτεινÝς πτυχþσεις του µαζß µε το παιδß. Τüτε κρÜτησε την ανÜσα της για ν' αφουγκραστεß τους Þχους της νýχτας. Η φýση αγρυπνοýσε µε üλη την δýναµη της φωνÞς της. Η θÜλασσα µαινüταν, οι αστραπÝς αποκÜλυπταν µιαν απÝραντη ερηµιÜ χαρακωµÝνη εδþ κι εκεß απü τα σαρκαστικÜ ξεσπÜσµατα των κεραυνþν. Η ΒιολÝτα πÞρε τον δρüµο, φροντßζοντας να βλÝπει πÜντα στα δεξιÜ της τους αφροýς των κυµÜτων, γιατß Ýτσι δεν θα Ýχανε το Μοντüλφο, που αντßκριζε την θÜλασσα. ΒÜδιζε üσο πιο γρÞγορα της επÝτρεπε το φορτßο της, ακολουθþντας πÜντα τον δρüµο, γιατß δεν Þθελε να χαθεß µÝσα στο σκοτÜδι. Η βροχÞ συνÝχιζε να πÝφτει κι εκεßνη πορευüταν ασταµÜτητα, þσπου τα πüδια της δεν την κρατοýσαν πια. ¸πρεπε να σταµατÞσει, ν' αποστÜσει κܵποσο και να ξεγελÜσει την πεßνα της µε το ξεροκüµµατο που εßχε πÜρει απü το κελß. Η δρÜση και η επιτυχßα την Ýκαναν αλλüκοτα ενεργητικÞ. ∆εν Ýπρεπε να δειλιÜσει τþρα που νüµιζε πως εßναι ελεýθερη και ασφαλÞς. ¸κλεγε, µα Þταν µüνον απü την Ýνταση, που δεν Ýβρισκε Üλλον τρüπο να ξεσπÜσει. ∆εν αµφÝβαλε οýτε στιγµÞ πως θα κατÜφερνε να βρει τον Λουδοβßκο. ¿ρες ολüκληρες τα στοιχεßα της φýσης την Ýδερναν αλýπητα, µα τþρα κüπασαν για µια στιγµÞ την µανßα τους. ΚÜθισε σε µια µεγÜλη πÝτρα στην Üκρη του δρüµου που διÝσχισε εκεßνον τον απÝραντο, τροµακτικü, Üγνωστο τüπο, µε το αδýναµο παιδÜκι της στην αγκαλιÜ, Ýφαγε το λßγο ψωµß που εßχε µαζß της και ξαφνικÜ Ýνιωσε στα βÜθη της καρδιÜ της να σαλεýουν η χαρÜ, η αγÜπη και το θριαµβευτικü προαßσθηµα πως θα ξανÜσµιγε σßγουρα µε τον αγαπηµÝνο της.
     ¹τανε καλοκαßρι κι ο αÝρας ζεστüς. Ο µανδýας τη προστÜτευε απü την υγρασßα. Μüλις χÜραξε, σηκþθηκε και πÞρε το πρþτο µονοπÜτι που συνÜντησε µε κατεýθυνση την οροσειρÜ των Απεννßνων. Νüτια βρισκüταν το ΣαλÝρνο και µπροστÜ του µια πεδιÜδα που Ýφτανε µÝχρι την θÜλασσα, στεφανωµÝνη µε µικρüτερα βουνÜ, απÝριττα üµορφα στο σχÞµα τους. Οι γυµνÝς κορυφÝς τους ορθþνονταν αγÝρωχες προς τον ουρανü και οι πλαγιÝς τους Þταν γεµÜτες ποτܵια, που κατηφüριζαν ποτßζοντας την πεδιÜδα.  ΜετÜ απü κܵποσες þρες δρüµο, η ΒιολÝτα Ýφτασε σ' Ýνα µικρü οροπÝδιο γεµÜτο πεýκα. Αντßκρισε µε χαρÜ το φιλικü καταφýγιü της. Τρýπωσε στο δÜσος, κι üταν δεν Ýβλεπε γýρω της παρÜ µüνο δÝντρα, κÜθισε να ξεκουραστεß. Η νυχτερινÞ θýελλα υποχωρþντας εßχε πÜρει  µαζß της τον σιρüκο και ο Þλιος, κατατροπþνοντας τα σýννεφα που νωρßς το πρωß αµαýρωναν το µεγαλεßο του, στεκüταν ψηλÜ, µοναδικüς ηγÝτης της δüξας του µεσηµεριοý. Η ΒιολÝτα Þταν παιδß του νüτου και δεν φοβüταν την ζÝστη.
     ΜÜζεψε κουκουνÜρια, κατÜφερε ν' ανÜψει φωτιÜ, και τα Ýφαγε µε üρεξη. ¾στερα αναζÞτησε καταφýγιο σε µια πυκνÞ φυλλωσιÜ, Ýγειρε στο χþµα και κοιµÞθηκε µε το αγορÜκι της στην αγκαλιÜ, ψιθυρßζοντας λüγια ευγνωµοσýνης για τα ΟυρÜνια και την ΠαρθÝνο, που την βοÞθησαν να δραπετεýσει. ¼ταν ξýπνησε, ο πρþτος ενθουσιασµüς την εßχε εγκαταλεßψει. ¸νιωθε µüνη και απροστÜτευτη στο Ýλεος των διωκτþν της, µα δεν Ýκλαψε. ΣκÝφτηκε πως βρισκüταν πολý κοντÜ στο ΣαλÝρνο - ο Þλιος Ýλαµπε κατÜ την µεριÜ της θÜλασσας- κι Ýτσι σηκþθηκε κι Üρχισε να πορεýεται µÝσα στο πυκνü δÜσος. ¼ταν κατÜφερε να βγει απü τον λαβýρινθο των δÝντρων, διαπßστωσε πως δεν µποροýσε συνεχßσει προς την θÜλασσα. ¸βλεπε χεßµαρρους να κατεβαßνουν ορµητικÜ και να χýνονται σ' Ýνα µεγÜλο ποτܵι που της Ýκλεινε τον δρüµο. Ωστüσο, λßγο πιο κÜτω βρÞκε µια γÝφυρα, που την οδÞγησε σ' Ýνα αρκετÜ µεγÜλο και ερηµικü λιβÜδι. ¢νθρωποι δεν υπÞρχαν εκεß γýρω, µα οýτε φαßνεται να εßχαν πλησιÜσει ποτÝ. Η νýχτα δεν θα αργοýσε να φτÜσει και η ΒιολÝτα δßστασε να συνεχßσει, µα βλÝποντας πÝρα µακριÜ να τρεµοσβÞνουν στο λßγο φως του δειλινοý τα περιγρܵµατα κÜποιων κτισµÜτων, οδÞγησε τα βÞµατÜ της κατ' εκεß, ελπßζοντας πως Þταν χωριουδÜκι και πως θα Ýβρισκε σßγουρα κÜπου να κοιµηθεß και ßσως κÜποιον τρüπο να φτÜσει στην ΝεÜπολη χωρßς να την ανακαλýψουν οι παντοδýναµοι εχθροß της. Εßχε συνÝχεια καρφωµÝνο το βλݵµα της σ' εκεßνα τα κτßσµατα που ݵοιαζαν µε τερÜστιους ναοýς χωρßς τροýλους και αναρωτιüταν τι να Þταν στην πραγµατικüτητα, üταν ξαφνικÜ εξαφανßστηκαν. ΣκÝφτηκε πως θα κρýφτηκαν πßσω απü κÜποιον λüφο, µα η γη µπροστÜ της Þταν εντελþς επßπεδη.
     ΣταµÜτησε κι αποφÜσισε να διανυκτερεýσει επιτüπου. ¼λη µÝρα δεν εßδε ψυχÞ. ∆υο τρεις φορÝς εßχε ακοýσει γαυγßσµατα και ßσως την φλογÝρα κÜποιου βοσκοý, µα δεν φÜνηκε κανεßς. Η ερηµιÜ Þταν απüλυτη γýρω της, κι αυτü αρχικÜ την Ýκανε να νιþθει ασφαλÞς. ¼που δεν υπÞρχαν Üνθρωποι, δεν υπÞρχε και κßνδυνος. üµως σιγÜ σιγÜ η µοναξιÜ Ýγινε οδυνηρÞ. Λαχταροýσε να δει Ýστω Ýνα καλýβι, Ýναν βοσκü -ας Þταν και αγριωπüς- να της λýσεις τις απορßες της να την φιλÝψει κÜτι. Εßχε δει µε Ýκπληξη εκεßνα τα κτßσµατα να ορθþνονται στο βÜθος του ορßζοντα σαν σωτÞριοι φÜροι. ∆εν θα Þθελε να µπει σε καµιÜ µεγÜλη πüλη, κι εξÜλλου αναρωτιüταν πως µποροýσε να υπÜρχει πολιτεßα σ' εκεßνη την ερηµιÜ. ¼µως το δÜσος το εßχε αφÞσει πολý πßσω και χρειαζüταν τροφÞ. Η νýχτα προχωροýσε γλυκιÜ σαν βÜλσαµο, η αýρα και η διÜφανη ατµüσφαιρα την τýλιγαν σ' Ýνα πÝπλο δροσιÜς, οι πυγολαµπßδες εßχαν στÞσει χορü γýρω της, οι νυχτερßδες διÝσχιζαν απαλÜ στο σκοτÜδι, η κουκουβÜγια τßναζε τα βαριÜ φτερÜ της κÜπου κοντÜ και το σκαθÜρι δεν Ýπαυε να γεµßζει τον αÝρα µε τον βüµβο του. Εßχε ξαπλþσει στο Ýδαφος, µε το παιδß στην αγκαλιÜ και κοιτοýσε τον Ýναστρο ουρανü.
      Χßλιες σκÝψεις αργοσÝρνονταν στο µυαλü της: ο Λουδοβßκος, η αντܵωσÞ τους, η χαρÜ µετÜ απü τüσο πüνο. Κι Ýτσι λησµüνησε πως Þταν µüνη, πεινασµÝνη, κυνηγηµÝνη απü τους εχθροýς της σε µιαν Ýρηµη απλωσιÜ της Καλαβρßας. ΚοιµÞθηκε.
Ξýπνησε την þρα που ο Þλιος µüλις ανÝτειλε πßσω απü τους αρχαßους ναοýς της Ποσειδωνßας και κßονες Ýριχναν µικρÝς σκιÝς στην γη. Βρßσκονταν πολý κοντÜ της, αθÝατοι µÝσα στην νýχτα, µα τþρα φαßνονταν σχεδüν καθαρÜ, üπως κτßσµατα που εßχε δει εχθÝς το απüγευµα. Ορθþνονταν σε µια κακοτρÜχαλη απλωσιÜ, δßχως στÝγες, µε τους κßονες κυκλωµÝνους απü πανýψηλα αγριüχορτα. Ο καταγÜλανος ουρανüς τους σκÝπαζε απαλÜ λοýζοντας κÜθε γωνιÜ τους µ' Ýνα πασßχαρο φως. Η ΒιολÝτα τους κοßταζε εκστατικÞ. ¹ταν ναοß κÜποιου θεοý, που ݵοιαζε να εßναι ακüµη εκεß, να τους χαρßζει την αιþνια οµορφιÜ του. Και ßσως αυτÜ τα ερεßπια - üπως τα ονüµαζαν üλοι- γοητευτικÜ τραχιÜ και θεσπÝσια µοναχικÜ, να ταßριαζαν περισσüτερο στην φýση του, απü τüτε που εßχαν στÝγες κι ολüχρυσα στολßδια και αστραφτερÜ µÜρµαρα.
     ºσως η βουβÞ λατρεßα του αÝρα και των ευτυχισµÝνων αγριµιþν να τους Üξιζε περισσüτερο απü τα πλÞθη των βιαστικþν και Üσπλαχνων ανθρþπων, που µαζεýονταν κÜποτε εκεß. ¼λη η αγαθüτητα των θεþν ݵοιαζε να κατοικεß σ' εκεßνη την γη που µüνο αγριüχορτα φýτρωναν. Το πνεýµα της οµορφιÜς φτεροýγιζε ανܵεσα σ' αυτοýς κßονες, που εßχαν θαµπþσει απü τον χρüνο, εßχαν πÜρει Ýνα παρÜξενο χρþµα, αλλÜ πλαισßωσαν µε βαθιÜ ανθρþπινη ατµüσφαιρα τον ερειπωµÝνο βωµü. ∆Ýος και βαθιÜ αφοσßωση πληµµýρισε την καρδιÜ της Ýρηµης κοπÝλας. ΣÞκωσε το βλݵµα της στον ουρανü κι Üφησε την καρδιÜ της να πετÜξει να τρÝξει να προσφÝρει τις ευχαριστßες της, να προσευχηθεß µε βαθιÜ κατÜνυξη. ¼χι πως βρÞκε τις κατÜλληλες λÝξεις -τα χεßλη της δεν σÜλεψαν στιγµÞ- Þ τις κατÜλληλες προτÜσεις -δεν σκεπτüταν τßποτε- αλλÜ Ýτσι απλÜ, Üφησε τα συναισθÞµατα της λατρεßας και του µεγαλεßου που την πληµµýριζαν να µιλÞσουν απü µüνα τους, βουβÜ. Και καθþς το φως του Þλιου ξεχýθηκε ανܵεσα στους κßονες, η χαρÜ, µε φτερÜ περιστερÜς, καταýγασε την ψυχÞ της.
     ΒυθισµÝνη σ' αυτÞ τη κατÜνυξη που δεν εßχε νιþσει ποτÝ σε εκκλησßα, ανÝβηκε τα σπασµÝνα και φαγωµÝνα απü τον Üνεµο και την βροχÞ σκαλοπÜτια του µεγαλýτερου ναοý και πÝρασε στο εσωτερικü του. Μια δεýτερη σειρÜ κιüνων διÝγραφε Ýνα µικρüτερο χþρο. ΜπÞκε και εκεß. ΚÜθισε σ' Ýνα µεγÜλο σπÜραγµα µετþπης, που εßχε γκρεµιστεß ποιος ξÝρει πüτε, και περßµενε βουβÞ να την επισκεφθεß κÜποιος οιωνüς, να της δεßξει τι Ýπρεπε να κÜνει. Τüτε, Üκουσε γαυγßσµατα κι ýστερα βελÜσµατα προβÜτων και εßδε Ýνα µικρü κοπÜδι να τριγυρßζει τον ναü. Ο βοσκüς Þταν Ýνα κορßτσι ντυµÝνο µε ελÜχιστα κουρÝλια. ¼µως η εποχÞ δεν χρειαζüταν πολλÜ ροýχα κι εκεßνοι οι φτωχοß Üνθρωποι, που ο µüνος τους πλοýτος Þταν ü,τι τους Ýδινε η γη, συνÞθως ντýνονταν πολý ελαφριÜ Þ και καθüλου.
     ¼ταν αγρßευε ο καιρüς, Ýριχναν πÜνω τους ακατÝργαστες προβιÝς, κι üταν Ýφτανε το καλοκαßρι απλÜ τις πετοýσαν κι ݵεναν σχεδüν γυµνοß. Η βοσκοποýλα Þταν ßσως γýρω στα δεκαπÝντε. ¸να µεγÜλο ψÜθινο καπÝλο την προστÜτευε απü τις δυνατÝς ακτßνες του Þλιου. ¹ταν ξυπüλυτη. Το κοντü µεσοφüρι της, σαν τον χιτþνα της Αρτݵιδος, Ýφτανε µÝχρι τα γüνατα. Στο ýψος του στÞθους της µια κορδÝλα, που Ýπαιζε ρüλο ζþνης, συγκρατοýσε τα υπüλοιπα κουρÝλια και την Ýκανε να µοιÜζει µε Ελληνßδα παρθÝνα. Τα κουρÝλια αυτÜ σχηµÜτιζαν απü µüνα τους µια φορεσιÜ, που οι Ýντονες χρωµατικÝς αντιθÝσεις των παρÜταιρων προχειροκοµµÝνων τµηµÜτων, της Ýδιναν Ýνα εßδος βασιλικÞς µεγαλοπρÝπειας. Η ΒιολÝτα πλησßασε την βοσκοποýλα και σε λßγο Üνοιξε µαζß της κουβÝντα. ∆εν σχολßασε τα αισθÞµατα οßκτου που της προκαλοýσε η εµφÜνισÞ της. ΑπλÜ την ρþτησε πþς Ýλεγαν εκεßνο το µÝρος.
     Την ßδια στιγµÞ ο µικρüς ξýπνησε. ¹ταν ευδιÜθετος και κατÜφερε αµÝσως να κλÝψει την προσοχÞ τους. Η βοσκοποýλα δεν Þταν µüνο üµορφη, µα εßχε και πολý καλÞ καρδιÜ. ¢ρχισε να παßζει µε τον µικρü και φαινüταν ευτυχισµÝνη που βρÞκε συντροφιÜ µÝσα στην τüση µοναξιÜ της. ¼ταν η ΒιολÝτα της εßπε πως πεινοýσε, εκεßνη της πρüσφερε το φτωχικü της: ψητÜ κουκουνÜρια, βραστÜ κÜστανα κι Ýνα ξεροκüµµατο. Η ΒιολÝτα Ýφαγε µε λαχτÜρα και χüρτασε. ¸µειναν µαζß üλη την ηµÝρα. Ο Þλιος Ýγειρε, η τελευταßα λܵψη του δειλινοý Ýσβησε, και η βοσκοποýλα Þθελε να πÜρει την ΒιολÝτα µαζß της στο σπßτι της. ¼µως εκεßνη δεν Þθελε να πλησιÜσει σε κατοικηµÝνη περιοχÞ, γιατß οι διþκτες της θα Ýψαχναν σßγουρα κÜθε πιθανü καταφýγιο.
¸δωσε στη νÝα της φßλη µερικÜ ασηµÝνια νοµßσµατα, που εßχε µαζß της πριν την πιÜσουν και, αφοý πρþτα την παρακÜλεσε να της φÝρει φαγητü την επüµενη µÝρα, την εξüρκισε να µην αναφÝρει σε κανÝναν την συνÜντησÞ τους. Το κορßτσι την καθησýχασε και µε την βοÞθεια του σκýλου της οδÞγησε το κοπÜδι µακριÜ. Η ΒιολÝτα πÝρασε τη νýχτα στον χþρο του κυρßως ναοý.
     Στο µεταξý, ο πρßγκηπας Μοντüλφο, σßγουρος πως το σχÝδιü του θα στεφüταν µε επιτυχßα, εßχε φýγει το ßδιο κιüλας απüγευµα για την ΝÜπολι. ΒρÞκε τον γιο του στο αρχοντικü των Μοντüλφο. Περιφρονþντας την ΑυλÞ και αδιαφορþντας για την ευθυµßα που τον τριγýριζε, ο Λουδοβßκος λαχταροýσε να επιστρÝψει στο καλýβι, που εßχε αφÞσει την ΒιολÝτα. ¸τσι, µετÜ απü δýο ηµÝρες, εßπε στον πατÝρα του πως θα πÞγαινε στο Μοντüλφο και θα γýριζε πßσω το πρωß της εποµÝνης. Ο ΦερνÜνδος δεν τον εµπüδισε, üµως, δýο þρες µετÜ την αναχþρησÞ του, τον ακολοýθησε. ¼ταν Ýφτασε στο κÜστρο δεν Þταν πολý þρα που ο γιος του εßχε αφÞσει εκεß την συνοδεßα του και συνÝχισε µüνος για το καλýβι του δÜσους. Το πρþτο πρüσωπο που εßδε ο πρßγκηπας Þταν ο επικεφαλÞς των απαγωγÝων της ΒιολÝτας. Του εξιστüρησε µε συντοµßα τα καθÝκαστα: τον αντßθετο Üνεµο, τον εγκλεισµü στο κελß, την ακατανüητη δραπÝτευσÞ της και τις Üκαρπες προσπÜθειες να την εντοπßσουν. Ο ΦερνÜνδος νüµιζε πως ονειρευüταν. ¼ταν κατÜφερε να συνειδητοποιÞσει την κατÜσταση, δεν Þξερε τι να σκεφτεß, ποý να πÜει, πþς να γυρÝψει την φυγÜδα. Σκýλιασε στην κυριολεξßα, µα γρÞγορα κατÜλαβε πως δεν θα τον ωφελοýσε µια κρßση οργÞς. ΠεριÝλουσε µε κατÜρες τον µαντατοφüρο, Ýστειλε αποσπÜσµατα να ψÜξουν παντοý, υποσχÝθηκε πλοýσιες αµοιβÝς, απαßτησε απüλυτη µυστικüτητα και αποσýρθηκε προβληµατισµÝνος στην κܵαρÞ του. Η µüνωσÞ του δεν κρÜτησε πολý. Ο Λουδοβßκος üρµησε µÝσα µε το πρüσωπο φλεγüµενο απü την οργÞ.
"∆ολοφüνε!" οýρλιαξε. "Ποý εßναι η ΒιολÝτα µου;"
     Ο ΦερνÜνδος δεν µßλησε.
"ΑπÜντησÝ µου!" εßπε ο Λουδοβßκος. "Μßλα µ' αυτÜ τα χεßλη που πρüσταξαν τον θÜνατü της Þ σÞκωσε πÜνω µου αυτü το χÝρι που δεν βÜφτηκε βÝβαια στο αßµα της! Αχ, ΒιολÝτα κι αγαπηµÝνο µου αγγελοýδι, υπÜρχει ακüµη χþρος για σας στην καρδιÜ µου. Αυτü το χÝρι δεν Ýγραψε στο µÝτωπü µου "Πατροκτüνος"!"
     Ο ΦερνÜνδος επιχεßρησε να µιλÞσει.
"¼χι!" οýρλιαξε ο δýστυχος Λουδοβßκος. "∆εν πρüκειται ν' ακοýσω τον δολοφüνο της. Μα, εßναι αλÞθεια νεκρÞ; Γονατßζω µπροστÜ σου, σε λÝω πατÝρα, προσπÝφτω σ' αυτÞν την Üγρια καρδιÜ, φιλþ το χÝρι αυτü που µε ρÜπισε τüσες φορÝς και τþρα µου δßνει το τελευταßο θανÜσιµο χτýπηµα, πες µου, αχ, πες µου, εßναι ζωντανÞ;"
     Ο ΦερνÜνδος εκµεταλλεýθηκε τον στιγµιαßο κλονισµü του νÝου για να διηγηθεß την ιστορßα του. Του εßπε την αλÞθεια. Μα πþς µποροýσε να τον πιστÝψει κανεßς; Η καρδιÜ του δýστυχου Λουδοβßκου γݵισε οργÞ. ∆εν αµφÝβαλε πως η ΒιολÝτα εßχε δολοφονηθεß. ΚαταρÜστηκε τον πατÝρα του, του ορκßστηκε πως σε λßγο καιρü θα καταντοýσε να ψÜχνει για διÜδοχο ανܵεσα στις λÜσπες της γης, κι εξαφανßστηκε.
Τα βÞµατÜ του τον οδÞγησαν στο καλýβι, Ýψαξε üλη την περιοχÞ, ρþτησε τους πÜντες. ΠÞγε στο ΣαλÝρνο. ¢κουσε την ßδια αµφßβολη ιστορßα, την ιστορßα που σßγουρα χÜλκευσε ο πατÝρας του για να απαλλαγεß απü την κατηγορßα του φüνου και να βυθßσει στο σκοτÜδι την εξüντωση της ΒιολÝτας.
     Η εξηµµÝνη φαντασßα του αναπαρÜστησε την σκηνÞ του θανÜτου της. Το σπßτι που την φυλÜκισαν εßχε Ýναν πυργßσκο, που αντßκριζε την θÜλασσα. Απü κÜτω περνοýσε Ýνα ορµητικü ποτܵι για να χυθεß στον βαθý κατασκüτεινο ωκεανü. ¹ταν βÝβαιος πως η µοιραßα σκηνÞ διαδραµατßστηκε εκεß. ΑνÝβηκε στον πυργßσκο. Τα παρÜθυρα Þσαν γυµνÜ, τα σιδερÝνια κÜγκελα Ýλειπαν. Απü εκεß πÝταξαν την ΒιολÝτα και το παιδß τους στα ορµητικÜ νερÜ του ποταµοý. Αυτü Ýκαναν.
     ΑποφÜσισε να πεθÜνει! Εκεßνη την εποχÞ, που η καθολικÞ πßστη Þταν αγνÞ, η αυτοκτονßα νοµιζüταν ωµÝγα αµÜρτηµα. Μα υπÞρχαν κι Üλλοι τρüποι. Θα πÞγαινε να προσκυνÞσει στους Αγßους Τüπους, θα µαχüταν και θα Ýπεφτε νεκρüς κÜτω απü τα τεßχη της ΙερουσαλÞµ. Απερßσκεπτο και γεµÜτο ορµÞ το σχÝδιü του δεν χρειÜστηκε λιγüτερο χρüνο να υλοποιηθεß απ' üσο να συλληφθεß. Προµηθεýτηκε το ρÜσο του προσκυνητÞ στο ΣαλÝρνο κι üταν Ýφτασαν τα µεσÜνυχτα Üφησε την πüλη, τραβþντας νüτια, χωρßς να ειδοποιÞσει τους ακüλουθοýς του. Η οργÞ και η θλßψη εναλλÜσσονταν στην καρδιÜ του. Σε λßγο απݵεινε µüνο η θλßψη. Εκεßνη, της οποßας τον φονιÜ µισοýσε, Þταν Üγγελος και τον κοßταζε απü τον ουρανü, κι αυτüς τραβοýσε για τους Αγßους Τüπους να διεκδικÞσει το δικαßωµα της Ýνωσης µαζß της. Θλßψη, θλßψη απÝραντη γεµÜτη τρυφερüτητα θüλωνε το βλݵµα του. Για κεßνον δεν υπÞρχε θÝση πια στο µεγÜλο θÝατρο του κüσµου. Απ' üλα τα στολßδια, το ρÜσο του προσκυνητÞ Þταν το πιο λαµπρü, απ' üλα τα σκÞπτρα το ξεροκüµµατü του Þταν το ισχυρüτερο. Συµβüλιζαν την δýναµη που εßχε η ψυχÞ του πÝρα απ' τα σýνορα της γης, Þταν σηµÜδια της µελλοýµενης ÝνωσÞς του µε την ΒιολÝτα. Κατευθýνθηκε προς την Βρουνδουσßα.* [ΥποσÝλιδη σηµεßωση: Το σηµερινü Πρßντεζι.]       ΒÜδιζε γρÞγορα, σαν να Þταν θυµωµÝνος µε üλον τον χρüνο και τον χþρο που απλþνονταν ανܵεσα σε αυτüν και στον σκοπü του. Η αυγÞ ξýπνησε την γη κι αυτüς ακüµη περπατοýσε. Ο Þλιος του µεσηµεριοý κÜρφωσε πÜνω τους τις ακτßνες του, µα η πορεßα του δεν διακüπηκε στιγµÞ. ΜπÞκε σ' Ýνα πευκüδασος και, ακολουθþντας τα ßχνη των κοπαδιþν, Üκουσε το κελÜρυσµα µιας πηγÞς. Η δßψα των βασÜνιζε. ¢νοιξε το βÞµα του. Το νερü ανÜβλυζε απü την γη και σχηµÜτιζε µια λßµνη. Λουλοýδια φýτρωναν στις üχθες της, κι Ýγερναν πÜνω απü το νερü, µα δεν καθρεφτßζονταν, γιατß η επιφÜνεια ταραζüταν συνεχþς απü µυριÜδες µικρÝς δßνες, που ξεσποýσαν üλες µαζß σ' Ýνα ποταµÜκι. Το µικρü διÜφανο ρεýµα λαµποκοποýσε κÜτω στον Þλιο και προσπερνοýσε πÝτρες και βραχÜκια, τρÝχοντας προς την δικÞ του αιωνιüτητα: την θÜλασσα. Τα δÝντρα, σαν ν' αποφÜσισαν ξαφνικÜ να εγκαταλεßψουν το βουνü, εßχαν µαζευτεß üλα στους πρüποδÝς του.
     Το χορτÜρι Þτανε καταπρÜσινο και δροσερü, κατÜσπαρτο µε αγριολοýλουδα. Λßγο παραπÝρα, µια δεýτερη, µικρüτερη λßµνη, τüνιζε µε την αταραξßα της την συνεχÞ αναστÜτωση της πρþτης, που δεν Þταν παρÜ Ýνα χρωµατικü πανδαιµüνιο, τριγυρισµÝνο απü δÝντρα και Üνθη. Αντßθετα, στην επιφÜνεια της µικρüτερης λßµνης, ο φυσικüς διÜκοσµος καθρεφτιζüταν µε µια διαýγεια, µε µια ζωντÜνια, που δεν διÝθετε στην πραγµατικüτητα. Τα δÝντρα στÝκονταν κÜπως παρܵερα, µε Üνετο χþρο για τον αÝρα ανܵεσÜ τους, τοποθετηµÝνα και σχεδιασµÝνα λες απü το χÝρι κÜποιου θεúκοý καλλιτÝχνη. Ο Λουδοβßκος Þπιε νερü απü την πηγÞ, και ýστερα πλησßασε την λιµνοýλα. Κοßταξε µε πραγµατικÞ απορßα το θÝαµα που καθρεφτιζüταν στην γαλÞνια επιφÜνειÜ της. ¸να πουλß περνοýσε µε ανοιχτÜ φτερÜ κÜτω απü το νερü -λες- κι Ýνας γαúδαρÜκος πρüβαλε το κεφÜλι του ανܵεσα στα δÝντρα, γυρεýοντας µÜταια κανÝνα ξερüχορτο. Ο Λουδοβßκος σÞκωσε το βλݵµα και κοßταξε το πραγµατικü ζþο, που φÜνταζε λιγüτερο πραγµατικü, λιγüτερο ζωντανü απü το εßδωλü του στο νερü.
     ΚÜτω απü τα δÝντρα, δßπλα στο γαúδουρÜκι κÜποιος κοιµüτανε, τυλιγµÝνος µ' Ýνα µανδýα. Ο Λουδοβßκος Ýριξε µια µατιÜ -χωρßς καν να ξÝρει γιατß- και τον κυρßευσε η περιÝργεια. ¾στερα, κÜτι σαν τρÝλα ευχÜριστη, ανακουφιστικÞ, τον Ýσπρωξε µπροστÜ. Πλησßασε γρÞγορα τη µορφÞ  που  κοιµüταν, γονÜτισε, παραµÝρισε τον µανδýα κι εßδε την ΒιολÝτα µε το παιδß τους στην αγκαλιÜ της. ΑνÜσαινε ανÜλαφρα. Τα διÜφανα βλÝφαρÜ της δεν Üργησαν ν' ανοßξουν, αποκαλýπτοντας τα φωτοβüλα µÜτια της. Ο Λουδοβßκος κι η ΒιολÝτα, πÞρανε τον δρüµο για το καλυβÜκι τους, για το πλουσιüτερο παλÜτι του κüσµου, χορταßνοντας κÜθε σπιθαµÞ γης που πατοýσαν. ∆εν µποροýσαν ακüµη να πιστÝψουν πüση δýναµη µπορεß να Ýχει η αγÜπη. ¸κλαιγαν και κοιτÜζονταν και κοßταζαν το παιδß τους και κρατοýσαν ο Ýνας το χÝρι του Üλλου σφιχτÜ, σαν να Þθελαν συγκρατÞσουν την πραγµατικüτητα, σαν να φοβοýνταν πως µπορεß να πετÜξει µÝσα σε µια στιγµÞ.
*
     Ο πρßγκηπας Μοντüλφο τους Üκουσε να φτÜνουν. Εßχε περÜσει µÝρες και νýχτες εφιαλτικÝς. Ο φüβος πως θα κατÝληγε χωρßς παιδß και διÜδοχο, τον εßχε ηµερþσει. Φοβüτανε τη κατακραυγÞ του κüσµου. Η στυγερÞ διακυβÝρνησÞ του εßχε δηµιουργÞσει πολλÝς αντιδρÜσεις. ºσως να µη βρισκüτανε µακρυÜ απü τη µÝρα της κρßσης. Παραδüθηκε στη δýναµη του πεπρωµÝνου. ∆εν τüλµησε ν' αντικρßσει τα θýµατÜ του. ¸στειλε üµως τον εξοµολογητÞ του, για να τους µεταφÝρει τη συγγνþµη του και να τους καλÝσει στο Μοντüλφο. Στην αρχÞ, οι ευτυχισµÝνοι νÝοι αγνοÞσανε τη προσφορÜ του. Λατρεýανε το καλýβι τους και δεν Þθελαν να θÝσουνε σε κßνδυνο την ευτυχßα, την ελευθερßα και τις ßδιες τις ζωÝς τους, για Üχρηστα πλοýτη. ¼µως η επιµονÞ του πρßγκηπα τους Ýπεισε. Ο χρüνος εποýλωσε τις πληγÝς. Του χαρßσανε πολλÜ εγγüνια, τονε τιµÞσανε και τονε φροντßσανε στα γερܵατÜ του. Εκεßνος αγÜπησε πραγµατικÜ το µεγαλýτερο εγγüνι και δεν τον ενδιÝφερε πια αν η µητÝρα του διαδüχου των Μοντüλφο Þτανε χωριατοποýλα.





                                            Τ   Ε   Λ   Ο   Σ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers