Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

Ο Σερβιτόρος

     Εδώ κι εφτά χρόνια, κάνω το σερβιτόρο. Τα πέντε τελευταία σερβίρω σ' ένα κλαμπ στο Μοναστηράκι. Δεν έχω παράπονο, τα λεφτάκια είναι καλά, αν και πολλές ώρες ορθοστασία.
     Ήρθα στην Αθήνα πριν εννιά χρόνια περίπου, σαν επιτυχών στις πανελλήνιες, σε κάποια σχολή Τ.Ε.Ι. που ούτε θυμάμαι καλά-καλά το αντικείμενό της. Είχα δηλώσει θυμάμαι, οικονομικά, στο πανεπιστήμιο μα τελικά ...αστόχησα! Όχι πως μ' ένοιαξε και πολύ δηλαδή... 'Αλλωστε, τα πτυχία δεν είναι το παν σ' αυτή τη ζωή. Το παν είναι να περνάς καλά και φυσικά να 'χεις τα μέσα γι' αυτό.
     Γράφτηκα λοιπόν στη σχολή κι έκτοτε πήγαινα μόνο στις εγγραφές των ενδιάμεσων εξαμήνων. Έπιασα μια μικρή γκαρσονιέρα κάπου στα Θυμαράκια και ...πέρναγα καλά. Κοντά δυο χρονάκια, το γλέντησα με τη ψυχή μου. Οι γονείς μου, μπορεί να μην ήσαν πλούσιοι, μα δεν ήσαν και φτωχοί. Ο πατέρας, μου 'χε δηλώσει πως θα χρηματοδοτήσει μηνιαίως μ' ένα λογικό ποσό, για νοίκι φαΐ και λοιπά, όσα χρόνια θα διαρκέσει -χωρίς απώλειες- η σχολή που επέλεξα. Επέλεξα... μια κουβέντα είναι αυτή... μα... τέλος πάντων! Έκανα τη πάπια γιατί είχα κι άλλες δυο αποτυχημένες προσπάθειες στις εξετάσεις κι αυτή ήταν η τρίτη κι ...φαρμακερή. "Δε βαριέσαι" σκέφτηκα, "τέσσερα χρονάκια τζάμπα διασκέδαση και μετά ...βλέπουμε".
     Έτσι κι έγινε, μα πάνω στα δυο χρόνια κραιπάλης, είχα αρχίσει να δημιουργώ μικροχρέη, γιατί το έμβασμα, παρόλο που διανθιζόταν με χαρτζιλίκια από μητέρα και παππουδογιαγιάδες, έμοιαζε πάντα μικρότερο. Πληθωρισμός, αύξηση αναγκών, κορίτσια κλπ μ' ανάγκασαν να βρω δουλειά, κρυφά από τους γονιούς μου, μη χάσω και το έμβασμα! Η μόνη δουλειά που 'ξερα και μπορούσα να κάνω ήταν αυτή του σερβιτόρου. Αρχικά σ' ένα συνοικιακό καφενεδάκι κάπου στα Πατήσια, κοντά στη γκαρσονιέρα μου! Το 'χε ένας γεράκος και μάλλον με πήρε από λύπηση. Μου 'μαθε τα βασικά της δουλειάς που τελικά -πράμα παράξενο- μου άρεσε.
     Δουλειά πολλή δεν είχαμε κι έτσι είχε χρόνο να με μαθαίνει και παράλληλα να μου λέει τις φιλοσοφίες του. Πρέπει να 'τανε πολύ σοφός άνθρωπος. Εμένα φυσικά τότε, από το 'να μου μπαίνανε κι από τ' άλλο μου βγαίνανε. Εννοώ εκείνα που δεν αφορούσαν τη δουλειά. Ωστόσο πρέπει να πω, πως ίσως έτσι να μου φαινόταν τότε, γιατί πολλές φορές και σ' ανύποπτο χρόνο, έρχονται στη μνήμη μου, λόγια του, που τα θεωρούσα ξεχασμένα ή μη καταγραμμένα.
     Εκείνη την εποχή, τα 'χα θυμάμαι, μ' ένα κορίτσι και την είχα ψιλοδαγκώσει τη λαμαρίνα, που λένε. Εκείνος, μ' είχε ψυλλιαστεί σχεδόν αμέσως κι είχε αρχίσει τα ...σοφά του. Εγώ πονούσα, υπέφερα θυμάμαι, από τα γυναικεία της τσαλίμια κι αυτός έλεγε... έλεγε... Ποιός τον άκουγε; Τέλος πάντων, πολυλογώ. Το 'χω αυτό το κουσούρι κι όλοι μου λένε να το κόψω μα δε κόβεται το χούϊ, το ρημάδι. Τώρα πια ξέρω καλά: Μόνον ο Θάνατος θα μας χωρίσει... Τι έλεγα λοιπόν; Α ναι!
     Σε δυο χρόνια μου 'δωσε πασαπόρτι, γιατί θα το 'κλεινε, λόγω υγείας. Έμαθα πως πέθανε, ένα χρόνο αργότερα, από 'κείνη την εποχή. Δε λυπήθηκα και πολύ. Μόνος, ένα κούτσουρο ήταν κι απ' όσο μπορώ να καταλάβω τώρα πιά, ήταν ήδη νεκρός πολύ πριν. Ένα μεγάλο μέρος του είχε πεθάνει, πολλά χρόνια πριν, μαζί με τη γυναίκα του. Δε ξέρω αν ήσαν παντρεμμένοι ή όχι. Δε ξέρω αν ήταν ζωντανή ή νεκρή! Βλέπετε, ποτέ δε μιλούσε ανοιχτά γι' αυτό κι εγώ από τα ελάχιστα που 'λεγε, συγκράτησα τα ...ελάχιστά τους. Πάλι φλυαρώ... 'Ατιμο συνήθειο...
     Όταν πήρα το πασαπόρτι, πήρα μαζί και μια σύστασή του, για το μαγαζί που εργάζομαι τώρα. Εκεί, μόλις άκουσαν τ' όνομά του, δέχθηκαν να με δοκιμάσουν αμέσως. Έτυχε να 'χω και τα προσόντα, που έτυχε να ζητάνε... Προσόντα! Χα χα... Δηλαδή -αυτό δε σας το 'πα και με το παρδόν-, είμαι ψηλός, λεπτός κι αρκετά εμφανίσιμος νεαρός. Ήξερα και τη δουλειά, τους έλλειπε κι άτομο εκείνη ειδικά την εποχή, μα και πάλι πιστεύω, πως αν πήγαινα χωρίς τη σύστασή του, δε θα 'χα καμμιά τύχη. Με τη φλυαρία μου θα ξεχάσω τελικά το λόγο που γράφω αυτά τα λόγια... Ε λοιπόν...
     Ήταν ένα ζευγαράκι, -ζευγαράκι, τρόπος του λέγειν-, γιατί ήσαν μεγαλούτσικοι: Εκείνος περασμένα τα σαράντα κι εκείνη τα κοντοζύγωνε. Πρωτόρθαν εκεί που δούλευα, μια κρύα Φλεβαριάτικη βραδιά. Εκ πρώτης όψεως -που λένε- δε μου 'καναν ιδιαίτερη εντύπωση, παρόλο που κι οι δυό με καλησπερίσανε, πράμα ασυνήθιστο. Πήγα στο τραπέζι τους, κοίταξα ερωτηματικά τον άντρα, λέγοντας το χιλιοειπωμένο "τι θα πάρετε;". Τότε πρόσεξα, πως εκείνος στράφηκε μ' ένα γλυκό βλέμμα και κοίταξε το ταίρι του, αγγίζοντάς την με τις άκριες των δαχτύλων, ερωτηματικά. Μου 'κανε τρομερή εντύπωση αυτό. Εκείνη τον κοίταξε γελαστή και ζήτησε μια σκέτη βότκα μ' ένα παγάκι. Γύρισε προς το μέρος μου γελαστός και χαρούμενος κι αυτός και μου 'πε, με μια εύηχη καθαρή φωνή:
 -"Μια βότκα σκέτη μ' ένα παγάκι και μια βότκα πορτοκάλι αλλά", ...στο σημείο αυτό, μου χαμογέλασε συνομωτικά και πρόσθεσε... "με υπερισχύον, σαφώς, το πορτοκάλι, σας παρακαλώ"! και καθώς έστρεφα να δώσω τη παραγγελία, πρόλαβα να δω 'κείνη να τον κοιτά ζεστά, γελαστά στα μάτια και να του χαϊδεύει το χέρι. Τη φίλησε στο στόμα κι εγώ έφυγα προς το μπαρ. Μου 'χαν τραβήξει τη προσοχή, αλλά θα τους ξέχνουσα. Βλέπετε, μπαίνει πολύς κόσμος εδώ μέσα τόσα χρόνια και φυσικά, κυρίως ζευγαράκια.
     Είναι λοιπόν άξιο να καταγραφούν, κάποια στιγμή, τα είδη των ζευγών αυτών. Αν είχα διάθεση κι ήξερα να γράφω καλά, φυσικά με το αζημείωτο, θα 'κανα τούτη τη καταγραφή-μελέτη. Μα βαριέμαι θανάσιμα κι άλλωστε δε μου πέφτει λόγος. Πάντως έτσι ενδεικτικά θα πω, πως μερικά είναι φασαριόζικα, άλλα ήρεμα κι αδιάφορα μεταξύ τους, άλλα ψιλοκουβεντιάζουν, άλλα λικνίζονται με τους ήχους της μουσικής, άλλα μπορεί να μαλλώνουν, μα κανένα δεν ήταν σαν αυτούς τους δυό. Ήρεμοι, γλυκείς, ευγενικοί, γελαστοί ερωτευμένοι και συμπαθητικοί.
     Πήγα τη παραγγελία, ακριβώς όπως τα 'χανε παραγγείλει, -το φρόντισα προσωπικώς και να ξέρετε, γίνεται αυτό- κι ένα μπωλάκι με "νάτσος". Ήταν φυσικά, αγκαλιασμένοι και μόλις έφτασα, χωριστήκαν και με ευχαρίστησαν κι οι δυό τους. Στράφηκα στον άντρα, δήθεν συνομωτικά και του 'πα:
 -"Η βότκα σας με υπερισχύον το πορτοκάλι κύριε, όπως τη ζητήσατε..."
 -"Ω σας ευχαριστώ πολύ κύριέ μου", είπε κι εκείνος μισοαστεία-μισοσοβαρά και πάλι στράφηκε στο κορίτσι του βυθίζοντας τα μάτια μέσα στα δικά της. Όσο πηγαινοερχόμουν για τις παραγγελίες, δε σας κρύβω πως τους κοιτούσα. Ήταν πάντα κοντά-κοντά κι αρκετές φορές φιλιόντουσαν με πάθος. Αργότερα πήραν άλλη μια γύρα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα ίδια λόγια.
     Κάποια στιγμή ζήτησαν λογαριασμό, πλήρωσε ο άντρας, αφήνωντας καλό πουρμπουάρ κι έφυγαν. Τη κρατούσε από τη μέση κι εκείνη είχε αφεθεί πάνω του. Τότε, όταν έφευγαν, κατάφερα να τους προσέξω καλύτερα. Δεν ήσαν ιδιαίτερα όμορφοι οι δυό τους. Απλά συμπαθητικοί. Μετρίου αναστήματος αυτός, λεπτός, με καραφλίτσα και κοντοκουρεμένα μαλλιά. Μικροκαμωμένη εκείνη, με γυαλάκια και μακριά, όμορφα, σκούρα, σπαστά μαλλάκια.
     Πέρασαν καναδυό βδομάδες -πάλι Σαββατόβραδο θα 'τανε θυμάμαι- μου ξανά 'ρθαν! Τους θυμήθηκα αμέσως παρόλο που δεν είναι εύκολο αυτό στη δουλειά μου κι έχω κακή μνήμη. Πάλι το ίδιο σκηνικό, αλλ' αυτή τη φορά τον πρόλαβα:
 -"Με υπερισχύον το πορτοκάλι, έτσι;" Εκείνος τα 'χασε! Θα πίστευε -και σωστά- πως δε θα τον θυμόμουν. Ωστόσο συνήλθε γρήγορα κι είπε:
 -"Πάντα"! χαμογέλασε και γύρισε στη κοπελιά του. Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να προλάβω τυχόν παρατήρηση, πως θυμάμαι μόνο ότι συμφέρει και με βολεύει! Δε τους θυμήθηκα για το φιλοδώρημα! Πολλοί αφήνουν. 'Αλλοι λίγο, άλλοι πολύ, άλλοι καθόλου κι άλλοι υπερβολικά πολύ!
     Είμαι εναντίον της πολιτικής των μαγαζιών που βάζουν υποχρεωτικό φιλοδώρημα. Τούτο, γιατί σέβομαι -ναι καλά ακούτε: σέβομαι- τη δουλειά μου! Το φιλοδώρημα θα πρέπει κανείς να το αξίζει και να το κερδίζει. Αν δίνεις φιλοδώρημα έτσι απλά, τότε χαλάς τη πιάτσα! Χαλάς το σερβιτόρο, που μαθαίνει -λάθος- πως ότι κι αν κάνει, καλά ή κακά, θα πάρει! Ενώ παράλληλα ένα καλό, τον χαλά, γιατί βλέπει πως δε χρειάζεται καν να 'ναι καλός. Τέλος πάντων κλείνω τη παρένθεση και συνεχίζω...
     Πάλι το ίδιο σκηνικό, με τα "νάτσος", γιατι ...ξέχασα να σας πω το πιο παράξενο: Τη πρώτη φορά, που τους κοίταζα όταν εύρισκα ευκαιρία, πρόσεξα μ' έκπληξη μου, πως εκείνος βουτούσε ένα μέσα στη βότκα του και μετά πρόσφερε τη βρεμένη άκρη του στη κοπελιά. Επείτα έκανε κι εκείνη το ίδιο κι αμέσως μετά φιλιόντουσαν!
     Αυτή η τόσο -ας πούμε- μικρή λεπτομέρεια, μ' έκανε να δω τα πράματα αλλοιώς. Οφείλω να μολογήσω, πως το δοκίμασα, καθαρά από περιέργεια και πριν συνεχίσω, θέλω να προσπαθήσω να σας το περιγράψω και μη πιστέψετε πως είναι από την ακατάσχετη φλυαρία μου. Η βότκα είναι τραχιά και σκλήρη με τη γλώσσα, το πορτοκάλι γλυκό και το "νάτσος" αρμυρό και τραγανό. Όταν λοιπόν έβρεξα ένα, μέσα σε βότκα που 'χα προσθέσει πιότερη πορτοκαλάδα και το 'φερα στο στόμα -πριν μουλιάσει εννοείται- δαγκώνοντάς το, ένιωσα πάνω στη γλώσσα χίλιες μικρές ευχάριστες εκκρήξεις. Πάντως είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον σύνολο κι αν προσθέσουμε πως ήταν κι ερωτευμένοι κι άγγιζαν τις γλώσσες τους έτσι, θα 'ταν κι αφροδισιακό, φαντάζομαι!
     Έρχονταν λοιπόν μερικές φορές και πάντα γίνονταν τα ίδια. Κάποια στιγμή μάλιστα, για να τους ..."πειράξω", αντί για νάτσος, τους πήγα φυστίκια! Δοκίμασαν μα ...δε τους άρεσε και πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να πειράξουν ποτό και μπωλ! Έκαναν ένα μικρό ...συμβούλιο και με ξαναφώναξαν διακριτικά:
 -"Ξέρετε...", μου 'πε 'κείνος, ευγενέστατος πάντα, "μήπως μπορείτε παρακαλώ, να πάρετε αυτό το μπωλ με τα φυστίκια και να μας φέρετε ένα άλλο με νάτσος"; Τότε έσκυψα χαρούμενος, αγγίζοντάς τον στον ώμο και του 'πα:
 -"Κρατήστε το. Θα σας φέρω ένα άλλο με νάτσος"! Χαμογελάσανε κι οι δυό ευτυχείς μα 'κείνη έδειξε έκπληκτη, επίσης.
     Ήταν προχωρημένη 'Ανοιξη πια. Είχανε φτιάξει οι μέρες κι οι νύχτες κι έτσι είχαμε βγάλει τραπεζάκια έξω, όπως κάθε χρόνο. Εκείνοι φυσικά καθόντουσαν μέσα, όταν όμως έφυγαν κι έτυχε να βρίσκομαι έξω για μια παραγγελία, τους είδα λίγο πιο πέρα... Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ακούμπησε σ' ένα πεζούλι, γύρω στο μισό μέτρο ύψος. Την αγκάλιασε έτσι, όσο έφτανε κι έπειτα την άφησε να κατεβαίνει έτσι, αργά-αργά, μέχρι που έφτασαν τα χείλια της στο ύψος των δικών του. Τα κόλλησε εκεί κι άρχισε να τη περπατάει έτσι... Στράφηκα στη δουλειά μου μη δώσω λαβή για σχόλια γύρω, μα και στο Αφεντικό να μου βάλει χέρι κι όταν ξανακοίταξα προς τα 'κει, είχανε φύγει πια!
     Έκανα κάμποσο να τους δω. Είχα αρχίσει να κοιτάζω πιο προσεκτικά τ' άλλα ζευγάρια αν κι όπως είπα και πριν, είχα ήδη δει πολλά. Χασμουριόνται, λογοφέρνουν, χαμουρεύονται απροκάλυπτα κι ένα σωρό, μα τη λεπτότητα, τη ζεστασιά και την ομορφιά τούτου του ώριμου ζευγαριού, δύσκολα τη συναντά κανείς. Μερικές φορές ο άντρας κάνει το μάγκα, άλλες πάλι, η γυναίκα φλυαρεί κι ένα σωρό τέτοιες πληκτικές αηδίες, μα 'κείνοι θαρρείς, είχανε μιαν αύρα ολόγυρα, που τους περιέβαλλε και καθαγίαζε ότι και να 'καναν, αν και να ξηγιόμαστε, ποτέ δε ξεπέρασαν τα όρια! Έπειτα, ήταν αυτή η γλύκα, η ευγένεια, αυτού του άντρα, που ήταν σα ...μεταδοτική!
     Πάνω που 'χα αρχίσει να πιστεύω πως είχαν χαθεί μέσα στη βουή της αχανούς κι άπονης τούτης πόλης, όπως τόσος κόσμος, να τους πάλι Σαββατόβραδο! Πάλι τα ίδια και τα ίδια μα τούτη τη φορά, κάτι είχε αλλάξει και φαινόταν. Εκείνος έλεγε... έλεγε... αυτή άκουγε συνοφρυωμένη, σιωπηλή. Κάποια στιγμή, σηκώθηκε όρθιος και χειρονομώντας ύψωσε κάπως τη φωνή. Δε βρίζονταν, δε καυγάδιζαν, όχι, Μάλλον προσπαθούσε να τη πείσει για κάτι. Τέλος πάντων, χωρίς ν' αλλάξουν πρόγραμμα, -πίνανε πάντα από τα ίδια δύο ποτά με τα νάτσος-, με πλήρωσαν με καλό πουρμπουάρ κι έφυγαν. Αυτή τη φορά, όχι πιασμένοι αγκαλιά. Κάτι είχε σπάσει. Δεν είχαν πια την αύρα γύρω τους! Εκείνο το βράδυ ένιωσα τόσο παράξενα...
     Χαθήκανε πάλι αρκετό διάστημα. Μια προχωρημένη νύχτα καθημερινή, τον είδα να 'ρχεται ολομονάχος -τη λέξη κυριολεκτικά παρακαλώ: ολομόναχος- και πλησίασα γελαστός. Ήταν συσπασμένο το πρόσωπό του. Ίσως να 'χε κλάψει, δε παίρνω όρκο, ωστόσο κατέβαλλε φιλότιμη προσπάθεια να χαμογελάσει. Πάλι ευγενικός αν και λυπημένος, ξεκίνησε να λέει "μιά βότκα..." μα τον έκοψα χαμογελαστά, για να τον κάνω να νιώσει όμορφα:
 -"Ξέρω... ξέρω κύριε... μια βότκα με υπερισχύον πορτοκάλι" κι ευτυχώς χωρίς να προσθέσω και τα νάτσος. Με κοίταξε θλιμένα:
 -"Όχι φίλε μου. Σήμερα θέλω μια βότκα με υπερισχύουσα ...βότκα και χωρίς νάτσος, παρακαλώ"! Τότε βεβαιώθηκα! Τον άγγιξα στον ώμο -πρέπει να πω, πως δε συνήθιζα ν' αγγίζω κανέναν και δεν το 'χω ξανακάνει έκτοτε- του πέταξα ένα, "μείνετε ήσυχος κύριε" κι έφυγα. Πήγα τη παραγγελία και τον είδα να κοιτάζει βουβός το κινητό του. Παρατηρούσα έπειτα να στέλνει που και που μηνύματα. Ύστερα μου γύρεψε άλλη μια βότκα κι όταν τη πήγα, αποτόλμησα να του κάνω μιαν ερώτηση, που τώρα μου φαίνεται εντελώς μα εντελώς ηλίθια:
 -"Γιατί να χάνεται, να πεθαίνει ο Έρωτας, κύριε"; Γύρισε, με κοίταξε, έντονα -πρέπει να 'χε ζαλιστεί, φαίνεται πως τον έπιανε το σκέτο αλκοόλ- και μου 'πε σχεδόν θυμωμένα:
 -"Όχι κύριε! Λάθος! Δε χάνεται μήτε πεθαίνει ποτέ ο Έρωτας. Απλά, εμείς οι άνθρωποι αλλάζουμε. Εμείς κι οι συσχετισμοί"! Χωρίς να μου δώσει άλλο σημασία, έσκυψε στο κινητό, στο τσιγάρο -κάπνιζε το 'να πάνω στ' άλλο- και στο ποτό του. Τότε έφαγα τη "φλασιά"...! Κάτι παρόμοιο, όχι όμως με τις ίδιες λέξεις, μου 'χε πει κι ο γέρο-σοφός στα Πατήσια. Ήταν ένα από τα ελάχιστα που 'χα ξεχάσει. Από κείνα που 'λεγε για το δικό του ταίρι. Τότε θυμήθηκα -ανάθεμα το σουρωτήρι μυαλό και την αδύνατη μνήμη μου-, όταν μου 'πε να φύγω κι ότι θα κλείσει λόγω ύγειας το μαγαζί, πως προσπάθησα να τον παρηγορήσω:
 -"Μη σκάτε και θα ζήσετε πολλά χρόνια, έννοια σας και το μαγαζί θα το ξανανοίξουμε μαζί"! Τότε γύρισε και με κοίταξε, όπως τώρα τούτος 'δω ο άντρας και μου 'πε θλιμμένα:
 -"Έννοια σου και δε μπορώ να ξαναπεθάνω. Μια φορά κανείς πεθαίνει" και χαμογέλασε με προσπάθεια, κάνοντας πως αστειεύεται!
     Έπειτα από ένα τρίτο ποτό -πρώτη φορά- κι αρκετή ώρα, ο άντρας άφησε στο τραπεζάκι τα χρήματα με το καλό πουρμπουάρ και σηκώθηκε να φύγει. Πήγα κοντά ο ηλίθιος, να τον καληνυχτίσω, ενώ ήταν προφανές πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Ωστόσο, προς τιμήν του, πάλι γέλασε με προσπάθεια, με καληνύχτισε κι αυτός και μου 'πε, υπερθεματίζοντας:
 -"Ο Έρωτας δε πεθαίνει κύριε... Οι άνθρωποι ναι..."!
     "...και χάνονται"! προσέθεσα κι εγώ από μέσα μου! Πράγματι δε τον ξανάδα. Δε ξέρω, ίσως κάποια φορά ξανάρθει. Ίσως τα ξεχάσω όλα τούτα. Γι' αυτό είπα να τα γράψω. Γι' αυτό και για έναν άλλο λόγο... Αχ αλήθεια... γιατί άλλο τα 'γραψα; Δε θυμάμαι πλέον... Φλύαρος και ξεχασιάρης σερβιτόρος, πλην όμως αρκετά καλός στη δουλειά μου κι εμφανίσιμος παρακαλώ...

  "Για το φιλοδώρημα,
   τη μνήμη
                                      Αύγουστος 2002                              
   και τον θάνατο..."

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers