ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Flaubert Gustave: ÁêñéâÞò Ñïìáíôéêüò ÑåáëéóôÞò

¼λο τ' üνειρο της δημοκρατßας εßναι
                             να κατεβÜσει τον προλετÜριο
στο επßπεδο της αστικÞς βλακεßας. -Τι φρικτÞ εφεýρεση,
                                                       αυτοß οι αστοß, δεν νομßζετε;   
(ΦλωμπÝρ)

Βιογραφικü

     Ο ΓκυστÜβ ΦλωμπÝρ (Gustave Flaubert), Þτανε ΓÜλλος συγγραφÝας και ποιητÞς, που με το Ýργο του εγκαινßασε μια νÝα εποχÞ στη γαλλικÞ πεζογραφßα, ειδικüτερα στο μυθιστüρημα. Με μεγÜλη μÜλιστα επιρροÞ κι Ýχει θεωρηθεß κορυφαßος εκφραστÞς του λογοτεχνικοý ρεαλισμοý στη χþρα του, -στα Ýργα του παßζει ο ρομαντισμüς αλλÜ πιο Ýντονα ο ρεαλισμüς. Σýμφωνα με τη θεωρητικü της λογοτεχνßας Kornelije Kvas, "στον ΦλωμπÝρ, ο ρεαλισμüς επιδιþκει τη τυπικÞ τελειüτητα, επομÝνως η παρουσßαση της πραγματικüτητας τεßνει να εßναι ουδÝτερη, τονßζοντας τις αξßες και τη σημασßα του στυλ ως αντικειμενικÞς μεθüδου παρουσßασης της πραγματικüτητας".
     Εßναι γνωστüς ιδιαßτερα για το 1ο του δημοσιευμÝνο μυθιστüρημα, τη ΜαντÜμ Μποβαρý (1857) και για τη σχολαστικÞ του αφοσßωση στην αποδοτικüτητα, τη τÝχνη και το στυλ του.
Η δημοσßευσÞ της προκÜλεσε σκÜνδαλο κι υπÞρξε αιτßα ποινικÞς δßωξÞς του, καθþς και του εκδüτη. Αναγνωρßστηκε üμως τελικÜ σαν μια αριστουργηματικÞ κι ακριβÝστατη εξεικüνιση των ηθþν και της ζωÞς. Εßναι επßσης γνωστüς, για την αλληλογραφßα του και τη σχολαστικÞ αφοσßωσÞ του στο στυλ και την αισθητικÞ. Ο διÜσημος διηγηματογρÜφος Maupassant Þτανε προστατευüμενüς του. Περßφημο εßναι και το μυθιστüρημα μαθητεßας του, L’Éducation sentimentale (Η αισθηματικÞ αγωγÞ), Ýνα απü τα πιο καθοριστικÜ Ýργα του 19ου αι.



     ΓεννÞθηκε 12 ΔεκÝμβρη 1821 στη ΡουÝν, στο διαμÝρισμα του ΣηκουÜνα-Maritime της ¢νω Νορμανδßας, στη βüρεια Γαλλßα, το 2ο παιδß της Αν Ζυστßν Καρολßν Φλεριü (Anne Justine Caroline Fleuriot, 1793–1872) και του διευθυντÞ κι ανþτερου χειρουργοý του μεγÜλου νοσοκομεßου στη ΡουÝν, Ασßλ ΦλωμπÝρ (Achille-Cléophas Flaubert, 1784–1846). ¸λαβε εγκýκλια εκπαßδευση στο τüτε Λýκειο Ιησουιτþν ΠιÝρ ΚορνÝιγ (Lycée Pierre Corneille). ¢ρχισε να γρÜφει σε νεαρÞ ηλικßα, Þδη απü τα 8 του σýμφωνα με ορισμÝνες πηγÝς. Ολοκληρþνει το Σμαρ στις 14 Απρßλη 1839. ΜαθητÞς ακüμα, μελετÜ ιστορßα και ρητορικÞ και προετοιμÜζεται για σπουδÝς φιλοσοφßας. ΔιαβÜζει πολý και στα κεßμενÜ του παραπÝμπει συστηματικÜ και με διÜφορους τρüπους σε προγενÝστερους συγγραφεßς-πρüτυπα, με τους οποßους διατηρεß αμφßκοπες σχÝσεις. ΠαρÜ τη πρþιμη σχÝση του με τη γραφÞ, γνωρßζουμε πως θα 'χε αρνηθεß με πεßσμα ως τα 35 του να δημοσιεýσει Ýργα του, μ' εξαßρεση 2 κεßμενα μικρÞς Ýκτασης σχετικÜ με τη γραφÞ (Βιβλιομανßα), που δημοσßευσε το 1837 στο Le Colibri, Ýνα μικρü λογοτεχνικü περιοδικü της ΡουÝν.
     ¼πως επισημαινει ο Yvan Leclerc, "ο Γουσταýος, νÝος, εßναι συγγραφÝας. Και στη συνÝχεια, γiνεται συγγραφÝας, μÝσα σ' Ýναν ορυμαγδü απü μισοτελειωμÝνα και ξαναρχινισμÝνα. πρüχειρα, παλεýει αδιÜκοπα να γßνει συγγραφÝας, Þ μÜλλον να μετρηθεß με το ανÝφικτο αuτοý τοu γßγνεσθαι". Εκπαιδεýτηκε στο Lycée Pierre-Corneille στη ΡουÝν και το Üφησε μüλις το 1840, üταν πÞγε στο Παρßσι για να σπουδÜσει νομικÜ. Προς τα τÝλη του 1840, ταξßδεψε στα Πυρηναßα και τη ΚορσικÞ. Στο Παρßσι Þταν Ýνας αδιÜφορος μαθητÞς κι Ýβρισκε τη πüλη δυσÜρεστη, αλλÜ Ýκανε μερικÝς γνωριμßες, μεταξý των οποßων κι ο Βßκτορ Ουγκþ. Η νομικÞ δεν του τραβοýσε ιδιαßτερα το ενδιαφÝρον και λüγω και των κρßσεων επιληψßες που πρωτοεμφανßστηκαν τüτε, το 1846, μετÜ απü μια Ýντονη κρßση επιληψßας, εγκατÝλειψε το Παρßσι και τη νομικÞ, χωρßς να ολοκληρþσει τις σπουδÝς του. ΕγκαταστÜθηκε στη κοντινÞ με τη ΡουÝν πüλη, της ΚρουασÝ (Croisset) κι Ýζησε κει μÝχρι το τÝλος της ζωÞς του.



   
 Στη διÜρκεια της ζωÞς του ταξßδεψε αρκετÜ: το 1840 επισκÝφτηκε τα Πυρηναßα και τη ΚορσικÞ, εξερεýνησε την επαρχßα της ΒρετÜνης το 1846 και το 1849 με 1850 Ýκανε Ýνα μεγÜλο ταξßδι στην ΑνατολÞ με σταθμοýς στην Κωνσταντινοýπολη, την ΕλλÜδα, το Λßβανο (üπου και κüλλησε σýφιλη απü μια τυχαßα επαφÞ με πüρνη) και την Αßγυπτο. Απü το 1846 ως το 1854, εßχε ερωτικÞ σχÝση με τη Γαλλßδα ποιÞτρια Louise Revoil de Servannes (15 August 1810 – 9 March 1876). Σþθηκαν τα γρÜμματÜ του προς αυτÞν.
     Παρüλο που σýμφωνα με τους βιογρÜφους του ο ΦλωμπÝρ Üρχισε να γρÜφει απü την ηλικßα των 8 χρονþν, το πρþτο δημοσιευμÝνο Ýργο του Þταν η νουβÝλα του, ΝοÝμβρης (Novembre) που εκδüθηκε το 1842. Τον ΣεπτÝμβρη του 1849 εßχε τελειþσει τη 1η γραφÞ του σημαντικοý μυθιστορÞματüς του Ο Πειρασμüς Του Αγßου Αντωνßου (La Tentation de Saint Antoine) που üμως Üφησε στην Üκρη λüγω των κακþν κριτικþν που πÞρε απü τους φßλους του. ΔιÜβασε το μυθιστüρημα φωναχτÜ στους Louis Bouilhet και Maxime Du Camp σε 4 ημÝρες, χωρßς να τους επιτρÝψει να διακüψουν Þ να δþσουνε γνþμη. Στο τÝλος της ανÜγνωσης, του εßπαν να πετÜξει το χειρüγραφο στη φωτιÜ, προτεßνοντÜς του να επικεντρωθεß στη καθημερινÞ ζωÞ κι üχι σε φανταστικÜ θÝματα. Σε βιβλßο εκδüθηκε το 1857.
     ¸κανε περιστασιακÝς επισκÝψεις στο Παρßσι και την Αγγλßα, üπου προφανþς εßχε μια ερωμÝνη. ΠολιτικÜ, ο ΦλωμπÝρ περιÝγραφε τον εαυτü του ως "ρομαντικü και φιλελεýθερο" (vieille ganache romantique et liberale), "εξαγριωμÝνο φιλελεýθερο" (libéral enragé), μισητÞ κÜθε δεσποτισμοý και Üνθρωπο που γιüρταζε κÜθε διαμαρτυρßα του ατüμου ενÜντια στην εξουσßα και τα μονοπþλια. Με το διαχρονικü του φßλο Maxime Du Camp, ταξßδεψε στη ΒρετÜνη το 1846. Το 1849–50 πÞγε Ýνα μακρý ταξßδι στη ΜÝση ΑνατολÞ, επισκεπτüμενος την ΕλλÜδα και την Αßγυπτο. Στη Βηρυτü προσβλÞθηκε απü σýφιλη. ΠÝρασε 5 εβδομÜδες στη Κωνσταντινοýπολη το 1850 κι üταν επÝστρεψε απü την Αßγυπτο, Üρχισε να εργÜζεται στη ΜαντÜμ Μποβαρý. Το μυθιστüρημα, το οποßο χρειÜστηκε 5 Ýτη να γραφτεß, κυκλοφüρησε σε συνÝχειες, στη Revue de Paris το 1856.
     Η κυβÝρνηση Üσκησε αγωγÞ κατÜ εκδüτη και συγγραφÝα με τη κατηγορßα της ανηθικüτητας, που δικÜστηκε τον επüμενο χρüνο, αλλÜ κι οι δýο αθωþθηκαν, καθþς εξÝπεσαν οι κατηγορßες ως ασταθεßς. ¼ταν η Madame Bovary εμφανßστηκε σε μορφÞ βιβλßου, συνÜντησε θερμÞ υποδοχÞ. ΕπισκÝφτηκε τη Καρχηδüνα το 1858 για να πραγματοποιÞσει Ýρευνα για το μυθιστüρημÜ του Salammbô -ýστερα απü Ýνα ταξßδι στα ερεßπια της Καρχηδüνας, Üρχισε τη συγγραφÞ του μυθιστορÞματüς του, Σαλαμπü (Salammbô), συγγραφÞ που θα κρατοýσε κι αυτÞ Üλλα 4 χρüνια.
Το τελευταßο μεγÜλο Ýργο του, Η ΑισθηματικÞ ΑγωγÞ (L'Éducation sentimentale), μια μυθιστορηματικÞ ανÜπλαση των νεανικþν του χρüνων θ' Üρχιζε να τη γρÜφει το 1862 για να την ολοκληρþσει 7 Ýτη μετÜ, το 1869. Αυτü Þτανε το τελευταßο ολοκληρωμÝνο μυθιστüρημÜ του.



     ¹ταν επιμελÞς κι εργατικüς και συχνÜ παραπονιüταν στις επιστολÝς του σε φßλους για την επßπονη φýση της δουλειÜς του. ¹τανε κοντÜ στην ανηψιÜ του, Caroline Commanville κι εßχε στενÞ φιλßα κι αλληλογραφßα με τη Γεωργßα ΣÜνδη (George Sand). ΠεριστασιακÜ επισκεπτüτανε παριζιÜνικους γνωστοýς του, συμπεριλαμβανομÝνων των Émile Zola, Alphonse Daudet, Ivan Turgenev, Edmond & Jules de Goncourt. Η 10ετßα του 1870 Þταν μια δýσκολη περßοδος για τον ΦλωμπÝρ. Πρþσοι στρατιþτες κατÝλαβαν το σπßτι του στη διÜρκεια του ΠολÝμου του 1870 κι η μητÝρα του πÝθανε το 1872. ΜετÜ το θÜνατü της, Ýπεσε σε οικονομικÝς δυσκολßες λüγω επιχειρηματικþν αποτυχιþν απ' τη πλευρÜ του συζýγου της ανηψιÜς του. Ως αφοσιωμÝνος στον Σπινüζα, ΦλωμπÝρ, επηρεÜστηκε σημαντικÜ απü τη σκÝψη του. ¹ταν και πανθεúστÞς. Το 1ο του ολοκληρωμÝνο Ýργο Þταν ο ΝοÝμβρης, μια νουβÝλα, που ολοκληρþθηκε το 1842.
     ¸γραψε Ýνα αποτυχημÝνο δρÜμα, το Le Candidat και δημοσßευσε μια επανασχεδιασμÝνη Ýκδοση του The Temptation of Saint Anthony, που μÝρη του εßχανε δημοσιευτεß Þδη απü το 1857. ΑφιÝρωσε μεγÜλο μÝρος χρüνου του σ' Ýνα συνεχιζüμενο Ýργο, Les Deux Cloportes (The Two Woodlice ), που αργüτερα Ýγινε Bouvard et Pécuchet, σπÜζοντας το Ýμμονο εγχεßρημα να γρÜψει μüνο τις Τρεις Ιστορßες το 1877. Αυτü το βιβλßο περιλαμβÜνει 3 ιστορßες: Un Cœur simple (A Simple Heart), La Légende de Saint-Julien l'Hospitalier (Ο θρýλος του Αγßου Ιουλιανοý Του ΝοσηλευτÞ) κι ΗρωδιÜς (ΗρωδιÜς).


                                       Η Καρολßν (ανηψιÜ)

     ΜετÜ τη δημοσßευσÞ των, πÝρασε το υπüλοιπο της ζωÞς του μοχθþντας στο ημιτελÝς Bouvard et Pécuchet, που τυπþθηκε μετÜ θÜνατον το 1881. ¹ταν μια μεγÜλη σÜτιρα για τη ματαιüτητα της ανθρþπινης γνþσης και την πανταχοý παρουσßα της μετριüτητας. Πßστευε üτι το Ýργο Þταν το αριστοýργημÜ του, αν κι η μεταθανÜτια εκδοχÞ Ýλαβε χλιαρÝς κριτικÝς. Ο ΦλωμπÝρ Þταν επßσης πολυγραφüτατος επιστολογρÜφος κι οι επιστολÝς του Ýχουνε συγκεντρωθεß σε πολλÝς εκδüσεις.
     Ο ΦλωμπÝρ δεν παντρεýτηκε ποτÝ και δεν Ýκανε ποτÝ παιδιÜ. Ο λüγος που δεν Ýκανε παιδιÜ αποκαλýπτεται σ' Ýνα γρÜμμα που Ýστειλε στη Colet, με ημερομηνßα 11 ΔεκÝμβρη 1852. Σ' αυτü αποκÜλυψε πως Þταν αντßθετος με τον τοκετü, λÝγοντας üτι δεν θα μεταδþσει σε κανÝναν τις επιδεßξεις και την ντροπÞ της ýπαρξης. ¹τανε πολý ανοιχτüς σχετικÜ με τις σεξουαλικÝς του δραστηριüτητες με τις ιερüδουλες, στα γραπτÜ του, στα ταξßδια του. Υποψιαζüταν üτι Ýνα εξÜνθημα στο πÝος του Þταν απü Μαρωνßτισσα Þ ΤουρκÜλα. Εßχε επßσης σεξουαλικÝς σχÝσεις με Üντρες-πüρνες στη Βηρυτü και την Αßγυπτο. σ' Ýνα απü τα γρÜμματÜ του, περιγρÜφει Ýνα "νεαρü τσακÜλι που φορÜ λευκü τουρμπÜνι". Σýμφωνα με το βιογρÜφο του Émile Faguet, η σχÝση του με τη Louise Colet Þταν η μüνη σοβαρÞ ρομαντικÞ του σχÝση.


                                        Η Λουßζ ΚολÝτ

     Ο ΦλωμπÝρ υπÝφερε απü αφροδßσια νοσÞματα το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς του. ΠÝθανε στις 8 ΜÜη 1880 σε ηλικßα 58 ετþν, απü εγκεφαλικÞ αιμορραγßα και θÜφτηκε στον οικογενειακü τÜφο στη ΡουÝν. ¸να μνημεßο του απü τον Henri Chapu αποκαλýφθηκε στο μουσεßο της ΡουÝν. Την εποχÞ του θανÜτου του, μπορεß να δοýλευε σ' Ýν ακüμα ιστορικü μυθιστüρημα, βασισμÝνο στη ΜÜχη των Θερμοπυλþν. Με αφορμÞ τα 198α γενÝθλιÜ του (12 ΔεκÝμβρη 2019), μια ομÜδα ερευνητþν στο CNRS δημοσßευσε Ýνα μοντÝλο νευρικÞς γλþσσας με τ' üνομÜ του.
     ΑπÝφευγε περßφημα την ανακριβÞ, την αφηρημÝνη και την αüριστα ακατÜλληλη Ýκφραση και πολý σχολαστικÜ τα κλισÝ. Σ' επιστολÞ του προς τη ΣÜνδη Ýγραφε üτι ξοδεýει το χρüνο του "προσπαθþντας να γρÜψει αρμονικÝς προτÜσεις, αποφεýγοντας τους συναινετισμοýς". Πßστευε κι ακολοýθησε την αρχÞ της εýρεσης le mot juste (της σωστÞς λÝξης), που θεωροýσε ως το βασικü μÝσο για την επßτευξη υψηλÞς ποιüτητας στη λογοτεχνικÞ τÝχνη. ΕργÜστηκε σε σκυθρωπÞ μοναξιÜ, μερικÝς φορÝς απασχολοýσε μια βδομÜδα στη συμπλÞρωση μιας σελßδας, ποτÝ δεν Þταν ικανοποιημÝνος μ' αυτÜ που 'χε συνθÝσει. Στην αλληλογραφßα του το υποδηλþνει αυτü, εξηγþντας üτι η σωστÞ πρüζα δεν Ýβγαινε απü μÝσα του κι üτι το ýφος του επιτεýχθηκε με δουλειÜ κι αναθεþρηση.
     Αυτü το επßπονο στυλ γραφÞς εßναι επßσης εμφανÝς üταν συγκρßνει κανεßς τη παραγωγÞ του στη διÜρκεια της ζωÞς του με κεßνη των συνομηλßκων του (π.χ. ο ΜπαλζÜκ Þ ο ΖολÜ). Ο ΦλωμπÝρ εξÝδιδε πολý λιγüτερο παραγωγικÜ απ' üτι Þταν ο κανüνας για την εποχÞ του και ποτÝ δεν πλησßαζε το ρυθμü του ενüς μυθιστορÞματος το χρüνο, üπως συχνÜ πÝτυχαν οι συνομÞλικοι του στη διÜρκεια των κορυφαßων δραστηριοτÞτων τους. Ο Walter Pater τον αποκαλοýσε "μÜρτυρα του στυλ".
Στην αξιολüγηση του κριτικοý ΤζÝιμς Γουντ μας λÝει:

   "Οι μυθιστοριογρÜφοι πρÝπει να ευχαριστοýνε το ΦλωμπÝρ üπως οι ποιητÝς ευχαριστοýνε την Üνοιξη. üλα ξεκινÜνε πÜλι μαζß του. ΥπÜρχει πραγματικÜ η εποχÞ πριν τον ΦλωμπÝρ κι η εποχÞ μετÜ απ' αυτüν. ΚαθιÝρωσε αποφασιστικÜ αυτü που οι περισσüτεροι αναγνþστες και συγγραφεßς πιστεýουν ως σýγχρονη ρεαλιστικÞ αφÞγηση κι η επιρροÞ του εßναι σχεδüν πολý οικεßα για να 'ναι ορατÞ. Δεν παρατηροýμε σχεδüν καθüλου τη καλÞ πεζογραφßα ü,τι ευνοεß την αφÞγηση και την εξαιρετικÞ λεπτομÝρεια, ü,τι παρÝχει Ýναν υψηλü βαθμü οπτικÞς παρατÞρησης, ü,τι διατηρεß μια μη συναισθηματικÞ ψυχραιμßα και ξÝρει πþς ν' αποσýρεται, σαν καλüς παρκαδüρος, απü τον περιττü σχολιασμü. ¼,τι κρßνει ουδÝτερα το καλü και το κακü, ü,τι αναζητÜ την αλÞθεια, ακüμη και με το κüστος να μας απωθÞσει κι ü,τι τα δακτυλικÜ αποτυπþματα του συγγραφÝα σ' üλ' αυτÜ εßναι παραδüξως, ανιχνεýσιμα αλλÜ üχι ορατÜ. Μπορεßτε να βρεßτε μερικÜ απ' αυτÜ στον Ντεφüε Þ στην ¼στεν Þ στον ΜπαλζÜκ, αλλÜ üχι üλα μαζß, üπως στον ΦλωμπÝρ".



     Ως συγγραφÝας, εκτüς απü καθαρüς στυλßστας, Þτανε σχεδüν εξßσου ρομαντικüς και ρεαλιστÞς. Ως εκ τοýτου, μÝλη διαφüρων σχολþν, ιδιαßτερα ρεαλιστÝς και φορμαλιστÝς, Ýχουν ρßξει διεκδικÞσει τη καταγωγÞ τους στο Ýργο του. Η ακρßβεια με την οποßα προσαρμüζει τις εκφρÜσεις του στον σκοπü του, φαßνεται σε üλα τα μÝρη της δουλειÜς του, ειδικÜ στα πορτραßτα που σχεδιÜζει τις φιγοýρες στα κýρια ειδýλλιÜ του. Ο βαθμüς στον οποßο Ýχει επεκταθεß η φÞμη του, απü τον θÜνατü του, παρουσιÜζει Ýνα ενδιαφÝρον κεφÜλαιο της ιστορßας της λογοτεχνßας απü μüνο του. Του πιστþνεται επßσης η διÜδοση της δημοτικüτητας του χρþματος Tuscany Cypress, Ýνα χρþμα που αναφÝρεται συχνÜ στον σεφ-d'œuvre της Madame Bovary. Το λιτü κι ακριβÝς στυλ γραφÞς του εßχε μεγÜλη επιρροÞ σε συγγραφεßς του 20οý αι. üπως ο ΚÜφκα κι ο J. M. Coetzee. ¼πως εßπε ο Ναμπüκοφ στη διÜσημη σειρÜ διαλÝξεων του:

   "Η μεγαλýτερη λογοτεχνικÞ επιρροÞ στον ΚÜφκα Þταν αυτÞ του ΦλωμπÝρ, -που απεχθανüταν την üμορφη πεζογραφßα θα 'χε επικροτÞσει τη στÜση του ΚÜφκα απÝναντι στο εργαλεßο του. Στον ΚÜφκα Üρεσε να αντλεß τους üρους του απü τη γλþσσα του νüμου και της επιστÞμης, δßνοντÜς τους Ýνα εßδος ειρωνικÞς ακρßβειας, χωρßς εισβολÞ των ιδιωτικþν συναισθημÜτων του συγγραφÝα, αυτÞ ακριβþς Þταν η μÝθοδος του ΦλωμπÝρ μÝσω της οποßας πÝτυχε Ýνα μοναδικü ποιητικü αποτÝλεσμα. Η κληρονομιÜ των εργασιακþν του συνηθειþν μπορεß να περιγραφεß καλλßτερα, επομÝνως, ως ανοßγοντας το δρüμο προς Ýναν πιο αργü και πιο εσωστρεφÞ τρüπο γραφÞς".

     Η δημοσßευση της ΜαντÜμ Μποβαρý το 1856 ακολουθÞθηκε απü περισσüτερο σκÜνδαλο παρ θαυμασμü. Δεν Ýγινε κατανοητü στην αρχÞ üτι αυτü το μυθιστüρημα Þταν η αρχÞ για κÜτι νÝο: το σχολαστικÜ αληθινü πορτραßτο της ζωÞς. ΣταδιακÜ, αυτÞ η πτυχÞ της ιδιοφυÀας του Ýγινε αποδεκτÞ κι Üρχισε να παραγκωνßζει üλους τους Üλλους. Την εποχÞ του θανÜτου του, θεωροýταν ευρÝως ως ο ΓÜλλος ρεαλιστÞς με τη μεγαλýτερη επιρροÞ. Υπü αυτÞ την Üποψη, Üσκησε μια εξαιρετικÞ επιρροÞ στους Guy de Maupassant, Edmond de Goncourt, Alphonse Daudet κι Émile Zola. Ακüμη και μετÜ τη παρακμÞ της ρεαλιστικÞς σχολÞς, ο ΦλωμπÝρ δεν Ýχασε το κýρος του στη λογοτεχνικÞ κοινüτητα. συνεχßζει να απευθýνεται σε Üλλους συγγραφεßς λüγω της βαθιÜς δÝσμευσÞς του στις αρχÝς της αισθητικÞς, της αφοσßωσÞς του στο στυλ και της ακαταπüνητης επιδßωξÞς του για την τÝλεια Ýκφραση.



     Τα Œuvres Complètes του (8 τüμοι, 1885) τυπþθηκαν απü τα πρωτüτυπα χειρüγραφα και περιλÜμβαναν, εκτüς απü τα Ýργα που αναφÝρθηκαν Þδη, τα 2 θεατρικÜ Le Candidat και Le Château des cœurs. Μια Üλλη Ýκδοση (10 τüμοι) εμφανßστηκε το 1873–85. Η αλληλογραφßα του ΦλωμπÝρ με τη Γεωργßα ΣÜνδη δημοσιεýτηκε το 1884 με εισαγωγÞ του Γκυ ντε ΜωπασσÜν. ¸χει θαυμαστεß Þ Ýχει γραφτεß γι' αυτüν σχεδüν απü κÜθε σημαντικÞ λογοτεχνικÞ προσωπικüτητα του 20ου αι., συμπεριλαμβανομÝνων φιλοσüφων και κοινωνιολüγων üπως ο Michel Foucault, ο Roland Barthes, ο Pierre Bourdieu κι ο Jean-Paul Sartre που το εν μÝρει ψυχαναλυτικü πορτραßτο του ΦλωμπÝρ στο The Family Idiot δημοσιεýτηκε το 1971. Ο Georges Perec ονüμασε το Sentimental Education ως Ýνα απü τα αγαπημÝνα του μυθιστορÞματα. Ο Περουβιανüς μυθιστοριογρÜφος Mario Vargas Llosa εßναι Ýνας Üλλος μεγÜλος θαυμαστÞς του. Εκτüς απü το Perpetual Orgy, που εßναι αποκλειστικÜ αφιερωμÝνο στη τÝχνη του ΦλωμπÝρ, μπορεß κανεßς να βρει ξεκÜθαρες συζητÞσεις στα ΓρÜμματα σε Ýναν νεαρü μυθιστοριογρÜφο του Vargas Llosa (Ýκδοση 2003). Σε μια δημüσια διÜλεξη το ΜÜη του 1966 στη ΠινακοθÞκη Kaufmann στη ΝÝα Υüρκη, ο Marshall McLuhan ισχυρßστηκε: "ΠÞρα üλες τις γνþσεις μου για τα μÝσα απü ανθρþπους üπως ο Flaubert και ο Rimbaud και ο Baudelaire". Στη τηλεοπτικÞ εκπομπÞ Dragnet, "Homicide: The Student", που αρχικÜ μεταδüθηκε στις 25 ΣεπτÝμβρη 1969, το Ýργο του, The Legend of St. Julian, απεικονßζεται ως να ενÝπνευσε Ýναν φοιτητÞ να δολοφονÞσει δýο ανθρþπους.



     Ο ΓκυστÜβ ΦλωμπÝρ ουδÝποτε παρÞγαγε θεωρητικü Ýργο με αξιþσεις επιστημονικÞς εγκυρüτητας. Η δημιουργικüτητÜ του διοχετεýθηκε αποκλειστικÜ στη μυθοπλασßα και σ' Ýνα τερÜστιο σþμα επιστολογραφßας, üπου, εκτüς απü το ανθρþπινο και το ιστορικü περιβÜλλον, αναδεικνýονται τα συνειδησιακÜ διλÞμματα του καλλιτÝχνη και μßα αισθητικÞ θεωρßα εν τω γßγνεσθαι. Τοýτο, ωστüσο, δεν θα μας εμποδßσει, στο πλαßσιο της παροýσας εργασßας, να επιχειρÞσουμε την ανßχνευση μιας ανÞσυχης και διαρκþς μεταβαλλüμενης πολιτικÞς συνεßδησης, σε γüνιμο διÜλογο με την καυτÞ επικαιρüτητα της εποχÞς και τις Ýντονες ιδεολογικÝς ζυμþσεις. Η συνεßδηση αυτÞ εξεγεßρεται και αηδιÜζει με τη βλακεßα των συγχρüνων, üπως εκφρÜζεται τüσο στην αγοραßα ηθικÞ και το φαρισαúκü ευαγγελικü ανθρωπισμü των αστþν üσο και στην ακατανßκητη επαναστατικÞ αφÝλεια του üχλου.
     Η δημιουργικÞ περßοδος του συγγραφÝα εκτεßνεται χοντρικÜ ανÜμεσα σε δýο ορüσημα: Η ΕπανÜσταση του 1848 απü τη μια και η Κομμοýνα του Παρισιοý απü την Üλλη στοιχειοθετοýν τις δýο üψεις της ßδιας επþδυνης διÜψευσης, που θα τροφοδοτÞσει Ýναν ριζικü πεσιμισμü με οýτως Þ Üλλως βαθιÝς ανθρωπολογικÝς ρßζες. Στüχος της εργασßας εßναι να αναδειχθεß αυτÞ η ιδιüτυπη διαλεκτικÞ ανÜμεσα σε μßα ιδιοσυγκρασιακÞ Ýφεση στον σκεπτικισμü και στις ποικßλες εξωτερικÝς αφορμÝς που τον ερεθßζουν. Απü τη συνολικÞ πραγμÜτευση του θÝματος ελπßζουμε να προκýψει üτι το αισθητικü φαινüμενο εßναι αδιαχþριστο στον ΦλωμπÝρ απü μßα απαραμεßωτα πολιτικÞ διÜσταση Þ αντßστροφα üτι η πολιτικÞ ατενßζεται με üρους
αισθητικÞς εμπειρßας.



     ΣυνοπτικÜ, θÝση μας εßναι πως ο αισθητισμüς του, ενßοτε σε αντßθεση με üσα πρεσβεýει μßα ορισμÝνη -κυρßαρχη μÜλλον- κριτικÞ πρüσληψη, συνιστÜ Ýντονα πολιτικÞ τοποθÝτηση. Η παροιμιþδης λατρεßα του ýφους, η προσκüλληση στην τελειüτητα της αφηγηματικÞς φüρμας, αυτü που παραδειγματικÜ συνοψßζεται στο ανελÝητο κυνÞγι της le mot juste, εßναι η φλωμπερικÞ δßοδος διαφυγÞς απü τη μετριüτητα του σýγχρονου λüγου, εßτε στην εκδοχÞ της προοδευτικÞς ευφορßας των αστþν εßτε στην παραλλαγÞ του Üφρονος ριζοσπαστισμοý των μαζþν -αδιÜφορο. Η μεταχεßριση των λÝξεων ως υλικþν αντικειμÝνων συνιστÜ εν τÝλει την Üμυνα του καλλιτÝχνη απÝναντι σε μßα γλþσσα που Ýχει εκπÝσει στην εργαλειακüτητα και στον αγοραßο εκφυλισμü. Θα δοýμε ειδικüτερα πþς στο ΜπουβÜρ και ΠεκυσÝ -αλλÜ και στη Σαλαμπü υπü μια Ýννοια- η εκ των Ýσω υπονüμευση της γλþσσας, üπως αποτυπþνεται στη ρÞξη του δεσμοý ανÜμεσα στο σημαßνον και στο σημαινüμενο, μπορεß να ιδωθεß ως Ýνα εγχεßρημα υπÝρβασης αυτοý του κορεσμÝνου γλωσσικοý κþδικα, και, μÝσω αυτοý, ως Ýνα ιδιüμορφο νεýμα "πολιτικÞς ανυπακοÞς".
    Mßα σýντομη απüπειρα τοποθÝτησης του ΦλωμπÝρ στο milieu των ιδεþν του γαλλικοý 19ου αι.: μισεß τη λυρικÞ αναρχßα του ρομαντικοý καλλιτÝχνη, εξ ου και συχνÜ καταφÝρεται εναντßον του αισθητικοý credo που αποτυπþνεται στο Ýργο συγγραφÝων του ýστερου ρομαντισμοý, üπως ο ΓκωτιÝ Þ ο ΜυσσÝ. Ταυτüχρονα, ωστüσο, απεχθÜνεται το χυδαßο ρεαλισμü που επιστρατεýεται ως αισθητικÞ αιχμÞ της οικονομßας της αγορÜς Þ των ιδεþν ενüς ριζοσπαστικοý σοσιαλισμοý. Γι' αυτü, θα δοýμε üτι το φλωμπερικü συγγραφικü Þθος διαμορφþνεται με üρους αυστηρÞς επαγγελματικÞς πειθαρχßας, χωρßς, ωστüσο, ποτÝ να συμφιλιþνεται με την ανταλλακτικÞ αξßα της πνευματικÞς εργασßας. Η διÜβρωση του
καλλιτεχνικοý πεδßου απü τον οικονομισμü προσδιορßζει αντιστικτικÜ τη στÜση του κοινωνικοý αναχωρητισμοý ως τρüπου διαφýλαξης της καλλιτεχνικÞς ακεραιüτητας.



    Τüσο της κατεξοχÞν πολιτικÞς σκÝψης üσο και της εν γÝνει αισθητικÞς τοποθÝτησÞς του προηγεßται πÜντως η εξÝταση των περßπλοκων σχÝσεþν του με την Ιστορßα και το ιστορικü μυθιστüρημα μÝσα απü τη παραδειγματικÞ περßπτωση της Σαλαμπü. Λοιπüν, πþς η μÝριμνα για τη πιστÞ αποκατÜσταση της ιστορικÞς λεπτομÝρειας συμφýεται -Üλλοτε συγκλßνοντας κι Üλλοτε αποκλßνοντας- με την αδιαπραγμÜτευτη προσÞλωση στην αυθεντικüτητα του καλλιτεχνικοý Ýργου. Πολýτιμος οδηγüς εßναι μια τυπολογßα της παρακμιακÞς τÝχνης που Üρθρωσε ο üψιμος Νßτσε κι üπου ο ΦλωμπÝρ κατÝχει περßοπτη θÝση. ΑλλÜ ο Νßτσε πÜντα θα επανÝρχεται και σε επüμενα σημεßα, ως μια φιλοσοφικÞ φωνÞ που μοιρÜζεται εκλεκτικÝς συγγÝνειες με τον ΦλωμπÝρ, στο ζÞτημα ιδßως μιας ριζικÞς κριτικÞς στα λεξιλüγια της δημοκρατικÞς ευφορßας.
    Ωστüσο, στο Ýδαφος μιας τüσο ριζικÞς πολιτισμικÞς κριτικÞς εßχε βρεθεß ο επιστολογρÜφος ΦλωμπÝρ απü το 1850. Να πþς περιγρÜφει στο φßλο του ΛουÀ ΜπουúγÝ την απειλÞ που συνιστÜ η περßσσεια της ιστορικÞς συνεßδησης του καιροý του για την αυθεντικüτητα: "…εßμαστε βαθιÜ ιστορικοß: δεχüμαστε τα πÜντα και υιοθετοýμε την οπτικÞ κÜθε πρÜγματος που κρßνουμε. ¸χουμε üμως τüση εσωτερικÞ δýναμη üση κατανüηση; Εßναι η φλογερÞ αυθεντικüτητα συμβατÞ με τÝτοια ευρýτητα πνεýματος;… ΤουλÜχιστον, αν δεν κÜνουμε τßποτα καλü, ßσως να Ýχουμε στρþσει τον δρüμο για μια γενιÜ που θα Ýχει την τüλμη (ψÜχνω μια Üλλη λÝξη) των γονιþν μας μαζß με τον δικü μας εκλεκτικισμü". ΠÝρα απü την αγωνιþδη αναζÞτηση της αυθεντικüτητας, υπÜρχει εδþ οξυμμÝνη η μÝριμνα για ανÜκτηση μßας χαμÝνης δýναμης που ενσαρκþνεται στις παρελθοýσες γενιÝς. Η -και με βιολογικοýς ακüμη üρους- Üμυνα κατÜ της φθορÜς, η αντßσταση, με Üλλα λüγια, στη παρακμÞ ως μÝσο για τη συγκρüτηση ταυτüτητας, εßναι το κοινü πεδßο üπου συντελεßται η αναπÜντεχη συνεýρεση του λογοτÝχνη ΦλωμπÝρ με τον φιλüσοφο Νßτσε.
     ΑλλÜ -εýλογα αναρωτιÝται κανεßς- αν ο πρþτος δηλþνει πολÝμιος του παρακμιακοý ιστορικισμοý του 19ου αι., γιατß ο δεýτερος τον κατατÜσσει ανεπιφýλακτα στους εκπροσþπους της καλλιτεχνικÞς παρακμÞς; ΥπÜρχει ενδεχομÝνως κÜποια αντßφαση ανÜμεσα στη διακηρυγμÝνη στρÜτευση του επιστολογρÜφου ΦλωμπÝρ και στο Þθος του καλλιτεχνικοý του Ýργου, ικανÞ να στοιχειοθετÞσει τη κρßση αυτÞ; Πρüκειται Üραγε για αξιολογικÞ αστοχßα του Νßτσε; ¹ μÞπως η ßδια η αντινομικÞ στον πυρÞνα της Ýννοια της παρακμÞς εμπεριÝχει τις προûποθÝσεις για την υπÝρβασÞ της; Για να δþσουμε μßα απÜντηση, θα χρειαστεß να εξετÜσουμε την παραδειγματικÞ περßπτωση της Σαλαμπü.


                                  ΜπουβÜρ & ΠεκυσÝ

    Εκεß βρßσκει κανεßς διογκωμÝνα τα χαρακτηριστικÜ της κατÜ Νßτσε παρακμιακÞς τÝχνης. Πρþτα και κýρια, την οργανωτικÞ ακαμψßα του κειμÝνου λüγω της υπερβολικÞς προσκüλλησης στο μÝρος σε βÜρος του üλου, της συνολικÞς σýνθεσης. Οι σχοινοτενεßς περιγραφÝς των μαχþν μεταξý Καρχηδονßων και μισθοφüρων, η Ýμφαση στα αντικεßμενα και στον διÜκοσμο, η εν εßδει tableaux vivants σýλληψη του εξωτερικοý κüσμου, μεταδßδουν στον αναγνþστη Ýν ακαταμÜχητο αßσθημα δυσανεξßας και παρÜλυσης. ΑυτÞ η ad nauseam διαδοχÞ οπτικþν καρÝ εßναι υπεýθυνη για τον χαρακτηρισμü του ΦλωμπÝρ ως σκηνογρÜφου. Η Üψογη, μελετημÝνη ως την Ýσχατη λεπτομÝρεια, σκηνογραφßα, ωστüσο, αποβαßνει σε βÜρος της συνολικÞς σκηνοθεσßας του Ýργου: Η jouissance που τα επιμÝρους επεισüδια κι οι επικÝς περιγραφÝς παρÜγουν, δεν αρκεß για να δικαιþσει τη λογικÞ του συνολικοý εγχειρÞματος. Το αποτÝλεσμα καταλÞγει τüσο εγκεφαλικü και ραφιναρισμÝνο, που η σκüνη της ερÞμου στα πεδßα των μαχþν μοιÜζει να βγαßνει απευθεßας απü τους τüμους της ΒιβλιοθÞκης που καταβρüχθισε ο ΦλωμπÝρ.


                 Το πατρικü του σπßτι -σÞμερα Μουσεßο ΦλωμπÝρ

    Η Üγρυπνη μÝριμνα για τη διÜσωση της ελÜχιστης λεπτομÝρειας, στο üνομα ενüς φωτογραφικοý νατουραλισμοý, η μανßα της documentation, εßναι Ýνα δεýτερο στοιχεßο που θα χρÝωνε ο Νßτσε στη Σαλαμπþ. Γνωρßζουμε, απü τη πλοýσια αλληλογραφßα της περιüδου, üτι ο ΦλωμπÝρ υπÝφερε απü την αγωνßα να αποδþσει με πιστüτητα τα ιστορικÜ γεγονüτα, τα πρüσωπα, τα τοπßα της πλοκÞς, την αρχιτεκτονικÞ, τις ενδυματολογικÝς συνÞθειες, τις τελετουργßες των Καρχηδονßων και των μισθοφüρων αντιπÜλων τους. ΣυχνÜ περηφανεýεται για τους τüμους που κατανÜλωσε προκειμÝνου να ανασυστÞσει το δικü του καρχηδονιακü κÜδρο. Στον φßλο του, Ernest Feydeau, εξομολογεßται σε τüνο που δεν μπορεß να κρýψει μια
ορισμÝνη Ýπαρση: "Με ρþτησες τι κÜνω. Τις δýο τελευταßες βδομÜδες Ýχω διαβÜσει, χωρßς να διακüψω το Ýργο μου και για το Ýργο μου, 6 Mémoires της Ακαδημßας των Επιγραφþν, 2 τüμους του Ritter, τη Chanaan του Samuel Bochartκαι διÜφορα κομμÜτια απ’ τον Διüδωρο". Ακüμη και χωρßα για πολεμικÝς μηχανÝς -βαλßστρες και καταπÝλτες- αναδιφεß ο ΦλωμπÝρ στο πÝλαγος της βιβλιογραφßας.
     ΥπÜρχει πλÝον καμμßα αμφιβολßα üτι στην κατηγορßα της περιφερüμενης εγκυκλοπαßδειας του Νßτσε ο ΦλωμπÝρ θα Þταν ο τýπος par excellence; Δεν εßναι η αφÞγηση της Σαλαμπü απü την οπτικÞ των πραγμÜτων η με üρους ανατομßας, μ' Üλλα λüγια, ανÜλυση του εξωτερικοý κüσμου, σýμπτωμα της αντικειμενικüτητας -με την Ýννοια της ακρισßας- που βαφτßζεται δικαιοσýνη και  που απÝναντι της στρÝφει τα βÝλη του ο Νßτσε; Αναγνωρßζει την παθολογßα της παρακμÞς στην εξÜλειψη της απüστασης ανÜμεσα στα Üκρα, στην εξουδετÝρωση της πολλαπλüτητας και στην εξομοßωση των αντιθÝτων Ο αλτρουισμüς κι η ανοχÞ, απü την Üποψη αυτÞ, εßναι χαρακτηριστικÝς πρακτικÝς αδυναμßας που τεßνουν να αποσοβÞσουν την Ýνταση στο üνομα μιας ανθρωπιστικÞς ηθικÞς της συμπÜθειας. Δεν εßναι αλτρουιστÞς λοιπüν ο αφηγητÞς της Σαλαμπü, σε βαθμü που, ενδυüμενος τον μανδýα της ουδετερüτητας, αποποιεßται τη πρωτοκαθεδρßα της κριτικÞς αφηγηματικÞς ματιÜς, σε βαθμü δηλαδÞ που προσχωρεß στη λογικÞ της αδιÜκριτης, παρατακτικÞς συμπερßληψης των αντιθÝτων στον κορμü της αφÞγησης;


                                             Το μνημεßο του

ΡΗΤΑ:

 * Μη μου μιλÜς για την απαßσια πραγματικüτητα σου! Τß σημαßνει πραγματικüτητα; ΚÜποιοι βλÝπουν τα πρÜγματα μαýρα, Üλλοι μπλε -το πλÞθος τα βλÝπει ως ωμÞ μüδα. Δεν υπÜρχει τßποτα λιγüτερο φυσικü απü τον Michael Angelo. δεν υπÜρχει τßποτα πιο δυνατü! Το Üγχος για την αιþνια αλÞθεια εßναι Ýνα σημÜδι της σýγχρονης ευτελεßας και η τÝχνη θα γßνει, αν τα πρÜγματα συνεχßσουν με αυτüν τον τρüπο, Ýνα εßδος φτωχοý αστεßου τüσο κÜτω απü τη θρησκεßα üσο και απü τη ποßηση και τüσο κÜτω απü τη πολιτικÞ üσο κι απü τις επιχειρÞσεις. Δεν θα φτÜσετε ποτÝ στο τÝλος του -ναι, στο τÝλος του!- που πρüκειται να προκαλÝσει μÝσα μας μιαν απρüσωπη Ýξαρση, με ασÞμαντα Ýργα, παρ' üλη τη τελειωμÝνη εκτÝλεσÞ σας.

 * Χωρßς ιδεατüτητα, δεν υπÜρχει μεγαλεßο, χωρßς μεγαλεßο δεν υπÜρχει ομορφιÜ. Ο ¼λυμπος εßναι βουνü. Το πιο αποτελεσματικü μνημεßο θα εßναι πÜντα οι Πυραμßδες. Η πληθωρικüτητα εßναι καλλßτερη απü τη γεýση. η Ýρημος εßναι καλλßτερη απü Ýνα οδüστρωμα κι Ýνας Üγριος εßναι σßγουρα καλλßτερος απü Ýνα κομμωτÞριο! -Το πιο διÜσημο μÝρος αυτÞς της δÞλωσης εßναι "Η πληθωρικüτητα εßναι καλλßτερη απü τη γεýση..."

 * Τßποτα δεν εßναι πιο ταπεινωτικü απü το να βλÝπεις ηλßθιους να πετυχαßνουν σε επιχειρÞσεις στις οποßες Ýχουμε αποτýχει.

 * Για μερικοýς Üνδρες, üσο ισχυρüτερη εßναι η επιθυμßα τους, τüσο πιο δýσκολο εßναι γι' αυτοýς να δρÜσουν. Εμποδßζονται απü τη δυσπιστßα για τον εαυτü τους, τους τρομÜζει ο φüβος της προσβολÞς. ΕπιπλÝον, τα βαθιÜ συναισθÞματα στοργÞς εßναι σαν αξιοσÝβαστες γυναßκες. φοβοýνται μη τους μÜθουν και περνοýν τη ζωÞ με καταβεβλημÝνα μÜτια.

 * Εßναι τüσο διεφθαρμÝνος που θα πλÞρωνε πρüθυμα για την ευχαρßστηση να πουλÞσει τον εαυτü του.

 * ¼,τι εßναι üμορφο εßναι ηθικü, αυτü εßναι το μüνο που υπÜρχει.

 * Μπορεßτε να υπολογßσετε την αξßα ενüς ανθρþπου απü τον αριθμü των εχθρþν του και τη σημασßα ενüς Ýργου τÝχνης απü το κακü που λÝγεται για αυτü.

 * Δεν πρÝπει πÜντα να πιστεýει κανεßς üτι το συναßσθημα εßναι το παν. Η τÝχνη δεν εßναι τßποτα χωρßς μορφÞ. (12 Αυγοýστου 1846).

 * Το να εßσαι ανüητος, εγωιστÞς και να 'χεις καλÞ υγεßα εßναι τρεις προûποθÝσεις για την ευτυχßα, αν κι αν λεßπει η βλακεßα, üλα χÜνονται. (13 Αυγοýστου 1846).

 * Τι φρικτÞ εφεýρεση, οι αστοß, δεν νομßζετε; (22 Σεπτεμβρßου 1846).

 * Γßνεται κανεßς κριτικüς üταν δεν μπορεß να εßναι καλλιτÝχνης, üπως ο Üνθρωπος γßνεται στητü περιστÝρι üταν δεν μπορεß να εßναι στρατιþτης. (22 Οκτωβρßου 1846).



 * ¸νας συγγραφÝας στο βιβλßο του πρÝπει να εßναι σαν τον Θεü στο σýμπαν, παρþν παντοý και ορατüς πουθενÜ. (9 Δεκεμβρßου 1852).

 * Η ιδÝα να φÝρω κÜποιον στον κüσμο με γεμßζει φρßκη. Θα Ýβριζα τον εαυτü μου αν Þμουν πατÝρας. ¸νας γιος μου! Ωχ üχι, üχι, üχι! Ας χαθεß ολüκληρη η σÜρκα μου κι ας μη μεταδþσω σε κανÝναν τις επιδεßξεις και το αßσχος της ýπαρξης. (11 Δεκεμβρßου 1852).

 * Μπορεßτε να υπολογßσετε την αξßα ενüς ανθρþπου απü τον αριθμü των εχθρþν του και τη σημασßα ενüς Ýργου τÝχνης απü το κακü που λÝγεται για αυτü. (14 Ιουνßου 1853).

 * ¼λα üσα επινοεß κανεßς εßναι αληθινÜ, μπορεß να 'στε απüλυτα σßγουροι γι' αυτü. Η ποßηση εßναι τüσο ακριβÞς üσο κι η γεωμετρßα. (14 Αυγοýστου 1853, ΓρÜμματα στη Mademoiselle Leroyer de Chantepie).

 * Ο καλλιτÝχνης πρÝπει να εßναι στο Ýργο του üπως ο Θεüς στη δημιουργßα, αüρατος και παντοδýναμος. πρÝπει κανεßς να τον αισθÜνεται παντοý αλλÜ να μην τον βλÝπει ποτÝ. (18 Μαρτßου 1857).

 * Μη διαβÜζετε üπως κÜνουν τα παιδιÜ για να διασκεδÜσουν Þ, üπως κÜνουν οι φιλüδοξοι για να μορφωθοýν. ¼χι, διαβÜστε για να ζÞσετε. (Ιοýνιος 1857, ΓρÜμματα στη Γεωργßα ΣÜνδη).

 * ¼λο το üνειρο της δημοκρατßας εßναι να κατεβÜσει τον προλετÜριο στο επßπεδο της αστικÞς βλακεßας. (4 Þ 5 Οκτωβρßου 1871).

 * Η Üγνοια της ιστορßας μας κÜνει να συκοφαντοýμε την εποχÞ μας. (8 Σεπτεμβρßου 1871).

 * Αξßωμα: το μßσος για τους αστοýς εßναι η αρχÞ της σοφßας. ΑλλÜ συμπεριλαμβÜνω στη λÝξη αστüς, τον αστü με τις μπλοýζες καθþς και τον αστü με τα παλτÜ. Εßμαστε μεßς και μüνον εμεßς, δηλαδÞ οι λογοτεχνικοß Üνθρωποι, που εßναι οι Üνθρωποι, Þ για να το ποýμε καλλßτερα: η παρÜδοση της ανθρωπüτητας. (10 ΜαÀου 1867).

 * Ο Üνθρωπος δεν εßναι τßποτα, το Ýργο του -üλα. (ΔεκÝμβριος 1875, λßγο λανθασμÝνα στο The Red-Headed League του Arthur Conan Doyle
ΚατÜ κανüνα, δεν πιστεýουμε üλα τα γεγονüτα και τις θεωρßες για τις οποßες δεν Ýχουμε καμμßα χρÞση. (William James, στο The Will to Believe (1897).

ΑπαντÞσεις Επιστολþν

 * Να εßσαι τακτικüς και τακτικüς στη ζωÞ σου σαν αστüς, για να εßσαι βßαιος και πρωτüτυπος στη δουλειÜ σου. (To Gertrude Tennant (25 Δεκεμβρßου 1876) (Correspondence v4, pg280).

 * ¼,τι εßναι üμορφο εßναι ηθικü, αυτü εßναι το μüνο που υπÜρχει. (To Guy de Maupassant, 26 Οκτωβρßου 1880).

 * Δεν υπÜρχει αληθινü. ΥπÜρχουν απλþς τρüποι αντßληψης της αλÞθειας. (Παρατßθεται στο The Letters of Gustave Flaubert, 1857-1880 και μτφρ. Francis Steegmuller, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1982, xii ΓρÜμματα στη ΜαντÜμ Λουßζ ΚολÝτ).

 * Τα θρασýδειλα μπρÜτσα λειτουργοýσαν πιο γρÞγορα. Δεν σταμÜτησαν Üλλο. ΚÜθε φορÜ που τοποθετοýσαν Ýνα παιδß μÝσα τους, οι ιερεßς του Μολþχ Üπλωναν τα χÝρια τους πÜνω του για να τον φορτþσουν με τα εγκλÞματα του λαοý, φωνÜζοντας: "Δεν εßναι Üντρες, αλλÜ βüδια!". και το πλÞθος τριγýρω επαναλÜμβανε: "Βüδια! Ο ευσεβÞς αναφþνησε: "Κýριε! ΦÜε!". (Salammbô, 1862 & Sentimental Education, 1869).


ΕΡΓΑ:

Madame Bovary (ΜαντÜμ Μποβαρý), 1857
Salammbô (Σαλαμπü), 1862, οριστικÞ Ýκδοση 1874
L'éducation sentimentale (Η αισθηματικÞ αγωγÞ), 1869
La tentation de saint Antoine (Ο πειρασμüς του Αγßου Αντωνßου), 1874 οριστικÞ Ýκδοση 1903
Trois contes : Un cœur simple, La légende de saint Julien l'Hospitalier, Hérodias (Τρßα διηγÞματα : Μια απλÞ καρδιÜ, Ο θρýλος του Αγßου Ιουλιανοý του ΦιλοξενητÞ, ΗρωδιÜς), 1877
Η γυναßκα του κüσμου και Üλλες ιστορßες, —μτφ. ¸φη ΚορομηλÜ, Gutenberg, 2017
Bouvard et Pécuchet (ΜπουβÜρ και ΠεκυσÝ), 1881 (ημιτελÝς)
La Peste à Florence (1836)
Rêve d'enfer (1837)
Memoirs of a Madman (1838)
Madame Bovary (1857)
Salammbô (1862)
Le Candidat (1874)
The Temptation of Saint Anthony (1874)
Le Château des cœurs (1880)
Dictionary of Received Ideas (1911)
Souvenirs, notes et pensées intimes (1965)
The opera Hérodiade by Jules Massenet, based on Flaubert's novella Hérodias
The opera Madame Bovary by Emmanuel Bondeville, based on Flaubert's novel
The unfinished opera Salammbo by Modest Mussorgsky, orchestrated by Zoltán Peskó, based on Flaubert's novel.
Eight films titled Madame Bovary.
La légende de Saint-Julien l'Hospitalier (1888), an opera by Camille Erlanger
Selections:
Selected Letters (ed. Francis Steegmuller, 1953, 2001)
Selected Letters (ed. Geoffrey Wall, 1997)
Flaubert in Egypt: A Sensibility on Tour (1972)
Flaubert and Turgenev, a Friendship in Letters: The Complete Correspondence (ed. Barbara Beaumont, 1985)
Correspondence with George Sand:
The George Sand–Gustave Flaubert Letters, translated by Aimée G. Leffingwell McKenzie (A. L. McKenzie), introduced by Stuart Sherman (1921), available at the Gutenberg website as E-text No. 5115
Flaubert–Sand: The Correspondence (1993)





=========================

 

                                    ΜαντÜμ Μποβαρý

(αποσπ. μτφρ.: Κωνσταντßνου Θεοτüκη)

ΚεφÜλαιο 1

     ¹ταν η þρα της μελÝτης, üταν ο επιμελητÞς μπÞκε στη τÜξη. Τον ακολουθοýσε Ýνας καινοýριος, ντυμÝνος πολιτικÜ, κι Ýνας υπηρÝτης φορτωμÝνος μ' Ýνα μεγÜλο αναλüγιο. Εκεßνοι που κοιμοýνταν ξýπνησαν κι üλοι σηκþθηκαν, σαν να τους εßχε κÜποιος αιφνιδιÜσει στην εργασßα. Ο επιμελητÞς μÜς Ýγνεψε να ξανακαθßσουμε κι Ýπειτα, γυρßζοντας προς τον επιτηρητÞ μελÝτης, του εßπε χαμηλüφωνα:
 -"Κýριε ΡοζÝ, ιδοý Ýνας μαθητÞς που σας τον συστÞνω. Μπαßνει στην πÝμπτη τÜξη. Αν η εργασßα του κι η
διαγωγÞ του το αξßζουν, θα περÜσει με τους μεγÜλους, καθþς αρμüζει στην ηλικßα του".
     Ο καινοýριος, που 'χε μεßνει στη γωνßα, πßσω απü την πüρτα, σε τρüπο που μετÜ βßας τον βλÝπαμε, Þταν Ýνα αγüρι απü την εξοχÞ, δεκαπÝντε χρüνων περßπου και μεγαλýτερος στο ανÜστημα απü üλους εμÜς. Τα μαλλιÜ του Þταν κομμÝνα ßσια, πÜνω απü το μÝτωπο, üπως τα 'χαν οι ψÜλτες του χωριοý, το ýφος του Þταν φρüνιμο και φαινüταν πολý ζαλισμÝνος. Μ' üλο που οι πλÜτες του δεν Þταν πλατιÝς, η τσüχινη πρÜσινη ζακÝτα του, με μαýρα κουμπιÜ, πρÝπει να τον ενοχλοýσε σßγουρα στις μασχÜλες, κι Üφηνε να φαßνονται, μÝσα απü τα σχιστÜ αναδιπλþματÜ της, κüκκινα χÝρια συνηθισμÝνα να εßναι γυμνÜ στον Þλιο. Τα πüδια του, φοροýσε γαλÜζιες κÜλτσες, Ýβγαιναν μÝσα απü Ýνα κιτρινωπü παντελüνι που το παρατραβοýσαν οι τιρÜντες. Εßχε δυνατÜ παποýτσια κακοβερνικωμÝνα κι αρματωμÝνα με καρφιÜ στις σüλες.
     Αρχßσαμε την επανÜληψη των μαθημÜτων. ¢νοιγε τα αυτιÜ για να μας ακοýει προσεχτικÜ, üπως στην εκκλησßα, μην τολμþντας μÞτε να διπλþσει τα πüδια του μÞτε ν' ακουμπÞσει στους αγκþνες του, και κατÜ τις δýο, üταν η καμπÜνα σÞμανε, ο επιτηρητÞς μελÝτης υποχρεþθηκε να τον ειδοποιÞσει για να μπει κι αυτüς στη γραμμÞ μαζß μας. Μπαßνοντας στην τÜξη, εßχαμε τη συνÞθεια να ρßχνουμε καταγÞς τα πηλßκιÜ μας, για να 'χουμε Ýτσι τα χÝρια ελεýθερα. Απü το κατþφλι της πüρτας Ýπρεπε να τα πετÜξει κανεßς κÜτω απü τους πÜγκους, ενÜντια στον τοßχο, για να σηκωθεß πολλÞ σκüνη. Αυτüς Þταν ο τρüπος. ΑλλÜ εßτε γιατß δεν παρατÞρησε αυτÜ τα τεχνÜσματα εßτε γιατß δεν τüλμησε να τα μιμηθεß, εßχε τελειþσει κιüλας η προσευχÞ κι ο καινοýργιος βαστοýσε ακüμα στα γüνατÜ του το πηλßκιü του.
     Αυτü το πηλßκιο Þταν Ýνα
εßδος πολυσýνθετου καπÝλου, που εßχε τα στοιχεßα του σκοýφου απü γοýνα, του μαλακοý καπÝλου, του πηλÞκιου απü σβýδρα και της σκοýφιας απü βαμβÜκι, Þταν, τÝλος, Ýνα απü κεßνα τα φτωχÜ τα πρÜγματα, που η βουβÞ τους ασκÞμια εßχε βÜθος Ýκφρασης üπως το πρüσωπο του βλÜκα. Αυγουλωτü και φουσκωτü, Üρχιζε απü τρßα κυκλικÜ λουκÜνικα κι Ýπειτα εναλλÜσσονταν, χωρισμÝνα απü μßα κüκκινη λουρßδα, κÜτι τετραγωνÜκια κατιφÝνια κι απü τομÜρι λαγοý, ερχüταν Ýπειτα Ýνα εßδος σÜκου που τελεßωνε σ' Ýνα πολýγωνο με χαρτüνι απü κÜτω, ολοκÝντητο μ' Ýνα πολýπλοκο χρυσοκÝντημα κι απü το τετρÜγωνο εκεßνο κρεμüταν στην Üκρη ενüς μικροý και πολý λεπτοý σιριτιοý σαν κüμπος απü νÞματα χρυσÜ, που Þταν στο σχÞμα σαν βαλÜνι. Το πηλßκιο Þταν καινοýργιο, το γεßσο του γυÜλιζε.
 -"ΣÞκω επÜνω" του εßπε ο καθηγητÞς.
     Σηκþθηκε, το πηλÞκιο του 'πεσε χÜμω, üλη η τÜξη βÜλθηκε να γελÜει. ¸σκυψε για να το σηκþσει, Ýνας μαθητÞς που καθüταν σιμÜ του το 'κανε να ξαναπÝσει, το σÞκωσε για δεýτερη φορÜ.
 -"ΒÜλε κÜπου αυτü το κρÜνος!" του 'πε ο καθηγητÞς, που Þταν Ýνας Üνθρωπος με πνεýμα.
     ¸να γÝλιο γενικü ξÝσπασε, ο δýστυχος Ýχασε το νου του τüσο, που δεν Þξερε αν Ýπρεπε να κρατÞσει το πηλßκιü του στο χÝρι, να το αφÞσει να πÝσει χÜμω Þ να το φορÝσει στο κεφÜλι. ΞανακÜθισε και το ακοýμπησε πÜνω στα γüνατÜ του.
 -"ΣÞκω επÜνω" του ξανÜπε ο καθηγητÞς, "και πες μου το üνομÜ σου".
     Ο
καινοýριος ψιθýρισε ψελλßζοντας κÜτι που κανεßς δεν το κατÜλαβε.
 -"ΞαναπÝς το!"
     Ακοýστηκε το ßδιο ψÝλλισμα, üλη η τÜξη γιουχÜιζε.
 -"Δυνατüτερα, δυνατüτερα!" φþναξε ο δÜσκαλος.
     Ο καινοýριος τüτε, παßρνοντας μßα τελευταßα απüφαση, Üνοιξε üσο μποροýσε το στüμα του και με üση δýναμη εßχαν τα πλεμüνια του Ýριξε, μ' Ýνα ξεφωνητü, σαν να 'κραζε κÜποιον, τοýτη τη λÝξη: ΣαρμποβαρÞ. ¸νας πÜταγος ξÝσπασε ολομεμιÜς... δυνÜμωσε με τους αλαλαγμοýς, με τα ξεφωνητÜ, με τα γαβγßσματα, με τα ποδοχτυπÞματα (καθÝνας ξανÜλεγε: "ΣαρμποβαρÞ! ΣαρμποβαρÞ!") ¸πειτα μεταμορφþθηκε σε απομονωμÝνους Þχους, ησυχÜζοντας μετÜ βßας κι Üξαφνα, μεγαλþνοντας πÜλι σε κÜποια σειρÜ θρανßων, üπου, σαν τρακατροýκα κακοσβησμÝνη, ξÝσπασε πÜλι κÜποιο γÝλιο που δεν εßχε ακüμα πνιγεß.
     Ωστüσο, με μια βροχÞ τιμωρßες η ησυχßα αποκαταστÜθηκε πÜλι στην τÜξη και ο καθηγητÞς, που εßχε καταλÜβει το üνομα του "ΚÜρολου Μποβαρý", αφοý τον Ýκανε να του το υπαγορεýσει, να το κατανοÞσει και να το ξαναδιαβÜσει, πρüσταξε αμÝσως στο κακüτυχο αγüρι να πÜει να καθßσει στον πÜγκο των αμελþν, σιμÜ σιμÜ στην Ýδρα. ΘÝλησε να ξεκινÞσει, αλλÜ δßστασε.
 -"Τß ζητÜς;" τον ρþτησε ο καθηγητÞς.
 -"Το πηλ..." αποκρßθηκε με συστολÞ ο καινοýριος, περιφÝροντας γýρω του τα ανÞσυχα βλÝμματÜ του.
 -"Πεντακüσιους στßχους αποστÞθιση üλη η τÜξη!" Þταν το ξεφωνητü του καθηγητÞ, που σταμÜτησε μßα καινοýρια τρικυμßα. "Μα δεν ησυχÜζετε;" εξακολοýθησε ο καθηγητÞς συγχυσμÝνος και σφουγγßζοντας το μÝτωπü του με το μαντßλι του, που το πÞρε μÝσα απü το σκουφß του. "¼σο για σÝνα, καινοýριε, θα μου γρÜψεις εßκοσι φορÝς το ρÞμα γελοßος ειμß". ¸πειτα με γλυκýτερη φωνÞ: "Ε!... Θα το βρεις το πηλßκιü σου!... Δε σου το 'κλεψαν!..."
     ¼λα ησýχασαν. Τα κεφÜλια Ýσκυψαν πÜνω στα χαρτüνια κι ο καινοýριος Ýμεινε σε παραδειγματικÞ στÜση δυο ολüκληρες þρες, αν και δεν Ýπαψαν να τον βρßσκουν, πιτσιλßζοντÜς του το πρüσωπο, μικρÜ τüπια μασημÝνου χαρτιοý, που του τα 'ριχναν μÝσα απü τη μýτη κÜποιας πÝνας. ΑλλÜ εκεßνος σφοýγγιζε με το χÝρι το πρüσωπο κι Ýμενε ακßνητος με κατεβασμÝνα τα μÜτια.
     Το βρÜδυ, στο σπουδαστÞριο, Üνοιξε μεθοδικÜ το γραφεßο του, Ýβαλε σε τÜξη τα πρÜγματÜ του, Ýσιαξε με επιμÝλεια το χαρτß του. Τον εßδαμε να δουλεýει ευσυνεßδητα, γυρεýοντας στο λεξικü üλες τις λÝξεις και κοιτÜζοντας με προσοχÞ. ΧÜρη, βÝβαια, σ' αυτÞ τη καλÞ του θÝληση, που την απÝδειξε, κατÜφερε να μην υποβιβαστεß σε κατþτερη τÜξη, γιατß, αν και γνþριζε αρκετÜ τους κανüνες του δεν εßχε στη φρÜση του καμßα κομψüτητα. Ο παπÜς του χωριοý εßχε αρχßσει να του διδÜσκει λατινικÜ, γιατß, για οικονομßα, οι γονεßς του δε θÝλησαν να τον στεßλουν στο σχολεßο παρÜ üσο μποροýσαν αργüτερα.
     Ο πατÝρας του, ο κýριος ΚÜρολος-Διονýσιος-Βαρθολομαßος Μποβαρý, πρþην επßατρος, που κατÜ το 1812 βρÝθηκε εκτεθειμÝνος στην υπüθεση των στρατιωτικþν εξαιρÝσεων και που αυτÞ την εποχÞ αναγκÜστηκε να παραιτηθεß απü την υπηρεσßα, Ýκρινε καλü να ωφεληθεß απü τα προσωπικÜ του πλεονεκτÞματα για να αδρÜξει στο διÜβα μια προßκα εξÞντα χιλιÜδων φρÜγκων, που θα του 'φερνε η θυγατÝρα ενüς καπελÜ, γιατß την εßχε τραβÞξει το καλοκαμωμÝνο κορμß του. ¹ταν ωραßος Üνθρωπος, πολυλογÜς, Ýκανε να σημαßνουν τα σπιροýνια του. Οι φαβορßτες του Þταν κολλημÝνες με τα μουστÜκια του, στα δÜχτυλα εßχε πÜντα δαχτυλßδια, φοροýσε ροýχα ανοιχτüχρωμα, εßχε üψη ανθρþπου γενναßου και μαζß την εýκολη ευθυμßα ενüς ταξιδιþτη παραγγελιοδüχου.
     Αφοý στεφανþθηκε,
Ýζησε δυο-τρßα χρüνια με τη προßκα της γυναßκας του, τρþγοντας καλÜ, αφÞνοντας αργÜ το κρεβÜτι, καπνßζοντας μßα μεγÜλη φαρφουρÝνια πßπα, γυρßζοντας στο σπßτι Ýπειτα απü το θÝατρο, πηγαßνοντας στα καφενεßα. Ο πεθερüς του πÝθανε Ýπειτα και δεν Üφησε παρÜ πολý λßγα χρÞματα, αγανÜκτησε εναντßον του, επιδüθηκε στη βιομηχανßα, Ýχασε κÜμποσα χρÞματα κι Ýπειτα αποσýρθηκε στην εξοχÞ για να καλλιεργÞσει τη γη του. ΑλλÜ επειδÞ Þταν το ßδιο Üσχετος απü γεωργßα, üπως και με το εμπüριο, αντß να στÝλνει τα ÜλογÜ του στη δουλειÜ της γης, τα καβαλßκευε ο ßδιος, Ýπινε τις μπουκÜλες του μηλüκρασοý του αντß να τις πουλÜ, Ýτρωγε τα καλýτερα πουλερικÜ του κι Üλειφε τα στιβÜλια του με το ξßγκι των γουρουνιþν του, δεν Üργησε και πολý να καταλÜβει πως Ýπρεπε να παρατÞσει üλη αυτÞ την επιχεßρηση.
     ΒρÞκε, λοιπüν, να νοικιÜσει για διακüσια φρÜγκα το χρüνο, σ' Ýνα χωριü στα σýνορα του Ko και της Πικαρδßας, μßα κατοικßα που Ýμοιαζε και σε χωριÜτικο σπßτι και σε αρχοντικü και γκρινιÜρης, κατασπαραγμÝνος απü τη τýψη του, κατηγορþντας τον ουρανü, ζηλεýοντας üλο το κüσμο, κλεßστηκε εκεß μÝσα, στην ηλικßα των σαρÜντα πÝντε χρüνων μüνο κι απογοητευμÝνος, Ýλεγε, απü τους ανθρþπους, πÞρε απüφαση να ζÞσει Þσυχα.
     Η γυναßκα του Üλλοτε εßχε ξετρελαθεß μαζß του. Τον εßχε αγαπÞσει με χßλιες δουλικüτητες που του την εßχαν απομακρýνει περισσüτερο. ΦαιδρÞ Üλλοτε απü φυσικοý της, διαχυτικÞ, τρυφερÞ, με την ηλικßα εßχε καταντÞσει, üπως το κρασß που παßρνει αÝρα και γßνεται ξßδι, δýσκολη, νευρικÞ, παρÜξενη. Εßχε υποφÝρει τüσο πολý χωρßς να παραπονιÝται, στην αρχÞ, üταν τον Ýβλεπε να ξετρÝχει üλες τις πüρνες του χωριοý και να της ξαναγυρßζει το βρÜδυ βγαλμÝνος απü εßκοσι καπηλειÜ, χορτασμÝνος απ' üλα και μυρßζοντας κρασß. Τüτε εßχε σωπÜσει καταπßνοντας τη λýσσα της μ' Ýνα βουβü στωικισμü, που τον βÜσταξε ως την ημÝρα που πÝθανε. Εßχε αδιÜκοπες δουλειÝς, Ýτρεχε üλη μÝρα. ΠÞγαινε στα δικηγορικÜ γραφεßα, στον πρüεδρο των δικαστηρßων, θυμüταν τη λÞξη κÜθε προθεσμßας, κατÜφερνε να κερδßζει χρüνο, και στο σπßτι σιδÝρωνε, Ýραβε, Ýπλενε τα ροýχα, επιτηροýσε τους εργÜτες, τους πλÞρωνε τους λογαριασμοýς τους, ενþ ο κýριος, που δε συλλογιζüταν πια τßποτα, αδιÜκοπα αποκαρωμÝνος σε μßα υπναλÝα σκυθρωπüτητα, που απü αυτÞν δεν ξυπνοýσε παρÜ για να της πει λüγια πικρÜ, Ýμενε στην Üκρη του σιμÜ στη φωτιÜ, καπνßζοντας τη πßπα του και φτýνοντας στη στÜχτη.
     ¼ταν απüκτησε παιδß, χρειÜστηκε να το στεßλει στης παραμÜνας. ΑλλÜ το μωρü/ Üμα γýρισε στο σπßτι, Üρχισαν να το χαúδεýουν σαν πριγκηπüπουλο. Η μητÝρα το 'τρεφε με κομπüστες. Ο πατÝρας το Üφηνε να τρÝχει ξυπüλυτο και για να καμþνεται το φιλüσοφο, Ýλεγε πως το παιδß μποροýσε κιüλας να περπατÜει ολüγυμνο, σαν τα παιδιÜ των ζþων. Αντßθετα απü κεßνο που Üρεσε στη μητÝρα, αυτüς εßχε στο κεφÜλι Ýνα κÜποιο αντρßκειο ιδανικü της παιδικÞς ηλικßας και σýμφωνα με αυτü προσπαθοýσε να αναθρÝψει το παιδß του, θÝλοντας να λÜβει εκεßνο μια σκληρÞ ανατροφÞ, σπαρτιÜτικη, για να αποκτÞσει γερÞ κρÜση. Το Ýστελνε να κοιμηθεß χωρßς φωτιÜ, το μÜθαινε να πßνει ροýμι γενναßα και να περιγελÜ τις λιτανεßες.
     ΑλλÜ απü φυσικοý του Þμερος ο γιος του,
ανταποκρινüταν κακÜ στις προσπÜθειÝς του. Η μητÝρα τον Ýσερνε πÜντα σιμÜ της, του Ýκοβε φιγουρßνια απü χαρτüνι, του Ýλεγε ιστορßες, κουβÝντιαζε μαζß του μονολογþντας αδιÜκοπα, με κουβÝντες γεμÜτες πρüσχαρη μελαγχολßα και με φλýαρα γλυκανÜλατα χÜδια. Στη μονοτονßα της ζωÞς συγκÝντρωσε στο κεφÜλι εκεßνου του παιδιοý üλες τις σκορπισμÝνες και σπασμÝνες ματαιοδοξßες της. Ονειρευüταν για κεßνο μεγÜλα αξιþματα, το Ýβλεπε απü τþρα Üντρα, μεγÜλο, ωραßο, Ýξυπνο, αποκαταστημÝνο μηχανικü Þ δικαστÞ, τον Ýμαθε η ßδια να διαβÜζει και του Ýδειξε μÜλιστα σ' Ýνα παλιü πιÜνο που εßχε, να τραγουδÜει δυο τρßα τραγουδÜκια.
     ΑλλÜ για üλα αυτÜ ο κýριος Μποβαρý, που δεν εßχε πολλÞ
υπüληψη στα γρÜμματα, Ýλεγε "πως δεν Üξιζε ο κüπος. Θα 'χαν ποτÝ τα μÝσα να το συντηρÞσουν στα σχολειÜ του κρÜτους, να του αγορÜσουν μßα θÝση Þ Ýνα εμπορικü κατÜστημα;" Απü το Üλλο μÝρος, με λßγη προπÝτεια, μπορεß κÜποιος να γßνει Üνθρωπος στον κüσμο. Η κυρßα Μποβαρý δÜγκωνε τüτε τα χεßλια της, και το παιδß τριγýριζε τους δρüμους στο χωριü. ΠÞγαινε ξοπßσω απü τους δουλευτÜδες και κυνηγοýσε με σβüλους απü χþμα τα κορÜκια που πετοýσαν. ¸τρωγε τα βατüμουρα στην Üκρη απü τις σοýδες, φýλαγε τους ινδιÜνους με μια βÝργα στο χÝρι, γýριζε στον Þλιο τα θερισμÝνα γεννÞματα, Ýτρεχε στο λüγγο, Ýπαιζε πηδþντας στο Ýνα πüδι στο νÜρθηκα της εκκλησßας üταν Ýβρεχε και τις ημÝρες των μεγÜλων εορτþν παρακαλοýσε τον καντηλανÜφτη να τον αφÞνει να σημαßνει τις καμπÜνες, για να κρεμÜ üλο του το σþμα στο μεγÜλο σκοινß και για να τον σηκþνει στον αÝρα το πÝταμÜ του. ¸τσι αýξαινε το παιδß σαν μßα δρυς στο λüγγο, τα
χÝρια του γßνηκαν δυνατÜ και το χρþμα του ωραßο.
     ¼ταν Þταν δþδεκα χρüνων, η μητÝρα του κατÜφερε ν' αρχßσει τις σπουδÝς του. Ο παπÜς του χωριοý το ανÜλαβε. ΑυτÜ τα μαθÞματα Þταν τüσο σýντομα και τα παρακολουθοýσε τüσο Üταχτα, που του χρησßμεψαν πολý λßγο. Ο παπÜς τοý Ýκανε το μÜθημα στην εκκλησßα, στο ιεροφυλÜκιο, τις στιγμÝς που δεν εßχε δουλειÜ, ορθüς, βιαστικÜ, πριν απü μια βÜφτιση κι Ýπειτα απü Ýνα ξüδι: Þ μηνοýσε του μαθητÞ του να Ýρθει Ýπειτα απü τον εσπερινü, αν δεν εßχε να βγει το βρÜδυ απü το κελß του. ΑνÝβαιναν στη κÜμαρÜ του, κÜθιζαν, τα μαμοýνια και οι πεταλοýδες της νýχτας γýριζαν γýρω στο αναμμÝνο κερß, Ýκανε ζÝστη, το παιδß αποκοιμιüταν κι ο καλüς ο παπÜς αποκαρωνüταν κι εκεßνος με τα χÝρια πÜνω στο στομÜχι και σε λßγο ροχÜλιζε μ' ανοιχτü το στüμα. ¢λλες φορÝς πÜλι που ο παπÜς ξαναρχüταν στο χωριü, γυρßζοντας απü κÜποιο γειτονικü μÝρος üπου πÞγαινε να μεταλÜβει κÜποιον ετοιμοθÜνατο, και Ýβρισκε τον ΚÜρολο να κατεργαρεýει στον κÜμπο, τον Ýκραζε, τον μÜλωνε για Ýνα τÝταρτο της þρας κι Üδραχνε την ευκαιρßα για να τον κÜνει να κλßνει Ýνα ρÞμα κÜτω απü Ýνα δÝντρο. Ερχüταν η βροχÞ και το μÜθημα σταματοýσε, Þ περνοýσε κÜποιος γνþριμος και τους Ýκοφτε. ΑλλÜ ο παπÜς Þταν πÜντα ευχαριστημÝνος απü το μαθητÞ κι Ýλεγε μÜλιστα πως ο νÝος εßχε πολý θυμητικü.
     Ο ΚÜρολος δεν μποροýσε να περιοριστεß σ' αυτü. Η μητÝρα του Ýδειξε δραστηριüτητα. Ο κýριος Μποβαρý, ντροπιασμÝνος Þ καλýτερα κουρασμÝνος, δεν Ýφερε αντßσταση, περßμεναν ακüμα Ýνα χρüνο, þσπου το παιδß κοινþνησε πρþτη φορÜ. ΠÝρασαν ακüμα Ýξι μÞνες, και το χρüνο κατüπιν Ýστειλαν οριστικÜ τον ΚÜρολο σ' Ýνα Λýκειο της ΡουÝν, üπου ο πατÝρας του τον οδÞγησε ο ßδιος, τον Οκτþβρη, την εποχÞ του πανηγυριοý του Αγßου Ρωμανοý.
     Αδýνατο τþρα για καθÝνα απü μας να θυμηθοýμε κÜτι για κεßνον. ¹τανε παιδß με χαρακτÞρα μετρημÝνο, που Ýπαιζε στις þρες του παιχνιδιοý, εργαζüταν στο σπουδαστÞριο, πρüσεχε στο μÜθημα, κοιμüταν καλÜ στον κοιτþνα, Ýτρωγε καλÜ στην τραπεζαρßα. Εßχε επßτροπü του Ýνα μεγÜλο σιδεροπþλη που εßχε μαγαζß στην οδü Γκαντερß, ο οποßος τον Ýβγαζε Ýξω μια φορÜ το μÞνα, ημÝρα ΚυριακÞ, üταν Ýκλεινε το κατÜστημÜ του, τον Ýστελνε περßπατο στο λιμÜνι για να βλÝπει τα πλοßα κι Ýπειτα τον συνüδευε ο ßδιος στο σχολειü απü τις εφτÜ η þρα, πριν το δεßπνο. ΚÜθε ΠÝμπτη βρÜδυ Ýγραφε με κüκκινο μελÜνι Ýνα μεγÜλο γρÜμμα στη μητÝρα του και το σφρÜγιζε με τρßα μπολßνια, Ýπειτα Ýριχνε μια ματιÜ στα τετρÜδια της ιστορßας Þ διÜβαζε Ýναν παλιü τüμο του ταξιδιοý του ΑνÜχαρση, που σερνüταν στο σπουδαστÞριο.
     ΒÜζοντας τüση επιμÝλεια, μπüρεσε πÜντα να κρατηθεß στη μÝση της τÜξης, κÜποτε κιüλας κατÜφερνε να λÜβει κÜποιο Ýπαινο για το μÜθημα της φυσικÞς ιστορßας. ΑλλÜ στο τÝλος του τρßτου χρüνου οι γονεßς του τον Ýβγαλαν απü το σχολεßο για να σπουδÜσει την ιατρικÞ, με την ιδÝα πως θα μποροýσε να καταφÝρει μüνος του να τα βγÜλει πÝρα με τις πανεπιστημιακÝς εξετÜσεις.
     Η μητÝρα του τοý νοßκιασε μια κÜμαρη σ' Ýνα τÝταρτο πÜτωμα, στο σπßτι ενüς βαφÝα, που τον γνþριζε. ¸κλεισε η ßδια τη συμφωνßα για το φαγητü του, του αγüρασε παλιü κρεβÜτι απü ξýλο κερασιÜς, κι απüχτησε μια σüμπα μικρÞ απü χυτοσßδηρο, μαζß και τα ξýλα που θα χρειÜζονταν για να θερμαßνουν το Üτυχο παιδß της, Ýπειτα απü μια βδομÜδα Ýφυγε, συστÞνοντÜς του να φÝρεται καλÜ τþρα που θα βρισκüτανε παραιτημÝνος στον εαυτü του.
     Το πρüγραμμα των μαθημÜτων, του 'φερε ζÜλη. ΜÜθημα ανατομßας, μÜθημα παθολογßας, μÜθημα φυσιολογßας, μÜθημα φαρμακευτικÞς, μÜθημα χημεßας, βοτανικÞς και θεραπευτικÞς, χωρßς να λογαριαστεß οýτε η υγιεινÞ οýτε η ιατρικÞ ýλη, üλο ονüματα που την ετυμολογßα τους δε γνþριζε και που Þταν γι' αυτüν σαν Üλλες τüσες πüρτες απü ιερÜ γεμÜτα σεβÜσμιο σκüτος. Δεν κατÜλαβε τßποτα. ¼σα κι αν Üκουγε, δεν τα 'νιωθε. Κι üμως εργαζüταν. Εßχε τετρÜδια δεμÝνα, ακολουθοýσε με επιμÝλεια τα μαθÞματα, δεν Ýχανε οýτε μßα επßσκεψη των καθηγητþν. ¸κανε με συνεßδηση καθημερινÜ το μικρü του χρÝος, σαν το Üλογο στο αλþνι που üλο τριγυρßζει στον ßδιο τüπο με τα μÜτια δεμÝνα μην ξÝροντας τη δουλειÜ που καταφÝρνει.
     Για να εξοικονομÞσει τα Ýξοδα του η μητÝρα, τοý Ýστελνε κÜθε βδομÜδα με τον ταχυδρüμο Ýνα κομμÜτι κρÝας μοσχαρßσιο ψητü στο φοýρνο και μ' αυτü προγευμÜτιζε το πρωß, üταν ξαναρχüταν απü το νοσοκομεßο, χτυπþντας αδιÜκοπα το πüδι του στον τοßχο, Ýπειτα Ýπρεπε να τρÝξει στα μαθÞματα, στο αμφιθÝατρο, στο νοσοκομεßο και να γυρßσει πÜντα στη κÜμαρÜ του, περνþντας απ' üλους τους δρüμους. Το βρÜδυ, Ýπειτα απü το φτωχικü γεýμα που του 'δινε ο σπιτονοικοκýρης, ανÝβαινε ξανÜ στη κÜμαρÜ του και ξανÜκανε την εργασßα του χωρßς να αλλÜξει τα υγρÜ του ροýχα, που κÜπνιζαν πÜνω του μπρος στην πυρωμÝνη σüμπα.
     Τις ωραßες καλοκαιρινÝς βραδιÝς, την þρα που οι χλιαροß δρüμοι εßναι Ýρημοι, üταν οι υπηρÝτριες στα κατþφλια παßζουν το Üρπαστο, Üνοιγε το παραθýρι του κι ακουμποýσε και κοßταζε. Το ποτÜμι, που κÜνει να μοιÜζει αυτÞ η γειτονιÜ της ΡουÝν σε μια Βενετßα μικρÞ και πρüστυχη, Ýτρεχε κÜτω, απü κÜτω του, κßτρινο, μαβß Þ γαλÜζιο, ανÜμεσα στα γεφýρια του και στα κιγκλιδþματÜ του. ΕργÜτες κουρνιασμÝνοι στην ακροποταμιÜ Ýπλεναν στο νερü τα χÝρια τους. ΠÜνω σε σταλßκια που Ýβγαιναν απü τις σοφßτες στÝγνωναν στον αÝρα κουβÜρια απü βαμβÜκι. ΑπÝναντι, πÝρα απü τους τοßχους, απλωνüταν ο μεγÜλος καθÜριος ουρανüς με τον Þλιο που Ýδυε κüκκινος. Πüσο καλÜ που θα 'ταν εκεß κÜτω!... Τι δροσιÜ κÜτω απü τις οξιÝς!... Και Üνοιγε τα ρουθοýνια του για να αναπνÝει τις μυρωδιÝς της εξοχÞς, που τþρα δεν Ýρχονταν ως εκεß.
     Λßγνεψε, το ανÜστημÜ του ψÞλωσε και η üψη του πÞρε μια Ýκφραση πονεμÝνη, που την Ýκανε, ας ποýμε, συμπαθητικÞ. ¼πως Þταν φυσικü, απü νωθρüτητα, σιγÜ σιγÜ λησμüνησε τις πρþτες του αποφÜσεις. Μια φορÜ Ýλειψε απü τη βßζιτα του γιατροý, την Üλλη μÝρα απü το μÜθημα, και βρßσκοντας την ευχαρßστησÞ του στα χασομÝρια, δεν ξαναγýρισε πια. ΠÞρε το συνÞθειο να συχνÜζει στο καφενεßο και αγÜπησε με πÜθος το ντüμινο. Να κλεßνεται κÜθε βρÜδυ σ' Ýνα μικρü δημüσιο μÝρος, για να χτυπÜ πÜνω στα μαρμαρÝνια τραπÝζια τα μικρÜ προβατοκüκαλα, τα σημαδεμÝνα με τα μαýρα στρογγυλÜδια, αυτü του φαινüταν μια πολýτιμη ενÝργεια της λευτεριÜς του, που τον ýψωνε σε υπüληψη απÝναντι στον εαυτü του. Αυτü Þταν για κεßνον σαν μýηση στον κüσμο, σαν το Ýμπασμα προς τις εμποδισμÝνες χαρÝς, κι Ýτσι, üταν Ýμπαινε στο καφενεßο, Ýβαζε το χÝρι του στο πüμολο της πüρτας με μια ηδονÞ σαρκικÞ σχεδüν. Τüτε πολλÜ πρÜγματα, που μÝσα του Þταν περιορισμÝνα, Ýβρισκαν τρüπο ν' ανοßξουν, Ýμαθε απ' Ýξω δßστιχα που τα τραγουδοýσε σ' üποιον Ýμπαινε μÝσα, Ýδειξε ενθουσιασμü για τα ποιÞματα του ΒερανζÝρου, Ýμαθε να ετοιμÜζει το ποντς και γνþρισε τÝλος τον Ýρωτα.
     ΧÜρη σ' αυτÞ την προγυμναστικÞ εργασßα του απÝτυχε ολοκληρωτικÜ στις εξετÜσεις του, ενþ το ßδιο βρÜδυ τον περßμεναν στο σπßτι για να γιορτÜσουν την επιτυχßα του. ¸φυγε με τα πüδια και σταμÜτησε στην αρχÞ του χωριοý, εκεß φþναξε τη μητÝρα του και της τα διηγÞθηκε üλα. Τον δικαιολüγησε εκεßνη ρßχνοντας την αποτυχßα στους Üδικους εξεταστÝς και του Ýδωσε λßγο θÜρρος, αναλαμβÜνοντας αυτÞ να διορθþσει τα πρÜγματα. ΠÝντε χρüνια μüνο αργüτερα ο κýριος Μποβαρý Ýμαθε την αλÞθεια, μα αυτÞ η αλÞθεια Þταν πια παλιωμÝνη, τη δÝχτηκε μη μπορþντας απü τ' Üλλο μÝρος να παραδεχτεß πως Ýνας Üνθρωπος που 'χε βγει απü τον εαυτü του μποροýσε να εßναι κουτüς.
     Ο ΚÜρολος, λοιπüν, ξαναβÜλθηκε στο Ýργο και ετοßμασε χωρßς διακοπÞ την ýλη για τις εξετÜσεις του. ¸μαθε απü τα πριν απÝξω κÜθε ερþτηση. ΠÝτυχε με αρκετü καλü βαθμü. Τι ωραßα μÝρα για τη μητÝρα του! ¸δωσαν στο σπßτι του Ýνα μεγÜλο γεýμα. Ποý θα πÞγαινε να εξασκÞσει το επÜγγελμÜ του; Στην Τοστ. Εκεß δεν Þταν παρÜ Ýνας μüνο γÝροντας γιατρüς. Απü καιρü η κυρßα Μποβαρý παραμüνευε πüτε θα πεθÜνει... κι ο δυστυχισμÝνος δεν εßχε ακüμη αποχαιρετÞσει τον κüσμο κι ο ΚÜρολος εßχε εγκατασταθεß απÝναντß του σαν διÜδοχüς του.
     ΑλλÜ δεν Þταν αυτü üλο, δεν Ýφτανε που εßχε αναθρÝψει το γιο της, που τον εßχε κÜνει να σπουδÜσει ιατρικÞ και που του 'χε ανακαλýψει την Τοστ, για να την εξασκÞσει, του χρειαζüταν και μια γυναßκα. Του τη βρÞκε. ¹ταν η χÞρα ενüς δικαστικοý κλητÞρα απü τη ΔιÝπη, που Þταν σαρÜντα πÝντε χρüνων κι εßχε Ýνα ετÞσιο εισüδημα απü χßλια διακüσια φρÜγκα. Αν και Þταν Üσχημη, λιγνÞ σαν ξýλο κι üλο το πρüσωπü της Þταν μπουμπουκιασμÝνο σαν την Üνοιξη, Þταν θετικü το üτι η κυρßα Ντιμπßκ εßχε μπρος της πολλοýς γαμπροýς να διαλÝξει. Για να φτÜσει στους σκοποýς της, η κυρßα Μποβαρý μητÝρα Þταν υποχρεωμÝνη να τους βγÜλει üλους απü τη μÝση, και χρειÜστηκε κιüλας να αναμετρηθεß με πολλÞ τÝχνη με τις ραδιουργßες ενüς κρεοπþλη, που τον υποστÞριζαν οι παπÜδες.
     Στα μÜτια του ΚÜρολου ο γÜμος Þταν μια ανýψωση σε καλýτερη θÝση, σκεφτüταν πως θα εßχε περισσüτερη ελευθερßα και πως θα μποροýσε να διαθÝτει τον εαυτü του και το χρÞμα του. ΑλλÜ η γυναßκα του κατÜφερε να τον ορßζει. ΜπροστÜ στον κüσμο Ýπρεπε να λÝει αυτü και να μη λÝει εκεßνο, Ýπρεπε να νηστεýει την ΠαρασκευÞ, Ýπρεπε να ντýνεται üπως Þθελε εκεßνη, Ýπρεπε να μην αφÞνει Þσυχους τους πελÜτες που δεν πλÞρωναν. Του Üνοιγε τα γρÜμματα, παραμüνευε τα διαβÞματÜ του κι Ýβαζε το αυτß της στο μεσüτοιχο για ν' ακοýει τις συμβουλÝς που Ýδινε στο γραφεßο του üταν δεχüταν γυναßκες.
     ¹θελε να 'χει κÜθε πρωß τη σοκολÜτα της, Ýκανε νÜζια ατελεßωτα. Παραπονιüταν ακατÜπαυτα για τα νεýρα της, για το στÞθος της, για την κακοδιαθεσßα της... Ο θüρυβος των βημÜτων τÞς Ýκανε κακü, αν Ýφευγε κανεßς απü σιμÜ της, η μοναξιÜ της Þταν ανυπüφερτη, αν ξαναγýριζε, το 'κανε γιατß χωρßς Üλλο Þθελε να τη δει να πεθαßνει. Το βρÜδυ, üταν ο ΚÜρολος ξαναγýριζε σπßτι, Ýβγαζε μÝσα απü τα σεντüνια τα μακριÜ της λιγνÜ μπρÜτσα τον αγκÜλιαζε, τον κÜθιζε στην Üκρη του κρεβατιοý κι Üρχιζε να του μιλÜ για τις λýπες της: τη λησμονοýσε, αγαποýσε κÜποιαν Üλλη, καλÜ της το 'χαν πει πως θα 'ταν δυστυχισμÝνη. Και τελεßωνε, ζητþντας του Ýνα σιρüπι για την υγεßα της και λßγη περισσüτερη αγÜπη.
(...)
__________________

     Τα ποιÞματα που ακολουθοýν, ανÞκουνε στη πρþιμη ποιητικÞ ρομαντικÞ του πλευρÜ, η μοναδικÞ ποιητικÞ συλλογÞ του, με τον τßτλο: ΣμÜλτα & ΚαμÝες (Enamels and Cameos).

   Κοκκεταρßα Στο ΘÜνατο

Παρακαλþ βÜλε μου λßγο πριν πλαγιÜσω
και κλειεßς το φÝρετρο-κρεβÜτι μου,
λßγη μαυρßλα κÜτω απ' τα μÜτια μου,
και ρüδινη μια πινελλιÜ στα μÜγουλÜ μου!

Αχ, κÜνε με üμορφη και τþρα!
þστε να εßναι το κορμß μου,
üπως τη νýχτα π' ανταλλÜξαμε τους üρκους:
ΓοητευτικÞ και ανθισμÝνη,
χαροýμενη και αγαπητÞ.

Για 'μÝ κανÝν λινü χασÝ-σεντüνι!
Μον' φüρεμα σπουδαßο και λαμπρü!
ΒγÜλε τη πιο γλυκειÜ μου μουσελßνα,
με τ' Üφθονα λευκÜ βολÜν τα απαλÜ!

Το αγαπημÝνο φüρεμα! Το τßμησα καλÜ,
φορþντας το σαν Üνθισ' η αγÜπη
κι αφοý το βλÝμμα σου Ýμεινε,
το κρÜτησα ωσÜν κειμÞλιο ιερü.

Για μÝνα δε χωρÜ καμμιÜ κηδεßα,
οýτε μαξιλαριοý το κÝντημα τραχý.
Αλλ' Üσε μου τ' üμορφο δαντελÝνιο μαξιλÜρι
να πεφτουν τα μαλλιÜ στο πρüσωπü ανÜρια.

Αγαπητü μου μαξιλÜρι! ΣυχνÜ που τσαλακþθηκε,
σε ξÜγρυπνες τρελÝς, γλυκιÝς νυχτιÝς
και μÝσα στο σκοτÜδι μιας γονδüλας,
οποý τα Üπειρα φιλιÜ μας εμετροýσε.

Τα κÝρινÜ μου χÝρια, νωχελικÜ, κλειστÜ,
προσευχÞ στη βαθειÜ της ζωÞς καταχνιÜ,
στο ροζÜρι μου απü χÜντρες οπÜλι,
βλογημÝνο απü τον ΠÜπα στη Ρþμη.

Θα το κρατþ στα κρýα δÜχτυλÜ μου σαν ξαπλþσω
κει που δεν Ýχει γυρισμü. Πüσο συχνÜ
τα χεßλη σου πÜνω στα χεßλη μου μιλÞσαν:
¸να ΠÜτερ Ημþν κι Aβε Μαρßα απαλÜ!

(μτφρ.: ΠÜτροκλος)

  Σ' ΑυτÞ Με Το Ροζ Φüρεμα

Πüσο σ' αγαπþ μ' αυτÝς τις ρüμπες
που τüσον üμορφα σκεποýν τα θÝλγητρÜ σου!
Τα λατρεμμÝνα στÞθια σου
σα φιλντισÝνιες μπÜλες
και τα γλυκÜ, λÜγνα γυμνÜ σου μπρÜτσα,
εýθραυστα σαν τα φτερÜ της μÝλισσας
κι ακüμα πιüτερο, φρεσκüτερα
απ' τη καρδιÜ του ρüδου.

Το ýφασμα λεπτü και λεýτερο,
τυλßγει λÜμπωντας το σþμα σου.
Απ' τη μετÜξινη κλωστÞ ως το δÝρμα,
ρßγη ασημÝνια ανεβαßνουν ελαφρÜ
και τ' Üλικο, σα να ρßχνει, φüρεμα,
ροδÜνθη στο κÜτασπρü σου δÝρμα.

Ποýθε κρατÜς το μυστικü κρυμμÝνο,
το φτιαγμÝνο απü τη σÜρκα σου;
Ζωντανü πλεχτü π' ανακατεýεται, κολλÜ
στην Ýνδοξη χροιÜ του σþματüς σου;
Το πÞρες απü το κοκκινÜδι της Ηοýς;
Απü της Αφροδßτης το κοχýλι;
Απ' το μπουμποýκι πλÜι στο στÞθος σου;
Απü το ρüδο π' ετοιμÜζεται ν' ανθßσει;
Παßρνεις το χρþμα, απ' της αιδοýς
το αναψοκοκκßνισμα;

¼χι -τα πορτραßτα σου δε ψεýδονται-
Η ομορφιÜ, το κÜλλος θα μαντÝψει!
ΚÜτω πετÜς τα ροýχα σου,
ονειρεμÝνη τÝχνη, γλυκειÜ πραγματικüτητα,
σαν τη πριγκÞπισσα ΜποργκÝζε,
σπÜνια μαεστρßα του Canova!
Αχ! οι πτυχÝς εßναι τα φλογισμÝνα χεßλη,
γýρω απü την υπÝροχη μορφÞ σου.
Σε μια τρελλÞ επιθυμßα,
ντýνεσαι με τα φιλιÜ, ζεστÜ!

(μτφρ.: ΕλÝνη ΠαπÜ)

  Χριστοýγεννα

Μαýρος εßναι ο ουρανüς
και το Ýδαφος λευκü.
Ω, χτυπÞστε, καμπÜνες,
με χÜρη τα κÜλαντα σας!
Το Παιδß γεννιÝται!
Μια αγÜπη βαθειÜ
φωτßζει το πρüσωπο
της ΜητÝρας Του.

ΚανÝνα ακριβü,
μεταξωτü ýφασμα,

δεν κρατÜ μακρυÜ Του
το τσουχτερü κρýο.
ΑλλÜ ιστοß αρÜχνης
Ýχουνε πÝσει χαμηλÜ,
να γßνουν η κουρτßνα Του,
τüσο απαλÞ και αμυδρÞ.

Τþρα τρÝμει στο αχυρÝνιο στρþμα
Το μικρü παιδß,
το αστÝρι απü κÜτω.

Για να Τον ζεστÜνουνε
στο Üγιο Του κρεβÜτι,
πÜνω Του αναπνÝουν
Ýνα βüδι και το γαúδουρÜκι.

Το χιüνι κρεμÜ
τα κρüσσια του στο σταýλο.
Η οροφÞ ανοιχτÞ στο ραντεβοý
των φωτοστεφανωμÝνων,
εκεßνη η γλυκειÜ χορωδßα καλεß
Τους βοσκοýς:
"ΕλÜτε, να! ο Χριστüς!"

(μτφρ.: ΕλÝνη ΠαπÜ)

     ΚÜρμεν

ΛεπτÞ εßναι η ΚÜρμεν,
με χαλαρÞ κοψιÜ
και τα μαλλιÜ της,
μαýρα σαν τη νýχτα.
Σωρüς οι μαýροι κýκλοι,
στα μÜτια τα τσιγγÜνικα,
μÜκινα του διαβüλου
το απαλü της δÝρμα.
Οι γυναßκες θα χλευÜσουν
τη μορφÞ, το πρüσωπü της.
Οι Üντρες üμως ολημερßς
θα την ακολουθοýνε.

Ο αρχιεπßσκοπος του ΤολÝδο
-θεüς να τον σχωρÝσει!-
εκστασιÜζεται στα γüνατÜ της, λÝνε.
ΦωλιασμÝνος στη θαλπωρÞ
του κεχριμπαρÝνιου της λαιμοý
στÝκει εκεß, μÝχρι να τον πετÜξει,
σαν Üπλυτο ροýχο, στο πÜτωμα.

Λεπτü το κορμß της
απ' τα πüδια ßσαμε τη κορφÞ.
¸πειτα, σκÜει δυνατü Ýνα χαμüγελο
στο χλωμü της πρüσωπü,
-Ýνα τρομερÜ μαγευτικü χαμüγελο.
Το στüμα της, μυστικιστικü,
σαν το λουλοýδι-δηλητÞριο,
κλÝβει το πορφυρü
απ' τη καρδιÜ της κüλασης.

Η πιο αγÝρωχη ομορφιÜ
πρÝπει να σκýψει στη μορφÞ της,
üταν, σαν σε παρÜξενο üραμα,
θα σκοτεινιÜσει τον ουρανü της.
Γιατß η ΚÜρμεν κυβερνÜ
κι η φλüγα των ματιþν της,
θε να κατασιγÜσει τη φωτιÜ.

¢γρια κι απρεπÞς η ΚÜρμεν!
-ü,τι κι αν εßναι αυτü,
απüλαυσε Ýναν κüσμο
που 'συ δεν ονειρεýτηκες ποτÝ.
¸ναν κüσμο θαυμαστü,
που το αλÜτι της μικρÞς θÜλασσας,
δελÝασε μιαν Αφροδßτη,
να γεννηθεß...

(μτφρ.: ΕλÝνη ΠαπÜ)



 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers