ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì 

¼ìçñïò: ÖùôåñÞ ÔÝ÷íç Áéþíéá

 Βιογραφικü

     Αρχαßος ¸λληνας επικüς ποιητÞς, ο μεγαλýτερος απü τους ποιητÝς üλων των αιþνων, με τον οποßο αρχßζει η Ýντεχνη ελληνικÞ και ευρωπαúκÞ λογοτεχνßα.
Οι πληροφορßες που Ýχουμε για τον ¼μηρο εßναι ελÜχιστες και αυτÝς ασαφεßς. Τον τüπο γÝννησÞς του διεκδικοýν πολλÝς πüλεις üπως μας πληροφοροýν οι δýο αυτοß εξÜμετροι:

   "ΕπτÜ πüλεις μÜρνανται σοφÞν διÜ ρßζαν ΟμÞρου,
    Κýμη, Χßος, Κολοφþν, Σμýρνη, Πýλος, ¢ργος, ΑθÞνη
".

     Πιο πιθανÞ πατρßδα του üμως θεωρεßται η Σμýρνη, αιολικÞ αποικßα, που αργüτερα προστÝθηκε στην ιωνικÞ συμπολιτεßα. Η Üποψη αυτÞ ενισχýεται απ' üτι ο ποιητÞς γνþριζε πολý καλÜ τη περιοχÞ της, üπως αποδεικνýουν οι παρομοιþσεις που δανεßζεται απü την κλαγγÞ των κýκνων και των χηνþν του ΚαÀστρου ποταμοý, απü την ορμÞ του ΒορρÜ και του ΖÝφυρου που φυσοýν απü τη ΘρÜκη, απü τον ταýρο που θυσιÜζεται στο Πανιþνιο. Γνþριζε ακüμα καλÜ τις ακτÝς του Αδραμυτινοý κüλπου, το üρος ºδη, τη πεδιÜδα του ΣκÜμανδρου κ.λ.π., τα οποßα εßδε ο ποιητÞς με τα μÜτια του και γßνανε θÝατρα των αγþνων των ηρþων του.
    
¢γνωστο εßναι το πüτε Ýζησε ο ¼μηρος. Ο ßδιος αφÞνει να εννοηθεß στα ποιÞματÜ του üτι Ýζησε πολý αργüτερα απü τα τρωικÜ. Γιατß συχνÜ λÝει üτι οι Þρωες των τρωικþν Þταν κατÜ πολý ανþτεροι απü τους σýγχρονοýς του στην ανδρεßα και τη ρþμη. ΚατÜ τον Ηρüδοτο, Ýζησε 400 χρüνια νωρßτερα απ' αυτüν και, σýμφωνα με τη μαρτυρßα αυτÞ, πρÝπει να 'ζησε κατÜ τα μÝσα του 9ου αι. π.Χ. ΤÝλος η παρÜδοση πως ο ¼μηρος Þτανε τυφλüς, ßσως πρÝπει ν' απορριφθεß, γιατß εßναι ασυμβßβαστη με τη λεπτÞ παρατÞρηση της φýσης που υπÜρχει στο Ýργο του.
     ΚατÜ μιαν Üλλη παρÜδοση, που την αναφÝρει ο Παυσανßας, πÝθανε στη Κω απü τη θλßψη του, λüγω του üτι δεν πÝτυχε να λýσει Ýνα αßνιγμα, που του Ýβαλαν παιδÜρια του νησιοý. ΚατÜ την επικρατÝστερη üμως εκδοχÞ πÝθανε στην ºο των ΚυκλÜδων το 724 π.Χ., σε ηλικßα 76 ετþν. Τα Ýπη του μορφοποιÞθηκαν οριστικÜ κατÜ τον 6 π.Χ. αιþνα (ενþ ως τüτε υπÞρχαν δεξιÜ-αριστερÜ αρκετÝς παραλλαγÝς τους), διασþθηκαν δε τüσο σε μÝγα πλÞθος χειρογρÜφων, üσο και σ' αρκετοýς παπýρους. Η πρþτη τυπογραφικÞ Ýκδοση των Ομηρικþν επþν Ýγινε το 1488 στη Φλωρεντßα, απü τον ΔημÞτριο Χαλκοκονδýλη.



     Οι νεþτερες αρχαιολογικÝς Ýρευνες -και προ παντüς οι περßφημες ανασκαφÝς του Ερρßκου ΣλÞμαν στους χþρους της αρχαßας Τροßας και των Μυκηνþν- αποδεßξανε περßτρανα πως η υπüθεση της "ΙλιÜδας" και της "Οδýσσειας" Ýχει σοβαρü πυρÞνα αλÞθειας, βασιζüμενο σε πραγματικüτητες κι üχι μüνο σε ονειροφαντασßες και κατασκευÝς ποιητικÞ αδεßα. Στον τÜφο του ΟμÞρου χÜραξαν το εξÞς επßγραμμα:

    ΕνθÜδε την ιερÜν κεφαλÞν
    κατÜ γαßα καλýπτει ανδρþν                
    ηρþων κοσμÞτορα θεßον
                 ¼μηρον.


    
Ο ¼μηρος Ýγραψε: την "ΙλιÜδα" της οποßας η υπüθεση εκτυλßσσεται σε 51 ημÝρες και 15.700 στßχους. ΘÝμα της εßναι η 'μÞνις του ΑχιλλÝως' εναντßον του ΑγαμÝμνονα κι οι συμφορÝς που επακολοýθησαν. ΚανονικÜ λοιπüν Ýπρεπε να ονομαστεß "Αχιλληßδα", επειδÞ üμως παρεμβÜλλει σ' αυτÞ πολλÜ γεγονüτα του πολÝμου που γßνανε γýρω απü το ºλιο (Τροßα), γι' αυτü πÞρε το üνομα. ¸γραψε επßσης την "Οδýσσεια" που τα περιστατικÜ της διαρκοýν 41 ημÝρες κι αναπτýσσονται σε 12.100 στßχους. ΘÝμα της εßναι η επιστροφÞ του ΟδυσσÝα απü τη Τροßα στην ΙθÜκη. ¢λλα Ýργα που του αποδßδονται εßναι: Ομηρικοß "¾μνοι", "Μαργßτης" Βατραχομυομαχßα" κλπ.
     Χαρακτηριστικü της τÝχνης του ¼μηρου εßναι üτι τα Ýπη του Ýχουν αρχÞ, μÝση και τÝλος κι üτι με τα αλλεπÜλληλα επεισüδια κρατÜ αδιÜπτωτο το ενδιαφÝρον του αναγνþστη ως το τÝλος. Η διÞγησÞ του εßναι Þρεμη κι ευγενÞς. Απεικονßζει και τις πιο οικτρÝς σκηνÝς, αλλÜ ο ρεαλισμüς του ποτÝ δε γßνεται χυδαßος. Τα πρüσωπα που παρουσιÜζει ενεργοýν με συνÝπεια προς το Þθος τους. ΚανÝνα πρüσωπο δε μÝνει ανηθοποßητο μες στο Ýργο του. Γλþσσα που χρησιμοποιεß εßναι η ιωνικÞ διÜλεκτος, ανÜμεικτη με μερικοýς αιολικοýς τýπους. ¼πως η ζωÞ των ηρþων του εßναι απλοúκÞ κι ανεπιτÞδευτη, κατÜ τον ßδιο τρüπο και η γλþσσα του ποιητÞ εßναι απλÞ κι αφελÞς, με ιδιαßτερη προτßμηση προς τη παρατακτικÞ σýνδεση των προτÜσεων.
     Ο αφελÞς üμως αυτüς ποιητÞς Ýχει τüσο λεκτικü πλοýτο στο Ýργο του, üσο κανÝνα Üλλο ποßημα Þ πεζü σýγγραμμα. Κι αποδεικνýεται βαθýς γνþστης της ανθρþπινης ψυχÞς κι ασýγκριτος παρατηρητÞς της φýσης και του κüσμου. Ο ομηρικüς στßχος εßναι ο δακτυλικüς εξÜμετρος, τον οποßο ο ποιητÞς βρÞκε προετοιμασμÝνο απü τους παλιοýς αοιδοýς, αλλÜ τονε χρησιμοποßησε με αναμφισβÞτητη δεξιοτεχνßα και τον αξιοποßησεν üσο κανÝνας Üλλος.



    
Ο θαυμασμüς για τα Ýπη του ¼μηρου διατηρÞθηκε αμεßωτος απü την αρχαιüτητα μÝχρι τις ημÝρες μας, γι' αυτü και διδÜσκεται σ' üλα τα σχολεßα της Ευρþπης, ως ο μεγαλýτερος ποιητÞς και παιδαγωγüς των αιþνων. Τα ομηρικÜ Ýπη Ýχουνε μεταφραστεß σ' üλες τις γλþσσες του κüσμου.

--------------------------------------------------------------------

                                 ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ

        ΑποσπÜσματα Υμνου Στον ΒÜκχο

¢λλοι στο ΔρÜκανον κι Üλλοι στην ανεμüδαρτη Ικαρßα
λÝνε, Üλλοι στη ΝÜξο, ω θεßο γÝνος ειραφιþτη,
κι Üλλοι στον Αλφειü τον βαθυστρüβιλο
üτι σε γÝννησε κυοφορþντας σε η ΣεμÝλη για τον Δßα τον φιλοκÝραυνο,
κι Üλλοι στις ΘÞβες λÝνε üτι εσý γεννÞθηκες
ψευδüμενοι, ενþ σÝνα ο πατÝρας των ανθρþπων και των θεþν σε γÝννησε
απü τη λευκοχÝρα ¹ρα κρýβοντας σε, απ' τους ανθρþπους μακριÜ.
ΥπÜρχει κÜποια Νýση üρος ψηλü κατÜφυτο απü δÜσος
απ' τη Φοινßκη μακριÜ, σχεδüν στα ρεßθρα της Αιγýπτου
Κι αγÜλματα πολλÜ θα στÞσουνε γι' αυτüν μες στους ναοýς.
Κι üταν στα τρßα σε τεμÜχισε, στις τριετηρßδες πÜντοτε
θα θυσιÜζουνε σε σÝνα οι Üνθρωποι εκατüμβες τελεσφüρες.
Εßπε και με τα μαýρα του τα φρýδια συγκατÝνευσε ο Κρονßων,
και τüτε βüστρυχοι θεúκοß κυμÜτισαν απ' του Üνακτα
το αθÜνατο κεφÜλι, και τον μεγÜλον ¼λυμπο τον τρÜνταξε.
¸τσι μιλþντας πρüσταξε ο συνετüς ο Ζεýς
με το κεφÜλι του.
ΕλÝησε μας ειραφιþτη γυναικομανÞ, κι εμεßς οι αοιδοß
με σε αρχινþντας και τελειþνοντας υμνοýμε, και δυνατüν δεν εßναι
εσÝνα λησμονþντας ιερÞ ωδÞ να θυμηθοýμε.
¸τσι κι εσý λοιπüν χαßρε Διüνυσε ειραφιþτη
με τη μητÝρα σου ΣεμÝλη που τη καλοýνε και Θυþνη.

                      Στην Αφροδßτη

Τη χρυσοστÝφανη σεβÜσμιαν üμορφη Αφροδßτη
θα υμνÞσω, αυτÞ που τα οχυρÜ κατÝχει üλης της Κýπρου
της θαλασσüβρεχτης, üπου η νοτερÞ ορμÞ του ΖÝφυρου που φýσαγε
στο κýμα την επÞγαινε της πολυφλοßσβου θÜλασσας
μÝσα σ’ ανÜλαφρον αφρü, αυτÞν που οι χρυσοστÝφανες οι ¿ρες
την υποδÝχτηκαν περßχαρα κι Üφθαρτα ενδýματα της ‘βαλαν,
και πÜνω στο κεφÜλι της το αθÜνατο της Ýθεσαν καλüπλεχτο
ωραßο στεφÜνι χρυσαφÝνιο και στους διÜτρητους λοβοýς
ενþτια απü το πολýτιμο χρυσÜφι κι απü ορεßχαλκο,
κι ολüγυρα τον απαλü λαιμü και τ’ αργυρüλευκÜ της στÞθη
με περιδÝραια ολüχρυσα στολßζανε οι ¿ρες
üμοια μ’ εκεßνα που φοροýσαν οι ßδιες üποτε πηγαßναν
στων θεþν το θελκτικü χορü και στου πατÝρα τους τ’ ανÜκτορο.
¼ταν λοιπüν üλον τον στολισμü της βÜλαν στο κορμß
την πÞγαν στους αθÜνατους κι εκεßνοι βλÝποντÜς τη την ασπÜζονταν,
με χειραψßα τη δÝχτηκαν κι ευχüταν ο καθÝνας τους
σýζυγος να του γßνει και στο σπßτι να την πÜει,
γιατß θαυμÜζαν τη θωριÜ της ανθοστÝφανης ΚυθÝρειας.
Χαßρε ελικοβλÝφαρη γλυκüλαλη δþσε σε τοýτον τον αγþνα
να οδηγηθþ στη νßκη εγþ κι ομüρφηνÝ μου το Üσμα.
Κι εγþ θεÜ και μ’ Üλλο μου τραγοýδι θα σε μνημονεýσω.

                       Στην ¢ρτεμη

Την ¢ρτεμη την αδερφÞ του ΕκÜτου ýμνησε Μοýσα
την τοξüτρια παρθÝνα, ομογÜλακτη του Απüλλωνα,
αυτÞ που τ' Üλογα του βουρλοσκεπασμÝνου ΜÝλητος ποτßζει
και γρÞγορα το Üρμα τ’ ολüχρυσο απ’ τη Σμýρνη το πηγαßνει
στην αμπελüφυτη την ΚλÜρο, εκεß που ο αργυρüτοξος Απüλλων
κÜθεται την τηλεýστοχη τοξüτρια περιμÝνοντας.
¸τσι κι εσý κι üλες οι θεÝς μαζß σου ας χαßρεσαι με το Üσμα μου,
üμως εγþ εσÝνα πρþτα κι απü σÝνα αρχßζω να υμνþ,
κι αφοý απü σÝνα αρχßσω θα περÜσω σ’ Üλλον ýμνο.

                    Στην Αφροδßτη

Τη ΚυπρογεννημÝνη θα υμνÞσω τη ΚυθÝρεια
που στους κοινοýς θνητοýς δßνει μελÝνια δþρα,
και το ερωτοπüθητü της πρüσωπο πÜντα χαμογελÜ
και λÜμψη ερωτικÞ το τριγυρßζει.
Χαßρε βασßλισσα της ομορφοχτισμÝνης Σαλαμßνος
και της θÜλασσας Κýπρου, δος μου το περιπüθητο Üσμα.
¼μως εγþ και μ’ Üλλο μου τραγοýδι θα σε μνημονεýσω.

                       Στην ΑθηνÜ

Την πολιοýχο ΑθηνÜ ΠαλλÜδα αρχßζω να εξυμνþ
την τρομερÞ, που με τον ¢ρη Ýργα πολεμικÜ σχεδιÜζει
και λεηλασßες πüλεων, πολÝμους κι αλαλÜγματα,
και προστατεýει το στρατü κι üταν υποχωρεß κι üταν ορμÜει.
Χαßρε θεÜ, δος μου καλοτυχßα κι ευδαιμονßα.

                            Στην ¹ρα

Υμνþ την ¹ρα τη χρυσüθρονη που η ΡÝα τεκνοποßησε,
με την υπÝροχη üψη την αθÜνατη βασßλισσα
του Δßα του βροντεροý την αδερφÞ και σýζυγο
την Ýνδοξη, που οι μακÜριοι üλοι στον ψηλü τον ¼λυμπο
σεβüμενοι τιμοýν, üμοια με τον κεραυνοβüλο Δßα.

                            Στη ΔÞμητρα

Αρχßζω τη καλλßκομη σεμνÞ θεÜ τη ΔÞμητρα να υμνþ,
αυτÞ και την πανÝμορφÞ της κüρη Περσεφüνη.
Χαßρε θεÜ και σþσε αυτÞ τη πüλη και το Üσμα μου κατεýθυνε.

                    Στη ΜητÝρα Των Θεþν

Εξýμνησε μου την μητÝρα των θεþν και των ανθρþπων üλων
ω Μοýσα λυγερüκορμη του Δßα του μεγÜλου θυγατÝρα,
που των κροτÜλων και τυμπÜνων η ιαχÞ κι ο Þχος των αυλþν
την τÝρπει, και το οýρλιασμα των λýκων και των αγριüφθαλμων λεüντων,
και τα üρη τα ηχερÜ και τα κατÜφυτα φαρÜγγια.
¸τσι και συ να χαßρεσαι κι üλες μαζß οι θεÝς με το Üσμα μου.

            Στον ΗρακλÞ Τον Λεοντüκαρδο

Τον ΗρακλÞ τον γιο του Δßα θα υμνÞσω, τον πιο ισχυρü
απ' τους θνητοýς στη ΘÞβα την απλüχωρη που γÝννησε
η ΑλκμÞνη με τον μαυροσýννεφο σαν Ýσμιξε Κρονßωνα,
αυτüς που κÜποτε στην αχανÞ τη θÜλασσα και τη στεριÜ
αφοý περιπλανÞθηκε με προσταγÞ του βασιλιÜ ΕυρυσθÝα
ανδραγαθßες πολλÝς κατüρθωσε και υπÝφερε πολλÜ,
τþρα üμως πια σε καλü τüπο του χιονοσκÝπαστου ¼λυμπου
διαμÝνει απολαμβÜνοντας, και την καλλßσφρη την ¹βη Ýχει
Χαßρε του Δßα γιε ω βασιλιÜ και χÜριζε ευτυχßα κι αρετÞ.

                           Στη ΔÞμητρα

Τη ΔÞμητρα τη σεβαστÞ καλλßκομη θεÜν αρχßζω να εξυμνþ,
αυτÞν και τη λυγεροπüδαρη τη θυγατÝρα της που ο Αúδωνεýς
την Üρπαξε, και του την Ýδωσε ο βαρýγδουπος παντüπτης Ζευς,
üταν μακριÜ απ' την χρυσοδρÝπανη λαμπρüκαρπη τη ΔÞμητρα
Ýπαιζε με του Ωκεανοý τις κüρες τις ορθüστηθες,
δρÝποντας ρüδα, κρüκους κι Üνθη κι üμορφους μενεξÝδες
στον τρυφερü λειμþνα, σπαθüχορτα και υÜκινθο
και νÜρκισσο που ως δüλωμα τον βλÜστησε για το κορßτσι
το ροδαλüμορφο η Γη με βοýληση του Δßα χÜρη του πολυδÝκτη,
θαυμÜσιο Üνθος που Ýθαλλε και θÜμπωσε üσους τüβλεπαν
απ' τους αθÜνατους θεοýς κι απ' τους θνητοýς ανθρþπους,
κι απ' τη ρßζα του εκατü ξεφýτρωσαν βλαστÜρια,
και σκüρπαε οσμÞ γλυκýτατη κι üλος ψηλÜ ο διÜπλατος εγÝλασε ουρανüς
και σýμπασα η γη και το αλμυρü κýμα της θÜλασσας.
Κι Ýκθαμβη αυτÞ τα δυο της χÝρια τ’ Üπλωσε
το πÜγκαλο Üθυρμα να πιÜσει, κι Üνοιξε η γη τüτε η πλατýδρομη
στο Νýσιον üρμησε το πεδßον ο πολυδÝγμων Üρχοντας
ο Ýνδοξος γιüς του Κρüνου με τ’ αθÜνατα Üλογα.
Κι αφοý την Üρπαξε ÜθελÜ της πÜνω σε ολüχρυσο üχημα
την πÞγαινε κλαμμÝνη, εκεßνη τüτε κραýγασε μρε δυνατÞ φωνÞ
καλþντας τον πατÝρα της, τον Üριστο και ýπατο του Κρüνου γιü.
Κανεßς απ’ τους αθÜνατους οýτε κανεßς απü τους θνητοýς ανθρþπους
δεν Üκουσε την φωνÞ, μÞτε οι καλλßκαρπες ελιÝς,
μüνο του ΠÝρση η θυγατÝρα που τρυφερÜ αισθανüταν
η ΕκÜτη η λαμπροκρÞδεμνη Üκουσε απü το Üντρο,
μαζß κι ο Üναξ ¹λιος, ο λαμπρüς γιüς του Υπερßωνα,
την κüρη που καλοýσε τον πατÝρα της Κρονßδη, εκεßνος üμως
μακριÜ και χþρια απ' τους θεοýς στον πολυσýχναστο καθüτανε ναü
δεχüμενος απ’ τους θνητοýς ανθρþπους πλοýσια αφιερþματα.
Κι αυτÞν ακοýσια οδÞγαγε με προτροπÞ του Δßα
ο πολυδÝγμων Üρχων των νεκρþν πατρÜδερφος της
ο Ýνδοξος γιüς του Κρüνου με τ’ αθÜνατα Üλογα.
¼σο λοιπüν τη γη και τον ορμητικü ιχθυοτρüφο πüντο
και τις αχτßδες του Þλιου, Þλπιζε ακüμη τη μητÝρα της την Ýνδοξη
να ιδεß και των αθανÜτων θεþν το γÝνος,
τüσο μÝσα στη θλßψη της τον νου της τον ξαπλÜνευε η ελπßδα,
κορφÝς βουνþν αντÞχησαν και τα βαθιÜ του πüντου
απ’ την αθÜνατη φωνÞ, και τη φωνÞ την Üκουσε η σεβαστÞ μητÝρα.
¢λγος πικρü κυρßεψε την καρδιÜ της, κι απ’ τα θεßα μαλλιÜ
ξεσκßσε με τα χÝρια της το κρÞδεμνο,
και μαýρο κÜλυμμα Ýρριξε στους þμους,
κι ωσÜν γερÜκι üρμησε σε γη και θÜλασσα
γυρεýοντας τη, üμως κανεßς να της αποκαλýψει την αλÞθεια
δεν Þθελε, οýτε απ’ τους θεοýς οýτε απü τους θνητοýς ανθρþπους,
κι οýτε απ´τους οιωνοýς Þλθε κανεßς αληθινüς αγγελιοφüρος.
¾στερα η σεβαστÞ Δηþ περιπλανιüτανε στη γη εννÝα ημÝρες
στα χÝρια της κρατþντας δÜδες αναμμÝνες,
οýτε ποτÝ αμβροσßα και οýτε ποτÝ νÝκταρ ηδýποτο
δεν γεýτηκε θλιμμÝνη, ουτ’ Ýβαζε το σþμα στα λουτρÜ.
ΑλλÜ σαν Ýφτασε την δÝκατην ημÝρα η φωτοφüρα Ηþς,
η ΕκÜτη την συνÜντησε κρατþντας φως στα χÝρια,
κι Üγγελμα φÝρνοντÜς της μßλησε και εßπε,
ΣεβαστÞ ΔÞμητρα λαμπρüδωρη, συ η ωριμÜστρια των καρπþν,
ποιüς απ´τους ουρανßους θεοýς κι απ´τους θνητοýς ανθρþπους
την Περσεφüνη Üρπαξε και ρÜισε την καρδιÜ σου;
γιατß τη φωνÞ Üκουσα, üμως δεν εßδα με τα μÜτια μου
ποιüς Þτανε, σου λÝω με συντομßα την πÜσα αλÞθεια.
¸τσι λοιπüν εßπε η ΕκÜτη, üμως σ’ αυτÞν δεν αποκρßθηκε
της καλλßκομης ΡÝας η θυγατÝρα, αλλÜ γοργÜ μαζß της
Ýτρεξε μες στα χÝρια της κρατþντας δÜδες αναμμÝνες,
Και φτÜσανε στον ¹λιο τον φρουρü θεþν και ανθρþπων,
μπροστÜ στους ßππους στÜθηκαν και η πÜνσεπτη θεÜ τον ρþτησε,
¹λιε, σεβÜσου εμÝνα τη θεÜ, αν κÜποτε εγþ
με λüγο Þ μ’ Ýργο επρÜûνα την καρδιÜ και την ψυχÞ σου.
Την κüρη αυτÞ τη γÝννησα γλυκü φυντÜνι με θωριÜ καμαρωτÞ
¢κουσα τον παντÝρημο αιθÝρα τη γοερÞ κραυγÞ της,
σαν να την εξανÜγκαζαν, αλλ’ üμως με τα μÜτια μου δεν εßδα.
¼μως εσý τον πüντο, κι üλη τη στεριÜ και τον αιθÝρα
απü ψηλÜ με τις αχτßδες που εποπτεýεις,
πες μου στ’ αλÞθεια αν Ýχεις δει κÜπου το προσφιλÝς μου τÝκνο
που κÜποιος μακριÜ μου αθÝλητα της Üρπαξε και πÜει
κÜποιος απ’ τους θεοýς Þ απ’ τους θνητοýς ανθρþπους.
¸τσι, εßπε, και σ´ αυτÞν ο γιüς του Υπερßωνος αποκρßθη,
Της καλλßκομης ΡÝας θυγατÝρα ω ΔÞμητρα Üνασσα
Θα μÜθεις, γιατß σÝβομαι πολý και συμπονþ
Την βαριολυπημÝνη εσÝ για το καλλßσφυρο παιδß σου, Üλλος κανεßς
απ’ τους αθÜνατους δεν εßναι ο αßτιος πÜρεξ ο νεφεληγερÝτης Ζευς,
που την παρÝδωσε στον αδερφü του ¢δη θαλερÞ του ομüκλινη
να του εßναι, αυτüς μες στ’ ομιχλþδες σκüτος
αφοý την Üρπαξε την πÞγαινε με τ’ Üλογα ενþ εκεßνη δυνατÜ ξεφþνιζε.
ΑλλÜ θεÜ πÜψε τον μÝγα θρÞνο, οýτε σου πρÝπει
Ανþφελα Ýτσι να εξοργßζεσαι, μÞτε για σÝνα ανÜξιος
εßναι ο γαμπρüς μες στους αθÜνατους ο Üρχων των νεκρþν ο Αúδωνεýς
ο αδερφüς και ομüσπορüς σου, του Ýλαχε η τιμÞ
πρþτη φορÜ üταν Ýγινε η μοιρασιÜ στα τρßα,
σε κεßνους που μαζß τους κατοικεß του Ýλαχε ναναι ο Üρχοντας τους.
Σαν μßλησε Ýτσι τ’ Üλογα του κÜλεσε κι αυτÜ στην πρoσταγÞ του
γοργüσυραν πλατýφτερα το ευκßνητο Üρμα ως üρνεα,
τüτε δεινüτερο και πιο Üγριο Üλγος στην καρδιÜ της φþλιασε.
¸πειτα χολωμÝνη με το μαυρονÝφελο του Κρüνου τÝκνο
αφÞνοντας τη σýναξη των θεþν και τον πανýψηλο ¼λυμπο
στις πüλεις και στους εýφορους αγροýς Ýφτασε των ανθρþπων
παßρνοντας για πολý καιρü αλλιþτικη üψη, απ’ τους Üνδρες
κι απ’ τις βαθýζωστες γυναßκες που την κοßταζαν κανεßς τους δεν τη γνþρισε
μÝχρι στο ανÜκτορο να φτÜσει του ανδρεßου Κελεοý
που τüτε της ευþδους Ελευσßνας Þταν ο Üρχοντας.
Και με θλιμμÝνη την ψυχÞ της κÜθισε στο δρüμο
κοντÜ στο φρÝαρ το ΠαρθÝνιον, üπου οι πολßτες Ýπαιρναν νερü
στη σκιÜ, που εßχε φυτρþσει επÜνωθε θÜμνος ελιÜς,
ολüιδια με πολýχρονη γριÜ, που πια απü τοκετü
κι απü της φιλοστÝφανης της Αφροδßτης δþρα Ýχει αποκλεισθÞ,
παρüμοιες εßναι και οι τροφοß για τα παιδιÜ των δßκαιων βασιλιÜδων
και οι οικονüμες στα πολýβουα τ’ ανÜκτορα.
Τüτε την εßδανε του Ελευσινßου Κελεοý οι θυγατÝρες
καθþς ερχüνταν για να φÝρουνε το ευÜντλητο νερü
με χÜλκινες υδρßες στα πατρικÜ τους δþματα,
και οι τÝσσερις ωσÜν θεÝς στης νιüτης τους το Üνθος,
η Καλλιδßκη, η Κλεισιδßκη κι η Δημþ η ελκυστικÞ
και η Καλλιθüη, η πιο μεγÜλη απ’ üλες που Þταν,
μα δεν την γνþρισαν, δýσκολο στους θνητοýς να δοýνε τους θεοýς.
Κι αφοý πλησßασαν της εßπαν λüγια φτερωτÜ,
ποιÜ κι απü που εßσαι γριÜ, συ απ’ τους μακρüζωους ανθρþπους;
Γιατß μακριÜ απ’ την πüλη Ýμεινες και οýτε τις κατοικßες
πλησιÜζεις; σε μÝγαρα σκιερÜ εκεß γυναßκες βρßσκονται
της ßδιας ηλικßας με σε κι ακüμα νεþτερες σου,
που θα σου δεßξουν την αγÜπη τους με λüγια üσο και μ’ Ýργα.
¸τσι εßπανε, και η πÜνσεπτη θεÜ μ’ αυτÜ τα λüγια απÜντησε,
παιδιÜ μου, üποιες κι αν εßστε σεις απü τις τρυφερüλιγνες γυναßκες
χαßρετε, εγþ θα σας τ’ αφηγηθþ, καθüλου δεν εßν’ Üπρεπο
απÜντηση να δþσω αληθινÞ σε σας που με ρωτÜτε.
Δως εßναι τ’ üνομÜ μου, η σεβαστÞ μου τüδωσε μητÝρα,
μüλις τþρα, περνþντας την πλατιÜ θÜλασσα απü την ΚρÞτη
Þλθα, χωρßς να θÝλω, γιατß με βßα κι εξαναγκασμü
μ’ Üρπαξαν Üνδρες πειρατÝς. Κι Ýπειτα αυτοß
στο Θορικü με γοργü πλοßο προσÜραξαν, üπου γυναßκες της στεριÜς
üλες μαζß ανεβÞκανε και τüτε εκεßνοι
δεßπνο ετοιμÜσανε κοντÜ στου πλοßου τα παλαμÜρια,
üμως εγþ δεν εßχα καμιÜ üρεξη για γλυκü δεßπνο,
και κρυφÜ ορμþντας μÝσα απü τη σκοτεινüμαυρη στεριÜ
ξÝφυγα απ’ τους θρασεßς αυθÝντες, γιατß θÝλαν
αφοý με δþσουν, üχι βÝβαια χωρßς λýτρα, να κερδßσουν.
¸τσι Ýφτασα εδþ περιπλανþμενη, δßχως να ξÝρω
ποιüς εßναι αυτüς ο τüπος και ποιοß τον κατοικοýν.
ΑλλÜ σε σας, üλοι που τα Ολýμπια εκεßνα δþματα κατÝχουν,
νüμιμους Üνδρες εßθε να σας δþσουνε και τÝκνα να γεννÞσετε
üπως τα θÝλουν οι γονεßς, εμÝνα πÜλι κüρες λυπηθεßτε με
να φτÜσω ευπρüσδεκτη, ω παιδιÜ μου, σε μια κατοικßα
ανδρüς και γυναικüς, για να εργασθþ σ’ αυτοýς
πρüθυμη να προσφÝρω Ýργα υπερÞλικης γυναßκας,
και νεογÝννητο παιδß κρατþντας το στην αγκαλιÜ
καλÜ θ’ ανÜθρεφα και δþματα θα επιτηροýσα
και θα 'στρωνα στο βÜθος των καλüχτιστων θαλÜμων το κρεβÜτι
του νοικοκýρη, και θα επüπτευα τις γυναικεßες δουλειÝς.
¸τσι εßπεν η θεÜ, κι ευθýς της αποκρßθηκε το ανýπαντρο κορßτσι
η Καλλιδßκη, η πιο üμορφη απ’ τις θυγατÝρες του Κελεοý,
Κυροýλα, ο,τι οι θεοß μας δßνουνε και λυπημÝνοι ακüμα
οι Üνθρωποι εμεßς τα υπομÝνουμε, γιατß εßναι παντοδýναμοι.
ΑυτÜ ξεκÜθαρα θα πω σε σÝνα, και θα ονοματßσω
τους Üνδρες που πολý τιμοýνται εδþ
και του λαοý εßναι προýχοντες, και τα οχυρÜ της πüλης
Ýχουν σωθεß με τις βουλÝς και με τις δßκαιες κρßσεις τους.
Τ' üνομα του Τριπτüλεμου του συνετοý και του Διüκλου
και του Πολýξεινου και του αξιÝπαινου Ευμüλπου
και του Δολßχου και του θαρραλÝου πατÝρα μας
üλων αυτþν οι σýζυγοι φροντßζουνε τα σπßτια,
οýτε κανÝνας απ´αυτοýς που θα σε πρωτοδεß
θα σε περιφρονÞσει κι απ’ το σπßτι θα σε διþξει,
αλλÜ θα σε καλοδεχτοýν, γιατß εßσαι üμοια με θεÜ.
Αν üμως θες, περßμενε να πÜμε στου πατÝρα
τ’ ανÜκτορα και στη βαθýζωνη μητÝρα μας ΜετÜνειρα
λεπτομερþς τα πÜντα να της ποýμε, κι αν τοýτη σε καλÝσει
νÜρθεις στο σπßτι το δικü μας, σε Üλλων μην ψÜξεις σπßτια.
Μες στο καλüχτιστο τ’ ανÜκτορο ακριβüς γιüς
στερνüπαιδο ανατρÝφεται, πολý ακριβü κι αγαπημÝνο.
Αν βÝβαια το ανÜθρεψες εσý και στην ακμÞ της Þβης Ýφτανε
¼ποια κι αν σ’ Ýβλεπεν απü τις τρυφερÝς γυναßκες, εýκολα
θα ζÞλευε, τüση αμοιβÞ θα σου δινüταν.
¸τσι εßπανε, κι αυτÞ με το κεφÜλι συγκατÜνευσε και κεßνες τα στιλπνÜ
γεμßζοντας νερü αγγεßα τα σÞκωναν καμαρωτÝς.
ΓρÞγορα φτÜσαν στου πατÝρα τους τ’ ανÜκτορο κι αμÝσως στη μητÝρα
Εßπαν ü,τι εßδαν κι Üκουσαν. Εκεßνη τüτε στη στιγμÞ
τις προÝτρεψε να την καλÝσουν με απεριüριστο μισθü.
Κι αυτÝς, üπως λαφßνες Þ δαμÜλες σε Ýαρος εποχÞ
πηδÜνε στο λιβÜδι αφοý κορÝσαν την καρδιÜ τους με τροφÞ,
ανασηκþνοντας των θελκτικþν εσθÞτων τις πτυχÝς
τρÝξαν στον αμαξüδρομο ενþ γýρω στους þμους
κυμÜτιζαν, üμοια κροκüχρωο Üνθος, τα μαλλιÜ τους.
Και τη θεÜ την Ýνδοξη συνÜντησαν στο δρüμο εκεß ακριβþς
που την αφÞσαν, κι Ýπειτα στ’ ανÜκτορα τα πατρικÜ
πορεýτηκαν, κι εκεßνη πßσωθε με λυπημÝνη την ψυχÞ της
περπÜταε σκεπασμÝνη απ´την κορφÞ ως τα νýχια, και κατÜμαυρο
πÝπλο γýρω απ’ τα πüδια της θεÜς τα λυγερÜ κυμÜτιζε.
Κι ευθýς φτÜσαν στ’ ανÜκτορα του θεúκοý Κελεοý,
περÜσανε στην αßθουσα, üπου η σεπτÞ μητÝρα τους
κοντÜ στο στýλο κÜθονταν της καλοκαμωμÝνης στÝγης
Ýχοντας στην αγκÜλη της το νÝο βλαστÜρι, το παιδß της, τüτε αυτÝς
σιμÜ της τρÝξαν, κι η θεÜ πÜτησε στο κατþφλι, και στη σκεπÞ
Ýφτανε το κεφÜλι της και φως θεúκü πλημμýρισε τη θýρα.
ΝτροπÞ σÝβας και δÝος πελιδνü κυρßεψε τη μητÝρα,
δßφρο της πρüσφερε και την προτρÝπει να καθßσει.
¼μως η ωριμÜστρια των καρπþν η ΔÞμητρα η λαμπρüδωρη
δεν Þθελε στο στιλπνü δßφρο να καθßσει,
αλλ’ Ýμενε Üφωνη ρßχνοντας χαμηλÜ τα ωραßα της μÜτια,
Ýως üτου η Ýμπιστη ΙÜμβη της προσÝφερε
στÝρεο σκαμνß και πÜνω του Ýστρωσε αργυρüστιλπνη προβιÜ.
Εκεß σαν κÜθησε κρÜτησε μπρος της με τα χÝρια την καλýπτρα,
για πολλÞν þρα αμßλητη και λυπημÝνη κÜθονταν στο δßφρο,
οýτε καλοχαιρÝτησε κανÝναν καν με λüγο Þ κÜποια κßνηση,
μα αγÝλαστη ολονÞστικη απü τροφÞ κι απü νερü
καθüταν λειþνοντας απ' τον καημü της θυγατÝρας της βαθýζωνης,
μÝχρι που με τ’ αστεßα της η Ýμπιστη ΙÜμβη
και τα πολλÜ της σκþμματα κατÜφερε την πÜναγνη κυρÜ
σε γÝλια να ξεσπÜσει και ν' αποκτÞσει ευχÜριστη διÜθεση,
αλλÜ κι αργüτερα πÜλι με τÝτοια την ευχαριστοýσε.
Τüτε η ΜετÜνειρα της δßνει κýπελλο, γλυκü κρασß
γεμßζοντÜς το, üμως αυτÞ τ' αρνÞθηκε, γιατß της εßπε θεμιτü δεν εßναι
να πßνει κüκκινο κρασß, και ζÞτησε κριθÜλευρο και ýδωρ
αφοý αναμεßξουν με καλοτριμμÝνο δυüσμο να της δþσουνε να πιεß.
Κι εκεßνη üταν ετοßμασε τον κυκεþνα, στη θεÜ τον πρüσφερε ως επρüσταξε,
κι αφοý κατÜ τα θÝσμια τον δÝχτηκε η πολυσÝβαστη Δηþ
τüτε μ’ αυτοýς τους λüγους Üρχισε η καλλßζωστη ΜετÜνειρα,
Χαßρε γυναßκα, εσý που ελπßζω νασαι απü καλοýς γονιοýς
κι üχι κακοýς, γιατß στα μÜτια σου διακρßνεται η σεμνüτητα
και η χÜρη, üπως στων δßκαιων βασιλιÜδων.
Αλλ' οι θεοß ü,τι δßνουνε και λυπημÝνοι εμεßς ακüμα
οι Üνθρωποι τα υπομÝνουμε, γιατß ζυγüς σκλαβιÜς μας σφßγγει τον αυχÝνα.
Τþρα που Ýφτασες εδþ, θα ανατεθοýν σ’ εσÝ, üσα σε μÝνα ανÞκουν.
ΑνÜθρεψÝ μου τοýτο το παιδß, το στερνοπαßδι και το ανÝλπιστο
που μοýδωσαν οι αθÜνατοι και εßναι χιλιÜκριβο για μÝνα.
Αν το μεγÜλωνες εσý και στην ακμÞ της Þβης Ýφτανε
¼ποια κι αν σ' Ýβλεπε απü τις τρυφερÝς γυναßκες εýκολα
θα ζÞλευε, τüση αμοιβÞ θα σου δινüταν.
Τüτε σ' αυτÞ πÜλι αποκρßθηκεν η ΔÞμητρα η ευστÝφανη,
και συ κυρÜ ναχεις χαρÜ μεγÜλη κι οι θεοß ας σου δßνουν αγαθÜ.
Πρüθυμα το παιδß σου θ' αναλÜβω, ως με προτρÝπεις,
θα το αναθρÝψω ελπßζω δßχως τις πονηρßες τροφοý
κι οýτε μαγγÜνιες και βοτÜνια θα το βλÜψουν,
γιατß γνωρßζω αντßδοτο πιο δραστικü για το κακü,
γνωρßζω την κατÜλληλη προφýλαξη απü γητειÜ ολÝθρια.
¸τσι αφοý μßλησε, στο ευωδιαστü της στÞθος το παιδß
κρÜτησε με τα αθÜνατÜ της χÝρια, και η ψυχÞ χÜρηκε της μητÝρας.
¸τσι του γενναιüφρονα Κελεοý τον λαμπρü γιο
τον Δημοφþντα, που η καλλßζωστη ΜετÜνειρα τον γÝννησε,
εκεßνη τον ανÜθρεψε στ' ανÜκτορα, κι αυτüς μεγÜλωνε üμοιος με θεü.
δεν Ýτρωγε τροφÞ, οýτε μητÝρας γÜλα θÞλαζε
η ΔÞμητρα τον Ýχριε μ’ αμβροσßα σαν ναχε γεννηθÞ απü θεü
γλυκÜ φυσþντας τον καθþς τον κρÜταγε στην αγκαλιÜ,
τις νýχτες üμως σαν δαυλü τον Ýκρυβε μες στη φωτιÜ
κρυφÜ απü τους γονιοýς του, Þσαν γι’ αυτοýς μεγÜλο θαýμα
το πüσο αναπτυσσüτανε κι Ýμοιαζε τÝλεια στους θεοýς.
Και θα τον Ýκαμνε κι αγÝραστο κι αθÜνατο
αν η καλλßζωστη ΜετÜνειρα στην αφροσýνη της
τη νýχτα απ' τον ευþδη θÜλαμü της καιροφυλακτþντας
δεν ταβλεπε, Ýσκουξε κι Ýπληξε τüτε τους μηροýς
φοβοýμενη για το παιδß τυφλþθη απü σφοδρü θυμü.
Κι ýστερα ολοφυρμÝνη λüγια φτερωτÜ ξεστüμισε,
τÝκνο μου Δημοφþν εσÝνα η ξÝνη αυτÞ μες σε τρανÞ φωτιÜ σε κρýβει,
κι εμÝνα μες σε γüο με ρßχνει και σ' ολÝθριες λýπες.
¸τσι εßπε κλαßγοντας, και η πÜνσεπτη θεÜ την Üκουσε.
Τüτε μ’ αυτÞν η καλλιστÝφανη ΔÞμητρα χολωμÝνη
το ανÝλπιστο, που γÝννησε στ' ανÜκτορα παιδß της,
με χÝρια αθÜνατα το απüθεσε στο δÜπεδο
τραβþντας το απ’ τη φωτιÜ σφοδρÜ οργισμÝνη,
και εßπε συγχρüνως στην καλλßζωστη ΜετÜνειρα,
Üνθρωποι ανüητοι και Üφρονες, οýτε του επερχüμενου καλοý
οýτε και του κακοý την μοßρα εßστε ικανοß να προνοÞσετε,
γι' αυτü και συ πολý ζημιþθηκες απü την αφροσýνη σου.
Και μÜρτυς μου ο üρκος των θεþν στ' αμεßλικτο ýδωρ της Στυγüς
θÜκανα αθÜνατο κι αγÝραστο για πÜντα
το προσφιλÝς παιδß σου κι Üφθαρτη θα τοýδινα τιμÞ,
τþρα δεν θα αποφýγει συμφορÝς και θÜνατο.
Αλλ' üμως Üφθαρτη τιμÞ του θαναι πÜντα, που στα γüνατα
κÜθησε τα δικÜ μου κι εκοιμÞθη στην αγκÜλη μου.
Στην εποχÞ του ενþ θÜρχονται και θα φεýγουνε τα χρüνια
των Ελευσινßων τα παιδιÜ φοβερÝς μÜχες και πολÝμους
θα ξεσηκþνουν μεταξý τους πÜντοτε.
Η πολυτßμητη εßμαι η ΔÞμητρα, η πιο μεγÜλη
σε αθÜνατους και σε θνητοýς ωφÝλεια κι ευχαρßστηση,
Εμπρüς λοιπüν ναü μεγÜλο και βωμü κÜτω απ’ αυτüν
για μÝνα ας χτßσει ο λαüς κÜτω απ’ την πüλη και το απüτομα το τεßχος
απÜνω απ’ την Καλλßχορη πηγÞ στο λüφο που δεσπüζει,
και τüτε η ßδια εγþ τελετουργßες θα υποδειθþ þστε Ýπειτα
εσεßς με αγνüτητα θυσιÜζοντας θα εξευμενßσετε το νου μου.
¸τσι αφοý μßλησε η θεÜ το ανÜστημα και τη μορφÞ της Üλλαξε
τα γηρατειÜ αποδιþχνοντας, κι ολüγυρÜ της ομορφιÜ κυμÜτιζε,
θεσπÝσια οσμÞ απ' τα πÝπλα της τα ευωδιαστÜ
σκορπßζονταν, και της θεÜς το αθÜνατο κορμß ως πÝρα
εφεγγοβüλαε και σκεπÜζανε τους þμους τα ξανθÜ μαλλιÜ,
και λÜμψη σαν απü αστραπÞ γÝμισε το καλοχτισμÝνο δþμα.
ΒγÞκε απ' τα ανÜκτορα και τüτε της ΜετÜνειρας μεμιÜς τα γüνατα
ΛυθÞκανε, κι þρα πολλÞ παρÝμεινε Üλαλη, και το παιδß οýτε καν
ΣκÝφτηκε το χιλιÜκριβο να το σηκþσει απü το δÜπεδο.
Τüτε οι αδερφÝς του τη σπαραχτικÞ φωνÞ του Üκουσαν
και πÞδηξαν απ' τις καλοστρωμÝνες κλßνες, Ýπειτα η μιÜ
παßρνοντας το παιδß στα χÝρια τüκρυψε στον κüρφο της,
η Üλλη Üναψε φωτιÜ κι η Τρßτη Ýσπευσε με πüδια ελαφροπÜτητα
να βγÜλει τη μητÝρα απ' τον ευþδη θÜλαμο.
Κι αφοý μαζεýτηκαν τριγýρω απ’ το παιδß που σπαρταροýσε, τüλουζαν
γεμÜτες τρυφερüτητα, μα του παιδιοý η ψυχÞ δεν ηρεμοýσε
γιατß το βÜσταγαν αδÝξιες τροφοß και παραμÜνες.
Κι αυτÝς üλη τη νýχτα εξευμενßζανε την Ýνδοξη θεÜ
τρÝμοντας απü φüβο, κι üταν φÜνηκε η αυγÞ
εßπαν στον κρατεü Κελεü την üλη αλÞθεια,
για üσα παρÜγγειλεν η ΔÞμητρα η καλλιστÝφανη θεÜ.
Κι εκεßνος σε συνÜθροιση αφοý κÜλεσε üλο τον γýρω λαü
πρüσταξε πλοýσιο ναü για την ωραιüμαλλη τη ΔÞμητρα
να χτßσουν, και βωμü πÜνω στο λüφο που δεσπüζει.
Κι üλοι τους πεßσθηκαν ευθýς και υπÜκουσαν στα λüγια του,
κι Ýκαναν ü,τι πρüσταξε, κι ο ναüς υψþνονταν με τη θεúκÞ βουλÞ.
Μüλις αυτοß τελειþσανε κι απüδιωξαν τον κÜματο
ΚαθÝνας κßναε για το σπßτι του, μα η ξανθομÜλλα ΔÞμητρα
Ýμεινε καθισμÝνη εκεß απ’ üλους τους αθÜνατους μακριÜ
να λειþνει απ’ τον καημü της θυγατÝρας της βαθýζωστης.
Τüτε Üγονη και ολÝθρια χρονιÜ στην πολυθρÝφτρα γη
για τους ανθρþπους Ýκαμε, κι οýτε το Ýδαφος
φýτρωνε σπüρο, γιατß η ΔÞμητρα η ευστÝφανη τον Ýκρυβε.
ΠολλÜ καμπýλα αλÝτρια μÜταια τα βüδια τρÜβαγαν στη γη,
πολý λευκü κριθÜρι Ýπεσε Üχρηστο στο χþμα.
Και θα εξαφÜνιζε ασφαλþς το γÝνος üλο των φθαρτþν ανθρþπων
με φοβερü λιμü, και το λαμπρü προνüμιο δþρων και θυσιþν
θα το στεροýσεν απ’ αυτοýς που κατοικοýν τα Ολýμπια ανÜκτορα,
εÜν ο Ζευς δεν το εννοοýσε και δεν το συλλογιüταν.
Και πρþτα τη χρυσüφτερη την ºριδα πρüσταξε να φωνÜξει
την ωραιομÜλλα ΔÞμητρα με τη θωριÜ την πολυπüθητη.
¸τσι εßπε, τüτε αυτÞ στον μαυρονÝφελο του Κρüνου γιο τον Δßα
πειθÜρχησε και με τα πüδια της γοργÜ το διÜστημα διÝτρεξε.
Κι Þλθε στην πüλη της ευωδοýς Ελευσßνας,
και βρÞκε τη μαυρüπεπλη ΔÞμητρα στο ναü,
και προσφωνþντας τη της εßπε λüγια φτερωτÜ
ΔÞμητρα σε καλεß ο πατÝρας Ζευς τ' Üφθαρτα που γνωρßζει
να ρθεις κοντÜ στο γÝνος των αθανÜτων θεþν.
¸λα, μη κι ανεκτÝλεστη απομεßνει η προσταγÞ που μου δωσεν ο Ζευς.
¸τσι ικετεýοντας εμßλησε, μα εκεßνης δεν της λýγισε η καρδιÜ.
¸πειτα τους ευδαßμονες θεοýς τους πÜντοτε παρüντες ο πατÝρας
üλους τους Ýστειλε, κι αυτοß Ýνας-Ýνας που πÞγαιναν
την προσκαλοýσαν και της πρüσφεραν πλοýσια δþρα,
κι üσες τιμÝς αν θα θελε θα χε μες στους αθανÜτους,
αλλÜ κανεßς να της γυρßσει το μυαλü δεν μπüραγε κι οýτε τη γνþμη
γιατß Þταν χολωμÝνη και με πεßσμα αρνιüταν τις προτÜσεις,
και εßπε πως πια στον εýοσμο ¼λυμπο ποτÝ της
δεν θα ανÝβει, κι οýτε ποτÝ καρπü θα δþσει η γης,
προτοý αντικρýσει την ωραιüφθαλμÞ της κüρη.
¼μως αυτü σαν Üκουσε ο βροντερüς ο παντεπüπτης Ζευς
στο ¸ρεβος τον χρυσüραβδο Αργειφüντην Ýπεμπε,
να ξεπλανÝψει με γλυκÜ λüγια τον ¢δη
και την αγνÞ την Περσεφüνη απ' το κατÜμαυρο σκοτÜδι
στο φως να ξαναφÝρει στους θεοýς κοντÜ, για να ‘παυε η μητÝρα,
üταν την Ýβλεπε με τα ßδια της τα μÜτια, την οργÞ.
Κι ο ΕρμÞς πειθÜρχησε κι ευθýς στης γης τα τρßσβαθα
βιαστικÜ κατÝβηκε αφÞνοντας την κατοικßα του Ολýμπου.
Τüτε συνÜντησε τον Üρχοντα μÝσα στ’ ανÜκτορÜ του
στην κλßνη του να κÜθεται κοντÜ στην ντροπαλÞ του σýζυγο
που δυσαρεστημÝνη Þταν πολý απ’ τον καημü για την μητÝρα της,
εκεßνη üμως μακριÜ για των μακÜριων θεþν τις πρÜξεις μηχανεýονταν κακÜ.
Κι αφοý κοντοπλησßασε ο κρατερüς Αργεúφüντης εßπε,
ω ¢δη μαυρομÜλλη στους νεκροýς εσý που βασιλεýεις,
ο πατÞρ Ζευς επρüσταξε απ' το ¸ρεβος
τη λαμπρÞ Περσεφüνη ν' ανεβÜσεις στους αθÜνατους,
για να ‘παυε η μητÝρα σαν την Ýβλεπε με τα ßδια της τα μÜτια
τον φοβερü θυμü και την οργÞ για τους αθÜνατους, γιατß μÝγα κακü
σχεδιÜζει ν’ αφανßσει την αδýναμη φυλÞ των χοúκþν ανθρþπων
κρýβοντας μες στη γη το σπüρο κι αφαιρþντας Ýτσι τις τιμÝς
για τους αθανÜτους. ¸χει Üγρια οργÞ, οýτε με τους θεοýς
αναμειγνýεται, αλλÜ μακριÜ στο βÜθος του εýοσμου ναοý
κÜθεται την πετρþδη πüλη εξουσιÜζοντας της Ελευσßνας.
¸τσι εßπε, κι ο Üρχοντας των υπογÞινων Αιδωνεýς μειδßασε
σαλεýοντας τα φρýδια, και στου Δßα την εντολÞ πειθÜρχησε.
Κι αμÝσως πρüτρεψε τη γνωστικÞ την Περσεφüνη,
πÞγαινε Περσεφüνη στην μαυρüπεπλη μητÝρα σου
Ýχοντας μες στα στÞθια σου Þπια οργÞ και διÜθεση
κι οýτε περßσσια να σαι δýσθυμη περισσüτερο απ’ τους Üλλους.
Εγþ μες στους αθανÜτους δεν θα σου εßμαι σýζυγος ανÜξιος,
αδερφüς γνÞσιος του πατρüς σου Δßα, εδþ σαν μÝνεις
στα πÜντα σε üσα ζοýνε και κινοýνται θα δεσπüζεις,
και τιμÝς θα χεις μÝγιστες μες στους αθÜνατους,
για πÜντα απ’ üσους σ’ αδικÞσανε θα τιμωροýνται εκεßνοι
που δεν θα εξευμενßσουν την οργÞ σου με θυσßες
τελþντας τες με αγνüτητα και δþρα πρÝποντα προσφÝροντας.
ΑυτÜ εßπε, τüτε η Περσεφüνη η συνετÞ αναγÜλιασε
κι ορμητικÜ πÞδηξε απü χαρÜ, üμως αυτüς
της Ýδωκε κρυφÜ να φÜει γλυκü σπυρß ροδιοý
τραβþντας τη παρÜμερα, για να μη μεßνει αυτÞ για πÜντα
κοντÜ στη σεβαστÞ ΔÞμητρα τη μαυρüπεπλη.
Κι Ýζευξε τüτε μπρος στο ολüχρυσο Üρμα
τ’ αθÜνατα Üλογα ο Üρχων των νεκρþν ο Αιδωνεýς.
Και στο Üρμα ανÝβηκαν εκεßνη και δßπλα ο κρατερüς Αργεúφüντης
παßρνοντας το μαστßγιο και τα ηνßα στα χÝρια του
üρμησε μες απü τα ανÜκτορα, και τ' Üλογα με προθυμßα πετÜξαν.
Και διÜνυσαν γοργÜ τους μακριοýς δρüμους, κι οýτε η θÜλασσα
και το νερü των ποταμþν, οýτε τα χλοερÜ φαρÜγγια
οýτε οι βουνοκορφÝς ανÝκοψαν των αθανÜτων ßππων την ορμÞ,
αλλ’ απü πÜνω τους πετþντας σχßζαν τον πυκνü αγÝρα.
Κι ο ΕρμÞς στÜθηκε εκεß που η ΔÞμητρα η ευστÝφανη περßμενε
μπροστÜ στον εýοσμο ναü, και κεßνη βλÝποντας τους
üρμησε σα μαινÜδα απ' το βουνü μες σε βαθýσκιο δÜσος.
Και η Περσεφüνη απ' τ' Üλλο μÝρος, üταν εßδε
τα üμορφα μÜτια της μητÝρας της, Üλογα και Üρμα παρατþντας
Ýτρεξε, και στο λαιμü της Ýπεσε αγκαλιÜζοντας την,
κι εκεßνη ενþ στα χÝρια ακüμα κρÜταγε το προσφιλÝς παιδß της
αιφνßδια ο νους της καταπαýοντας ξαφνικÜ ρþτησε,
ΤÝκνο μου μη και γεýτηκες üσο εκεß κÜτω Þσουν
κÜποια τροφÞ; Μßλα, μη μου το κρýβεις, για να ξÝρουμε κι οι δυο,
γιατß αν δεν γεýτηκες κι ανÝβηκες απü τον μισητü ¢δη
κοντÜ μου και στον μαυρονÝφελο πατÝρα τον Κρονßωνα
θα μεßνεις τιμημÝνη μÝσα σ’ üλους τους αθανÜτους.
Αλλιþς, ξαναγυρßζοντας στα τρßσβαθα της γης
θα κατοικεßς εκεß τη μια εποχÞ απü τις τρεις του χρüνου,
ενþ τις Üλλες δυο κοντÜ μου και στους Üλλους αθανÜτους.
Κι üποτε η γης απ’ Üνθη ευωδιαστÜ ανοιξιÜτικα
κÜθε λογÞς θ’ ανθοβολÜει, τüτε απ’ το ολüμαυρο σκοτÜδι
πÜλι για τους θεοýς και τους ανθρþπους θ’ ανεβαßνεις μÝγα θαýμα.
Και με τι δüλο σ’ εξαπÜτησε ο κρατερüς ο ΠολυδÝγμων;
και σ’ αυτÞν πÜλι απÜντησε η Πεσεφüνη η πÜγκαλη,
λοιπüν μητÝρα θα σου πω την üλη αλÞθεια,
üταν σ’ εμÝνα Þρθε ο ΕρμÞς ταχýς σωτÞριος αγγελιοφüρος
απ’ τον πατÝρα μου Κρονßδη και τους λοιποýς επουρÜνιους
να με τραβÞξει απ’ το ¸ρεβος, και σαν με δεις με τα ßδια σου τα μÜτια
να πÜψεις το θυμü και την φριχτÞ σου οργÞ για τους αθÜνατους,
τüτες εγþ πÞδηξα απü χαρÜ, κι Ýπειτα αυτüς κρυφÜ
στο χÝρι μου βαλε σπυρß ροδιοý, μελßγευστη τροφÞ,
και μ’ εξανÜγκασε να το γευθþ με βßα κι ÜθελÜ μου.
Το πως με του πατÝρα μου Κρονßδη τη σοφÞ βουλλη αρπÜζοντÜς με
με τρÜβηξε και πÞγε μες στης γης τα τρßσβαθα,
θα σου το αποκαλýψω κι üλα θα σου τα πω, αφοý ρωτÜς.
Εμεßς üλες μαζß μÝσα στο περιπüθητο λιβÜδι
η ΗλÝκτρα, η Λευκßππη και η Φαινþ και η Ρüδεια
η ΙÜνθη, η Καλλιρüη, η ΙÜχη και η Τýχη
η ΙÜνειρα, η Μελßτη, η Χρυσηßς, η ΑκÜστη
και η Μηλüβασις, η ¢δμητη και η ροδüχροη Ωκυρüη
η Πλουτþ, η Στυξ και η Ροδüπη, η θελκτικÞ η Καλυψþ
η Ουρανßα και η Γαλαξαýρα η ευπρüσδεκτη
και η ΠαλλÜς η εγερσιμÜχα και η τοξüτρια ¢ρτεμις
επαßζαμε και με τα χÝρια δρÝπαμε Üνθη ποθητÜ
τρυφερü κρüκο και μαζß σπαθüχορτο και υÜκινθο
τριανταφυλλιÜς μπουμποýκια και λευκüκρινα, θαýμα να βλÝπεις,
και νÜρκισσο που βλÜστησεν üμοιο με κρüκο ο απÝραντος ο τüπος.
Ευθýς εγþ απü χαρÜ τον Ýδρεψα, και τüτε η γης
κÜτω υποχþρησε, κι ο κρατερüς ο πολυδÝγμων Üρχοντας πÞδηξε πÜνω
και πÞγε φÝροντÜς με κÜτω απü τη γη με ολüχρυσο Üρμα
χωρßς καθüλου να το θÝλω, και με φωνÞ αναβοÞσα δυνατÞ.
Αν κι αναστατωμÝνη, üλα μου αυτÜ στα λÝω στ’ αλÞθεια.
Και τüτε üλη τη μÝρα ßδια διÜθεση Ýχοντας κι οι δυο
η μια της Üλλης την ψυχÞ και την καρδιÜ θερμαßναν
ενþ σφιχταγκαλιÜζονταν κι αναπαυüταν η ψυχÞ απ’ τα βÜσανα.
Και η μια στην Üλλη δßνανε και δÝχονταν χαρÝς.
Τüτε κοντÜ τους Þρθε η λαμπροκρÞδεμνη ΕκÜτη,
αυτÞ πολý αγÜπησε της αγνÞς ΔÞμητρας την κüρη,
τοýτη η βασßλισσα Ýκτοτε Ýγινε προστÜτρια και οπαδüς της.
Τüτε σ' αυτÝς αγγελιοφüρον Ýστειλε ο βροντþδης παντεπüπτης Ζευς
τη ΡÝα την καλλßκομη, για να οδηγÞσει τη μαυρüπεπλη μητÝρα
στο γÝνος των θεþν, και υποσχÝθηκε τιμÝς
να δþσει, üσες κι αν θα θελε μες στους αθÜνατους θεοýς,
και συγκατÝνευσε στη διÜρκεια του Ýτους να ναι η κüρη
κατÜ το τρßτο μÝρος του κÜτω στ' ολüμαυρο σκοτÜδι
και στ’ Üλλα δυο να ναι μαζß με τη μητÝρα και τους Üλλους αθανÜτους.
¸τσι εßπε, κι η θεÜ στ’ αγγÝλματα του Δßα δεν απεßθησε.
Κι αμÝσως γοργοδρüμησε απ’ τις κορφÝς του Ολýμπου
και Þρθε στο ΡÜριο, μαστü της γης ζωοδüτη Üλλοτε,
αλλÜ üμως τþρα πια δεν εßναι ζωογüνο μα χερσüτοπος
στÝκεται δßχως φýλλα, Ýκρυβε το κριθÜρι το λευκü
με της ομορφοστρÜγαλης ΔÞμητρας τη βουλÞ, αλλ' üμως Ýπειτα
μÝλλονταν να φουντþσει ξαφνικÜ με στÜχυα ορθüλιγνα
üσο θα προχωροýσε η Üνοιξη και στην πεδιÜδα οι εýφοροι αγροß
θα γÝμιζαν με στÜχυα, που θα δÝνονταν με καλαμüσχοινα.
Εδþ πÜτησε πρþτα απ’ τον απÝραντο αιθερα,
ΑλληλοκοιταχτÞκανε με αγÜπη και αναγÜλλιασαν βαθιÜ τους.
Και τüτε αυτÜ της εßπε η ΡÝα η λαμπροκρÞδεμνη,
τÝκνο μου Ýλα, σε καλεß ο βροντþδης παντεπüπτης Ζευς
να ρθεις στο γÝνος των αθÜνατων, και υποσχÝθηκε τιμÝς
να δþσει, üσες κι αν θα θελες μες στους αθÜνατους θεοýς.
Και συγκατÝνευσε στη διÜρκεια του Ýτους να ναι η κüρη σου
κατÜ το τρßτο μÝρος του κÜτω στ’ ολüμαυρο σκοτÜδι,
και στ’ Üλλα δυο μαζß σου και μαζß με τους αθÜνατους τους Üλλους.
¸τσι εßπε üτι θα γßνουν, και με την κεφαλÞ του συγκατÝνευσε.
ΤÝκνο μου εμπρüς, πειθÜρχησε, κι ας μη τüσο πολý
εßσαι οργισμÝνη αδιÜκοπα με τον μελανοσýννεφο Κρονßωνα,
κι αýξησε τον καρπü τον ζωοδüτη στους ανθρþπους γρÞγορα.
¸τσι εßπε, και η ευστÝφανη ΔÞμητρα δεν απεßθησε
και γρÞγορα ξανÜδωσε καρπü απ’ τα εýφορα χωρÜφια.
Και τüτε η απÝραντη üλη η γης με φýλλα και Üνθη
εγÝμισε, κι αυτÞ πηγαßνοντας στους δßκαιους βασιλιÜδες
Ýδειξε στον Τριπτüλεμο και στον ιππÝα τον ΔιοκλÞ
και στον πανßσχυρο Εýμολπο και στον ηγÝτη του λαοý Κελεü,
τις ιεροπραξßες, κι αποκÜλυψε σ’ üλους αυτοýς
και στον Τριπτüλεμο και στον Πολýξενο καθþς και στον ΔιοκλÞ
τα πÜνσεπτα üργια, που κανεßς δεν πρÝπει να ερευνÜ κι οýτε να παραβαßνει,
οýτε να τα κοινολογεß, γιατß το μÝγα σÝβας στους θεοýς δÝνει τη γλþσσα.
ΕυτυχÞς üποιος απü τους γÞινους ανθρþπους τα χει δει,
ο αμýητος üμως στα ιερÜ και ο αμÝτοχος δεν Ýχει üμοια
μοßρα ακüμα και νεκρüς στο μουχλιασμÝνο σκüτος.
Μüλις αυτÜ συμβοýλεψε üλα η πÜνσεπτη θεÜ,
οι δυο τους κßνησαν να παν’ στον ¼λυμπο στων Üλλων θεþν τη σýναξη.
Κι εκεß μÝνουν κοντÜ στον Δßα τον φιλοκÝραυνο
σεβÜσμιες κι αξιüτιμες, τρισüλβιος απ´τους γÞινους ανθρþπους
αυτüς που εκεßνες αγαποýν αληθινÜ,
ευθýς τüτε του στÝλνουνε στον οßκο του τον Πλοýτο,
που δßνει στους θνητοýς ανθρþπους περιουσßα.
¼μως ελÜτε σεις που τον λαü της αρωματισμÝνης Ελευσßνας κυβερνÜτε
και την περßβρεχτη ΠÜρο και τον πετρþδη Αντρþνα,
σεβÜσμια λαμπρüδωρη καρποφüρα ω Δηþ βασßλισσα
εσý και η πÜγκαλÞ σου κüρη Περσεφüνη
για χÜρη τοýτης της ωδÞς ευνοúκÝς χαρßστε βßον ευχÜριστον.
¼μως εγþ και με Üλλο μου Üσμα θα σε μνημονεýσω.

                                            

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers