ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Åñ. Ëïãïôå÷íßá 

Nin Anais: Áõëçôñßäá

     εδþ το  --->   Βιογραφικü
___________________________

¸παινοι για την Αυλητρßδα

     Εßναι η λιγüτερο γνωστÞ απü τις μυθοπλασßες της Anaïs Nin. Δημοσιεýτηκε σε μια Ýκδοση πÝντε αντιτýπων το 1950, περιÝχει δýο ιστορßες: τη ΖωÞ στην Provincetown, που δεν εμφανßστηκε ποτÝ σ' Ýντυπη μορφÞ, και τη Marcel, που επιμελÞθηκε σημαντικÜ για να συμπεριληφθεß στο ΔÝλτα της Αφροδßτης της Νιν (1977). Τþρα, η Sky Blue Press που το 2007 δημοσßευσε Ýν Üλλο απü τα πιο σπÜνια κεßμενÜ της, The Winter of Artifice (1939) -προσφÝρει μια νÝα Ýκδοση του Auletris. ΕνδιαφÝρον για τους θιασþτες της ερωτικÞς -καθþς και για ορισμÝνους γενικοýς αναγνþστες και μελετητÝς- η δημοσßευσÞ του εßναι Ýνα σημαντικü γεγονüς.
  ---Benjamin Franklin V, που γρÜφει για τη Nin απü τη 10ετßα του '60.

     ΑυτÝς οι ιστορßες απολαμβÜνουν σαρκþδεις εμπειρßες βασανιστικÞς λαχτÜρας, εξαßσιου πüνου και τολμηρÞς þθησης των ορßων. Η Νιν δεν πτοεßται απü τßποτα. Στη πραγματικüτητα, η τολμηρÞ της εξερεýνηση του ταμποý υπερβαßνει κατÜ πολý αυτÞ των Üλλων ερωτικþν συλλογþν της. ΦτιÜχνει üμορφες σκηνÝς, χαρακτÞρες κι επιθυμßες με νüστιμα λüγια, ενþ παρασýρει τον αναγνþστη σε κüσμους ξεφτßλας, üπου θα μποροýσαν να αποκαλýψουν τις δικÝς τους μυστικÝς ορμÝς. Δεν φαντÜζεται απλþς Ýνα ιδανικü σεξουαλικü σενÜριο, αλλÜ μÜλλον απεικονßζει πολλÝς πιθανüτητες. 
 ---Jessica Gilbey, University of Western Sydney

     Πüσο αγνÞ εßναι η Nin στην Auletris, πüσο ανοιχτÞ σε κÜθε σεξουαλικÞ Ýκφραση και πüσο βαθιÜ εßναι Ýτοιμη να κοιτÜξει, να δει, να μην απομακρυνθεß ποτÝ απü το ανθρþπινο, το παραβατικü, τον πλοýτο της σεξουαλικüτητας. Η ποßηση ξεχýνεται απü αυτÞν, τüσο παθιασμÝνη, γεμÜτη χρþμα, αισθησιασμü και ζωÞ. Τι πλοýσια γραφÞ… ο κüσμος δÝχεται μια νüστιμη, λογοτεχνικÞ απüλαυση.
  ---Lana Fox, συνιδρυτÞς του Go Deeper Press


____________________________


==========================


Αυλητρßδα: 1ο ΜÝρος


                          Η ΖωÞ Στη Πρüβιντενς

           "Η γλþσσα εßναι γυναικεßο üπλο". ΚαντÝρμπουρυ

     Στον μακρý κεντρικü δρüμο που εκτεßνεται κατÜ μÞκος του περιγρÜμματος του κüλπου, ΠορτογÜλοι ψαρÜδες κÜθονται σε κýκλους σαν τους Ιταλοýς και κουβεντιÜζουν. Πßσω απü τα σπßτια στον κεντρικü δρüμο υπÜρχουν προβλÞτες που προβÜλλουν στο νερü σε διÜφορα μÞκη. Σε αυτÝς τις αποβÜθρες βρßσκονται οι καλýβες, οι παρÜγκες, που κÜποτε χρησιμοποιοýσαν οι ψαρÜδες για να φυλÜξουν τα δßχτυα, τα εργαλεßα και τις βÜρκες που Ýπρεπε να επισκευαστοýν. Εδþ ζουν οι καλλιτÝχνες. Οι στÝγες εßναι κορυφÝς και δοκÜρια. ¼λα εßναι φτιαγμÝνα απü ακατÝργαστο ξýλο σαν το εσωτερικü κÜποιου παλιοý πλοßου. Στη παλßρροια το νερü τρÝχει κÜτω απü τις αποβÜθρες, στην Üμπωτη εκθÝτει μια μεγÜλη Ýκταση Üμμου. Οι τοßχοι εßναι λεπτοß. Μπορεß κανεßς να ακοýσει τα πÜντα. ΣυχνÜ οι αποχρþσεις δεν εßναι πεσμÝνες και μπορεß κανεßς να δει τα πÜντα. Δεν υπÜρχουν κηδεμüνες, κανεßς να πει: σταματÞστε τον θüρυβο Þ για να δεßτε πüτε γυρßζει κανεßς σπßτι. Χωρßς επιθεωρητÝς, ιδιοκτÞτες σπιτιþν. Μüνο οι μοναχικÝς αποβÜθρες, στο σκοτÜδι τη νýχτα, ο Þχος του νεροý και τα μικρÜ στραβÜ στοýντιο που μοιÜζουν με παρÜγκες που καταλαμβÜνονται απü διÜφορους ανθρþπους.
Η πüλη εßναι γεμÜτη στρατιþτες, ναýτες και üμορφα κορßτσια απü τη Πορτογαλßα... και καλοκαιρινοýς επισκÝπτες με σορτς. ΥπÜρχει μια ταινßα, Ýνα μπαρ üπου δεν γßνονται δεκτÝς γυναßκες και πολλÜ νυχτερινÜ κÝντρα.

     Σε Ýνα στοýντιο ζοýσε Ýνα απü τα μοντÝλα του καλλιτÝχνη, του οποßου το στüμα Þταν τüσο μεγÜλο, τüσο γεμÜτο, τüσο προεξÝχον, που δεν μποροýσε κανεßς να δει τßποτα Üλλο. ¼ταν κοßταξε Ýνα, μποροýσε κανεßς να προσÝξει μüνο το στüμα, σαν το στüμα ενüς νεφροý. Ρßχτηκε πολý βαριÜ, και μετÜ Ýκανε λευκü ποýδρα το πρüσωπü της, Ýτσι þστε το στüμα να ξεχωρßζει ακüμα περισσüτερο και να μπορεß να επισκιÜσει το υπüλοιπο πρüσωπο και ακüμη και το σþμα. Καθþς κÜποιος Þξερε üτι Þταν μοντÝλο, πολý γνωστÞ στο Village της ΝÝας Υüρκης, υπÝθεσε üτι εßχε üμορφο σþμα, αλλÜ κατÜ κÜποιον τρüπο κοßταζε μüνο το στüμα. ΚÜπως Ýτσι φανταζüταν το Üλλο στüμα εξßσου πλοýσιο, εξßσου προεξÝχον. Ακριβþς üπως Ýνιωθε κανεßς üτι τα λεπτÜ στüματα των πουριτανþν γυναικþν Ýπρεπε να εßναι τα ακριβÞ αντßγραφα της σεξουαλικüτητας τους με τα λεπτÜ χεßλη.
     Αυτü το στüμα φοροýσε Ýνα φλεγüμενο κüκκινο μαγιü απü το πρωß μÝχρι το βρÜδυ. ¸μενε μüνη με τις σκιÝς πÜντα ψηλÝς. Θα μποροýσε κανεßς να παρακολουθÞσει το φüρεμÜ της το πρωß. Την Ýβλεπε κανεßς να κοιμÜται, πρþτα απü üλα, αργÜ το πρωß, απλωμÝνη στο κρεβÜτι της με μεγÜλη αταξßα. Τüτε Þταν που Þταν μüνη. ΣπÜνια Þταν μüνη. Πολý συχνÜ ξÜπλωνε στο κρεβÜτι εντελþς κρυμμÝνη απü κÜποιο βαρý χÝρι Þ το σþμα ενüς Üνδρα...
     ΚοιμÞθηκαν σαν να εßχαν τσακωθεß κι Þταν εξαντλημÝνοι. ΚοιμÞθηκαν üλο το πρωß, ο Ýνας στην αγκαλιÜ του Üλλου. ΚλειδωμÝνοι üπως Þταν, Þτανε δýσκολο να φανταστεß κανεßς üτι αυτÞ η κλειδωμÝνη αγκαλιÜ Þταν μüνο προσωρινÞ. Το επüμενο βρÜδυ θα Þταν Ýνας διαφορετικüς Üνθρωπος. Το μοντÝλο εßχε Ýναν τüσο απλü τρüπο να λýσει το πρüβλημÜ του. ¼ταν εßδε Ýναν üμορφο Üντρα στο δρüμο, πÝρασε το χÝρι της μÝσα απü το δικü του, κοßταξε το πρüσωπü του, χαμογελþντας, και εßπε: «Γεια». ¹τανε τüσο απλü. ΣπÜνια της Ýδιναν Ýνα κρýο γεια λüγω του στüματüς της.
     Ξεκλειδþνοντας τον εαυτü της απü την αγκαλιÜ του νυχτερινοý της επισκÝπτη, Ýτρεχε στη δουλειÜ της ως μοντÝλο, Ýτσι üλοι στην Provincetown γνþριζαν το σþμα της λßγο πολý απü κοντÜ. Τα μαθÞματα ζωγραφικÞς το γνþριζαν απü πολýωρη περισυλλογÞ κι η υπüλοιπη πüλη, απü τÝτοιες περιüδους üπως ανÝφερα.
     Ο μüνος που δεν μποροýσε να παρασýρει τüσο εýκολα στο δωμÜτιü της Þταν ο ßδιος της γεßτονας, το πιο üμορφο αγüρι σε üλη την πüλη, ο γιος ενüς ΠορτογÜλου ψαρÜ, τþρα καπετÜνιος ενüς ιστιοπλοúκοý γιοτ που πÞγαινε τους επισκÝπτες γýρω απü το ΑκρωτÞρι τη νýχτα για Ýνα δολÜριο. ΚοιμÞθηκε δßπλα της. Πριν την δει, εßχε ακοýσει üλη τη φασαρßα στο δωμÜτιü της. το προηγοýμενο βρÜδυ, εßχε ακοýσει Ýνα ιδιαßτερο γρýλισμα ικανοποßησης απü κÜποιο βαρý σþμα και μετÜ το χαροýμενο γÝλιο μιας γυναßκας, Ýνα τÝτοιο γÝλιο που δεν εßχε ακοýσει ποτÝ. ΑρχικÜ, δεν εßχε ακοýσει ποτÝ για γυναßκα που γελοýσε ενþ Ýκανε Ýρωτα. ΠÜντα γßνονταν τüσο σοβαροß κι Ýντονοι, οι πιο γκÝι απü αυτοýς. Εßχε γνωρßσει πολλÜ στη ναυτικÞ του ζωÞ. ΠÜντα σοβαρεýονταν. ΠοτÝ δεν χαμογÝλασε, λες και το να κÜνεις Ýρωτα, ακüμα και μ' Ýνα ξÝνο, Þταν μια Ýντονη υπüθεση, που δεν πρÝπει να του φÝρονται ελαφρÜ. Η ευχαρßστησÞ τους Þτανε πÜντα σαν απüλαυση ζþου, σκοτεινÞ μÜλλον, με παρÜξενους Þχους. Τα ζþα δεν γελοýν. Οι γυναßκες γßνονταν ζþα τη νýχτα, σßγουρα, üπως μας Ýλεγαν αυτοß οι θρýλοι. Περισσüτερο ακüμη κι απü τους Üνδρες.
     ¼χι üμως το πλουσιüστομο μοντÝλο. ΓÝλασε σαν γαργαλητü νÝφος. ΚÜθε χÜδι την Ýκανε να γελÜ Üσεμνα. Κι υπÞρχε Ýνα διαφορετικü εßδος γÝλιου για κÜθε μÝρος του σþματος. ΞαπλωμÝνος στο σκοτÜδι, στην Üλλη πλευρÜ του τοßχου, μποροýσε σχεδüν να μαντÝψει ποý την Üγγιζαν. Στην αρχÞ Þταν τα πüδια της, σßγουρα και τη γαργαλοýσε γιατß γελοýσε. ΠρÝπει να Þταν μüνο τα εξωτερικÜ μÝρη του σþματüς της, γιατß γÝλασε χαροýμενα, ανÜλαφρα. Ο Üντρας μαζß της πρÝπει να Üγγιζε τα πλευρÜ, τους þμους, τα χÝρια, τα πüδια της. ΞαφνικÜ, το γÝλιο της Üλλαξε. ¹ταν ρυθμισμÝνη σαν να την πληγþνει ελαφρÜ κι Þταν üτι γινüταν ευÜλωτη, μποροýσε να πει. ΓÝλασε σαν κÜποιος που βυθßστηκε σε πολý κρýο νερü και λαχανιÜστηκε, και μετÜ Ýνιωσε τη ζεστÞ αντßδραση κι απολÜμβανε τη νÝα αßσθηση.
     ΓÝλασε λες και η ηδονÞ Þταν καινοýργια και Üρχισε να την εισβÜλλει. Αχ.....αχχ..... ακοýστηκε η φωνÞ της στο σκοτÜδι. Αν μποροýσε να δει την κßνηση της, δεν θα εßχε τüσο ξεκÜθαρα επßγνωση της ευχαρßστησÞς της. ¸νιωσε αυτÞ την ευχαρßστησÞ της να κυματßζει στους μυς του. Οι τοßχοι Þταν τüσο λεπτοß που τα Ýνιωθε üλα στο σþμα του. Αχ.....αχχ.....επικρÜτησε σιωπÞ. ΑυτÞ η σιωπÞ τÜραξε περισσüτερο απü οτιδÞποτε Üλλο τους ΠορτογÜλους. Τι θα μποροýσε να την κρατÞσει τüσο ακßνητη, μετÜ τον κυματισμü και την ανοιχτÞ ευχαρßστησÞ της; Ποιο χÜδι θα μποροýσε να τη σωπÜσει ξαφνικÜ σαν να Þταν πολý βαθý για να προκαλÝσει μια εξωτερικÞ απüδειξη χαρÜς; ΠροσπÜθησε να θεοποιÞσει. ¹ξερε üτι Þταν γυμνÞ, γιατß την εßχε ακοýσει να λÝει: «Ας βγÜλουμε üλα μας τα ροýχα». Τι της Ýκανε ο Üντρας; Χωρßς Þχο. Ο ΠορτογÜλος Ýνιωσε κυματισμοýς να καλýπτουν το δυνατü, σκοýρο κορμß του. ¸νιωθε κοντÜ σε Ýνα μυστÞριο. Περßμενε üτι θα φþναζε κÜθε στιγμÞ απü την ασυγκρÜτητη Ýκσταση. Αντßθετα, βγÞκε απü το σκοτÜδι, Ýνα μακρý, παρατεταμÝνο χαμηλü γÝλιο, αυθüρμητο, πλοýσιο, χαμηλü, Üσεμνο...
     Το Üλλο στüμα -σßγουρα ο Üντρας εßχε ανοßξει το δρüμο του στο Üλλο στüμα, το πλοýσιο, χοντρü, πλοýσιο σεξουαλικü στüμα που Ýφερε σχεδüν εκτεθειμÝνο για να το δουν üλοι στο δßδυμο στüμα του προσþπου της... για να δουν üλοι το πÜχος και την πληρüτητα των σεξουαλικþν της συναισθημÜτων...þριμα και ανοιχτÜ και κüκκινα... Αχ..... Αχ..... ακοýστηκε η φωνÞ. Η σÜρκα χαραμßστηκε απü την επßθεση του Üντρα, υποχωρþντας, και με εντερικÝς κραυγÝς που αποκÜλυπταν τις ωθÞσεις που της Ýγιναν, κÜθε þθηση συνοδευüταν απü μια μακρÜ αχχχχχχ.....αχχχχχχχχ ηδονÞς, μÝχρι που η φωνÞ της βοýλιαξε.
     Και μετÜ πÜλι σιωπÞ. Και τüτε ακοýστηκε η φωνÞ σαν να Þταν ξαφνικÜ τραυματισμÝνη βßαια. Αχχ......... Το σþμα του ΠορτογÜλου καιγüταν, βασανιζüταν απü επιθυμßα. ΚÜθε κλÜμα της γυναßκας σÞκωνε το πÝος του στο σκοτÜδι. Και πþς κÜηκε. ¼λος ο Üνεμος και ο Þλιος που το εßχαν χτυπÞσει, το κρýο και η ζÝστη, το αλμυρü νερü, συνÝβαλαν στο να γßνει σταθερü και αλμυρü και σφριγηλü, και τþρα στεκüταν υψωμÝνο στο σκοτÜδι, χοροπηδþντας σε κÜθε αλλαγÞ της φωνÞς της γυναßκας. ¼ταν Þρθε το τελευταßο της κλÜμα, σχεδüν νüμιζε üτι θα ερχüταν κι εκεßνος, τüσο πυρετþδης και τεντωμÝνος Þταν, Üκουγε αυτÞ τη σκηνÞ και φανταζüταν üλες τις εξελßξεις...
     ΣιωπÞ τþρα. ΠρÝπει να τους πÞρε ο ýπνος. Ο ΠορτογÜλος δεν μποροýσε να κοιμηθεß. Σηκþθηκε και γλßστρησε στο παντελüνι του. ¢νοιξε τη πüρτα της οθüνης του στοýντιο του. ΥπÞρχε Ýνα φως δßπλα. Οι αποχρþσεις ζωÞρεψαν κι εκεß ξÜπλωσε, γυμνÞ και κοιμισμÝνη, με τον Üντρα πεσμÝνο πÜνω της. ¼σο κι αν την επιθυμοýσε και τþρα Þτανε κÜθε στιγμÞ της μÝρας και της νýχτας, üταν την Ýβλεπε να περπατÜ, τüσο γυμνÞ με το μαγιü της που μποροýσε να δει τις κατσαρÝς ηβικÝς τρßχες να προεξÝχουν σε κÜθε πλευρÜ του στενοý σλιπ της. τüσο γυμνü που οι ιμÜντες Ýπεφταν συχνÜ απü τους þμους της και αποκÜλυπταν το μισü της στÞθος... ωστüσο δεν μποροýσε να γßνει Ýνας απü εκεßνους τους ανþνυμους Üντρες που üλοι μποροýσαν να της προσφÝρουν ευχαρßστηση. Δεν μποροýσε να πιÜσει τον εαυτü του να πÜρει αυτü το σþμα που ανÞκε σε üλους και μποροýσε να απολαýσει τα χÜδια κανενüς εξßσου. Αυτü τον κρÜτησε πßσω. Και τß δυσκολßα εßχε στο να εßναι συγκρατημÝνος μαζß της και üμως να πρÝπει να ακοýει σχεδüν κÜθε βρÜδυ την ßδια σκηνÞ.
     ¹ταν ακοýραστη... «Εßναι νυμφομανÞς», σκÝφτηκε. «Δεν της φτÜνει ποτÝ… εßναι Ýνα τÝρας… Δεν θÝλω να αγαπÞσω Ýνα τÝρας σαν αυτü. Εßναι σαν το στüμα της, μεγÜλη και αδηφÜγα και πÜντα πεινασμÝνη. Δεν θα μποροýσα ποτÝ να την κρατÞσω για τον εαυτü μου...»
     Δεν εßναι αυτü που σκÝφτηκε. ¸νιωθε κατÜ κÜποιον τρüπο, üτι ακριβþς δßπλα της ζοýσε η πιο δυναμικÞ απü üλες. ¸νιωσε το σθÝνος του. Δεν μποροýσε να διαλýσει την αντßστασÞ του. Και μετÜ με μια γυναικεßα διüραση μÜντευε τι τον κρατοýσε μακριÜ της. ΑποφÜσισε να του θυσιÜσει τις μÝρες της ευχαρßστησÞς της. ¸νιωθε σßγουρη Þ το σχÝδιü της. ΞαφνικÜ δεν Þρθε κανεßς να τη δει. ΚÜθε βρÜδυ Üκουγε και δεν ακουγüταν Ýρωτας.
     ΞÜπλωσε στο κρεβÜτι της και την Üκουγε να γυρßζει. Μποροýσε να ακοýσει τις καρφßτσες στα μαλλιÜ να πÝφτουν στο πÜτωμα üταν Ýλυνε τα μαλλιÜ της. ¼χι üμως Ýρωτες. Αυτü Þταν που τον ιντριγκÜρει. ¢ρχισε να τη σκÝφτεται üλο και περισσüτερο.

     ¸να βρÜδυ την Üκουσε να αναστενÜζει. Δεν μποροýσε να κοιμηθεß. ΑνÝβασε λßγο τη φωνÞ του και εßπε: «Γιατß αναστενÜζεις»;

«Εßμαι εδþ μüνη και θυμÜμαι μια τρομερÞ ιστορßα που Üκουσα σÞμερα. ΣυνÜντησα μια γυναßκα στην παραλßα που μου μßλησε. ¹ταν μια περßεργη, üμορφη γυναßκα, πολý δεμÝνη. Τα χÝρια της Ýτρεμαν üλη την þρα. Αρχßσαμε να μιλÜμε. Μου περιÝγραψε τον γιο της. ¼ταν Þταν δεκατριþν ετþν Þταν Ýνα üμορφο αγüρι με μακριÝς βλεφαρßδες σαν κορßτσι, λεπτü σþμα, λεπτÞ σοδειÜ με σγουρÜ καστανÜ μαλλιÜ. ¹ταν Ýξυπνος και λαμπρüς.
Ζοýσαν στο Παρßσι. Το αγüρι αγαποýσε ασυνÞθιστα το διÜβασμα. ΕιδικÜ οι ποιητÝς. Στα δεκατρßα εßχε Þδη δοκιμÜσει να καπνßσει και να πιει... ακüμα και ναρκωτικÜ. ΑλλÜ η μητÝρα του δεν Þξερε τßποτα γι' αυτü. Μια μÝρα μüνος στο διαμÝρισμα της σοφßτας που Ýμεναν μαζß, ενþ η μητÝρα Þταν Ýξω, (και Ýμενε üλο το βρÜδυ Ýξω πßνοντας), εκεßνος Ýπαιζε να κρεμιÝται. Μüλις εßχε διαβÜσει τη ζωÞ ενüς ποιητÞ που κρεμÜστηκε σε Ýναν φρÜχτη. Το αγüρι πÝρασε το βαρý κορδüνι γýρω απü Ýνα απü τα δοκÜρια και στÜθηκε σε Ýνα κουτß και Ýδεσε το κορδüνι γýρω απü το λαιμü του. Του Üρεσε να φαντÜζεται την ιδÝα να πεθÜνει και να μετανιþνει βαθιÜ. Του Üρεσε να φαντÜζεται πþς θα Ýνιωθε η μητÝρα του, ενþ τþρα αντιμετþπιζε κÜθε μÝρα Ýνα εßδος εγκατÜλειψης. Λοιπüν, Ýσφιξε το σχοινß γýρω απü το λαιμü του, απλÜ παßζοντας και τüτε αυτü που Ýνιωσε εκεßνη τη στιγμÞ Þταν τüσο εκπληκτικü: Ýνιωσε ευχαρßστηση, μια ευχαρßστηση που πÝρασε απü το σþμα του, μια αßσθηση που δεν εßχε γνωρßσει ποτÝ, η οποßα ξεκßνησε απü εκεß που οýρησε και μετÜ απλþθηκε σε üλο του το σþμα. ΚρÜτησε μüνο üσο το σχοινß Þταν σφιχτü γýρω απü το λαιμü του. ΑυτÞ η ανακÜλυψη τον εξÝπληξε και τον τρüμαξε. ¢φησε το σκοινß και γýρισε στα βιβλßα του αναψοκοκκινισμÝνος και αναστατωμÝνος. Δεν μποροýσε να το πιστÝψει. Περßεργο üτι εκεß που Þταν πριν το λιγοστü σεξ του υπÞρχαν μεγÜλες αναταραχÝς σαν να γÝμιζε με μια νÝα þθηση, και αυτÞ Þταν να μην ουρÞσει. ¸να εßδος χυμοý ανÝβαινε και το σÞκωνε και το σκλÞρυνε, ακριβþς τη στιγμÞ που το κορδüνι εßχε σφßξει γýρω απü το λαιμü του. Το αγüρι δεν εßπε σε κανÝναν για αυτü. ¹θελε να βεβαιωθεß üτι Þταν αληθινü. ΠÝρασε μια ανÞσυχη νýχτα νομßζοντας üτι το εßχε ονειρευτεß και üτι την επüμενη μÝρα δεν θα ζοýσε την ßδια ευχαρßστηση. Περßμενε υπομονετικÜ μÝχρι το επüμενο βρÜδυ, üταν η μητÝρα του Þταν ξανÜ Ýξω, και μετÜ σκαρφÜλωσε στο κουτß του σαπουνιοý του και Ýβαλε τη θηλιÜ γýρω απü τον λεπτü λαιμü του και τρÜβηξε ελαφρÜ. Η αßσθηση επÝστρεψε. ¼ταν το κορδüνι Þταν σφιγμÝνο, συνÝβαινε κÜτι νüστιμο και εξευτελιστικü στην περιοχÞ του φýλου του, κÜτι που δεν Ýνιωθε ποτÝ πριν και που Þταν μεγαλýτερη απüλαυση απü αυτÞ του ποτοý. Το χÜρηκε αυτü για λßγα λεπτÜ και μετÜ σταμÜτησε γιατß το αßμα Ýτρεχε στο κεφÜλι του και τον πονοýσε ο λαιμüς. ΑλλÜ για αρκετÝς νýχτες το βßωσε αυτü, περιμÝνοντας πÜντα να βεβαιωθεß üτι Þταν αληθινü κι üτι εξαρτιüταν απü το σχοινß. ΠροσπÜθησε να κρατÞσει. ΣτÜθηκε εκεß και τρÜβηξε το κεφÜλι του προς τα κÜτω, με το σχοινß να σφßγγει, και παρακολοýθησε το ßδιο του το σþμα μÝσα στην Ýκσταση της στýσης του. Το πρüσωπο εßχε μπουκþσει, αλλÜ ο πüνος γýρω απü το λαιμü του δεν τον πεßραζε. Η ευχαρßστηση Üρχιζε πÜντα αργÜ, üπως το κρασß, ζεστασιÜ, τüτε Ýνα υγρü üρμησε στο φýλο και το γÝμισε σα πολýτιμο λικÝρ κι η αυστηρüτητα Þταν συναρπαστικÞ και τον γÝμιζε με την επιθυμßα, ασαφÞ και μυστηριþδη, που δεν μποροýσε να εκπληρþσει. ¼λα αυτÜ Þταν κÜτι μυστÞριο για εκεßνον. Φοβüταν να το πει στη μητÝρα του ακüμα και στους συντρüφους του. ¸νιωθε üτι εßχε κÜνει μια ανακÜλυψη. Η ευχαρßστηση Þταν τüσο τερÜστια που σχεδüν ζÞλευε να τη μοιραστεß. ¸νιωθε ασαφÞς üτι θα τον μÜλωσαν πολý, περισσüτερο απü ü,τι για το κÜπνισμα Þ το ποτü. Η Ýνταση που προκλÞθηκε Þταν τüσο μεγÜλη που κατÜ καιροýς τον εξüργιζε. ΥπÞρχε κÜτι που δεν μποροýσε να ανακαλýψει, και αυτü Þταν πþς να απελευθερþσει την Ýνταση αυτÞς της τεντωμÝνης χαρÜς που κüντεψε να τον σπÜσει üταν Þρθε. ¸να βρÜδυ με το κεφÜλι του στο σφιχτü σχοινß, Üφησε την ευχαρßστησÞ του να εισβÜλλει αργÜ. Ξεκßνησε στη μÝση του σþματüς του. ¸ρεε παντοý μÝσα του, κÜνοντας το σþμα Üκαμπτο και καßγοντας, γεμßζοντας το μικρü σεξουαλικü του πνεýμα με κÜτι πιο δυνατü απü το ποτü, κÜτι που πονοýσε να το διþξεις. Αυτü Ýνιωθε, την επιθυμßα να το σπρþξει στο κενü. ºσως αν Ýσφιγγε λßγο ακüμα το σχοινß... ΚρÜτησε το κεφÜλι του κÜτω για να προσÝξει το σþμα του. Η οξýτητα της ηδονÞς τον ανÜγκασε σε μια συστροφÞ που Ýμοιαζε με τη συστροφÞ μιας εκσπερμÜτωσης. ¸σπρωξε το σþμα του προς τα εμπρüς, γλßστρησε απü το κουτß κι Ýπεσε στο κενü. Καθþς Ýπεσε συνÝβη αυτü που Þθελε. ΑλλÜ δεν Þταν ζωντανüς για να το ζÞσει».

«Τι τρομερÞ ιστορßα», εßπε ο ΠορτογÜλος. «Δεν εßναι περßεργο που δεν μπορεßς να κοιμηθεßς».
«ΥπÜρχουν στιγμÝς που κÜποιος νιþθει ευχαρßστηση Ýτσι, με σχεδüν την επιθυμßα να βÜλει Ýνα τÝλος σε αυτÞν, εßναι τüσο δυνατÞ».
«Θα Þθελες να Ýρθω και θα ανÜψουμε το φως και θα μιλÞσουμε μÝχρι να ξεπερÜσεις τις κακÝς εντυπþσεις σου»;
«Ναι, Ýλα…» εßπε το μοντÝλο.
     Ο ΠορτογÜλος μπÞκε στο στοýντιü της, φαινüταν πολý ψηλüς και πολý μελαχρινüς, γεμßζοντας το δωμÜτιο με τη ζωηρÞ και δυνατÞ παρουσßα του. Το στüμα της γυναßκας φαινüταν στο σκοτÜδι. ¢ναψε Ýνα κερß και στο φως του που τρεμοπαßζει εκεßνη του χαμογÝλασε... Þταν το μüνο που μποροýσε να κÜνει για να μην πεταχτεß πÜνω της. Το στüμα της Þταν τüσο φιλüξενο, τüσο πρησμÝνο...σαν για φιλß. ΚÜθισε κοντÜ στο κρεβÜτι της και μßλησαν. ΑλλÜ καθþς μιλοýσαν τη πÞρε ο ýπνος κι ο ΠορτογÜλος μπüρεσε να τη κοιτÜ. Τα σκοýρα μαλλιÜ της Þταν παντοý στο μαξιλÜρι, Ýνα σκοýρο μαξιλÜρι, γýρω της. Ακüμη και στο φως των κεριþν το στüμα της Ýλαμπε κüκκινο κι Þταν μισÜνοιχτο σαν φλüγα.
     Ο ΠορτογÜλος τη πλησßασε και της Ýδωσε Ýνα φιλß. Ξýπνησε κι Ýβαλε τα χÝρια της γýρω του. Τη φßλησε ξανÜ. Το στüμα Ýλιωσε κÜτω απü τα δυνατÜ του χεßλη. ¹τανε ζεστü, απαλü και μαλακü, καθþς κανÝνα στüμα που εßχε δοκιμÜσει ποτÝ. Υποχþρησε στο φιλß του, Üνοιξε κι οι Üκρες των δýο γλωσσþν συναντÞθηκαν. Τα στÞθη της Þτανε τüσο σκληρÜ που τα Ýνιωθε στο στÞθος του καθþς τη φιλοýσε. Αυτü που Ýνιωθε Þταν üτι Þθελε να της κÜνει κÜτι που δεν εßχε κÜνει κανÝνας Üλλος Üντρας -δεν Þθελε να γελÜσει üπως εßχε γελÜσει για τους Üλλους- Þθελε να ζÞσει κÜτι νÝο και δεν Þξερε τι θα Þταν. Τη στιγμÞ που θα γελοýσε θα Þταν η γυναßκα που θα μποροýσαν να Ýχουν üλοι οι Üντρες κι εκεßνος δεν το Þθελε αυτü. ΣυνÝχισε να τη φιλÜ και να το σκÝφτεται. ΚÜτι που δεν εßχε νιþσει ακüμα, γÝλασε με ευχαρßστηση. Τι νÝα ευχαρßστηση θα μποροýσε να της δþσει;
     Η ιστορßα του αγοριοý τον στοßχειωσε. ¹θελε να τη τρομÜξει. ΠÜνω απ' üλα Þθελε να μη γελÜει, üπως εßχε γελÜσει για τους Üλλους Üντρες. Ο τρüπος που εγκατÝλειψε το στüμα της τον Ýκανε να τη μισÞσει... ο τρüπος που Ýκλεισε τα μÜτια της. ¸κλεισε τα μÜτια της κι Üνοιξε το στüμα της σαν να μποροýσε να την ευχαριστÞσει κÜποιος Üντρας, οποιοδÞποτε στüμα Þ πÝος αυτÞ τη στιγμÞ. ¹ταν σ' Ýκσταση. Σýντομα θ' Üρχιζε να γελÜ βραχνÜ κι υποβλητικÜ αν την Üγγιζε. Πρþτα Ýσφιξε τη πßσω πλευρÜ της με τα δýο του χÝρια Üγρια και τη σÞκωσε εναντßον του κι εκεßνη Ýνιωσε τη δικü του ανδρισμüς. Εßχε τÝτοια δýναμη και δýναμη που το Ýνιωσε πρþτα πÜνω στις τρßχες της Þβης της, προτοý τις διαπερÜσει. λαχÜνιασε στο ηλεκτρικü Üγγιγμα του.
     ¸θαψε το στüμα του πιο βαθιÜ στο δικü της, νιþθοντας κÜθε γωνιÜ κÜτω απü τα χεßλη της, κÜτω απü τη γλþσσα της, νιþθοντας τη γλþσσα της να τον γλεßφει, να πÝφτει πßσω στη γλþσσα του κÜθε φορÜ, σαν ταχυπαλμßα και δüνηση μεταξý τους. Δεν τη χÜιδεψε. ¸σπρωξε τον εαυτü του κατευθεßαν μÝσα της, σταθερÜ, δυνατÜ και μετÜ Ýμεινε ακßνητος. ΠοτÝ δεν εßχε γεμßσει τüσο καλÜ, κÜθε γωνιÜ της σÜρκας της γÝμιζε απü αυτÞ την ισχυρÞ αρρενωπüτητα, και της φαινüταν üτι μüλις μÝσα της τεντþθηκε λßγο περισσüτερο, Ýσπρωξε τα τοιχþματα της απαλÞς σÜρκας της, εγκαταστÜθηκε χαλαρÜ, για τα καλÜ.
     Αυτü Þταν που της Üρεσε, ο τρüπος που φþλιαζε μÝσα της, τüσο εντελþς σαν να Þθελε να μεßνει. Μποροýσε κι εκεßνη να τον απολαμβÜνει χαλαρÜ. Της Üρεσε αυτü. Η αßσθηση του σκληροý σεξ μÝσα της, που δεν κινεßται, φωλιÜζει εκεß και δονεßται μüνο üταν συσπÜται για να το νιþσει περισσüτερο. Αδιüρατα μερικÝς φορÝς αποσýρθηκε, λßγο, σαν να Þθελε να κÜνει χþρο για τις συσπÜσεις που τον πßεζαν και τον παρÝσυραν πßσω στα βÜθη της.
     Δεν γÝλασε. ¹ταν παρÜξενα σιωπηλÞ. Η ησυχßα με την οποßα μπÞκε μÝσα της, χωρßς χÜδια, και η ησυχßα με την οποßα ξÜπλωσε μÝσα της, σαν να Ýνιωθε κÜθε κßνηση και κυματισμü της λÜμψης γýρω απü το φýλο του. Η ησυχßα και η σκληρüτητα του πÝους του τη γÝμιζε εντελþς, Ýτσι þστε üταν η μÞτρα Üρχισε να αναπνÝει, σαν να λÝγαμε, εισπνÝοντας και εκπνÝοντας εκεß στο σκοτÜδι, να τον τυλßγει, να τον περικλεßει και μετÜ να ανοßγει σαν στüμα και να κλεßνει ξανÜ, Ýνιωσε μια Þσυχη, μακρÜ, κουραστικÞ απüλαυση, που την Ýκανε να σωπÜσει. ΑπολÜμβανε ν' αγγßζει τα βÜθη της και να μη κινεßται, χωρßς να της δßνει ενεργητικÞ ευχαρßστηση. ΞÜπλωσαν μπλεγμÝνοι, με το γυμνü του σþμα σε üλο της το μÞκος, και εκεßνη πÝταξε πßσω, με τα πüδια ανοιχτÜ και τα μÜτια κλειστÜ και τα στüματÜ τους ενωμÝνα.
     Τüτε η ευχαρßστηση Þταν υπερβολικÞ για κεßνη. Þθελε να κινηθεß, να τον σπρþξει, να τον νιþσει βαθýτερα, να κολλÞσει και να τρßβεται πÜνω του, αλλÜ την εμπüδισε να το κÜνει, με τüση δýναμη των δυνατþν ναυτικþν του μυþν που Ýμεινε παρÜλυτη. Χωρßς να κουνιÝται μÝσα της, το μεγαλεßο και η σκληρüτητÜ του, την αναστÜτωσαν. ΣυνÝχισε να τον γλεßφει, να τον πιÝζει και να τον χαúδεýει με τη μÞτρα της, προσπαθþντας να τον τυλßξει περισσüτερο, προσπαθþντας να κινηθεß περισσüτερο μÝσα της, αφοý δεν την Üφηνε να κουνÞσει το σþμα της.
     Το σþμα της το κρÜτησε καρφωμÝνο και παρÜλυτο. ¸πειτα, καθþς συσπÜστηκε και κινοýνταν, Ýνιωσε την ευχαρßστησÞ της να αυξÜνει, και πλησßαζε στον παροξυσμü της, και Ýξω απü το κλειστü στüμα της προσπÜθησε να ξεφýγει απü κÜποιο εντερικü Þχο, απü τα βÜθη της κοιλιÜς της, που θα Þταν γÝλιο απüλαυσης αν εßχε το επÝτρεψε, αλλÜ ξαφνικÜ πÝταξε τα δýο του χÝρια γýρω απü το λαιμü της και της ψιθýρισε Üγρια: «Αν γελÜσεις θα σε στραγγαλßσω
     ¸νας παρÜξενος φüβος Þρθε στα μÜτια της. οι Þχοι της ευχαρßστησης πÝθαναν ξαφνικÜ, αλλÜ δεν μποροýσε να σταματÞσει το ανÝβασμα, εισβÜλλοντας στην ευχαρßστηση σαν λιωμÝνη μαγικÞ λÜβα που Üρχισε να χýνεται μÝσα απü τις φλÝβες της, φλεγμονþνοντας τη σÜρκα της, και κρÜτησε τα χÝρια του γýρω απü το λαιμü της, και σκÝφτηκε üτι η ευχαρßστησÞ της Þταν το παν. αυτü εßχε σημασßα? Ýνιωσε ξαφνικÜ σαν το αγüρι üτι πρÝπει να Ýχει την απüλυτη ευχαρßστηση γιατß δεν μποροýσε να το ελÝγξει, τη βßα που διÝτρεχε τις φλÝβες της και προσπαθοýσε να εκραγεß μÝσα της.
     Με το φüβο της, Þταν ακινητοποιημÝνη, ωστüσο συνÝχισε να συσπÜται στη μÞτρα της και εκεßνος το Ýνιωθε αυτü, και της Ýκανε ευχαρßστηση να δει üτι η ευχαρßστηση Ýπιανε και το σþμα του και üτι μπορεß να αναγκαζüταν να αφÞσει το χÝρι του πÜνω της. το λαιμü του, αλλÜ δεν το Üφησε -το Ýσφιξε- κι εκεßνη βßωσε Ýναν πραγματικü και απüλυτο φüβο τüτε, μÞπως με την ευχαρßστησÞ του μπορεß να την στραγγαλßσει, γιατß η ευχαρßστησÞ του Þταν ανÜμεικτη με μßσος, μßσος να πιστεýει üτι μποροýσε τüσο εýκολα να την κÜνει να νιþσε αυτÞ τη χαρÜ, ανταποκρινüμενος σε αυτü σαν Ýνα τÝλειο ζþο, üχι μüνο σε αυτüν, αλλÜ σε üλους...σε κÜθε Üνθρωπο που Ýχει στüμα να φιλÞσει και πÝος σε στýση...
     ΠαρÜ το φüβο, και με τον φüβο, Þρθε μια Ýντονη, τεταμÝνη χαρÜ μÝσα της, που Ýτρεχε σε üλες τις φλÝβες της, γαργαλοýσε τα πÝλματα των ποδιþν της, Ýτρεχε κατÜ μÞκος του εσωτερικοý των ποδιþν της, ακουμποýσε το πßσω μÝρος και το ζεσταßνει. αγγßζοντας τις Üκρες του στÞθους σαν να τη χÜιδευε, τßποτα Üλλο απü αυτü το κρασß της επιθυμßας που κυλÜ τþρα üλο μÝσα της κι ο πüνος των χεριþν του στο λαιμü της δεν μποροýσε να το σταματÞσει -αυξÞθηκε.
     Αν εßχε γελÜσει Üσεμνα με την ευχαρßστησÞ της, θα Ýσφιγγε τα χÝρια του, ßσως θα την Ýπνιγε. ΑλλÜ αντß να γελÜσει, καθþς η ευχαρßστησÞ της Þταν τüσο βασανιστικÞ, και καθþς εκεßνος δεν κουνÞθηκε και επομÝνως δεν το Ýφερε στο τÝλος, αλλÜ παρÝτεινε το βασανιστικü
σασπÝνς, Ýνας παρÜξενος μακρýς Þχος γκρßνιας βγÞκε απü αυτÞν σαν να πονοýσε, Ýνα βαθý ζωικü κλαψοýρισμα που αγαποýσε και που μετÜ τον Ýριξε με νÝα ζÝση πÜνω της και του Ýλυσε τα χÝρια, και μετÜ κινÞθηκε, κινÞθηκε προς üλες τις κατευθýνσεις, σαν τουρνικÝ, στρογγυλü και στρογγυλü, χωρßς να σταματÜει, λες και θα την üργωνε τελεßως και απüλυτα, μην αφÞνοντας καμßα γωνιÜ ανÝγγιχτη, κι εκεßνη γκρßνιαζε, δεν γÝλασε, γκρßνιαζε στη λαβÞ τÝτοιου βαθιÜ χαρÜ που Ýκλαψε...
     Εßχε Ýναν Üλλον θαυμαστÞ που Þταν υπερβολικÜ συνεσταλμÝνος, που στην πρÜξη δεν τολμοýσε τßποτα παρÜ να την ακολουθÞσει κρυφÜ, περιμÝνοντας να μην Þξερε τι. Κατασκοπεýοντας την. Στεκüταν συχνÜ στο παρÜθυρü της και κοιτοýσε το δωμÜτιü της, αλλÜ καθþς εκεßνη Ýσβησε τα φþτα για να κÜνει Ýρωτα, δεν μποροýσε ποτÝ να πιÜσει τßποτα εκτüς απü τις προκαταρκτικÝς χειρονομßες. ¢λλωστε, üταν ο ΠορτογÜλος Ýγινε πιστüς της σýντροφος, φρüντισε να κατεβÜσει τις αποχρþσεις.
     Ο ΠιÝτρο δεν εßχε γνωρßσει ποτÝ γυναßκα. Παρουσßα τους Üρχισε πÜντα να τραυλßζει, να κοκκινßζει και τελεßωνε πετþντας. ¹ταν εßκοσι, κι αυτüς ψαρÜς. Δυνατü, πολý μαυρισμÝνο. γαλανομÜτη και με μεγÜλη αμÞχανη γοητεßα στις κινÞσεις του. Την ακολουθοýσε σαν ντετÝκτιβ, Üγνωστο σε εκεßνη. Τüσο κρυφÜ περπατοýσε, τüσο καλÜ που Þξερε ποý να κρυφτεß üταν εκεßνη γýριζε το κεφÜλι της, τüσο εξοικειωμÝνος με üλη την πüλη και τους γýρω δρüμους. Καθþς κοιμüταν το μεγαλýτερο μÝρος της ημÝρας και Þταν δραστÞρια τη νýχτα, δεν εßχε χρüνο να καεß απü τον Þλιο. Και Þθελε. ΑλλÜ δεν Þθελε Ýνα μερικü, και Üρχισε μια ηλιüλουστη μÝρα να περπατÜ μακριÜ απü την πüλη προς την παραλßα αναζητþντας Ýνα μÝρος üπου θα μποροýσε να ξαπλþσει στον Þλιο. Ο ΠιÝτρο την ακολουθοýσε.
     Φοροýσε σορτς κι Ýδειξε üμορφα πüδια, περπατþντας χαριτωμÝνα, με αργÞ, αιλουροειδÝς κßνηση. ¸δειχνε μια σφιχτÞ και γεμÜτη πλÜτη, μια μÝση με μεγÜλη εσοχÞ εκεß που Ýπρεπε, και στÞθος που Ýστεκε προκλητικÜ κÜτω απü το πουκÜμισü της. Τα μαλλιÜ της Þταν ελεýθερα και λυτÜ, κρεμασμÝνα γýρω απü το κεφÜλι και τους þμους της. ΠερπÜτησε με μεγÜλους βηματισμοýς, εýκολα, σαν Ýνα üμορφο ζþο καλÞς φυλÞς. Το στüμα της Ýμεινε ανοιχτü, στον αÝρα, πßνοντας τον Üνεμο και τις μυρωδιÝς των αμμοθινþν και των πεýκων. Που και που το αερÜκι Ýδινε τη μυρωδιÜ του στον ΠιÝτρο, και εκεßνος κυριευüταν απü την πικÜντικη γεýση του. τα μÜτια του καρφþθηκαν πÜνω της, δεν κινδýνευε να χÜσει το ÜρωμÜ της.
     Εßδε Ýνα μÝρος που Þθελε να εξερευνÞσει. ¹ταν Ýνα μÜλλον δασωμÝνο τμÞμα που Ýτρεχε κατÜ μÞκος ενüς λοφþδους αμμüλοφου. ¹ταν γεμÜτο χαραμÜδες στις οποßες νüμιζε üτι μπορεß να κρυβüταν. Χαμηλοß θÜμνοι την Ýκρυψαν απü το δρüμο üπου περνοýσαν τα αυτοκßνητα. ¼ταν σταμÜτησε, ο ΠιÝτρο κρýφτηκε πßσω απü Ýναν θÜμνο που Þταν μüνο μια γιÜρδα μακριÜ της και üπου μποροýσε να τη δει.
     Γδýνονταν σιγÜ-σιγÜ üπως κÜνουν οι Üνθρωποι σε μια κουκÝτα τραßνου. ΚαθισμÝνη, για να μη φαßνεται απü το δρüμο, ξεκοýμπωνε πρþτα απü üλα τη μπλοýζα της ενþ ο ΠιÝτρο κρατοýσε την ανÜσα του. Οι þμοι της στÜχυασαν. Οι καμπýλες της Þταν τüσο απαλÜ στρογγυλεμÝνες που φαινüταν να μην Ýχει κüκκαλα στο σþμα της. Κινοýνταν κÜθε φορÜ χωρßς κüκκαλα σαν χορεýτρια χοýλα-χοýλα. Ακüμη και καθισμÝνη Ýκανε τüσο Üτακτες κινÞσεις που Ýμοιαζε να χορεýει προκλητικÜ. Οι καλλßγραμμοι þμοι της φÜνηκαν πρþτοι, που Üστραφταν στον Þλιο. Τßναξε τα μαλλιÜ της μακριÜ τους. Τþρα φÜνηκε το στÞθος της, οι σκληρÝς, ροζ Üκρες Ýτρεμαν στις κινÞσεις της για να αποτινÜξουν τη μπλοýζα. Σαν αμμüλοφοι, τÝλειοι και χρυσαφß φÜνηκαν...και καθþς της πρüσφερε κÜποιες δυσκολßες η μπλοýζα, που κÜρφωσε τα χÝρια της στο πßσω μÝρος της, με την ανυπομονησßα της να προσπαθÞσει να το αποτινÜξει, τßναξε και το στÞθος της, σαν ΧαβÜης. χορεýτρια και δημιοýργησε τÝτοια διαταραχÞ που φαινüταν üτι εßχε μüλις ξεφýγει απü κÜποιον κρυφü καναπÝ αγÜπης üπου τα χÝρια εßχαν δημιουργÞσει Ýναν τÝτοιο üλεθρο με την πεισματικÜ κολλημÝνη μπλοýζα, τα χÝρια της καρφωμÝνα πÜνω απü το κεφÜλι της και τα μαλλιÜ και το στÞθος της να ανακατεýονται και να μπαßνουν στο καθÝνα. με τον τρüπο του Üλλου.
     Ο ΠιÝτρο Þταν υποχρεωμÝνος να εγκαταλεßψει τη σκυφτÞ του θÝση και να ξαπλþσει με το στομÜχι επειδÞ οι μýες του Ýτρεμαν στο θÝαμα.
Σχεδüν Þθελε να παρακαλÝσει να μη του δεßξει Üλλο προς το παρüν, το θÝαμα τον επηρÝασε τüσο Ýντονα που Þθελε να το κÜνει να κρατÞσει, να παρατεßνει την Ýκσταση. ΕπειδÞ Þταν μüνη, καθþς αποκÜλυπτε τα διÜφορα μÝρη του σþματüς της στον Þλιο, εßχε αρκετü χρüνο να προχωρÞσει σε Ýνα εßδος αυτοεξÝτασης που οι γυναßκες επιδßδονταν μερικÝς φορÝς μπρος στον καθρÝφτη τους και για να το κÜνει αυτü, χαμÞλωσε το κεφÜλι της συλλογισμÝνη κι Üρχισε να κοιτÜ το στÞθος της, κρατþντας τα και τα δýο στο χÝρι της. ΕξÝταζε τα πÜντα πÜνω τους -το χρþμα του δÝρματος, τις θηλÝς, το λεπτü κÜτω γýρω απü τις θηλÝς. Για να νιþσει το βÜρος και τη σφριγηλüτητÜ τους, τα πßεσε στο χÝρι της κι αντßστοιχα ο ΠιÝτρο Ýνιωσε τη προτροπÞ να σýρει το χÝρι του στο παντελüνι του και να πιÝσει πÜνω στα υπÜρχοντÜ του, για να ταχυπαλÝψει το βÜρος και τη σταθερüτητÜ τους και πρÝπει να ανακÜλυψε üτι αντιστοιχοýσαν ακριβþς με το βÜρος και τη σφριγηλüτητα του στÞθους της, γιατß σταμÜτησε, χορτÜστηκε κι Ýπεσε ξανÜ στο στομÜχι του, λες και η ζεστÞ Üμμος που ξÜπλωσε θα μποροýσε να τον βοηθÞσει να κρατÞσει υπü Ýλεγχο την αναταραχÞ του.
     Τþρα Ýβγαλε τις εσπαντρßγιες της κι εξÝτασε κÜθε βαμμÝνο δÜχτυλο του ποδιοý της και πÝταξε την Üμμο που εßχε μαζευτεß ανÜμεσÜ τους. ΧÜιδεψε τα πüδια της για να καθορßσει την απαλüτητÜ τους. ΠαρατÞρησε üτι μÝσα Þταν χλωμÜ κι αποφÜσισε να τα εκθÝσει στον Þλιο. Τþρα προχþρησε στο Üνοιγμα του φερμουÜρ στο σορτς της. Το φερμουÜρ εßχε σημαδÝψει την αριστερÞ της πλευρÜ μÜλλον σκληρÜ και για να το εξαφανßσει Üρχισε να χαúδεýει και να λειαßνει το δÝρμα μÝχρι που σχεδüν εξαφανßστηκαν τα κüκκινα σημÜδια. Η ευχÜριστη μυρωδιÜ της θηλυκüτητας, που ζεσταινüταν απü τον Þλιο, μεταδüθηκε στον ΠιÝτρο κρυμμÝνο πßσω απü τον θÜμνο. Το εισÝπνευσε εκστασιασμÝνος.
     Καθþς Ýγειρε πÜνω απü το στÞθος της Üγγιξε τα γüνατÜ της. Τα μÜτια του ΠιÝτρο Þταν κολλημÝνα πÜνω τους, η ομορφιÜ τους, ο πλοýτος τους. ΚατÝβαζε το σορτς, το κατÝβαζε απü τα πüδια της και βοηθοýσε να ελευθερωθεß απü αυτÜ σηκþνοντας το Ýνα πüδι πÜνω απü το Üλλο στον αÝρα, και τελικÜ Þταν γυμνÞ. Το δÝρμα της Ýμοιαζε να παßρνει το φως του Þλιου και να το αντανακλÜ ξανÜ με üλο και περισσüτερη φωτεινüτητα. ¹ταν μελωμÝνη και χρυσαφÝνια τþρα, σαν πολýτιμο μÝλι.
     Τακτοποßησε τα ροýχα της σε Ýνα σωρü για να χρησιμεýσει ως μαξιλÜρι, και στη συνÝχεια τεντþθηκε στον Þλιο με την ßδια ηδονικÞ χειρονομßα εγκατÜλειψης μιας γυναßκας που Ýκανε να πλησιÜσει Ýναν Üντρα. Πρüσφερε τα χωριστÜ πüδια της για να ρßξει ο Þλιος διακριτικÝς ακτßνες ανÜμεσÜ τους, ßσως στο πιο ευÜλωτο σημεßο üλων. Τον κÜλεσε να διεισδýσει παντοý, στα πιο μυστικÜ μÝρη. Ο ΠιÝτρο ζÞλευε και ζÞλευε τις Üδειες που δüθηκαν στον Þλιο. Πρüσφερε τα ανοιχτÜ της πüδια, τη στρογγυλÞ κοιλιÜ της, το στÞθος της, το μισÜνοιχτο στüμα της και μετÜ Ýκλεισε τα μÜτια της σαν να του επÝτρεπε üλα τα προνüμια.
     Ο ΠιÝτρο Ýμεινε μ' üλο το βÜρος του σþματος του στον ανδρισμü του, σ' επαφÞ με το χÝρι του, αλλÜ Þταν πολý τρομοκρατημÝνος για να κÜνει οτιδÞποτε Üλλο παρÜ να το συλλογιστεß με λατρεßα και να κρατηθεß κοντÜ στην Üμμο για να το δει και να συγκρατÞσει την επιθυμßα του. απü το να σκÜσει. Αν αυτü Þταν ο Þλιος, Þ η ζεστασιÜ του σþματüς της που τον αντανακλοýσε, Þ η γλυκιÜ γυναικεßα μυρωδιÜ της, ü,τι κι αν Þταν ο ΠιÝτρο δεν εßχε πιει ποτÝ τüσο στη ζωÞ του, οýτε τüσο πυρετþδης. Γýρισε τα μÜτια του. Ο τρüπος με τον οποßο Þταν τοποθετημÝνος, τα πüδια της τεντþθηκαν προς το μÝρος του και μüνο η πιο δυνατÞ δειλßα μποροýσε να τον συγκρατÞσει και να τον εμποδßσει να πεταχτεß πÜνω της.
     Πßεσε το φýλο του στην Üμμο με απüλυτη ταλαιπωρßα, αναρωτιüταν πþς θα μποροýσε να απελευθερωθεß απü αυτÞ την εκρηκτικÞ επιθυμßα, φοβοýμενος τις συνÝπειÝς του. Μες στον ενθουσιασμü του, το πÝος εßχε σκÜσει απü το Üνοιγμα του παντελονιοý και βρισκüταν θαμμÝνο στην Üμμο, üπου εßχε γßνει μια ζεστÞ γωνιÜ. Η Üμμος υπÝκυψε στις εκστατικÝς της πιÝσεις, σαν σÜρκα, μüνο εýθραυστη και γαργαλητü και, μερικÝς φορÝς, επþδυνη. Σχεδüν üμως μποροýσε να φανταστεß üτι αυτÞ η πßεση ασκοýνταν ανÜμεσα στα πüδια της λατρεμÝνης γυναßκας του.
     Ποιος ξÝρει τι μπορεß να εßχε κÜνει ο ΠιÝτρο στη συνÝχεια, γιατß η Üμμος περιεßχε τη ζÝση του προσωρινÜ, αλλÜ üταν Ýκανε μια κßνηση για να αλλÜξει ελαφρþς τη θÝση της, το θÝαμα των κυματισμþν της τον τρÝλανε και μπορεß να εßχε χÜσει τον Ýλεγχü του. ¼μως συνÝβη Ýνα περßεργο πρÜγμα. Φαινüταν να την εßχε πÜρει ο ýπνος. ΑλλÜ αυτÞ δεν Þταν. Η ζεστασιÜ του Þλιου την εßχε αγγßξει σαν Ýνα μαγικü κρασß κι εßχε φλεγμονÞ και το αßμα της. Χωρßς καμßα εικüνα ενüς Üντρα να τη χαúδεýει, ανταποκρινüταν στα φλεγüμενα χÜδια του Þλιου στο δÝρμα της.
     Ο Þλιος την εßχε χαúδÝψει παντοý, ακüμα και στα κρυφÜ σημεßα ανÜμεσα στα πüδια. Εßχε ζεστÜνει το στüμα της και τις θηλÝς της, καθþς και τα βαριÜ, χοντρÜ χεßλη του φýλου της. Απαντþντας στα χÜδια του με κÜποιο τρüπο, το δικü της χÝρι κινÞθηκε αργÜ προς το μÝρος ανÜμεσα στα πüδια της üπου ο Þλιος φαινüταν πιο ζεστüς. Σαν να Ýψαχνε τις ακτßνες του, σαν να Þταν Ýνα Üλλο χÝρι, Ýψαξε το διαπεραστικü του χÜδι για να το συναντÞσει...και βρÞκε τα χεßλη που εßχε αγγßξει σε ευαισθησßα.
     ΖεστÝς...τι ζεστÝς που Þταν. Τα μÜτια του Þλιου και τα κρυμμÝνα μÜτια του ΠιÝτρο πßσω απü τον θÜμνο Ýριχναν πÜνω τους λÜγνες ματιÝς. ΕξομÜλυνσε τον πυρετü που τÜραζε τα χεßλη, με πιο δροσερÜ δÜχτυλα, που εßχαν κρυφτεß κÜτω απü τα μαλλιÜ της, κÜτω απü τη σκιÜ των σκοýρων μαλλιþν της. Λεßωσε το πυρετü στüμα του σεξ, σαν να Þθελε να το ηρεμÞσει, να το νανουρßσει.
     Ο ΠιÝτρο δεν εßχε ξαναδεß δÜχτυλα τüσο ευαßσθητα. Με τα λαμπερÜ βαμμÝνα νýχια τους, τα λεπτþς διαμορφωμÝνα δÜχτυλα, το μακρý, κομψü περßγραμμα του χεριοý, αυτü το üμορφο χÝρι που αγγßζει το στüμα του σεξ σαν να Ýπαιζε σε Ýγχορδο üργανο - εξομαλýνοντας, νανουρßζοντας...
     Ωστüσο, το αποτÝλεσμα δεν Þταν νανουριστικü. ΔιατÞρησε τον αργü νανουρισμü της, αλλÜ τα πüδια της Ýκαναν Ýναν ανεπαßσθητο χορü, σχεδüν αδιüρατο σε üλους εκτüς απü τα μαγευμÝνα μÜτια της ΠιÝτρο, Ýνας ελαφρýς τρüμος, μια δüνηση που Üγγιξε τα δÜχτυλα των ποδιþν και τα κουλουριÜστηκε ελαφρÜ, τη παρÝσυρε. Η ελαφρüτητα των δακτýλων που Ýμοιαζε με λουλοýδια, και μετÜ ξαφνικÜ, το Üλλο της χÝρι που κοιμüταν Þρθε επßσης μπροστÜ κι Üνοιξε τα πüδια της για να κÜνει χþρο. Χρειαζüταν και τα δýο χÝρια για να λειÜνουν το στüμα του φýλου της, τüσο κüκκινο και γεμÜτο και τεντωμÝνο στον Þλιο, üπου ο ΠιÝτρο μποροýσε να δει κÜθε γραμμÞ και απüχρωση του.
     Στον Þλιο τα ηβικÜ μαλλιÜ της Ýλαμπαν σαν κüσμημα και το φýλο της επßσης καλυμμÝνο με λεπτÞ υγρασßα, τη προÝλευση της οποßας ο ΠιÝτρο δεν γνþριζε. ¹ταν σαν τα δÜχτυλÜ της να Ýβγαλαν μια κρυφÞ πηγÞ υγρασßας, να Ýβγαζαν τον μυστικü κÜτοχο του γυναικεßου αρþματος. ΠρÝπει να εßναι αυτü που γÝμισε τον αÝρα με μια γυναικεßα μυρωδιÜ, που γýριζε το κεφÜλι του ΠιÝτρο. Η υπÝροχη μυρωδιÜ, τα δÜχτυλα εßχαν ανοßξει Ýνα μπουκÜλι με Üρωμα στο κÝντρο του σþματος της γυναßκας.
     Τα δÜχτυλα εξακολουθοýσαν να δουλεýουν Þσυχα, υπνωτικÜ, αλλÜ τα πüδια Ýτρεμαν πüτε πüτε, σαν κÜτω απü Ýνα μυστικü ηλεκτρικü ρεýμα, και πüτε σÞκωνε το μÝσο του σþματüς της σαν να την πεßραζαν τα δÜχτυλα, σαν να Þταν Ýτοιμη να την ξεκινÞσει. χορüς χοýλα-χοýλα... Ο στομαχικüς χορüς της ΑρÜπßνας. Ναι, το Üρχιζε, ακριβþς εκεß στην Üμμο, κÜτω απü τον Þλιο που Ýκαιγε, κινοýνταν σαν χορεýτρια χοýλα-χοýλα, ενþ τα δÜχτυλα συνÝχιζαν, σαν αδιÜφορα, να προσπαθοýν να την εξομαλýνουν. Αντßθετα, της Ýδωσε μια τρελÞ, υστερικÞ κßνηση της κοιλιÜς και του σεξ. Εκεßνη κυματßστηκε και τινÜχτηκε και τρÜνταξε. ¸πειτα, πÞρε τα δýο της χÝρια ανÜμεσα στα πüδια της σαν να Þταν Ýνα μαχαßρι που της την Ýκοβε και κυλÞθηκε γýρω τους, διπλþνοντας και διπλασιÜζοντας το σþμα της γýρω τους, σαν να προσπαθοýσαν να της κÜνουν πρÜγματα που την πλÞγωσαν. Και προς Ýκπληξη του ΠιÝτρο, διπλασιÜστηκε γýρω απü τα δýο της χÝρια και συνÝχισε το χορü της, τον χορü της χοýλα-χοýλα, τελειþνοντας με μια κßνηση σαν να Þταν σßγουρα τραυματισμÝνη και μετÜ Ýπεσε πßσω εξαντλημÝνη, λαχανιασμÝνη, σαν να τη δολοφüνησε ολοσχερþς χαúδευτικþς. Στη διÜρκεια αυτοý του θεÜματος, χωρßς να ξÝρει γιατß, ο ΠιÝτρο αναγκÜστηκε να μιμηθεß τις κινÞσεις της, μüνο που δεν χρειαζüταν Ýνα χÝρι, απλþς κινοýνταν γýρω απü το δικü του σκληρü üργανο ανδρισμοý θαμμÝνο στην Üμμο, ανακατεýοντας την Üμμο με αυτü και κινοýμενος γýρω της και κι εκεßνος πιÜστηκε με φρενßτιδα κι Ýκανε Ýνα εßδος χοροý στην Üμμο, επιταχýνοντας την ßδια στιγμÞ κι Ýπεφτε πßσω εξαντλημÝνος ακριβþς την ßδια στιγμÞ...
     Καθþς ο ΠιÝτρο συνÝχιζε την εμμονÞ του με τις γυναßκες χωρßς να την ικανοποιεß ποτÝ, Þταν σαν να κουβαλοýσε φωτισμÝνο δυναμßτη και παρενÝβαινε σε üλες τις ασχολßες του. Τον περισσüτερο χρüνο του τριγυρνοýσε στην παραλßα, ακολουθþντας τις γυναßκες που περπατοýσαν μακριÜ μüνες τους, ελπßζοντας να βοηθÞσουν ξανÜ στο ßδιο θÝαμα. ΑλλÜ οι περισσüτερες γυναßκες τις οποßες συνÜντησε ξÜπλωναν με ευσυνειδησßα στον Þλιο κι ο Þλιος πρÝπει να απÝφυγε να διεγεßρει τις αισθησιακÝς τους φýσεις, Þ ßσως δεν εßχαν αισθησιακÞ φýση να διεγεßρουν, γιατß ξÜπλωναν γυμνÝς αλλÜ αδιÜφορες εκεß στην Üμμο και για τον ΠιÝτρο η πραγματικÞ προσδοκßα Þταν να παρακολουθÞσει μια αυτο-ερωτικÞ παρÜσταση üπως εßχε δει εκεßνη τη πρþτη μÝρα... ΚαημÝνος ΠιÝτρο, οι επιθυμßες του τον βÜραιναν κι η δειλßα του Þταν μεγαλýτερη απü την επιθυμßα του. Ζοýσε σε μια γραφικÞ παρÜγκα, γεμÜτη δßχτυα και εργαλεßα ψαρÝματος, Ýνα κρεβÜτι πλοßου σε μια γωνßα και παρÜθυρα σε üλο τον κüλπο. Καθþς ζοýσε μüνος του, Ýνα κοριτσÜκι Ýντεκα χρονþν φþναζε για το πλυντÞριü του και το παρÝδιδε μια φορÜ την εβδομÜδα. ¹ταν παιδß ενüς Ιταλοý, ενüς κοριτσιοý με μακριÜ, βαριÜ μαλλιÜ και τερÜστια μÜτια... γρÞγορες κινÞσεις σαν πουλß.
     Μια μÝρα Þρθε καθþς ο ΠιÝτρο γλιστροýσε πÜνω στο παντελüνι του. Για αυτü θα καθüταν στο κρεβÜτι του, γιατß Þταν Ýνας τεμπÝλης, και μετÜ Üρχιζε να τα γλιστρÜει και μüνο στο τÝλος θα σηκωνüταν και θα Ýδινε την τελικÞ Ýλξη. Καθüταν στην Üκρη του κρεβατιοý με το παντελüνι του μισοτραβηγμÝνο üταν το κοριτσÜκι χτýπησε ορμητικÜ και χωρßς να περιμÝνει απÜντηση, μπÞκε μÝσα με το πακÝτο της. Δεν ταρÜχτηκε καθüλου απü το θÝαμα που Ýμοιαζε τüσο με το ντýσιμο του πατÝρα της το πρωß στο Ýνα δωμÜτιο που εßχαν, εßχε για üλη την οικογÝνεια. Απλþς στÜθηκε εκεß με τα μεγÜλα μÜτια της ορθÜνοιχτα κι αναρωτÞθηκε ποý Ýπρεπε ν' αφÞσει το πακÝτο. Ο ΠιÝτρο Ýδειξε μια καρÝκλα. Το Ýριξε εκεß γρÞγορα κι Þταν Ýτοιμος να γυρßσει και να φýγει üταν της εßπε: «¸λα εδþ. ΘÝλω να σε πληρþσω και επιπλÝον, σου Ýχω καραμÝλα».
«¸χεις καραμÝλα»; εßπε το κοριτσÜκι πλησιÜζοντας τον ΠιÝτρο με μÜτια που γυαλßζουν.
     ¸βγαλε απü την τσÝπη του μια χÜρτινη σακοýλα, μια τσÜντα που της κουβαλοýσε εδþ και δýο μÝρες. Στεκüταν μια υÜρδα μακρυÜ του τþρα, με το κοντü της φüρεμα αμυλωμÝνο και καθαρü, πÜνω απü τα γüνατÜ της, τα μακριÜ μαλλιÜ της στους þμους της και το πουλüβερ της σφιχτü γýρω απü το κορμß της. Της χαμογÝλασε με μια παιδικÞ αθωüτητα, σαν το δικü της χαμüγελο, δεßχνοντας τÝτοια απαλüτητα που Ýνιωθε σαν να αντιμετþπιζε Ýνα Üλλο παιδß. Εßπε:
«ΚÜτσε στα γüνατÜ μου και θα σου τα δþσω».

     Τον πλησßασε και κÜθισε στα γüνατÜ του. Το μικρü της φüρεμα Þταν τüσο κοντü που τα πüδια της Þταν γυμνÜ καθþς κÜθισαν πÜνω απü τα εξßσου γυμνÜ πüδια του ΠιÝτρο. Το παντελüνι του εßχε πÝσει ξανÜ στο πÜτωμα και κÜθισε με το κοντü λευκü εσþρουχü του, με τα γυμνÜ πüδια του κοριτσιοý να αγγßζουν τα δικÜ του τριχωτÜ και σκοýρα καφÝ. Δεν Þταν δυσαρεστημÝνη με τη κατÜσταση. ΑλλÜ δεν Þταν ευχαριστημÝνος με τη παρÜπλευρη πüζα που εßχε πÜρει.
«¼χι», εßπε, «κÜτσε απÝναντß μου». Εκεßνη υπÜκουσε, χαμογελþντας, και κÜθισε στα γüνατÜ του απÝναντι του.
     Ο ΠιÝτρο Þταν χαροýμενος. η ευτυχßα του γινüταν τüσο μεγÜλη üσο εκεßνη την ημÝρα στην παραλßα. Το Üγγιγμα των ποδιþν του μικροý κοριτσιοý στα δικÜ του Þταν ζεστü και διεισδυτικü και Ýστελνε ρεýματα ευχαρßστησης σε üλο του το σþμα.
     ¸βγαλε Ýνα ζαχαρωτü απü τη συσκευασßα και της το τÜισε. Τη κοßταξε να ανοßγει το ροδαλü στüμα της, τακτοποιημÝνο και μικρü σαν το εσωτερικü του στüματος γÜτας, τη γλþσσα τüσο λεßα και γρÞγορη, και ευκßνητη… Τη κοßταξε να κλεßνει τα χεßλη της πÜνω απü το κομματÜκι της καραμÝλας και μετÜ Üρχισε να το μασÜ και με ευχαρßστηση, Üρχισε Ýνα εßδος χοροý πÜνω απü τα γüνατÜ του, κουνþντας τον εαυτü της απü δεξιÜ προς τα αριστερÜ απü τη χαρÜ που Ýφαγε τη καραμÝλα. Εßπε, «ΚÜτσε πιο κοντÜ. Θα πÝσεις». ¸τσι που τþρα κÜθισε πολý κοντÜ στη μÝση του κορμιοý του, üπου γινüταν η αναταραχÞ και η Üκρη της φουσκωτÞς φοýστας της σχεδüν τον Üγγιζε. ΓυμνÜ τους τα πüδια ακουμποýσαν και ζεσταßνονταν το Ýνα το Üλλο κι εκεßνη χορεýοντας απü πÜνω τους τüνιζε τη συναισθηματικÞ του κατÜσταση.
     Της τÜισε Üλλη μια καραμÝλα. Παρακολοýθησε το αδηφÜγο μικρü στüμα της, πολý μικρü ακüμα για αντρικü φιλß, σκÝφτηκε, αλλÜ τüσο ροζ, προσεγμÝνο και αξιολÜτρευτο. Χüρεψε ξανÜ πÜνω απü τα γüνατÜ του. Ο ΠιÝτρο φοβüταν üτι αν μετακομßσει Üλλο θα συνÝβαινε κÜποιο ατýχημα, οπüτε τελικÜ της Ýδωσε το πακÝτο και την Üφησε να φýγει. ΚοντÜ στη πüρτα κιüλας, Ýνιωσε υπερβολικÞ ευγνωμοσýνη και γýρισε τρÝχοντας κοντÜ του και πετÜχτηκε πÜνω του, πÝφτοντας με üλο της το βÜρος πÜνω απü το μÝρος που εßχε ξυπνÞσει τüσο δυνατÜ και κÜνοντÜς τον να λαχανιÜσει. Ο ΠιÝτρο τη κρÜτησε πÜνω του για μια στιγμÞ και μετÜ την Üφησε να φýγει, καθþς Þθελε πραγματικÜ να τη πιÝσει üπως εßχε πιÝσει στην Üμμο. Τüτε ξαφνικÜ εßδε τη κατÜσταση στην οποßα βρισκüταν και γÝλασε:
«Γßνεσαι σαν τον μπαμπÜ μου üταν με φιλÜει το πρωß».

«Σε φιλÜει το πρωß -και πþς;» ρþτησε ο ΠιÝτρο.
"Με αυτüν τον τρüπο". Κι Ýσκυψε απü πÜνω του και του Ýδωσε το τρυφερü στüμα του κοριτσιοý της, κÜτι πιο απαλü και λεπτü απü ü,τι εßχε αγγßξει ποτÝ. Ο ΠιÝτρο το φßλησε, αλλÜ με δειλßα.
«Δεν με φιλÜς üπως κÜνει ο πατÝρας μου», εßπε το κοριτσÜκι. «ΦßλησÝ με πιο δυνατÜ. Με δαγκþνει».
     Τüτε ο ΠιÝτρο επÝτρεψε στον εαυτü του να ξεπερÜσει τον αντßπαλü του στο φιλß. Εγκαταλεßφθηκε στη πραγματικÞ του επιθυμßα και πÞρε το στüμα της μικρÞς στο δικü του και το φßλησε αδηφÜγα. ¸δειχνε ευχαριστημÝνη. ΠÝρασε το πßσω μÝρος του χεριοý της απü το στüμα της σαν να Þθελε να σβÞσει τα ßχνη του δυνατοý, δαγκωτικοý φιλιοý και χαμογÝλασε ξανÜ.
«Κι ο πατÝρας σου... γßνεται Ýτσι κÜθε πρωß»;
«Ναι», εßπε το κοριτσÜκι γελþντας. «Βγαßνει μÝσα απü τα ροýχα του».
«Μα τι γßνεται τüτε»;
«Με κÜνει να το φιλÞσω κι εγþ, γρÞγορα».
     Αυτü ο ΠιÝτρο δεν το Üντεξε. Εßχε συγκρατηθεß για αρκετü καιρü. Τþρα εßπε:
«Και θα φιλοýσες το δικü μου αν σου το ζητοýσα»;

«Ναι», εßπε εκεßνη. «Εßσαι νεüτερος απü τον μπαμπÜ, και θα εßναι πιο ωραßο».
     Και με τα χερÜκια της, αρκετÜ επιδÝξια, το Ýβγαλε, φορτισμÝνο και μÝχρι το σημεßο να σκÜσει, και το θαýμασε:
«Εßναι καλýτερο απü αυτü του πατÝρα», εßπε το κοριτσÜκι.

     ¸βαλε το στüμα της μüνο στην Üκρη κι εκεß στην Üκρη του πÝους Üρχισε να το φιλÜ σαν σκþρος, που και που να το ρουφÜ, Ýτσι που ο ΠιÝτρο Þταν σ' Ýκσταση και φοβüταν τι θα Ýκανε üταν Ýρθει η þρα. ¹ρθε. Του φαινüταν üτι Ýνα ακüμη απü αυτÜ τα μικρÜ, ρουφηχτιÜ φιλιÜ που Ýβαζαν δελεαστικÜ στην Üκρη του πÝους του θα τον Ýτρεφαν. ΑλλÜ συγκρατÞθηκε για να απολαýσει τη γεýση αυτþν των συγκεκριμÝνων φιλιþν. Δεν Þθελε το κοριτσÜκι να φοβηθεß. Þθελε να επιστρÝψει. Þθελε αυτü να συνεχιστεß για πÜντα. ¹ταν τüσο πεßραγμα, η λιχουδιÜ του, το υπüλοιπο στην Üκρη, που Þταν ü,τι μποροýσε να περιλÜβει στα μικρÜ, ροδαλÜ χεßλη της κι ο τρυφερüς, παιδικüς τρüπος που το ροýφηξε σαν να Þταν καραμÝλα, πιπßλισμα με ευσυνειδησßα μÝχρι που ο ßδιος ο ΠιÝτρο απομακρýνθηκε, Ýτοιμος να χÜσει το μυαλü του και φοβοýμενος μη της κÜνει κακü.
«Αυτü κÜνεις μüνο στον πατÝρα σου»; ρþτησε, με τεντωμÝνη, φλεγüμενη φωνÞ.
«Ναι», εßπε το κοριτσÜκι, «αυτü εßναι üλο. μετÜ απü λßγο με αφÞνει να φýγω και φωνÜζει τη μητÝρα μου. ¸τσι εßναι κÜθε πρωß καθþς φτιÜχνει το πρωινü… και μετÜ της τηλεφωνεß και κλειδþνονται μÝσα».
     ¸τσι ο ΠιÝτρο την Ýδιωξε μακρυÜ. Εßχε φτÜσει τþρα σε τüσο πυρετþδη κατÜσταση που βγÞκε στο δρüμο αποφασισμÝνος να επισκεφτεß το σπßτι της πüρνης. ΤουλÜχιστον εκεß η δειλßα του μπορεß να εξαφανιστεß.
     Το σπßτι της πüρνης της Provincetown δεν Þταν δýσκολο να βρεθεß. Η πüρνη περπÜτησε πÜνω-κÜτω στον κεντρικü δρüμο, γλßστρησε το χÝρι της μÝσα απü αυτü ενüς Üντρα που περπατοýσε μüνη της κι εßπε: «Γεια σου».
     Εßχε το πιο τρομερü στÞθος που εßχε δει ποτÝ ο ΠιÝτρο. ΑνÝβηκαν ψηλÜ, κÜτω απü το πηγοýνι της, σκληρÜ και στρογγυλÜ, σαν δßσκος μπρος της, κÜτι τüσο προκλητικü κι ορεκτικü και βßαια εμφανÝς, που μετÜ βßας μποροýσε κανεßς να προσÝξει τßποτα Üλλο. Και φαινüταν φυσικü üταν Ýνας Üντρας εßδε αυτü το ανοιχτÜ μυτερü και προσφερüμενο στÞθος να απαντÞσει κι αυτüς με κÜτι μυτερü και προς τα εμπρüς να κινεßται στο σþμα του. Φαινüταν η μüνη δυνατÞ απÜντηση σε αυτÞ την επßδειξη πλοýσιου, μειλßχιου κι αιχμηροý αισθησιασμοý. ¸τσι Ýνιωθε ο ΠιÝτρο κÜθε φορÜ που την Ýβλεπε. κÜθε φορÜ που την Ýβλεπε σταματοýσε να περπατÜ, αναγκαστικÜ απü την επιτακτικÞ απÜντηση της ανδρεßας του σε αυτÞ τη γυναικεßα Ýκθεση του πλοýτου.
     Το στÞθος της Þταν τüσο εμφανÝς και συναρπαστικü που δεν μποροýσε να σκεφτεß τßποτα Üλλο. ¹θελε, μÜλιστα, ν' αγγßζει μüνο το στÞθος.
Εßχε προσπαθÞσει συχνÜ να δελεÜσει τον ΠιÝτρο, αλλÜ εκτüς απü το üτι Ýπεσε σ' Ýκσταση, δεν εßχε απαντÞσει ποτÝ ενεργÜ στις προσκλÞσεις της. Νüμιζε üτι δεν την επιθυμοýσε. ΑλλÜ προσπÜθησε ξανÜ και ξανÜ, ακριβþς το ßδιο, και απüψε πιο ανυπüμονα απü ποτÝ, επειδÞ ο ΠιÝτρο γινüταν πραγματικÜ πιο üμορφος κÜθε μÝρα και ιδιαßτερα τον τελευταßο καιρü, εßχε Ýνα τüσο πυρετþδες, ανησυχητικü βλÝμμα στα σκοτεινÜ μÜτια του.
ΑυτÞ τη φορÜ απÜντησε:
«Ποý να πÜμε; ΘÝλεις να Ýρθεις στη θÝση μου»;

«Ναι», εßπε και Ýκλεισε το χÝρι της γýρω απü το δικü του. ¼ταν Üρχισε να βγÜζει πρþτα τη φοýστα της, της ζÞτησε να μη το κÜνει, μüνο το πουλüβερ της. ¸μεινε Ýτσι ημßγυμνη με το στÞθος ανοιχτü και στραμμÝνο μπρος του. Πüσο πεινοýσε γι' αυτÜ. ¹θελε να γλιστρÞσει ανÜμεσÜ τους την αρρενωπüτητÜ του και να τη δει να γλιστρÜ ανÜμεσÜ τους. Τον Üφησε, της Üρεσε το θÝαμα αυτοý του μεγÜλου, καφÝ, λεßου πÝους να γλιστρÜει ανÜμεσα στο πρησμÝνο στÞθος της. Αν πλησßαζε στο στüμα της, το Üγγιζε με τη γλþσσα της. ΑλλÜ ο ΠιÝτρο δεν της επÝτρεψε τßποτε Üλλο παρÜ μüνο το Üγγιγμα της Üκρης του κι üταν τα χÝρια της βαρýνουν πολý Þ πολý Ýμπειρα, αποσýρθηκε, ιδιüτροπα. ¹θελε να τον πειρÜξουν τüσο ελαφρÜ, και να τον κρατÞσουν ανÜμεσα στα πρησμÝνα στÞθη, σαν Üντρας που του απαγüρευε ακüμα την απüλυτη εßσοδο. Μια μικροσκοπικÞ σταγüνα εμφανßστηκε στην Üκρη του πÝους του, σα μαργαριτÜρι. ΧαμογÝλασε κι Ýβαλε το στüμα της. Το στÞθος της τον Ýκλεισε σφιχτÜ κι εκεßνος πßεσε το χÝρι του πÜνω του.
     Τüτε συνÝβη Ýνα περßεργο πρÜγμα. ¢κουσε φωνÝς δßπλα του, και Þταν η φωνÞ του γεμÜτου στüματος φßλου που 'χε παρακολουθÞσει στη παραλßα, κι Þταν με τον ΠορτογÜλο εραστÞ της. Τþρα κατÜλαβε üτι δεν Þθελε αυτÞ τη γυναßκα, αλλÜ την Üλλη που εßχε γδυθεß πριν απü αυτüν και χÜιδευε τον εαυτü της. ΞαφνικÜ πÝθανε η επιθυμßα του για τη γυναßκα με το πλοýσιο στÞθος δßπλα του. ¸μεινε κατÜπληκτη και του Ýδειξε περιφρüνηση.
     Δεν εßχε ακοýσει τους Þχους της διπλανÞς πüρτας. Τüτε εßδε την επιθυμßα του να δυναμþνει ξανÜ. ΑλÞθεια φαινüταν αποσπασμÝνος. Προσπαθοýσε να φανταστεß τον εαυτü του να αγκαλιÜζει την Üλλη γυναßκα. Ακολοýθησε την εξÝλιξη των Þχων. ΠÞρε την ßδια θÝση που φανταζüταν üτι εßχαν πÜρει. Απü τον Þχο της φωνÞς της θα Ýλεγε üτι ο ΠορτογÜλος Þταν ξαπλωμÝνος με üλο του το βÜρος πÜνω της, üπως η φωνÞ της ακουγüταν κατÜ καιροýς μισοθλιμμÝνη, και πÞρε την ßδια θÝση απÝναντι στην πüρνη. και μετÜ Üκουσε τη γυναßκα στο διπλανü δωμÜτιο να κÜνει τον περßεργο θρÞνο της ηδονÞς που ακουγüταν σαν να την βασÜνιζαν εξαιρετικÜ, και σε ρυθμü με τη φωνÞ και με τα μÜτια κλειστÜ, φανταζüμενος üτι Ýπαιρνε τις γεμÜτες στüμα γυναßκες, σωριÜστηκε στη γυναßκα που Þταν ξαπλωμÝνη απü κÜτω του. ΞαφνικÜ Üκουσε καθαρÜ τη γυναßκα της διπλανÞς πüρτας να λÝει: «¼χι, δεν θα σε αφÞσω να το κÜνεις αυτü». Κι Ýγινε σιωπÞ.
     Ο ΠιÝτρο σταμÜτησε κι αυτüς, αποτραβÞχτηκε απü την Ýκπληκτη και θυμωμÝνη πüρνη, ακüμα üρθια η Üκρη να στÜζει και να αστρÜφτει απ' üλα τα χÜδια. Δεν μποροýσε να τον κÜνει να συνεχßσει. ΑποφÜσισε üτι Þταν πολý τρελλüς, τον Üφησε να τη πληρþσει κι Ýφυγε καταιγιστικÞ και ταπεινωμÝνη για πρþτη φορÜ στην επιτυχημÝνη καρριÝρα της.
     Ο ΠιÝτρο κÜθισε στην Üκρη του κρεβατιοý του, απορþντας. Τι Þταν αυτü που δεν εßχε αφÞσει τον ΠορτογÜλο να της κÜνει; Τι Þταν αυτü που της εßχε ζητÞσει; ¸νας τüσο αποφασιστικüς Þχος στη φωνÞ της, ακüμη κι ο θυμüς και πρÝπει να Þταν αρκετÜ σοβαρüς για να διακüψουν τον εαυτü τους στη μÝση μιας ολοκλÞρωσης συναυλßας, üταν εκεßνη Þδη Ýτρεχε και θρηνοýσε απü ευχαρßστηση.
     Αυτü του Ýκανε εμμονÞ. ΥπÞρχε απüλυτη ησυχßα δßπλα. Αν μιλοýσε, Þταν για να τον αρνηθεß και τüτε προφανþς μουρμοýρισε. ΠρÝπει να αποκοιμÞθηκαν, γιατß το υπüλοιπο της νýχτας επικρÜτησε απüλυτη σιωπÞ.
     Την επüμενη μÝρα ο ΠιÝτρο τη συνÜντησε στο δρüμο. ΠοτÝ δεν τον εßχε προσÝξει, Þταν τüσο ντροπαλüς κι απογοητευμÝνος μπρος της. ΑλλÜ τþρα τη κοßταξε με τüλμη, παρασυρμÝνος απü τη περιÝργειÜ του σε σημεßο να ξεχÜσει üλα τα Üλλα.
     Ο ΠιÝτρο περνοýσε ολüκληρες τις νýχτες του προσπαθþντας να φανταστεß τι Ýκαναν μαζß η γεßτονÜς του κι ο ΠορτογÜλος, προσπερνþντας üλες τις γνωστÝς χειρονομßες κατοχÞς και μετÜ σταματοýσε πÜντα σε αυτü το μυστηριþδες αßτημα που αρνÞθηκε να εκπληρþσει. Απü τους Þχους μποροýσε να εντοπßσει πüτε ο ΠορτογÜλος Þταν ξαπλωμÝνος πÜνω απü τη γυναßκα. ¼ταν Ýπεσε με το μεγÜλο του βÜρος απü πÜνω της, το κρεβÜτι Ýτρεμε με Ýναν βαρý τρüπο.
     ¼ταν Þταν αυτÞ που κÜθισε καβÜλα απü πÜνω του, η διαφορÜ στο βÜρος Þταν εμφανÞς στα προσεκτικÜ αυτιÜ του ΠιÝτρο. Μποροýσε επßσης να καταλÜβει πüτε Ýκαναν κουτÜλι, καθþς τüτε το κρεβÜτι κουνιüταν απü τη μια πλευρÜ στην Üλλη και περιστασιακÜ χτυποýσε τον τοßχο. Απü τη φωνÞ του επßσης, μποροýσε να καταλÜβει πüτε ο ΠορτογÜλος χρησιμοποιοýσε μüνο τη γλþσσα του, γιατß τüτε τα μουγκρητÜ της Þταν μικρÜ, σýντομα κι ελαφριÜ, Þ τα δÜχτυλÜ του.
     Τüτε η παρÜξενη σκηνÞ επαναλÞφθηκε. Στο απüλυτο σκοτÜδι ο ΠιÝτρο Üκουσε ξεκÜθαρα τη φωνÞ της:
«¼χι, δεν θα το κÜνω».

     Μποροýσε να οραματιστεß τον ΠορτογÜλο να σκýβει απü πÜνω της, σταματþντας ßσως στη μÝση του αγþνα τους, το πÝος του να αστρÜφτει απü την παραμονÞ του μÝσα στη συγκινημÝνη μÞτρα της και να της ψιθυρßζει αυτü το αßτημα στα αυτιÜ, στο οποßο εκεßνη δεν συναινοýσε.
«Σε παρακαλþ», παρακÜλεσε. "Σας παρακαλοýμε. Μüνο μßα φορÜ. Δεν θα σε ρωτÞσω ποτÝ ξανÜ».
     Τüτε ο ΠιÝτρο δεν Üντεξε το σασπÝνς και γλßστρησε απü το κρεβÜτι του κι Ýσκυψε μÝχρι το παρÜθυρü τους. ΥπÞρχε Ýνα δυνατü φως του φεγγαριοý που βýθιζε το κρεβÜτι τους.
     Και ο ΠιÝτρο τα Ýβλεπε καθαρÜ, εκεßνη λουζüταν στο φως και γυμνÞ, κι εκεßνος Ýσκυβε απü πÜνω της και παρακαλοýσε. ¾στερα ξαφνικÜ ξεμπÝρδεψαν τα Üκρα τους, μπλεγμÝνα üλα μαζß κι Ýφυγαν απü το κρεβÜτι. Ο ΠορτογÜλος τεντþθηκε στο παρκÝ, απüλυτα χαλαρüς. Αντιστεκüταν ακüμα, αλλÜ ταυτüχρονα η απαλüτητα της φωνÞς του τη νανοýρισε, τη μÜγεψε, η παρÜκλησÞ του. ΣτÜθηκε απü πÜνω του, με τα πüδια ακßμπο και με τη πλÜτη της στο πρüσωπü του. ΠαρÝμεινε Üκαμπτη και εßπε:
«Δεν νομßζω üτι μπορþ να το κÜνω, ακüμα κι αν Þθελα να σε ευχαριστÞσω».

«ΠροσπÜθησε», παρακÜλεσε ο ΠορτογÜλος, «θα σε βοηθÞσω. ΑπλÜ χαλÜρωσε".
     Με τα δýο του χÝρια στα πüδια της, την Ýσπρωξε ελαφρÜ να τον υπακοýσει και την ανÜγκασε να κατÝβει, να σκýψει. Καθþς Ýσκυψε τη πλÜτη της πλησßασε ακριβþς το πρüσωπü του. Με τα δýο του χÝρια, την ανÜγκασε να σκýψει με αυτü τον τρüπο πÜνω απü το πρüσωπü του κι üταν τη τοποθÝτησαν ακριβþς εκεß που την Þθελε, Üρχισε να της χαúδεýει τη κλειτορßδα με τα δýο του χÝρια, Ýνα περßεργο χÜδι, χτυπþντας το ταχιÜ, σαν να Þθελε να ζωγραφßσει κÜτι. απü αυτü.
«ΚÜνε το», παρακÜλεσε, «κÜντο, αγÜπη μου. Νιþθω το δÜχτυλü μου εκεß; ΑφÞστε το να κυλÞσει, αφÞστε το να Ýρθει, κÜντε το, για αγÜπη για μÝνα».
     ΠαρÝμεινε στη θÝση της, αλλÜ δεν μποροýσε να τον υπακοýσει. ΣυνÝχισε να τη χαúδεýει. Τüτε ξαφνικÜ Ýβγαλε μια κραυγÞ χαρÜς. Εßχε χαλαρþσει κι οýρησε κι Ýπεσε πÜνω απü το πρüσωπü του κι Þταν σε Ýκσταση, με το πÝος του σε üρθια θÝση κι απü φüβο μÞπως σηκωθεß και σταματÞσει, κρÜτησε τη πλÜτη της στο πρüσωπü του με τα δýο του χÝρια.
     Και ο ΠιÝτρο παρακολουθþντας, Ýμεινε σαστισμÝνος, σαστισμÝνος, γιατß δεν μποροýσε να καταλÜβει γιατß ξαφνικÜ Þθελε να εßναι στη θÝση του ΠορτογÜλου.
     Στο τÝταρτο στοýντιο ζοýσε Ýνας üμορφος νεαρüς, λεπτüς και στυλιζαρισμÝνος, που εξασκοýσε καθημερινÜ στο ýπαιθρο τις χορευτικÝς ασκÞσεις του. Γι' αυτü φοροýσε το πιο στενü λευκü καλσüν που μποροýσε να φανταστεß κανεßς και καθþς Þταν εξαιρετικÜ καμμÝνος απü τον Þλιο, Ýμοιαζε με λεπτü Ινδü, με τα αστραφτερÜ μαýρα μαλλιÜ και το σκοýρο δÝρμα του. Καθþς μελετοýσε τις κινÞσεις του, ο ΠιÝτρο παρατÞρησε πüσο σφιχτÜ κρατοýσε τις πλÜτες του πιεσμÝνες μεταξý τους. 'εμοιαζε σχεδüν σα βßτσιο. ΠερπÜτησε πιÝζοντÜς τις σχεδüν σαν να φοβüταν üτι θα του επιτεθοýν απü πßσω. ¹ταν τüσο προφανÝς που εκνεýρισε τον ΠιÝτρο που του Üρεσαν οι χαλαρÝς και πολυτελεßς φιγοýρες. Ο τρüπος που συμπßεζε τη πλÜτη του καθþς κινιüταν. ¹ταν εκνευριστικü. Σχεδüν Ýκανε τον ΠιÝτρο να θÝλει να τον ανοßξει με το ζüρι. ΑλλÜ αρκÝστηκε στο να παρακολουθεß το αγüρι ν' ασκεßται κÜθε πρωß πÜνω απü τις αυτοσχÝδιες μπÜρες του.
     Το βρÜδυ εξÝθεσε μερικÝς απü τις τολμηρÝς φιγοýρες του σ' Ýνα απü τα νυχτερινÜ κÝντρα. Ο ΠιÝτρο κι αυτüς συνÞψαν Ýνα εßδος φιλßας. Στον νεαρü Üρεσε να Ýχει κοινü κι ο ΠιÝτρο παρακολουθοýσε πιστÜ τις φιγοýρες και τις χειροκροτοýσε στο τÝλος. Τüτε μια μÝρα ο νεαρüς, ενþ ξεκουραζüταν, εßπε στον ΠιÝτρο την ιστορßα του:

     ¹τανε σταρ σε τσßρκο της ΝÝας Υüρκης. ΚÜθε βρÜδυ εμφανιζüταν φορþντας το πιο üμορφο σατÝν καλσüν και μεταξωτü πουκÜμισο. Η φιγοýρα του θαυμÜστηκε πολý, ακüμη και μεταξý των διεστραμμÝνων. ΠροσÝλκυσε κι Üνδρες και γυναßκες. ¸να βρÜδυ Ýλαβε μια τερÜστια ανθοδÝσμη λουλουδιþν απü Ýνα θαυμαστÞ. ¹τανε συνηθισμÝνος σ' αυτü, Ýριξε απλþς μια ματιÜ στη κÜρτα που συνüδευε τα λουλοýδια. Το üνομα του Þταν Üγνωστο, αλλÜ Ýνας σýντροφος που Þταν εκεß σφýριξε: «Ω, Ýνας απü τους πλουσιüτερους Üντρες, Ýνας ¢γγλος αριστοκρÜτης. Εßσαι τυχερüς σκýλος. Θα κÜνεις τη προκßα σου. Θα σε ταξιδÝψει σ' üλο τον κüσμο με το γιωτ του».
     Ο Κýριος Þταν διακριτικüς κι ευγενÞς. ΜπÞκε στο καμαρßνι και κÜθισε, Ýκανε üμορφη συζÞτηση. Εßχε üμορφα μαλλιÜ, γκρßζα, Þταν ελκυστικüς απü κÜθε Üποψη. Τα μπλε μÜτια του Þταν αθþα, το χαμüγελü του απολαυστικü και χιουμοριστικü. Τους διασκÝδασε üλους καθþς τους Ýβλεπε να ντýνονται, να γδýνονται, να αλλÜζουν για την παρÜσταση. Η ματιÜ που Ýριξε στον νεαρü Ýδειξε πως Þταν γνþστης. Του Ýκανε κομπλιμÝντα για την Üψογη σιλουÝτα του, τη γατßσια δýναμÞ του, που δεν φαινüταν σε καμμßα υπερανÜπτυξη των μυþν του, την ευκινησßα του. ¹ταν σχεδüν σαν χορευτÞς στο τραπÝζι του, που διÝθετε υπÝρτατο θρÜσος και κομψüτητα. Ο νÝος θαυμαστÞς του μÜλλον τον ευχαριστοýσε και τον κολÜκευε. ΣκÝφτηκε üτι θα μποροýσε τþρα να απολαýσει μερικÝς διακοπÝς μαζß του. ¹ταν αρκετÜ κουρασμÝνος απü τις συνεχεßς επιδüσεις του. Ο ηλικιωμÝνος Λüρδος Þτανε γοητευτικüς, ακüμα τüσο λεπτüς κι üμορφα ντυμÝνος. ΚÜθισε στο καμαρßνι αρκετÝς νýχτες βλÝποντας τον νεαρü τραπεζßτη να ντýνεται, κοιτÜζοντας τα μεταξωτÜ του πουκÜμισα, τα σατÝν καλσüν του, τις παντüφλες του, τις χρωματιστÝς κÜλτσες του και τα υπÝροχα πουκÜμισÜ του. Τüτε Ýνα βρÜδυ εßπε: «Θα Ýρθεις να δειπνÞσεις μαζß μου»:
     Ο νεαρüς το περßμενε αυτü, κολακεýτηκε και δÝχτηκε. Ντýθηκε πιο προσεκτικÜ, αλλÜ ο Κýριος ζÞτησε ειδικÜ να κρατÞσει το καλσüν του, κÜτω απü το αστικü κοστοýμι. ¹ταν φτιαγμÝνο απü λευκü σατÝν, που εφαρμüζουν σφιχτÜ, δεßχνοντας τα περιγρÜμματα της πßσω üψης του νεαροý Üνδρα και σßγουρα üλο το περßγραμμα των σεξουαλικþν του αγαθþν. Ο Κýριος τον παρακολουθοýσε με χαμüγελο θαυμασμοý καθþς ντυνüταν. Ο νεαρüς σκÝφτηκε üτι θα Þταν αρκετÜ εýκολο να υποκýψει σ' αυτüν. ¸νας τüσο γοητευτικüς Üντρας. Τüσο πολιτισμÝνος, καλλιεργημÝνος και πνευματþδης.
¸φυγαν μαζß με το πανßσχυρο αυτοκßνητο του Κυρßου. ¸φυγαν απü τη ΝÝα Υüρκη και μετÜ απü μισÞ þρα σταμÜτησαν μπρος σ' Ýνα πολυτελÝς σπßτι. Τους περßμενε Ýνα εκλεκτü δεßπνο, σερβιρισμÝνο σιωπηλÜ κι ομαλÜ σε μια τερÜστια τραπεζαρßα. Στη συνÝχεια κÜπνισαν κι Þπιαν τα καλýτερα λικÝρ και μετÜ üταν ανÝβηκαν στη κρεβατοκÜμαρα του Κυρßου, η ομορφιÜ κι η ζεστασιÜ, η γοητεßα κι η πολυτÝλεια τýλιξαν εντελþς τον νεαρü που δεν εßχε ξαναδεß κÜτι τÝτοιο και που Þταν Ýτοιμος να υποχωρÞσει στον Κýριο αν εκφρÜσει επιθυμßα, ανÜ πÜσα στιγμÞ.
     Ο Κýριος στÜθηκε κοντÜ του και τον παρακολοýθησε να γδýνεται. Πρþτα το παλτü, η γραβÜτα, το πουκÜμισο. Θαýμασε ξανÜ τα υπÝροχα μπρÜτσα του κι απü κÜτω απü τα μπρÜτσα βγÞκε μια μυρωδιÜ που αγαποýσε ο Κýριος, η μυρωδιÜ της νεαρÞς εφßδρωσης. Το εισÝπνευσε και συνÝχισε να παρακολουθεß τον νεαρü να γδýνεται. για να κατεβÜσει το παντελüνι ισορροπÞθηκε τÝλεια κι Ýσκυψε. Τþρα στεκüταν με το Üσπρο σατÝν καλσüν του, τüσο λεπτü και τÝλεια φτιαγμÝνο, ενþ ο Κýριος τον θαýμαζε, χωρßς üμως να τον αγγßζει. Ωστüσο, η ανÜσα του Κυρßου επιταχýνθηκε κι ο νεαρüς κολακεýτηκε απü τον ενθουσιασμü του. ¸πειτα, με üλη την υπουλßα ενüς strip-teaser, ξεκßνησε να βγÜλει το λευκü σατÝν καλσüν του, παρατεßνοντας τη στιγμÞ που Ýνιωθε üτι προκαλοýσε στον Κýριο μια τüσο Ýντονη ευχαρßστηση. Στην αρχÞ τρÜβηξε το μπροστινü μÝρος και αποκÜλυψε τα γεννητικÜ του üργανα που Þταν τüσο üμορφα üσο το σþμα του και μετÜ πολý αργÜ και σταδιακÜ αποκÜλυψε το πιο προσεγμÝνο, πιο τρυφερü πßσω μÝρος, σαν νεαρÞς κοπÝλας. Το δÝρμα Þταν λεπτü και σατινÝ. Γýρισε τη πλÜτη του στον Κýριο, γνωρßζοντας üτι αυτü Þταν το μÝρος του σþματος ενüς ανθρþπου που οι Üντρες εκτιμοýσαν πÜνω απ' üλα, για να του δþσουνε πλÞρη üψη αυτÞς της αναποδογυρισμÝνης πλÜτης, για να τον ξεσηκþσουνε πλÞρως.
     ΞαφνικÜ Ýνιωσε κÜτι σαν Ýνα βßαιο χαστοýκι στη μßα πλευρÜ της εκτεθειμÝνης πßσω πλευρÜς. Ενστικτωδþς το χÝρι του üρμησε στο χτυπημÝνο σημεßο κι Ýνιωσε μια ζεστÞ ροÞ αßματος. ΤρÜβηξε το χÝρι του και το κοßταξε ζαλισμÝνος. Ο Κýριος μßλησε Þσυχα: «Μην ανησυχεßτε. Τελειωσαν ολα».
ΠÜτησε Ýνα κουμπß. «¸χω Ýναν γιατρü και μια νοσοκüμα εδþ. Θα σε φτιÜξει üλους. Θα σου δþσω πολλÜ χρÞματα, ü,τι χρειÜζεσαι. Δεν εßναι τßποτα. μη φοβÜσαι. Αυτü Þταν το μüνο που Þθελα απü σÝνα».
     Εßχε κüψει Ýνα μακρý Üνοιγμα στο πιο τρυφερü μÝρος της πßσω üψης με Ýνα ξυρÜφι. Η πüρτα Üνοιξε, εμφανßστηκαν ο γιατρüς κι η νοσοκüμα, τον φρüντισαν και την επüμενη μÝρα τον Ýστειλαν μ' Ýνα καλü ποσü. ¼μως κÜτι Ýμεινε στον νεαρü δßπλα στην ουλÞ. Η συνÞθεια να κλεßνει σφιχτÜ την πλÜτη του, σαν να φοβÜται μÞπως του επιτεθοýν.

     ΑνÜμεσα στους καλλιτÝχνες που Ýμεναν στα στοýντιο της προβλÞτας ζοýσαν απüλυτα αστικÝς οικογÝνειες που Þρθαν απü τη Βοστþνη για τις διακοπÝς με τα παιδιÜ τους και που εναντιþθηκαν με μανßα στη φýση των συνομιλιþν και των θορýβων που προÝρχονταν απü τους γεßτονÝς τους.
Ολüκληρες οικογÝνειες που ανÝφεραν τους καβγÜδες και τις αισχρüτητες που Üκουσαν, ολüκληρες οικογÝνειες που ανÝφεραν στην αστυνομßα üτι εßδαν μια γυναßκα γυμνÞ στη παραλßα, λßγα χιλιüμετρα μακριÜ απü το μÝρος που κÜθονταν. Αυτοß οι Üνθρωποι αποκÜλυψαν αξιοσημεßωτη ευαισθησßα στα αυτιÜ και στα μÜτια, σχεδüν υπερβολικÞ. ¹ταν σαν να προσπαθοýσαν πραγματικÜ να πιÜσουν αυτÜ τα υπüγεια ρεýματα ανÞθικων ζωþν που τους περιÝβαλλαν. ¼μως σιγÜ σιγÜ το αμοραλιστικü στοιχεßο κÝρδιζε κι Þταν οι οικογÝνειες που Þταν υποχρεωμÝνες να αναζητÞσουν σπßτια πιο μακριÜ απü την ολÝθρια επιρροÞ των καλλιτεχνþν.
     Τι εγκαταστÜσεις για γνωριμßες, στην παραλßα, στο δρüμο, στους αμμüλοφους, κÜτω απü τα ντους, παντοý μÜλιστα. Και το βρÜδυ περßπου επτÜ Þ οκτþ νυχτερινÜ κÝντρα Ýριξαν τα κüκκινα φþτα τους στη πüλη κι Ýβγαλαν τη μουσικÞ τους στο δρüμο για ν' ακοýσουν üλοι και να μποýνε στον πειρασμü. ΝυχτερινÜ κÝντρα γεμÜτα καπνοýς, σκαμμÝνα Üλλοτε κÜτω απü τα επßπεδα του δρüμου, Üλλοτε στη προβλÞτα ξανÜ, πÜνω απ' τα νερÜ του κüλπου, καπνισμÝνα και πυκνοκατοικημÝνα, ιδανικÜ γι' αδÝσποτα χÝρια και βοýρτσισμα γονÜτων και σÞματα ποδιþν κÜτω απü τα τραπÝζια και για συγκολλημÝνους χοροýς και μυστικÜ εφüδια. Ο πληθυσμüς ανακατεýτηκε με τους καλοκαιρινοýς επισκÝπτες, τα υπÝροχα κορßτσια της Πορτογαλßας, τα μοντÝλα, τους ζωγρÜφους.
     Αν Ýνας χορευτÞς ερχüταν στη πüλη τονε χρησιμοποιοýσαν αμÝσως για μüντελινγκ για τα μαθÞματα ζωγραφικÞς. ¼ποιος εßχε λßγη ομορφιÜ Þ ενδιαφÝρον Þ χαρακτÞρα εξυπηρετοýσε τους ζωγρÜφους για θÝμα και μποροýσε να τους παρακολουθÞσει στη δουλειÜ στη παραλßα. ΑλλÜ Þρθε στο Provincetown μßα ΒιεννÝζα χορεýτρια μßμος απü την Ευρþπη. Στην αρχÞ στÜθηκε στα καφÝ και στις γωνιÝς των δρüμων και κουβÝντιαζε με τους φßλους της και μποροýσε κανεßς να ακοýσει τις ζωηρÝς περιγραφÝς της για τα στρατüπεδα συγκÝντρωσης üπου βρισκüταν. ¸λεγε ανατριχιαστικÝς ιστορßες της παραμονÞς της σ' Ýνα απ' αυτÜ. Την εßχαν συλλÜβει γýρω απü το ΜονπαρνÜς κι επειδÞ Þταν Εβραßα, φυλακßστηκε, τελικÜ αφÝθηκε ελεýθερη αφοý, üπως εßπε, συμφþνησε να κοιμηθεß με ολüκληρο το τμÞμα των Γερμανþν στρατιωτþν.
     Τþρα Þταν ακριβþς φτιαγμÝνη για αυτü το ζωηρü ρüλο, üντας εξαιρετικÜ ηδονικÞ στο σχÞμα της και περπατοýσε με μια πιο Ýντονη ταλÜντευση των γοφþν. ¹τανε ξεκÜθαρο ακüμη κι απü τη βüλτα της γιατß εßχε επιλεγεß ως ικανÞ να ικανοποιÞσει μια μεραρχßα Γερμανþν στρατιωτþν. ΑλλÜ επÝμενε üτι της κüστισαν οι μÝρες στο νοσοκομεßο μετÜ, προτοý τελικÜ καταφÝρει να σαλπÜρει για την ΑμερικÞ και μüλις Ýφτασε, να μπορÝσει να ξαναρχßσει το χορü της. ΑυτÞ η ιστορßα εßχε μιαν ιδιüμορφη επßδραση στο κοινü της. ΚÜπως Ýτσι, δεν θα μποροýσε να τη δει κανεßς χωρßς να τη φανταστεß ξαπλωμÝνη και με τα δýο της πüδια στον αÝρα, να εκτßει την ποινÞ της, λες, κÜτω απü το πÝρασμα των Γερμανþν στρατιωτþν. Και πρüσθεσε: «Τους χρονομÝτρησε ο ΔιοικητÞς. Δεν επιτρÝπονται περισσüτερα απü πÝντε λεπτÜ για να το κÜνετε».
     Η μßα την Üκουσε και τα μÜτια πÞγανε στα πüδια της. Τþρα υπÞρχε μια ιδιαιτερüτητα στα πüδια της. ΔηλαδÞ, πολý πÝρα απü το μÝρος üπου κÜποιος συνηθßζει να περιμÝνει μαλλιÜ, Ýφερε τα ßχνη απü τα πρüσφατα ξυρισμÝνα μαλλιÜ, μια σκοτεινÞ περιοχÞ πολý κÜτω απü το χεßλος του μαγιü της. Τα μÜτια Þτανε πÜντα καρφωμÝνα εκεß κατÜ τη διÜρκεια της ιστορßας της. ¹ταν μια υπÝροχη ιστορßα να κÜνεις τους Üντρες να συγκεντρωθοýν στα σεξουαλικÜ της μÝρη και να σταματÞσουν να βλÝπουν το πρüσωπü της, που δεν Þταν ιδιαßτερα üμορφο. ΑυτÞ η περßσσεια τρßχας της Ýδωσε μια παρÜξενη ζωικÞ ιδιüτητα. Περßμενε κανεßς αγριüτητα απ' αυτÞν. ΑναρωτÞθηκε κανεßς αν εßχε υποκýψει, χωρßς να δαγκþσει Þ να βÜλει νýχια, στη μοßρα της στο στρατüπεδο συγκÝντρωσης. Οι Üνδρες εßχαν Ýνα περßεργο συναßσθημα για τις γυναßκες που γνωρßζουν üτι χρησιμοποιοýνταν συχνÜ σεξουαλικÜ. Τους απαλλÜσσει απü τη δειλßα τους. Αυτü εξηγεß την επιτυχßα των παλαιþν ηθοποιþν στο Παρßσι, απü το Music Hall, φορεμÝνων γυναικþν, που μÝσα τους το μεγαλýτερο μÝρος του παριζιÜνικου θεατρικοý πλÞθους εßχε αποτßσει φüρο τιμÞς του πιο οικεßου εßδους.
     ΑυτÞ η αßσθηση διαπÝρασε τη ΒιεννÝζα χορεýτρια. ¹ταν Ýνα εßδος πρüσκλησης. ΚÜποιος Þταν σßγουρος üτι δεν θα τον επιπλÞξουν. ΠρακτικÜ διαβεβαßωνε κÜποιον για Ýνα καλωσüρισμα. Αν μποροýσε να καλωσορßσει τüσους πολλοýς Γερμανοýς στρατιþτες, σßγουρα θα καλωσüριζε κÜθε ποσüτητα επιθÝσεων απü πιο φιλικÝς πηγÝς. ¹τανε πρÜγματι μια μορφÞ ενθÜρρυνσης που Ýδινε κÜθε φορÜ που Ýλεγε την ιστορßα της. ΤÝτοια Þταν τα συναισθÞματα που προκÜλεσε στον ΠιÝτρο που προσπαθοýσε ν' απαλλαγεß απü την εμμονικÞ προσÞλωση στο γεμÜτο στüμα του κοριτσιοý. ¢ρχισε να στοιχειþνει τα βÞματα της. Ωστüσο, δεν Ýκανε καμμßα πρüοδο. Η χορεýτρια τον μÜζεψε με τις Üλλες φßλες της, τον πÞγε στη παραλßα, στο νυχτερινü κÝντρο, χüρεψε κÜτω απü τα μÜτια του, αλλÜ δεν του επÝτρεψε ποτÝ να τη πλησιÜσει περισσüτερο. Ο ΠιÝτρο μπερδεýτηκε. ¹ξερε üτι Þταν üμορφος, πιο üμορφος απü τους υπüλοιπους φßλους της.
     ¸να βρÜδυ στο νυχτερινü κÝντρο, πυκνü απü καπνü, φωνÝς, μουσικÞ, üπου στÜθηκε κÜνοντας το στÞθος της να χορεýει, χωρßς να κουνιÝται απü τη μÝση και κÜτω αλλÜ μüνο το μποýστο κι οι þμοι, που Ýδιναν στο στÞθος της Ýναν περßεργο Üγριο ρυθμü, Ýπιασε ο ΠιÝτρο τα μÜτια της πÜνω του κι ανταποκρßθηκε με üλη την επιθυμßα που Ýνιωθε κι εßδε τα μÜτια της να τρÝμουνε για πρþτη φορÜ. ΚαυτÞ κι ιδρωμÝνη, Þρθε στο τραπÝζι του ζητþντας Ýνα ποτü, το οποßο της Ýδωσε. Τüτε εßπε: «Εßμαι κουρασμÝνη, ΠιÝτρο, μπορεßς να με πας σπßτι»;
     ¹ταν ακüμα με το κοστοýμι του χορευτÞ της, που αποτελοýταν απü Ýνα κοντü, στενü φüρεμα, το φüρεμα της ΚικÞς του ΜονπαρνÜς, το φüρεμα της δραπÝτιδας μαθÞτριας με μακριÝς μαýρες κÜλτσες. ΠερπÜτησαν μαζß στον μακρý, φιδωτü δρüμο και μετÜ χþθηκαν σε μια απü τις σκοτεινÝς αποβÜθρες. Ο ΠιÝτρο εßπε: «ΚÜτσε μαζß μου στην Üμμο για λßγο».
     ΚατÝβηκαν τα σκαλιÜ της προβλÞτας και βρÝθηκαν ξαπλωμÝνοι στην Üμμο, δßπλα στα βαριÜ δοκÜρια απü πÜνω και τα κυματÜκια να χτυπιοýνται στα πüδια τους. ΞÜπλωσε ανÜσκελα με το Ýνα πüδι κυρτü και τα χÝρια πßσω απü το κεφÜλι της. "Τß σκÝφτεσαι"; ρþτησε ο ΠιÝτρο, ελπßζοντας üτι θα ξαναμιλοýσε για το στρατüπεδο συγκÝντρωσης. Και πρÜγματι το Ýκανε. ΠÜντα το θυμüταν. ΟδηγÞθηκε εýκολα να μιλÞσει γι' αυτü. Την εßχανε πÜρει στη σκηνÞ του ΔιοικητÞ. ΓυμνÞ. Εντελþς γυμνÞ. Τüτε ο Λοχαγüς εßχε σταθεß Ýξω κι Üφηνε τους στρατιþτες να μπουν, Ýναν Ýναν. ¼λοι τους εßχανε στερηθεß τη σεξουαλικÞ επαφÞ για μεγÜλο χρονικü διÜστημα. Τα καθÞκοντα Þταν αυστηρÜ κι επαχθÞ. ¼λοι ενθουσιÜστηκαν με την ιδÝα, πριν καν τη δουν. ¼ταν μπÞκαν στη σκηνÞ Þταν Þδη ερεθισμÝνοι, ενθουσιασμÝνοι, μ' üλο το αßμα στα γεννητικÜ τους üργανα Ýτοιμο να εκραγεß. Στην αρχÞ δεν Þταν κακü. Οι πρþτοι Þταν τüσο Ýτοιμοι γι' αυτü που δεν τη κρÜτησαν πολý. Λßγες σýντομες πινελιÝς κι Þσαν Ýτοιμοι και το κÜνανε γρÞγορα, ορμþντας τους ο ΔιοικητÞς στην εßσοδο. Και μετÜ, καθþς γÝμιζε με το σπÝρμα, διευκüλυνε το πÝρασμα. ¸τρεχε υγρü, βρεγμÝνο πολý απü αυτü. Αλλ' αυτοß Þταν οι νÝοι που Þρθαν εýκολα και δεν τη ταλαιπþρησαν Ýντονα. üταν Þρθαν οι μεγαλýτεροι, Þταν Þδη πληγωμÝνη απü τüσα üργανα και χρειαζüταν περισσüτερο σπρþξιμο και πßεση -πονοýσε. Οι γκρßνιες παραπüνων της τους ξεσÞκωσαν σε ακüμη μεγαλýτερες ωθÞσεις, ξεσÞκωσαν την αγριüτητÜ τους. Της κρÜτησαν πßσω τα πüδια κι Ýπεσαν επÜνω της χωρßς οýτε Ýνα χÜδι Þ λÝξη, σαν ζþα, με σκοπü μüνο να αδειÜσουν. ¼ταν Þρθε ο ΔιοικητÞς αιμορραγοýσε κι Ýκλαιγε. ΜετÜ τη πÞγανε σε νοσοκομεßο. Εδþ τελεßωσε η ιστορßα της, αλλÜ ο ΠιÝτρο Ýνιωσε üτι δεν τα εßπε üλα.
«Ποιες Þταν οι συνÝπειες»; Ρþτησε. «Μισοýσατε τους Üντρες μετÜ απ' αυτü»; Η ερþτηση την εξÝπληξε. Κανεßς δεν το εßχε ρωτÞσει πριν.
¸μεινε σιωπηλÞ και μετÜ εßπε: «¼χι, δεν μισοýσα τους Üντρες, αλλÜ δεν μποροýσα πια να νιþσω τßποτα. Κρýωνα. Το συνηθισμÝνο σεξ μου φαινüταν Þμερο και βαρετü. ΑυτÞ η ψυχρüτητα κρÜτησε μÝχρι που συνÜντησα Ýνα Καταλανü στη ΝÝα Υüρκη. ΑλλÜ δεν μπορþ να σου πω… αυτü δεν μπορþ να σου το πω».
«Πες μου», εßπε ο ΠιÝτρο, «εßμαι φßλος».

«Αυτüς ο Καταλανüς εßχε μια ειδικÞ συλλογÞ αντικειμÝνων απü τη κινεζικÞ συνοικßα στη Βαρκελþνη. Τα εßχε üλα εκτεθειμÝνα σε Ýνα γυÜλινο ντουλÜπι στη κρεβατοκÜμαρÜ του. Μου τα Ýδειξε. Γυρßσαμε απü μια χοροεσπερßδα κι Þμουν üμορφα ντυμÝνη...με εßχε πÜρει πßσω για Ýνα τελευταßο ποτÞρι σαμπÜνια. Για πρþτη φορÜ μετÜ απü κεßνο το περιστατικü στο στρατüπεδο συγκÝντρωσης, με ενδιÝφερε, αναθÜρρησα, μÜλιστα. ΣτÜθηκα μπρος στο ντουλÜπι και κοßταξα αυτÜ τα εργαλεßα κι εßδε üτι με ενδιÝφεραν. ¹ταν Ýνας ελκυστικüς Üντρας, ομαλüς, χαμογελαστüς, Ýνας κομψüς και πλοýσιος δαßμονας, Þταν. Λεπτüς κι εκλεπτυσμÝνος και με γκρßζα μαλλιÜ στον κρüταφο. ¸νας τÝλειος αριστοκρÜτης. ΥπÞρχε μια ιστορßα γι' αυτüν και Ýναν τραπεζßτη, αλλÜ δεν αποδεßχθηκε. Τι χαμüγελο εßχε, το αληθινü απαλü σατανικü χαμüγελο ενüς ανθρþπου που εßχε δει τα πÜντα. Τα χÝρια του Þταν τα πιο μακριÜ δÜχτυλα που Ýχω δει ποτÝ. ΕλαστικÜ και λευκÜ κι üμορφα περιποιημÝνα με βαριÜ δαχτυλßδια, που τüνιζαν την ευθραυστüτητα και την αριστοκρατßα τους. Τα δüντια του Þταν μικρÜ και μÜλλον μυτερÜ, αιχμηρÜ σαν δüντια λýκου. Το δÝρμα του Þτανε χλωμü και διÜφανο σαν γυναικεßο. ¼ταν εßδε το ενδιαφÝρον μου, πÞρε Ýνα μικρü κλειδß και ξεκλεßδωσε το ντουλÜπι, μου επÝτρεψε μου να κοιτÜξω κÜθε αντικεßμενο. ΠÞρε Ýνα, που Þταν μια τεχνητÞ γλþσσα με δýο κορδüνια δεμÝνα για να μπορεß να δεθεß γýρω απü το κεφÜλι πÜνω απü το στüμα. ¹ταν μια βαρειÜ λαστιχÝνια γλþσσα με λαστιχÝνιες ακßδες παντοý. ¼ταν ο Καταλανüς τη φüρεσε, Ýμοιαζε με τÝρας, üχι πια με Üντρα. Μου φαινüταν τρομακτικüς και ταυτüχρονα, απεßρως σαγηνευτικüς. Τα μÜτια του εßχαν αλλÜξει Ýκφραση. Εßχε τþρα Ýνα βλÝμμα που ταßριαζε με τη γλþσσα, Ýνα βλÝμμα λαγνεßας και σκληρüτητας. Με τÜραξε. Το εßδε. Με Ýσπρωξε απαλÜ αλλÜ αταλÜντευτα προς το μεγÜλο κρεβÜτι του με ουρανü. Με Ýσπρωξε κι Ýπεσα πÜνω στο κρεβÜτι. ΤρÜβηξε το φüρεμÜ μου και με Üφησε να νιþσω τη γλþσσα μÝσα απü το εσþρουχü μου στην αρχÞ, μüνο και μüνο για να ξÝρω την αιχμηρÞ αßσθηση της πριν αγγßξει τη σÜρκα μου. Λοιπüν, η αßσθηση που εßχα τüτε, üτι επρüκειτο να με χαúδÝψει Ýνας υπερÜνθρωπος Üντρας, σε αντßθεση με Üλλους Üντρες -που Ýμοιαζε με το φüβο και τον τρüμο που εßχα üταν ξÜπλωσα γυμνÞ εκτεθειμÝνη στους στρατιþτες στο στρατüπεδο. ¸να συναßσθημα του απÜνθρωπου που μπορεß να μου δþσει μια αßσθηση που δεν γνþριζα ποτÝ πριν. ¸νιωσα να τραβÜ το εσþρρουχü μου, αντιμετωπßζοντας εν γνþσει μου το ξεαγκßστρωσÞ του, το γλßστρημα του εσþρουχου πÜνω απü τα γüνατÜ μου. ΣÞκωσα το κεφÜλι μου. Αυτü το τÝρας με αιχμηρÞ γλþσσα τρýπωνε τþρα ανÜμεσα στα πüδια μου. ΚÜθε φορÜ που κινοýνταν Ýνιωθα τις λαστιχÝνιες αιχμÝς να τρßβονται στο πιο απαλü μÝρος του δÝρματüς μου, το δÝρμα στο εσωτερικü των ποδιþν, γýρω απü το φýλο. Τüσο περßεργη αßσθηση. Δεν εßχα ξανανιþσει αυτü το συναßσθημα, üτι με Üγγιξε κÜποιο περßεργο ζþο κι üχι Ýνας Üνθρωπος. Τι ενθουσιασμüς, να νιþθεις αυτÞ τη παρÜξενη πινελιÜ απü καουτσοýκ. Και δεν Üγγιξε το σεξ αμÝσως. Αυτü Üργησε. ΜερικÝς φορÝς την Ýνιωθα τραχειÜ σαν τη γλþσσα του σκýλου. ¸χεις νιþσει ποτÝ τη γλþσσα ενüς σκýλου στο χÝρι σου; ¹ μιας γÜτας; Τραχý και ξýσιμο πÜνω απü το δÝρμα. ΣταμÜτησε να βÜλει Ýνα μαξιλÜρι κÜτω απü το κεφÜλι μου για να σηκþσω το κεφÜλι μου και να τον παρακολουθÞσω. ¹θελε να τον κοιτÜζουν. ºσως Þθελε ν' απολαýσει τον τρüμο μου. Τονε κοßταξα με διεσταλμÝνα μÜτια, περιμÝνοντας τη στιγμÞ που θα προσπαθοýσε να με χαúδÝψει απü κοντÜ με τη ψεýτικη γλþσσα, φοβοýμενος τον πüνο κι üμως περßεργη για το συναßσθημα που θα μποροýσε να μου δþσει. Με εßχε χαúδÝψει γýρω απü τη κλειτορßδα και τþρα τη πλησßαζε. Εκεß Üρχισε να με γλεßφει και να με ξεσηκþνει απü τα επßμονα χÜδια του. Τüσο που χαλÜρωσα και το μÝλι Üρχισε να ρÝει. ¼ταν το εßδε αυτü προσπÜθησε να βÜλει τη γλþσσα ανÜμεσα στο στüμα του αιδοßου και να με χαúδÝψει. Ξýθηκε πÜνω μου, με ανακÜτεψε, με πλÞγωσε κι üμως μ' ενθουσßασε κÜπως Ýτσι που το Þθελα πιο μÝσα. Το Ýσπρωξε μÝσα. ¹τανε σκληρü το σπρþξιμο, τα αιχμηρÜ μÝρη συνÜντησαν αντßσταση. κι Ýκλεισα τα μÜτια μου. Μου φαινüταν üτι με βßαζαν ξανÜ, μüνο που αυτÞ τη φορÜ το απολÜμβανα. Τüτε Ýνιωσα Ýνα περßεργο πρÜγμα, üταν τα μÜτια μου Ýκλεισαν η αιχμηρÞ γλþσσα με ταλαιπþρησε και ταυτüχρονα Ýνιωσα τη κοφτερÞ του γλþσσα στη σÜρκα μου, σε üλα τα τρυφερÜ μÝρη, να δαγκþνει Ýντονα και να με ξεσηκþνει σε Ýνα εßδος μανßας και φρενßτιδας. Βüγκηξα και γÝλασε τüτε. Τþρα χειρßστηκε απüτομα τη γλþσσα, αδιαφορþντας για κÜθε ευγÝνεια και την Ýβαλε και την Ýβγαλε ξανÜ, σαν πÝος. ΜετÜ με Üφησε εκεß να στριμþχνομαι κι εßπε: "Μη κουνηθεßς. Σου φÝρνω κÜτι ακüμα πιο υπÝροχο". ΕπÝστρεψε και στÜθηκε στο πλÜι μου κοντÜ στο πρüσωπü μου, Ýτσι þστε να μποροýσα να δω üτι πÜνω απü το δικü του πÝος Ýνα πελþριο üρθιο πÝος εßχε γλιστρÞσει λαστιχÝνιο, αρκετÜ μακρý κι εξßσου σκληρü, με πολλÝς λαστιχÝνιες ακßδες πÜνω του. Αυτü το τερÜστιο üργανο το κρÜτησε στο πρüσωπü μου μÝχρι που εßδε üτι φοβüμουν. Τþρα φοβüμουν. ¹ταν μεγαλýτερο απü οτιδÞποτε Üλλο εßχα δει ποτÝ και φοβüμουν να το Ýχω μÝσα μου. ΞαφνικÜ θυμÞθηκα το πιο τρελλü απüσπασμα απü τη Βßβλο. ΘυμÞθηκα πþς το εßχα διαβÜσει üταν Þμουν νεαρÞ κοπÝλα, üτι με εßχε ενθουσιÜσει χωρßς να ξÝρω γιατß κι αφοροýσε μερικÝς γυναßκες που δεν Þταν ικανοποιημÝνες με τους Üντρες και που αναζητοýσαν τα τερÜστια πÝη των γαúδÜρων, που εßχαν συναλλαγÝς. με γαúδουρÜκια. Τþρα Þταν μπρος μου κι Üρχισα να τρÝμω και την ßδια στιγμÞ Þμουνα σε κατÜσταση μεγÜλης Ýξαψης με πυρετü, περιÝργεια κι Ýνταση που Þταν πιο δυνατÜ απü τον φüβο μου. Το τοποθÝτησε στην εßσοδο και περßμενε. Δεν θα Ýμπαινε ποτÝ μÝσα. Εßμαι μÜλλον στενÞ, αν μη τι Üλλο, αλλÜ καθþς το τοποθÝτησε εκεß θυμÞθηκα üλους εκεßνους τους στρατιþτες που μ' εßχανε διαπερÜσει και μερικοß απü αυτοýς εßχαν τüσο τερÜστια μÝλη και θυμÞθηκα üτι Ýνιωθα σαν να πιÝζανε την ανοιχτÞ μÞτρα μου για να κÜνουνε χþρο για τον εαυτü τους. Και τþρα ο Καταλανüς στεκüταν στην εßσοδο και πßεζε το ßδιο χωρßς να δßνει σημασßα στην αντßστασÞ μου της τελευταßας στιγμÞς, γιατß Þτανε τüσο δυνατÞ, μεγÜλη κι επþδυνη που Þθελα να απομακρυνθþ απ' αυτÞν και δεν με Üφησε. ΣυνÝχισε Üσχετα και σ' üλη τη διÜρκεια του πüνου Ýνιωσα τη πιο εξαßσια χαρÜ. ΤελικÜ τον Üφησα και μüλις το Ýσπρωξε μÝσα δεν μποροýσε να το κουνÞσει γιατß Þταν τüσο τερÜστιο. ¸νιωσα τüσο περßεργα… μετÜ απü λßγο αποσýρθηκε και μ' Üφησε να ξαπλþσω εκεß λαχανιασμÝνη κι üμως ικανοποιημÝνη, αλλÜ τüσο διεγερμÝνη που Ýνα ακüμη Üγγιγμα θα με ξεσÞκωνε... ΕπÝστρεψε με το πιο παρÜξενο πÝος απü üλα, Ýνα λαστιχÝνιο πÝος üλο ραβδωμÝνο σαν πýργος της Πßζα, μια κυκλικÞ σκÜλα απü ραβδþσεις απü την Üκρη του μÝχρι το κÜτω μÝρος κι αυτü μüλις το 'βαλε μÝσα κι Ýπιασε τη σÜρκα μου... το γýρισε κι οι ρÜχες του μοιÜζανε να αγγßζουν μÝρη μου που κανÝνας Üντρας δεν εßχε αγγßξει ποτÝ και να με διεγεßρει μ' Ýνα τρüπο που κανÝνα πÝος δεν με εßχε διεγεßρει, üπως Ýξυνε κι Ýσπρωχνε στη σÜρκα μου, -κÜθε μÝρος της. ¹μουν Ýτοιμη να Ýρθω, αλλÜ δεν με Üφησε... αποσýρθηκε αμÝσως üταν με εßδε να πλησιÜζω στην ευχαρßστησÞ μου. ¹θελε να το παρατεßνει. Τþρα Ýφερε Ýνα σχÞμα σαν τη φιγοýρα του ΝαπολÝοντα, με το τρßγωνο καπÝλο κι üλα ζωγραφισμÝνα. Καθþς το Ýσπρωχνε μÝσα, οι γωνßες του καπÝλου, φτιαγμÝνο απü καουτσοýκ, υποχþρησαν, αλλÜ μüλις μπÞκε μÝσα πÞρε ξανÜ το φυσικü του σχÞμα και τις Ýνιωσα στη μÞτρα μου, τα τρßα σημεßα σαν αστÝρια να σφßγγουν στη σÜρκα μου . ¼ταν ο Καταλανüς Üρχισε να το αποσýρει, το Ýνιωσα να πιÜνεται μÝσα και να στρÝφεται απüτομα πÜνω στη σÜρκα μου, πληγþνοντÜς με και ταυτüχρονα να με αγγßζει εκεß που δεν πÞγε ποτÝ το πÝος, σημεßα που ανταποκρßνονταν ηλεκτρικÜ στις μυτερÝς αιχμηρÝς Üκρες του καπÝλου του ΝαπολÝοντα. Ο Καταλανüς γελοýσε. ¢ρχισα να γελÜω υστερικÜ, κουνþντας το σþμα μου. ΜετÜ Üρχισε να με δαγκþνει. Καθþς Ýβαζε τα δüντια του στη σÜρκα μου, ανατρßχιασα απü ευχαρßστηση. Με δÜγκωνε ξανÜ και ξανÜ και με Ýκανε να Ýρθω Ýτσι, βυθßζοντας τα δüντια του στη σÜρκα μου στην Üκρη του σεξ».

     Ο ΠιÝτρο Þταν Üναυδος. Μια τÝτοια γυναßκα δε μποροýσε να ελπßζει να ικανοποιÞσει. ¸μεινε σιωπηλüς. ¢ρχισε να γελÜ στο σκοτÜδι. ΚατÜλαβε τι του εßχε συμβεß...


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers