Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Φανταστικό 

Hill Joe (Joseph Hillstrom King): Ο Μπόμπυ Κονρόυ Επιστρέφει Από Τους Νεκρούς

             Ο Μπόμπυ Κονρόυ Επιστρέφει Από Τους Νεκρούς

     Ο Μπόμπυ δεν τη γνώρισε στην αρχή. Ήτανε πληγωμένη, όπως αυτός. Οι πρώτοι τριάντα που φτάσανε γεμίσανε πληγές. Ο Τομ Σαβίνι τις έφτιαχνε μονάχος του. Το πρόσωπό της ήταν ασημί-μπλε, τα μάτια της βυθισμένα σε σκοτεινές κοιλότητες κι εκεί που ήτανε το δεξί της αυτί ήταν μια τραχειά τρύπα, ένα κενό που αποκάλυπτε ένα κομμάτι υγρού κόκκινου οστού. Κάθισαν σε μια ξέχωρη αυλή στον πέτρινο τοίχο γύρω από το συντριβάνι, που όμως ήταν απενεργοποιημένο. Είχε τις σελίδες της ακουμπισμένες στο ένα γόνατο -τρεις σελίδες όλες κι όλες, στιβαγμένες μεταξύ τους- και τις κοιτούσε, συνοφρυωμένη, συγκεντρωμένη στην ανάγνωση τους. Ο Μπόμπυ είχε διαβάσει ήδη τις δικές του, ενώ περίμενε στην ουρά για να μπει στο μακιγιάζ.

     Το τζην της του θύμιζε τη Χάριετ Ράδερφορντ. Υπήρχανε μπαλώματα παντού, που μοιάζανε σαν να 'τανε φτιαγμένα από μαντήλια. τετράγωνα από κόκκινο και σκούρο μπλε, με τυπωμένα μοτίβα paisley. Η Χάριετ φορούσε πάντα τέτοια τζην. Μπαλώματα ραμμένα στον πισινό του Levi's, ενός κοριτσιού που πάντα ερέθιζε τον Μπόμπυ. Το βλέμμα του ακολούθησε τη γραμμή των ποδιών της μέχρι εκεί που το μπλου-τζην έφτανε στον αστράγαλο και μετά στα ξυπόλητα πόδια της. Είχε βγάλει τα σανδάλια κι έμπλεκε τα δάχτυλα του ενός ποδιού στα δάχτυλα του άλλου. Όταν το είδε αυτό ένιωσε τη καρδιά του να λυώνει από ένα οδυνηρά γλυκό σοκ.
 -"Χάριετ;" είπε αυτός. "Είσαι κείνη η μικρή Χάριετ Ράδερφορντ στην οποία συνήθιζα να γράφω σέξυ ερωτικά ποιήματα";
     Τον κοίταξε λοξά, πάνω από τον ώμο της. Δεν χρειαζόταν να του απαντήσει, ήξερε ότι ήταν εκείνη. Κοίταξε για πολλή ώρα, μετρώντας το χρόνο και μετά τα μάτια της άνοιξαν λίγο πιο διάπλατα. Είχαν ένα ζωντανό, ξεπλυμένο πράσινο χρώμα, και για μια στιγμή τα είδε να φωτίζονται αναγνωρίζοντάς τον, με αδιαμφισβήτητο ενθουσιασμό. Όμως εκείνη γύρισε το κεφάλι, πίσω μελετώντας τις σελίδες της.
 -"Κανείς δεν μου έγραψε ποτέ ερωτικά ποιήματα στο γυμνάσιο", του είπε. "Θα το θυμόμουνα. Θα 'λυωνα από ευτυχία".
 -"Στο κρατητήριο. Θυμάσαι ότι είχαμε φάει δύο εβδομάδες μετά το σκετς της μαγειρικής; Είχες ένα αγγούρι σκαλισμένο σαν πέος κι είπες ότι έπρεπε να βράσει για μια ώρα στ' αχαμνά σου και το κόλλησες στο παντελόνι σου. Ήταν η καλλίτερη στιγμή στην ιστορία του Die Laughing Comedy Collective".
 -"Όχι. Έχω καλή μνήμη και δεν θυμάμαι αυτόν τον κωμικό θίασο". Κοίταξε πίσω τις σελίδες που ήταν ισορροπημένες πάνω της γόνατο. "Θυμάσαι καμμίαν άλλη λεπτομέρεια γι' αυτά τα υποτιθέμενα ποιήματα";
 
 -"Τί εννοεις";
 -"Μια γραμμή. Ίσως αν μπορούσες να θυμηθείς κάτι για ένα απ' αυτά τα ποιήματα -ένα στίχο έστω, από κείνους που ραγίζουνε καρδιές- αυτό θα με πλημμύριζε αναμνήσεις".
     Στην αρχή δεν ήξερε αν μπορούσε. Τη κοίταξε ανέκφραστα, με τη γλώσσα του πίεσε στο κάτω χείλος του, προσπαθώντας ν' ανακαλέσει κάτι στη μνήμη του μα το μυαλό του άδειο τελείως. Μετά άνοιξε το στόμα του κι άρχισε να μιλάει, θυμούμενος καθώς προχωρούσε:
 -"Μου αρέσει να σε βλέπω στο ντους.
ελπίζω να μην είναι πρόστυχο...".
 -"...Αλλά όταν σε βλέπω να σαπουνίζεις τα στήθη σου, καβλώνω στο τζην μου!" Συμπλήρωσε η Χάριετ κλαίγοντας και γυρνώντας προς το μέρος του, συνέχισε: "Μπόμπυ Κονρόυ, διάολε, έλα εδώ και πάρε με αγκαλιά χωρίς να μου χαλάσεις το μακιγιάζ".
    Έσκυψε πάνω της κι έβαλε τα χέρια του γύρω από τη στενή της πλάτη. Έκλεισε τα μάτια του και σφίχτηκε, νιώθοντας παράλογα χαρούμενος, ίσως το πιο χαρούμενο που είχε νιώσει από τότε που επέστρεψε με τους γονείς του. Δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα στη Μονροβίλ που να μη σκέφτηκε να τη δει. Είχε κατάθλιψη, την ονειρευόταν, ιστορίες που ξεκινούσαν ακριβώς από αυτή τη στιγμή -ή όχι ακριβώς αυτή τη στιγμή, δεν τους είχε φανταστεί και τους δύο φτιαγμένους σαν μερικώς αποσυντιθέμενα πτώματα, αλλά αρκετά κοντά. Όταν ξυπνούσε κάθε πρωί, στη κρεβατοκάμαρά του πάνω από το γκαράζ των γονιών του, ένιωθε επίπεδος κι άτονος.
     Ξάπλωνε στο γεμάτο σβώλους στρώμα και κοίταζε τους φεγγίτες από πάνω. Οι φεγγίτες ήταν γαλακτώδεις με σκόνη, και μέσα τους κάθε ουρανός φαινόταν ο ίδιος, ένα ήπιο, άμορφο λευκό. Τίποτα μέσα του δεν ήθελε να σηκωθεί. Αυτό που το έκανε χειρότερο ήταν ότι θυμόταν ακόμα πώς ήταν να ξυπνά στο ίδιο κρεβάτι με την αίσθηση ενός εφήβου για τις απεριόριστες δυνατότητές του, να ξυπνά γεμάτος ενθουσιασμό για τη μέρα. Αν ονειρευόταν ότι θα ξανασυναντούσε τη Χάριετ και θα ξανάπεφτε στη παλιά τους σχέση -κι αν αυτές οι πρωινές ονειροπολήσεις γίνονταν μερικές φορές ρητά σεξουαλικές, αν θυμόταν ότι ήταν μαζί της στο υπόστεγο του πατέρα της, τη πλάτη της στο λεκιασμένο τσιμέντο, τα πολύ αδύνατα πόδια της τραβηγμένα ανοιχτά, με τις κάλτσες της ακόμα -τότε τουλάχιστον ήταν κάτι που φλόγιζε λίγο το αίμα του, τον ωθούσε. Όλες οι άλλες ονειροπολήσεις του είχαν αγκάθια. Ο χειρισμός τους απειλούσε δημιουργώντας πάντα έναν ξαφνικό οξύ πόνο.
     Κρατούσαν ακόμη ο ένας τον άλλον όταν μίλησε ένα αγόρι, κοντά.
 -"Μαμά, ποιον αγκαλιάζεις";
     Ο Μπόμπυ Κόνροϊ άνοιξε τα μάτια του, έστρεψε το βλέμμα προς τα δεξιά. Ήταν ένα μικρό γαλαζοπράσινο νεκρό αγόρι με ανοιχτόμαυρα μαλλιά κοιτάζοντάς τους επίμονα. Φορούσε ένα φούτερ με κουκούλα, η κουκούλα τραβηγμένη. Η λαβή της Χάριετ στον Μπόμπυ χαλάρωσε. Μετά, αργά, τα χέρια της απομακρύνθηκαν. Ο Μπόμπυ κοίταξε το αγόρι για μια στιγμή πιο προσεχτικά -το παιδί δεν ήταν μεγαλύτερο από έξι- και μετά πρόσεξε τη βέρα στο χέρι της Χάριετ. Ο Μπόμπυ γύρισε το βλέμμα στο παιδί και του χαμογέλασε. Ο Μπόμπυ είχε πάει σε περισσότερες από επτακόσιες οντισιόν στη διάρκεια των ετών του στη Νέα Υόρκη κι είχε έναν ολόκληρο κατάλογο με ψεύτικα χαμόγελα.
 -"Γεια σου φιλαράκο", είπε ο Μπόμπυ. "Είμαι ο Μπόμπυ Κονρόυ. Η μαμά σου κι εγώ είμαστε παλιοί φίλοι από τότε που οι μαστόδοντες ακόμα  περπάτούσανε στη γη".
 -"Μπόμπυ λένε κι εμένα", είπε το αγόρι. "Ξέρεις πολλά για τους δεινόσαυρους; Είμαι κι εγώ ένας μεγάλος φαν των δεινόσαυρων". Ο Μπόμπυ ένιωσε έναν αρρωστημένο πόνο που φαινόταν να περνάει ακριβώς από τη μέση του. Έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της -δεν ήθελε, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί- και βρήκε τη Χάριετ να τον παρακολουθεί. Το χαμόγελό της ήταν ανήσυχο και πιεσμένο.
 -"Το διάλεξε ο άντρας μου", είπε. Για κάποιο λόγο του χτυπούσε το πόδι. "Από ένα Γιάνκη. Είναι από το Όλμπανι βασικά".
 -"Ξέρω για τα μαστόδοντα", είπε ο Μπόμπυ στο αγόρι, έκπληκτος όταν άκουσε τη φωνή του όπως ακριβώς τότε. "Μεγάλοι τριχωτοί ελέφαντες στο μέγεθος σχολικών λεωφορείων. Κάποτε περιπλανήθηκαν σ' ολόκληρο το οροπέδιο της Πενσυλβάνια κι έφυγαν στα ορεινά, χέζοντας παντού, ένα από τα σκατά αργότερα έγινε το Πίτσμπουργκ".
     Το παιδί χαμογέλασε κι έριξε μια γρήγορη ματιά στη μητέρα του, ίσως για να δει την αντίδραση της με αυτή την άσκοπη αναφορά στα κακά. Εκείνη χαμογέλασε με επιείκεια. Ο Μπόμπυ είδε το χέρι του παιδιού κι οπισθοχώρησε.
 -"Ουάου! Πω πω, αυτή είναι η καλλίτερη πληγή που 'χω δει όλη μέρα. Τί είναι αυτό, ένα ψεύτικο χέρι";
     Τρία δάχτυλα λείπαν από το αριστερό χέρι του αγοριού. Ο Μπόμπι το άρπαξε και το τράβηξε, περιμένοντας να ξεκολλήσει. Αλλά ήτανε ζεστό και σάρκινο κάτω από το μπλε μακιγιάζ και το παιδί το τράβηξε από τη λαβή του Μπόμπυ.
 -"Όχι", είπε. "Είναι απλώς το χέρι μου. Έτσι είναι".
     Ο Μπόμπυ κοκκίνισε τόσον έντονα μέχρι τ' αυτιά και μέσα του ευχαρίστησε το μακιγιάζ που κάλυψε τη ταραχή του. Η Χάριετ άγγιξε τον καρπό του Μπόμπυ.
-"Πραγματικά του λείπουν αυτά τα δάχτυλα", είπε. Ο Μπόμπυ τη κοίταξε προσπαθώντας να ζητήσει συγγνώμη. Το χαμόγελό της ήτανε λίγο νευρικό τώρα, αλλά δεν ήταν εμφανώς θυμωμένη μαζί του και το χέρι της στο μπράτσο του ήτανε καλό σημάδι.
 -"Τα κόλλησα στο τραπεζοπρίονο αλλά δεν θυμάμαι γιατί ήμουνα τόσο μικρός", εξήγησε το αγόρι.
 -"Ο Ντιν δουλεύει σε πριονιστήριο", είπε η Χάριετ.
 -"Ο Ντιν τριγυρίζει κι αυτός κάπου εδώ"; ρώτησε ο Μπόμπυ, σηκώνοντας το κεφάλι του προσπαθώντας να τονε βρει στο πλήθος αν και φυσικά δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να μοιάζει ο Ντιν της Χάριετ. Κι οι δύο όροφοι του αιθρίου στο κέντρο στο εμπορικό κέντρο ήτανε γεμάτοι με άλλους ανθρώπους σαν αυτούς, φτιαγμένους για να μοιάζουν με τους νεκρούς. Κάθονταν μαζί σε παγκάκια, ή στέκονταν μαζί σε ομάδες, κουβεντιάζοντας, γελώντας ο ένας με τις πληγές του άλλου ή κοιτούσαν τις σελίδες που τους είχανε δοθεί από το σενάριο. Το εμπορικό κέντρο ήτανε κλειστό -οι ατσάλινες πύλες κατεδαφίστηκαν μπροστά από τις εισόδους των καταστημάτων- κανένας άλλος στο μέρος εκτός από το κινηματογραφικό συνεργείο και τους νεκρούς.
 -"Όχι, μας άφησε και πήγε στη δουλειά".
 -"Κυριακάτικα";
 -"Έχει κανονικά βάρδια".
     Ήτανε τόσο καλό στήσιμο σκηνικού για μια στιγμή εκρηξης απ' όσο είχε ακούσει ποτέ κι έκανε μια παύση, αναζητώντας ακριβώς τη σωστή λέξη για τη συνέχεια. και μετά σκέφτηκε πως το να κάνει σοφές κρίσεις σχετικά με την επιλογή της δουλειάς του Ντιν στη σύζυγο του μπρος στο 5χρονο παιδί του, μπορεί να ήταν άστοχο και δεν πειράζει που αυτός κι η Χάριετ ήτανε κάποτε οι καλλίτεροι φίλοι και βασιλικό ζευγάρι του Die Laughing Comedy Collective στο τελευταίο έτος στο γυμνάσιο. Έτσι ο Μπόμπυ είπε:
 -"Καλό γι' αυτόν".
 -"Μου αρέσει το μεγάλο σκίσιμο στο πρόσωπό σου", είπε το μικρό παιδί, δείχνοντας το μέτωπο του Μπόμπυ. Είχε μια άσχημη πληγή στο τριχωτό της κεφαλής, το δέρμα ήταν ανοιχτό μέχρι το κόκκαλο. "Δεν νομίζεις ότι ο τύπος που μας έκανε νεκρούς ήτανε κουλ";
     Ο Μπόμπυ είχε όντως αναστατωθεί λίγο από τον Τομ Σαβίνι, που συνέχιζε να αναφερόταν σ' ένα ανοιχτό βιβλίο με φωτογραφίες αυτοψίας ενώ εφάρμοζε το μακιγιάζ του Μπόμπι. Οι άνθρωποι σε αυτές τις φωτογραφίες, με την ακρωτηριασμένη σάρκα τους και τα χαλαρά δυστυχισμένα πρόσωπά τους, ήτανε πραγματικά νεκροί, δεν θα σηκώνονταν αργότερα για να πιουν ένα φλυτζάνι καφέ στο τραπέζι του σκηνικού. Ο Σαβίνι μελέτησε τις πληγές τους εκτιμώντας ήσυχα, όπως κάθε ζωγράφος που προετοιμάζει το θέμα της τέχνης του.


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers