ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ðáãê. ÈÝáôñï 

Barca Pedro Calderón de la: ×ñõóüò ËõñÜñçò ôçò ÐÝííáò




  Βιογραφικü

     Ο ΠÝδρο Καλντερüν ντε λα ΜπÜρκα (Pedro Calderón de la Barca y Barreda González de Henao Ruiz de Blasco y Riano), η τελευταßα μεγÜλη μορφÞ του Χρυσοý Αιþνα των ισπανικþν γραμμÜτων, γεννÞθηκε 17 ΓενÜρη 1600 στη Μαδρßτη. Γüνος παλιÜς και σεβαστÞς οικογÝνειας -ο πατÝρας του κατεßχε κυβερνητικü αξßωμα-, εκπαιδεýτηκε στο ΚολÝγιο των Ιησουιτþν της Μαδρßτης. Αργüτερα σποýδασε νομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο της ΣαλαμÜνκα, αλλÜ επιστρÝφοντας στη Μαδρßτη, αφοσιþθηκε αποκλειστικÜ στο συγγραφικü Ýργο, συμμετÝχοντας σε πολλοýς ποιητικοýς αγþνες που οργανþνονταν επ’ ευκαιρßα θρησκευτικþν εορτþν. Φημολογεßται, μÜλιστα, üτι το πρþτο του θεατρικü Ýργο το Ýγραψε σε ηλικßα δεκατριþν ετþν.
     ¸ζησε σε μια εποχÞ παρακμÞς, λßγο πριν την οριστικÞ κατÜρρευση της ισπανικÞς κοσμοκρατορßας. Ωστüσο, αυτÞ η εποχÞ του λυκüφωτος γνþρισε μια μεγÜλη πολιτισμικÞ Üνθιση, χÜρη κυρßως στην εýνοια και τη προστασßα που βρßσκαν οι ΤÝχνες στην ΑυλÞ του βασιλιÜ Φιλßππου Δ'. ¹δη απü πολý νεαρÞ ηλικßα, εßχε δεχτεß βασιλικÞ παραγγελßα να γρÜψει μια σειρÜ Ýργων για το θÝατρο του ανακτüρου του Βuen Retiro. Το 1636, ο βασιλιÜς τον τßμησε για τις υπηρεσßες του με το παρÜσημο του ΤÜγματος του ΣαντιÜγο και τον διüρισε γενικü υπεýθυνο των θεατρικþν παραστÜσεων της ΑυλÞς. Για Ýνα διÜστημα (1637-40), ακολοýθησε καριÝρα στρατιωτικοý, διαπρÝποντας σε αρκετÝς μÜχες κι εκστρατεßες. Αποστρατεýτηκε λüγω προβλημÜτων υγεßας, αλλÜ με ισüβια στρατιωτικÞ σýνταξη.
     Τα πρþτα Ýργα του Þτανε κοσμικοý χαρακτÞρα. ΑλλÜ μετÜ το θÜνατο των δýο αδελφþν του και της ερωμÝνης του το 1648, η θρησκευτικÞ σκÝψη Üρχισε να κυριαρχεß στο χειρισμü των θεμÜτων του. Το 1651 Ýγινε μοναχüς κι αργüτερα χειροτονÞθηκε ιερÝας (ακολουθþντας κι αυτüς τη πορεßα του Λüπε δε ΒÝγκα), ενþ ο βασιλιÜς τον διüρισε επßτιμο προσωπικü του εφημÝριο το 1663. ΠαρÜ τα θρησκευτικÜ του καθÞκοντα üμως, συνÝχισε ανελλιπþς το συγγραφικü του Ýργο þσπου να πεθÜνει, γρÜφοντας κÜθε χρüνο 2 autos sacramentales (μυστηριακÜ δρÜματα)* για τον ΔÞμο της Μαδρßτης.
     Ο θÜνατüς του στις 25 ΜÜη 1681, σε ηλικßα 81 ετþν. σÞμανε και το τÝλος του Χρυσοý Αιþνα του ισπανικοý θεÜτρου. Απü τα Ýργα του, σþζονται 120 comedias (κανονικÜ δρÜματα), περßπου 80 autos κι Ýνας μικρüς αριθμüς απü entremeses (κωμικÜ ιντερμÝδια) και sainetes (σýντομα φαρσικÜ μουσικÜ Ýργα). Το εßδος στο οποßο ο Καλντερüν θεωρÞθηκε ανυπÝρβλητος, Þταν το auto sacramental. ΑυτÜ τα ιδιüτυπα αλληγορικÜ δρþμενα, που παßζονταν σε Üρματα στους δρüμους και τις πλατεßες της Μαδρßτης στην εορτÞ της Αγßας ΔωρεÜς δραματοποιοýσαν τις πιο λεπτÝς πτυχÝς του καθολικοý δüγματος ως προς το μυστÞριο της Θεßας Ευχαριστßας προσωποποιþντας αφηρημÝνες Ýννοιες üπως η Πßστη, η Ελεýθερη Βοýληση, η Αλαζονεßα, κτλ. Ο Καλντερüν εßχε απ' το 1648 την αποκλειστικüτητα της συγγραφÞς αυτþν των Ýργων. Το κενü που Üφησε πεθαßνοντας, δεν το αναπλÞρωσε κανεßς, τα δε Ýργα του συνÝχισαν να παßζονται μÝχρι τα μÝσα του 18ου αι., οπüτε τα θεÜματα αυτοý του εßδους απαγορεýτηκαν ως 'κακüγουστα'.

       

     Στα κανονικÜ του δρÜματα, υιοθÝτησε τη σκηνικÞ γλþσσα του προηγοýμενου αιþνα, που εßχε εξελßξει και τελειοποιÞσει ο Λüπε δε ΒÝγκα. Δýο Þταν τα φιλολογικÜ κινÞματα που τον επηρÝασαν: 1ο, το ýφος του culteranismo, ýφος χαρακτηριστικü τοý Μπαρüκ, αντßστοιχο της γαλλικÞς preciosite και του αγγλικοý euphuism, τεχνητü κι επιτηδευμÝνο με πλÞθος μυθολογικþν αναφορþν κι ακραßων μεταφορικþν σχημÜτων, ßχνη του συναντÜμε στον εναρκτÞριο μονüλογο της ΡοζÜουρα στο "Η ZωÞ Eßναι ¼νειρο". Και 20, το κßνημα του conceptismo, που διακρινüταν για την εξαιρετικÞ καθαρüτητα, τις λεπτÝς αποχρþσεις των ιδεþν και το παιχνßδι με τις σημασßες των λÝξεων, αυτü το ýφος ταßριαζε περισσüτερο στην ιησουúτικÞ παιδεßα του Καλντερüν.
     Ως προς τη θεματολογßα, τη πλοκÞ και τους χαρακτÞρες των Ýργων του, δε διακρινüταν απü ιδιαßτερη πρωτοτυπßα και συχνÜ δανειζüταν ολüκληρα αποσπÜσματα απü Ýργα των προκατüχων του. Οι ÞρωÝς του Þτανε πιüτερο φορεßς ιδεþν παρÜ αυθýπαρκτα πρüσωπα με σÜρκα κι οστÜ. Σýμφωνα με μια ενδιαφÝρουσα αξιολüγηση του συγγραφÝα απü τους μελετητÝς του, «αν ο Σαßξπηρ κι ο ΜολιÝρος εßναι παγκüσμιοι και διαχρονικοß, κι ο Λüπε δε ΒÝγκα εßναι καθαρÜ Ισπανüς, ο Καλντερüν Ýχει ακüμη πιο περιορισμÝνη εμβÝλεια, üντας Ισπανüς που εκφρÜζει κυρßως τα αισθÞματα και τα ιδεþδη του 17ου αι.». ΑυτÜ τα ιδεþδη περιστρÝφονταν γýρω απü τρεις θεματικοýς Üξονες: 1) τη βαθειÜ αφοσßωση στη καθολικÞ πßστη, 2) την απüλυτη κι αδιαμφισβÞτητη υπακοÞ στον Ισπανü μονÜρχη, και 3) την αποκατÜσταση της τιμÞς (pundonor) μÝσω της εκδßκησης, θÝμα που συχνÜ αναπτýσσεται σε βαθμü εξωπραγματικÞς υπερβολÞς. Παρ’ üλα αυτÜ, χÜρη στον ελκυστικü χειρισμü αυτþν των θεμÜτων και κυρßως, χÜρη στον εξαßρετο λυρισμü του, λατρεýτηκε απü τους Ισπανοýς ως ο κορυφαßος δραματουργüς τους. AυτÞ η λατρεßα, που οδÞγησε και στην Üνθιση του ρομαντικοý δρÜματος στην Ισπανßα του 19ου αιþνα, συνεχßζεται ακüμη, παρ’ üλη τη σýγχρονη τÜση να αποδοθεß πρωτεýουσα θÝση στον Λüπε δε ΒÝγκα.

        

     Το δημοφιλÝστερο Ýργο του, και ßσως το μüνο που Ýσπασε τα στενÜ τοπικÜ και χρονικÜ πλαßσιÜ του, χÜρη στο πυκνü φιλοσοφικü του περιεχüμενο, εßναι το Η ZωÞ Eßναι ¼νειρο (1631-35 παρουσιÜζεται παρακÜτω). Το Ýργο αυτü, που πραγματεýεται τη σýγκρουση μεταξý της ελεýθερης βοýλησης και της προδιαγεγραμμÝνης μοßρας, αγαπÞθηκε σε üλη την Ευρþπη ως το κατεξοχÞν αριστοýργημα του ισπανικοý θεÜτρου -τουλÜχιστον μÝχρι τις αρχÝς του 20οý αιþνα, üταν το ΦουÝντε Οβεχοýνα του Λüπε δε ΒÝγκα μονομερþς ερμηνευμÝνο 'ανακαλýφθηκε' απü την ρωσικÞ πρωτοπορßα και στη συνÝχεια υποστηρßχθηκε απü αριστεροýς σκηνοθÝτες και κριτικοýς σε üλο τον κüσμο. Ωστüσο, το "Η ZωÞ Eßναι ¼νειρο" συνεχßζει να κατÝχει στα ισπανικÜ γρÜμματα θÝση ανÜλογη με αυτÞν του ¢μλετ στην αγγλικÞ λογοτεχνßα και του ΦÜουστ στη γερμανικÞ. Ο μονüλογος του Σιγισμοýνδου στο τÝλος της β' πρÜξης εßναι για τους απανταχοý ισπανüφωνους ü,τι εßναι για τους ¢γγλους το περßφημο "να ζεις Þ να μη ζεις" του ¢μλετ.
     Το βασικü θÝμα του Ýργου κατÜγεται απü την ΑνατολÞ, και οι πηγÝς του εντοπßζονται σε δýο ιστορßες, γνωστÝς και δημοφιλεßς στην Ευρþπη αρκετüν καιρü πριν συνθÝσει το Ýργο του ο Καλντερüν. 1η πηγÞ εßναι η ιστορßα του ΒαρλαÜμ και του ΙωσαφÜτ: Ινδüς μονÜρχης, ακοýγοντας απü τους αστρολüγους üτι ο νεογÝννητος γιος του ο ΙωσαφÜτ θα γßνει Χριστιανüς, τον εξορßζει στα βουνÜ, αλλÜ κεß τονε βρßσκει ο ερημßτης ΒαρλαÜμ και τον μυεß στη νÝα θρησκεßα. Η ιστορßα Þτανε γνωστÞ κι αγαπητÞ στον μεσαιωνικü κüσμο, ο Καλντερüν, αν μη τι Üλλο, πρÝπει να την Þξερε απü το ομþνυμο θεατρικü Ýργο τοý Λüπε. Δεýτερη πηγÞ εßναι μια ιστορßα απü τις Χßλιες και μια νýχτες: ο χαλßφης Χαροýν-αλ-Ρασßντ κοιμßζει το φßλο του Αμποý-ΧασÜν και τονε βÜζει για μια μÝρα να κυβερνÞσει στη θÝση του. ¼ταν την Üλλη μÝρα ο Αμποý-ΧασÜν ξυπνÜ στο σπßτι του, πιστεýει πως üλα Þταν üνειρο. Η ιστορßα χρÞσιμοποιÞθηκε παραλλαγμÝνη απü τον ΒοκκÜκιο στο ΔεκαÞμερο κι επÝζησε στην ισπανικÞ γραμματεßα μÝσω του Ýργου τοý Αγκουστßν ντε Ρüχας ¸να Διασκεδαστικü Ταξßδι (1603). Εßναι η ßδια ιστορßα που, ιδωμÝνη απü τη κωμικÞ πλευρÜ της, Ýδωσε υλικü στο Σαßξπηρ για την ΕισαγωγÞ του στο ΗμÝρωμα Της Στρßγγλας. Ο Καλντερüν συνδýασε αυτÝς τις 2 ιστορßες και προσÝθεσε, ως δεýτερεýουσα πλοκÞ, την ιστορßα της νÝας που αναζητÜ την εποýλωση της πληγωμÝνης τιμÞς της. ΠÜντως, το βασικü θÝμα του Ýργου πρÝπει να τον απασχολοýσε βαθιÜ κι ßσως γι’ αυτü το λüγο, μετÜ απü αρκετÜ χρüνια, συνÝθεσε Ýνα auto sacramental με τον ßδιο τßτλο. Επßσης, Ýνα Üλλο θεατρικü Ýργο γνωστü σε μας μιας κι Ýχει επßσης μεταφραστεß στα ελληνικÜ παλιüτερα εßναι το Ο ΔÞμαρχος Της ΘαλαμÝα (El Alcalde De Zalamea).
     Το γεγονüς üτι η ελληνικÞ μετÜφραση Ýγινε με τη προοπτικÞ ενüς συγκεκριμÝνου ανεβÜσματος του Ýργου, καθüρισε, üπως εßναι φυσικü, κÜποιες γλωσσικÝς και μορφολογικÝς επιλογÝς. 3 Þταν οι βασικοß στüχοι: 1) η χρÞση μιας ελληνικÞς γλþσσας üσο το δυνατüν πιο οικεßας για τον σημερινü θεατÞ, που δε καταφεýγει σε παλιüτερα “ποιητικßζοντα” γλωσσικÜ ιδιþματα, 2) η αποκατÜσταση της πλÞρους μορφÞς του Ýργου, χωρßς απλουστεýσεßς και συντομεýσεις, και 3) η Ýμμετρη απüδοση που διατηρεß τα ομοιοκατÜληκτα μÝρη του πρωτοτýπου και τις εναλλαγÝς τους. Το κλασσικü ισπανικü θÝατρο δε καθιÝρωσε δικü του στιχουργικü ýφος, αντßστοιχο με τον αλεξανδρινü στßχο του γαλλικοý κλασσικισμοý Þ με το ιαμβικü πεντÜμετρο του ελισαβετιανοý θεÜτρου, αντßθετα, δανειζüτανε διÜφορα μετρικÜ σχÞματα που Þδη χρησιμοποιοýσε η λυρικÞ ποßηση της εποχÞς. Για το "¼νειρο", ο Καλντερüν χρησιμοποßησε 6 στιχουργικÜ σχÞματα, διαφορετικÜ μεταξý τους ως προς το εßδος της ομοιοκαταληξßας και το μÝτρο (ως επß το πλεßστον 8σýλλαβο Þ 11σýλλαβο). Η ελληνικÞ απüδοση, θÝλοντας να αποφýγει την Ýντονη μουσικüτητα ενüς 15σýλλαβου -που θα Þταν ßσως η φυσικüτερη επιλογÞ στη γλþσσα μας-, υιοθÝτησε παντοý τον ιαμβικü 11σýλλαβο στßχο, μορφÞ Þδη δοκιμασμÝνη στη γραμματεßα μας, διατÞρησε ωστüσο την εναλλαγÞ των σχημÜτων κατÜ το πρωτüτυπο, αλλÜζοντας το εßδος της ομοιοκαταληξßας. Σε μεγÜλο μÝρος του Ýργου, üμως, ο Καλντερüν χρησιμοποßησε το παραδοσιακü ýφος τοý ρομÜντσου, το ýφος της παλιÜς ισπανικÞς μπαλÜντας. Εßναι Ýνα στιχουργικü σýστημα -με τροχαúκü 8σýλλαβο μÝτρο και παρηχητικÞ κατÜληξη σε κÜθε 2ο στßχο- που δεν Ýχει αντßστοιχο στην ελληνικÞ γλþσσα, στα δε αυτιÜ μας ηχεß ως ανομοιοκατÜληκτο, Ýτσι, σ' αυτÜ τα μÝρη υιοθετÞθηκε ο ανομοιοκατÜληκτος 11σýλλαβος στßχος. ΑυτÞ η διαφορÜ των συλλαβþν εßχε συχνÜ σαν αποτÝλεσμα τη μεßωση του αριθμοý των στßχων σε σχÝση με το πρωτüτυπο, το περιεχüμενü τους üμως, παρÝμεινε το ßδιο.

   * Σημ: YπÜρχει ειδικü παρÜρτημα üπου περιÝχονται üλες οι γνωστÝς και βρεθεßσες πληροφορßες για üλα τοýτα τα ιδιþματα που αναφÝρονται στο βιογραφικü EΔΩ!Π. Χ.

==============================================

                       Η ΖωÞ Εßναι ¼νειρο ( La Vida Es Sueno)

δρÜμα σε 3 'ημÝρες'

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ,               βασιλιÜς της Πολωνßας
ΣΙΓΙΣΜΟYΝΔΟΣ         πρßγκιπας, γιος του Βασιλεßου
ΑΣΤΟΛΦΟ                 δοýκας της Μοσχοβßας, ανιψιüς του Βασιλεßου
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ              πρεσβýτης, παιδαγωγüς του Σιγισμοýνδου
ΚΛΑΡΙΝ                     κωμικüς, υπηρÝτης
ΕΣΤΕΛΛΑ                   ινφÜντα, ανιψιÜ του Βασιλεßου
ΡΟΖΑΟΥΡΑ                νÝα ευγενοýς καταγωγÞς
                                 ΥπηρÝτες, στρατιþτες, αυλικοß, μουσικοß

ΜΕΡΑ 1η
                ΣΚΗΝΗ 1η

     Στα βουνÜ της Πολωνßας. ΨηλÜ απü μια βουνοπλαγιÜ, εμφανßζεται
η ΡΟΖΑΟΥΡΑ, ντυμÝνη ανδρικÜ, και κατεβαßνει προς τα κÜτω λÝγοντας τους
πρþτους στßχους.

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
¢λογο ον, που βÜλθηκες να φτÜσεις
τον Üνεμο και να τον ξεπερÜσεις
πουλß Üφτερο, ΠÞγασε πεισματÜρη,
Üφλογε κεραυνÝ, χερσüβιο ψÜρι,
κτÞνος, αφýσικο της φýσης πλÜσμα,
ποý μ, Ýφερες; ΜπροστÜ σ’ αυτü το χÜσμα,
σ’ Ýνα λαβýρινθο γυμνÜ λιθÜρια
με παρατÜς και σπας τα χαλινÜρια;
Εσý μεßνε εδþ πÜνω, üπου τ’ αγρßμια
του ΦαÝθοντα προσμÝνουν τα συντρßμμια.
Εγþ, που δεν μου μÝνει παρÜ ο δρüμος
που χÜραξε του πεπρωμÝνου ο νüμος,
τυφλÞ κι απελπισμÝνη, κατεβαßνω
στη ρßζα του βουνοý, που ’χει ορθωμÝνο
το ανÜστημα με θρÜσος προς τον Þλιο
και μ’ οδηγεß στου σκüτους το βασßλειο.
Αχ, Πολωνßα, σκληρÞ η υποδοχÞ σου
στον ξÝνο που ’χει μüλις μπει στη γη σου:
το πüδι του ματþνει üπου πατÜει,
με πüνους Ýρχεται, σε πüνους πÜει.
Μα η τýχη μου εßν’ γραμμÝνη εδþ και χρüνια,
πþς να ’βρει Ýνας δýσμοιρος συμπüνια;

     Μπαßνει ο Κλαριν, κωμικüς.

ΚΛΑΡΙΝ
Δυο δýσμοιροι να λες! Κι üχι ν’ αρχßζεις
τις κλÜψες και να μη με υπολογßζεις!
Γιατß αν αποξαρχÞς Þμασταν δýο
που εßπαμε στην πατρßδα μας αντßο,
αν μπÞκαμε κι οι δυο σε περιπÝτειες,
μπελÜδες, τρÝλες και λαχτÜρες τÝτοιες,
κι αν φτÜσαμε κι οι δυο μαζß εδþ κÜτω,
κουτρουβαλþντας στου βουνοý τον πÜτο,
βρßσκεις σωστü σ’ üλα να μ’ Ýχεις μπλÝξει
και να μη λες για μÝνα οýτε μια λÝξη;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Προτßμησα να μη σε υπολογßσω
στους θρÞνους μου, Κλαρßν, μη σου στερÞσω
την ευχαρßστηση που θα γευτεßς
αν κÜτσεις μοναχüς σου να κλαφτεßς.
Γιατß το κλÜμα τüσο ανακουφßζει,
που λÝει Ýνας φιλüσοφος: «Αξßζει
πüνους και βÜσανα να επιζητÞσεις,
για να ευχαριστηθεßς να τα θρηνÞσεις».

ΚΛΑΡΙΝ
ΤÝτοιες βλακεßες, φιλοσοφßες τÜχα,
τις λÝει φιλüσοφος μπεκρÞς μονÜχα.
Και να ’τρωγε χßλια χαστοýκια, λÝει,
να δεις πþς θα χαιρüτανε να κλαßει!
¼μως, μ’ εμÜς, κυρÜ μου, τι θα γßνει
σ' αυτÞ την ερημιÜ που Ýχουμε μεßνει,
πεζοß, χαμÝνοι μες στην Üγρια φýση,
τþρα που ο Þλιος πÜει πια να δýσει;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΤÝτοιο τοπßο παρÜξενο, αμφιβÜλλω
αν εßδε Üλλος κανεßς. ΑλλÜ αν δεν σφÜλλω,
αν δεν με περιπαßζει η φαντασßα
και δεν εßναι μονÜχα μια οπτασßα,
στο φως το αχνü του δειλινοý, στο βÜθος,
βλÝπω Ýνα κτßριο.

ΚΛΑΡΙΝ
                           Ναι, δεν κÜνεις λÜθος,
εκτüς κι αν βλÝπω ορÜματα απ’ την πεßνα.

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΧωμÝνος πßσω απü τα βρÜχια εκεßνα,
εßναι Ýνας πýργος, τüσο χαμηλüς,
που ο Þλιος τον περιφρονεß εντελþς.
Κι εßναι τüσο Üτεχνη η κατασκευÞ του
και τüσο αδρÞ η αρχιτεκτονικÞ του,
που, στου γκρεμοý τα πüδια üπως κουρνιÜζει
και μες στις πÝτρες, θα ’λεγες πως μοιÜζει
βρÜχος που αρνÞθηκε του Þλιου τα χÜδια
κι Ýχει κατρακυλÞσει στα σκοτÜδια.

ΚΛΑΡΙΝ
¼μως, γιατß δεν πÜμε προς τα κει;
Ωραßα εßναι να βλÝπουμε, μα αρκεß.
Καλýτερα να δþσουμε, κυρßα,
σ’ αυτüν που μÝνει εκεß την ευκαιρßα
γενναιüδωρα να μας υποδεχτεß.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Η πüρτα, απ’ ü,τι βλÝπω, εßν’ ανοιχτÞ.
Μα μÝσα, νýχτα, ζοφερü σκοτÜδι,
λες και στεκüμαστε στην πýλη του ¢δη.

Απü μÝσα αχοýγεται θüρυβος απü αλυσßδες.

ΚΛΑΡΙΝ
ΘεÝ μου, τι ακοýω;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
                     Παγþνω απü τον τρüμο,
σαν να μ’ αγγßζει ο θÜνατος στον þμο!

ΚΛΑΡΙΝ
Δεν Þταν αλυσßδα αυτü; Ποιος ξÝρει
ποιανοý κατÜδικου η ψυχÞ υποφÝρει,
και τρÝμω απü το φüβο μου, ο καημÝνος!

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ (Απü μÝσα)
Ο Üμοιρος εγþ, ο δυστυχισμÝνος!

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Τι θρÞνος εßν’ αυτüς που ακοýν τ ’ αυτιÜ μου;
ΝÝοι πüνοι, νÝα βÜσανα μπροστÜ μου.

ΚΛΑΡΙΝ
Κι εγþ νÝες λαχτÜρες περιμÝνω.

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κλαριν...

ΚΛΑΡΙΝ
               Κυρßα;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
               ΜακριÜ απ’ τον στοιχειωμÝνο
πýργο!

ΚΛΑΡΙΝ
               Δεν πÜω πουθενÜ, δεν Ýχω
κουρÜγιο οýτε να φýγω! Δεν αντÝχω!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εßναι λυχνÜρι εκεßνο το φωτÜκι
που τρεμοπαßζει σαν χλωμü αστερÜκι,
εκεßνη η ξÝπνοη λÜμψη, που πασχßζει
να μην πεθÜνει, κι αντß να φωτßζει
το χþρο αυτü, πιο σκοτεινü τον δεßχνει
με τι θαμπÝς ανταýγειες που ρßχνει;
ΛυχνÜρι, ναι! Στο ημßφως του, εκεß,
διακρßνω απü μακριÜ μια φυλακÞ,
μαýρη σαν τÜφο για ζωντανü πτþμα.
Και, πρÜγμα πιο τρομακτικü ακüμα,
βλÝπω Ýναν Üνθρωπο χÜμω πεσμÝνο,
σαν Üγριο θεριü αλυσοδεμÝνο,
ντυμÝνο μοναχÜ μ’ Ýνα τομÜρι,
με μüνη συντροφιÜ του το λυχνÜρι.
Κι αφοý να φýγουμε πια δεν μποροýμε,
τους θρÞνους του ας ακοýσουμε, να δοýμε
για ποιαν αιτßα ζει φυλακισμÝνος.

Αποκαλýπτεται ο ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ, αλυσοδεμÝνος,
ντυμÝνος με τομÜρια ζþων και κρατþντας Ýνα λυχνÜρι.

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Ο Üμοιρος εγþ, ο δυστυχισμÝνος!
Με βλÝπεις, ουρανÝ, πüσο υποφÝρω,
πες μου: τüσο πολý σ’ Ýχω προσβÜλλει
που Þρθα στον κüσμο, κι Ýχεις επιβÜλλει
τÝτοια σκληρÞ ποινÞ; Αν κι ßσως ξÝρω
γιατß η γÝννησÞ μου εßν’ η αιτßα
να λιþνω εδþ, σε μαýρη φυλακÞ:
η γÝννηση του ανθρþπου μüνο αρκεß,
αυτÞ ’ναι η πιο μεγÜλη του αμαρτßα.
Μα σε ρωτþ, ουρανÝ, κι εσý αποκρßσου,
να βρω μια λογικÞ στα βÜσανÜ μου:
Ýξω απ’ τη γÝννηση, ποιο ÝγκλημÜ μου
προκÜλεσε τη φοβερÞ οργÞ σου
για να ’χω τÝτοια τýχη; Δεν γεννιοýνται
στον κüσμο πλÜσματα Üλλα; ΑυτÜ τι κÜνουν;
Γιατß τüσα προνüμια απολαμβÜνουν,
προνüμια που εμÝνα μου στεροýνται;
ΓεννιÝται το πουλß, και κελαηδÜει,
ßσα-ßσα μια μικρÞ μπÜλα απü χνοýδι,
üμορφο, λες, σαν φτερωτü λουλοýδι
η φýση το ’χει πλÜσει. ¼μως πετÜει,
αρνιÝται της φωλιÜς την προστασßα
σκßζει τη διÜφανη οροφÞ του κüσμου,
κι εγþ, με πιο πολλÞ ψυχÞ εντüς μου,
λιγüτερη να Ýχω ελευθερßα;
ΓεννιÝται και το αγρßμι, στολισμÝνο
μ’ üμορφα στßγματα, λες και η φýση
μ’ αστερισμοýς τοý Ýχει ζωγραφßσει
το δÝρμα. Μα σαν νιþσει πεινασμÝνο,
θα δεßξει την τυφλÞ του θηριωδßα
και Üγρια θα ξεσκßσει τη βορÜ του,
κι εγþ, που Ýνστικτα Ýχω ανþτερÜ του,
λιγüτερη να Ýχω ελευθερßα;
ΓεννιÝται και το ψÜρι, τυφλü σπÝρμα
του αφροý και των φυκιþν, κι οýτε αναπνÝει,
Üβουλο μες στα κýματα επιπλÝει
σαν ασημÝνια βÜρκα δßχως Ýρμα.
Κι üμως, βουτÜ στην Üβυσσο την κρýα,
τα απýθμενÜ της βÜθη να μετρÞσει,
κι εγþ, που Ýχω βοýληση και κρßση,
λιγüτερη να Ýχω ελευθερßα;
ΓεννιÝται το ρυÜκι, στα λουλοýδια
ανÜμεσα τις σπεßρες ξεδιπλþνει
σαν φßδι που ολοÝνα μεγαλþνει.
Κι αμÝσως, με κελαρυστÜ τραγοýδια,
υμνεß του κÜμπου τη γενναιοδωρßα
κι ελεýθερο κυλÜει, χωρßς εμπüδιο,
κι εγþ, που Ýχω της ζωÞς το εφüδιο,
λιγüτερη να Ýχω ελευθερßα;
Η σκÝψη αυτÞ μαρτýριο μοý ’χει γßνει,
ηφαßστειο που μου καßει τα σωθικÜ μου,
και μου ’ρχεται να κÜνω την καρδιÜ μου
χßλια κομμÜτια. Ποια δικαιοσýνη,
ποια λογικÞ, ποιοι νüμοι Ýχουν στερÞσει
απü τον Üνθρωπο Ýνα δþρο θεßο
που απλüχερα χαρßζουν στο θηρßο,
στο ψÜρι, στο πουλß, σ’ üλη τη φýση;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Φüβο μοý προκαλοýν αυτÜ τα λüγια,
μα και συμπüνια.

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
                        Εßναι εκεß κανÝνας;
ΚλοτÜλντο εσý;

ΚΛΑΡΙΝ
                     Πες ναι!

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
                                ¼χι, μüνο Ýνας
δýστυχος εßμαι, που σ’ αυτÜ τα υπüγεια
τα σκοτεινÜ σ’ Üκουσε να θρηνεßς.

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Τüτε, σε περιμÝνει ο θÜνατüς σου,
γιατß αυτü που μüλις εßδες μπρος σου,
δεν Ýπρεπε να το ’χει δει κανεßς.

(Την αρπÜζει στα χÝρια του).

Και μüνο επειδÞ μ’ Üκουσες, θα δÝσω
βρüχο τα μπρÜτσα μου και θα σε λιþσω!

ΚΛΑΡΙΝ
Εγþ λÝξη δεν Üκουσα, μη σþσω!
Εßμαι κουφüς!

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
                  Στα πüδια σου αν πÝσω
κι Ýχεις καρδιÜ, θα βρω το λυτρωμü.

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΑυτÞ η φωνÞ σου πüσο με ημερεýει,
κι η παρουσßα σου πþς με γαληνεýει,
και μπρος στη θÝα σου νιþθω σεβασμü!
ΙΙοιος εßσαι; Γιατß, μες στη φυλακÞ μου,
απü τον κüσμο ελÜχιστα Ýχω μÜθει,
αφοý τοýτος ο πýργος που ’μαι εστÜθη
τÜφος μαζß και κοýνια βρεφικÞ μου,
κι απü της γÝννας μου τη μÝρα -αν üντως
γεννÞθηκα ποτÝ- αντικρßζω μüνο
την ερημιÜ, και σ’ αυτÞν μÝσα λιþνω
σαν Üταφος νεκρüς, σκιÜ ανθρþπου ζþντος,
και μ’ üλο που δεν μου ’κανε παρÝα
Üνθρωπος Üλλος, παρÜ Ýνας μüνο,
εκεßνος που μου στÝκεται στον πüνο
και λÝει της γης και τ’ ουρανοý τα νÝα,
μ’ üλο που η üψη τοýτου του προσþπου
δεßχνει -για να σε κÜνει να τρομÜζεις
κι ανθρþπινο θεριü να με ονομÜζεις-
κÜτι μεταξý τÝρατος και ανθρþπου,
μ’ üλο που, μες σε τüση δυστυχßα,
σποýδασα την πολιτικÞ, τους νüμους,
μελÝτησα των αστεριþν τους δρüμους,
μαθαßνοντας απü üρνεα και θηρßα,
εσý, μονÜχα εσý Ýχεις καταφÝρει
να μετριÜσεις κÜπως την οργÞ μου,
εσý κατÝπληξες την ακοÞ μου
κι εσý το δÝος στο βλÝμμα μου Ýχεις φÝρει.
¼σο σε βλÝπω, τüσο σε θαυμÜζω,
τüσο την παρουσßα σου δεν χορταßνω,
που, με τα μÜτια ορθÜνοιχτα, επιμÝνω
ακüμα πιο πολý να σε κοιτÜζω,
σαν θÜνατο γλυκüπιοτο ρουφÜω
τη θÝα σου, κι üλο πßνω παραπÜνω,
κι ενþ, κοιτÜζοντÜς σε, θα πεθÜνω
-το ξÝρω-, üμως πεθαßνω να κοιτÜω.
ΑλλÜ ας πεθÜνω, τι Ýχει να μου λεßψει;
Αν εßναι θÜνατος το να σε βλÝπω,
τÜχα τι θα ναι το να μη σε βλÝπω;
Χειρüτερο απü θÜνατο, απü θλßψη
αβÜσταχτη, πÜθος απελπισμÝνο:
θα ’ναι ζωÞ. ΤÝτοια ζωÞ αν χαρßζεις
στον δυστυχÞ, μοιÜζει σαν να δωρßζεις
το θÜνατο σ’ Ýναν ευτυχισμÝνο.

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Με τüσο δÝος, κατÜπληξη και τρüμο
σε βλÝπω και σ’ ακοýω, που τα χÜνω!
Τι να σου πω, τι ερþτηση να κÜνω;
¸να θα πω: üτι μοý ’δειξε το δρüμο
ο ουρανüς να ’ρθω σ’ αυτü το μÝρος,
να παρηγορηθþ - αν επιτρÝπει
παρηγοριÜ στον δυστυχÞ να βλÝπει
Üνθρωπο δυστυχÝστερο. ¸νας γÝρος
σοφüς, λÝνε πως βρÝθηκε σ’ ανÝχεια
τüσο βαθιÜ, που τρÝφονταν μονÜχα
με Üγρια χüρτα. «ΤπÜρχει Üλλος, τÜχα,
φτωχüτερος στον κüσμο;» Αυτü συνÝχεια
ρωτοýσε, þσπου, γυρνþντας να κοιτÜξει,
εßδε, πιο πßσω, την απÜντησÞ του:
Üλλον σοφü, που μÜζευε ως τροφÞ του
τις ρßζες που αυτüς εßχε πετÜξει.
Κι εγþ Ýτσι ζοýσα, κλαßγοντας τη μοßρα,
κι ενþ αποροýσα αν πλÜσμα Üλλο κανÝνα
εßχε ατυχßα χειρüτερη απü μÝνα,
βρÝθηκα εδþ, κι Ýτσι απü σÝνα πÞρα
μια απÜντηση λυτρωτικÞ, αφοý τþρα,
ξαναγυρνþντας πια στα λογικÜ μου,
καταλαβαßνω πως τα βÜσανÜ μου
για σÝνα θα ’ταν ευσπλαχνßας δþρα.
Κι αν η ιστορßα μου λßγο θα μποροýσε
να σε παρηγορÞσει, Üκουσε τþρα
τα πÜθη μου, κι εγþ θα σου χαρßσω
üσα απ’ αυτÜ νομßζεις πως δεν Ýχεις.
Εßμαι, λοιπüν...

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Ακοýγεται απü μÝσα ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ.

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Φρουροß αυτοý του πýργου,
ποιος απü σας, δειλüς Þ κοιμισμÝνος,
επÝτρεψε να εισβÜλλουν δýο ξÝνοι
παρÜτυπα απ’ της φυλακÞ την πýλη;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Καινοýργιο μπλÝξιμο μας περιμÝνει!

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Εßν’ ο ΚλοτÜλντο, αυτüς που με προσÝχει.
Δεν θα ’χουν τÝλος πια τα βÜσανÜ μου;

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΞυπνÞστε, μπρος! Τα üπλα σας αρπÜξτε!
ΠιÜστε τους πριν προλÜβουν ν’ αμυνθοýνε!
Τους θÝλω ζωντανοýς Þ πεθαμÝνους!
Συνομωσßα!

ΚΛΑΡΙΝ
Φρουροß αυτοý του πýργου,
ποý διÜβολο κρυβüσασταν, δεν ξÝρω,
αλλÜ αν διαλÝξετε Ýνα απü τα δýο,
πιÜστε μας ζωντανοýς, πιο εýκολο εßναι!
Μπαßνει ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ, κρατþντας πιστüλι,
με στρατιþτες. ¼λοι Ýχουν
καλυμμÝνα τα πρüσωπÜ τους.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¼λοι τα πρüσωπÜ σας καλυμμÝνα,
στο χþρο αυτü, εßν’ απüλυτη ανÜγκη
να μην μπορεß κανεßς να μας γνωρßσει.
ΚΛΑΡΙΝ
Τι βλÝπω; ΜασκαρÜδες;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Εσεßς, ξÝνοι,
εσεßς οι δυο, που ’χετε μπει λαθραßα
στο χþρο αυτü τον απαγορευμÝνο,
αγνοþντας εντολÝς του βασιλιÜ μας
που διÝταξε κανεßς να μην τολμÞσει
να δει τι κρýβουν τοýτοι εδþ οι τοßχοι,
παραδοθεßτε! ΚαταθÝστε τα üπλα!
Αλλιþς, αυτοý του πιστολιοý η κÜνη,
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
αυτÞ η οχιÜ απü ατσÜλι, θα ξερÜσει
το διαπεραστικü της δηλητÞριο,
δυο σφαßρες, που η πýρινη τροχιÜ τους
σαν αστραπÞ θα σκßσει τον αÝρα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Πριν τους σκοτþσεις, τýραννε δυνÜστη,
πριν οποιοδÞποτε κακü τους κÜνεις,
να ξÝρεις πως θα σκοτωθþ εγþ πρþτος.
Γιατß, μα το Θεü, Ýτσι üπως εßμαι
δεμÝνος μ, αλυσßδες, θα ξεσκßσω
τις ßδιες μου τις σÜρκες με τα νýχια,
Þ με τα δüντια, Þ πÝφτοντας στα βρÜχια,
προτοý σταθþ μÜρτυρας στο χαμü τους,
προτοý θρηνÞσω την κακÞ τους μοßρα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αφοý ξÝρεις καλÜ πως τα δεινÜ σου
εßναι μεγÜλα, Σιγισμοýνδο, τüσο
που πριν να γεννηθεßς Ýχεις πεθÜνει,
με πρüσταγμα των ουρανþν, και ξÝρεις
πως τοýτη η φυλακÞ κι οι αλυσßδες
εßναι για σÝνα φρÝνο, χαλινÜρι,
που συγκρατεß και που περιορßζει
την αλαζονικÞ μανßα σου, τüτε,
προς τι τüση Ýπαρση και τüσο θρÜσος;
ΠÜρτε τον, και την πüρτα του κελιοý του
κλεßστε καλÜ.
Οι στρατιþτες τον κλειδþνουν. Ο ΣÀ-
ΓΙΣΜΟΤΝΔΟΣ ακουγεται απü μÝσα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΟυρανÝ, ευτυχþς για σÝνα,
μου ’χεις στερÞσει την ελευθερßα.
Αλλιþς, απ’ την οργÞ μου ενÜντιÜ σου,
θα ορθωνüμουν τþρα σαν ΤιτÜνας,
θα σþριαζα το Ýνα πÜνω στ’ Üλλο
βουνÜ απü μÜρμαρο, μÝχρι να φτÜσω
στον Þλιο το λαμπρü, να θρυμματßσω
μßα-μßα τις κρυστÜλλινÝς σου σφαßρες!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μπορεß να βασανßζεσαι Ýτσι τþρα
για να μη γßνει αυτü που μüλις εßπες.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αφοý εßδα πþς θεριεýει την οργÞ σου
η τüση αλαζονεßα, ανüητος θα ’μουν
αν ταπεινÜ δεν σε παρακαλοýσα
να λυπηθεßς τη ζωÞ μου. Δεßξε μου οßκτο,
γιατß θα ’ταν σκληρüτητα μεγÜλη
αν οýτε ο ταπεινüς οýτ’ ο αλαζüνας
δεν γνþριζαν την εýνοια της καρδιÜς σου.
ΚΛΑΡΙΝ
Κι αν οýτε καν στο τüσο δεν σ’ αγγßζουν
η Αλαζονεßα κι η Ταπεινοφροσýνη
-πρüσωπα που ’χουν πρωταγωνιστÞσει
σε δρÜματα θρησκευτικÜ χιλιÜδες-*
εγþ, οýτε ταπεινüς οýτε αλαζüνας,
μα κÜπου ανÜμεσα στα δυο, ζητÜω
για μας το Ýλεος και τη συνδρομÞ σου.

{* ¢μεση αναφορÜ στα autos sacramentales, üπου τα πρüσωπα
ενσαρκþνουν αφηρημÝνες Ýννοιες.}

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Εσεßς!

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
ΔιατÜξτε!

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΠÜρτε τους τα üπλα,
και δÝστε τους τα μÜτια, να μη δοýνε
οýτε απü ποý, οýτε και πþς θα βγοýνε.

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αυτü εßναι το σπαθß μου, αλλÜ οφεßλω
μüνο σε σÝνα να το παραδþσω,
γιατß εσý ’σαι ο ανþτερος απ’ üλους,
δεν διανοοýμαι να τ’ αφÞσω σ’ Üλλον
κατþτερο σε αξßωμα.

ΚΛΑΡΙΝ
Το δικü μου
εßναι αρκετÜ φτηνü για να το πÜρει
κι ο πιο αχρεßος. ΠÜρ’ το εσý, ορßστε.

(Το δßνει σ ’ Ýναν στρατιþτη).

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κι αν εßναι να πεθÜνω, κρÜτησÝ το
ως δþρο επειδÞ Ýδειξες συμπüνια,
ενÝχυρο, που ’χει αποκτÞσει αξßα
απü τον περασμÝνο κÜτοχü του.
Ζητþ με προσοχÞ να το φυλÜξεις,
γιατß, üσο κι αν αγνοþ το μυστικü του,
ξÝρω πως το περßτεχνο αυτü ξßφος
κρýβει κÜποιο σημαντικü μυστÞριο.
Μüνον αυτü εμπιστεýθηκα και Þρθα
στην Πολωνßα, εκδßκηση να πÜρω
για κÜποια προσβολÞ.

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ ιδßαν)
ΘεÝ μου, τι βλÝπω;
¼λο και μεγαλþνει η σýγχυσÞ μου,
οι φüβοι, οι αμφιβολßες, οι αγωνßες.
(Στη ΡΟΖΑΟΥΡΑ).
Ποιος σου ’δωσε το ξßφος;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Μια γυναßκα.

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
                Πþς λÝγεται;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
                 Θα πρÝπει τ’ üνομÜ της
να το αποκρýψω.

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
                  Και πþς συμπεραßνεις,
πþς ξÝρεις üτι κρýβει Ýνα μυστÞριο;

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εκεßνη που μου το ’δωσε, μου εßπε:
«ΠÜρ’ το και πÞγαινε στην Πολωνßα,
κι εκεß, με τÝχνασμα, με πλÜγιους τρüπους
και πονηριÜ, κÜνε να δουν το ξßφος
οι ευγενεßς και οι Üρχοντες του τüπου,
γιατß γνωρßζω üτι Ýνας απü κεßνους
θα σε υπερασπιστεß σαν Üνθρωπü του».
Δεν θÝλησε, üμως, να μου πει ποιος εßναι,
μÞπως στο μεταξý Ýχει πεθÜνει.

ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κ α τ’ ιδßαν)
ΘεÝ και Κýριε! Τι ειΥ αυτÜ που ακοýω;
Ακüμα δεν μπορþ να ξεχωρßσω
αν üλα τοýτα εßν’ üνειρο Þ αλÞθεια!
Αυτü εßναι το σπαθß που εßχα αφÞσει
εγþ ο ßδιος στην ωραßα ΒιολÜντα,
κι ορκßστηκα πως üποιος μου το δεßξει
μια μÝρα, εγþ θα τον αναγνωρßσω
ως γιο μου και θα του σταθþ ως πατÝρας
Μα τþρα τι να κÜνω; Τι ειρωνεßα
της τýχης, ΘεÝ μου! Γιατß ενþ αυτüς φÝρνει
σε μÝνα το σπαθß προς üφελος του,
προς θÜνατο το φÝρνει, αφοý μπροστÜ μου
Ýρχεται προορισμÝνος να πεθÜνει!
Τι μπÝρδεμα, τι δßλημμα τερÜστιο!
Τι απρüβλεπτα παιχνßδια παßζει η μοßρα!
Ο γιος μου εßναι! Το λÝνε τα σημÜδια,
το λÝει κυρßως ο χτýπος της καρδιÜς μου,
που φτερουγßζει σαν τρελÞ στο στÞθος
μüλις τον δει, κραυγÜζει και χτυπιÝται,
κι ανÞμπορη να σπÜσει τα δεσμÜ της,
κÜνει ü,τι κÜνει κι ο φυλακισμÝνος,
που üταν ακοýσει θüρυβο στο δρüμο,
ορμÜει στο φεγγßτη να δει απ’ Ýξω.
Το ßδιο κι η καρδιÜ: επειδÞ δεν ξÝρει
τι τρÝχει, και θορýβους μüνο ακοýει,
ορμÜει να κοιτÜξει απü τα μÜτια,
που εßναι του κορμιοý μας οι φεγγßτες,
κι αυτü που βλÝπει, δÜκρυα της φÝρνει.
Μα τι να κÜνω; Τι να κÜνω, ΘεÝ μου;
Γιατß, αν τον πÜω στον βασιλιÜ, τον σÝρνω
σε βÝβαιο θÜνατο. ΠÜλι, αν τον κρýψω
απü τον βασιλιÜ, θα 'χω πατÞσει
τον üρκο υποταγÞς μου. Με διχÜζουν
απü τη μια η αγÜπη στο παιδß μου
κι απü την Üλλη η υπακοÞ στο νüμο.
Μα τι αμφιβÜλλω; Δεν προηγεßται η πßστη
στον βασιλιÜ κι απ’ τη ζωÞ ακüμα,
κι απ’ την τιμÞ; Τüτε, ας ζÞσει η πßστη
κι ο γιος μου ας πεθÜνει. ΕξÜλλου ο ßδιος
εßπε, αν κατÜλαβα καλÜ, πως Þρθε
να εκδικηθεß μια προσβολÞ που υπÝστη,
κι αυτü θα πει πως την υπüληψÞ του
την Ýχει χÜσει. ¼χι, δεν εßναι γιος μου,
αßμα τιμßου κι ευγενοýς δεν Ýχει.
Αν, üμως, τον εβρÞκε κÜποιο πλÞγμα
απ’ τ’ αναπÜντεχα, που üλους μÜς βρßσκουν,
αφοý η τιμÞ εßναι τüσο εýθραυστη ýλη
που μ’ Ýνα μüνο Üγγιγμα ραγßζει,
με μιαν ανÜσα μοναχÜ θαμπþνει,
αυτüς, που εßν’ ευγενÞς, τι Üλλο να κÜνει,
τι Üλλο, παρÜ, κüντρα στους κινδýνους,
να ’ρθει για να την αποκαταστÞσει;
Ναι, ναι, εßναι γιος μου, αßμα δικü μου Ýχει,
αφοý εßναι τüσο ανδρεßος. ¸τσι που ’μαι
σε δßλημμα, μια μÝση οδü διακρßνω:
να πÜω στον βασιλιÜ, να ομολογÞσω
πως εßναι γιος μου, κι ü,τι θÝλει ας γßνει.
Ποιος ξÝρει, ßσως η εντιμüτητÜ μου
τον συγκινÞσει κÜπως, κι αν ελεÞσει
να τον αφÞσει ζωντανü, εγþ ο ßδιος
θα τον βοηθÞσω στην εκδßκησÞ του.
Μα αν μÝνει ανÝνδοτος ο βασιλÝας
και τον σκοτþσει, τüτε θα πεθÜνει
πριν μÜθει πως εμÝνα Ýχει πατÝρα.
                                             (Στη ΡΟΖΑΟΥΡΑ και στον ΚΛΑΡΙΝ).
Εσεßς οι δýο, θα ’ρθετε μαζß μου,
και σας διαβεβαιþ, δεν θα ’στε μüνοι
στα βÜσανα: εßναι βÜσανο μεγÜλο
αναποφÜσιστος να παραπαßεις
στο üριο της ζωÞς και του θανÜτου.
(Βγαßνουν).

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

Στο βασιλικü ανÜκτορο. Μπαßνει απü τη μßα μεριÜ ο ΑΣΤΟΛΦΟ
με στρατιωτικÞ συνοδεßα, κι απü την Üλλη η ΕΣΤΕΛΛΑ με κυρßες των τιμþν.
Ακοýγεται μουσικÞ.

ΑΣΤΟΛΦΟ
Για των ματιþν σου τις εξαßσιες χÜρες,
με αχü θριαμβικü σε χαιρετοýνε
τýμπανα και τρομπÝτες με φανφÜρες,
ρυÜκια και πουλιÜ που κελαηδοýνε.
Η φýση ολüκληρη Ýστησε ορχÞστρα
για να τιμÞσει αυτÞν την ομορφιÜ,
τα πÜντα επιστρατεýει, αντß για σεßστρα
βÜζει λουλοýδια, αντß γι’ αυλοýς πουλιÜ.
Και üλα εßναι της χÜρης σου υπηρÝτες,
και σε δοξÜζουν τα πουλιÜ ως ΑυγÞ,
ως ΑθηνÜ ΠαλλÜδα οι τρομπÝτες,
ως ¢ρτεμη τ’ Üνθη, τα ζþα κι η γη.
Γιατß εßσαι ΑθηνÜ στην περηφÜνια,
εßσαι η ΑυγÞ, ο Þλιος ο ζεστüς,
εßσαι ¢ρτεμη στον οßστρο, στη ζωντÜνια,
κι εγþ εßμαι υπηρÝτης σου πιστüς.

ΕΣΤΕΛΛΑ
Αν θα ’πρεπε τ ’ ανθρþπινα τα λüγια
με τα Ýργα και τις πρÜξεις να συμπλεýσουν,
κακþς μοý απηýθυνες τüσα υμνολüγια,
αφοý εýκολα μποροýν να τα διαψεýσουν
τα üπλα κι η πολεμικÞ θωριÜ σου,
που εμÝνα με τρομÜζει. Δεν νομßζω
πως συμφωνοýν τα λüγια τα θερμÜ σου
με το ψυχρü το θÝαμα που αντικρßζω.
Εγþ, λοιπüν, θεωρþ ýπουλη πρÜξη
και ποταπÞ, αντÜξια για θηρßα,
το να ’χει κÜποιος πρüθεση να σφÜξει
ενþ χαúδεýει με την κολακεßα.
ΑΣΤΟΛΦΟ
ΛÜθος πληροφορßες Ýχεις πÜρει
ΕστÝλλα, και γι’ αυτü ßσως αμφιβÜλλεις
για ü,τι λÝω, μα στο ζητþ σαν χÜρη,
Üκου με, πριν συμπÝρασμα να βγÜλεις.
Ο Ευστüργιος, μετÜ το θÜνατü του,
Üφησε τον Βασßλειο στο θρüνο
της Πολωνßας, γιο και διÜδοχü του,
και δýο θυγατÝρες - θα πω μüνο
τα σχετικÜ, για να μην κÜνουμε þρες.
ΜÜνα δικÞ σου Þταν η ΚλοριλÝνη,
38
η πιο μεγÜλη απü τις δýο κüρες,
σε τüπους χλοεροýς αναπαυμÝνη
βρßσκεται τþρα. Η Üλλη θυγατÝρα,
η Ρεθισοýντα, που Þταν παντρεμÝνη
στη Μοσχοβßα, δικÞ μου εßναι μητÝρα,
χιλιüχρονη να ζει κι ευλογημÝνη.
Στο θÝμα, ναι. Ο Βασßλειος, νικημÝνος
απü τη μοßρα των θνητþν, το γÞρας,
στου πνεýματος τα κÜλλη πιο δοσμÝνος,
φιλομαθÞς παρÜ ηδονοθÞρας,
Ýμεινε χÞρος, Üκληρος και μüνος,
και φεýγει δßχως διÜδοχο να αφÞσει.
Οπüτε μÝνει ελεýθερος ο θρüνος
που εμεßς οι δυο Ýχουμε επιθυμÞσει.
Τον διεκδικεßς εσý, ως θυγατÝρα
της πρþτης αδελφÞς, μα εγþ τ’ αρνοýμαι,
γιατß, παρüτι απü πιο νÝα μητÝρα,
εßμαι Üνδρας, και θεωρþ πως προηγοýμαι.
Στο θεßο μας Ýχουμε κι οι δυο μιλÞσει
για τις προθÝσεις μας, κι η απÜντησÞ του
Þταν τη διαφορÜ μας πως θα λýσει
σÞμερα εδþ, με μια ανακοßνωσÞ του.
ΙΥ αυτü, λοιπüν, το λüγο εßμαι φερμÝνος
στην Πολωνßα, üχι για να προβÜλλω
διαθÝσεις ανταγωνισμοý και μÝνος
πολεμικü εναντßον σου, κÜθε Üλλο.
Εßθε ο σοφüς ο ¸ρως να δεÞσει
να βγει αλÞθεια αυτü που εßχαν προβλÝψει
üλοι για μας: να πραγματοποιÞσει
39
την ÝνωσÞ μας, κι Ýτσι να σε στÝψει
βασßλισσα, μα με τη θÝλησÞ μου.
Του θεßου μας το στÝμμα εßναι, κυρßα,
ο θρßαμβüς σου, μα η καρδιÜ η δικÞ μου
θα ’ναι η μεγÜλη σου αυτοκρατορßα.
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΤÝτοια γενναιοδωρßα πþς ν’ αφÞσω
χωρßς μιαν ανταπüδοση; Δηλþνω
πως αν το στÝμμα θÝλω ν’ αποκτÞσω,
εßναι για να σου το προσφÝρω μüνο.
Παρ’ üλα αυτÜ, η αγÜπη μου, υποθÝτω,
σε βρßσκει δυσμενþς διατεθειμÝνο,
γιατß, πþς να ερμηνεýσω το πορτραßτο
που Ýχεις στο λαιμü σου κρεμασμÝνο;
ΑΣΤΟΛΦΟ
Θα σου εξηγÞσω τι ειΥ αυτü, μα τþρα
δεν γßνεται, γιατß Þδη Ýχουν ηχÞσει
τα τýμπανα, που λεν πως Þρθε η þρα
να βγει ο βασιλιÜς να μας μιλÞσει.
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
Μπαßνει ο βασιλιÜς ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ με συνοδεßα.
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΣοφÝ ΘαλÞ...
40
ΑΣΤΟΛΦΟ
...και παντογνþστη Ευκλεßδη.
ΕΣΤΕΛΛΑ
.που μελετÜς τα ζþδια,...
ΑΣΤΟΛΦΟ...τους αστÝρες,.
ΕΣΤΕΛΛΑ
.το^ν πλανητþν τους δρüμους,...
ΑΣΤΟΛΦΟ
...το ταξßδι
ΕΣΤΕΛΛΑ
.του Þλιου...
ΑΣΤΟΛΦΟ
...μÝσα στις ουρÜνιες σφαßρες,.
ΕΣΤΕΛΛΑ
...Üνοιξε στοργικÜ την αγκαλιÜ σου...
ΑΣΤΟΛΦΟ
.δεßξε μου σπλαχνικÜ την εýνοιÜ σου...
ΕΣΤΕΛΛΑ
.σαν τον κισσü να τυλιχτþ στη σκιÜ σου.
ΑΣΤΟΛΦΟ
...να πÝσω ταπεινÜ στα γüνατÜ σου.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ανßψια μου γλυκÜ, που Ýχετε σπεýσει
στο κÜλεσμÜ μου ν' ανταποκριθεßτε,
μες στην καρδιÜ μου ßση Ýχετε θÝση,
και σας το λÝω, δεν θα αδικηθεßτε.
Μüνο, παρακαλþ, επειδÞ εßμαι γÝρος,
κι ßσως μακρηγορþ λüγω ηλικßας,
ζητþ σιωπÞ, κι αφÞστε κατÜ μÝρος
τις εκδηλþσεις της θερμÞς λατρεßας.
Γνωρßζετε -θÝλω την προσοχÞ σας
ανßψια μου, αυλικοß της Πολωνßας,
υπÞκοοß μου, συγγενεßς και φßλοι-
γνωρßζετε πως για τÞ φιλομÜθεια
και για τις γνþσεις που Ýχω, ο κüσμος üλος
μου αποδßδει του Σοφοý τον τßτλο,
πως ο χρωστÞρας των σπουδαßων ζωγρÜφων
κι η σμßλη των γλυπτþν μ’ Ýχουν διασþσει
απü τη λÞθη που επιβÜλλει ο χρüνος,
κι Ýχω καθιερωθεß στην ΟικουμÝνη
με τ’ üνομα Βασßλειος ο ΜÝγας.
Γνωρßζετε ποιες εßναι οι επιστÞμες
που ασκþ και που πιστεýω πÜνω απ’ üλες:
τα μαθηματικÜ κι η αστρονομßα.
ΧÜρη σ’ αυτÝς αποστερþ απ’ το Χρüνο
κι απü τη ΦÞμη το υψηλü προνüμιο
να μην αποκαλýπτουνε το μÝλλον
42
παρÜ μονÜχα μÝρα με τη μÝρα,
γιατß, στους χÜρτες και στους πßνακÝς μου,
βλÝπω üλα τα μελλοýμενα γραμμÝνα,
κι Ýτσι μετÜ, προσμÝνω απλþς το Χρüνο
να επαληθεýσει αυτü που γνþριζα Þδη.
Οι κýκλοι αυτοß οι κατÜλευκοι σαν χιüνι,
αυτοß οι κρυστÜλλινοι, διÜφανοι θüλοι
που τους φωτßζουν οι ακτßνες του Þλιου
και τους διαιροýν οι φÜσεις της σελÞνης,
üλες αυτÝς οι διαμαντÝνιες σφαßρες
οι διÜσπαρτες μ’ αστÝρια και με ζþδια,
εßναι το σπουδαστÞριο της ζωÞς μου,
βιβλßα με αδαμÜντινες σελßδες,
τετρÜδια απü ζαφεßρι, κι εκεß πÜνω,
με γρÜμματα ευκρινÞ και με μελÜνι
χρυσü, γρÜφει ο ουρανüς το πεπρωμÝνο,
τη μοßρα μας, ευνοúκÞ Þ αντßξοη.
Και τüσο γρÞγορα üλα τα διαβÜζω,
που, μüνο με τη σκÝψη, αμÝσως ξÝρω
των Üστρων τις αιφνßδιες μεταπτþσεις
και τις γοργÝς κινÞσεις των σωμÜτων.
ΜακÜρι, ΘεÝ μου, πριν αυτÞ μου η τÝχνη
γινüταν σχολιασμüς στο περιθþριο
των ουρανßων σελßδων, πριν γινüταν
το ευρετÞριο των περιεχομÝνων,
να ’ταν το πρþτο θýμα της οργÞς Σου
η ζωÞ μου η ßδια, να ’χε παραμεßνει
μüνον εκεß η δικÞ μου τραγωδßα!
Γιατß, üταν εßσαι δýσμοιρος, μαχαßρι
43
γßνεται ακüμα και το χÜρισμÜ σου,
η ßδια σου η σοφßα, και σε σκοτþνει!
Απüδειξη εßμ’ εγþ, μα πιο μεγÜλη
απüδειξη εßν’ αυτÜ που σας διηγοýμαι.
Γι’ αυτü, για να τ’ ακοýσετε με δÝος,
ζητþ μια φορÜ ακüμα τη σιωπÞ σας.
Η ΚλοριλÝνη, η σýζυγüς μου, εßχε
κÜνει Ýνα γιο, τüσο σημαδεμÝνο
απü τη μοßρα, που τη γÝννησÞ του
συνοδÝυσαν τÝρατα και σημεßα.
Πριν βγει στο φως ακüμα, απü το μνÞμα
το ζωντανü της μÞτρας -^γιατß η γÝννα
κι ο θÜνατος εßν’ πρÜγματα παρüμοια-,
η μÜνα του Ýβλεπε επανειλημμÝνα
μÝσα στο παραλÞρημα του ονεßρου
πως κÜποιο τÝρας ανθρωπüμορφο, Üγριο,
της ξÝσκιζε τα σπλÜχνα για να βγει Ýξω,
και τη θανÜτωνε καθþς γεννιüταν
σαν φßδι, μες στο αßμα της λουσμÝνο.
¹ρθε, λοιπüν, της γÝννησÞς του η μÝρα,
κι εκπληρωθÞκαν üλες οι προβλÝψεις,
γιατß σπανßως Þ ποτÝ δεν βγαßνουν
ψεýτικα τα δυσοßωνα σημÜδια:
Þρθε στον κüσμο με ωροσκüπιο τÝτοιο
που ο Þλιος, κüκκινος σαν αßμα, μπÞκε
σε μÜχη λυσσαλÝα με τη σελÞνη,
κι η γη περßμενε, σιωπηλüς μÜρτυς,
ποιος απ’ τους δυο ουρÜνιους φωτοδüτες
θα σκοτεινιÜσει τον αντßπαλü του.
44
¹ταν η πιο μεγÜλη, η πιο φρικþδης
Ýκλειψη ηλßου απ’ τον καιρü που η πλÜση
θρÞνησε το ΣωτÞρα στο Σταυρü Του.
Γιατß, üπως πυρπολοýσαν το στερÝωμα
οι ζωντανÝς οι φλüγες, σου φαινüταν
πως Ýφτασε η συντÝλεια του κüσμου.
Σκοτεßνιασε ο ουρανüς, τρÝμαν τα κτßρια,
τα νÝφη εβρÝχαν πÝτρες, τα ποτÜμια
αντß νερü πλημμýριζαν απü αßμα.
ΚÜτω απü τÝτοιο ανÜδρομο πλανÞτη
και τÝτοιο ολÝθριο ζþδιο Þρθε στον κüσμο
ο Σιγισμοýνδος, δßνοντας αμÝσως
το στßγμα της πραγματικÞς του φýσης,
αφοý το αντßτιμο της γÝννησÞς του
Þτανε της μητÝρας του το τÝλος,
λες κι Þθελε με πεßσμα να δηλþσει:
«¢νθρωπος εßμαι, εφüσον ξεπληρþνω
κιüλας την καλοσýνη με κακßα».
Εγþ, κοιτþντας τα βιβλßα μου, εßδα
γραμμÝνο πως ο γιος μου θα γινüταν
ο πιο απερßσκεπτος απ’ τους ανθρþπους,
απü τους πρßγκιπες ο πιο ανüσιος,
κι ο πιο απÜνθρωπος απ’ τους μονÜρχες,
πως το βασßλειü του θα το διÝλυαν
η βßα κι ο διχασμüς, θα ’ταν σχολεßο
των προδοτþν κι ακαδημßα των φαýλων,
κι ο ßδιος, απü τη μανßα σπρωγμÝνος
σε σκοτεινÜ εγκλÞματα, αποτρüπαια,
θα ’φτανε σε σημεßο να με πατÞσει
45
χÜμω, γιατß εßδα κιüλας τον εαυτü μου
ριγμÝνο καταγÞς, και τα μαλλιÜ μου
τα ολüλευκα -ντρÝπομαι που το λÝωνα
γßνονται χαλß στα δυο του πüδια.
Ποιος θ’ αψηφοýσε τÝτοια προφητεßα,
και μÜλιστα αν την βλÝπει στα βιβλßα
που μελετÜ κυρßως για τ ’ üφελος του;
Πιστεýοντας, λοιπüν, στο πεπρωμÝνο
που μου προμÞνυε δεινÜ μεγÜλα
με προφητεßες μοιραßες σαν και τοýτη,
επÞρα απüφαση να φυλακßσω
αυτü το νεογÝννητο θηρßο,
þστε να δω αν εγþ, ο σοφüς, μποροýσα
να θÝσω υπü την εξουσßα μου τ’ Üστρα.
Ανακοινþνοντας üτι το βρÝφος
γεννÞθηκε νεκρü, εßπα να χτßσουν
Ýναν πýργο ψηλÜ στα δýσβατα üρη,
σε μÝρος που οýτε ο Þλιος δεν το φτÜνει,
σε απüκρημνη πλαγιÜ, μÝσα σε βρÜχους
που προστατεýουνε την εßσοδü του.
Αιτßα για üλους τους αυστηροýς νüμους,
τις προσταγÝς, που, επß ποινÞ θανÜτου,
απαγορεýουν σ’ üλους να πλησιÜσουν
κÜποια περιοχÞ συγκεκριμÝνη,
εßναι τα γεγονüτα που σας εßπα.
Εκεß ζει, δυστυχÞς, ο Σιγισμοýνδος,
φτωχüς, δεσμþτης, σε κατÜσταση Üθλια,
κι ο μüνος που τον βλÝπει, του μιλÜει
κι Ýχει τη μÝριμνÜ του, εßν’ ο ΚλοτÜλντο.
46
Αυτüς τοý δßδαξε τις επιστÞμες,
τον μýησε στην καθολικÞ πßστη,
αυτüς, ο μüνος μÜρτυς των δεινþν του.
Ιδοý, τþρα, τρßα θÝματα: το πρþτο,
üτι αγαπþ τüσο την Πολωνßα,
που Ýχω το χρÝος να την προφυλÜξω
απü την τυραννßα ενüς δυνÜστη,
γιατß εßναι ανÜξιος Üρχοντας εκεßνος
που εκθÝτει την πατρßδα, το λαü του,
σε τÝτοιο κßνδυνο. Δεýτερο θÝμα
που απασχολεß τη σκÝψη μου, εßναι μÞπως
το να στερþ απ’ το ßδιο μου το σπλÜχνο
δικαιþματα που του ’χουν δþσει νüμοι
ανθρþπινοι και θεßοι, εßναι μια πρÜξη
που απÝχει απ' τη χριστιανικÞ αγÜπη.
Γιατß, κανÝνας νüμος δεν μου λÝει
üτι για να εμποδßσω κÜποιον Üλλον
να γßνει τýραννος στο μÝλλον, πρÝπει
να γßνω τýραννος εγþ, κι η σκÝψη
üτι μπορεß να εγκληματÞσει ο γιος μου,
να κÜνει εγκληματßα πρþτα εμÝνα!
Τρßτο και τελευταßο, ειΥ üτι βλÝπω
πως Þταν μÝγα λÜθος να πιστÝψω
με τüση προθυμßα στις προβλÝψεις,
γιατß, üσο κι αν η φýση του τον σπρþχνει
στο βÜραθρο, μπορεß να τη νικÞσει.
Ο Üνθρωπος βοýληση ελεýθερη Ýχει,
κι η πιο αντßξοη μοßρα, η πιο ολÝθρια
προδιÜθεση κι ο πιο εχθρικüς πλανÞτης,
47
τη βοýληση δεν την εξαναγκÜζουν,
απλþς τη δοκιμÜζουν. ¸τσι, τþρα,
μÝσα σε δισταγμοýς, αμφιβολßες
και ταλαντεýσεις, σκÝφτηκα μια λýση
που ßσως να σας καταπλÞξει üλους:
σκοπεýω, αýριο το πρωß, να φÝρω
εδþ τον Σιγισμοýνδο -Ýτσι τον λÝνε-
χωρßς να μÜθει üτι εßναι γιος δικüς μου,
και να τον βÜλω στη δικÞ μου θÝση.
στο θρüνο μου, με το δικü μου σκÞπτρο,
για να σας κυβερνÜ, να εξουσιÜζει
ως νüμιμος μονÜρχης, κι εσεßς üλοι
θα του ορκιστεßτε υπακοÞ και πßστη.
Τρεις προοπτικÝς ανοßγονται εδþ τþρα,
αντßστοιχες των σκÝψεων που σας εßπα:
η πρþτη, αν φανεß αγαθüς μονÜρχης,
Üξιος, εχÝφρων, συνετüς και πρÜος,
διαψεýδοντας τις Μοßρες, που εßχαν γρÜψει
τüσα γι’ αυτüν, εσεßς θα ’χετε κÝρδος
τη βασιλεßα του φυσικοý ηγεμüνα
που δικαιοýστε, ας εßχε την ΑυλÞ του
για χρüνια στα üρη, δßπλα στα θηρßα.
Δεýτερη, τþρα, προοπτικÞ: αν ο γιος μου
φανεß αλαζüνας, μοχθηρüς και ανüσιος,
δßχως φραγμοýς δοσμÝνος σ’ Üγρια πÜθη,
ε, τüτε εγþ, που θα ’χω πια εκπληρþσει
το πατρικü μου χρÝος προς εκεßνον,
θα του αφαιρÝσω üλες τις εξουσßες,
ως δßκαιος βασιλÝας ενεργþντας,
48
και θα τον φυλακßσω - πρÜξη, πλÝον,
üχι σκληρüτητας, μα τιμωρßας.
Και τρßτον: αν ο πρßγκηψ φανερþσει
αυτÜ τα ελαττþματα, εγþ τüτε,
απ' την αγÜπη που Ýχω στο λαü μου,
στο θρüνο θ’ ανεβÜσω βασιλιÜδες
πιο Üξιους για το στÝμμα και το σκÞπτρο.
Θα ’ναι τα δυο μου ανßψια, που θα ενþσουν
τις τýχες τους και τα δικαιþματÜ τους
με τα δεσμÜ του γÜμου, και θα πÜρουν
τη θÝση που, βεβαßως, τους αξßζει.
ΑυτÜ, λοιπüν, προστÜζω ως βασιλιÜς σας,
αυτÜ παρακαλþ σας ως πατÝρας,
αυτÜ σας λÝω ως γÝροντας με πεßρα,
κι αν, üπως λÝει ο Ισπανüς ΣενÝκας,
ο βασιλιÜς εßν' δοýλος του λαοý του,
αυτÜ ικετεýω ως ταπεινüς σας δοýλος.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Αν πρÝπει ν' απαντÞσω εγþ, καθüσον
εμÝνα πιο πολý αφορÜ το θÝμα,
ζητþ, εν ονüματι üλων εδþ μÝσα,
να φÝρεις στην ΑυλÞ τον Σιγισμοýνδο,
αρκεß για μας πως εßναι γιος δικüς σου.
ΟΛΟΙ
Δþσ’ μας τον πρßγκιπÜ μας, για να γßνει
αμÝσως βασιλιÜς!
49
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΥπÞκοοß μου,
ευχαριστþ για τη λεπτüτητα σας.
Μα συνοδÝψτε πρþτα στο παλÜτι
αυτοýς τους δýο ¢τλαντες του θρüνου,
κι υπομονÞ, αýριο θα σας τον φÝρω.
ΟΛΟΙ
ΖÞτω ο μÝγας βασιλιÜς Βασßλειος!
Βγαßνουν üλοι. Πριν φýγει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, εμφανßζεται ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ, με τη Ρο-
ζαοτρα και τον Κλαριν, κα, συγκρα-
τεß τον βασιλιÜ.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μπορþ να σου μιλÞσω;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Α! ΚλοτÜλντο!
Εσý εßσαι πÜντα ευπρüσδεκτος.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΚýριÝ μου,
θα ’νιωθα ευπρüσδεκτος αν εßχα πÝσει
στα πüδια σου οποιαδÞποτε Üλλη μÝρα,
μα σÞμερα, το ενÜντιο πεπρωμÝνο
50
μου στÝρησε την ασυλßα απ’ το νüμο
κι απ’ το Ýθιμο την ευχαρßστησÞ του.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Μα τι εßναι;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¸να ατυχÝς συμβÜν, κýριÝ μου,
ενþ, κανονικÜ, μποροýσε να ’ταν
η πιο χαρμüσυνη εßδηση για μÝνα.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Πες μου, σ’ ακοýω.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αυτüς ο ωραßος νÝος,
απü Üγνοια Þ απü απερισκεψßα,
μπÞκε στο πýργο, κýριε, üπου εßδε
τον πρßγκιπα, κι εßναι...
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Μην ενοχλεßσαι,
ΚλοτÜλντο. Αν συνÝβαινε Üλλη μÝρα,
τ’ ομολογþ, θα με δυσαρεστοýσε,
μα τþρα πια που Ýχω αποκαλýψει
το μυστικü, δεν Ýχει σημασßα
κι αν το ’χει μÜθει αυτüς. ¸λα σε λßγο,
γιατß Ýχω να σου πω πολλÜ, κι επßσης
Ýχεις πολλÜ να κÜνεις συ για μÝνα,
σ’ ενημερþνω, θα ’σαι το üργανü μου
51
στο πιο σπουδαßο γεγονüς στον κüσμο.
¼σο γι’ αυτοýς, και για να μη νομßσεις
πως τιμωρþ την üποια αμÝλεια σου,
εγþ τους συγχωρþ.
(Φεýγει).
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Χßλιους αιþνες
να ζεις ευτυχισμÝνος, βασιλιÜ μου!
(Κατ' ιδßαν).
Η μοßρα μου βελτιþθηκε λιγÜκι.
Τþρα δεν θα του πω πως εßναι γιος μου,
δεν εßν’ ανÜγκη.
(Στη ΡΟΖΑΟΥΡΑ και στον Κααριν).
ΞÝνοι ταξιδιþτες,
εßσαστε ελεýθεροι.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Τα δυο σου πüδια
πÝφτω χßλιες φορÝς για να φιλÞσω.
ΚΛΑΡΙΝ
Κι εγþ να πιπιλÞσω - καλÜ, τþρα,
δυο γρÜμματα πιο πÜνω, δυο πιο κÜτω,
φßλοι εßμαστε, δεν Ýχουν σημασßα.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Μου ’δωσες τη ζωÞ, σε σÝνα οφεßλω
το üτι εßμαι ζωντανüς, γι’ αυτü το λüγο,
θα ’μαι δικüς σου σκλÜβος αιωνßως.
52
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Δεν εßναι ζωÞ αυτü που σου ’χω δþσει,
γιατß Üνδρας ευγενÞς ατιμασμÝνος
δεν εßναι ζωντανüς. Κι αν Ýχεις Ýρθει
εκδßκηση να πÜρεις, üπως εßπες,
για κÜποια προσβολÞ, δεν σου ’χω δþσει
εγþ ζωÞ, γιατß δεν ζεις ακüμα,
ζωÞ χωρßς τιμÞ, ζωÞ δεν εßναι.
(Κατ' ιδßαν).
Με τοýτα ελπßζω να τον εμψυχþσω.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ναι, ομολογþ, διüλου ζωÞ δεν Ýχω,
κι ας μου την πρüσφερες εσý προ ολßγου,
üμως, αφοý ξεπλýνω την τιμÞ μου
με την εκδßκηση, τüτε θα ζÞσω
ζωÞ απαλλαγμÝνη απ’ τους κινδýνους,
Üξια να λÝγεται δικü σου δþρο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΠÜρε το στιλβωμÝνο ατσÜλι που εßχες,
αυτü, βαμμÝνο στου εχθροý σου το αßμα,
εßν’ αρκετü για την εκδßκησÞ σου.
ΑτσÜλι που Þταν κÜποτε δικü μου
-θÝλω να πω, για λßγο, τþρα μüλις,
που το κρατοýσα- ξÝρει να εκδικεßται.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Στ’ üνομα το δικü σου το φορÜω
για δεýτερη φορÜ. Και σ' αυτü ομνýω
53
να εκδικηθþ, παρüλο που ο εχθρüς μου
εßναι πολý ισχυρüς.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Τüσο πολý εßναι;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Τüσο πολý, που δεν σου λÝω ποιος εßναι,
üχι γιατß θεωρþ πως θα προδþσεις
τα μυστικÜ που θα σου αποκαλýψω,
αλλÜ για να μη στρÝψω σε αντιπÜθεια
την εýνοια που μου δεßχνεις και μ, αρÝσει.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αντßθετα, αν μου το ’λεγες, μποροýσες
να εξασφαλßσεις Ýναν σýμμαχü σου,
και να εμποδßσεις τη βοÞθειÜ μου
προς τον εχθρü σου.
(Κατ' ιδßαν).
Αν Þξερα ποιος εßναι!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Για να μη φανταστεßς, λοιπüν, κýριÝ μου,
πως δεν τιμþ την πßστη που μου δεßχνεις,
μÜθε πως ο εχθρüς μου δεν εßν’ Üλλος
παρÜ ο Αστüλφο, δουξ της Μοσχοβßας.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ' ιδßαν)
Βαρý το πλÞγμα! Απ’ üσο φανταζüμουν
βαρýτερο! Μα ας δοýμε τι συμβαßνει.
54
(Στη Ροζαουρα).
Αν εγεννÞθης Μοσχοβßτης, τüτε
αυτüς, που εßναι ο φυσικüς σου αφÝντης,
δεν εßναι δυνατüν να σε προσβÜλλει,
γýρισε στην πατρßδα σου, και ξÝχνα
τη φρενιασμÝνη οργÞ που σε πυρþνει.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
¸στω κι αν εßναι αφÝντης μου, εγþ ξÝρω
πως μ’ Ýβλαψε.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Δεν γßνεται, σου λÝω,
ακüμη κι αν, μες στην παραφορÜ του,
σε χτýπησε στο πρüσωπο.
(Κατ' ιδßαν).
Ω, ΘεÝ μου!2
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Χειρüτερο κακü μοý Ýχει κÜνει.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Πες το, λοιπüν! Χειρüτερο απü κεßνα
που πλÜθει η φαντασßα δεν μπορεß να ’ναι.
2 Τη στιγμÞ αυτÞ, ο ΚλοτÜλντο συνειδητοποιεß το φýλο τÞς
Ροζαουρα, γιατß μüνο με Ýναν τρüπο μποροýσε Ýνας ηγεμüνας
να προσβÜλει υπÞκοü του: ατιμÜζοντας μια γυναßκα.
55
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Θα σου το πω, αν και δεν καταλαβαßνω
γιατß μου εμπνÝει η δικÞ σου παρουσßα
εκτßμηση και σεβασμü και αγÜπη
τüση πολλÞ, που δεν βρßσκω το θÜρρος
να πω üτι η αμφßεσÞ μου εßν’ Ýνα ψÝμα,
Ýνα αßνιγμα, δεν εßναι αυτü που μοιÜζει.
Τþρα που τ’ Üκουσες, σκÝψου και κρßνε,
αφοý εγþ δεν εßμαι αυτüς που δεßχνω
κι αφοý ο Αστüλφο Þρθε εδþ να πÜρει
γυναßκα την ΕστÝλλα, πþς μποροýσε
να με προσβÜλλει. Μα αρκετÜ σου εßπα.
Βγαßνουν η ΡΟΖΑΟΥΡΑ και ο ΚΑΑΡΙΝ.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Περßμενε, μη φεýγεις, ÜκουσÝ με!
Ω, ΘεÝ μου, τι λαβýρινθος μπλεγμÝνος,
πþς να ’βρει η λογικÞ σωτÞριο μßτο!
Σπιλþθηκε η τιμÞ μου, εßν’ ο εχθρüς μου
πανßσχυρος, εγþ εßμ’ υποτελÞς του,
κι ο γιος μου εßναι γυναßκα! Τþρα μüνον
ο ουρανüς μπορεß να δεßξει δρüμο,
αν και αμφιβÜλλω αν θα το κατορθþσει,
γιατß, σ’ αυτü το χÜος το μπερδεμÝνο,
εßν’ üλος ο ουρανüς μια προφητεßα
κι ο κüσμος ανεξÞγητο μυστÞριο.
(Φεýγει).
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
56
ΗΜΕ Ρ Α Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ι ß
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Στο βασιλικü ανÜκτορο. Μπαßνουν ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
και ο ΚλοτÜλντο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¼λες σου οι εντολÝς εκτελεστÞκαν.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Πες μου ακριβþς πþς Ýγινε, ΚλοτÜλντο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¸γινε ως εξÞς, κýριÝ μου: πÞρα
το υπνα>τικü που διÝταξες να φτιÜξουν
απü εκχυλßσματα κÜποιων βοτÜνων
σοφÜ συνδυασμÝνων, þστε να ’χουν
κρυφÝς δυνÜμεις που ν’ αποκοιμßζουν
τα λογικÜ του ανθρþπου, αφÞνοντÜς τον
σαν νεκροζþντανο, να τον βυθßζουν
σε λÞθαργο βαθý, χωρßς αισθÞσεις...
-Αμφιβολßα δεν υπÜρχει üτι εßναι
αυτü εφικτü, καθþς η πεßρα, κýριε,
αμÝτρητες φορÝς μÜς Ýχει δεßξει
üτι απü τÝτοια μυστικÜ της Φýσης
εßναι γεμÜτη η ιατρικÞ επιστÞμη,
και δεν υπÜρχει ζþο, φυτü, πετρÜδι,
που να μην Ýχει ιδιαßτερες δυνÜμεις.
57
Κι αφοý του ανθρþπου η μοχθηρßα Ýχει
επινοÞσει χßλια δηλητÞρια
θανατηφüρα, απßστευτο δεν θα ’ταν
αν, δßπλα στις ουσßες που σκοτþνουν,
υπÞρχαν κι Üλλες, με τιθασευμÝνη
ενÝργεια, που απλþς να φÝρνουν ýπνο.
Ας μην το αμφισβητοýμε, λοιπüν, Üλλο,
αφοý, επ’ αυτοý, Þδη Ýχουμε αποδεßξεις
απü τη λογικÞ, απ’ τα γεγονüτα...-
Με το πιοτü, λοιπüν, που Þταν φτιαγμÝνο
απü üπιο, παπαροýνα και υοσκýαμο,
επÞγα στο κελß του Σιγισμοýνδου.
Του μßλησα λιγÜκι για üλα εκεßνα
τα ανθρþπινα που τοý ’χει μÜθει η φýση
η Üφωνη, τα üρη, το στερÝωμα,
το θεßο σχολεßο, üπου Ýχει σπουδÜσει
ρητορικÞ απü τα πουλιÜ, απ’ τα ζþα.
Το πνεýμα του θÝλοντας να εξυψþσω
για την αποστολÞ που του ετοιμÜζεις,
Ýναν αετü τοý ’δειξα, που πετοýσε
αγÝρωχος ψηλÜ, περιφρονþντας
τις ασφαλεßς περιοχÝς του αιθÝρα,
κι ανÝβαινε μÝχρι τις σφαßρες του Þλιου,
σαν φτερωτÞ αστραπÞ και σαν κομÞτης.
ΕκθÝιασα τη μεγαλειþδη πτÞση
λÝγοντας: «Αφοý εσý, στο κÜτω-κÜτω,
εßσαι κυρßαρχος των πουλιþν, σου αξßζει
να στÝκεσαι ψηλüτερα απü τ, Üλλα».
Δεν Þθελε Üλλο ο γιος σου, üταν ακοýει
58
για κυριαρχßα, αμÝσως ο θυμüς του
φουντþνει, κι απαντÜει μ’ υπεροψßα,
γιατß, εßν’ αλÞθεια, το αßμα του τον σπρþχνει
σε πρÜγματα υψηλüφρονα, μεγÜλα.
«Πþς!» λÝει, «Ακüμα και στην επουρÜνια
δημοκρατßα των πουλιþν, υπÜρχουν
κÜποιοι που üρκο υποταγÞς δηλþνουν;
Η σκÝψη αυτÞ μοý φτÜνει για να δþσει
παρηγοριÜ στα βÜσανÜ μου, διüτι
τουλÜχιστον εγþ, εßμαι δια της βßας
υποταγμÝνος, με τη θÝλησÞ μου,
ποτÝ σ’ Üνθρωπο δεν θα υποτασσüμουν».
ΒλÝποντας πüσο τον εßχε εξοργßσει
το θÝμα αυτü, που πÜντα τον πονοýσε,
του πρüσφερα ποτü, και πριν προλÜβει
το υγρü απü το ποτÞρι να κυλÞσει
στο στÞθος, τοý κυρßεψε τις δυνÜμεις
ýπνος βαθýς, τοý πÜγωσε το αßμα,
κρýος ιδρþτας τοý Ýλουσε τα μÝλη,
κι αν αγνοοýσα üτι εßναι νεκροφÜνεια,
θα τρüμαζα πως τÝλειωσε η ζωÞ του.
Τüτε ακριβþς, Þρθαν οι Ýμπιστοß σου,
και βÜζοντÜς τον σε Üμαξα, τον φÝραν
εδþ, üπου τα ’χαν προετοιμÜσει üλα
με τη βασιλικÞ μεγαλοπρÝπεια
που αρμüζει στο Üτομü του. Τον ξαπλþσαν
στην ßδια σου την κλßνη, κι üταν λÞξει
η ενÝργεια του φßλτρου και ξυπνÞσει,
θα τον υπηρετοýν πιστÜ, üπως Ýχεις
59
ζητÞσει, σαν να επρüκειτο για σÝνα.
Κι αν σ’ Ýχει ευχαριστÞσει η υπακοÞ μου
κι αξßζω ανταμοιβÞ, θα σε ρωτοýσα
μονÜχα αυτü - και να με συγχωρÝσεις
για την αδιακρισßα: για ποιο λüγο
εßπες να φÝρουνε μ, αυτüν τον τρüπο
τον Σιγισμοýνδο μÝχρι το παλÜτι.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΚλοτÜλντο, βρßσκω δικαιολογημÝνη
την απορßα που Ýχεις, και μονÜχα
σε σÝνα θ’ απαντÞσω. ¼πως θα ξÝρεις,
το Üστρο το φονικü που επηρεÜζει
του γιου μου τη ζωÞ, απειλεß να φÝρει
μýριες καταστροφÝς και τραγωδßες.
ΘÝλω να δω αν ο ουρανüς -που, βÝβαια,
ποτÝ δεν ψεýδεται, αλλÜ, απεναντßας,
μας Ýχει δþσει τüσες αποδεßξεις
στον Üγριο χαρακτÞρα του παιδιοý μου-
μπορεß να μαλακþσει, να μετριÜσει
τουλÜχιστον το μÝνος του, Þ ακüμα
να νικηθεß και να υπαναχωρÞσει
με θÜρρος και με σωφροσýνη, διüτι
ο Üνθρωπος υπερισχýει των Üστρων.
Αυτü, λοιπüν, θÝλω να διαπιστþσω.
Εδþ που τον μετÝφερα, θα μÜθει
πως εßναι γιος μου, και θα φανερþσει
το αληθινü του πρüσωπο. Αν δαμÜσει
τη φýση του με μεγαλοθυμßα,
60
θα γßνει βασιλιÜς, αν üμως εßναι
βÜναυσος και τυραννικüς, τον στÝλνω
πßσω στις αλυσßδες του κελιοý του.
Θα με ρωτÞσεις, τþρα, για ποιο λüγο
Ýπρεπε να τον φÝρω ναρκωμÝνο
γι’ αυτü το πεßραμα. Θα σου απαντÞσω,
και θα λυθοýν üλες σου οι απορßες.
ΣÞμερα αν μÜθαινε πως εßναι γιος μου
κι αýριο ξαναβρισκüταν στο κελß του,
ριγμÝνος πÜλι μες στη δυστυχßα,
σßγουρα, με το χαρακτÞρα που Ýχει,
απ’ την απελπισßα θα τρελαινüταν
γιατß, γνωρßζοντας ποιος πρÜγματι εßναι,
τι θα του μεßνει για παρηγοριÜ του;
Γι, αυτü το λüγο, θÝλω να του αφÞσω
μια διÝξοδο στον πüνο, λÝγοντÜς του
πως Þταν üνειρο üλα αυτÜ που εßδε.
Δυο πρÜγματα θα γßνουν Ýτσι: πρþτον,
μüλις ξυπνÞσει, η συμπεριφορÜ του
θα δεßξει το πþς σκÝπτεται, πþς πρÜττει,
κοντολογßς, τι χαρακτÞρα κρýβει.
Δεýτερον, θα ’χει να παρηγοριÝται,
γιατß, üσο κι αν εδþ τον προσκυνοýσαν
κι αýριο ξαναβρεθεß αλυσοδεμÝνος,
θα χει πιστÝψει πως ονειρευüταν.
Και με το δßκιο του θα το πιστÝψει
γι, αλÞθεια αυτü, ΚλοτÜλντο, γιατß ζοýνε
σ’ Ýνα üνειρο üσοι ζουν σ’ αυτü τον κüσμο.
61
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΕπιχειρÞματα δεν θα μου λεßπαν
για ν’ αποδεßξω üτι Ýχεις κÜνει λÜθος,
μα εßναι πλÝον αργÜ, γιατß νομßζω
πως ξýπνησε και θα ’ρθει εδþ üπου να ’ναι.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Καλýτερα ν’ αποσυρθþ, εσý, üμως,
σαν δÜσκαλüς του, μεßνε, να διαλýσεις
τη σýγχυση που θα χει στο μυαλü του,
λÝγοντας τι Ýχει γßνει.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¢ρα, μου δßνεις
την Üδεια να του πω üλη την αλÞθεια;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ναι, γιατß αν ξÝρει απü τι κινδυνεýει,
ßσως εßν’ ευκολüτερο να ελÝγξει
τα πÜθη και τις σκοτεινÝς πλευρÝς του.
Φεýγει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, και μπαßνει ο
Κ λαριν.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ' ιδßαν)
Τρεις καμτσικιÝς μοý κüστισε για να ’ρθω
εδþ, απü Ýναν φρουρü που ’χε γενειÜδα
62
κüκκινη, ταιριαστÞ με τη στολÞ του.
Εßπα να παρακολουθÞσω το Ýργο,
μα üχι να πληρþσω και εισιτÞριο!
Γιατß, σε φιÝστες και σε πανηγýρια,
το πιο εξασφαλισμÝνο θεωρεßο
το κουβαλÜς μαζß σου, κι εßναι τζÜμπα.
Το λÝνε αδιαντροπιÜ, και σου προσφÝρει
μια πρþτης τÜξεως θÝα στα γεγονüτα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ’ ιδßαν)
Εßναι ο Κλαρßν, ω ΘεÝ μου, ο υπηρÝτης
αυτÞς, ναι, αυτÞς που, σαν τον μεταπρÜτη
των συμφορþν, Ýφερε την ντροπÞ μου
στην Πολωνßα.
(Στον Κ λαριν).
Κλαρßν, τι νÝα;
ΚΛΑΡΙΝ
Τι νÝα,
κýριε; Πως η δικÞ σου καλοσýνη,
που εßν’ Ýτοιμη για χÜρη τÞς ΡοζÜουρα
να πÜρει εκδßκηση, την Ýχει κÜνει
να ξαναβÜλει τα σωστÜ της ροýχα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΜπρÜβο, ευτυχþς, αλλιþς θα ’ταν απρÝπεια.
ΚΛΑΡΙΝ
Πως φρüντισε ν’ αλλÜξει τ ’ üνομÜ της,
πÝρασε ως ανιψιÜ σου στο παλÜτι,
63
κι εκεß, τüσο πολý την εκτιμοýνε,
που μπÞκε κιüλας στην ακολουθßα
εκεßνης της ιδιüρρυθμης ΕστÝλλας.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΜπρÜβο, Ýτσι θα φορτþσει την τιμÞ της
μια και καλÞ στ, üνομα το δικü μου.
ΚΛΑΡΙΝ
Πως περιμÝνει, κýριε, πüτε θα ’ρθει
ο χρüνος κι η ευκαιρßα να φροντßσεις
για την τιμÞ της.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΜπρÜβο, καλÜ κÜνει
που περιμÝνει, αυτÝς τις υποθÝσεις,
ο χρüνος τις διευθετεß στο τÝλος.
ΚΛΑΡΙΝ
Πως τþρα που την πÞραν γι’ ανιψιÜ σου,
την Ýχουνε μη στÜξει και μη βρÝξει
και την καλοταÀζουν, ενþ εμÝνα
που Þρθα μαζß της, μ’ Ýχουνε χεσμÝνο,
και πÜω να πεθÜνω απü την πεßνα.
Λες και ξεχνÜν üτι με λεν Κλαρßνο,
κι Üμα λαλÞσει το κλαρßνο, θα ’βρει
πολλÜ να ψιθυρßσει μες στ, αυτÜκι
του βασιλιÜ, του Αστüλφο, της ΕστÝλλας,
γΓ αυτÜ που βλÝπει εδþ, γιατß οι υπηρÝτες
και τα κλαρßνα, δýσκολα κρατÜνε
64
το στüμα τους κλειστü. Αν κÜνεις με κÜνει
να σπÜσω τη σιωπÞ μου, θα του παßξω
εγþ Ýνα τραγουδÜκι, που θα λÝει:
«Κλαρßνο μου, τι Þθελες να μιλÞσεις,
κι εμÝνανε σαν ψÜρι να με ψÞσεις!»
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ναι, ναι, Ýχεις δßκιο να παραπονιÝσαι.
Εγþ θα επανορθþσω· μα εσý, φßλε,
στο μεταξý, θα υπηρετεßς εμÝνα.
ΚΛΑΡΙΝ
ΣτÜσου, γιατß Ýρχεται κι ο Σιγισμοýνδος.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Μπαßνουν μουσικοß που παßζουν και
τραγουδοýν. Ακολουθεß ο ΣßΓßΣΜΟΥΝΑΟΣ,
σαστισμÝνος, και πßσω του υπηρÝτες που
τον βοηθοýν να ντυθεß.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΘεÝ μου, τι βλÝπω; Τι εßν’ εδþ; Ποý να ’μαι;
Τι θαýματα εßναι τοýτα που κοιτÜζω;
Με πλημμυρßζει δÝος, μα δεν φοβÜμαι,
θÝλω να τα πιστÝψω, μα διστÜζω.
Εγþ, σε μεγαλüπρεπο παλÜτι;
Εγþ, ντυμÝνος ροýχο μεταξÝνιο;
Εγþ, να ’χω ξυπνÞσει σε κρεβÜτι
65
με στρþμα μαλακü και πουπουλÝνιο;
Εγþ, να ’χω υπηρÝτες στο πλευρü μου
σβÝλτους, κομψοýς, με τüση προθυμßα,
να με βοηθοýν ως και στο ντýσιμü μου,
και να εκτελοýν κÜθε μου επιθυμßα;
ΜÞπως με ξεγελÜνε τα üνειρÜ μου;
Κι üμως, το ξÝρω πως Ýχω ξυπνÞσει.
Δεν εßναι Σιγισμοýνδος τ ’ üνομÜ μου;
ΟυρανÝ, πες μου, Ýχω παραφρονÞσει!
Πες μου, για να με βγÜλεις απ’ την πλÜνη:
Τι μπορεß να συνÝβη στο μυαλü μου
την þρα που κοιμüμουν, και με κÜνει
να βλÝπω μÝσα εδþ τον εαυτü μου;
Μα ας Ýγινε ü,τι να ’ναι, τι με μÝλλει,
τι βÜζω το κεφÜλι μου να σπÜσει;
Θ’ αφÞσω να με υπηρετεß üποιος θÝλει,
κι η τýχη ü,τι βρÝξει ας κατεβÜσει.
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
Τι μελαγχολικÞ εßν’ η διÜθεσÞ του!
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 1
Και ποιος δεν θα ’χε την καρδιÜ γεμÜτη
μελαγχολßα, στη θÝση τη δικÞ του;
ΚΛΑΡΙΝ
Εγþ, εγþ!
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
ΜßλησÝ του, πες του κÜτι.
66
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 1
Να τραγουδÞσουν πÜλι;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
¼χι, φτÜνουν
οι μουσικÝς και τα τραγοýδια.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2
Μα Þσουν
βαρýς και σκεπτικüς, γι’ αυτü και κÜνουν
προσπÜθειες να σε ψυχαγωγÞσουν.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Με τις αβρÝς φωνÝς και τις μπαλÜντες,
δεν θα μου ανακουφßσουνε τον πüνο.
ΧÜθηκαν οι στρατιωτικÝς οι μπÜντες;
Στο εξÞς, αυτÝς θÝλω ν’ ακοýω μüνο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ας ευαρεστηθεß η Αυτοý Τψηλüτης
να της φιλÞσω ευλαβικÜ το χÝρι,
κι ας με δεχτεß ως πρþτο υπÞκοü της
που Þρθε τα σÝβη του να της προσφÝρει.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ (Κατ' ßδιαν)
Εßν’ ο ΚλοτÜλντο. Αυτüς, στη φυλακÞ μου,
με πλÞρωνε με του Χριστοý τα πÜθη,
και τþρα κÜνει τον υποτελÞ μου;
Δεν μπορεß, ΘεÝ μου, κÜτι θα ’χω πÜθει!
67
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Σßγουρα, μ/ üλα αυτÜ τα νÝα που βλÝπεις,
θα βασανßζουνε τη λογικÞ σου
χιλιÜδες απορßες. Μα αν επιτρÝπεις,
θα σε λυτρþσω απü τη σýγχυσÞ σου.
ΜÜθε πως εßσαι,, κýριε, γεννημÝνος
πρßγκηψ και διÜδοχος του βασιλεßου
της Πολωνßας. Κι αν περιορισμÝνος
εζοýσες, μακριÜ απ' το φως του ηλßου,
ο λüγος Þταν πως αυτü απαιτοýσε
η αδυσþπητη εντολÞ της μοßρας,
που με δεινÜ μυριÜδες απειλοýσε
τη χþρα, αν Ýπαιρνες ποτÝ ανÜ χεßρας
το σκÞπτρο του νομßμου βασιλÝως.
Μα τþρα πλÝον, που Ýχει επικρατÞσει
η σκÝψη üτι Ýνας Üνδρας θαρραλÝος
και συνετüς μπορεß να υπερνικÞσει
το εχθρικü και Üτεγκτο πεπρωμÝνο,
σ’ Ýφεραν απ’ τον πýργο στο παλÜτι,
την þρα που το πνεýμα εßχες δοσμÝνο
σ’ üνειρα, και σε βÜλαν στο κρεβÜτι.
Θα ’ρθει, σε λßγο, για να σου μιλÞσει
ο βασιλιÜς πατÝρας σου, και για ü,τι
δεν ξÝρεις, αυτüς θα σε διαφωτßσει.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
¢θλιε, κακοýργε, Üτιμε, προδüτη!
Τι χρειÜζεται να μÜθω κι Üλλα; ΦτÜνει
το üτι Ýμαθα ποιος εßμαι, για να δþσει
68
φτερÜ στη δýναμÞ μου και να κÜνει
την περηφÜνια που Ýχω να φουντþσει.
Εßναι, λοιπüν, εσχÜτης προδοσßας
πρÜξη να μου στερεßς το αξßωμÜ μου,
πρÜξη παρÜλογης αυθαιρεσßας
να μου αρνηθεßς τα δικαιþματÜ μου!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΧÜθηκα!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΚÜθε δßκαιο Ýχεις πατÞσει,
εμÝνα μου προκÜλεσες οδýνη
κι Ýχεις το βασιλιÜ σου εξαπατÞσει.
Ο βασιλιÜς, εγþ κι η δικαιοσýνη,
λοιπüν, δικÜσαμε τα εγκλÞματÜ σου,
κι η τιμωρßα σου εßναι να πεθÜνεις
απ’ τα ßδια μου τα χÝρια!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2
Κýριε, στÜσου!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Μη μ’ εμποδßζεις! ¸να βÞμα αν κÜνεις,
τ ’ ορκßζομαι, θα σ’ εκπαραθυρþσω!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 1
Φýγε, ΚλοτÜλντο, φýγε!
69
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αλßμονο σου,
καημÝνε μου, τþρα κομπÜζεις τüσο,
γιατß αγνοεßς πως ζεις μες στ, üνειρü σου!
(Φεýγει).
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2
ΣκÝψου πως τοýτος, κýριε...
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Φεýγα, δρüμο!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2
...υπÜκουσε εντολÝς του βασιλιÜ του.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Ποιου βασιλιÜ! Στον Üδικο το νüμο,
δεν υπακοýμε. ΜÞπως πρßγκιπÜ του
δεν εßχε εμÝνα;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2
Το σωστü Þ το λÜθος,
κýριε, δεν Þταν στη δικÞ του κρßση.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Για να μου αντιμιλÜς με τüσο πÜθος,
μη θες το χÝρι μου να σε χτυπÞσει;
70
ΚΛΑΡΙΝ
ΚαλÜ τα λες, αφεντικü, να ζÞσεις!
Εσý, τι του ζαλßζεις το κεφÜλι;
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
Ποιος σου ’δωσε την Üδεια να μιλÞσεις;
ΚΛΑΡΙΝ
ΜονÜχος μου την πÞρα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Εσý, πÜλι,
ποιος εßσαι;
ΚΛΑΡΙΝ
Κýριε, εßμαι Ýνας που χþνει
τη μýτη του παντοý. Κι Ýχω εντρυφÞσει
στην τÝχνη αυτÞ: ζιζÜνιο που φυτρþνει
πιο γρÞγορα, δεν Ýχει βγÜλει η φýση.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Σ’ αυτüν το νÝο κüσμο που Ýχω μπρος μου,
μονÜχα εσý μ’ αρÝσεις.
ΚΛΑΡΙΝ
Μα ποιος Üλλος!
Των Σιγισμοýνδων αυτουνοý του κüσμου,
εßμ’ ο διασκεδαστÞς ο πιο μεγÜλος!
71
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Μπαßνει ο ΑΣΤΟΛΦΟ.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Πρßγκιπα, τρισευλογημÝνη η μÝρα
που φανερþθηκες σε μας ως νÝος
Þλιος της Πολωνßας, και τον αÝρα
γÝμισες μ’ αγαλλßαση, με κλÝος,
δßνοντας λÜμψη σ’ üλη την υφÞλιο,
λÜμψη θεúκÞς πορφýρας, γιατß, εντÝλει,
πραγματικÜ μÜς Þρθες σαν τον Þλιο
που μÝσα απ’ τα ψηλÜ βουνÜ ανατÝλλει.
ΛÜμψε, λοιπüν. Και μ, üλο που ’χει αργÞσει
η δÜφνη αυτÞ να στÝψει τη μορφÞ σου
τη νικητÞρια, εýχομαι να ζÞσει
αμÜραντη για χρüνια.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Ο Θεüς μαζß σου.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Δεν γνωριζüμαστε, σφÜλμα δικü μου,
γι’ αυτü Ýλειπε απ’ τον χαιρετισμü σου
η αρμüζουσα τιμÞ στο πρüσωπü μου.
Εßμαι ο Αστüλφο, πρþτος ξÜδελφüς σου,
και δουξ της Μοσχοβßας. ΕπομÝνως,
εμεßς οι δυο λογαριαζüμαστε ßσοι.
72
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Το üτι εßπα «ο Θεüς μαζß σου» προηγουμÝνως,
δεν στÜθηκε αρκετü να σε τιμÞσει;
Ωραßα, λοιπüν τþρα που σε γνωρßζω,
κι αφοý αυτü εßναι το παρÜπονü σου,
Üλλη φορÜ, μüλις θα σ’ αντικρßζω,
θα λÝω, αν θÝλεις, «ο Θεüς εχθρüς σου»!
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2 (Στον ΑΣΤΟΛΦΟ)
IV üψιν, κýριε, üτι δεν ξÝρει τρüπους,
αφοý στα üρη τüσα χρüνια ζοýσε,
και φÝρεται Ýτσι σ’ üλους τους ανθρþπους.
(Στον Σιγιςμοτνδο).
ΚýριÝ μου, ο δουξ Αστüλφο θα εκτιμοýσε...
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΒαριÝμαι να τον βλÝπω, με νευριÜζει
τüση Ýπαρση, τüση σπουδαιοφÜνεια.
Και το καπÝλο, γιατß δεν το βγÜζει;
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 1
Μα στÝκεται ψηλÜ!3
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Κι εγþ, στα ουρÜνια!
3 Στην ισπανικÞ ΑυλÞ, οι λεγüμενοι §Γαη(À65 (οι πλÝον εξÝχο-
ντες ευγενεßς) Þταν τα μüνα πρüσωπα που εßχαν την Üδεια
να μη βγÜζουν το καπÝλο τους μπροστÜ στους βασιλεßς.
73
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
Ωστüσο, πιο πολý απ' τους υπολοßπους,
σ’ αυτüν κυρßως θα πρÝπει να εκδηλþνεις
εκτßμηση και να κρατÜς τους τýπους.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Εσý, üπου δε σε σπÝρνουν, τι φυτρþνεις;
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Μπαßνει η Ε ςτε λ λ α .
ΕΣΤΕΛΛΑ
Χßλιες φορÝς την υψηλüτητα σου
καλωσορßζω, κýριε, στο θρüνο
που ευγνþμων δÝχεται την εýνοιÜ σου
και που σε επιθυμοýσε τüσον χρüνο.
Και σου εýχομαι λαμπρüς να βασιλÝψεις
και σεβαστüς απ’ τους υποτελεßς σου,
ενÜντια στις απατηλÝς προβλÝψεις,
κι αιþνες, üχι χρüνια, να V η ζωÞ σου.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ (Στον Κ λ α ρ ιν )
Για πες μου τþρα εσý, ποια εßναι τοýτη
η υπÝροχη, θεúκÞ ομορφιÜ, που η φýση
την προßκισε μ’ üλα τα ουρÜνια πλοýτη,
τοýτη η θεÜ που Þρθε στη γη να ζÞσει;
Ποια εßναι τοýτη η τüσο ωραßα κοπÝλα
που φως θεσπÝσιο μÝσα εδþ Ýχει φÝρει;
74
ΚΛΑΡΙΝ
Εßν’ η ξαδÝρφη σου, κýριε, η ΕστÝλλα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΕστÝλλα, üνομα και πρÜμα: αστÝρι.
(Στην ΕστÝλλα).
Καλü το καλωσüρισμα στο θρüνο,
κυρßα, μα Þταν πιο καλü, νομßζω,
πως εßδα εδþ τα κÜλλη σου, και μüνο
για τοýτο το καλü, που δεν τ ’ αξßζω,
δÝχομαι τα συγχαρητÞριÜ σου.
ΕστÝλλα, αστÝρι ο Θεüς αν σ’ εßχε ορßσει
και κÜθε αυγÞ Ýλαμπε η ομορφιÜ σου,
τι θ’ Üφηνες στον Þλιο να φωτßσει;
Δþσ’ μου το χÝρι σου να το φιλÞσω,
την κοýπα τη χιονÜτη, απ’ üπου πßνει
η αυγÞ το φως της, να πιω να μεθýσω.
ΕΣΤΕΛΛΑ
Η αβρüτητÜ σου Üναυδη μ’ αφÞνει!
ΑΣΤΟΛΦΟ (Κ α τ '
Το χÝρι αν της φιλÞσει, εßμαι χαμÝνος.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 2 (Κ α τ ' «Üαν.)
Αυτü για τον Αστüλφο θα ’ναι βÜρος
μÝγα. Θα επÝμβω.
(Στον Σιγιςμοτνδο).
Εßμ’ υποχρεωμÝνος
κýριε, να πω πως παßρνεις πολý θÜρρος,
75
και πως δεν εßναι δßκαιο να πληγþνεις
τον δοýκα Αστüλφο, που Þδη Ýχει δηλþσει...
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Δε σοý ’πα την ουρÜ σου να μη χþνεις;
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
ΛÝω μüνο τι εßναι δßκαιο.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
¸χω θυμþσει
πολý με τοýτα. Δßκαιο, αν θες να ξÝρεις,
εßν’ ü,τι στις ορÝξεις μου ταιριÜζει.
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
Μα, λßγο πριν, σ’ Üκουσα ν’ αναφÝρεις,
κýριε, πως πρÝπει μüνο να μας νοιÜζει
ü,τι εßναι δßκαιο και σωστü.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Κι επßσης,
δε μ’ Üκουσες να λÝω πως θα σε ρßξω
απ’ το μπαλκüνι, αν με παρασκοτßσεις;
ΤΠΗΡΕΤΗΣ 2
Δεν θα μπορÝσεις!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Ναι; Θα στο αποδεßξω!
76
Τον αρπÜζει στα χÝρια του και βγαßνει
Ýξω. ¼λοι τον ακολουθουν. Κατüπιν,
επιστρÝφουν μÝσα.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Τι Þταν ετοýτο που εßδα μüλις τþρα;
ΕΣΤΕΛΛΑ
Ας τρÝξει κÜποιος, βοÞθεια να προσφÝρει!
(Φεýγει).
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Τον πÝταξα στη θÜλασσα, Þταν þρα
να δει ποιος Ýχει εδþ το πÜνω χÝρι.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Να ελÝγξεις, κýριε, τους φρικτοýς σου τρüπους
και να μετριÜσεις την παραφορÜ σου,
τα κτÞνη απÝχουν απü τους ανθρþπους
üσο και το παλÜτι απ’ τα βουνÜ σου.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Εσý, αν ξαναβγÜλεις διÜλεξη Üλλη
μ’ αυτü το σοβαρü σου ýφος, θÝλω
να δω, Ýτσι και σου κüψω το κεφÜλι,
ποý θα ’χεις να στηρßζεις το καπÝλο!
Ο ΑΣΤΟΛΦΟ φεýγει. Μπαßνει ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
77
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Τι Ýγινε εδþ;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Τßποτα. ΚÜποιον, μüνο,
που μ’ Ýσχασε, τοý ’δωσα μια να πÜει
απ’ το μπαλκüνι κÜτω.
ΚΛΑΡΙΝ
Ενημερþνω
πως εßν’ ο βασιλιÜς που σου μιλÜει.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Πþς; Ο ερχομüς σου, απü την πρþτη μÝρα,
κüστισε τη ζωÞ ενüς ανθρþπου;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
¸λεγε üτι η απειλÞ μου Þταν φοβÝρα
μüνο, κι εγþ του απÜντησα επß τüπου.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Πρßγκιπα, εßμαι βαθýτατα θλιμμÝνος,
ενþ Þρθα να σε δω με την ελπßδα
πως μÜχεσαι τη μοßρα σου με σθÝνος
και βγαßνεις θριαμβευτÞς, αντßθετα εßδα
μιαν Üσβεστη αλαζονικÞ μανßα,
ενþ το πρþτο μÝγα επßτευγμÜ σου
Þταν μια στυγερÞ ανθρωποκτονßα.
Πþς τþρα ν’ αφεθþ στο αγκÜλιασμÜ σου,
78
πþς να σου δεßξω αγÜπη, üταν το χÝρι
που θα μ/ αγγßξει Ýχει πια αποκτÞσει
τη γνþση του θανÜτου; Εßδε μαχαßρι
κανεßς, γυμνü, μüλις να ’χει χτυπÞσει
θανÜσιμα, και δεν Ýχει παγþσει;
Εßδε κανεßς φρÝσκο το αßμα να στÜζει
στη γη üπου κÜποιον Ýχουνε σκοτþσει,
δßχως ν’ ανατριχιÜσει; Εδþ τρομÜζει
και υποχωρεß κι ο πιο ισχυρüς ακüμα.
Κι εγþ, που εßδα του φüνου τα εργαλεßα,
τα δυο σου χÝρια, κι εßδα πως το χþμα
εßναι ζεστü απ’ την πρüσφατÞ σου λεßα,
θα τραβηχτþ μακριÜ απ’ την αγκαλιÜ σου.
Κι ενþ Þθελα μ’ αγÜπη να σε σφßξω
επÜνω μου, θα φýγω απü κοντÜ σου,
τα χÝρια αυτÜ φοβÜμαι να τ ’ αγγßξω.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Η αγκαλιÜ σου λßγο θα μου λεßψει,
üπως δε μοý ’λειψε ως εδþ. ΠατÝρας
που μ’ Ýχει δßχως οßκτο εγκαταλεßψει,
που μ’ απαρνÞθηκε σαν να ’μουν τÝρας,
που μ’ Ýστειλε θεριü σ’ Ýρημα μÝρη
να μεγαλþσω, κι εýχεται η καρδιÜ του
να ’χα πεθÜνει, λßγο μ’ ενδιαφÝρει
αν δε με δÝχεται στην αγκαλιÜ του,
αφοý, ως τα τþρα, καν δε μου ’χει δþσει
δικαßωμα στην ανθρþπινη ýπαρξÞ μου.
79
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Εßθε ο ουρανüς να μη μ’ εßχε αξιþσει
να σοý ’δινα ζωÞ, να ’σουν παιδß μου,
Ýτσι το μßσος σου δεν θα ’χα νιþσει,
δεν θ’ Üκουγα τα λüγια τα ασεβÞ σου.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΛÜθος: διüλου ζωÞ αν δε μοý ’χες δþσει,
παρÜπονο δεν θα ’χα απÝναντι σου,
μου ’δωσες, üμως, και την πÞρες πÜλι.
Να δßνεις, εßναι πρÜξη καλοσýνης
κι ευγÝνειας, μα αχρειüτητα μεγÜλη
εßναι να παßρνεις πßσω αυτü που δßνεις.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Αυτü εßν’ το ευχαριστþ σου, που Ýχεις γßνει
πρßγκηψ, απü Üθλιος δεσμþτης που Þσουν;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Και θες γι’ αυτü να δεßξω ευγνωμοσýνη;
¼ταν πεθÜνεις -^ιατß δεν θ’ αργÞσουν
τα γηρατειÜ στον τÜφο να σε πÜνε-
τι παραπÜνω, τüτε, θα μου αφÞσεις
Ýξω απ’ αυτü.που Þδη δικü μου θα ’ναι;
ΠατÝρας μου δεν εßσαι; ¢ρα, απ’ της φýσης
το δßκαιο, Ýχεις εμÝνα κληρονüμο,
κι üλα τα μεγαλεßα σου και τα πλοýτη
μοý ανÞκουν δικαιωματικÜ απ’ το νüμο.
¼σο για την καλοτυχßα μου τοýτη,
80
τßποτα δεν χρωστþ, αφοý θα μποροýσα
να σου ζητÞσω ευθýνες για τα χρüνια
που σαν ατιμασμÝνος σκλÜβος ζοýσα.
¢ρα, εσý πρÝπει ευγνωμοσýνη αιþνια
να μου χρωστÜς, που αν και μου εßσ’ οφειλÝτης,
δεν σου ζητþ λογαριασμü κανÝνα.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΒÜρβαρος, ματαιüδοξος, προπÝτης,
να που επαληθευτÞκαν τα γραμμÝνα.
ΜÜρτυς μου ο ουρανüς, λοιπüν: το νου σου,
γιατß, μ’ üλο που ξÝρεις πλÝον ποιος εßσαι
και διÝλυσες τα σκüτη του μυαλοý σου,
μ’ üλο που, εδþ που βρÝθηκες, ηγεßσαι
των πÜντων, δεßξε ταπεινüτητα, Üσε
την Ýπαρση και τον εγωισμü σου,
γιατß üσο κι αν θαρρεßς πως δεν κοιμÜσαι,
μπορεß üλα να τα βλÝπεις στ, üνειρü σου.
(Φεýγει ο Βαςιλειος).
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Τι λÝει; ¼τι μπορεß και να κοιμÜμαι
και να ονειρεýομαι; ¼χι, δεν νομßζω!
ΞÝρω το τι εßμαι, τι Þμουνα θυμÜμαι,
πιστεýω σ’ ü,τι βλÝπω, σ’ ü,τι αγγßζω.
Τþρα δεν μπορεßς πια να επανορθþσεις,
τþρα εßν’ αργÜ, την ξÝρω την αλÞθεια,
κι üσο κι αν λυπηθεßς, κι αν μετανιþσεις,
δεν θα σου δþσει ο ουρανüς βοÞθεια.
81
Κανεßς πια δεν μπορεß να μου στερÞσει
τα δικαιþματα που Ýχω στο θρüνο
σαν κληρονüμος. Κι αν πριν μ’ εßχες κλεßσει
στης φυλακÞς τα σßδερα, Þταν μüνο
γιατß δεν Þξερα. Μα Ýχω ξυπνÞσει
τþρα, και ξÝρω, εßμ’ ενημερωμÝνος
για το ποιος εßμαι. Κι εßμαι, απü τη φýση,
Üνθρωπος με θεριü μαζß πλασμÝνος.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
Μπαßνει η ΡΟΖΑΟΥΡΑ, ντυμÝνη γυναικεßα.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κα τ ιδßαν)
Εδþ Ýχω την ΕστÝλλα ακολουθÞσει,
μα τρÝμω ο Αστüλφο μÞπως μ’ αντικρßσει,
γιατß ο ΚλοτÜλντο αυτü με συμβουλεýει:
να μη φανερωθþ, αλλιþς κινδυνεýει
η υπüληψÞ μου. Κι Ýχω εμπιστοσýνη
σ’ üποια ο ΚλοτÜλντο συμβουλÞ μοý δßνει,
τη ζωÞ και την τιμÞ μου τοý χρωστþ,
γι’ αυτü αιωνßως θα τον ευχαριστþ.
ΚΛΑΡΙΝ
Απ’ üλα τα καινοýργια που εßδες μπρος σου,
τι αξßζει πιο πολý το θαυμασμü σου;
82
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Τßποτα απ’ üσα βλÝπω δεν μ’ εκπλÞσσει,
για üλα αυτÜ μ/ εßχαν προειδοποιÞσει.
Μα αν κÜπου αρμüζει θαυμασμüς μεγÜλος
-για μÝνα- εßναι στο γυναικεßο κÜλλος.
ΘυμÜμαι, στα βιβλßα εßχα διαβÜσει
πως ο Θεüς Ýβαλε, για να πλÜσει
τον Üνδρα, περισσüτερη σοφßα,
γιατß εßν’ ο κüσμος σε μικρογραφßα.
Δεν Þθελε, üμως, κι η γυναßκα νου,
που εßναι μικρογραφßα του ουρανοý,
και πιο πολλÞ ομορφιÜ απ’ τον Üνδρα Ýχει
üσο ο ουρανüς απü τη γη απÝχει;
Και παραπÜνω, αν εßν’ το πλÜσμα αυτü!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ' ιδßαν)
Ο πρßγκιπας, εγþ, þρα να κρυφτþ.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΣτÜσου, γυναßκα! Γιατß θες να φýγεις
καλÜ-καλÜ πριν Ýρθεις, γιατß σμßγεις
δýση κι ανατολÞ τüσο εσπευσμÝνα;
Γιατß αν αυτÝς τις δυο τις κÜνεις Ýνα,
αν χÜραμα και σοýρουπο τα ενþσεις,
τη μÝρα μου Üδοξα θα την τελειþσεις.
(Κατ' ιδßαν).
¼μως τι βλÝπω;
83
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ' ιδßαν)
ΜοιÜζει ψÝμα να ναι,
κι üμως τα μÜτια μου δεν με γελÜνε.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ (Κατ ιδßαν)
Η ομορφιÜ αυτÞ, γνþριμη μου μοιÜζει.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ ιδßαν)
Αυτü το μεγαλεßο που κραυγÜζει,
το Ýχω δει, στον πýργο της ερÞμου
φυλακισμÝνο.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ (Κατ ιδßαν)
Να την η ζωÞ μου!
(Στη ΡΟΖΑΟΥΡΑ).
Γυναßκα -γιατß ο Üνδρας Üλλη λÝξη
πιο τρυφερÞ δεν Ýχει να διαλÝξει-
ποια εßσαι; Πριν σε δω, Ýχεις κερδßσει
το θαυμασμü μου, μ’ Ýχεις κατακτÞσει,
και σου Ýχω μια λατρεßα τüσο μεγÜλη
που, εßμαι βÝβαιος, σ’ Ýχω δει και πÜλι.
Ποια εßσαι λοιπüν, για πες, γυναßκα θεßα;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ’ ιδßαν)
Θα υποκριθþ.
(Στον Σιγιςμοτνδο).
Μια απ’ την ακολουθßα,
κýριÝ μου, της ΕστÝλλας εßμαι, απλþς.
84
ΣΙΓΙΣΜΟΓΝΔΟΣ
Να λες πως εßσαι ο Þλιος ο λαμπρüς,
κι αυτÞ, το αστÝρι, ζει χÜρις στο φως σου
κι αντανακλÜ το φÝγγος το δικü σου.
Μες στο βασßλειο των αρωμÜτων,
βλÝπω το ρüδο, θαýμα των θαυμÜτων,
τ ’ Üλλα Üνθη σαν θεüς να εξουσιÜζει
γιατß απü κεßνα πιο γλυκÜ ευωδιÜζει.
ΒλÝπω üτι πÜντα η πρωτοκαθεδρßα
στων πολυτßμων λßθων τη χορεßα
ανÞκει στο διαμÜντι, εφüσον Ýχει
λÜμψη πιο δυνατÞ, κι Üρα υπερÝχει.
Στων Üστρων τις νυχτερινÝς συνÜξεις,
βλÝπω να ξεχωρßζει, ως πρþτης τÜξης
αστÝρι, η Ποýλια, που απ’ την ομορφιÜ της,
τ ’ Üλλα Üστρα φαßνονται χλωμÜ μπροστÜ της.
Στις σφαßρες που κοσμοýνε το στερÝωμα,
βλÝπω üτι ο ¹λιος μüνο Ýχει δικαßωμα
να ναι μονÜρχης, να ’χει τους πλανÞτες
ακüλουθοýς του και πιστοýς πολßτες.
Ενþ, λοιπüν, σ’ επßγεια κι επουρÜνια
βασßλεια, μüνο η ομορφιÜ η σπÜνια
κυριαρχεß, πþς Üντεξε η ψυχÞ σου
να υπηρετεßς κÜποια κατþτερÞ σου,
üταν στην ομορφιÜ σαφþς προηγεßσαι,
ρüδο, διαμÜντι, Ποýλια και ¹λιος εßσαι;
85
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
Μπαßνει ο ΚλοτÜλντο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ ιδßαν)
Ως δÜσκαλüς του, πρÝπει να σκεφτþ
πþς θα τον ηρεμÞσω. Τι εßν’ αυτü;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κýριε, μ’ ευχαριστεß η εκτßμησÞ σου,
αλλÜ η σιωπÞ μου προς απÜντησÞ σου,
γιατß αν ο νους σε λüγια εßναι λειψüς,
τüτε η σιωπÞ, κýριÝ μου, εßναι χρυσüς.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Περßμενε! Γιατß θες να μ’ αφÞσεις
τüσο Üσπλαχνα, γιατß θες να βυθßσεις
üλες μου τις αισθÞσεις στα σκοτÜδια;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ζητþ, Υψηλüτατε, τοýτη την Üδεια.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Την Üδεια, üταν φεýγεις Ýτσι εν τÜχει,
δεν τη ζητÜς, την Ýλαβες μονÜχη.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Την παßρνω μüνη μου, αφοý τüσο αργεß.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Μην κÜνεις την αβρüτητÜ μου οργÞ,
86
γιατß η ανυπακοÞ εßναι δηλητÞριο
για την υπομονÞ μου, εßναι μαρτýριο.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κι αν την υπομονÞ σου βÜλει κÜτω
το δηλητÞριο αυτü, που ’ναι γεμÜτο
παρÜφορη μανßα, δεν θα τολμÞσει
το σεβασμü που αξßζω να τον σβÞσει.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Με προκαλεßς; Λοιπüν, δεν θα διστÜσω
το φüβο μπρος στα κÜλλη σου να χÜσω,
γιατß τα αδýνατα να κÜνω πρÜξη
εßν’ η ευχαρßστησÞ μου. Εßχα πετÜξει
προ ολßγου απ’ το μπαλκüνι στο νερü
κÜποιον που αμφισβητοýσε üτι μπορþ.
Θα δεις, λοιπüν, üτι δεν θα τρομÜξω
απ’ το παρÜθυρο να σε πετÜξω.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ ιδßαν)
Αχ! ¼σο πÜει, πιο πολý αγριεýει.
Πþς να ενεργÞσω, ΘεÝ μου; Κινδυνεýει
απü μια τρÝλα, μια παραφορÜ,
η υπüληψÞ μου δεýτερη φορÜ!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Δεν Þταν λανθασμÝνη η προφητεßα
πως, κÜτω απ’ τη δικÞ σου δεσποτεßα,
η δýστυχη αυτÞ χþρα θα γνωρßσει
φüνους, συνομωσßες, πÜθη, μßση.
87
Μα τι Üλλο περιμÝνεις να προσφÝρει
κÜποιος που τ, üνομα του ανθρþπου φÝρει
μονÜχα, ενþ εßν’ αγροßκος, ξιπασμÝνος,
απÜνθρωπος, θρασýς, μεγαλωμÝνος
σαν το θεριü μες στ, Üλλα τα θηρßα;
ΣΤΓΙΣΜΟΤΝΔΟΣ
Για ν, αποφýγω αυτÞ τη λοιδορßα,
γι’ αυτü κι Þμουν μαζß σου ευγενÞς τüσο,
πιστεýοντας πως θα σε υποχρεþσω.
ΑλλÜ αν εßμ’ üλα αυτÜ που λες, θα σπεýσω
-μα το Θεü- να σου τα επαληθεýσω.
ΑφÞστε μας μονÜχους! ΚλειδωμÝνη
κρατÞστε αυτÞ την πüρτα!
Φεýγει ο Κ λαριν.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ’ ιδßαν)
Εßμαι χαμÝνη!
(Στον Σιγιςμοτνδο).
ΣτοχÜσου, κýριε...
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Εßμαι θεριü της φýσης,
και μÜταια προσπαθεßς να μ’ εμποδßσεις!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ’ ιδßαν)
ΑβÜσταχτο! ΚÜτι πρÝπει να κÜνω!
Θα μπω στη μÝση, ακüμα κι αν πεθÜνω.
(Στον Σιγ ιςμ ο τνδο ).
88
ΣταμÜτα, κýριε! ΧÝρι μην απλþνεις...
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Για δεýτερη φορÜ μ’ εξαγριþνεις,
γÝρο Üμυαλε, γÝρο παραλυμÝνε!
Το κýρος μου, η οργÞ μου, δεν σου λÝνε
τßποτα; Και γιατß εßσαι εδþ φερμÝνος;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Απ’ τις φωνÝς αυτÝς θορυβημÝνος,
Þρθα για να σου πω να τιθασÝψεις
το πÜθος σου, Üμα θες να βασιλÝψεις,
κι üχι, επειδÞ εδþ μÝσα üλων ηγεßσαι,
να ’σαι σκληρüς, γιατß ßσως σ’ üνειρο εßσαι.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Το θÝμα αυτü του ονεßρου και της πλÜνης
üταν το θßγεις, Ýξαλλο με κÜνεις.
Λοιπüν, θα σε σκοτþσω, και θα δοýμε:
θα V üνειρο Þ αλÞθεια;
Ενþ πÜει να βγÜλει το σπαθß του, τον
συγκρατεß ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ και πÝφτει στα
γüνατα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Δικαιοýμαι
τÝλος καλýτερο να ’χει η ζωÞ μου!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΤρÜβα το χÝρι σου απü το σπαθß μου!
89
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¿σπου να ’ρθεß κÜποιος να με βοηθÞσει
και τη φρικτÞ σου οργÞ να συγκρατÞσει,
δεν θα τ ’ αφÞσω.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ω, ΘεÝ μου!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Σου εßπα, Üσε
το ξßφος, γÝρο αχρεßε, ανÜθεμÜ σε,
αλλιþς, τα χÝρια μου ξÝρουν τον τρüπο
αμÝσως να σ’ αφÞσουνε στον τüπο,
(Παλεýουν).
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΤρÝξτε, σκοτþνουν τον ΚλοτÜλντο! ΒοÞθεια!
ΕλÜτε γρÞγορα!
Η ΡΟΖΑΟΥΡΑ φεýγει. ¸ρχεται ο Αςτοα-
ΦΟ, τη στιγμÞ που ο ΚΑΟΤΑΛΝΤΟ πÝφτει
στα πüδια του, και μπαßνει ανÜμεσα
στους δýο.
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ
ΑΣΤΟΛΦΟ
Τι βλÝπω, αλÞθεια,
γενναßε μου πρßγκιπα; ¸να τιμημÝνο
ξßφος, να λεκιαστεß με παγωμÝνο
90
και γÝρικο αßμα; ΞαναβÜλτο πÜλι
στη θÞκη του το λαμπερü σου ατσÜλι.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
¼χι, προτοý το δω να κοκκινßσει
απ’ το αßμα αυτοý του αχρεßου.
ΑΣΤΟΛΦΟ
¸χει ζητÞσει
στα πüδια μου Üσυλο. ¢ρα, προστασßα
τοý εγγυÜται εδþ η δικÞ μου παρουσßα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Το θÜνατü σου εγγυÜται! Μ’ Ýνα σμπÜρο,
σκοτþνοντÜς σε, εκδßκηση θα πÜρω
που πριν μ’ εκνεýρισες.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Σπαθß Üμα βγÜλω
σ' αυτοÜμυνα, το στÝμμα δεν προσβÜλλω.
ΤραβÜνε τα σπαθιÜ. Μπαßνουν ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
και η ΕΣΤΕΛΛΑ.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μη, κýριε...
91
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Τι εßν’ αυτÝς οι αψιμαχßες;
ΕΣΤΕΛΛΑ (Κατ ιδßαν)
Ο Αστüλφο εδþ; Αυτü γεννÜ υποψßες.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Τι Ýχει συμβεß εδþ μÝσα τüσην þρα;
ΑΣΤΟΛΦΟ
Τßποτα, κýριε, εφüσον Þρθες τþρα.4
(ΒÜζουν τα σπαθιÜ στις θÞκες τους).
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΠολλÜ, και να στα πω δεν θα τρομÜξω:
τον γÝρο αυτüν πολÝμαγα να σφÜξω.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΚαλÜ, για τ ’ Üσπρα του μαλλιÜ, δεν εßχες
σÝβας;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κýριε, Üσε, εßναι δικÝς μου οι τρßχες,
ανÜξιες λüγου.
4 Ο λεγüμενος «νüμος της βασιλικÞς παρουσßας» επÝβαλλε
να ξαναμπαßνουν τα ξßφη στη θÞκη τους, μüλις εμφανιζüταν
ο βασιλιÜς. Σýμφωνα με τον κþδικα τιμÞς, και οι δýο αντι-
μαχüμενες πλευρÝς εßχαν πλÝον αποκαταστÞσει την τιμÞ τους,
και απαγορευüταν να ξαναφÝρουν στην επιφÜνεια τη συγκεκριμÝνη
διαφορÜ τους.
92
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΜÜταια θα ικετεýσεις
στ, Üσπρα μαλλιÜ το σÝβας να μου εμπνεýσεις,
γιατß, μπορεß και τοýτα εδþ, πατÝρα,
να δεις κÜτω απ’ τα πüδια μου μια μÝρα.
Δεν πÞρα ακüμα την εκδßκησÞ μου
για το Üδικο που ’κανες στη ζωÞ μου.
(Φεýγει)·
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
¼μως, πριν γßνει τοýτο, θα επιστρÝφεις
στον ýπνο το βαθý, και θα πιστÝψεις
πως üλα αυτÜ που Üναυδο σ’ αφÞσαν,
üπως üλα τα εγκüσμια, üνειρο Þσαν.
Φεýγουν ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ και ο ΚΛΟΤΜΝº¼,
ΜÝνουν η ΕστÝλλα και ο Α ςτολφο.
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
ΑΣΤΟΛΦΟ
Α, πüσο σπÜνια βγαßνει ψεýτρα η μοßρα
üταν προβλÝπει συμφορÝς! Παρüλο
που Ýχει τüση σιγουριÜ στα αντßξοα,
στα ευνοúκÜ εßναι πÜντα τüσο αβÝβαιη!
Και τι Üξιος αστρολüγος θα Þταν üποιος
μüνο δεινÜ προανÞγγελλε, γιατß üλα
θα επαληθεýονταν, το δßχως Üλλο.
ΓΓ απüδειξη, σκÝψου ποια Þταν η μοßρα
93
του Σιγισμοýνδου κι η δικÞ μου, ΕστÝλλα,
και δες τι διαφορÜ εßχε στον καθÝνα.
Για ’κεßνον προÝβλεπε ýβρη, υπεροψßα,
φüνους, καταστροφÝς, κι Ýλεγε αλÞθεια,
αφοý üλα τοýτα τελικÜ συμβαßνουν.
ΑλλÜ σε μÝνα, που Ýταζε, κυρßα,
θριÜμβους, νßκες, δüξα, ευδαιμονßα
στη θÝα των ολοφþτεινων ματιþν σüυ,
που ο Þλιος μια σκιÜ τους εßναι μüνο,,
κι ο ουρανüς μικρÞ περßληψÞ τους,
Ýλεγε μισü ψÝμα μισÞ αλÞθεια.
Γιατß, την εýνοιÜ σου μοý υποσχüταν,
και εισπρÜττω μια ψυχρÞν αδιαφορßα.
ΕΣΤΕΛΛΑ
Δεν αμφιβÜλλω για την ειλικρßνεια
των λüγων των ευγενικþν που εßπες,
μüνο που θα προορßζονται για μια Üλλη
γυναßκα, της οποßας το πορτραßτο
κρεμüταν στο λαιμü σου üταν πρωτüρθες
για να με δεις, Αστüλφο. ¢ρα, μονÜχα
σ’ αυτÞν αξßζουν τÝτοιες κολακεßες.
ΤρÜβα, λοιπüν, να στις εξαργυρþσει,
γιατß, στου Ýρωτα το δικαστÞριο,
θεωροýνται αναξιüπιστα στοιχεßα
τα λüγια τα üμορφα σ’ Üλλες γυναßκες
κι οι üρκοι πßστης σ’ Üλλους βασιλιÜδες.
94
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ
Εμφανßζεται η ΡΟΖΑΟΥΡΑ στο πλÜι,
αθÝατη απü τους Üλλους.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ ιδßαν)
Αχ! Δüξα σοι ο Θεüς, τα βÜσανÜ μου
φτÜσαν στο τÝρμα τους, γιατß üποιος εßδε
ü,τι εßδα, τßποτα Üλλο δεν φοβÜται.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Θα βγÜλω απü το στÞθος το πορτραßτο,
να μπει της ομορφιÜς σου μüνο η εικüνα.
Εκεß που μπαßνει η ΕστÝλλα, καμιÜ θÝση
δεν Ýχει η σκιÜ, οýτε Üστρο εκεß που λÜμπει
ο Þλιος, πÜω αμÝσως να το φÝρω.
(Κ α τ ’ ιδßαν).
Ωραßα ΡοζÜουρα, να μου συγχωρÝσεις
αυτÞ την προσβολÞ, αλλÜ μüνο τüση
πßστη κρατÜνε οι Üντρες στις γυναßκες,
σαν τους χωρßζει η απüσταση κι ο χρüνος.
(Φεýγει).
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ ιδßαν)
Τßποτα δεν κατÜφερα ν’ ακοýσω,
φοβüμουνα μÞπως μ, αντιληφθοýνε.
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΑστρÝα!
95
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κυρßα!
ΕΣΤΕΛΛΑ
Αχ, ευτυχþς που Þρθες
εσý ειδικÜ, γιατß μüνο σε σÝνα
θÝλω να εμπιστευθþ Ýνα μυστικü μου.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Θα ’ναι τιμÞ στην ταπεινÞ σου δοýλη,
κυρßα.
ΕΣΤΕΛΛΑ
Λßγο καιρü σε ξÝρω, ΑστρÝα,
κι üμως, Ýχεις κερδßσει την καρδιÜ μου.
Γι’ αυτü, και για τις τüσες αρετÝς σου,
τολμþ να εμπιστευτþ σε σÝνα κÜτι
που κρýβω κι απü τον εαυτü μου ακüμα
πολý συχνÜ.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΠÜντα πιστÞ σου δοýλη.
ΕΣΤΕΛΛΑ
Λοιπüν, με λßγα λüγια: ο εξÜδελφüς μου
ο Αστüλφο -η λÝξη εξÜδελφüς σοý φτÜνει
προς το παρüν, γιατß, τα περαιτÝρω,
σαφÝστερα τα κÜνει μüνο η σκÝψη-
πρüκειται να με παντρευτεß, εÜν üντως
η τýχη μου, με μια χαρÜ μονÜχα,
96
θÝλει να μου εξοφλÞσει τüσες πßκρες.
ΣτενοχωρÞΘηκα, üμως, üταν εßδα
την πρþτη μÝρα εδþ, πως στο λαιμü του
κρεμüταν το πορτραßτο μιας γυναßκας.
Του μßλησα επ’ αυτοý, με γλυκü τρüπο,
φÜνηκε ιππüτης, μ’ αγαπÜει στ, αλÞθεια,
και πÜει αμÝσως τþρα να το φÝρει.
Μα ντρÝπομαι πολý που θα το πÜρω
εγþ απ’ τα χÝρια του, γι’ αυτü, εδþ μεßνε,
κι üταν το φÝρει, πες του να στο δþσει
εσÝνα. Δεν χρειÜζεται να πω Üλλα,
εßσαι διακριτικÞ, εßσ’ ωραßα, και ξÝρεις
πολý καλÜ ο Ýρωτας τι σημαßνει.
(Φεýγει).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΞÝρω, που να μην το 'ξερα! Ω, ΘεÝ μου,
βüηθα με! Ποια γυναßκα θα ’ταν τüσο
ψýχραιμη, συνετÞ, þστε να ξÝρει
πþς να φερθεß σε τüσο μπερδεμÝνη
κατÜσταση; Να υπÜρχει Üλλος στον κüσμο
που να τον πολεμÜ η Üσπλαχνη μοßρα
με πιο πολλÜ δεινÜ, που αντιπαλεýει
με πιο πολλÜ χτυπÞματα απü μÝνα;
Τþρα, σε τÝτοιο μπÝρδεμα, τι κÜνω,
που μοιÜζει αδýνατον να βρω μια λýση,
97
και καμιÜ λýση δεν με ανακουφßζει;
Απü την πρþτη-πρþτη δυστυχßα,
δεν Ýκανα Ýνα βÞμα στη ζωÞ μου
που να μη φÝρει δυστυχßα καινοýργια,
η μια üταν σβÞνει, τη διαδÝχεται Üλλη.
¼πως κι ο φοßνικας, ξαναγεννιοýνται
η μια απ’ την Üλλη, αδιÜκοπη αλυσßδα,
παßρνουν ζωÞ απ’ το θÜνατο, και πÜντα
εßναι ζεστÝς στον τÜφο τους οι στÜχτες.
ΚÜποιος σοφüς, δειλÝς τις ονομÜζει,
γιατß δεν Ýρχονται μια-μια, αλλÜ πλÞθος,
μα εγþ τις λÝω γενναßες, γιατß πÜντα
βαδßζουν μπρος και δεν γυρνÜν την πλÜτη.
¼ποιος τις Ýχει σýμμαχους, τα πÜντα
μπορεß ν’ αποτολμÞσει, γιατß φüβο
δεν θα ’χει μÞπως τον εγκαταλεßψουν
ποτÝ. Το λÝω εγþ, αφοý μες στα τüσα
που μοý ’φερε η ζωÞ, τις δυστυχßες
ποτÝ δεν τις στερÞθηκα, οýτε εκεßνες
θα κουραστοýν ποτÝ να με χτυπÜνε,
αν δε με δοýνε, θýμα πια της μοßρας,
να γÝρνω στην αγκÜλη του θανÜτου.
Και τþρα, τι να κÜνω, αλßμονο μου,
στο δßλημμα το μÝγα που Ýχω μπλÝξει;
Αν αποκαλυφθþ, μπορεß ο ΚλοτÜλντο,
που του χρωστþ την ßδια τη ζωÞ μου,
να προσβληθεß, αφοý εßπε üτι αν σωπÜσω
μüνο θα επανορθþσει την τιμÞ μου.
Αν κρýψω απ’ τον Αστüλφο την αλÞθεια,
πþς θα μπορþ να υποκριθþ μπροστÜ του;
Γιατß, üσο πειστικÜ κι αν προσποιοýνται
η γλþσσα μου, τα μÜτια μου, η φωνÞ μου,
üλα η ψυχÞ δεν θα τα βγÜλει ψεýτες;
¢ρα, τι κÜνω; Μα τι συλλογιÝμαι
το τι θα κÜνω, αφοý καλÜ το ξÝρω
πως üσο ωραßα κι αν τα προετοιμÜσεις,
üσο κι αν τα σκεφτεßς, κι αν προνοÞσεις,
σαν Ýρθει η κρßσιμη στιγμÞ, θα πρÜξεις
αυτü που θα σου υπαγορεýσει ο πüνος;
Γιατß τους πüνους δεν τους εξουσιÜζεις.
Κι αφοý η ψυχÞ δεν λÝει ν’ αποφασßσει
το τι πρÝπει να κÜνω, τüτε ας φτÜσει
σÞμερα ο πüνος στην κορýφωσÞ του,
ας φτÜσει η θλßψη στα ÝσχατÜ της βÜθη,
κι ας βγω μια και καλÞ απ’ τις εικασßες
κι απü τις ταλαντεýσεις. ΑλλÜ ως τüτε,
βοÞθησÝ με, ΘεÝ μου, βοÞθησÝ με!
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Μπαßνει ο ΑΣΤΟΛΦΟ με το πορτραßτο.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Ιδοý, κυρßα, το πορτραßτο... Ω, ΘεÝ μου!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Γιατß μÝνει Üναυδη η ΥψηλüτητÜ σου;
Τι την εκπλÞσσει;
99
ΑΣΤΟΛΦΟ
Μα, το üτι σε βλÝπω,
ΡοζÜουρα, και το üτι σ’ ακοýω!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΡοζÜουρα;
Θα ξεγελÜστηκε η ΤψηλüτητÜ σου,
για Üλλη θα με περνÜ. Με λÝνε ΑστρÝα,
κι η ταπεινÞ μου θÝση δεν αξßζει
την τýχη τüσο να σε αναστατþνω.
ΑΣΤΟΛΦΟ
ΣταμÜτα αυτü το θÝατρο, ΡοζÜουρα,
γιατß η ψυχÞ ποτÝ δεν ξεγελιÝται,
μπορεß ως ΑστρÝα τþρα να σε βλÝπει,
μα σ’ αγαπÜ ως ΡοζÜουρα.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Δεν γνωρßζω
τι λÝει η ΤψηλüτητÜ σου, Üρα δεν Ýχω
τι ν’ απαντÞσω. Θα σου πω μονÜχα
üτι η ΕστÝλλα -δηλαδÞ Ýνα αστÝρι,
μπορεß κι η Αφροδßτη- μ’ Ýχει αφÞσει
στη θÝση της, για να σου πω να δþσεις
σε μÝνα το πορτραßτο -και δεν βρßσκω
διüλου παρÜλογο αυτü που ζητÜει-
για να το πÜρει απ’ τα δικÜ μου χÝρια.
¸τσι το θÝλει η ΕστÝλλα, üσο κι αν εßναι
εις βÜρος μου το ασÞμαντο αυτü πρÜγμα,
μα θα το κÜνω, αφοý το θÝλει εκεßνη.
100
ΑΣΤΟΛΦΟ
¼σο σκληρÜ κι αν προσπαθεßς, ΡοζÜουρα,
πüσο Üσχημα προσποιεßσαι! Πες στα μÜτια
να συντονßσουνε τη μουσικÞ τους
με τη φωνÞ σου, γιατß εßναι μοιραßο
ν’ ακοýγεται ενοχλητικü και φÜλτσο
Ýνα ξεκοýρδιστο üργανο, που μÜταια
κÜνει προσπÜθειες για να συνταιριÜξει
το ψÝμα αυτþν που λες με την αλÞθεια
αυτþν που αισθÜνεσαι.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εγþ, το πορτραßτο
σου ’πα üτι περιμÝνω.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Αφοý επιμÝνεις
να παßζεις θÝατρο μÝχρι τÝλους, παßζω
κι εγþ μαζß, και να η απÜντησÞ μου:
Πες στην κυρÜ σου, ΑστρÝα, πως της Ýχω
τüσο μεγÜλη εκτßμηση, που βρßσκω
φτηνü να στεßλω απλþς Ýνα πορτραßτο.
ΙΥ αυτü λοιπüν, ως δþρο αντÜξιü της,
θα στεßλω το πρωτüτυπο. Κι αμÝσως
μπορεßς να της το πας, αφοý το φÝρεις
επÜνω σου, üπως φÝρεις τον εαυτü σου.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αν Ýνας Üνδρας Ýχει ξεκινÞσει
με τüλμη, γενναιüτητα και σθÝνος,
101
να φÝρει μιαν αποστολÞ σε πÝρας,
üσο κι αν σαν αντÜλλαγμα τοý δþσουν
κÜτι πολυτιμüτερο, θεωρεßται
ανÜξιος, βλÜκας, αποτυχημÝνος,
αν δßχως το ζητοýμενο επιστρÝφει.
Εγþ Þρθα για να πÜρω Ýνα πορτραßτο,
κι üσο κι αν το πρωτüτυπο Ýχει αξßα
ανþτερη, θα ’μαι αποτυχημÝνη
αν δεν το πÜρω. Οπüτε, κýριε, δþσ’ το,
γιατß χωρßς αυτü δεν επιστρÝφω.
ΑΣΤΟΛΦΟ
            Κι αν δε στο δþσω, εσý πþς θα το πÜρεις;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
¸τσι! ¢σ' το κÜτω, αχÜριστε, ÜφησÝ το!
ΑΣΤΟΛΦΟ
ΜÜταια πασχßζεις.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Μα το Θεü, σου λÝω,
δεν θα το δω σε χÝρια Üλλης γυναßκας!
ΑΣΤΟΛΦΟ
Εσý εßσαι τρομερÞ!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κι εσý προδüτης!
102
ΑΣΤΟΛΦΟ
ΦτÜνει, αρκετÜ, ΡοζÜουρα, μη, γλυκιÜ μου!
ΡΟΖΑΟÚΡΑ
ΓλυκιÜ σου εγþ; Τι ψεýτης που εßσαι, αχρεßε
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
Μπαßνει η ΕςτΕΛΛΑ.
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΑστρÝα! Αστüλφο! Τι συμβαßνει;
ΑΣΤΟΛΦΟ (Κατ’ ιδßαν)
Η ΕστÝλλα!
ΡΟΖΑΟÚΡΑ (Κατ’ ιδßαν)
Αχ, ας μου δþσει πανουργßα ο ¸ρως,
να πÜρω το πορτραßτο μου.
(Στην ΕΣΤΕΛΛΑ).
Κυρßα,
αφοý ζητÜς να μÜθεις τι συμβαßνει,
εγþ θα σου το πω.
ΑΣΤΟΛΦΟ (Στη ΡΟΖΑΟΥΡΑ)
Τι πας να κÜνεις;
ΡΟΖΑΟÚΡΑ
Με διÝταξες εδþ να περιμÝνω,
να πÜρω απ’ τον Αστüλφο Ýνα πορτραßτο
εκ μÝρους σου. ¸τσι μüνη üπως καθüμουν,
κι Ýτσι üπως πεταρßζουν χßλιες σκÝψεις
απ’ το Ýνα θÝμα στο Üλλο μ, ευκολßα,
θυμÞθηκα, μια που εßπες για πορτραßτα,
πως εßχα Ýνα δικü μου στο μανßκι.
ΘÝλησα να το δω, γιατß üταν εßσαι
μüνος, με κÜτι τÝτοιες ανοησßες
περνÜς την þρα σου. ¼πως το κρατοýσα,
üμως, μου γλßστρησε κι Ýπεσε χÜμω.
Ο Αστüλφο, τüτε, που Þρθε να σου φÝρει
της Üλλης της γυναßκας το πορτραßτο,
το σÞκωσε, και τüση απροθυμßα
εßχε να δþσει αυτü που του ζητοýσες,
που ’θελε να κρατÞσει και τα δýο.
Κι αφοý οýτε με πειθþ οýτε μ’ ικεσßες
δε μου ’δινε καν το δικü μου πßσω,
απηýδησα, και πÜνω στο θυμü μου,
πÞγα να του τ ’ αρπÜξω δια της βßας.
Να το δικü μου, το κρατÜει στο χÝρι.
Κοßτα το, και θα δεις πüσο μου μοιÜζει.
ΕΣΤΕΛΛΑ
Αστüλφο, Üσ’ το πορτραßτο.
(Του το παßρνει απ' τα χÝρια).
ΑΣΤΟΛΦΟ Μα, κυρßα...
ΕΣΤΕΛΛΑ
Ομολογþ, καλοζωγραφισμÝνο.
104
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εγþ δεν εßμαι;
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΥπÞρχε αμφιβολßα;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΖÞτα του να σου δþσει το Üλλο τþρα.
ΕΣΤΕΛΛΑ
ΚαλÜ, πÜρ’ το πορτραßτο σου και φýγε.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ (Κατ' ιδßαν)
Τþρα που το πορτραßτο μου το πÞρα,
δεν μ’ ενδιαφÝρει, ας γßνει πια 6,τι θÝλει.
(Φεýγει).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ
ΕΣΤΕΛΛΑ
Δþσε μου τþρα, κýριε, το πορτραßτο
που ζÞτησα, γιατß, αν και δεν σκοπεýω
πια να σε ξαναδþ Þ να σου μιλÞσω,
με τßποτα δεν θÝλω αυτü να μεßνει
στα χÝρια σου, για τον πολý απλü λüγο
üτι, ζητþντας το, Ýγινα γελοßα.
ΑΣΤΟΛΦΟ (Κατ’ ιδßαν)
Πþς θα μπορÝσω τþρα να ξεμπλÝξω;
(Στην Εςτελαα).
105
Ωραßα ΕστÝλλα, αιþνιος πüθος μου εßναι
το να σε υπηρετþ, να σε υπακοýω,
μα αδυνατþ να δþσω το πορτραßτο
που μου ζητÜς, γιατß...
ΕΣΤΕΛΛΑ
Εßσαι Ýνας αχρεßος,
ψεýτης, χυδαßος, κι ανÜξιος της καρδιÜς μου!
Μη μου το δßνεις, κρÜτα το για πÜντα!
Μην Ýχεις κι αφορμÞ να μου θυμßζεις
πως κÜποτε, η χαζÞ, στο ’χα ζητÞσει.
(Φεýγει).
ΑΣΤΟΛΦΟ
ΣτÜσου, μη φεýγεις, Üκου... ΑνÜθεμÜ σε,
ΡοζÜουρα! Απü ποý, πþς, με τι τρüπο
βρÝθηκες σÞμερα στην Πολωνßα,
κι Ýφερες το χαμü και για τους δυο μας;
(Φεýγει).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ
Στον πýργο του ΣßΓßΣΜΟΤΝΔΟ. ΒλÝπουμε
τον Σιγιςμουνδο, σκεπασμÝνο με
τομÜρια και αλυσοδεμÝνο, üπως στην
αρχÞ, να κοιμÜται στο πÜτωμα. Μπαßνουν
ο Κ λοταλντο, ο Κ λαριν και δýο
υπηρÝτες.
106
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Εκεß ακριβþς, εκεß να τον αφÞσεις,
εκεß που το αλαζονικü του μÝνος
Üναψε, εκεß θα σβÞσει.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ 1
Εßναι δεμÝνος
και πÜλι.
ΚΛΑΡΙΝ
Σιγισμοýνδο, μην ξυπνÞσεις,
μη δεις που απÝσυρε την εýνοιÜ του
το πεπρωμÝνο, κι Þταν μια αυταπÜτη
οι δüξες üλες που ’χες στο παλÜτι,
μια σκιÜ ζωÞς, μια αναλαμπÞ θανÜτου.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Γι’ αυτüν που βαθυστüχαστα μιλÜει,
πρÝπει Ýνα χþρο να χαμε προβλÝψει,
να του δοθεß ευκαιρßα να διαπρÝψει
σε στοχασμοýς. Στο Üλλο κελß, στο πλÜι,
χþστε κι αυτüν εδþ.
ΚΛΑΡΙΝ
Γιατß εμÝνα;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Γιατß, κλαρßνο που ßσως να λαλÞσει,
μüνο αν στη φυλακÞ κανεßς το κλεßσει
θα ναι τα μυστικÜ του ασφαλισμÝνα.
107
ΚΛΑΡΙΝ
¹θελα εγþ να σφÜξω τον μπαμπÜ μου;
ΠÝταξα εγþ κανÝνα απ’ το μπαλκüνι;
ΜÞπως σε μÝνα δþσανε το αφιüνι;
ΜÞπως εγþ εßμ’ ακüμα στα üνειρÜ μου;
Γιατß, λοιπüν, στη φυλακÞ να ζÞσω;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Εßσαι ο Κλαρßν, γι’ αυτü.
ΚΛΑΡΙΝ
Μα τüτε, πÝτα
τ ’ üνομα τοýτο, λÝγε με ΚορνÝτα,
που εßν’ üργανο βραχνü, και θα σιωπÞσω!
Οι φρουροß παßρνουν τον ΚΛΑΡΙΝ. Μπαßνει
ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, κουκουλωμÝνος με
μανδýα.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΚλοτÜλντο;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κýριε! Εδþ, μεταμφιεσμÝνος;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Μια περιÝργεια διαβολεμÝνη
108
να μÜθω ο Σιγισμοýνδος πþς πηγαßνει,
μ, Ýκανε να ’ρθω ταπεινÜ ντυμÝνος.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Να, κοßτα τον, εκεß, παραδομÝνο
σ’ Üθλια δεσμÜ, üπως πριν Ýτσι και τþρα.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Αχ, πριγκιπüπουλο Üτυχο, που σε þρα
κακιÜ κι ολÝθρια εßσαι γεννημÝνο!
Ξýπνα τον πια, το υπνωτικü θα πρÝπει
να ’χει στραγγßζει üλη τη δýναμÞ του.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κινεßται, κýριε, ακοýω τη φωνÞ του.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
¢ραγε, τþρα τι üνειρο να βλÝπει;
Ας δοýμε.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ (Στ üνειρü του)
Πρßγκιπας με δßκαιη κρßση
εßν’ üποιος τους τυρÜννους εξοντþνει.
Στα χÝρια μου ο ΚλοτÜλντο ας τελειþνει,
τα πüδια μου ο πατÝρας μου ας φιλÞσει.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Με θÜνατο φρικτü μ, Ýχει απειλÞσει.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Κι εμÝνα ταπεινþσεις μοý ετοιμÜζει.
109
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Να μου αφαιρÝσει τη ζωÞ σχεδιÜζει.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Σκοπεýει καταγÞς να με πατÞσει.
ΣΙΓΙΣΜΟΓΝΔΟΣ (Στ üνειρü του)
Ας βγει στο μÝγα θÝατρο του κüσμου
η ÜφθαστÞ μου ανδρεßα, ας σαγηνεýσει.
Και θα ’χω ως Σιγισμοýνδος θριαμβεýσει
μüλις συρθεß στα πüδια μου ο γονιüς μου.
(ΞυπνÜει).
ΘεÝ μου! Ποý βρßσκομαι;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Πιο κει κρυμμÝνος
θα τον ακοýω, δßχως να με βλÝπει.
ΞÝρεις τι Ýχεις να κÜνεις και τι πρÝπει.
(Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ αποσýρεται).
ΣΙΓΙΣΜΟΓΝΔΟΣ
Να το πιστÝψω; Εγþ εßμ, εδþ, κλεισμÝνος
στης φυλακÞς τους τοßχους; Τον εαυτü μου
βλÝπω στα σßδερα; Την απορßα μου λýσε,
πýργε: το μνÞμα μου εσý δεν εßσαι;
Εσý εßσαι! ΘεÝ μου, τι εßδα στ, üνειρü μου!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ’ ιδßαν)
ΣειρÜ μου τþρα εγþ να πÜω πιο πÝρα
την πλÜνη τοýτη.
110
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Εßν’ þρα να ξυπνÞσω;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ναι, ξýπνα πια, καιρüς να σου μιλÞσω.
Μα τι ýπνος εßν’ αυτüς, üλη τη μÝρα;
Απü την þρα που Ýφυγα -θυμÜσαι;-
Ýναν αετü να παρακολουθÞσω
στο αργü του πÝταγμα, κι Ýμεινες πßσω,
απü την þρα εκεßνη, εσý κοιμÜσαι;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Ναι, ναι. Κι οýτε και τþρα Ýχω ξυπνÞσει,
αφοý, ΚλοτÜλντο, ξÝρω üτι στο βÜθος
κοιμÜμαι ακüμα, και δεν κÜνω λÜθος.
Αν üσα στ, üνειρü μου Ýχω ζÞσει,
τα εßδα, τ ’ Üγγιξα κι Þταν αλÞθεια,
τα τωρινÜ εßναι ψεýτικα. ΕπομÝνως,
θα βλÝπω την αλÞθεια κοιμισμÝνος
και ξυπνητüς θα βλÝπω παραμýθια.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Τι ονειρευüσουν;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΠρÜγματι αυταπÜτη
αν Þταν, δεν θα πω τι ονειρευüμουν,
μα τι Ýβλεπα, ΚλοτÜλντο. Πως κοιμüμουν,
λÝει, και ξýπνησα σ’ Ýνα κρεβÜτι
-ω, τι σκληρÞ ειρωνεßα- στολισμÝνο
111
με τüσα χρþματα, τüσα κεντßδια,
που ’ μοιÜζε σαν να ’χε Ýρθει η ¢νοιξη η ßδια
κι Ýστρωσε Ýνα χαλß λουλουδιασμÝνο.
Εκεß, χßλιοι ευγενεßς, ενþπιον μου
γονατιστοß, πρßγκιπα με καλοýσαν,
πετρÜδια, πλοýσια ροýχα μοý φοροýσαν
και τη γαλÞνη των αισθÞσεþν μου
την Ýκανες εσý χαρÜ, τα νÝα
σαν μου ’φερες: πως, αν κι εßμαι δεσμþτης,
η Πολωνßα με Ýχει διÜδοχü της.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Και μÜλλον θα με αντÜμειψες γενναßα.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Δεν θα ’λεγα, προδüτη σε καλοýσα,
και δυο φορÝς πÞγα να σε σκοτþσω
απ’ την οργÞ μου μανιασμÝνος.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Τüσο
σκληρüς μαζß μου;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Σ’ üλους κυριαρχοýσα,
κι απ’ üλους εκδικιüμουν. Αγαποýσα
μονÜχα μια γυναßκα... ¹ταν αλÞθεια
αυτü, γιατß üλα αν χÜθηκαν, στα στÞθια
η αßσθηση τοýτη μüνο εßναι παροýσα.
Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ φεýγει.
112
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κ ατ’ ιδßαν)
¸φυγε ο βασιλιÜς, συγκινηαÝνος
μ, üσα Üκουσε.
(Στον Σιγιςμουνδο).
Γιατß εßχαμε μιλÞσει
για τον βασιλικü αετü, εßχες στÞσει
βασßλεια μες στον ýπνο βυθισμÝνος.
Μα ας μην ξεχνÜμε, Ýστω και κοιμισμÝνοι,
αυτüν που μας μεγÜλωσε με κüπους,
διüτι η καλÞ πρÜξη στους ανθρþπους,
οýτε και στ, üνειρο δεν πÜει χαμÝνη.
(Φεýγει).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΣωστÜ, λοιπüν, η λýσσα αυτÞ ας κοπÜσει
κι η ματαιοδοξßα μας η μεγÜλη,
γιατß μπορεß να ονειρευτοýμε πÜλι,
κι αλÞθεια, στην παρÜξενη αυτÞ πλÜση,
μüνο üνειρο εßναι η ζωÞ. Κι η πεßρα
μοý Ýδειξε πως ζοýμε στ, üνειρü μας
ü,τι πιστεýουμε για τον εαυτü μας,
þσπου ν’ αφυπνιστοýμε απü τη μοßρα.
Σ’ üνειρο ο βασιλιÜς Ýχει την πλÜνη
üτι διατÜζει, ορßζει, βασιλεýει,
αλλÜ οι ιαχÝς, τα ζÞτω που μαζεýει,
δανεικÜ εßναι, ο θÜνατος τα κÜνει
113
στÜχτες και τα σκορπßζει στον αÝρα.
Ποιος θα ’θελε Üραγε να κυβερνÞσει
ξÝροντας üτι πρÝπει να ξυπνÞσει
σ’ Ýνα üνειρο θανÜτου κÜποια μÝρα;
¼νειρο βλÝπει ο πλοýσιος πως φυλÜει
με κüπο τüσα πλοýτη, üνειρο πÜλι
βλÝπει ο φτωχüς τη φτþχεια τη μεγÜλη,
üνειρο αυτüς που η τýχη τοý γελÜει,
κι αυτüς που με τις προσβολÝς χορταßνει
το μßσος του, κι αυτüς που δÜφνες δρÝπει,
τι εßν’ ο καθÝνας, σ’ üνειρο το βλÝπει,
αλλÜ κανεßς δεν το καταλαβαßνει.
Κι εγþ, το üτι Þμουν χθες σ’ Ýνα παλÜτι,
üνειρο το ’δα, κι üνειρο εßναι πÜλι
πως στο κελß δεμÝνο μ’ Ýχουν βÜλει.
Τι εßν’ η ζωÞ; ¸να ψÝμα, μια αυταπÜτη,
μια χßμαιρα, μια σκιÜ. ΣτιγμÞ στου απεßρου
το χÜος εßν’ ü,τι φαßνεται μεγÜλο.
Γιατß η ζωÞ εßν’ Ýνα üνειρο, τι Üλλο!
Και τα üνειρα, εßναι üνειρο του ονεßρου.
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Η Μ Ε Ρ Α Τ Ρ ΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Στον πýργο. Εμφανßζεται ο ΚΛΑΡΙΝ.
ΚΛΑΡΙΝ
Με κλεßσανε σε πýργο στοιχειωμÝνο,
επειδÞ «ξÝρω», λÝει. Τι θα μου κÜναν
για üσα δεν ξÝρω, üταν γι’ αυτÜ που ξÝρω
θÝλουν να με σκοτþσουν! Κρßμα, κρßμα,
Üνθρωπος μ’ üρεξη σαν τη δικÞ μου,
να πρÝπει να πεθÜνει πεινασμÝνος!
Και ποιος να μη με λυπηθεß, üταν μÜθει
üτι, παρüλο που με λεν Κλαρßνο,
μου επÝβαλαν σιωπÞ, και πÜω να σκÜσω!
Αφοý κι εγþ λυπÜμαι τον εαυτü μου!
Η συντροφιÜ μου εδþ, αν δεν κÜνω λÜθος,
αρÜχνες εßναι μüνο, και ποντßκια.
Σαν σπßνοι κελαηδοýνε, τα χρυσÜ μου!
Απ’ τους εφιÜλτες που εßδα χθες τη νýχτα,
βουßζει ακüμα το μυαλü μου με Þχους
απü τρομπÝτες, ψαλμωδßες, φανφÜρες,
πομπÝς με εσταυρωμÝνους, κι Ýνα πλÞθος
πιστοýς ν’ ακολουθοýνε λιτανεßες
και ν’ αυτομαστιγþνονται, απü δαýτους,
Üλλοι να πÝφτουν, Üλλοι ορθοß να μÝνουν,
κι Üλλοι στο τÝλος να λιποθυμÜνε,
115
βλÝποντας να ματþνει ο διπλανüς τους.
ΠÜντως εγþ, για να πω την αλÞθεια,
λιποθυμþ απ’ την αφαγßα, διüτι
στη φυλακÞ που εßμαι, δεν νηστεýουν
ΤετÜρτη και ΠαρασκευÞ μüνο, üχι,
νηστεýουν κÜθε μÝρα της βδομÜδας!
ΛÝνε πως η σιωπÞ εßναι Üγιο πρÜμα,
ε, τüτε, στο καινοýργιο εορτολüγιο,
ας μπει η Αγßα Μοýγκα, αφοý ταμÝνος
εßμαι στη χÜρη της, γι’ αυτü νηστεýω.
Μου αξßζουν, üμως, τοýτα που τραβÜω,
ποιος μου ’πε να κρατþ κλειστü το στüμα;
ΑμÜρτημα μεγÜλο για υπηρÝτη.
Ακοýγονται απ’ Ýξω τυμπανοκρουσßες
και φωνÝς.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1
Εδþ, σ’ αυτüν τον πýργο εßναι κλεισμÝνος.
ΣπÜστε την πüρτα, μπεßτε üλοι μÝσα!
ΚΛΑΡΙΝ
Χριστοýλη μου! Σßγουρα εμÝνα ψÜχνουν,
αφοý εßπανε πως εßμαι εδþ κλεισμÝνος.
Τι να με θÝλουν, üμως;
116
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1
Μπεßτε μÝσα!
Μπαßνουν μερικοß στρατιþτες.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Εδþ εßναι.
ΚΛΑΡΙΝ
¼χι, δεν εßναι!
ΟΛΟΙ
ΚýριÝ μου!
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ’ ιδßαν)
Ετοýτοι, Þ εßναι τρελοß, Þ Ýχουν μεθýσει.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Εσý εßσαι ο πρßγκιπας μας. ¢λλον ξÝνο
Ýξω απ’ τον φυσικü μας ηγεμüνα,
εμεßς δεν θÝλουμε, οýτε θα δεχτοýμε.
Γονατιστοß, τα πüδια σου φιλοýμε.
ΟΛΟΙ
Να ζÞσει ο μÝγας πρßγκιπας μας! ΖÞτω!
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ’ ιδßαν)
Ω, ΘεÝ μου, ετοýτοι σοβαρολογοýνε.
ΣυνÞθειο το ’χουν σ’ αυτü το βασßλειο
να παßρνουν κÜθε μÝρα κι απü Ýναν,
πρßγκιπα να τον κÜνουν, και Üντε πÜλι
117
στον πýργο να τον κλεßνουν; ¸τσι θα ’ναι,
γιατß ξανÜ-μανÜ το ßδιο βλÝπω.
Καιρüς κι εγþ το ρüλο μου να παßξω.
ΟΛΟΙ
Δþσ’ μας τα πüδια σου.
ΚΛΑΡΙΝ
Δεν θα μπορÝσω,
τα πüδια μου τα χρειÜζομαι για μÝνα.
Πρßγκιπας χωρßς πüδια, Üχρηστος εßναι.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Εßπαμε στον πατÝρα σου üτι εσÝνα
αναγνωρßζουμε για πρßγκιπÜ μας
μüνο, και üχι αυτüν της Μοσχοβßας.
ΚΛΑΡΙΝ
Και στον πατÝρα μου δεßξατε τüσην
ασÝβεια; ΚαλÜ κουμÜσια εßστε.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1
Το κÜναμε απü πßστη προς εσÝνα.
ΚΛΑΡΙΝ
Σας συγχωρþ, αφοý Þταν απü πßστη.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
¸λα, λοιπüν, για ν’ αποκαταστÞσεις
την εξουσßα σου. ΖÞτω ο Σιγισμοýνδος!
118
ΖÞτω!
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ’ ιδßαν)
Τι; Σιγισμοýνδος, εßπε; Ωραßα,
φαßνεται πως τους λÝνε Σιγισμοýνδους
üλους τους ψευτοπρßγκιπες της χþρας.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Μπαßνει ο ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Ποιος εßπε τ’ üνομα του Σιγισμοýνδου;
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ’ ιδßαν)
Αυτü Þταν, πÜει, Ýγινα τÝως πρßγκηψ.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Ποιος εßν’ ο Σιγισμοýνδος;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Εγþ εßμαι.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2 (Στον ΚΛΑΡΙΝ)
Κι εßχες το θρÜσος και την αφροσýνη
εσý, να προσποιηθεßς τον Σιγισμοýνδο;
ΟΛΟΙ
119
ΚΛΑΡΙΝ
Εγþ τον Σιγισμοýνδο; ΚÜνεις λÜθος!
Εσεßς δεν θÝλατε, καλÜ και σþνει,
να με σιγισμουνδÝψετε; ¢ρα μüνο
δικü σας εßν’ το θρÜσος κι η αφροσýνη.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1
Πρßγκιπα Σιγισμοýνδο --αυτüς ο τßτλος
σ’ εσÝνα ανÞκει, κι απü πßστη μüνο
εμεßς σε αποκαλοýμε κýριü μας-
ο βασιλιÜς πατÝρας σου, ο Βασßλειος,
φοβοýμενος μÞπως επαληθεýσει
μια μÝρα ο ουρανüς την προφητεßα
πως θα συρθεß στα πüδια σου ηττημÝνος,
Ýχει σκοπü να σου αφαιρÝσει üλα
τα δικαιþματα, και να τα δþσει
στης Μοσχοβßας το δοýκα, τον Αστüλφο.
Γι’ αυτü συγκÜλεσε τους αυλικοýς του.
ΑλλÜ ο λαüς, που ’χει πια καταλÜβει,
ξÝρει πως Ýχει νüμιμο ηγεμüνα
και δεν ανÝχεται να ’ρθει Ýνας ξÝνος
να τον διατÜζει. ¸τσι, περιφρονþντας
τη μοßρα και τους Üδικους οιωνοýς της,
Þρθε στον πýργο αυτü που σε κρατοýσαν
αιχμÜλωτο, για να σ’ ελευθερþσει,
και δßνοντÜς σου κýρος με τα üπλα,
να σε βοηθÞσει να ξανακερδßσεις
την εξουσßα και να ξαναπÜρεις
το σκÞπτρο απ’ του σφετεριστÞ τα χÝρια.
120
¸βγα, λοιπüν, κι εßναι Þδη μαζεμÝνος
εδþ στην ερημιÜ στρατüς μεγÜλος
απü πληβεßους κι απü επαναστÜτες.
Η ελευθερßα σε προσμÝνει, Üκου,
να ’τη η φωνÞ της!
ΦΩΝΕΣ ΑΠ’ ΕΞΩ
ΖÞτω ο Σιγισμοýνδος!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
ΠÜλι, ουρανÝ, με δοκιμÜζεις; ΘÝλεις
πÜλι να ονειρευτþ τιμÝς και δüξες
που θα τις σβÞσει ο χρüνος; ΘÝλεις πÜλι
να δω το μεγαλεßο της βασιλεßας
να εξαφανßζεται σαν σκιÜ, σαν φÜσμα,
στο φýσημα του ανÝμου; ΘÝλεις πÜλι
να ζÞσω αυτÞ τη διÜλυση της πλÜνης,
τον κßνδυνο που πÜντοτε Ýχει δÝσμια
και υποτελÞ τη δýναμη του ανθρþπου;
¼χι, üχι, αυτü δεν γßνεται, δεν πρÝπει
να ξαναγßνω ανδρεßκελο της μοßρας.
Κι αφοý πια ξÝρω πως üλη η ζωÞ μας
εßν’ üνειρο, φýγετε, σκιÝς, μακριÜ μου,
σκιÝς που οýτε φωνÞ Ýχετε οýτε σþμα,
μα ξεγελÜτε τις νεκρÝς μου αισθÞσεις
παßρνοντας σþμα και φωνÞ μπροστÜ μου.
Γιατß δεν θÝλω πια ψεýτικες δüξες,
δεν θÝλω μεγαλεßα πομπþδη, κοýφια,
φαντÜσματα, αυταπÜτες, που τις σβÞνει
121
η αýρα με την πιο ελαφριÜ πνοÞ της,
σαν την αμυγδαλιÜ, που Ýχει ανθßσει
πρüωρα, δßχως φρüνηση και γνþση,
και με το πρþτο φýσημα του αÝρα,
μαδÜνε τ ’ Üνθη, σβÞνει, χÜνεται üλη
η ομορφιÜ των ροδαλþν πετÜλων.
Σας ξÝρω πια, σας Ýχω μÜθει, ξÝρω
πως üλοι üσοι κοιμοýνται, αυτÜ παθαßνουν.
¼μως εμÝνα δεν με ξεγελÜτε,
γιατß απ’ την πλÜνη βγÞκα πια, και ξÝρω
πως η ζωÞ εßναι üνειρο μονÜχα.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Αν δεν πιστεýεις πως σου λÝμε αλÞθεια,
στρÝψε στο αντικρινü βουνü το βλÝμμα,
να δεις το πλÞθος που σε περιμÝνει,
Ýτοιμο να τεθεß στις διαταγÝς σου.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Το Ýχω ξαναδεß το ßδιο πρÜγμα,
ξεκÜθαρα, ολοζþντανα, üπως τþρα,
και Þταν üνειρο.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 2
Οι μεγÜλες πρÜξεις,
κýριÝ μου, Ýχουν τα προμηνýματÜ τους,
και τÝτοιο θα ’ταν τ ’ üνειρο που εßδες.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΚαλÜ το λες. ΠρομÞνυμα. Κι αν Þταν
122
αληθινü προμÞνυμα, μιας κι εßναι
τüσο μικρÞ η ζωÞ, ας ονειρευτοýμε,
ψυχÞ μου, ναι, ας ονειρευτοýμε πÜλι!
Μα τþρα πια, λαμβÜνοντας υπüψη
πως πρÝπει να ξυπνÞσουμε απ' τον ýπνο
πÜνω στην πιο γλυκιÜ στιγμÞ του ονεßρου.
/ΓνωρßζοντÜς το αυτü, θα ναι πιο λßγη
/ η απογοÞτευση, γιατß ξορκßζεις
, τον πüνο üταν τον περιμÝνεις να ’ρθει.
Και, μην ξεχνþντας πως η δýναμÞ μας, «ν
-κι ας μοιÜζει αληθινÞ- εßναι δανεισμÝνη \
και πρÝπει να επιστρÝψει στην πηγÞ της, 7
μποροýμε πια να τα τολμÞσουμε üλα! ^
Πολßτες, για την αφοσßωσÞ σας
ευχαριστþ πολý. Στο πρüσωπü μου,
θα βρεßτε αυτüν που με δεξιοσýνη
θα σας λυτρþσει απ' τη σκλαβιÜ στον ξÝνο.
Λοιπüν, στα üπλα! Σýντομα θα δεßτε
το θÜρρος το τερÜστιο που κρýβω.
ΕνÜντια στον πατÝρα μου σκοπεýω
να δþσω μÜχη, και να επαληθεýσω
την προφητεßα τ ’ ουρανοý. Σε λßγο
θα σÝρνεται στα πüδια μου ριγμÝνος...
(Κατ’ ιδßαν).
ΑλλÜ, αν εγþ πριν απ’ αυτü ξυπνÞσω,
δεν θα ναι πιο καλÜ να μην το λÝω,
μÞπως και δεν μπορÝσω να το κÜνω;
123
ΟΛΟΙ
Να ζÞσει ο Σιγισμοýνδος! ΖÞτω! ΖÞτω!
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Μπαßνει ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΘεÝ μου, τι σÜλος εßν’ αυτüς;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΚλοτÜλντο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κýριε...
(Κατ' ιδßαν).
Σßγουρα τþρα θα αποδεßξει
πÜνω σε μÝνα τη σκληρüτητÜ του.
ΚΛΑΡΙΝ (Κατ' ιδßαν)
Να δεις που απ’ τον γκρεμü θα τον πετÜξει.
(Φεýγει).
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΠροσπÝφτω στα βασιλικÜ σου πüδια,
ξÝροντας üτι θα πεθÜνω.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΣÞκω,
σÞκω απ’ τη γη, πατÝρα, εσÝνα θÝλω
124
να γßνεις οδηγüς και σýμβουλüς μου
σ’ αυτÜ που επιχειρþ, γιατß γνωρßζω
πως την ανατροφÞ μου την οφεßλω
στην αφοσßωσÞ σου. ΑγκÜλιασÝ με.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Τι λες;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Πως ονειρεýομαι, και θÝλω
να κÜνω το καλü, δεν πÜει χαμÝνη
οýτε και στ, üνειρο η καλÞ μας πρÜξη
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αν το να κÜνεις το καλü Ýχει γßνει
σημαßα σου, κýριε, δεν θα σε προσβÜλω
λÝγοντας πως αυτü κι εγþ επιδιþκω.
ΕνÜντια στον πατÝρα σου βαδßζεις!
Σ’ αυτü, οýτε συμβουλÞ μπορþ να δþσω,
οýτε και να σε υποστηρßξω ενÜντια
στο βασιλιÜ μου. Εδþ, στα πüδια σου εßμαι,
αν θÝλεις, σκüτωσÝ με.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Αχρεßε, προδüτη,
αχÜριστε!...
(Κ α τ ’ ιδßαν).
Ω, ΘεÝ μου, τον εαυτü μου
πρÝπει να ελÝγξω, αφοý δεν ξÝρω ακüμα
αν εßμαι ξýπνιος.
(Στον Κ λοτÜλντο).
125
Την τιμιüτητÜ σου,
ΚλοτÜλντο, την τιμþ και τη ζηλεýω.
Εμπρüς, τον βασιλιÜ να υπηρετÞσεις,
και θα ειδωθοýμε στο πεδßο της μÜχης.
Εσεßς οι υπüλοιποι, πιÜστε τα üπλα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΔÝξου την ταπεινÞ μου ευγνωμοσýνη.
(Φεýγει).
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΟδÞγησÝ με, Μοßρα μου, στο στÝμμα.
Αν ονειρεýομαι, μη με ξυπνÞσεις,
κι αν εßν, αλÞθεια, μη μ’ αποκοιμßσεις.
ΑλλÜ εßτε üνειρο εßναι, εßτε αλÞθεια,
να κÜνεις το καλü Ýχει σημασßα.
Αν εßν’ αλÞθεια, γιατß Ýτσι οφεßλεις,
κι αν üνειρο, για να κερδßσεις φßλους
να σε στηρßζουν üταν θα ’σαι ξýπνιος.
Φεýγουν üλοι, ενþ ακοýγονται πολεμικÝς
τυμπανοκρουσßες.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Στο βασιλικü ανÜκτορο. Μπαßνουν ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
και ο Αςτοαφο.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Αστüλφο, ποιος μπορεß να συνετßσει
126
Üλογο που καλπÜζει αφηνιασμÝνο;
ΠοτÜμι ορμητικü ποιος να κρατÞσει,
üταν ξεχýνεται Üγριο, φουσκωμÝνο;
Ποιος να εμποδßσει τη μοιραßα πτþση
βρÜχου που απ’ την κορφÞ Ýχει ξεκολλÞσει;
Μα το χειρüτερο: ποιος να ημερþσει
ΔιχÜστηκε, δεν εχει πια ενα στüμα,
διπλÝς ιαχÝς ο αντßλαλος μÜς φÝρνει,
τον Σιγισμοýνδο θÝλει το Ýνα κüμμα,
τ’ Üλλο το μÝρος του Αστüλφο παßρνει.
Ενþ για στÝψη ετοιμαζüταν αýριο
η χþρα, νÝος τρüμος την ταρÜζει,
και γßνεται Ýνα θÝατρο μακÜβριο
που η Μοßρα τραγωδßες ανεβÜζει.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Ας μÝνουν, κýριε, οι εορτασμοß, προσþρας,
τα δþρα και οι τιμÝς που μου εßχες τÜξει,
γιατß αν οι κÜτοικοι τοýτης της χþρας
--που Þλπιζα να ’χω καθυποτÜξει-
αρνοýνται να με δοýνε σαν μονÜρχη,
πρÝπει να δεßξω την αξßα μου. Δþσ’ μου
Ýνα Üλογο, να δουν πως, üπου υπÜρχει
βροντÞ, εκεß χτυπÜει κι ο κεραυνüς μου.
(Φεýγει).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Απ’ το αναπüδραστο, πþς να αποδρÜσεις;
Οýτε κι η πρüβλεψη δεν σε γλιτþνει.
127
Αν εßναι να ’ρθει, μÜταιες οι αντιστÜσεις,
üσο τοý φεýγεις, τüσο αυτü ζυγþνει.
¼σο φυλÜγεσαι μακριÜ απ’ τη μοßρα,
τüσο αυτÞ τρÝχει να σε συναντÞσει!
Εγþ, ναι, εγþ, που τüσα μÝτρα πÞρα,
εγþ Ýχω την πατρßδα μου αφανßσει!
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
Μπαßνει η Ε ςτε λ λα .
ΕΣΤΕΛΛΑ
Κýριε, αν προσωπικÜ εσý δεν πατÜξεις
το μÝγα αυτü κακü που Ýχει χτυπÞσει,
τη βßα που απ’ τις δýο παρατÜξεις
πλατεßες και δρüμους Ýχει πλημμυρßσει,
θα δεις üλη τη χþρα σου πνιγμÝνη
μÝσα στο αßμα και στην κτηνωδßα,
γιατß Þδη η συμφορÜ εßναι εξαπλωμÝνη
παντοý, üλα χÜος, ζüφος, τραγωδßα.
Τüσος εßν’ ο üλεθρος, τüσο το αßμα,
τüση η καταστροφÞ απ’ Üκρη σ’ Üκρη
του βασιλεßου, που μüνο μ’ Ýνα βλÝμμα
τρομÜζεις, και δεν συγκρατεßς το δÜκρυ.
Ο Þλιος μαýρος, ο αÝρας δηλητÞριο,
κÜθε Üνθος και νεκρüς, κÜθε λιθÜρι
πλÜκα επιτýμβια, τÜφος κÜθε κτßριο,
κÜθε στρατιþτης ζωντανü κουφÜρι.
128
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ
Μπαßνει ο Κ λοßÜλντο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Δüξα σοι ο Θεüς που ζω ακüμη!
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Απü τον Σιγισμοýνδο, τι Ýχεις μÜθει;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Πως ο üχλος, τυφλü τÝρας δßχως γνþμη,
μπÞκε στον πýργο, κι Ýβγαλε απ’ τα βÜθη
τα σκοτεινÜ τον πρßγκιπα, που üταν
πÞρε απü δüξες και τιμÝς νÝα γεýση,
ξεθÜρρεψε, και περηφανευüταν
üτι τον ουρανü θα επαληθεýσει.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Το Üλογü μου, εμπρüς! Να τιμωρÞσω
εγþ του γιου μου την αχαριστßα,
το στÝμμα με το ξßφος να προασπßσω,
αφοý η γνþση βγÞκε σε αχρηστßα.
(Φεýγει).
ΕΣΤΕΛΛΑ
Σ’ αυτÞ τη μÜχη, εγþ θα σε στηρßζω.
Σαν ΑθηνÜ ΠαλλÜδα στο πλευρü σου
θα στÝκομαι, και τ ’ üνομÜ μου, ελπßζω
να δοξαστεß μαζß με το δικü σου.
129
Η ΕΣΤΕΛΛΑ φεýγει, κι ακοýγονται πολεμικÝς
τυμπανοκρουσßες. Μπαßνει η ΡΟΖΑΟΥΡΑ,
και συγκρατεß τον Κ αοτααντο.
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Μ, üλο που ακοýω την καρδιÜ σου να ’χει
συντονιστεß στους Þχους του πολÝμου,
λßγο την προσοχÞ σου δÜνεισÝ μου,
γιατß üλα στη ζωÞ μας εßναι μÜχη.
ΞÝρεις πως Þρθα εδþ στην Πολωνßα,
τη δυστυχßα μου σÝρνοντας σαν βÜρος,
και μüνο χÜρη στο δικü σου θÜρρος
γνþρισα καταφýγιο κι ευσπλαχνßα.
Μου ζÞτησες -αχ, ΘεÝ μου!- στο παλÜτι
να ’ρθω να ζÞσω μεταμφιεσμÝνη,
να ’χω τη ζÞλια μου καλÜ κρυμμÝνη,
προσÝχοντας μÞπως με δει το μÜτι
του Αστüλφο. ¼μως με εßδε, και παρüλη
την παρουσßα μου, Ýχει τüση αυθÜδεια,
που συναντιÝται και μιλÜει τα βρÜδια
με την ΕστÝλλα σ’ Ýνα περιβüλι.
Ορßστε το κλειδß, το ’χω δικü μου.
Μ’ αυτü, λοιπüν, την ευκαιρßα σοý δßνω
να πας εσý στο περιβüλι εκεßνο,
να βÜλεις τÝλος πια στο βÜσανü μου,
και την τιμÞ μου να μοý ξαναδþσεις.
130
Εκεß, θα βγÜλεις üλο σου το μÝνος,
αφοý εßσαι κιüλας αποφασισμÝνος
να εκδικηθεßς για μÝνα, αν τον σκοτþσεις.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΑλÞθεια εßναι πως πüθος της καρδιÜς μου
απ’ τη στιγμÞ που σ’ εßδα, Þταν να κÜνω
ü,τι Þταν δυνατüν για να γλυκÜνω
τον πüνο σου, ΡοζÜουρα -μÜρτυρÜς μου
Þταν το δÜκρυ σου. Το πρþτο που ’χα
ζητÞσει, Þταν να βγÜλεις τ’ ανδρικÜ σου,
þστε αν ο Αστüλφο βρßσκονταν μπροστÜ σου
να σ’ Ýβλεπε με γυναικεßα ροýχα,
και να μην Ýχει λüγο να σε κρßνει
ως ελαφρüμυαλη για μια σου πρÜξη
που ßσως την τιμÞ του να πειρÜξει.
Ταυτüχρονα, σχÝδιαζα πþς θα γßνει
να σου ξαναπροσφÝρω τη χαμÝνη
τιμÞ σου, Ýστω κι αν φτÜσω να σκοτþσω
αυτüν που σε εßχε βλÜψει -γιατß τüσο
πολý το θÝμα τοýτο με βαραßνει.
Τι παραλογισμüς, ΧριστÝ μου! Ωστüσο,
δεν εßχα τον Αστüλφο βασιλιÜ μου,
Üρα δεν θα ’χα βÜρος στην καρδιÜ μου.
Κι εκεß που πÞγαινα να τον σκοτþσω,
πÞγε κι ο Σιγισμοýνδος να σκοτþσει
εμÝνα! Τüτε αυτüς, δεν λογαριÜζει
τον κßνδυνο, και το κορμß του βÜζει
ασπßδα εμπρüς μου για να με γλιτþσει.
131
Πες μου, λοιπüν: πþς, τþρα που η ψυχÞ μου
ευγνωμοσýνη νιþθει, να σκοτþσω;
Πþς με το θÜνατο να ξεπληρþσω
αυτüν που μοý ’χει σþσει τη ζωÞ μου;
Κι Ýτσι üπως Ýχει διχαστεß η καρδιÜ μου,
αφοý σε σÝνα τη ζωÞ Ýχω δþσει
κι εκεßνος τη ζωÞ μου Ýχει σþσει,
δεν ξÝρω ποý να στρÝψω τη ματιÜ μου.
ΧρωστÜω σε σÝνα γιατß σοý ’χω δþσει,
χρωστÜω σε ’κεßνον γιατß τοý ’χω πÜρει.
Σε ποια μεριÜ βαραßνει το καντÜρι,
ποιος πιο πολý απ’ τους δυο μ’ Ýχει χρεþσει;
Κι Ýτσι, η στοργÞ μου ποιο εßναι τ ’ üφελος της
δεν ξÝρει, οýτε ποιο δρüμο να διαλÝξει,
γιατß, στο πÜρε-δþσε που Ýχω μπλÝξει,
εγþ, Þ παßρνω Þ δßνω, εßμαι χρεþστης.
ΡΟΖΑΟΓΡΑ
ΒÝβαια, δεν εßμαι εγþ που σου μαθαßνω
πως, για Ýναν Üνδρα ανþτερο, ευγÝνεια
εßναι να δßνει, ενþ να παßρνει αγÝνεια.
Θεωρþντας το, λοιπüν, σαν δεδομÝνο,
σ’ αυτüν δεν εßσαι υπüχρεος καμιÜς χÜρης,
γιατß αν ζωÞ στ’ αλÞθεια σοý Ýχει δþσει,
τüτε, ως ευγενÞ, σ’ Ýχει μειþσει,
αφοý σ’ ανÜγκασε κÜτι να πÜρεις.
Εγþ üμως, παßρνοντας ζωÞ, Ýχω γßνει
αιτßα για πρÜξη Üξια της τιμÞς σου.
¢ρα, σ’ αυτüν χρωστÜς την προσβολÞ σου,
132
ενþ σε μÝνα την ευγνωμοσýνη.
ΠρÝπει, λοιπüν, βοηθüς μου εσý να γßνεις
τþρα που απü κινδýνους απειλοýμαι,
γιατß απü τον Αστüλφο εγþ προηγοýμαι,
üσο κι απ’ το να παßρνεις το να δßνεις.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μπορεß η ευγÝνεια να χαρακτηρßσει
αυτüν που δßνει, μα η ευγνωμοσýνη
εßν’ η αρετÞ που πρÝπει να διακρßνει
αυτüν που δÝχεται. ¹δη Ýχω κερδßσει
τον τßτλο του γενναιüδωρου, αφοý ξÝρω
να δßνω. ¢σε με τþρα ν’ αποκτÞσω
του ευγνþμονος τον τßτλο, να κερδßσω
διπλÞ τιμÞ για τ’ üνομα που φÝρω,
γιατß αν στον Üνδρα εßναι τιμÞ να δßνει,
και το να δÝχεται τιμÞ εßναι εξßσου.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Τüτε που μοý ’δινες ζωÞ, θυμÞσου
τα λüγια αυτÜ που μοý ’χες απευθýνει:
<(ζωτ) νωρßς τιμÞ δεν εßναι ακÝοια».
¢ρα, απü σÝνα τßποτα δεν πÞρα,
γιατß Þτανε ζωÞ λειψÞ και στεßρα
το δþρο που ’χα απ’ τα δικÜ σου χÝρια,
Κι αν πρþτα γενναιüδωρος θεωρεßσαι
κι Ýπειτα ευγνþμων -το δικü σου στüμα
το ’πε πριν λßγο-, περιμÝνω ακüμα
να πÜρω τη ζωÞ που üλο μου αρνεßσαι.
133
Πρþτα, λοιπüν, δεßξε γενναιοδωρßα,
αφοý θεωρεßς σπουδαßο το να δßνεις,
και θα ’ρθει η þρα της ευγνωμοσýνης
αργüτερα, δεýτερη στην πορεßα.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ωραßα, λοιπüν, μπüρεσες να με πεßσεις,
και θα ’μαι γενναιüδωρος μαζß σου.
Θα ’χεις την περιουσßα μου δικÞ σου,
αλλÜ σε μοναστÞρι πια θα ζÞσεις.
Τη σκÝφτηκα καλÜ τοýτη τη λýση,
γιατß Ýτσι, και το φüνο θ’ αποφýγεις,
και σε Üσυλο ιερü θα καταφýγεις.
¼ταν οι τüσες συμφορÝς, τα μßση
κι οι σκοτωμοß διχÜζουν το βασßλειο,
δεν πρÝπει εγþ, Ýνας ευγενÞς, να δþσω
κι Üλλο Ýνα χτýπημα, να επιδεινþσω
το σπαραγμü της χþρας τον εμφýλιο.
¸τσι θ’ αποδειχθþ αφοσιωμÝνος
στο στÝμμα, γενναιüδωρος μαζß σου,
κι ευγνþμων στον Αστüλφο. Συλλογßσου
πως δεν υπÜρχει πιο ενδεδειγμÝνος
τρüπος, κι αυτü το θÝμα εδþ ας κλεßσει,
γιατß δεν θα κατÜφερνα να κÜνω
-μα το Θεü- τßποτα παραπÜνω,
ακüμα κι αν εγþ σ’ εßχα γεννÞσει.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αν Þσουνα γονιüς μου, θα δεχüμουν
134
αυτÞ την αδικßα, τþρα, üμως,
δεν δÝχομαι.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Σου μÝνει Üλλος δρüμος;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Να τον σκοτþσω εγþ.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Δεν φανταζüμουν
πως θα ’χε τüση τüλμη, τüσο θÜρρος,
γυναßκα που δεν γνþρισε πατÝρα!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εßδες;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Και τι σου δßνει τüσο αÝρα;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Η υπüληψÞ μου.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ο Αστüλφο εßναι...
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΒÜρος
για την τιμÞ μου αβÜσταχτο.
135
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¼χι! ΣκÝψου,
θα γßνει βασιλιÜς, πλÜι στην ΒστÝλλα!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Δεν θα τ’ αφÞσω αυτü!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μα εßναι μια τρÝλα
αυτü που λες!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Το βλÝπω,
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΛογικÝψου,
τüτε!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Δεν γßνεται.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μα Ýτσι θα χÜσεις...
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ναι, ξÝρω.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
...τη ζωÞ καß την τιμÞ σου.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Σßγουρα, ναι.
136
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κι αυτÞ εßν’ η θÝλησÞ σου;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ναι, ο θÜνατος.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΜÝχρις εκεß θα φτÜσεις
απü Ýνα πεßσμα;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αυτü η τιμÞ προστÜζει.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Εßναι βλακεßα.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΘÜρρος.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αφροσýνη.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Δßκαιη οργÞ.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Με τßποτα δεν σβÞνει
αυτü το πÜθος που σε εξουσιÜζει;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Με τßποτα.
137
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Ποιος θα ’ναι συνεργüς σου;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κανεßς, μονÜχη μου θα το τολμÞσω.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αδýνατον, λοιπüν, να κÜνεις πßσω;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αδýνατον.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μα σκÝψου, στο Θεü σου,
θα υπÜρχει κι Üλλος τρüπος, θα τον βροýμε!
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Ναι, τρüπος στο χαμü να μ’ οδηγÞσει!
(Φεýγει).
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Αν ο χαμüς εßναι, παιδß μου, η λýση,
τüτε Ýρχομαι, κι οι δυο μας να χαθοýμε!
(Φεýγει).
138
ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ
ΑνοιχτÞ πεδιÜδα. Ακοýγονται τυμπανοκρουσßες.
Μπαßνουν στρατιþτες που
παρελαýνουν, ο Κ λαριν, και ο Σιγι-
ΣΜΟΤΝΔΟΣ ντυμÝνος με τομÜρια.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Αν τþρα μ., Ýβλεπε η αρχαßα Ρþμη,
την εποχÞ που η δüξα της ακüμη
θριÜμβευε, πüσο θα ευχαριστιüταν
την ευκαιρßα που θα της δινüταν
να ’χει στις λεγεþνες της για ανδρεßο
κι Üξιο στρατÜρχη Ýνα Üγριο θηρßο,
που η περηφÜνια του δεν θα χορτÜσει
κι αν κατακτÞσει ολüκληρη την πλÜση!
Μα, πνεýμα μου, πιο χαμηλÜ ας πετÜμε,
πιο ταπεινÜ, και να μην κυνηγÜμε
ανÝφικτες φιλοδοξßες και στüχους
που, μüλις απ’ του ονεßρου βγω τους βρüχους,
τα μÜτια μου με συντριβÞ θα δοýνε
πως τους κατÝκτησα για να χαθοýνε,
üσο πιο ταπεινÞ η εμβÝλειÜ τους,
τüσο πιο ανþδυνη κι η απþλειÜ τους.
¹χος σÜλπιγγας απ' Ýξω.
ΚΛΑΡΙΝ
¸ρχεται Ýνα Üλογο - συγχþρεσÝ με,
μα θα στο περιγρÜφω, δεν κρατιÝμαι,
139
γιατß, üπως λεν κι οι κÜτοχοι πτυχßων,
μοιÜζει σαν χÜρτης üλων των στοιχεßων:
το σþμα του εßν’ η γη, η ψυχÞ που βρÜζει
εντüς του εßν’ η φωτιÜ, ο αφρüς που βγÜζει
η θÜλασσα, κι η ανÜσα του ο αÝρας.
Κι üλα μαζß, το χÜος! ¸να τÝρας
απü γη, θÜλασσα, αÝρα, φωτιÜ,
με χρþματα αλλοý μαýρα, αλλοý σταχτιÜ!
Κι αυτü το πρÜμα το ανακατεμÝνο,
καλπÜζει ßσια μπροστÜ, αποφασισμÝνο,
πετÜει, θα ’λεγα, γιατß, απ’ τη σÝλα
πÜνω, το σπιρουνιÜζει μια κοπÝλα,
που βιαστικÞ στο μÝρος σου ζυγþνει.
ΣΙΓΙΣΜΟΓΝΔΟΣ
Η λÜμψη της μορφÞς της με τυφλþνει.
ΚΛΑΡΙΝ
Αχ, ΘεÝ μου, εßν’ η ΡοζÜουρα, η κυρÜ μου!
(Φεýγει).
ΣΙΓΙΣΜΟΓΝΔΟΣ
Την ξαναφÝρνει ο ουρανüς μπροστÜ μου.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ
ΡΟΖΑΟΓΡΑ
ΕυγενικÝ πρßγκιπα Σιγισμοýνδο,
που μÝσα απü της νýχτας σου τα ερÝβη,
140
το ηρωικü σου μεγαλεßο προβÜλλει
στο φως των πρÜξεων σου των ενδüξων
κι üπως ο μÝγας του ουρανοý πλανÞτης
που απ’ της ΑυγÞς την αγκαλιÜ επιστρÝφει
να ξαναδþσει λÜμψη στα λουλοýδια,
και πÜνω απü τις θÜλασσες, τα üρη,
στεφανωμÝνος με αßγλη, φως σκορπßζει,
και των χρυσþν ακτινþν του το νÞμα
κεντÜει κορφÝς βουνþν και αφροýς κυμÜτων,
Ýτσι κι εσý στον κüσμο ν’ ανατεßλεις,
Þλιε βασιλικÝ της Πολωνßας,
þστε να προστατÝψεις μια γυναßκα
δýσμοιρη, που μπροστÜ σου γονατßζει.
Εßναι γυναßκα, και δυστυχισμÝνη,
δυο πρÜγματα, που μüνο του καθÝνα
φτÜνει να υποχρεþσει Ýναν Üνδρα
που ’χει για καýχημÜ του την ανδρεßα.
Τρßτη φορÜ εßναι τοýτη που με βλÝπεις,
και τρßτη πÜλι που αγνοεßς ποια εßμαι,
αφοý κÜθε φορÜ μ’ Ýβλεπες μ’ Üλλη
περιβολÞ και με μορφÞ αλλαγμÝνη.
Την πρþτη τη φορÜ, με πÞρες για Üνδρα,
üταν της φυλακÞς σου το μαρτýριο
ξαλÜφρωσε λιγÜκι το δικü μου.
Τη δεýτερη, με θαýμασες γυναßκα,
üταν οι δüξες και τα μεγαλεßα
που ζοýσες Þταν üνειρο, ßσκιος, φÜσμα.
Και τρßτη τοýτη εδþ, που εßμαι Ýνα κρÜμα
αλλüκοτο απ’ τα δýο φýλα, αφοý Ýχω
141
üπλα ανδρικÜ και ροýχα γυναικεßα.
Μα για να σου ξυπνÞσω τη συμπüνια,
να ’σαι πιο πρüθυμος να με συντρÝξεις,
Üκου τις τραγωδßες της ζωÞς μου.
ΓÝννημα της ΑυλÞς της Μοσχοβßας
εßμαι, απü μÜνα ευγενικÞ, που πρÝπει
να υπÞρξε πολý üμορφη, αν κρßνω
απü τις δυστυχßες της ζωÞς της.
Την ερωτεýτηκε κÜποιος προδüτης
-δεν θα τον ονομÜσω, αφοý ποτÝ μου
δεν τον εγνþρισα, μα αν του Ýχω μοιÜσει,
πρÝπει να ’ταν γενναßος σαν κι εμÝνα.
Και τþρα που το σκÝπτομαι, λυπÜμαι
που δεν γεννÞθηκα σε καιροýς Üλλους,
ειδωλολατρικοýς, για να πιστÝψω,
η ανüητη, πως Þταν θεüς, που Þρθε
να αποπλανÞσει, μεταμορφωμÝνος
σε κýκνο, σε χρυσÞ βροχÞ Þ σε ταýρο,
τη ΛÞδα, τη ΔανÜη Þ την Ευρþπη!
¼χι, δεν φλυαρþ αναφÝροντÜς σου
μýθους περß απιστßας, αντιθÝτως,
μ’ αυτü τον τρüπο, σου εßπα με δυο λÝξεις
πþς η μητÝρα μου, που Þταν ωραßα
üσο καμιÜ και δýστυχη üπως üλες,
πλανεýτηκε απü τα γλυκüλογÜ του.
Οι üρκοι πßστης κι οι υποσχÝσεις γÜμου
τüσο την ξεγελÜσανε, που ακüμα
και τþρα, η θýμησÞ τους την πονÜει,
γιατß, ο προδüτης, Ýφυγε Üρον-Üρον,
142
üπως ο Αινεßας το ’σκασε απ’ την Τροßα,
αφοý οýτε καν το ξßφος του δεν πÞρε!
Να το, στη θÞκη, θα το ξεγυμνþσω
εγþ, προτοý τελειþσει αυτÞ η ιστορßα.
Απü τον Üτυχο δεσμü ετοýτο,
που οýτε δεσμÜ του γÜμου Þταν, οýτε
της φυλακÞς -αν κι üλα αυτÜ εßναι Ýνα-,
εβγÞκα εγþ, της μÜνας μου πορτραßτο
φτυστü, üχι βεβαßως στην ομορφιÜ της,
μα στα δεινÜ της και στις ατυχßες.
Δεν χρειÜζεται, λοιπüν, να πω üτι εκεßνη
κι εγþ, η κληρονüμος τÝτοιας μοßρας,
τραβÞξαμε κι οι δυο τον ßδιο δρüμο.
Το μüνο που μπορþ να σου αναφÝρω
για μÝνα, εßναι το üνομα του ανθρþπου
που λÞστεψε τα τρüπαια της τιμÞς μου,
που Ýκανε λÜφυρο την αρετÞ μου:
Ο Αστüλφο! Ω, ΘεÝ μου, μüνο που το λÝω,
οργßζεται η καρδιÜ μου κι ανταριÜζει,
üπως συμβαßνει üταν ακοýς του εχθροý σου
τ ’ üνομα. Ναι, ο Αστüλφο Þταν εκεßνος
ο αχÜριστος που, λησμονþντας üρκους
-γιατß üταν Ýνας Ýρωτας τελειþσει,
ξεχνιÝται ακüμα και η ανÜμνησÞ του-
Þρθε στην Πολωνßα, κυνηγþντας
νÝο λÜφυρο: το χÝρι της ΕστÝλλας,
αυτÞ ανατÝλλει, τþρα που εγþ δýω.
Ποιος να πιστÝψει πως, αν Ýνα αστÝρι
ενþνει δυο εραστÝς, Ýνα Üλλο αστÝρι,
143
η ΕστÝλλα, εßν’ αυτü που τους χωρßζει!
¸μεινα μüνη με την προσβολÞ μου,
την κοροúδßα, τη θλßψη μου, την τρÝλα,
σχεδüν νεκρÞ, και μÝσα μου Ýνα χÜος,
λες και της κüλασης η σýγχυση üλη
σαν μια ΒαβÝλ κυρßεψε το μυαλü μου.
Κι αποφασßζοντας βουβÞ να μεßνω
-γιατß εßναι κÜποιοι πüνοι, που τα μÜτια
καλýτερα τους λÝνε απü το στüμα-,
υπÝμενα το βÜσανο σιωπþντας.
¿σπου μια μÝρα που Þμασταν μονÜχες,
η μÜνα μου, η ΒιολÜντα, καλÜ να ναι,
μου ’σπασε τη σιωπÞ, και σαν πλημμýρα
ξεχýθηκαν οι πßκρες απ’ το στÞθος,
στρατιÜ ασυγκρÜτητη δακρýων και πüνων.
Δεν ντρÜπηκα που τα ’λεγα, üταν ξÝρεις
πως τις αδυναμßες σου τις ακοýει
κÜποιος που ’χε στο παρελθüν δικÝς του,
σ’ ανακουφßζει, γιατß, πüτε-πüτε,
και το κακü παρÜδειγμα αποβαßνει
χρÞσιμο. ¢κουσε τις συμφορÝς μου
πονετικÜ, κι Þθελε να μου δþσει
παρηγοριÜ, λÝγοντας τις δικÝς της,
κριτÞς που κÜποτε Ýνοχος υπÞρξε,
πüσο εýκολα χαρßζει τη συγγνþμη!
Μαθαßνοντας απ’ τον εαυτü της, εßδε
πως φÜρμακο για την τιμÞ δεν Þταν
το κýλισμα του χρüνου κι η απραξßα,
προτßμησε, Ýτσι, να με συμβουλÝψει
144
να τον ακολουθÞσω, και με τρüπο
να τον εξαναγκÜσω να πληρþσει
το χρÝος του στην τιμÞ μου, μÜλιστα, εßπε
για ασφÜλεια να φορÝσω ανδρικÜ ροýχα.
ΞεκρÝμασε κι Ýνα παλιü σπαθß - εßναι τοýτο
που ’χω στη μÝση· κι Þρθε μÜλλον η þρα
να βγει απ’ τη θÞκη του, üπως το ’χω τÜξει,
γιατß, πιστεýοντας στη δýναμÞ του,
μου το ’δωσε η μητÝρα μου, και μου εßπε:
«Εμπρüς στην Πολωνßα, και να φροντßσεις
να δουν το ξßφος οι ευγενεßς της χþρας,
κÜποιος ανÜμεσÜ τους, ßσως δεßξει
συμπüνια για τη μοßρα σου, και θα ’βρεις
Ýτσι παρηγοριÜ και προστασßα.»
¹ρθα, λοιπüν, κι εγþ στην Πολωνßα.
Θα παραλεßψω, αφοý το ξÝρεις Þδη,
üτι το αφηνιασμÝνο Üλογü μου
μ’ Ýφερε στη σπηλιÜ σου, üπου εξεπλÜγης
μüλις μ’ αντßκρισες. Θα παραλεßψω
πως ο ΚλοτÜλντο, εκεß, με προθυμßα
και ζÞλο με υποστÞριξε, ζητþντας
χÜρη απ’ το βασιλιÜ για τη ζωÞ μου,
πως, üταν Ýμαθε ποια εßμαι, μου εßπε,
αφοý φορÝσω τα σωστÜ μου ροýχα,
να μπω στη συνοδεßα της ΕστÝλλας,
üπου κατüρθωσα να φÝρω εμπüδια
στο γÜμο που σχεδßαζε ο Αστüλφο.
Θα παραλεßψω πως εδþ με βλÝπεις
σαστßζοντας ξανÜ, μια κι οι αντιφÜσεις
145
της üψης μου σýγχυση προκαλοýνε.
Θα φτÜσω στο σημεßο που ο ΚλοτÜλντο,
κρßνοντας πως συμφÝρει για το κρÜτος
να παντρευτοýνε και να κυβερνÞσουν
ο Αστüλφο κι η ΕστÝλλα, συμβουλεýει,
ενÜντια στην τιμÞ μου, να ξεχÜσω
τις βλÝψεις που εßχα και να υποχωρÞσω.
Ανδρεßε Σιγισμοýνδο, τþρα που εßδα
πως Þρθε η þρα της εκδßκησÞς σου,
μια κι ο ουρανüς το θÝλησε να σπÜσεις
της φυλακÞς σου τα δεσμÜ, üπου ζοýσες
σαν Üνθρωπος μ, αισθÞματα θηρßου
κι υπÝμενες τα βÜσανα σαν βρÜχος,
τþρα που ýψωσες σημαßα πολÝμου
ενÜντια σε πατÝρα και πατρßδα,
Þρθα συμπαραστÜτης σου, φορþντας
μαζß με τις ΑρτÝμιδος τα ροýχα,
τα üπλα της ΠαλλÜδας, στολισμÝνη
με αβρü μετÜξι και σκληρü ατσÜλι.
Εμπρüς, λοιπüν, ατρüμητε αρχηγÝ μου!
ΣυμφÝρει και τους δυο μας να μη γßνει
ποτÝ τοýτος ο γÜμος που σχεδιÜζουν:
εμÝνα, για να μη δω παντρεμÝνο
αυτüν που θα γινüταν σýζυγüς μου,
κι εσÝνα, γιατß, μüλις ενωθοýνε
τα δυο βασßλειÜ τους, θ’ αντιτÜξουν
διπλÝς δυνÜμεις στο μικρü στρατü μας
και θα ναι αμφßβολη η δικÞ μας νßκη.
¹ρθα ως γυναßκα εδþ, για να σε πεßσω
146
υπÝρμαχος να γßνεις της τιμÞς μου,
κι ως Üνδρας Þρθα για να σε εμψυχþσω
στη μÜχη της ανÜκτησης του θρüνου.
¹ρθα ως γυναßκα να σε συγκινÞσω
πÝφτοντας ταπεινÜ στα δυο σου πüδια,
κι ως Üνδρας Þρθα να σε υπηρετÞσω
και να συνδρÜμω τους δικοýς σου ανθρþπους.
¹ρθα ως γυναßκα για να με συντρÝξεις
στην προσβολÞ και στην ταπεßνωσÞ μου,
κι ως Üνδρας Þρθα για να σε συντρÝξω
με το σπαθß και μ’ üλο μου το εßναι.
Μα πρüσεξε: αν σκεφτεßς να μου πουλÞσεις
Ýρωτα βλÝποντÜς με σαν γυναßκα,
σαν Üνδρας τüτε θα σε θανατþσω
για να υπερασπιστþ την αρετÞ μου,
γιατß, στο θÝμα αυτü, η τιμÞ μου θα ’ναι
γυναßκα για να σου παραπονιÝται
κι Üνδρας για να κερδßζει τ’ üνομÜ της.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ (Κατ’ ιδßαν)
Αν üντως ονειρεýομαι, ουρανÝ μου,
κÜνε τουλÜχιστον να μη θυμÜμαι,
γιατß δεν γßνεται να ’χουν χωρÝσει
τüσα πολλÜ σ’ Ýνα üνειρο μονÜχα!
Βüηθα με, ΘεÝ μου! Δεßξε μου τον τρüπο
Þ να γλιτþσω μονομιÜς απ’ üλα,
Þ να μη σκÝπτομαι απ’ αυτÜ κανÝνα.
Ποιον Üλλον πνßγουν τüσες απορßες;
Αν ονειρεýτηκα τις δüξες που εßχα,
147
πως τωρα αυτÞ η γυναßκα μου αναφερει
σημÜδια καθαρÜ και γεγονüτα;
¢ρα, δεν Þταν üνειρο, μα αλÞθεια!
Κι αλÞθεια αν Þταν -^πρÜγμα που εßναι εξßσου
/μυστÞρια υπüθεση- πþς η ζωÞ μου
I üνειρο τ ’ ονομÜζει; Τüσο μοιÜζουν
| οι δüξες μ’ üνειρα, που να περνιοýνται
οι αληθινÝς για ψεýτικες, κι οι κοýφιες
για γνÞσιες; Τüσο ελÜχιστα διαφÝρουν
οι μεν απü τις δε, που να μην ξÝρεις
αν ü,τι βλÝπεις κι ü,τι απολαμβÜνεις
εßναι ψευτιÜ Þ αλÞθεια; Τüσο εßν’ üμοιο
το αντßγραφο με το πρωτüτυπü του,
I που ν’ αμφιβÜλλεις ποιο εßναι ποιο; Μα τüτε,
I εÜν εßναι Ýτσι, εÜν πρÝπει να σβÞσει
1 μες στις σκιÝς η δýναμη κι η δüξα,
1 το μεγαλεßο κι η λÜμψη, ας διδαχτοýμε
\ να επωφελοýμαστε απü την παροýσα
\ στιγμÞ, αφοý η μüνη απüλαυσÞ μας
\ßναι ü,τι ζοýμε στ, üνειρο. Η ΡοζÜουρα
εßναι στην εξουσßα μου, η ψυχÞ μου
ορÝγεται την ομορφιÜ της, Üρα,
εμπρüς ν’ αδρÜξουμε την ευκαιρßα!
Ο πüθος ακυρþνει üλους τους νüμους
του ιπποτισμοý και της εμπιστοσýνης
που μπρος στα πüδια μου την Ýχουν φÝρει.
Αυτü εßναι τ ’ üνειρο, κι αφοý αυτü εßναι,
εμπρüς χαρÝς να ονειρευτοýμε τþρα,
κι ας μεταμορφωθοýν μετÜ σε λýπες!
148
Μα με τους ßδιους τους συλλογισμοýς μου,
και πÜλι πεßθομαι üτι σφÜλλω. Αν εßναι
üνειρο, αν εßν’ απλþς ματαιοδοξßα,
ποιος, για μια ανθρþπινη και μÜταιη δüξα,
θα ’χανε την ουρÜνια, την αιþνια;
Ποια ευτυχßα περαστικÞ δεν εßναι
üνειρο; Και ποιος Ýζησε θριÜμβους
κι ηρωισμοýς, που να μη λÝει κατüπιν,
üταν τους ανασýρει απü τη μνÞμη,
«σßγουρα τα ονειρεýτηκα üσα εßδα» ;
Αφοý, λοιπüν, γνωρßζω πια τις πλÜνες,
αφοý το ξ ερ ω ^
φλüγα με λÜμψη απατηλÞ, που η αýρα
μüλις φυσÞξει θα τη μετατρÝψει
σε στÜχτη, 'ας^ετ^ιþξουμε το αιþνιο,
γιατß εκεß, üεν ξεθωριÜζει η φÞμη,
εκεß τα μεγαλεßα δεν κοιμοýνται,
ουτε~~οι χαρÝς^εκπνεου^^
Þρθε με την τιμÞ της πληγωμÝνη,
καθÞκον ενüς πρßγκιπα δεν εßναι
ν’ αυξÜνει τις πληγÝς, μα να επουλþνει.
Μα το Θεü, πρþτη κατÜκτησÞ μου
θα ’ναι η τιμÞ της, κι Ýπειτα το στÝμμα!
Τþρα, απ’ εμοý απελθÝτω το ποτÞριο
τοýτο του πειρασμοý.
(Σ' Ýναν στρατιþτη).
Εμπρüς, στα üπλα!
ΠρÝπει να δþσω σÞμερα τη μÜχη,
149
προτοý ξυπνÞσουν οι σκιÝς της νýχτας
και θÜψουν με τα πÝπλα τους τον Þλιο.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Κýριε! Τüσο εýκολα μ’ εγκαταλεßπεις;
Χωρßς να πεις οýτε μια λÝξη; Τüσο
ανÜξια λüγου εßναι τα βÜσανÜ μου;
Πþς εßναι δυνατüν να μη με βλÝπεις,
κýριε, να μη μ, ακοýς, και ν’ αποστρÝφεις
τüσο ακατÜδεχτα το πρüσωπü σου;
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
ΡοζÜουρα, την τιμÞ σου τη συμφÝρει
να ’μαι σκληρüς μαζß σου τþρα, αν θÝλεις
να ’μαι αýριο σπλαχνικüς. Εßν’ η τιμÞ μου
που σου αποκρßνεται, κι üχι η φωνÞ μου.
Δεν σου μιλþ, γιατß θÝλω ν’ αφÞσω
τα Ýργα μου για μÝνα να μιλÞσουν.
Δεν σε κοιτþ, κι αυτü εßναι μαρτýριο,
αλλÜ εßν’ ανÜγκη, üποιος την τιμÞ σου
κοιτÜ, να μην κοιτÜ την ομορφιÜ σου.
Φεýγει ο ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ, μαζß με τους
στρατιþτες.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
ΘεÝ μου, τι αινßγματα ειΥ αυτÜ, τι γρßφος!
ΜετÜ απü τüσα δÜκρυα, μου δßνει
μια απÜντηση με διφοροýμενο ýφος,
και στην αβεβαιüτητα μ, αφÞνει.
150
ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ
Μπαßνει ο Κ λαριν.
ΚΛΑΡΙΝ
Κυρßα, τþρα δÝχεσαι επισκÝψεις;
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Αχ, ο Κλαρßν! Ποý ’σουν εσý χαμÝνος;
ΚΛΑΡΙΝ
Στη φυλακÞ, üπου Ýμπαινα σε σκÝψεις
αν θα ’βγω ζωντανüς Þ πεθαμÝνος.
Ως και την τρÜπουλα συμβουλευüμουν,
να δω αν θα ξημερþσω κι Üλλη μÝρα.
Μα Ýχω κρυφü χαρτß, κι ετοιμαζüμουν
üλα να τα τινÜξω στον αÝρα.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Γιατß;
ΚΛΑΡΙΝ
Γιατß τα μυστικÜ σου πÜνε,
Ýμαθα ποια εßσαι, κι ο ΚλοτÜλντο...
(Ακοýγονται τυμπανοκρουσßες).
ΚÜτι
σαν σαματÜς ακοýγεται.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Τι να ’ναι;
151
ΚΛΑΡΙΝ
Απ’ το πολιορκημÝνο το παλÜτι,
βγαßνει πολýς στρατüς, για να χτυπÞσει
τον Σιγισμοýνδο.
ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Εγþ, η δειλÞ, Ýχω μεßνει
ατÜραχη, αντß να ’χω πολεμÞσει
στο πλÜι του, τþρα που μες στη δßνη
της μÜχης βασιλεýει η λυσσαλÝα
σκληρüτητα κι επικρατεß αναρχßα;
(Φεýγει).
ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ
Ακοýγονται φωνÝς απ' Ýξω.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΩΝΕΣ
ΖÞτω τοý ανßκητοý μας βασιλÝα!
ΑΛΛΕΣ ΦΩΝΕΣ
ΖÞτω η καινοýργια μας ελευθερßα!
ΚΛΑΡΙΝ
Κι ο βασιλιÜς κι η ελευθερßα να ζÞσουν,
και þρα τους καλÞ. ΔυÜρα δεν δßνω,
üποιοι κι αν χÜσουν, üποιοι κι αν κερδßσουν
φτÜνει κι απü τους δυο μακριÜ να μεßνω.
Του ΝÝρωνα το ρüλο λÝω να παßξω,
που κÜθονταν ψηλÜ κι Ýκανε χÜζι
152
τη Ρþμη που καιγüταν θα ’μαι απ’ Ýξω
απ’ την αντÜρα αυτÞ, και θα με νοιÜζει
μονÜχα το τομÜρι μου. Εκεß πÜνω,
κρυμμÝνος μες στα βρÜχια θα προσμÝνω·
εκεß δεν κινδυνεýω να πεθÜνω.
Το θÜνατο, τον Ýχω εγþ γραμμÝνο!
Ο Κ λαριν πηγαßνει να κρυφτεß. Ακοý-
γονται Þχοι της μÜχης. Μπαßνουν,
κυνηγημÝνοι, ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ο ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
και ο Αςτολφο.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
¢λλος πατÝρας πιο βασανισμÝνος
και βασιλιÜς πιο Üθλιος, δεν υπÜρχει!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
¹δη üλος ο στρατüς σου, διαλυμÝνος,
τρÝπεται σε φυγÞ, χωρßς στρατÜρχη.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Τþρα οι προδüτες νικητÝς θεωροýνται,
και χαßρονται τη νßκη τους.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Προδüτες,
σε τÝτοιες μÜχες, εßν’ αυτοß που ηττοýνται,
153
οι νικητÝς λÝγονται πατριþτες.
Δρüμο, ΚλοτÜλντο, πριν η αλαζονεßα
του γιου μου στρÝψει το Üγριο πρüσωπü της
στο μÝρος μας, με απÜνθρωπη μανßα!
Ακοýγεται πυροβολισμüς απ' Ýξω, και
ο ΚΛΑΡΙΝ πÝφτει απü την κρυψþνα του,
πληγωμÝνος.
ΚΛΑΡΙΝ
Βüηθα με, ΘεÝ μου!
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ποιος να V ο στρατιþτης
αυτüς που, μÝσα στο αßμα και στον πüνο,
πÝφτει στα πüδια μας για να πεθÜνει;
ΚΛΑΡΙΝ
Εßμαι Ýνας Üτυχος, που ’θελα μüνο
να φυλαχτþ απ’ του ΧÜρου το δρεπÜνι,
κι Ýπεσα πÜνω του, Þθελα να τρÝξω
μακριÜ του, κι αυτüς μου ’στησε καρτÝρι.
Ο ΧÜρος πουθενÜ δεν μÝνει απ’ Ýξω,
για ’κεßνον δεν υπÜρχουν κρυφÜ μÝρη.
¢ρα, ποιο το συμπÝρασμα που βγαßνει;
Πως üποιος τρÝχει πιο μακριÜ να φýγει,
πρþτον αυτüν ο ΧÜρος τον προφταßνει.
Γι’ αυτü, γυρßστε πßσω, εκεß που σμßγει
το αßμα της μÜχης κι η φωτιÜ, γυρßστε!
Εκεß, παρÜ στο πιο προφυλαγμÝνο
154
βουνü, εκεß πιο ασφαλεßς θα εßστε.
Δεν Ýχει διαφυγÞ απ’ το πεπρωμÝνο,
κι απ’ τον αμεßλικτο νüμο της μοßρας.
ΜÜταια αποφεýγετε το θÜνατü σας,
γιατß ο θÜνατος κροýει τας θýρας
αν εßναι θÝλημα Θεοý ο χαμüς σας!
(ΠÝφτει νεκρüς, εκτüς σκηνÞς).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
«Γιατß ο θÜνατος κροýει τας θýρας
αν εßναι θÝλημα Θεοý ο χαμüς σας!»
ΘεÝ μου7 με.πüσÞνΤυγΧωττια εκφρÜζει
το σφÜλμα μας, την ÜγνοιÜ μας, τοýτο
το πτþμα, που μιλÜει με τις πληγÝς του,
λες κι εßναι αυτü το αιμÜτινο ρυÜκι
γλþσσα λαλßστατη, που μας διδÜσκει
πως μÜταιες εßν’ οι ανθρþπινες προσπÜθειες
ενÜντια σε ανþ^^ς^υ^^εις. ^
¸τσι κι εγþ, που ’θελα ν’ απαλλÜξω
τη χþρα μου απü φüνους κι εξεγÝρσεις,
την Ýριξα ακριβþς στα χÝρια εκεßνων
απ' τους οποßους πÞγα να τη σþσω.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Κýριε, παρüλο που γνωρßζει η μοßρα
üλα τα μονοπÜτια, κι üποιον ψÜχνει
τον βρßσκει, ακüμα κι αν εßναι κρυμμÝνος
σε βρÜχια και χαρÜδρες, δεν αρμüζει
σε Χριστιανü να λÝει πως δεν υπÜρχει
τρüπος να φυλαχτεßς απ’ την οργÞ της.
ΤπÜρχει: γιατß ο συνετüς ο Üνδρας
μπορεß το πεπρωμÝνο να νικÞσει.
Κι αν δεν φυλÜχτηκες απü τον πüνο
και την ταπεßνωση, μπορεßς απü Üλλα
χειρüτερα να τρÝξεις να γλιτþσεις.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Κýριε, ο ΚλοτÜλντο σοý μιλÜ σαν Üνδρας
με σýνεση, ωριμüτητα και πεßρα,
μα εγþ μιλþ με την ανδρεßα των νιÜτων:
ΤπÜρχει Ýνα Üλογο πßσω απ’ τα βρÜχια,
γρÞγορο σαν τον Üνεμο τον ßδιο,
πÜρ’ το και φýγε, σþσε τον εαυτü σου,
κι εγþ θα σε καλýπτω απü τα νþτα.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Αν εßναι θÝλημα Θεοý ο χαμüς μου
κι αν μου ’χει στÞσει ο θÜνατος καρτÝρι
εδþ, θα μεßνω να τον περιμÝνω
κι ßσια στο πρüσωπο να τον κοιτÜξω.
Ακοýγονται τυμπανοκρουσßες, κα, μπαßνει
ο ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ, με üλους τους υπüλοιπους.
156
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Εκεß, μÝσα στο σκοτεινü το δÜσος
κρýβεται ο βασιλιÜς. ΦÝρτε τον πßσω!
Μη μεßνει οýτε μια πÝτρα, οýτε Ýνα δÝντρο
που να μην ψÜξετε, οýτε Ýνα κλαρÜκι!
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΚýριÝ μου, φýγε, τρÝχα!
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Για ποιο λüγο;
ΑΣΤΟΛΦΟ
Τι πας να κÜνεις;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
¢φησÝ με, Αστüλφο.
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
Μα τι Ýβαλες σκοπü;
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Να δοκιμÜσω
τη μüνη λýση που Ýμεινε, ΚλοτÜλντο.
(Στον Σιγισμοýνδο).
Πρßγκιπα, αν ψÜχνεις να με βρεις, εδþ εßμαι,
πεσμÝνος μπρος σου. ΚÜνε τα μαλλιÜ μου
τα ολüλευκα χαλß στα δυο σου πüδια.
Κλþτσα το στÝμμα, πÜτα μου το σβÝρκο,
157
ταπεßνωσε το κýρος μου, και σýρε
στη λÜσπη την αξιοπρÝπειÜ μου,
μεταχειρßσου με σαν σκλÜβο, πÜρε
εκδßκηση πατþντας την τιμÞ μου,
μετÜ απü τüσες μÜταιες προφυλÜξεις,
ας εκπληρþσει την υπüσχεσÞ της
η μοßρα, κι ο ουρανüς τους οιωνοýς του.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
¢ρχοντες κι αυλικοß της Πολωνßας,
που μÜρτυρες σταθÞκατε σε τüσα
απßστευτα και θαυμαστÜ συμβÜντα,
ακοýστε: σας μιλÜει ο πρßγκιπÜς σας.
¼σα Ýχει ο ουρανüς αποφασßσει
και τα ’χει γρÜψει του Θεοý το χÝρι
με γρÜμματα χρυσÜ, πÜνω σε χÜρτη
γαλÜζιο, διÜφανο, σπαρμÝνο με Üστρα,
ποτÝ δεν ψεýδονται, ποτÝ δεν σφÜλλουν.
ΣφÜλλει και ψεýδεται μονÜχα εκεßνος
ο αστüχαστος, που κÜνει κακÞ χρÞση
της ερμηνεßας τους προς üφελος του.
¸τσι ο πατÝρας μου, που στÝκει εμπρüς σας,
για να σωθεß απ’ την Ýμφυτη μανßα
του χαρακτÞρα μου, μ’ Ýκανε κτÞνος,
θεριü ανθρωπüμορφο. Κι ενþ μποροýσα,
χÜρη στην υψηλÞ καταγωγÞ μου
και στο ευγενÝς και ιπποτικü μου αßμα,
να εßχα γßνει πρÜος και μετρημÝνος,
αρκοýσε αυτÞ η σκληρÞ ανατροφÞ μου
158
κι ο βßος που με ανÜγκασε να ζÞσω
για να με κÜνουνε σωστü αγρßμι.
Ωραßος τρüπος να μ’ εξευγενßσει!
Αν σου ’λεγαν: «Θα σε κατασπαρÜξει
Ýνα θεριü αιμοβüρο», θα θεωροýσες
λýση σωστÞ να πας να το ξυπνÞσεις
απü τη νÜρκη; Αν σοý ’λεγαν: «Το ξßφος
αυτü που ’χεις ζωσμÝνο, θα σε σφÜξει»,
εσý, για ν’ αποφýγεις τÝτοια μοßρα,
θα το τραβοýσες Ýξω απ’ το θηκÜρι
για να το στρÝψεις ßσια στην καρδιÜ σου;
Αν σοý ’λεγαν: «Θ’ ανοßξει τ ’ Üγριο κýμα
και θα σε θÜψει σ’ ασημÝνιο τÜφο»,
θα ’βγαινες για ταξßδι με καρÜβι
üταν η θÜλασσα, φουρτουνιασμÝνη,
σηκþνει κýματα, πανýψηλα üρη,
κι ανοßγει μαýρα βÜθη αβυσσαλÝα;
Μα να, ο πατÝρας μου Ýπραξε το ßδιο
μ’ εκεßνον που απειλεßται απ’ το θηρßο
και το ξυπνÜει, μ’ εκεßνον που φοβÜται
το ξßφος και το ξεγυμνþνει, Þ εκεßνον
που ταξιδεýει κüντρα στη φουρτοýνα.
Κι αν Þτανε -^προσÝξτε τι σας λÝω-
η λýσσα μου θηρßο ναρκωμÝνο,
ξßφος μÝσα στη θÞκη του η οργÞ μου
και η μανßα μου θÜλασσα γαλÞνια,
τη μοßρα δεν μπορεßς να τη νικÞσεις
με την εκδßκηση Þ την αδικßα,
γιατß Ýτσι πιο πολý την ερεθßζεις.
159
¢ρα, üποιος θÝλει να καθυποτÜξει
τη μοßρα, ας προσπαθÞσει να το κÜνει
με σýνεση και με αυτοπειθαρχßα.
Πριν Ýρθει το κακü, δεν το γλιτþνεις,
Ýστω κι αν το προβλÝψεις, και παρüλο
που η ταπεινοφροσýνη -ναι, εßν’ αλÞθεια-
σε προφυλÜσσει απ’ τις συνÝπειÝς του,
αυτü θα γßνει μüνο αφοý χτυπÞσει,
γιατß το χτýπημα δεν το αποφεýγεις.
ΠÜρτε παρÜδειγμα τοýτο το θÝαμα
το σπÜνιο, το παρÜξενο αυτü θαýμα,
που προκαλεß το δÝος και τη φρßκη,
γιατß, τι πιο οικτρü απü το να βλÝπεις,
μετÜ απü κÜθε εßδους προφυλÜξεις,
να σÝρνεται στο χþμα Ýνας πατÝρας,
να ταπεινþνεται Ýτσι Ýνας μονÜρχης;
ΑυτÞ Þτανε η απüφαση της μοßρας,
κι üσο κι αν πÞγε να την εμποδßσει,
δεν τα κατÜφερε. Και θα μποροýσα
να τη νικÞσω εγþ, ο κατþτερüς του
στα χρüνια, στη σοφßα και στο θÜρρος;
(Στον βασιλιÜ).
ΣÞκω απ’ τη γη, κýριε, δþσ’ μου το χÝρι.
Τþρα που σοý ’δειξε ο ουρανüς πως πÞγες
με λÜθος τρüπο να τον πολεμÞσεις,
μπορεßς να πÜρεις την εκδßκησÞ σου
στην κεφαλÞ μου, εßμαι στο Ýλεüς σου.
160
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Γιε μου, αυτÞ η τüσο ευγενικÞ σου πρÜξη
σε ξαναγÝννησε μες στην καρδιÜ μου.
Εσý εßσ’ ο θριαμβευτÞς, σε σÝνα αξßζουν
üλου του κüσμου οι νικητÞριες δÜφνες.
Τþρα τα ανδραγαθÞματÜ σου ας στÝψουν
το μÝτωπü σου.
ΟΛΟΙ
ΖÞτω ο Σιγισμοýνδος!
ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Αφοý νßκες λαμπρÝς με περιμÝνουν,
θ’ αρχßσω σÞμερα απ’ την πιο μεγÜλη,
την πιο λαμπρÞ: ενÜντια στον εαυτü μου.
Αστüλφο, δþσ’ το χÝρι στη ΡοζÜουρα,
γιατß οφεßλεις χρÝος στην τιμÞ της
και θ’ απαιτÞσω να το ξεπληρþσεις.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Αν κι εßν’ αλÞθεια πως εßμ’ οφειλÝτης,
η ßδια δεν ξÝρει καν ποια εßν’ η γενιÜ της,
και θα ’ταν üνειδος για τ ’ üνομÜ μου
να παντρευτþ γυναßκα που δεν εßναι...5
5 Για το κοινü της εποχÞς, Þταν αυτονüητο üτι Ýνας ευγενÞς
üπως ο Αστüλφο μποροýσε να παντρευτεß μüνο γυναßκα ευγε-
νους καταγωγÞς.
161
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΣτÜσου, μη συνεχßζεις! Η ΡοζÜουρα
εßναι ευγενÞς üσο κι εσý, Αστüλφο,
κι αυτü εßμαι πρüθυμος να στο αποδεßξω
με το σπαθß μου στο πεδßο της μÜχης,
γιατß εßναι κüρη μου, κι αυτü σοý φτÜνει.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Πþς εßπες;
ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ
ΜÝχρι να τη δω ενωμÝνη
με τα δεσμÜ του γÜμου με Üξιον Üνδρα,
δεν Þθελα να της το αποκαλýψω.
Το τι και πþς, εßν’ ιστορßα μεγÜλη,
αλλÜ, εν τÝλει, ναι, εßναι παιδß μου.
ΑΣΤΟΛΦΟ
Αφοý εßναι Ýτσι, κι εγþ θα κρατÞσω
το λüγο μου.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Κι εγþ, για να μη μεßνει
η ΕστÝλλα απαρηγüρητη, που χÜνει
πρßγκιπα τÝτοιου ονüματος και αξßας,
προσφÝρομαι να γßνω σýζυγüς της,
αφοý, σε κýρος και αρετÝς, θεωροýμαι
ßσος μ’ αυτüν, αν üχι ανþτερος του.
Δþσ’ μου το χÝρι σου.

ΕΣΤΕΛΛΑ
                         Κι εγþ κερδßζω
απ’ την απρüσμενη τοýτη ευτυχßα.

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Για τον ΚλοτÜλντο, που ’χει υπηρετÞσει
με πßστη τον πατÝρα μου, προσφÝρω
την ανοιχτÞ μου αγκÜλη, κι üποια χÜρη
ζητÞσει, εγþ ευχαρßστως θα την κÜνω.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ 1
ΤÝτοιες τιμÝς αν κÜνεις στους εχθροýς σου,
σ’ εμÝνα, που Ýκανα üλο το βασßλειο
ανÜστατο, και σ’ Ýχω ελευθερþσει
απü τον πýργο που Þσουν, τι θα δþσεις;

ΣΙΓΙΣΜΟΥΔΟΣ
Τον πýργο. Και φρουροýς να σε φυλÜνε,
για να μη βγεις μÝχρι που να πεθÜνεις,
γιατß κανεßς δεν θÝλει τον προδüτη
üταν η προδοσßα Ýχει περÜσει.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Εßναι Üξια θαυμασμοý τüση σοφßα!

ΑΣΤΟΛΦΟ
Πüσο Üλλαξε ο αψýς του χαρακτÞρας!

ΡΟΖΑΟΥΡΑ
Πüση σεμνüτητα και σωφροσýνη!

ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ
Γιατß εκπλÞσσεστε; Γιατß απορεßτε
που Ýνα üνειρο Þταν δÜσκαλüς μου,
και τρÝμω απü την αγωνßα μÞπως
ξυπνÞσω και ξαναβρεθþ κλεισμÝνος
στη φυλακÞ μου; Κι Ýτσι να μη γßνει,
μüνο να τ ’ ονειρεýομαι μοý φτÜνει.
Γιατß, επιτÝλους, μπüρεσα να μÜθω
πως κÜθε ανθρþπινη ευτυχßα εßναι
σαν üνειρο που χÜνεται και σβÞνει.
(Στο κοινü).
Και θÝλω να επωφεληθþ απ’ το λßγο
χρüνο που μου Ýμεινε, για να ζητÞσω
συγγνþμη για üσα λÜθη Ýχουμε κÜνει,
γιατß οι ευγενικÝς καρδιÝς σας ξÝρω
πως εßναι πρüθυμες να συγχωρÞσουν.

                   ΤΕΛΟΣ


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers