Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

Οι Χα(ρού)μένες (Σ)Κοι(η)νές...

 α) ...χρόνια πριν...
     Ένα συνεσταλμένο παληκαράκι περνά το κατώφλι ενός "σπιτιού", ...πολύκαθώςπρέπει! 'Εμφυτη περιέργεια, αγωνία και μια πείνα που ακόμα δεν έχει βρει ταυτότητα. Η φωνή της γρια-τσάτσας ενημερώνει περί του ...μενού, αραδιάζοντάς το, μπακάλικα και προσθέτει στο τέλος:
 -"Είναι η Μ., τη ξέρεις";
 -"Όχι" απαντά θαρραλέα αυτός.
 -"Τότε περίμενε λιγάκι. Θα τελειώσει και θα βγει".
     Έξω έκανε πολύ κρύο. Ήτανε σφιχτός χειμώνας, με παγωνιά που σου τσάκιζε τα κόκαλα. Έκατσε στα ζεστά, χώθηκε στην αναπαυτική πολυθρόνα του προθαλάμου, εκείνη ακριβώς που εξασφάλιζε πιότερη ζεστασιά αλλά και τη καλύτερη θέα του χώρου. Δε βιαζόταν... Ουσιαστικά, παρακαλούσε ν' αργήσει... Φτάνανε στ' αφτιά του, πνιχτοί ήχοι, αγκομαχητά και τριξίματα...
     Σε λίγα λεπτά, η μπετούγια της απέναντι πόρτας, άνοιξε κι έκανε την εμφάνισή της μια ψηλή, όμορφη, καμπυλόγραμμη, μεστή γυναίκα. Τα ψηλοτάκουνα ξωδάχτυλα, ηχήσανε στο ξύλινο δάπεδο και το βλέμμα του, -ξεκινώντας από κάτω 'κει-, ανέβηκε, σιγά σιγά, τυλίγοντάς τη ολάκερη. Φορούσε μικροσκοπικό κόκκινο κιλοτάκι -δεν υπήρχανε τότε τα string- κι όσο περπατούσε -κάνοντας παράλληλα πασαρέλα στο νεαρό- διόρθωνε το στηθόδεσμό της, που 'ταν αδύνατο να κλείσει μέσα του, τα πλούσια στήθια της. Του 'ριξε μια ζεστή, χαμογελαστή ματιά, τον ..."μέτρησε" αμέσως και συνέχισε προς το άδυτό της.
     Το "σπίτι" δεν είχε κίνηση, λόγω του κρύου και της ώρας. Πρωϊνό ακόμα κι έτσι εκείνος, χωρίς πίεση, βυθίστηκε στις εικόνες του!
 -"Λοιπόν; Θα περάσεις"; τον διέκοψε βάναυσα η γρια-τσάτσα.
 -"Εεε... ναί! Που"; ρώτησε ξαφνιασμένος κι αμήχανος αυτός.
 -"Ρίξε πρώτα το χιλιάρικο και πέρασε 'κει" άπλωσε το δεξί να πάρει τα χρήματα και με το άλλο, του 'δειξε μια κλειστή πόρτα, λίγο δίπλα από 'κείνη που 'χε ξεμυτίσει η κοπέλα!
     Λίγο αργότερα, στάθηκε γυμνός πίσω της, -πράμα εντελώς ασυνήθιστο για 'κείνη- καθώς στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη, να βγάλει τα τελευταία φύλλα συκής και να πάρει από το συρτάρι, το προφυλακτικό. Κόλλησε απαλά πάνω της και της χούφτωσε τα στήθια. Τα 'χε βάλει στο μάτι απόξω. Αρχικά ξαφνιάστηκε, μα ενέδωσε στο παιχνίδι του και σκύβοντας, κόλλησε πάνω του. Τρίφτηκε έντονα βογγώντας -ψεύτικα- με τους γυμνούς γοφούς της, πάνω στον ερεθισμό του. Ύστερα γύρισε τελετουργικά αργά, γονάτισε κοιτάζοντάς τόνε συνεχώς και τον πήρε στο στόμα. Έπειτα, σηκώθηκε χαμογελώντας και του 'δειξε το κρεβάτι. Σιωπηλός και θολωμένος, την έπιασε απαλά από τους ώμους και πάσχισε να τη ξαναγυρίσει. Κατάλαβε και ...του 'κανε το χατήρι. Γύρισε, μισοσκύβοντας πάνω στη τουαλέτα και του προσφέρθηκε. Κοιτάζονταν στο καθρέφτη κι θα 'θελε να 'χει εκατό χέρια! Να μπορεί να τη τραβά από τους ώμους πάνω του, να της τραβά τα πλούσια, μακριά, σκούρα μαλλιά, να τη τραβά από τους γοφούς, να της κρατά τα στήθια μες τις χούφτες του, να της τρίβει τη ράχη και να τη πασπατεύει με τα δάχτυλά του. Τέλειωσε πολύ γρήγορα!
     Τον άφησε λιγάκι να ηρεμήσει! Όταν τραβήχτηκε από μέσα της, γύρισε, τον κοίταξε, του χάϊδεψε το κεφάλι, του 'σκασε ένα πεταχτό φιλί στα σγουρά του πυκνά μαλλιά και ντύθηκε βιαστικά. Βγαίνοντας του πέταξε χαμογελαστή:
 -"Θα ξανάρθεις αγόρι"! και βγήκε μ όλη τη θηλυκιά της χάρη...

 β) ...χρόνια πριν...
     Ένας εικοσάχρονος νεαρός, "πεινασμένο" φανταράκι, κάνει τη ...καθιερωμένη ...τσάρκα! Γνωστό, συγκεκριμένο δρομολόγιο, γνωστή συγκεκριμένη ώρα του πρωϊνού, όπου η κίνηση στα "σπίτια" δεν έχει καν ξεκινήσει, μιας κι οι κοπελιές, μόλις μπαίνουν. Κανείς ακόμα δεν ...
     Έχει μάθει φάτσες τσατσάδων και "κοινών"! Καμιά δε του κάνει ιδιαίτερη εντύπωση... κι αν ...
     Σε κάποιο "σπίτι" στην οδό Μ., ένα νέο, μαυριδερό, πανέμορφο κορίτσι-έκπληξη! Μπαίνει βιαστικός μέσα, επισπεύδοντας τις ...διαδικασίες. Γδύνεται και περιμένει. Εκείνη με την είσοδό της τον κοιτάζει ...εκεί. Αυτός τη κοιτάζει ολάκερη. Μοιάζει σα φοβισμένο σπουργίτι, γύρω στα εικοσιδύο, με μακριά σκούρα μαλλιά. Πιάνει το βλέμμα της κι εκείνη το τραβάει απότομα, κοκκινίζοντας. Ενώ αυτός ήτανε σε σχετική ηρεμία, ..."σηκώνεται" άμεσα! Πάλλεται! Εκείνη το δείχνει με το δάχτυλο και γελά με τη καρδιά της. Τη παίρνει αγκαλιά. Τη νιώθει σφιγμένη, μα ο τρόπος που τη κρατά, τη χαλαρώνει γρήγορα!
     Τη βοηθά να βγάλει το στηθόδεσμο κι ένα πέτρινο κοριτσίστικο στήθος προβάλλει στα μάτια, στα χέρια, στα χείλια του. Σταματά:
 -"Δεν έχεις ξαναδεί" τη ρωτά, δείχνοντας τον ...ταραξία και χαμογελά!
 -"Ξέρεις... Δε με λένε Π. αλλά Γ." του λέει ξεθαρρεμένη και συνεχίζει, "Είν' η πρώτη μου μέρα εεε... εδώ"!
 -"Αν νιώθεις δυσάρεστα" της λέει, αποτραβηγμένος, "δεν είν' ανάγκη να πλαγιάσεις μαζί μου" και της χαμογελάει, ενώ ...πάλλεται ακόμα! Του χαμογελά και βγάζει το κιλοτάκι της:
 -"Ξάπλωσε κι άσε με... κάτι ξέρω κι εγώ από θρασείς ...ταραξίες" είπε, κάνοντας πονηρές κι αστείες -μα πανέμορφες- γκριμάτσες! Δε πρόλαβε καν να τελειώσει τη φράση και τη κίνησή της και την είχε πάρει πάλι αγκαλιά! Της έκλεισε το ακόμα μορφάζον στόμα, ενώ άρχισε να τη χαϊδεύει παντού. Την ένιωσε να λαχανιάζει. Τη φίλησε παντού. Παντού! Στα στήθια, στη κοιλιά, στο στόμα...παντού! Είχε μείνει άφωνη, ακίνητη κι έτρεμε... έτρεμε σύγκορμη! 'Αργησε να μπει μέσα της, γιατί σκάλωσε στο φιλί. Όταν δεν άντεχε άλλο μπήκε και με λίγες κινήσεις, είχανε τελειώσει κι οι δυο. Μείνανε λίγο έτσι.
     Βρήκανε τις ανάσες τους. Τη κρατούσε ακόμα αγκαλιά!
 -"Δε βάλαμε προφυλακτικό..." είπε σα χαμένη.
 -"Μη φοβάσαι... είμαι καθαρός..." της γέλασε αυτός.
 -"Μου 'βρεξες τη κοιλίτσα" του 'πε ναζιάρικα... Μια φωνή, ακούστηκε απόξω:
 -"Μην αργείς κοκκώνα μου! Έχεις κόσμο έξω..." Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, χαιρέτησε βιαστικά και βγήκε.
     Πήγε μερικές φορές, σε σύντομο διάστημα. Πάντα ήταν όμορφα! Του εκμυστηρεύτηκε πως ήταν ή "όαση" στη δουλειά της. Πως ήταν επαναπατρισμένοι Αιγυπτιώτες, πως είχανε χάσει τη περιουσία τους κι εκείνη, μη αντέχοντας μιζέρια και μη βρίσκοντας τίμια δουλειά, χωρίς να πηδηχτεί κι αφού δεν είχε άλλα τάλαντα, σκέφτηκε να πηδηχτεί μερικά χρόνια, με συναίνεσή της και ...τίμια, πως σε μερικά χρονάκια θα τραβηχτεί, όταν θα 'χει μαζέψει αρκετά... πως ... πως...
     Εκείνος την άφηνε να λέει, χωρίς να μιλά. Η ζωή είναι παράξενη, αλλά την απολάμβανε, έτσι όπως ερχόταν. Έπειτα λίγους μήνες, πήρε μετάθεση. Κλείστηκαν από χιόνια, έφαγε κάποιες αλλεπάλληλες τιμωρίες, πέσαν οι ασκήσεις του καλοκαιριού κι έκανε μήνες να τη ξαναδεί. Όταν όμως βγήκε πάλι, έτρεξε στο "σπίτι". Δε τη πέτυχε. Του 'πανε πως ήταν "αδιάθετη" και πως θα 'ρχόταν αύριο! Έφυγε χωρίς...
     Την άλλη μέρα, τσουπ στην ώρα του! Την είδε... Τον είδε... Του αράδιασε μπακάλικα το ...μενού της. Το εξέλαβε σα μια τυπικότητα, έξω. Μπήκε στο καμαράκι με τεράστ(ε)ια ...παλλόμενη προσμονή! Σε λίγο μπήκε κι αυτή, απρόσωπα χαμογελαστή και του πέταξε:
 -"Έλα λοιπόν να γευτείς το μουνάκι της Π." με μια φωνή, άρτια, επαγγελματική κι άδεια από κάθε τι! Εκείνος μπήκε μέσα της απλά, τέλειωσε κάπως ζορισμένα με βοήθεια κι έφυγε, χωρίς ν' ανταλλάξουνε μήτε λέξη!
     Μετά λίγους μήνες, ξαναβρέθηκε στα λημέρια... Πέρασε από περιέργεια... Μπήκε μέσα... Ήταν άλλη... Ρώτησε... Του 'πανε πως έφυγε από τη δουλειά... Γιατί... Δε ξέρανε... Του 'πανε να περάσει με την άλλη κοπέλλα... ήτανε λέει καλή... όχι σαν την άλλη που στην αρχή καθυστερούσε και μετά σα να μην ήτανε παρούσα καν... Αμίλητος και σκεφτικός βγήκε...
     Δε τη ξανάδε ποτέ... Για πάρα πολύ καιρό, δε ξαναπήγε σε "σπίτια"! Τις ..."τσάρκες" όμως τις έκοψε πεντέξη χρόνια αργότερα...

 γ) ...χρόνια πριν...
     Ήτανε σικάτη και στυλάτη. Αδύνατη, ξανθιά με μακριά μαλλιά και γαλανά μάτια -όσο πίσω θυμάται, ήτανε σχεδόν η μόνη ξανθιά με γαλανά μάτια, που πλάγιασε μαζί της- και την εντόπισε σε ασυνήθιστη, για "σπίτια" περιοχή. Τον βόλευε ο δρόμος και του άρεσε κιόλας κι έτσι κάθε φορά περνούσε από 'κει.
     Κατά ένα περίεργο τρόπο, του 'χε αρέσει πολύ, που δεν έβγαζε το στηθόδεσμό της. Του άρεσε που τον παραμέριζε απλά κι εκείνα, όμορφα και πιεσμένα, πεταγόντανε μπρος στα μάτια και το στόμα του, κραδαίνοντας τις μυτερές, μεγάλες, σκούρες ρώγες τους! Του άρεσε που ποτέ δε τις είδε ήρεμες! Πρέπει να 'τανε γύρω στα τριάντα-τριανταπέντε και στην αρχή δε τον άφηνε να τα πιάνει μήτε να τα φιλά.
     Μετά που τον έμαθε πια, τον έβγαζε μόνο για 'κείνον και σιγά-σιγά, τον άφηνε ν' ασχολείται μ' αυτά! Δηλαδή έτσι του 'πε ή ίδια και δεν είχε λόγο να μη τη πιστέψει κι αν έλεγε και ψέμματα, ποιος νοιαζότανε; Πήγαινε πάντα τη μαγική εκείνη, πρωϊνή ώρα και φτάσανε να μιλάνε με τα μικρά τους ονόματα.
     Οι τσάτσες αλλάζανε κι εκείνη έμενε. Του 'πε πως ήταν η ίδια κάτοχος του "σπιτιού", ιδιοκτήτρια κι αφεντικό, κτίσματος και κορμιού! Είχε κι ένα γιο κάπου... Πολλές φορές είχε πάει και χωρίς να τη δει καν, αν του λέγανε πως ήταν αυτή, η Ν., έμπαινε χωρίς άλλη κουβέντα, πριν καν ακούσει τιμή και μενού.
     Εκείνο το ...αστείο πρωϊ, ένιωθε ερεθισμό, καθώς πλησιάζε προς το ...στέκι της, να τη βρει. Μπήκε μέσα φουριόζος να περάσει κι η καινούργια γρια-τσάτσα του 'κοψε τη φόρα:
 -"Λυπάμαι νεαρέ, μα η κοπέλλα είναι στο γιατρό. Σήμερα είν' η μέρα του ελέγχου. Εκτός κι αν θέλεις να περιμένεις λιγάκι", του 'κλεισε το μάτι κι ετοιμάστηκε ν' αραδιάσει μπακάλικα το μενού. Εκείνος την έκοψε ψιλοσπασμένος:
 -"Η Ν. δεν είναι";
 -"Ναι! Τη ξέρεις";
 -"Φυσικά! Λέω να περιμένω... θ' αργήσει";
 -"Μπα... όχι πολύ... όπου να 'ναι έρχεται! Κάθισε".
     Έκατσε αναπαυτικά και περίμενε καπνίζοντας, γευόμενος στιγμές αναμονής. Πρόσφερε και στη γρια-τσάτσα, τσιγάρο κι εκείνη το πήρε! Μετά δυο τσιγάρα, εκείνη, ένιωσε την υποχρέωση να του προτείνει να περάσει και να περιμένει στο δωμάτιο. Δέχτηκε και πλήρωσε κιόλας. Είχε πάρει τηλέφωνο κι η κοπέλλα πως είχε μπλέξει στη κίνηση μα ερχότανε σε κανά δεκάλεπτο. Η γρια-τσάτσα τη καθησύχασε πως δεν είχε κόσμο, μόνον ένας ήτανε κι αυτός είχε υπομονή να περιμένει κι όλα ήτανε οκ! Κι έτσι... μπήκε. Γδύθηκε τελείως, ξάπλωσε χωρίς να βιάζεται και σχετικά ...χαλαρός, συνέχισε να καπνίζει.
     Όταν την άκουσε να μπαίνει, αφέθηκε κι ερεθίστηκε! Ως φάνηκε, η γρια-τσάτσα, νέα στη δουλειά, ένιωθε υποχρεώμενη, για την αναμονή του και μιας κι ακόμα δεν υπήρχε άλλος κανείς, τη παρότρυνε να βιαστεί να τον ...περιλάβει! Ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι μα έκανε αυτό που της είπε η γρια-τσάτσα και μπήκε στο καμαράκι! Ταυτόχρονα με την είσοδο, είχε παραμερίσει το στηθόδεσμο, μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, πριν καν κοιτάξει ποιος ήτανε μέσα. Μόλις τον είδε, τον φασκέλωσε πειραχτικά:
 -"Εσύ είσαι μωρέ; Που να το 'ξερα"! του 'πε χαμογελαστά.
 -"Καλημέρα! Γιατί βρε, περίμενες κανάν άλλο"; τη πείραξε κι εκείνος γελώντας.
 -"Γιατί μόλις ήρθα από το γιατρό τον πούστη, που μου 'βαζε ξεδιάντροπα χέρι και ...τέλος πάντων..." κι αμέσως αλλάζοντας τόνο: "Έλα 'δω μαναράκι μου" του κούνησε το δείκτη, βγάζοντας τελείως το στηθόδεσμο! "Βλέπω... είσαι ήδη καβλωμένος"! του 'πε θαυμάζοντας τάχα...
 -"Πως θα μπορούσε να 'ν' αλλιώς; Πρόκειται να πηδήξω μιαν όμορφη γυναίκα σαν ελόγου σου"! τη πείραξε ακόμα πιότερο...κουνώντας τη λέκανη του. Εκείνη άδραξε την ...παλλόμενη ευκαιρία να τον χαϊδεψει μα είδε πως δε χρειαζότανε καν πρόγευμα. Του φόρεσε το προφυλακτικό με πολύ όμορφο τρόπο και ...ξεκινήσανε! Ξεκινήσανε να πηδιώνται και παράλληλα να συνομιλούνε! Τη ρωτούσε για το γιο της, του 'πε για το μαλάκα το γιατρό, της είπε -ανάμεσα στις πιπιλιές των θηλών της- να μη σκάει με τέτοια, εκείνη τον αποπήρε -"πως να μη σκάω μωρέ..."- κι ενώ εκείνος ήτανε σχεδόν στη ... κορυφή, του πετάει:
 -"...και τώρα εδώ..."
 -"Εδώ... τι"; τη ρώτησε θολωμένος, χαμένος κι έτοιμος να ...εκκραγεί!
 -"Εεε να! Ξέρεις τι είναι... να μην έχεις πιει καφέ... και να γαμηθείς";
     Πέρασε απειροελάχιστο διάστημα, πάνω στη μεγαλύτερη κόψη του οργασμού του και μέχρι να συνειδητοποιήσει τι άκουσε, να το επεξεργαστεί δηλαδή, με τη ταχύτητα που του επέτρεπε η ...δύσκολη αυτή κατάσταση και ... ξέσπασε ταυτόχρονα, σ' ένα δυνατό οργασμό και παράλληλα σε τρομερά, δυνατά χάχανα! Συσπώτανε διπλά, σε γέλια και τίναγματα...
     Πρώτα τελείωσε η ...έκσταση κι αρκετά έπειτα τα γέλια, αν και, που και που, αναθυμούμενος, ξανάσκαγε σε χαχανητά! Είχε μείνει χαμογελαστή κι έκπληκτη να τον κοιτά, δρέποντας τις εκκρήξεις του στο κορμί και στ' αφτιά της. Όταν συνήλθε, τη φίλησε στο μάγουλο, ενώ εκείνη προσπαθούσε να τον ...ηρεμήσει χαϊδεύοντάς του το κεφάλι:
 -"Μου 'φτιαξες τη μέρα, όμορφε..." του 'πε ναζιάρικα. "Ομολογώ δε μου 'χει ξανατύχει κάτι τέτοιο" υπερθεμάτισε γελώντας!
 -"Σάμπως εμένα"; είπε 'κείνος χαρούμενος και του ξέφυγε πάλι ένα χαχανητό!
     Ποτέ στη ζωή του, δεν είχε τύχει, μήτε κι έτυχε μέχρι και σήμερα, να συνομιλεί με τέτοιο τρόπο κατα τη διάρκεια μιας συνουσίας και φυσικά ποτέ μα ποτέ δεν έτυχε να γελά και να χύνει ταυτόχρονα!
     Ήτανε μια τρομερή και παράλληλα μοναδική αίσθηση...

 δ) ...χρόνια πριν...
     Στο μικρό κύκλο της συντροφιάς των πιτσιρικάδων (μεταξύ δεκαεφτά και δεκαεννιά χρονών) είχε κυκλοφορήσει έντονα, πως υπήρχε μια ..."καλή" στην οδό ..., η Α..., ειδικά για πρωτάρηδες και ντροπαλούς. Έκανε τα ..."πάντα", είχεν υπομονή  κι αφιέρωνε χρόνο, μα ήτανε κάπως μεγάλη κι όχι ιδιαίτερα όμορφη. Αυτό είχε αποτρέψει το νεαρό, συνεσταλμένο κι ακόμα σχεδόν πρωτάρη, δεκαοχτάρη, να σπεύσει με, χωρίς ταυτότητα, μεγάλη πείνα. Ωστόσο, βλέποντας κάθε φορά τρισευτυχισμένες μούρες, έχοντας έμφυτη και ζωηρή περιέργεια, για κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι του ..."μενού" που δεν εύρισκε εύκολα, κάποια μέρα οδηγήθηκε κι αυτός απ' όλα τούτα, προς το "σπίτι" της.
     Επειδή την είχε δει και παλιότερα, σε "τσάρκα" και δε του 'χε αρέσει, προσπάθησε να ..."φτιαχτεί" ικανοποιητικά, πριν φτάσει και μπει μέσα. Σκεφτότανε κάθε τι που τονε ταξίδευε και πράγματι, μπήκε ...φορτσάτος! Πέρασε μέσα σχεδόν σίγουρος πως όλα θα πάνε καλά. Όμως, παρ' όλο που το "μενού" ήτανε σκανδαλιστικό κι η κοπέλλα πρόθυμη, εξυπηρετική, υπομονετική κι όντως καλή, ταλαιπωρήθηκε και ταλαιπώρησε πολύ μέχρι να τελειώσει.
     Τα νιάτα τελικά κι η πείνα, επικρατήσανε κι όταν πια λαχανιασμένος και λουσμένος στον ιδρώτα -ήτανε καλοκαιράκι- κατάφερε να ..."αδειάσει" πάνω της και τις τελευταίες σταγόνες, ακούστηκε το σιγανό διακριτικό χτύπημα στη πόρτα κι η φωνή:
 -"Α... έχεις κόσμο καλή μου... κοντεύεις"; Τότε, ή ταλαιπωρημένη γυναίκα, χαϊδεύοντάς του τη πλάτη και φιλώντας του απαλά τα σγουρά μαλλιά, πέταξε την ...ατάκα: !!!
 -"Καλά μωρέ... ας αφήσουμε τον νοστιμούλη νεαρό να ...στραγγίξει"!!!
     Η ατάκα αυτή έκανε το κύκλο στη παρέα, έκανε χείλη να σκάσουνε στα γέλια, έγινε ανέκδοτο στους συνομιλήκους, έγινε επιχείρημα, έγινε παράδειγμα... έγινε... έγινε... έγινε... και τί δεν έγινε, μέχρι να πάρει τη θέση που κατέχει μέχρι και σήμερα στο μυαλό του σοβαρού κι ώριμου κυρίου!
     Τώρα πια έγινε...ιστορία!

 ε) ...χρόνια πριν...
     Ο δεκαεφτάχρονος παρθένος νεαρός, άκουγε για τις πρώτες εμπειρίες των πιο ...προχωρημένων στη παρέα. Είχεν άγχος... Και ...στύσεις... στύσεις... έντονες στύσεις, συνεχείς στύσεις, βασανιστικές στύσεις κι ...αγχωμένες στύσεις... Ακόμα κι ύστερα από ..."αυτοκατευνασμό", ίσα που περνούσε λίγος ήρεμος χρόνος και πάλι εκείνες πάντα επιστρέφανε για να τονε ...βασανίσουνε.
     Οι χυμοί της 'Ανοιξης, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πλημμυρίζανε το κορμί του κι ήθελαν επιτακτικά να 'βγούνε, -από παντού-, αυξάνοντας τους σφυγμούς του, κάνοντας το να πάλλεται σ' ένα ρυθμό παγανιστικό και πρωτόγνωρο!
     Ίδια η παρέα κι ένας που 'χε μάθει τα ...κατατόπια, ξεναγούσε μεμονωμένα ή και σχεδόν ομαδικά, όποιον ή όποιους θέλανε να δοκιμάσουνε τη πρώτη τους φορά! Ιστορίες καλές κι αστείες δίνανε και παίρνανε μεταξύ τους και μια απ' αυτές:
     Μια μικρή ομάδα νεαρών, επισκέφτηκε ένα "σπίτι" κι ένας εξ αυτών πρωτάρης, με την είσοδο, κιότεψε. Τον αφήσανε στο προθάλαμο να ηρεμήσει κι υποσχέθηκε, -σχεδόν γύρεψε ικετεύοντας-, να περάσει τελευταίος. Όταν τελειώσαν όλοι, ένας-ένας, και βγήκαν έξω, αυτός ακόμα 'κει! Όλο ανέβαλλε κι όλο έλεγε: "Έπειτα εγώ" κι όλο ξέμενε! Από 'κει και πέρα, οι διήγησεις εμπλουτιστήκανε με μπόλικα ...καλούδια και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διερευνηθεί η αλήθεια από αυτές κι ειδικά τώρα πια! Μόνο να εικάσει κανείς μπορεί και δεν έχει σημασία άλλωστε. Για την ιστορία και μόνο... ειπώθηκε πως επιχειρήσανε να τονε μεταπείσουνε κι όταν είδανε πως δε γίνηκε τίποτε, θελήσανε να τονε βάλουνε μέσα με το ζόρι και πως αυτός αντιστάθηκε σθεναρά. Ειπώθηκε μάλιστα, πως τονε σηκώσανε στα χέρια και τονε σπρώξανε προς την είσοδο του δωματίου και πως εκείνος σαν αντίδραση, είχε βάλει κόντρα τα πόδια του, στα κασώματα της πόρτας, με αποτέλεσμα όπως ήτανε φυσικό, να επικρατήσει εκείνος έναντι των πιέσεων και να γίνουνε θέαμα στο χώρο!
     Τελικά δε μπήκε και στο γυρισμό, ειπώθηκε, πως γύρεψε την εχεμύθειά τους, για ό,τι συνέβη και τη πήρε δίχως δεύτερη κουβέντα, ενώ την αμέσως επόμενη στιγμή, που βρεθήκανε στη παρέα, η υπόσχεση αυτή πήγε περίπατο! Αυτή η ιστορία μοιάζει απίστευτη και φυσικά είναι άσχημη. Ωστόσο, έπαιξε το ρόλο της και να πως:
     Ο νεαρός δεκαεφτάρης κι επίσης πρωτάρης, την άκουσε επίσης. Γέλασε κι αυτός επίσης, μαζί με τους άλλους. Απ' έξω του φυσικά. Γιατί μέσα του, φίδια τονε δαγκώνανε. Δε συμπαθούσε το θύμα τούτης της ιστορίας μα... όχι κι έτσι ρε γαμώ το! Τώρα πια ξέρει, πως αυτή η ιστορία, καλώς ή κακώς, αποτέλεσε τη δικλείδα ασφαλείας για να μη πάθει κι εκείνος τα ίδια! Όταν λοιπόν είχε χαρτζιλίκι κι είχε πάρει πια τη μεγάλη απόφαση να παραδώσει την ενοχλητική παρθενία του στα ...χέρια -μη πω τίποτε άλλο- μιας έμπειρης γνώστριας του ...αντικειμένου, ζήτησε από τον ...επίσημο ξεναγό της παρέας, που 'τανε κι επιστήθιος φίλος, να τον οδηγήσει κι εκείνον εκεί, αλλά να πάνε μόνοι οι δυό τους!
     Εκατόν πενήντα δραχμές ήτανε τότε η ..."ταρίφα". Ο "ξεναγός" απηύδησε στο ποδαρόδρομο. Ο πρωτάρης κι ενώ το 'χε προαποφασίσει και μάλιστα θαρραλέα, είχε δειλιάσει στο δρόμο. Έκανε -αν κι ήτανε τελικά- τον εκλεκτικό! Η μια του βρώμαγε κι η άλλη του του μύριζε, η μια δε του άρεσε κλπ... αλλά κουραφέξαλα! Απλώς κέρδιζε καιρό. Καιρό για τι; Ποιός ξέρει; Ο άλλος μπήκε σε κάποιο, ανακουφίστηκε και μετά -βλαστημώντας μέσα του τη κακή του τύχη- περπατούσε, πασχίζοντας να βρει ο φίλος του το ...τέλειο ερωτικό σμίξιμο!
     Πάνω που τα 'χανε ...παίξει κι οι δυό στο ποδαρόδρομο, μπήκανε σε κάποιο, που πραγματικά, είχε μια πολύ όμορφη νεαρή κοπελλιά! Δε μπορούσε πια να το αποφύγει κι ήτανε καιρός ν' αφεθεί να ενδώσει και δε χωρούσε άλλη αντίρρηση! Εκατόν εβδομήντα δραχμές παρακαλώ μα ...χαλάλι. Όμορφη κοπελλιά, καλό και καθαρό το "σπίτι" και νασου τονε στο άδυτο των αδύτων.
 (-"Να της πεις πως είναι η ...πρώτη μου φορά"! -"Έννοια σου..." -"Εν τάξει"; -"Ναι ρε... και που 'σαι... μη φοβηθείς! Φοβάσαι"; -"Όχι ρε συ! Σιγά... τι θα μου κάνει"; -"Α ωραία ...Σωστός"!)
     Μπήκε μέσα προφασιζόμενος άνεση, χαμογελαστός και θαρραλέος, μα μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα κι έμεινε μονάχος, διάλυσε 'κείνο το επίπλαστο περίβλημα. Ουσιαστικά, διάλυσε! Στέγνωσε το στόμα του κι αν πεις για τη παραμικρή υποψία στύσης, ούτε λόγος! Εκείνο το ...αεικίνητο μέλος που τονε ταλαιπωρούσε τόσο πολύ, που δεν ησύχαζε λεπτό, εδώ κατέβασε τα ρολά! Ωστόσο, βρήκε τη δύναμη και γδύθηκε. Όχι ολάκερος, άφησε το σλιπάκι, σαν τελευταίο προπύργιο άμυνας. Σε λίγο μπήκε η κοπελλιά με γυμνωμένο το πανέμορφο στήθος της. Πρέπει να 'τανε το πολύ στα εικοσιπέντε, μαύρα μακριά μαλλιά, κορμί αλάβαστρο και στήθια πέτρινα σα μεγάλα λεμόνια, λεία κι όμορφη κοιλιά, με μια λέξη: Μπουκιά και συχώριο!
     Φορούσε ένα μικροσκοπικό, σέξυ κιλοτάκι, ένα πολύ όμορφο κι έντονο άρωμα, ήτανε ψυχρή όμως και μηχανική. Φέρθηκε επαγγελματικά κι αυτό του 'τανε ορατό και μάλιστα εύκολα κι ας ήταν άπειρος. Δεν τον αποπήρε, έδειξε τη πρέπουσα υπομονή και προσοχή, μα σα να 'τανε ...κομμώτρια. Εδώ που τα λέμε και τέλεια να 'τανε δε πιστεύω να γινότανε τίποτε το διαφορετικό. Ήτανε κι αυτό το βαρύ άρωμα... Κάποια στιγμή, είδε κι απόειδε και τον άφησε σύξυλο. (-"Συμβαίνει αυτό νεαρέ, μη μου στεναχωριέσαι. Είσαι και γλυκούλης... Είχες απλά ...άγχος στη πρώτη σου φορά"!)
     Ντύθηκε κι ακόμα μύριζε παντού το άρωμά της. Στο χώρο, στα χέρια του... παντού... Βγήκε χαμογελαστός κι έπρεπε να παίξει πάλι το ...ρόλο του άνετου! Φύγανε βιαστικά, γιατί είχαν αργήσει! Σ' όλο το δρόμο, έδειχνε ανάλαφρος κι ανακουφισμένος. (-"Όλα καλά ρε"; -"Μμμ ναι... ήτανε πολύ καλή κι όμορφη..." -"Κολόφαρδε... έτσι κι είχα κι άλλα λεφτά, θα περνούσα πάλι... μου άρεσε"! -"Εμ ...λύσσαξες να περάσεις... δεν είχες λιγουλάκι υπομονή"! -"Χαλάλι ο δρόμος! Εγώ θα 'ρχομαι εδώ από 'δω και πέρα"! -"Εγώ έχω ...μύτη ρε! Μύρισε... το άρωμά της"! -"Πάντως μπράβο σου... δε φοβήθηκες σαν τον άλλο το μαλάκα... είσαι κι εκλεκτικός... εγώ πρώτη φορά τη βλέπω..." -"Μα τι να φοβηθώ; Θα με σκότωνε τάχα"; -"Μωρέ ...δίκιο έχεις αλλά... έλα πες μου ήτανε καλή"; -"Καλή μου φάνηκε... δε ξέρω δα και καμμιάν άλλη..." κλπ)
     Αυτό το άρωμα, έμεινε σφηνωμένο στο κεφάλι του καιρό! Και Θεά να το φορούσε, του γινόταν αμέσως ...αποκρουστική. Στις "τσάρκες" του περνούσε πάντα από 'κει, για να τη βλέπει, όσο έμεινε δηλαδή εκεί αυτή. Πάντως δεν έμεινε και πολύ και φυσικά μέσα δε ξαναμπήκε ποτέ, μαζί της!

 1) ...χρόνια μετά...  Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2002
     Ένα κείμενο ήρθε να σκεπάσει τη θλίψη... (Τρία Χαμένα Φεγγάρια)1 και τη μοναξιά 'κείνου του καλοκαιριού. Ένα καλοκαίρι κακότροπο και με τρισάθλιο καιρό. Ένα κείμενο που γράφτηκε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη κι έμπνευση. Έτσι όπως μας έρχεται να πάμε στη τουαλέτα και μηχανικά, βυθισμένοι σ' άλλες σκέψεις, τραβάμε το καζανάκι, τραβάμε το χαρτί και ...βγαίνουμε ανακουφισμένοι. Ένα κείμενο που δεν ανακούφισε όμως!
     Θλίψη και μοναξιά τριών πανσελήνων. Φώτα, εναλλάσσονται με χαμόγελα, ερωτικά βογγητά, συντροφιές κι ολόγυμνο, νυχτερινό κολύμπι. Απαίσια απογεύματα, με καταρρακτώδεις βροχές κάθε ίδιαν ώρα, -λες κι επρόκειτο για ραντεβού, κλεισμένο αυστηρά κι εκ των προτέρων- και νύχτες λαγγεμένες, σαν ερεθισμένες πουτανίτσες, που κάνανε το χόμπυ, επάγγελμα. Νύχτες βελούδινες, ασημένιες, σχετικά δροσερές κι η θάλασσα -ο απόλυτος και πιστότατος μόνιμος έρωτας- μια σκοτεινή, ζεστή και πρόθυμη αγκαλιά, σκέτο μέλι!
     Ανάβυσσος, Αττικόν 'Αλσος, στα "βρώμικα" των νυχτερινών δρόμων και ρεμπέτικες μπύρες. Και πικρές κουβέντες... ένα σωρό πικρές κουβέντες και σκηνές, κοινές, χαμένες και χαρούμενες. Πάνω-κάτω! Φλοιός! Φλοιοί! Από μέσα, αν τους έξυνες, πείνα κι άγχος. Επίγνωση του προσωρινού! Επίγνωση, πως η χειμωνιά πλησίαζε απειλητικά. Το φεγγάρι του Σεπτεμβρίου κατέφτασε λαχανιασμένο, σκοτεινό...

 2) ...χρόνια μετά... καλοκαίρι 2001
     Ένα περίεργο συνονθύλευμα, ποτών, χυμών, ηλιθίων αστείων, ανοήτων χτυπημάτων, μαζί με δάκρια, κρίσεις, φόβους, αγωνίες και πέπλα θανάτου. Χαμένες στιγμές, ώρες, ημερομηνίες!
     Οι Πύλες αλλού, ακριβώς εκεί αλλού, παντού, όπου εσύ δε βρίσκεσαι! Αίσθηση! Μικρό ξιφίδιο, θανατερά κοφτερό, μπήκε γλυκά στη σάρκα κι ο πόνος ξεκίνησε σιγά-σιγά, απλώθηκε ηδονικά, σταθερά ηδονικά, σ' ολάκερο το κορμί, πολύ αργότερα! Ένας πόνος που έμεινε σαν ανάμνηση, όταν αλλάζει ο καιρός να σφύζει τα κόκκαλα, να τριβελίζει τα μέλη και το μυαλό. Η θεραπεία, -αν υπάρχει- είν' ακόμη άγνωστη. 'Αμεσος και ζωτικός στόχος: Επιβίωση! Τα καταφέραμε μια χαρά! Μόνο ...να... Τούτη τη φορά, οι απώλειες ήτανε μεγάλες κι αναντικατάστατες!
     Ένα γιαπί, το πετύχαμε γιαπί, μα μαζί το 'δαμε να θεμελιώνεται και να γίνεται σπίτι, 'μπρος στα χαμογελαστά μάτια μας...

 3) ...ραφτάκος της συμφοράς... καλοκαίρι 2003 & φεγγάρι Αυγούστου
    
Μια φορεσιά που δεν ταιριάζει σε κανένα σημείο του κορμιού σου, είναι μάταιος κόπος να προσπαθείς να τη ...μαζέψεις! Ακόμα και καλός ράφτης να 'σαι, όσο προκλητικά γοητευτικό κι αν ακούγεται αυτό, όσο κι αν η στολή φαντάζει πανέμορφη, αρχοντική κι αξιοζήλευτη. Δε ταιριάζει, πάει και τέλειωσε! Δέξου το, χαλάρωσε κι άσε τις μαγκιές. Σχέδια, πατρόν και το σημαδευτικό σαπουνάκι στο αφτί, το ψαλίδι -κόψε, ράψε- στην εμπρός, βολική τσέπη της στολής σου, είναι για τη πλάκα! Η βελόνα με τη περασμένη κιόλας κλωστή, καρφωμένη πρόχειρα στο πέτο, μα πιότερη η καρφωμένη θλίψη στη καρδιά.
     Τι διάολο παλεύεις; 'Αστηνε να κοσμήσει κανενός άλλου τη γκαρνταρόμπα. Παράτα τα! Όχι! Θα τα καταφέρω! Ε πάρτα τώρα ραφτάκο της κακιάς ώρας!
     Η μεγάλη, ασημένια πανσέληνος του Αυγούστου, 'κείνη τη χρονιά, έφερε το "Πέρασμα"2! Ή μάλλον όχι ακριβώς... Το περίγραμμα προϋπήρχε σαν ιδέα και σαν πίνακας. Εκείνο που 'φερε τούτο το φεγγάρι, ήτανε το εξορκιστικό καλό τέλος, σε μια μορφή, που υλοποιήθηκε ξαφνικά, από το πουθενά, 'μπρος στο άδειο και μοναχικό τραπέζι του μαγαζιού. Το καλό, θετικό τέλος, προδίκαζε μάλλον το κακό κι αρνητικό τέλος της πραγματικότητας και προσπαθούσε με αναλαμπές κι υψηλή ραπτική, να το ξορκίσει! Πράγμα φυσικά, από μόνο του ήδη εκπληκτικό, γιατί το αρχικά σχεδιασθέν τέλος, ήταν αρνητικό.
     Η διαύγεια πριν τον επερχόμενο θάνατο... κι ας μην ήρθε αυτός άμεσα, αλλά αργότερα... πολύ αργότερα...

 4) σταύρωση μετά την ανάσταση...  Πάσχα 2003/04
    
Όταν σταυρωθεί κανείς μετά από την ανάστασή του, δύσκολο είναι ν' αναστηθεί ξανά. Και μάλιστα σύντομα...
     Το Πάσχα του 2003, έφερε ένα από τα καλύτερα μου κείμενα (προσωπική άποψη), όσον αφορά σε μέγεθος, σύλληψη, ξεδίπλωμα και πλούτος. "Ανοιξιάτικο Χάραμα Σαββάτου Με Ψιλόβροχο Περπατώντας Στους Έρημους Δρόμους Της Πόλης Αγκαζέ Με Τον Dali"3! Πάλι προϋπήρχε η αρχική ιδέα και μάλιστα και το κύριως πλαίσιο του κειμένου. Μα η ολοκλήρωση και το απροσδόκητο -ακόμα κι από μένα τον ίδιο- φινάλε του, έγινε 'κει και τότε! Κι όχι μόνον αυτό... Η χαλάρωση κι ο χρόνος για να γραφεί, βρέθηκαν ως δια μαγείας, σε κάποιο άλλο χάραμα, ενός άλλου Σαββάτου, μιας άλλης 'Ανοιξης, από το πραγματικό περπάτημα με τον Νταλί. Κράτησε λίγο η εύπλαστη, επίπλαστη ευμάρεια...
     Το Πάσχα του 2004, έφερε κι αυτό, μιαν άλλη τέτοια διαδικασία κι ένα κείμενο που δεν υπήρχε ακόμα και που όταν ξεκίνησε να γράφεται, είχε πάρει ...κακή πορεία, για κακό κι απαισιόδοξο τέλος. Είχεν επιλεγεί μάλιστα και πιο απαισιόδοξος πίνακας, για να το ...ντύσει. Ε λοιπόν στη πορεία, το ίδιο το χέρι, παραγνωρίζοντας και παρακάμπτοντας τον ιθύνοντα νου και τις επιταγές του, ξεστράτισε κι ό,τι τελικά βγήκε με ανάγκασε ν' αναζητήσω άλλο πιο αισιόδοξο πίνακα! Δε χρειάστηκε να ψάξω γιατί, με το που είδα τι είχα γράψει τελικά, ο πίνακας ήρθε στο νου μου αυτόματα! Είχα δεί κι αυτόν, μεταξύ άλλων κι έτσι ..."αυτός με το κεφάλι γεμάτο σύννεφα" ήρθε να στολίσει και να συνοδοιπορήσει, με τον "Συντελεστή Διαστρεβλότητας"4 μου! Παραπλανητικός κι εν γένει παράξενος τίτλος. Κι αυτό το κείμενο, το θεωρώ από τα καλύτερά μου και τ' αγαπώ πολύ!
     Πάλι ίδια ανάστροφη διαδικασία: Εξορκισμός πραγματικότητας, ανάσταση και μετά σταύρωση και πάλι η αναλαμπή έσβησε γοργά. Δε ξορκίζεται το επερχόμενο κακό, με ...ξόρκια και μάλιστα τέτοιου είδους. (-"Να 'χεις θετική σκέψη, θετική ενέργεια, βοηθάει κι εσένα και τους γύρω..." κολοκύθια τούμπανα και με ρίγανη, διαλέχτε ότι θέτε).
     Αυτό έπρεπε να το 'χω μάθει πια στην ηλικία μου...

 5) ...μακρύ, καυτό & άδειο...  Καλοκαίρι 2004 
     Ένα καλοκαίρι γεμάτο χυμούς και δίψα! Γεμάτο χρωματιστές φωτιές, με ζέστη και κρύο. Γεμάτο τροφή και ζωή, μα πείνα και θάνατος!
     Μέστωσε, ζέστανε, μέλωσε, μα ...κάπου λίγο μακρύτερα... κάπου πιο δίπλα και πιο πέρα...
     Όταν το "τιμημένο" έγινε αφορμή να γίνει όλη η Έλλάδα μια αγκαλιά, να βρει τη πολυπόθητη πρόφαση, που αναζητούσε, ίσως κι αιώνες τώρα, ν' αγκαλιαστεί, έλειπε ένας. Ένας ξένος, μακρινός, περαστικός αμήχανος. Όταν όλοι κι όλες, όλων των ηλικιών, όλων των φύλων και φυλών, όλων των πολιτικών ή άλλων ομάδων και πεποιθήσεων, συνενώθηκανε σε μια μοναδική συνισταμένη, που κόντεψε να κινήσει ολάκερη τη γη, όταν όλοι κι όλες βρήκανε μιαν αιτία να αγγιχτούνε, να κραυγάσουνε γελαστά, να φιληθούνε, να χοροπηδήσουνε, να χαϊδευτούνε, να το γλεντήσουνε χωρίς πάτους κι οροφές, όταν ... όταν ... όταν... έλειπε ένας! Ένας δακρυσμένος, ανικανοποίητος, μοναχικός εσταυρωμένος!
     Ακόμα και σήμερα, έχω μείνει με την απορία. Απορία που μάλλον θα την πάρω μαζί μου όταν είναι να μετακομίσω σε πιο ...ήρεμα ύδατα. Μήπως, αν ήταν όλοι μαζί, εκείνη τη νύχτα, μπας κι είχε κινηθεί όντως ολάκερη η γη;
     Οι νύχτες κι οι μέρες των Ολυμπιακών. Το χρώμα, το γλέντι, το ταίριασμα, τα σουβλάκια, το χαμόγελο, τα εφήμερα, τα "βρώμικα", το αδιάκοπο ξεφάντωμα κι οι νυχτερινές ημέρες όλα τούτα ήταν απλώς... ειδήσεις και μήτε μυρωδιά. Οι προσπάθειες των αθλητών, τα μετάλλια, η χαρά, η λύπη, το μοίρασμα, οι αγωνίες κι όλα τούτα, που άλλοτε θα μαγεύανε το νου, περάσανε ανεπιστρεπτί. Δίπλα, ξυστά ίσως, αλλά ταυτόχρονα κι αρκούντως μακριά.
     Ποτέ ξανά δε θα 'ναι όπως τούτο το καλοκαίρι! Ποτέ ξανά, τόσες ..."προφάσεις" μαζεμένες, ποτέ ξανά τόσα άλλοθι... ποτέ ξανά... πότε ξανά;
     " ...Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
          Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
          Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
          Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
          Ή να πας καβάλα στο μαΐστρο...
"5
      Φταις;
     " ...'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
           Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
           Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
           Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
           Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη...
"5
       Φταις!
     Πάσχα, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά... Συνταγές, τροπικά καλοκαίρια, περσινά χιόνια... βροχή...
     "Το Καλοκαίρι Που Χάθηκε Στο Χειμώνα"!6 
     "Ο Χειμώνας Της Πίκρας Μας"!7 
        Φταις;
      " ...Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες κι αύριο,
           Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
           Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου...
"5

 ...χρόνια μετά...
     Ένας μεσήλικας, αρκετά διαλύμενος από 'να γερό κύμα, βρέθηκε στη περιοχή Π. για κάποια δουλειά. Το βήμα του, ασυναίσθητα, τον έφερε σε 'κείνο το "σπίτι", της οδού Τ.! Αναθυμήθηκε το παρελθόν. Πόσες φορές είχε ξαναπάει; Πεντέξη; Δε θυμότανε πια. 'Αλλωστε του το 'χε δηλώσει! Δε το 'χε προτρέψει ή ζήτησει: "Θα ξανάρθεις αγόρι"! Μα σίγουρα, όχι παραπάνω! Είχε βαρεθεί να προσωποποιεί το απροσωποποίητο και ν' απροσωποποιεί το αυστηρώς προσωπικό!
     Η πείνα του μεγαλύτερη τώρα και με ταυτότητα! Έφτασε κοντά! Το "σπίτι" ήτανε χάλασμα πια και μια ταμπέλα έλεγε τη διεύθυνση, λίγα μέτρα πιο πέρα, που 'χε μετακομίσει. Μηχανικά, συνέχισε να περπατά, προς τη ...σωστή κατεύθυνση. Όταν έφτασε απόξω, παρορμητικά, μπήκε. Πάνω από είκοσι χρόνια είχε να πάει με "κοινή"!
     Ένας gay-τσάτσος τον υποδέχτηκε, μπακάλικα, με το ...μενού. Εκείνος, σιωπηλός κι αδιάφορος, έκατσε στη πολυθρόνα. Έξω έκανε πολύ κρύο! Είχε πάρει πάλι τη ...στρατηγική θέση, δε βιαζότανε και δεν είχε διόλου όρεξη για σεξ! Σχεδόν νεκρός μέσα του, παρακαλούσε ν' αργήσει. Στο πιο καινούργιο αυτό κτίσμα, δεν ακούγονταν ήχοι πνιχτοί. Σε λίγα λεπτά, ο ήχος της μπετούγιας που άνοιγε κι ύστερα τα ψηλοτάκουνα, ξωδάχτυλα παπούτσια της ηχήσανε στο ξύλινο δάπεδο. Ξεκίνησε να κοιτάζει 'κει κι ανέβηκε τυλίγοντάς τη ολάκερη, με το βλέμμα του. Τον κοίταξε χαμογελαστά και χώθηκε στο άδυτό της. Φορούσε μικροσκοπικό string ολοκόκκινο και το σουτιέν, πάλι ήταν ...λιγοστό. Τα στήθια της ξεχειλίζανε.
     Σηκώθηκε απότομα:
 -"Που περνάω"; ρώτησε.
 -"Ρίξε το πεντοχίλιαρο και πέρασε 'κει" άπλωσε το χέρι και με το κεφάλι έγνεψε μια πόρτα δίπλα, από κείνη που βγήκε η κοπέλα. Μπήκε μέσα κι έκλεισε προσεχτικά τη πόρτα πίσω του. Γδύθηκε γοργά. Ένας ήρεμος αντρισμός... άκεφος και ταραγμένος... Περίμενε υπομονετικά... Μπήκε κι εκείνη και πήγε προς τη τουαλέτα με το καθρέφτη, για να γδυθεί και να πάρει το προφυλακτικό. Κόλλησε ήρεμος πίσω της. Την αγκάλιασε, εγκλωβίζοντάς τη απαλά. Σήκωσε τα μάτια της στο καθρέφτη και τον κοίταξε. Τον κάρφωσε στα μάτια! Για πολύ λίγο, έμεινε αμήχανη. Έπειτα ξαναμπήκε στο ...παιχνίδι του και κόλλησε τα γοφιά της πάνω του. Ένιωσε το ...πεσμένο ηθικό του, γύρισε αργά, μιλώντας γλυκοπρόστυχα και βάλθηκε να τον χαϊδεύει, με τα χέρια, με το στόμα... Μάταια όμως!
    Τη σήκωσε από κάτω και τη κοίταξε στα μάτια:
 -"Πως γίνεται Μ. συ να 'σαι νέα κι όμορφη κοπελλιά σα τότε κι εγώ να 'μαι ηλικιωμένος γκρίζος κύριος"; ρώτησε χαμογελώντας της γλυκά.
 -"Τα παραλές αγόρι" του 'πε, μα ένιωσε πολύ ευχαριστημένη και κολακευμένη.
     Τον αγκάλιασε. Την απώθησε ήρεμα!
 -"Δε νομίζω να γίνει τίποτε... είμαι πολύ χάλια... μπήκα μόνο και μόνο να σε ξαναδώ και να θυμηθούμε τα παλιά..." χαμογέλασε πικρά!
     Τον έσπρωξε στο κρεβάτι και κόντρα στα λόγια του μα και στα συνήθεια των "σπιτιών" προσπάθησε να τόνε ...ξυπνήσει! Αδιάφορος εκείνος, της χάϊδευε ό,τι έφτανε το χέρι του. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της, τα πλούσια, μεστά στήθια της με τις μεγάλες σκούρες ρώγες, τη ράχη, το πισινό... Απογοητευμένη, ύστερα από αρκετά άκαρπα λεπτά, σηκώθηκε:
 -"Την αγαπούσες πολύ ε αγόρι";
 -"Ναι..."
 -"Λυπάμαι... Δε μπορώ να κάτσω άλλο μαζί σου, έλα όποτε σου περάσει και θα σε ...περιποιηθώ" και λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω της, του πέταξε: "Σε θυμήθηκα κι εγώ αμέσως, αγόρι" και βγήκε. Αμέσως ακουστήκαν ήχοι από τα ψηλοτάκουνα. ξωδάχτυλα παπούτσια της, στο ξύλινο δάπεδο... Ο πεσμένος αντρισμός... Έξω έκανε πιότερο κρύο... Του φάνηκε...
     Ξέρανε κι οι δυο πως δε θα ξαναπήγαινε...

                                                                           Γενάρης 2005
-------------------------------------------------------------------------------

 
    Σημ: Μερικές ιστορίες υπάρχουνε μέσα μας καιρό. Είναι ανείπωτες και μάλλον το γνωρίζουμε. Εκείνο που δε γνωρίζουμε, είναι αν και πως θα μπορούσανε να ειπωθούνε. Δε γνωρίζουμε επίσης, τι απ' όλα τούτα που 'ναι μέσα μας, μπορεί να ενδιαφέρει τον υπόλοιπο κόσμο.
     Διάβασα πρόσφατα, το βιβλίο του πολυαγαπημένου μου Μάρκες, "Οι Θλιμμένες Πουτάνες Της Ζωής Μου" και με 'βαλε στο μονοπάτι τούτο 'δω. "Μα δεν είναι μόνο θλιμμένες πουτάνες σε τούτο το κόσμο", σκέφτηκα, ζηλεύοντάς τονε για τ' όμορφο βιβλίο του. Τότε σκέφτηκα το ακριβώς ανάποδο: Χαρούμενες Πουτάνες! συνειρμικά το 'να έφερε τ' άλλο και το εύρημα του τίτλου, μου 'δειξε τον οριστικό δρόμο που 'θελα κι έπρεπε ν' ακολουθήσω. Χαρούμενες Κοινές, Χαρούμενες Σκηνές, Χαμένες Σκηνές, Χαμένες Κοινές, διαλέχτε ό,τι θέτε.
     Ο κάθε αναγνώστης θα μπορεί με τις κατάλληλες προεκτάσεις, αναμίξεις, επεμβάσεις, να 'βρει κάτι δικό του. Κάτι που να τον αφορά.
     Εγώ ξέρω το δικό μου συνδυασμό...

 1 "Τρία Χαμένα Φεγγάρια" κείμενο μου, που γράφτηκε περίπου τότε...
 2 "Το Πέρασμα" κείμενο μου επίσης...
 3 "Ανοιξιάτικο Χάραμα" ...κλπ κείμενο μου επίσης... τότε που λέω...
 4 "Συντελεστής Διαστρεβλότηταςκείμενο μου με τα ίδια...
 5 "Η Μαρίνα Των Βράχων" Ποίημα του Οδ. Ελύτη...
 6  Τίτλος βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη.
 7  Τίτλος βιβλίου του   Τζων Στάϊνμπεκ

                                        Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers