Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Φανταστικό 

Μόνα: Η Ψυχή Της Λήδας

 -"Βρε άθλιε, πανάθλιε, γλύπτη της κακιάς ώρας! Σου ζήτησα να φτιάξεις το άγαλμα της κόρης μου κι εσύ; Εσύ τη σκότωσες μωρέ, άλλη μια φορά τη σκότωσες"!
     Είχα μείνει ασάλευτος κι άφηνα να πέφτουν πάνω μου οι κραυγές του κυρίου Χ., μαζί με τα σταγονίδια των πτυέλων του...
     Ευτυχώς η φύση με έχει κάνει στιβαρό. Τα μπράτσα μου είναι όλο μούσκουλα. Πώς να γινόταν αλλιώς με τη δουλειά που κάνω; Στιβαρός μεν, κακάσχημος δε. Λες κι ήταν απασχολημένες κάνοντας κουτσομπολιό οι Μοίρες σαν πέρασα από μπροστά τους, δεν προσέξανε διόλου και τσακ, νάτος ο κύριος στραβοχυμένος!
     Ω, δεν παραπονιέμαι. Δε μ' εμπόδισε αυτό ούτε στη ζωή, ούτε στη δουλειά, ούτε στα θηλυκά, δόξα να 'χει ο Γιαραμπής! Μ' έκανε όμως κι αδιάβροχο στα πειράγματα και στις λοιδωρίες. Όποιος νομίζει πως είναι εύκολη η ζωή του άσχημου, λάθος το νομίζει. Αλλά έχει και τις απολαβές του και τί απολαβές! Ξέρετε τι είναι να περνάς αίφνης με μια πανέμορφη γυναίκα στο πλάι σου; Τι σούσουρο ξεσηκώναμε κάθε φορά! Έφτανε ο φθόνος, συμπαγής σαν βούτυρο έτοιμο να το κόψεις φέτες! Αν ήμουν ματαιόδοξος -που δεν είμαι- θα καμάρωνα μόνο και μόνο γι' αυτό, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι την εποχή της νιότης μου η μισή μου ηδονή ήταν ακριβώς αυτά τα βλέμματα, αυτά τα σφυρίγματα, αυτά τα σαν έχιδνας δηλητηριώδη ψιθυρίσματα! Έλαβα έτσι και με το παραπάνω εκδίκηση για όλες τις ταπεινώσεις της παιδικής και της πρώιμης εφηβικής ηλικίας, από τους διάφορους μαλάκες που τους έβλεπα μετά να σκυλιάζουνε και να σιγοβράζουνε στο ζουμί τους. Τέλος πάντων, έχω απομακρυνθεί πια από ματαιότητες τέτοιου είδους.

     Για να είσαι καλός γλύπτης πρέπει να είσαι ταπεινός. Όχι με τους εμπόρους, τους ατζέντηδες, τους χορηγούς, τους γκαλερίστες. Με αυτούς πρέπει να παίζεις το παιχνίδι. Και το παιχνίδι απαιτεί να είσαι χοντρόπετσος, έως και κυνικός. Στους λύκους τα δόντια δείχνεις. Αλλά με το υλικό σου πρέπει να είσαι ταπεινός. Να το εκτιμάς. Να το λατρεύεις. Να το κάνεις να σου μιλήσει. Αν σου μιλήσει, το κέρδισες. Και πάλι όμως με κόπο, με πολύ κόπο, θα σου αποδώσει τα μυστικά του. Μια λάθος κίνηση και χάλασες δια παντός κάτι που θα μπορούσε να υπάρξει. Κι ωστόσο, μερικές φορές οι «λάθος» κινήσεις, μου έχουν δώσει διέξοδο εκεί που δεν το περίμενα. Μερικά από τα καλύτερα έργα μου έχουν γίνει «κατά λάθος».Αλλά αυτό είναι μυστικό, κάτι που το ξέρω εγώ, τα δάχτυλά μου και η σμίλη μου. Κανείς άλλος.
     Εξακολουθώ κι είμαι ευαίσθητος σε ορισμένα πράγματα. Αυτός που μου φώναζε τώρα ήταν ο πατέρας της κοπέλας, το άγαλμα της οποίας επιτέλους είχα τελειώσει. Με ιντριγκάρισε πολύ αυτή η κοπέλα. Δεν την ήξερα. Δεν ζούσε πια όταν ο πατέρας της μου έδωσε την παραγγελία. Μου έδωσε μερικές φωτογραφίες και μου είπε περίπου τι θέλει. Ένα άγαλμα για τον τάφο της. Ίσως να είχε δει κάποτε την «Κοιμωμένη» του Χαλεπά, ξέρω κι εγώ; Ίσως και να ήταν πιο μορφωμένος, πιο ταξιδεμένος, να είχε δει αγάλματα σε κενοτάφια και παρεκκλήσια, σε αρχαία κοιμητήρια... Δεν ξέρω. Ελάχιστα ήξερα όταν ξεκίνησα. Ούτε καν τ' όνομα της οικογένειας, που στη συνέχεια φρόντισαν να με πληροφορήσουν καλοθελητές ότι πρόκειται για κολοσσό της ντόπιας βιομηχανίας. Δεν μου λέει τίποτε αυτό. Στη δουλειά μου οι πελάτες είναι πάντα εύποροι, το λιγότερο. Η γλυπτική είναι ακριβή υπόθεση.
     Ζήτησα περισσότερες τεχνικές πληροφορίες. Να δω το σημείο που θα στηθεί, τις διαστάσεις, το φως, την προοπτική. Με πήγαν ευχαρίστως να δω το μέρος. Παρατήρησα πως ενώ υπήρχε οικογενειακός τάφος, η κοπέλα ήταν θαμμένη σ' ένα ξεχωριστό τάφο και μάλιστα μακριά από τους άλλους. Ξέρω πως κάτι τέτοιο είναι πανάκριβο με τον υπερπληθυσμό, που, αντίθετα με τους ζωντανούς, μαστίζει τα νεκροταφεία της χώρας, Είχαν ήδη πληρώσει πολλά για το μέρος της ταφής κι ήτανε διατεθειμένοι να πληρώσουν κι άλλα. Λευκή επιταγή μου έδινε ο πατέρας. Αρκεί να έφτιαχνα ένα άγαλμα που ν' αποτύπωνε την κόρη του. Ήθελε, λέει, "να της μοιάζει, αλλά και να δείχνει την ψυχή της". Στο σημείο αυτό ο τύπος έσπασε. Δε λύγισε, δεν άλλαξε η φωνή, δεν τρέμισε διόλου. Ωστόσο ένας κρυφός λυγμός μαρτύρησε όλο το θρήνο της ψυχής του. Από τη στιγμή εκείνη αποφάσισα να κάνω ό,τι ήταν δυνατόν για να ικανοποιήσω την επιταγή του. Ήταν πια ένα στοίχημα για μένα. Ν' αποτυπώσω τη ψυχή της.
     Για το σκοπό αυτό ζήτησα κι άλλα στοιχεία, πέρα από τις φωτογραφίες. Πήγα σπίτι τους. Ζήτησα να δω το δωμάτιο που ζούσε, τα βιβλία που διάβαζε, τις μουσικές που προτιμούσε ν' ακούει. Όλα τώρα μ' ενδιέφεραν. Ήθελα ν' αναστήσω το κορίτσι νοερά πριν το αναπαραστήσω στο μάρμαρο. Μάρμαρο μου ζήτησε ο πατέρας. Επιστροφή στα κλασικά! Τέλος πάντων, ήταν κι αυτό μες στη συμφωνία.
     Η μάνα με οδήγησε η ίδια στο δωμάτιο της κόρης. Το είχανε όπως ακριβώς ήταν και πριν, μόνο τακτοποιημένο, όπως μου διευκρίνισε με πικρό χιούμορ. Γύρισα και την κοίταξα. Ήταν όμορφη γυναίκα, στα σαράντα κάτι της, περιποιημένη κι αβρή. Κι ωστόσο... Ήμουν βέβαιος ότι ήταν και κάτι παραπάνω. Το ένστικτό μου δε με γελά εμένα.
 -"Σας έμοιαζε;" τη ρώτησα ξαφνικά. Με κοίταξε εξεταστικά.
 -"Πάρα πολύ" αποφάσισε να μου απαντήσει. "Έτσι έλεγαν", συμπλήρωσε βιαστικά. Τη λοξοκοίταξα. "Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικοί τύποι ανθρώπων", μου εξήγησε. Έγνεψα καταφατικά. Για την ώρα αυτό μου έφτανε. "Ήταν... ήταν τελείως διαφορετική από μας", επανέλαβε. Ξαναγύρισα και την κοίταξα στα μάτια. Περίμενα σιωπηλός τη συνέχεια. Ήξερα τώρα, ότι είχε κι άλλα να μου πει. "Ο πατέρας της θα σας είπε ότι ήταν ένας άγγελος" μου είπε. Δεν έδωσα απολύτως καμία απάντηση. Περίμενα. "Ήταν άγγελος" μου είπε. "αλλά με τρόπο διαφορετικό απ' ό,τι νομίζει εκείνος", συμπλήρωσε.
     Τώρα είχα δυο ερωτήσεις. Μια δύσκολη, όσο κι απλή κι αν ήταν. Δαγκώθηκα, αλλά υπέκυψα στην περιέργειά μου.
 -"Από τι πέθανε;" ρώτησα
 -"Καρδιά", μου απάντησε ξερά και κατάλαβα αμέσως ότι έλεγε ψέμματα. Ο νους μου πήγε στα ναρκωτικά, έιτζ και τέτοια. Τα παιδιά των πλουσίων είναι επιρρεπή σε τέτοια. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει; 
 -"Μπορώ να πάρω κάτι δικό της; Δανεικό φυσικά, για όσο καιρό θα τη δουλεύω. Με βοηθά στην έμπνευση, καταλαβαίνετε..." συμπλήρωσα κατευναστικά.
     Η αρχική της έκπληξη στο αίτημά μου μεταβλήθηκε σταδιακά σε δυσπιστία. Αμφιταλαντεύθηκε μια στιγμή και ύστερα μου αρνήθηκε ευγενικά:
 -"Θα πέθαινε ο πατέρας της αν χανόταν και το παραμικρό εδώ μέσα", απολογήθηκε. "Ωστόσο", συνέχισε, "μπορείτε να κοιτάξετε όσο θέλετε. Η μικρή μας ήταν και λίγο καλλιτέχνις, ξέρετε..."
 -"Σοβαρά;" ενδιαφέρθηκα αμέσως. "Σε ποιό τομέα";
 -"Α, διάφορα. Ζωγραφική, θέατρο, έγραφε κιόλας... Λίγο απ' όλα".
     Τώρα είχε κεντριστεί στ' αλήθεια το ενδιαφέρον μου.
 -"Πόσων χρονών ήταν... όταν..."
 -"Δεκάξι στα δεκαεπτά".
     Σιωπή.
 -"Θα μπορούσα να δω τα σχέδιά της";
     Σαν ομότεχνος, έστω κι υποτυπωδώς -γιατί σιγά τώρα, τι μπορούσαν να πούνε τα ορνιθοσκαλίσματα μιας καθώς πρέπει κόρης!- θέλησα να ρίξω μια ματιά, κάτι θα καταλάβαινα, πίστευα.
 -"Κοιτάξτε ό,τι θέλετε και για όσο καιρό θέλετε", μου απάντησε. "Πάω να πω να σας στείλουνε κάτι να φάτε" και μ' αυτά τα λόγια με άφησε μόνο, η άψογη οικοδέσποινα. Κι έτσι άρχισε για μένα, η αναζήτηση της κρυφής ζωής της Αμαρυλλίδας.

     Αμαρυλλίς ήταν το πρώτο από τα τρία ονόματα με τα οποία την είχαν βαφτίσει. Τη φωνάζανε Λήδα. Είδα τα σχέδιά της, από τριών ετών, τα είχαν όλα τακτοποιημένα μ' ευλάβεια σε φακέλους κι άλμπουμ κατά χρονολογική σειρά, ακόμα και κείνα που κανονικά υποψιάζομαι ότι το παιδί πρώτα κι η έφηβη μετά, θα πετούσε απερίσκεπτα στο καλάθι των αχρήστων. Οφείλω να ομολογήσω ότι μου άρεσαν. Το παιδί είχε μάτι και χεράκι. Χαμογέλασα κι ευχήθηκα να μπορούσα να έλεγα το ίδιο για το μουρόχαβλο ανεψιό μου που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το ποδόσφαιρο. Εγώ δεν έχω παιδιά και συνήθως δεν μετανιώνω γι' αυτό, αλλά μερικές φορές όπως τις στιγμές που ξεφύλλιζα ολάκερη τη ζωή της Λήδας μπρος στα μάτια μου, κάτι με δάγκωνε ελαφρά. Μου άρεσε αυτή η μικρή. Τα ποιήματά της μου φάνηκαν αδιάφορα, αλλά μήπως σκαμπάζω από λογοτεχνία; Εμένα άλλη είναι η τέχνη μου.
     Παρατήρησα  ότι καθώς μεγάλωνε άλλαζε η μορφή στα έργα της. Το χέρι ήτανε πιο σίγουρο, με μια μονοκοντυλιά έδινε τη βασική γραμμή και μετά δούλευε πολύ ορισμένες λεπτομέρειες. Κάποια στιγμή άλλαξαν δραματικά. Αν μπορούσα να δώσω ένα επίθετο θα χαρακτήριζα πλέον τη δουλειά της σκοτεινή. Αναρωτήθηκα τι να συνέβη. Σύμφωνα με τις χρονολογίες η Λήδα θα ήταν τότε δώδεκα με δεκατριών ετών. Παρόλο που έχω τη φήμη κυνικού και χοντρόπετσου, αυτό δε με άφησε ανεπηρέαστο. Με τρόπο αποφάσισα να ρωτήσω την υπηρέτρια που ήρθε με το δίσκο του φαγητού στο χέρι.
 -"Αχ, κύριε, τότε χάσαμε την αδερφή της κυρίας σε δυστύχημα" μου είπε αναστενάζοντας με θλίψη. Σε ερώτησή μου, επιβεβαίωσε πως η Λήδα ήτανε πολύ συνδεδεμένη μαζί της, την αγαπούσε πολύ. Επίσης της ξέφυγε μάλλον, -γιατί δεν φαινόταν ιδιαίτερα κουτσομπόλα η γυναίκα αλλά εγώ είμαι διάολος άμα θέλω να κάνω τον κόσμο να μιλήσει-, ότι το ζεύγος εκείνη την περίοδο είχε χωρίσει σχεδόν κι ότι ζούσανε χωριστά, με τα παιδιά να πηγαινοέρχονται από σπίτι σε σπίτι.
 -"Ώστε υπάρχουν κι άλλα παιδιά;" ρώτησα.
 -"Μάλιστα κύριε, δυο αγόρια, ζωή να 'χουν. Μικρότερα", μου διευκρίνισε. Στη συνέχεια έμαθα πως τα δίδυμα -γιατί δίδυμα ήταν- γεννηθήκανε κατά τη διάρκεια της διάστασης του ζεύγους κι ότι η γέννησή τους συνέβαλε στην επανασύνδεσή του. Ώστε λοιπόν, σκέφθηκα, η μικρή μας Λήδα έχασε και την αποκλειστικότητα μαζί με τη θεία που λάτρευε και ταρακουνήθηκε πολύ.
 -"'Αγγελος ήταν το πουλάκι μου, άγγελος!" ξέσπασε σε δάκρυα η καλή γυναίκα, μιλώντας για τη Λήδα.
    'Αγγελος, αλλά τα σκίτσα της άρχιζαν και γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά, όλο και περισσότεροι δαίμονες έκαναν την εμφάνισή τους: περίεργα πλάσματα, τερατώδη, με μάτια που έμοιαζαν άλλοτε παγωμένα κι άλλοτε απίστευτα θλιμμένα. Όμως υπήρχαν και σκωπτικά σκίτσα, σαν παραμορφωτικές γελοιογραφίες κι άλλα που απέπνεαν ένα ντελικάτο αισθησιασμό. Αναρωτήθηκα αίφνης αν η μικρή είχε γνωρίσει τον έρωτα και πώς. Θα ήθελα να γνώριζα περισσότερα για τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Οι μόνες εμπειρίες που έχω είναι με εργάτριες στα δεκαπέντε, ακόμα και μια δεκατριάρα είχα, αλλά αυτή θύμιζε τόσο πολύ γυναίκα που με τίποτα δεν μπορώ να την θεωρήσω παιδί. Αυτό το πλάσμα όμως ήτανε και παιδί και σχεδόν γυναίκα, όμορφη νεάνιδα, αν έκρινα από τις φωτογραφίες.
     Τότε είδα τα σιντί. Ήτανε δίπλα στον υπολογιστή. Αχ και να 'χα τις γνώσεις του Βασίλη! Φιλαράκι μου, ΑΜΕΑ, όπως ευφημιστικά αποκαλούν τώρα τους ανάπηρους, αλλά τζιμάνι στα ηλεκτρονικά. Δε δίστασα πολύ. Χούφτωσα μερικά δισκάκια και τα 'βαλα στην τσέπη του μπουφάν μου. Ευτυχώς είναι μεγάλες κι όπως είμαι χαχόλος -πράγμα που συγχωρείται σε καλλιτέχνες όπως εγώ- κανείς δεν με πήρε είδηση.
     Το ίδιο βράδυ πήγα στου Βασίλη. Του είπα όσα ήξερα κι ευχαρίστως θέλησε να βοηθήσει. Η ζωή του είναι η δουλειά του κι η πρόσβασή του στο ίντερνετ. Έχει αλληλογραφία μ' ένα σωρό κόσμο, κυρίως θηλυκά και μερικές φορές παίζουμε μαζί στα chatrooms. Παίζαμε δηλαδή, γιατί εγώ βαρέθηκα κάποια στιγμή. Προτιμώ να πιάνω στα χέρια μου το γυναικείο κορμί και να το κάνω να στενάζει. Κι είμαι στην τέχνη αυτή τόσο καλός όσο και στη γλυπτική, τολμώ να πω. Τα δάχτυλά μου ξέρουν να κάνουν την πέτρα να μιλά και τη γυναίκα να πάλλεται ολόκληρη. Αυτό, το ξέρω εγώ κι όσες πέρασαν από τα χέρια μου. Δε συνηθίζω να κομπορρημονώ, αλλά είναι κάτι που με γεμίζει κρυφά αγαλλίαση και περηφάνεια. Ο Βασίλης όμως ο καημένος δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Εδώ που τα λέμε αναρωτιέμαι αν έχει πάει ποτέ με γυναίκα πλην των επί πληρωμή. Κι έτσι ξεσπά με το δίκιο του στον κόσμο του διαδικτύου.
     Τα σιντί ήταν αποκάλυψη. Η μικρή είχε μεγάλη άνεση στο διαδίκτυο, όπως αποκαλύφθηκε. Logs, φωτογραφίες, κείμενα, μαρτυρούσανε πλούσια δράση. Αναρωτιόμουν πότε προλάβαινε να διαβάζει τα μαθήματά της. Εδώ ο ανεψιός μου ένα βίτσιο έχει, το ποδόσφαιρο, κι η έρμη η αδερφή μου τον κυνηγάει για να διαβάσει. Όμως η Λήδα ήταν καλή στα μαθήματα, όπως μου είχε πει η υπηρέτρια. Αλλά και πάλι, σχολεία για πλούσιους, πφ! Αγορασμένα τα 'χουνε τα πτυχία!
     Παράλληλα είδαμε και κείμενα της μικρής, άλλα παρμένα από δω κι από κει κι άλλα δικά της. Σκέψεις, ημερολόγια, τρία αρχινισμένα μυθιστορήματα (μωρέ μπράβο!) αλλά δυστυχώς τα περισσότερα στ' αγγλικά. Ξέρω κάτι αγγλικούλια, μπορώ άνετα και συνεννοούμαι και στα οικονομικά έχω μάθει ό,τι μου χρειάζεται μια που συχνά συνεργάζομαι με το εξωτερικό, αλλά τα 'μαθα σχεδόν στο πόδι. Δεν υπήρχανε λεφτά για φροντιστήρια όταν ήμουν μικρός. Ο Βασίλης πάλι ξέρει περισσότερα, αλλά δεν καταλάβαινε και πολλά από τα κείμενα. Μου είπε πως στη πλειοψηφία τους ήταν γραμμένα σε ιδιόλεκτο που χρησιμοποιούν οι νέοι, που επίτηδες σνομπάρουν τα καλά αγγλικά.
 -"Α, ρε Βασίλη", τον πείραξα, "οι πιτσιρίκες δεν συμπεριλαμβάνονται στο target group σου";
 -"Α στο διάλο, ρε μαλάκα!" με στόλισε αμέσως θιγμένος. "Εγώ ρε; Μόνο να σου δείξω το τελευταίο μου μωρό και να δούμε τι θα πεις!
 -"Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, σε πιστεύω. Μπορείς τώρα να μου κάνεις μια μετάφρα ή κωλύεσαι;» του είπα γελώντας.
     Εκείνος όμως το πήρε σοβαρά και στρώθηκε στη δουλειά. Έτσι, τρεις μέρες αργότερα με κάλεσε επειγόντως.
 -"Έχω νέα για τη Λήδα", μου είπε.
     Εκείνες τις μέρες ό,τι αφορούσε τη Λήδα αφορούσε κι εμένα. Κι έτσι ξαναπήγα σπίτι του... και ξαναπήγα... και ξαναπήγα. Εντωμεταξύ είχαμε κάνει αντίγραφα από τα σιντί και του είχα φέρει κι άλλα που είχα σουφρώσει. Διότι τώρα ήμουνα τακτικός στο σπίτι της, με το πρόσχημα πως ήθελα να μελετήσω τη φυσιογνωμία της, βλέποντας οικογενειακά βίντεο διακοπών κι ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Στην πραγματικότητα όμως ήθελα να γνωρίσω το χαρακτήρα της, την ψυχή της. Την ψυχή της δεν μου είχε παραγγείλει ο πατέρας της να αποτυπώσω; Ε, για μένα αυτό είχε γίνει κάτι παραπάνω από στοίχημα. Είχε γίνει εμμονή.
    
Εκ των υστέρων αναρωτιέμαι μήπως δεν ήταν και τόσο... ηθικό ας πούμε, αυτό που έκανα. Να βουτάω εννοώ, έτσι αδιάντροπα στα μυστικά ενός δεκαεφτάχρονου κοριτσιού. Υπάρχει και κάτι που λέγεται προσωπικά δεδομένα. Τότε όμως δεν το σκεφτόμουν. Καθόλου μάλιστα. Με το Βασίλη παίζαμε τους ντετέκτιβς και το παιχνίδι μας είχε συνεπάρει. Σύντομα είχαμε καταφέρει να καταλαβαίνουμε τα ιδιότυπα αλλά και κάπως αφελή αγγλικά που χρησιμοποιούσε για να συνεννοείται με τους φίλους και συνομιλητές της στα διάφορα fora και chatrooms αλλά και να εκφράζεται στα γραπτά της. Έβγαζε μιαν ευαισθησία και μια φαντασία αυτό το κορίτσι, αλλά και μια μυστικοπάθεια. Ούτε λίγο ούτε πολύ είχε εφεύρει από μόνη της πέντε διαφορετικούς κώδικες. Αξιοσημείωτο! Όμως ο Βασίλης ήταν μανούλα στα σταυρόλεξα κι επιπλέον είχε καταφέρει κάποτε που ακόμα ήταν εν χρήσει τα μαρκόνια, μέσω ενός ειδικού προγράμματος να σπουδάσει ασυρματιστής. Έτσι το σπάσιμο των κωδίκων της μικρής ήτανε παιχνιδάκι για το φίλο μου, αν κι έβλεπα πως όσο πιο πολύ τον δυσκολεύανε, τόσο πιο πολύ ευχαριστιότανε τη λύση τους.
     Μακρηγορώ αφενός για να ξαναθυμηθώ αυτή την καλή εποχή, όταν άρχιζα να γνωρίζω αυτό το παιδί, ν' αγαπώ και να συμπονώ αυτό τον νέο άνθρωπο. Αλλά και γιατί παράλληλα άρχιζα σχεδόν να την ερωτεύομαι μ' έναν παράξενο τρόπο. Ο Βασίλης ήταν ήδη συνεπαρμένος, αλλά για ένα στερημένο πλάσμα όπως αυτός, είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Εγώ είπαμε, ήμουν ο κυνικός της παρέας. Γελούσα και κορόιδευα. Ώσπου το πράγμα δεν ήταν πια αστείο. Τα γραπτά της μικρής γίνονταν πιο δραματικά μέρα τη μέρα. Στην αρχή ερωτεύθηκε κάποιον. Δηλαδή, ερωτευόταν κάθε δίμηνο κι άλλον. Συμμαθητή, φίλο φίλης, ηθοποιό, τραγουδιστή ακόμα κι ήρωα του αγαπημένου της manga, ένα είδος γιαπωνέζικου cartoon. Φυσιολογικά πράματα δηλαδή. Ώσπου τα πράγματα γίνανε σοβαρά. Αυτή τη φορά ήταν ένας καθηγητής της των αγγλικών.
     Από δω και πέρα δε μπορώ να εκφραστώ με ηπιότητα. Με λένε αγροίκο κι είναι αλήθεια, αλλά αυτά δεν τα σηκώνω. Ο τύπος ήτανε ψυχάκιας. Έμπασε το παιδί  παράλληλα με τον έρωτα στα ελαφρά ναρκωτικά. Εντάξει, τσιγαριλίκια έχω κάνει κι εγώ στην πολυτάραχη ζωή μου, τίποτα σημαντικό θα μου πεις. Αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Η μικρή τώρα εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά απ' αυτόν. Κι αυτός, το δήθεν εκλεπτυσμένο κτήνος, την έμπαζε όλο και περισσότερο σε παιχνίδια εξουσίας. Μα την αλήθεια, αν τον είχα μπροστά μου θα του ξερίζωνα τ' αρχίδια και θα τα πέταγα στα σκυλιά. Αυτά τα τέρατα δεν θέλουν λύπηση. Θα μου πεις, κι εσύ με τις εργατριούλες δεν έκανες λίγα. Ναι. Αλλά αυτές ήταν γυναίκες. Και στο κάτω-κάτω τις τρυγούσα και με τρυγούσανε. Τίμια συναλλαγή. Και ποτέ δεν θέλησα να καβαλικέψω το νου τους. Κι όποτε το θέλησα αυτό ήταν πάντα με τη συναίνεση της γυναίκας. Καμιά γυναίκα δεν σου δίνεται πατόκορφα, νου, σώμα και ψυχή, αν δεν το θελήσει η ίδια. 'Αλλο αυτό κι άλλο να παρασέρνεις ενα αθώο παιδί, ένα παιδί τόσο όμορφο στην ψυχή και το σώμα, ένα ευαίσθητο λουλουδάκι με σκοπό την εκμετάλλευση. Ειλικρινά μιλώ, αν καταλάβαινα μέσα από τα γραπτά της Λήδας ότι την είχε αγαπήσει θα τον είχα συγχωρέσει. Στο κάτω-κάτω άντρας είμαι κι εγώ, θα καταλάβαινα τον πειρασμό, παρόλο που επαναστατώ. Δεν μου αρέσουν οι παιδεραστές, είναι τα χειρότερα αποβράσματα. Μα όχι! Δεν την είχε αγαπήσει το κτήνος, εκμεταλλεύτηκε την άσπιλη ψυχούλα της και την έκανε να τη χάσει. Μόνο να βλέπατε πώς σφάδαζε το καημένο!
     Αχ, πόσο ευχαριστημένος είμαι που δεν έχω παιδιά! Πού ήταν αυτοί οι γονείς, αναρωτιέμαι, όταν το παιδί τους σερνότανε στα πόδια αυτού του τέρατος που χαιρόταν να το βασανίζει! Με το Βασίλη είχαμε μείνει άλαλοι... Κάποια στιγμή ψέλισε:
 -"Πώς κάνεις έτσι; Έχεις χλομιάσει"!
     Κοίταξα τα δάχτυλά μου, που είχανε τόσο σφιχτεί γύρω από το ποτήρι με το ουίσκι, που είχαν ασπρίσει οι κόμποι.
 -"Πάω να πάρω αέρα", δήλωσα κι έφυγα. Δεν μπορούσα άλλο.
     Τα βήματά μου με φέρανε στον τάφο της. Έκατσα εκεί μέχρι που πήρε να βραδιάζει και με διώξανε. Δεν ήξερα ακόμα από τι πέθανε και δεν ήθελα πια να μάθω. Αλλά με βασάνιζε αυτό που ήδη γνώριζα. Το βράδυ μπήκα σ' ένα μπαρ κι έγινα στουπί. Στη συνέχεια με κάποιον τρόπο πήγα σπίτι μου, μη με ρωτήσετε πώς, δε θυμάμαι. Την άλλη μέρα άρχισα να δουλεύω την πέτρα. Έκλεισα τα πάντα, κινητά, σταθερά κι αφοσιώθηκα. Ήθελα όχι μόνο ν' αποτυπώσω την ψυχή της. Ήθελα, αν είναι δυνατόν, να τη σώσω. Να τη δικαιώσω. Ήθελα να δείξω αυτά που οι άλλοι δεν ήξεραν. Κι εγώ δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να δείξω. Ήξερα όμως τι ήθελα να κάνω. Τα δάχτυλά μου ήξεραν. Δούλευαν μόνα τους και δούλευαν ακούραστα. 'Αφησα στην άκρη παλιά προσχέδια και προπλάσματα και ξεκίνησα ένα νέο, που το δούλευα ασταμάτητα. Σχεδόν δεν έτρωγα και δεν κοιμόμουνα παρά ελάχιστα, ίσα να έχω τη δύναμη να συνεχίσω. Δε λέω, το έχω ξανακάνει. Όταν δίνομαι σ' ένα έργο φίλοι και γνωστοί με χάνουν. Ούτε γυναίκα σχεδόν δεν με ξεσέρνει από τη δουλειά μου, τόσο κολλημένος είμαι. Όμως δεν μου έχει ξανατύχει με τέτοιαν ένταση. Με αυτό το ρυθμό το έργο είχε τελειώσει πολύ πριν τη συμφωνημένη προθεσμία. Έκατσα δυο μέρες να το κοιτώ. Δεν ήθελε διορθώσεις, απλά δεν ήθελα να το αποχωριστώ όσο ήταν μόνο δικό μου...
     Την τρίτη μέρα ξυρίστηκα, πλύθηκα και κάλεσα τον πατέρα της. Το αποτέλεσμα ήταν να μου βάλει τις φωνές:
 -"Βρε άθλιε, πανάθλιε, γλύπτη της κακιάς ώρας! Σου ζήτησα να φτιάξεις το άγαλμα της κόρης μου κι εσύ; Εσύ τη σκότωσες μωρέ, άλλη μια φορά τη σκότωσες"!
     Κι εγώ, κοτζάμ μαγκλάρας, με χούφτες που σπάνε τσιμεντόλιθους, καθόμουν εκεί ασάλευτος και τον άφηνα να φωνάζει. Και δεν είπα λέξη.
     Το τηλέφωνο χτυπούσε όλη την ώρα, σταθερό και τα δυο κινητά μου. Τ' αποσύνδεσα όλα χωρίς να απαντήσω. Αισθανόμουν άδειος. Δεν είμαι άνθρωπος που εκφράζει τα συναισθήματά του παρά μόνο πρωτόγονα. Ε... και με τα γλυπτά μου επίσης, αλλά αυτό έμμεσα. Ήμουνα τόσο άδειος  που δεν είχα πια αισθήματα. Δεν μ' ένοιαζε ή απλά δεν μπορούσα να νιώσω. Είχα κι ένα μήνα σχεδόν να κοιμηθώ κανονικά. Και τώρα το μόνο που γύρευα ήταν ύπνος.
     Ωστόσο την άλλη μέρα αργά το μεσημεράκι χτυπούσε επίμονα το κουδούνι μου. Τόσο επίμονα που δεν γινόταν να το αγνοήσω. Πήγα έτσι όπως ήμουν, άντυτος, ξυπόλητος κι αναμαλλιασμένος κι άνοιξα την πόρτα του ατελιέ. Μπροστά μου στεκόταν η μητέρα της Λήδας.
 -"Σας τηλεφώνησα χθες άπειρες φορές μα δεν το σηκώνατε", μου είπε χωρίς να μπει.
 -"Περάστε", της είπα άκεφα και σύρθηκα στην κουζίνα για καφέ.
     Με ακολούθησε, αλλά καταλάβαινα ότι άλλο έψαχνε. Σιωπηλά την οδήγησα στο άγαλμα της Λήδας κι αφαίρεσα το σεντόνι που το σκέπαζε. Το είχα σκεπάσει τρυφερά όταν έφυγε μαινόμενος ο πατέρας της. Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που είχε περιοριστεί μόνο σε φωνές. Δεν ξέρω τι ήμουν ικανός να κάνω αν μου την άγγιζε.
Η κυρία Χ. έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Στράφηκα και την κοίταξα. Ήταν όλο μάτια. Τα μάτια της Λήδας, συνειδητοποίησα ξαφνικά. Μόνο που της μικρής ήταν ανοιχτά κι άδολα στις φωτογραφίες. Αυτής εδώ ήταν συνήθως συγκρατημένα, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό. Συγκρατημένη ήταν ολόκληρη. Όχι όμως τώρα. Τα μάτια της δεν ξεκολλούσαν από το άγαλμα και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα. Έτρεμε.
 -"Πώς;" με ρώτησε όταν μπόρεσε να γυρίσει να με κοιτάξει. "Πώς μπορέσατε";
     Ξαφνικά φούντωσα. Χθες με το ξέσπασμα του πατέρα δεν είπα λέξη, όχι όμως να μου κάνει κριτική αυτό το ξιπασμένο, καλλιεργημένο, τυποδεμένο γύναιο!
 -"Ακούστε..." άρχισα ξερά, μα δεν με άκουσε.
 -"Πώς μπορέσατε;" ρώτησε πάλι. "Είναι... Είναι εκπληκτικό! Πώς τα καταφέρατε να πιάσετε... να δείξετε την ψυχή της";
     Έμεινα άφωνος, με το στόμα ανοιχτό στην αρχινισμένη φράση.
 -"Πιστεύετε ότι το κατάφερα;" ρώτησα
 -"Ναι"!
     Σιωπή.
 -"Ακούστε", μου είπε. "Αν συμφωνείτε, κάντε ένα άλλο άγαλμα. Ξέρω πως μπορείτε. Αποδείξατε το ταλέντο σας και με το παραπάνω. Όχι για μένα" με πρόλαβε, πάνω που ήμουν έτοιμος να διαμαρτυρηθώ, "γ
ια τον πατέρα της. Σας παρακαλώ, μην του χαλάσετε την εικόνα της. Γι' αυτή ζει. Μακάρι να μας περισσέψει λίγη προσοχή για τα μικρά..." ψιθύρισε με πόνο. Κατάλαβα ότι αναφερόταν στα δίδυμα αγοράκια. Δεν έφταιγαν σε τίποτα να πληρώνουν τον πόνο της απώλειας μιας αδερφής που καλά-καλά δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν. "Θα σας πληρώσω όσα ζητήσετε... θα πληρώσω από τον προσωπικό μου λογαριασμό-"
     Έκανα μια κίνηση με το χέρι και την έκοψα. Στη συνέχεια την οδήγησα στ' άλλα μου προπλάσματα. Της έδειξα τ' αρχικά μου σχέδια. Τα εξέτασε κι ένευσε καταφατικά. Συμφωνήσαμε για κάποιο απ' αυτά μ' επιφύλαξη για ορισμένες μικροδιαφορές.
 -"Περιττό! Σας έχω εμπιστοσύνη", μου είπε.
     Κοντοσταθήκαμε.
 -"Τι θα γίνει με το άλλο άγαλμα;" ρώτησα, αν κι είχα σχεδόν αποφασίσει.
     Με κοίταξε στα μάτια.
 -"Θα σας πληρώσω και γι' αυτό, μόνο ζητώ την εχεμύθειά σας. Δεν θα ήθελα να το μάθει ο σύζυγός μου". Κοντοστάθηκε λόγο ακόμα και συνέχισε: "Αν... αν τελευτήσει πριν από μένα θα ήθελα να στήσουμε το άγαλμα κάτω από το παράθυρό της" με παρακάλεσε. Τα μάτια της ήταν υγρά. Τα μάτια της Λήδας... Αχ!
 -"Σύμφωνοι, μα ως τότε";
 -"Ως τότε, χάρη σας το ζητώ, κρατήστε το εσείς". Σιώπησε για λίγο. "Ξέρω πως την αγαπήσατε και σίγουρα αγαπάτε και το έργο σας. Ξέρω πως είναι κρίμα να μένει κρυμμένο ένα τέτοιο αριστούργημα-"
(Εδώ έκανα μια αρνητική κίνηση με το χέρι μου, μπορεί να είμαι περήφανος για κάποια από τα έργα μου αλλά σεμνύνομαι άμα μου το λένε κατάφατσα) 
 "-όχι, ξέρω τι λέω", επέμενε. "Αλλά σας παρακαλώ. Για χάρη της Λήδας..." Ξαφνικά αυτή η ατσαλάκωτη κυρία του καλού κόσμου ξέσπασε σε λυγμούς. Σε λυγμούς που αμφιβάλω αν είχε στην κηδεία της ίδιας της της κόρης. Την πήρα τρυφερά στην αγκαλιά μου και της χτυπούσα απαλά την πλάτη. Έκλαψε με τη ψυχή της και τη σεβάστηκα. Στο τέλος της έδωσα αδέξια μια πετσέτα όλο λίγδες που έχω για να σκουπίζω τις τέμπερες. Έβαλε τα γέλια μέσα από τα δάκριά της. 'Ανοιξε το κομψό τσαντάκι της κι έβγαλε ένα μαντιλάκι τόσο δα, -δεν ήξερα πως ακόμα υπάρχουν μαντιλάκια για κυρίες τη σήμερον ημέρα.
     Ύστερα  αποχαιρετιστήκαμε κι έφυγε.
     Γύρισα σιωπηλός στο ατελιέ και κοίταξα άλλη μια φορά το έργο μου. Την Ψυχή της Λήδας. Αναρωτήθηκα πώς θα το ονόμαζα. «Ψυχή», «Λήδα», ή «Η Ψυχή της Λήδας»; Αν το ονόμαζα μόνο «Ψυχή» θα με ρωτούσαν εύλογα "Κι ο Έρως πού είναι;"
     Χαμογέλασα. Αν δεν μπορούσαν να δούνε τον έρωτα, θα 'ταν ανάξιοι να βλέπουνε το γλυπτό μου.
     Ύστερα, έπιασα τη σμίλη και ξαναστρώθηκα στη δουλειά...
 
                                                          25 Φλεβάρη 2007

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers