Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Λαογραφικά 

Bilhana (Kashmir 11oς μ.Χ. αι): Ο Κλέφτης Της Αγάπης (Caurapâñcâśikâ)

                                      Βιογραφικό

     Ο Μπιλιάνα είναι γνωστός για το ερωτικό ποίημα του, Ο Κλέφτης Της Αγάπης, (Caurapâñcâśikâ). Ο μύθος λέει πως ερωτεύτηκε τη κόρη του βασιλιά Madanabhirama, πριγκήπισσα Yaminipurnatilaka κι είχανε μυστική ερωτική σχέση. Ανακαλυφθήκανε κι ο Bilhana ρίχτηκε στη φυλακή. Περιμένοντας την απόφαση έγραψε ερωτικό ποίημα 50 στροφών, μη ξέροντας αν θα στελνόταν εξορία ή στην αγχόνη. Είναι άγνωστο ποια μοίρα είχε. Εντούτοις, το εξαιρετικό ποίημά του μεταφέρθηκε στόμα με στόμα, σ' ολάκερη την Ινδία. Υπήρξανε διάφορες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών από τη Νότια Ινδία, πως είχεν ευτυχές τέλος. Η εκδοχή του Κashmir δε διευκρινίζει.
     Το ποίημα μεταφράστηκε σ' ευρωπαϊκή γλώσσα, πρώτα στα γαλλικά, το 1848. Κατόπιν ακολούθησαν πολλές μεταφράσεις. Οι πιο ξεχωριστές είναι κείνες του Sir Edwin Arnold, Λονδίνο, 1896 κι Edward Powys Mathers, Οξφόρδη, 1919, με τον τίτλο "Black Marigolds". Αυτή η τελευταία έκδοση αναφέρθηκε εκτενώς από τον John Steinbeck στο βιβλίο του: Ο Δρόμος Με Τις Φάμπρικες.
     Ο Bilhana ή Chauras, -κατά μιαν άλλη εκδοχή- πιθανά γεννημένος τον 11ο μ.Χ. αι,, ήταν ένας νέος ιστορικός και ποιητής από το Κασμίρ, αλλά είχε ταξιδέψει πολύ σε διάφορα μέρη, όπως: Mathura, Kanauj, Prayaga, Kazν, Dahala κλπ. Όταν επέστρεψε τονε προσέλαβε ο βασιλιάς Chalukya Vikramaditya VI (1076-1127 μ.Χ.), του Kalyan. Αυτός για να τον αμείψει, έγραψε μακροσκελές πανηγυρικό ποίημα, το "Vikramankadevacharita", προς τιμή του αφέντη και προστάτη του. Μπορεί αυτό το ποίημα, που απαρτίζεται από 18 κάντος να 'ναι φανταστικό, ωστόσο στα τελευταία του μέρη περιγράφει τη ζωή του ίδιου του Bilhana και της οικογένειάς του, αλλά και την αναζήτησή του ως περιπατητή Pandit. Το ποίημα αυτό φέρεται να ολοκληρώθηκε το 1088.
     Υπάρχει μύθος ότι ο Bilhana κι η Vidya, κόρη του βασιλιά, είχαν μυστική ερωτική σχέση. Όταν ο βασιλιάς το ανακάλυψε, φυλάκισε τον Bilhana με την απειλή του αποκεφαλισμού. Ενώ βρισκότανε στη φυλακή, συνέθεσε μια σειρά στίχων υμνώντας την αγάπη του, το "Chauraspanchasika", που μπορεί να μεταφραστεί ως "Πενήντα Στίχοι Από Ένα Κλέφτη Της Αγάπης". Οι στίχοι είναι σε σανσκριτική γλώσσα κι ο καθένας αρχίζει με την ίδια φράση: "και τώρα ακόμα". Ο μύθος έχει διάφορες εκβάσεις. Η ευτυχής είναι πως οι στίχοι του φέρανε τη λευτεριά του, όταν τους διάβασε δημόσια τη μέρα που 'ταν να θανατωθεί και παντρεύτηκε τη πριγκήπισσα της καρδιάς του.

     Οι βέδες (συλλογές στίχων) είναι δημοφιλείς για αιώνες στην Ινδία. Υπάρχουνε πολυάριθμα σχόλια και πολλές τοπικές και περιφερειακές παραλλαγές. Αντιπροσωπεύουνε καθιερωμένη μορφή ινδικής ερωτικής ποίησης, σχετικά με άλλες συλλογές ερωτικών σανσκριτικών στίχων που στερούνται την ενοποιό δομή, που επιτυγχάνεται με την επανάληψη του πρώτου στίχου. Σε μερικές εκδοχές του ποιήματος, υπάρχουνε στους στίχους, οι ίδιοι υπαινιγμοί του μύθου. Σ' άλλες, στίχοι και μύθος είναι διαφορετικά. Σε μερικές σαφώς έχει υπάρξει χωρισμός των εραστών, σ' άλλες όχι. Γενικά, οι στίχοι παρουσιάζονται πιότερο σε μορφή μεμονωμένων εικόνων που δένονται με μιαν αόρατη κλωστή -τον επαναλαμβανόμενο αρχικό στίχο-, παρά ως μέρη ενός συνεχούς αφηγήματος. Από την άλλη, η συνεχής επανάληψη της πρώτης φράσης κι η περιορισμένη μορφή των στίχων δημιουργεί μιαν αθροιστική, συναισθηματική φόρτιση που προσδίδει ενότητα και συνοχή στο σύνολο. Στη διασημότερη εκδοχή του ποιήματος στ' αγγλικά, ο Mathers προσάρμοσε ελεύθερα τους στίχους και το μύθο, για να παραγάγει συνεχές αφηγηματικό ποίημα. Υπάρχουνε 2 εκδοχές αυτού του ποιήματος: μια Ινδική και μια του Κασμίρ και συμφωνούν μόνο στις 7 στροφές.
     Το Κασμίρ του παρελθόντος, ήτανε λίκνο σανσκριτικής γνώσης και διδασκαλίας. Από τον 9ο μέχρι το 12ο μ.Χ. αι., έχουνε λάμψει τα φωτεινότερα δείγματα στη σανσκριτική λογοτεχνία. Αυτά τα 400 χρόνια, χονδρικά, διαμορφώνουνε το επίκεντρο και το αποκορύφωμα αυτού που μπορεί να ονομαστεί δημιουργική κι αρχετυπική λογοτεχνική δραστηριότητα, στη σφαίρα της σανσκριτικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Ένας γαλαξίας ρητόρων, φιλοσόφων, ποιητών κι ιστορικών, ξεχωριστοί με αξιοθαύμαστη φήμη και λαμπρότητα, παρουσιάζονται στο κατέχον εξέχουσα θέση, "Sharada Desa", (έδαφος της ομιλίας), που στο Κασμίρ έμεινεν έπειτα διάσημο. Συνέβαλαν ανυπολόγιστα στην αφθονία κι επάρκεια της "Deva Vani" (ομιλία των Θεών) κι η γεύση και το άρωμα στη σκέψη τους, προκάλεσε το ενδιαφέρον όλων των μετέπειτα μελετητών, που γράψανε σελίδες-σελίδων, δοκίμια κι έρευνες.
     Νέες θεωρίες προταθήκανε σχετικά με τη ψυχή (περιεχόμενο) και τον όγκο (μορφή) της βιβλιογραφίας. Οι αρχές της λογοτεχνικής ινδικής κριτικής καθιερώθηκαν για πρώτη φορά στο Κασμίρ. Νέα πρότυπα και κανόνες διατυπώθηκαν για την αξιολόγηση μιας λογοτεχνικής σύνθεσης και τα παλιά αντικρούσθηκαν με πειστικήν επιχειρηματολογία. Το αισθητικό στοιχείο πήρε βασική κι εξέχουσα θέση για πρώτη φορά στα ποιητικά και ρητορικά βιβλία. Για να γράψει ο Δρ Raghavan: "Αν υπάρχει μια προεξέχουσα ινδική αισθητική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σ' όλες τις καλές τέχνες, τούτο το χρωστάμε στο Κασμίρ". Μεταξύ αυτών των λογοτεχνικών γιγάντων ξεχωρίζουν οι Anandvardhana Vamana, Mammatta κ.ά.
     Τέτοια διαφορετικά θέματα όπως δραματουργία και φιλοσοφία θα μπορούσαν ν' αντιμετωπιστούν άνετα από ένα και μόνο πρόσωπο: αυτό του Abhinavagupta. Η ευπροσάρμοστη μεγαλοφυία των μελετητών του Κασμίρ είναι αδιάψευστη κι η πολυμάθειά τους αναμφισβήτητη. Ούτε οι μικρότερες λεπτομέρειες δε ξέφυγαν από τη προσοχή τους. Η τοποθέτησή τους πέρα από τη γλώσσα, είναι αλάνθαστη και με βαθιά σκέψη. Σε τέτοιο διανοητικό κλίμα, εμπλουτισμένο επιπλέον από υπερβολική λαχτάρα κι αγάπη για τη φύση, δημιουργήθηκε κι εξελίχθηκε ένα μοναδικό σύστημα φιλοσοφίας γνωστό ως "Saiva-Darshan", που είναι "σύνθεση ρεαλιστικού, ιδεαλιστικού, εθελούσιου, απόλυτου κι απόκρυφου ρεύματος σκέψης, που επικράτησε μετέπειτα στο Κασμίρ". Αυτό το σύστημα φιλοσοφίας, είναι ένας πετυχημένος συμβιβασμός μεταξύ "προσωπικών κι απρόσωπων, απλών αλλά και δυϊστικών προσεγγίσεων, στιγματισμένων με τις παραδόσεις και τους όρους σκέψης και πρακτικών, μεταξύ Βουδιστών κι Ορθοδόξων", μας εξηγεί ο Δρ R. K. Kaw. "Δίνεται έμφαση στην ανάγκη της αναγνώρισης (Pratyabhijna από το "Εαυτός", Atman), δηλαδή στην ανώτατη κληρονομιά του ανθρώπου. Η ανάγκη της υπερ-συναισθητικής εμπειρίας και της αυτοπραγμάτωσης, αναγνωρίζεται πως είναι εξ αιτίας των περιορισμών της ανθρώπινης αίσθησης και του λόγου". Μεταξύ του πλήθους τέτοιων φιλοσόφων, αξίζουν ειδική αναφορά, οι Somananda και Utpala, προπάτορες, κι ο Abhinavagupta, ως ο επεξηγητής τους.
   Ενώ όλοι αυτοί οι γιοι της Saraswati ή Sharada (θεά της ομιλίας ή της διδασκαλίας) στην αιθέρια φαντασία τους ξεχνάνε δικαιολογημένα το περιβάλλον που ζήσαν, ένας ευρυμαθής, ο Ksemendra δεν έχασε το άγγιγμα της κοινωνίας από την οποία γεννήθηκε, ανάπνευσε και μπόρεσε να νιώσει το χώμα κάτω από τα πόδια του. Πραγματιστής από φύση κι ευθυμογράφος από διάθεση, δοκίμασε τη πένα του σε ποικίλα θέματα συμπεριλαμβανομένης ποίησης, ιστορίας, ρητορικής, κ.λπ., αλλά μνημονεύεται πάντα η ρεαλιστική προσέγγισή του. Ισχυρός ιδαλγός της διδακτικής αλλά με το κέντρισμα της σάτιρας, προσφέρει μια γραφική εικόνα της σύγχρονής του κοινωνίας, ασυγκράτητη, με σαγηνευτικούς Gourtezans που εξαπατούν τα banias, και κυνικούς, διεφθαρμένους υπαλλήλους. Με τα λόγια του του Δρ Surya Kanta:
   "Το περιεκτικό ύφος του Ksemendra, η σαφήνεια έκφρασής του, η δύναμή του να χρησιμοποιεί τη σάτιρα προς όφελος κι η κριτική διορατικότητά του στη λογοτεχνία, τον έχει τοποθετήσει σε μια θέση μεταξύ των κορυφαίων της ινδικής λογοτεχνικής παράδοσης".
   "Η ιστορία" λέει ο Macdonnel, "είναι το έν αδύνατο σημείο στην ινδική λογοτεχνία. Είναι στη πραγματικότητα ανύπαρκτο".
     Η ευδιάκριτη απουσία ιστορικού πνεύματος μεταξύ των αρχαίων ινδικών συγγραφέων, οφείλεται στην οπτική τους θεώρηση στη ζωή, παρά σε πιθανή ανικανότητά τους να χειριστούν αυτή τη μορφή έκφρασης. Παρά τα προφανή προβλήματα υφής, το Κασμίρ έχει ουσιαστική συμβολή στη τέχνη της καταγραφής. Βρίσκει τον ιστορικό του, στο πρόσωπο του Kalhana του οποίου η δάδα έμεινε αναμμένη τα τελευταία χρόνια, από τους: Jona Raja, Srivara και Prajya Bhatta. Το "Raja Tarangini", κατά γράμμα χρονικό των βασιλιάδων του Κασμίρ, είναι στις μέρες μας η απόλυτη εργασία, καθαρή κι απλή, για την ιστορία αυτή-καθαυτή. Ακόμα κι αν με την ανάμιξη θαυμαστού κι υπερφυσικού, το ιστορικό περιεχόμενο αυτού του βιβλίου δεν είναι ολικά αυθεντικό, τούτο δε σημαίνει πως ο Kalhana δεν είναι ο μέγιστος ιστορικός στη σανσκριτική λογοτεχνία.
     Τα σανσκριτικά υπ' αυτή τη μορφή, δε θα μπορούσε δικαιολογημένα να 'ναι γλώσσα της ελίτ μόνον, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά μπορούσεν άνετα να γίνει κατανοητή απ' όλους τους κατοίκους γενικά. Χωρίς αυτή την υπόθεση, δε θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια γιγαντιαία λογοτεχνική δραστηριότητα. Αυτό το ίδιο γεγονός επιβεβαιώνεται παρακάτω από τον ίδιο τον Bilhana:

   "Όπου ακόμη κι οι γυναίκες στην οικογένειά τους μιλούν σανσκριτικά και πρακριτικά με τόσην ευφράδεια όση κι η μητρική τους γλώσσα".

     Αυτό επιβεβαιώνεται επιπλέον κι από τον Stein όταν λέει: "Η συνεχής δημοφιλής χρήση σανσκριτικών ακόμα και μεταξύ μωαμεθανών, αποδεικνύεται θαυμάσια από τη σανσκριτική επιγραφή σ' ένα τάφο στο κοιμητήρι Bahau-Din-Sahib στο Srinagar (1484 μ.Χ.)". Είναι, επομένως, λανθασμένο να ειπωθεί πως τα σανσκριτικά, σα προφορικός λόγος, είχανε χάσει τη παλιά τους δόξα. Σανσκριτικά επιγράμματα χωρίς ημερομηνίες, έχουνε βρεθεί σε διάφορους παλαιούς τάφους μωαμεθανών στο Σρίναγκαρ, κοντά στο Martand, αλλά κι αλλού.
     Κατά τη διάρκεια αυτής της αναγέννησης, όταν τα σανσκριτικά δεν ήταν μόνον όχημα διανοητικής γυμναστικής στα χέρια των μελετητών του Κασμίρ, αλλά επίσης και συνήθης προφορικός λόγος των κατοίκων του, ο Bilhana είδε το φως της ημέρας. Είχεν ήδη, μια παράδοση πίσω του, ένα υπόβαθρο που άξιζε το βάρος του σε χρυσάφι και που αποτελούσαν αξεδιάλυτο μέρος της ψυχής του ακόμα κι αν ήταν μακρυά από τη μητέρα πατρίδα. Η πρώτη υπάρχουσα αναφορά γι' αυτόν δίνεται από τον Kalhana:

   "Ο Bilhana, που 'χεν αφήσει το Κασμίρ κατά τη βασιλεία του Kalasa κι είχεν ονομαστεί από τον Parmadi, τον Κύριο του Karnata, Προεξάρχοντας του Pandit του, ταξιδεύοντας με τους ελέφαντες διαμέσου της βραχώδους χώρας του Karnata, πέταξε το καλυμαύχι του ψηλά, ενώπιον του βασιλιά. Όταν άκουσε ότι ο φιλελεύθερος Harsa ήταν όπως ένας συγγενής στους αληθινούς ποιητές, σκέφτηκε ακόμα κι έτσι είναι αρκετά μεγάλη πρόκληση να τονε κερδίσει".

     Μερικοί από τους στίχους του βρίσκονται επίσης στο "Kavya Prakasa" του Mammatta και στο "Balabodhinivriti" του Katantra, μερικοί από τους διδακτικούς στίχους του, που δε βρίσκονται στις εργασίες που αποδίδονται σ' αυτόν, βρίσκονται σε ανθολογίες κι αυτό επίσης αποδεικνύει, πως ο Bilhana είχε επιτύχει μεγάλη δημοτικότητα στη πατρίδα του, ακόμα κι όταν ήταν μακριά της.
     Εντούτοις, την ανακάλυψη αυτού του "κοσμήματος μεταξύ των ποιητών του Κασμίρ" πιστώνεται ο Δρ Buhler κι αυτός επίσης, αρκετά παράδοξα, έξω από το Κασμίρ. Το 1877 μ.Χ. ενώ αναζητούσε σανσκριτικά χειρόγραφα, βρήκε μια παλιά έκδοση από πάπυρο, με τίτλο "Vikramankadeva Caritam" στο Jaisalmer, που στο παρελθόν ήταν ένα κεντρικό ινδικό κρατίδιο και τώρα μέρος του Rajasthan. Στην έκδοση "Rajatarangini" της Καλκούτας, ο συγγραφέας δινόταν ως Rilhana αντί Bilhana. Ο έξυπνος δρ Buhler χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή δισταγμό, προσδιόρισε το Βilhana σωστό κι αργότερα, επόμενες έρευνες τονε δικαιώσανε. Στους Sarda χαρακτήρες, το "RA" είναι δυνατό να μπερδευτεί με το "BA", λόγω ομοιότητας των συμβόλων τους. Έτσι, μάλλον ο αντιγραφέας που 'χε μεταφέρει το γραπτό από τους αρχικούς χαρακτήρες Sarda στο χειρόγραφο "Devanagari" πρέπει να 'χε κάνει αυτό το λάθος ασυναίσθητα.
     Σε μια πιο πρόσφατη κριτικήν έκδοση του "Rajatarangini" από τον Δρ Stein, τ' όνομα Bilhana δίνεται σωστά. Τ' όνομα σ' αυτή τη μορφή, δεν είναι σανσκριτικής προέλευσης. Ίσως έχει μια βάση Dardic και να σημαίνει κάτι σε τοπική διάλεκτο. Αυτό είναι προς μελέτη. Το ίδιο πράγμα μπορεί να ειπωθεί και για τον Kalhana που μερικοί κριτικοί έχουνε προσδιορίσει σε Kalyana, -δίνεται στο "Sri Kanth Caritam" του Mankha. Αλλ' αυτό το συμπέρασμα δεν είναι στεγανό. Εκτός μερικών προεξεχόντων ονομάτων που 'χουνε βάση Sanskritic, η πλειοψηφία των ονομάτων φαίνεται να προέρχεται από τη τοπική διάλεκτο π.χ. το Mammatta κι άλλα ονόματα που τελειώνουν σε -tta. Ο Bilhana δεν μας αφήνει αμφιβολία όσον αφορά στη γενέτειρά του, "που δεν επιθυμεί να παραμείνει κρυμμένη κάτω από ένα μπούσελ". Δίνει μιαν ειλικρινή περιγραφή του χωριού στο οποίο γεννήθηκε:

   "Υπάρχει σε απόσταση δυόμιση kosas από τη Pravara Pura (Σρίναγκαρ), ένα οροπέδιο που λέγεται Jayawan, στο οποίο υπάρχει ένα φιδογυριστό, σαν το Takshaka (βασιλιάς φιδιών) ρυάκι, με καθάριο, κρουσταλλένιο νερό, ακριβώς όπως μια λεπίδα που θα κόψει το κεφάλι του Kaliyuga, όταν έτοιμάζεται να εκμηδενίσει το "Dharma". Αρκετά κοντά σ' αυτό είναι ένα χωριό που φημίζεται για τις ομορφιές του, τις αρετές του, τη χλιδή του κι ονομάζεται Khunmukh".

     Αυτό το χωριό, το Khunmukh, είναι ακόμα και σήμερα έτσι ακριβώς βαλμένο, όπως έγραψεν ο Bilhana περίπου 800 χρόνια πριν. Είναι κοντά σ' ένα οροπέδιο, πολύ κοντά στην Εθνική Οδό Jammu, του Σρίναγκαρ, σε μιαν απόσταση απ' αυτό, περίπου 5 μιλίων. Το φιδογυριστό ρυάκι, έχει υποβληθεί στη πολιτισμική κακοποίηση του χρόνου κι υπάρχει τώρα κει ένα κοιμητήρι. Το νερό δεν είναι πια τόσο καθάριο και κρουσταλλένιο, ούτε είναι κυκλικό πια στη μορφή. Μόνο τα χωράφια του σαφρανιού κι οι αμπελώνες είναι ίδιοι, όπως τότε, λαμπροί κι άφθονοι.

     Ε λοιπόν εκεί γεννήθηκεν ο ποιητής μας. Γονείς του ήταν ο Jyeshta Kalasha κι η Naga Devi. Ο πατέρας ήτανε σχολιαστής του "Mahabhashya" του Patanjali κι αυτή η επίφάνειά του, κληροδότησε στο γιο την αγάπη για τη σανσκριτική μούσα και τα οικογενειακά κειμήλια. Καμμιά πληροφορία γέννησης ή θανάτου δε μπορεί να δοθεί, δι' ευνόητους λόγους. Γιατί, παρόλο που 'χει γράψει πολλές λεπτομέρειες για τον εαυτό του, σε τούτα υπήρξε σιωπηλός. Έτσι, για να μπορέσουμε να τοποθετήσουμε χρονολογικά, την ακμή του, θα πρέπει να στηριχτούμε στις υπάρχουσες περιπλανώμενες αναφορές των συγχρόνων ή των διαδόχων του. Ευτυχώς για μας, ο ιστορικός Kalhana έχει κάνει μνεία για τα έτη που άφησε το Κασμίρ για να περιπλανηθεί. Πήγε να μείνει στη Κ. Ινδία, την εποχή του βασιλιά Kalasa. Αυτός ήτανε γιος του βασιλιά Ananta, που κυβέρνησε το Saptarsi Samvat 4, δηλαδή το 1029 μ.Χ., ως το Saptarsi Samvat 39, 1064 μ.Χ. Τότε έκανε τελετή ενθρόνησης του γιού του (Abhisheka) κι αποσύρθηκε, μέχρι που πέθανε το Saptarsi Samvat 41, 1066 μ.Χ. Αυτή περίπου είναι κι η αξιόπιστη χρονιά που ο Bilhana φτάνει στη Κ. Ινδία. Ο άμεσα προκάτοχός του, ευρυμαθής Ksemendra, μας επιβεβαιώνει αυτή τη πληροφορία και μας βοηθά να κατανοήσουμε την εποχή που έζησεν ο ποιητής.
     Ο Kalhana κάνει κι άλλη αναφορά σ' αυτόν. Ο βασιλιάς Vikram όπως δίνεται από τον Bilhana, είναι ο βασιλιάς Chalukya Vikramaditya VI (1076-1127 μ.Χ.), του Kalyan. Κατά συνέπειαν ο επιφανής αυτός ποιητής, έφτασε κει, 10 χρόνια πριν τον ενθρονισμό του κι όλ' αυτά τα χρόνια έκαμεν όνομα με τη ποίηση και γενικά τη παρουσία του, ώστε τράβηξε τη προσοχή του βασιλιά, που τον ονόμασε Vidyapati (ο κύριος της εκμάθησης). Πάντως πρέπει να 'χε φύγει από τη ζωή, μέχρι το 1088 μ.Χ., γιατί κείνη τη χρονιά είχε γίνει η μεγάλη εκστρατεία του βασιλιά στο νότο. Αν ζούσε τότε, θα την είχε συμπεριλάβει στο ποίημά του, μιας και δε θα μπορούσε να την είχε παραλείψει, όπως δεν παρέλειψε, τόσες άλλες μικρότερες, που μάλιστα περιέγραψε λεπτομερώς. Έτσι ξέρουμε περίπου τα χρόνια που ο ποιητής πέρασε εκτός Κασμίρ, αλλά και τούτον όχι ασφαλώς. Από το 1066 μέχρι το 1088, αλλά θα πρέπει να μην είμαστε σίγουροι αν έφτασεν ακριβώς τη χρονιά του ενθρονισμού του ενός ή αν περιέπεσεν ακριβώς τότε στη δυσμένεια του άλλου βασιλιά. Το σίγουρον είναι όμως το πως δε θα μπορούσε να 'ναι ανήλικος, δεδομένου τόσον του χρόνου μετάβασης και των δυσχερειών ενός τέτοιου ταξιδιού, όσον και των νόμων που ίσχυαν εκείνη την εποχή. Αν λοιπόν θέσουμε, κάπως θαρραλέα, την ηλικία του στο ξεκίνημα, περίπου στα 25 του, αν όχι και μεγαλύτερος, μπορούμε να θέσουμε τη γέννησή του γύρω στο 1040 μ.Χ.
     Από κει και πέρα μόνον εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Αν έζησε λοιπόν μόνο 48 χρόνια, είναι μικρό χρονικό διάστημα για να φτιάξει τέτοια τέχνη και φήμη. Αν πάλι έζησε και μετά το 1088, αλλά μια ζωή ενός αποτυχημένου συνταξιούχου ή ...επιτυχημένου φυγά, δεν έχουμε επαρκείς καταγραφές. Έχει πάντως στο ενεργητικό του 3 γνωστά και μεγάλα έργα: "Vikramanka Deva Caritam" -ένα ιστορικό Kavya, το "Caur Panchasika" -ένα λυρικό ποίημα 50 στροφών κι ένα μικρό δράμα 4 πράξεων το "Karna Sundari". Έν ακόμα σύγγραμμα, το "Bilhana Caritam", μια αυτοβιογραφία φαινομενικά, δεν πρέπει ν' αποδοθεί σε κείνον, αλλά ίσως σε κάποιους μεταγενέστερους θαυμαστές του, που θέλησαν να παραμείνουν ανώνυμοι. 'Αλλωστε η αφήγηση κι οι ημερομηνίες, δε συμφωνούν με τ' άλλα συγγράμματά του.
     Από τα υπάρχοντα λοιπόν στα σίγουρα, έργα του, το μεγαλύτερο είναι το 1ο, που αριθμεί 18 κάντος, που εξιστορεί κι εξυμνεί τα του βασιλιά του, με κάποιον ευφάνταστο αλλά λεπτομερώς περιγραφικό τρόπο και μόνο στο τελευταίο εξ αυτών κάνει ιδιαίτερη μνεία για το πρόσωπό του. Αυτά τα 18 κάντος αριθμούνε περί τους 2.500 στίχους. Το 2ο έργο του, το λυρικό ποίημα, περιγράφεται εκεί, άρα γράφτηκε νωρίτερα κι είναι ανεξερεύνητο, αν πρόκειται για αληθινή ιστορία ή ανήκει στη σφαίρα μιας γόνιμης φαντασίας, που πάντα διαθέτει ένας ποιητής. Όπως και να 'χει, η αξία του ποιήματος αυτού είναι μεγάλη, διαχρονική, αιώνια.
      Στο 3ο έργο, η Karna Sundari είναι η ηρωΐδα. Πολλοί συγγραφείς της σανσκριτικής, επιλέγανε τίτλους με ονόματα από τις ηρωΐδες τους. Πρόκειται για ένα ερωτικό δράμα μεταξύ της ηρωΐδας κι ενός απόγονου της Δυναστείας Chalukya, του Karna Raj, γιού του Bhimadeva. Όπως κι άλλα τέτοια σανσκριτικά δράματα, είναι κάτι περισσότερο, από ένα ερωτικό, δραματικό δημιούργημα. Η ιστορία, κοινή, αλλά μ' έναν επιτυχημένο συνδυασμό αλήθειας και φαντασίας. Τα πεζά κομμάτια είναι απλά και σύντομα. Κι αυτό το έργο, μπορούμε να ισχυριστούμε ακίνδυνα, πως προηγείται του μεγάλου, μιας κι αυτό περιγράφεται μέσα κει. Επίσης, πως ο ποιητής αυτός είναι ρομαντικός, με μια ποιητική γραφή που μιλά καίρια και λαμπερά. Στις ρίζες αυτής της ποιητικής του, εντοπίζουμε το όλο και πιο βαθύ συναίσθημα, του ρομαντικού ενστίκτου, που ναι σύμφυτο με τη προσωπικότητά του.
     Τα έργα αυτά, ωστόσο, δεν απεικονίζουν επακριβώς τη τεχνική της γλώσσας αυτής. Ο Μπιλάνα, δε μας γεμίζει σοφιστείες, όπως ο Somananda κι άλλοι, που δε θα μπορούσαν να κατανοήσουν ακόμα κι οι απλοί αναγνώστες του. Δεν εισαγάγει μήτε το λεπτό διαχωρισμό της επιχειρηματολογίας στη λογοτεχνία, όπως ο Mammatta κι άλλοι. Δεν αναμιγνύει την ιστορία με τον μύθο, όπως ο Kalhana. Αποφεύγει επίσης να ρίξει το φταίξιμο στη κοινωνική δομή, όπως ο Ksemendra. Όπως ένας γνήσιος ρομαντικός ποιητής, όμως, μεταφράζει κι απηχεί συναισθήματα και συγκινήσεις, ακριβώς όπως τα νιώθει να σταλάζουνε στη καρδιά του. Εξυφαίνει ένα δικό του ιστό, γύρω από τον κόσμο του, των αμπελώνων και των φυτειών του σαφρανιού, που γεμίζουνε χρυσάφι την οπτική του. Για να μιλήσει με ακρίβεια, ζει πρώτα το ποίημα στη φαντασία του.
     Ο έρωτας, στους ινδούς ποιητές, δεν είναι ιδανικός ή αισθησιακός, αλλά αποκαλύπτει τη λιχουδιά των εσώτερων βαθιών συναισθημάτων και του καθαρισμού της σκέψης. Κρατά με μαστορικό τρόπο, ένα καθρέφτη μπρος στα ανθρώπινα συναισθήματα και γίνεται αυτόπτης μάρτυς στη φύση τους. Σκιαγραφεί τα συναισθήματα, με υπόβαθρο τις φυσικές καλλονές, έτσι ώστε οι σφυγμοί του αναγνώστη, μ' αυτούς της γης, να γίνουν ένα. Οι φυσικές ομορφιές του Κασμίρ μπορούν να δώσουν έναυσμα για τέτοιου είδους ποιητικές κορυφές. Η γλώσσα του είναι άψογη κι η ορθή γραφή του τέλεια κι αξιοθαύμαστη.
     Αντίθετα με τον προκάτοχό του Ξεμέντρα, δε πιστεύει πως οι ποιητικές φιοριτούρες (Alankaras) μπορούνε να προσδώσουνε μόνο καλλωπιστικήν αξία στα γραπτά του. Έτσι, τις χρησιμοποιεί αφειδώς μα μ' έναν αξιοθαύμαστο τρόπο. Ενώ έχει γράψει σε ποικίλλα μέτρα, προτιμά σαφώς το andakranta που ο Kalidasa, έχει απλώσει τον αθάνατο 'νεφελώδη αγγελιαφόρο' του. Θέλει να στέψει όλα τ' ανθρώπινα συναισθήματα με τη φρόνιμη και σωφρον-άφρονα επιρροή του έρωτα και παράλληλα να τα συνδέσει με τη λατρεία της φύσης. Πίνει νερό στη πηγή του έρωτα -συνώνυμο της ζωής- ζει κι αναπνέει με την αφθονία του. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως ο Μπιλάνα παντρεύει μοναδικά και με μαστοριά τον ήχο και την αίσθηση.

   (σημ:  Υπερέβαλα σε κόπο, χρόνο και χώρο, με κίνδυνο να γίνω πληκτικός -και σίγουρα κουράστηκα πολύ, γύρω στις 4 ώρες- για να μεταφράσω και να στήσω τούτο το εκτεταμένο βιογραφικό, μα πιστεύω πως άξιζε όλο τον κόπο, ακόμα και το παραμικρό σημείο στίξης του. Ελπίζω το αποτέλεσμα να με δικαιώσει, τουλάχιστον ως προς τη πλήξη σου, αγαπητέ/ή  φίλε/η αναγνώστη/ρια.  Χ. Π.)


=================================


Ο Κλέφτης Της Αγάπης

Και τώρα ακόμα
η σκέψη μου βυθίζεται στο μέλι του κοριτσιού μου,

στις κορδέλες, στα μπουμπούκια
που ξημέρωναν χρυσάφι,
στη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
στα κουρασμένα, από το μόχθο της αγάπης, βήματά της,
στη γαλήνη των βλεφάρων της:

κοιμάται ή ρεμβάζει.
Αρπάζεται ο νους μου

απ' την αλήθεια της απουσίας της
κι αρχίζει να δουλεύει
βαθιά μες στη ψυχή μου

την αποκάλυψή της.

Και τώρα ακόμα
βλέπω τα στήθη της μεστά
στου κόρφου της τη κιτρολεμονιά.
Το πρόσωπό της έναστρος επάνω ο ουρανός.
Πάω κοντά.

Πυρπολημένο το κορμί της,
πληγωμένο απ' της αγάπης τη πύρινη αιχμή.
Την άνθισή της σκέφτομαι
και θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στο χιόνι.


Και τώρα ακόμα
να 'ρχόταν το κορίτσι μου
μ' αυτά τα μάτια σαν τ' ανθάκια του λωτού
απ' της αγάπης τα μαρτύρια τσακισμένη,
αμέσως θα της άνοιγα τη δίψα των χεριών μου
να πιει αυτή, να πιω κι εγώ
απ' των χειλιών της το κρασί:

εργατικός κουρσάρος της γλύκας,
σαν την μέλισσα, που δεν χρονοτριβεί
να κλέψει από το νούφαρο το μέλι.


Και τώρα ακόμα
τη θυμάμαι κουρασμένη απ' της αγάπης
τον μόχθο να βαδίζει αργά, απρόθυμα.

Ποτάμι τα μαλλιά στα κάτωχρά της μάγουλα.
Κι η ταραχή του φουστανιού της να ψελλίζει
πολύχρωμα, δαντελωτά, τι κέρδισε, τι έδωσε.
Η αύρα η μυρωμένη των χεριών της
σκορπίζει ανεμώνες στον λαιμό μου.




Και τώρα ακόμα
έχω μπροστά μου κείνη τη στιγμή
που η συστολή της -διάφανο σκοτάδι-

μου έκρυψε τ' ωραίο πρόσωπό της,
αφήνοντας τα μάτια της να λάμψουν σαν αστέρια.
Κι η αγρύπνια του έρωτα φτερούγιζε όλη νύχτα

σα ρόδινο πουλί.

Και τώρα ακόμα
αν έβλεπα τα μάτια τα μεγάλα της
τα μήλα τα ολοζώντανα, τα μάγουλα τ' αχνά,
σα κήπος θ' άνθιζε ο πυρετός του χωρισμού,
κι η νύχτα ένας εραστής μελαχρινός

θα χόρταινε το φως
στα στήθια της ημέρας.


Και τώρα ακόμα
θυμάμαι το λιγνό ποτάμι των μαλλιών της να σπαρταρά,

τα πορφυρά της χείλη να σμίγουν στη φλογέρα,
να οδηγούν του έρωτα τον χορό.
Ένα τρελό φεγγάρι το πρόσωπό της έγινε
πάνω απ' το χορτασμό.
Σαλέψαν ανεπαίσθητα τα μέλη της, σιγά, αρμονικά,

τα πόδια της δουλέψαν τον λευκό μόχθο του έρωτα
και σώπασε απαλά.

Και τώρα ακόμα
τη βλέπω στη κρυστάλλινη αχλή των αρωμάτων της
να σπέρνει καταιγίδες σεντονιών:
ένα κορίτσι με μάτια σα καλό κρασί,
δυο μάτια που αγαπιούνται σα πουλιά...
Πώς καιροφυλακτεί
το νεογέννητο γεράκι των χειλιών της!


Και τώρα ακόμα
κολυμπά τρυφερά

προς την απόκρημνη ακτή του πόθου της:
σαν το κρασί κόκκινα,
κατακόκκινα τα μεθυσμένα χείλη της,
γραμμένα με απέραντο γαλάζιο.
Μέλι χρυσό το λυγερό κορμί της,
κόσμος ολάκερος το ζωντανό της βλέμμα.
Υπέροχη η ανάσα της σαν αύρα
φέρνει τ' αρώματα όλα του Κασμίρ.


Και τώρα ακόμα
κάνει τα μάγια της μες στη ψυχή μου.
Ακούω τη φρικτή λέξη του χωρισμού
μέσα στη νύχτα: "Αντίο".
Γυρίζω, βλέπω μια χρυσή ανταύγεια χειλιών.
Γέρνω να τα φιλήσω.
Και χάνομαι μες στα μαλλιά
του κοριτσιού που αγάπησα,
βαθιά, πολύ βαθιά.


Και τώρα ακόμα
το διψασμένο βλέμμα μου νηστεύει τη μορφή
του κοριτσιού που έχασα.
Κρίκοι χρυσοί μου εσείς,
που αγγίζατε τη τρυφερή μανόλια
του προσώπου της

κι άγραφη εσύ περγαμηνή,
τραγούδησαν τα χείλη μου ατέλειωτα φιλιά.
Τόσα φιλιά!
Μα τί να γράψω πια;


Και τώρα ακόμα
μπροστά στον θάνατο
θυμάμαι τα βαμμένα βλέφαρά της
τα πεινασμένα μάτια της,
το έλεος του κορμιού της
δοσμένου στο κατάκοπο κυνήγι της αγάπης.
Κόκκινα αγριολούλουδα,
δροσίζουνε τη θλίψη μου οι θηλές της
κι ο πόνος μου νειρεύεται
χείλια υγρά και πορφυρά,
χείλια που ήταν κάποτε δικά μου.




Και τώρα ακόμα
έρχεται η άνοιξη και σπέρνει διάφανη δροσιά μες στα νερά.

Τα δέντρα αργοσαλεύουν τα τρυφερά τους δάχτυλα.
Το φως, ανθίζει πορφυρό στον κήπο του Θεού.
Νυχτώνει ωστόσο κάποτε και βγαίνει το φεγγάρι
κι είναι το φως του φεγγαριού
σαν τα γλυκά της μάγουλα,
κι είναι οι σκέψεις διάφανες
σαν τα χαμόγελά της.
Ένας κύκνος τριγυρίζει στο σκοτάδι.
Δεν αντέχω το μαρτύριο αυτό.


Και τώρα ακόμα
η ευλογία της ολόγυμνης αγάπης
στο μεθυσμένο μεγαλείο της μορφής της
με περνά απ' το μαρτύριο της μνήμης:
φλόγα λιγνή, τρεμοσβηστή, το φόρεμά της,
μόλις σκεπάζει ένα χέρι ρόδινο,

που σπεύδει με συστολή να συμμαζέψει
ό,τι ταξίδεψε πλησίστια η βιασύνη.
Στο τέλος, πάντα αναχωρεί τόσο γλυκά, τόσο απαλά.


Και τώρα ακόμα
όταν ραγίζει ξαφνικά η πέτρα της καρδιάς μου
της φυλακής μου πέφτουνε οι τοίχοι
και βλέπω ένα κορίτσι-φως.
Τα ρόδα των δακτύλων της
σκορπίζουν στα μαλλιά της
μιαν αγωνία τρυφερή.

Κοιτάζει κάπου μακριά.
Κι όπως ανοίγει τη ρόδινη αγκαλιά της,
ξημερώνει.

Και τώρα ακόμα
όλο στενεύει η φυλακή μου,

όλο μικραίνει.
Χτίζει άλλους τοίχους το σκοτάδι,
κι ένα κορίτσι κουρασμένο στο κρεβάτι μου, γελά.
Ταΐζει ένα μικρό πουλί, λιγνή σαν τη μελιά.
Νυστάζει, δε κοιμάται, σα ποτάμι.


Και τώρα ακόμα
τη βλέπω, όπως πάντα, να περνά,
να ταπεινώνει το σκοτάδι

με λουλούδια και πυρσούς.
Γυρίζει, βλέπω καθαρά το πρόσωπό της.
Στέκεται, αμύνεται με σθεναρή
αυτοσυγκράτηση:

"Εγώ πάω για ύπνο. Καληνύχτα!"



Και τώρα ακόμα
που είμαστε μακριά τόσο καιρό,
πουλί δεν φτερουγίζει έξω απ' τη φυλακή μου,
δίχως να δω ολοζώντανο εκείνο το κορίτσι
να κελαηδά όταν μιλά, να έρχεται σαν κύκνος,
σαν πληγωμένου γερακιού φτερούγα να καθεύδει,
η νύχτα των μαλλιών της.


Και τώρα ακόμα
νιώθω πως είναι ευτυχισμένη

η ωραία μου πριγκηπέσσα.
Τη βλέπω να χαϊδεύει
με τα μπουμπούκια των δακτύλων της
τα στήθη της.

Κρυφά κοιτάζει∙ με κοιτάζει και γελούν τα μάτια της.
Για ένα Θεό ανοίγουν τα μπουμπούκια της.
Ένα Θεό αγκαλιάζει, και σπαρταρά∙

βαθιά πολύ, θανατερά:
"Φίλα με και θα τρέξω κρυστάλλινο ποτάμι!"

Και τώρα ακόμα
κουβεντιάζουν στους δρόμους

πόσον αδύναμη υπήρξε.
Να 'ξεραν πόση δύναμη
χρειάστηκε να φτάσει μέχρις εμένα.
Μπορούσαν άραγε όλοι αυτοί,

που αγοράζουν κι αγοράζονται μ' ασήμι και χρυσό
να γράψουν την ελάχιστη σκιά κάτω απ' τα μάτια της;
Ποιός βασιλιάς την έφερε στο άχαρο κρεβάτι του;
Μοναχικό κορίτσι μου,

κρέμεται ακόμα πάνω μου σα φυλαχτό,
το σθένος σου.

Και τώρα ακόμα
που θα δω τον ήλιο μόνο μια φορά να βγαίνει.

Τώρα ακόμα, που δε θα ξαναδώ τ' αστέρια
-ούτε και θέλω-
εκείνη σκέφτομαι άγρυπνη.
Εγώ θα γείρω μια στιγμή κι ύστερα μέσα μου σιωπή.
Εκείνη; Γείρε, ύπνε, τα βλέφαρά της κι άσε με μένα

ν' αγρυπνώ τον έσχατο ερχομό σου.



Και τώρα ακόμα
η αγωνία της μοναξιάς μου είναι μια:
πως θα γλιστρήσει το φουστάνι στο κορμί της.
Θα δω τα στήθη της,

θα νιώσω τη ζωή που σφύζει μέσα τους,
μια νύχτα πανικού στα εσώρουχά της
θ' ανατρέψει όλης της γης τη τάξη,
θα 'ναι πια χάδια τα κύματα,
φιλιά οι τρικυμίες;
Την έχω δει να μπαίνει στο ναό
και να 'ναι τα λουλούδια της,
τα χέρια του ίδιου του Θεού.


Και τώρα ακόμα
όταν ακούω τους σοφούς να σαβανώνουν
με λόγια ακατάσχετα τα νεκρωμένα νιάτα τους,
μου λείπει η αρμύρα των ψιθύρων της,

το χρώμα των στεναγμών που έσπερνε στον ύπνο της,
ν' ανθίσουν στον δικό μου λέξεις μικρές, ωστόσο σοφές,

αιφνίδιες σα νερό κρύσταλλο κρύο
κι άγριες σαν το μέλι.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι την αυγή να περιθάλπει
τη κατάκοπην αγρύπνια του έρωτά της.
Φωλιάζει μες στα χέρια μου, χαμογελά λιγνά
όταν τρεκλίζει η γλώσσα μου το κάθιδρο έλεός της.
Ξημέρωσε.

Όλη νύχτα,
τη σιωπή μοχθούσα του θανάτου.
Ένα τραγούδι ακόμα!

Ένα τραγούδι ακόμα...

Και τώρα ακόμα
ο ξυλοκόπος κι ο ψαράς γυρίζουν σπίτι
όταν απάνω βγαίνει το φεγγάρι,
με το τσεκούρι και το δίχτυ του μουσκίδι φως αχνό.
Σηκώνεται η πορφυρή φλόγα στο παραγώνι και λέει:

"Εμπρός, εμπρός! Έρωτα κι ύπνο αμέσως!"
Κάποιος, κάπου τραγουδά.
Κάποιο κορίτσι κρύβεται μέσα στις φυλλωσιές.
Φέγγει στα στήθη της ολάκερο φεγγάρι.
Κι εγώ θα πρέπει αύριο να πεθάνω.



Και τώρα ακόμα
σα να 'χω όρεξη για προσευχές.
Τουλάχιστον να πιάσω τη κουβέντα
με τους Θεούς γι' αυτό τον κόσμο,

για τον άλλο, να ετοιμαστώ,
να ετοιμάσω την ψυχή μου...
Γονατίζω και λέω:

"Πατέρα του φωτός,
περίμενε λιγάκι ακόμα.
Των σκοταδιών μητέρα,
κράτησε λίγο ακόμα.
Ένα φιλί... το πόδι της...
ένα φιλί μονάχα
..."


Και τώρα ακόμα
βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια της να φεύγουν
σαν τ' αγρίμια μέσα σε δάσος σκοτεινό.
Κι εγώ χαμένος κυνηγός.
Γύρω νερά μοναχικά -δάκρυα σωστά-
και πέρα κει στις φυλλωσιές θροΐζουν τα μαλλιά της.
Τρέχω και πέφτουν τα σκυλιά επάνω μου.

Ξυπνώ: σκόνη και πέτρα.
Τι είναι εδώ;
Είμαι θαμμένος;

Και τώρα ακόμα
όταν φιλά επάνω το φεγγάρι,

τις θημωνιές στην αγκαλιά του θερισμού
και το μεστό ροδάκινο στα χέρια των κλαδιών,
γαλήνια τη βλέπω να εξοφλεί τα χρέη της στον έρωτα.
Πυκνώνει, πέφτει σα δροσιά το φως των αστεριών.
Μα δεν μας βρίσκει αγκαλιά στον κήπο, όπως πάντα.
Θα πρέπει να νηστέψει χορτασμό κι αυτό το βράδυ.


Και τώρα ακόμα
ο έρωτας είναι Θεός κι η νύχτα η Θεά του.
Όμως εγώ συνάντησα κάποτε το παιδί τους∙
κι ήταν ωραία,

έλαμπε ολόκληρη, Θεέ μου!
Δεν ονειρεύτηκα έκτοτε βαθύτερη ομορφιά.
Νυχτώνω -ξέρω, ναι-

όμως λάμπει επίμονα στο χέρι της το αμύθητο πετράδι
του πρώτου μας καλοκαιριού.




Και τώρα ακόμα
απορώ πού βρίσκει τόσο μένος η αγάπη:
αυτή, μια παλάμη, τρυφερή επιδερμίδα,
δυο άμαχα χεράκια,

να παλεύει σαν τίγρη,
στην ηδονική παγίδα των δακρύων,
που πέσαμε μαζί!


Και τώρα ακόμα
θυμάμαι πως θεωρούσα ομορφιά
τα κυπαρίσσια και τα ρόδα, τα βουνά,
τους λόφους και το κύμα.
Ώσπου μια μέρα είδα των χεριών σου τις πεταλούδες

να μυρώνουνε τον διάφανο αέρα.
Σκέφτομαι κορυδαλλούς να παίζουν μες στις φυλλωσιές,
παιδιά να λιάζονται γυμνά στις ακροποταμιές.


Και τώρα ακόμα
μετά από τόσες νύχτες των λευκών σου σεντονιών
που μου στέρησε ο ύπνος,
σκέπτομαι πως μπορεί να μην υπήρξε
τόσο σκληρός μαζί σου.
Το δικαιούσαι: έκλαψες πολύ.
Φτωχή μου αγάπη,

ο θάνατος στο κήπο τριγυρίζει,
δε θ' αργήσει να εισβάλει στα ερείπια των ελπίδων μου:

φθινοπωριάζει.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι τη παραζάλη της φυγής μας,
εκείνη την απελπισμένη έξοδο

από το σκοτεινό ψέμμα του ύπνου
στη κατάφωτη αλήθεια των ονείρων:
τρέχαμε πλάι στο ποτάμι του χειμώνα,
κι ο ήλιος ξεψυχούσε στα νερά,
δίχως λουλούδια πια και χορτάρια
να χαϊδεύονται στο τρυφερό του φως∙
σήκωσε την τελευταία του ακτίνα
και μας έδειξε ανήμπορα τον δρόμο
για τη Νιρβάνα,

για τη θάλασσα...



Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι μάτια σαν το μετάξι πρόθυμα
να περιπαίξουν, να χαϊδέψουν,

να τυλίξουν απαλά το σώμα μου∙
μάτια με βλέφαρα που ανοίγουν άλλα μάτια,
όταν κλείνουν σκιερά.
Σκέπτομαι, σκέπτομαι, θυμάμαι,
το στόμα που αγάπησα, το μυρωμένο στόμα,
τα δροσερά λουλούδια των χειλιών της,
τη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
τα δάχτυλα, σαν τα λιγνά κλαριά που αργοσαλεύουν

τον πολύτιμο καρπό τους.

Και τώρα ακόμα
οι ζωγράφοι όλου του κόσμου,
με τους λεπτούς καμβάδες τους,
τα χρώματα τα εξαίσια,
στις τρυφερές σκιές,
αδυνατούν ν' απεικονίσουν
το φως του ήλιου

στο λυγερό σώμα του κοριτσιού μου.
Ζωγράφος δεν υπάρχει σαν το βλέμμα.


Και τώρα ακόμα
όταν βρέχει μες στη νύχτα,

πλημμυρίζει ασήμι ο κόσμος.
Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι το σώμα σου.
Στέκομαι, λέει, πίσω απ' το κρεβάτι μας:
η νύχτα των μαλλιών σου πέφτει αργά
στο έρημο μαξιλάρι.
Απλώνεις ένα χέρι, έσχατο φως
κι αναζητάς να πιάσεις ουρανό.
Μάταιος κόπος.

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι τα πόδια σου
να γυρεύουν να φωλιάσουν στα δικά μου.
Τα ονειρεύομαι συχνά και τώρα ακόμα∙
όπως πάντα βιαστικά και σιωπηλά.
Όταν ξυπνώ δεν κλαίω∙
κι ας είναι η απουσία σου

το πρώτο πράγμα που βλέπω
μες στο άθλιο φως της μέρας.
Τί νόημα έχει πια;

Ήρθε η ώρα να μαζεύω τη ψυχή μου
και να φεύγω.



Και τώρα ακόμα
ξέρω τουλάχιστον πως είδα
τους ανθρώπους ν' αγαπιούνται.
Είδα τον πόθο να τραβά δικούς του δρόμους
μέσα στα μάτια τους.

Το χάρηκα.
Αυτός ο κόσμος που αφήνω πίσω μου
ήταν φτερούγισμα πουλιού,
φωτιές στων λόφων της κορφές.

Αυτός ο κόσμος ήταν σα ζωγραφιστός,
σαν ψεύτικος.
Εκτός απ' το κορίτσι μου.
Αυτή...

Και τώρα ακόμα
παρηγοριά έχει ο θάνατος.
Τουλάχιστον δίνει φτερά, κάπου πετάς,
κι η νύχτα πια δεν έρχεται

με τοίχους γυμνούς κι άδεια κρεβάτια.
Κανένας δε φιλάει τους νεκρούς.
Αν υπάρχει κάποια βρύση -έστω της λησμοσύνης-
μπορείς τουλάχιστον να ξεδιψάσεις.


Και τώρα ακόμα
λέω πως δοκίμασα τουλάχιστον τη γεύση της ζωής.
Μεγάλη ήταν η γιορτή.

Τέλειωσε, πάει.
Όμως -για δες- φως δυνατό!

Αιώνιο φως!
Και μέσα το κορίτσι μου!

Ας έρθει το μαχαίρι.
Έχω γιορτή!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers