ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Smith Clark Ashton: 7 ìéêñÝò éóôïñßåò

                       Η Αυτοκρατορßα Των Νεκρομαντþν

                                          The Empire Of The Necromancers

     Ο θρýλος των ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα θα γßνει γνωστüς μüνο στους τελευταßους καιροýς της γης, üταν οι χαροýμενοι θρýλοι των νÝων εποχþν θα 'χουνε ξεχαστεß. Πριν απ' τον καιρü που θα ειπωθεß, πολλÝς εποχÝς θα 'χουνε περÜσει, θÜλασσες θα 'χουν εξαφανιστοýν και νÝες Þπειροι θ' αναδυθοýν. ºσως εκεßνη τη μÝρα, να χρησιμÝψει να ξεγελÜσει λßγο τη μαýρη φθορÜ ενüς γÝνους που πεθαßνει, καθþς αναπτýσσεται χωρßς ελπßδα στη λÞθη.
     Θα πω την ιστορßα üπως πρÝπει να την εξιστορÞσει κÜποιος στη Ζοθßκ, τη τελευταßα Þπειρο, κÜτω απü 'να θολü Þλιο κι Ýνα θλιμμÝνο ουρανü, καθþς τ' Üστρα βγαßνουν με τρομερÞ λαμπρüτητα πριν Ýρθει το σοýρουπο.
     Οι ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα Þταν νεκρομÜντες που 'ρθαν απ' το σκοτεινü νησß της ΝαÜτ να εξασκÞσουνε τις ανßερες τεχνικÝς τους στη ΤιναρÜθ περ' απ' τις συρρικνωμÝνες θÜλασσες. ΑλλÜ δεν ευδοκßμησαν στη ΤιναρÜθ, γιατß ο θÜνατος Þταν ιερüς για τους ανθρþπους αυτÞς της γκρßζας χþρας. Η βεβÞλωση της ανυπαρξßας του τÜφου, δεν Þταν ελαφρý πρÜμα και το ξýπνημα νεκρþν απ' τους νεκρομÜντες θεωροýνταν αποτρüπαιο.
     ¸τσι, μετÜ απü λßγο καιρü, ο ΜμÜτμουορ κι ο Σοντüσμα διþχθηκαν απ' τον θυμü των κατοßκων κι αναγκÜστηκαν να πÜνε στη Σßνκορ, μιαν Ýρημο στα νüτια, που οι μüνοι κÜτοικοι Þτανε τα κüκαλα κι οι μοýμιες, απü 'να γÝνος που αποδεκατßστηκε απ' τη πανοýκλα σε περασμÝνους καιροýς. Η γη που πÞγανε, κειτüταν μελαγχολικÞ και λεπρþδης, με χρþμα ωχρü απ' τον κοκκινισμÝνον Þλιο. Οι θρυμματισμÝνες πÝτρες κι η θανÜσιμη ερημιÜ της Üμμου θα δημιουργοýσαν φüβο στις καρδιÝς των κοινþν ανθρþπων.
     Αφοý διωχτÞκανε στο Üγονο τοýτο μÝρος, χωρßς φαÀ να συντηρηθοýν, τα χÜλια που 'χαν οι μÜγοι θα φαßνονταν απελπιστικÜ σε κÜποιον Üλλον. ΑλλÜ χαμογελþντας μυστικÜ, με τον αÝρα των κατακτητþν, σα να πλησιÜαζανε σ' Ýνα βασßλειο που απü καιρü θÝλαν, ο Σοντüσμα κι ο ΜμÜτμουορ προχþρησαν σταθερÜ μÝσα στη Σßνκορ.
     ¢θικτος μπρος τους, σε μÝρη χωρßς δÝντρα και γρασßδι και πÜνω απü κοßτες ξεραμÝνων ποταμþν, Þταν ο μεγÜλος δρüμος που χρησιμοποιοýσαν συχνÜ οι ταξιδιþτες ανÜμεσα Σßνκορ και ΤιναρÜθ. Δε συνÜντησαν τßποτα ζωντανü. ΑλλÜ σýντομα, φτÜσαν μπρος στους σκελετοýς ενüς αλüγου και του αναβÜτη του, που κεßτονταν στο δρüμο κι ακüμα εßχανε τα πολυτελÞ χαλινÜρια και ροýχα που κÜποτε φοροýσανε στη σÜρκα. Κι ο ΜμÜτμουορ κι ο Σοντüσμα σταμÜτησαν μπρος στα αξιοθρÞνητα κüκαλα, που κανÝν ßχνος παρακμÞς δεν υπÞρχε και χαμογελÜσανε διαβολικÜ ο Ýνας στον Üλλο.
 -"Το Üλογο πρÝπει να το πÜρεις εσý" εßπε ο ΜμÜτμουορ, "εßσαι ο πιο μεγÜλος απü τους δυο μας κι αυτü σου δßνει το δικαßωμα να προηγηθεßς. Ο αναβÜτης θα υπηρετÞσει και τους δυο και θα 'ναι ο πρþτος της Σßνκορ που θ' αφοσιωθεß σε μας".
     Τüτε, πÜνω στη τεφρþδη Üμμο στην Üκρη του δρüμου, σχεδßασαν Ýνα τριπλü κýκλο κι αφοý σταθÞκανε στο κÝντρο του, εκτελÝσανε τις αποτρüπαιες τελετουργßες τους που υποχρεþνουνε τους νεκροýς να σηκωθοýν απ' την Þρεμη ανυπαρξßα τους και να υπακοýουν σ' üλα τα πρÜματα, στη σκοτεινÞ θÝληση των νεκρομαντþν. ΜετÜ, ρÜντισαν με μια τσιμπιÜ μαγικÞ σκüνη, τα ρουθοýνια του Üντρα και του αλüγου. Και τα λευκÜ κüκαλα, τρßζοντας πÝνθιμα, σηκþθηκαν απü κει που εßχανε πÝσει και στÜθηκαν Ýτοιμα να υπηρετÞσουν τους αφÝντες τους. Κι Ýτσι üπως εßχανε συμφωνÞσει, ßππευσε ο Σοντüσμα τον σκελετü του αλüγου, πÞρε τα πολυτελÞ χαλινÜρια και ξεκßνησε, σα διαβολικÞ παρωδßα θανÜτου, πÜνω στ' ωχρü Üλογü του. Ο ΜμÜτμουορ στÜθηκε δßπλα του στηριζüμενος ελαφρÜ σε μιαν εβÝνινη ρÜβδο κι ο σκελετüς του Üντρα, με τα πλοýσια ροýχα να κυματßζουνε χαλαρÜ, ακολοýθησε απü πßσω, σαν υπηρÝτης.
     Μετ' απü λßγο στη γκρßζα Ýρημο, βρÞκανε λεßψανα κι Üλλου αλüγου με τον αναβÜτη του, που τα τσακÜλια εßχαν αφÞσει Üθικτα κι ο Þλιος τα 'χε ξερÜνει þστε να μοιÜζουν με μοýμιες. Τα σηκþσανε κι αυτÜ απ' το θÜνατο κι ο ΜμÜτμουορ πÞδησε στο μαραμÝνο Üλογο. Κι οι δυο μÜγοι ßππευσαν μ' επισημüτητα σα ξεπεσμÝνοι αυτοκρÜτορες, με μια μοýμια κι Ýνα σκελετü να τους συνοδεýουν. ΑνÜστησαν αμÝσως κι Üλλα κüκαλα, απομεινÜρια ανθρþπων και θηρßων που συναντÞσανε κι Ýτσι συγκεντρþσανε μεγÜλη σειρÜ στη πορεßα τους μες απü τη Σßνκορ.
     Στο μÞκος του δρüμου, καθþς πλησßαζανε στη Γεθλßρεομ που 'τανε πρωτεýουσα, βρÞκανε πολυÜριθμους τýμβους και νεκροπüλεις, ακüμη Üθικτους μετ' απü τüσα χρüνια, που περιεßχανε τυλιγμÝνες μοýμιες που δεν εßχαν αλλοιωθεß απ' το θÜνατο. ¼λες αυτÝς, τις κÜλεσαν απü τη νýχτα των μνημÜτων να υπακοýσουν στις προσταγÝς τους. ΜερικÝς τις διÝταξαν να σπεßρουνε και να καλλιεργÞσουνε τα λιβÜδια της ερÞμου και να σηκþσουν νερü απü τα βουλιαγμÝνα πηγÜδια. ¢λλες τις Üφησαν να κÜνουνε διÜφορες δουλειÝς, σαν αυτÝς που κÜναν üταν ζοýσαν. Η αιþνια σιωπÞ, Ýσπασε απ' το θüρυβο και τη φασαρßα μυριÜδων δραστηριοτÞτων. Και τα λεπτÜ πτþματα των υφαντουργþν κÜτσανε στις σαÀτες τους και τα πτþματα των αγροτþν ακολουθÞσανε τ' αυλÜκια πßσω απü ψüφια βüδια.
     ΕξαντλημÝνοι απ' το παρÜξενο ταξßδι τους και τις συχνÜ επαναλαμβανüμενες επωδοýς, οι ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα εßδαν επιτÝλους μπρος τους, απ' Ýνα λüφο της ερÞμου, τα ψηλÜ κωδωνοστÜσια και τους ωραßους Üθικτους θüλους της Γεθλßρεομ, που φαßνονταν απüκρημνα στο σκοτεινü στÜσιμο αßμα του δυσοßωνου λυκüφωτος.
 -"Εßναι μια üμορφη χþρα" εßπε ο ΜμÜτμουορ, "εγþ κι εσý θα τη μοιραστοýμε και θα κρατÞσουμε τη κυριαρχßα πÜνω σ' üλους τους νεκροýς της κι αýριο θα στεφθοýμε αυτοκρÜτορες της Γεθλßρεομ".
 -"Ναι", απÜντησε ο Σοντüσμα, "γιατß δεν υπÜρχει κανεßς ζωντανüς εδþ για να μας αμφισβητÞσει. Κι αυτοß που καλÝσαμε απ' τον τÜφο θα κινοýνται και θ' αναπνÝουν μüνο με τη συγκατÜθεσÞ μας και δε θα εξεγερθοýν εναντßον μας".
     ¸τσι μες στο κüκκινο λυκüφως που θüλωνε πορφυρÜ, μπÞκανε στη Γεθλßρεομ, πÝρασαν απü ψηλÝς χωρßς φþτα επαýλεις κι εγκαταστÜθηκαν μαζß με τη φοβερÞ ακολουθßα τους στο μεγαλοπρεπÝς εγκαταλελειμμÝνο παλÜτι, που η δυναστεßα των αυτοκρατüρων της Νßμποθ βασßλευσε για δυο χιλιÜδες χρüνια και κυριÜρχησε σ' üλη τη Σßνκορ.
     Στους σκονισμÝνους χρυσοýς διαδρüμους, ανÜψανε τις Üδειες λÜμπες απ' üνυχα με τρüπους της σατανικÞς μαγεßας τους και δεßπνησαν με βασιλικÜ φαγητÜ παλιüτερων εποχþν που επανÝφεραν με τον ßδιο τρüπο. Αρχαßα αυτοκρατορικÜ κρασιÜ χýθηκανε γι' αυτοýς σε κýπελλα απü φεγγαρüπετρα, απü τ' Üσαρκα χÝρια των υπηρετþν τους, μÝθυσανε, γιορτÜσανε κι οργιÜσανε με φαντασμαγορικÞ λαμπρüτητα, αναβÜλλοντας γι αýριο την ανÜσταση αυτþν που 'χανÝ πεθÜνει στην Γεθλßρεομ.
     Τη σκοτεινÞ πορφυρÞ αυγÞ, σηκþθηκαν εγκαßρως απ' τα υπÝρπλουτα κρεβÜτια του παλατιοý που 'χανε κοιμηθεß, γιατß εßχανε πολλÜ να κÜνουν ακüμη. Παντοý σε κεßνη τη ξεχασμÝνη πüλη, χρησιμοποιÞσανε τα ξüρκια τους πÜνω στους ανθρþπους που 'χανε πεθÜνει τον τελευταßο χρüνο της πανοýκλας κι εßχαν μεßνει Üταφοι. Αφοý ολοκλÞρωσαν αυτü, πÞγανε πÝρ' απ' τη Γεθλßρεομ, στην Üλλη πüλη των υψηλþν τÜφων και των μεγαλοπρεπþν μαυσωλεßων, που κεßτονταν οι αυτοκρÜτορες της Νßμποθ κι οι πιο σοβαροφανεßς πολßτες κι ευγενεßς της Σßνκορ. Εκεß, αναγκÜσανε τους σκελετωμÝνους σκλÜβους να σπÜσουνε τις σφραγισμÝνες πüρτες με σφυριÜ και μετÜ, με τις αμαρτωλÝς τυραννικÝς επωδοýς τους, κÜλεσαν να 'ρθουνε μπρος οι αυτοκρατορικÝς μοýμιες, ακüμα κι οι γηραιüτερες της δυναστεßας κι üλες Þρθανε περπατþντας δýσκαμπτα, με μÜτια χωρßς λÜμψη και με πλοýσιες φορεσιÝς ραμμÝνες με κοσμÞματα που λÜμπανε σα φωτιÜ. Κι αργüτερα αναστÞσανε, σε μια παρωδßα ζωÞς, πολλÝς γενεÝς τιτλοýχων κι αυλικþν.
     Κινοýμενοι σ' επßσημη πομπÞ, με σκοτεινÜ, αλαζονικÜ και κοßλα πρüσωπα, οι νεκροß αυτοκρÜτορες κι αυτοκρÜτειρες της Σßνκορ, δεßξαν υπακοÞ στους ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα κι ακολουθÞσανε, σα μια σειρÜ απü αιχμαλþτους, μες σ' üλους τους δρüμους της Γεθλßρεομ. ΜετÜ, στο τερÜστιο δωμÜτιο του θρüνου του παλατιοý, οι νεκρομÜντες ανÝβηκανε στο ψηλü διπλü θρüνο, που δßκαιοι κυβερνÞτες εßχανε κÜτσει παλιÜ μαζß με τις συντρüφους τους. ΑνÜμεσα στους συγκεντρωμÝνους αυτοκρÜτορες πÞρανε σε μια λαμπρÞ και πÝνθιμη τελετÞ το αρχοντικü στÝμμα, απ' τα ζαρωμÝνα χÝρια του ΧεσταÀγιον, του μεγαλýτερου της σειρÜς των Νßμποθ, που βασßλευσε σε σχεδüν μυθικÜ χρüνια. Τüτε üλοι οι απüγονοι του ΧεσταÀγιον που μεγÜλο πλÞθος εßχανε γεμßσει την αßθουσα, ζητωκραýγασαν μ' Üτονες υπüηχες φωνÝς τη κυριαρχßα των ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα.
     ¸τσι, οι εξüριστοι νεκρομÜντες, βρÞκανε για τους εαυτοýς τους Ýνα βασßλειο κι υπηκüους, σε μιαν Ýρημη Üγονη γη που οι Üνθρωποι της ΤιναρÜθ τους εßχαν οδηγÞσει να χαθοýνε. Σαν υπÝρτατοι βασιλιÜδες πÜνω σ' üλους τους νεκροýς της Σßνκορ, με την αρετÞ της τρομερÞς μαγεßας τους, εξασκοýσαν απαßσιο δεσποτισμü. ΤιμÝς φÝρνανε σ' αυτοýς, Üσαρκοι κλητÞρες απομακρυσμÝνων βασιλεßων. Πτþματα φαγωμÝνα απü τη πανοýκλα και ψηλÝς μοýμιες αρωματισμÝνες με νεκρικÜ βÜλσαμα κÜνανε τα θελÞματÜ τους στη Γεθλßρεομ Þ φÝρνανε σε σωροýς μπρος στ' Üπληστα μÜτια τους, απü ανεξÜντλητους θαλÜμους, χρυσÜφια σκεπασμÝνα με ιστοýς αρÜχνης και σκονισμÝνους πολýτιμους λßθους περασμÝνων χρüνων.
     Νεκροß εργÜτες κÜνανε τους κÞπους του παλατιοý ν' ανθßσουν με λουλοýδια χαμÝνα απü καιρü. Πτþματα και σκελετοß μοχθοýσανε γι' αυτοýς στα ορυχεßα Þ φτιÜχνανε ψηλοýς πýργους στον Þλιο που πÝθαινε. Θαλαμηπüλοι και πρßγκιπες παλιþν καιρþν Þταν οι οινοχüοι τους κι Ýγχορδα üργανα παßζανε για την ευχαρßστησÞ τους απ' τα λεπτÜ χÝρια αυτοκρατειρþν με χρυσÜ μαλλιÜ που δεν εßχανε ξεθωριÜσει απ' τη νýχτα του τÜφου. Τις καλýτερες απ' αυτÝς, üσες δεν εßχανε καταστραφεß πολý απü τη πανοýκλα και το σκουλÞκι, τις πÞραν ερωμÝνες και τις ανÜγκασαν να ικανοποιοýνε νεκροφιλικοýς τους πüθους.
     Οι κÜτοικοι της Σßνκορ, κÜνανε πρÜματα που κÜνανε κι üταν ζοýσαν, αλλÜ τþρα πλÝον με τη θÝληση των ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα. Μιλοýσανε, κινοýνταν, τρþγανε και πßναν üπως üταν Þταν στη ζωÞ. Ακοýγανε, βλÝπανε και νιþθανε με την ομοιüτητα των αισθÞσεων που 'χανε πριν τον θÜνατο, αλλÜ τα μυαλÜ τους Þταν υπüδουλα απü την απαßσια νεκρομαντεßα. Η θýμηση των προηγοýμενων υπÜρξεþν τους Þτανε πολý αμυδρÞ κι η κατÜσταση που 'χανε κληθεß Þταν Üδεια, προβληματικÞ και σκιþδης. Το αßμα τους Ýρεε κρýο και πηχτü, αναμιγμÝνο με το νερü της λÞθης, που οι ατμοß της συννεφιÜζανε τα μÜτια τους. ΒουβÜ υπακοýανε διαταγÝς των τυραννικþν κυρßων τους, χωρßς να επαναστατοýν Þ να διαμαρτýρονται αλλÜ γεμÜτοι μ' αυτÞ την αμυδρÞ, απεριüριστη κοýραση που μüνον οι νεκροß γνωρßζουν, üταν Ýχουν μεθýσει απ' τον αιþνιο ýπνο και καλοýνται γι' ακüμα μια φορÜ στη πικρüτητα της θνητÞς ýπαρξης. Δε γνωρßζανε κανÝνα πÜθος, επιθυμßα Þ ευχαρßστηση, μüνο τη μαýρη χαýνωση του ξυπνÞματος απ' τη λÞθη κι Ýνα γκρßζο, ακατÜπαυστο πÜθος για να γυρßσουνε στον αδιατÜρακτο ýπνο τους.
     Νεþτερος και τελευταßος απ' τους αυτοκρÜτορες της Νßμποθ Þταν ο ΙλλÝιρο, που 'χε πεθÜνει τον πρþτο μÞνα της πανþλης κι εßχε μεßνει σε ψηλü μαυσωλεßο για διακüσια χρüνια, πριν τον ερχομü των νεκρομαντþν. ΑναστημÝνος μαζß με τους ανθρþπους του και τους πατÝρες του ν' ακολουθÞσει τους τυρÜννους, ο ΙλλÝιρο κατÜλαβε τη κενüτητα της ýπαρξÞς του χωρßς αντßδραση και δεν Ýνιωσε καμßαν Ýκπληξη. ΑποδÝχτηκε την ανÜσταση τη δικÞ του και των προγüνων του, üπως κÜποιος αποδÝχεται τις προσβολÝς και τα θαýματα ενüς ονεßρου. ¹ξερε πως εßχε Ýρθει σ' Ýνα μαραμÝνον Þλιο, σ' Ýνα κοýφιο και φασματικü κüσμο, σε μια σειρÜ πραγμÜτων, που η θÝση του Þταν απλþς αυτÞ μιας υπÜκουης σκιÜς. ΑλλÜ στην αρχÞ εßχε ενοχληθεß μüνο, üπως κι οι Üλλοι, απü μιαν αμυδρÞ εξÜντληση και μια σβησμÝνη πεßνα για τη χαμÝνη λÞθη. ΝαρκωμÝνος απ' τη μαγεßα των κυρßων του, αδýναμος απ' τη μακρüχρονη αδρÜνεια του θανÜτου, παρατηροýσε σαν υπνοβÜτης τις υπερβολÝς που υποβÜλλονταν οι πατÝρες του.
     Με κÜποιο τρüπο üμως, μετÜ απü πολλÝς μÝρες, μια ασθενικÞ σπßθα Üναψε στο πηχτü λυκüφως του μυαλοý του. Σα κÜτι χαμÝνο κι ανεπανüρθωτο πßσω απü τερÜστιους κüλπους, θυμÞθηκε το μεγαλεßο της βασιλεßας του στη Γεθλßρεομ και τη χρυσÞ περηφÜνεια κι αγαλλßαση που 'νιωθε üταν Þταν νÝος. Κι ανακαλþντας αυτÜ, Ýνιωσε Ýνα αüριστο αßσθημα επανÜστασης και μιαν αμυδρÞ δυσφορßα Ýναντι στους μÜγους που τον εßχαν υποβÜλει σ' αυτÞ την ολÝθρια κοροúδßα της ζωÞς. ΘλιμμÝνα, Üρχισε να θρηνεß για την εξευτελιστικÞ κατÜστασÞ του και τη πÝνθιμη θÝση των προγüνων και των ανθρþπων του.
     ΜÝρα τη μÝρα, σαν οινοχüος στα δωμÜτια που παλιÜ εξουσßαζε, ο ΙλλÝιρο εßδε αυτÜ που κÜναν οι ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα. Εßδε τις σκληρÝς ιδιοτροπßες τους, τ' αυξανüμενα μεθýσια και τη λαιμαργßα τους. Τους Ýβλεπε να κυλιþνται στη νεκρομαντικÞ τους πολυτÝλεια, να γßνονται χαλαροß, νωθροß και να παραδßδονται στο πÜχος. ΑμÝλησαν τη μελÝτη της τÝχνης τους και ξεχÜσανε πολλÜ απ' τα ξüρκια τους. Αλλ' ακüμα εξουσßαζανε, δυνατοß και φοβεροß. Και ξαπλþνοντας σε πορφυροýς και κüκκινους
καναπÝδες, σχεδßαζαν να οδηγÞσουν Ýνα στρατü απü νεκροýς ενÜντια στη ΤιναρÜθ.
     Ονειρευüμενοι κατακτÞσεις κι υπÝρτατες νεκρομαντεßες, γßνανε χοντροß και νωθροß σα σκουλÞκια που εγκατασταθÞκανε σε τÜφους γεμÜτους αποσýνθεση. Και μαζß με την αμÝλεια και τη τυραννßα τους, η φωτιÜ της επανÜστασης ανÝβηκε στη σκοτεινÞ καρδιÜ του ΙλλÝιρο, σα φλüγα που πνßγει την υγρασßα της λÞθης. Και σýντομα μαζß με την οργÞ του που μεγÜλωσε, επÝστρεψε σ' αυτüν λßγη απ' τη δýναμη και την αποφασιστικüτητα που 'χε και στη ζωÞ. ΒλÝποντας τη τυραννßα των καταπιεστþν και ξÝροντας την αδικßα που 'χε γßνει, Üκουσε μες στο μυαλü του τις κραυγÝς των καταπνιγμÝνων φωνþν που απαιτοýσαν εκδßκηση.
     Μες στους διαδρüμους του παλατιοý της Γεθλßρεομ, ο ΙλλÝιρο κινÞθηκε σιωπηλÜ ανÜμεσα στους πατÝρες του, ακοýγοντας τις προσταγÝς των αφεντþν του και στÜθηκε περιμÝνοντας τις διαταγÝς τους. ¸χυσε στα κýπελλÜ τους απ' üνυχα κüκκινα κρασιÜ ποý εßχαν φÝρει με μαγεßα απü λüφους πÝρ' απü 'να νεüτερο Þλιο. ΥποτÜχτηκε στις βρισιÝς και στις προσβολÝς τους. Και νýχτα με τη νýχτα τους Ýβλεπε να κουτουλÜν απ' το μεθýσι þσπου να πÝσουνε για ýπνο, ξαναμμÝνοι και χοντροß μες στην αλαζονικÞ τους λαμπρüτητα.
     ΥπÞρχανε πολý λßγες κουβÝντες ανÜμεσα στους ζωντανοýς-νεκροýς. ΠατÝρες και γιοι, μητÝρες και κüρες, εραστÝς κι ερωμÝνοι, προχωροýσανε χωρßς ν' αναγνωρßζονται και χωρßς σχüλια για την Üσχημη μοßρα τους. ΑλλÜ επιτÝλους, μια νýχτα, üταν οι τýραννοι εßχανε κοιμηθεß κι οι φλüγες ταλαντεýονταν στις νεκρομαντικÝς τους λÜμπες, ο ΙλλÝιρο συμβουλεýτηκε τον ΧεσταÀγιον, το γηραιüτερο πρüγονü του που 'χε φÞμη μεγÜλου και μυθικοý μÜγου και λεγüταν üτι Þξερε τη μυστικÞ γνþση της αρχαιüτητας. Ο ΧεσταÀγιον πÞγε μακριÜ απ' τους Üλλους, σε μια σκοτεινÞ γωνιÜ του δωματßου. Εßχε χρþμα καστανü και φαινüταν μαραμÝνος στα μουμιοποιημÝνα ροýχα που φοροýσε και τα χωρßς λÜμψη μÜτια του φαßνονταν ν' ατενßζουν το κενü. ¸μοιαζε σα να μην Üκουσε τις ερωτÞσεις του ΙλλÝιρο, αλλÜ σε λßγο απÜντησε μ' Ýνα ξερü, τρεμουλιαστü ψιθýρισμα:
 -"Εßμαι γÝρος, η νýχτα του τÜφου Þταν μεγÜλη κι Ýχω ξεχÜσει πολλÜ, αλλÜ ψηλαφþντας πÝρ' απ' το κενü του θανÜτου ßσως καταφÝρω να επανορθþσω λßγη απü τη παλιÜ μου γνþση και να επινοÞσω κÜποιον τρüπο ν' απελευθερωθοýμε". Κι ο ΧεσταÀγιον Ýψαξε ανÜμεσα στα ξεφτßσματα της μνÞμης του, σα κÜποιονε που φτÜνει σε σκουληκιασμÝνο μÝρος που τα κρυμμÝνα αρχεßα των αρχαßων καιρþν Ýχουνε σαπßσει στα καλýμματÜ τους, þσπου τελικÜ κÜτι θυμÞθηκε κι εßπε: "ΘυμÜμαι üτι κÜποτε Þμουν Ýνας ισχυρüς μÜγος κι ανÜμεσα σ' üλα τα πρÜματα, γνþριζα και τα ξüρκια της νεκρομαντεßας, αλλÜ δεν εßχα ασχοληθεß μαζß τους, καθþς εßχα κρßνει τη χρÞση τους και το σÞκωμα των νεκρþν απεχθεßς πρÜξεις. Κατεßχα üμως κι Üλλες αρχαßες γνþσεις κι ßσως ανÜμεσα στα λεßψανÜ τους, να υπÜρχει κÜτι που μπορεß να χρησιμÝψει για να μας οδηγÞσει κÜπου. ΘυμÜμαι μιαν αμυδρÞ, αμφßβολη προφητεßα που 'χε γßνει τα πρþτα χρüνια της ßδρυσης της Γεθλßρεομ και της αυτοκρατορßας της Σßνκορ. Η προφητεßα Ýλεγε üτι Ýνα κακü μεγαλýτερο απ' το θÜνατο θα πÝσει στους αυτοκρÜτορες και τους κατοßκους της Σßνκορ σε μελλοντικοýς χρüνους κι üτι ο πρþτος κι ο τελευταßος της δυναστεßας των Νßμποθ, δουλεýοντας μαζß, θα βροýνε τρüπο που θα 'χει αποτÝλεσμα την αποδÝσμευση και την Üρση της κατÜρας. Η προφητεßα δεν Ýλεγε ποια θα 'ναι η κατÜρα, αλλÜ Ýλεγε πως οι δυο αυτοκρÜτορες θα μÜθουνε τη λýση του προβλÞματος, αν σπÜσουνε το αρχαßο πÞλινο εßδωλο που φυλÜ το χαμηλüτερο θÜλαμο, κÜτω απ' το αυτοκρατορικü παλÜτι της Γεθλßερομ".
     ¸χοντας ακοýσει τη προφητεßα απ' τα μαραμÝνα χεßλη του προγüνου του ο ΙλλÝιρο συλλογßστηκε για λßγο κι εßπε:
 -"ΘυμÜμαι τþρα Ýν απüγευμα üταν Þμουν νÝος, üτι καθþς Ýψαχνα βαριεστημÝνα τους ασυνÞθιστους θαλÜμους του παλατιοý, üπως Ýνα μικρü αγüρι μπορεß να κÜνει, βρÝθηκα στον τελευταßο θÜλαμο και βρÞκα μες σ' Ýνα σκονισμÝνο, δýσμορφο εßδωλο απü πηλü, κÜτι που η εμφÜνιση κι η üψη του Þταν Üγνωστες σε μÝνα. Και μη ξÝροντας τη προφητεßα γýρισα απογοητευμÝνος, το ßδιο βαριεστημÝνα üπως üταν εßχα Ýρθει, για ν' αναζητÞσω το αμυδρü φως του Þλιου".
     Τüτε, ξεγλιστρþντας απ' τους απρüσεκτους συγγενεßς τους και κρατþντας διακοσμημÝνες λÜμπες που πÞραν απ' το δωμÜτιο, ο ΧεσταÀγιον κι ο ΙλλÝιρο πÞγανε κÜτω απ' το παλÜτι ακολουθþντας υπüγεια σκαλοπÜτια και προχωρþντας σαν αδυσþπητες ýπουλες σκιÝς στους λαβýρινθους των σκοτεινþν διαδρüμων, φτÜσαν στη χαμηλüτερη κρýπτη. Εκεß, μες στη μαýρη σκüνη και τους ιστοýς που 'χαν υφÜνει αρÜχνες σε αμνημüνευτο παρελθüν, βρÞκαν üπως το 'χανε πιστÝψει, το πÞλινο εßδωλο, που τα βÜναυσα χαρακτηριστικÜ του Þταν αυτÜ ενüς ξεχασμÝνου γÞινου θεοý. Κι ο ΙλλÝιρο σýντριψε το εßδωλο μ' Ýνα κομμÜτι πÝτρας και μαζß με τον ΧεσταÀγιον πÞραν απ' το κοýφιο κÝντρο του Ýνα μεγÜλο σπαθß απ' ανοξεßδωτο ατσÜλι, Ýνα βαρý κλειδß απü αξεθþριαστο μπροýντζο και πλÜκες απü λαμπρü ορεßχαλκο που Þτανε γραμμÝνα τα διÜφορα πρÜματα που 'πρεπε να γßνουν þστε η Σßνκορ ν' απαλλαγεß απ' τη μαýρη βασιλεßα των νεκρομαντþν κι οι Üνθρωποι να γυρßσουνε πßσω στη λÞθη του θανÜτου.
     ¸τσι, με το κλειδß απü αξεθþριαστο μπροýντζο, ο ΙλλÝιρο ξεκλεßδωσε, σýμφωνα με τις οδηγßες των πλακþν, μια χαμηλÞ και στενÞ πüρτα στο τÝλος του κατþτερου θαλÜμου πßσω απ' το σπασμÝνο εßδωλο. Και μαζß με τον ΧÝσταiγιον εßδαν, üπως εßχε προφητευτεß, τα ελικοειδÞ σκαλοπÜτια απü μαýρη πÝτρα που οδηγοýσανε κÜτω σ' ανεξερεýνητες αβýσσους, που καßγαν ακüμη οι βυθισμÝνες φωτιÝς της γης. Κι αφÞνοντας τον ΙλλÝιρο να φρουρεß την ανοιχτÞ πüρτα, ο ΧεσταÀγιον πÞρε το σπαθß απ' ανοξεßδωτο ατσÜλι στο χÝρι και πÞγε πßσω στο δωμÜτιο που κοιμοýνταν οι νεκρομÜντες πÜνω στους κüκκινους και πορφυροýς καναπÝδες με τους χλωμοýς, αναßμακτους νεκροýς να περιμÝνουνε κοντÜ τους σε υπομονετικÝς σειρÝς.
     ΕμψυχωμÝνος απ' την αρχαßα προφητεßα και τη γνþση απ' τις λαμπρÝς πλÜκες, ο ΧεσταÀγιον σÞκωσε το μεγÜλο σπαθß κι Ýκοψε τα κεφÜλια των ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα, το καθÝνα μ' Ýνα μοναδικü χτýπημα. Τüτε, üπως ανÝφεραν οι οδηγßες, Ýκοψε τα σþματα σε τÝσσερα μÝρη με δυνατÜ χτυπÞματα. Κι οι νεκρομÜντες Ýδωσαν τις ακÜθαρτες ζωÝς τους κι Ýμειναν ανÜσκελα χωρßς να κινοýνται, προσθÝτοντας Ýνα βαθýτερο κüκκινο και μια λαμπρüτερη απüχρωση στο μελαγχολικü πορφυρü των καναπÝδων.
     Τüτε, στους συγγενεßς του που στÝκονταν αμßλητοι χωρßς να συνειδητοποιοýνε την απελευθÝρωσÞ τους, η σεβÜσμια μοýμια του ΧεσταÀγιον μßλησε μ' εξουσιαστικÜ μουρμουρητÜ, σα βασιλιÜς που δßνει διαταγÝς στα παιδιÜ του. Οι νεκροß αυτοκρÜτορες κι αυτοκρÜτειρες ανακινÞθηκαν, üπως τα φθινοπωρινÜ φýλλα σε ξαφνικü Üνεμο κι Ýνας ψßθυρος πÝρασε ανÜμεσÜ τους και πÞγε μπρος απ' το παλÜτι για να συνεχιστεß κατÜ μÞκος üλων των δρüμων και να ακουστεß απü üλους τους νεκροýς της Σßνκορ.
     ¼λη αυτÞ τη νýχτα και στη διÜρκεια της σκοτεινÞς μÝρας που ακολοýθησε, με ταλαντευüμενους πυρσοýς Þ με το φως του χλωμοý Þλιου, Ýνας ατελεßωτος στρατüς απü πτþματα φαγωμÝνα απ' τη πανοýκλα και ρακÝνδυτων σκελετþν, χυθÞκανε σ' Ýναν ωχρü χεßμαρρο μες στους δρüμους της Γεθλßερομ και μες απ' τα δωμÜτια του παλατιοý, üπου ο ΧεσταÀγιον στεκüτανε φρουρüς πÜνω απ' τους σφαγμÝνους νεκρομÜντες.
     ΑσταμÜτητα, με αüριστα, θαμπÜ μÜτια, προχωροýσανε σα κατευθυνüμενες σκιÝς, να αναζητÞσουνε τους υπüγειους θαλÜμους κÜτω απ' το παλÜτι και να περÜσουν απü την ανοιχτÞ πüρτα του τελευταßου θαλÜμου που περßμενε ο ΙλλÝιρο και να κατÝβουνε τα χιλιÜδες χιλιÜδων σκαλιÜ που οδηγοýσανε στο χεßλος του χÜσματος που βρÜζαν εξασθενημÝνες οι φωτιÝς της γης. Εκεß, απü το χεßλος του χÜσματος, ρßχνονταν στον δεýτερο θÜνατο και τον καθαρü εκμηδενισμü των απýθμενων φλογþν.
     ΑλλÜ αφοý üλοι εßχαν λυτρωθεß, ο ΧεσταÀγιον παρÝμεινε ακüμη μüνος στο μαραμÝνο ηλιοβασßλεμα δßπλα στα σφαγμÝνα πτþματα των ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα. Τüτε üπως τον εßχανε καθοδηγÞσει οι πλÜκες, δοκßμασε τα ξüρκια της αρχαßας νεκρομαντεßας που γνþριζε απ' τη πρüτερη σοφßα του και καταρÜστηκε τα διαμελισμÝνα πτþματα με την αιþνια ζωÞ μÝσα στον θÜνατο, αυτÞ την ßδια που οι ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα εßχανε προσπαθÞσει να επιβÜλουνε στους ανθρþπους της Σßνκορ.
     ΚατÜρες ειπþθηκαν απ' τα ωχρÜ χεßλη και τα κεφÜλια κυλÞσανε φριχτÜ με μÜτια που ακτινοβολοýσανε και τα μÝλη και τα σþματα συστραφÞκανε στους αυτοκρατορικοýς καναπÝδες μες στο πηγμÝνο αßμα. Χωρßς να κοιτÜξει πßσω, ξÝροντας üτι üλα εßχανε γßνει üπως εßχεν οριστεß και προβλεφθεß απ' την αρχÞ, η μοýμια του ΧεσταÀγιον Üφησε τους νεκρομÜντες στη καταδßκη τους και πÞγε κουρασμÝνα μες απü το σκοτεινü λαβýρινθο των θαλÜμων να συναντÞσει τον ΙλλÝιρο.
     ¸τσι στη γαλÞνια σιωπÞ, χωρßς να χρειÜζεται να ποýνε τßποτ' Üλλο, ο ΙλλÝιρο κι ο ΧεσταÀγιον πÝρασαν απü την ανοιχτÞ πüρτα του κατþτερου θαλÜμου κι ο ΙλλÝιρο κλεßδωσε τη πüρτα πßσω τους με το κλειδß απü αξεθþριαστο μπροýντζο. Κι Ýτσι απ' τα ελικοειδÞ σκαλοπÜτια, πÞγανε στο χεßλος των βυθισμÝνων φλογþν κι Ýγιναν Ýνα με τους συγγενεßς και τους ανθρþπους τους σε μια τελικÞ, ýστατη ανυπαρξßα.
     ΑλλÜ για τους ΜμÜτμουορ και Σοντüσμα, οι Üνθρωποι λÝν üτι τα τεμαχισμÝνα τους σþματα σÝρνονται στη Γεθλßερομ μÝχρι αυτÞ τη μÝρα, χωρßς να βρßσκουνε γαλÞνη Þ ανÜπαυλα στη καταδßκη της ζωÞς μες στο θÜνατο και ψÜχνοντας μÜταια μες στη μαýρη μÜζα των κατþτερων θαλÜμων τη πüρτα που εßναι κλειδωμÝνη απü τον ΙλλÝιρο.

                             Το Πτþμα Κι Ο Σκελετüς

                                  The Corpse And The Skeleton

ΣΚΗΝΗ
: Οι κατακüμβες της αρχαßας πüλης ¼ομαλ. ¸να νÝο πτþμα αφÝθηκε δßπλα σ' Ýνα σκελετü, που απ' τη μουχλιασμÝνη και φαγωμÝνη απ' τα σκουλÞκια εμφÜνισÞ του μοιÜζει αξιüλογα αρχαßος.

ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Χαιρετþ τα γÝρικα κüκαλα! Τß νÝα απ' το σκουλÞκι; Νομßζω πως το 'μαθες καλÜ στο καιρü σου.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Ναι, ναι κι εσý θα το μÜθεις. Εßναι δω ο κüσμος üπου τÜφος και σκουλÞκι εßναι οι τελευταßοι πιστωτÝς. ¼ταν παßρνουν αυτÜ που τους χρωστÜμε, μÝνουνε πολý λßγα για το διÜβολο. Το βλαβερü σκουλÞκι Ýχει γερü σαγüνι. Θα πÜρει και τη τελευταßα ουγκιÜ απü μυαλü και μεδοýλι. ΠοτÝ δε μου χÜρισε Ýνα κομμÜτι σÜρκα Þ Ýνα κουρÝλι δÝρμα, να προστατευτþ απü τη μουχλιασμÝνη ανÜσα του κρýου ανÝμου του σπηλαßου, που κÜνει τα δüντια μου να χτυπÜνε.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: ΜιλÜς τüσο μελαγχολικÜ: Για ν' αλλÜξουμε θÝμα, ας μιλÞσουμε για τις προηγοýμενες ζωÝς μας.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: ¼σον αφορÜ στον εαυτü μου, μετ' απü πεντακüσια χρüνια λßγο-πολý, σ' αυτü τον αγÝρα που σÜπισε μαζß με τους νεκροýς, φοβÜμαι πως οι ασÞμαντες αναμνÞσεις μου γÝμισανε μοýχλα. ¼μως απ' τη σκüνη που υπÜρχει στα κüκαλα του λαιμοý μου, θυμÜμαι üτι κÜποτε Þμουνα ταβερνιÜρης. Πολý συχνÜ απü τüτε διψþ κι επιθυμþ να πιω κι ας εßναι Ýστω μüνον Ýνα τÝταρτο του γαλονιοý κρασß. Ο χρüνος εßναι Ýνας απατεþνας μεγαλÝμπορος. Μου 'δωσε αυτÞ τη μοýχλα μ' αντÜλλαγμα το ευγενικü μου πτþμα. Ο θÜνατος, θα το μÜθεις κι εσý, εßναι ανιαρÞ δουλειÜ, χωρßς κÝρδος και περιφρονεß üλους üσους Ýρχονται δω.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: Ποý 'ναι τüτε με τις πολýμορφες λÜμψεις τους, οι παρÜδεισοι απü φþτα κι οι κολÜσεις απü φωτιÜ, που με τüση πßστη υπüσχονται οι σßβυλλες κι οι ιεροφÜντες;
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: Ρþτα τον Γιüντερ ΚÜνταβερ, αυτüν που η παχειÜ σÜρκα του καλüμαθε τα σκουλÞκια. ¹τανε κÜποτε ιερÝας και μιλοýσε αξιüπιστα γι' αυτÜ τα θÝματα, μαζß με τις βροντÝς που στÝλναν οι θεοß. ¼σο για μÝνα, δε βρÞκα τßποτ' Üλλο εκτüς απ' αυτü το στενü θολωτü υπüγειο μÝρος, που στο θανÜσιμο σκοτÜδι του, οι ατμοß της πανοýκλας περιφÝρονται σα μεγÜλο κýμα κι αναδýονται απ' τη σαπισμÝνη γη, σαν ανßερο θυμßαμα στον Þλιο.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ: ¹ταν η πανοýκλα που μ' Ýστειλε κι εμÝνα δω απ' το κρεβÜτι του γÜμου. ¹μουν Ýνας απ 'τους αισιüδοξους της ¼ομαλ κι üμως, με σπρþξαν εδþ να σαπßσω σε κοινü μÝρος.
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: (ΣυμπονετικÜ και λιγüτερο Üγρια): Πολý Üσχημο, πολý Üσχημο! Αν κι η σÜρκα μου Ýχει φýγει εδþ και καιρü απü πÜνω μου, σε συμπονþ. Ακüμα κι αν το φως του θανÜτου στις κüγχες των ματιþν σου λÜμψει απü πüθο, το μüνο που θα βρεις εδþ εßναι νýφες απü κüκαλα και κρýα συντροφιÜ στο κρεβÜτι.
ΤΟ ΠΤΩΜΑ:Θα βροýμε ποτÝ καμιÜ αποζημßωση, κανÝνα βραβεßο σοφßας που κατÝχει ο θÜνατος, κανÝνα μυστικü θαμμÝνο μακριÜ απ' τον Þλιο σ' αυτü το βαθý σκοτÜδι;
Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ: ΚατÝχουμε σοφßα, αν σου αρÝσει ανιαρÞ και σκονισμÝνη και θα την Ýδινα ευχαρßστως üλη για μια ρουφηξιÜ απü κρασß της ΤσιÜν. ºσως και να το ξÝρεις Þδη, üτι τα σþματα εßναι φτιαγμÝνα απü χþμα και νερü, που το τελευταßο εξατμßζεται και το πρþτο τεßνει να εξαφανιστεß. ΑυτÞ εßναι η γνþση μας, που μ' Ýχθρα εßναι γνωστÞ απ' τους ιεροφÜντες και τους φιλοσüφους. ¼μως τη γνþση αυτÞ, τη κατÝχω χωρßς ντροπÞ μες σ' Ýνα κρανßο
.

                                                        ΣαντÜστορ

                                               Sandastor


     Ακοýστε γιατß αυτÞ εßναι η ιστορßα που εßπε στην üμορφη ΛÜμια ο δαßμονας ΤσαρνÜντις, καθþς κÜθονταν μαζß στην κορυφÞ του Μüφι, πÜνω απü τις πηγÝς του Νεßλου, κεßνους τους καιροýς που η σφßγγα Þταν νÝα. Τþρα η ΛÜμια Þταν ταραγμÝνη, γιατß η ομορφιÜ της εßχε γεννÞσει Ýναν Üσχημο θρýλο στις ΘÞβες και την Ελεφαντßνη. ¸τσι, οι Üντρες Üρχισαν να αισθÜνονται φüβο για τα χεßλη της και απÝφευγαν την αγκαλιÜ της, και δεν εßχε κανÝναν εραστÞ για σχεδüν Ýνα φεγγÜρι. Μαστßγωσε το Ýδαφος με την ερπετοειδÞ ουρÜ της βüγκηξε μαλακÜ και σκοýπισε αυτÜ τα μυθικÜ δÜκρυα που βγÜζουν τα ερπετÜ. Κι ο δαßμονας εßπε αυτÞ την ιστορßα για την ανακοýφισÞ της:
      Πολý, πολý καιρü πριν, στους κüκκινους κýκλους της νιüτης μου, Þμουν σαν üλους τους Üλλους νεαροýς δαßμονες, επιρρεπÞς στο να χρησιμοποιþ τα εýκαμπτα φτερÜ μου σε φανταστικÝς πτÞσεις να αιωροýμαι και να ισορροπþ σαν αετüς πÜνω απü τα τÜρταρα και τους λÜκκους του Πýθωνα˙ Þ να σηκþνω την Üπλετη μαυρßλα των πτερυγßων μου στην τροχιÜ των Üστρων. Ακολοýθησα το φεγγÜρι απü το απογευματινü μÝχρι το πρωινü λυκüφως κι ατÝνισα τα μυστικÜ στο πρüσωπο της μÝδουσας που το αποστρÝφει αιþνια απü την γη. ΔιÜβασα μÝσα απü λεπτü στρþμα πÜγου τους ιθυφαλλικοýς ροýνους πÜνω σε στÞλες ακüμα σωζüμενες στις ερημιÝς. Και ξÝρω τα ιερογλυφικÜ που λýνουν ξεχασμÝνους γρßφους Þ αιþνιες κρυμμÝνες ιστορßες πÜνω στους τοßχους πüλεων κατακτημÝνων απü Üλιωτο χιüνι. ¸χω πετÜξει μÝσα απü το τριπλü δαχτυλßδι του Κρüνου και ζευγÜρωσα με πανÝμορφους βασιλßσκους σε πανýψηλα νησιÜ, λεýγες ψηλüτερα απü πελþριους ωκεανοýς üπου κÜθε κýμα μοιÜζει με την Üνοδο και πτþση των ΙμαλαÀων. ΑψÞφησα τα σýννεφα του Δßα και τις μαýρες και παγωμÝνες αβýσσους του Ποσειδþνα που στεφανþνονται απü αιþνιο αστρικü φþς. Και πλανÞθηκα πÝρα απü ασýμμετρους Þλιους που συγκρινüμενος ο Þλιος που γνωρßζεις εßναι μια ετοιμοθÜνατη φλüγα κεριοý σε περιορισμÝνη κρýπτη. Εκεß σε τρομεροýς πλανÞτες, περιüρισα την πτÞση μου σε οροπÝδια μεγÜλα σαν πεσμÝνους αστεροειδεßς, üπου, με χßλια ονüματα και με χßλιες εικüνες, το κακü που δεν μπορεß καν κÜποιος να ονειρευτεß, υπηρετεßται και λατρεýεται με αφÜνταστους τρüπους. ¹, αγκιστρωμÝνος στα σαρκüχρωμα χεßλη κιονοειδþν ανθþν, που το ÜρωμÜ τους Þταν μια Ýκσταση αμετÜδοτων ονεßρων, κορüιδεψα τα συζευγμÝνα τÝρατα και προσÝλκυσα τα θηλυκÜ τους, που βυθßζονταν και αναδýονταν στην βÜση της κρυψþνας μου.
      Τþρα, στην ακοýραστη αναζÞτησÞ μου ανÜμεσα σε απüμακρους γαλαξßες, Ýφτασα μια μÝρα στον ξεχασμÝνο κι ετοιμοθÜνατο πλανÞτη που στην γλþσσα των Üγνωστων κατοßκων του λεγüταν ΣαντÜστορ. ΑπÝραντος και καταθλιπτικüς και γκρßζος κÜτω απü Ýναν χλωμü Þλιο, με μακριÝς σχισμÝς και πελþρια χÜσματα, καλυμμÝνος απü πüλο σε πüλο με τις ασταμÜτητες παλßρροιες απü την Üμμο της ερÞμου, κρεμüταν στο διÜστημα χωρßς φεγγÜρι Þ δορυφüρο, Ýνα βδÝλυγμα και μια Ýνδειξη κατÜρας για ομορφüτερους και νεüτερους κüσμους. ΕλÝγχοντας την ταχýτητα της διαστρικÞς πτÞσης μου, ακολοýθησα τον ισημερινü, μ' Ýνα σταθερü κι επßπεδο Üνεμο πÜνω απü τις κορυφÝς κυκλþπειων ηφαιστεßων και γυμνþν, τρομερþν κορυφþν απü πρεσβýτερους λüφους, και ερÞμων, ωχρþν με τη χλωμÜδα του αλατιοý που φανÝρωναν την ýπαρξη παλαιüτερων ωκεανþν.
      Ακριβþς στο κÝντρο μιας απ' τις κοßτες αυτþν των ωκεανþν, χωρßς να φαßνεται απ' τα βουνÜ που σχημÜτισαν τις πανÜρχαιες ακτογραμμÝς και πολλÝς λεýγες κÜτω απ' το επßπεδü τους βρÞκα πελþρια και σπειροειδÞ πεδιÜδα που βυθιζüταν ακüμη βαθýτερα μες στις αβýσσους αυτοý του φοβεροý κüσμου. Περιτοιχιζüταν με κατακüρυφους γκρεμοýς κι επÜλξεις και κορφÝς απü σκουροκüκκινη πÝτρα, που 'χε σκαλιστεß σε εκατομμýρια αλλüκοτες μοχθηρÝς μορφÝς απü τη καταβýθιση των αρχαßων θαλασσþν. ΠÝταξα αργÜ ανÜμεσα στους γκρεμοýς καθþς περιτυλßσσονταν κατεβαßνοντας συνÝχεια σ' ελικοειδÞς σπεßρες απü μßλι σε μßλι, σε μια ολοσχερÞ κι αλýτρωτη ερημιÜ και το φως γινüταν αμυδρüτερο απü πÜνω μου καθþς κορφÞ τη κορφÞ κι Ýπαλξη την Ýπαλξη, η παρÜξενη κüκκινη πÝτρα αναδυüταν ανÜμεσα στα φτερÜ μου και στα ουρÜνια. Εδþ καθþς Ýστριψα σε μια απüτομη στροφÞ ενüς γκρεμοý, σε βÜθος που οι ακτßνες του Þλιου πÝφτουν μüνο για λßγο το μεσημÝρι κι οι βρÜχοι γßνονταν πορφυροß με αιþνιες σκιÝς, βρÞκα μια λßμνη σκουροπρÜσινου νεροý -τελευταßο απομεινÜρι προηγοýμενου ωκεανοý, ακüμα να πÝφτει μÝσα σε απüτομους, ανυπÝρβλητους καταρρÜκτες. Κι απü αυτÞ τη λßμνη Ýβγαινε φωνÞ, σε τüνους αμυδρÜ γλυκοýς σα θανÜσιμο κρασß απü μανδραγüρα και ξÝφτιζε σα μουρμουρητü απü κοχýλια, Κι η φωνÞ εßπε:
 -"ΣταμÜτα και περßμενε, σ' εξορκßζω και πες μου ποιüς εßσαι, που 'ρθες σ' αυτÞ τη καταραμÝνη απομüνωση üπου πεθαßνω".
      Τüτε, σταματþντας στην Üκρη της λßμνης, κοßταξα στον κüλπο των σκιþν κι εßδα την ωχρÞ λÜμψη μιας θηλυκÞς μορφÞς να αναδýεται απü τα νερÜ. Και η μορφÞ Þταν αυτÞ μιας σειρÞνας με μαλλιÜ στο χρþμα των ωκεÜνιων φυκιþν, βυρηλλüχρωμα μÜτια και μια δελφινüμορφη ουρÜ. Κι εßπα σ’ αυτÞ:
 -"Εßμαι ο δαßμονας ΤσαρνÜντις. ΑλλÜ ποιÜ εßσαι συ που με καθυστερεßς σ' αυτü τον Ýσχατο, αποτρüπαιο λÜκκο, στα βÜθη ενüς ετοιμοθÜνατου κüσμου";
 -"Εßμαι σειρÞνα και το üνομÜ μου εßναι Λýσπιαλ. Απü τις θÜλασσες που εßδα και διασκÝδαζα πολλοýς αιþνες πριν κι üπου τραβοýσα γενναßους ναυτικοýς σ' Ýνα μαγεμÝνο θÜνατο στις ακτÝς του καταστροφικοý νησιοý μου, απομÝνει μüνο αυτÞ η ξεπεσμÝνη λßμνη. Αλßμονο! Γιατß η λßμνη συρρικνþνεται καθημερινÜ κι üταν εξαφανιστεß ολüκληρη τüτε θα χαθþ κι εγþ." απÜντησε αυτÞ. ¢ρχισε να κλαßει, και τα αλμυρÜ της δÜκρυα Ýπεσαν κÜτω και προστÝθηκαν στα αλμυρÜ νερÜ. Πρüθυμα θÝλησα να τη παρηγορÞσω κι Ýτσι της εßπα:
 -"Μη κλαßς, γιατß θα σε σηκþσω πÜνω στα φτερÜ μου και θα σε μεταφÝρω σε κÜποιον νεüτερο κüσμο, üπου νερÜ στο μπλε χρþμα του ουρανοý σε Üφθονες θÜλασσες συντρßβονται σε πολýπλοκους ιστοýς χλωμþν αφρþν πÜνω σε χαμηλÝς ακτÝς που εßναι πρÜσινες και χρυσÝς, με πρωτüγονες πηγÝς. Εκεß, πιθανüν για πολλοýς αιþνες, θα Ýχεις Üριστη διαμονÞ, και γαλÝρες με χρωματιστÜ κουπιÜ και μεγÜλες καλοπλεοýμενες φορτηγßδες θα σÝρνονται πÜνω στα βρÜχια τα καλυμμÝνα με κüκκινο φως απü την κυκλωμÝνη με καταιγßδα δýση του Þλιου, και θα αναμιγνýεις τον Þχο της σýγκρουσης απü τα καλυμμÝνα με ξυλüγλυπτα ακρüπρωρα, με την γλυκειÜ μαγεßα του θανÜσιμου τραγουδιοý σου".
 -"Εßσαι ευγενικüς, αλλÜ αυτü δεν θα με ωφελÞσει, γιατß γεννÞθηκα απü τα νερÜ αυτοý του κüσμου και στα νερÜ του πρÝπει να πεθÜνω. Αλßμονο! Οι αγαπημÝνες μου θÜλασσες που κυλοýσαν σαν Üσπαστο ζαφεßρι απü ακτÝς με προσωρινÜ Üνθη σε ακτÝς με αιþνια χιüνια! Αλßμονο! Οι θαλÜσσιοι Üνεμοι που αναμßγνυαν αρþματα απü αρμýρα και φýκια κι οσμÝς απü ωκεÜνια λουλοýδια και λουλοýδια της ξηρÜς και μακρινÜ αερÜκια εξωτικþν βÜλσαμων! Αλßμονο! Τα πολεμικÜ πλοßα με πÝντε σειρÝς κουπιþν κι οι βαρυφορτωμÝνες φορτηγßδες με πανιÜ και σχοινιÜ απü βýσσο που Ýπλεαν ανÜμεσα απü βαρβαρικÜ νησιÜ με φορτßα απü τοπÜζι και κοκκινüχρωμα κρασιÜ κι εßδωλα απü νεφρßτη κι ελεφαντüδοντο, στα αρχαßα καλοκαßρια που τþρα εßναι λιγüτερο απü μυθικÜ! Αλßμονο! Οι νεκροß καπετÜνιοι, οι πανÝμορφοι νεκροß ναυτικοß που μεταφÝρθηκαν απü την παλßρροια σε καναπÝδες απü φýκια στο χρþμα του Þλεκτρου, σε σπÞλαια κÜτω απü ακρωτÞρια με κÝδρους! Αλßμονο! Τα φιλιÜ που απüθεσα πÜνω στα κρýα και Üχρωμα χεßλη τους και τα σφραγισμÝνα βλÝφαρÜ τους"!
     Λýπη και οßκτος με Üδραξαν καθþς Üκουσα τα λüγια της, γιατß Þξερα πως εßπε τη θρηνητικÞ αλÞθεια πως η καταδßκη της βρισκüταν στη συρρßκνωση των πικρþν νερþν. ¸τσι, αφοý της Ýδωσα πολλÜ συλλυπητÞρια, αüριστα και μÜταια, της εßπα Ýνα μελαγχολικü αντßο και πÝταξα βαριÜ ανÜμεσα στους σπειροειδεßς γκρεμοýς απü üπου εßχα Ýρθει, και σκαρφÜλωσα στους μουντοýς ουρανοýς, μÝχρι που ο πλανÞτης ΣαντÜστορ Þταν μüνο μια σκοτεινÞ κηλßδα χαμηλÜ στο διÜστημα. ΑλλÜ η τραγικÞ σκιÜ της μοßρας της σειρÞνας κι η λýπη της, κεßτονταν θλιβερÜ πÜνω μου για þρες και μüνο τα φιλιÜ ενüς πανÝμορφου θηριþδους βαμπßρ, σε Ýναν μακρινü, νÝο και Üφθονο κüσμο, με Ýκαναν να τη ξεχÜσω.
     Και λÝω αυτÞν την ιστορßα τþρα, ευχüμενος να παρηγορηθεßς απü την θεþρηση μιας κατÜστασης πολý πιο οδυνηρÞς κι αναπüφευκτης απü την δικÞ σου
.

                                 Η ΠÝτρα Του Αγγßγματος

                                       The Touch Stone


     Ο φιλüσοφος Νασßφρα Ýψαχνε για πολλÜ χρüνια και σε πολλÝς χþρες για τη μυθικÞ πÝτρα του αγγßγματος για την οποßα λεγüταν üτι αποκÜλυπτε την αληθινÞ φýση üλων των πραγμÜτων. ΒρÞκε üλα τα εßδη των πετρþν, απü τους ογκüλιθους που εßχαν λαξευτεß στις πυραμßδες των μοναρχþν, μÝχρι τα μικροσκοπικÜ πετρÜδια που Þταν ορατÜ μüνο μÝσα απü μεγεθυντικü φακü, αλλÜ καθþς κανÝνα απü αυτÜ δεν Ýφερνε καμιÜ αλλαγÞ, οýτε κÜποια φανερÞ μετατροπÞ στα υλικÜ με τα οποßα τα Ýφερνε σε επαφÞ, ο Νασßφρα Þξερε üτι δεν Þταν αυτÜ τα οποßα ζητοýσε. ΑλλÜ η αληθινÞ ýπαρξη της πÝτρας του αγγßγματος εßχε επιβεβαιωθεß απü üλους τους αρχαßους συγγραφεßς και σοφοýς, και Ýτσι, παρÜ τους αυξανüμενους αριθμοýς των Üχρηστων ορυκτþν και την Ýλλειψη της καλÞς ποιüτητας, Ýνιωθε αποστροφÞ στην σκÝψη να εγκαταλεßψει την αναζÞτησÞ του.
     Μια μÝρα, ο Νασßφρα εßδε Ýνα μεγÜλο στρογγυλü βüτσαλο πεσμÝνο μÝσα σε βοýρκο και το μÜζεψε απü την δýναμη της συνÞθειας, καθþς δεν εßχε ιδÝα üτι μπορεß να Þταν η πÝτρα του αγγßγματος. Το χρþμα του Þταν Ýνα συνηθισμÝνο γκρßζο, και η μορφÞ του, üχι λιγüτερο ασυνÞθιστη απü το χρþμα του. ΑλλÜ καθþς ο Νασßφρα Ýπιασε το βüτσαλο στο χÝρι του, ξαφνιÜστηκε, σε αντßθεση με την φιλοσοφικÞ του ηρεμßα, απü τα παρÜξενα αποτελÝσματα: τα δÜχτυλα που Ýπιαναν την πÝτρα, ξαφνικÜ Ýγιναν αυτÜ ενüς σκελετοý, λÜμποντας Üσπρα, αδýνατα και Üσαρκα στο φþς του Þλιου. Και ο Νασßφρα κατÜλαβε απü αυτÞν την Ýνδειξη üτι βρÞκε την πÝτρα του αγγßγματος.
     Προχþρησε σε πολλÝς δοκιμÝς των πρüσθετων ιδιοτÞτων της και τα αποτελÝσματα Þταν üλα μοναδικÜ. Του αποκαλýφθηκε το γεγονüς üτι το σπßτι του Þταν Ýνας μουχλιασμÝνος τÜφος, üτι η βιβλιοθÞκη του Þταν μια συλλογÞ απü σκουληκοφαγωμÝνα σκουπßδια, üτι οι φßλοι του Þταν σκελετοß, μοýμιες, αγρßμια και ýαινες, üτι η γυναßκα του Þταν Ýνα φτηνü και κακü τÝρας, üτι η πüλη που ζοýσε Þταν μια μυρμηγκοφωλιÜ και ολüκληρος ο κüσμος Þταν Ýνας κüλπος σκιþν και κενüτητας. ΠρÜγματι, δεν υπÞρχε üριο στις ενοχλητικÝς και τρομερÝς αποκαλýψεις που Ýκανε αυτü το φαινομενικÜ συνηθισμÝνο βüτσαλο. ¸τσι, μετÜ απü λßγο, ο Νασßφρα το πÝταξε, προτιμþντας να μοιρÜζεται με τους Üλλους ανθρþπους τις κοινÝς αυταπÜτες και τα φιλικÜ και καλÜ ορÜματα που Ýκαναν την ýπαρξÞ μας πιθανÞ.

                                        Ο ¸νατος Σκελετüς

                                      The Ninth Skeleton

     ¹τανε κÜτω απü το Üσπιλο μπλε ενüς πρωινοý του Απρßλη που ξεκßνησα για τη συνÜντησÞ μου με την Γκουßνεβιρ. Εßχαμε κανονßσει να συναντηθοýμε στη Βραχþδη ΡÜχη, Ýνα σημεßο που ξÝραμε καλÜ και οι δυο μας, Ýνα μικρü και κυκλικü σημεßο περικυκλωμÝνο απü πεýκα και γεμÜτο απü μεγÜλες πÝτρες, ανÜμεσα στο σπßτι των γονιþν της στο Νιοýκαστλ και στην καλýβα μου στα βορειοανατολικÜ της ρÜχης, κοντÜ στο ¼μπουρν.
     Η Γκουßνεβιρ εßναι η αρραβωνιαστικιÜ μου. ΠρÝπει να εξηγÞσω üτι μÝχρι την στιγμÞ την οποßα γρÜφω αυτÜ, υπÞρχε μια ορισμÝνη διαφωνßα απü μÝρους των γονιþν της για αυτüν τον δεσμü, μια διαφωνßα που ευτυχþς δεν υπÜρχει πλÝον. Για την ακρßβεια, Ýφτασαν στο σημεßο να μου απαγορεýσουν να της τηλεφωνþ κι η Γκουßνεβιρ κι εγþ μποροýσαμε να βρεθοýμε μüνο κρυφÜ και σε Üτακτα διαστÞματα.
     Η ρÜχη Þταν Ýνα μακρý και τραχý μÝρος, Ýντονα διεσπαρμÝνο με βρÜχους, üπως υπονοεß το üνομÜ της, και με πολλÜ σημεßα απü μαýρη ηφαιστειακÞ πÝτρα. ΕκτÜσεις με φροýτα Þταν κολλημÝνες σε μερικÝς πλαγιÝς της, αλλÜ στην κορυφÞ σχεδüν καμßα δεν Þταν γüνιμη, γιατß το χþμα Þταν πολý λεπτü και πετρþδες για να καλλιεργηθεß. ΑνÜμεσα στα στρεβλωμÝνα πεýκα, τüσο φανταστικÜ σε μορφÞ üσο και τα κυπαρßσσια στις ακτÝς της Καλιφüρνια και στις στραβÝς και μισüξερες βαλανιδιÝς, η θÝα εßχε μια Üγρια κι αλλüκοτη ομορφιÜ, μοιÜζοντας με Ιαπωνικü τοπßο.
     Εßναι ßσως δυο μßλια απü την καλýβα μου μÝχρι το μÝρος που θα συναντοýσα την Γκουßνεβιρ. Αφοý γεννÞθηκα στην σκιÜ της Βραχþδους ΡÜχης και Ýζησα πÜνω της Þ δßπλα της για τα περισσüτερα απü τα τριÜντα-κÜτι μου χρüνια, εßμαι εξοικειωμÝνος με κÜθε σημεßο της üμορφης και τραχιÜς Ýκτασης και, πριν απü κεßνο το πρωÀ του Απρßλη, σπÜνια μποροýσα να συγκρατÞσω τα γÝλια μου üταν μου Ýλεγαν üτι εßναι δυνατüν να χÜσω τον δρüμο μου. Απü τüτε... λοιπüν, ας ποýμε üτι δεν νιþθω την διÜθεση να γελÜσω...
     ΑλÞθεια, Þταν Ýνα πρωινü φτιαγμÝνο για τις συνευρÝσεις των εραστþν. ¢γριες μÝλισσες βοýιζαν βιαστικÜ πÜνω στα καλýμματα απü τριφýλλι, και στους κυανüχρωμους θÜμνους με τις μεγÜλες μÜζες απü λευκÜ λουλοýδια, παρÜξενα και βαριÜ αρþματα μεθοýσαν τον αÝρα. Τα περισσüτερα απü τα ανοιξιÜτικα μπουμποýκια Þταν ανοιχτÜ: κυκλÜμινα, κßτρινες βιολÝτες, παπαροýνες, Üγριοι υÜκινθοι και Üστρα του δÜσους· και το πρÜσινο του τοπßου Þταν διεσπαρμÝνο απü τα χρþματÜ τους. ΑνÜμεσα στο σμαραγδÝνιο χρþμα των φουντουκιþν, το γκριζοπρÜσινο των πεýκων, το σκοýρο χρυσü και πρÜσινο-μπλε των βαλανιδιþν, Ýβλεπα λÜμψεις απü τις χιονüλευκες κορυφÝς στα ανατολικÜ, και το ξεθωριασμÝνο μπλε των ακτþν στα δυτικÜ, πÝρα απü τα ωχρÜ, ανοιχτüχρωμα επßπεδα της κοιλÜδας του ΣακραμÝντο. Ακολουθþντας Ýνα αδιüρατο μονοπÜτι, ανÝβηκα πÝρα απü ανοιχτοýς αγροýς, üπου Ýπρεπε να διασχßσω ομÜδες απü βρÜχους.
     ¼λες οι σκÝψεις μου Þταν για τη Γκουßνεβιρ και κοßταζα μüνο με τυχαßο και πρüχειρο βλÝμμα την εικüνα της ανοιξιÜτικης ομορφιÜς που κÜλυπτε το πÝρασμÜ μου. ¹μουν στα μισÜ της πορεßας που κÜλυπτε την απüσταση ανÜμεσα στην καλýβα μου και στο σημεßο συνÜντησης, üταν ξαφνικÜ διαπßστωσα üτι το φως του Þλιου Ýγινε πιο σκοτεινü και κοßταξα πÜνω, νομßζοντας φυσικÜ üτι Ýνα απριλιÜτικο σýννεφο Þρθε απαρατÞρητο απü τον ορßζοντα και πÝρασε μπροστÜ απü τον Þλιο. Φανταστεßτε την ÝκπληξÞ μου, üταν εßδα το γαλÜζιο ολüκληρου του ουρανοý να Ýχει γυρßσει σε Ýνα απαßσιο και σκοýρο καφÝ, στο μÝσο του οποßου ο Þλιος φαινüταν καθαρÜ, λÜμποντας σαν Ýνα μεγÜλο στρογγυλü κüκκινο κÜρβουνο. Τüτε, κÜτι παρÜξενο κι ανοßκειο μες στη φýση του περιβÜλλοντος, που Þμουν ανßκανος να καθορßσω, τρÜβηξε την προσοχÞ μου κι η ÝκπληξÞ μου Ýγινε μια αυξανüμενη ανησυχßα. ΣταμÜτησα και κοßταξα γýρω μου και συνειδητοποßησα, αδýνατον üπως μου φαινüταν, üτι Ýχασα τον δρüμο μου. Γιατß τα πεýκα και στις δυο πλευρÝς μου δεν Þταν αυτÜ που περßμενα να δω. ¹ταν γιγÜντια, πιο στραβÜ απü αυτÜ που θυμüμουν. Κι οι ρßζες τους Ýβγαιναν συστρεφüμενες σε Üγριες ερπετοειδεßς μορφÝς, απü Ýνα χþμα που Þταν παρÜξενα χαμηλωμÝνο, üπου το γρασßδι Ýβγαινε μüνο σε σπÜνιες τοýφες. ΥπÞρχαν βρÜχοι τüσο μεγÜλοι σα δρυιδικοß μονüλιθοι και το σχÞμα μερικþν απü αυτοýς Þταν εφιαλτικü και φυσικÜ, νüμισα üτι üλα Þταν Ýνα üνειρο. ΑλλÜ με μια αßσθηση πλÞρους σýγχυσης, που σπÜνια Þ ποτÝ δεν συγκεντρþνει παραλογισμοýς Þ τερατþδεις εφιÜλτες, βÜλθηκα μÜταια να προσανατολιστþ και να βρω κÜποιο οικεßο σημÜδι στο παρÜλογο τοπßο που απλωνüταν μπροστÜ μου.
     ¸να μονοπÜτι, πιο πλατý απü αυτü που ακολουθοýσα, αλλÜ πηγαßνοντας üπως νüμιζα στη ßδια κατεýθυνση, περιτυλισσüταν ανÜμεσα στα δÝντρα. Καλυπτüταν απü μια γκρßζα σκüνη, που καθþς προχωροýσα Ýγινε πιο παχιÜ και αποκÜλυπτε αποτυπþματα ποδιþν μιας μοναδικÞς μορφÞς -αποτυπþματα που, παρÜ τα σημÜδια απü πÝντε δÜχτυλα, Þταν πιο μακριÜ, πιο αφÜνταστα λεπτÜ για να εßναι ανθρþπινα. ΚÜτι που εßχαν, δεν ξÝρω τι, κÜτι στην ισχνüτητÜ τους και το μÞκος τους, μ' Ýκανε να ανατριχιÜσω. Αργüτερα, αναρωτÞθηκα γιατß δεν τα αναγνþρισα για αυτü που Þταν, αλλÜ κεßνη τη στιγμÞ καμιÜ υποψßα δεν πÝρασε απü το μυαλü μου -μüνο μια αüριστη αßσθηση ανησυχßας, Ýνας απροσδιüριστος τρüμος.
     Καθþς προχþρησα, τα πεýκα γýρω απü τα οποßα περνοýσα γßνονταν στιγμιαßα πιο φασματικÜ και πιο απαßσια στις συστροφÝς των κορμþν, των κλαδιþν και των ριζþν τους. ΜερικÜ Þταν σαν θηλιÝς κρεμÜλας, Üλλα σαν αισχρÜ ζαρωμÝνα τÝρατα, μερικÜ φαßνονταν σαν να στρÝφονται αιþνια σε κολασμÝνα βασανιστÞρια και Üλλα σαν να συνταρÜσσονταν απü σατανικÜ δεινοπαθÞματα. Στο μεταξý, ο ουρανüς συνÝχιζε σταδιακÜ να σκοτεινιÜζει, το σκοýρο και ζοφερü καφÝ που εßχα παρατηρÞσει αρχικÜ Üλλαξε με ανεπαßσθητους τüνους σε Ýνα νεκρü, πÝνθιμο πορφυρü χρþμα μÝσα στο οποßο ο Þλιος καθüταν σαν Ýνα φεγγÜρι που ανυψþνεται απü Ýνα λουτρü αßματος. Αυτü το μακÜβριο πορφυρü σÜρωνε τα δÝντρα και ολüκληρο το τοπßο, τα καταβýθιζε στους γκρεμοýς αυτοý του αφýσικου φωτüς. Μüνο οι πÝτρες, καθþς προχωροýσα, γßνονταν παρÜξενα ωχρÝς. Και οι μορφÝς τους Ýμοιαζαν κÜπως με ταφüπλακες, τýμβους και μνημεßα. Δεν υπÞρχε πλÝον το πρÜσινο του ανοιξιÜτικου γρασιδιοý δßπλα απü το μονοπÜτι – μüνο χþμα καλυμμÝνο με στεγνÞ μοýχλα και μικροσκοπικÝς λειχÞνες με οξειδωμÝνο χρþμα. ΥπÞρχαν επßσης καλýμματα απü Üσχημους μýκητες με λεπρþδη, ωχρÜ κοτσÜνια και μαυριδερÜ κεφÜλια που μαραßνονταν και Ýγερναν συστρεμμÝνα.
     Ο ουρανüς εßχε γßνει τþρα τüσο σκοτεινüς που το üλο τοπßο εßχε πÜρει μια σχεδüν νυχτερινÞ üψη και μ' Ýκανε να σκεφτþ Ýνα καταραμÝνο κüσμο στο λυκüφως ενüς πεθαμÝνου Þλιου. ¼λα Þταν ακßνητα κι αθüρυβα, δεν υπÞρχαν πουλιÜ, οýτε Ýντομα, οýτε τριξßματα απü τα πεýκα, οýτε θρüισμα στα φýλλα: μια απαßσια κι υπερφυσικÞ ησυχßα, σαν την ησυχßα του απÝραντου κενοý.
     Τα δÝντρα Ýγιναν πιο πυκνÜ, μετÜ ελαττþθηκαν και βρÝθηκα σε Ýνα κυκλικü πεδßο. Εδþ, δεν μποροýσες να μπερδÝψεις την αληθινÞ φýση των μονολιθικþν βρÜχων -Þταν ταφüπλακες και νεκρικÜ μνημεßα, αλλÜ τüσο πολý αρχαßα που οι επιγραφÝς Þ οι φιγοýρες πÜνω τους εßχαν σχεδüν εξαλειφθεß. Κι οι λßγοι χαρακτÞρες που μποροýσα να ξεχωρßσω δεν Üνηκαν σε καμιÜ γνωστÞ γλþσσα. ΠÜνω τους υπÞρχαν η γκριζÜδα και το μυστÞριο κι ο τρüμος ανυπολüγιστης παλαιüτητας. ¹ταν δýσκολο να πιστÝψω üτι η ζωÞ κι ο θÜνατος μποροýσαν να εßναι τüσο παλιÜ üσο αυτοß. Τα δÝντρα γýρω τους Þταν ασýλληπτα στρεβλωμÝνα κι Ýσκυβαν σαν να τα επιβÜρυνε η ßδια ηλικßα. Η αßσθηση τη απαßσιας παλαιüτητας που μου μετÝφεραν τα πεýκα κι οι πÝτρες, αýξησαν την Ýνταση της σýγχυσÞς μου κι επιβεβαßωσαν την ανησυχßα μου. Επιβεβαιþθηκε περισσüτερο üταν παρατÞρησα πÜνω στη μαλακÞ γη γýρω απü τις ταφüπλακες μερικÜ απü τα μακρüστενα αποτυπþματα τα οποßα προανÝφερα. ¹ταν σε μια μοναδικÞ διÜταξη και φαßνονταν να ξεκινοýν και να καταλÞγουν στο περßγυρο της κÜθε πÝτρας.
     Τþρα, για πρþτη φορÜ, Üκουσα Ýναν Þχο διαφορετικü απü τον Þχο των ποδιþν μου στην ησυχßα του μακÜβριου σκηνικοý. Πßσω μου, ανÜμεσα στα δÝντρα, υπÞρχε Ýνα αχνü και μοχθηρü κροτÜλισμα. Γýρισα και αφουγκρÜστηκα. ΥπÞρχε κÜτι σε αυτüν τον Þχο που ολοκλÞρωσε την εξαχρεßωση των ταραγμÝνων μου νεýρων. Και τερατþδεις φüβοι, αποτρüπαιες σκÝψεις, üρμησαν στο μυαλü μου σαν ορδÝς μαγισσþν.
     Η πραγματικüτητα που εßχα να αντιμετωπßσω δεν Þταν λιγüτερο τερατþδης! ΥπÞρξε Ýνα λευκü τρεμοφÝγγισμα στην σκιÜ των δÝντρων, και Ýνας ανθρþπινος σκελετüς, κρατþντας στα χÝρια του τον σκελετü ενüς βρÝφους, βγÞκε και πλησßασε προς το μÝρος μου! Στοχεýοντας σε κÜποιον ανþτερο μυστικü σκοπü, κÜποιο σκοτεινü θÝλημα που οýτε φαντÜζονται οι ζωντανοß, προχþρησε με Þσυχο βÞμα, Ýνα αβßαστο σαν γλßστρημα-πÜτημα στο οποßο, παρÜ τον τρüμο μου και την αποβλÜκωσÞ μου, διÝκρινα μια φρικτÞ θηλυκÞ χÜρη. Ακολοýθησα την παρουσßα με τα μÜτια μου καθþς περνοýσε ανÜμεσα στα μνημεßα χωρßς να σταματÞσει και χÜθηκε στα σκοτÜδια των πεýκων στην απÝναντι πλευρÜ του πεδßου. ΑμÝσως μüλις εξαφανßστηκε, εμφανßστηκε δεýτερος, κρατþντας κι αυτüς Ýναν σκελετü μωροý, και πÝρασε μπροστÜ μου προς την ßδια κατεýθυνση και με την ßδια αποτρüπαιη και ληθαργικÞ χÜρη στην κßνησÞ του.
     ¸νας τρüμος πιο πÜνω απü τον τρüμο, Ýνας φüβος πÝρα απü τον φüβο, πÝτρωσε üλες τις λειτουργßες μου, και Ýνοιωσα σαν να με πλÜκωνε Ýνα δυσθεþρητο και ασταθÝς εφιαλτικü φορτßο. ΜπροστÜ μου, σκελετüς μετÜ τον σκελετü, καθÝνας ßδιος με τον προηγοýμενο, με την ßδια μακÜβρια πραüτητα κι ηρεμßα στην κßνηση, καθÝνας κρατþντας το αξιοθρÞνητο βρÝφος του, Ýβγαιναν απü την σκιÜ των αρχαßων πεýκων και πÞγαιναν εκεß που εξαφανßστηκε ο πρþτος, αφοσιωμÝνοι στον ßδιο μυστικü σκοπü. ¸νας-Ýνας Ýρχονταν, μÝχρι που μÝτρησα οχτþ! Τþρα Þξερα τι Þταν τα παρÜξενα αποτυπþματα που η παρατÞρησÞ τους με τÜραξε και με προβλημÜτισε.
     ¼ταν κι ο üγδοος σκελετüς Ýφυγε απü μπρος μου, η ματιÜ μου στρÜφηκε απü μια ακατανßκητη παρüρμηση, πÜνω σε μια απü τις πιο κοντινÝς ταφüπλακες, δßπλα στην οποßα με Ýκπληξη διαπßστωσα αυτü που δεν εßχα παρατηρÞσει πριν. ¸νας φρεσκοανοιγμÝνος τÜφος, Ýχασκε σκοτεινüς στο μαλακü χþμα. Τüτε δßπλα στον αγκþνα μου, Üκουσα Ýνα σιγανü κροτÜλισμα, και τα δÜχτυλα απü Ýνα Üσαρκο χÝρι Ýπιασαν μαλακÜ το μανßκι μου. ¸νας σκελετüς Þταν δßπλα μου, διαφÝροντας απü τους υπüλοιπους μüνο στο γεγονüς üτι δεν κρατοýσε βρÝφος στα χÝρια του. Με Ýνα δυσοßωνο, χωρßς χεßλη χαμüγελο, Ýπιασε ξανÜ το μανßκι μου, σαν να Þθελε να με τραβÞξει στον ανοιχτü τÜφο και τα δüντια του κροτÜλισαν σαν να Þθελε να μου μιλÞσει. Οι αισθÞσεις μου και το μυαλü μου, καλυμμÝνα απü ιλιγγιþδη τρüμο, δεν μπüρεσαν να αντÝξουν περισσüτερα. ¸νοιωσα να πÝφτω και να πÝφτω σε βÜθη αιþνιων σκοταδιþν, με τον τρüμο απü τα δÜχτυλα ακüμα πÜνω στο χÝρι μου, þσπου η συνεßδησÞ μου δεν ακολοýθησε την πτþση μου.
     ¼ταν συνÞλθα, η Γκουßνεβιρ με κρατοýσε απü το χÝρι, με την ανησυχßα και την απορßα πÜνω στο γλυκü οβÜλ πρüσωπü της και βρισκüμουν ανÜμεσα στους βρÜχους στο μÝρος που εßχαμε κανονßσει την συνÜντησÞ μας.
 -"Τß στο καλü συμβαßνει με σÝνα ΧÝρμπερτ;" ρþτησε νευρικÜ. "Εßσαι Üρρωστος; Στεκüσουν ασÜλευτος üταν Þρθα και δεν φÜνηκε να με Üκουσες οýτε να με εßδες üταν σου μßλησα. Και πραγματικÜ πßστεψα üτι θα λιποθυμοýσες üταν Üγγιξα το χÝρι σου".

                                        Το Τελευταßο Ξüρκι

                                      The Last Incantation

     Ο μÜγος Μαλßγκρις καθüταν στο ψηλüτερο δωμÜτιο του πýργου του που Þταν χτισμÝνος σε Ýναν κωνικü λüφο πÜνω απü την καρδιÜ του ΣουσρÜν, πρωτεýουσα της ποσειδωνßας. ΚατεργασμÝνος απü μαýρη πÝτρα που εξορýχτηκε βαθειÜ απü την γη, δυνατÞ και σκληρÞ σαν τον φημισμÝνο αδÜμαντα, αυτüς ο πýργος στεκüταν πÜνω απü üλους τους Üλλους και Ýριχνε την σκιÜ του μακριÜ πÜνω στις σκεπÝς και στους θüλους της πüλης, üπως και η αμαρτωλÞ δýναμη του Μαλßγκρις Ýριχνε το σκοτÜδι της στα μυαλÜ των ανθρþπων.
     Τþρα ο Μαλßγκρις Þταν γÝρος κι üλη η απαßσια δýναμη των γητειþν του, üλοι οι τρομεροß και περßεργοι δαßμονες που εßχε υπü τον Ýλεγχü του, üλοι οι φüβοι που εßχε υφÜνει στις καρδιÝς των βασιλÝων και των ιεραρχþν, δεν Ýφταναν για να καταπραàνουν την μαýρη ανßα των ημερþν του. ΚαθισμÝνος στην καρÝκλα του που Þταν διακοσμημÝνη με δüντι απü μαστüδοντα και τοποθετημÝνους απüκρυφους ροýνους απü κüκκινο τουρμαλßνη και γαλÜζιους κρυστÜλλους, κοιτοýσε κατσουφιασμÝνα απü το κυβüμορφο παρÜθυρο απü Üσπαστο γυαλß. Τα λευκÜ του φρýδια συστÜλθηκαν σε μια μοναδικÞ γραμμÞ πÜνω στην σταχτιÜ περγαμηνÞ του προσþπου του και κÜτω απ’ αυτÜ, τα μÜτια του Þταν κρýα και πρÜσινα σαν πÜγος απü αρχαßες πλημýρες. Τα γÝνια του, μισÜ Üσπρα και μισÜ μαýρα με ασημÝνιες λÜμψεις, Ýπεφταν σχεδüν μÝχρι τα γüνατÜ του και Ýκρυβαν τους τοποθετημÝνους ερπετοειδεßς χαρακτÞρες απü ασημÝνιο μαλλß που υπÞρχαν στο στÞθος της βιολετιÜς ρüμπας του.
     Γýρω του υπÞρχαν σκορπισμÝνα τα εξαρτÞματα της τÝχνης του. Κρανßα ανθρþπων και τερÜτων, φιÜλες γεμÜτες με μαýρα και κüκκινα υγρÜ που η ιερüσυλη χρÞση τους Þταν γνωστÞ μüνο σ’ αυτüν, μικρÜ τýμπανα απü δÝρμα üρνεων και κρüταλα φτιαγμÝνα απü τα κüκκαλα και τα δüντια κροκüδειλου που χρησιμοποιοýνταν για να συνοδεýσουν συγκεκριμÝνα ξüρκια. Το μωσαúκü πÜτωμα Þταν μισοσκεπασμÝνο με τα δÝρματα μαýρων κι ασημÝνιων πιθÞκων και πÜνω απü την πüρτα κρεμüταν το κεφÜλι ενüς μονüκερου στο οποßο κατοικοýσε ο οικεßος δαßμονας του Μαλßγκρις με την μορφÞ μιας Ýχιδνας απü κορÜλλι με ωχρÞ πρÜσινη κοιλιÜ και σκοýρες κηλßδες. Βιβλßα υπÞρχαν σφραγισμÝνα παντοý: αρχαßοι τüμοι με καλýμματα απü δÝρμα φιδιοý και πüρπες φαγωμÝνες απü την οξεßδωση, που κρατοýσαν την τρομερÞ γνþση της Ατλαντßδας, τα μυστικÜ που εξουσßαζαν τους δαßμονες της γης και του φεγγαριοý, τα μαγικÜ που μετÝτρεπαν Þ αποσýνθεταν τα στοιχεßα και τους ροýνους απü μια χαμÝνη γλþσσα της Υπερβορεßας, που üταν προφÝρονταν δυνατÜ, Þταν πιο θανÜσιμα απü δηλητÞριο και πιο ισχυρÜ απü κÜθε φßλτρο.
     ΑλλÜ, παρÜ üλα αυτÜ τα αντικεßμενα και την δýναμη που κρατοýσαν και τον τρüμο που συμβüλιζαν στους ανθρþπους και τον φθüνο που προκαλοýσαν σε αντßπαλους μÜγους, οι σκÝψεις του Μαλßγκρις Þταν σκοτεινÝς με αμεßωτη μελαγχολßα και φθορÜ γÝμιζε την καρδιÜ του, üπως οι στÜχτες γεμßζουν την εστßα üπου μια μεγÜλη φωτιÜ πÝθανε. Καθüταν ακßνητος κι ονειροπολοýσε, üταν ο Þλιος του απογεýματος, καθþς Ýπεφτε πÜνω απü την πüλη και πÜνω απü την θÜλασσα που Þταν πÝρα απü την πüλη, χτýπησε με τις φθινοπωρινÝς ακτßνες του το παρÜθυρο με το κιτρινοπρÜσινο γυαλß, Üγγιξε με τα χρυσÜ φαντÜσματÜ του τα ρυτιδωμÝνα χÝρια του Μαλßγκρις και Üναψε τα ρουμπßνια που Þταν δεμÝνα στα δαχτυλßδια του μÝχρι που Ýκαιγαν σαν μÜτια δαιμüνων.
     ΑλλÜ στις ονειροπολÞσεις του δεν υπÞρχε οýτε φþς οýτε φωτιÜ. Και φεýγοντας απü την γκριζÜδα του παρüντος και το σκοτÜδι που φαινüταν να πλησιÜζει στο μÝλλον, δρÜχτηκε απü τις σκιÝς της μνÞμης, üπως Ýνας τυφλüς που Ýχασε τον Þλιο και τον αναζητÜ μÜταια παντοý. Και üλες οι üψεις του χρüνου που Þταν τüσο γεμÜτες με χρυσü και λαμπρüτητα, οι μÝρες του θριÜμβου που Þταν χρωματισμÝνες üπως μια αναδυüμενη φλüγα, τα πορφυρÜ αυτοκρατορικÜ χρüνια της νιüτης του, üλα αυτÜ τþρα Þταν ψυχρÜ και αμυδρÜ και παρÜξενα ξεθωριασμÝνα, και η αναπüληση δεν Þταν τßποτα παραπÜνω απü Ýνα ανακÜτεμα σε σβησμÝνα κÜρβουνα. Ο Μαλßγκρις ψηλÜφισε πßσω στα χρüνια της νιüτης του, στα θολÜ, μακρινÜ, απßστευτα χρüνια, üπου, σαν Ýνα εξωγÞινο Üστρο, μια ανÜμνηση ακüμα Ýκαιγε με αμεßωτη ηδονÞ -η ανÜμνηση της Νυλßσσα, που εßχε αγαπÞσει τις μÝρες πριν ο πüθος για απαγορευμÝνη γνþση και νεκρομαντικÞ κυριαρχßα μπει στη ψυχÞ του. Την εßχε ολüτελα ξεχÜσει για δεκαετßες, μÝσα σε μυριÜδες προκαταλÞψεις μιας ζωÞς τüσο παρÜξενα πολυποßκιλης, τüσο πλÞρης με απüκρυφα συμβÜντα και δυνÜμεις, με υπερφυσικοýς θριÜμβους και κινδýνους. ΑλλÜ τþρα, με την απλÞ σκÝψη αυτÞς της λυγερüκορμης κι αθþας νÝας, που τον εßχε αγαπÞσει τüσο αληθινÜ üταν κι αυτüς Þταν νÝος, λεπτüς κι Üπειρος και που εßχε πεθÜνει απü Ýναν ξαφνικü, παρÜξενο πυρετü, μüλις τη παραμονÞ της μÝρας του γÜμου τους, το σταχτß σαν μοýμιας χρþμα του πηγουνιοý του πÞρε μια φασματικÞ Ýξαψη και βαθιÜ μÝσα στα παγωμÝνα μÜτια του υπÞρξε Ýνα σπινθηροβüλημα, ßδιο με την λÜμψη των καντηλιþν στα νεκροταφεßα. Στα üνειρÜ του, εγÝρθηκαν οι ανεπανüρθωτοι Þλιοι της νιüτης κι εßδε τη σκιασμÝνη απü μυρτιÝς κοιλÜδα του ΜÝρος και τον χεßμαρρο ΖεμÜντερ στου οποßου τις αιþνιες χλοερÝς üχθες, εßχε περπατÞσει στην Üμπωτη με την Νυλßσσα, βλÝποντας την γÝννηση των θερινþν αστεριþν στον ουρανü, στον χεßμαρρο και στα μÜτια της αγαπημÝνης του.
     Τþρα, απευθυνüμενος στην δαιμονικÞ Ýχιδνα που κατοικοýσε στο κεφÜλι του μονüκερου, ο Μαλßγκρις μßλησε, με την χαμηλÞ, μονüτονη ψαλμωδßα κÜποιου που σκÝφτεται δυνατÜ:
 -"¸χιδνα, στα χρüνια πριν Ýρθεις να κατοικÞσεις μαζß μου και να φτιÜξεις την φωλιÜ σου στο κεφÜλι του μονüκερου, Þξερα Ýνα κορßτσι που Þταν üμορφο κι εýθραυστο σαν τις ορχιδÝες της ζοýγκλας και που πÝθανε, üπως πεθαßνουν οι ορχιδÝες… ¸χιδνα, δεν εßμαι ο Μαλßγκρις, στον οποßο συγκεντρþνονται οι αρχÝς üλων των απüκρυφων γνþσεων, οι απαγορευμÝνες εξουσßες, αυτÝς πÜνω στους ηλιακοýς και σεληνιακοýς δαßμονες, πÜνω στους ζωντανοýς και τους νεκροýς; Aν το θÝλω δε μπορþ να καλÝσω τη Νυλßσσα, στη καλýτερη στιγμÞ της νιüτης και της ομορφιÜς της και να τη φÝρω απü τις απαρÜλλαχτες σκιÝς των μυστικþν τýμβων, για να σταθεß μπρος μου μες σε αυτü το δωμÜτιο, μες στις απογευματινÝς ακτßνες αυτοý του φθινοπωρινοý Þλιου";
 -"Ναι αφÝντη", απÜντησε η Ýχιδνα, με μαλακü αλλÜ ιδιαßτερα διαπεραστικü σýριγμα, “εßσαι ο Μαλßγκρις κι üλες οι μαγικÝς και νεκρομαντικÝς δυνÜμεις εßναι δικÝς σου, üλα τα ξüρκια, οι γητιÝς και τα μυστικÜ εßναι γνωστÜ σε σÝνα. Εßναι δυνατüν αν το θελÞσεις, να καλÝσεις τη Νυλßσσα απü το μÝρος που διαμÝνει μαζß με τους νεκροýς και να τη δεις üπως Þταν πριν η ομορφιÜ της γνωρßσει το κορακßσιο φιλß του σκουληκιοý".
 -"¸χιδνα, εßναι σωστü; Εßναι καλü να τη καλÝσω ανÜμεσÜ μας; Θα υπÜρξει κÜτι που θα χÜσω Þ θα μετανιþσω";
     Η Ýχιδνα φÜνηκε να διστÜζει. Τüτε, με πιο αργü κι υπüκωφο σýριγμα, εßπε:
 -"Εßναι σωστü για τον Μαλßγκρις να κÜνει üτι θελÞσει. Ποιüς, εκτüς απü τον Μαλßγκρις, μπορεß ν' αποφασßσει αν κÜτι εßναι καλü Þ Üρρωστο";
 -"Με Üλλα λüγια, δεν θα με συμβουλεýσεις;" εßπε πιüτερο σα δÞλωση παρÜ ερþτηση, κι η Ýχιδνα δεν αποκρßθηκε.
     Ο Μαλßγκρις σκÝφτηκε για λßγο, Ýχοντας το πιγοýνι του στα ροζιασμÝνα του χÝρια. Τüτε σηκþθηκε με μια μεγÜλη, ασυνÞθιστη αποφασιστικüτητα και βεβαιüτητα στις κινÞσεις του που κοýνησε τις ρυτßδες του και συγκÝντρωσε, απü διÜφορα σημεßα του δωματßου, απü ρÜφια απü Ýβενο, απü μπαοýλα με χρυσÝς, μπροýντζινες και απü Þλεκτρο κλειδαριÝς, τα διÜφορα εξαρτÞματα που θα χρειαζüταν για την μαγεßα του. Σχεδßασε στο πÜτωμα τους κατÜλληλους κýκλους και μπαßνοντας στον εσωτερικü, Üναψε τα θυμιατÜ που περιεßχαν τα κατÜλληλα θυμιÜματα και διÜβασε φωναχτÜ απü Ýνα μακρý και στενü χειρüγραφο απü γκρßζο πÝπλο, τους πορφυροýς, σκουληκüμορφους ροýνους της τελετÞς που καλοýσε τους νεκροýς.
     Οι καπνοß απü τα θυμιÜματα, μπλε, Üσπροι και βιολετιοß, σηκþθηκαν σε πυκνÜ σýννεφα και γρÞγορα γÝμισαν το δωμÜτιο με ολοÝνα συστρεφüμενες κι εναλλασσüμενες στÞλες, ανÜμεσα στις οποßες το φþς του Þλιου χανüταν και το διαδεχüταν μια ωχρÞ, αναδυüμενη λÜμψη, χλωμÞ σαν το φþς των φεγγαριþν που ανεβαßνουν απü την λÞθη. Με αφýσικη νωχελικüτητα, με απÜνθρωπη επισημüτητα, η φωνÞ του νεκρομÜντη συνÝχισε με ιερατικοýς ψαλμοýς μÝχρι που το χειρüγραφο τελεßωσε κι οι τελευταßοι Þχοι ελαττþθηκαν και πÝθαναν μÝσα σε κοýφιες ταφικÝς δονÞσεις.
     Τüτε, οι χρωματιστοß ατμοß καθÜρισαν, üπως οι πτυχÝς μιας κουρτßνας που τραβιÝται πßσω. ΑλλÜ η ωχρÞ αναδυüμενη λÜμψη ακüμα γÝμιζε το δωμÜτιο κι ανÜμεσα στον Μαλßγκρις και στη πüρτα που κρεμüταν το κεφÜλι του μονüκερου, στεκüταν η Νυλßσσα, εμφανισμÝνη üπως στεκüταν τα περασμÝνα χρüνια, λßγο σκυμμÝνη σα λουλοýδι στον Üνεμο, χαμογελþντας με την απρüσεκτη δριμýτητα της νιüτης. Εýθραυστη, ωχρÞ, αλλÜ απλÜ ντυμÝνη, με μπουμποýκια ανεμþνης στα μαýρα της μαλλιÜ, με μÜτια που κρατοýσαν το νεογÝννητο γαλÜζιο των ανοιξιÜτικων παραδεßσων, Þταν üλα üσα θυμüταν ο Μαλßγκρις κι η γλοιþδης του καρδιÜ ταρÜχτηκε μ' Ýναν υπÝροχο πυρετü καθþς τη κοιτοýσε.
 -"Εßσαι η Νυλßσσα;" ρþτησε, "Η Νυλßσσα που αγÜπησα στην σκιασμÝνη απü μυρτιÝς κοιλÜδα του ΜÝρος, τις χρυσÝς μÝρες που Ýχουν φýγει μαζß με τους νεκροýς αιþνες στον Üχρονο κüλπο";
 -"Ναι, εßμαι η Νυλßσσα".
     Η φωνÞ της εßχε τον ßδιο απλü και ασημÝνιο κυματισμü της φωνÞς που ηχοýσε τüσο καιρü στην μνÞμη του… ΑλλÜ κÜπως, καθþς ατÝνιζε κι Üκουγε, γεννÞθηκε μια αμυδρÞ αμφιβολßα· μια αμφιβολßα üχι τüσο παρÜλογη Þ αφüρητη, αλλÜ ωστüσο επßμονη. ¹ταν ολüκληρη η Νυλßσσα που Þξερε; ΜÞπως υπÞρχε μια αμυδρÞ αλλαγÞ, τüσο δýσκολη να ονομαστεß η να αναγνωριστεß, κÜτι που ο χρüνος κι ο τÜφος εßχαν πÜρει μακριÜ, Ýνα ακαθüριστο κÜτι που η μαγεßα του δεν εßχε επαναφÝρει; ¹ταν τα μÜτια τüσο τρυφερÜ, Þταν τα μαýρα μαλλιÜ τüσο λαμπερÜ, η μορφÞ τüσο λιγνÞ και εýκαμπτη üσο του κοριτσιοý που θυμüταν;
     Δεν μποροýσε να εßναι σßγουρος κι η αμφιβολßα που μεγÜλωνε πÝτυχε να φÝρει μια απüγνωση και μια φρικαλÝα απελπισßα που Ýπνιγαν τη καρδιÜ του σα στÜχτες. Η λεπτομερÞς εξÝταση Ýγινε κρßσιμη και σκληρÞ Ýρευνα και ξαφνικÜ το φÜντασμα Ýγινε λιγüτερο και λιγüτερο η τÝλεια μορφÞ της Νυλßσσα, στιγμιαßα τα χεßλη και τα φρýδια Ýγιναν λιγüτερο αγαπητÜ, λιγüτερο λεπτÜ και καμπυλωτÜ. Η λεπτÞ φιγοýρα Ýγινε ισχνÞ, οι μποýκλες πÞραν Ýνα κοινü μαýρο χρþμα κι ο λαιμüς Ýνα συνηθισμÝνο χλωμü.
     Η ψυχÞ του Μαλßγκρις Ýγινε ξανÜ Üρρωστη απü τα γηρατειÜ και την απüγνωση του θανÜτου της εξαφανισμÝνης ελπßδας. Δεν μποροýσε να πιστÝψει πια στην αγÜπη Þ στα νιÜτα Þ στην ομορφιÜ κι ακüμα κι η θýμηση αυτþν των πραγμÜτων Þταν Ýνα αμφßβολο üραμα, κÜτι που μπορεß να Ýγινε, μπορεß κι üχι. Δεν Ýμεινε τßποτα παρÜ σκιÝς και γκριζÜδα και σκüνη, τßποτα παρÜ το Üδειο σκοτÜδι και το κρýο και το βÜρος μιας αφüρητης εξÜντλησης και μιας αγιÜτρευτης αγωνßας.
     Με τüνους που Þταν λεπτοß και τρεμÜμενοι, σαν το φÜντασμα της προηγοýμενης φωνÞς του, πρüφερε το ξüρκι που αποδεσμεýει το καλοýμενο πνεýμα. Η μορφÞ της Νυλßσσα Ýλιωσε στον αÝρα σαν καπνüς κι η σεληνιακÞ λÜμψη που την περιÝβαλλε αντικαταστÜθηκε απü τις τελευταßες ακτßνες του Þλιου. Ο Μαλßγκρις γýρισε στην Ýχιδνα και μßλησε με Ýνα τüνο μελαγχολικÞς μομφÞς:
 -"Γιατß δεν με προειδοποßησες";
 -"Θα Þταν αυτÞ η προειδοποßηση ωφÝλιμη;" ¹ταν η αντερþτηση. "¼λη η γνþση εßναι δικÞ σου Μαλßγκρις, εκτüς απü Ýνα πρÜγμα και δεν υπÞρχε Üλλος τρüπος να το μÜθεις".
 -"Ποιü πρÜγμα;" ρþτησε ο μÜγος. "Δεν Ýμαθα τßποτα Üλλο παρÜ την ματαιüτητα της σοφßας, την ανικανüτητα της μαγεßας, την ακýρωση της αγÜπης και την απατηλüτητα της μνÞμης… Πες μου, γιατß δεν μπüρεσα να καλÝσω στη ζωÞ την ßδια Νυλßσσα που Þξερα, Þ νüμιζα πως Þξερα";
 -"¹ταν üντως η Νυλßσσα αυτÞ που κÜλεσες κι εßδες", απÜντησε η Ýχιδνα. "Η νεκρομαντεßα σου Þταν ισχυρÞ ως αυτü το σημεßο, αλλÜ κανÝνα νεκρομαντικü ξüρκι δε μπορεß να επαναφÝρει την δικÞ σου χαμÝνη νιüτη Þ τη θερμÞ κι αγνÞ καρδιÜ που αγÜπησε τη Νυλßσσα, Þ τα μÜτια που διακαþς τη κοιτοýσαν τüτε. Αυτü, αφÝντη μου, Þταν το πρÜγμα που Ýπρεπε να μÜθεις".

                                Η ΑνÜσταση Του Κροταλßα

                          The Resurrection Of The Rattlesnake

 -"¼χι φßλοι μου, üπως σας εßπα και πριν, δεν δßνω την παραμικρÞ αξßα στην πßστη του υπερφυσικοý".
     Αυτüς που μιλοýσε Þταν ο ¢ρθουρ ¢βιλτον, του οποßου τις ιστορßες για τα φαντÜσματα και το μακÜβριο συχνÜ τις συνÝκριναν με αυτÝς του Πüε, του Μπiρς και του ΜÜχεν. ¹ταν ο αφÝντης του φανταστικοý τρüμου, με διαβολικÜ πειστικÝς πληροφορßες, με τερατωδþς μπλεγμÝνες προτÜσεις που συχνÜ Üφηναν μαγεμÝνα τα μυαλÜ των αναγνωστþν που συνÞθως δεν τους Ýλκυε οýτε τους συνÜρπαζε η λογοτεχνßα αυτοý του εßδους. ¹ταν συχνü καýχημÜ του üτι üλα τα δημιουργÞματÜ του Þταν ασφαλισμÝνα, με αιτιοκρατικü Þ και επιστημονικü τρüπο, παßζοντας με τα στοιχεßα του υποσυνεßδητου φüβου και τις αρχÝγονες προκαταλÞψεις των περισσüτερων ανθρþπων. ΑλλÜ ισχυριζüταν üτι Þταν üλως διüλου δýσπιστος σε οτιδÞποτε απüκρυφο Þ φανταστικü και üτι ποτÝ στην ζωÞ του δεν γνþρισε τον παραμικρü τρüμο που να αφορÜ αυτÜ τα πρÜγματα.
     Οι ακροατÝς του ¢βιλτον, τον κοßταξαν λßγο δýσπιστα. ¹ταν ο Τζων Γκüντφρυ, Ýνας νεαρüς ζωγρÜφος τοπßων κι ο Εμßλ Σοýλερ, Ýνας πλοýσιος ερασιτÝχνης που τα ενδιαφÝροντÜ του εναλλÜσσονταν μεταξý λογοτεχνßας και μουσικÞς, αλλÜ δεν Ýδειχνε πραγματικü ενδιαφÝρον για κανÝνα απü τα δýο. ¹ταν παλιοß φßλοι και θαυμαστÝς του ¢βιλτον, στου οποßου το σπßτι στην ΣÜτερ Στρßτ, στο Σαν Φραντσßσκο, συναντÞθηκαν κατÜ τýχη αυτü το απüγευμα. Ο ¢βιλτον εßχε σε εξÝλιξη μια ιστορßα που Þθελε να συζητÞσει μαζß τους, αλλÜ και να καπνßσουν μια καλÞ πßπα. Καθüταν μπροστÜ στο γραφεßο του με Ýνα πÜκο φρεσκογραμμÝνων χαρτιþν μπροστÜ του. Η εμφÜνισÞ του Þταν φυσιολογικÞ και απλÞ σαν τον γραφικü του χαρακτÞρα, και θα μποροýσε κÜλλιστα να Þταν δικηγüρος, Þ γιατρüς, Þ χημικüς, παρÜ να συνθÝτει παρÜξενες ιστορßες. Το δωμÜτιü, η βιβλιοθÞκη του, Þταν αρκετÜ πολυτελÞ, μÝσα στην μüδα, και δεν υπÞρχε τßποτα παρÜξενο στην επßπλωσÞ του. Οι μüνες ασυνÞθιστες πινελιÝς Þταν δυο βαριÜ ορειχÜλκινα κηροπÞγια πÜνω στο γραφεßο του στο σχÞμα ερπετþν, και Ýναν ταριχευμÝνο κροταλßα που κουλουριαζüταν πÜνω σε μßα απü τις χαμηλÝς βιβλιοθÞκες.
 -"
Λοιπüν", παρατÞρησε ο Γκüντφρυ, "αν εßναι κÜτι που θα μποροýσε να με πεßσει üτι το υπερφυσικü πρÜγματι υπÜρχει, θα Þταν μερικÝς απü τις ιστορßες σου, ¢βιλτον. ΠÜντα τις διαβÜζω με το φως της μÝρας, ποτÝ δεν θα μποροýσα να το κÜνω τα βρÜδια… Και μια και το Ýφερε η κουβÝντα, πÜνω σε τι εργÜζεσαι τþρα";
 -"Εßναι για Ýνα ταριχευμÝνο ερπετü που Ýρχεται ξαφνικÜ στη ζωÞ", aπÜντησε ο ¢βιλτον. "Το τιτλοφüρησα: 'H AνÜσταση Tου Kροταλßα'. ΠÞρα την ιδÝα σÞμερα το πρωß καθþς κοßταζα τον κροταλßα μου".
 -"Κι υποθÝτω üτι θα κÜτσεις με αναμμÝνα τα κηροπÞγιÜ σου σÞμερα το βρÜδυ," πρüσθεσε ο Σοýλερ, "και θα συνεχßσεις την μικρÞ χαροýμενη ιστορßα τρüμου χωρßς να σου σηκωθεß η τρßχα".
     ¹τανε γνωστü üτι ο ¢βιλτον Ýκανε την περισσüτερη δουλειÜ του το βρÜδυ. Ο ¢βιλτον χαμογÝλασε.
 -"Το σκοτÜδι πÜντα με βοηθοýσε να συγκεντρþνομαι. Και λαμβÜνοντας υπüψη üτι η περισσüτερη δρÜση στις ιστορßες μου εßναι μεταμεσονýχτια, δεν εßναι ακατÜλληλη þρα".
 -"ΦυσικÜ", εßπε ο Σοýλερ με Ýναν αστεßο τüνο. Σηκþθηκε για να φýγει κι ο Γκüντφρυ σκÝφτηκε üτι εßναι þρα να πηγαßνει και αυτüς.
 -"Ει, μια και συζητÜμε" εßπε ο οικοδεσπüτης τους, "σχεδιÜζω Ýνα μικρü πÜρτι το σαββατοκýριακο. Θα θÝλατε να Ýρθετε το επüμενο ΣÜββατο το απüγευμα; Θα εßναι Üλλοι δυο Þ τρεßς απü τους φßλους μας. Θα Ýχω βγÜλει αυτÞ την ιστορßα απü μÝσα μου μÝχρι τüτε και θα ξεσηκþσουμε τον κüσμο".
     Ο Γκüντφρυ με τον Σοýλερ δÝχτηκαν την πρüταση κι Ýφυγαν μαζß. Κι οι δυο ζοýσαν πÝρα απü τον κüλπο, στο ¼ουκλαντ, εßχαν τον ßδιο δρüμο για το σπßτι τους, Ýτσι πÞραν το ßδιο αμÜξι για το φÝρρυ.
 -"Ο γÝρο-¢βιλτον εßναι σßγουρα περßπτωση ζωντανÞς αντßφασης, αν πüτε υπÞρξε κÜποια", εßπε ο Σοýλερ. "ΦυσικÜ, κανεßς πλÝον δεν πιστεýει στα απüκρυφα και στις νεκρομαντεßες, αλλÜ üποιος μπορεß να κατασκευÜσει τÝτοιες δαιμονικÜ ρεαλιστικÝς ιστορßες τρüμου, που σου σηκþνουν τις τρßχες του σβÝρκου, απλÜ δεν Ýχει το δικαßωμα να εßναι τüσο ψυχρüς απÝναντι σε αυτÝς. Πιστεýω üτι αυτü εßναι αληθινÜ ανÜρμοστο".
 -"Συμφωνþ", συναßνεσε ο σýντροφüς του. "Εßναι τüσο διαβολεμÝνα σßγουρο þστε με πιÜνει μια παρüρμηση να φερθþ λßγο σαν να εßναι ΧÜλογουιν. Να βÜλω Ýνα παλιü σεντüνι και να κÜνω το φÜντασμα απλÜ για να τον περιγελÜσω για τον σκεπτικισμü του".
 -"Θεοß και μικρÜ φαντÜσματα!" εßπε ο Σοýλερ. "¸χω μια Ýμπνευση. ΘυμÜσαι που ο ¢βιλτον μας εßπε για την νÝα ιστορßα που γρÜφει; Για το ερπετü που ζωντανεýει";
     ΠεριÝγραψε τη φÜρσα που συνÝλαβε, και γÝλασαν παρÝα σαν δυο σχολιαρüπαιδα που σχεδιÜζουν κÜποια διαβολιÜ.
 -"Γιατß üχι; θα κÜνει τον παλιüφιλο να τρομÜξει" γÝλασε ο Γκüντφρυ, "και θα σκεφτεß üτι η φαντασßα του εßναι πιο επιστημονικÞ απ' ü,τι Ýχει ποτÝ ονειρευτεß".
 -"ΞÝρω που μποροýμε να βροýμε Ýνα", εßπε ο Σοýλερ. "Θα το βÜλω σ' Ýνα καλÜθι ψαρÝματος και θα κρýψω το καλÜθι στη βαλßτσα μου το επüμενο ΣÜββατο που θα πÜμε στον ¢βιλτον. Τüτε θα βροýμε και την ευκαιρßα να κÜνουμε την αλλαγÞ".
     Το ΣÜββατο το απüγευμα οι δυο φßλοι Ýφτασαν μαζß στο σπßτι του ¢βιλτον και τους υποδÝχτηκε Ýνας ΙÜπωνας που συνδýαζε τους ρüλους του μÜγειρα, του μπÜτλερ, του επιστÜτη και του υπηρÝτη. Οι Üλλοι καλεσμÝνοι, δυο νεαροß μουσικοß, εßχαν Þδη Ýρθει κι ο ¢βιλτον, που προφανþς Þθελε να χαλαρþσει, τους Ýλεγε μια ιστορßα, η οποßα, αν κρßνουμε απü τα γÝλια που τον διÝκοπταν συχνÜ, δεν Þταν απü αυτÝς για τις οποßες Ýγινε διÜσημος. ¸μοιαζε σχεδüν αδýνατον να πιστÝψεις üτι ιστορßες τüσο τρομακτικÝς που σου σÞκωναν τις τρßχες του κεφαλιοý σου Ýφεραν το üνομÜ του.
     Το απüγευμα Þταν επιτυχημÝνο, με Ýνα καλü δεßπνο, χαρτιÜ και λßγο παλιü μπÝρμπον κι Þταν μετÜ τα μεσÜνυχτα που ο ¢βιλτον Ýδειξε στους καλεσμÝνους του τα δωμÜτιÜ τους, και πÞγε στο δικü του.
     Ο Γκüντφρυ κι ο Σοýλερ δεν πÞγαν στα κρεβÜτια τους, αλλÜ κÜθισαν και μßλαγαν στο δωμÜτιο που τους Ýβαλαν μαζß, μÝχρι που στο σπßτι Ýπεσε απüλυτη σιωπÞ και το πιθανüτερο Þταν üτι üλοι εßχαν πÜει για ýπνο. ¹ξεραν üτι ο ¢βιλτον κοιμüταν με ροχαλητÜ, και καυχιüταν üτι ακüμη κι Ýνα εργοστÜσιο καρφιþν Þ μια ορχÞστρα πνευστþν δεν θα μποροýσε να τον κρατÞσει ξýπνιο οýτε για πÝντε λεπτÜ απü την στιγμÞ που θα ακουμποýσε το κεφÜλι του στο μαξιλÜρι.
 -"Τþρα εßναι η ευκαιρßα μας", ψιθýρισε ο Σοýλερ κÜποια στιγμÞ.
     ΠÞρε απü την βαλßτσα του Ýνα καλÜθι ψαρÝματος μες στο οποßο Þταν Ýνα μεγÜλο και σχετικÜ ανÞσυχο πευκüφιδο κι Üνοιξε μαλακÜ την πüρτα, που δεν εßχαν κλεßσει τελεßως και οι συνωμüτες περπατþντας στις μýτες των ποδιþν τους, πÞγαν στην Üλλη πλευρÜ üπου βρισκüταν η βιβλιοθÞκη του ¢βιλτον. Το σχÝδιü τους Þταν να αφÞσουν το ζωντανü φßδι στην θÝση του ταριχευμÝνου κροταλßα, τον οποßο θα αφαιροýσαν. Το πευκüφιδο εßναι σχεδüν ßδιο με τον κροταλßα και τα σημÜδια του, και για να ενισχýσουν την αληθοφÜνεια, ο Σοýλερ εßχε προμηθευτεß μερικÜ κρüταλα, που Þθελε να βÜλει στην ουρÜ του ερπετοý πριν το ελευθερþσει. Η αντικατÜσταση, πßστευαν üτι θα Ýδινε μια μικρÞ τρομÜρα, ακüμα και σ' Ýνα Üτομο με σιδερÝνια νεýρα κι Üκαμπτο σκεπτικισμü σαν τον ¢βιλτον.
     Σαν να Þθελε να διευκολýνει την σκηνÞ, η πüρτα της βιβλιοθÞκης Ýστεκε μισÜνοιχτη. Ο Γκüντφρυ Ýβγαλε Ýναν φακü και μπÞκαν μÝσα. ΑλλÜ, σε πεßσμα της εýθυμης διÜθεσÞς τους, σε πεßσμα της παιδιÜστικης φÜρσας που σχεδßαζαν και του μπÝρμπον που εßχαν πιεß, η σκιÜ απü κÜτι ακαθüριστο, αμαρτωλü κι ανησυχητικü Ýπεσε στους δυο Üντρες καθþς διÝσχιζαν το κατþφλι. ¹ταν σαν Ýνα προαßσθημα üτι μια Üγνωστη κι αναπÜντεχη απειλÞ καραδοκοýσε στο σκοτÜδι του κατοικημÝνου απü βιβλßα δωματßου, στο οποßο ο ¢βιλτον εßχε υφÜνει τüσους πολλοýς απü του παρÜξενους και φασματικοýς ιστοýς του. Κι οι δυο τους, Üρχισαν να θυμοýνται περιστατικÜ νυχτερινþν τρüμων απü τις ιστορßες του, περιστατικÜ που Þταν δαιμονικÜ, αποτρüπαια και φριχτÜ με παρÜξενες νεκρομαντεßες. Τþρα, τÝτοια πρÜγματα μοιÜζανε περισσüτερο ευλογοφανÞ απü την ως τþρα διαβολικÞ τÝχνη του συγγραφÝα τους. ΑλλÜ κανεßς τους δεν μπüρεσε, οýτε να προσδιορßσει την αßσθηση που τους κυρßεψε, οýτε να την εκλογικεýσει.
 -"Νιþθω λßγο ανατριχιαστικÜ" επιβεβαßωσε ο Σοýλερ καθþς στÝκονταν στην σκοτεινÞ βιβλιοθÞκη. "¢ναψε το φακü καλýτερα".
     Το φþς Ýπεσε ακριβþς πÜνω στην χαμηλÞ βιβλιοθÞκη, üπου κουλουριαζüταν ο ταριχευμÝνος κροταλßας, αλλÜ με μεγÜλη Ýκπληξη, ανακÜλυψαν üτι το ερπετü Ýλειπε απü την συνηθισμÝνη του θÝση.
 -"Ποý εßναι το καταραμÝνο πρÜμα;" μουρμοýρισε ο Γκüντφρυ.
     Γýρισε τον φακü στις διπλανÝς βιβλιοθÞκες και μετÜ στο πÜτωμα και στις καρÝκλες μπροστÜ τους, χωρßς üμως ν' αποκαλýψει το αντικεßμενο που Ýψαχνε. ΤελικÜ, καθþς γυρνοýσε, η ακτßνα χτýπησε το γραφεßο του ¢βιλτον κι εßδαν το φßδι, το οποßο, σε κÜποια στιγμÞ μαýρου χιοýμορ, ο ¢βιλτον εßχε τοποθετÞσει πÜνω στα χαρτιÜ του για να τα συγκρατεß με το βÜρος του. Πßσω του, Ýλαμπαν τα δυο κηροπÞγια στο σχÞμα ερπετþν.
 -"¢, εδþ εßσαι", εßπε ο Σοýλερ.
     ¹ταν Ýτοιμος να ανοßξει το καλÜθι του, üταν συνÝβη Ýνα μοναδικü κι αρκετÜ απρüοπτο γεγονüς. Αυτüς κι ο Γκüντφρυ εßδαν κßνηση πÜνω στο γραφεßο και μπρος στα Ýκπληκτα μÜτια τους, το κουλουριασμÝνο πÜνω στα χαρτιÜ ερπετü σÞκωσε σιγÜ το σαν βÝλος κεφÜλι του και τßναξε μπροστÜ τη διχαλωτÞ γλþσσα του! Τα παγωμÝνα, ορθÜνοιχτα μÜτια του στÜθηκαν με μια απαßσια, υπνωτικÞ εμμονÞ πÜνω στους δυο εισβολεßς. Αυτοß, καθþς κοßταζαν με απßστευτη φρßκη, Üκουσαν το οξý κροτÜλισμα της ουρÜς του, που ακουγüταν σαν μαραμÝνοι σπüροι που κινοýνται απü τρομερü αÝρα.
 -"ΘεÝ μου!" φþναξε ο Σοýλερ. "Αυτü το πρÜμα εßναι ζωντανü"!
     Καθþς μßλησε, ο φακüς Ýπεσε απü το χÝρι του Γκüντφρυ κι Ýσβησε, αφÞνοντÜς τους σε κατÜμαυρο σκοτÜδι. Καθþς στÝκονταν, μισοπετρωμÝνοι απü την Ýκπληξη και τον τρüμο, Üκουσαν το κροτÜλισμα ξανÜ, και μετÜ κÜποιο αντικεßμενο που Ýπεσε και χτýπησε το πÜτωμα. ΜερικÝς στιγμÝς μετÜ, Üκουσαν ακüμα μια φορÜ το οξý κροτÜλισμα, αυτÞ την φορÜ σχεδüν μπροστÜ στα πüδια τους.
     Ο Γκüντφρυ κραýγασε δυνατÜ κι ο Σοýλερ Üρχισε να βρßζει ασυνÜρτητα καθþς γýρισαν μαζß και Ýτρεξαν προς την ανοιχτÞ πüρτα. Ο Σοýλερ Þταν πρþτος και καθþς πÝρασε το κατþφλι στο αμυδρÜ φωτισμÝνο χολ, üπου μια ηλεκτρικÞ λÜμπα ακüμα Üναβε, Üκουσε τον Þχο απü τον σýντροφü του που Ýπεφτε, αναμιγμÝνο με Ýναν λυγμü τÝτοιου Üπειρου τρüμου, τÝτοιας φρικþδους αγωνßας, που πÜγωσε το μυαλü του και το μεδοýλι στα κüκαλÜ του. ΜÝσα στον παραλυτικü πανικü που τον κυρßευσε, η μüνη λειτουργßα που μπüρεσε να διατηρÞσει ο Σοýλερ, Þταν αυτÞ της γρÞγορης κßνησης κι οýτε καν σκÝφτηκε üτι Þταν δυνατü να σταματÞσει και να εξακριβþσει τι Ýπαθε ο Γκüντφρυ. Δεν εßχε καμßα σκÝψη, καμßα επιθυμßα, εκτüς απü το να μεγαλþσει την απüσταση ανÜμεσα σε αυτüν και στα συμβÜντα της καταραμÝνης βιβλιοθÞκης.
     Ο ¢βιλτον, ντυμÝνος με πιτζÜμες, στεκüταν στην πüρτα του δωματßου του. Εßχε ξεσηκωθεß απü τις κραυγÝς τρüμου του Γκüντφρυ.
 -"Τß τρÝχει;" ρþτησε ο συγγραφÝας με ýφος ελαφριÜς Ýκπληξης, που βÜρυνε γρÞγορα μüλις εßδε το πρüσωπο του Σοýλερ. ¹ταν Üσπρο σαν μαρμÜρινη ταφüπλακα και τα μÜτια του Þταν αφýσικα διεσταλμÝνα.
 -"Το φßδι!" κραýγασε ο Σοýλερ. "Το φßδι! Το φßδι! ΚÜτι τρομερü συνÝβη στο Γκüντφρυ, Ýπεσε με αυτü το πρÜμα ακριβþς απü πßσω του"!
 -"Ποιü φßδι; Δεν εννοεßς σε καμιÜ περßπτωση τον ταριχευμÝνο μου κροταλßα, Ýτσι δεν εßναι";
 -"ΤαριχευμÝνος κροταλßας;” φþναξε ο Σοýλερ. “Το καταραμÝνο πρÜγμα εßναι ζωντανü! ¹ρθε προς το μÝρος μας Ýρποντας, κροταλßζοντας κÜτω απü τα πüδια μας πριν Ýνα λεπτü. Τüτε ο Γκüντφρυ σκüνταψε κι Ýπεσε και δεν ξανασηκþθηκε”.
 -“Δεν καταλαβαßνω", βρυχÞθηκε ο ¢βιλτον. "Αυτü εßναι σßγουρα αδýνατο, πραγματικÜ εßναι ενÜντια σε üλους τους φυσικοýς νüμους, σε βεβαιþνω. Σκüτωσα αυτü το φßδι πριν απü τÝσσερα χρüνια, στην επαρχßα του ΕλντορÜντο κι Ýβαλα να το βαλσαμþσει Ýνας ειδικüς ταριχευτÞς".
 -"ΠÞγαινε και δες μüνος σου", τον προκÜλεσε ο Σοýλερ.
     Ο ¢βιλτον Ýτρεξε γρÞγορα στην βιβλιοθÞκη και Üναψε τα φþτα. Ο Σοýλερ, ελÝγχοντας τον πανικü του και τον τρüμο του, ακολοýθησε απü ασφαλÞ απüσταση. ΒρÞκε τον ¢βιλτον σκυμμÝνο πÜνω απü το σþμα του Γκüντφρυ, που κειτüταν ακßνητο σε μια μαζεμÝνη και απαßσια συστρεμμÝνη στÜση κοντÜ στην πüρτα. Εκεß κοντÜ Þταν και το παρατημÝνο καλÜθι. Ο ταριχευμÝνος κροταλßας Þταν κουλουριασμÝνος στο συνηθισμÝνο του μÝρος πÜνω στα ρÜφια της βιβλιοθÞκης.
     Ο ¢βιλτον, με Ýνα θλιβερü και σκυθρωπü ýφος, τρÜβηξε το χÝρι του απü το στÞθος του Γκüντφρυ, και παρατÞρησε:
 -"Εßναι σßγουρα καρδιακÞ ανακοπÞ απü σοκ, Ýτσι πιστεýω".
     Οýτε αυτüς, οýτε ο Σοýλερ μπüρεσαν να κοιτÜξουν για πολλÞ þρα το πρüσωπο του Γκüντφρυ, στο οποßο Þταν αποτυπωμÝνη η τρομαχτικÞ Ýκφραση του τρüμου και της αγωνßας που κανÝνα ανθρþπινο πλÜσμα δεν μπορεß να αντÝξει. Καθþς κι οι δυο εßχαν την ßδια επιθυμßα να μη κοιτÜξουν το πρüσωπο του νεκροý, τα μÜτια τους Ýπεσαν την ßδια στιγμÞ στο δεξß του χÝρι, το οποßο Þταν σφιγμÝνο σε μια αποτρüπαια ακαμψßα και τραβηγμÝνο κοντÜ στο πλευρü του.
     Κανεßς τους δεν μπüρεσε να ξεστομßσει οýτε μια λÝξη üταν εßδαν το πρÜγμα ποý εξεßχε ανÜμεσα απü τα δÜχτυλα του Γκüντφρυ. ¹ταν μια χοýφτα κρüταλα, και στο τελευταßο, που προφανþς σχßστηκε απü την ουρÜ του ερπετοý, κρÝμονταν πολλÜ κομμÜτια απü ωμÞ και ματωμÝνη σÜρκα.

-------------------------------
  Σημ ΔικÞ μου: Στο σýνδεσμο που παραθÝτω εδþ του Σμιθ, μπορεßτε να βρεßτε βιογραφικü και ποßησÞ του. Εδþ οι πßνακÝς του. Η μετÜφραση, τÝλος, αυτþν των ιστοριþν εßναι του εξαßρετου ΙωÜννη ΚαραγιαννÜκη, τον οποßον απü 'δω συγχαßρω για τη θαυμÜσια δουλειÜ του και του ζητþ συγνþμη γιατß δεν το 'χα αναφÝρει εξ αρχÞς, αλλÜ απλþς δε το ξερα κι εγþ! Τις ιστορßες αυτÝς καθþς κι Ýνα σωρü Üλλα που αφοροýνε στον Σμιθ, μπορεßτε να τις δεßτε στα αγγλικÜ και στο: http://www.eldritchdark.com/writings/short-stories/

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers