ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÂçëáñÜò ÉùÜííçò: ¸íáò Áíäñåßïò ËïãïôÝ÷íçò

                                         Βιογραφικü

    Ο ΓιÜννης ΒηλαρÜς Þτανε λυρικüς, σατιρικüς ποιητÞς και πεζογρÜφος, με σημαντικÞ συνεισφορÜ στο γλωσσικü ζÞτημα. Ασκοýσε το επÜγγελμα του γιατροý. ΓεννÞθηκε στα Κýθηρα, το 1771, αλλÜ μεγÜλωσε και σποýδασε στα ΙωÜννινα, πατρßδα του πατÝρα του. ΔιδÜχτηκε λατινικÜ, ιταλικÜ, γαλλικÜ και στοιχειþδη μαθηματικÜ. Ο πατÝρας του Þταν επιφανÞς γιατρüς στη περιοχÞ. Ο ßδιος σποýδασε απü το 1789 ιατρικÞ στην Ιταλßα, συγκεκριμÝνα στη ΠÜδοβα üπου πÞρε και το πτυχßο του και στη Μπολþνια. Με την επιστροφÞ του στην ηπειρωτικÞ πρωτεýουσα διορßστηκε ως προσωπικüς γιατρüς του ΒελÞ πασÜ, γιου του ΑλÞ ΠασÜ, τον οποßο ακολοýθησε στην Πελοπüννησο και στην Θεσσαλßα, του χαρεμιοý του αλλÜ και του ιδßου του ΑλÞ ΠασÜ. ΜÜλιστα κατÜφερε να κερδßσει την εýνοια του Αλβανοý πασÜ ενþ για να τον τιμÞσει του αφιÝρωσε τιμητικü επßγραμμα. Σýμφωνα με τον μαρξιστÞ ιστορικü ΓιÜννη ΚορδÜτο, η εκτßμηση και ο θαυμασμüς του ΒηλαρÜ προς τον ΑλÞ δεν πÞγαζε απü κολακεßα αλλÜ απü θαυμασμü προς τον φιλοπρüοδο και φωτισμÝνο κυβερνÞτη.



     Ο ΒηλαρÜς διατηροýσε επικοινωνßα με σημαντικοýς πνευματικοýς παρÜγοντες των Ιωαννßνων, üπως ο ΑθανÜσιος Ψαλßδας, αλλÜ και του τüτε ελληνικοý κüσμου. ΠαρÜλληλα υπÞρξε προοδευτικüς στις απüψεις του κι ορθολογιστÞς (επηρεασμÝνος απü τον ευρωπαúκü Διαφωτισμü). ΜετÜ την πολιορκßα των Ιωαννßνων, απü τα τοýρκικα στρατεýματα, ο ΒηλαρÜς εγκατÝλειψε τον ΑλÞ ΠασÜ για να εγκατασταθεß στο χωριü ΤσεπÝλοβο του Ζαγορßου. Εκεß πÝθανε, ýστερα απü τρßα χρüνια 1823, αφÞνοντας σε Üσχημη οικονομικÞ κατÜσταση τη σýζυγü του και τους 2 γιους του. Το μοναδικü του ποßημα που σχετßζεται με την οικογÝνειÜ του κι Ýχει διασωθεß, εßναι Ýνα τρυφερü πατρικü γρÜμμα προς Ýναν απü τους γιοýς του. Απü τα πιο Üμεσα κι ωραßα Ýργα του ποιητÞ.
     ¹ταν απü τους πρþτους ποιητÝς της νεοελληνικÞς ιστορßας και θεμελßωσε τις βÜσεις της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. ΥποστÞριζε τον δημοτικισμü αλλÜ και τον πατριωτισμü χωρßς συμβιβασμοýς (αφοý χρησιμοποιοýσε τη δημοτικÞ κι üχι τη κοινÞ ελληνικÞ) κι επßσης εναντιωνüταν στην ιστορικÞ ορθογραφßα (τüνοι, πνεýματα κι ομüηχα φωνÞεντα). ¸γραφε στßχους με πολý μεγÜλη ευκολßα κι αγωνιζüταν για την αναγÝννηση του ελληνικοý Ýθνους με üλες του τις δυνÜμεις. Το πιο γνωστü του Ýργο, Ρομεηκη γλοσα [sic], το οποßο αφιÝρωσε στον προσωπικü του φßλο ΑθανÜσιο Ψαλßδα, τυπþθηκε στην ΚÝρκυρα το 1814, μÝσα στο οποßο εßναι διατυπωμÝνες οι γλωσσικÝς και ορθογραφικÝς του πεποιθÞσεις οι οποßες Þταν πολý ριζοσπαστικÝς üχι μüνο για την εποχÞ εκεßνη αλλÜ και σÞμερα αφοý κατÜργησε την ιστορικÞ ορθογραφßα και πρüτεινε την φωνητικÞ ορθογραφßα, και τις οποßες εφÜρμοσε σε μερικÜ ποιÞματα αλλÜ και σε δυο μεταφρÜσεις κλασικþν Ýργων. Η γραμματικÞ του αναπτυσσüταν σε χþρο δυο σελßδων. Επßσης Ýγραφε διδακτικÜ κεßμενα,επιστολÝς,γλωσσικÜ δοκßμια και Üλλες διατριβÝς ενþ μετÝφρασε κεßμενα στην δημοτικÞ γλþσσα.

   "Το 1814 στη ΚÝρκυρα (3 χρüνια μετÜ τα ΛυρικÜ) δημοσßευσε Ýνα περßεργο βιβλιαρÜκι. Η ρομεηκη γλοσα, γραμμÝνο ολüκληρο σ’ Ýνα σýστημα ορθογραφßας επαναστατικü, σχεδüν φωνητικü και χωρßς, φυσικÜ, τüνους και πνεýματα. Το σýστημα και τη χρησιμüτητÜ του τα εξηγεß σε μια εισαγωγικÞ μικρÞ ορμÞνεια· κι ýστερα, σαν δεßγματα μÜλλον της ρωμαßικης γλþσσας στη ποßηση και στη πεζογραφßα, δημοσιεýει 4 πρωτüτυπα ποιÞματα και μεταφρÜσεις απü τους, ΑνακρÝοντα, ΠλÜτωνα και Θουκυδßδη. ¼λα τα ποιÞματÜ του θα δημοσιευτοýν μετÜ το θÜνατü του, το 1827 στη ΚÝρκυρα. Το κλßμα εßναι κι εδþ το ßδιο üπως και στο Χριστüπουλο· ο ßδιος κüσμος των κλασικιστικþν αλληγοριþν, η ßδια ανÜλαφρη, παιγνιδιÜρικη διÜθεση. Ο ΒηλαρÜς üμως εßναι πιο γνÞσια αρκαδικüς: η Χλüη, η Φýλλις, ο Θýρσις, η ΔÜφνη ξανÜρχονται συχνÜ στους στßχους του, η αρκαδικÞ διÜθεση εßναι εδþ γνησιüτερη και περισσüτερο αφομοιωμÝνη".
Λßνος Πολßτης: Ιστορßα Της ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας

   "¼μως, πÝρα απü τη Ρομεηκη γλοσα, η γλωσσικÞ εκδοχÞ του ΒηλαρÜ αναπτýσσεται κατÜ κýριο λüγο, Þδη απü τα 1812, σε μια σειρÜ επιστολþν του που üσο κι αν διαδßδονται χειρüγραφες πÜντως μÝνουν ιδιωτικÝς. Ακüμη, 2 διηγÞματÜ του, Ο Λογιþτατος Þ ο Κολοκυθοýλης και Ο λογιþτατος ταξιδιþτης, που προορßζονταν να συνεκδοθοýν με τις επιστολÝς του στη Γραφη Ρομεου, αν και κεντρικü του θÝμα Ýχουν το γλωσσικü, καθüλου δεν προÜγουν την üλη θεωρßα του. Ιδιαßτερο ενδιαφÝρον, παρÜλληλα προς τις γλωσσικÝς του απüψεις, παρουσιÜζουν στη μεν αλληλογραφßα του η ιδιüτυπη αλλÜ εξαιρετικÜ γüνιμη, μολονüτι αντßθετη προς την αστικÞ παροικιακÞ, στÜση του απÝναντι στην αρχαιüτητα, στα δε διηγÞματÜ του το μη αστικü περιβÜλλον στο οποßο εκτυλßσσονται
".
Εμμ. Ι. ΜοσχονÜς: Αγþνας για μια χαμÝνη υπüθεση.



     Ο ΒηλαρÜς ευτýχησε να ζÞσει μακριÜ απü τα νοθευμÝνα κοσμοπολιτικÜ κÝντρα του φαναριωτισμοý. Ενüσω ζοýσε, δημοσßευσε Ýνα μüνο Ýργο, στα 1814, την ΡωμÝικη γλþσσα. ¢λλα Ýργα του εßναι τα πεζÜ Αμαρτßα και το περßφημο Γνþθι Σ'αυτüν. Το 1953 εκδüθηκαν τα ¢παντÜ του, που περιλαμβÜνουν ερωτικÜ, σατιρικÜ και λυρικÜ ποιÞματα, μýθους κι αινßγματα. ΔÝχθηκε σημαντικÝς επιρροÝς απü το αρκαδικü λογοτεχνικü ýφος. ΠÝρα απü το πλοýσιο συγγραφικü του Ýργο ο ΒηλαρÜς μετÜφρασε κι αρχαßα ελληνικÜ αποσπÜσματα. ΠροξÝνησε πÜντως μεγÜλην εντýπωση, με τη ΡομÝηκη Γλοσα Στην Τηπογραφηα Τον Κορφον, Þ Μηκρη Ορμηνια Για Τα Γραματα Κε Την Ορθογραφηα Της Ρομεηκης Γλοσας. ΚÝρκυρα 1814

ΕΡΓΑ:

Ποßηση

ΠοιÞματα και πεζÜ τινÜ, ΚÝρκυρα: ΑθανÜσιος Μ. Πολßτης, 1827.
Τα ποιÞματα, ΑθÞνα: ΦÝξης 1916.
Θωρþ σου, Χλüη 1918
Το φιλüπονο μελßσσι 1923
Η γλυκυτÜτη Ανοιξι 1925
¾μνος στον Ýρωτα 1928
¢νοιξη 1932
Μελßσσι 1934
ΠουλÜκι 1936

ΠεζÜ

Η ρομεηκη γλοσα στην τηπογραφηα τον Κορφον 1814  Þ Μηκρη ορμηνια για τα γραματα κε την ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας (ἈθÞνα, Κουλτοýρα,1979)
Αμαρτßα, 1818.
Γνþθι σ'αυτüν, 1819.
Μῦθοι, Ἐν Παρισßοις: Laine & Havard 1865.
ΔιαλÝξεις περß ἑλλÞνων ποιητῶν τοῦ ΙΘ' αἰῶνος, Ἐν ἈθÞναις: Τυπ. Σακελλαρßου 1916-17.
Ο Λογιþτατος ταξιδιþτης 1979
Ο Λογιþτατος Þ ο Κολοκυθοýλης 1980
Ἡ δημοτιστικÞ ἀντßθεση στÞν ΚοραúκÞ "ΜÝση ὁδü" ἈθÞνα: ὈδυσσÝας 1981.
ΕπιστολÝς πρüς τον ΑλÞ ΠασÜ 1982

ΜεταφρÜσεις

Κρßτωνας του ΠλÜτωνα 1922
ΕπιτÜφιος του Θουκυδßδη 1923
Βατραχομυομαχßες του ΟμÞρου, 1919

---------------------------------------------------



     Εκδßδοντες πρþτον τþρα φορÜν τα ποιÞματα του αειμνÞστου ΒηλαρÜ, σκοπüς ημþν εßναι να παρηγορÞσωμεν οπωσοýν τας δυστυχßας της Ευγενοýς οικογενεßας του Ποιητοý, και να καταστÞσωμεν κοινüν ü,τι ανÞκει εις üλον το ¸θνος, διüτι γÝννημα ενδüξου ανδρüς. Η περß γλþσσης και ορθογραφßας ιδÝα του μακαρßτου ΒηλαρÜ, διαφÝρει απü την κοινþς παραδεδεγμÝνην απü τους λογßους. ΟποιαδÞποτε üμως και αν εßναι, ημεßς εσπουδÜσαμεν να την φυλÜξωμεν με σÝβας, τυπþσαντες κατÜ το ιδιüγραφον πρωτüτυπον του Ποιητοý, και αφÞσαντες εις τους Σοφοýς την φροντßδα να κρßνουν, αν ορθÞ, Þ εσφαλμÝνη.

                                              O Εκδüτης
                                     ΑθανÜσιος Πολßτης 1827

                                    Περß του ΣυγγραφÝως

     ΙωÜννης ο ΒηλαρÜς υιüς ΣτεφÜνου ιατροý Ιωαννßτου και ΤÜρσας Πελοπονησßας εγεννÞθη εις ΙωÜννινα, üπου και επÝρασε τας πρþτας σπουδÜς της ΕλληνικÞς παιδεßας εις το Κοινüν της πατρßδος του ΓυμνÜσιον. Απü τον πατÝρα του εδιδÜχθη την ΛατινικÞν ΙταλικÞν και ΓαλλικÞν γλþσαν, και τα στοιχειþδη μαθηματικÜ, με φανερÜν επßδοσιν. Απ' τα μικρÜ του ακüμι Ýδειχνε διÜθεσιν διÜ την ΠοιητικÞν, και πÜντοτε κατεγßνετο να παιγνιδßζη εις διÜφορα εßδη ποιÞσεως, μÜλιστα της ΚωμικÞς και ΣατιρικÞς.

     ¼ταν εßχε 18 χρüνους, εστÜλθη απü τον πατÝρα του εις το Παταýιον της Ιταλßας, üπου εσποýδασε με μεγÜλην επιμÝλειαν τας ιατρικÜς επιστÞμας: και αφοý επÝστρεψεν εις την πατρßδα του, επροσκολλÞθη εις την δοýλευσιν, ως ιατρüς, του ΒελÞ ΠασσÜ υιοý του ΑλÞ ΠασσÜ, τον οποßον ηναγκÜσθη ν' ακολουθÞση εις üλας τας εκστρατεßας και ΚυβερνÞσεις του, εις τον πüλεμο κατÜ τον Βερατιοý, εις το Πασσαλßκι του εις τον ΜωρÝαν, εις το Ρουστζοýκι, üταν οι Τοýρκοι εκßνησαν κατÜ των Ρþσσων, και εις την ΛÜρισσαν, üταν ο ΒελÞς Þταν Βεζýρης ΤρικκÜλων.
     Αυταß αι περιστÜσεις τον Ýδωσαν αιτßαν να περιÝλθη την Πελοπüνησον, Θεσσαλßαν, ¹πειρον, Βουλγαρßαν, Μακεδονßαν, και Παριστρßδα. Ως τα ýστερα, κατεκÜθησεν εις την πατρßδα του τα ΙωÜννινα, επαγγελλüμενος τον ιατρüν της πüλεως και του γυναικωνßτου (χαρεμιοý) του ΒελÞ, απολαμβÜνων üσην οικιακÞν ευδαιμονßαν, και üσην αφιÝρωσιν εις την σπουδÞν ημποροýσε τüτε να συγχωρÞση η σιδηρÜ του τυραννοýντος ΑλÞ χειρ. ΚατÜ το 1820, τον μÞνα Αýγουστον, üταν επολεμÞθη ο ΑλÞς απü τα στρατεýματα της Πüρτας, ευγÞκεν αυτüς, με τους λοιποýς φεýγοντες τον κßνδυνον Ιωαννßτας, και διεσþθη εις το ΤζεπÝλοβον του Ζαγοριοý. Εις εκεßνην την ελεεινÞ καταστροφÞν, η φωτιÜ της πολιορκßας των Ιωαννßνων του κατÜλυωσεν üλην την περιουσßαν, και τον κατÞντησε πÜμπτωχον.
     ΤÝτοια θλιβερÜ περßστασις, και τüσα Üλλα ψυχικÜ και ηθικÜ πÜθη, ενεργοýντα δυνατÜ εις μßαν αισθαντικÞν ψυχÞν, του επροξÝνησαν απ' ολßγον ολßγον Ýνα μαρασμüν, οποý κατÜ τους 1823, Δεκεμβρßου 28, τον Ýσυραν, 52 χρüνων ακüμη, εις τον τÜφον πÜρωρα. ¢φησε μßαν γυναßκα χÞρα, και δýω υιοýς να κλαßουν την ορφÜνιαν ενüς αγαθοý πατρüς. Τον πρþτον του υιüν αφοý τον επρüκοψεν αρκετÜ εις το δρüμον της σπουδÞς και της αρετÞς, ζων ακüμι, τον Ýστειλεν εις Ναýπλιον να συναγωνισθÞ με τους Üλλους ομογενεßς του.
     ¼σοι εγνþριζαν τον ΒηλαρÜ, üλοι Þταν ομüφωνοι δια την πολυμÜθειÜν του. Ενþ εφαßνετο στολισμÝνος με βαθειÜν γνωρισιν των επιστημþν, Þταν εμπειρüτατος εις την τÝχνην του, χαιρüμενος κατÜ τοýτο την γενικÞν των συμπολιτþν του εμπιστοσýνην. Εις üλας τας συνομιλßας του Ýδειχνε μεγÜλην κατανüησιν. ¹τον εγκρατÞς της αρχαßας φιλολογßας, και πÜντοτε εßχε την ετοιμüτητα να εμψυχþνη τον σωρüν των γνþσεων του με μßαν δραστÞριον και λαμπρÜν φαντασßαν και εις üλας τας περιστÜσεις η φιλολογικαßς του γνþσαις ανεφαßνωντο με ζωηρüτητα αγχινοßας. ΑλλÜ περß της μεγαλονοßας του ΒηλαρÜ, üλος ο θαυμασμüς των συμπολιτþν του, και üλοι οι Ýπαινοι των ομογενþν του θα ενομßζονταν ßσως φιλοπροσωπßα, κοντÜ εις την αδÝκαστον μαρτυρßαν οποý ο περßφημος ¢γγλος ιατρüς Ενρßκος ¼λλανδ καταχþρισε περß αυτüν εις τας κατÜ την ΕλλÜδα περιηγÞσεις του, γεναμÝνας τους 1812 και 1813, και τυπωμÝνας εις Λονδßνον. Του σοφοý τοýτου ¢γγλου η μακρυνÞ διατριβÞ εις ΙωÜννινα, του Ýδωσε πολλÜς περιστÜσεις να ιδÞ τον ΒηλαρÜ εις διαφüρους ηθικÜς θÝσεις.

   "Εις αυτÜς και Üλλας συνομιλßας, ηýρα τον ΒηλαρÜ Üνθρωπον πολυμαθÞ και πολλÜ ειδÞμονα των φυσικþν και μεταφυσικþν επιστημþν. Αυτüς χαßρεται την φÞμην, και πιστεýω αξßως, üτι εßναι ο πρþτος βοτανικüς της ΕλλÜδος. ¸δειχνε üτι πολý εσκεýθηκε διÜ τα διÜφορα υποκεßμενα της μεταφυσικÞς και ηθικÞς, και η ομιλßα του περß τοýτων εφýλαττε τον ßδιον τüνον του σατυρικοý σκεπτισμοý, οποý Ýκαμνε να υποφαßνεται εις üλας γενικþς τας γνþμας του. Το ποιητικüν αυτοý προτÝρημα δεν Þταν κατþτερον των γνþσεþν του εις την φιλολογßαν και τας επιστÞμας. Εßχα μßαν ευκαιρßαν να δοκιμÜσω την ποιητικÞν του ευκολßαν δßδωντÜς του Ýνα Þ δýω κομμÜτια ΑγγλικÞς ποιητικÞς, με το μÝσον της ΙταλικÞς γλþσσης, τα οποßα, ολßγα λεπτÜ του Ýφθασαν να φÝρη εις γραικικοýς στßχους. ΚοντÜ εις αυτÜ του τα χαρßσματα της πολυμαθεßας και ευαισθησßας, Ýνωνε εις τον χαρακτÞρα του εκεßνο το στοúκüν Þθος, καθþς εßπα, οποý κÜποτε τον ανÝβαζεν εις Ýνα ýψος και Ýπαρσιν, οποßον θα εταßριαζε καλλßτερα εις τους παλαιοýς χρüνους της ελευθερßας, παρ' εις την νÝαν αυτÞν αθλιüτητα".
Dr. Hollands: Travels Ιn Greece. 274.

     Το στωúκüν Þθος οποý ο Αγγλος περιηγητÞς, αποδßδει εις τον ΒηλαρÜ, Þταν ßσως κοινüν εις üλους τους αληθινÜ πεπαιδευμÝνους της ΕλλÜδος· επειδÞ, εις το πÝλαγος των ηθικþν παθημÜτων οποý ευρßσκετο η πατρßς και το Ýθνος, τι Üλλο ημποροýσε να κÜμη τον ευαßσθητον σπουδαßον να ανθÝξη, παρÜ μßα καρτερßα υπερβολικÞ, οποý στα μÜτια κÜθε ξÝνου Ýπρεπε να νομισθÞ στωúκισμüς; Τα ποιητικÜ προτερÞματα του ΒηλαρÜ φαßνονται εις üλα του τα ποιÞματα.



     Το εßδος üμως εις το οποßον επÝδιδεν εξαßρετα Þταν το σατιρικüν. ¸γραφε πολλοýς μýθους, πολλÜ ερωτικÜ, και πολλÜ κομμÜτια εις το πεζüν.
Αυτþν των συγγραμμÜτων τον Ýνα μÝρος μüνον Ýγινε τρüπος, üσον συγχωροýσαν αι περιστÜσεις, να μαζωχθÞ και να τυπωθÞ, üχι μüνον διÜ να γßνη κοινüν εις το Ýθνος, αλλÜ και διÜ να δοθÞ κÜποια βοÞθεια εις την χÞραν γυναßκα του, η οποßα, διÜ τα φρικτÜ της πατρßδας δυστυχÞματα, Ýμεινεν υστερημÝνη των αναγκαßων, και εις την οποßαν θα δοθοýν üλα τα χρÞματα οποý θα συναχθοýν απü την παροýσαν Ýκδοσιν, αφ' ου εýγουν τα αναγκαßα της εκδüσεως Ýξοδα. Εδþ πρÝπει να κηρυχθÞ η μεγÜλη ευγνωμοσýνη οποý χρεωστεßται εις την γενναιüτητα των συνδρομητþν, των οποßων ετυπþθησαν τα ονüματα εις το τÝλος τον βιβλßου, και οι οποßοι, ευθýς οποý Üκουσαν τον σκοπüν της εκδüσεως, εσýντρεξαν με την πλÝον καλοπροαßρετον γενναιüτητα. Η ανÜγνωσις τον Βιβλιαρßου αρκεß να δþση εις τον καθ' Ýνα αρκετÞν ιδÝαν της χαριτωμÝνης φαντασßας του Ποιητοý.
     Εις τους μýθους, εις τα σατιρικÜ, και εις την μετÜφρασιν της Βατραχομυομαχßας, εßναι αξιοθαýμαστος, και γλυκýτερος αφ' üσους Ýγραψαν παρομοßως Ýως τþρα στην γλþσσαν μας. Και εις τα ερωτικÜ του δεν Ýχει Üλλον απü τον Α. Χριστüπουλον να τον ομοιÜζη. Οι στßχοι του üλοι τρÝχουν απαλÜ και γλυκÜ, χωρßς εκεßνους τους στρεβλισμοýς, παραγεμισμοýς, Þ ανυπüφοραις συνωνυμßαις, οποý συχνÜ φαßνονται εις τα
συγγρÜμματα των ολßγων της γλþσσης μας ποιητþν. Αλλ' η γλþσσα του… αυτü εßναι Ýνα υποκεßμενον περß του οποßου Þ πρÝπει τις να ειπÞ πÜρα ολßγα, Þ πÜρα πολλÜ. Ως προς το ιδßωμα, αυτüς εφýλαξε το τοπικüν του, δηλ. εκεßνο οποý ομιλοýν εις üλην την ¹πειρον Ýως τα μÝρη της Θεσσαλßας. Εις αυτü Ýκαμε, καθþς ο Θεüκριτος, και καθþς üλοι οι νÝοι μας ποιηταß απü την ΚρÞτην. Πιθανüν το ιδßωμα τοýτο να φανÞ παρÜξενον εις την ΘρÜκην, εις τα παρÜλια της μικρÜς Ασßας, εις την Πελοπüνησον, Þ üπου αλλοý δεν συνηθßζεται, Αλλ' ο ΒηλαρÜς λÝγει üτι Ýγραψε διÜ τους συντοπßτας τους, και μ' αυτü Ýχει στο μÝρος του üλα τα δßκαια.
     Περß δε του ýφους της γλþσσης αυτüς ο ßδιος εξηγεß τας ιδÝας του εις τον Σοφολογιüτατον και Κολυκυθοýλην. Ο μοναχüς σκοπüς του, σýμφωνα με üλους τους φρονßμους σπουδαßους, Þταν να γßνη καταληπτüς εις το Ýθνος. Αν το ýφος οποý ακολοýθησε εßναι το αρμοδιþτερον μÝσον, Þ üχι, αυτüς δεν εßναι ο αρμüδιος τüπος ν' αποδειχθÞ, επειδÞ εßναι υποκεßμενον οποý Ýδειξεν ως τþρα, üτι ολßγα λüγια δεν το τελειþνουν. ¸να μüνον πρÝπει να ειπωθÞ, üτι του ΒηλαρÜ το ýφος üχι μüνον καταλαμβÜνεται απü üλους, αλλÜ και καταθÝλγει και καθηδýνει üλους, üσους Ýχουν ψυχÞν και αßσθημα εξανθρωπισμÝνον να αισθανθοýν τα πετÜγματα της ζωηρÜς του και ανθηρÜς φαντασßας.

Κορφοß 1827
                                            Π. Πετρßδης


========================


ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

                 Βατραχομυιομαχßα

Σ' εσÜς που θÝλα κÜμετε τον κüπο ν' αναγνþστε,
Και Þ καλÞν, Þ αχαμνÞ, μια γνþμη θÝλα δüστε,
Το λÝει αυτüς που ιστορÜ, καθüλου δεν τον μÝλλει·
Ας κÜμη την απüφασι καθÝνας, üπως θÝλει.
Καλü ειπÞ· κακü ειπÞ· τ' αρÝση δεν τ' αρÝση. 5
Ο στιχουργüς δεν Ýχασε, μÞτ' Ýχει να κερδαßση·
Γιατß δεν αφηκρÜστηκε, παρÜ την üρεξß του.
Και το κοντýλι του Ýπιακε για ξÜχλιασι δικÞ του.
¹ τον παινÝστε το λοιπüν, Þ τον κατηγορÞστε,
Σας εßπε, να Þστε ελεýθεροι· και κÜμετ' ü,τι ωρßστε. 10
Μια χÜρι θÝλει μοναχÜ απü την αφεντιÜ σας·
Να μη τον αντραλÝψετε με τα ζητÞματÜ σας.
Για να σας φÝρη μαρτυριαßς σε πιοýς καιροýς και τüπους,
Τα ζþα γλþσσαις Ýκρεναν σαν üλους τους ανθρþπους·
Και με πια χÝρια ημπüρηγαν τα Üρματα να πιÜσουν, 15
Και σαν κι' εκεßνους γνωστικÜ πολλαßς δουλιαßς να σιÜσουν.
Αυτüς με το κεφÜλι του δεν τα 'χει εφευρεμÝνα·
Αλλοýθε τα δανεßστηκε, κι' απ' Üλλον συγγραμμÝνα.
Απü 'ναν κÜπιον ποιητÞ, τα πÞρε, ξαúκουσμÝνον,
Στους αλλοτεσινοýς καιροýς, σε τÝτια προκομμÝνον· 20
Που σ' üσα και αν εσýνθεσε παρüμια παραμýθια,
ΠοτÝ δεν παραστρÜτησε οχ τη σωστÞν αλÞθια.
Και λÝγει απü 'ναν τα Þκουσε, που κεßνος τα 'χε μÜθη
Απ' Üλλον, που τα διÜβασε σε ποßημα, που χÜθη.
Πως μια φορÜ εσυνÝβηκε, πως κÜποτ' εßχε λÜχη, 25
Σε Ποντικοýς ανÜμεσα και σε ΜπακÜκους, μÜχη.
Και πως σ' αυτüν τον πüλεμο με τüση αξιÜδα αντρßκια,
Στους ΜπακακÜδες Þφεραν τρομÜρα τα Ποντßκια,
Οποý ολßγο κüντεψε να τους απαφανßσουν,
Και απü το πρüσωπο της γης τελεßως να τους σβýσουν 30

Ω Μοýσαις, που κυττÜζετε ψηλÜ οχ τον Ελικþνα,
Και βλÝπετε τον ßδρωτα και τον πολý μου αγþνα,
Μια αχτßνα ρßξτε σπλαχνικÞ να με γιομüση θÜρρος,
Να δυνηθþ ν' αλαφρωθþ οχ το πολý το βÜρος.
Δεν ψÜλλω εδþ της ΑθηνÜς τα Ýργα και τη δüξα, 35
¹ του πανοýργου ¸ρωτα τα φλογισμÝνα τüξα.
Μον τραγουδþ τον Üπονο τον ταραχþδην ¢ρη,
Που στα νεκρÜ κορμιÜ πατÜει με πρüθυμο ποδÜρι·
Της μÜχαις πÜντα ορÝγεται, τον κüσμο ανακατüνει,
Για να πληθαßνει ο πüλεμος, για ν' αβγατÜν οι φüνοι. 40
Και μ' απερßγραφτη ασπλαχνιÜ και μ' Üγρια σκληροσýνη
Των ζωντανþν τα αßματα ωσÜν ποτÜμι χýνει.
ΚαλοθελÞτραις Μοýσαις μου, σ' αυτÞν την ιστορßα,
ΑναθυμÞστε μου καλÜ της μÜχης την αιτßα.
Και πþς σ' αυτü το μÜλωμα των Ποντικþν, το πλÞθος 45
ΓιγÜντων δεßχνει αποκοτιÜ, ΓιγÜντων δεßχνει στÞθος.
¸να Ποντßκι μια φορÜ σαν μπüρεσε να φýγη
Τα νýχια ενüς Αγριüγατου, που το 'χε στο κυνÞγι.
Σε λßμνης Üκρα εζýγοσε να πιη, και να δροσßση
Το διψασμÝνο αχεßλι του, τη φλüγα του να σβýση. 50
ΣυχνοβουτÜει στο νερü τη μοýρη και ρουφÜει,
Και τρομασμÝνο, ασßγητο, εδþ και εκεß τηρÜει.
Μον σαν απüπιε, εχüρτασε, και ο φüβος λιγοστÝνει,
Τον τüπο να κατατηρÜη περσσüτερο θαρρεýει.
Τüσο νερü θιαμαßνεται να πρωτοúδÞ ομπροστÜ του· 55
Της πρασινÜδες χαßρεται οπþχει ολüγυρÜ του.
Τον βλÝπει ο μεγαλüφωνος, που στα νερÜ φυλÜει,
Και του σιμüνει σιγανÜ, και τον γλυκορωτÜει.
ΞÝνε μου ποýθεν Ýρχεσαι; ποιος εßσαι; και οχ τι τüπο;
Μη φοβηθÞς να μου το ειπÞς· μην Ýχεις κÜναν κüπο. 60
Γιατß αν απü το στüμα σου την πÜσα αλÞθια μÜθω,
Και σε γνωρßσω για σωστüν και φßλο δßχως λÜθο,
Σου τÜζω μες το σπßτι μου να σε φιλοξενÞσω,
Κι' ως πρÝπει, με χαρßσματα πολλÜ να σε τιμÞσω.
Τι εγþ εßμαι ο ΦουσκομÜγουλος εκεßνος, που τιμιοýμαι 65
Οχ τους ΜπακÜκους ΒασιλιÜς, και αφÝντης τους λογιοýμαι,
Υγιüς ΛασπÜ του ΒασιλιÜ, της Νεροθρüνας γÝννα,
Και κληρονüμος των γονιþν, που μ' Ýκαμαν εμÝνα,
Οχ της αγÜπης τον καûμü ερωτολαβομÝνοι,
Στου Ηριδανοý του ποταμοý της üχταις ενομÝνοι. 70
ΑλλÜ κ' εσý μου φαßνεσαι σαν Üξιος και αντριομÝνος,
Και δεßχνεις να εßσαι ΒασιλιÜς με γνþσι προικισμÝνος.
Πες μου λοιπüν και μην αργεßς ν' ακοýσω τη γενιÜ σου,
Για να με κÜμης γνþριμον και φßλον της καρδιÜς σου.
Ο Ποντικüς με σοβαρÜ, σκυφτÜ τα βλÝμματÜ του, 75
ΠερÞφανα απεκρßθηκε σ' αυτü το ρþτημÜ του.
Το γÝνος μου, κυρ ΜπÜκακα, παντοý εßναι φημισμÝνο,
Και απü ζþα, και πουλιÜ, και αθρþπους γνωρισμÝνο.
Τριμμοýδης ονομÜζομαι, και μ' Ýκαμεν η μοßρα
Να εßμαι μονÜκριβος υγιüς και ΒασιλιÜδων κλÞρα. 80
Του ΨωμοφÜγου ΒασιλιÜ, που τα ποντßκα ορßζει,
Για διÜδοχο στο θρüνο του ο νüμος με διορßζει.
Και η μÜννα, που με γÝννησε, λογÝται η Αμπαροýλα,
Του ΞυγγομÜση ΒασιλιÜ βαριÜ Βασιλοποýλα.
Οποý σε τρýπα λογιαστÞ, ζωγραφιστÞ καμÜρα, 85
ΒασιλικÜ μ' ανÜστησε μ' αγÜπη και λαχτÜρα,
Σε χÜιδια και σ' ανÜπαψες, σε χßλια διο παιγνßδια
Και μ' Ýθρεψε με κÜστανα, με σýκα, με καρýδια·
Και με λογÞς λογιþν γλυκÜ, που ο νους σου δε χωρÜει,
Γιατß δεν τα ßδες πουθενÜ, ποτÝ δεν τα 'χεις φÜη. 90
Πþς εßναι τþρα δυνατü να φιλιοθοýμε αντÜμα,
Οποý δεν Ýχομε üμιασι μηδÝ καν σ' Ýνα πρÜμμα.
Εσý Ýχεις μÜθη στα νερÜ να ζης ολοκαιρÞς σου·
Σε ταýτα μÝσα περπατÞς να βρης την πüρεψß σου.
¼μως εγþ, κυρ ΜπÜκακα, περνÜω μ' Üλλους τρüπους, 95
Και βρßσκομαι συγκÜτοικος, και ζιþ με τους αθρþπους.
Γιατß Ýτζι απεφασßστηκα, το φυσικü μου κλßνει,
Να γεýομαι Üκοπα και εγþ απ' üσα τρων και εκεßνοι.
Το πλιο καθÜριο το ψωμß, το Üσπρο παξιμÜδι,
Η πßτα με το βοýτυρο, η πßτα με το λÜδι. 100
Το χλωροτýρι, ο παστρουμÜς, το μÝλι και το γÜλα
Δε με λαθεýουν, ΜπÜκακα και ακüμα κι' üσα Üλλα
Στα μαγειριÜ του ο Üθρωπος σοφßζεται και βρßσκει,
Απ' üλα εδοκßμασα. κανÝνα δε μου μνÞσκει.
Και μη θαρρεßς, πως μοναχÜ η φýση μÝχει δþση 105
Τüσα αγαθÜ να χαßρομαι χωρßς καμμιÜ Üλλη γνþσι.
Γιατß και Üξιον μ' Ýκαμε με δýναμι περßσσια,
Οποý σε κÜθε κßντυνο βαστþ παληκαρßσια
ΜηδÝ του αθρþπου το κορμß, που τüσο δα φαντÜζει,
Μου φÝρει φüβο στην καρδιÜ, Þ να ειπÞς με σκιÜζει. 110
Τα ßσια μες το στρþμα του, οποý κοιμÜται, πÜνω,
Την Üκρα απü το δÜχτυλο, τη φτÝρνα του δαγκÜνω.
Και τον δαγκÜνω Ýτζι αλαφρÜ, οποý δεν το νογÜει,
ΜηδÝ οχ τον ýπνο το γλυκü ταρÜζεται, Þ ξυπνÜει·
Απ' üσα üμως βρßσκονται ς' της γης την üψι απÜνω, 115
Τρßα μου φÝρουν βÜσανα, με κÜνουν και τα χÜνω.
Της ΓÜτας τα αγριüνυχα, του Γερακιοý η μýτη,
Και ο Δüκανος οποý μου στιοýν σε κÜθε αθρþπου σπßτι.
ΑμÜ θανÜσιμος οχτρüς και χÜρος μου εßναι η ΓÜτα,
Που την ανταßνω αδιÜκοπα παντοý σε πÜσα στρÜτα 120
Που μÝρα νýχτα ακοßμητη οχ το κοντü με παßρει,
Ως να μπορÝση η Üνομη σ' εμÝ ν' απλüση χÝρι.
Δεν τρþγω λαχανüφυλλα, σου λÝγω την αλÞθια.
Δεν τρþγω ρεπανüπρασα, παζιÜ, και κολοκýθια.
ΑυτÜ εßναι üλα για τ' εσÜς τραπÝζια πεναιμÝνα, 125
Που ζιÞτε μÝσα στα νερÜ, δεν εßναι για τ' εμÝνα.

Σε ταýτα ο ΦουσκομÜγουλος τον Ποντικü θωρüντας,
Με την μιαν Üκρα του ματιοý πικρÜ χαμογελüντας,
Θιαμαßνομαι, κυρ ΠοντικÝ, του λÝει, την αφεντιÜ σου,
ΠαραμεγÜλον Ýπαινο να κÜνης της κοιλιÜς σου. 130
Μη δα θαρρεßς μας Üφηκε και εμÜς η πλοýσια φýση
Σε τüση καταφρüνεσιν απ' üλη πλιο τη χτßση;
Μη παντηχαßνεις ακριβÞ την τýχη τη δικÞ μας
Σε üσα μας χρειÜζονται διÜ την αναπαψß μας·
Και στα νερÜ και στης στεριαßς οποý να τα θιαμÜξης.
ΔιπλÞ ζωÞ, κυρ ΠοντικÝ, οι ΜπακακÜδες ζιοýμε,
Γιατß πηδÜμε και στη γης, και στα νερÜ βουτοýμε.
Δþρο του Δßα χωριστü σ' ολßγα ζþων γÝνη,
Απ' üσα και αν εσκüρπισε ς' της γης την οικουμÝνη. 140
Και αν Ýχεις üρεξι να ιδÞς αυτÜ που σου διηγοýμαι,
Εßν üφκολο το πÜισιμο εκεß που κατοικοýμε.
Σε παßρω εγþ στης πλÜταις μου, και ακßντυνα διαβαßνεις·
ΠεριδιαβÜζεις, ως ποθεßς, και πÜλε οπßσω βγαßνεις.
Και λÝγοντας του πρüσφερε τη ρÜχη να καθßση· 145
Μον να βαστιÝται üσο μπορεß, του λÝει, μην γληστρßση.

Ο Ποντικüς, ογλÞγωρος και μ' αλαφρü ποδÜρι
Απανωθιü του ερρßχτηκε ωσÜν το παληκÜρι.
Και οχ το λαιμü του ΜπÜκακα, και οχ την πλατιÜ του μÝση
ΣφιχτÜ με τα ποδÜρια του κρατιÝται να μη πÝση. 150
Θωρεß πως τρÝχει στου νεροý την üψι, και μακραßνει
Απü την Üκρα που κινÜει, κι' üλ' ομπροστÜ παγαßνει.
Θωρεß της üχταις στα πλευρÜ οπßσω να γυρßζουν.
Και του νεροý το πλÜτομα παντοýθε ν' αβγατßζουν,
Αλλüκοτα του φαßνουνται αυτÜ στην üρασß του· 155
Και προξενÜν φχαρßστησι πολλÞ στην αßστησß του.
Πολý 'ς του ΦουσκομÜγουλου της πλÝγαις απορÜει.
Πολý το νοστιμεýεται, και με χαρÜ γελÜει.
ΑλλÜ καθþς αρχßνησε το κýμα να τον βρÝχη,
Ο κρýος φüβος παρευτýς στα σωθικÜ του τρÝχει· 160
ΑνατζιριÜζει ολüβολος, το αßμα του παγüνει·
Και κλÝγει αδιαφüρετα, βαριÜ το μετανιüνει.
ΣυχνοβαριÝται, δÝρνεται, και πικραναστενÜζει,
Και την κοιλιÜ του ΜπÜκακα σφιχτÜ σφιχτÜ αγκαλιÜζει·
ΧτυπÜει η καρδιÜ του αμÜθητη, πÝφτει Üθελα το δÜκρυ· 165
Και θÝλει να Þταν βολετü να βρßσκονταν στην Üκρη.
Παρακαλεß τον ουρανü να τον απογλυτρþση,
Σε χþμα απÜνω να ριχτÞ, και σε στεριÜ να σþση.
ΣÝρνεται οπßσω του απλωτÞ σαν το κουπß η νορÜ του,
Και μουσκεμÝνα και βαριÜ κρεμοýνται τα μαλλιÜ του· 170
ΜοιριολογÜει με φωνÞ και τρομασμÝνα αχεßλια.
» Ο Ταýρος δεν εβÜσταξε με τüση αντριÜ και θÜρρος,
» Του ¸ρωτα το φüρτωμα και αγÜπης του το βÜρος,
» ΑυτÜ τον πρωτοδÝχτηκαν της ΚρÞτης τüτε οι τüποι, 175
» Οποý Þφερνε στη ρÜχη του την þμορφην Ευρþπη·
» Διαβαßνοντας το πÝλαγος οποý χωρßζει πÝρα
» Την ΚρÞτη απü την Αßγυπτο σε μοναχÞν ημÝρα,
» Καθþς εμÝνα ο ΜπÜκακας στης πλÜταις του ο καûμÝνος
» Μες τ' αφρισμÝνα κýματα με φÝρει φορτομÝνος. 180

Και εκεß που τÝτια Þλεγε το φüβο να ξεχÜση,
Το καρδιοχτýπι το βαρý να χαμοησυχÜση·
Και ο ΜπÜκακας ακλοýθαγε να κÜνη το ταξßδι,
ΣιμÜ τους φανερüνεται, και τους ξαφνßζει, φßδι,
Που με κεφÜλι σηκωτü μες το νερü αγληστρÜει, 185
Και πÝρα δþθε πλÝοντας το δρüμο του τραβÜει.
ΕνÝκροσαν τα μÝλη τους ευτýς που το δικοýνται,
Και το κακü τους ριζικü με τρüμο συλλογιοýνται.
Ο ΦουσκομÜγουλος με μιας φυγÞς, το δρüμο πιÜνει·
ΒουτÜει, χωρßς να στοχαστÞ πιον φßλον πÜει και χÜνει· 190
Και με το βοýτημα Ýφτακε της λßμνης ως τον πÜτο,
Και απüφυγε το θÜνατο απü φαρμÜκι ακρÜτο.
Ο Ποντικüς απÜντεχα και ανÝλπιστα ριμμÝνος,
Απüμεινε ο κακüτυχος τ' ανÜσκελα απλομÝνος.
Του κÜκου κλει τα πüδια του· χαμÝνα αγαναχτÜει. 195
Στον πÜτο πÜει τη μια φορÜ, την Üλλη ανηφορÜει.
ΕλÜχτιζε üσο εδýνονταν προς του νεροý την üψι,
Μον την πληγÞ δεν ημπορεß του χÜρου ν' αποκüψη.
Η τρßχες üσο βρÝχουνται το σþμα του βαραßνει,
Και Þταν κοντÜ να νεκροθÞ, που αυτÜ τα λüγια κρÝνει. 200
» Μ' αυτü σου, ΦουσκομÜγουλε, το κÜμομα, μη ελπßσης
» Τον καρδιογνþστην Ουρανü ποτÝ σου ν' απατÞσης.
» Με πονηριÜ και με ψευτιÜ φιλßα πρþτα δεßχνεις,
» ΚιαπÝ στα βÜθη του νεροý μ' οχτροπαθιÜ με ρßχνεις.
» Δεν Þσουν Üξιος να βαλθÞς μ' εμÝνα να μαλüσης, 205
» Σε πÜλεμα, σε τρÝξιμο, και σε γροθιαßς να σþσης.
» Να με φονÝψης, μ' Ýσυρες στη λßμνην αποπÜνω.
» Ωστüσο βλÝπει ο Ουρανüς. το Üδικο δε στρÝγει·
» Και ξεπλερüνει σε καιρüν εκεßνον που του φταßγει. 210
» Δε μÝνεις ατιμþρητος· απαßδευτος δε μνÞσκεις,
» Και οχ τους αντρεßους Ποντικοýς ογλÞγορα το βρßσκεις.
¸τζι εßπε, και τελεßοσε την Üχαρη ζωÞ του·
Και κρυü κουφÜρι ακßνητο τεντüθη το κορμß του.

Αυτü το μÝγα το κακü ο ΠινακÜς θωρüντας, 215
Που τον Τριμμοýδη απü μακριÜ συντρüφευε ακλουθüντας,
Φωναßς μεγÜλαις Ýβγαλε, και βιαστικüς κινÜει,
Τη συφορÜ που γßνηκε στους Ποντικοýς μηνÜει.
Καθþς τ' ακοýν οι Ποντικοß τραβοýν τα μαγουλÜ τους,
Και ο τüπος αχολüγησε οχ τα σκουξßματÜ τους. 220
Πικροß και απαρηγüρητοι, σ' οργÞ περßσσια μπαßνουν·
Μüνε δεν κÜθουνται Üπραχτοι, μηδÝ καιρü προσμÝνουν.
ΟλημερÞς διορßζουνται πυκνοß διαλαλητÜδες,
Να κÜμουν σýναξι λαοý απ' üλαις της αρÜδαις.
Στου ΒασιλιÜ την κατοικιÜ να παν μικροß μεγÜλοι 225
Ν' ακοýσουν την απüφασι, και τι 'χε να προβÜλη
Για του υγιοý το σκοτωμü, που κεßτονταν στο κýμα
Με καταφρüνεσι πολλÞ χωρßς ταφÞ και μνÞμα.

¼τι αρχινοýσεν η αυγÞ για να γλυκοχαρÜζη,
Της θýραις της ανατολÞς με ρüδα να σκεπÜζη, 230
Και στην αυλÞ του ΒασιλιÜ σε πλÞθος συνασμÝνοι,
Οι Ποντικοß καρτÝρηγαν περßλυποι, θλιμμÝνοι.
Ο ΨωμοφÜγος κλαßοντας με στενασμοýς προβαßνει,
Και με το πρüσωπο σκυφτü προς το θρονß παγαßνει.
ΣτÝκεται ορθüς· διο, τρεις φοραßς, τα μÜτια του σφουγγßζει· 235
Και üσο ημπορεß αδÜκρυτα σ' αυτοýς να λÝη πασκßζει.
» ΑλÞθια, φßλοι, μον εμÝ προσωπικÜ αδικÜει
» Η ανομιÜ των Μπακακιþν, κακÜ μου προξενÜει·
» ΑλÞθια εγþ εßμαι ο δυστυχÞς, που τρεις αγαπημÝνους
» Υγιοýς μου στα γερÜματα τους κλαßω θανατομÝνους. 240
» Τον πρþτο σκßζει ανÞμερα η ΓÜτα η οργισμÝνη
» Μον σαν ανÜξιος και Üναντρος, με δüλο και με πλÜνο,
Τηρßεται, και απελπßζεται· βυθßζεται σε δεßλια.
Κι' εμεßς πολλÜ καλÜ 'χομε, αν μας καλοξετÜξης, 135
» Εκεß που, σαν ανÞξερος, στην τρýπα μπαινοβγαßνει.
» Το δεýτερο τον σκüτοσε η ασπλαχνιÜ τ' αθρþπου
» Με το καινοýριο εφεýρεμα του πονηροý του τρüπου.
» Με την ξυλÝνια μηχανÞ με δüλο αρματομÝνη, 245
» Των Ποντικþν ξολοθρεμüς! που Üκοπα μας σταßνει.
» Τον τρßτο το μονÜκριβο, του Ýθνου το καμÜρι,
» Των γηρατιþν μου παντοχÞ και της αυλÞς η χÜρι·
» Με πλÜνη ο ΦουσκομÜγουλος μες τα νερÜ τον πνßγει,
» Και στην καρδιÜν αγιÜτρευτη, πικρÞ πληγÞ μ' ανοßγει. 250
» Μον το κακü που μþκαμαν, και εσÜς βαριÜ πειρÜζει,
» Γιατß απü διÜδοχο Ýρημον το θρüνον απαριÜζει.
» Των Μπακακιþν η απιστιÜ και αυθÜδια τους η τüση,
» Και σ' Üλλα μýρια βÜσανα μπορεß να μας προδüση.
» Ω αντριομÝνοι Ποντικοß, τα Üρματ' ας ντυθοýμε. 255
» Να πÜρωμε το δßκιο μας, μη καταφρονεθοýμε.
» Ας πλýνομε το αßμα τους τÝτια αδικιÜ μεγÜλη,
» Και εßμαι βÝβιος στους θεοýς, να βγοýμε σε κεφÜλι.

¸τζι εßπε· και üλοι εδÝχτηκαν του ΒασιλιÜ τη γνþμη·
Και απü στρατιüταις και Üρματα εγιüμοσαν οι δρüμοι. 260
Με γληγορÜδα απßστευτη εδþ και εκεß κινιοýνται·
Αρματωσιαßς πολεμικαßς πατüκορφα στολνιοýνται.
Και πρþτα στα ποδÜρια τους φορÜν 'πιτηδεμÝνα
ΣτενÜ προπüδια απü κουκκιÜ, με τÝχνη δουλεμÝνα
Που μ' επιδÝξια μαστοριÜ ευτýς τα ροκανßζουν, 265
Το φλοýδι αφßνουν μοναχü, και τη θροφÞ αφανßζουν.
Τα στÞθια τους εσκÝπασαν απü κρουστü τομÜρι
Μιας ψüφιας ΓÜτας, που üλοι τους επιταυτοý εßχαν γδÜρει
ΠασÜνας μÝρος απ' αυτü ωμορφοτουρνεμÝνο,
Για θþρακα εσχημÜτιζε με τζÜκνα καρφομÝνο. 270
Χτους οφαλοýς των λυχναριþν γεραßς ασπßδες φκιÜνουν,
Και απü βελüναις σουβλεραßς με τα δεξιÜ τους πιÜνουν
ΒαριÜ κοντÜρια αλßγυγα, και σιδιροβαμμÝνα,
Οποý ο ßδιος ¹φαιστος τους τÜχε χαρισμÝνα.
Σκεπαßνουν τα κεφÜλια τους με περικεφαλαßαις 275
Απü τα καρυδüτζεφλα, και δυναταßς κ' ωραßαις.
ΚιαπÝ με τÝτια αρματωσιÜ, με πÜτημα αντριομÝνο,
ΚινÜν τη μÜχη πνÝοντας μ' αστÞθη εγκαρδιομÝνο·
ΚοντÜ στη λßμνη σταματÜν, και εκεß στρατοπεδεýουν·
Και τον οχτρüν αντßκρια τους να ιδοýν ογληγορεýουν. 280

Τüτε οι ΜπακÜκοι βλÝποντας σε τÜξι του πολÝμου
Ν' αραδιαστοýν οι Ποντικοß, και σε ροπÞν ανÝμου,
Το φοβερü τους στÜσιμο, και την ετοιμασßα,
Σε απορßα βρÝθησαν και σε απελπισßα.
ΠηδÜν με βια απü τα νερÜ και σ' Ýνα μÝρος τρÝχουν· 285
Και του κακοý την αφορμÞ να ρωτηθοýν προσÝχουν.
Και εκεß που διαλογßζουνται βαθιÜ συλλογισμÝνοι,
Απü μιαν Üκρα ο ΚÞρυκας των Ποντικþν εβγαßνει.
Μηνüντας διαλαλßζοντας τη μÜχη φανερüνει·
Και τη φωνÞ για ν' ακουστÞ με δýναμι σηκüνει. 290
» Ω ΜπακακÜδες, πüλεμον, οι Ποντικοß με στÝλλουν,
» Να σας κηρýξω σÞμερα· και αυτüν με δßκιο θÝλουν.
» Γιατß ο ΦουσκομÜγουλος με πονηριÜ και δüλο,
» Καθþς εγßνηκε γνωστü κοινÜ στον κüσμον üλον,
» Στη λßμνη μÝσα εφüνεψε τον Üκακο Τριμμοýδη, 295
» Του θρüνου μας το διÜδοχο, της νιüτης το λουλοýδι.
» Και ανßσως Ýχετε καρδιÜ, και παλληκÜρια αν Þστε,
» Σα σας βαστÜει, εδþ εßμεστε, ελÜτε, πολεμÞστε.

ΑυτÜ ν' ακοýσουν, τα 'χασαν με μιας οι ΜπακακÜδες,
Κι' αλλαλαγμüς αντÞχησεν απ' üλαις της αρÜδαις. 300
Βοαßς μεγÜλαις Ýβγαλαν, και δυνατÜ χουγιÜζουν,
Και προς το ΦουσκομÜγουλον ωνειδισμοýς σωριÜζουν.
Αυτüς πηδüντας πÜραυτα στη μÝση απü το πλÞθος
ΔημηγορÜει με πλαστü προσποιημÝνο Þθος.
» ¢δικα, φßλοι και εδικοß, μη με κατηγορÜτε· 305
» Και αυτÜ που λεν οι Ποντικοß, καθüλου μη γρηκÜτε.
» Εγþ δεν τον θανÜτοσα· πιος εßναι, δεν τον ξÝρω.
» ΜηδÝ τον ßδα πουθενÜ, μηδÝ στο νου τον φÝρω.
» Και ανßσως εßναι αληθινü, πως εδþ μÝσα εχÜθη,
» Του χαλασμοý του το κακü ατüς του το 'χει πÜθη. 310
» Θαρρþ να του σκαρφßστηκε την εδικÞ μας φýση
« Να μιμηθÞ μες τα νερÜ, ναρθÞ να κολυμπÞση.
» Και δßχως πρÜξι και Üμαθος ελÜθεψε και επνßγη,
» Και γßνηκε της τρÝλας του ανÝλπιστο κυνÞγι.
» ΚιαπÝ σ' εμÝ του φüνου του το βÜρος απορρßχνουν. 315
» Με δßχως κρßσιν μαρτυριαßς, για φταßχτη μ' αποδεßχνουν.
» ΒεβαιοθÞτε, αδÝρφια μου, αυτÜ δεν εßναι δßκια
» Οποý προβÜνουν τολμηρÜ τα πονηρÜ Ποντßκια.
» Με πλÜνον εσοφßστηκαν παρüμοια να μηνýσουν,
» Και εßν' αφορμαßς και πρüφασες για να μας πολεμÞσουν 320
» Τι καρτερÜμε τü το λοιπüν μαζß να βουλευτοýμε,
» Με κÝρδος μας και διÜφορο να τους εναντιοθοýμε;
» Εγþ σας λÝω τη γνþμη μου σ' εκεßνο που απεικÜζω·
» Οποý μετρþ ως ωφÝλιμο, ως δßκιο λογαριÜζω.
» Να τραβιχτοýμε απ' üλα μας, κοινü να γÝνη σκüλι· 325
» Και δßχως Üλλα μÝριμνα ν' αρματωθοýμεν üλοι,
» Απü μεριÜ αποσκεπαστÞ να πÜμε δßχως κüπο,
» Ο, που εßναι ορθüς κατÞφορος να πιÜκομε τον τüπο.
» ΚατασειρÜ μες τους γκρεμοýς ανÜμερα βαλμÝνοι,
» ΕτοιμασμÝνοι, πρüθυμοι, προειδοποιημÝνοι, 330
» Καθþς ερθοýν οι Ποντικοß και προς εμÜς κινÞσουν·
» ¹ ταχτικÜ, Þ Üταχτα απÜνω μας ωρμÞσουν·
» Εμεßς στον τüπο, ασÜλευτοι, τον πλιο σιμοτινü μας
» Ν' αδρÜξωμε, üπως δυνηθÞ καθÝνας, τον οχτρü μας,
» Και σÝροντÜς τον βιαστικÜ απ' üποιο μÝρος τýχη 335
» Εκεß το συντομþτερο την Üκρα να πιτýχη,
» Μαζß μ' αυτοýς να πÝσωμε μες του νεροý το βÜθος,
» Κι' ολüβολους τους πνßγομε χωρßς κανÝνα λÜθος.
» Γιατß να φýγουν δεν μποροýν, κολýμπαις δεν ηξÝρουν.
» Του ανασασμοý την Ýλλειψι αυτοß δεν υποφÝρουν. 340

Τζωπαßνει ο ΦουσκομÜγουλος αφοý γνωμοδοτÜει·
Και των ΜπακÜκων ο λαüς με κρüτο αχολογÜει.
Η συμβουλÞ τους Üρεσε, τον πüλεμο üλοι κρÜζουν.
Τη μÜχη στρÝγουν üλοι τους, και τ' Üρματα συντÜζουν.
Απü τα μολοχüφυλλα της Üντζαις τους ποδαßνουν· 345
Και απü πλατιÜ πεντÜνευρα τ' αστÞθια τους σκεπαßνουν·
Τα καμπρολαχανüφυλλα γυροστρογγυλεμÝνα
Για ασπßδες εχρησßμεψαν σ' εκεßνων τον καθÝνα.
Και απü Μπομπüλων καýκαλα στολßζουν τα κεφÜλια
ΔεμÝνα οχ το πηγοýνι τους για πλιüτερην ασφÜλια. 350
Απü τα βοýρλα τα στεγνÜ, αυτÜ τα παλληκÜρια,
ΒεργιÜ μακριÜ και σουβλερÜ δανεßζουνται κοντÜρια,
Και σαν απαρματüθηκαν σιμαζωχτοß πηγαßνουν·
Της üχταις πιÜνουν της ψηλαßς· το μÜλωμ' αναμÝνουν.
ΚαλνÜν αγνÜντια τον οχτρü με θυμομÝνο μÜτι· 355
Σιοýν τα κοντÜρια φοβεροß, και απü καρδιÜ γιομÜτοι.

Ο Δßας οχ τον ουρανü τον αστροστολισμÝνον,
Και οχ της αχτßνες του ηλιοý αιþνια φωτισμÝνον,
Τους Üλλους κρÜζει τους θεοýς να ιδοýν μια τÝτια μÜχη
Που δεýτερÞ της Üλλοτε αδýνατο να λÜχη. 360
Τα δυνατÜ στρατÝματα τους δεßχνει, που σαν Üλλοι
Κενταýροι παραλλüκοτοι, και Γßγαντες μεγÜλοι,
ΑτÜραγοι στον πüλεμο τελεßως δε δειλιÜζουν,
Μον το σημÜδη καρτερÜν· να χτυπηθοýν κυττÜζουν.
Και προς εκεßνους στρÝφοντας, με τρüπον ερωτüντας, 365
Τη γνþμη τους ερεýναγε γλυκÜ χαμογελüντας.
Να μÜθη πιοι τους Ποντικοýς βουλιüντας να βοηθÞσουν·
Και τα ΜπακÜκια μοναχÜ πιοι Þθελαν ν' αφÞσουν.
Γυρßζει και στην ΑθηνÜ, της λÝγει, θυγατÝρα,
Σε τοýτη την περßστασι και 'ς τοýτην την ημÝρα, 370
Για να συντρÝξης καν εσý δεν Ýχεις στο σκοπü σου
Τους Ποντικοýς, που αδιÜκοπα πηδÜν μες το ναü του.
Και τüσο ορÝγουνται πολý την τζßκνα οχ της θυσßας,
Που σου προσφÝρουν στους βωμοýς του κüσμου η λατρεßαις;
Στα λüγια τüτε του Διüς η ΑθηνÜ αποκρßθη· 375
Ανοßγοντας το στüμα της παρüμια απηλογÞθη.
Να μη βρεθÞ, πατÝρα μου, το βοηθü μου χÝρι
Ν' απλüσω εγþ στους Ποντικοýς σε ü,τι τους συμφÝρει·
Γιατß πολλÜ εßναι τα κακÜ που ολημερÞς μου κÜνουν.
Κι' απÜνω κÜτω του ναοý το στολισμüν μου βÜνουν· 380
Χαλνüντας τα στεφÜνια μου, συντρßβοντας καντÞλια
Για ολßγο λÜδι οποý ρουφÜν, Þ λαιμαργÜν τα φτßλια.
Μον κεßνο που μου πßκρανε παρÜνω την καρδιÜ μου,
Εßν το χρυσüυφαντο πανß, το πλοýσιο φüρεμÜ μου.
Το φüρεμα μου το καλü, το πολυζηλεμÝνο, 385
Που το εßχα με τα χÝρια μου στον αργαλιü υφασμÝνο.
Κι' ως να το σüσω υπüφερα και σκÜνιασαις και λýπαις.
Και αυτοß μου το παρÜχοσαν μπαλþματα στης τρýπαις.
Μον τα Ποντßκια αν δε βοηθþ, μηδÝ και τα ΜπακÜκια
Ακüμα τα συχþρεσα οχ την παλιÜ μου κÜκια. 390
Τι μια φορÜ οχ τον πüλεμο περßσια αποσταμÝνη,
Γυρßζοντας ν' αναπαυτþ σε στρþμα πλαγιομÝνη,
ΟλονυκτÞς δεν μ' Üφηκαν μιαν þρα να σιγÞσω,
Οχ της μεγÜλαις τους φωναßς το μÜτι μου να κλεßσω.
Κι' απÝρασα üσο πþφεξε οχ τα γουρλιÜσματÜ τους 395
Με πονοκÝφαλον βαρý για την αδιακρισιÜ τους,
Και κÜλλια να καθÞσωμε εδþ σε ησυχßα,
Να τους τηρÜμε απü μακριÜ με τÝλια αδιαφορßα
Γιατß παρÜξιους τους θωρþ, κι παραπελπισμÝνους
ΠολεμιστÜδες δυνατοýς, στρατιüταις αντριομÝνους. 400
Κι' αν μας ανταßσουν, βολετü ενÜντια να θυμþσουν,
Με τα βαριÜ κοντÜρια τους κακÜ να μας λαβþσουν.
Για αυτü λοιπüν ας μεßνομεν στον υψηλü ουρανü μας.
Τη μÜχη ν' αγναντεýωμε με δßχως κßνδυνü μας.
¼λοι οι Θεοß αφηκρÜστηκαν της ΑθηνÜς τα λüγια, 405
Και κυκλικÜ καθοýμενοι 'ς των ουρανþν τ' ανþγια
Με περιÝργιας προσοχÞ, και με σκυφτü κεφÜλι,
Στη γη τα βλÝμμα εκÜρφωσαν σε σιωπÞ μεγÜλη.

ΖευγÜρι τüτε Κουνουπιþν ηκοýστη στον αÝρα,
Οποý βοÜν με ταραχÞ ψηλÜ στην ατμοσφαßρα, 410
Με της μακριαßς τους σÜλπιγκαις για να παρακινÞσουν,
Με το σημÜδι της φωνÞς τη μÜχη ν' αρχινÞσουν.
Ο Δßας προς βεβαßωσι των σαλπιστþν βροντÜει,
Που τα ουρÜνια ετρüμαξε, τη γη καταφοβÜει.
Εδþ του ΦουσκομÜγουλου αντßς ν' ακολουθÞσουν 415
Το εξαßρετο στρατÞγημα, και να μη πολεμÞσουν.
Μον να δεχθοýν τους Ποντικοýς στα βÜθη να τους ρßξουν,
Και σÝροντÜς τους στα νερÜ με θρßαμβο να πνßξουν,
Πρþτος ο μÝγας ΧουγιατÜς το Üρμα του ξαμüνει,
Και τον αξιüτερον οχτρü χτυπÜει και πληγþνει· 420
Το Λαδορροýφη πþστεκε στη μπροστινÞν αρÜδα,
Στρατιüτη μεγαλüκαρδον με σπÜνια αντριÜ κι' αξιÜδα,
Αυτüν αγνÜντια του Ýχοντας ματιÜζει με την πρþτη,
Μες το πλευρü τον πßτυχε, και του τρυπÜει το σκüτι.
¸πεσ' ευτýς τ' ανÜσκελα εκεßνος λαβομÝνος, 425
Στον κουρνιαχτü ο ταλαßπωρος αιματοκυλημÝνος.
ΑλλÜ δε χÜνει τη ζωÞ· για τüτες δεν πεθνÞσκει·
Στους πρþτους πÜλι βρßσκεται· στον τüπον απομνÞσκει.
Μ' αντριÜ μεγÜλη δεýτερα, ο ΤρυποφρÜχτης δßνει
Μες του Βαλτßσιου την καρδιÜ του χÜρου την οδýνη. 430
Τα ßσια σαν του τρÜβησε 'ς αστÞθια τον καρφüνει·
Νεκρü κουφÜρι ακßνητο και κρýο τον ξαπλüνει.
Βλητροýδης ο αγÝλαστος σ' Ýνα Üλλο μÝρος πÜλι
Στο ΛυχνοπÞδαν Þφερε φριχτοý θανÜτου ζÜλη·
Στο ψυχικü η κονταριÜ ορμητικÜ τον παßρει, 435
Κι' ως αστραπÞ τον Ýρριξε το φονικü του χÝρι·
Ο ΚοροφÜγος τρομερüς με πεßσμα του κινÜει,
Στο ΦωναρÜν εχýμησε στη μÝση τον χτυπÜει.
Στη γη σωρüν τον Üφηκε, και κεßθε σ' Üλλα μÝρη
Διαβαßνει, κι' αποπßσω του σφαγÞ και φüνο φÝρει· 440
Το σκοτωμü του ΦωναρÜ να ιδÞ ο ΝοτιÜρης φρßζει,
¸τζι γοργüν παρÜστρατα· κι' απü θυμüν αφρßζει·
Ατüφια κι' ολοστρüγγυλη μια πÝτρα ευτýς αρπÜζει,
Μ' οργÞ πολλÞ και μÜνητα καλÜ σαν τη χουφτιÜζει,
Στον ΤρυπαφρÜχτη απανωθιü, οποý τον αντικρýζει, 445
Με γληγορÜδα απßστευτη τα ßσια σφεντονßζει·
Τον παßρει στο αντικÝφαλο, κι' αιþνιο σκοτÜδι
ΕθÜμπωσε τα μÜτια του· τον προβοδÜει στον Üδη.
Ο Λαδορροýφης αποκεß που λαβομÝνος στÝκει,
Δεν ησυχÜζει ζωντανüς να μÝνη αργüς παρÝκει· 450
Στη δυνατÞ παλÜμη του ζυγιÜζει το κοντÜρι·
Το ρßχνει θανατüνοντας στον τüπο το ΝοτιÜρη.
Σαν το δοκÞθη ο ΛαχανÜς λιγüστεψε η ψυχÞ του,
Και μες τη λßμνη απÞδησε να γλýση τη ζωÞ του.
ΑλλÜ κι' εκεß που πÜντεχε μ' ασφÜλια να γλυτρþση, 455
Ο μαýρος χÜρος κι' Üλαλος δεν Ýλειψε να σþση·
Τι ο Λαδορροýφης νιüθοντας τον Üναντρο σκοπü του,
Κι' απü μακριÜ τον πρüφτακε απÜνω στο φυγιü του.
Μια κονταριÜ σαν τþσυρε στα δρüμο τον γκρεμßζει,
Κι' απü το αßμα της πληγÞς η λßμνη κοκκινßζει· 460
Τα μÝλη του ακßνητα κι' αλßγυγα τεντüνουν,
Και το κορμß του το ψυχρü τα κýματα τ' αμπüνουν.
Τον Τυρογλýφη σε γκρεμüν εγκýλησε ο Λιμνιüτης.
Και σ' Üλλον τ' üμιο θÝλησε να κÜμη ο Καλαμιüτης·
Μον στη στιμÞ που βÜνεται, να δεßξη αντριÜ βουλιÝται, 465
Τον Ασκοτρýπα τον τρανüν απÜντεχα δοκÝται.
Που φüνευε αλεημüνητα καθÝναν που απαντοýσε,
Σαν να þριζε το θÜνατο, στο χÝρι τον κρατοýσε.
ΕπÜγωσε οχ το φüβο του, και τþπεσε η ασπßδα,
Και μες τη λßμνη απüθεσε την παντοχÞ και ελπßδα, 470
Του Καλαμιüτη οι Ποντικοß το κÜμωμα θωρüντας,
Στους ΜπακακÜδες þρμησαν περσüτερο θαρρüντας.
Και τους μαζüνουν ομπροστÜ μ' αλλαλαγμü και κρüτο,
Κατüπι κυνηγüντας τους 'χτüν ýστερ ως τον πρþτο.
Μον 'ς των στρατιüτων τ' Üγνωστο δειλü ανακατωμÜ τους 475
Ο Νερορροýφας Ýφτακε τρεχÜτα απü κοντÜ τους.
Και τους φωνÜζει να σταθοýν μ' ασÜλευτο ποδÜρι·
Και σκýφτει αδρÜζει απü τη γη χοντρü βαρý λιθÜρι.
ΕκοντοστÜθη· ετεßναξε την παχουλÞ παλÜμη,
Κι' ανÜγγασεν αλÜθευτα την πÝτρα ευθýς να δρÜμη 480
Με βογγυτü και σιουρισμü τα ßσια στο σημÜδι,
Που μÜτιασε ο σκληρüκαρδος τον Üξιον ΠαστρουμÜδι,
ΜεγÜλο αφεντüπουλο και νιο απü τα χρüνια,
Που των ΜπακÜκων Ýφερνε ζημιÜ και καταφρüνια.
Στον καταπιüνα του λαιμοý τον βÜρεσεν η πÝτρα, 485
Και της ζωÞς του εχÜλασε σε μια στιμÞ τα μÝτρα.
Βουβüς, ταμπηχτοκÝφαλα, και καταματομÝνος,
Χωρßς ανÜσα και πνοÞ διπλþθηκε σφασμÝνος.
Αυτüς ο θÜνατος με μιας τους Ποντικοýς μουδιÜζει,
Κι' απü την πρþτη τους ορμÞ ν' αποκοποýν τους βιÜζει· 490
Κι' οι ΜπακακÜδες θÜρρεψαν και χαμοξανασαßνουν,
Και με καινοýργιαις δýναμες τη μÜχη πÜλι σταßνουν.
Εδþ το πεßσμα κι' ο θυμüς, κι' η λýσσα ανακατεýει
Τα φοβερÜ στρατÝματα, κι' ο φüνος κυριεýει.
Πλιο δεν ψηφÜν το θÜνατο· διψÜν το αßμα ακρÜτο· 495
Και του οχτροý το χαλασμü επιθυμÜν μονÜτο.

Αυτοý χτυπÜει ο ΠινακÜς το φüβιο ΠηλοπÜτη,
Και τον σουβλÜει η κονταριÜ κατÜμεσα στο μÜτι.
Οπßσω οχ τ' αντικÝφαλο το Üρμα διαπερνÜει:
Στην κατοικÜ του Πλοýτωνα γοργÜ τον προβοδÜει· 500
Ο Κολοκýθας πιÜνοντας σφιχτÜ του Τζικνογλýφη
Οχ το ποδÜρι το δεξß διο τρεις φοραßς το στρßφει·
Τον κολοσÝρει, φεýγοντας üσο μπορεß, μαζß του,
Μες το νερü κρατüντας τον, ως να σβυστÞ η πνοÞ του.
Συντρüφους τüσους καταγÞς ο ΚομματÜς να βλÝπη, 505
Καθüλου δεν αργοπορÜει να εκδικηθÞ, ως πρÝπει·
Τον παινεμÝνον ΠλεμονÜ εχþρισε στη μÝση,
Και παγομÝνον παρευτýς τον Ýκαμε να πÝση.
Βογγοýσης πÜλι ο ακρÜτητος με τ' αγριομÝνο βλÝμμα
Τον ΚομματÜ εφοβÝρισε χουγιÜζοντÜς του· τρÝμα. 510
ΤρÝμα ανÜξιε, ουτιδανÝ και πριν να τ' αποσþση,
Απüκοτις δοκßμασε κοντÜ να τον τυφλþση,
Με χοýφτα λÜσπης νερουλÞς που αδραχτηκÜ σηκüνει
Του χρει τη μοýρη ολÜκαιρη, τα μÜτια του θαμπüνει,
Κακßζει τüτε ο ΚομματÜς και στη στιμÞν εκεßνη 515
ΧεριÜζει πÝτραν Ýβελη, και δßχως ν' αναμεßνη,
Προς τον οχτρü του απανωθιü πεισματικÜ απολνÜει,
Και το μηρß του το δεξß συντρßμματα σκορπÜει·
Μον ο ΣκουζιÜρης πÜραυτα τον φßλο ξεδικÝται·

Στον ΚομματÜ με μÜνιομα ακρÜτιγο απολνιÝται· 520
Το μυτερü κοντÜρι του στον οφαλü του χüνει·
Και με βρισιαßς και χλευασμοýς ακüμα τον μαλüνει·
ΠλατιÜ πληγÞ του Üνοιξε στην απαλÞ κοιλιÜ του,
Και Ýρρεψαν αμπουριαστÜ στο χþμα τ' ÜντερÜ του.
ΒλÝπει ο ΠροσφÜης, να σÝρνεται με τα κουτζÜ του σκÝλη 525
Βογγοýση τον περÞφανο, που βιÜζεται, και θÝλει
Να πÜρη τον κατÞφορο μ' ελπßδα να βουτÞση,
Και τη γλυκÞ του τη ζωÞ ο δüλιος ν' απαντÞση.

Μον κεßνος καταπÜνω του τρεχÜτος τον πλακüνει,
Με το κοντÜρι τον βαρεß και τον αποτελιüνει· 530
Ο ΨωμοφÜγος ΒασιλιÜς, οποý σε πÜσα τÜξη
Μικροýς, μεγÜλους Ýκαμε καθÝνας να τρομÜξη,
Το ΦουσκομÜγουλο απαντÜει· ανÜφτει οχ το θυμü του,
Και το κοντÜρι εζýγιασε ενÜντια στον οχτρü του.
Μον Ýσφαλε το ρßξιμο και δεν τον ευτυχÜει· 535
Και στην πατοýσα ξþδερμα τον χαμογρατζουνÜει·
Ξεφεýγει ο ΦουσκομÜγουλος του χÜρου το δρεπÜνι,
Και προς τη λßμνη ογλÞγορος τη στρÜτα τüτε πιÜνει·
Ο ΨωμοφÜγος Üσειστος στο ü,τι μελετÜει,
Με βιαστικÜ πατÞματα κατüπι του ακλουθÜει· 540
ΜηδÝ η καρδιÜ του το' στρεγε να τον απαρατÞση
Χωρßς νεκρüν να τον ιδÞ· το αßμα να του χýση.
Τüτε ο ΠρασσÜτος Üξαφνα οχ το πλευρü τους βγαßνει,
Στον ΨωμοφÜγο ρßχνοντας, μον δεν τον πιτυχαßνει·
Τι ο ΒασιλιÜς επρüφτακε, και τ' Üρμα οπßσω αμπüχνει 545
ΚρυμμÝνος στην ασπßδα του· και το κακü αποδιüχνει·
Σε τοýτο ο ΦουσκομÜγουλος απÝκει σκαπετÜει·
Στης λßμνης τα κατÜβαθα γλυτρüνοντας πηδÜει·
Στων Ποντßκων το στρÜτεμα εκεßνο τ' ακουσμÝνο
¹ταν κι' Ýν' Üξιο ασýγκριτα, παιδß καμαρομÝνο, 550
Του ΚομματÜ μονÜκριβο, κι αλÞθια παλληκÜρι,
Οποý τους Üλλους διÜβαινε σε νιÜτα και σε χÜρι,

Ο Ροκανοýλης κρÜζονταν στο Ýντιμο üνομÜ του·
Κι' ο ßδιος ¢ρης φαßνονταν οχ την πολλÞν αντριÜ του.
Σε üχτη απÜνω στÝκοντας γυρτüς κι' ακουμπημÝνος, 555
Στο τρομερü κοντÜρι του, κι' απü θυμü αναμμÝνος,
Αυτüς ατüς του υπüσχονταν, αβοÞθητος, μονÜτος
Των ΜπακακÜδων τη φυλÞ να σβýση κατακρÜτος.
Κι' ως τüσο Üγριος γÝνεται, κι' ως τüσο φοβερßζει,
Που του οχτροý το στρÜτεμα ολüκληρο απελπßζει· 560
Και δßχως Üλλο ημπüρηγε το λüγο να τελιüση·
Τι εßχε καρδιÜ και δýναμι να τ' αποκατορθþση·
Αν ο πατÝρας των θεþν και των θνητþν ανθρþπων
Του Κρüνου ο υγιüς δεν πρüφταινε, δεν Ýκανε τον τρüπον
Τους ΜπακακÜδες τους φτωχοýς για τüτε να 'λεÞση· 565
Στους αποδÝλοιπους Θεοýς παρüμια να μιλÞση·
Διü τρεις φοραßς ταρÜζοντας το θεúκü κεφÜλι,
Τα βλÝμματα γυρßζοντας σε μια μεριÜ και σ' Üλλη.
Ω τι μεγÜλη συφορÜ, προβλÝπω, θελÜ γÝνη
Στους ΜστακακÜδες σÞμερα· Ω, τι κακü συμβαßνει. 570
Του Ροκανοýλη η δýναμη παραπολý με σκιÜζει·
Ξεπατωμü αθερÜπευτο θωρþ να τους τοιμÜζη.

¸τζι εßπε ο Δßας· και σ' αυτÜ τα θεúκÜ του λüγια,
Για τους ΜπακÜκους θλιβερÜ και μαýρα μοιριολüγια,
Ο ¢ρης αποκρßθηκε, και λÝγει προς τον Δßα, 575
Δεν εßν' δουλιÜ της ΑθηνÜς, μÞτ' εδικÞ μου αντρεßα,
Στο χαλασμü των Μπακακþν να βÜλωμεν εμπüδιο.
Μον αν το κρßνης εýλογο, το στοχαστÞς αρμüδιο,
Καταπþς εßμαστε μαζß να τρÝξωμε üλοι αντÜμα,
ΒοÞθια να τους δþκομε με λüγο και με πρÜμμα· 580
¹ το φριχτü και φλογερü δικü σου αστροπελÝκι,
Που 'ς των ποδιþν σου το θρονß πÜντ' αναμμÝνο στÝκει·
Οποý ΓιγÜντους φλüγισε, ΤιτÜνες Ýχει κÜψη,
Αυτü να ρßξης μια βροντÞ, αυτü σ' αυτοýς ν' αστρÜψη·
Σ' αυτοýς να πÝση ανÜμεσα, να νιüσουν την οργÞ σου. 585
Να χωριστοýν, να δοκηθοýν, πως εßναι προσταγÞ σου.

Ο Δßας τüτε με θυμü αστρÜφτει και βροντÜει,
Που ο Ουρανüς εσεßστηκε, η γη βαθιÜ αντηχÜει·
Μες τα στρατÝματα η φωτιÜ οχ τα ΟυρÜνια πÝφτει,
Αλλ' η ορμÞ των Ποντικþν τελεßως δεν ξεπÝφτει. 590
ΚυττÜζει ο Δßας φοβερüς την τüση αποκοτιÜ τους,
Και στους ΜπακÜκους Ýστειλε βοηθοýς απü κοντÜ τους.
Αιφνßδια βγαßνουν οχ τη γη ανÜποδα στο σχÞμα·
Απ' üσα ζιοýν εις τη στεριÜ, Þ κολυμπÜν στο κýμα,
ΠλατζιουκωτÜ, αστηθüστομα, με κοκκαλÝνια ρÜχη, 595
Με διο ψαλßδες ομπροστÜ, με μÜτια οχ το στομÜχι.
Μ' οχτþ ποδÜρια σκλεπωτÜ, που στο πλευρü βαδßζουν·
Κι' αυτÜ τα τερατüμορφα Καβοýρια ονοματßζουν·
Η δυναταßς κοπßδες τους το μÝρος που δαγκÜσουν,
ΘενÜ το κüψουν Üφευχτα· θελÜ το κομματιÜσουν. 600
Νοραßς λοιπüν των Ποντικþν ποδÜρια τους λιανßζουν.
Κι' οχ τ' αποδÝλοιπο κορμß με πüνους τα χωρßζουν·.
ΧτυπÜν μ' αγþνα οι Ποντικοß και με τα δυνατÜ τους·
Δεν κατορθüνον τßποτες σ' εκεßνους τ' ÜρματÜ τους.
Ας προσπαθÜν üσο ημποροýν· του κÜκου τυραγνιοýνται· 605
Των Καβουριþν τα καýκαλα καθüλου δεν τρυπιοýνται.
Οχτροýς παρüμιους να ιδοýν ελπßδα δεν τους μÝνει·
ΜηδÝ βαστÜν στον πüλεμο· και φεýγουν τρομασμÝνοι.
ΚοντÜ βασßλεμα ηλιοý το πρÜμμα αυτü ακλουθÜει·
Και σε μιας μÝρας διÜστημα η μÜχη αυτÞ σκολνÜει· 610

Ο Ν Ο Μ Α Τ Α   Τ Ω Ν   Μ Π Α Κ Α Κ Ω Ν.

Φ ο υ σ κ ο μ Ü γ ο υ λ ο ς· οποý φουσκüνει τα μÜγουλα
Λ α σ π Ü ς· οποý περπατÜει στης λÜσπαις·
Ν ε ρ ο θ ρ ü ν α· οποý Ýχει το θρονß της στα νερÜ.
Χ ο υ γ ι α τ Ü ς· οποý χουγιÜζει δυνατÜ.
Β α λ τ ß σ ι ο ς· οποý κατοικÜει στους βÜλτους.
Β λ η τ ρ ο ý δ η ς· οποý Ýχει χρþμα Βλßτρου.
Φ ω ν α ρ Ü ς· οποý φωνÜζει·
Ν ο τ ι Ü ρ η ς· οποý χαßρεται στη νοτιÜ.
Λ α χ α ν Ü ς· οποý Ýχει χρþμα λαχανß.
Λ ι μ ν ι ü τ η ς· οποý κατοικÜει στης λßμναις.
Κ α λ α μ ι ü τ η ς· οποý κÜθεται στα καλÜμια.
Ν ε ρ ο ρ ρ ο ý φ η ς· οποý ρουφÜει το νερü.
Π η λ ο π Ü τ η ς· οποý περπατÜει στον πηλü.
Κ ο λ ο κ ý θ α ς· οποý Ýχει χρþμα κολοκυθßου.
Π λ ε μ ο ν Ü ς· οποý Ýχει γερÜ πλεμüνια και σκοýζει.
Β ο γ γ ο ý σ η ς· οποý φωνÜζει βογγüντας.
Σ κ ο υ ζ ι Ü ρ η ς· οποý üλο σκοýζει.
Π ρ α σ σ Ü τ ο ς· οποý Ýχει χρþμα του πρÜσου.

Ο Ν Ο Μ Α Τ Α   Τ Ω Ν   Π Ο Ν Τ I Κ Ω Ν.

Τ ρ ι μ ο ý δη ς· οποý μαζüνει τα τρßματα.
Ψ ω μ ο φ Ü γ ο ς· οποý του αρÝγει το ψωμß.
Α μ π α ρ ο ý λ α· οποý τρυπÜει και μπαßνει στα αμπÜρια.
Ξ υ γ γ ο μ Ü σ η ς· οποý τρþγει το ξýγγι.
Π ι ν α κ Ü ς· οποý μπαßνει στα πινÜκια.
Λ α δ ο ρ ρ ο ý φ η ς· οποý ρουφÜει το λÜδι.
Τ ρ υ π ο φ ρ Ü χ τ η ς· οποý μπαßνει στης τρýπαις.
Λ υ χ ν ο π Þ δ α ς· οποý πηδÜει στα λυχνÜρια.
Κ ο ρ ο φ Ü γ ο ς· οποý τρþγει της κüραις.
Τ υ ρ ο γ λ ý φ η ς· οποý νοστιμεýεται το τυρß.
Α σ κ ο τ ρ ý π α ς· οποý τρυπÜει τ' ασκιÜ.
Π α σ τ ρ ο υ μ Ü δ η ς· οποý κυνηγÜει τους παστρουμÜδες
Τ ζ ι κ ν ο γ λ ý φ η ς· οποý τρþγει της τζßκναις.
Κ ο μ μ α τ Ü ς· οποý γυρεýει κομμÜτια κÜθε λογÞς.
Π ρ ο σ φ Ü η ς· οποý του αρÝγει κÜθε προσφÜγι.
Ρ ο κ α ν ο ý λ η ς· οποý ροκανÜει ü,τι να βρη.

-----------------------------

ΠουλÜκι ΞÝνο

ΠουλÜκι ξÝνο,
ξενιτεμÝνο,
πουλß χαμÝνο,
ποý να σταθþ;
Ποý να καθßσω
να ξενυχτÞσω,
να μη χαθþ;

ΒραδιÜζ’ η μÝρα,
σκοτÜδι παßρει,
και δßχως ταßρι
ποý να σταθþ;
Ποý να φωλιÜσω,
σε ξÝνο δÜσο
να μη χαθþ;

Η μÝρα φεýγει.
Η νýχτα βιÜζει
να ησυχÜζει
κÜθε πουλß.
Εγþ στενÜζω,
το ταßρι κρÜζω,
ξÝνο πουλß.

ΚοιτÜζω τ’ Üλλα
πουλιÜ ζευγÜρι
αυτÞν τη χÜρη
δεν Ýχω πλια.
Νýχτα με δÝρει
με δßχως ταßρι,
χωρßς φωλιÜ.

Γυρßζω να ’βρω
ποý να καθßσω
να ξενυχτÞσω
καν μοναχü.
ΚÜθε κλαρÜκι
βαστÜει πουλÜκι
ζευγαρωτü.

Δεν με γρωνßζουν,
κι εδþ με διþχνουν
κι εκεß μ’ αμπþχνουν.
Ποý να σταθþ;
Αχ, πþς να γÝνω,
ποý να πηγαßνω,
να μη χαθþ;

ΛυγÜν οι κλÜδοι,
τα φýλλα σειοýνται,
γλυκοτσιμπιοýνται
τ’ Üλλα πουλιÜ.
Κι εγþ το ξÝνο
το πικραμÝνο,
χωρßς φωλιÜ.

Απü ’να σ’ Üλλο
πετÜω δενδρÜκι,
να βρω κλαρÜκι
για να σταθþ,
για ν’ ακουμπÞσω,
να ξενυχτÞσω,
να μη χαθþ.

ΑπορριμμÝνο
σε Üγρι’ αγκÜθια
πικρÜ μου πÜθια
και ξενιτιÝς,
θρηνþντας μÝνω,
κι εκεß διαβαßνω
κακÝς νυχτιÝς.

    Στ' ¼νειρü Μου

Εßδα απüψε στ' üνειρü μου,
Φýλλη, σ' εßχα στο πλευρü μου,
και στη μÝση Ýνα παιδÜκι
που το τρυγερü χερÜκι,
μ' ιλαρÞ θωριÜ τηρþντας
και γλυκÜ χαμογελþντας,
πüτε Üπλωνε σ' εμÝνα,
πüτ' εχÜúδευεν εσÝνα.

Σου εßπα: ποιο εßναι τοýτο, Φýλλη;
Συ, δαγκÜνοντας τ' αχεßλι,
μου εßπες: ΔÜφνι, απü ποιο μÝρος
ξÝνος Ýρχεσαι; εßν' ο ¸ρως!
Τον αρπÜζω απü κοντÜ μου,
και μ' εμÜς, ως που να φÝξη,
τον αφÞκαμεν να παßξη.

Νοιþθεις, Φýλλη, την αιτßα
στα μου πλÜθει η φαντασßα;
¸χω ημÝρες που δε σ' εßδα·
και αν καμμιÜ δεν εßν' ελπßδα
γλÞγορα ν' ανταμωθοýμε,
κÜλλια ως τüτε να κοιμοýμαι!

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers