Πριν ξεκινÞσω το Üρθρο οφεßλω να πω πω το συγκεκριμÝνο, δε θα μποροýσα να το φτιÜξω, αν δεν εßχα τρομερÞ βοÞθεια απü τη Μαρßα ΘαλασσινÞ (κατÜ κüσμον Μαρßα ΑρκουλÞ), την οποßαν ευχαριστþ πÜρα πολý και της εκφρÜζω το βαθýτατο σεβασμü μου! Επßσης υπÜρχει πλÝον και το ΓΛΩΣΣΑΡΙ του, üπου μπορεßτε να το ανοßξετε δßπλα παρÜλληλα, þστε διαβÜζοντας και βρßσκοντας λÝξη Üγνωστη, να μπορεßτε να ανατρÝχετε εκεß!
Πρüκειται για θρηνητικÜ τραγοýδια που λÝγονταν παρÜ τη θýρα του προσþπου που παρατοýσε το ταßρι του, απü το ßδιο το ταßρι κι Þταν Ýνα (κατÜ τα λεγüμενα) σýνηθες φαινüμενο κατÜ την αρχαιοτητα! Αυτü συνÞθως, αν το εν λüγω Üτομο δε μποροýσε, παραγγελüταν σε κÜποιον Þ κÜποια ποιÞτρια της εποχÞς!
ΠαρακÜτω θα παραθÝσω μερικÜ δεßγματα, τÝτοιων ασμÜτων.
¢γνωστης Αρχαßας ΠοιÞτριας
Παρακλαυσßθυρον
Ἐξ ἀμφοτÝρων γÝγονεν αἵρεσις, ἐζευγßσμεθα•
τῆς φιλßης Κýπρις ἔστ' ἀνÜδοχος•
ὀδυνÞ μ' ἔχει, ὅταν ἀναμνησθῶ ὡς κατεφßλει
'πιβοýλως μÝλλων με καταλιμπÜνειν
ἀκαταστασßης εὑρετÞς. Χὠ τὴν φιλßην ἐκτικþς
ἔλαβÝ μ' Ἔρως, οὐκ ἀπαναßνομαι,
αὐτὸν ἔχουσ´ ἐν τῇ διανοßαι.
Ἄστρα φßλα καὶ πüτνια Νὺξ
συνερῶσÜ μοι παρÜπεμψον ἔτι με νῦν
πρὸς ὃν Κýπρις ἔκδοτον ἄγει με
χὠ πολὺς Ἔρως παραλαβþν.
Συνοδηγὸν ἔχω τὸ πολὺ πῦρ
τοὐν τῇ ψυχῇ μου καιüμενον.
ΤαῦτÜ μ' ἀδικεῖ, ταῦτÜ μ' ὀδυνᾷ•
ὁ φρεναπÜτης, ὁ πρὸ τοῦ μÝγα φρονῶν,
καὶ ὁ τὴν Κýπριν οὐ φÜμενος
εἶναß μοι τοῦ 'ρᾶν αἰτßαν,
οὐκ ἤνεγκε νῦν τὴν τυχοῦσαν ἀδικßην.
ΜÝλλω μαßνεσθαι• ζῆλος γÜρ μ' ἔχει,
καὶ κατακαßομαι καταλελειμμÝνη.
Αὐτὸ δὲ τοῦτü μοι τοὺς στεφÜνους βÜλε,
οἷς μεμονωμÝνη χρωτισθÞσομαι.
Κýριε, μÞ μ' ἀφῇς ἀποκεκλειμÝνην•
δÝξαι μ' εὐδοκῶ, ζηλῶ δουλεýειν.
Ἐπιμανῶς ἐρᾶν μÝγαν ἔχει πüνον,
ζηλοτυπεῖν γὰρ δεῖ, στÝγειν, καρτερεῖν•
ἂν δ' ἑνὶ προσκαθῇ, μüνον ἄφρων ἔσει,
ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαßνεσθαι ποιεῖ.
Γßνωσχ' ὅτι θυμὸν ἀνßκητον ἔχω,
ὅταν ἔρις λÜβῃ με• μαßνομαι εἰ μονοκοιτÞσω,
σὺ δὲ χρωτßζεσθ' ἀποτρÝχεις.
Νῦν δ’ ἂν ὀργισθῶμεν, εὐθὺ δεῖ καὶ διαλýεσθαι.
Οὐχὶ διὰ τοῦτο φßλους ἔχομεν οἳ κρινοῦσι τßς ἀδικεῖ;
νῦν ἂν μὴ ἐπι[
ἐρῶ, κýριε, τὸν [
Νῦν μὲν οὔθ’ ε[
πλýτης ο[
δυνÞσομαι
Κοßτασον, ἧς ἔχ[εις
ἱκανῶς σοῦ ἐν [
κýριε, [
πῶς μ’ ἀ[φῇς
πρῶτüς μ’ ἐπεßρ[ασας
κýρι’, ἂν ἀτυχ[ῇ]ς, οὐ [
ὀπυασþμεθα• ἐμῶν ..εδε[…. ἐπι-]
τηδεßως αἰσθÝσθω μ..ταν [
Ἐγὼ δὲ μÝλλω ζηλοῦν τω [
δουλ….. τ’ ἄν• διαφοροῦ• ἢ
ἀνθρ[þπου]ς ἀκρßτως θαυμÜζεις
με[ ]φ[ο]ρη• προσßκου δ’ ὠ[
θαυ[μα ὠ]χρßην κατεῖδον ὁ
σχω[ ]τῳ τοιντα η ετυ[
κου[ ἐ]νüσησα νηπßα• σὺ δÝ, κýρ[ιε,
καὶ [ ] [καταλελει]μμÝν[ην] [ ]
λελÜλ[ηκ’ ἐγὼ πε]ρὶ ἐμὴν [ ψυχÞν.
Τὸ θÝλαμε κι οἱ δυü μας·
παντρευτÞκαμε· τὸν ἔρωτÜ μας ἡ Κýπρις
εὐλογεῖ· ὀδýνη μὲ κατÝχει,
ὅταν θυμηθῶ
πῶς μὲ γÝμιζε φιλιὰ τῆς προδοσßας
ἐνῶ το ‘χε ἀποφασßσει
νÜ μ’ ἐγκαταλεßψη
τῆς ἀνεμοδοýρας ὁ ἐφευρÝτης
καὶ τῆς ἀγÜπης ὁ ἔνοχος.
Ἔρωτας μὲ αἰχμαλþτισε,
δὲν τὸ ἀπαρνοῦμαι.
ἈστÝρια λατρεμÝνα καὶ Νýχτα ἀρχüντισσα
συντρüφισσα στὸν ἔρωτÜ μου ἐσὺ
τþρα πιὰ συνüδεψÝ με σ’ ἐκεῖνον
ποὺ προδομÝνη μὲ τραβᾶ
ἡ Κýπρις κι αἰχμÜλωτη ὁ πολὺς Ἔρωτας.
Συνοδηγὸ ἔχω τὴν τρανὴ φωτιὰ
ποὺ μοῦ καßει τὰ σωθικÜ.
Ἔτσι μὲ προδßδει ἔτσι μὲ πονᾶ
ὁ καρδιοπλÜνος,
ὁποὺ καυχιüτανε παλιÜ κι ἔλεγε
πὼς δὲν εἶν’ ἡ Κýπρις τοῦ ἔρωτÜ μου ἡ αἰτßα
τþρα δὲν ἄντεξε τὴν ἀπιστßα ποὺ τὸν βρῆκε!
Θὰ τρελλαθῶ· μὲ κυριεýει ἡ ζÞλεια
καὶ καßγομαι ὁλüκληρη ἡ ἐγκαταλελειμμÝνη.
Εἶναι κι αὐτü· τὰ στεφÜνια ἄστα μου νὰ πÝσουν,
γιατὶ μαζß μ’ αὐτὰ τὸ κορμß μου θὰ ξαπλþσω μοναχÞ μου·
δÝξου με· τὸ θÝλω τὸ λαχταρῶ σκλÜβα σου νὰ γßνω.
ΝÜ ‘σαι τρελλὸς ἀπὸ ἔρωτα μεγÜλο ἔχει πüνο,
γιατὶ ἀναγκÜζεσαι ἀπὸ ζÞλεια νὰ χτυπιÝσαι , νὰ ὑπομÝνης, νὰ βαστᾶς.
σὲ ἕναν ἂν κολλÞσης, σχεδὸν θὰ χÜσης τὸ μυαλü σου,
γιατὶ ὁ ἔρωτας ὁ ἀνανταπüδοτος σὲ ὁδηγεῖ στὴν τρÝλλα.
ΜÜθε πὼς ἔχω ἀνßκητη καρδιÜ
ὅταν μὲ πιÜση τὸ γινÜτι μου· ζουρλαßνομαι
ἂν μüνη μου πλαγιÜζω,
ἐνῶ ἐσὺ τρÝχεις ἀλλοῦ νὰ δþσης τὸ κορμß σου.
Καὶ τþρα ἂν μαλþσουμε πρÝπει
ἀμÝσως νὰ φιλιþσουμε.
Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουμε τοὺς φßλους,
ποιüς φταßει γιὰ νὰ κρßνουν;
Τþρα ἂν δὲν [
ἀγαπῶ, κýριε, τὸν [
Τþρα βÝβαια οὔτε [
νὰ πλýνω [
θὰ μπορÝσω.
ΞÜπλωσÝ τη στὸ πλÜι σου
ἀρκετὰ [
κýριε, πῶς μ’ ἀφÞνης
πρῶτος γυναῖκα μὲ ἔκανες
κýριε, ἂν ἀτυχÞσης,
ἂς παντρευτοῦμε· τῶν δικῶν μου [
κοντÜ του ἂς μὲ νιþση [
Μὰ ἐγὼ θὰ ζηλεýω [
σκλÜβα…κÜνε με κομμÜτια·
ἀνθρþπους ἀδιακρßτως θαυμÜζεις
] ἦρθες ὡς ἱκÝτης [
κουκλὶ [ ] χλωμὸ σὲ εἶδα
] κι ἀρρþστησα ἡ ἀνüητη· ὅμως ἐσý, κýριε,
[μ’ ἔχεις ] ἐγκαταλελειμμÝνη· [ ἔτσι ]
ἔχω μιλÞσει ἐγὼ γιὰ τὴ ζωÞ μου.
--------------------------------------------------------------------------------
ΠροπÝρτιος
Ο ΣÝξτος ΠροπÝρτιος καταγüταν απü οικογÝνεια ιππÝων κι Þταν Λατßνος Ρωμαßος ελεγειακüς ποιητÞς, που γεννÞθηκε περß το 50 π.Χ. στη ΜπεβÜνια (Bevagna) στο Assisium της ΟυμβρικÞς (κεντρικÞ Ιταλßα, κοντÜ στη σημερινÞ Περοýτζια) και πÝθανε μεταξý του 15 π.Χ. και του 2 π.Χ.. Αν κι ορφανüς απü πατÝρα σε μικρÞ ηλικßα, στÜλθηκε στη Ρþμη για να γßνει δικηγüρος, αλλÜ αφοσιþθηκε στην ποßηση. ΠÝρασε το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς του στη Ρþμη κι υπÝστη δÞμευση της περιουσßας του ως αποτÝλεσμα των αγροτοοικονομικþν μεταρρυθμßσεων του Οκταβιανοý μετÜ τους εμφυλßους πολÝμους. ΕλÜχιστα Üλλα πρÜγματα γνωρßζουμε για τη ζωÞ του. Το Ýργο του πÜντως Ýχει ισχυρÝς επιδρÜσεις απü την ποßηση του ΚÜτουλλου, του πλÝον αξιοσημεßωτου νεωτερικοý ποιητÞ.
Το σωζüμενο Ýργο του Προπερτßου αποτελεßται απü 4 βιβλßα με ελεγεßες. Στις ιδÝες του μοιÜζει να αμφιταλαντεýεται ανÜμεσα στη τÜξη και στην ανατρεπτικüτητα. Στις Ελεγεßες I-III περιγρÜφει τη νοοτροπßα της «οικογενειακÞς γαλÞνης» πολλþν Ρωμαßων που Þθελαν να απολαýσουν την ειρÞνη μετÜ απü 3 γενιÝς εμφυλßου πολÝμου. Ενþ θαυμÜζει την αγνüτητα, αλλοý αντιτßθεται στους αυστηροýς ηθικοýς νüμους του Αυγοýστου. Στο II.vii διεκδικεß το δικαßωμα να ζÞσει εκτüς γÜμου με την ερωμÝνη του, τη Κυνθßα. (Η αγαπημÝνη του που φÝρει το λογοτεχνικü üνομα Κυνθßα (Cynthia) πραγματικÜ ενδÝχεται να ονομαζüταν Οστßα (Hostia)). Οι Ιουλιανοß Νüμοι του 18 π.Χ. πρüσταζαν üτι Üνθρωποι üπως ο ΠροπÝρτιος πρÝπει να παντρεýονται και να Ýχουν παιδιÜ, ενþ üσοι δεν συμμορφþνονταν αντιμετþπιζαν βαριÝς ποινÝς.
Ο ΠροπÝρτιος εßναι Ýνας doctus poeta, Ýνας λüγιος δηλαδÞ ποιητÞς, ο οποßος ακολοýθησε τα χνÜρια της καλλιμαχικÞς αισθητικÞς και πολυμÜθειας. Η «αλεξανδρινþν προδιαγραφþν» ποßησÞ του χαρακτηρßζεται απü την Ýντονη παρουσßα του μýθου, πρωταρχικüς σκοπüς του οποßου εßναι να καταστÞσει σαφÝς σε ποια θÝση κατατÜσσει ο ποιητÞς την αγαπημÝνη του και τον ÝρωτÜ του. Η προτßμηση του ποιητÞ για τις πιο σκοτεινÝς και λιγüτερο γνωστÝς μυθολογικÝς παραλλαγÝς εντυπωσιÜζει. Η γλþσσα του εßναι γεμÜτη αντιθÝσεις, üπως κι η αλληλουχßα των σκÝψεων κι η δομÞ των ποιημÜτων του. Οι ελεγεßες του, που εßναι κατÜ κανüνα συντομüτερες απü εκεßνες του Τßβουλλου, εμφανßζουν αναπÜντεχες ανατροπÝς και απüτομες συναισθηματικÝς μεταπτþσεις και χαρακτηρßζονται απü Ýντονη δραματικüτητα.
Στον ΠροπÝρτιο üλα τα μοτßβα της ερωτικÞς ελεγεßας εμφανßζονται σε πλÞρη ανÜπτυξη. Σε αντßθεση με τον Τßβουλλο, δεν τον συγκινεß οýτε η φýση οýτε ο ομοφυλοφιλικüς Ýρωτας. Για τον ΠροπÝρτιο ευγÝνεια καταγωγÞς, δýναμη, και πλοýτος υποχωροýν και υποτÜσσονται στον Ýρωτα. Ωστüσο, απÝχει πολý απü το να θεωρηθεß φιλοσοφικüς ποιητÞς.
Πολý συχνÜ και με ποικιλßα τρüπων ο ποιητÞς στο Ýργο του σχολιÜζει τη διαδικασßα της ποιητικÞς γραφÞς. Μαζß με τον ΟρÜτιο Ýχει στοχαστεß την ποιητικÞ του τÝχνη περισσüτερο απü πολλοýς Üλλους ποιητÝς της αυγοýστειας εποχÞς. ¸χει πλÞρη συναßσθηση της σπουδαιüτητας της ποßησÞς του. ¸τσι, στο πρþτο βιβλßο η ποßηση τßθεται στην υπηρεσßα του Ýρωτα ως τρüπου ζωÞς. Στο δεýτερο και τρßτο αναπτýσσει περισσüτερο τη σπουδαιüτητα της ποßησÞς του, ενþ στο τÝταρτο η ελεγεßα εξυπηρετεß μια καλλιμαχικοý τýπου αιτιολογικÞ επεξεργασßα γνÞσια ρωμαúκοý υλικοý.
Ο ποιητÞς δουλεýει πÜνω σε σχÞματα που θα γßνονταν ουσιþδη στην ελεγειακÞ ποßηση, π.χ. στο παρακλαυσßθυρον (1, 6). Απü τα καλýτερα σημεßα του Ýργου του θεωρεßται η «βασßλισσα των ελεγειþν» Þ «Ελεγεßα της Κορνηλßας» (IV.xi), üπου η νεκρÞ Κορνηλßα μιλÜ απü τον τÜφο στον σýζυγü της Paullus και στα παιδιÜ της. Σε Ýνα απü τα πλÝον συγκινητικÜ χωρßα στη ρωμαúκÞ ποßηση, συμβουλεýει τον Üνδρα της πþς να εßναι Ýνας καλüς πατÝρας προς τα παιδιÜ τους:
«Και αν ποτÝ θρηνεßς, μη τ’ αφÞνεις να δουν, παρÜ üταν Ýρχονται σιμÜ σου, παραπλÜνησε τα φιλιÜ τους με στεγνÜ μÜγουλα! Να εßσαι Þσυχος σε Üυπνες νýχτες που πÝρασες σκεπτüμενος üτι σου λεßπω και με συχνÜ üνειρα που σου φαßνεται πως βλÝπεις το πρüσωπü μου. Και üταν μιλÜς μüνος σου στο πορτραßτο μου, κÜνε κÜθε σου λüγο πιστεýοντας πως θ' απαντÞσω» (79-84).
Η ταραχþδης ερωτικÞ σχÝση του ΠροπÝρτιου με τη φλογερÞ Κυνθßα εßναι το βασικü θÝμα στο Ýργο του και δßνει επßσης κÜποιους απü τους γνωστüτερους στßχους του. Στο I.xix δεν εßναι ο θÜνατος που φοβÜται, αλλÜ üτι πεθαßνοντας θα χÜσει την Κυνθßα («καμιÜ αγÜπη δεν εßναι ποτÝ αρκετÜ μακρüχρονη»). Στο II.i περιγρÜφει πως η «μοýσα» του τον εμπνÝει να γρÜψει:
«Ας ποýμε üτι βγαßνει αστρÜφτοντας με μετÜξια απü την Κω, το Κþον της φüρεμα μιλÜ για Ýνα τüμο... Þ πÜλι αν σφαλßσει τα βλÝφαρα σε επιθυμητü ýπνο, Ýχω χßλιες νÝες ιδÝες για ποιÞματα. Αν πÜλι παλεýει μαζß μου γυμνÞ, ε, τüτε σωρεýουμε μακροσκελεßς ΙλιÜδες. Απ' ü,τι μπορεß να κÜνει Þ να πει, Ýνα Ýπος γεννιÝται, μεγÜλο, απü το τßποτα» (5-16).
Το ýφος του ΠροπÝρτιου σημαδεýεται απü φαινομενικÜ απüτομες μεταπτþσεις κι εßναι πολý υπαινικτικü. Η ιδιüμορφη χρÞση της γλþσσας, συνδυαζüμενη με τη κακÞ κατÜσταση του αρχικοý κειμÝνου, Ýχουνε καταστÞσει τις ελεγεßες του πρüκληση για τον επιμελητÞ των εκδüσεþν τους.
Εισαγωγικü σημεßωμα για τον κῶμο που θα ακολουθÞσει (1,16)
Το ποßημα ανÞκει στη κατηγορßα του κþμου Þ παρακλαυσßθυρου, του μÜταιου, δηλαδÞ, τραγουδιοý του exclusus amator (χωρισμÝνοι εραστÝς) Ýξω απü την πüρτα της αγαπημÝνης του. Ο κῶμος του εραστÞ Ýξω απü την κλειστÞ πüρτα της αγαπημÝνης του Ýχει διαχρονικÞ παρουσßα τüσο στην αρχαßα ελληνικÞ üσο και τη λατινικÞ λογοτεχνßα.
ΑπαντÜ για πρþτη φορÜ στον Αλκαßο (απ. 374 δÝξαι με κωμÜσδοντα, δÝξαι, λßσσομαß σε, λßσσομαι) και σε μεγαλýτερη κλßμακα στον ΑριστοφÜνη (Εκκλ. 952 κ.εξξ.). Η παρουσßα του μοτßβου εßναι εντονüτατη στην ελληνιστικÞ ποßηση, κυρßως στο επßγραμμα (π.χ. ΠΑ 5. 145, 164, 167), απü üπου πÝρασε και στους Ρωμαßους ελεγειακοýς. Η παρουσßα του ανιχνεýεται επßσης και στη ρωμαúκÞ κωμωδßα.
Στο ποßημα ο ΠροπÝρτιος καινοτομεß φÝρνοντας μια αναπÜντεχη ανατροπÞ üσον αφορÜ τον ομιλητÞ. Αντß για τον exclusus amator, üπως θα Þταν αναμενüμενο, στο ποßημα μιλÜ η πüρτα της αγαπημÝνης, που στον μονüλογü της ενσωματþνει το κυρßως παρÜπονο του εραστÞ εναντßον της.
ΔομικÜ το ποßημα διακρßνεται σε Ýξι ενüτητες, καθεμιÜ απü τις οποßες αποτελεßται απü οκτþ στßχους, ως εξÞς: α) στ. 1-8: η πüρτα αντιπαραβÜλλει το Ýνδοξο, ηρωικü παρελθüν της προς το ντροπιαστικü παρüν των αποκλεισμÝνων εραστþν, β) στ. 9-16: η πüρτα ανησυχþντας για την ηθικÞ Ýκλυση της κυρßας της κÜνει αναφορÜ στο ολονýχτιο τραγοýδι του exclusus amator, γ) στ. 17-24: o εραστÞς παραπονιÝται για τη σκληρüτητα της πüρτας που τον αναγκÜζει να περνÜει τις νýχτες στο κατþφλι της, δ) στ. 25-32: o εραστÞς διαμαρτýρεται για την αδιαφορßα της αγαπημÝνης του παρακαλþντας να εισακουστοýν τα παρÜπονÜ του, Ýστω και μÝσα απü μια μικρÞ χαραμÜδα της πüρτας, ε) 33-40: o εραστÞς καταφÝρεται εναντßον της πüρτας, γιατß δεν κÜμπτεται οýτε απü τα δþρα οýτε και απü τις ýβρεις του, στ) στ. 41-48: o εραστÞς τελειþνει τα παρÜπονÜ του με αναφορÜ στα ποιÞματα και τα φιλιÜ που μÜταια προσφÝρει στην πüρτα. Το ποßημα ολοκληρþνεται με το παρÜπονο της πüρτας, γιατß εξακολουθεß να δυσφημεßται εξαιτßας της συμπεριφορÜς της κυρßας της και των παραπονοýμενων εραστþν.
κῶμος 1.16
Εγþ που κÜποτ’ Ýστεκ' ανοιχτÞ σε θρßαμβους μεγÜλους,
πüρτα περßφημη κι αγνÞ üμοια με της Ταρπηßας,
που μπρος μου πανηγýριζαν Üρματα χρυσωμÝνα
και μ’ Ýβρεχαν με παρακλητικÜ δÜκρυα, αιχμαλþτοι,
τþρα τρωθεßσα απü νυχτερινοýς καυγÜδες μεθυσμÝνων
βαρυγκωμþ συχνÜ σα με χτυπÜν απαßσια χÝρια
κι Ýχω συνÝχεια πÜνω μου ντροπιαστικÜ στεφÜνια
και δÜδες χÜμω βρßσκονται, αυτοý που κλαßει απÝξω.
Κι οýτε προστÜτις στη ΚυρÜ απü νυχτιÝς ντροπÞς,
η διÜσημη εγþ που ξÝπεσα σε Üσεμνα τραγοýδια.
Οýτε κι εκεßνη νοιÜζετ’ üμως για τη φÞμη της
και ζει πιüτερο ανÞθικα, απ’ την Ýκλυτη εποχÞ μας.
Κι Ýτσι μου μÝνει να θρηνþ με παρÜπονο μεγÜλο
κι ακüμα μεγαλýτερην εγþ, Ýχω τη στεναχþρια
για τον ικÝτη που περνÜ τ’ ατÝλειωτα τα βρÜδυα.
Κειüς δεν αφÞνει Þσυχο ποτÝ του το κατþφλι μου,
Üδοντας με παρÜπονο, το ντÝρτι της καρδιÜς του:
«Θýρα σκληρÞ, σκληρüτερη κι απ’ τα μÝσα της κυρÜς μου,
γιατß σιωπÜς ολüκλειστη μες στα σκληρÜ σου φýλλα;
Γιατß δε ξεκλειδþνεσαι ποτÝ, να δεις τον ÝρωτÜ μου;
Δεν ξÝρεις; Δεν λυγßζεσαι, να στεßλεις τα κρυφÜ μου
τα παρακÜλια να δοθεß στον πüνο μ’ Ýνα τÝλος;
¼λος ντροπÞ να καßω κει δα, ετοýτο το κατþφλι;
ΜεσÜνυχτα, που τ’ Üστρα γÝρνουν να πλαγιÜσουν
κι η ψýχρα με τη πÜχνη της λυποýνται με, πεσμÝνο.
Εσý μüνη τον ανθρþπινο πüνο μου δε λυπÜσαι,
και μου απαντÜς με Üηχο τρßγμα απ’ τους μεντεσÝδες.
‘Αμποτε ας πÝρναγ’ η φωνÞ μες απ’ τις χαραμÜδες
και να ‘φτανε στα Ýκπληκτα αυτÜκια της κυρÜς μου!
Κι αν Þτανε σκληρüτερη κι απü τα βρÜχια της Αßτνας,
σκληρüτερη απü σßδερο κι απü ατσÜλι ακüμα,
κι üμως στεγνÜ τα μÜτια της δεν θα τα εκρατοýσε
κι Ýν αχ! θεν’ ανηφüραγε μες στ’ Üθελα δÜκριÜ της.
Τþρα, αυτÞ στην αγκαλιÜ κοιμÜται κÜποιου Üλλου,
ζηλεýω, και τα λüγια μου τα παßρνει το ζεφýρι.
¼μως, εσý, θýρα κακÞ, εßσαι η μüνη αιτßα,
και με πονεßς, δε δÝχεσαι να πÜρεις τα σου δßνω.
Να πεις üτι σε πρüσβαλλα με βρßσιμο στο στßχο,
που συνηθÜ με παιχνιδιÜρικη οργÞ να λÝει καθετß,
και θα πρÝπει να τιμωρηθþ να μεßνω να βραχνιÜσω,
καθþς με το παρÜπονο ξÜγρυπνος να γερÜσω
και να περνþ ανÞσυχες νυχτιÝς στο σταυροδρüμι.
¼μως, συχνÜ για σÝνανε τραγοýδι Ýχω ξυφÜνει
σε νÝο ρυθμü, και πÝφτοντας στα γüνατα
τα σκαλοπÜτια σου φιλþ, που πÜτησεν εκεßνη.
Πüσες φορÝς αχÜριστη, στρÜφηκα στο κατþφλι
κι απüθεσα τη πρÝπουσα, κρυφÜ, τη προσφορÜ!»
Μ’ αυτÜ εκεßνος, δýστυχοι εραστÝς, τα λüγια κι ü,τι Üλλα,
πασχßζει το κελÜδημα των αηδονιþν να συγκαλýψει.
Εγþ λοιπüν ισüβια καταδßκη για της κυρÜς μου εκτßω
ντροπιαστικÞ, με τους σπαραχτικοýς τους θρÞνους
του εραστÞ της, τους ατÝλειωτους, üσα τα σφÜλματÜ της.
Οβßδιος
Ο Πüπλιος Οβßδιος ΝÜσων (Publius Ovidius Naso, 20 Μαρτßου 43 π.Χ. - 2 Γεναρη 17μ.Χ.), γνωστüς ως Οβßδιος, Þτανε Ρωμαßος ποιητÞς, που Ýζησε κατÜ τη διÜρκεια της βασιλεßας του Οκταβιανοý Αýγουστου. ¹ταν σýγχρονος των γηραιüτερων Βιργßλιου και ΟρÜτιου, με τους οποßους συχνÜ κατατÜσσεται ως Ýνας απü τους τρεις κανονικοýς ποιητÝς της λατινικÞς λογοτεχνßας. Εßναι περισσüτερο γνωστüς απü τις Μεταμορφþσεις, μßας σειρÜς 15 βιβλßων μυθολογικÞς αφÞγησης γραμμÝνης σε δακτυλικü εξÜμετρο, καθþς και για τις συλλογÝς ερωτικÞς ποßησης σε ελεγειακÜ δßστιχα, και ιδιαßτερα για τα "¸ιδýλλια" (Amores) και την "ΕρωτικÞ ΤÝχνη" (Ars Αmatoria).

Πολλοß μιμÞθηκαν την ποßησÞ του κατÜ την ¾στερη Αρχαιüτητα και το Μεσαßωνα και επηρÝασε σε μεγÜλο βαθμü τη δυτικÞ τÝχνη και λογοτεχνßα. ¹ταν ο τελευταßος απü τους μεγÜλους αυγοýστειους ποιητÝς, που Ýζησε στις αρχÝς της Pax Romana, της ειρÞνης δηλαδÞ ανÜμεσα στα Ýθνη της ΡωμαúκÞς Αυτοκρατορßας που επÝβαλαν οι ρωμαúκÝς στρατιωτικÝς δυνÜμεις.
ΓεννÞθηκε στην ιταλικÞ πüλη Σουλμüνα το 43 π.Χ. και πÝθανε στην πüλη Τüμοι της Μοισßας (ΡωμαúκÞς επαρχßας του κÜτω Δοýναβη) το 17 μ.Χ. Προερχüταν απü εýπορη οικογÝνεια πατρικßων της επαρχßας που απü πολλÝς γενιÝς ανÞκε στην τÜξη των ιππÝων, þστε να στεßλει τον ßδιο και τον αδελφü του στη Ρþμη για να σπουδÜσουν σε ηλικßα περßπου 12 ετþν ρητορικÞ. ΜετÜ απü την βασικÞ παιδεßα που πÞρε κοντÜ στους καλýτερους δασκÜλους Ýκανε λαμπρÝς νομικÝς και φιλολογικÝς σπουδÝς. Εκπαιδεýτηκε στη ρητορικÞ þστε να αποκτÞσει ευφρÜδεια χωρßς üμως να τον προσελκýει ιδιαßτερα η τυποποιημÝνη επιχειρηματολογßα των ασκÞσεων δικανικÞς ακριβεßας. ΤελικÜ, üμως αφιερþθηκε στην ποßηση. ΒÝβαια η συχνüτατη χρÞση αποφθεγμÜτων κι η εκτßμησÞ του για controversiae (ασκÞσεις στη ρητορικÞ που εßναι διαμÜχες με επιχειρηματολογßα φιλοσοφικÞ και λογικÞ βÜσει επικρατοýντων στοιχεßων) και suasoriae (Üσκηση στη ρητορικÞ, μια μορφÞ διακÞρυξης που ο σπουδαστÞς ομιλεß μιμοýμενος συνÞθως Ýνα μονüλογο μιας ιστορικÞς φιγοýρας που διδÜσκει, που εξηγεß, πþς να βαδßσει κανεßς σε μια κρßσιμη καμπÞ στη ζωÞ του) εßναι εμφανÞς στο ποιητικü του Ýργο.

Η επιτυχßα κι η φÞμη του γρÞγορα εξαπλþθηκε στους λογοτεχνικοýς κýκλους της Ρþμης. Εßχε στενÝς σχÝσεις με τον λογοτεχνικü κýκλο του ΜεσσÜλλα, ενþ, üπως ο ßδιος αναφÝρει, συναναστρÜφηκε σημαντικοýς ποιητÝς της εποχÞς, üπως τον ΟρÜτιο, τον ΠροπÝρτιο και τον ΜÜκερ. Με μεγÜλη του λýπη σημειþνει πως δεν πρüλαβε να γνωρßσει τον μεγÜλο Βιργßλιο και τον Τßβουλλο, ο οποßος πÝθανε το 19 π.Χ.
¼πως περιγρÜφει ο ΣενÝκας ο Πρεσβýτερος σε μια βιογραφßα του Οβιδßου αυτÞς της περιüδου, τον ενδιÝφεραν καταστÜσεις που το ζητοýμενο περιστρεφüταν γýρω απü συλλογισμοýς με ηθικü και ψυχολογικü περιεχüμενο.
Ο Οβßδιος πÝρασε Ýνα χρονικü διÜστημα στην ΑθÞνα, αφοý συνüδευσε σε Ýνα ταξßδι του εκεß τον ΠομπÞιο ΜÜγνο, üπως συνÞθιζαν οι νÝοι των ανþτερων κοινωνικþν τÜξεων και ταξßδεψε αρκετÜ στην ΕλλÜδα κερδßζοντας αρκετÝς εμπειρßες. (ασκÞσεις στη ρητορικÞ που εßναι διαμÜχες με επιχειρηματολογßα φιλοσοφικÞ και λογικÞ βÜσει επικρατοýντων στοιχεßων)
Ως μÝλος της ρωμαúκÞς τÜξης των ιππÝων, Þταν προορισμÝνος για σταδιοδρομßα στον δημüσιο βßο και κατÝλαβε μερικÝς κατþτερες δικαστικÝς θÝσεις, τις πρþτες βαθμßδες στην κλßμακα του δημοσßου, üμως διαπßστωσε üτι ο δημüσιος βßος δεν του ταßριαζε. ¸τσι εγκατÝλειψε το επÜγγελμα του για να ασχοληθεß με τη ποßηση και την ανÜπτυξη σχÝσεων κι επαφþν με τους γνωστοýς ποιητÝς της εποχÞς του.
¼ταν ο Οβßδιος εμφανßστηκε στη λογοτεχνικÞ σκηνÞ, η ειρÞνη Þταν εξασφαλισμÝνη και Þταν διÜχυτη η επιθυμßα για Ýναν πιο χαλαρü τρüπο ζωÞς και λιγüτερο αυστηρÜ Þθη, τα οποßα διαμüρφωσαν την ανþτερη τÜξη της πρωτεýουσας. Ο Οβßδιος γßνεται εκφραστÞς αυτþν των επιθυμιþν και αναπτýσσει μια ποßηση που ανταποκρßνεται στον τρüπο ζωÞς της εποχÞς του.
Δοκßμασε να γρÜψει σε üλα τα σημαντικÜ λογοτεχνικÜ εßδη, την ελεγεßα, το Ýπος, την επιστολογραφßα, τη τραγωδßα, και κατÜφερε να επιτýχει συνεχÞ διεýρυνση του ορßζοντα του και μια νÝα αντßληψη της σχÝσης μεταξý ποßησης και ζωÞς. Τα Ýργα του μποροýν να καταταγοýν σε τρεις περιüδους. Εδþ ανÞκουν τα νεανικÜ Ýργα του ποιητÞ. Δεν υπÜρχει αμφιβολßα üτι η ποßηση που Ýγραψε κατÜ τη 1η περßοδο της σταδιοδρομßας του ως ποιητÞ, αντικατοπτρßζει μßα θεþρηση της ζωÞς, του Ýρωτα και της ποßησης αντßθετη με τις "επßσημες" ηθικÝς θÝσεις που προωθοýσε ο αυτοκρÜτορας Αýγουστος.
Α) Ο Οβßδιος ξεκινÜ με μια συλλογÞ ερωτικþν ελεγειþν, τους "Amores" (¸ρωτες), σε 5 βιβλßα περßπου το 20 π.Χ., üπου εκφρÜζει σε πρþτο πρüσωπο τα παραδοσιακÜ θÝματα της ερωτικÞς ελεγεßας. Τα νÝα στοιχεßα που χαρακτηρßζουν την ελεγεßα του Οβιδßου εßναι εμφανÞ με πιο εντυπωσιακÞ καινοτομßα την απουσßα μιας κεντρικÞς γυναικεßας μορφÞς ως κÝντρο των διÜφορων ερωτικþν εμπειριþν. Αντß για το πÜθος των μεγÜλων λατßνων ερωτικþν ποιητþν, ο Οβßδιος προτιμÜ να εμφανßζει την ερωτικÞ εμπειρßα μÝσα απü το φßλτρο της ειρωνεßας και της απüστασης του διανοουμÝνου.
Β) Το ποßημα που φαßνεται να Ýπαιξε σημαντικü ρüλο στην απüφαση του Αυγοýστου να εξορßσει τον ποιητÞ, εßναι η "ΕρωτικÞ τÝχνη" (Ars amatoria), που δημοσιεýθηκε το 1 π.Χ. Το μÞνυμα που περνοýσε εκεß ο Οβßδιος στην πραγματικüτητα υπονüμευε το επßσημο πρüγραμμα ηθικþν μεταρρυθμßσεων που εßχε υιοθετηθεß απü τον Αýγουστο. Ο Ýρωτας του Οβιδßου επιζητεß την ανεκτικüτητα, με την βοÞθεια της οποßας μποροýν να αρθοýν οι κανüνες μιας ηθικÞς, η οποßα δεν ταιριÜζει πλÝον σε Ýνα πρωτευουσιÜνικο κοινωνικü στρþμα. Το Ýργο περιεßχε αναφορÝς στα σýμβολα προσωπικοý γοÞτρου του Αυγοýστου, διατυπωμÝνες με αναßδεια και αδιακρισßα μÝσα στα συμφραζüμενα. ¹ταν λογικü, το Ýργο αυτü, να μην τýχει καλÞς υποδοχÞς απü üσους εßχαν ενστερνιστεß τους στüχους και τις επιδιþξεις του πουριτανισμοý της εποχÞς του Αυγοýστου.
Γ) ΚατÜ την περßοδο αυτÞ ο Οβßδιος δημοσßευσε επßσης το Ýργο "ΕπιστολÝς ηρωßδων" (Epistulae Heroidum), δýο σειρÝς απü πνευματþδεις δραματικοýς μονολüγους που χαρακτηρßζονται ως επιστολικÜ ποιÞματα. Η πρþτη σειρÜ (1-15) περιÝχει επιστολÝς γραμμÝνες απü διÜσημες ηρωßδες της ελληνικÞς μυθολογßας και η δεýτερη σειρÜ (16-21) περιλαμβÜνει επιστολÝς ερωτευμÝνων ανδρþν και απαντÞσεις των αγαπημÝνων τους γυναικþν (ΠÜρης κι ΕλÝνη, Ηρþ και ΛÝανδρος κ.Ü.).

Θεωρεßται η σημαντικüτερη περßοδος για το Ýργο του ποιητÞ, εποχÞ ωριμüτητας και των σπουδαιüτερων Ýργων του. Η τραγωδßα του Οβιδßου, "ΜÞδεια" δεν διασþθηκε. Καθþς επαινÝθηκε απü τον ιστορικü ΤÜκιτο και Üλλους, εßναι πιθανü να επηρÝασε την τραγωδßα του ΣενÝκα με το ßδιο θÝμα.
Το "Ημερολüγιο" (Fasti) εßναι Ýνα Ýργο που η πρüθεση του εßναι να παρουσιÜσει τους μýθους, τα Ýθιμα και τις θρησκευτικÝς γιορτÝς του ρωμαúκοý Ýτους. Εßχε προγραμματßσει 12 βιβλßα ελεγειακþν δßστιχων, Ýνα για κÜθε μÞνα. Η εξορßα του Üφησε το Ýργο ημιτελÝς αφοý υπÜρχουν μüνο Ýξι βιβλßα, τα οποßα επεξεργÜστηκε εν μÝρει στα χρüνια της εξορßας. Το "Ημερολüγιο" Ýγινε Ýργο εθνικü κι Þταν ßσως προμελετημÝνο για να αποκαταστÞσει τη φÞμη του συγγραφÝα του ενþπιον του αυτοκρÜτορα καθþς περιÝχει κολακεßες για την αυτοκρατορικÞ οικογÝνεια και Ýναν Ýντονο πατριωτισμü.
Οι "Μεταμορφþσεις", επικü ποßημα σε 6μετρους, σε 15 βιβλßα, για τις μεταμορφþσεις των ανθρþπινων üντων απü το χÜος Ýως την αποθÝωση του Καßσαρα, αποτελεß μια τερÜστια πινακοθÞκη μυθικþν παραδüσεων. Στο Ýργο αυτü που αποτελεß ßσως το σπουδαιüτερο του ποιητÞ, δßνει τον καλýτερο εαυτü του. ΛαμπρÝς εικüνες, γεμÜτες φαντασßα, δεßχνουν üτι ο ποιητÞς γνωρßζει πρÜγματι να αποδßδει θαυμαστÜ την ψυχικÞ κατÜσταση του πανικοý και της κατÜπληξης των üντων που μεταμορφþνονται τη στιγμÞ κατÜ την οποßα μεταβÜλλονται σταδιακÜ σε φυτü, ζþο Þ πÝτρα, ενþ το πνεýμα διατηρεß καθαρÜ ανθρþπινα συναισθÞματα. Εßναι φανερü πως ο Οβßδιος με το Ýργο αυτü επιδιþκει να κÜνει κÜνει μια συνολικÞ αναφορÜ üλης της λογοτεχνßας, απü τον ¼μηρο και την τραγωδßα της ΑθÞνας και της Ρþμης μÝχρι τους συγχρüνους του. Σχεδüν üλες οι ιστορßες των ανθρþπινων μεταμορφþσεων εßναι ερωτικÝς ιστορßες γεμÜτες πÜθος εμπλουτισμÝνες με μυθιστορηματικÜ στοιχεßα. Ο κüσμος του ποιÞματος αποτελεßται απü üψεις, μεταμφιÝσεις, σκιÝς, αντικατοπτρισμοýς που τρÝφουν την ανθρþπινη ελπßδα με κÜθε μεταμüρφωση να αποτελεß Ýναν θÜνατο και Ýτσι το περιεχüμενο να δßνει μια αßσθηση θλßψης. Σε üλες τις εποχÝς μÝχρι σÞμερα, οι Þρωες του Οβιδßου, ΦαÝθων, ΝÜρκισσος, ΔÜφνη και πολλοß Üλλοι, υπÞρξαν πολý δημοφιλεßς, ενþ το ßδιο αυτü θÝμα των Μεταμορφþσεων στÜθηκε πηγÞ Ýμπνευσης για üλες τις τÝχνες.
¼μως, ενþ ο ποιητÞς βρßσκεται στο απüγειο της δüξας του, ο Αýγουστος το 8 μ.Χ. τον εξορßζει στους μακρινοýς και παγωμÝνους Τüμους της Μαýρης ΘÜλασσας (σημερινÞ ΚωστÜντζα της Ρουμανßας). Η πραγματικÞ αιτßα της εξορßας του Οβιδßου εξακολουθεß να παραμÝνει αδιευκρßνιστη, ενþ πολυÜριθμες και συχνÜ ευφÜνταστες πιθανÝς εξηγÞσεις Ýχουν διατυπωθεß Þδη απü την αρχαιüτητα. Ο ßδιος ο ποιητÞς επανÝρχεται συχνÜ στην ποßηση της εξορßας στο θÝμα της εξορßας του. Στα Tristia 2.207 γρÜφει üτι δýο εßναι οι αιτßες που οδÞγησαν στην εξορßα του (perdiderint cum me duo crimina, carmen et error): Ýνα ποßημα (carmen) κι Ýνα σφÜλμα (error). Πßσω απü το ποßημα (carmen) κρýβεται η Ars amatoria, η οποßα στο πλαßσιο του ηθικοπλαστικοý προγρÜμματος του Αυγοýστου ηχοýσε μÜλλον παρÜταιρα. ¼σον αφορÜ το σφÜλμα (error) ο ποιητÞς κρατÜ το στüμα του ερμητικÜ κλειστü.
ΜετÜ τη ξαφνικÞ εξορßα του, εγκαταλεßπει τη φανταστικÞ και ζωηρÞ αφηγηματικÞ ποßηση κι επιστρÝφει στην ελεγεßα. Το Ýργο του "¢σματα θλιβερÜ" (Tristia) αποτελεßται απü 5 βιβλßα ελεγειþν, üπου διεκτραγωδεß την κατÜσταση του και ικετεýει για τη βελτßωση της. Οι "ΕπιστολÝς απü τον Πüντο" (Epistulae ex Ponto) εßναι 4 βιβλßα ελεγειþν, του ßδιου ψυχολογικοý κλßματος, τις οποßες απευθýνει σε ισχυροýς φßλους του. Το "ºβις" (Ibis), που γρÜφηκε λßγο μετÜ την ÜφιξÞ του στους Τüμους, Ýνα Ýνα μακροσκελÝς και περßτεχνο ανÜθεμα ενÜντια σε κÜθε ανþνυμο εχθρü.
Ωστüσο η ζωÞ του δεν Þταν πÜντα θλιμμÝνη. Αφοý εξοικειþθηκε με την ιδÝα üτι η εξορßα αυτÞ θα Þταν η μüνιμη πατρßδα του, Üρχισε να βλÝπει μερικÝς θετικÝς πλευρÝς στον νÝο τüπο διαμονÞς του και στους κατοßκους του. ¸δειξε ενδιαφÝρον για την ιστορßα του τüπου και την πολιτικÞ και συνÝθεσε ποιÞματα στην τοπικÞ γλþσσα. Ο Οβßδιος, εκτüς απü Ýνας που χÜρηκε τις ομορφιÝς της ζωÞς και του μýθου, υπÞρξε, ταυτüχρονα, μια τραγικÞ μορφÞ, που πÝθανε στην εξορßα δυστυχισμÝνος, θýμα ηγεμονικÞς δυσμÝνειας. ΚαταδικÜστηκε, τον ΝοÝμβριο του Ýτους 8 μ.Χ., σε εξορßα, κατÜ διαταγÞ του αυτοκρÜτορα Αυγοýστου. Η εßδηση αυτÞ για το πÜθημα του Οβιδßου, μüλις Ýγινε γνωστÞ στη Ρþμη, προκÜλεσε απερßγραπτη συγκßνηση που δεν περιορßσθηκε μüνο μεταξý του κüσμου της πολιτικÞς και των ΓραμμÜτων, αφοý üλοι Þξεραν το μεγÜλο ταλÝντο του ποιητÞ και τις κατακτÞσεις του ανÜμεσα στο "ωραßο φýλο" της εποχÞς. ¹ταν αυτüς που εßχε διδÜξει τη στρατηγικÞ της ερωτικÞς γοητεßας με το περßφημο Ýργο του "Η τÝχνη του Ýρωτα" και τη ρωμαúκÞ κι ελληνικÞ μυθολογßα με τις σπουδαßες "Μεταμορφþσεις", που αποκλÞθηκαν η "Βßβλος των ποιητþν".

Εκτüς üμως απü τη συγκßνηση, γεννÞθηκε απορßα για τα αßτια της ποινÞς του, αφοý οýτε η Σýγκλητος οýτε κÜποιο δικαστÞριο την εßχαν επιβÜλει. ¹ταν μια περßεργη υπüθεση, αφοý κατηγορÞθηκε για εσχÜτη προδοσßα, δικÜστηκε στο ιδιαßτερο δικαστÞριο του αυτοκρÜτορα κι η απüφαση πÜρθηκε κι ανακοινþθηκε απü τον ßδιο τον αυτοκρÜτορα. Αν και δεν του αφαιρÝθηκαν τα πολιτικÜ του δικαιþματα κι η περιουσßα του, οýτε του απαγορεýθηκε να συνθÝτει ποιÞματα και να επικοινωνεß με τους δικοýς του ανθρþπους, τα βιβλßα üμως αποσýρθηκαν απü τις δημüσιες βιβλιοθÞκες και κυκλοφοροýσαν μüνο ιδιωτικÜ, μεταξý φßλων.
Οι ερευνητÝς σε διÜφορες εποχÝς προσπÜθησαν να εξηγÞσουν αυτÞ τη στÜση του Αυγοýστου απÝναντι στον Οβßδιο. ¢λλοι πιστεýουν πως ο Αýγουστος θÝλησε να παγιþσει Ýνα ηθικü κλßμα τιμωρþντας τον ελευθεριÜζοντα ποιητÞ, Üλλοι, üμως, φρονοýν üτι η αυτοκρατορικÞ δυσμÝνεια Þταν πολιτικÞς φýσεως, γιατß ο Οβßδιος εßχε ανÜμειξη στους ανταγωνισμοýς για τη διαδοχÞ του Αυγοýστου.
Ο Αýγουστος που Þξερε να αποφεýγει τα δημüσια σχüλια, αφοý μÝχρι σÞμερα μυστÞριο καλýπτει την υπüθεση αυτÞ, εξüρισε τον Οβßδιο στους Τüμους, Ýνα λιμÜνι στα σýνορα της αυτοκρατορßας, κοντÜ στις εκβολÝς του Δοýναβη, περιοχÞ με πολý Üσχημο κλßμα, εκτεθειμÝνο στις περιοδικÝς επιθÝσεις τþν γýρω βαρβαρικþν φýλων. Βιβλßα και εκπολιτισμüς δεν υπÞρχαν και μÝσα στη μοναξιÜ του ο ποιητÞς (η γυναßκα του εßχε μεßνει στη Ρþμη þστε να μεσολαβÞσει σε ισχυροýς φßλους υπÝρ του Üνδρα της) Üρχισε και πÜλι να γρÜφει σε πιο προσωπικü και ενδοσκοπικü ýφος.
Επß 9 ολüκληρα χρüνια μÝχρι τον θÜνατü του, υπÝφερε διαρκþς και το αποτýπωνε αυτü με τα ελεγεßα και τα μηνýματα προς τους φßλους, τη γυναßκα του και τον ασυγκßνητο αυτοκρÜτορα. Στον τüπο της εξορßας του, ανÜμεσα στους λßγους Ρωμαßους λεγεωνÜριους και στους εγχþριους πληθυσμοýς, ο Οβßδιος δεν παýει να ονειρεýεται τη Ρþμη της παλαιÜς ευτυχßας του και να εκλιπαρεß την επιεßκεια του αυτοκρÜτορα, με συνεχÞ μηνýματα χωρßς üμως να πετýχει ποτÝ τον επαναπατρισμü του. ΤελικÜ, ο Οβßδιος πÝθανε στην εξορßα στους Τüμους γýρω στο 17 μ.Χ.
Απü τις παραπÜνω χρονολογßες εýκολα προκýπτει üτι ο Οβßδιος εßναι Ýνας ποιητÞς ανÜμεσα σε δýο εποχÝς. Η ζωÞ και το Ýργο του καλýπτουν τη μετÜβαση απü το τÝλος της αυγοýστειας στις αρχÝς της αυτοκρατορικÞς εποχÞς. Σε σχÝση με τους Üλλους αυγοýστειους ποιητÝς (üπως Βιργßλιος, ΟρÜτιος, ΠροπÝρτιος, Τßβουλλος) ο Οβßδιος δε γνþρισε τη φρßκη των εμφυλßων πολÝμων, αλλÜ Ýζησε ως ενÞλικας εξολοκλÞρου στα χρüνια διακυβÝρνησης του Αυγοýστου. Γι’ αυτüν η pax Augusta εßναι μια αυτονüητη πραγματικüτητα κι üχι Ýνα δþρο μετÜ απü 10ετßες αναταραχþν· κι αυτü εßναι κÜτι που αντικατοπτρßζεται ξεκÜθαρα στο Ýργο του.
Ο Οβßδιος υπÞρξε πολυγραφüτατος. Με εξαßρεση τις επικÝς Μεταμορφþσεις, üλα τα Ýργα του εßναι γραμμÝνα σε ελεγειακü δßστιχο, γεγονüς που προδßδει τη θεμελιωδþς ελεγειακÞ του ιδιοσυγκρασßα. Το κατεξοχÞν ελεγειακü του Ýργο, με το οποßο ξεκßνησε την ποιητικÞ σταδιοδρομßα του, εßναι οι Amores. Πρüκειται για μια συλλογÞ ερωτικþν ελεγειþν, üπου ο ποιητÞς σε πρþτο πρüσωπο εκφρÜζει τα ερωτικÜ του συναισθÞματα προς την αγαπημÝνη του, η οποßα Ýχει το λογοτεχνικü ψευδþνυμο Κορßννα (Corinna). Στη μορφÞ που σþζεται σÞμερα η συλλογÞ αποτελεßται απü τρßα βιβλßα. Γνωρßζουμε üτι αυτÞ εßναι η δεýτερη Ýκδοση, ενþ η πρþτη περιλÜμβανε πÝντε βιβλßα. Η πληροφορßα προÝρχεται απü το επßγραμμα που Ýγραψε ο ßδιος ο ποιητÞςως πρüλογο στη δεýτερη Ýκδοση του Ýργου του.

Ο Οβßδιος χρονολογικÜ εßναι ο τελευταßος στη σειρÜ των ελεγειακþν ποιητþν της αυγοýστειας περιüδου. Ο ΠροπÝρτιος, ο Τßβουλλος και ο πρüδρομüς τους ΚορνÞλιος ΓÜλλος εßχαν Þδη θÝσει τα βασικÜ μοτßβα και τις συμβÜσεις του εßδους, αφÞνοντας ελÜχιστο χþρο για καινοτομßα και πρωτοτυπßα. Ο ποιητÞς Ýχοντας επßγνωση της επιγονικüτητÜς του καταφÝρνει με το ανεξÜντλητο ταλÝντο του και την ανÜλαφρη διÜθεσÞ του να υπερβεß τις συμβÜσεις της ερωτικÞς ελεγεßας και να τη φτÜσει στην τÝλειÜ της ανÜπτυξη. Οι Amores του σηματοδοτοýν το τÝλος του εßδους στη Ρþμη.
Η παρωδßα και το χιοýμορ κυριαρχοýν στο Ýργο του και το κÜνουν να ξεχωρßζει απü εκεßνο του Τßβουλλου και του ΠροπÝρτιου. Ο Οβßδιος φτÜνει την ερωτικÞ ελεγεßα σε οριακü σημεßο χωρßς δυνατüτητα περαιτÝρω εξÝλιξης. Αυτü που για τον ΠροπÝρτιο Þταν ζÞτημα ζωÞς και θανÜτου, για τον Οβßδιο δεν εßναι παρÜ μια αφορμÞ για να ξεδιπλþσει την ειρωνεßα του νεωτερικοý του παιχνιδιοý. Ο Ýρωτας δεν εßναι τüσο Ýνα Ýντονο βßωμα üσο υλικü για λογοτεχνικÞ επεξεργασßα με κýρια χαρακτηριστικÜ τον σαρκασμü και την αυτοειρωνικÞ αποστασιοποßηση. Ο Οβßδιος επιζητεß κατÜ κανüνα την πÜση θυσßα διασκÝδαση του αναγνþστη. Ο ßδιος μπορεß να μην επεκτεßνει το θεματικü πεδßο της ελεγεßας, üπως ενδεχομÝνως να περßμενε κανεßς, ωστüσο αποκαλýπτει την ποιητικÞ μαεστρßα του στην αναζÞτηση τρüπων ειρωνικÞς επεξεργασßας και εντÝλει ανατροπÞς της σοβαροφÜνειας και του κýρους που εξ ορισμοý ενÝχει η λογοτεχνικÞ παρÜδοση.
Εισαγωγικü σημεßωμα για το Ειδýλλιον 1.6
Στην ελεγεßα 1.6 των "Amores" ο Οβßδιος αναπτýσσει το μοτßβο του παρακλαυσßθυρου, üπως Ýκαναν πιο μπροστÜ ο Τßβουλλος (1.2) και ο ΠροπÝρτιος (1.16), ωστüσο, κατÜ τη γνωστÞ του συνÞθεια, προχωρÜ σε παιγνιþδεις διαφοροποιÞσεις κι απρüσμενες ανατροπÝς. Η αντικατÜσταση της domina, του αναμενüμενου δηλαδÞ αποδÝκτη του παρακλαυσßθυρου, üχι απü την πüρτα, üπως συμβαßνει στον Τßβουλλο (1.2.7 κ.εξξ.) και τον ΠροπÝρτιο (1.16.17 κ.εξξ.), αλλÜ απü τον δοýλο-θυρωρü εßναι ενδεικτικÞ της χιουμοριστικÞς διÜθεσης του ποιητÞ.
Εξßσου απρüσμενη και παιγνιþδης εßναι η επανεπεξεργασßα πολλþν γνωστþν χαρακτηριστικþν του μοτßβου μες στο ποßημα. ΤÝλος, αξßζει να σημειωθεß πως η ελεγεßα 1.6 εμφανßζει πολλÜ κοινÜ γνωρßσματα με suasoria, γεγονüς που ο καλÜ ασκημÝνος στη ρητορικÞ Οβßδιος, εκμεταλλεýεται στο Ýπακρο μ’ εξαιρετικÜ αποτελÝσματα.
Amores 1.6
Ianitor ‒indignum!‒ dura religate catena,
difficilem moto cardine pande forem!
quod precor, exiguum est ‒aditu fac ianua parvo
obliquum capiat semiadaperta latus.
longus amor tales corpus tenuavit in usus
aptaque subducto pondere membra dedit.
ille per excubias custodum leniter ire
monstrat: inoffensos derigit ille pedes.
at quondam noctem simulacraque vana timebam;
mirabar, tenebris quisquis iturus erat.
risit, ut audirem, tenera cum matre Cupido
et leviter ‘fies tu quoque fortis’ ait.
nec mora, venit amor ‒non umbras nocte volantis,
non timeo strictas in mea fata manus.
te nimium lentum timeo, tibi blandior uni;
tu, me quo possis perdere, fulmen habes.
adspice ‒ uti videas, inmitia claustra relaxa‒
uda sit ut lacrimis ianua facta meis!
certe ego, cum posita stares ad verbera veste,
ad dominam pro te verba tremente tuli.
ergo quae valuit pro te quoque gratia quondam‒
heu facinus!‒pro me nunc valet illa parum?
redde vicem meritis! grato licet esse quod optas.
tempora noctis eunt; excute poste seram!
excute! sic, inquam, longa relevere catena,
nec tibi perpetuo serva bibatur aqua!
ferreus orantem nequiquam, ianitor, audis,
roboribus duris ianua fulta riget.
urbibus obsessis clausae munimina portae
prosunt; in media pace quid arma times?
quid facies hosti, qui sic excludis amantem?
tempora noctis eunt; excute poste seram!
non ego militibus venio comitatus et armis;
solus eram, si non saevus adesset Amor.
hunc ego, si cupiam, nusquam dimittere possum;
ante vel a membris dividar ipse meis.
ergo Amor et modicum circa mea tempora vinum
mecum est et madidis lapsa corona comis.
arma quis haec timeat? quis non eat obvius illis?
tempora noctis eunt; excute poste seram!
lentus es: an somnus, qui te male perdat, amantis
verba dat in ventos aure repulsa tua?
at, memini, primo, cum te celare volebam,
pervigil in mediae sidera noctis eras.
forsitan et tecum tua nunc requiescit amica‒
heu, melior quanto sors tua sorte mea!
dummodo sic, in me durae transite catenae!
tempora noctis eunt; excute poste seram!
fallimur, an verso sonuerunt cardine postes,
raucaque concussae signa dedere fores?
fallimur ‒impulsa est animoso ianua vento.
ei mihi, quam longe spem tulit aura meam!
si satis es raptae, Borea, memor Orithyiae,
huc ades et surdas flamine tunde foris!
urbe silent tota, vitreoque madentia rore
tempora noctis eunt; excute poste seram!
aut ego iam ferroque ignique paratior ipse,
quem face sustineo, tecta superba petam.
nox et Amor vinumque nihil moderabile suadent;
illa pudore vacat, Liber Amorque metu.
omnia consumpsi, nec te precibusque minisque
movimus, o foribus durior ipse tuis.
non te formosae decuit servare puellae
limina, sollicito carcere dignus eras.
iamque pruinosus molitur Lucifer axes,
inque suum miseros excitat ales opus.
at tu, non laetis detracta corona capillis,
dura super tota limina nocte iace!
tu dominae, cum te proiectam mane videbit,
temporis absumpti tam male testis eris.
qualiscumque vale sentique abeuntis honorem;
lente nec admisso turpis amante, vale!
vos quoque, crudeles rigido cum limine postes
duraque conservae ligna, valete, fores!
¸ρωτες 1.6
Της θýρας Φýλακα βαριÜ αλυσοδεμÝνε -τι ντροπÞ!-
ΣτρÝψε λßγο το μεντεσÝ κι Üνοιξ’ τη σκληρÞ πüρτα!
Λßγο ζητþ. ΚÜν’ τη να μεßνει μια σταξιÜ ανοιχτÞ,
μια χαραμÜδα για να μπω, μου εßναι πλÝον αρκετÞ,
κι εýκολα μÝσα της γλυστρþ απü το πλÜγι.
Με λÝπτυνεν ο ¸ρωτας, χωρþ χωρßς τα πÜχη
τα μÝλη μου λιανßστηκαν για τÝτοια πρακτικÞ.
Αυτüς μου δεßχνει βÞματα, να ‘λαφροπερπατþ
κι απ’ τις σκοπιÝς να ξεγλιστρþ, των δοýλων.
ΠαλιÜ φοβüμουν τη νυχτιÜ με τα φαντÜσματÜ της.
Θαýμαζα τüν που τη πατεß, Üφοβα στα σκοτÜδια.
ΓÝλασ’ ο ¸ρως, Üκουσα, με τη μητÝρα του μαζß
και λÝει χαροýμενα: «Κι εσý θα γßνεις ¹ρως».
Κι αμÝσως του με γρÜπωσε. Δε σκιÜζομαι σκιÝς
που μες στη νýχτα πηλαλοýν και χÝρια που πετοýνε
στρÝφοντας γýρω ζοφερÜ και μÝλλον, μου απειλοýνε.
ΜονÜχα εσÝνα σκιÜζομαι, και θα σε καλοπιÜσω,
π’ αδιÜφορα κρÜτας βροντÞ, και θα με καταστρÝψεις,
εσý που ‘σαι ανÜλγητος στον πüνο το δικü μου.
Αν ξεκλειδþσεις τ’ς Üσπλαχνες τις κλειδαριÝς, στη πüρτα
μπορεßς να δεις πως μοýσκεψε, απü τα δÜκρυÜ μου.
Εγþ και σε προστÜτεψα γυμνü, προ μαστιγßου,
λÝγοντας στην αφÝντρα σου καλÜ λüγια για σÝνα.
Λοιπüν η χÜρη σου ‘γινε, κÜνε μου μια και μÝνα.
ΚÜνε την ανταπüδοση, σ’ αυτÞ τη καλωσýνη,
κι Ýπειτα πÝτυχες: αυτü που θες θα γßνει.
Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!
¢νοιξε και θ’ απαλλαγεßς απ’ τη βαριÜ αλυσßδα
και δε θα πßνεις συνεχþς του δοýλου το νερÜκι!
Της θýρας Φýλακα σκληρÝ, ακοýς τις ικεσßες,
κι ακλüνητη, μ’ ενßσχυση απü οξυÜς κορμÜκι,
η πüρτα μνÝσκει σφαλιστÞ, μÜταιο τüσο κλÜμα.
Στις πüλεις εßναι χρÞσιμο ετοýτο το μαντÜλωμα
της θýρας, σε καιρü πολιορκßας, μα σ’ ειρÞνη
δεν Ýχεις üπλα απÝναντι που πρÝπει να φοβÜσαι.
Αν φοβηθεßς τον εραστÞ, στα üπλα τι θα κÜνεις;
Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!
Χωρßς στρατοýς και Üοπλος Ýφτασα εδþ πÝρα.
Και μüνος θα ’μουνα εÜν δεν Ýρχοταν ο ¸ρως.
Σκληρüς και πως κι αν Þθελα, να τονε παρατÞσω,
πιο εýκολο θα Þτανε να χωριστþ στα δýο.
Συντρüφοι μου λοιπüν ¸ρως και νüθος οßνος,
σειοýν το στεφÜνι που ‘χω στα μυρωμÝνα μου μαλλιÜ.
Εßναι αυτοß οχτροß, που πρÝπει τüσο να φοβÜσαι;
Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!
Ακüμα εßσαι απρüθυμος; ¹ σε πÞρε τÜχα ο ýπνος
(εßθε να σε χαλÜσει) και του εραστÞ τα λüγια
στον Üνεμο σκορπÜνε, μη μπαßνοντας στ’ αυτιÜ σου;
ΘυμÜμαι ομþς το μÜτι σου γαρßδα να ξαγρυπνÜ,
σαν Þθελα κÜτω απ’ της νýχτας τ’ Üστρα να σου φýγω.
ºσως, στο πλÜι σου, τυχερÝ, ναν’ η αγαπημÝνη σου
τþρα, (και πüσο, αλßμονο η τýχη σου καλýτερη).
Και Ýτσι βÜλε σε μÝνα τις σκληρÝς σου αλυσßδες!
Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλιστρÜει!
Μου φÜνηκε πως Üκουσα το μεντεσÝ να τρßζει
και πως γυρßσανε τριχτÜ, της θýρας τα πορτüφυλλα!
ΓελÜστηκα! ¢νεμος ξερüς χτυπÜ το πορτοθýρι.
Κρßμα και πüσον Þλπισα σε τοýτονε τον Þχο.
ΘυμÜσαι, τÜχα, π’ Üρπαξες, ΒοριÜ, την Ωρειθýια,
Ýλα κι εδþ με δýναμη, χτýπα τη κοýφια θýρα!
¹συχη η πüλη και υγρÞ στο ποýσι της αυγοýλας!
Τη θýρα ξεμαντÜλωσε κι η νýχτα ξεγλυστρÜει!!
ΕιδÜλλως μ’ üπλα θα σου ‘ρθþ, με ξßφος και με φλüγα,
που θα τη τρÝφει ο πυρσüς, κι επßθεση θα κÜνω.
Κρασß μαζß με τη νυχτιÜ, κακοß συμβοýλοι εßναι.
Κεßνα δε ξÝρουνε ντροπÞ κι ο ¸ρως απü φüβο.
¼λα τα εδοκßμασα, ικεσßες, κατÜρες κι απειλÝς
και τßποτα δεν κατÜφερα για να σε συγκινÞσω
τι εßσ’ απ’ τη θýρα πιο σκληρüς κι εκεßνη δεν ανοßγεις.
Δε σου ταιριÜζει να φυλÜς üμορφης νιας κατþφλι
εσý κÜλλιο σε κÜτεργο αρμüζει να φυλÜττεις.
Η ροδοδÜχτυλη αυγÞ σιμþνει με τ’ αμÜξι
και το πουλß της που καλεß τους δýστυχους εργÜτες.
Κι ιδοý στεφÜνι δýστυχο, σε βγÜνω απ’ τα μαλλιÜ μου
και σε πετþ σε τοýτο το σκληρüτατο κατþφλι,
εκεß να μεßνεις μÜρτυρας στην Üπονη κυρÜ μου,
να δει πως πÝρασα Üσχημα τοýτη τη μαýρη νýχτα.
¼ποιος κι αν εßσαι Φýλακα, δÝξου τη παινεσιÜ μου
τþρα που φεýγω, να σου πω πως δε ντροπιÜστης διüλου
αφÞνοντας τον ΕραστÞ να μπεß στη πýλη. ΓειÜ σου!
Κι εσý… κι εσý, πüρτα σκληρÞ με το τραχý κατþφλι
και τα σκληρÜ πορτüφυλλα, δοýλοι της ποý ‘στε, γειÜ σας!
ΑριστοφÜνης (ΕκκλησιÜζουσες 938 -975)
ΝΕΑΝΙΑΣ: εἴθ᾽ ἐξῆν παρὰ τῇ νÝᾳ καθεýδειν,
καὶ μὴ ᾽δει πρüτερον διασποδῆσαι
ἀνÜσιμον ἢ πρεσβυτÝραν·
οὐ γὰρ ἀνασχετὸν τοῦτü γ᾽ ἐλευθÝρῳ.
ΓΡ. Α’: οἰμþζων ἄρα, νὴ Δßα, σποδÞσεις·
οὐ γὰρ τἀπὶ ΧαριξÝνης τÜδ᾽ ἐστßν.
κατὰ τὸν νüμον ταῦτα ποιεῖν
ἐστι δßκαιον, εἰ δημοκρατοýμεθα.
ἀλλ᾽ εἶμι τηρÞσουσ᾽ ὅ τι καὶ δρÜσεις ποτÝ.
ΝΕΑΣ. εἴθ᾽, ὦ θεοß, λÜβοιμι τὴν καλὴν μüνην,
ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πÜλαι ποθῶν.
ΚΟΠ.: ἐξηπÜτησα τὸ κατÜρατον γρᾴδιον·
φροýδη γÜρ ἐστιν οἰομÝνη μ᾽ ἔνδον μÝνειν.
ἀλλ᾽ οὑτοσὶ γὰρ αὐτὸς οὗ ᾽μεμνÞμεθα.
δεῦρο δÞ, δεῦρο δÞ,
φßλον ἐμüν, δεῦρü μοι
πρüσελθε καὶ ξýνευνÝ μοι
τὴν εὐφρüνην ὅπως ἔσει.
πÜνυ γÜρ τις ἔρως ‹δεινüς› με δονεῖ
τῶνδε τῶν σῶν βοστρýχων.
ἄτοπος δὲ πüθος τις μοὔγκειται
ὅς με διακναßσας ἔχει.
μÝθες, ἱκνοῦμαß σ᾽, Ἔρως,
καὶ πüησον τüνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκÝσθαι.
ΝΕΑΣ.: δεῦρο δÞ, δεῦρο δÞ,
φßλον ‹ἐμüν›, καὶ σý μοι
καταδραμοῦσα τὴν θýραν
ἄνοιξον [τÞνδ᾽]· εἰ δὲ μÞ, καταπεσὼν κεßσομαι.
ἀλλ᾽ ἐν [τῷ] σῷ βοýλομ᾽ ‹ἐγὼ› κüλπῳ
πληκτßζεσθαι μετὰ [τῆς] σῆς πυγῆς.
Κýπρι, τß μ᾽ ἐκμαßνεις ἐπὶ ταýτῃ;
μÝθες, ἱκνοῦμαß σ᾽, Ἔρως,
καὶ πüησον τÞνδ᾽ ἐς εὐνὴν
τὴν ἐμὴν ἱκÝσθαι.
καὶ ταῦτα μÝντοι μετρßως πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνÜγκην
εἰρημÝν᾽ ἐστßν. σὺ δÝ μοι, φßλτατον, ὢ ἱκετεýω,
ἄνοιξον, ἀσπÜζου με·
διÜ τοι σὲ πüνους ἔχω.
ὦ χρυσοδαßδαλτον ἐμὸν μÝλημα, Κýπριδος ἔρνος,
μÝλιττα Μοýσης, Χαρßτων θρÝμμα, Τρυφῆς πρüσωπον,
ἄνοιξον, ἀσπÜζου με·
διÜ τοι σὲ πüνους ἔχω.
- - - - - -
ΠΑΛΙΚΑΡΙ (μüνο του)
Να μποροýσα την κοπÝλα να ξαπλþσω
κι üχι πρþτα να δροσßσω στανικÜ μου
πλατσομýτα και μπαμπüγρια σιχαμÝνη·
ντροπÞ θα ᾽ταν για λεýτερο Αθηναßο.
Α’ ΓΡΑΙΑ.
Σκοýζε, πλÜνταζε, üσο θÝλεις, μορφονιÝ μου.
Πρþτα εμÝνα θα δουλÝψεις, λÝει ο νüμος
ο καινοýργιος. Τα παλιÜ να τα ξεχÜσεις
εßναι τþρ᾽ αληθινÞ δημοκρατßα!
(κουβεντιαστÜ)
ΠÜω μÝσα να βιγλßζω τß θα κÜνει.
ΠΑΛ. (μüνο του)
Βüηθα, θε μου, να τη βρω μονÜχη
τη μικροýλα. Γι᾽ αυτÞν τα ᾽πια κι Þρθα,
απü καιρüν πολýν τη λαχταρþ.
ΚΟΠ. (βγαßνοντας στο παρÜθυρο)
ΚαταραμÝνη στρßγκλα, σε ξεγÝλασα!
ΠÜει, χÜθηκε, θαρρþντας με πως θα ᾽μνησκα
κλεισμÝνη μÝσα. ΝÜ το παλικÜρι!
Αυτüς εßναι κι αυτüν ονειρευüμουνα.
(τραγουδιστÜ)
ΚατÜ δω, κατÜ δω, παλικÜρι.
ΚατÜ δω, ζýγωσÝ με αγαπÜκι,
μην αργεßς να πλαγιÜσεις μαζß μου
να χαρεßς το κορμß μου νυχτÝρι.
Με τραντÜζει καημüς και λαχτÜρα
για τα ωραßα κατσαρÜ σου μαλλÜκια.
Βüηθα, βüηθα, Ερωτüθεε, και κÜνε
τ᾽ ομορφüπαιδο νÜ ᾽ρθει να πÝσει
στο δικü μου κρεβÜτι.
ΠΑΛ.
ΚατÜ δω, κατÜ δω, κοπελιÜ μου,
αγαποýλα μου καμαροφρýδα.
¸λα κÜτου τρεχÜλα ν᾽ ανοßξεις,
δεν κρατιÝμαι, θα πÝσω στο δρüμο,
στο ζεστü σου τον κüρφο να γεßρω
τα κρουστÜ σου μεριÜ να φουχτþσω.
Αφροδßτη, με τρÝλανες. ΤρÝξε,
βüηθησÝ με και κÜνε την νÜ ᾽ρθει
στο δικü μου κρεβÜτι.
ΜαλαματÝνιο γκüλφι μου,
της Αφροδßτης γÝννα,
Üνοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
τι με λþλανεν ο πüθος!
¢νοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
και να με νεκραναστÞσεις.
Εßναι φτωχÜ τα λüγια μου
μπρος στον βαρý καημü μου.
Και συ, ποθοκρατüρισσα κυρÜ,
συμπüνεσÝ με.
και των Μουσþν η μÝλισσα
και θρÝμμα των Χαρßτων,
Üνοιξε να μ᾽ αγκαλιÜσεις
τι με λþλανεν ο πüθος!
μτφ.: ΙωÜννη ΠολÝμη
Θεüκριτος
Ο Θεüκριτος (Συρακοýσες 315 π.Χ.-260 π.Χ.) Þταν Ýνας απü τους σημαντικüτερους ποιητÝς της ΕλληνιστικÞς εποχÞς, πρωτοπüρος της βουκολικÞς ποßησης που Üνθισε περßπου τον 3ο π.Χ αιþνα. Για τη ζωÞ του Θεüκριτου δε διαθÝτουμε πολλÝς πληροφορßες, ενþ üσα γνωρßζουμε προÝρχονται κυρßως απü το ßδιο το Ýργο του. Πιθανüτερη χρονικÞ περßοδος γÝννησÞς του θεωρεßται το 315 π.Χ. περßπου, καθþς η ακμÞ του συνÝπεσε με την 124η ΟλυμπιÜδα (284-280 π.Χ.). ΣχετικÜ με τον τüπο καταγωγÞς του, μßα ευρýτερα αποδεκτÞ θεþρηση εßναι πως γεννÞθηκε στις Συρακοýσες, Üποψη που φαßνεται να επιβεβαιþνεται και μÝσα απü το ßδιο το Ýργο του (Ειδýλλιο XXVIII, στ. 16-18). Θεωρεßται επßσης πολý πιθανü πως Ýζησε στην Κω, την ΑλεξÜνδρεια καθþς και στην Αßγυπτο την περßοδο του Πτολεμαßου Β'.

Ο Θεüκριτος αναγνωρßζεται ως Ýνας απü τους σημαντικοýς ποιητÝς του αρχαßου κüσμου. Απü το σýνολο του Ýργου του, διασþθηκαν τριÜντα ποιÞματα, που αργüτερα συγκεντρþθηκαν κÜτω απü το γενικü τßτλο Ειδýλλια. Αμφιβολßες Ýχουν διατυπωθεß και ως προς τη γνησιüτητα 8 ειδυλλßων και συγκεκριμÝνα για τα υπ'αριθμüν 8, 9, 19, 20, 21, 23, 26 και 27. Ο üρος ειδýλλια χρησιμοποιÞθηκε πιθανüν λüγω της μικρÞς Ýκτασης των ποιημÜτων, αντßθετα με τα Ýπη. Επýλλια δηλ. ειδýλλια (αγλ.Idyls) μοιÜζουν με το Ýπος, γιατß αφηγοýνται περιπÝτειες ηρþων, αλλÜ εßναι πολý πιο σýντομα και πραγματεýονται το θÝμα τους με φυσικüτερο τρüπο και πιο Üνετη διÜθεση. Κυρßως ασχολοýνται με το δωρικü Þρωα ΗρακλÞ (Ηρακλßσκος, ¾λας) και σ’ αυτÜ ανÞκει και το μεγαλýτερο ποßημα του Θεοκρßτου, ο "¾μνος Εις Διοσκοýρους".
Στο Θεüκριτο αποδßδονται επιπλÝον 16 επιγρÜμματα της ΠαλατινÞς Ανθολογßας, πολλÜ απü τα οποßα üμως δε θεωροýνται γνÞσια. Στη 2η κατηγορßα των ποιημÜτων του κατατÜσσονται τα επιγρÜμματÜ του με τα οποßα, üπως και με εκεßνα του Καλλßμαχου, το εßδος αυτü Ýφτασε στο υψηλüτερü του σημεßο κατα την ΑλεξανδρινÞ εποχÞ. ΠολλÜ φαßνεται üτι γρÜφτηκαν για πραγματικÜ περιστατικÜ κι αρκετÜ εκτüς απü την ομορφιÜ τους, εßναι και πολý πνευματþδη. Ξεχωρßζει μια üμαδα επιγραμμÜτων που φαßνεται να γρÜφτηκαν για να χαραχτοýν στη βÜση αγαλμÜτων ποιητþν: Αρχßλοχου, ΑνακρÝοντα, Ιππþνακτα, Επßχαρμου, ΠεισÜνδρου απü την ΚÜμειρα. ΜερικÜ, τÝλος φαßνονται σαν ελεγεßες κι αναγγÝλουν την λατινικÞ ελεγεßα του ΣÝξτου ΠροπÝρτιου.
Σε μια 3η κατηγορßα μποροýν να περιληφθοýν τα υπüλοιπα ποιÞματα του Θεüκριτου: "¸παινοι" (π.χ. στον ΙÝρων Β’ των Συρακουσþν, στον Πτολεμαßο ΦιλÜδελφο), συνοδευτικÜ δþρων (ΗλακÜτη) κ.α, üπως και το κομψü στιχουργικü παιχνßδι η "Σýριγξ", Ýνας γρßφος σε στßχους που η ÝκτασÞ του ποικßλλει Ýτσι, þστε το κεßμενο να μοιÜζει με απεικüνιση του γνωστοý ποιμενικοý πνευστοý, της φλογÝρας.
Με το ποιητικü του Ýργο, ο Θεüκριτος αποτÝλεσε τον ιδρυτÞ της αποκαλοýμενης και βουκολικÞς ποßησης. Σε αρκετÜ ποιÞματα των "Ειδυλλßων" η θεματολογßα βασßζεται στον ποιμενικü βßο, ενþ τα υπüλοιπα στηρßζονται σε θÝματα μυθικοý Þ ερωτικοý περιεχομÝνου, χωρßς να απουσιÜζουν και ýμνοι Þ ποιÞματα επικοý χαρακτÞρα. Η γλþσσα που χρησιμοποßησε ο Θεüκριτος Þταν η δωρικÞ διÜλεκτος, αλλÜ συναντÜται επßσης ιωνικÞ -κυρßως σε ποιÞματα επικοý ýφους- κι αιολικÞ. Σχεδüν το σýνολο των "Ειδυλλßων" εßναι γραμμÝνο σε δακτυλικü εξÜμετρο.
Η επßδραση της ποßησης του Θεüκριτου Þταν σημαντικÞ και αρκετοß μεταγενÝστεροι ποιητÝς μιμÞθηκαν το ýφος του. Θεωρεßται εμφανÞς και στην ποßηση του Βιργßλιου, ειδικüτερα στο Ýργο του ΕκλογÝς (Þ ΒουκολικÜ) και του ΣÝξτου ΠροπÝρτιου.
ΣΟΥÀΔΑ
ἔστι καὶ ἕτερος Θεόκριτος, Πραξαγόρου καὶ Φιλίννης, οἱ δὲ Σιμμίχου∙ Συρακούσιος, οἱ δέ φασι
Κῷον∙ μετῴκησε δὲ ἐν Συρακούσαις. οὗτος ἔγραψε τὰ καλούμενα Βουκολικὰ ἔπη Δωρίδι διαλέκτῳ.
τινὲς δὲ ἀναφέρουσιν εἰς αὐτὸν καὶ ταῦτα∙ Προιτίδας, Ἐλπίδας, Ὕμνους, Ἡρωΐνας, Ἐπικήδεια μέλη,
ἐλεγείας καὶ ἰάμβους, ἐπιγράμματα. ἰστέον δὲ ὅτι τρεῖς γεγόνασι Βουκολικῶν ἐπῶν ποιηταί,
Θεόκριτος οὑτοσί, Μόσχος Σικελιώτης καὶ Βίων ὁ Σμυρναῖος, ἔκ τινος χωριδίου καλουμένου Φλώσσης.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Ἄλλος ὁ Χῖος∙ ἐγὼ δὲ Θεόκριτος, ὃς τάδ᾽ ἔγραψα,
εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἰμὶ Συρηκοσίων,
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτῆς τε Φιλίνης,
μοῦσαν δ᾽ ὀθνείην οὔτιν᾽ ἐφελκυσάμην.
Το Πρþτο Σκαλß
Εις τον Θεüκριτο παραπονιοýνταν
μια μÝρα ο νÝος ποιητÞς ΕυμÝνης:
«Τþρα δυο χρüνια πÝρασαν που γρÜφω
κι Ýνα ειδýλλιον Ýκαμα μονÜχα.
Το μüνον Üρτιüν μου Ýργον εßναι.
Aλλοßμονον, εßν' υψηλÞ το βλÝπω,
πολý υψηλÞ της ΠοιÞσεως η σκÜλα,
κι απ’ το σκαλß το πρþτο εδþ που εßμαι
ποτÝ δεν θ’ ανεβþ ο δυστυχισμÝνος.»
Εßπ' ο Θεüκριτος: «AυτÜ τα λüγια
ανÜρμοστα και βλασφημßες εßναι.
Κι αν εßσαι στο σκαλß το πρþτο, πρÝπει
νÜσαι υπερÞφανος κι ευτυχισμÝνος.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα.
Κι αυτü ακüμη το σκαλß το πρþτο
πολý απü τον κοινü τον κüσμο απÝχει.
Εις το σκαλß για να πατÞσεις τοýτο
πρÝπει με το δικαßωμÜ σου να 'σαι
πολßτης εις των ιδεþν την πüλι.
Και δýσκολο στην πüλι εκεßνην εßναι
και σπÜνιο να σε πολιτογραφÞσουν.
Στην αγορÜ της βρßσκεις ΝομοθÝτας
που δεν γελÜ κανÝνας τυχοδιþκτης.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα.»
Κωνσταντßνος ΚαβÜφης
----------------------------------------------------------
Ειδýλλια 3.23
᾿ΑνÞρ τις πολýφιλτρος ἀπηνÝος ἤρατ᾽ ἐφÜβω,
τὰν μορφὰν ἀγαθῶ, τὸν δὲ τρüπον οὐκÝθ᾽ ὁμοßω.
μßσει τὸν φιλÝοντα καὶ οὐδὲ ἓν ἅμερον εἶχε,
κοὐκ ᾔδει τὸν ῎Ερωτα, τßς ἦν θεüς, ἡλßκα τüξα
χερσὶ κρατεῖ, πῶς πικρὰ βÝλη ποτικÜρδια βÜλλει·
πÜντα δὲ κἠν μýθοισι καὶ ἐν προσüδοισιν ἀτειρÞς.
οὐδÝ τι τῶν πυρσῶν παραμýθιον, οὐκ ἀμÜρυγμα
χεßλεος, οὐκ ὄσσων λιπαρὸν σÝλας, οὐ ῥοδüμαλον,
οὐ λüγος, οὐχὶ φßλαμα, τὸ κουφßζει τὸν ἔρωτα.
οἷα δὲ θὴρ ὑλαῖος ὑποπτεýῃσι κυναγþς,
οὕτως πÜντ᾽ ἐποßει ποτὶ τὸν φßλον· ἄγρια δ᾽ αὐτῷ
χεßλεα καὶ κῶραι δεινὸν βλÝπος· εἶχε γὰρ ὄγκον·
τᾷ δὲ χολᾷ τὸ πρüσωπον ἀμεßβετο, φεῦγε δ᾽ ἀπὸ χρὼς
ὕβριν τᾶς ὀργᾶς περικεßμενος. ἀλλὰ καὶ οὕτως
ἦν καλüς· ἐξ ὀργᾶς ἐρεθßζετο μᾶλλον ἐραστÜς.
λοßσθιον οὐκ ἤνεικε τüσαν φλüγα τᾶς Κυθερεßας,
ἀλλ᾽ ἐλθὼν ἔκλαιε ποτὶ στυγνοῖσι μελÜθροις,
καὶ κýσε τὰν φλιÜν, οὕτω δ᾽ ἀνενεßκατο φωνÜν·
‘῎Αγριε παῖ καὶ στυγνÝ, κακᾶς ἀνÜθρεμμα λεαßνας,
λÜινε παῖ καὶ ἔρωτος ἀνÜξιε, δῶρÜ τοι ἦλθον
λοßσθια ταῦτα φÝρων, τὸν ἐμὸν βρüχον· οὐκÝτι πὰρ σὲ
κῶρ᾽ ἐθÝλω λýπης κεχολωμÝνος, ἀλλὰ βαδßζω,
ἔνθα τý μευ κατÝκρινας, ὅπῃ λüγος ἦμεν ἀταρπὸν
ξυνÜν, τοῖσιν ἐρῶσι τὸ φÜρμακον ἔνθα τὸ λᾶθος.
ἀλλὰ καὶ ἢν ὅλον αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμÝλξω,
οὐδ᾽ οὕτως σβÝσσω τὸν ἐμὸν χüλον. ἄρτι δὲ χαßρειν
τοῖσι τεοῖς προθýροις ἐπιτÝλλομαι. οἶδα τὸ μÝλλον.
καὶ τὸ ῥüδον καλüν ἐστι, καὶ ὁ χρüνος αὐτὸ μαραßνει·
καὶ τὸ ἴον καλüν ἐστιν ἐν εἴαρι, καὶ ταχὺ γηρᾷ·
λευκὸν τὸ κρßνον ἐστß, μαραßνεται ἁνßκα πßπτῃ·
ἁ δὲ χιὼν λευκÜ, καὶ τÜκεται ἁνßκα πασθῇ.
καὶ κÜλλος καλüν ἐστι τὸ παιδικüν, ἀλλ᾽ ὀλßγον ζῇ.
ἥξει καιρὸς ἐκεῖνος, ὁπανßκα καὶ τὺ φιλÜσεις,
ἁνßκα τὰν κραδßαν ὀπτεýμενος ἁλμυρὰ κλαýσῃ.
ἀλλὰ τὺ παῖ καὶ τοῦτο πανýστατον ἁδý τι ῥÝξον·
ὁππüταν ἐξενθὼν ἠρτημÝνον ἐν προθýροισι
τοῖσι τεοῖσιν ἴδῃς τὸν τλÜμονα, μÞ με παρÝνθῃς,
στᾶθι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον, ἐπισπεßσας δὲ τὸ δÜκρυ
λῦσον τῶ σχοßνω με καὶ ἀμφßθες ἐκ ῥεθÝων σῶν
εἵματα καὶ κρýψüν με, τὸ δ᾽ αὖ πýματüν με φßλασον,
κἂν νεκρῷ χÜρισαι τὰ σὰ χεßλεα. μÞ με φοβαθῇς·
οὐ δýναμαι λυπεῖν σε, διαλλÜξεις με φιλÜσας.
χῶμα δÝ μοι χῶσüν τι ὅ μευ κρýψει τὸν ἔρωτα.
κἂν ἀπßῃς, τüδε μοι τρὶς ἐπαßασον· ὦ φßλε κεῖσαι.
ἢν δὲ θÝλῃς, καὶ τοῦτο· καλὸς δÝ μοι ὤλεθ᾽ ἑταῖρος.
γρÜψον καὶ τüδε γρÜμμα, τὸ σοῖς τοßχοισι χαρÜξω·
«τοῦτον ἔρως ἔκτεινεν. ὁδοιπüρε, μὴ παροδεýσῃς,
ἀλλὰ στὰς τüδε λÝξον· ἀπηνÝα εἶχεν ἑταῖρον».̂̔
Ωδ᾽ εἰπὼν λßθον εἷλκεν, ἐρεισÜμενος δ᾽ ἐπὶ τοßχω
ἄχρι μÝσων οὐδῶν φοβερὸν λßθον ἅπτετ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν,
τὰν λεπτὰν σχοινῖδα, βρüχον δ᾽ ἐνÝβαλλε τραχÞλῳ,
τὰν ἕδραν δ᾽ ἐκýλισεν ὑπὲκ ποδüς, ἠδ᾽ ἐκρεμÜσθη
νεκρüς. ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ὤιξε θýρας καὶ τὸν νεκρὸν εἶδεν
αὐλᾶς ἐξ ἰδßας ἠρτημÝνον, οὐδ᾽ ἐλυγßχθη
τὰν ψυχÜν, οὐ κλαῦσε νÝον φüνον, ἀλλ᾽ ἐπὶ νεκρῷ
εἵματα πÜντ᾽ ἐμßανεν, ἐφαβικὰ βαῖνε δ᾽ ἐς ἄθλα
γυμναστῶν, καὶ τῆλε φßλων ἐπεμαßετο λουτρῶν,
καὶ ποτὶ τὸν θεὸν ἦλθε, τὸν ὕβρισε· λαúνÝας δὲ
ἵστατ᾽ ἀπὸ κρηπῖδος ἐς ὕδατα· τῷ δ᾽ ἐφýπερθεν
ἅλατο καὶ τὤγαλμα, κακὸν δ᾽ ἔκτεινεν ἔφαβον·
νᾶμα δ᾽ ἐφοινßχθη· παιδὸς δ᾽ ἐπενÜχετο σῶμα.
χαßρετε τοὶ φιλÝοντες· ὁ γὰρ μισῶν ἐφονεýθη.
στÝργετε δ᾽ οἱ μισεῦντες· ὁ γὰρ θεὸς οἶδε δικÜζειν.
- = - = -
¢ντρας στα φßλτρα τ’ ¸ρωτα χαμÝνος, πüθησ’ Ýφηβο
Üκαρδο, ωραßο στην üψη, μα στο χαρακτÞρα σκÜρτο.
Μισοýσε που τονε ποθοýσε τüσο, γιατß δεν Þταν μαζß του
τρυφερüς, δεν Þξερε τον ¸ρωτα, μα και τη δýναμÞ του,
οýτε τα βÝλη που κρατÜ τα δυνατÜ, πως σε τρυπÜνε,
ßσα μες στη καρδιÜ. ¹ταν στα λüγια αγροßκος και σκληρüς
ΚαμιÜ παρηγοριÜ με φλüγα, κανÝνα τρÝμισμα ματιοý,
κανÝν στα χεßλια του φιλß, που πÜθη ανακουφßζει.
¼πως τ’ αγρßμι του βουνοý τους κυνηγοýς λοξÜ θωρεß
Ýτσι τον εραστÞ, μ’ Üγρια χεßλη, βλÝμμα τρομερü
και με χολÞ στο πρüσωπο, κüκκινο απü το θυμü.
Μ’ ακüμα κι Ýτσι üμορφος Þτανε κι η οργÞ του
ερÝθιζε τους εραστÝς, το δßχως Üλλο.
Κι Ýτσι δεν Üντεξε στη φλüγα της ΚυθÝρειας
και πÞγε κι Ýκλαψε στο ανελÝητο σπßτι,
και το κατþφλι φßλησε κι εßπε τοýτα τα λüγια:
«¢γριο αγüρι κι Üσπλαγχνο, θρÝμμ’ Üγριας λιονταρßνας,
που ‘χεις μια πÝτρα στη καρδιÜ, ανÜξιε της ΑγÜπης,
τοýτα τα δþρα δÝξου τα, που φÝρνω τα στερνÜ μου,
το βρüχο μου αγüρι μου γιατß Üλλο πια δε θÝλω
να σε λυπþ με μÝνανε και πια παßρνω τη στρÜτα,
που συ με καταδßκασες να πÜρω, και που λÝνε,
πως εßν’ κοινÞ για üλους μας, εμÜς τους ‘ρωτευμÝνους
κι εßναι και φÜρμακο καλü, που φÝρνει και τη λÞθη.
Μα αλßμονο ακüμα κι üλο μÝχρι τÝλους να ρουφÞξω,
πÜλι τον πüθο μου για σε, δε πρüκειται να σβÞσω.
Και τþρα üλος χαßρομαι στη θýρα τη δικÞ σου,
γνωρßζοντας πολý καλÜ το μÝλλον μου μαζß σου.
Και τ’ üμορφο το ρüδο, το μαραßνει ο χρüνος
κι üλα τα üμορφα γοργÜ την Üνοιξη γερνÜνε,
λευκü εßναι το κρßνο, μα σα πÝσει κιτρινßζει,
Üσπρο το χιüνι μα üταν πÝσει χÜμω λυþνει,
κι η ομορφιÜ εßν’ üμορφη μα δε κρατÜ πολý.
Θα ‘ρθει και κεßνος ο καιρüς κι συ θε ν’ αγαπÞσεις
κι ßσως κι εσý καμμÝνος στη καρδιÜ, πικρÜ να κλÜψεις.
¼μως αγüρι μου μια τελευταßα χÜρη σου ζητþ,
αν Ýξω βγεις και με ιδεßς κρεμασμÝνο στο κατþφλι,
τον δυστυχÞ εμÝνανε να μη με προσπερÜσεις.
ΣτÜσου λιγÜκι, κλÜψε με, μια στÜλα μüνο στÜξε
σπονδÞ στερνÞ και λýσε με απ’ το σχοινß μου πÜνω
ντýσε με με τα μÝλη σου και κρýψε το κορμß μου
με κÜποια απ’ τα φορÝματα, που φüραγες δικÜ σου
κι Ýνα φιλß, για μια στερνÞ φορÜ, δþς μου στα χεßλη.
Μη φοβηθεßς, γιατß νεκροý πþς να σε βλÜψει το φιλß;
Και φþναξÝ με τρεις φορÝς: ‘ΑγαπημÝνε εßσαι νεκρüς’.
Χþμα σκÜψε και θÜψε με, ‘με και τον ÝρωτÜ μου
κι αν θÝλεις πÜλι, φþναξε: ‘ΠÜει ‘χÜθη ο καλüς μου’!
ΓρÜψε κι αυτü το επßγραμμα στον τοßχο σου, που γρÜφω»:
ΤΟΥΤΟΝ Ο ΕΡΩΣ ΣΚΟΤΩΣΕ,
ΔΙΑΒΑΤΗ ΛΙΓΟ ΣΤ¢ΣΟΥ,
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΤΑ ΜΟΝΟ ΠΕΣ:
‘‘ΑΚΑΡΔΟΝ ΕΙΧΕ ΤΑΙΡΙ’’
Κι Ýπειτα, που ‘πεν üλ’ αυτÜ επÞρε μια κοτρþνα,
πÜνω στη πüρτα Ýδεσε χοντρü Ýνα σχοινß,
και τη θηλιÜ επÝρασε τριγýρω στο λαιμü του,
κλωτσÜ τη πÝτρα δυνατÜ και βρÞκε το χαμü του.
Εκεßνος σαν την Üνοιξε και βρÞκε τον χαμÝνο,
μηδ’ η καρδιÜ του λýγισε, μÞτε το δÜκρυ βγÞκε,
του λÝρωσε, του Ýφτυσε τα ροýχα που φοροýσε,
και üπως καθημερινÜ πÞγε στ’ αθλÞματÜ του
και στα λουτρÜ ασυγκßνητος μετ’ απü κει εμπÞκε.
Μα ο Θεüς τα εßδ’ αυτÜ, τ’ Üτιμα δε χωνεýει
πετÜχτηκ’ απ’ το πÝτρινο κατþφλι στα γερÜ
και πÜνω του σαν Üγαλμα ρßχτηκε με μανßα
και σκüτωσε τον ασεβÞ κι ανÜξιο νεανßα.
Το ýδωρ βÜφτει κüκκινο και τüτενες ακοýστη
απü το νÝο, Θεοý φωνÞ να βγαßνει βροντερÞ:
«Χαρεßτε ρωτευμÝνοι,
ο που μισοýσε πüθανε,
οι που μισεß’ λατρÝψτε,
γιατß Θεüς σας κραßνει!
(Ειδýλλια, Κþμος ΙΙ)
Κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα, ταὶ δέ μοι αἶγες
βόσκονται κατ᾽ ὄρος, καὶ ὁ Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει.
Τίτυρ᾽, ἐμὶν τὸ καλὸν πεφιλημένε, βόσκε τὰς αἶγας,
καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε, Τίτυρε, καὶ τὸν ἐνόρχαν,
τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα, φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ.
Ὦ χαρίεσσ᾽ Ἀμαρυλλί, τί μ᾽ οὐκέτι τοῦτο κατ' ἄντρον
παρκύπτοισα καλεῖς, τὸν ἐρωτύλον; Ἦ ῥά με μισεῖς;
Ἦ ῥά γε τοι σιμὸς καταφαίνομαι ἐγγύθεν ἦμεν,
νύμφα, καὶ προγένειος; Ἀπάγξασθαί με ποησεῖς.
Ἠνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω· τηνῶθε καθεῖλον
ὦ μ' ἐκέλευ καθελεῖν τυ· καὶ αὔριον ἄλλα τοι οἰσῶ.
Θᾶσαι μὰν θυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος. Αἴθε γενοίμαν
ἁ βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν ἄντρον ἱκοίμαν,
τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέριν ᾇ τυ πυκάσδῃ.
Νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα· βαρὺς θεός· ἦ ῥα λέαινας
μαζὸν ἐθήλαζεν, δρυμῷ τε νιν ἔτραφε μάτηρ,
ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτει.
Ὦ τὸ καλὸν ποθορεῦσα, τὸ πᾶν λίπος, ὦ κυάνοφρυ
νύμφα, πρόσπτυξαί με τὸν αἰπόλον, ὡς τυ φιλήσω.
Ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλήμασιν ἁδέα τέρψις.
Τὸν στέφανον τῖλαί με καὶ αὐτίκα λεπτὰ ποησεῖς,
τόν τοι ἐγών, Ἀμαρυλλὶ φίλα, κισσοῖο φυλάσσω,
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμησι σελίνοις.
Ὤμοι ἐγών, τί πάθω, τί ὁ δύσσοος; Οὐχ ὑπακούεις.
Τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα τηνῶ ἁλεῦμαι,
ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς·
καἴ κα δὴ ᾽ποθάνω, -τό γε μὰν τεὸν ἁδὺ τέτυκται.
Ἔγνων πρᾶν, ὅκα μοι, μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με,
οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο, τὸ πλατάγημα,
ἀλλ᾽ αὔτως ἁπαλὸν ποτὶ πάχεú ἐξεμαράνθη.
Εἶπε καὶ ἁ γραία τἀλαθέα κοσκινόμαντις,
ἁ πρᾶν ποιολογεῦσα Παραιβάτις, οὕνεκ᾽ ἐγὼ μέν
τὶν ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιῇ.
Ἦ μάν τοι λευκὰν διδυματόκον αἶγα φυλάσσω,
τάν με καὶ ἁ Μέρμνωνος Ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως
αἰτεῖ· καὶ δώσω οἱ, ἐπεί τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ.
Ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός· ἆρά γ' ἰδησῶ
αὐτάν; ᾈσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν ὧδ᾽ ἀποκλινθείς·
καί κέ μ᾽ ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντίνα ἐστίν.
Ἱππομένης, ὅκα δὴ τὰν παρθένον ἤθελε γᾶμαι,
μᾶλ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν· ἁ δ᾽ Ἀταλάντα
ὡς ἴδεν, ὡς ἐμάνη, ὡς ἐς βαθὺν ἅλατ᾽ ἔρωτα.
Τὰν ἀγέλαν χὡ μάντις ἀπ᾽ Ὄθρυος ἆγε Μελάμπους
ἐς Πύλον· ἃ δὲ Βίαντος ἐν ἀγκοίναισιν ἐκλίνθη,
μάτηρ ἁ χαρίεσσα περίφρονος Ἀλφεσιβοίας.
Τὰν δὲ καλὰν Κυθέρειαν ἐν ὤρεσι μῆλα νομεύων
οὐχ οὕτως Ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας,
ὥστ᾽ οὐδὲ φθίμενόν νιν ἄτερ μαζοῖο τίθητι;
Ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων
Ἐνδυμίων· ζαλῶ δε, φίλα γύναι, Ἰασίωνα,
ὃς τόσσων ἐκύρησεν, ὅσ᾽ οὐ πευσεῖσθε, βέβαλοι.
Ἀλγέω τὰν κεφαλάν, τὶν δ᾽ οὐ μέλει. Οὐκέτ᾽ ἀείδω,
κεισεῦμαι δὲ πεσών, καὶ τοὶ λύκοι ὦδε μ᾽ ἔδονται.
Ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχθοιο γένοιτο.
---------------------
Για την Αμαρυλλßδα μου θα πω Ýνα τραγουδÜκι
κι οι γßδες βüσκουν στο βουνü κι ο Τßτυρος τις βüσκει.
Βüσκε τις γßδες, Τßτυρε, και φÝρε τες στο ρÝμα
κι Ýχε το νου στο Λιβυκü και στο βαρβÜτο τρÜγο,
τον τρÜγο τον ξανθüμαλλο, να μη σε κουτουλÞσει.
Πþς δεν προβÜλλεις στη σπηλιÜ να με καλÝσεις νÜ ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεýεσαι το δýστυχο, γλυκιÜ μου Αμαρυλλßδα,
Þ μÞπως τÜχα απü κοντÜ με βρßσκεις πλατομýτη;
Αμαρυλλßδα αγÜπη μου, με κÜνεις να μαδÞσω
τ᾽ ολüδροσο στεφÜνι αυτü που ᾽'χω για σÝνα πλÝξει
μ᾽ ευωδιασμÝνα σÝλινα και με μπουμποýκια κßστου*.
Αλßμονü μου! δε μ᾽ ακοýς; τß Ýχω να πÜθω ο μαýρος!
ΝÜ, δÝκα μÞλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νÜ, δÝκα μÞλα, και ταχιÜ θενα σου φÝρω κι Üλλα.
Αχ! κοßταξε τον πüνο μου: Πþς Þθελα να γßνω
βομβολαλοýσα μÝλισσα και νÜ ᾽ρθω στη σπηλιÜ σου,
μες στον κισσü σου να χωθþ, στη φτÝρη που σ᾽ ισκιþνει.
Τþρα τον Ýρωτα Ýνιωσα· σκληρüς θεüς· λιοντÜρι
τον βýζαξε κι η μÜνα του τον Ýθρεψε στο λüγγο.
ΒαθιÜ-βαθιÜ ως τα κüκαλα με κατακαßει εκεßνος.
¼σο η ματιÜ σου εßναι γλυκιÜ, τüσο η καρδιÜ σου πÜγος·
αχ! μαυροφρýδα δÝξου με κι Ýνα φιλÜκι δþσ᾽ μου.
Και τα φιλÜκια μοναχÜ Ýχουν κι εκεßνα γλýκα.
Θα βγÜλω τη φλοκÜτη μου στα κýματα να πÝσω
απü το βρÜχο που ο ψαρÜς παραμονεýει τüνους·
κι αν δεν πεθÜνω, üμως κι αυτü θενα σ᾽ ευφρÜνει εσÝνα
Το ξÝρω πως δε μ᾽ αγαπÜς· θÝλοντας να το μÜθω,
Ýκρουσα μες στη φοýχτα μου της παπαροýνας φýλλο
κι εκεßνο απομαρÜθηκε χωρßς να κÜνει κρüτο.
Μα κι η κοσκινομÜντισσα η σταχολüγα η Γραßω
κι αυτÞ που την ερþτησα αληθινÜ μου το ᾽πε
πως εßμ᾽ εγþ τρελüς για σε και συ δε με λογιÜζεις.
ΦυλÜω για σÝνα κÜτασπρη και διπλομÜνα γßδα,
που την ζητÜ η μελαχρινÞ του ΜÝρμνωνα δουλεýτρα·
σαν δε με καταδÝχεσαι σ᾽ αυτÞν θα τη χαρßσω.
Παßζει το μÜτι μ᾽ το δεξß· μÞπως την ανταμþσω;
Θα γεßρω δßπλα στη φτελιÜ και θενα τραγουδÞσω
κι ßσως γυρßσει να με δει· δεν εßναι δα απü πÝτρα.
Την ΑταλÜντη θÝλοντας να πÜρει ο ΙππομÝνης,
παρÜβγηκε στο τρÝξιμο κι εßχε στα χÝρια μÞλα,
κι ευθýς τον ερωτεýθηκε μüλις τον εßδ᾽ εκεßνη.
¼ταν στην Πýλο ο ΜÝλαμπος Ýφερε το κοπÜδι
απü την ¼θρυ, Ýγειρε στην αγκαλιÜ του Βßα
η ωραßα Πειρþ, της γνωστικÞς Αλφεσιβοßας η μÜνα.
Και μÞπως τÜχα ο ¢δωνις, μες στα βουνÜ τσοπÜνης,
δε μÜγεψε τüσο τρελÜ την üμορφη Αφροδßτη
που και νεκρü στον κüρφο της σφιχτÜ τον εκρατοýσε;
Μα και τον Ενδυμßωνα ζηλεýω που εκοιμÞθη
τον ýπνο τον αξýπνητο· και τον Γιασßων᾽ ακüμα,
που απüλαψε üσα δεν μποροýν οι αμÜθευτοι ν᾽ ακοýσουν.
Πονεß μου εμÝνα η κεφαλÞ κι εσÝνα δε σε μÝλει.
Θα πÜψω το τραγοýδι μου και θενα πÝσω χÜμω
νÜ ᾽ρθουν οι λýκοι να με φαν για να χαρεß η καρδιÜ σου.
Μέλι σου γίνει ο χαμός, γλυκό-γλυκü, στο στόμα.
μτφ.: ΙωÜννη ΠολÝμη
==================================
* Κßστος: επßσης ΛαδανιÜ, Κουνοýκλα (Cistus incanus)
ΑνÞκει στην οικογÝνεια των Κιστιδþν (Cistaceae). Εξαπλþνεται στο μεγαλýτερο τμÞμα της Μεσογεßου και εßναι κοινü στην ΕλλÜδα. Εßναι θερμüφιλο φυτü, το οποßο απαιτεß ξÝφωτα και ηλιüλουστα μÝρη. ΑγαπÜει τις πετρþδης θÝσεις, τα φρýγανα και τα διÜκενα ημιορεινþν δασþν, τα φτωχÜ και ασβεστολιθικÜ εδÜφη. Οι λαδανιÝς Þ ΚουνουκλιÜ Þ ΛÜδανος Þ ΑλαδανιÜεßναι φυτÜ αειθαλÞ, θαμνþδη μÝχρι Ýνα μÝτρο ýψος, με πολýκλαδο βλαστü και παχιÜ, με πυκνοýς αδÝνες και ρυτιδþδη φýλλα. Τα Üνθη εßναι σαν μικρÜ τριαντÜφυλλα, ροδüχρωμα. H Üνθηση αρχßζει τον Ιοýνιο και διαρκεß μÝχρι και τον Αýγουστο.