ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ ÉÉ 

Ende Michael Andreas Helmuth: Óýã÷ñïíïò ÌåëåôçìÝíïò ÐáñáìõèÜò


 Βιογραφικü

     Ο Michael Andreas Helmuth Ende (Μßκελ ¸ντε) Þτανε Γερμανüς συγγραφÝας παιδικþν και φανταστικþν μυθιστορημÜτων. ΓεννÞθηκε στο Garmisch (Βαυαρßα, Γερμανßα) και πÝθανε στη ΣτουτγÜρδη απü καρκßνο του στομÜχου. ¹ταν απü τους δημοφιλÝστερους και διÜσημους γερμανοýς συγγραφεßς του 20οý αι., πρÜγμα που οφεßλεται κυρßως στη τερÜστια επιτυχßα των παιδικþν βιβλßων του. Εν τοýτοις, δεν Ýγραφε παιδικÜ, δεδομÝνου üτι Ýγραψε επßσης βιβλßα για ενηλßκους κυρßως. Ο ßδιος ισχυριζüταν: "Εßναι για το παιδß που υπÜρχει μÝσα μου, üπως σ' üλους μας, που γρÜφω τις ιστορßες μου" και: "Τα βιβλßα μου εßναι για κÜθε παιδß μεταξý 8 κι 80 ετþν". Το γρÜψιμü του θα μποροýσε να περιγραφεß ως υπερφυσικü κρÜμα πραγματικüτητας και φαντασßας. Ο αναγνþστης καλεßται συχνÜ για να πÜρει πιο διαλογικü ρüλο στην ιστορßα κι οι κüσμοι στα βιβλßα του αντανακλοýνε συχνÜ τη πραγματικüτητÜ μας, χρησιμοποιþντας τη φαντασßα για να φÝρουνε στο φως τα προβλÞματα μιας üλο και περισσüτερο τεχνολογικÞς σýγχρονης κοινωνßας. ¹τανε γνωστüς επßσης ως υπερασπιστÞς της ριζικÞς οικονομικÞς μεταρρýθμισης.Τα βιβλßα
του Ýχουν μεταφραστεß σε περισσüτερες απü 40 γλþσσες, Ýχουνε πουληθεß πÜνω απü 20.000.000 αντßτυπα κι Ýχουνε γßνει ταινßες, τα θεατρικÜ, οι üπερες και πολλÜ βιβλßα.



     Γεννηθηκε 17:15 στις 12 Νοεμβρη 1929 στο Garmisch-Partenkirchen (Βαυαρßα, Γερμανßα). Μοναχοπαßδι, οι γονεßς Þταν, ο Edgar Ende, σουρρεαλιστÞς ζωγρÜφος, κι η Luise Bartholoma Ende, φυσιοθεραπεýτρια και διατηροýσε Ýνα μαγαζß κοσμημÜτων και δαντελλþν. Η γÝννα Þτανε πολý δýσκολη, γιατß Þτανε 38 ετþν κι Ýτσι επÝλεξε καισαρικÞ, ο δε μικρüς ζýγιζε 4.5 κιλÜ κι οι γονεßς του σταμÜτησαν το βÜπτισμα επειδÞ η τÞβεννος που εßχαν αγορÜσει Þτανε πÜρα πολý μικρÞ για το μωρü. ΔεδομÝνου üτι τα Ýργα τÝχνης του απαγορεýθηκαν απü το ναζιστικü καθεστþς, ο Edgar αναγκÜστηκε να εργαστεß μυστικÜ. Το 1931 ο ¸ντγκαρ πÞγε στο Pasing, κοντÜ στο Μüναχο, üπου οι πßνακÝς του ποýλησαν καλÜ και τα οικονομικÜ της οικογÝνειας βελτιþθηκαν.



     Το 1935, üταν Þταν 6, η οικογÝνεια Ende κινÞθηκε προς το "artists Schwabing" στο Μüναχο. Να μεγαλþσει σε αυτü το πλοýσιο καλλιτεχνικü και λογοτεχνικü περιβÜλλον επηρÝασε το γρÜψιμο του Ende. Φοßτησε στο γυμνÜσιο Maximillians ως üτου κλεßσανε τα σχολεßα στο Μüναχο λüγω των βομβαρδισμþν το 1943. ΕπανÝλαβε το σχολεßο στο Waldorf στη ΣτουτγÜρδη. ¹ταν αυτÞ τη στιγμÞ που Üρχισε να γρÜφει τις ιστορßες. Επεδßωξε να εßναι δραματουργüς, αλλÜ Ýγραψε συνÞθως διηγÞματα και ποιÞματα. Το 1945, στα 16 συντÜχθηκε στο γερμανικü στρατü, αλλÜ τον εγκατÝλειψε κι ενþθηκε με μια αντι-ναζιστικÞ ομÜδα για το υπüλοιπο του πολÝμου. ΜετÜ απü το Β' Παγκ. Πüλ., αποφÜσισε να γßνει θεατρικüς συγγραφÝας, δÝχτηκε μια υποτροφßα για να μελετÞσει στο Otto-Falkenberg-Schauspielschule στο Μüναχο, δεδομÝνου üτι δεν μπüρεσε να αντÝξει οικονομικÜ να πληρþσει για το κολλÝγιο.



     Φοßτησε στο Munich' s Otto Falckenburg Drama School τα 1947-50 κι Ýπειτα ξεκßνησε να γρÜφει ως συγγραφÝας cabaret σενÜρια και θεατρικÜ σκετς αλλÜ και για τον διευθυντÞ του Volkstheater στο Μüναχο και να κÜνει κριτικÝς κινηματογρÜφου για το βαυαρικü ραδιüφωνο. Το 1ο του μυθιστüρημα για παιδιÜ, Jim Knopf & Lukas ο οδηγüς μηχανþν,  δημοσιεýθηκε στη Γερμανßα το 1960, Üρεσε σε μικροýς και μεγÜλους, στους κριτικοýς, στο ραδιüφωνο και τηλεοπτικÞ σειρÜ βασßστηκε στο Jim Knopf . Αν κι εκτιμÞθηκε ιδιαßτερα απü τους αναγνþστες και τους κριτικοýς, ο Ende παρÝμεινε σýμφωνα με τις υπÜρχουσες πληροφορßες ντροπαλüς και μετριοφρων για την επιτυχßα του.



     ΠÝθανε απü καρκßνο του στομÜχου στη ΣτουτγÜρδη, στις 29 Αυγοýστου 1995, σε ηλικßα 65 ετþν.




==========================


                                                  Η Μüμο



                              Μια μεγÜλη πüλη κι Ýνα μικρü κοριτσÜκι...

     Τον παλιü, τον πολý παλιü καιρü, τüτε ακüμα που οι Üνθρωποι μιλοýσανε γλþσσες εντελþς διαφορετικÝς, στις ζεστÝς χþρες υπÞρχανε κιüλας μεγÜλες και θαυμαστÝς πολιτεßες. Εκεß ορθþνονταν τα παλÜτια των βασιλιÜδων και των αυτοκρατüρων, εκεß εßχε δρüμους φαρδιοýς, παρüδους στενÝς και στενοσüκακα, üλο γωνιÝς. Εκεß ορθþνονταν υπÝροχοι ναοß με χρυσÜ και μαρμÜρινα αγÜλματα θεþν, εκεß υπÞρχανε πολýχρωμες αγορÝς με εμπορεýματα απ' üλο τον κüσμο και μεγÜλες ωραßες πλατεßες üπου μαζεýονταν οι Üνθρωποι για να συζητÞσουνε τα νÝα, να βγÜλουνε λüγους Þ και να τους ακοýσουνε. Μα το κυριüτερο Þτανε πως εκεß εßχε και μεγÜλα θÝατρα.
     ΜοιÜζαν üπως εßναι ακüμα και σÞμερα τα τσßρκα, με τη μüνη διαφορÜ πως Þτανε χτισμÝνα ολüκληρα με μεγÜλες και πελεκημÝνες πÝτρες. Οι σειρÝς με τα καθßσματα για τους θεατÝς Þταν αραδιασμÝνες η μια πÜνω απü την Üλλη, σχηματßζοντας Ýνα τερÜστιο χωνß. Αν τα Ýβλεπες απü πÜνω, μερικÜ απ' αυτÜ τα χτßσματα Þτανε κυκλικÜ, Üλλα κÜπως μακρüστενα κι Üλλα πÜλι σχημÜτιζαν Ýνα ανοιχτü ημικýκλιο. ΑυτÜ τα λÝγανε αμφιθÝατρα.
ΜερικÜ Þταν μεγÜλα σαν γÞπεδα ποδοσφαßρου κι Üλλα, μικρüτερα, μüλις που χωροýσανε μερικÝς εκατοντÜδες θεατÝς. ΥπÞρχανε κÜποια μεγαλüπρεπα, που τα στολßζανε κολüνες κι αγÜλματα κι Üλλα που Þταν απλÜ, χωρßς καμμιÜ διακüσμηση. Τα αμφιθÝατρα δεν εßχαν στÝγες, η παρÜσταση γινüτανε κÜτω απü τον ανοιχτü ουρανü και γι' αυτü στα πολυτελÞ θÝατρα πÜνω απü τις σειρÝς με τα καθßσματα Þτανε τεντωμÝνα χρυσοàφαντα χαλιÜ που προστατεýανε τους θεατÝς απü τον καυτü Þλιο κι απü τις ξαφνικÝς μπüρες. Σε θÝατρα πιο απλÜ κÜνανε τη δουλειÜ τους με πλεκτÝς ψÜθες. Με δυο λüγια: το εßδος του θεÜτρου εξαρτιüταν απü το βαλÜντιο των ανθρþπων. ¼λοι τους üμως ζητοýσανε το ßδιο πρÜγμα, γιατß Þτανε παθιασμÝνοι θεατÝς κι ακροατÝς και, καθþς παρακολουθοýσανε τα συναρπαστικÜ Þ και κωμικÜ συμβÜντα που παρουσιÜζονταν στη σκηνÞ, τους φαινüτανε πως τÜχα αυτÞ η ζωÞ που παιζüταν Þταν, κατÜ κÜποιο μυστηριþδη τρüπο, πιο αληθινÞ απü τη δικιÜ τους τη ζωÞ, εκεßνη που ζοýσανε καθημερινÜ και τους Üρεσε να παρακολουθοýν αυτÞ την Üλλη πραγματικüτητα.
     ¸χουνε περÜσει χιλιÜδες χρüνια απü τüτε. Οι μεγαλουπüλεις εκεßνου του καιροý Ýχουν καταρρεýσει, οι ναοß και τα παλÜτια Ýχουν γκρεμιστεß. Ο αÝρας κι η βροχÞ, το κρýο και η ζÝστη Ýχουν λειÜνει τις πÝτρες και τις Ýχουνε σκÜψει κι απü τα μεγÜλα θÝατρα δεν Ýχουν μεßνει παρÜ χαλÜσματα. ΜÝσα στα σκασμÝνα τοιχþματα μονÜχα τα τζιτζßκια τερετßζουν το μονüτονο τραγοýδι τους που ακοýγεται λες κι ανασαßνει στον ýπνο της η Γη. ΜερικÝς απ' αυτÝς τις παλιÝς μεγÜλες πüλεις εßναι και σÞμερα μεγαλουπüλεις. ΦυσικÜ η ζωÞ εκεß Ýχει αλλÜξει. Οι Üνθρωποι κυκλοφοροýν με αυτοκßνητα και λεωφορεßα, Ýχουνε τηλÝφωνο κι ηλεκτρικü. ΑλλÜ εδþ κι εκεß, ανÜμεσα στα καινοýργια κτßρια, στÝκονται ακüμα μερικÝς κολüνες, κÜποια πýλη, Ýνα κομμÜτι μÜρμαρο Þ κι Ýνα θÝατρο απü εκεßνο τον παλιü καιρü. Και σε μια τÝτοια πüλη συνÝβη η ιστορßα της Μüμο.
     ¸ξω σχεδüν απü τη πüλη, στις νüτιες γειτονιÝς της, εκεß üπου αρχßζουνε κιüλας τα πρþτα χωρÜφια κι üπου τα σπßτια κι οι καλýβες γßνονται üλο και πιο φτωχικÜ, υπÜρχουνε κρυμμÝνα σ' Ýνα δÜσος απü κουκουναριÝς τα χαλÜσματα ενüς μικροý αμφιθÝατρου. Και στα παλιÜ τα χρüνια το θÝατρο αυτü δεν Þταν απü τα πλοýσια. Ακüμα και τüτε προοριζüτανε για τους πιο φτωχοýς. Και στις μÝρες μας, τον καιρü δηλαδÞ που αρχßζει η ιστορßα της Μüμο, τα ερεßπιÜ του Þτανε σχεδüν ξεχασμÝνα. ΜονÜχα Ýνα δυο αρχαιολüγοι ξÝρανε γι' αυτü, αλλÜ δε νοιÜζονταν καθüλου, μια κι εκεß δεν εßχε μεßνει πια τßποτα που να μην εßχε ερευνηθεß. Κι οýτε Þταν κανÝνα αξιοθÝατο που μποροýσε να συγκριθεß με Üλλα που βρßσκονταν στη μεγÜλη πüλη. ΚÜπου-κÜπου μüνον Ýρχονταν μÝχρι εκεß λßγοι τουρßστες, σκαρφÜλωναν πÜνω κÜτω στα χορταριασμÝνα καθßσματα, κÜνανε φασαρßα, τραβοýσαν καμμιÜ αναμνηστικÞ φωτογραφßα και ξαναφεýγανε. Και τüτε στον πÝτρινο κýκλο ξαναγýριζε η σιωπÞ και τα τζιτζßκια ξεκινοýσαν την επüμενη στροφÞ του ατÝλειωτου τραγουδιοý τους που, εδþ που τα λÝμε, δεν ξεχþριζε σε τßποτα απü τη προηγοýμενη. Στην ουσßα Þταν μüνον οι Üνθρωποι της γειτονιÜς που Þξεραν γι' αυτü το παρÜξενο στρογγυλü χτßσμα. ΒÜζαν εκεß τις κατσßκες τους να βοσκÞσουν, τα παιδιÜ χρησιμοποιοýσαν τη στρογγυλÞ σκηνÞ για να παßζουν μπÜλλα και καμμιÜ φορÜ, τα βρÜδια, εκεß αντÜμωναν και τα ερωτικÜ ζευγαρÜκια.
     Κ
Üποια μÝρα ανÜμεσα στους ανθρþπους της γειτονιÜς διαδüθηκε πως κÜποιος κατοικοýσε τþρα τελευταßα στα χαλÜσματα. ¹ταν λÝει, Ýνα παιδß, μÜλλον κοριτσÜκι. ΚανÝνας üμως δεν μποροýσε να πει τßποτε με ακρßβεια γιατß τα ροýχα της Þταν κÜπως παρÜξενα. Τη λÝγανε Μüμο Þ κÜπως Ýτσι. Και πρÜγματι, η εξωτερικÞ εμφÜνιση της Μüμο Þτανε λιγÜκι παρÜξενη και μποροýσε να τρομÜξει τους ανθρþπους που δßνανε μεγÜλη σημασßα στη καθαριüτητα και την τÜξη. ¹τανε κοντοýλα, λεπτοýλα, Ýτσι που Þταν αδýνατον να πεις αν Þταν οκτþ χρονþν Þ δþδεκα. Στο κεφÜλι φýτρωναν αναμαλλιασμÝνες μποýκλες, μαýρες σαν πßσσα, που δεßχνανε να μην τις εßχε αγγßξει ποτÝ χτÝνα οýτε και ψαλßδι. Εßχε πολý μεγÜλα, πανÝμορφα μÜτια κι αυτÜ μαýρα σαν την πßσσα και πüδια στο ßδιο χρþμα γιατß γýριζε πÜντα ξυπüλητη. Τον χειμþνα μüνο Ýβαζε καμιÜ φορÜ παποýτσια, αλλÜ κι αυτÜ Þταν παρÜταιρα και της πÝφτανε πολý μεγÜλα. Κι αυτü γιατß τßποτα απ αυτÜ που εßχε η Μüμο δεν Þταν δικü της. ¹ τα εßχε βρει κÜπου Þ της τα εßχε χαρßσει κÜποιος. Η φοýστα της Þταν καμωμÝνη απü διÜφορα παρδαλÜ κουρÝλια και της Ýφτανε ως τον αστρÜγαλο. Απü πÜνω φοροýσε Ýνα παλιü, πολý μεγÜλο της, αντρικü σακÜκι, με μανßκια διπλωμÝνα στον καρπü. Η Μüμο δεν Þθελε να τα κüψει γιατß σκεφτüταν πολý προνοητικÜ πως θα μεγÜλωνε. Και ποιος μποροýσε να ξÝρει αν θα ξανÜβρισκε ποτÝ Ýνα τüσο ωραßο σακÜκι με τüσες πολλÝς τσÝπες;
     ΚÜποιο μεσημÝρι μερικοß Üντρες και γυναßκες της γειτονιÜς Þρθαν να τη βροýνε και προσπÜθησαν να της πÜρουνε λüγια. Η Μüμο στεκüταν και τους κοßταζε τρομαγμÝνη, γιατß φοβüτανε πως οι Üνθρωποι αυτοß θα τη διþχνανε. Δεν Üργησε üμως να καταλÜβει πως οι Üνθρωποι εßχαν Ýρθει με φιλικÝς διαθÝσεις. ¹ταν κι οι ßδιοι φτωχοß και ξÝρανε πολλÜ για τη ζωÞ.
"Σ' αρÝσει λοιπüν εδþ;" ρþτησε Ýνας Üντρας.
"Ναι", αποκρßθηκε η Μüμο.
"Και θÝλεις να μεßνεις εδþ;"
"Ναι, πολý".
"Μα δε σε περιμÝνει κανÝνας;"
"¼χι".
"ΘÝλω δηλαδÞ να πω, δεν πρÝπει να πας στο σπßτι σου;"
"Το σπßτι μου εßναι εδþ", βεβαßωσε γοργÜ η Μüμο.
"Κι απü ποý Ýρχεσαι, παιδß μου;"
     Η Μüμο Ýκανε μια αüριστη χειρονομßα, δεßχνοντας πως ερχüταν απü κÜπου μακρυÜ.
"Και ποιοι εßναι οι γονεßς σου;" συνÝχισε να τη ρωτÜ ο Üνθρωπος. Το παιδß τον κοßταξε αμÞχανα, κοßταξε και τους Üλλους κι ανασÞκωσε τους þμους του. Οι Üνθρωποι αντÜλλαξαν ματιÝς κι αναστÝναξαν.
"Μη φοβÜσαι", συνÝχισε ο Üνθρωπος, "δε θÝλουμε να σε διþξουμε. ΘÝλουμε να σε βοηθÞσουμε".
     Η Μüμο κοýνησε αμßλητη το κεφÜλι της, δεν Ýδειχνε üμως να Ýχει τελεßως πειστεß.
"Εßπες πως σε λÝνε Μüμο;"
"Ναι".
"Εßναι Ýνα üμορφο üνομα, αλλÜ δεν το 'χω ξανακοýσει. Ποιος σου Ýδωσε αυτü το üνομα;"
"Εγþ", εßπε η Μüμο.
"¸βγαλες Ýτσι η ßδια τον εαυτü σου;"
"Ναι".
"Και πüτε γεννÞθηκες;"
     Η Μüμο το σκÝφτηκε και στο τÝλος εßπε:
"¼σο θυμÜμαι υπÞρχα απü πÜντα".
"Δεν Ýχεις καμιÜ θεßα, κανÝνα θεßο, καμιÜ γιαγιÜ, τÝλος πÜντων, κÜποια οικογÝνεια üπου θα μποροýσες να πας;"
     Η Μüμο κοßταξε μονÜχα τον Üνθρωπο και για λßγο δε μßλησε. ¸πειτα μουρμοýρισε:
"Εδþ εßναι το σπßτι μου".
"Ας εßναι", Ýκανε ο Üνθρωπος, "εßσαι παιδß ακüμα. Πüσων χρüνων εßσαι;"
"Εκατü", εßπε διστακτικÜ η Μüμο.
Οι Üνθρωποι γÝλασαν, γιατß το πÞραν γι' αστεßο.
"ΣοβαρÜ, πüσο εßσαι;"
"Εκατü δýο", απÜντησε η Μüμο με ακüμα λιγüτερη σιγουριÜ.
     ΠÝρασε κÜμποση þρα þσπου να καταλÜβουν οι Üνθρωποι πως το παιδß Þξερε μονÜχα μερικοýς αριθμοýς που κÜπου εßχε ακοýσει, αλλÜ πως γι'
αυτÞ δε σÞμαιναν κÜτι το συγκεκριμÝνο, γιατß δεν εßχε μÜθει ποτÝ της να μετρÜ.
"¢κου 'δω", εßπε ο Üνθρωπος αφοý συμβουλεýτηκε τους Üλλους. "Συμφωνεßς να ποýμε στην αστυνομßα πως εßσαι εδþ; Τüτε θα σε πÜνε σε κÜποιο ßδρυμα üπου θα σου δßνουν να τρως και θα Ýχεις και το κρεβÜτι σου κι üπου θα μÜθεις να μετρÜς, να διαβÜζεις, να γρÜφεις και πολλÜ Üλλα ακüμα. Τß λες γι' αυτü;"
     Η Μüμο τον κοßταξε τρομοκρατημÝνη.
"¼χι", μουρμοýρισε, "δε θÝλω να πÜω. ¹μουν εκεß κÜποτε. Εßχε κι Üλλα παιδιÜ εκεß. Εßχαν κÜγκελα στα παρÜθυρα. ΚÜθε μÝρα Ýπεφτε ξýλο, πÜντα
Üδικα. ΠÞδηξα λοιπüν νýχτα τον τοßχο και το 'σκασα. Δε θÝλω να ξαναπÜω πßσω".
"Σε καταλαβαßνω", εßπε Ýνας γÝρος και κοýνησε το κεφÜλι του. Κι οι Üλλοι το καταλÜβαιναν και κοýνησαν τα κεφÜλια τους.
"Ας εßναι", εßπε μια γυναßκα, "εßσαι üμως μικρÞ ακüμα. ΠρÝπει να σε φροντßζει κÜποιος".
"Εγþ", εßπε ξαλαφρωμÝνη η Μüμο.
"Θα τα καταφÝρεις;" ρþτησε η γυναßκα.
     Η Μüμο Ýμεινε για λßγο σιωπηλÞ κι Ýπειτα εßπε με σιγανÞ φωνÞ:
"Δε μου χρειÜζονται πολλÜ".
     Και πÜλι κοιτÜχτηκαν οι Üνθρωποι, αναστÝναξαν και κοýνησαν τα κεφÜλια τους.
"ΞÝρεις, Μüμο", Üρχισε να λÝει πÜλι εκεßνος ο Üνθρωπος που εßχε μιλÞσει πρþτος, "λÝμε πως θα μποροýσες να βολευτεßς σε κÜποιον απü μας. ¸χουμε βÝβαια λßγο χþρο üλοι μας κι οι πιο πολλοß Ýχουνε κιüλας Ýνα σωρü παιδιÜ που πρÝπει να ταÀσουν, αλλÜ νομßζουμε πως Ýνα παραπÜνω δεν Ýχει καμμιÜ σημασßα. Πþς το βλÝπεις αυτü;"
"Ευχαριστþ", εßπε η Μüμο και χαμογÝλασε για πρþτη φορÜ. "Σας ευχαριστþ πολý. Δε θα 'ταν üμως πιο απλü να μ' αφÞσετε να μεßνω εδþ;"
     Οι Üνθρωποι σκÝφτηκαν για κÜμποση þρα, εßπαν αυτü κι εκεßνο, μα στο τÝλος συμφþνησαν. Γιατß πßστευαν πως το παιδß θα μποροýσε να καθßσει εδþ το ßδιο καλÜ üπως σε κÜποιον απ' αυτοýς και θα φρüντιζαν τη Μüμο ομαδικÜ, γιατß θα Þτανε πολý πιο απλü για üλους μαζß παρÜ για Ýνα μüνο. ΒÜλθηκαν λοιπüν να συγυρßσουν αμÝσως τη μισογκρεμισμÝνη πÝτρινη καμαροýλα που εßχε στÞσει το σπιτικü της η Μüμο και να τη διορθþσουν üσο γινüταν. ΜÜλιστα, Ýνας απ' αυτοýς, που Þτανε χτßστης, Ýχτισε Ýνα πÝτρινο τζÜκι. ΚÜπου βρÝθηκε κι Ýνα σκουριασμÝνο μπουρß. ¸νας γÝρος μαραγκüς Ýφτιαξε στα γρÞγορα με κÜτι σανßδια απü κÜσες Ýνα τραπεζÜκι και δυο καρÝκλες κι οι γυναßκες φÝρανε Ýνα Üχρηστο, στολισμÝνο με Ýλικες, σιδεροκρÝβατο, Ýνα στρþμα που Þταν μüνο λιγÜκι σχισμÝνο και δýο κουβÝρτες. Η πÝτρινη τρýπα κÜτω απü τη σκηνÞ του ερειπωμÝνου θεÜτρου Ýγινε Ýνα Üνετο δωματιÜκι. Ο χτßστης, που Þταν και λιγÜκι καλλιτÝχνης, ζωγρÜφισε στο τÝλος Ýναν üμορφο πßνακα με λουλοýδια πÜνω στον τοßχο. ΖωγρÜφισε ακüμα και τη κορνßζα και το καρφß που κρεμüταν ο πßνακας. ¸πειτα Þρθανε τα παιδιÜ αυτþν των ανθρþπων κι Ýφεραν ü,τι μποροýσαν να κüψουν απü το φαγητü τους, το Ýνα λßγο τυρß, το Üλλο μια κüρα ψωμß, το τρßτο μερικÜ φροýτα και πÜει λÝγοντας. Κι επειδÞ τα παιδιÜ Þτανε πÜρα πολλÜ, μαζεýτηκαν εκεßνο το βρÜδυ τüσα, που μπüρεσαν να γιορτÜσουν üλα μαζß την εγκατÜσταση της Μüμο. ¹ταν μια üμορφη γιορτÞ, üπως ξÝρουν να γιορτÜζουν μüνον οι φτωχοß.
     Κι Ýτσι Üρχισε η φιλßα ανÜμεσα στη μικρÞ Μüμο και στους ανθρþπους της γειτονιÜς.

                                   Μια πολý ασυνÞθιστη ιδιüτητα
                                 κι Ýνας πολý συνηθισμÝνος καυγÜς

     ¼λα πÞγαιναν καλÜ απü τüτε για τη Μüμο, Þ τουλÜχιστον Ýτσι πßστευε κεßνη. ΠÜντα εßχε κÜτι να φÜει, πüτε κÜτι παραπÜνω και πüτε κÜτι λιγüτερο, üπως τýχαινε, κι ανÜλογα με το τι μποροýσαν να στερηθοýν οι Üνθρωποι. Εßχε μια στÝγη πÜνω απü το κεφÜλι της, εßχε Ýνα κρεβÜτι κι üποτε Ýκανε κρýο μποροýσε ν' ανÜψει φωτιÜ. Και, το σπουδαιüτερο, εßχε πολλοýς και καλοýς φßλους. Θα 'λεγε κανεßς πως η Μüμο εßχε απλοýστατα φανεß πολý τυχερÞ που 'χε πÝσει σε τüσο συμπαθητικοýς ανθρþπους. Αυτü Üλλωστε πßστευε ακρÜδαντα κι η ßδια. Δεν Üργησε üμως ν' αποδειχθεß πως κι οι Üλλοι εßχανε σταθεß το ßδιο τυχεροß. Εßχαν ανÜγκη τη Μüμο κι αποροýσανε πþς μποροýσανε και τα βολεýανε πριν δßχως αυτÞ. Κι üσο περισσüτερο καιρü Ýμενε κοντÜ τους το κοριτσÜκι, τüσο πιο απαραßτητο τους γινüτανε, τüσο απαραßτητο που τους Ýπιανε φüβος μη φýγει μια μÝρα και τους αφÞσει.
     Γι' αυτü κι εßχε πÜρα πολλοýς επισκÝπτες. ¸βλεπες σχεδüν πÜντα κÜποιον να κÜθεται στο σπßτι της και να συζητÜ μαζß της σοβαρÜ. Κι üποιος τη χρειαζüτανε και δεν μποροýσε να Ýρθει ο ßδιος, Ýστελνε κÜποιον Üλλο να τη φÝρει. Κι üποιος δεν το καταλÜβαινε απü μüνος του πως την εßχε
ανÜγκη, οι Üλλοι του λÝγανε: "ΠÞγαινε λοιπüν στη Μüμο!" Κι αυτÞ η Ýκφραση Ýγινε σιγÜ-σιγÜ μια συνηθισμÝνη κουβÝντα των ανθρþπων της γειτονιÜς. ¸τσι üπως λÝμε στο καλü Þ καλÞ üρεξη Þ Ýνας θεüς ξÝρει, Ýτσι ακριβþς Ýλεγαν στις πιο απßθανες περιπτþσεις: "ΠÞγαινε λοιπüν στη Μüμο!"
     Γιατß τÜχα; ¹τανε τüσον Ýξυπνη η Μüμο που μποροýσε να δþσει μια καλÞ συμβουλÞ στον καθÝνα Þ Ýβρισκε πÜντοτε τις κατÜλληλες λÝξεις üταν
κÜποιος εßχε ανÜγκη απü παρηγοριÜ; ¹ Ýβγαζε πÜντοτε σοφÝς και δßκαιες αποφÜσεις; ¼χι, η Μüμο δεν Þξερε να κÜνει τßποτ' απ' αυτÜ, Þταν ßδια üπως κÜθε Üλλο παιδß. ΜÞπως μποροýσε τüτε η Μüμο να κÜνει κÜτι που Ýφτιαχνε τα κÝφια των ανθρþπων; ΜÞπως, λüγου χÜρη, τραγουδοýσε εξαιρετικÜ ωραßα, Ýπαιζε κÜποιο μουσικü üργανο; ¹ μÞπως μποροýσε, μια κι üσο να 'ναι καθüταν σ' Ýνα εßδος τσßρκου, να χορεýει Þ να κÜνει τßποτε ακροβατικÜ; ¼χι, δεν Þταν οýτε κι αυτüς ο λüγος! ΜÞπως μποροýσε να κÜνει μαγικÜ; ¹ξερε κανÝνα μυστικü ξüρκι που 'διωχνε üλες τις στεναχþριες και τις φροντßδες; ¹ μÞπως Þξερε να διαβÜζει το χÝρι και να προφητεýει το μÝλλον με κÜποιον Üλλον τρüπο; Τßποτε απ' αυτÜ.
     Εκεßνο που η μικρÞ Μüμο Þξερε να κÜνει, üπως κανÝνας Üλλος, Þταν ν' ακοýει. Σπουδαßα τα λÜχανα, ßσως πουν μερικοß απü τους αναγνþστες. Ν'
ακοýει μπορεß ο καθÝνας. Εδþ üμως κÜνουν Ýνα μεγÜλο λÜθος. Ν' ακοýν πραγματικÜ ελÜχιστοι Üνθρωποι μποροýν μονÜχα. Κι ο τρüπος που Þξερε ν' ακοýει η Μüμο εßχε κÜτι το μοναδικü. Η Μüμο μποροýσε κι Üκουγε Ýτσι που σε κουτοýς ανθρþπους Ýρχονταν στα ξαφνικÜ πολý Ýξυπνες σκÝψεις. Κι üχι γιατß Ýλεγε τßποτα Þ ρωτοýσε κÜτι που οδηγοýσε τους Üλλους σε τÝτοιες σκÝψεις, üχι. Το μüνο που Ýκανε Þταν να κÜθεται 'κεß και ν' ακοýει με üλη τη προσοχÞ της κι üλη της τη συμπÜθεια. Κι εκεßνη την þρα κοßταζε τον Üλλο με τα μεγÜλα μαýρα μÜτια της κι εκεßνος Ýνιωθε ξαφνικÜ ν' αναδýονται απü μÝσα του σκÝψεις που οýτε καν υποψιαζüταν πως υπÞρχαν. Μποροýσε κι Üκουγε Ýτσι που Üνθρωποι που τα εßχανε χαμÝνα Þ δεν
παßρνανε μιαν απüφαση ξÝρανε ξαφνικÜ πολý καλÜ τι Þταν αυτü που θÝλανε. ¹ Ýτσι που Ýνας δειλüς Ýνιωθε ξαφνικÜ τον εαυτü του ελεýθερο και γενναßο. ¹ κι Ýτσι που Ýνας δυστυχισμÝνος και καταπιεσμÝνος αποκτοýσε πÜλι ελπßδες και γινüταν χαροýμενος. Κι αν κÜποιος πßστευε πως η ζωÞ του Þταν αποτυχημÝνη και δßχως νüημα και πως αυτüς ο ßδιος δεν Þταν παρÜ Ýνα ασÞμαντο ανθρωπÜκι ανÜμεσα σε εκατομμýρια ανθρþπους και πως
μποροýσε ν' αντικατασταθεß το ßδιο γρÞγορα üσο μια σπασμÝνη γλÜστρα και πÞγαινε κι Ýλεγε üλα αυτÜ στη μικροýλα τη Μüμο, τüτε, την þρα ακüμα που της τα διηγüτανε, ξαφνικÜ στο μυαλü του ξεκαθÜριζε μ' Ýνα τρüπο μυστηριþδη πως εßχε Üδικο, πως αυτüς, Ýτσι ακριβþς üπως Þταν φτιαγμÝνος,
Þταν μοναδικüς ανÜμεσα σ' üλους τους ανθρþπους και πως γι' αυτü εßχε με τον δικü του ξεχωριστü τρüπο σημασßα για τον κüσμο.
     ¸τσι λοιπüν μποροýσε κι Üκουγε η Μüμο.
    ΚÜποια μÝρα στο αμφιθÝατρο Þρθανε δυο Üνθρωποι που εßχανε τσακωθεß πÜρα πολý Üσχημα και δε θÝλανε να ξαναμιλÞσουνε ποτÝ, παρüλο που Þτανε γεßτονες. Οι Üλλοι τους εßχαν συμβουλÝψει να πÜνε στη Μüμο, γιατß δεν Þτανε σωστü να ζοýνε δυο γεßτονες σαν εχθροß. Οι δυο Üντρες εßχανε στην αρχÞ αρνηθεß, τελικÜ üμως δÝχτηκαν χωρßς καμμιÜ προθυμßα. ΚÜθονταν λοιπüν τþρα στο θÝατρο, αμßλητοι και εχθρικοß, ο καθÝνας στη δικÞ του μεριÜ στα πÝτρινα καθßσματα, και κοßταζαν σκυθρωπÜ μπρος τους.
     Ο Ýνας Þταν ο χτßστης που εßχε φτιÜξει το τζÜκι και τον üμορφο πßνακα με τα λουλοýδια στο - καθιστικü της Μüμο. Λεγüταν Νικüλας κι Þταν Ýνας γεροδεμÝνος τýπος με μαýρο στριφτü μουστÜκι. Τον Üλλο τον λÝγανε Νßνο. ¹ταν αδýνατος και φαινüταν πÜντα λßγο κουρασμÝνος. Ο Νßνος νοßκιαζε μια ταβερνοýλα στην Üκρη της πüλης, üπου τις περισσüτερες φορÝς κÜθονταν μονÜχα μερικοß γÝροι και πßνανε ολüκληρο το βρÜδυ Ýνα μοναδικü ποτÞρι κρασß και μιλοýσαν για τις αναμνÞσεις τους. Κι ο Νßνος κι η χοντρÞ του η γυναßκα Þτανε κι αυτοß φßλοι της Μüμο και της εßχανε φÝρει αρκετÝς φορÝς κÜτι νüστιμο να φÜει…
     Καθþς η Μüμο κατÜλαβε πως αυτοß οι δυο εßχαν θυμþσει ο Ýνας με τον Üλλο, δεν Þξερε στην αρχÞ σε ποιον να πρωτοπÜει. Για να μη προσβÜλει
κανÝνα, πÞγε τελικÜ και κÜθισε στην ßδια απüσταση ανÜμεσÜ τους, στην Üκρη της πÝτρινης σκηνÞς, και κοßταζε μια τον Ýνα και μια τον Üλλο. Καθüτανε και περßμενε τι θα γινüταν. ΥπÜρχουν πρÜγματα που χρειÜζονται χρüνο κι ο χρüνος Þταν το μüνο που διÝθετε πλουσιοπÜροχα η Μüμο. Αφοý κÜθισαν Ýτσι κÜμποση þρα οι δυο Üντρες, ο Νικüλας πετÜχτηκε απü τη θÝση του και εßπε:
- Φεýγω! ¸δειξα την καλÞ μου θÝληση μüνο και μüνο με το üτι Þρθα. Το βλÝπεις üμως, Μüμο, πως δε μετανιþνει. Γιατß να περιμÝνω Üλλο;
     Και γýρισε πραγματικÜ να φýγει.
- ΚαλÜ κÜνεις και φεýγεις! φþναξε ξοπßσω του ο Νßνος. Οýτε κι υπÞρχε κανÝνας λüγος να Ýρθεις. ¸τσι κι αλλιþς, δεν πρüκειται να συμφιλιωθþ μ'
Ýναν εγκληματßα!
    Ο Νικüλας γýρισε απüτομα. Το πρüσωπü του εßχε γßνει κατακüκκινο απü θυμü.
- Ποιος εßναι εγκληματßας δω πÝρα; ρþτησε απειλητικÜ και γýρισε πßσω στη θÝση του. ΞαναπÝς το!
- ¼σες φορÝς θÝλεις! φþναξε ο Νßνος. Νομßζεις φαßνεται πως, επειδÞ εßσαι δυνατüς και μπρατσωμÝνος, κανÝνας δεν τολμÜει να σου πει την
αλÞθεια κατÜμουτρα. ΑλλÜ εγþ θα σου την πω  -σ' εσÝνα και σ' üλους εκεßνους που θÝλουν να την ακοýσουν! Τι κÜθεσαι λοιπüν; ¸λα και σκüτωσÝ
με üπως πÞγες να το κÜνεις κι Üλλη φορÜ!
- Τι Þθελα και δεν το 'κανα! μοýγκρισε ο Νικüλας κι Ýσφιξε τις γροθιÝς του. Τον βλÝπεις τι ψÝμματα λÝει και τι συκοφαντßες αραδιÜζει! Τον εßχα
μονÜχα αρπÜξει απü τον γιακÜ και τον πÝταξα στον λÜκκο με τα βρþμικα νερÜ πßσω απü τη τρþγλη του! Εκεß μÝσα δεν πνßγεται οýτε ποντßκι. Και
γυρßζοντας πÜλι στον Νßνο φþναξε: Δυστυχþς ζεις ακüμα! Αυτü μπορεß να το δει üλος ο κüσμος!
     Για κÜμποση þρα βρßζονταν Üσχημα κι η Μüμο δεν μποροýσε να βγÜλει Üκρη για το τι γονüταν και γιατß εßχανε θυμþσει τüσο Ýνας με τον Üλλο. ΣιγÜ-σιγÜ üμως διαπιστþθηκε πως ο Νικüλας εßχε κÜνει αυτÞ την αισχρÞ πρÜξη μüνο και μüνο επειδÞ ο Νßνος τον εßχε χαστουκßσει μπρος σε μερικοýς πελÜτες. ΑλλÜ κι αυτü Ýγινε αφοý επιχεßρησε ο Νικüλας να σπÜσει üλα τα πιατικÜ του Νßνου.
- Αυτü πια εßναι σκÝτη ψευτιÜ! υπερασπßστηκε τον εαυτü του θυμωμÝνος ο Νικüλας. ¸να κανÜτι μüνον εßχα πετÜξει στον τοßχο, μα κι αυτü Þταν κιüλας ραγισμÝνο!
- ¹ταν üμως δικü μου το κανÜτι, το κατÜλαβες; απÜντησε ο Νßνος. Κι οýτε εßχες το δικαßωμα να το κÜνεις!
     Ο Νικüλας üμως Þταν της γνþμης πως εßχε δßκιο να κÜνει αυτü που Ýκανε, γιατß ο Νßνος εßχε θßξει την τιμÞ του ως χτßστη.
- ΞÝρεις τι εßπε για μÝνα; φþναξε στη Μüμο. Εßπε πως δεν μπορþ να φτιÜξω οýτε Ýναν ßσιο τοßχο, επειδÞ εßμαι νýχτα μÝρα μεθυσμÝνος! Και
τÝτοιος λÝει Þταν κι ο παπποýς μου που εßχε εργαστεß στον πýργο της Πßζας!
- Μα, Νικüλα! Ýκανε ο Νßνος. Αυτü Þταν Ýνα αστεßο!
- Ωραßο αστεßο! γρýλισε ο Νικüλας. Εγþ δεν μπορþ να γελÜσω με κÜτι τÝτοια αστεßα.
     Διαπιστþθηκε üμως πως ο Νßνος δεν εßχε κÜνει τßποτα παραπÜνω απü το να ξεπληρþσει Ýνα Üλλο αστεßο του Νικüλα. ΚÜποιο πρωß στη πüρτα του
Νßνου Ýγραψε με κατακüκκινα γρÜμματα:

¼ποιος δεν εßναι τßποτα
κι Üλλη δεν Ýχει χÜρη
ας κÜνει για πιο σßγουρο
τον ταβερνιÜρη.


     Κι ο Νßνος με τη σειρÜ του δεν το εßχε βρει καθüλου αστεßο. Κι Üρχισαν πÜλι να τσακþνονται πολý στα σοβαρÜ ποιο απü τα δýο αστεßα
Þταν το πιο πετυχημÝνο και εßπαν τüσα που ξαναθýμωσαν. ΞαφνικÜ üμως σταμÜτησαν. Η Μüμο τοýς κοßταζε με τα μεγÜλα μÜτια της και κανÝνας απü τους δυο τους δεν μποροýσε να ερμηνεýσει το βλÝμμα της. ΜÞπως γελοýσε μαζß τους απü μÝσα της; ¹ Þταν λυπημÝνη; Το πρüσωπü της δεν πρüδιδε τßποτα. ΑλλÜ στους δυο Üντρες φÜνηκε ξαφνικÜ σαν να βλÝπανε τον εαυτü τους σε καθρÝφτη κι Üρχισαν να ντρÝπονται.
- ΚαλÜ, εßπε ο Νικüλας, ßσως δεν Ýπρεπε να γρÜψω πÜνω στη πüρτα σου, Νßνο. Οýτε και θα το Ýκανα αν δε μου 'λεγες üχι üταν ζÞτησα να μου
δþσεις Ýνα και μüνο ποτÞρι κρασß. Αυτü Þταν παρÜνομο, το κατÜλαβες; Γιατß πÜντα πλÞρωνα και δεν εßχες κανÝνα λüγο να μου φερθεßς Ýτσι.
- Λες να μην εßχα λüγο! αποκρßθηκε ο Νßνος. Δε θυμÜσαι πια κεßνη την υπüθεση με τον Αú-Αντþνη; Α, τþρα χλωμιÜζεις! Μου την εßχες σκÜσει
Üσχημα κι εγþ κÜτι τÝτοια δεν τα σηκþνω!
- Εγþ εσÝνα; φþναξε ο Νικüλας και χτýπησε Üγρια το χÝρι του κÜτω. Τα λες ανÜποδα! Εσý Þσουνα που Þθελες να με τυλßξεις, μüνο που δεν τα
κατÜφερες.
     Να πþς Þταν η υπüθεση: Στον τοßχο της μικρÞς ταβÝρνας του Νßνου κρεμüταν μια εικüνα που παρßστανε τον ¢γιο Αντþνιο. ¹τανε χρωματιστÞ τυπωμÝνη εικüνα που ο Νßνος την εßχε κüψει κÜποτε απü μια εφημερßδα. ΚÜποια μÝρα ο Νικüλας θÝλησε ν' αγορÜσει αυτÞ την εικüνα απü τον Νßνο,
τÜχα γιατß την Ýβρισκε πολý ωραßα. Κι ο Νßνος με Ýξυπνο παζÜρεμα κατÜφερε τελικÜ τον Νικüλα να του προσφÝρει ως αντÜλλαγμα το ραδιüφωνü του. Ο Νßνος κρυφογελοýσε απü μÝσα του γιατß εßχε φυσικÜ ρßξει τον Νικüλα. Κλεßσανε τη δουλειÜ.
     Τüτε üμως διαπιστþθηκε πως ανÜμεσα στην εικüνα και τον καμωμÝνο απü χαρτüνια τοßχο, υπÞρχε Ýνα χαρτονüμισμα. Ο Νßνος δεν Þξερε τßποτα γι' αυτü. Κι Ýτσι βγÞκε χαμÝνος εκεßνος κι αυτü του κακοφÜνηκε. ΖÞτησε χωρßς περιστροφÝς απü τον Νικüλα να του δþσει τα λεφτÜ πßσω. Ο Νικüλας αρνÞθηκε κι ο Νßνος δε θÝλησε να τον ξανασερβßρει. ¸τσι λοιπüν εßχεν αρχßσει ο καυγÜς. ¼ταν οι δυο τους ξεκαθαρßσανε την υπüθεση και βρÞκανε τα αßτια, μεßνανε για λßγο σιωπηλοß. Και τüτε ο Νßνος ρþτησε:
- Και τþρα πες μου τßμια, Νικüλα. ¹ξερες γι' αυτÜ τα λεφτÜ προτοý κÜνουμε την ανταλλαγÞ;
- ΦυσικÜ και το 'ξερα, διαφορετικÜ δε θα την Ýκανα.
- Τüτε πρÝπει να παραδεχτεßς πως με κορüιδεψες!
- Τι μας λες; Μη μου πεις πως δεν Þξερες εσý για τα λεφτÜ!
- ¼χι, στον λüγο μου.
- Τα βλÝπεις λοιπüν; Εσý Þσουνα εκεßνος που θÝλησε να με κοροúδÝψει! Πþς αλλιþς μποροýσες να μου πÜρεις το ραδιüφωνο για Ýνα κομμÜτι
εφημερßδας που δεν εßχε καμιÜ αξßα, ε;
- Και ποý Þξερες εσý για τα λεφτÜ;
- Εßχα δει Ýνα βρÜδυ, πριν απü δυο μÝρες, Ýναν πελÜτη να τα χþνει εκεß σαν δωρεÜ στον Αú-Αντþνη.
     Ο Νßνος δÜγκωσε το χεßλι του.
- ¹ταν πολλÜ;
- Οýτε λιγüτερα οýτε και περισσüτερα απ' ü,τι στοιχßζει το ραδιüφωνü μου, αποκρßθηκε ο Νικüλας.
- Τüτε, εßπε σκεφτικüς ο Νßνος, - ολüκληρος ο καυγÜς μας γßνεται μüνο και μüνο για τον Αú-Αντþνη που Ýχω κüψει απü την εφημερßδα.
     Ο Νικüλας Ýξυσε το κεφÜλι του.
- ¸τσι εßναι, γρýλισε. Σου τον δßνω ευχαρßστως πßσω.
- ¼χι, βÝβαια, απÜντησε με πολλÞ αξιοπρÝπεια ο Νßνος. ΑνταλλαγÞ σημαßνει ανταλλαγÞ! Για τους τßμιους ανθρþπους φτÜνει να δþσεις το χÝρι σου!
     Και ξαφνικÜ βÜλαν μαζß τα γÝλια. ΚατÝβηκαν τα πÝτρινα σκαλιÜ, συναντÞθηκαν στη μÝση της χορταριασμÝνης κυκλικÞς σκηνÞς, αγκαλιαστÞκανε και βÜλθηκαν να χτυποýν ο Ýνας τη πλÜτη του Üλλου. ¾στερα Ýπιασαν και οι δυο αγκαζÝ τη Μüμο και της εßπαν:
- Σ' ευχαριστοýμε πολý!
     Αφοý φýγανε, Ýπειτα απü κÜμποση þρα, η Μüμο συνÝχιζε να τους χαιρετÜ για πολý ακüμα. ¹ταν πολý ευχαριστημÝνη που οι δυο της φßλοι εßχαν πÜλι φιλιþσει.
     Μια Üλλη φορÜ Ýνα αγορÜκι τÞς Ýφερε το καναρßνι του που δεν εννοοýσε να κελαηδÞσει. Αυτü Þταν για τη Μüμο Ýνα πολý πιο δýσκολο πρüβλημα. ΑναγκÜστηκε να το παρακολουθεß μια ολüκληρη εβδομÜδα, μÝχρι που αυτü Üρχισε επιτÝλους να τιτιβßζει και να τραγουδÜει δυνατÜ. Η Μüμο τοýς Üκουγε üλους, σκýλους και γÜτες, τζιτζßκια και βατρÜχια, ακüμα και τη βροχÞ και τον αÝρα μÝσα στα δÝντρα. Κι ο καθÝνας τους της
μιλοýσε με τον δικü του τρüπο.
     ΜερικÜ βρÜδια, üταν üλοι οι φßλοι της εßχαν φýγει για το σπßτι τους, Ýμενε καθισμÝνη για πολλÞ þρα ακüμα ολομüναχη στον μεγÜλο πÝτρινο κýκλο του αρχαßου θεÜτρου, με τον ουρÜνιο θüλο κεντημÝνο με λαμπερÜ αστÝρια να υψþνεται απü πÜνω της, κι αφουγκραζüταν τη μεγÜλη σιγÞ. Και τüτε της φαινüταν πως καθüταν μÝσα στη κþχη ενüς μεγÜλου αυτιοý που Þταν στραμμÝνο προς τον κüσμο των Üστρων και αφουγκραζüταν. Και
της φαινüταν σαν ν' Üκουγε μια σιγανÞ κι üμως πολý επιβλητικÞ μουσικÞ, που μ' Ýναν παρÜξενο τρüπο μιλοýσε κατευθεßαν στη καρδιÜ της. ΤÝτοιες νýχτες Ýβλεπε πÜντοτε ξεχωριστÜ üνειρα. Κι αν κÜποιος εξακολουθεß να πιστεýει πως το ν' ακοýς Ýναν Üλλο να μιλÜ δεν εßναι τßποτα το σπουδαßο, ας δοκιμÜσει αν μπορεß να τα καταφÝρει το ßδιο καλÜ.
...
          (τÝλος αποσπÜσματος)




 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers