ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Márquez Gabriel José García: Ëáôßíïò ÔéôÜíáò Ìïíáäéêüò



                                           Βιογραφικü

    
Ο ΓκαμπριÝλ Γκαρσßα ΜÜρκες γεννÞθηκε στις 6 ΜÜρτη 1928 στην ΑρακατÜκα, Ýνα παραλιακü χωριü της Κολομβßας, χωριü της μπανÜνας στη ΚαραúβικÞ. Γιος του τηλεγραφητÞ ΓκαμπριÝλ Ελßχιο Γκαρσßα Μαρτßνες και της Λουßσα ΣαντιÜγα ΜÜρκες ΙγουαρÜν, ο μικρüς "Γκαμπßτο" -üπως τον Ýλεγαν οι δικοß του- μεγÜλωσε με τον παπποý του, συνταγματÜρχη ΝικολÜς ΡικÜρντο ΜÜρκες Μεχßα και τη γιαγιÜ του Τρανκιλßνα ΙγουαρÜν Κüτες -απü τη πλευρÜ της μητÝρας του- ως τα 10 του χρüνια ακοýγοντας τις ιστορßες της γιαγιÜς του για φαντÜσματα και τις ατÝλειωτες διηγÞσεις του παπποý του για τους εμφýλιους πολÝμους, ιστορßες που αποτελοýν το υλικü των μετÝπειτα μυθιστορημÜτων του.
     Τον πατÝρα του τον γνþρισε για πρþτη φορÜ στα 7 και δε μπüρεσε ποτÝ να κερδßσει στη καρδιÜ του «ΓκÜμπο» τη θÝση που του Üξιζε. ΑυτÞ τη θÝση την εßχε καταλÜβει για πÜντα ο παπποýς:

  "Ο παπποýς Þταν η πιο σημαντικÞ μορφÞ στη ζωÞ μου. Απü τüτε που πÝθανε δεν μου Ýχει συμβεß τßποτε το ενδιαφÝρον κι ως και σÞμερα οι χαρÝς της ζωÞς μÝνουν ανολοκλÞρωτες απλþς και μüνο επειδÞ δεν τις ξÝρει ο παπποýς".

     Στα παιδικÜ του χρüνια τßποτε δεν προμÞνυε την εξÝλιξÞ του σ' Ýναν απü τους μεγαλýτερους λογοτÝχνες του πλανÞτη, εκτüς ßσως απü το γεγονüς üτι Ýλεγε ψÝματα διασκευÜζοντας συνεχþς τις ιστορßες που Üκουγε στο σπßτι. ¹θελε να μεγαλþσει και να γßνει ντετÝκτιβ σαν τον Ντικ ΤρÝισι. Εμαθε να διαβÜζει στα 8 κι επειδÞ κεßνη την εποχÞ η οικογÝνειÜ του αντιμετþπιζε οικονομικÜ προβλÞματα κι ο ßδιος τα κατÜφερνε εξαιρετικÜ στο σχÝδιο, κÝρδισε τα πρþτα λεφτÜ στα 11 ζωγραφßζοντας επιγραφÝς για τον ιδιοκτÞτη ενüς γειτονικοý καταστÞματος.
     Τελειþνει το σχολεßο στη ΣιπακιρÜ και το 1947 μπαßνει στο ΠανεπιστÞμιο της ΜπογκοτÜ για να σπουδÜσει ΝομικÜ και ΠολιτικÝς ΕπιστÞμες. Τον ßδιο χρüνο η εφημερßδα Ελ Εσπεκταδüρ δημοσßευσε το πρþτο διÞγημÜ του με τßτλο "Η Τρßτη Παραßτηση". Τον επüμενο χρüνο η Κολομβßα εßναι καζÜνι που βρÜζει κι οι πολιτικÝς ταραχÝς τον αναγκÜζουν να μετακομßσει στο ΠανεπιστÞμιο της ΚαρθαγÝνης. ΠαρÜλληλα Üρχισε να γρÜφει και τις πρþτες ιστορßες του. Εκεß Üρχισε να εργÜζεται ως δημοσιογρÜφος στην εφημερßδα Ελ ΟυνιβερσÜλ.
     Το ταξßδι που Ýκανε με τη μητÝρα του το 1952 για να πουλÞσουν το σπßτι της ΑρακατÜκα τον Ýκανε να αναθεωρÞσει αυτÜ που Þδη εßχε γρÜψει και ν' αρχßσει απü την αρχÞ. Χρειαζüταν üμως να εξασφαλßσει και την επιβßωσÞ του κι Ýτσι συνεργÜζεται με διÜφορες εφημερßδες και περιοδικÜ σ' Ευρþπη κι ΗΠΑ, ως δημοσιογρÜφος. Το 1954 εγκαθßσταται στη ΜπογκοτÜ, üπου κερδßζει βραβεßο για το Ýργο του "Μια ΜÝρα ΜετÜ Το ΣÜββατο", και δημοσιεýει τα "ΝεκρÜ Φýλλα", τα "Ανεμοσκορπßσματα" και λßγον αργüτερα τη "ΚακιÜ ¿ρα" κι "Η Κηδεßα της ΜεγÜλης ΜÜμα".
     Το 1955 τον στÝλνει στην Ευρþπη η εφημερßδα του, που τη κλεßνει αμÝσως μετÜ η κολομβιανÞ κυβÝρνηση κι Ýτσι περνÜ τα επüμενα 3 χρüνια κει, üπου βλÝπει Ýνα διαφορετικü τρüπο ζωÞς. Το 1958 παντρεýεται τη φαρμακοποιü ΜερσÝδες ΜπÜρτσα ΠÜρδο, με την οποßα απÝκτησε 2 γιους και δημοσιεýει στο περιοδικü Mito το μυθιστüρημÜ του "Ο ΣυνταγματÜρχης Δεν ¸χει ΚανÝνα Να Του ΓρÜψει".
     Με την αρχÞ της κουβανÝζικης επανÜστασης, το 1959, που χαιρετßστηκε θερμÜ απü τη λατινοαμερικανικÞ ιντελιγκÝντσια, φεýγει για να εργαστεß στην ΑβÜνα κι επιστρÝφει ξανÜ στη Κολομβßα το 1961. Την ßδια χρονιÜ εγκαθßσταται με την οικογÝνειÜ του στο Μεξικü, üπου εργÜζεται ως δημοσιογρÜφος και σεναριογρÜφος. Το 1965, με το σαρÜκι τüσων ιστοριþν και προσþπων να τον τρþει, αρχßζει να βÜζει στη σειρÜ τις αναμνÞσεις του για να γεννηθεß 14 μÞνες αργüτερα το αριστοýργημÜ του "Εκατü Χρüνια ΜοναξιÜ". Στους μÞνες που χρειαστÞκανε για να τ' ολοκληρþσει, η οικογÝνεια ΜÜρκες πÝρασε στιγμÝς απüλυτης φτþχειας, βγÜζοντας στο σφυρß σχεδüν τα πÜντα, μεταξý των οποßων το αυτοκßνητο κι αρκετÜ κοσμÞματα της ΜερσÝδες. Για να μπορÝσουν να στεßλουνε τα χειρüγραφα στον αργεντινü εκδüτη βÜλαν ενÝχυρο για 50 πÝσος το πιστολÜκι για τα μαλλιÜ, το μπλÝντερ και το φορητü καλοριφÝρ τους. Το Ýργο-ποταμüς εκδüθηκε τελικÜ κι Üλλαξε σε μια νýχτα τη ζωÞ του τοποθετþντας τον επικεφαλÞς του λατινοαμερικανικοý μυθιστορÞματος και κÜνοντας τους κριτικοýς να γρÜψουν:
   "Ο ΜÜρκες Ýγραψε τον Μüμπι Ντικ της λατινοαμερικανικÞς λογοτεχνßας".
     Το Þδη φανατικü ανÜ τον κüσμο κοινü του αυξÞθηκε καθιστþντας τον Ýναν απü τους πιο πολυδιαβασμÝνους λογοτÝχνες της γης και το ΝομπÝλ Λογοτεχνßας το 1982 του 'δωσε μιαν επßσημη θÝση στο πÜνθεον των αθανÜτων. Στο τερÜστιο Ýργο του, συμπεριλαμβÜνονται επßσης και τα μυθιστορÞματα: "Το Φθινüπωρο Του ΠατριÜρχη", "Χρονικüν Ενüς ΠροαναγγελθÝντος ΘανÜτου", "Ο Ερωτας Στα Χρüνια Της ΧολÝρας" "Δþδεκα ΔιηγÞματα Περιπλανþμενα", "Περß Ερωτος Κι 'Αλλων Δαιμονßων","Ο Στρατηγüς Μες Στο Λαβýρινθü Του", "Οι ΘλιμμÝνες ΠουτÜνες Της ΖωÞς Μου" κ.Ü. Επßσης, Ýχει γρÜψει Üρθρα σε περιοδικÜ, βιβλßα με διηγÞματα και κινηματογραφικÜ σενÜρια.
     Τελευταßα αγωνßζεται ενÜντια σε μια βαριÜ μορφÞ καρκßνου λεμφαδÝνων κι Ýχει αποσυρθεß στη πατρßδα του. Πρüσφατα κυκλοφüρησε το πρþτο μÝρος της αυτοβιογραφßας του με τßτλο: "Ζω Για Να Τη Διηγοýμα
ι".
     ΠÝθανε στις 17 Απρßλη 2014, σε ηλικßα 87 ετþν, στη Πüλη Του ΜÝξικο üπου εßχε εγκατασταθεß απü το 1961.

-------------------------------------------------------------------------------------------

                                  ΝοικιÜζονται ¼νειρα

     Στις εννιÜ η þρα το πρωß, εκεß που παßρναμε το πρωινü μας στη βερÜντα του ξενοδοχεßου ΡιβιÝρα στην ΑβÜνα, Ýνα τρομακτικü κýμα εμφανßστηκε στα καλÜ καθοýμενα-η μÝρα Þταν ηλιüλουστη και Þρεμη-κι Þρθε και συντρßφτηκε πÜνω
μας. ΣÞκωσε τα αυτοκßνητα που πÝρναγαν μπροστÜ στη παραλιακÞ λεωφüρο καθþς και μερικÜ Üλλα που Þταν παρκαρισμÝνα εκεß κοντÜ και τα τßναξε στον αÝρα κÜνοντÜς τα κομμÜτια στον πλαúνü τοßχο του ξενοδοχεßου. ¹ταν σαν μια Ýκρηξη δυναμßτη που σκüρπισε τον πανικü στους εßκοσι ορüφους του κτιρßου μας, και μετατρÝποντας το χολ σε Ýνα σωρü απü σπασμÝνα γυαλιÜ üπου πολλοß ενοικιαστÝς εßχαν εκσφεντονιστεß στον αÝρα σαν Ýπιπλα. Μερικοß εßχαν τραυματιστεß απ' το χαλÜζι των γυαλιþν. ΠρÝπει να Þταν Ýνα παλιρροúκü κýμα μνημειþδους μεγÝθους: το ξενοδοχεßο προστατευüταν απü τη θÜλασσα απü Ýναν τοßχο και τη φαρδιÜ, διπλÞς κατεýθυνσης λεωφüρο που περνÜει μπροστÜ του, αλλÜ το κýμα εßχε ξεσπÜσει με τÝτοια δýναμη που εξαφÜνισε το γυÜλινο χολ.

     Κουβανοß εθελοντÝς, με τη βοÞθεια των τοπικþν πυροσβεστþν, Üρχισαν να καθαρßζουν τις ζημιÝς και σε λιγüτερο απü Ýξι þρες, αφοý Ýκλεισαν την πýλη προς τη θÜλασσα κι Üνοιξαν μια εναλλακτικÞ εßσοδο, üλα επανÞλθαν στη φυσικÞ τους κατÜσταση. ¼λο το πρωινü κανÝνας δεν Ýδωσε σημασßα στο αυτοκßνητο που εßχε συντριβεß πÜνω στον τοßχο του ξενοδοχεßου, πιστεýοντας üτι Þταν Ýνα απü τα αυτοκßνητα τα παρκαρισμÝνα στην παραλιακÞ λεωφüρο. ΑλλÜ üταν τελικÜ Ýνας γερανüς το μετακßνησε, ανακαλýφθηκε το σþμα μιας γυναßκας, δεμÝνο στο κÜθισμα του οδηγοý με τη ζþνη ασφαλεßας.

     Το χτýπημα Þταν τüσο δυνατü þστε δεν εßχε μεßνει οýτε Ýνα κüκαλο στο σþμα της που να μην Þταν σπασμÝνο. Το πρüσωπü της Þταν υπερÜνω αναγνþρισης. ΑλλÜ υπÞρχε Ýνα δαχτυλßδι στο δÜχτυλü της, που εßχε παραμεßνει ανÝπαφο: εßχε το σχÞμα φιδιοý με δυο σμαρÜγδια για μÜτια. Η αστυνομßα εßπε üτι Þταν η οικονüμος του νÝου πρÝσβη της Πορτογαλßας και της γυναßκας του. Στη πραγματικüτητα, εßχε φτÜσει μüλις πριν δεκαπÝντε μÝρες κι εκεßνο το πρωß εßχε φýγει για την αγορÜ με το καινοýργιο τους αυτοκßνητο. Το üνομÜ της δε μου Ýλεγε τßποτα, üταν διÜβασα για το συμβÜνστην εφημερßδα, αλλÜ εκεßνο το δαχτυλßδι, το σχÞμα του φιδιοý και τα σμαρÜγδια για μÜτια, με Ýβαλε σε σκÝψεις. Δυστυχþς δεν μπüρεσα να μÜθω σε ποιο δÜχτυλο το φοροýσε.

     ¹ταν μια ουσιþδης λεπτομÝρεια: φοβüμουν üτι πιθανüν να Þταν μια γυναßκα που Þξερα και την οποßα ποτÝ δε θα ξεχÜσω, ακüμα κι αν δεν Ýμαθα ποτÝ το πραγματικü της üνομα. Κι εκεßνη εßχε Ýνα δαχτυλßδι στο σχÞμα του φιδιοý με σμαρÜγδια για μÜτια, αλλÜ πÜντοτε το φοροýσε στο πρþτο δÜχτυλο του δεξιοý χεριοý, κÜτι το ασυνÞθιστο ειδικÜ τüτε. Την εßχα συναντÞσει πριν σαρÜντα Ýξι χρüνια στη ΒιÝννη, Ýτρωγε λουκÜνικα και βραστÝς πατÜτες κι Ýπινε μπßρα κατ' ευθεßαν απü το βαρÝλι σε μια ταβÝρνα üπου σýχναζαν ΛατινοαμερικÜνοι φοιτητÝς.
     Εκεßνο το πρωß εßχα φτÜσει απü τη Ρþμη κι ακüμα θυμÜμαι τη εντýπωση που μου εßχε κÜνει το πλοýσιο στÞθος της -λες και ανÞκε σε σοπρÜνο- οι χυτÝς ουρÝς της αλεποýς γýρω απ' το κολÜρο του παλτοý της και το αιγυπτιακü δαχτυλßδι σε σχÞμα φιδιοý. Μιλοýσε στοιχειþδη ΙσπανικÜ με μια προφορÜ μαγαζÜτορα και κομμÝνη την ανÜσα και υποθÝτω πως θα πρÝπει να Þταν ΑυστριακÞ, η μüνη σε κεßνο το μακρüστενο ξýλινο τραπÝζι. Εßχα κÜνει λÜθος: εßχε γεννηθεß στην Κολομβßα και το διÜστημα του ΜεσοπολÝμου εßχε ταξιδÝψει στην Αυστρßα για να σπουδÜσει τραγοýδι και μουσικÞ. ¼ταν τη συνÜντησα πρÝπει να Þταν γýρω στα τριÜντα κι εßχε αρχßσει να γερνÜει πριν την þρα της κι Ýτσι ανÝδιδε κÜποια μαγεßα: κι επßσης, ο πιο φοβερüς Üνθρωπος που Ýχω συναντÞσει ποτÝ μου.

     Eκεßνη την εποχÞ -τÝλη της δεκαετßας του '40- η ΒιÝννη δεν Þταν τßποτα Üλλο απü μια παλιÜ αυτοκρατορικÞ πüλη την οποßα η Ιστορßα εßχε υποβιβÜσει σε μια απüμακρη επαρχιακÞ πρωτεýουσα, τοποθετημÝνη μεταξý των δýο ασυμφιλßωτων κüσμων του δεýτερου παγκοσμßου πολÝμου, Ýνας παρÜδεισος για τους μαυραγορßτες και τους κατασκüπους. Δεν μποροýσα να φανταστþ περιβÜλλον που θα ταßριαζε πιο πολý στη φυγÜδα συμπατριþτισσÜ μου, που εξακολουθοýσε να τρþει στη ταβÝρνα των φοιτητþν, στη γωνιÜ, μüνο και μüνοn απü νοσταλγßα για τις ρßζες της, γιατß εßχε χρÞματα περισσüτερα απ' üσα της χρειÜζονταν για να αγορÜσει ολüκληρη την ταβÝρνα, συμπεριλαμβανομÝνων και των φαγητþν. ΠοτÝ δε μας εßπε το πραγματικü της üνομα. ΠÜντα αναφερüμασταν σ' αυτÞν με το üνομα που εßχαν επινοÞσει γι' αυτÞν οι ΛατινοαμερικÜνοι φοιτητÝς: ΦρÜου Φρßντα.
     Με το που μας σýστησαν διÝπραξα τη τυχαßα απερισκεψßα να τη ρωτÞσω πþς βρÝθηκε σε τοýτη τη μεριÜ του κüσμου, τüσο μακριÜ και τüσο διαφορετικÞ απ' τα

ανεμοδαρμÝνα ýψη της περιοχÞς Κουιντßο της Κολομβßας. Μου απÜντησε ορθÜ κοφτÜ:
 ΝοικιÜζω τον εαυτü μου να ονειρεýεται».

     Αυτü Þταν το επÜγγελμÜ της. ¹ταν το τρßτο απü τα Ýντεκα παιδιÜ ενüς ευκατÜστατου καταστηματÜρχη απ' τη παλιÜ περιοχÞ της ΚÜλδας κι απü τüτε που Ýμαθε να μιλÜει, το καθιÝρωσε ως συνÞθεια να διηγεßται τα üνειρÜ της πριν το πρωινü, üταν, εßπε, οι δυνÜμεις της προαßσθησης Þταν στη δυνατüτερη καθαρüτητÜ τους. ¼ταν Þταν επτÜ χρüνων ονειρεýτηκε üτι Ýνας απü τους αδελφοýς της εßχε παρασυρθεß απü Ýνα μαινüμενο χεßμαρρο. Η μητÝρα, απλÜ και μüνο απü νευρικÞ δεισιδαιμονßα, αρνÞθηκε να επιτρÝψει στο γιο της να κÜνει εκεßνο που απολÜμβανε πιο πολý απü οτιδÞποτε Üλλο: να κολυμπÞσει στο παραπλÞσιο φαρÜγγι. ΑλλÜ η ΦρÜου Φρßντα εßχε Þδη αναπτýξει το δικü της σýστημα ερμηνεßας των προφητειþν της.

 Αυτü που συμβαßνει στο üνειρο», εξÞγησε, «δεν εßναι üτι πρüκειται να πνιγεß, αλλÜ üτι δεν κÜνει να τρþει γλυκÜ».

     Η ερμηνεßα εßχε ως αποτÝλεσμα μια τρομερÞ τιμωρßα, ειδικÜ για Ýνα πεντÜχρονο αγüρι που δεν μποροýσε να φανταστεß τη ζωÞ του δßχως τα γλυκÜ της ΚυριακÞς. ΑλλÜ η μητÝρα, επηρεασμÝνη απü τις μαντικÝς δυνÜμεις της κüρης της, βεβαßωσε üτι θα Ýμενε πιστÞ στη διαταγÞ της. Δυστυχþς, σε μια στιγμÞ που κανεßς δεν πρüσεχε, ο γιος πνßγηκε μ' Ýνα γλειφιτζοýρι που Ýτρωγε κρυφÜ. ΣτÜθηκε αδýνατο να τον σþσουν.

     Η ΦρÜου Φρßντα ποτÝ δε φαντÜστηκε üτι θα Þταν δυνατü να κερδßσει τα προς το ζειν απ' το ταλÝντο της, μÝχρις üτου η ζωÞ την Üρπαξε απ' το σβÝρκο κι Ýνα βαρý βιεννÝζικο χειμþνα, χτýπησε το κουδοýνι του πρþτου σπιτιοý στο οποßο Þθελε να κατοικÞσει. ¼ταν τη ρþτησαν τι μπορεß να κÜνει, πρüσφερε την απλÞ απÜντηση:
 Ονειρεýομαι».
     ΜετÜ απü μια σýντομη εξÞγηση, η κυρßα του σπιτιοý την προσÝλαβε αντß ενüς

μισθοý που Þταν κÜτι περισσüτερο απü χαρτζιλßκι αλλÜ με Ýνα πολý καλü δωμÜτιο και τρßα γεýματα τη μÝρα. ΠÜνω απ' üλα υπÞρχε το πρωινü, η þρα εκεßνη üπου τα μÝλη της οικογÝνειας κÜθονταν για να πληροφορηθοýν για το Üμεσο πεπρωμÝνο τους: ο πατÝρας, Ýνας πονηρüς rentier, η μητÝρα, μια εýθυμη γυναßκα με πÜθος για ρομαντικÞ μουσικÞ δωματßου και τα δυο παιδιÜ, ηλικßας Ýντεκα κι εννιÜ ετþν. ¼λοι τους Þταν θρησκευüμενοι κι ως εκ τοýτου επιδεκτικοß σε αρχαúκÝς δεισιδαιμονßες. ¹ταν πολý ευχαριστημÝνοι με την Üφιξη της ΦρÜου Φρßντα στο σπßτι τους, υπü τη μüνη προûπüθεση üτι κÜθε μÝρα θα αποκÜλυπτε τη μοßρα της οικογÝνειας μÝσω των ονεßρων της.

     Τα πÞγαινε θαυμÜσια, ειδικÜ κατÜ τη διÜρκεια του πολÝμου που ακολοýθησε, üταν η ζωÞ Þταν χειρüτερη απü οποιοδÞποτε εφιÜλτη. Στο πρωινü τραπÝζι κÜθε μÝρα, μüνη της αποφÜσιζε τι θα Ýκανε εκεßνη τη μÝρα το κÜθε μÝλος της οικογÝνειας και πþς θα το Ýκανε, Ýως üτου οι προγνþσεις της Ýγιναν η μüνη φωνÞ εξουσßας του σπιτιοý. Η κυριαρχßα της πÜνω στην οικογÝνεια Þταν απüλυτη: ακüμα κι ο πιο ασÞμαντος αναστεναγμüς γινüταν Ýπειτα απü εντολÞ της. Ο πατÝρας εßχε πεθÜνει λßγο πριν φτÜσω στη ΒιÝννη κι εßχε φροντßσει ν αφÞσει στη ΦρÜου Φρßντα Ýνα μÝρος της περιουσßας του, πÜλι υπü τον üρο üτι θα εξακολουθοýσε να ονειρεýεται για την οικογÝνεια μÝχρις üτου δε θα μποροýσε πια να ονειρεýεται.

     ΠÝρασα Ýνα μÞνα στη ΒιÝννη ζþντας τη λιτÞ ζωÞ των φοιτητþν ενþ περßμενα χρÞματα τα οποßα ποτÝ δεν Ýφτασαν. Οι απρüσμενες γενναιüδωρες επισκÝψεις της ΦρÜου Φρßντα στην ταβÝρνα μας Þταν σαν φιÝστες στην οýτως Þ Üλλως πενιχρÞ

κατÜστασÞ μας. Μια νýχτα -η δυνατÞ μυρωδιÜ της μπßρας πÜνω μας- μου ψιθýρισε κÜτι στο αφτß με τÝτοια πειθþ που δε μπüρεσα να το αγνοÞσω.

 ¹ρθα εδþ ειδικÜ για να σου πω üτι χθες βρÜδυ σε εßδα στον ýπνο μου», εßπε. «ΠρÝπει να φýγεις αμÝσως απ' τη ΒιÝννη και να μην επιστρÝψεις πριν περÜσουν πÝντε χρüνια».

     ΤÝτοια Þταν η πειθþ της þστε την ßδια νýχτα πÞρα το τελευταßο τρÝνο για τη Ρþμη. ¸τρεμα τüσο που πιστεýω üτι επÝζησα μιας καταστροφÞς που δε συνÜντησα. ΜÝχρι σÞμερα δεν Ýχω πατÞσει το πüδι μου στη ΒιÝννη.

     Πριν το συμβÜν στην ΑβÜνα συνÜντησα Üλλη μια φορÜ τη ΦρÜου Φρßντα, στη Βαρκελþνη, σε μια συνÜντηση τüσον απρüσμενη που μου φÜνηκε εξαιρετικÜ μυστηριþδης. ¹ταν η μÝρα που ο ΠÜμπλο Νεροýδα Ýβαλε το πüδι του σε ισπανικü χþμα για πρþτη φορÜ απ' τον εμφýλιο πüλεμο, κατÜ τη διÜρκεια μιας στÜσης ενüς μεγÜλου θαλασσινοý ταξιδιοý προς το ΒαλπαραÀσο της ΧιλÞς. ΠÝρασε το πρωινü του μαζß μας, κυνηγüς σε παλιÜ βιβλιοπωλεßα, αγορÜζοντας τελικÜ Ýνα ξεθωριασμÝνο βιβλßο με σκισμÝνα εξþφυλλα για το οποßο πρÝπει να πλÞρωσε το αντßστιχο μισθοý δýο μηνþν του Χιλιανοý πρüξενου στο Ρανγκοýν. Περπατοýσε οκνηρÜ σαν Ýνας ελÝφαντας που εßχε ρευματισμοýς, δεßχνοντας παιδικü ενδιαφÝρον για τον εσωτερικü μηχανισμü του κÜθε πρÜγματος που αντßκριζε. Ο κüσμος του φαινüταν σαν Ýνα γιγÜντιο ρολüι-παιχνßδι.

     Δεν ξÝρω κανÝναν που να Ýχει προσεγγßσει τüσο πολý την ιδÝα του ΠÜπα της ΑναγÝννησης-αυτü το μßγμα λαιμαργßας και λεπτüτητας -ο οποßος, εßτε το 'θελε εßτε üχι, θα κυριαρχοýσε και θα προÞδρευε σε οποιοδÞποτε τραπÝζι. Η Ματßλδη, η γυναßκα του, τον τýλιξε σε μια σαλιερßτσα που Ýμοιαζε πιο πολý με ποδιÜ απü κουρεßο παρÜ με πετσÝτα εστιατορßου, αλλÜ Þταν ο μüνος τρüπος να τον προφυλÜξει απ' το να βουτηχτεß στις σÜλτσες. Εκεßνη τη μÝρα ο Νεροýδα Ýφαγε τρεις ολüκληρους αστακοýς, διαμελßζοντÜς τους με την ακρßβεια ενüς χειρουργοý, ενþ ταυτüχρονα καταβρüχθιζε με τα μÜτια τα πιÜτα üλων των Üλλων, Ýως üτου δεν μποροýσε πια ν' αντισταθεß και τσιμποýσε απ' το κÜθε πιÜτο με μιαν απüλαυση και μια üρεξη που üλοι τη βρÞκαν κολλητικÞ: μýδια απü τη Γαλικßα, αγριüχηνες απü την Κανταμπρßα, μεγÜλες γαρßδες απü την ΑλικÜνδη, ξιφßα απü τη Κüστα ΜπρÜβα. Στο μεταξý μιλοýσε ακατÜπαυστα, ακριβþς üπως οι ΓÜλλοι, για μαγειρικÝς απολαýσεις, ειδικÜ για τα προúστορικÜ οστρακοειδÞ της ΧιλÞς που Þταν ο Ýρωτας της καρδιÜς του. Και τüτε ξαφνικÜ σταμÜτησε να τρþει, Ýπιασε τα αφτιÜ του üπως τις αντÝνες ενüς αστακοý, και μου ψιθýρισε:

 ΥπÜρχει κÜποιος πßσω μου που μ' Ýχει καρφþσει με τα μÜτια του».
     Κοßταξα πÜνω απ' τον þμο του. ¹ταν αλÞθεια. Τρßα τραπÝζια πιο πßσω, μια γυναßκα, χωρßς ντροπÞ, μ' Ýνα παλιομοδßτικο τσüχινο καπÝλο κι Ýνα μοβ μαντßλι, μασοýσε αργÜ το φαγητü της με τα μÜτια της καρφωμÝνα στον Νεροýδα. Την αναγνþρισα αμÝσως. ¹ταν μεγαλýτερη και πιο χοντρÞ, αλλÜ Þταν εκεßνη, με το δαχτυλßδι στο σχÞμα του φιδιοý στο πρþτο της δÜχτυλο. Εßχε ταξιδÝψει στο ßδιο πλοßο με τους Νεροýδα απü τη ΝÜπολη, αλλÜ δεν εßχαν συναντηθεß στο πλοßο.
     Τη καλÝσαμε για καφÝ και τη παρακÜλεσα να μας μιλÞσει για τα üνειρÜ της, μüνο και μüνο για να διασκεδÜσει τον ποιητÞ. ΑλλÜ ο ποιητÞς δεν τα Ýτρωγε αυτÜ, ανακοινþνοντας μονομιÜς üτι δεν πßστευε στη μαντικÞ ικανüτητα των ονεßρων.

 Μüνον η ποßηση εßναι μÜντις», εßπε.

     ΜετÜ το γεýμα και την αναπüφευκτη βüλτα στη ΡÜμπλας, εσκεμμÝνα βρÝθηκα με τη ΦρÜου Φρßντα, Ýτσι για την ανανÝωση της φιλßας μας, χωρßς να μας ακοýνε οι Üλλοι. Μου εßπε üτι εßχε πουλÞσει την περιουσßα της στην Αυστρßα κι Ýχοντας αποσυρθεß στο Πüρτο, στην Πορτογαλßα, τþρα Ýμενε σε μια απομßμηση κÜστρου στην Üκρη ενüς γκρεμνοý απ' üπου μποροýσε κι Ýβλεπε ολüκληρο τον Ατλαντικü ως την ΑφρικÞ. ¹ταν ολοφÜνερο, αν και δεν το εßπε ξεκÜθαρα, üτι απü üνειρο σε üνειρο κατÝληξε να κληρονομÞσει ολüκληρη την περιουσßα των κÜποτε απßθανων ΒιεννÝζων εργοδοτþν της.

     Ακüμα κι αυτü δε με εντυπωσßασε, μüνο και μüνο γιατß πÜντα νüμιζα üτι τα üνειρÜ της δεν Þταν τßποτε Üλλο παρÜ Ýνα τÝχνασμα για να τα βγÜζει πÝρα. Της το δÞλωσα. ΓÝλασε με το ψεýτικο γÝλιο της.
 Εßσαι τüσον αναιδÞς üσο Þσουν πÜντα», εßπε.
     Οι υπüλοιποι της παρÝας εßχαν σταματÞσει και περßμεναν τον Νεροýδα που τþρα μιλοýσε σαν παπαγÜλος σε χιλιανικÞ αργκü, στο παζÜρι των πουλιþν. ¼ταν ξανÜπιασαν την κουβÝντα η ΦρÜου Φρßντα εßχε αλλÜξει θÝμα:
 Επß τη ευκαιρßα», εßπε, «μπορεßς να επιστρÝψεις στη ΒιÝννη αν θÝλεις». Τüτε κατÜλαβα üτι εßχαν περÜσει δεκατρßα χρüνια απü τη πρþτη μας συνÜντηση.

 Ακüμα κι αν τα üνειρÜ σου δεν εßναι αληθινÜ, ποτÝ δε θα επιστρÝψω», της εßπα, «μÞπως και...»

     Στις τρεις χωρßσαμε για να συνοδÝψω τον Νεροýδα στην ιερÞ του σιÝστα που την Ýκανε στο σπßτι μας, ακολουθþντας μερικÝς επßσημες προπαρασκευαστικÝς τελετουργßες που, για κÜποιο λüγο, μου θýμισαν την ιαπωνικÞ τελετÞ του τσαγιοý. ΜερικÜ παρÜθυρα Ýπρεπε να ανοßξουν, Üλλα να κλεßσουν -η ακριβÞς θερμοκρασßα Þταν ουσιþδης- και μüνο κÜποιο εßδος φωτüς απü κÜποια κατεýθυνση Þταν ανεκτü. Και τüτε: απüλυτη σιωπÞ. Ο Νεροýδα κοιμüταν αμÝσως και ξυπνοýσε δÝκα λεπτÜ αργüτερα, üπως κÜνουν τα παιδιÜ. Εμφανßστηκε στο λιβινγκροýμ, φρÝσκος-φρÝσκος, το μονüγραμμα απ' τη μαξιλαροθÞκη χαραγμÝνο στο μÜγουλü του.

 Ονειρεýτηκα τη γυναßκα που ονειρεýεται», εßπε. Η Ματßλδη του ζÞτησε να μας πει το üνειρü του. «Ονειρεýτηκα üτι με ονειρεýτηκε», εßπε.
 Ακοýγεται σαν τον Μπüρχες», εßπα. Με κοßταξε Ýκπληκτος.
 Το 'χει γρÜψει κιüλας»;
 Αν δεν το 'χει γρÜψει θα το γρÜψει κÜποια μÝρα», εßπα. «Θα εßναι Ýνας απü τους λαβυρßνθους του».

     Με το που επιβιβαστÞκαμε στις Ýξι εκεßνου του απογεýματος, ο Νεροýδα μας χαιρÝτησε, πÞγε να καθÞσει σ' Ýνα απüμακρο τραπÝζι κι Üρχισε να γρÜφει στßχους με την ßδια πÝνα πρÜσινου μελανιοý που χρησιμοποιοýσε για να σχεδιÜζει λουλοýδια, ψÜρια και πουλιÜ στις αφιερþσεις που υπÝγραφε στα βιβλßα του. Με την πρþτη αναγγελßα της αποβßβασης ψÜξαμε για τη ΦρÜου Φρßντα και τελικÜ, κει που νομßζαμε üτι δε θα τη βρßσκαμε, την εßδαμε στο κατÜστρωμα της τουριστικÞς θÝσης. Κι εκεßνη εßχε μüλις σηκωθεß απ' τη σιÝστα της.

 Ονειρεýτηκα τον ποιητÞ σας», μας εßπε. ΚατÜπληκτος της ζÞτησα να μου πει το üνειρο. «Ονειρεýτηκα üτι με ονειρευüταν», εßπε και το δýσπιστο βλÝμμα μου τη σÜστισε. «Τß περιμÝνεις; ΚαμιÜ φορÜ στα üνειρα πρÝπει να υπÜρχει και κÜποιος που να μην Ýχει καμιÜ σχÝση με την πραγματικÞ ζωÞ».

     ΠοτÝ δεν την ξαναεßδα, δεν την Ýβαλα στο νου μου μÝχρι που Üκουσα για το δαχτυλßδι σε σχÞμα φιδιοý στο δÜχτυλο της γυναßκας που πÝθανε στη θαλÜσσια συμφορÜ στο ξενοδοχεßο ΡιβιÝρα. Δεν μπüρεσα ν' αντισταθþ και σε μια διπλωματικÞ δεξßωση μετÜ λßγους μÞνες ρþτησα τον πρÝσβη της Πορτογαλßας. Ο πρÝσβης μοý μιλοýσε γι' αυτÞ μ ενθουσιασμü και τρομερü θαυμασμü.
 Δεν μπορεßς νο φανταστεßς πüσο ασυνÞθιστη Þταν», εßπε. «Θα σου Þταν αδýνατο να αντισταθεßς, θα Ýγραφες μιαν ιστορßα γι' αυτÞ». Και συνÝχισε στο ßδιο πνεýμα με μερικÝς τυχαßες, εκπληκτικÝς λεπτομÝρειες, αλλÜ χωρßς να φαßνεται το τÝλος πουθενÜ.
 Πες μου τüτε», εßπα τελικÜ, διακüπτοντÜς τον, «τß ακριβþς Ýκανε»;

 Τßποτα!», μου απÜντησε, υψþνοντας τους þμους ως Ýνδειξη παραßτησης. «¸βλεπε üνειρα».

                                                               

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers