Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Φανταστικό 

Φουρουκλάς Λάκης: Λύτρωση

     Περπατά σκυφτός, λυπημένος, βιαστικός, με τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες του ασήκωτου παλτού του, καθώς τη χειμωνιάτικη τούτη νύχτα ο αέρας λυσσομανά παγώνοντάς του τα κόκαλα, καθώς το χιόνι μεταμορφώνεται από όμορφες νιφάδες σε μια κρύα κι επικίνδυνη μάζα για τους διαβάτες. Όχι πως δίνει και μεγάλη σημασία στις καιρικές συνθήκες, αλλά δεν μπορεί και να τις αγνοήσει κιόλας, βυθισμένος καθώς είναι στις σκέψεις του. Πρέπει να το ξεφορτωθεί, σκέφτεται, πρέπει να ξεφορτωθεί αμέσως το αντικείμενο που μεταφέρει, προτού συμβεί κάτι κακό.

     Ναι, το κέρδισε στα χαρτιά, αλλά ήξερε από την πρώτη στιγμή πως δεν έπρεπε να το πάρει στα χέρια του, ότι δεν έπρεπε να το κρατήσει. Καλύτερα θα ήταν αν το πουλούσε αμέσως κι ας έπαιρνε λιγότερα λεφτά απ' όσο στ' αλήθεια άξιζε. Δεν το έπραξε όμως και να τώρα που το νιώθει να ασκεί μια παράξενη επιρροή πάνω του, που του δίνει μια απροσδιόριστη δύναμη και μια πεποίθηση ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, να που κάνει κατάληψη στην ψυχή και το μυαλό του και δεν μπορεί να βρει αναπαμό.

     Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα και το χιόνι αρχίζει να πέφτει όλο και πιο πυκνό απ' τον ουρανό, οι νιφάδες πιάνουν έναν άγριο χορό κάτω από τα χλωμά φώτα της πόλης. Οι διαβάτες πια στους δρόμους είναι λιγοστοί κι αυτοί πολύ βιαστικοί, καθώς σπεύδουν για τα σπίτια τους ή για κάποιο άλλο μέρος ζεστό και φιλόξενο. Αυτός δε βιάζεται να πάει πουθενά, απλά βιάζεται. Λες και τρέχει να ξεφύγει από τον εαυτό του, από τις σκέψεις του, από το μέλλον που δίχως καμιάν απολύτως αμφιβολία τον περιμένει. «Όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό ξανά», λέει στον εαυτό του. «Αποκλείεται!» προσπαθεί να τον πείσει. Κι όμως, βαθιά μέσα του το ξέρει, το ξέρει καλά πως δε θα μπορέσει ούτε και τούτη τη φορά να ξεφύγει από τη μοίρα του, μια μοίρα που μισεί, που απεχθάνεται όσο τίποτ' άλλο στον κόσμο, μια μοίρα που είναι όμως το μόνο που έχει, που του δίνει ζωή και που του τη κλέβει στάλα τη στάλα, στιγμή τη στιγμή.

     Φτάνει στην παλιά τοξωτή γέφυρα, το πιο αγαπημένο του σημείο στην πόλη. Στέκεται κι αφουγκράζεται με βεβιασμένη προσοχή το σκοτεινό ποτάμι, που βρυχάται με οργή κάτω από τα πόδια του, καθώς το χιόνι του μαστιγώνει αλύπητα το πρόσωπο, του χαράζει τη ψυχή. Τα φώτα τρεμοπαίζουν γύρω του θαμπά, μέσα του σκοτεινιάζει. Κοιτά κάτω, προς το ποτάμι, αλλά δε βλέπει τίποτα, μαύρα όπως είναι τα νερά, αδυνατούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μες στο λευκό τοπίο. «Πέταξέ το. Πέταξέ το τώρα, να το πάρει το ποτάμι, να λυτρωθείς», προστάζει τον εαυτό του. «Μα, γιατί; Αφού είναι δικό μου, το κέρδισα!» απορεί κι αντιδρά κείνος. Πολεμά με τους δαίμονές του, πολεμά σκληρά και για ώρα πολλή, αλλά χάνει. «Ας είναι!» ψιθυρίζει παραιτημένος, ρίχνει μια τελευταία ματιά στο αόρατο ποτάμι κι αρχίζει και πάλι να περπατά. «Ηττήθηκα!» μονολογεί, καθώς διασχίζει το κρύο. «Ηττήθηκα, αλλά αυτή τη φορά θα είναι όλα αλλιώς».
     Περιπλανιέται δίχως προορισμό στις κακόφημες συνοικίες της πόλης. Αυτό που κέρδισε, το δώρο, το δίλημμα κι η πληγή που του χαρίστηκε, χωμένο βαθιά μες στη δεξιά του τσέπη. Δεν μπορεί, αργά ή γρήγορα θα γυρίσει ο άνεμος, θ' αλλάξει πορεία ο τροχός της τύχης, θα δοθεί και σ' αυτόν η ευκαιρία να σωθεί, να σβήσει τη φωτιά που του καίει το μυαλό και τα σωθικά, να βγει και πάλι στο φως. Αυτό σκέφτεται.

     Τρεις το πρωί κι ακόμη τίποτα, καμιά ευκαιρία να χορτάσει το μέσα του, πουθενά η προσωρινή σωτηρία. Πουθενά! Αλλά... Αλλά, να, από κάπου ακούει φωνές. Μια γυναίκα είναι που φωνάζει, που εκλιπαρεί, που ζητά βοήθεια. Περπατά αργά, ψύχραιμα, με περισσή προσοχή προς το μέρος απ' όπου άκουσε να ξεπηδά η κραυγή του τρόμου. Σε λίγο βλέπει έναν άντρα βαρύ ντυμένο μ' ένα σκοτεινό παλτό, με κασκόλ στο λαιμό κι ένα στρογγυλό καπέλο στο γκρίζο του κεφάλι, να κτυπά άγρια μια γυναίκα, να προσπαθεί να της σκίσει τα ρούχα και να τη ρίξει κάτω για να τη βιάσει.

     Καθώς κοιτά τούτη την αποτρόπαιη σκηνή στο προσωπικό του παίρνει να ζωγραφίζεται ένα σατανικό χαμόγελο. «Ναι, αυτή τη φορά θα είναι όλα αλλιώς!» σκέφτεται σιωπηλά και με βαθιά ικανοποίηση, καθώς αρχίζει να πλησιάζει αθόρυβα προς το σκηνικό εκείνο του παραλόγου. Μια στιγμή μόλις μετά καρφώνει με δύναμη πολλή, σχεδόν οργισμένη, το στιλέτο στο σβέρκο του επίδοξου βιαστή κι απομακρύνεται, με ανάλαφρο βήμα, με βήμα λες κάποιου εξωτικού πουλιού, που χαίρεται τη ζωή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της. Επιτέλους, ξεφορτώθηκε το άδωρό του δώρο, ικανοποίησε και τη φλεγόμενη δίψα του, και το έκανε για το καλό. Όχι, δεν έχει καμία απολύτως τύψη για το φονικό, σε αντίθεση με τ' άλλα θύματά του, τούτο -το χτήνος- άξιζε να πεθάνει.

     Φτάνει στο σπίτι του χαρούμενος, ξεπαγιασμένος, αλλά και λίγο πολύ ζαλισμένος -αφού απόλαυσε τα κρασάκια του σ' ένα ταβερνάκι που ξενυχτούσε- λίγο προτού να ξημερώσει το φως μιας ακόμη κρύας ημέρας. Βγάζει σχεδόν τελετουργικά τα ρούχα, το καπέλο και τα γάντια του και ξαπλώνει στο κρεβάτι, για να βυθιστεί σύντομα μ' ένα μισό χαμόγελο σ' ένα βαθύ ύπνο δίχως όνειρα.

     Είναι λίγο πριν το μεσημέρι όταν τον ξυπνούν κάποιες φωνές που φτάνουν στ' αφτιά του απ' έξω, καθώς και κάποια βίαια δυνατά κτυπήματα στην πόρτα. Πάει, έτσι όπως είναι, ημίγυμνος, μισοκοιμισμένος, για ν' ανοίξει. «Βρήκανε τον πατέρα σου νεκρό, μ' ένα χρυσό στιλέτο καρφωμένο στο σβέρκο», του ανακοινώνει με μια πνοή η γειτόνισσα, με το που ανοίγει την πόρτα και λιποθυμά. Με τα πολλά πολλά καταφέρνει να τη συνεφέρει. Τη συνοδεύει μέχρι τα σκαλιά του σπιτιού της, την ευχαριστεί που του μετέφερε τα θλιβερά μαντάτα και για τη συμπάθειά της κι επιστρέφει πίσω στην κάμαρά του. Διπλοκλειδώνει την πόρτα, σφαλίζει εντελώς τα παντζούρια και ξαπλώνει. Φέρνει στο μυαλό του όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ. Όλες οι εικόνες επιστρέφουν στα μέσα του μάτια καθάριες, κρυστάλλινες, διάφανες.
  «Βρε τη μπαμπέσα τη ζωή!» ψιθυρίζει και χαμογελά.

     Και κοιμάται και πάλι.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers