Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ενδιαφέροντες 

Ξεξάκης Μανόλης: Πλόες Ερωτικοί

    Βιογραφικό

     Γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο Κρήτης. Το 1966 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε μαθηματικά στο Α.Π.Θ. και εργάστηκε ως καθηγητής σε φροντιστήρια, ως δημοσιογράφος στη ραδιοφωνία, σε εφημερίδες και περιοδικά, ως κειμενογράφος  στη διαφήμιση κ.α. Από το 1982 ως το 1987 παρουσίαζε την εκπομπή Ο Κόσμος Του Βιβλίου στη ραδιοφωνία της ΕΡΤ-2. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1971 και υπήρξε στενός συνεργάτης του περιοδικού Το Τραμ.
     Έχει γράψει τα παρακάτω:
  Ποιητ. συλλογές: "Ασκήσεις Μαθηματικών" 1980, "Πλόες Ερωτικοί" 1980, "Κάτοπτρα Μελαγχολικού Λόγου" 1987.
  
Πεζά: "Ο Θάνατος Του Ιππικού" (αφηγήματα) 1977, "Πού Κούκος Πού 'Ανεμος" (μυθιστόρημα) 1987, "Σονάτα Κομπολογιών" (διηγήματα και μικρά πεζά) 2000.
   Διηγήματά του έχουνε μεταφραστεί στα γερμανικά και στ' αγγλικά.

--------------------------------------------------------------------


                         Πλόες Ερωτικοί

1. Εγώ, ο Μανόλης Ξεξάκης,
καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο,
το "σωτήριο" έτος 1974,
προσπαθώντας να βρω το δρόμο μου,
μέσα από συγκρουόμενα ίχνη, που οδηγούσαν σε αμφίβολα λιμάνια,
διάκρινα στο παρελθόν μου, τοποθετημένο ψηλά,
ένα αβέβαιο κύμα από έρωτα,
που επιθυμώ να κατρακυλίσει στην αφρισμένη πρύμνη,
μακριά απ' τη γέφυρα του καραβιού.
Λοιπόν, βρισκόμενος σ' εφτά πατώματα ύψος-ψηλά,
έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.
Κι άρχισε να ρίχνει απ' τη νύχτα στις τρεις.
Έρριχνε χιόνι πεταλούδα και σκεπάστηκαν τα δέντρα.
Σηκώθηκε και περπάτησε σε διαδρόμους νοσταλγίας
κι επέστρεψε και χάνονταν συνεχώς,
ως το λαιμό χιονισμένο πρωΐ, η εικόνα σου στο μυαλό μου.

2. Καρδιά μου, ανεμώνη, αγαπημένη μου,
ο καϋμός σου είναι μαχαίρι, μα μαχαίρι κι εγώ κρατώ.
Ήρθες πάλι κι αναπνεύσανε οι κυκλάμινοι πόθοι μου.
Γεμάτος σκοτεινιά, μέσα σε λαβυρίνθους νοσταλγίας,
απάνω στις επιφάνειες ενός κρίνου με χρυσαφένια παράθυρα,
ξοδεύτηκα,
ώσπου με σκέπασεν η δωδεκάτη λύπη.
Σαστισμένος κοιτάζω στον ορίζοντα τις μολυβένιες κοιλάδες
της θάλασσας, τον ήλιο που χάνεται
σ' ένα πανάρχαιο βουρκωμένο κρατήρα.
Κάτω απ' το λαμπτήρα του δρόμου, ενώ η πολιτεία κοιμάται,
σε ίση απόσταση απ' την ύπνωση και τον ατέλειωτο χωρισμό,
σε φίλησα κι ευώδιαζεις μέσα μου,
ένας πιλότος της ερωτικής κλίνης.
Οι φίλοι των χρωμάτων δε θα πιστέψουν ποτέ,
πως σε ξεγύμνωσα ως τη βαθιά διαθήκη, όπου το ρόδινο πέπλο
απλώνεται ρυθμικά και χαϊδεύει τη ρέουσα σμίλη.
Η βροχή δυναμώνει μέσα στο πράσινο δάσος.
Μ' επισκέπτονται πράματα που δεν περίμενα, μνήμη μου χλωμή
με τον αξιοπρεπέστατο μανδύα!
Θα περνούσαμε μαζί εκατοντάδες χρόνια.
Οι φτερούγες των αγγέλων παρσύραν τ' αλογάκι μου.
Από τότε ταξιδεύω αθέλητα
σε διάφορα σχήματα ηλικιών σαν δαχτυλίδι.
Θυμάμαι που μπήκαμε σ' ένα αυτοκίνητο και σε μια κατηφόρα
έγειρα και σύρθηκα μέσα στα υγρά σου φυλλώματα
κι εσύ άρχισες ν' αρμενίζεις.
Δεν έχει ποικιλία ο μεσημεριάτικος ύπνος.
Σηκώθηκα και περπάτησα ως τη διπλανή αυλή,
όπου μια γυμνή ωραία χτενίζεται
και τη ρώτησα αν γυρίζει κι αυτή κι αγρυπνά,
τα φύλλα στο πιάνο του θανάτου.
Έκαμε πίσω και ταράχτηκε κι όπως σηκώθηκε και τίναξε τα μαλλιά της,
έπεσε και περπάτησε και χάθηκε μια κατακόκκινη πασχαλίτσα
- Πασχαλίτσα-λίτσα-λίτσα
  σύρε στη Καρδίτσα
  σύρε φέρε μου παπούτσια
.-
Το ένδυμα του χρόνου ασχημονεί
στο λεπτεπίλεπτο γυμνό πόδι της μνήμης.
Λοιπόν, πρέπει να ξέρεις: ο ερωτευμένος είναι ένας μικρός βοσκός
που εξωθεί ένα πλήθος συναισθήματα σε ξένα χωράφια.
Ο ερωτευμένος οδηγείται από ένα μόνο άστρο.

3. Αγαπημένη ρουμελιώτισα
κόρη του μπακαλίσκου της γειτονιάς, είσαι φίλη των ανέμων
που δεν ακολούθησαν το φθινόπωρο στη πορεία του.
Χθές πέταξες με τα λευκά σου φτερά στραμμένα στον ήλιο
και σ' ακολουθούν φτέρες κι αγιοκλήματα, πλάθοντας τα λουλούδια,
το ψωμί που πουλάς τα μεσημέρια στη Μπότσαρη, μέσα στις κοιλότητες
των νεφών της νοσταλγίας.
Αγαπημένα λόγια, αγαπημένα πουλιά. Ποτέ δεν κοιμούνται οι αισθήσεις.
Ήμουνα ξένος και με φίλεψες στο σπίτι σου.
Και, βρέθηκες κοντά στις επιδιώξεις μου υφαίνοντας
μεταξωτή, την άχαρη θρυαλίδα της καθημερινότητας.
Συχνά διαλέγω και μιλώ για σκοτεινές γωνίες
των σιτοβολώνων της ομορφιάς.
Ειμ' ένας ιχνηλάτης φυλακισμένος στο στρατηγείο των ελπίδων.
Μα οι καλλιτέχνες θα υπάρχουνε γιατί ο πληγωμένος βραχίονας
του κοινωνικού σώματος αιμορραγεί.
Αγαπημένη ρουμελιώτισα, κι εσείς φίλοι μου, που ψάχνετε
μια μελωδία μονήρη σε δέντρα μακρινά του δρυμού,
αφού υπάρχει αυτός ο πόλεμος, αφού η ομορφιά πυροβολεί,
πως θέλετε να επιζήσω;

4. Αγαπημένη τρισχαριτωμένη μπόρα,
λυτά, λευκά πέπλα των αρραβώνων μου με την άβυσσο!
Οι πληγές σου υψώνουν το φέρετρο μου στον ουρανό
και το χτυπούνε κύματα με παφλασμό στο σκοτάδι.
Και σκύβω να δω το πρόσωπό μου
και πέφτει το πηλίκιο του έρωτα στη λίμνη.
Τρεις νύχτες αγωνίζονται να καβαλικέψουν άλογα
και να φύγουν μακριά οι ψυχές μας.
Οι πόθοι σου ειν' ένα κύμα γαλανό που βυζαίνει τις ελπίδες μου.
Δεν έχει καμπύλα κι οράματα να πιαστώ.
Πίσω σου, στο σκοτεινό ανισομερές βάθος,
βρίσκω θαμμένη τη λογική του κουρσάρου.
Ελληνίδα σκαρφαλωμένη στο ουράνιο τόξο,
κατέβα και κοίταξέ με στα μάτια
και ν' αντιληφτείς επιτέλους
πως όλοι μας είμαστε συγγενείς των τυράννων.
Δε θέλεις να μάθεις γιατί υψώνεται η σημαία της ανυποταγής.
Να σου πω: Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως έχεις δίκηο.
Αιώνες τώρα συμβαίνει το ίδιο πράγμα:
Ελάχιστοι απομονωμένοι ανθρώποι μηρυκάζουν τα δίκαια των λαών.
Δε μπορώ να σου κρύψω αυτό το φόβο.
Ποιο κομμάτι της ιστορίας προχωρεί;
Με ποιά προοπτική συσκευάζεται ο φόνος στ' αμπάρι,
αφού η μπρατσέρα μέσα στους κήπους του μουσείου θα θαφτεί.
Ξέρω πως κάνεις χειμώνα καιρό
την άγονη γραμμή σε διάφορα νησάκια,
μα χωνεύτηκα πια μέσα στην πολύχωρη ανθοδόχη
της μορφής σου της παναγίας
κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να σου μιλώ γενικά
για τη μεγάλη ζαλάδα.
Κάθομαι και χτυπιούμαι ολημερίς
με τους αναστεναγμούς των μαθηματικών
κι αντικαθιστώ το χι με το χλωμό πλην τέσσερα,
που σφαδάζει σαν άνθρωπος
με δεμένα χέρια και πόδια πάνω στο μάρμαρο.
Και ρίχνω τα μάτια μου στο παράθυρο και σε βλέπω να χάνεσαι
μέσα στα τρομαγμένα φυλλώματα της ακακίας.
Αυτή τη στιγμή περνά ένας που πουλάει λεμόνια και περιστέρια
και διπλώνω το σώμα μου στο κάγκελο του μπαλκονιού
για να τον δω.

                  Η Καρδιά Του Παιχνιδιού

1
. Ένα πρωϊνό χαρμόσυνο μας πήρε μια μανία
και τρέχαμε και φτάσαμε στο μόλο.
Καθίσαμε δίπλα στο νερό, απάνω στο ζεστό τσιμέντο.
Έγινε το πρόσωπό της μια χοάνη φωτιάς και με ρουφούσε.
Της έλεγα:
 "Σ' αγαπώ γιατί ιππεύεις τα όνειρά μου.
   Γιατί κατοικείς τον αιμάτινο κοχλία που φυσώ.
   Κατεβαίνει το σώμα σου στις στοές του έρωτα
   όπως κατεβαίνουν τα φέρετρα στη γη
".
Γνωρίζει και σκίζει το πέπλο της ομορφιάς
και δίνει μια μέσα στα νερά, σαν να μην είχανε σημασία τα λόγια μου
και χουφτώνει ένα ψαράκι μικρό σαν βδέλλα και γελά.
Τότε κατάλαβα πως εγώ δημιουργώ την ομορφιά του κορμιού σου
και σηκώθηκα σφαγμένος και πήγα σπίτι μου.

2. Την άλλη μέρα έφυγα στη Θεσσαλονίκη και χαθήκαμε.
Οι ώρες περνούσαν στενάχωρες.
Λάβαινα πληροφορίες, πως είναι καλά, πως χόρεψε προχθές
μ' ένα γαλανό ζακετάκι, πως οι γονιοί της είναι ζεματισμένοι
μαζί μου και την έχουνε φυλακή.
Έτσι, μ' αυτή τη λασπουργιά στο μυαλό μου, πέρασα μήνες.
Κι έφτασεν ο Δεκέμβρης, αφού πια το καλοκαίρι
και το φθινόπωρο, το κύλησα ολομόναχος.
Κατέβηκα στη Κρήτη κι ο καιρός έστεκε στο νερό
και ξέσπασε δριμύς χειμώνας και την αντάμωσα μια ώρα γεμάτα μεσάνυχτα
και τη χαιρέτησα κι έπιασα με το δάχτυλό μου το μπόλσο του χεριού
κι άκουσα να καταχτυπά η καρδιά της.
Τη ρώτησα: "Καλά περνάς Λενάκι;"
Και μου λέει: "Σ' ένα κανόνα βρισκόμαστε. Όπου και να πάει
το μυαλό του ανθρώπου, στη γη στέκει, σε ό,τι αγάπησε στέκει
".
Έκαμα σκυφτά λασπωμένα βήματα ως το κηπάκι μας
και κλείστηκα στην κάμαρα και το σπίτι γίνηκε ρόδι,
χίλια κομμάτια και με πλάκωσε.

3. Έκατσα και βημάτισα ένα γράμμα παραπονεμένο.
Και περίμενα ώσπου σκορπίσαν οι γειτόνοι στα σπίτια τους ο καθένας.
Και ζευγολάτιζα το σκοτάδι ώσπου να γίνει βαθιά σιγή.
Ύστερα π'ηδηξα απ' τα μπαλκόνια στις στέγες, με το μουλινέ
ψαροκάλαμο στο χέρι και το τετραδιόφυλλο,
έφτασα πάνω απ' το παράθυρό της,
έβαλα στη θέση του δολώματος το χαρτί στρογγυλεμένο
και το κατέβαζα σιγά-σιγά, μπροστά στα μάτια της
πρέπει να εμφανίστηκε σαν κομήτης.
'Ανοιξε το παράθυρο χωρίς θόρυβο, το πήρε και διάβαζε.
Να τι διάβαζε:
 "Κοπέλα μου, αγγελική των ανέμων,
   πάλι μου κλείνουν την πόρτα οι δικοί σου.
   Θηρία γίνονται τα κλειδιά του κορμιού μου.
   Νομίζω πως θα χαθούν τα χαρτιά απ' τα συρτάρια της δημαρχίας
   και δε θα 'χω όνομα και δε θα ξέρει κανένας ποιος είμαι,
   ώσπου θα διακρίνει κάποιο παιδί το παράλυτο χέρι του έρωτα
   πάνω στο πρόσωπό μου και όλοι θα ησυχάσουνε και θα λένε:΄
   Είναι αυτός που αγαπά την Ελένη
".
Περίμενα, περίμενα κι ανεβοκατέβαζα τ' αγκίστρι,
κι ακούω χραπ τη πόρτα κι άνοιξε
και μπαίνει στο δωμάτιο ο αδερφός της, που μου 'χε μέγα αχτιμάνι,
ανάψανε τα φώτα, είδε την πετονιά που κρέμονταν,
φωνάζανε "κατέβα κάτω τσόγλανε",
κι εγώ παράτησα καλάμια και δολώματα και γίνηκα λαγός.
Περάσανε τρεις μέρες και την είχανε μανταλωμένη μέσα κι έσκασα.
Σάββατο βράδυ μεσάνυχτα φυσούσε αέρας,
πάω και παίρνω ένα σάρακα και πριονίζω όλες τις μικρές ελιές
που είχανε δεντροστοιχία έξω απ' το σπίτι τους,
κι άκουγα τα κύματα της θάλασσας να μουγκρίζουν,
κι έβλεπα τα φυλλώματα που είχα σκορπισμένα χάμω,
έφευγα σιγά-σιγά, έκλαιγα κι έλεγα:
 "Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα
  στη νύχτα του Δεκέμβρη
  μια σκοτεινή βαθιά δεντροστοιχία
  μαζί πηγαίνουμε,
  μαζί και η νύχτα θα μας έβρει,
  ω ερημικά θλιμμένα μου στοιχεία
..."

4. Ρακένδυτο βλέπω το μίσος μας του Ιουλίου
να κυλά και να σβηέται στα ρείθρα Ελενίτσα.
Μια αναπνοή είν' η αγάπη και χάνεται μέσα σε πλήθος άλλες.
Μετρώ τις αναπνοές και μου λείπεις.
Γυναίκα μου, έχεις σκόνη στα μάτια και κλαις.
Λένε πως βάφεσαι, πως ξενυχτάς την ομορφιά σου,
πως λαχταράς στον έρωτα και πως δεν έχεις μνήμες.
Τα νοσοκομεία του μυαλού σου τα γνωρίζω.
Ώσπου να με μουσκέψει ο θάνατος θα γράφω,
να πίνουν τα μικρά μου εφήμερα αισθήματα λύπες,
οι επιβάτες των καιρών, ρόδο μου, ρομφαία...
Μοναχός σαν ένα βιβλίο!
Ώου, ανθισμός πάλι!
Μυρίζει νάφθα και πετρέλαιο και μια σημαία στο πάρκο γυμνή.
Στους βυθούς μου τα πάντα διψούνε.
Έναν μικρό θάνατο, σαν πλοίο που ερωτεύτηκε το μουράγιο,
μια δόξα είχα κι έναν χορευτή.
Ελενίτσα, κεριά κι αποτυπώματα λαχτάρησες;

                 Το Τραγούδι Της Ελένης

1. Φοινικιά μου ψηλή και λιγόπειρη,
σε νησί του Ειρηνικού ή του Ινδικού,
σε πέτρα από βασάλτη ριζωμένη,
ποιος πρέπει ναν' ο δρόμος του καραβιού μου
για να σε βρω;

Τα μάτια σου κλείνουν σαν άνθη του κρόκου τη νύχτα
κι η γραμμή του προσώπου σου
μου θυμίζει το σχοινί των γερανών
που ανεμοπορούνε πλάϊ-πλάϊ το φθινόπωρο.

2. Θυμάσαι που χάθηκες απ' το χιτώνα σου...
Στης νύχτας το μάτι που ήταν πανσέληνο
παράδωκες τη γύμνια σου.

Κορμί αλαβάστρινο στη ροή του φωτός
καταιγίδα που νυχτώθηκες σ' άγνωστο τοπίο, μη φοβάσαι.

Έλα στη θήκη σου ακριβό βιολί
μην παίζεις σήμερα για κανένα.

3. Ήρθες πάλι κύματα-κύματα
με τη ζέστη φυτεμένη στα μόριά σου
και λύγισες τα δέντρα κι έφρυξες το χώμα
κι έστρωσες τη θάλασσα με θίνες
που οδεύουν κι ολοένα χάνονται
στο βάθος του ορίζοντα, αφρικανέ...

Ήρθες πάλι σήμερα και πήρες τη συνάντηση
με την Ελένη.

4. Υμνώ τώρα
τις στάσεις των πλοίων μέσα στον ωκεανό.
Παίρνω και ξεχωρίζω τους γλάρους
και τα υπόλοιπα θαλασσοπούλια,
γυμνώνω τις αλατόβρεχτες επιφάνειες των πλοίων,
πλοία και ναύτες, κορμιά και ψυχές βουτηγμένα
στην αρμύρα και το νόστο του γυρισμού.

Ω άρπες ιόντων
που μεταφέρετε τους πειρατές στα σταματημένα καράβια
και διχάζετε τα πληρώματά τους στους πέντε ωκεανούς,
σας υμνώ.

5. Στη χαίτη του ανέμου ταξιδεύω τις αναμνήσεις μου.
Σε κυνηγώ πάλι στις πολεμίστρες του κάστρου
και δε σε χορταίνω, πέλαγο.
Αγκαλιά με την προχωρημένη νύχτα
περιμένω τα μελτέμια και τα πρώτα κίτρινα φύλλα.
Οι ελπίδες είναι σαν τα σπαθιά.

                  Το Τυροκέλι Του Τραγουδιού

Τώρα πια αναβλύζει και σκορπίζεται μεσ' απ' τους πυλώνες εκείνων
των νεοσσών αισθημάτων που ένιωσα γράφοντας το τραγούδι
μια ανεκτίμητη μυρωδιά.
Οι κλώνοι μου, αργά και σταθερά, φυλλορροούνε και μοναχά αυτή η οσμή
των αισθήσεων που σαρώνει τα λυχνάρια της νύχτας με κινεί ν' ανιχνεύω
τη συναισθηματική φουρτούνα που προσπαθούσα να δαμάσω εκείνη την εποχή. Ανίκανο για άλλη δράση το οπλοστάσιο ενός συγγραφέα, προσπαθεί να περισώσει εδώ τα ψιχία του ρομαντισμού και της απελπισίας των εγκαταλειμμένων εφήβων, που μεγάλωσαν σε μικρές πολιτείες, με μικρές χαρές, γεμάτοι άγνοια, χωρίς σταλάγματα πολιτικής οικονομίας στο δραστικό πεδίο του νοητικού τους.
Η άνοιξη της εφηβείας των ελληνοπαίδων, στις ασφυκτικές επαρχιακές πολιτείες, δεν ειναι καθόλου ανθηρή.
Η χαρά και η συναισθηματική επάρκεια, που είναι απαραίτητες στις παιδικές που αναδύονται ψυχούλες, αγγίζουν μονάχα τους τολμηρούς μικροαστικής νοοτροπίας και παράγουν κατά κανόνα βλάκες.
Η ζωή κυλάει μέσα από παράτες αμφίβολης εμβέλειας, με τους τοπικούς άρχοντες προκλητικούς και δασκαλεμένους από επιτυχόντες προγόνους.
Το ιερατείο εν δράσει στις ετήσιες γιορτές.
Το σχολείο φάκα, η φτώχεια, η μιζέρια, το ψέμα και μέσα σ' όλα αυτά το λουλουδάκι του έρωτα, δικτατορικά κύριοι, εν τούτοις, ανθίζει.

               Σημειώσεις

1. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου γραμμένα σε διάφορες εποχές δε χωρούν πουθενά.
Ο καλός αναγνώστης, πολίτης στη χώρα των ιδεών και της ομορφιάς, μπορεί να τα δει σαν μια άσκηση εκφραστικών μέσων και τίποτα παραπάνω.
Η ειλικρίνεια δε βλάφτει και ομολογώ πως ξεπέρασα πια την ψύχωση με το ερωτικό αντικείμενο. Έτσι, βαρέθηκα να επιδιώκω εβενουργήματα λόγου μέσα απο τα θραύσματα της εφηβικής ερωτικής εμπειρίας.
Απ' την άλλη μεριά ο αληθινός ναυηγέτης του έρωτα παραμένει καταχωνιασμένος στη μαύρη ανθρώπινη ψυχή.
Και επιτέλους, από τίνος τη γούρνα πίνει νερό η ομορφιά;
2. "Εγώ ο Μανόλης Ξεξάκης, καπετάνιος της αμφιβολίας..." είναι παράφραση της αρχής του κειμένου "Ναυάγιο Του Καπετάν-Μποντέκε Στα Νερά Της Σουμάτρας" του Φώτη Κόντογλου.
3. Ο τίτλος πόσο παραπέμπει στον Α. Εμπειρίκο;
4. Ο έρωτας αρχίζει σαν αναγέννηση κι αρχίζει μυκτηρίζοντας το χρόνο. Μα ο χρόνος επανέρχεται και τότε η λευκή σάρκα της πραγματικότητας μαυρίζει τα δάχτυλα του δημιουργού καθώς καίγεται.
5. Γράφω σημαίνει αφήνομαι να πνιγώ.
6. Τελικά το αντικείμενο ψαύεται με το λόγο;
-----------------------------------------------------------------------------

(οι "Πλόες Ερωτικοί" του Μανόλη Ξεξάκη, τυπωθήκανε τον Νοέμβριο του 1980 για λογαριασμό των εκδόσεων του Μπάμπη Μπαρμπουνάκη και πρόκειται πλέον για ένα εξαντλημένο βιβλίο)...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers