Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Φανταστικό 

Dixon J. P.: H Ιστορία Του Χειρουργού

 

  

                         Βιογραφικό

     O Jon Dixon γεννήθηκε το 1957 στο Gloucestershire στην Αγγλία και στα 11 του πέτυχε να πάρει μιαν υποτροφία για το Κολλέγιο Rendcomb, ένα κάπως εκκεντρικό σχολείο, ταιριαστό με τον δικό του, μετέπειτα, χαρακτήρα. Το 1975 αποφάσισε πως θέλει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και γι' αυτό ζήτησε κι έγινε δεκτός από το Bristol Old Vic Theatre School. 3 χρόνια μετά, αποφοίτησε και ξεκίνησε τη καριέρα του, που μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική, μετά από 20 χρόνια παρουσίας στον χώρο του θεάτρου, της τηλεόρασης κ.ά.
     Κατά τη διάρκεια αυτών των 20 χρόνων, χρειάστηκε να κάνει και κάτι άλλο, για να κρατά τον εαυτό του "φρέσκο και καθαρό" και στράφηκε προς τον χώρο του Φανταστικού. Πρώτα, με μερικές ιδιότυπες ζωγραφιές που έστειλε και -προς μεγάλη του έκπληξη- δημοσιευτήκανε στο περιοδικό White Dwarf. Έτσι ξεκίνησε και μια δεύτερη καριέρα σαν illustrator.

 sorceress

     Την ίδια περίοδο δοκίμασε το ...'χέρι' του στη συγγραφή διηγημάτων και νουβελών στην ΕΦ, με κυριότερο το "Η Ιστορία Του Χειρουργού" (Τhe Surgeon's Tale, 1988) που δημοσιεύτηκε στο "The Pan Book Οf Horror Stories Vol.29", όπου συγκεντρώθηκαν από τον Clarence Paget, μερικές ιστορίες διαφόρων μεγάλων του είδους, με κορυφαίο τον Στέφεν Κινγκ.
     Ο Τζον Ντίξον συνεχίζει να κινείται σε πολλούς χώρους ταυτόχρονα και να παραμένει ανήσυχος, ζωντανός, πολυτάλαντος και πολυπράγμων.

------------------------------------------------------------------------------ 

    Ο Ντάνφορθ έγειρε μπρος, πέταξε ένα κούτσουρο στη φωτιά κι οι σπίθες στήσανε χορό μες στον καπνό. 'Αναψε τη πίπα του, γιατί του 'χε σβήσει κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της προηγούμενης ιστορίας.  Έγειρε μπρος, πέταξε ένα κούτσουρο στη φωτιά κι οι σπίθες στήσανε χορό μες στον καπνό. 'Αναψε τη πίπα του, γιατί του 'χε σβήσει κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της προηγούμενης ιστορίας.
 
-"Ναι", είπε. "Παράξενο πράμα η θέληση για επιβίωση. Τον καιρό που ασκούσα το επάγγελμα του χειρουργού είδα πολλές περιπτώσεις όπου το ένστικτο επιβίωσης ενός ασθενή βοήθησε να ξεπεράσει τραύματα -μα και το συνακόλουθο μετατραυματικό σοκ- που ο καθείς μας θα πίστευε πως αναπόφευκτα θ' απέβαιναν μοιραία. Πιστεύω πως αυτό το ένστικτο επιβίωσης, αυτή η θέληση για ζωή, είναι έν από τ' αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου κι εδράζει στο υποσυνείδητο, βεβαίως..."

     Ένα σιγανό βήξιμο ακούστηκε από τ' αριστερά του, ένας από κείνους τους ήχους που μ' ευγένεια δηλώνουνε διαφωνία σε φιλικές συζητήσεις μεταξύ επαγγελματιών του ίδιου χώρου, όπου κι αν λαμβάνουνε χώραν αυτές. Τα μέλη της συντροφιάς στρέψανε ταυτόχρονα το βλέμμα τους προς τη πηγή του ήχου, ένα ψηλό, ισχνόν άνδρα ακαθορίστου ηλικίας, ονόματι Τόμπιν, που 'τανε σχετικά νιόφερτος στη λέσχη και κείνο το βράδυ είχεν ακούσει τις διηγήσεις των υπολοίπων σιωπηλός αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον. Το μόνο που γνωρίζανε τα μέλη γι' αυτόν ήταν ότι, όπως κι ο Ντάνφορθ, είχε κάποτε υπάρξει χειρουργός, καθώς και πως είχε μόλις προσφάτως επιστρέψει από παρατεταμένη διαμονή σε κάποια μακρινή ξένη χώρα. Περίμεναν υπομονετικά μέχρι να ξαναγεμίσει το ποτήρι του.

 -"Συμφωνώ με το βασικό σας επιχείρημα", είπε μάλλον συνεσταλμένα. "Θα διαφωνούσα, όμως, με τον ισχυρισμό σας ότι η ικανότητα ενός ανθρώπου να επιβιώνει του τραυματικού σοκ λειτουργεί υποσυνειδήτως κι ενστικτωδώς. Σ' ορισμένες περιπτώσεις, όπως πιστεύω, μπορεί να 'ναι απολύτως συνειδητή. Και μα λίστα σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι το υποκείμενο επιδιώκει εργωδώς να υποστεί το σοκ, μόνο κα μόνο για να το βιώσει αυτό καθ' αυτό".

    Ο Ντάνφορθ γέλασε.
 -"Όλοι γνωρίζουμε για κείνα τα ψυχωτικά άτομα που ηδονίζονται με τον πόνο..." ξεκίνησε.

 -"Όχι, όχι", τονε διέκοψεν ο άλλος. "Με παρεξηγήσατε. Δεν εννοούσα μαζοχισμό, αυτό το επιστημονικώς εμπεριστατωμένο, φαινόμενο. Στη περίπτωση που αναφέρομαι, η πρόκληση πόνου δεν αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα, δε θα μπορούσε άλλωστε..." Σταμάτησε για λίγο, έδειχνε σα να πάλευε με μια δυσάρεστη ανάμνηση στο νου. Ο καπνός του ξεχασμένου του τσιγάρου ταξίδευε στον ηλεκτρισμένο αέρα της αίθουσας. "Τουναντίον", συνέχισε, "η ίδια η πρόκληση του τραυματισμού ήτανε, κατά κάποιο τρόπο, δευτερευούσης σημασίας ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ήταν απλά το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Το σημαντικό ήταν οι επιπτώσεις του τραυματισμού ή μάλλον εκείνων των αλλεπάλληλων τραυματισμών".

 -"Και τους τραυματισμούς αυτούς τους προκαλούσε στον εαυτό του το ίδιο το υποκείμενο";

 -"Για ένα διάστημα, ναι". Έκανε μια παύση. Ύστερα από λίγο σήκωσε το βλέμμα. "Το υποκείμενο έδειχνε ν' απολαμβάνει ιδιαίτερα, τις επιπτώσεις των τραυματισμών του, θα μπορούσα να πω ως και σε βαθμόν εμμονής. Διακατεχόταν από κάτι που θα το περιέγραφα μόνον ως αίσθηση καταφρόνησης για το ίδιο του το σώμα, μιαν επιθυμία να του προξενήσει ζημιές, να το υποβαθμίσει, να το μειώσει -καθώς κι από φανατική επιθυμία να διαπιστώσει μέχρι ποιό στάδιο θα μπορούσε να φτάσει αυτή τη διαδικασία. Έχετε ποτέ αναρωτηθεί αν η προσωπική μας ταυτότητα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ολότητα του σώματος μας; Πόσο μεγάλο μέρος του σώματος μπορούμε ν' απολέσουμε, χωρίς παράλληλα ν' απολέσουμε και την ακεραιότητα της ταυτότητας μας"; Ο Ντάνφορθ κούνησε το κεφάλι του μ' ανυπομονησία, έτοιμος να μιλήσει, μα ο Τόμπιν έδωσε μόνος του την απάντηση. "Θα μένατε εμβρόντητοι αν το μαθαίνατε. Αν μαθαίνατε πόσο μικρό μέρος του σώματος μας επαρκεί για να συνεχίσουμε να 'μαστε ο εαυτός μας..." Σηκώθηκεν απότομα και για να καλύψει τη ξαφνική του παύση, άδειασε τη πίπα του και γέμισε εκ νέου το ποτήρι. "Γι' αυτό το λόγο δε συμφωνώ πως η ικανότητα ενός ατόμου να ξεπεράσει σοβαρό τραυματισμό δεν αποτελεί απλά και μόνον έν υποσυνείδητο ένστικτο. Επιπρόσθετα, πιστεύω πως όχι μόνο χρησιμοποιείται συνειδητά κι η χρήση της επιδιώκεται απ' ορισμένα άτομα, αλλά και πως είναι δυνατό να κληροδοτηθεί, να μεταδοθεί ή και να διδαχθεί".

     Ο Ντάνφορθ ξεφύσηξε γεμάτος δυσπιστία και χαμογέλασε συγκαταβατικά.
 -"Χμ, ενδιαφέρουσα θεωρία", είπε. "Βεβαίως, αποτελεί εξ ολοκλήρου μιαν εικασία".

 -"Όχι. Έχω δει την απόδειξη της· την έχω βιώσει κιόλας. Μακάρι να μη το 'χα κάνει. Μου 'χει στοιχειώσει ολάκερη τη ζωή".
     Η ένταση του ύφους του Τόμπιν κατέπληξε όλους όσους κάθονταν γύρω. Σιωπή γεμάτη αμηχανία απλώθηκε στη συντροφιά.
Ο Ντάνφορθ όμως δεν είχεν υπάρξει ποτέ ιδιαιτέρως ευαίσθητος άνθρωπος. Πολλοί χειρουργοί αναπτύσσουν επιφανειακή σκληρότητα που αγγίζει τα όρια της αναλγησίας, πιθανώς ως μέσον αυτοάμυνας απέναντι στη φύση της δουλειάς τους.
 -"Για όνομα του Θεού, άνθρωπέ μου, μη μας αφήνεις σ' αγωνία", εξερράγη. "Λες ότι έχεις δει την απόδειξη αυτής της εξωφρενικής θεωρίας. Πες μας την ιστορία σου, λοιπόν"!

     Ο Τόμπιν τονε κοίταξε. Έδειχνε σα να βασανιζόταν από εσωτερική διαμάχη. Ξαφνικά,πήρε την απόφασή του.

 -"Πολύ καλά", είπε. "Αν και θα πρέπει να με συγχωρήσετε. Όσα θ' ακούσετε συνέβησαν πριν αρκετά χρόνια και σκοπίμως τα 'χα διώξει από το νου μου. Είχα ορκιστεί να μην αναφερθώ σ' αυτά ξανά, να μη πω ούτε μια ψιθυριστή λέξη για κείνη τη τρομακτική περίοδο. Το λόγο πιστεύω ότι θα τον κατανοήσετε όταν ακούσετε την ιστορία. Θα μου είναι δύσκολο να σας τη διηγηθώ, αλλά νιώθω πως πρέπει να το κάνω". Οι υπόλοιποι βγάλανε διάφορους ήχους διαβεβαίωσης κι ενθάρρυνσης και μετά βολευτήκανε στις καρέκλες τους. Ο Τόμπιν άρχισε...

     Όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1889. Πρόσφατα είχα αποφοιτήοει από την Ιατρική Σχολή, με την ειδικότητα του χειρουργού. Κείνο τον καιρό εργαζόμουνα στο νοσοκομείο της Αγίας Βερονίκης στο Ιστ Εντ του Λονδίνου κι όπως κάθε νεαρός εκείνης της εποχής, απολάμβανα τη ξεθωριασμένη αίγλη και τις εκ του ασφαλούς συγκινήσεις των κακόφημων γειτονιών της περιοχής, τις κακάθλιες παμπ και τα παρακμιακά θέατρα, ιδιαιτέρως δε τα μιούζικ-χολ με τις επιθεωρήσεις τους. Αν κι η προτίμηση του κοινού για το αλλόκοτο και το τερατώδες είχεν αρχίσει να σβήνει τότε, τουλάχιστον στην Αγγλία αν όχι σ' ολόκληρη την Ευρώπη, κείνη την εποχή σχεδόν κάθε θέατρο και κάθε μιούζικ-χολ είχε νούμερα με ζογκλέρ, ακροβάτες, φλογοφάγους κι ανθρώπους-λάστιχα, κάθε παμπ και καπηλειό στο Ιστ Εντ διέθετε μικρό μουσείο με ανθρώπους καταραμένους μα κι ευλογημένους από τη φύση, οι δε περιοδεύοντες θίασοι με τους νάνους και τους γίγαντες τους, λυκόπαιδα, ζωντανούς σκελετούς, γενειοφόρες γυναίκες κι εξωτικά θηρία, σταματούσανε συχνά στις αλάνες, από το Τσίπσαϊντ μέχρι την οδό Μάιλ Εντ. Θα θυμάστε βέβαια πως σ' ένα τέτοιο θίασο ανακαλύφθηκε το 18ο αιώνα ο Τζον Μέρικ, ο αποκαλούμενος 'Ανθρωπος Ελέφαντας κι έχω ακόμα ζωντανή στη μνήμη μου μιαν ιστορία που 'χα ακούσει, για έναν ελέφαντα που το 'χε σκάσει από πανηγύρι κι είχε κάνει τον περίπατό του στην οδό Κρόιντον Χάι, πανικοβάλλοντας τον τοπικό πληθυσμό.
     Συνήθιζα λοιπόν όποτε είχα λεύτερο χρόνο να επισκέπτομαι τα μιούζικ-χολ και να παρακολουθώ τα νούμερα ή να συχνάζω στις παμπ και τα ταβερνεία της γύρω περιοχής, ορμώμενος από την επαγγελματική μου περιέργεια και την επιθυμία να σκοτώσω την ώρα μου με κάτι ενδιαφέρον. Έβρισκα πως όλη κείνη η ατμόσφαιρα της φτηνοστολισμένης, επίπλαστης πραγματικότητας κι οι πονηροί υπαινιγμοί για σκοτεινά μυστήρια κρύβανε θεσπέσιο μακάβριο ρομαντισμό, που απείχε παρασάγγας από τη σκληρή και συχνά αποτρόπαια πραγματικότητα της δουλειάς μου. Ήταν, αν θέλετε, ένα μέσο φυγής.

     Ένα βράδυ τελείωσα τη δουλειά μου πολύ αργά. Είχα περάσει δύσκολη μέρα και καθώς επέστρεφα στο νοικιασμένο δωμάτιο που διέμενα μπήκα σ' ένα λαβύρινθο από σοκάκια και στενά, βόρεια του Τάμεση, νομίζοντας πως έτσι θα 'κοβα δρόμο. Πολύ σύντομα βέβαια, χάθηκα τελείως. Η περιοχή δε με φόβιζε καθόλου πλέον κι έτσι συνέχισα να περπατώ δίχως δισταγμούς, πιστεύοντας ότι αργά ή γρήγορα θα συναντούσα κάποιο χωροφύλακα και θα του ζητούσα να μου δείξει το δρόμο. Ήταν ένα θαλπερό βράδυ κι ο περίπατος μου ήταν ευχάριστος, γιατί μ' έκανε να νιώθω σαν εξερευνητής σε κάποια μακρινή χώρα. Όταν έστριψα σε μια γωνία, είδα ένα θεατράκι στη διασταύρωση δυο δρόμων. Η πινακίδα του ανέφερε πως τ' όνομα του ήτανε Τζούμπιλυ κι υποσχόταν Ανατριχιαστικά Νούμερα! Συναρπαστικά θεάματα! Απίστευτα Παράξενα Της Φύσης! Πίσω από τη βιτρίνα της φανταχτερής πρόσοψης φαινόταν αμυδρά μια ψηλή, γυάλινη δεξαμενή που περιείχε, σύμφωνα πάντα με την επιγραφή, τη Μοναδική Αληθινή Γοργόνα Του Κόσμου! Που βεβαίως ήτανε καταφανώς μια κατασκευασμένη χίμαιρα, αξιοθρήνητη, τερατώδης χειρουργική ένωση μισού πιθήκου με μισό ψάρι. Η παράσταση της βραδιάς είχε τελειώσει, αλλά μου τράβηξε τη προσοχή το ζωηρό φως μιας παμπ δίπλα στο θεατράκι. Από το εσωτερικό της ακούγονταν φωνές να τραγουδούν, ποτήρια να τσουγκρίζουν. Η προοπτική μιας τονωτικής μπύρας ήτανε το δίχως άλλο ευχάριστη κι έτσι μπήκα μέσα. Μακάρι να 'χα συνεχίσει το δρόμο μου και να μην επέστρεφα ποτέ κει!

     Το μέρος ήτανε γεμάτο με καλλιτέχνες από τα θέατρα της περιοχής, που πολλοί είχαν έρθει προφανώς κατ' ευθείαν από τις παραστάσεις τους. Οι θαμώνες φορούσανε κανονικά ρούχα αλλά και κοστούμια που λαμποκοπούσαν από τις πούλιες, ενώ η οχλοβοή των εύθυμων, μεγαλόφωνων συζητήσεων σχεδόν κάλυπτε τις φάλτσες νότες του πιάνου στη γωνία. Ώσπου να φτάσω στο μπαρ η διάθεση μου είχεν ανέβει -αν είναι κανείς σε κατάλληλη διάθεση, η ανυπόκριτη θεατρικότητα των καλλιτεχνών μπορεί να γίνει μεταδοτική και να του φτιάξει το κέφι όπως η φτηνή σαμπάνια. Η σερβιτόρα ζήτησε να μάθει τι θα 'θελα να πιω, με αποκάλεσε φιλαράκο και μου 'φερε ένα ποτήρι μπύρα με πλούσιον αφρό. Την ώρα που έκανα μεταβολή για να απομακρυνθώ από τον πάγκο άκουσα ένα δυνατό ξέσπασμα γέλιου, που πηγή του ήταν μια παρέα που καθότανε στη γωνιά. Κείνη ήταν η πρώτη φορά που την είδα.

 -"Ποιάν είδες;" ρώτησεν ο Ντάνφορθ.

     Το βλέμμα του Τόμπιν φανέρωνε πως ο νους του ταξίδευε κάπου μακριά. Όταν εντέλει εστίασε πάνω στη συντροφιά, ήτανε σα να 'βλεπε τα μέλη της πρώτη φορά.

 -"Τη Πωλέτ..." είπε. "Είδα τη Πωλέτ".


     Καθόταν με τη πλάτη γυρισμένη σε μένα. Φορούσε απλό, βαθυκόκκινο, μάλλινο φόρεμα κι είχε ρίξει στους ώμους ένα μακρύ, γκρι παρντεσού. Τα μαλλιά της είχανε καστανό χρώμα τόσο σκούρο που δείχνανε σχεδόν μαύρα. Βεβαίως, όλ' αυτά τα παρατήρησα με μιαν απλή, φευγαλέα ματιά. Η Πωλέτ ήταν άγνωστη μες στο πλήθος κι η προσοχή μου θα 'χε σίγουρα αποσπασθεί από κάτι άλλο και θα την είχα ξεχάσει, αν δεν είχε διαλέξει κείνη ακριβώς τη στιγμή για να σηκωθεί και να γυρίσει για να φωνάξει κάτι στον πιανίστα. Καθώς σηκωνότανε, το πανωφόρι γλύστρησε από τους ώμους της. Σ' αντίθεση με τη μόδα της εποχής, το φόρεμα της είχε πολύ κοντά μανίκια κι έτσι ήταν ολοφάνερο ότι το αριστερό της χέρι ήτανε κομμένο λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα. Όσο για το δεξί, κείνο τελείωνε λίγο πριν τον καρπό κι ήτανε δεμένο προσεκτικά μ' επιδέσμους. Ο ακρωτηριασμός ήταν εμφανώς πρόσφατος γιατί σ' ένα-δυο σημεία οι γάζες είχανε λεκέδες από αίμα. Έμεινα να κοιτώ εμβρόντητος, συγκλονισμένος.
     Θα πρέπει όλοι να 'χετε νιώσει κείνη τη σαγήνη που ασκούνε πάνω μας οι δυσμορφίες των συνανθρώπων μας και το συναίσθημα τούτο συνδυάζεται πάντα με τη ντροπή που αισθανόμαστε επειδή ακριβώς το νιώσαμε. Πάντως, στη περίπτωση μου υπήρχε και το στοιχείο του επαγγελματικού ενδιαφέροντος. Ο ακρωτηριασμός του αριστερού της χεριού θα πρέπει να 'χε λάβει χώρα πριν αρκετό καιρό· το τραύμα στο κολόβωμα είχεν επουλωθεί πλήρως. Όμως η απώλεια του δεξιού της χεριού ήταν, όπως προείπα, πολύ πρόσφατη. Δε μπορούσα παρά να αισθανθώ οίκτο και συμπόνια για τη διπλή τραγωδία που 'χε πλήξει κείνη τη κοπέλα και την είχε αφήσει δίχως χέρια και με μόλις ένα μπράτσο. Ο πιανίστας άρχισε να παίζει το τραγούδι που του 'χε ζητήσει και καθώς εκείνη επέστρεφε στο τραπέζι της, έριξε μια ματιά τριγύρω και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Είχε χλωμό πρόσωπο μ' έντονες γραμμές και τα μαύρα μαλλιά που το πλαισιώνανε τόνιζαν ακόμα πιότερο τη χλωμάδα του. Τα μάτια της είχανε τόσον αχνό γαλανό χρώμα που μοιάζαν άχρωμα, τα μαύρα φρύδια της ήτανε πιο πυκνά απ' ότι υπαγόρευε η μόδα της εποχής.
     Όταν αντιλήφθηκε το εξονυχιστικό βλέμμα μου, συνοφρυώθηκε και στο πρόσωπο της χαράχτηκεν έκφραση απρόσμενου θυμού, σ' έντονη αντίθεση με το χαμόγελο που 'χε σχηματιστεί στα μεγάλα, αεικίνητα χείλη της. Μου αντιγύρισε το βλέμμα σα να με προκαλούσε. Κοκκίνισα κι αμέσως κοίταξα αλλού, προσποιούμενος ότι στη πραγματικότητα διάβαζα τις διαφημιστικές αφίσες στον τοίχο πίσω από το κεφάλι της. Εκείνη κάθισε και συνέχισε τη κουβέντα με τη παρέα της κι έτσι κατάφερα και ξέκλεψα άλλη μια ματιά. Ακουστήκανε πνιχτά γέλια από το τραπέζι της κι ένα-δυο ειρωνικά βλέμματα στραφήκανε στιγμιαία προς το μέρος μου. Τελείωσα τη μπύρα μου αμήχανα κι έφυγα από τη παμπ νιώθοντας ταραγμένος.

     Εντέλει βρήκα το σωστό δρόμο, έφτασα στο κατάλυμα μου κι έπεσα για ύπνο, μα την επομένη ανακάλυψα ότι δε μπορούσα να ξεχάσω κείνη τη κοπέλα. Όπου κι αν πήγαινα έβλεπα κείνο το χλωμό, σφιγμένο πρόσωπο της, με τη παράδοξη ιδιότητα, να δείχνει ταυτόχρονα σκληραγωγημένο μα κι ευάλωτο..


 -"Δικαιολογημένα", είπε συγκαταβατικά ο Ντάνφορθ. "Ήσουνα κουρασμένος, πιθανώς σε συναισθηματική υπερδιέγερση από τη δύσκολη μέρα στο νοσοκομείο. Η ατυχής κατάσταση της κοπέλας κι η αμηχανία που 'νιωσες συνδυαστήκανε και σου δημιούργησαν έντονην εντύπωση".

 -"Πιθανόν. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Ένιωθα, άγνωστο για ποιό λόγο, πως είχα ανακαλύψει κατά τύχη τα σύνορα ενός σκοτεινού μυστηρίου, κάτι παράξενο και δυσοίωνα διαφορετικό".


     Τους επόμενους δυο μήνες ο φόρτος εργασίας στο νοσοκομείο αυξήθηκεν απότομα και δεν είχα καθόλου λεύτερο χρόνο. Η σκέψη μου γύριζε συνεχώς σε κείνη τη μυστηριώδη κοπέλα στη παμπ, μα δεν είχα τη δυνατότητα να ξαναβρεθώ κει· μάλιστα, δεν ήμουνα καν σίγουρος ότι θα 'πρεπε ή ότι το 'θελα. Βλέπετε, ήμουνα τόσο μπερδεμένος πλέον. Και τότε, μια νύχτα περίπου δυόμισι μήνες μετά τα γεγονότα που σας εξιστόρησα, καθώς επέστρεφα στο δωμάτιο μου, έστριψα κατά τύχη στο ίδιο κείνο στενό για να κόψω δρόμο και ξαναβρέθηκα έξω από το θέατρο Τζούμπιλυ και τη γειτονική του παμπ. Χασομέρησα αρκετήν ώρα απ' έξω, μέχρι που βρήκα το κουράγιο και μπήκα με τη καρδιά μου να χτυπά σαν του λαγού.

     Ήταν αρκετά πιο νωρίς από τη προηγούμενη φορά που 'χα βρεθεί κει και το μέρος δεν ήτανε γεμάτο. Δεν είχα ξεχάσει τη ντροπή που 'χα αισθανθεί τότε κι έτσι ήμουν ελαφρώς αμήχανος, αλλά οι λιγοστοί πελάτες δε μου δώσανε διόλου σημασία κι η σερβιτόρα δε φάνηκε ούτε καν για μια στιγμή να με θυμάται την ώρα που μου γέμιζε ένα ποτήρι βαρελίσια μπύρα. Η κοπέλα δεν ήταν εκεί, βέβαια. Χαλάρωσα λιγάκι και γέλασα μέσα μου με την ηλιθιότητα μου. Ήπια τη μπύρα μου και παράγγειλα άλλη μια. Ξάφνου αντιλήφθηκα πως στο δρόμο έξω από τη παμπ υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα και τότε ένας χείμαρρος ανθρώπων άρχισε να μπαίνει στο μαγαζί, πιθανότατα το κοινό της βραδινής παράστασης του θεάτρου.
     Σύντομα, η παμπ γέμισε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να μπαίνουν κι οι καλλιτέχνες, για να δροσιστούν μετά τη παράσταση τους. Μες στη γενική οχλοβοή κάτι μ' έκανε να κοιτάξω προς τη πόρτα την ώρα που άνοιγε· μια παρέα τριών ανθρώπων μπήκε στη παμπ. Εκείνη ήταν ανάμεσα τους. Η καρδιά μου χοροπήδησε μες στο στήθος και το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει. Ένιωσα να με κατακλύζει η αίσθηση πως αυτό που 'βλεπα δεν ήταν αληθινό. Η Πωλέτ φορούσε το ίδιο γκρι παρντεσού με τη προηγούμενη φορά, δίχως να το 'χει κουμπωμένο, μα κάτω φορούσε κάτι που πρέπει να 'τανε κοστούμι καλλιτέχνη, μια άλικη λεοτάρ κεντημένη με χρυσή κλωστή και διακοσμημένη με πούλιες που αστράφτανε και στραφταλίζανε στα φώτα της παμπ. Κάτω από τα πυκνά, μαύρα μαλλιά, το πρόσωπο της είχε τον ίδιο αυθάδικον αέρα. Στον ώμο της κουβαλούσε ένα μεγάλο σακβουαγιάζ. Εκείνο, όμως που μ' έκανε να σαστίσω και πραγματικά με συντάραξε -πρέπει να σας πω ότι λίγον έλειψε να μη πιστέψω στα ίδια μου τα μάτια- ήτανε το γεγονός ότι μπήκε στη παμπ με δεκανίκια. Το αριστερό μανίκι του πανωφοριού της ήταν μαζεμένο ψηλά με καρφίτσες και το κοντό κολόβωμα του μπράτσου της ήτανε πιασμένο σε δερμάτινη θηλιά κάτω από το μαξιλαράκι της πατερίτσας, ο δε ατσάλινος γάντζος που 'χε πάρει τη θέση του δεξιού της χεριού ήτανε περασμένος σε μπρούτζινο κρίκο που είχε βιδωθεί στο δεξί της δεκανίκι, κει που θα 'πρεπε να 'ταν η χειρολαβή. Στα πόδια της φορούσε καλσόν στολισμένο με παγιέτες. Ή μάλλον, στο 'να της πόδι. Γιατί το δεξί μπατζάκι του καλσόν ήτανε κενό και κρεμόταν αξιοθρήνητα. Η Πωλέτ δεν είχε δεξί πόδι!


 -"Για τ' όνομα του Θεού", ψιθύρισεν ο Ντάνφορθ. Ακόμα κι αυτός εντυπωσιάστηκε απ' αυτό.

 -"Είπα ότι δεν είχε δεξί πόδι", συνέχισεν ο Τόμπιν. "Στη πραγματικότητα τούτο δεν είναι απολύτως ορθό. Την ώρα που καθότανε προσεκτικά στην ίδια καρέκλα που 'χε κάτσει και τη προηγούμενη φορά, είδα πως είχε ακόμα κάτι λιγότερο από το μισό του ποδιού της, καθώς ο ακρωτηριασμός είχε γίνει μερικά εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το πόδι της, όπως μπορούσα να δω μέσα από το αραχνοΰφαντο υλικό του καλσόν, ήτανε φρεσκομπανταρισμένο μ' επιδέσμους..."

     Ο Ντάνφορθ έγειρε μπροστά.
 -"'Αλλη μια πρόσφατη επέμβαση";

 -"Πολύ πρόσφατη. Όπως ακριβώς ήτανε και το χέρι της τη προηγουμένη φορά".

 -"Κάποια κακοήθης ασθένεια..."

 -"Αυτή ήτανε κι η δική μου πρώτη εκτίμηση μόλις συνήλθα κάπως από το σοκ".

     Στην αρχή δε μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν είχα παρατηρήσει αυτή την επιπρόσθετη αναπηρία τη πρώτη φορά. Αλλά όχι, αυτό ήτανε γελοίο· πώς θα μπορούσα να μην είχα προσέξει κάτι τόσον εμφανές; Δεν έκανα λάθος. Στη προηγούμενη επίσκεψη μου στη παμπ, η Πωλέτ είχε και τα δυο της πόδια. 'Αγνωστο πως, στις δέκα εβδομάδες που 'χανε μεσολαβήσει, είχε χάσει ένα τμήμα ενός ακόμα άκρου. Όπως πρότεινε μόλις τώρα ο συνάδελφος μου, η πρώτη μου σκέψη ήτανε κάποια κακοήθης ασθένεια. Αλλά δε γνωρίζω καμία πάθηση αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτείται ακρωτηριασμός για την αντιμετώπιση της και παρόλαυτά ο ασθενής να παραμένει τόσον ευδιάθετος και δραστήριος όσον οφθαλμοφανώς ήταν εκείνη, ούτε κάποια που να προσβάλλει διαφορετικά μέρη του σώματος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους -γνωρίζουμε όλοι ότι στη περίπτωση όγκων στα οστά είναι πιθανό να κριθεί αναγκαίος ο ακρωτηριασμός, αλλ' αυτή είναι ύστατη λύση και μόνον αν η ασθένεια έχει εξαπλωθεί σ' ένα μόνο μέλος. Κάποιο ατύχημα τότε; Θα χρειαζότανε σύμπτωση που μόνον ο ίδιος ο Διάβολος θα μπορούσε να σκαρώσει, για να πάθει το ίδιο άτομο τρία ξεχωριστά ατυχήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα και καθένα τους να 'χει ως συνέπεια τον ακρωτηριασμό ενός διαφορετικού μέλους. Είναι δυνατόν, υποθέτω, αλλά εξαιρετικώς απίθανο. Παρέμεινα καθισμένος, με τις σκέψεις να στροβιλίζονται στο νου μου. Ποιά ήταν η αιτία; Και για ποιό λόγο φορούσε κείνο το κοστούμι; Αν ήτανε καλλιτέχνις, τί είδους νούμερα θα μπορούσε να κάνει, με δεδομένη την αναπηρία της; Έπρεπε να μάθω. Για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, σπεύδω να προσθέσω ότι δεν το 'θελα μόνο για να ικανοποιήσω τη περιέργειά μου. Ήμουνα πρωτόπειρος νεαρός, με μεγάλη πίστη στις ικανότητες μου -η πικρή πραγματικότητα της ζωής κι η συνειδητοποίηση των ορίων του καθενός μας σ' ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των ανθρώπινων δεινών δε μου 'χανε καταφέρει καίριο πλήγμα ακόμα- κι έτσι πίστευα πως, αν πράγματι η κατάσταση της κοπέλας οφειλότανε σε κάποια κακοήθεια, θα μπορούσα να τη βοηθήσω, εγώ, ο γενναίος νεαρός χειρουργός που 'ρχεται καβάλα στο λευκό άτι της ιατρικής του δαημοσύνης για να σώσει την όμορφη κόρη.
     Κατάστρωσα ένα σχέδιο. Θα παρουσιαζόμουν ως αυτό ακριβώς που 'μουνα, χειρουργός που 'χε βρεθεί κατά τύχη σε κείνη τη παμπ, την είχε δει και θα της προσέφερα την επαγγελματική μου βοήθεια. Τώρα απορώ με την αφέλεια μου, αλλά τότε ήμουν πολύ νεαρός. Οπλισμένος με το νιόβρετο κουράγιο μου κι ελαφρά τονωμένος από τη δυνατή μπύρα που 'χα καταναλώσει, περίμενα μέχρι να την αφήσουν μόνη οι σύντροφοι της. Πράγματι, κάποια στιγμή φύγαν από το τραπέζι για να μιλήσουνε σε κάτι φίλους τους σ' άλλο σημείο της παμπ. Προχώρησα προς το μέρος της, νιώθοντας ζάλη από τη νευρικότητα μου.

 -"Με συγχωρείτε", είπα. Η Πωλέτ σήκωσε το βλέμμα της ξαφνιασμένη. Τ' αχνόχρωμα μάτια της ανοίξανε λίγον ακόμα. "Δε θα 'θελα να σας ενοχλήσω..."

 -"Ήσασταν κι άλλη φορά δω", είπε κείνη. Η φωνή της δεν ήταν όσο δυνατή περίμενα κι η προφορά της ήταν ουδέτερη. Μου πέσανε τα μούτρα όταν προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια, συνειδητοποίησα ότι μ' είχεν αναγνωρίσει. Μουδιασμένος από την αμηχανία, ήμουν έτοιμος να μουρμουρήσω κάποια δικαιολογία και να φύγω, όταν μου 'πε: "Καθίστε". Υπάκουσα, κι εκείνη με κοίταξε μ' απορία καθώς έπινε μια γουλιά από το ποτό της. Παρατήρησα ότι της το είχανε σερβίρει σε ποτήρι του μπράντυ με μεγάλη καμπάνα, που την ισορροπούσε στη καμπύλη του γάντζου της. "Λοιπόν;" είπε.

     Η εγγύτητα μας μ' είχε συνεπάρει. Ένιωθα πάλι κείνο τον παράξενο μαγνητισμό να με τραβά προς το μέρος της. Δεν είχα πλέον τίποτα να χάσω κι έτσι της εξήγησα ποιος ήμουν κι ότι ενδιαφερόμουν επαγγελματικά για τη κατάσταση της, μια κι ήμουνα χειρουργός κι είχα σκεφτεί πως ίσως να μπορούσα να τη βοηθήσω.
 -"Σκέφτηκα λοιπόν να σας ρωτήσω ποιά είναι η αιτία όλων αυτών των επεμβάσεων σας;" κατέληξα ανέμπνευστα.

 -"Σας ευχαριστώ", μου 'πε, "αν είναι πράγματι αυτός ο λόγος που θέλετε να μάθετε". Με κοίταξε ξανά στα μάτια και κοκκίνισα. Κούνησε το κεφάλι της λες κι η αμήχανη αντίδραση μου είχεν επιβεβαιώσει κάποια υποψία της. "Θα πρέπει, όμως, να σας καθησυχάσω. Δεν έχω κάποια ασθένεια. Είμαι εξίσου υγιής με σας, με ορισμένες εξαιρέσεις..." Έδειξε το μαζεμένο μανίκι της και το ένα της πόδι. "Αυτές που βλέπετε". Μου χαμογέλασε κι αποτέλειωσε το ποτό της. "Δε πρέπει, λοιπόν, ν' ανησυχείτε. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, πάντως. Και τώρα πρέπει να φύγω, είναι αργά".
     Τράβηξε με δυσκολία τις πατερίτσες προς το μέρος της και τις έφερε κάτω από τις μασχάλες της. Σηκώθηκα και τη βοήθησα. Μου χαμογέλασε για να μ' ευχαριστήσει και στράφηκε προς την έξοδο. Απεγνωσμένος πια την ακολούθησα και την άρπαξα από το μπράτσο. Συνοφρυώθηκε, έχοντας χάσει για λίγο την ισορροπία της.

 -"Πρέπει να μάθω!" είπα. Αν την άφηνα να φύγει, θα παρέμενε για πάντα ένα μυστήριο. Η περίεργη έλξη που 'νιωθα για κείνη μ' είχε κατανικήσει και κάθε σκέψη περί ευπρέπειας, περί αγένειας κι αδιάκριτης ενασχόλησης μου μ' ένα θέμα που, στο κάτω-κάτω, δεν ήτανε δική μου δουλειά, έφυγε μεμιάς από το νου μου. "Σας παρακαλώ"!

 -"Γιατί πρέπει;" με ρώτησε.

 -"Δε ξέρω", είπα, γνωρίζοντας πόσο γελοία ήταν η απάντηση μου. Με κοίταξε απορημένη κι έδειχνε σα να με ζύγιζε για να πάρει μιαν απόφαση. Κάποιο παράξενο συναίσθημα τρεμόλαμψε στα μάτια της.
 -"Πολύ καλά", είπε εντέλει. "Αλλά δε μπορώ να σας το εξηγήσω τώρα. Αν πράγματι θέλετε να μάθετε, ελάτε στο θέατρο Τζούμπιλυ σε δύο μήνες από σήμερα. Τότε θα μάθετε". Διέσχισε την αίθουσα, βγήκε από τη πόρτα και χάθηκε στη νύχτα, αφήνοντάς με άναυδο κι αποσβολωμένο. Πήγα ως το μπαρ και παράγγειλα ένα διπλό μπράντυ για να ηρεμήσω. Δρώντας παρορμητικά, ρώτησα τη σερβιτόρα:

 -"Ποιά ήταν η κοπέλα που μόλις έφυγε";

     Η σερβιτόρα με κοίταξε. Για μια στιγμή πίστεψα ότι δεν επρόκειτο να μου απαντήσει. Είχα την εντύπωση πως η συμπεριφορά της άλλαξεν αμέσως κι έγινε αισθητά πιο συγκρατημένη. Μου απάντησεν όμως, αν κι επιφυλακτικά.
 -"Εννοείτε τη Πωλέτ" είπε. Πωλέτ! Ήξερα πλέον τ' όνομα της! Ίσως ν' αντίλαμβάνεστε τη κατάσταση που βρισκόμουν από το γεγονός ότι μόνο τότε συνειδητοποίησα πως δεν το γνώριζα νωρίτερα.

 -"Αυτή η Πωλέτ", είπα, "τι άνθρωπος είναι; Τι δουλειά κάνει";
    
Τώρα πλέον η στάση της σερβιτόρας ήταν αδιαμφισβήτητα παγερή.
 -"Δε μπορώ να σας πω τίποτα", είπε. "'Αλλωστε, καλά-καλά δε ξέρω ποιος είστε, έτσι δεν είναι"; Για να μου δείξει ότι επέκρινε τη
περιέργεια μου, πήγε επιδεικτικά να εξυπηρετήσει έναν πελάτη στην άλλη άκρη του μπαρ. Δεν είχα πλέον άλλη επιλογή απ' το να φύγω, πιο μπερδεμένος από ποτέ.

 -"Φαντάζομαι πως πήγες στο θέατρο, σωστά;» είπεν ο Ντάνφορθ.

 -"Όχι, όχι τη μέρα που μου είχεν υποδείξει η Πωλέτ".

     Η πίεση στη δουλειά, μου στέρησε κάθε δυνατότητα να το κάνω. Η ζωή μου παρασύρθηκε από τον αστείρευτο ποταμό ανθρώπινης οδύνης που 'χε πλημμυρίσει τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου της Αγίας Βερονίκης -εργατικά ατυχήματα, που το ακαθάριστο βαμβάκι γινόταν ένα με την κατακρεουργημένη σάρκα και τα πηγμένα λάδια μηχανής· ένας άνδρας που 'χε βρεθεί σε κάποιο τρισάθλιο σοκάκι με το λαιμό του ανοιγμένο· ή τέλος, κάποια δύσμοιρη γυναίκα που 'χε ανασυρθεί από τον Τάμεση, καλυμμένη με βρωμερή λάσπη. Παρά τις προσπάθειες μου ν' αντιμετωπίσω κάθε πρόβλημα πρακτικά κι αποφασιστικά, η αδυναμία μου ν' ανταποκριθώ στη πρόσκληση της Πωλέτ δε μ' άφηνε να συγκεντρωθώ και μ' είχεν εξοργίσει. Μου 'χε γίνει πια έμμονη ιδέα, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που το επίπεδο της δουλειάς μου έπεσε -πάντως, σπεύδω να προσθέσω, όχι τόσο πολύ ώστε ν' απειληθεί η ζωή των ασθενών μου- κι οι συνάδελφοι μου άρχισαν να σχολιάζουν τη καταφανή μου αυτή εμμονή και την ανικανότητα μου να συγκεντρωθώ στις ασήμαντες τυπικότητες και τη γραφειοκρατία που δυστυχώς συνοδεύουνε κάθε επάγγελμα. Το πρόσωπο της είχε στοιχειώσει τις μέρες μου... μα και τις νύχτες. 'Αρχισα να βλέπω έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, που με καλούσανε στο χειρουργείο για να κάνω έναν ακρωτηριασμό, μα σαν έφτανα κει διαπίστωνα πως ο ασθενής ήταν η Πωλέτ. Ήμουνα σε πλήρες αδιέξοδο. Εντέλει μου δόθηκεν άδεια να ξεκουραστώ, γιατί οι προϊστάμενοι μου πίστευαν απλώς ότι είχα πάθει υπερκόπωση. Τώρα ήταν η σειρά μου να στοιχειώσω τη περιοχή γύρω από το Τζούμπιλυ, με την ελπίδα ότι θα την έβλεπα, αλλά δε τόλμησα ούτε μία φορά να μπω στη παμπ. Φοβούμαι πως είχα γίνει αξιολύπητος, τόσο δυνατό ήτανε το μυστήριο που 'χεν αιχμαλωτίσει το μυαλό μου.

     Και τότε μια μέρα, μερικούς μήνες μετά τη μέρα που μου 'χεν ορίσει η Πωλέτ, είδα μιαν αφίσα έξω από το Τζούμπιλυ. Το μόνο που 'γραφεν ήταν: Πωλέτ: Μόνο Για Μια Νύχτα κι ημερομηνία, μια βδομάδα από τότε. Το βαρύ πέπλο της απόγνωσης γλύστρησε μεμιάς από πάνω μου. Επιτέλους θα μάθαινα ποια ήταν αυτή η κοπέλα που μ' είχε μαγέψει και μ' είχε φέρει στα πρόθυρα της μονομανίας. Επέστρεψα στο κατάλυμα μου και περίμενα να περάσει η επόμενη εβδομάδα, αληθινά βασανιστική αναμονή.

     Ο Τόμπιν έκανε παύση για να γεμίσει το ποτήρι του και τα υπόλοιπα μέλη της συντροφιάς βολευτήκανε καλύτερα στις πολυθρόνες τους, αλλά κανείς τους δε μίλησε κι όλοι τους περίμεναν να συνεχίσει.

     Η νύχτα της παράστασης -αν επρόκειτο για παράσταση αυτό που θα 'βλεπα- έφτασε και την ώρα που ντυνόμουνα για να φύγω η καρδιά μου χτυπούσε σα μηχανικό σφυρί. Πήγα στο Τζούμπιλυ κι έβγαλα εισιτήριο. Μου κάναν εντύπωση δύο πράματα: πρώτον, ότι, αν και δεν είχα δει πουθενά αλλού αφίσες που να διαφημίζανε τη παράσταση κείνης της ημέρας, το θέατρο ξεχείλιζε από κόσμο -μάλιστα, είχα τη τύχη να εξασφαλίσω έν από τα τελευταία εισιτήρια- και δεύτερον, ότι το εισιτήριο κόστιζε τουλάχιστον τέσσερις φορές παραπάνω από το κανονικό. Κάθισα στη θέση μου και περίμενα. Η ορχήστρα έπαιζε κεφάτη μουσική μέχρι να τακτοποιηθούν οι θεατές στις θέσεις τους. Ύστερα τα φώτα της αίθουσας αχνοσβήσανε κι εκείνο το σιγανό μουρμουρητό ανυπομονησίας που ακούγεται μόνο στην έναρξη μιας θεατρικής παράστασης άρχισε να βγαίνει από το κοινό. Κατόπιν οι καλλιτέχνες του θεάτρου εμφανιστήκανε στη σκηνή κι εκτέλεσαν ορισμένα κοινότοπα νούμερα μπρος από την αυλαία· ένας ζογκλέρ, ένα κορίτσι-λάστιχο που αναγγέλθηκε ως η Έρπετίνα: Το Κορίτσι-Φίδι, ένας πολύ κακός ταχυδακτυλουργός. Οι θεατές σφύριζαν και γιουχάιζαν κι ευτυχώς τα νούμερα τελείωσαν γρήγορα -σκοπός τους ήταν απλώς να γεμίσουν την ώρα μέχρι τη κύρια εμφάνιση της βραδιάς. Για άλλη μία φορά, τα φώτα του θεάτρου χαμηλώσανε και σβήσανε κι η ορχήστρα άρχισε να παίζει έναν ιδιαζόντως μελαγχολικό σκοπό. Η αυλαία σηκώθηκε κι αποκάλυψε ένα διόλου πειστικό, χαρτονένιο σκηνικό, που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε ένα μπουντρούμι. Το πάτωμα της σκηνής ήτανε διάσπαρτο με φτηνές απομιμήσεις οργάνων βασανισμού. Ακολούθησε μία σειρά από σκετς, η μονοτονία των οποίων ήταν αντίστοιχη της αδεξιότητας των εκτελεστών τους. Είχα εν αγνοία μου έρθει για να δω μια παράσταση του θεατρικού είδους που, εάν δεν κάνω λάθος, οι Γάλλοι αποκαλούν Γκραν-Γκινιόλ, που στα πλαίσιά του η φαντασία των βαριεστημένων θεατών διεγείρεται από σκηνές φόνων κι αιματοχυσίας. Ήτανε φρικτό: ανιαρό, ποταπό και στερούμενο κάθε είδους ευφυΐας κι επιδεξιότητας, παντελώς ανίκανο να συναρπάσει. Φαίνεται πως οι υπόλοιποι θεατές συμφωνούσαν με τη γνώμη μου, γιατί μιλούσανε δυνατά κατά τη διάρκεια των σκετς κι αποδοκιμάζανε τους καλλιτέχνες. Η Πωλέτ δεν εμφανίστηκε ούτε μία φορά. Όταν επιτέλους έφτασε το διάλειμμα, ήμουνα τόσον απογοητευμένος που βγήκα έξω για να ξαναδώ την αφίσα και να βεβαιωθώ πως είχα έρθει τη σωστή ημερομηνία. Κι ήταν η σωστή.

     Όταν επέστρεψα στη θέση μου μετά το διάλειμμα, αντιλήφθηκα ανεπαίσθητη αλλαγή. Οι θεατές μιλούσανε ψιθυριστά και μια παράξενη αίσθηση προσμονής είχεν ηλεκτρίσει την ατμόσφαιρα του θεάτρου. Ήτανε κάτι φρικτό, που θα μπορούσα να το περιγράψω μόνο ως αύρα μακάβριας χαιρεκακίας. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα 'τανε κι η ατμόσφαιρα πριν τους αγώνες των μονομάχων στην αρχαία Ρώμη. Μ' επηρέασε τόσο πολύ που ανατρίχιασε όλο μου το κεφάλι. Έπειτα τα φώτα αχνόσβησαν άλλη μία φορά, κι η αυλαία σηκώθηκε.
    
Δε θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη αντίθεση με την εικόνα της σκηνής πριν το διάλειμμα. Δεν υπήρχε κανονικό σκηνικό, μόνο λευκές κουρτίνες κι ένα λευκό ύφασμα που κάλυπτε το πάτωμα. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε κρεβάτι με ψηλά, μεταλλικά πόδια και δερμάτινη επένδυση, σαν κι αυτά που 'χουμε στα ιατρεία για την εξέταση των ασθενών. Το κρεβάτι ήτανε σκεπασμένο με λευκό σεντόνι κι ολόκληρη η σκηνή φωτιζόταν από ένα μόνο λευκό φως. Δε ξέρω αν ήταν αυθυποβολή, πάντως είχα την εντύπωση πως αμυδρή οσμή αντισηπτικού πλανιότανε πάνω από τα φώτα της ράμπας. Αυτή η λιτότητα κατάφερνε πολύ πιο αποτελεσματικά να υπαινιχθεί κάτι το τρομακτικό, σε σύγκριση με τα χονδροειδή και τετριμμένα σκετς του πρώτου μέρους. Αυτή η σουρεαλιστική απλότητα ήτανε γνησίως διαταρακτική. Τα χάλκινα όργανα της ορχήστρας παίζανε σιγανές, αραχνοΰφαντες, σχεδόν υποσυνείδητες μελωδίες. Για αρκετά λεπτά, δε συνέβη τίποτα. Μ' εξαίρεση τη μουσική, στο θέατρο επικρατούσε σιωπή. Κάποια στιγμή, τέσσερις άνδρες με λευκές ιατρικές ρόμπες εμφανίστηκαν από τα παρασκήνια σπρώχνοντας χαμηλά τροχήλατα τραπέζια. Πάνω στα τραπέζια υπήρχαν αρκετά αντικείμενα, μα ήτανε καλυμμένα με λευκά πανιά. Οι άνδρες αφήσανε τα τραπέζια στο μπρος μέρος της σκηνής, δυο σε κάθε γωνία, κι αποχώρησαν. 'Αλλη μια παύση. Η ένταση της μουσικής αυξήθηκεν ελαφρά. Ξάφνου επιφωνήματα δέους ακούστηκαν από το κοινό καθώς η Πωλέτ έκανε την εμφάνιση της.

     Δε περπατούσε πλέον με δεκανίκια. Αυτό ήτανε το πρώτο πράγμα που παρατήρησα. Υπέθεσα ότι στη θέση του ακρωτηριασμένου της ποδιού φορούσε τώρα κάποιο τεχνητό μέλος. Ο μακρύς, άλικος, βελούδινος μανδύας της τη κάλυπτε εξ ολοκλήρου, από το λαιμό ως το πάτωμα. Το πρόσωπο της ήτανε τρομακτικά χλωμό και τα σκουροκάστανα μαλλιά της ήτανε πιασμένα με κορδέλα διακοσμημένη με πούλιες, ασορτί με τα κρεμαστά της σκουλαρίκια. Προχώρησε μ' αργές κινήσεις προς το κέντρο της σκηνής. Μόνη εμφανής ένδειξη της πολλαπλής αναπηρίας της το αφύσικο, άκαμπτο βάδισμα της. Ένας σιγανός στεναγμός βγήκε από το κοινό κι αμέσως δυνάμωσε κι έγινε, ρυθμικό κάλεσμα:
 -"Πω-λέτ, Πω-λέτ!"
     Εκείνη έκανε μικρήν υπόκλιση για να τους ευχαριστήσει. Στεκότανε πια στο μέσο της σκηνής κι έριχνε το βάρος της πότε στο 'να πόδι και πότε στ' άλλο. Τα φώτα της σκηνής έσβησαν, εκτός από ένα προβολέα που 'πεφτε πάνω στη λυγερή της φιγούρα. Η ανάσα του κοινού κόπηκε. Η Πωλέτ έγειρε πίσω τους ώμους της κι ο μανδύας γλύστρησε από πάνω της. Παγιέτες έλαμψαν και στραφταλίσανε. Φορούσε την ίδιαν άλικη λεοτάρ με τις πούλιες τη χρυσή κλωστή και τις τιράντες. Είχε κορμί αθλήτριας ή χορεύτριας, νευρώδες και με μικρά στήθη. Σήκωσε τα χέρια της, δηλαδή ένα κοντό κολόβωμα κι ένα ακόμα κοντύτερο, το δε τελευταίο ντυμένο με δερμάτινο μανίκι που κατέληγε σε γάντζο. Μα εγώ δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τα πόδια της. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε λόγος να φορέσει καλσόν. Στεκόταν αβέβαια σε δυο άτεχνους, ξύλινους πασσάλους, που αντικαθιστούσανε και τα δυο της πόδια μόλις πάνω απ' το γόνατο!

     Επιφωνήματα δέους ακουστήκανε γύρω από το τζάκι. Η ιστορία είχε τρομακτική γοητεία. Κάθε μέλος της παρέας είχε μεταφερθεί στο θέατρο με τον Τόμπιν κι ένιωθε το σοκ και τη κατάπληξη του.

     Η Πωλέτ έμεινε να ισορροπεί σε κείνο το σημείο, χαμογελώντας μετριοπαθώς μέχρι να καταλαγιάσει το κύμα των χειροκροτημάτων των θεατών, που τώρα τη κοιτούσαν με μακάβρια προσήλωση. Κι όμως, είχα ακόμα την αίσθηση πως όλ' αυτά δεν ήτανε παρά ένας πρόλογος για κάτι άλλο· κείνη η ατμόσφαιρα της νοσηρής προσμονής είχε κυριολεκτικά διαποτίσει την αίθουσα, και βέβαια υπήρχεν ακόμα και το ανεξήγητον ως τότε, μυστήριο των καλυμμένων αντικειμένων στα τραπέζια.

     Με τον προβολέα να την ακολουθεί, η Πωλέτ άρχισε να κινείται προς το κέντρο της σκηνής με κείνο το άκαμπτο, άκομψο βήμα της -έγερνε το κορμί της πότε από τη μια και πότε από την άλλη πλευρά για να σηκώνει κάθε ξύλινο πόδι από το πάτωμα και με κάθε νέο βήμα οι μικροί ξύλινοι κύβοι στην άκρη των πασσάλων χτυπούσαν υπόκωφα στις σανίδες της σκηνής. Γύρισε και κοίταξε το κοινό κι ένα δυσοίωνο χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο της. Την ίδια στιγμή ανάψανε και τα υπόλοιπα φώτα και φωτίσαν ολάκερη τη σκηνή. Στη συνέχεια, πήγε σε καθένα από τα τροχήλατα τραπέζια και τράβηξε τα λευκά πανιά που τα σκέπαζαν, αποκαλύπτοντας κάθε φορά μιαν ή περισσότερες γυάλινες δεξαμενές γεμάτες με διάφανο, ελαφρώς υδαρές υγρό -μάλλον κάποιο συντηρητικό υγρό. Και μέσα σε κάθε δεξαμενή ήτανε-


 -"Τα κομμένα της μέλη". Το πρόσωπο του Ντάνφορθ ήτανε κάτωχρο κι ανέκφραστο.

 -"Ακριβώς". Ο Τόμπιν πήρε μια βαθιά ανάσα.

     Μέσα σε κάθε δεξαμενή, αιωρούμενο στο υγρό, ήταν ένα τμήμα ενός ανθρώπινου σώματος. Δυο απ' αυτές περιείχανε το κάτω μέρος ενός ποδιού, από τον αστράγαλο μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, η μία το αριστερό κι η άλλη το δεξί· δυο άλλες περιείχανε τ' αντίστοιχα πέλματα· μια πέμπτη περιείχε, σαν αγγουράκια τουρσί μέσα σε βαζάκι, δέκα δάχτυλα κι οι τελευταίες, δύο αδάχτυλα χέρια και το τμήμα ενός χεριού, αποτελούμενο από τον αντιβραχίονα και τον αγκώνα. Το κάτω μέρος κάθε τμήματος των άκρων ήταν ένα πλήρως επουλωμένο κολόβωμα. Ήτανε προφανές ότι κάθε τμήμα είχεν αφαιρεθεί σε διαφορετική χρονική στιγμή σε σχέση τα υπόλοιπα.

     Το κοινό ήταν μαρμαρωμένο και σιωπηλό, υπνωτισμένο από το φρικώδες θέαμα. Η Πωλέτ πλησίασε το ιατρικό κρεβάτι, εκμεταλλευόμενη τη σιωπή για έμφαση, σαν έμπειρη ηθοποιός. Ένας από τους βοηθούς της σήκωσε το πάνω μέρος του κρεβατιού στην όρθια θέση και τη βοήθησε ν' ανεβεί. Ένας δεύτερος έφερε στη σκηνή ένα ψηλό, τροχήλατο τραπέζι με γυαλιστερή, λευκή επιφάνεια, και το τοποθέτησε στα δεξιά της. Ένα λεπτό σεντόνι κάλυπτε μια μεγάλη κατασκευή που 'χε στηθεί στη πλευρά κείνη του τραπεζιού που 'βλεπε προς το βάθος της σκηνής. Αργά-αργά, η Πωλέτ έλυσε με το γάντζο της τα λουριά που κρατούσαν τα ξύλινα πόδια της στη θέση τους κι οι βοηθοί της τα σηκώσανε και τ' απομάκρυναν. Μετά της έβγαλαν το μανίκι με τον γάντζο, αφήνοντάς τη χωρίς κανένα τεχνητό μέλος και παράλληλα αποκαλύπτοντας τη πλήρη έκταση των ακρωτηριασμών της. Η ανάαα των θεατών κόπηκεν άλλη μια φορά κι ένα μουρμουρητό φρίκης απλώθηκε στην αίθουσα. Η Πωλέτ καθόταν με το κεφάλι της σκυμμένο, μια μικρόσωμη, γκροτέσκα, ακρωτηριασμένη φιγούρα. Έπειτα άπλωσε το μπράτσο της και κατάφερε να τραβήξει μακριά το σεντόνι από το τραπέζι που είχε στο πλάι της. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα μου ψιθύρισε:
 -"Ωχ, όχι!" και κάλυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της, αλλά συνέχισε να παρακολουθεί μες από τα μισόκλειστα δάχτυλα της. Όπως αποδείχτηκε, κάτω από το σεντόνι υπήρχε μικρή Γκιλοτίνα κι η κόψη της Βαριάς Λεπίδας της έλαμπε κάτω από τα φώτα της σκηνής. Ένας βοηθός πλησίασε τη Πωλέτ κι έδεσε σφιχτά έναν αιμοστατικό περίδεσμο στο πάνω μέρος του μπράτσου της, ακριβώς κάτω από τη μασχάλη. Κείνη έβαλε το δεξί της μπράτσο στη Γκιλοτίνα, έτσι ώστε η Λεπίδα να κρέμεται πάνω από το δικέφαλο της, το πολύ δέκα εκατοστά από τον αγκώνα. Ο βοηθός επάλειψε το μπράτσο της και τη λεπίδα μ' αντισηπτικό. Πήρε το σύρμα που 'τανε δεμένο στην ασφάλεια της γκιλοτίνας και το τύλιξε γύρω από το κολόβωμα του αριστερού μπράτσου της Πωλέτ. Έπειτα, αποτραβήχτηκε στις σκιές. Τα φώτα της σκηνής χαμηλώσανε κι η Πωλέτ έμεινε να φωτίζεται από 'να δυνατό προβολέα. Ο τυμπανιστής άρχισε να παίζει σιγανό ρολάρισμα, το δυνάμωσε σ' ένταση, έφτασε στο κρεσέντο του και...σταμάτησε! Την ίδια στιγμή η Πωλέτ τράβηξε προς τα πίσω το κολόβωμα του αριστερού της μπράτσου κι η Λεπίδα της Γκιλοτίνας έπεσε μ' έναν απαίσιο συριγμό!

     Το δεξί της μπράτσο αποκόπηκεν ολοκληρωτικά. Απρόσμενα άλικο αίμα ανάβλυσε για μια στιγμή από τη πληγή και το κομμένο μέλος προσγειώθηκε στην επιφάνεια του τραπεζιού, όπου και συσπάστηκε μια φορά αντανακλαστικά. Ο περίδεσμος απέτρεψε μεγάλην απώλεια αίματος. Η Πωλέτ στάθηκεν όρθια και σήκωσε ό,τι είχεν απομείνει από τα μπράτσα της, δυο κολοβώματα ιδίου μήκους, το δεξί ανοιχτό και ματωμένο. Τότε έσβησε και το τελευταίο φως. Οι θεατές αφήνιασαν, άρχισαν να χτυπάνε τα πόδια τους, να χειροκροτάνε και να την επευφημούν με κάθε τρόπο. Ένιωθα πως ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Έμεινα ακίνητος στη θέση μου για περίπου πεντ-έξι λεπτά, που κατά τη διάρκεια τους ο ήχος του κοινού μ' έπνιξε σα τα νερά κατάμαυρης πλημμυρίδας. Νόμισα πως θα 'κανα εμετό. Πολεμώντας την αναγούλα, κινήθηκα με δυσκολία προς τη πόρτα της αίθουσας. Ήτανε τέτοια η έξαψη του κοινού που μου πήρε μερικά λεπτά ακόμα μέχρι να φτάσω. Τη στιγμή που 'μουν έτοιμος να διαβώ, τα φώτα της σκηνής ανάψανε πάλι κι έτσι γύρισα μες στη παραζάλη μου κι είδα τη Πωλέτ, να στέκεται πάλι όρθια φορώντας τα ξύλινα πόδια της. Χαμογελούσε πλατιά κι ευχαριστούσε τους θεατές της, σηκώνοντας τ' αξιοθρήνητα μπράτσα της ως ένδειξη αποδοχής του χειροκροτήματος τους. Το κολόβωμα του δεξιού της μπράτσου ήτανε πρόχειρα δεμένο. Δε ξέρω πώς, αλλά εντέλει κατάφερα κι αποτράβηξα το βλέμμα μου από κείνο το θέαμα και βρέθηκα στην ευλογημένη ησυχία του μικρού, κακάθλιου φουαγιέ.

 

     Το ρολόι της λέσχης σήμανε μεσάνυχτα, διαταράσσοντας τη σιωπή. Είχαν όλοι μείνει άφωνοι κι ακίνητοι. Ο Τόμπιν συνέχισε:

     Στα πρόθυρα της λιποθυμίας, κάθισα σε μιαν από τις επιχρυσωμένες πολυθρόνες με τη δερμάτινη επένδυση για να συνέλθω. Δε μπορούσα να πιστέψω αυτό που 'χα μόλις δει. Μ' είχε κυριεύσει φρίκη. Ούτ' οι χειρότερες ωμότητες της Ρώμης και του Μεσαίωνα δε θα μπορούσαν να συγκριθούν με το θέαμα κείνης της βραδιάς! Κι όμως ήτανε γεγονός ότι διέθετε νοσηρή γοητεία, κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της Πωλέτ, η καρδιά μου χτυπούσεν εξίσου γοργά με των υπολοίπων θεατών κι είχα παραμείνει στην αίθουσα σε πείσμα του εαυτού μου, δέσμιος εκείνης της μακάβριας έλξης, σα λαγός υπνωτισμένος από φίδι. Ένιωθα πως είχα μολύνει τη ψυχή μου, μα ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα πως ήμουνα πια αιχμάλωτος, εθισμένος. Ήξερα ότι το θέαμα που 'χα δει θα με στοίχειωνε, θα μ' έβαζε σε πειρασμό, θα μ' έκανε να ξανάρθω, ακριβώς όπως είχε κάνει και μ' όλους εκείνους τους ανθρώπους που 'χαν έρθει στο Τζούμπιλυ κείνο το βράδυ. Έμεινα να κάθομαι κει διχασμένος. Πώς ήτανε δυνατόν -ούτε καν δέκα λεπτά από τη στιγμή που υπέστη σοβαρό ακρωτηριασμό- να εμφανιστεί χαμογελαστή, σα να 'ναι απόλυτα καλά; Μήπως έπρεπε να ξεχάσω όλα όσα είχα διδαχθεί -μα και δει στην Αγία Βερονίκη- σχετικά με το μετατραυματικό σοκ; Και τέλος, πώς κι -ίσως πιο σημαντικό- γιατί το είχε κάνει αυτό η Πωλέτ;

     Έφυγα από το θέατρο με το νου μου ακυβέρνητο καράβι στη θάλασσα της ζάλης. Ήμουνα διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία μου να τραπώ σε φυγή και να ξεχάσω όλα όσα είχα δει και την απεγνωσμένη ανάγκη μου να δω το πρόσωπο της ξανά· θα σας φανεί αναμενόμενο, λοιπόν, ότι κείνο το πρόσωπο στοίχειωσε πάλι τα όνειρα και το νου μου και μ' έκανε να περιδιαβαίνω τους δρόμους εκείνης της περιοχής, τρέμοντας από το κρύο κι από ένα σκοτεινό συναίσθημα, με την εσωτερική διαμάχη μου να μαίνεται στο μυαλό μου. Επέστρεψα στο δωμάτιο μου ανήμπορος να δικαιολογήσω τις πράξεις μου κι ακόμα πιο ανήμπορος να κατανοήσω κείνη την άλογη, αυτοκαταστροφική δύναμη που την είχε κυριεύσει και την ωθούσε να τεμαχίζει το σώμα της λίγο-λίγο. Και γνώριζα πια ότι θα ξαναπήγαινα κει, υπνωτισμένος από τη παράλογη φρίκη και την ειδεχθή σαγήνη της παράστασής της. Όσο για τ' απροσδιόριστα, αντιμαχόμενα συναισθήματα που 'τρεφα για την ίδια τη Πωλέτ, ήξερα πια πως εκείνο που αισθανόμουν δεν απείχε πολύ από τον έρωτα. Ήμουνα σχετικά άπειρος και μάλλον ανώριμος συναισθηματικά κι ένιωθα στραγγισμένος εξαιτίας της συναισθηματικά φορτισμένης πρώτης χρονιάς μου στο νοσοκομείο...

 -"Μη μας βασανίζεις, άνθρωπε μου", είπεν ο Ντάνφορθ. "Τί έκανες; Ξαναπήγες να τη δεις";

 -"Ναι. Και κάθε φορά ένιωθα ότι με τραβούσε κει κάποια δύναμη, σχεδόν ενάντια στη θέληση μου. Ήταν εκείνη η μακάβρια έλξη που μ' έκανε να θέλω να τη ξαναδώ, να δω μέχρι που μπορούσε να φτάσει..."

 -"Δε φαντάζομαι να 'χε κάποια σχέση μ' όλα αυτά, η έλξη που 'νιωθες για κείνη";

     Ο Τόμπιν αγνόησε την ειρωνεία του Ντάνφορθ.

 

     Τί άλλο θα μπορούσα να κάνω; Επέστρεψα σε κείνο το κολασμένο θέατρο όταν είδα τις αφίσες που αναγγέλνανε την επόμενη εμφάνιση της και την είδα -αηδιασμένος, μα και σαγηνευμένος- να κόβει το δεξί της πόδι στο μέσο του μηρού. Έφυγα και κείνη τη φορά χωρίς να της μιλήσω, με το βασανιστικό μου πάθος να κοχλάζει μέσα μου. Στην επόμενη εμφάνιση της ακρωτηρίασε τ' άλλο της πόδι στο ίδιο σημείο. Δυστυχώς, άργησα να φτάσω στη μεθεπόμενη, μα πρόλαβα, κρυμμένος μες στις σκιές στο πίσω μέρος της αίθουσας, να δω την ανάκληση της στη σκηνή. Είχε πια αφαιρέσει ολόκληρο το αριστερό της πόδι. Μεσολάβησαν αρκετοί μήνες μέχρι την επόμενη επέμβαση της κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της, αφαίρεσε και το τελευταίο εναπομένον τμήμα του δεξιού της ποδιού. Κείνη η παράσταση σηματοδότησε τη μετάβαση της σχέσης μου με τη Πωλέτ σε νέο επίπεδο.

 

     Εμφανώς ταραγμένος ο Τόμπιν ξαναγέμισε το ποτήρι του και το 'πιε μονομιάς. Είχε καταναλώσει υπερβολική ποσότητα μπράντυ, μα έδειχνε τόσο νηφάλιος όσο θα 'ταν αν δεν είχε πιει σταγόνα. Το βλέμμα του φανέρωνε τρομερή συναισθηματικήν ένταση κι ένας μικρός μυς τρεμόπαιζε στο σαγόνι.
 -"Τα όσα ακολούθησαν μετά βίας αντέχω να τα θυμηθώ", είπε. "Κι όμως, πρέπει να το κάνω. Έχουν μείνει σφαλισμένα μέσα μου για σαράντα χρόνια και πρέπει τουλάχιστον να τα διηγηθώ, να λυτρωθώ από..." Σήκωσε ξαφνικά το βλέμμα και τα μάτια του ήτανε γεμάτα ικεσία. "Σας εκλιπαρώ, μη με κρίνετε σκληρά" είπε. "Έχω ήδη πληρώσει τρομακτικό τίμημα για τις πράξεις μου, χρόνια μοναξιάς, αυτοεξορίας και τυραννικών σκέψεων".

     Μετά την παράσταση βγήκα στο φουαγιέ, ξεχειλίζοντας από κείνο τον παράξενο συνδυασμό ευφορίας κι αηδίας για τον εαυτό μου -ένα συναίσθημα που συνόδευε κάθε παρουσία μου σε κείνο το θέατρο της φρίκης-, νιώθοντας να με συνθλίβει ο ερωτάς μου για τη Πωλέτ κι η αποστροφή μου για τις πράξεις μου, μα και για την αντίδραση μου σ' αυτές. Ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο διέκοψε τους απεγνωσμένους συνειρμούς μου. Ένας υπάλληλος του θεάτρου στεκόταν δίπλα μου.
 -"Η δεσποινίς Πωλέτ σας αναγνώρισε ανάμεσα στο κοινό, κύριε", μου 'πε "και θα χαιρότανε πολύ να σας δεχθεί στο καμαρίνι της, αν βέβαια επιθυμείτε να την επισκεφθείτε".

     Πετάχτηκα όρθιος. Η πρώτη μου, παρορμητική σκέψη ήταν να πάω να τη δω. Κι όμως δίσταζα ακόμα και τότε, όπως είχα διστάσει και σε κάθε άλλην ανάλογη περίπτωση στο παρελθόν. Πώς θα μπορούσα να καθίσω και να πιάσω κουβέντα με μια γυναίκα που είχα μόλις πριν από λίγο δει να σακατεύει οικειοθελώς τον εαυτό της; Αφού, όμως, ήθελα να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα μου, να γλυτώσω έστω και προσωρινά από τ' αντιμαχόμενα συναισθήματα που απειλούσαν να με κάνουνε κομμάτια, δε θα 'πρεπε να πάω, να τη κοιτάξω κατάματα; Μίλησα με σταθερή, ζυγισμένη φωνή.
 -"Θα 'τανε χαρά μου να υποβάλω τα σέβη μου στη δεσποινίδα Πωλέτ", είπα.

     Όταν μπήκα στο δωμάτιο, ανταποκρινόμενος σ' έν αδύναμο μα παρολαυτά πρόσχαρο "Εμπρός;" τη βρήκα να κάθεται σε μία καρέκλα με ψηλή πλάτη και να κοιτά προς τη μεριά της πόρτας. Φορούσεν ακόμα το θεατρικό κοστούμι της. Ένας γκριζομάλλης άνδρας με ιατρική ρόμπα είχε μόλις ολοκληρώσει τη περιποίηση του τραύματος στο μηρό της, στο σημείο που 'χεν αποκοπεί το τελευταίο τμήμα του ποδιού της κι είδα ότι το 'χε καθαρίσει και ράψει επιμελώς. Περίμενα πως η Πωλέτ θα μου τονε σύστηνε, μα κείνος τελείωσε τη δουλειά του κι έφυγε από μιαν άλλη πόρτα, χωρίς κανείς από τους δυο τους να πει έστω και μια λέξη. Η Πωλέτ με κοιτούσε με βλέμμα ερευνητικό.
 -"Θα πιείτε κάτι;" με ρώτησε. Απάντησα αρνητικά. "Καλά, τότε μήπως μπορείτε να μου βάλετε μένα ένα ποτό"; Το 'κανα ευθύς αμέσως, κι εκείνη σήκωσε το ποτήρι με το στόμα της, ήπιε με ύφος σκεπτικό και μετά το απόθεσε στη τουαλέτα της. "Λοιπόν", είπεν εντέλει, "τώρα πια ξέρετε".

     Κάθισα. Ήμουν μαζί της, στο ίδιο δωμάτιο κι η παρουσία της δίπλα μου με σάρκα κι οστά, η οσμή του αρώματος της που 'χεν αναμιχθεί με τη διαπεραστική μυρωδιά του αντισηπτικού, το παιχνίδισμα των μυών της κάτω από τη λεοτάρ, ακόμα κι ο τρόπος που κουνιόνταν τα μαλλιά της, είχανε προσδώσει αβάσταχτην ένταση στα περιπλεγμένα συναισθήματα που 'τρεφα για κείνη. Την επιθυμούσα σα καταραμένος. Τότε τα συναισθήματα μου με υπερνίκησαν.
 -"Ναι, αλλά γιατί; Πώς;'' ρώτησα μ' απόγνωση, δείχνοντας το σώμα της για να επισημάνω τη κατάσταση του. "Πώς μπορείτε να..." Κείνη σήκωσεν αγέρωχα το σαγόνι και τα χλωμά της μάτια σκοτείνιασαν απότομα.

 -"Με κρίνετε;" ρώτησε.

 -"Όχι, αλλά..."

 -"Θα σας πω γιατί -και στη πορεία θα μάθετε και πως", είπε. "Ελπίζω τουλάχιστον να 'χετε την ευγένεια να μ' ακούσετε. 'Αλλωστε, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα μ' αυτό που κάνω. Σεις είστε αυτός που 'χει, καθώς φαίνεται. Κατά μιαν έννοια, λοιπόν, μόνο σεις θα ωφεληθείτε απ' όσα θα πω".

     Η Πωλέτ ήταν τότε εικοσιεφτά ετών. Είχε γεννηθεί το 1864 στο 'Αλντγκεϊτ, μοναχοπαίδι φτωχών γονιών. Στην αρχή έδειχνε σαν ένα απόλυτα φυσιολογικό παιδί, μα σιγά-σιγά οι άνθρωποι γύρω της άρχισαν να παρατηρούνε κάτι παράξενο. Ίσως να 'χετε ακούσει για κείνες τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που γεννιούνται μ' ολική υπαισθησία, δεν έχουνε δηλαδή την ικανότητα να αισθανθούν πόνο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που πρέπει να φυλάγονται διαρκώς για να μη τραυματιστούνε χωρίς να το καταλάβουν. Η Πωλέτ, ή Πωλίν Λόκιερ όπως ήτανε το πλήρες όνομά της, έπασχεν εκ γενετής απ' αυτή τη παράξενη πάθηση. Οι γονείς της έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για κείνη, μα δε διέθεταν αρκετά χρήματα για να της εξασφαλίσουνε καλή μόρφωση. Όταν μάλιστα πέσανε θύματα μιας επιδημίας γρίπης, η Πωλέτ αναγκάστηκε να δουλέψει για τα προς το ζην. Οι καιροί που ακολούθησαν ήτανε δύσκολοι. Ένας φίλος της, που γνώριζε πως ήταν άτρωτη από τον πόνο, τη συμβούλεψε να δουλέψει σε κάποιο θέατρο ως Η Ανθρώπινη Βελονοθήκη: Το Κορίτσι Που Δεν Αισθάνεται Πόνο. Η Πωλέτ βρισκότανε σ' απελπιστική κατάσταση κι έτσι ακολούθησε τη συμβουλή του φίλου και πολύ σύντομα βρέθηκε στη δούλεψη κάποιου 'Λόρδου' Χάρυ Νιούμαν, ιδιοκτήτη ενός θιάσου Τεράτων Της Φύσης ενός λυόμενου διασκεδαστηρίου. Γνώρισε αρκετά μεγάλην επιτυχία, εκτελώντας νούμερο κατά το οποίο περνούσε βελόνες μέσα από τα μάγουλα κι από άλλα σημεία του σώματος της, χαράκωνε ελαφρά το δέρμα της με μαχαίρι κι άλλα συναφή. Όπως προείπα, η επιτυχία της ήτανε σημαντική, αφού τουλάχιστον της εξασφάλιζεν άνετη διαβίωση κι έτσι πολύ σύντομα η Πωλέτ έφυγε από το φτωχό υπαίθριο θέατρο του κυρίου Νιούμαν και βρήκε στέγη στο θέατρο Ρέιβεν, αν κι εμφανίστηκε μια-δυο φορές και στο, πιο 'αξιοπρεπές', θέατρο Έβανς του Κόβεντ Γκάρντεν. Όμως η περίοδος ακμής των παράξενων θεαμάτων είχε περάσει κι ο κόσμος είχε πια νέες αντιλήψεις περί ηθικότητας (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάργηση της ετήσιας πανήγυρης του Αγίου Βαρθολομαίου, το 1885). Το κοινό είχε μάλλον κουραστεί και δεν ικανοποιότανε πλέον με τέτοια νούμερα. Η Πωλέτ δεν έβρισκε δουλειά τόσον εύκολα. Έπεσε από δεύτερο ή τρίτο όνομα και κατέληξε στο κάτω μέρος της αφίσας. Εντέλει, στο ίδιο κείνο θέατρο, το Τζούμπιλυ, έφτασε στο ναδίρ και ταυτόχρονα ανακάλυψε τον τρόπο να σώσει το νούμερο της. Ένα βράδυ, στο μέσο περίπου της εμφάνισης της, οι θεατές τη γιουχάιζαν, ιδιαίτερα δε ένας σωματώδης τύπος, που κάποια στιγμή σχολίασε φωναχτά πως "αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας". Γεμάτη απελπισία κι οργή, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, η Πωλέτ άρπαξεν έν από τα μαχαίρια της και φωνάζοντας "Τι λες, αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας;" έκοψε έν από τα δάχτυλα της. Οι θεατές έμειναν κεραυνοβολημένοι για μια στιγμή κι αμέσως μετά ξέσπασε πραγματικό πανδαιμόνιο. Μερικοί λιποθυμήσαν αμέσως, κάποιοι άλλοι τρομοκρατήθηκαν, μα πιότεροι παραμείνανε στο θέατρο επευφημόντας τη και χειροκροτόντας τη, για πολλήν ώρα αφότου είχε φύγει από τη σκηνή. Ήτανε προφανές ότι είχεν ανακαλύψει κάτι σημαντικό, αν κι απλά κείνο το βράδυ είχε δράσει παρορμητικά ορμώμενη από την απελπισία και δε της είχε περάσει απ' το νου ότι θα μπορούσε να επαναλάβει κείνο το μέρος του νούμερου της.

     Εκείνη τη περίοδο το ίδιο το θέατρο διερχόταν μια κρίση και προσείλκυε όλο και λιγότερους θεατές. Όταν ο ιδιοκτήτης του είδε το απίστευτο συμβάν εκείνης της βραδιάς αλλά και τη σημαντικότερη γι' αυτόν, αντίδραση του κοινού, κάλεσε τη Πωλέτ στο γραφείο του και της έκανε μια πρόταση. Μπορείτε όλοι να μαντέψετε το περιεχόμενο της.

 

 -"Α, το παλιόσκυλο!" εξερράγη ο Ντάνφορθ. "Ακούς εκεί να εξαναγκάσει μια νεαρή γυναίκα να κάνει τέτοιο πράμα"!
 -"Δε νομίζω ότι χρειάστηκε να της ασκήσει ιδιαίτερη πίεση", είπεν ο Τόμπιν. "Η Πωλέτ γνώριζε ήδη τι σήμαινε να 'σαι φτωχός κι άνεργος στο Λονδίνο. Το σεβαστό ποσό που της πρόσφερε ο θεατρώνης για να τη πείσει να διατηρήσει τη νέα κλιμάκωση στο νούμερό της αποτελούσε ακαταμάχητο κίνητρο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τί σημασία είχαν ένα-δυο δάχτυλα; Έτσι, αποδέχτηκε τη πρόταση".
 -"Γελοιότητες", είπεν ο Ντάνφορθ και γέλασε με δυσπιστία.
 -"Καθείς έχει δικαίωμα της γνώμης του. Παρολαυτά, κείνη το 'κανε".

     Ο ιδιοκτήτης άδραξε την ευκαιρία και της υποσχέθηκε πρώτη θέση στις αφίσες του θεάτρου, τεράστια αύξηση στις απολαβές της και χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις εμφανίσεις της επαρκή για την επούλωση των τραυμάτων. Η ιδέα φαινόταν υπέροχη. Για λόγους ασφαλείας, ένας χειρουργός που είχε διαγραφεί από το σύλλογο εξαιτίας της υπέρμετρης αγάπης του για το ποτό, μα παρολαυτά ήταν αξιόπιστος, μισθώθηκε για να επιβλέπει τις επεμβάσεις και να φροντίζει τη Πωλέτ κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάρρωσης. Κι έτσι, η 'Ατρωτη Πωλέτ μπήκε σε νέα φάση στη καριέρα της. Τα νέα μαθευτήκανε και σύντομα το Τζούμπιλυ έγινε διαβόητο κι άρχισε ν' αποκομίζει κέρδη πέρα από κάθε προσδοκία. Έγινε από τα πρώτα θέατρα που εγκατέστησαν ηλεκτρικά φώτα στη σκηνή -που 'χαν μόλις αρχίσει να διατίθενται- κι έγινε γνωστό για την αύρα πλούτου που το περιέβαλε κι ερχότανε σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τη φτωχογειτονιά που βρισκόταν. Η σπανιότητα των εμφανίσεων της Πωλέτ και το γεγονός ότι αυτές διαφημίζονταν σκοπίμως κατά το ελάχιστο, δημιούργησαν αύρα μυστηρίου κι ελιτισμού και παράλληλα προστατεύσανε το θέατρο και το ίδιο το νούμερό της από τα αδιάκριτα μάτια των ηθικολόγων και των υπολοίπων 'καλοπροαίρετων' πολιτών, που θεωρούσαν ότι τα μιούζικ-χολ ήταν εν γένει άντρα κακοήθειας, χυδαιότητας κι ανηθικότητας, και σίγουρα θα πάθαιναν αποπληξία αν έβλεπαν τι έκανε η Πωλέτ στη σκηνή. Όσοι μαθαίνανε για τις παραστάσεις της, το μαθαίνανε μόνο στόμα με στόμα, σα να μυούνταν σε κάποια μυστικήν εταιρεία, μα παρολαυτά συρρέανε σε κάθε της εμφάνιση. Η Πωλέτ ήτανε πλέον αστέρι. Έκανε κι άλλες εμφανίσεις -εννέα τον αριθμό...

 -"Μέχρι που ξέμεινε από δάχτυλα"!

 -"Ακριβώς".

     Ήρθε, λοιπόν, μια μέρα, ύστερα από τόσες επεμβάσεις, που δεν είχε πια άλλα δάχτυλα ν' αφαιρέσει. Ίσως αναρωτιέστε γιατί δε σταμάτησε προτού καν φτάσει σ' αυτό το στάδιο. Ακόμα και σήμερα δε το γνωρίζω ακριβώς. Ίσως να 'τανε το δέλεαρ των χρημάτων που κέρδιζε, αλλά πιστεύω πως υπήρχε και κάποιος άλλος λόγος, παράξενος και σκοτεινός, στον οποίο αναφέρθηκα και προηγουμένως. Μια ολοένα και πιο ισχυρή εμμονή με την αφαίρεση τμημάτων του σώματος της, στην οποία επιδιδόταν. Η Πωλέτ έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση. Αν συνέχιζε με το ίδιο νούμερο θα 'πρεπε ν' αφαιρεί κάτι πιο σημαντικό από 'να δάχτυλο. Θα σακατευόταν όλο και περισσότερο και θα 'μενε ανάπηρη. Πιστεύω πάντως ότι μόνη της πήρε την απόφαση να συνεχίσει. Ήτανε πια δέσμια διεστραμμένης ψύχωσης με τον τραυματισμό του σώματος της και πιστεύω πως θα συνέχιζε να αυτοακρωτηριάζεται ακόμα κι αν δεν υπήρχαν οικονομικά ανταλλάγματα. Η Πωλέτ πήρε την απόφαση της. Στην επόμενη της εμφάνιση, έχοντας πλήρη γνώση των πράξεων της, πήρε μπαλτά κι έκοψε το αριστερό της χέρι. Ε λοιπόν αν το κόψιμο ενός δαχτύλου είχε δημιουργήσει αίσθηση, ο ακρωτηριασμός του χεριού της λίγο έλειψε να οδηγήσει στον εκτραχηλισμό του κοινού. Στην επόμενη παράσταση, οι θεατές διπλασιαστήκανε. Τοποθετήθηκαν επιπρόσθετες καρέκλες στο θέατρο, για να χωρέσουνε τα πλήθη που 'θελαν να τη δουν. Αν πρωτύτερα ήταν απλώς αστέρι, τώρα πια μεσουρανούσε στο υπόγειο καλλιτεχνικό στερέωμα!

     Κι η Πωλέτ συνέχισε, αιχμάλωτη της όλο και πιο ισχυρής, νοσηρής εμμονής της. Τα διαστήματα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στις παραστάσεις της ήτανε τώρα πιο μεγάλα, γιατί η Πωλέτ χρειαζότανε πιότερο χρόνο για ν' αναρρώσει από τα σαφώς σοβαρότερα πλέον, τραύματά της. Στην επόμενη παράσταση έκοψε τον αριστερό της βραχίονα μαζί με τον αγκώνα. Μερικούς μήνες μετά αφαίρεσε το δεξί της χέρι...

 

-"Και τότε ήταν που την είδες για πρώτη φορά".
 -"Ναι. Τώρα πια καταλαβαίνετε τί εννοούσα όταν σας είπα πως είχεν εμμονή με τ' αποτελέσματα των ακρωτηριασμών της. Οι αντιδράσεις των θεατών σε κάθε ακρωτηριασμό τη γέμιζαν μ' αρρωστημένη απόλαυση. Επιδείκνυε δημόσια με χαρά τα κομμένα μέλη της. Κάποιος άλλος ίσως να 'χε βυθιστεί σ' απόγνωση αν είχεν ανάλογη αναπηρία μα κείνη αισθανόταν ηδονή όταν έβλεπε τις ουλές και τα κολοβώματά της κι υπερηφανευότανε για το σοκ και τον τρόμο που προκαλούσαν σ' όποιον τα 'βλεπε".

     Ο Ντάνφορθ έγειρε μπροστά.
 -"Και σ' ό,τι αφορά το μετατραυματικό σοκ";

 -"Να που ερχόμαστε στην αρχική μου επισήμανση".

     Πόνος, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε. Δε θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί ο οργανισμός της Πωλέτ δε διέθετε την ικανότητα να τον αισθανθεί. Το όποιο τραυματικό σοκ, συνακόλουθο των ακρωτηριασμών, το αντιμετώπιζε μόνο και μόνο με τη δύναμη της θέλησης της! Αντλούσε μακάβρια ευχαρίστηση από την ολοένα επιδεινούμενη αναπηρία της, το ολοένα και πιο σακατεμένο σώμα της. Η ικανότητα της να ξεπερνά το τραυματικό σοκ και τις σωματικές βλάβες μετουσιώθηκε σ' ενεργήν απόλαυση, όπως είναι ας πούμε για έναν πιο... φυσιολογικόν άνθρωπο, η ικανότητα να τραγουδάς σωστά ή να παίζεις καλό κρίκετ, λόγου χάριν.

     Καθώς μου διηγούνταν αυτή την ιστορία, τα συναισθήματα μου αλλάξανε. Τώρα που γνώριζα τα γεγονότα πίσω από το μυστήριο που 'χε στοιχειώσει τη ζωή μου για τον τελευταίον ένα περίπου χρόνο, μπορούσα να εξετάσω την υπόθεση αντικειμενικά. Η έλξη που 'νιωθα για κείνη δεν εξαφανίστηκε, αλλά η φύση της ήτανε πλέον διαφορετική. 'Αρχισα να αισθάνομαι... μπορώ να το περιγράψω μόνο ως ένα νοσηρό ενδιαφέρον, εκείνη τη (ανάλογο με το δικό της για τους ακρωτηριασμούς της), μεγάλη τρυφερότητα κι υπερηφάνεια για την αντοχή και την ευψυχία που ξεπερνούσε τα τραύματα της, αν κι ο νους μου ακόμα επαναστατούσε στην ιδέα ότι τα προκαλούσε η ίδια στον εαυτό της. Θα πρέπει να αντιλήφθηκε αυτή την αλλαγή, γιατί είπε:
 -"Τώρα πια καταλαβαίνετε". Κούνησα το κεφάλι. Όμως, είχα επίσης καταλάβει και πόσο δυνατός ήταν ο αφανέρωτος ερωτάς μου για κείνη. Μετά βίας κρατιόμουνα για να μη της τα ξεστομίσω όλα, βλέποντας τη να κάθεται και να λάμπει με μιαν αλλόκοτη, ακρωτηριασμένη ομορφιά. Παρολαυτά, προσπάθησα για άλλη μια φορά να κατασιγάσω τις έμμονες ενοχές που 'νιωθα για τη φύση των συναισθημάτων μου.

 -"Μα δε βλέπετε πως αυτό που κάνετε είναι λάθος, είναι αυτοκαταστροφικό;" τη ρώτησα.

     Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους.
 -"Ίσως. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να κάνω". Έφτασε με δυο μισές συστροφές του κορμού στην άκρη της καρέκλας της κι έσκυψε για να πιει άλλη μια γουλιά από το ποτό της, στηρίζοντας το ποτήρι με το κολόβωμα του μπράτσου της. "Είναι αργά. Πρέπει να ντυθώ".

 -"Βεβαίως". Απρόθυμα, σηκώθηκα για να φύγω. Ένιωθα στραγγισμένος, εξουθενωμένος. "Αντίο. Και σας ευχαριστώ που μου μιλήσατε. Μακάρι να μπορούσα να σας πείσω να σταματήσετε". 'Ανοιξα την πόρτα του καμαρινιοΰ της.

     Η Πωλέτ με κοιτούσε με παράξενο βλέμμα.
 -"Θα 'θελα να σας ξαναδώ", είπε.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ξέφρενα. Να αισθανόταν, άραγε κι εκείνη την ίδια έλξη; Όχι, όχι, αυτό ήτανε γελοίο, το δίχως άλλο. Στο κάτω-κάτω ούτε καν με ήξερε. Κι όμως μου 'χε χαμογελάσει τόσο ζεστά. "Θα θέλατε να με περιμένετε έξω;" ρώτησε. "Να με συνοδεύσετε στη διπλανή παμπ για ένα ποτό; Υπάρχει κάτι που θέλω να σας ζητήσω".

     Κατάπληκτος, συμφώνησα, μα ένιωσα πως είχε τη δύναμη να κοιτάζει μες στη καρδιά μου και να βλέπει ό,τι υπήρχε κεί... κι αυτό μ' έκανε να αισθάνομαι άβολα. Παρολαυτά, τη περίμενα. Ύστερα από περίπου ένα τέταρτο, η πόρτα της εισόδου των ηθοποιών άνοιξε κι εμφανίστηκε ένας υπάλληλος του θεάτρου με τη Πωλέτ στα χέρια. Τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν από την έκπληξη. Είχε φορέσει τα κανονικά της ρούχα, μπλε καζάκα και φούστα κι ένα καπέλο με φτερό. Τα μανίκια της ήτανε τυλιγμένα και πιασμένα ψηλά με παραμάνες, κι η φούστα της ήτανε διπλωμένη καλά κάτω από τους γοφούς. Με κοίταξε στα μάτια κι ήτανε φανερό ότι το διασκέδαζε. Ελαφρώς αμήχανος, τη πήρα από τα χέρια του υπαλλήλου, όπως υποθέτω πως έπρεπε να κάνω. Ήτανε πολύ ελαφριά. Τη μετέφερα ως τη πόρτα της παμπ και μπήκαμε στο λιτό αλλά καλοφωτισμένο εσωτερικό της.

     Αφού τη βοήθησα να βολευτεί στη συνηθισμένη της καρέκλα και μας έφερα δύο ποτά από το μπαρ, γύρισε προς το μέρος μου και με κάρφωσε με το βλέμμα της.
 -"Κύριε Τόμπιν", είπε, "πιστεύω ότι νοιάζεστε για μένα". Ξαφνιάστηκα είναι η αλήθεια κι από τη χρήση του ονόματος μου μα κι από την ευθύτητα της. 'Αφωνος, έγνεψα καταφατικά σαν ηλίθιος. "Πιστεύω, επίσης", συνέχισε, "ότι παρά τις διαμαρτυρίες σας, δεν είστε τόσο αντίθετός προς το... επάγγελμα μου όσο προσποιείστε. Όχι, μη με διακόψετε. Το βλέπω στο πρόσωπο σας κάθε φορά που με κοιτάτε. Μη προσπαθήσετε ν' αρνηθείτε αυτό που νιώθετε στη καρδιά. Σας έλκει το γεγονός ότι αυτοακρωτηριάζομαι· ίσως να 'ναι απλή επαγγελματική περιέργεια, ίσως όμως, να 'ναι και κάτι ακόμα. Είναι αλήθεια όσα λέω";

     Το ύφος της ήταν επιβλητικό κι έτσι, ανήμπορος ν' αντιδράσω διαφορετικά, κούνησα το κεφάλι μου -κι όταν εντέλει παραδέχτηκα τα κρυφά συναισθήματα που με ταλάνιζαν, ένιωσα σα κάποιος να μου 'χε πάρει τεράστιο βάρος από τους ώμους.
 -"Είναι όλα αλήθεια", είπα λακωνικά. Κείνη κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε. "Όμως, πώς ξέρετε το όνομα μου";

 -"Έκανα κι εγώ την ερευνά μου για σας", μου απάντησε. "Θα πρέπει να σας πω ότι τρέφω κι εγώ τα ίδια θερμά συναισθήματα. Σας σκέφτομαι συχνά, από τη πρώτη μας συνάντηση κιόλας κι αυτές μου οι σκέψεις μετατραπήκανε σιγά-σιγά σε δυνατό συναίσθημα που διστάζω να κατονομάσω κι ομολογώ πως η απροθυμία σας να αποκαλύψετε τα συναισθήματα σας νωρίτερα μ' είχεν απογοητεύσει".

 -"Μα δε μπορούσα..."

 -"Ναι, το κατάλαβα. Όμως τώρα είστε δω και δεν έχουμε πια μυστικά ο ένας απ' τον άλλο. Θα 'θελα να σας ρωτήσω κάτι, παρότι γνωρίζω ότι θα θέσω σε κίνδυνο τη θέρμη των συναισθημάτων μας". Έκανε μια παύση και το βλέμμα της γλύστρησε προς το πάτωμα. Όταν άρχισε πάλι να μιλά, η φωνή της έτρεμε ελαφρά. "Τώρα πια δεν έχω άκρα. Όμως αυτό δε μου είναι αρκετό. Πρέπει να συνεχίσω. Πρέπει να μάθω μέχρι πού μπορώ να φτάσω. Εσείς είστε χειρουργός. Πείτε μου, λοιπόν, πόσο μεγάλο μέρος ενός ανθρώπινου σώματος μπορεί να αφαιρεθεί, προτού αυτό το σώμα πεθάνει"; Η φωνή της φανέρωνε τρομερήν ένταση. Κούνησα το κεφάλι μου.
 -"Δεν έχω ποτέ αναρωτηθεί για κάτι τέτοιο", της είπα. "Τέτοιου είδους ακαδημαϊκά ερωτήματα σπανίως σου 'ρχονται στο νου στην ατμόσφαιρα του χειρουργείου".

 -"Είναι λογικό". Χαμογέλασε. "Όπως και να 'χει, εγώ σκοπεύω να μάθω. Αν με βοηθήσετε, βέβαια".

 -"Τι!" Κόντεψα να χύσω το ποτό μου. "Τί εννοείτε"; Γύρισε, με κοίταξε και τα μάτια της έκαιγαν.
 -"Στην επόμενη μου παράσταση", είπε, "ο Λαφλέρ, ο χειρουργός που με βοηθούσε μέχρι χθες, έχει γίνει αναξιόπιστος. Δε πιστεύω πως μπορεί να φέρει σε πέρας τις επεμβάσεις με ασφάλεια, ιδιαίτερα τώρα που γίνονται πιο σοβαρές. Θα 'θελα να πάρετε σεις τη θέση του". Ένα ρίγος απόλυτης φρίκης με διέτρεξε σύγκορμο, μα το ακολούθησε παράλογη έξαψη, η ένταση της οποίας ειλικρινά με ξάφνιασε.

 -"Μα δε θα 'τανε δυνατό να συμφωνούσες σε κάτι τέτοιο!" αντέτεινε ο Ντάνφορθ, όμως ο τόνος της φωνής του Τόμπιν είχε υποδηλώσει ποια ήταν η απάντηση του προτού τη φανερώσει στους ακροατές του. Μίλησε ψιθυριστά, αρνούμενος να τους κοιτάξει στα μάτια.

 -"Συμφώνησα", είπε, "και ντρέπομαι γι' αυτό".


     Το γλυκό της πρόσωπο φωτίστηκε κι εκείνη με φίλησε στο μάγουλο, ξαφνιάζοντάς με και προκαλώντας μου αμηχανία. Οι άνθρωποι του θεάτρου ανέκαθεν δεσμεύονταν λιγότερο από τους κανόνες της ευπρεπούς συμπεριφοράς. Όμως μέσα από την αμηχανία μου, έν έντονο συναίσθημα χαράς φύτρωσε κι αναπτύχθηκε γοργά. Για πρώτη φορά μέσα σε σχεδόν δυο χρόνια αισθανόμουν ήρεμος. Έτσι, λοιπόν, άρχισε η σχέση μου με τη Πωλέτ στο τελευταίο στάδιο της καριέρας της.

     Η ημερομηνία για την επόμενη εμφάνιση της ορίστηκε τρεις μήνες αργότερα και σ' αυτή θα συμμετείχα κι εγώ. Τώρα πλέον οι παραστάσεις της έπρεπε να ορίζονται σε συνάρτηση με το ωράριο μου στο νοσοκομείο, καθώς μου 'ταν απαραίτητο να συνεχίσω τη κανονική μου εργασία. Αυτή θα 'τανε κι η πιο ριζοσπαστική επέμβαση. Η σκηνή του Τζούμπιλυ είχε μετατραπεί σ' ένα από τα πιο προηγμένα χειρουργεία της εποχής, με μεγάλο, ξύλινο χειρουργικό κρεβάτι, κλίβανο για την αποστείρωση των χειρουργικών εργαλείων κι ένα ιδιοφυές σύστημα με σωλήνες κι αντλίες για τον ψεκασμό των τραυμάτων με φαινόλη, έτσι ώστε ν' αποφευχθεί η σήψη. Όλ' αυτά κατασκευαστήκανε και τοποθετηθήκανε στο θέατρο σύμφωνα με τις προδιαγραφές που όρισα γω και το κόστος τους καλύφθηκε από το κομπόδεμα της Πωλέτ. Ήτανε σα να κινούσαμε μαζί για μεγάλη περιπέτεια κι η απτή φρίκη του εγχειρήματος μας δε μπορούσε να κλονίσει τη πανίσχυρη έξαψη μας, ούτε την αίσθηση του υπέρτατου πειραματισμού που μας είχε κυριεύσει.

     Τη νύχτα της παράστασης περίμενα στα παρασκήνια κι η νευρικότητα μου ήταν μεγάλη. Η Πωλέτ μεταφέρθηκε στη σκηνή από τους βοηθούς της κι άρχισε το προκαταρκτικό μέρος του νούμερου, που είχε σκοπό να προθερμάνει το κοινό. Φορούσε την άλικη λεοτάρ της και τα κολοβώματα των μπράτσων της ήτανε γυμνά. Είχεν αποφασίσει να φορέσει το καλσόν με τις παγιέτες, και τα μπατζάκια του κρέμονταν από το ύψος της λεκάνης, άδεια και χαλαρά, ένα θέαμα αληθινά γκροτέσκο. Προφανώς, η Πωλέτ είχεν αντίθετη γνώμη. Όταν τελείωσε η εισαγωγή, τη μεταφέρανε στο κέντρο της σκηνής και την εναπόθεσαν στη κεκλιμένη επιφάνεια του κρεβατιού, έτσι ώστε το πάνω μέρος του σώματος της να 'ναι ορατό στο κοινό. Αυτή ήταν η στιγμή της δικής μου εισόδου. Βάδισα προς το κέντρο της σκηνής σπρώχνοντας ένα τροχήλατο τραπεζάκι με αποστειρωμένα εργαλεία, φορώντας ιατρική ρόμπα και μάσκα (όχι μόνο για να κρύψω τη ταυτότητα μου, αλλά και για να μειώσω τον κίνδυνο μολύνσεων). Επιφωνήματα έκπληξης συνοδεύσανε την είσοδο μου, καθώς κι ένα σούσουρο ανυπομονησίας. Έστρεψα για μια στιγμή το βλέμμα μου στη Πωλέτ κι όταν την είδα άσπρη σα κιμωλία και με τα μάτια της ορθάνοιχτα και γεμάτα προσμονή, τρέκλισα για μια στιγμή, αλλ' αμέσως μετά ένιωσα την έξαψη της στιγμής να με συνεπαίρνει και ξεκίνησα.

     Το διάστημα από τη στιγμή που σήκωσα για πρώτη φορά το νυστέρι και το είδα ν' αστράφτει κάτω από τα δυνατά φώτα μέχρι τη στιγμή που άφησα κάτω τη τελευταία κυρτή χειρουργική βελόνη πρέπει να 'τανε περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ποτέ άλλοτε δεν είχα χειρουργήσει έτσι· με τέτοια σιγουριά, τέτοια ταχύτητα, τέτοιαν ακρίβεια. Το πρόσωπο μου ήτανε κάθιδρο, τα χέρια μου βαμμένα μ' αίμα κι η Πωλέτ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τρεμάμενη αλλά περιχαρής, δεν είχε πλέον μπράτσα. Είχα αφαιρέσει τους ώμους της, κι οι κλείδες της εξείχανε σα μικρά πόμολα από το πάνω μέρος του κορμού της, περικυκλωμένες από καλοραμμένα τραύματα. Ο ορυμαγδός των θεατών ήτανε πραγματικά απερίγραπτος όταν βοήθησα τη Πωλέτ ν' ανακαθίσει, ισορροπώντας στη βάση της λεκάνης της κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι για να τους ευχαριστήσει για τις επευφημίες, τα χειροκροτήματα, αλλά και τις κραυγές τρόμου. Επιστρέψαμε στο καμαρίνι θριαμβευτές κι εγώ έλεγξα τα τραύματα και τα επέδεσα προσεκτικά.

     Ήμουν σίγουρος ότι η ιδιότυπη καριέρα της Πωλέτ είχε φτάσει στο τέλος της. Δεν της είχε απομείνει ούτε ίχνος από τα χέρια και τα πόδια της. Τώρα που ήταν απλώς ένας κορμός, τί άλλο θα μπορούσε να κόψει; Από μιαν άποψη, η σκέψη αυτή μ' ανακούφιζε. Αλλά που και που η Πωλέτ βυθιζότανε σ' ένα δυσοίωνο ρεμβασμό και τότε ήξερα ότι το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς για να δώσει νέα διέξοδο στην εμμονή της. Μια φορά που 'χαμε βγει έξω -γιατί τώρα περνούσαμε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαμε μαζί- είπε κάτι που πραγματικά με ανησύχησε. Ήτανε τη στιγμή που την έβγαζα σηκωτή από 'να ταξί. Φορούσε ένα σύνολο από άλικο βελούδο. Η καζάκα της είχε ραφτεί χωρίς μανίκια, χωρίς καν τρύπες για τα χέρια κι αντί για φυσιολογική φούστα φορούσεν εφαρμοστή βελούδινη θήκη γύρω από τους γοφούς της. Συνήθως δεν έδειχνε να την αγγίζουν τα έκπληκτα βλέμματα και τα τρομαγμένα σχόλια των περαστικών που συναντούσαμε στο δρόμο, μα τούτη τη φορά κόμπιασε όταν μια απορημένη, χοντρή κυρία ψιθύρισε δυνατότερα απ' όσο έπρεπε:
 -"Αχ μωρέ κοίτα το κακόμοιρο το κοριτσάκι, δεν της έχει μείνει τίποτις· όλα τα 'χασε".

 -"Όχι", απάντησε η Πωλέτ. "Όχι όλα. Όχι ακόμα".

     Έτσι, δε ξαφνιάστηκα όταν, ύστερα από όχι και πολύ καιρό, μου ζήτησε τη γνώμη μου για μια θεωρητική χειρουργική επέμβαση -και μόνο το ενδεχόμενο να 'ταν εφικτή ήταν ανείπωτα φρικιαστικό κι έτσι αρνήθηκα για μεγάλο διάστημα να κάνω κουβέντα για το θέμα. Όμως η Πωλέτ με ρωτούσε διαρκώς κι εντέλει αναγκάστηκα να παραδεχθώ πως ήτανε θεωρητικώς εφικτή, αν κι εξαιρετικά περίπλοκη κι επικίνδυνη, μιας κι ήτανε τόσο πέρα από τις χειρουργικές δυνατότητες της τότε Ιατρικής που μόνο στη σφαίρα του φανταστικού μπορούσε κανείς να τη κατατάξει. Από τη στιγμή που 'κανα κείνη τη παραδοχή, ήταν απλώς θέμα χρόνου. Ωθούμενοι από την κοινή εμμονή μας, δέσμιοι ενός αναπόδραστου πεπρωμένου, ειδοποιήσαμε τον ιδιοκτήτη του θεάτρου για τη νέα εμφάνιση και κάναμε τις απαραίτητες προετοιμασίες, θ' απαιτείτο όλη μου η χειρουργική δεινότητα κι ακόμα κι έτσι, γνώριζα καλά πως υπήρχε μόνο μια μικρή πιθανότητα να επιζήσει της επέμβασης. Δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Δε πρέπει να ξεχνάτε ότι κείνη την εποχή μια στις πέντε επεμβάσεις που απαιτούσανε τη διάνοιξη της κοιλιακής χώρας είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής του ασθενούς -κι αυτό που σκόπευα να πετύχω γω ήτανε πολύ πιο τολμηρό. Από την άλλη πλευρά, αν το πετύχαινα, η συνδρομή μου στη χειρουργική θα 'τανε τεράστια!

     Πέρασα το βράδυ της παραμονής της παράστασης στο σπίτι της Πωλέτ. Η υπηρέτρια που 'χε προσλάβει τώρα που ΄'ταν ανήμπορη να φροντίσει τον εαυτό της είχεν άδεια. Πρέπει να σας πω ότι ως εκείνο το σημείο η σχέση μας δεν είχε ξεφύγει στιγμή από τα όρια της κοσμιότητας. Ο ερωτάς μας είχε αμβλυνθεί από τον αμοιβαίο μας σεβασμό κι εκφραζότανε πάντα με τον πλέον διακριτικό τρόπο. Κείνη τη νύχτα, όμως, η Πωλέτ με κοίταξε στα μάτια και το χλωμό της πρόσωπο, πλαισιωμένο από τα μαύρα, χυτά μαλλιά της, ήτανε σκοτεινιασμένο και -για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισα- κάπως τρομαγμένο. Με δεδομένη τη φύση της επέμβασης που θα 'κανε την επόμενη μέρα, νόμισα πως ήξερα τί θα μου έλεγε.

 -"Πριν καιρό σου 'πα ότι δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ μας", είπε. "Δεν έλεγα αλήθεια. Θέλω να σου πω ότι έχω μια κόρη". Αυτό, βέβαια, δεν ήταν ό,τι περίμενα ν' ακούσω. "Το όνομα της είναι Σούζαν. Είναι έντεκα χρονών και ζει με τον πατέρα της, τον οποίο δεν παντρεύτηκα ποτέ. Τη βλέπω σπανίως, γιατί δε θα 'θελα να μάθει τί ακριβώς κάνω, αν και μ' έχει δει από τότε που ξεκίνησα τη... καριέρα μου. Γνωρίζει μόνο τα αποτελέσματα των τραυματισμών μου κι όχι την αιτία τους. Αυτό στο λέω γιατί θέλω να γνωρίζεις τί είδους γυναίκα έχω υπάρξει". Κάθε λογής διαβεβαιώσεις έφτασαν στην άκρη της γλώσσας μου, μα η Πωλέτ ανασήκωσε το πηγούνι της, μια κίνηση που για κείνη ήταν ισοδύναμη με τη πρόταξη ενός χεριού και δε μ' άφησε να μιλήσω. "Τον ίδιο καιρό που σου 'πα ότι δεν έχω κανένα μυστικό, ανέφερα επίσης ότι θεωρούσα πως νοιάζεσαι για μένα κι ότι τα συναισθήματα μου για σένα είναι αμοιβαία. Πιστεύω πως αυτό ισχύει ακόμα". Κούνησα απλώς το κεφάλι μου, γιατί δεν ήμουνα σίγουρος ότι μπορούσα ακόμα να μιλήσω. "Φίλιπ", είπε, το μικρό μου όνομα. "Αγάπησε με. Όσο...μπορώ ακόμα".

     Εκείνη τη νύχτα γίναμε εραστές κι ο λεπτός, αθλητικός της κορμός συσπώτανε κάτω από το σώμα μου μ' απόγνωση. Και την επομένη, σε κείνη την απολυμασμένη σκηνή που μύριζε φαινόλη, αίμα κι ιδρώτα, αφαίρεσα το χαμηλότερο τμήμα κείνου του κορμού, από τη μέση και κάτω.

 

     Ένας καγχασμός διαποτισμένος με δυσπιστία ξέφυγε από τα χείλη του Ντάνφορθ.  -"Αδύνατον!" φώναξε, μα ήτανε προφανές ότι η διαμαρτυρία του ήταν ειλικρινής μόνο κατά το ήμισυ. Δεν υπήρχε ούτ' ένα μέλος της συντροφιάς που καθότανε γύρω απ' το τζάκι σε κείνη την ήσυχη αίθουσα που να μη πίστευε την ιστορία που αφηγιόταν ο Τόμπιν. Όσο για τον ίδιο τον Τόμπιν, δε φαινόταν ν' αντιλαμβάνεται τις αντιδράσεις των ακροατών του. Ξαναζούσε τα γεγονότα που περιέγραφε, με το πρόσωπο του να γυαλίζει απ' τον ιδρώτα και τα χέρια του να τρέμουν σα να ψηνόταν στον πυρετό.

     Η Πωλέτ επέζησε. Οι τεχνικές που χρησιμοποίησα δεν έχουνε σχέση μ' αυτή την ιστορία, αλλά θα σας πω τα ουσιώδη. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης αφαίρεσα μέρος των περιεχομένων της κάτω κοιλιακής χώρας, ενώ τοποθέτησα έν άλλο μέρος σε διαφορετική θέση και κατασκεύασα μια νέα έξοδο για τα ούρα και τα περιττώματα. Στη συνέχεια αφαίρεσα τη λεκάνη και το υπογάστριο, έκοψα ένα παχύ στρώμα μυών κάτω από τα πλευρά, έφερα μπροστά τον ιστό που περίσσευε από το κάτω μέρος της πλάτης κι έραψα όλες τις τομές. Τώρα πια η Πωλέτ ήταν ένα κεφάλι κολλημένο σε θώρακα -τίποτα παραπάνω. Βρισκόταν στα όρια της λιποθυμίας από το αιμορραγικό σοκ. Μετά βίας βρήκε τη δύναμη να χαμογελάσει αδύναμα στο κοινό προτού πέσει η αυλαία και τότε τη πήγα αμέσως στον ειδικό μετεγχειρητικό χώρο που 'χαμε διαμορφώσει στο καμαρίνι της. Στο τέλος της παράστασης, οι θεατές δε τη χειροκρότησαν ούτε την επευφήμησαν, όπως είχανε κάνει σ' όλες τις προηγούμενες. Καθ' όλη τη διάρκεια της επέμβασης επικρατούσε απλώς μια σαστιμάρα και μια αρρωστημένη σιωπή, ενώ στο τέλος οι όποιες αντιδράσεις ήταν μάλλον σπασμωδικές κι αμέθοδες. Ίσως, εντέλει, να το 'χε παρακάνει. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες, μήνες στην ουσία, κατά τους οποίους άντλησε κάθε απόθεμα δύναμης που 'χεν ο εξασθενημένος οργανισμός της κι ευτυχώς ανάρρωσε. Ύστερα απ' όλα όσα είχα ζήσει, η έκδηλη ευχαρίστηση που της προκαλούσε η φρικτή κατάσταση της διέθετε ακόμα την ικανότητα να με σοκάρει.

     Ετοίμασα μιαν εργασία για τη ρηξικέλευθη επέμβαση που είχα διεξαγάγει, φροντίζοντας να τη παρουσιάσω ως ένα θεωρητικό ενδεχόμενο και μόνο, με την υποσημείωση ότι θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο στη περίπτωση κάποιου τραυματισμού στη πυελική χώρα που ειδάλλως θ' απέβαινε μοιραίος. Η δημοσίευση της προκάλεσε την ίδια αντίδραση με κείνη των εδώ παρόντων συναδέλφων μου και για ένα διάστημα έγινα αποδέκτης σκωπτικών σχολίων από τους συναδέλφους μου στην Αγία Βερονίκη, ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του νοσοκομείου μου συνέστησε να επικεντρωθώ σε λιγότερο 'προχωρημένες' ακαδημαϊκές εργασίες. Όμως η επιτυχία της ριζοσπαστικής μου επέμβασης μ' είχεν οπλίσει με θάρρος κι αφού πλέον ήμουν ολοκληρωτικά ταγμένος στον αποτρόπαιο μας σκοπό, ο νους μου άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να πάμε τη διαδικασία ένα στάδιο πιο πέρα.

     Για ένα διάστημα η Πωλέτ φαινόταν αρκετά ευχαριστημένη με τη τότε κατάσταση της, αλλά μετά η εμμονή της τη κυρίεψε εκ νέου. Όταν μια μέρα την είδα να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, της έθεσα διερευνητικά το θέμα που με απασχολούσεν αρκετό καιρό. Είχα συνειδητοποιήσει ότι λόγω της μείωσης του όγκου του σώματος της και της συνακόλουθης ανάγκης για λιγότερο οξυγονωμένο αίμα, πλέον η χωρητικότητα των πνευμόνων της ήταν πολύ μεγαλύτερη από την απαιτούμενη. Είχα προσφάτως διαβάσει μια εργασία του εξέχοντος γερμανού ιατρού Φον Στέρνμπαχ, που περιλαμβανότανε κι ένας συγκριτικός πίνακας πνευμονικής χωρητικότητας ανάλογα με το σωματικό ύψος και βάρος. Χρησιμοποιώντας του υπολογισμούς του, είχα συμπεράνει ότι μπορούσα ν' αφαιρέσω τουλάχιστον έναν από τους πνεύμονες της, αν όχι και το μισό του δευτέρου, χωρίς να βλάψω την ομαλή αναπνευστική της λειτουργία. Αν γινόταν αυτό, θα προέκυπτε ένας σεβαστός κενός χώρος στη θωρακική κοιλότητα. Σκεφτόμουνα, λοιπόν, μήπως ήτανε δυνατό να επανατοποθετήσω σε κείνο το χώρο τα όργανα που ήταν απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση της, καθιστώντας έτσι περιττό το κάτω τμήμα του θώρακα».

 -"Μα, αυτό είναι τρέλα", είπεν ο Ντάνφορθ. "Μια τέτοια επέμβαση ξεφεύγει ακόμα κι απ' τη σφαίρα του φανταστικού"!

 -"Έτσι πίστευα κι εγώ στα βάθη της καρδιάς μου".

     Εν μέρει, περίμενα πως η Πωλέτ θα γελούσε και θα συμφωνούσε πως η ιδέα ήταν ανέφικτη. Στο κάτω-κάτω της γραφής, η εμμονή της δεν έφτανε μέχρι το σημείο να τη κάνει να επιθυμεί να πεθάνει. Όμως ενώ της μιλούσα, τα μάτια της έλαμπαν και κατάλαβα ότι της είχα εξάψει το ενδιαφέρον. Πέρασαν αρκετοί μήνες κατά τους οποίους έλεγξα κι επανέλεγξα τις σημειώσεις μου. Μεταφέραμε τον εξοπλισμό του Τζούμπιλυ στο σπίτι και μετατρέψαμε ένα κενό δωμάτιο σε χειρουργείο. Δε θα υπήρχε κοινό. Η επέμβαση αυτή ήτανε κάτι προσωπικό για κείνη. Μα και για μένα επίσης.

     Κι όταν ήρθε η μέρα, δε δειλιάσαμε. Γι' άλλη μια φορά, η φρίκη που κανονικά θα 'πρεπε να νιώσω κατά τη διεξαγωγή μιας τόσο αποτρόπαιας επέμβασης επισκιάστηκε ολοκληρωτικά από την ένταση της αυτοσυγκέντρωσης μου όσην ώρα εργαζόμουν αδιαλείπτως σε κείνο το αυτοσχέδιο χειρουργείο, σαν δεύτερος Δρ. Φρανκενστάιν κι επινοούσα νέες χειρουργικές τεχνικές κάθε φορά που η εφαρμογή των παλαιών δε θα 'φερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεσμώτης μιας άλογης χειρουργικής φρενίτιδας, μεθυσμένος από 'να πρωτόγνωρο επιστημονικό ζήλο. Το τίμημα που πλήρωσε το σώμα της Πωλέτ ήταν ανατριχιαστικό: αφαίρεσα τρία τέταρτα του ήπατος, ένα νεφρό, μέγα μέρος των εντέρων και του στομάχου, ενάμιση πνεύμονα, τη σπλήνα... Τα εναπομείναντα όργανα τα στρίμωξα στο χώρο που 'χε μείνει κενός στη θωρακική κοιλότητα μετά την αφαίρεση των πνευμόνων.

     Αυτή τη φορά, ούτε καν τα τεράστια αποθέματα της χαλύβδινης θέλησης της δεν αρκούσαν από μόνα τους για να ξεπεράσει το σοκ της επέμβασης. Χρειάστηκε όλη μου η δεξιότητα για να τη περιθάλψω και να τη βοηθήσω να αντέξει ό,τι ακολούθησε: τους μήνες της ακροβασίας μεταξύ ζωής και θανάτου, τις αμέτρητες μεταγγίσεις, τις προσωρινές ανεπάρκειες των οργάνων της καθώς οι ζωτικές της λειτουργίες προσαρμόζονταν σε νέους ρυθμούς, τη δυσκολία στην αναπνοή καθώς οι μεσοπλεύριοι μύες αναλάμβαναν να παίξουν το ρόλο του αφαιρεθέντος διαφράγματος στην αναπνευστική λειτουργία. Δήλωσα προσωπικό κώλυμα και πήρα μεγάλη άδεια από το νοσοκομείο κι έτσι της αφιέρωσα όλο μου το χρόνο. Εντέλει, διέφυγε τον κίνδυνο. Μια μέρα ξύπνησα ύστερα από 'ναν υπνάκο που 'χα ξεκλέψει εξουθενωμένος δίπλα στο κρεβάτι της και την είδα να με κοιτά. Είχεν ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της και καθώς φαινόταν, είχε μπει στο τελευταίο στάδιο της ανάρρωσής της. Δε μίλησε, μα γω ήξερα τί ήθελε. Τράβηξα τα σκεπάσματα. Η Πωλέτ έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω και κοίταξε τον εαυτό της. Πλέον, έμοιαζε με προτομή της κλασικής αρχαιότητας. Το σώμα της τελείωνε σ' ομαλή καμπύλη κάτω από τα στήθη της, με το χαμηλότερο του σημείο μόλις πέντε εκατοστά από κει που θα 'πρεπε να 'ταν η βάση του στέρνου. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από το σοκ και τη θεσπέσια φρίκη. Έπειτα μου χαμογέλασε και τη πήρε ο ύπνος.

     Όταν ολοκληρώθηκε η ανάρρωση της, δεν ήθελε να κρύψει τη κατάσταση της με κανένα τρόπο κι απολάμβανε το τρομολαγνικό ενδιαφέρον που ξυπνούσε το σώμα της σ' όσους περίεργους τη βλέπαν. Εγώ πάλι, όχι. Κάτι είχεν αρχίσει ν' αλλάζει μέσα μου. Την αγαπούσα ακόμα όπως ανέκαθεν, αλλά κείνα τ' αρχικά συναισθήματα φρίκης που 'χα νιώσει όταν τη πρωτόδα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Μαζί τους είχεν έρθει και μια ολοένα κι εντονότερη αίσθηση ενοχής για το σακάτεμα της, αλλά υπεράσπισα τον εαυτό μου με τη πεποίθηση πως αν δεν το 'χα κάνει εγώ, θα 'χε βρει κάποιον άλλο στη θέση μου- τόσον αναπότρεπτη και προδιαγεγραμμένη ήταν από την αρχή κιόλας η πορεία της.
     Σιγά-σιγά η σχέση μας έχασε την αρχική της ένταση, δίχως αυτό να επηρεάσει τη θερμότατη φιλία μας και πιστεύω ότι ξέραμε κι οι δυο μας πως κάποια στιγμή θα χωρίζαμε. Θα πρέπει να 'τανε το καταλάγιασμα του πάθους μας που, εντέλει, μου επέτρεψε να κάνω ό,τι έκανα κείνο τον τελευταίο χρόνο. Σίγουρα, κανείς λογικός άνθρωπος ούτε καν θα διανοούνταν να κάνει αυτό που 'κανα σε κάποιον άλλο, αν τον αγαπούσε όσο αγαπούσα εγώ τη Πωλέτ πριν αρχίσουμε ν' απομακρυνόμαστε. Για ένα διάστημα πίστευα πως η εμμονή της Πωλέτ είχε πια ικανοποιηθεί. Από το σώμα της είχεν απομείνει το ελάχιστο δυνατό που απαιτούνταν για τη συνεχιζόμενη επιβίωση της. Δεν είχε, κυριολεκτικά, τίποτα άλλο ν' αφαιρέσει. Ή αυτό τουλάχιστον πίστευα.

     Πέρασε πολύς καιρός, ένα διάστημα φαινομενικής ικανοποίησης, μα ήρθε μια μέρα που η Πωλέτ, σα κεραυνός εν αιθρία, με ρώτησε:
 -"Μια χαρά ζούνε κι οι τυφλοί, έτσι δεν είναι";
     Ένα σκοτεινό προαίσθημα άδραξε την ψυχή μου. Ήξερα πως η Πωλέτ ήτανε και πάλι αιχμάλωτη της παλιάς της εμμονής. Προσπάθησα να τη μεταπείσω, μα από τη στιγμή που η ιδέα είχε τρυπώσει στο μυαλό της, ήταν ακλόνητη. Κωλυσιέργησα ένα διάστημα, προσπαθώντας να την ικανοποιήσω με συγκριτικά μικρές επεμβάσεις. Αφαίρεσα τα στήθη της. Αφαίρεσα το εξωτερικό μέρος των αφτιών της -μπορούσε ακόμα ν' ακούει, μα συγκεχυμένα και δίχως αντίληψη της κατεύθυνσης απ' όπου προερχόταν ο ήχος. Όμως τώρα που 'χαμε ξεκινήσει, δε μπορούσε να σταματήσει κι ο ιός του νοσηρού της ενθουσιασμού με προσέβαλε εκ νέου. Κυριεύθηκα πάλι από κείνο τ' άλογο πνεύμα ανενδοίαστης επιστημονικής έρευνας. Πιστεύω πως είχα κυριολεκτικά παραφρονήσει κείνο τον καιρό, γιατί κλείστηκα με τη Πωλέτ στο μακάβριο χειρουργείο μας και διεξήγαγα μια σειρά από αδιανόητες, αποτρόπαιες επεμβάσεις.

     Ένα προς ένα όλα τα χαρακτηριστικά κείνου του προσώπου που 'χα αγαπήσει κριθήκανε περιττά από τη κάτοχό τους κι αφαιρέθηκαν. Είχα ήδη αφαιρέσει τ' αφτιά της. Ακολούθησε η μύτη, ύστερα το δεξί της μάτι και στη συνέχεια το αριστερό. Σε κάθε μία απ' αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποίησα μοσχεύματα από το πρόσωπο της για να καλύψω τις κόγχες κι έτσι στο σημείο κάθε εκτομής υπήρχε πλέον ένα κομμάτι δέρμα περιγεγραμμένο από αχνές ουλές. Η χειρότερη εγχείρηση ήταν η αφαίρεση της γλώσσας και των φωνητικών χορδών της. Ποτέ ξανά δε θ' άκουγα κείνη τη χαμηλή, βραχνή φωνή. Κι όμως, συνεχίσαμε. Πλέον η Πωλέτ επικοινωνούσε μόνο με μηνύματα, που ορνιθοσκάλιζε με μεγάλη προσπάθεια κρατώντας το μολύβι με τα δόντια. Αποφάσισε ότι θα μπορούσε να επικοινωνεί εξίσου καλά με νεύματα ή με κινήσεις του κεφαλιού της που θα υποδήλωναν "ναι" ή "όχι". Αφού δε μπορούσε πλέον να μιλήσει, τί σκοπό εξυπηρετούσαν οι γνάθοι και τα δόντια της; Θα μπορούσε να λαμβάνει τη τροφή της από 'να σωληνάκι που θα περνούσε από μια τρύπα στον τράχηλο της και θα κατέληγε στον οισοφάγο. Έτσι, αφαίρεσα την άνω και τη κάτω γνάθο, κάλυψα τα τραύματα με μοσχεύματα που πήρα από το πρόσωπο και το λαιμό της, φροντίζοντας ν' αφήσω άνοιγμα στο φάρυγγα κι έν άλλο στη τραχεία, για να μπορεί ν' αναπνέει. Η Πωλέτ ήτανε πλέον τυφλή, βωβή, δίχως πρόσωπο κι άκρα -στην ουσία, δίχως σώμα.

     Η τελευταία επέμβαση ήταν δική μου ιδέα κι η φρίκη της θα με κατατρύχει μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω. Έθεσα την ιδέα μου στη Πωλέτ και το απρόσωπο κεφάλι της μου 'γνεψε πως συμφωνούσε. Αυτή θα 'ταν η τελική επέμβαση, η τελευταία δυνατή αφαίρεση. Τη μέρα της επέμβασης τη μετέφερα στο χειρουργείο. Όλα ήταν έτοιμα. Έκοψα ό,τι είχε απομείνει από το πρόσωπο της κι αφαίρεσα το κάτω τμήμα του κρανίου της, από τις οφθαλμικές κόγχες και κάτω, κι έτσι το μόνο που απέμεινε ήταν η εγκεφαλική κάψα. Με ιδιαίτερη προσοχή, αφαίρεσα και τους επτά αυχενικούς σπονδύλους, φροντίζοντας να παραμείνουν άθικτα τα κύρια αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου κι η σκληρά μήνιγξ. Στη συνέχεια κατέβασα το κρανίο στον κενό χώρο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, διατηρώντας αλώβητο το νωτιαίο μυελό. Ήταν επέμβαση ασύλληπτης λεπτότητας και πολυπλοκότητας. Η Πωλέτ είχε πάψει πλέον να 'ναι άνθρωπος για μένα κι είχε μεταστοιχειωθεί σ' αντικείμενο τεράστιου επιστημονικού ενδιαφέροντος και πειραματισμού. Αφού τοποθέτησα στέρεα το κρανίο, το κάλυψα μ' ένα μεγάλο κρημνό δέρματος και μυών, που πήρα από το άνω μέρος της πλάτης και τον αυχένα και το 'ραψα σφιχτά κατά μήκος των κλείδων, χωρίς βέβαια να κλείσω τις τρύπες από τις οποίες ανέπνεε και τρεφόταν.

     Η καρδιά της χτυπούσε ακόμα. Ήτανε ζωντανή! Έκανα δυο βήματα πίσω κι επιθεώρησα το έργο μου. Η Πωλέτ ήταν ένα μικρό σάρκινο παραλληλεπίπεδο δίχως εξωτερικά χαρακτηριστικά, με διαστάσεις περίπου σαράντα επί σαράντα επί είκοσι εκατοστά!

     'Αφησα να περάσουν μερικές μέρες για ν' αναρρώσει από το σοκ της επέμβασης, μέρες κατά τις οποίες δεν έκλεισα μάτι και την είχα υπό διαρκή παρακολούθηση κι ένα πρωί άρχισα να χτυπώ το δάχτυλο μου ρυθμικά στο στέρνο της, όπως είχαμε συμφωνήσει. Φανταστείτε τα συναισθήματα μου όταν μια σειρά σιγανοί συριγμοί βγήκαν από την αυτοσχέδια αναπνευστική οδό της, ένας χαιρετισμός και ταυτόχρονα μια ερώτηση:
 -"Πέτυχε";
     Γελώντας σα παράφρων, διέτρεξα με τα δάχτυλα μου όλη την επιφάνεια του σώματός της, για να της δώσω μια γενική ιδέα του τελικού του σχήματος. Η αντίδραση της ήταν η επιτάχυνση της αναπνοής της, μια σειρά νέων συριγμών από την τραχειοτομή της και φανέρωνε την αγαλλίαση της καθώς η Πωλέτ συνειδητοποίησε πως είχεν επιτέλους πραγματοποιήσει την υπέρτατη φιλοδοξία της!

     Εντέλει, όμως, η επίτευξη αυτού του στόχου της έδωσε τη χαριστική βολή. Θα 'λεγε κανείς ότι το μοναδικό πράγμα που της έδινε τη δύναμη να ξεπεράσει όλους εκείνους τους σοβαρούς τραυματισμούς ήταν η γνώση ότι είχε να υποστεί κι άλλα, να ξεπεράσει κι άλλα. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πλέον κάνει όλα όσα θα μπορούσε να κάνει, τη κατέβαλε αβάσταχτη εξάντληση κι η δύναμη της θέλησής της άρχισε να εξασθενεί. Έζησε, όσο ευτυχισμένη μπορούσε, για περίπου έξι μήνες προτού να σβήσει· ο θάνατος της δε πιστεύω πως επήλθε εξαιτίας της κατάστασής της, αλλ' εξαιτίας της πλήξης που τη τυραννούσε. Ένα πρωί τη χαιρέτησα μ' έν απαλό χάδι κι ανακάλυψα ότι το δέρμα της ήτανε κρύο. Η καρδιά της είχε σταματήσει κι απ' όσο μπορούσα να δω δεν ανέπνεε. Ήταν νεκρή.

     Αμέσως μετά το θάνατο της ένιωσα σα να μην είχαν υπάρξει ποτέ οι μήνες και τα χρόνια της σχέσης μας. Τα δεσμά μου πέσαν από πάνω μου, λες κι η εμμονή μου είχε πεθάνει μαζί με τη δική της. Ξαφνικά αισθανόμουν πολύ λογικός και συνειδητοποίησα το αληθινό μέγεθος όλων όσων είχα κάνει, όλων των συνεπειών των πράξεων μου κείνα τα χρόνια. Βασανιζόμουν από τόσο δυνατά συναισθήματα ντροπής κι ενοχής που λαχταρούσα το θάνατο. Σιγά-σιγά, μάζεψα τα κομμάτια της ζωής μου κι ανέκτησα επαφή με τις παλιές μου συνήθειες, μα ήμουνα κι είμαι ακόμα, στοιχειωμένος από κείνα τα χρόνια και θα 'μαι μέχρι τη μέρα που θα σβήσω. Το μοναδικό πράγμα που μου 'δινε λίγα ψίχουλα παρηγοριάς, κάποιο λόγο για να συνεχίσω να υπάρχω, ήταν η πίστη μου ότι κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε ποτέ να ξανασυμβεί, ότι η Πωλέτ ήταν ο μόνος άνθρωπος που ταλανιζόταν από αυτή τη τρομερή εμμονή, μα κι ότι το φριχτό μυστικό που 'χαμε μοιραστεί θα πέθαινε κι αυτό μαζί με μένα. Το τελευταίο, βεβαίως, δεν ισχύει πλέον. Όμως είχα ανάγκη να μιλήσω, να μοιραστώ αυτό το φριχτό μυστικό με άλλους... Συγχωρέστε με».

 

     Το τέλος της απίστευτης ιστορίας του Τόμπιν ακολούθησαν αρκετά λεπτά σιωπής. Ήτανε σαν να μην υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Όσα είχαν ακούσει τα μέλη της συντροφιάς ήταν τόσο παράξενα, τόσο φοβερά, που σχεδόν υπερέβαιναν τις δυνατότητες της γλώσσας να τα περιγράψει και να τα σχολιάσει. Ο Τόμπιν καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο, μια ενσάρκωση της δυστυχίας. Κάποια στιγμή ο Ντάνφορθ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, και μίλησε.

 -"Κύριε", είπε, "ή είσαστε ο μεγαλύτερος ψεύτης που 'ζησε ποτέ ή γνωρίσατε και βιώσατε μια πτυχή της ανθρώπινης φύσης που δε θα 'πρεπε ποτέ να υπάρχει ή να σχολιάζεται ανενδοίαστα. Αν και δεν μπορώ να σας συγχωρήσω για τις πράξεις σας, τις οποίες δεν αποδίδω σε λογικό άνθρωπο, τουλάχιστον κατανοώ το μαρτύριο σας. Μείνετε ήσυχος ότι εκφράζω τη γνώμη και των υπολοίπων μελών της συντροφιάς μας όταν σας λέω πως ό,τι μας είπατε δε θα βγει από τούτη την αίθουσα. Έχω όμως ένα ερώτημα. Μου είπατε στην αρχή ότι η ικανότητα ενός ατόμου να επιβιώνει σε ασύλληπτα αντίξοες συνθήκες μπορεί να λειτουργεί στο συνειδητό επίπεδο, πως η χρήση της ίσως να επιδιώκεται και ν' απολαμβάνεται από το άτομο αυτό - κι αν όσα μας είπατε είναι αλήθεια, το πιστεύω. Όμως είπατε επίσης ότι η ικανότητα αυτή μπορεί να κληροδοτηθεί ή να διδαχθεί. Πώς θεμελιώνετε τούτη σας την πεποίθηση; Έχετε ήδη ισχυρισθεί ότι μοναδική σας παρηγοριά είναι η πίστη σας ότι η Πωλέτ ήταν μια παρέκκλιση της φύσης, ένα άτομο δίχως όμοιο του..."

 -"Είπα πως ήταν η μόνη μου παρηγοριά", είπεν ο Τόμπιν. "Σκόπιμα χρησιμοποίησα παρελθοντικό χρόνο. Γιατί τώρα έχουμε φτάσει, ίσως στο πιο διαταρακτικό κι οδυνηρό μέρος της σκοτεινής ιστορίας μου και συνάμα στην αιτία της μακράς αυτοεξορίας μου".

     Αρκετά χρόνια μετά, η μοίρα με οδήγησε και πάλι στο Ιστ Εντ του Λονδίνου. Τα γεγονότα του παρελθόντος είχανε ξεθωριάσει αρκετά κι αισθανόμουν ότι μπορούσα να επισκεφτώ τα παλιά μου λημέρια χωρίς ν' αναστατωθώ πολύ. Δε σκόπευα να πάω στο Τζούμπιλυ -μάλιστα, υποπτευόμουν ότι μάλλον θα 'χε κλείσει, καθότι η ζωή των μιούζικ-χολ εκείνων των ημερών ήταν εφήμερη- μα κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο θα πρέπει να με οδήγησε σε κείνη τη διασταύρωση. Είδα μπροστά μου κείνη τη παμπ, τον πρώτο κρίκο κείνης της μακράς αλυσίδας γεγονότων. Είχα τη διάθεση να θάψω τα φαντάσματα του παρελθόντος κι έτσι, παρότι αισθανόμουνα κάποια νευρικότητα, άνοιξα τη πόρτα και μπήκα. Το μέρος ήτανε γεμάτο κόσμο που διασκέδαζε. Η δύναμη μιας ξεχασμένης συνήθειας μ' έκανε να κοιτάξω προς εκείνη τη γωνία που συνήθως καθόταν η Πωλέτ, αν και γνώριζα πολύ καλά ότι δε θα 'ταν εκεί.

     Φανταστείτε, αν μπορείτε, το σοκ που 'νιωσα όταν είδα κείνη τη γνώριμη μορφή να κάθεται με τη πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου κι εκείνο το ίδιο, πολυκαιρισμένο παρντεσού ριγμένο στους ώμους της, κάτω από τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της. Σάστισα. Ένα ρίγος ανείπωτου τρόμου με διαπέρασε, και λίγο έλειψε να λιποθυμήσω. Νόμισα πως είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά μου. Χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιώ τι κάνω, διέσχισα την αίθουσα της παμπ κι άγγιξα τον ώμο κείνης της μορφής, έναν ώμο ολάκερο κι ακέριο, από τον οποίο ξεκινούσε ένα μπράτσο. Είπα το όνομα της.

 -"Πωλέτ";

     Το έκπληκτο πρόσωπο της γύρισε προς το μέρος μου. Βέβαια δεν ήταν εκείνη. Ήταν μια άλλη γυναίκα, νεότερη. Υπήρχεν όμως, κάποια ομοιότητα, ορισμένα χαρακτηριστικά που μου φέρανε στο νου το πρόσωπο της Πωλέτ. Μες στη σύγχυση μου, ψέλλισα μια συγγνώμη για το λάθος μου κι έκανα μεταβολή για ν' απομακρυνθώ, αφάνταστα ντροπιασμένος. Μα κείνη με φώναξε.

 -"Κύριε Τόμπιν"; Γύρισα. "Δε με γνωρίζετε, βέβαια", μου είπε, "αλλά γνωρίζατε τη μητέρα μου. Σας αναγνώρισα από τις φωτογραφίες που μου 'δειχνε". Κεραυνοβολήθηκα. Αυτή θα πρέπει να 'ταν η κόρη της Πωλέτ, η Σούζαν, στην οποία η Πωλέτ είχε κάνει μόνο μία, σύντομη αναφορά πριν από χρόνια. Γι' αυτό μου φαινότανε τόσο γνώριμο το πρόσωπο της. Μα αν με 'χεν αναγνωρίσει από τις φωτογραφίες, τότε...

 -"Είχες δει τη μητέρα σου;" τη ρώτησα με τη φωνή μου να τρέμει ανεξέλεγκτα· όλες εκείνες οι αναμνήσεις που είχα κρύψει για χρόνια στα βάθη του νου μου ξεχύθηκαν σαν τα νερά ενός ποταμού. "Πριν...;" Η Σούζαν κούνησε το κεφάλι της, χαμογελώντας με τέτοιο παράξενο τρόπο που άρχισα να φοβάμαι. Ήξερε! Δε χωρούσε αμφιβολία, ήξερε! Μύριες ερωτήσεις, δικαιολογίες κι εξηγήσεις σφυροκοπούσανε το νου μου, αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα, γιατί είχα ήδη δει πώς με κοιτούσαν όσοι κάθονταν στο τραπέζι της. Νομίζω πως απλώς μουρμούρισα κάποια κοινοτοπία. Δε θυμάμαι και πολλά απ' όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, γιατί ήμουν αρκετά άρρωστος για πολύ καιρό μετά την άτακτη φυγή μου από εκείνη την παμπ. Ξέρετε...τα νεύρα μου. Σκόπιμα χρησιμοποίησα τις λέξεις "άτακτη φυγή", γιατί αυτό που συνέβη στη συνέχεια μ' έκανε να φύγω τρέχοντας σαν να 'ταν ο ίδιος ο Διάβολος στο κατόπι μου. Μες στη παραζάλη μου, την άκουσα να μιλάει.

 -"Θέλετε να καθίσετε μαζί μας, κύριε Τόμπιν; Ξέρω ότι σας συνέδεε πολύ στενή σχέση με τη μητέρα μου στα τελευταία χρόνια της ζωής της". Κάθισα. "Να σας ρωτήσω κάτι", συνέχισε και γέλασε λιγάκι. "Α, ξέρω ότι δεν αρμόζει σε κυρίες, αλλά μήπως έχετε φωτιά";

 -"Βεβαίως", είπα κι αφού έψαξα στη τσέπη μου για τον αναπτήρα, της τον έδωσα. Αυτό που 'δα τότε αποτυπώθηκε στο μυαλό μου για πάντα, σα πυρωμένη σφραγίδα.

 

     Ο Ντάνφορθ έγειρε μπροστά.
 -"Τί είδατε;» ψιθύρισε.
     Ο Τόμπιν τονε κοίταξε στα μάτια.
 -"Το τσιγάρο που 'φερε στο στόμα της για να το ανάψει ήτανε πιασμένο σε μια μικρή θηλιά στην οποία κατέληγε ένα μακρύ, χοντρό κομμάτι σύρμα που 'ξείχε από τη μανσέτα του μανικιού της. Χέρι δεν υπήρχε. Και τ' άλλο της χέρι, κείνο που σήκωσε για να σταθεροποιήσει το τρεμάμενο χέρι μου, τελείωνε στο ύψος του καρπού, σ' ένα φρεσκομπανταρισμένο κολόβωμα"!

--------------------------------------------------------------------------------------------
J. P. Dixon
"The Surgeon's Tale" (1988)
Μετ. Βασίλης Μπαμπούρης

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers