ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Gorky Maksim: ÉäåáëéóôÞò ×éïõìïñßóôáò Ëüãéïò

                  

                Βιογραφικü     
     Aleksei Maksimovich Peshkov                                                Максим Горький

     O Μαξßμ Γκüρκυ Þτανε Ρþσος συγγραφÝας, ιδρυτÞς του σοσιαλιστικοý λογοτεχνικοý ρεαλισμοý  κι ενεργÜ πολιτικü στÝλεχος. Τ' üνομα του Þταν ΑλεξÝι Μαξßμοβιτς ΠÝτσκοφ ενþ το 'Γκüρκυ' το επÝλεξε σα ψευδþνυμο επειδÞ σημαßνει 'πικρüς'. ΑντιτÜχτηκε πολλÜκις με το τσαρικü καθεστþς αλλÜ και με τους ηγÝτες της ΕπανÜστασης και πÝρασε πολý καιρü στις φυλακÝς Þ στην εξορßα.
     ΓεννÞθηκε απü φτωχοýς γονεßς, στη πüλη Nizhny Novgorod στις 16 ΜÜρτη 1868 και πÝθανε στη Μüσχα στις 28 Ιουνßου 1936. Στα 1873 πεθαßνει ο πατÝρας του. Η μητÝρα του θα ξαναπαντρευτεß κι ο Μαξßμ Γκüρκυ θα μεßνει με τον παπποý και τη γιαγιÜ του. Η ιστορßες, τα παραμýθια κι η τρυφερÞ παρουσßα της τελευταßας Üσκησαν μεγÜλη επßδραση πÜνω του. Ωστüσο, αναγκÜζεται απü τη φτþχεια να φýγει απü το σπßτι σ' ηλικßα μüλις 9 ετþν και ν' αναζητÞσει τη τýχη του. ΔοκιμÜζει διÜφορα επαγγÝλματα: βοηθüς υποδηματοποιοý, βοηθüς αγιογρÜφου, λαντζÝρης σε καρÜβι, αχθοφüρος στην Οδησσü, νυχτοφýλακας σε ψαρÜδικο, φοýρναρης, καθαριστÞς καμινÜδων, εργÜτης στα χωρÜφια. ΡακÝνδυτος, πεζüς και πεινασμÝνος γυρνÜ üλη τη Ρωσßα, γνωρßζει ανθρþπους και τη δυστυχßα τους, πÜνω απü 5ετßα κι αυτü επßσης Þτανε καθοριστικü για τη μετÝπειτα λογοτεχνικÞ αλλÜ και τη πολιτικÞ του πορεßα.
     
¹ταν αυτοδßδακτος αλλÜ το 1884 προσπÜθησε να φοιτÞσει στο πανεπιστÞμιο του ΚαζÜν κι εκεß αναμειγνýεται και με το λαúκü κßνημα. Το ΔεκÝμβρη του 1887 μ' Ýνα παλιü πιστüλι αυτοπυροβολεßται στο στÞθος. Η σφαßρα θα μεßνει στα πνευμüνια του 40 ολüκληρα χρüνια. Η αιτßα εßναι μÜλλον που 'χασε τη γιαγιÜ του. ΠαρÜ τις αντιξοüτητες αυτÝς, απü το 1892 κιüλας, αρχßζει να εκδηλþνεται η αγÜπη του στη λογοτεχνßα. ΞεκινÜ να γρÜφει πρþτα για βιοποριστικοýς λüγους, επιφυλλßδες σ' επαρχιακÝς εφημερßδες. Τüτε εργαζüτανε στην εφημερßδα TIFLIS (Καýκασος) κι ακüμα χρησιμοποιοýσε το ψευδþνυμο Jehudiel Khlamida, αλλ' απü κεßνη τη χρονιÜ και μετÜ επιλÝγει το 'Γκüρκυ'. Το 1892 επßσης καθιερþθηκε και στο συγγραφικü χþρο με το διÞγημα ΜακÜρ Τσοýντρα κι απÝκτησε παγκüσμια φÞμη με το μυθιστüρημα ΘωμÜς ΓκορντÝγιεφ και το θεατρικü Οι Μικροαστοß. Γνωρßζεται με τους οπαδοýς του ΛÝνιν στη Μüσχα και μεγÜλο μÝρος απü τα ÝσοδÜ του τα Ýδινε στο κüμμα. Το 1899 οι τυπωμÝνες συλλογÝς των διηγημÜτων του γνωρßζουν καταπληκτικÞν επιτυχßα. Γßνεται γνωστüς σ' üλη την Ευρþπη.
     Το 1902 η Ακαδημßα τον εκλÝγει μÝλος της. Λßγες μÝρες μετÜ ο ΤσÜρος Νικüλαος ο Β' ακυρþνει την εκλογÞ του, επειδÞ τα βÜζει με τη λογοκρισßα του τýπου που εφαρμüζεται, μ' αποτÝλεσμα οι ΤσÝχωφ και ΚορολÝνκο να παραιτηθοýν. Την ßδια χρονιÜ γνωρßζεται με τον ΛÝνιν και γßνονται φßλοι. 3 χρüνια μετÜ αναλαμβÜνει τη διεýθυνση του περιοδικοý ΝÝΑ ΖΩÞ  κι αγωνßζεται για την επανÜσταση. ΓρÜφεται στο κομμουνιστικü κüμμα. Το 1905 κατÜ τη διÜρκεια της αποτυχημÝνης επανÜστασης, μετÜ τη σφαγÞ της "ΜατωμÝνης ΚυριακÞς" συλλαμβÜνεται, φυλακßζεται στο φροýριο Πετροπαβλüφσκ κι εκεß μÝσα γρÜφει Ýνα βιβλßο που φαινομενικÜ αναφÝρεται στην επιδημßα χολÝρας του 1862, μα ουσιαστικÜ μιλÜ για το παρüν. ΛογοτÝχνες απ' üλο τον κüσμο κÜνουν Ýκκληση για τη σωτηρßα του. κι üταν αποφυλακßζεται το 1906 φεýγει στο Βερολßνο.
     Εκεß γνωρßζεται με τον ΛÝνιν και τον Τρüτσκι. 3 χρüνια μετÜ, γνωρßζεται με τον συγγραφÝα Βλαντιμßρ ΚορολÝνκο (Vladimir Korolenko) που του δημοσιεýει το διÞγημα, ΤσελκÜς και γνωρßζει κÜποιο ενδιαφÝρον.  Την επüμενη χρονιÜ φεýγει στο ΚÜπρι μÝχρι το 1913 κι üταν επιστρÝφει στη Ρωσßα με τη γενικÞ αμνηστßα, συμμετÝχει στα πολιτικÜ δρþμενα που συντελÝσανε στο να ξεσπÜσει η επανÜσταση του 1917 και συμμετÝχει ενεργÜ σ' αυτÞν, μα και πÜλι εγκαταλεßπει τη πατρßδα του καθþς δεχüταν απειλÝς για τη ζωÞ του, απü αντιπÜλους του. Εν τω μεταξý, κατÜ τη διÜρκεια του Α' Παγκ. Πολ. το δωμÜτιü του στη Πετροýπολη εßχε γßνει καταφýγιο μπολσεβßκων ΠÜντως μÝχρι να ξεσπÜσει η επανÜσταση, δε του επιτρεπüταν να εγκαταλεßψει τη χþρα. 
2 βδομÜδες μετÜ το ξÝσπασμα της επανÜστασης, τον Οκτþβρη του 1917, Ýρχεται σε σýγκρουση με τα ηγετικÜ στελÝχη του κüμματος. ΓρÜφει χαρακτηριστικÜ:

   "...Οι ΛÝνιν και Tρüτσκι δεν Ýχουν οιαδÞποτε ιδÝα για την ελευθερßα Þ τα ανθρþπινα δικαιþματα. Αλλοτριþνονται Þδη απü το βρωμερü δηλητÞριο της εξουσßας. Αυτü εßναι ορατü απü την επαßσχυντη ασÝβεια στην ελευθερßα του λüγου αλλÜ κι üλων των Üλλων αστικþν ελευθεριþν για τις οποßες η δημοκρατßα πÜλεψε...".

     Ο ΛÝνιν απαντÜ με απειλÝς, το 1919:

   "...ΣυμβουλÞ μου εßναι ν' αλλÜξετε τις απüψεις, τις ιδÝες και γενικÜ τους τρüπους σας, διαφορετικÜ μπορεß να χÜσετε τη ζωÞ σας".

     Τον Αýγουστο του 1921 συλλαμβÜνονται οι φßλοι του λογοτÝχνες, ΝικολÜι Γκουμßλιοφ (Nikolai Gumilyov) κι η σýζυγüς του ¢ννα ΑχμÜτοβα (Anna Akhmatova), για φιλομοναρχικÝς τÜσεις. Γυρßζει εσπευσμÝνα στη Μüσχα πετυχαßνοντας να τους λευτερþσει με προσωπικÞ διαταγÞ του ßδιου του ΛÝνιν, μα üταν σπεýδει να τους δει, διαπιστþνει πως Þδη Ýχουνε πυροβολÞσει θανÜσιμα τον ΝικολÜι. ΚοντÜ σ' αυτÜ Ýρχεται η επιδεßνωση της υγεßας του, μια παλιÜ φυματßωση απü τον καιρü που γυρνοýσε στους δρüμους και τον Οκτþβρη της ßδιας χρονιÜς, μεταναστεýει ξανÜ στο ΚÜπρι για λüγους υγεßας. Τοýτη τη φορÜ θα μεßνει μÝχρι το 1929.



     ΕπιστρÝφει στη Ρωσßα κατÜ διαστÞματα και δÝχεται υποκριτικÝς τιμÝς απü τον ΣτÜλιν. Τ' üνομÜ του, χÜρη προπαγÜνδας του κüμματος, δßνεται σε κεντρικÞ λεωφüρο και μετονομÜζεται η γενÝτειρÜ του, επßσης Ýνα απü τα μεγαλýτερα αεροπλÜνα της εποχÞς στη Ρωσßα, το Τουπüλεφ-20  ονομÜζεται Γκüρκυ κι Ýνα μεγÜλο πÜρκο μες στο κÝντρο της Μüσχας. Εßναι γεγονüς πως το κüμμα εκμεταλλεýτηκε στο Ýπακρο τ' üνομÜ του για να προωθÞσει τη προπαγÜνδα του στον 'Ýξω κüσμο'. ΕπÝστρεψε πÜλι το 1932 με προτροπÞ και προσπÜθειες του ΣτÜλιν κι εκλÝχτηκε πρüεδρος της ¸νωσης Λογοτεχνþν. ΑλλÜ με την επανÝκδοση των Ýργων του Οι Ζßκοφ και Οι Τελευταßοι η θÝση του Üρχισε να κλονßζεται. 



     Στις 18 Ιουνßου 1936 πεθαßνει ξαφνικÜ, στα 78 του, κÜτω απü ανεξιχνßαστες συνθÞκες, στις προετοιμασßες των μεγÜλων εκκαθαρßσεων, ενþ φÞμες πως δηλητηριÜστηκε απü το καθεστþς ΣτÜλιν, παραμÝνουν αναπüδεικτες και τα αßτια του θανÜτου του δε ξεκαθαρßστηκαν ΠÜντως οι ΣτÜλιν και Μολüτωφ, Þταν απü κεßνους που μεταφÝρανε το φÝρετρü του στη κηδεßα. Επßσης ανεξÞγητα στον ßδιο χρüνο πεθÜνανε κι üσοι παραβρεθÞκανε στη κηδεßα του. Αργüτερα, το 1938, üταν εξετÜστηκαν απü τον ΜπουχÜριν κÜποιες δαπÜνες, ειπþθηκε πως τονε σκοτþσανε πρÜκτορες του NKVD Yagoda. Η δε γενÝτειρÜ του ξαναπÞρε τη προηγοýμενÞ της ονομασßα (Νßζνι-Νüβγκοροντ) το 1990, μετÜ τη πτþση του κομμουνισμοý
.
     Στη ζωÞ του νυμφεýτηκε 2 φορÝς: το 1896 την Αικατερßνα Παýλοβα-ΠÝσκοβα (Yekaterina Pavlovna Peshkova, 26 Ιουλßου 1887 - 26 ΜÜρτη 1965) μÝχρι το 1903, που Þταν ανηψιÜ του Βολτζßνα κι υπÞρξε σοβιετικÞ ακτιβßστρια για τα ανθρþπινα δικαιþματα κι ανθρωπßστρια, και το 1903 με τη Μαρßα Φεοντüροβα ΑντρÝγιεβνα (Мари́я Фёдоровна Андре́ева ψευδþνυμο της Μαρßα Φεοντüροβνα ΓιουρκβσκÜγια -Мари́я Фёдоровна Юрко́вская, 4 Ιουλßου 1868 - 8 ΔεκÝμβρη 1953) που Þταν ηθοποιüς θεÜτρου και σινεμÜ, μοντÝλο, κομμουνßστρια και μÝλος της διοßκησης του κüμματος αργüτερα με βραβεýσεις -σε 2ο γÜμο κι οι 2 ενþ κεßνη εßχεν Þδη 2 παιδιÜ απü το 1ο της. Ο Γκüρκυ δεν απÝκτησε παιδιÜ. Μαζß, φýγαν απü τη Ρωσßα το 1906 και ταξßδεψαν, αρχικÜ, στις ΗΠΑ κι αργüτερα στο ΚÜπρι κι ο γÜμος τους κρÜτησε μÝχρι το 1919.


                     Αικατερßνα Παýλοβα-ΠÝσκοβα


                      Μαρßα Φεοντüροβνα ΓιουρκβσκÜγια

     Τα Ýργα του Ýχουν ανεβεß σε πολλÜ ελληνικÜ θÝατρα. Το Ýργο του Οι Τελευταßοι παρουσιÜστηκε το 1978 απü το Ελληνικü Λαúκü ΘÝατρο στο ΘÝατρο Μπρüντγουαιη σε σκηνοθεσßα ΤÜκη Μουζενßδη και μτφρ. Παýλου ΜÜτεσι. Στους πρωταγωνιστικοýς ρüλους εμφανßστηκαν ο ΜÜνος ΚατρÜκης, η Κατερßνα ΧÝλμη, ο ΠÝτρος Φυσσοýν, ο ΧρÞστος Καλαβροýζος κι η Μαρßα ΦωκÜ. Επßσης  ανÝβηκαν και το 1995 στο ΘÝατρο Πüρτα σε σκηνοθεσßα ΜÜγιας Λυμπεροποýλου και μτφρ. ΚωστÞ Σκαλιüρα. ΠρωταγωνιστÝς Þταν οι ΔημÞτρης ΠαπαμιχαÞλ (ΙβÜν), ΞÝνια Καλογεροποýλου (Σüνια), Κþστας Τριανταφυλλüπουλος (ΓιÜκοβ), ΚλÝων ΓρηγοριÜδης (ΑλÝξανδρος), Κωνσταντßνος ΜαρκουλÜκης (Πιüτρ), ΣμαρÜγδα Καρýδη (ΝÜντια), Χριστßνα ΑλεξανιÜν (ΒÝρα).
     Το γνωστü δρÜμα Στο Βυθü ανÝβηκε στο Εθνικü ΘÝατρο το 1981 σε σκηνοθεσßα Σπýρου ΕυαγγελÜτου και μτφρ. Γιþργου Σεβαστßκογλου. Στους πρωταγωνιστικοýς ρüλους εμφανßστηκαν οι Λυκοýργος ΚαλλÝργης, Θüδωρος Μορßδης, Γιþργος Τσιτσüπουλος, ΝικÞτας Τσακßρογλου και ΙÜκωβος ΨαρρÜς. Ενþ το 2007 παρουσιÜστηκε το Ýργο ΒÜσσα στο ΘÝατρο της Οδοý Κεφαλληνßας σε σκηνοθεσßα ΣτÜθη Λιβαθινοý και μτφρ. Χρýσας ΠροκοπÜκη. Στους πρωταγωνιστικοýς ρüλους εμφανßστηκαν οι ηθοποιοß ΜπÝττυ Αρβανßτη, Μαρßα ΚαλλιμÜνη, ΔημοσθÝνης Παπαδüπουλος, ΜÜνος Βακοýσης, Κþστας ΓαλανÜκης.
     Oι Þρωες του Ýργου Οι ΠαραθεριστÝς, θα θυμßσουν τον εαυτü μας, παρüτι η ιστορßα τους διαδραματßζεται στη Ρωσßα του 1904, λßγο πριν απü τη 1η ΡωσικÞ ΕπανÜσταση. ¼ταν το γρÜφει, -Ýργο για μια παρÝα φßλων που περνοýνε τις καλοκαιρινÝς διακοπÝς τους στο εξοχικü τους, συζητοýν για τα πÜντα και ζοýνε μικρÜ ειδýλλια αναζητþντας το νüημα της ζωÞς- περιγρÜφει τη δικÞ του γενιÜ. ΑλλÜ ßσως και τη δικÞ μας. ΜορφωμÝνοι νÝοι που πνßγονται απü την αßσθηση του κενοý και της ματαιüτητας, ανικανοποßητοι, που γκρινιÜζουν üταν Ýχουνε δουλειÜ και πλÞττουν üταν δεν Ýχουν, ενþ η κοινωνßα μοιÜζει με καζÜνι Ýτοιμο να εκραγεß. ΣυζητÜνε, φλυαροýνε και χαλαρþνουν, üμως πολý σýντομα θα πρÝπει να πÜρουνε θÝση απÝναντι στη κοινωνικÞ αδικßα και την αλλαγÞ που Ýρχεται. Θα μπορÝσουν να ξεφýγουν απü τον εαυτü τους; Ξεφεýγει κανεßς; Μüλις 36 ετþν Þταν τüτε ο Γκüρκυ κι üμως κατÜφερε να αγγßξει τα ανθρþπινα αδιÝξοδα, που ακüμα κι αν τα ζεις, ßσως να μη μπορεßς να τα εκστομßσεις τüσο καθαρÜ. Ποý εßναι η αλÞθεια και ποý η ειλικρßνεια στις σχÝσεις -ερωτικÝς, φιλικÝς Þ οικογενειακÝς; ΜÞπως αυτÞ η αντιπαρÜθεση της δικÞς σου γενιÜς με τη γενιÜ των μεγÜλων δεν εßναι τüσο μοναδικÞ; Πιστεýεις üτι μüνο εσý θÝλεις να αλλÜξεις τον κüσμο;
     "Πþς πρÝπει να εßναι οι Üνθρωποι για να μην τους βαριüμαστε;" αναρωτιÝται ο Γκüρκυ στο πολυπρüσωπο κι ελÜχιστα παιγμÝνο στη χþρα μας Ýργο του 1904 και μας μεταφÝρει απü τη προεπαναστατικÞ Ρωσßα στο σÞμερα.  ΣυχνÜ λÝμε üτι πÜμε διακοπÝς για να "ξεφýγουμε". Ξεφεýγουμε, üμως, ποτÝ απü τον εαυτü μας; Οι παραθεριστÝς του αναλþνονται σε φλυαρßες, γκρßνιες, τσακωμοýς, μεθýσια κι ανεκπλÞρωτους Ýρωτες μÝσα σε μια ατμüσφαιρα νωθρüτητας. Ευτυχþς, üχι üλοι. ΚÜποιοι, οι νεüτεροι, θα μας θυμßσουν αυτü που πÜντα υποστÞριζε ο Γκüρκυ: "Ο Üνθρωπος εßναι το μοναδικü θαýμα στη Γη".
     Το Ýργο του ΜÜνα θεωρεßται αριστοýργημα της ρωσικÞς λογοτεχνßας. Στο Ýργο αυτü που γρÜφτηκε το 1906, απεικονßζεται 1η φορÜ στη λογοτεχνßα ο αγþνας του επαναστατημÝνου προλεταριÜτου να σπÜσει τα δεσμÜ της σκλαβιÜς του και κÜτω απü τη καθοδÞγηση του κüμματος της εργατικÞς τÜξης να προχωρÞσει στην οικοδüμηση της νÝας σοσιαλιστικÞς κοινωνßας. Το μυθιστüρημα αυτü διαβÜστηκε απü εκατομμýρια ανθρþπους σ’ üλο το κüσμο και στην ΕλλÜδα κυκλοφüρησε σε πολλÝς μεταφρÜσεις και πολλÝς εκδüσεις.



     Ο γιος στη 
ΜÜνα:
 -"Να ποια εßναι η ζωÞ, μαμÜ! ΒλÝπεις πþς ερεθßζουνε τους ανθρþπους, τον Ýναν ενÜντια στον Üλλον! Εßτε το θες, εßτε δεν το θες, εßσαι υποχρεωμÝνος να χτυπÞσεις. Και ποιον; ΚÜποιον που δεν Ýχει καθüλου δικαιþματα, üπως κι εσý, κÜποιον ακüμα πιο δυστυχισμÝνο κι απü σÝνα επειδÞ εßναι ηλßθιος. Οι αστυνομικοß, οι χωροφýλακες, οι χαφιÝδες, üλοι τους εßναι εχθροß μας, κι üμως εßναι κι εκεßνοι Üνθρωποι σαν κι εμÜς. Κι αυτοýς τους ßδιους τους εκμεταλλεýονται. Και δε τους λογαριÜζουν γι’ ανθρþπους. Κι Ýτσι Ýχουνε χωρßσει τους ανθρþπους μεταξý τους. Τους τýφλωσαν με τη βλακεßα και το φüβο, τους δÝσανε χειροπüδαρα, τους καταπιÝζουν και τους εκμεταλλεýονται, τους ποδοπατοýν και τους χτυποýν, τον Ýναν με τα χÝρια του Üλλου. Τους καταντÞσανε, τους ανθρþπους üπλα, κοτρþνες και ραβδιÜ, κι αυτü το λεν πολιτισμü. Εßναι η ΚυβÝρνηση, το ΚρÜτος…"
     ΠÞγε κοντÜ στη μητÝρα του. Και συνÝχισε:
 -"Αυτü εßναι Ýγκλημα, μÜνα! Μια Üγρια δολοφονßα, εκατομμυρßων ανθρþπων, Ýνας φüνος των ψυχþν! Καταλαβαßνεις; Τις ψυχÝς σκοτþνουν! ΒλÝπεις τη διαφορÜ ανÜμεσα σ’ εμÜς και στους εχθροýς μας; ¼ταν κÜποιος απü μας χτυπÞσει Ýναν Üνθρωπο, ντρÝπεται, αηδιÜζει, υποφÝρει… Οι Üλλοι, αντßθετα, δολοφονοýν τον κüσμο κατÜ χιλιÜδες Þσυχα-Þσυχα δßχως λýπηση, δßχως ν’ ανατριχιÜζουν. Σκοτþνουν με χαρÜ! ΜÜλιστα! Με χαρÜ… Κι Ýτσι καταπιÝζουν üλο τον κüσμο, μüνο και μüνο για να εξασφαλßσουν τα ξýλα στα σπßτια τους, τα Ýπιπλα, το ασÞμι, το χρυσÜφι και τα περιττÜ κουρελüχαρτα, κι üλα κεßνα τα ψωροπρÜματα που τους δßνουν εξουσßα πÜνω στα διπλανοýς τους. ΣκÝψου, δεν εßναι για την ßδια τους την προστασßα που σκοτþνουν το λαü και παραμορφþνουν τις ψυχÝς, δεν εßναι για τον εαυτü τους που το κÜνουν αυτü, μα για να υπερασπßσουν την ιδιüτητα τους".
     Ο ΠÜβελ Üρπαξε το χÝρι της μητÝρας του και το 'σφιξε γÝρνοντας κατÜ το μÝρος της:

 -"Αν μποροýσες να νιþσεις üλη αυτÞ την ατιμßα, αυτÞ τη βρωμερÞ σαπßλα… Τüτε θα καταλÜβαινες πως Ýχουμε δßκιο… Θα 'βλεπες πüσο η ιδεολογßα μας εßναι μεγÜλη κι ωραßα"!
     Η μητÝρα σηκþθηκε, κατασυγκινημÝνη. ¹θελε να μποροýσε να ενþσει τη καρδιÜ της με τη καρδιÜ του γιου της μÝσα στην ßδια φλüγα.
 -"¢κουσε, ΠÜβελ… ¢κουσε!" μουρμοýρισε λαχανιασμÝνη. "Καταλαβαßνω, το νιþθω… Ακοýς"!



     Τß να πρωτοπεß κανεßς γι' αυτü το αριστουργηματικü βιβλßο του; Για τον ýμνο των εργατþν üλου του κüσμου. Για τον ýμνο της ΜÜνας, της οποßας η αγÜπη δεν γνωρßζει üρια και σýνορα. Μπορεß να γρÜφτηκε το 1906, το κεßμενο üμως κατüρθωσε να παραμεßνει διαχρονικü και, με τον απλü και καθÜριο λüγο του, να προκαλεß ρßγη συγκßνησης στον αναγνþστη ακüμη και σÞμερα. Το βιβλßο παρουσιÜζει τη πορεßα της εργατικÞς τÜξης απü τη βουβÞ δυσαρÝσκεια για τη ζωÞ της, ως τη διαμαρτυρßα, απü την ακαθüριστη, την αυθüρμητη αγανÜκτηση ως τη συνειδητÞ πολιτικÞ πÜλη, με ηγÝτη το μπολσεβßκικο κüμμα. Το 1ο μÝρος δημοσιεýτηκε το 1906, αλλÜ κατασχÝθηκαν τα περιοδικÜ που το εßχαν δημοσιεýσει, ενþ το νομαρχιακü δικαστÞριο της Πετροýπολης Ýδωσε στις εφημερßδες τη παρακÜτω ανακοßνωση: "…καταζητεßται ο ελαιοχρωματιστÞς ΑλεξÝι Μαξßμοβιτς Πεσκüφ (Μαξßμ Γκüρκυ)…". Ο Γκüρκυ ζοýσε τüτε στην Ιταλßα κι ο τüπος διαμονÞς του Þτανε γνωστüς στις τσαρικÝς αρχÝς, που üμως Þθελαν να κρατÞσουν üλες τις γραφειοκρατικÝς διατυπþσεις για τον καταζητοýμενο "ελαιοχρωματιστÞ". Κατηγοροýσαν τον Γκüρκυ για τη συγγραφÞ και τη δημοσßευση Ýργου που "…καλλιεργοýσε την εχθρüτητα των εργατþν κατÜ των εýπορων τÜξεων του πληθυσμοý και ωθοýσε σε εξÝγερση…". Το 2ο μÝρος του βιβλßου δημοσιεýτηκε με μεγÜλες χειρουργικÝς επεμβÜσεις της τσαρικÞς λογοκρισßας. Ολüκληρο το μυθιστüρημα δημοσιεýτηκε 1η φορÜ στη Ρωσßα το 1917. Εßναι σαφþς επηρεασμÝνο απü πραγματικÜ γεγονüτα και πρüσωπα υπαρκτÜ. Η ηρωßδα του Γκüρκυ κι ο γιüς της θυμßζουν πολý "τους πρωτεργÜτες της διαδÞλωσης στο Σüρμοβο: την Α. Κ. Ζαλüμοβα και τον Π. Α. Ζαλüμοφ.
     Στο μυθιστüρημα αυτü, ο κορυφαßος σοβιετικüς συγγραφÝας απεικονßζει 1η φορÜ στη λογοτεχνßα τη πÜλη του επαναστατικοý προλεταριÜτου για το σοσιαλισμü, κÜτω απü τη καθοδÞγηση του κüμματος της εργατικÞς τÜξης και τη γÝννηση του νÝου ανθρþπου μες σ αυτü τον αγþνα. Η ΜÜνα εßναι το αγαπημÝνο μυθιστüρημα εκατομμυρßων ανθρþπων σ’ ολüκληρο τον κüσμο. Στην ΕλλÜδα Ýχει κυκλοφορÞσει σε δεκÜδες χιλιÜδες αντßτυπα και σε διÜφορες μεταφρÜσεις.

                    ΠοιÜ εßναι üμως η ΜÜνα;

     Η ΠελαγÝα Νßλοβνα, μßα γυναßκα βασανισμÝνη, φοβισμÝνη, κακοποιημÝνη απü τον Üντρα της. ¸νας Üνθρωπος που Ýμαθε να ζει στο περιθþριο και απλÜ να εκτελεß εντολÝς, üπως üλες οι γυναßκες της τÜξης της. Ο ΜιχαÞλ ΒλÜσοφ, ο σýντροφüς της, Ýνας Üντρας Üγριος, απüτομος και επιθετικüς, εßναι ο φüβος κι ο τρüμος üχι μüνο της γυναßκας του, αλλÜ και üλων των υπüλοιπων ανθρþπων του περιβÜλλοντüς του. Μüνο ο γιüς του, ο ΠÜβελ, δοκιμÜζει να αντισταθεß στη σκληρüτητÜ του.
     Σýντομα ο ΜιχαÞλ πεθαßνει και τη θÝση του στο σπßτι παßρνει ο νεαρüς. ΑρχικÜ προσπαθεß να ακολουθÞσει τα χνÜρια του πατÝρα του, δεν αργεß üμως να καταλÜβει πως ο δρüμος αυτüς δεν του ταιριÜζει.
     Η ΜÜνα εßναι δßπλα του αθüρυβη, διακριτικÞ, πÜντα φοβισμÝνη. Ο νεαρüς την παρατηρεß προσεκτικÜ. "Την Ýβλεπε ψηλÞ, λßγο καμπουριασμÝνη, το κορμß της τσακισμÝνο απü τα πολλÜ χρüνια της δουλειÜς και τις γροθιÝς του Üντρα της το κινοýσε αθüρυβα και κÜπως με το πλευρü, λες κι üλο φοβüτανε μην τýχει κι αγγßξει κÜτι στο πÝρασμÜ της. Το πλατý, στρογγυλü πρüσωπü της, χαραγμÝνο απü τις ζαρωματιÝς και σαν πρησμÝνο φωτιζüταν απü τα σκοýρα μÜτια ανÞσυχα και θλιμμÝνα. ΠÜνω απü το δεξß φρýδι εßχε Ýνα βαθý σημÜδι παλιÜς πληγÞς, που τραβοýσε κι ανασÞκωνε λιγÜκι το φρýδι, φαινüτανε και το δεξß αυτß λßγο ψηλüτερα απ' τ' αριστερü, κι αυτü Ýδινε στο πρüσωπü της μια Ýκφραση, λες κι üλο κÜτι αφουγκραζüτανε φοβισμÝνη. Στα πυκνÜ μαýρα μαλλιÜ της γυÜλιζαν ασπρισμÝνες τοýφες. Ολüκληρη η μÜνα Ýδειχνε απαλÞ, θλιμμÝνη, υπÜκουη...".
     Μßα νÝα ζωÞ θα ξεκινÞσει απü δω και πÝρα για την οικογÝνεια, καθþς ο "ΠÜσια"θα πρωτοστατÞσει στον επαναστατικü αγþνα. Η Νßλοβνα στην αρχÞ διστακτικÜ, στη συνÝχεια με μεγαλýτερη θÝρμη, θα αποδεχτεß την επιλογÞ του παιδιοý της. Θα γνωρßσει τους ομοúδεÜτες του ΠÜβελ,  θα γοητευτεß απü το πÜθος τους, θα τους αγαπÞσει, θα ταυτιστεß μαζß τους, θα νιþσει μÝρος και μÝλος μιας ομÜδας που για κÜτι üμορφο αγωνßζεται. Αργüτερα, μÜλιστα,επηρεασμÝνη και απü τις προσωπικÝς της εμπειρßες, απü τη δικÞ της "σκλαβιÜ", δεν θα διστÜσει οýτε στιγμÞ, να αναλÜβει πολλÝς φορÝς και η ßδια επικßνδυνες αποστολÝς. Θα γßνει η "μανοýλα" üλων, η "μανοýλα" μιας ολüκληρης ιδεολογßας.
     "Συλλογιüμουνα τη δικÞ μου ζωÞ, θεÝ και κýριε! Πþς Ýζησα εγþ; Ξýλο… δουλειÜ… τßποτα δεν Ýβλεπα παρεκτüς απ’ τον Üντρα, τßποτα δεν Þξερα Üλλο απü το φüβο! Και το πþς μεγÜλωνε ο ΠÜσια οýτε που το Ýβλεπα, κι αν τον αγαποýσα τüτε που ζοýσε ο Üντρας μου οýτε που το ξÝρω! ¼λες οι φροντßδες, üλες οι σκÝψεις μου Ýνα σκοπü εßχαν να ταßσω το θεριü μου νüστιμο φαß, να τον χορτÜσω, να προλÜβω τι Þθελε για να μη θυμþνει, να μη με φοβερßζει με τις γροθιÝς, να με λυπηθεß Ýστω μια φορÜ. Δε θυμÜμαι να με λυπÞθηκε ποτÝς. Μ’ Ýδερνε, λες και δεν Ýδερνε τη γυναßκα του, μα üλους μαζß üσους δε χþνευε. Εßκοσι χρüνια Ýζησα Ýτσι…".
     "Η Νßλοβνα αγαποýσε και αγαπÜει το γιο της, τþρα üμως αγαπÜει σαν μÜνα üλους τους καταπιεσμÝνους, νιþθει τον εαυτü της μÜνα μια γιγÜντιας οικογÝνειας, ολüκληρης της εργατικÞς τÜξης, καταλαβαßνει πως εßναι χρÞσιμη στη μεγÜλη υπüθεση του αγþνα. Και βÞμα προς βÞμα ξεπερνÜει το φüβο, απü δυστυχισμÝνη και απüλυτα υποταγμÝνη γυναßκα γßνεται ατρüμητη αγωνßστρια, ζει μια ζωÞ που καταλαβαßνει το νüημÜ της".
     Ο γιος φυλακßζεται. Αυτü, αντß να τη λυγßσει, της δßνει δýναμη να συνεχßσει.
     "Ευχαριστþ, μÜνα! Ευχαριστþ, καλÞ μου!", της λÝει üταν αποφυλακßζεται. "Γιατß βοηθÜς στο μεγÜλο μας Ýργο’ σ’ ευχαριστþ! ¼ταν ο Üνθρωπος μπορεß να λÝει τη μÜνα καλÞ του και στην ψυχÞ, εßναι μια σπÜνια ευτυχßα…".
     ΒÝβαια δεν παýει να ανησυχεß για το μÝλλον, για τη πορεßα των πραγμÜτων, αλλÜ, παρüλ’ αυτÜ, αφÞνει τον ΠÜβελ να διαχειριστεß ελεýθερα τη ζωÞ του χωρßς να δημιουργεß προβλÞματα.
     "ΔικιÜ σου εßν’ η ζωÞ, δικιÜ σου κι η δουλειÜ σου. ΑλλÜ την καρδιÜ μου μην τη σπαρÜζεις! Πþς μπορεß να μη λυπÜται η μÜνα; Δεν μπορεß… Εγþ üλους σας λυπÜμαι! ¼λοι σας παιδιÜ μου εßστε, üλοι σας τ’ αξßζετε! Και ποιος Üλλος απü μÝνα θα λυπηθεß;…"
     Η ΠρωτομαγιÜ φÝρνει στη ζωÞ της ΠελαγÝα μßα πρωτüγνωρη Ýξαψη. Και μßα σιγουριÜ για τον δρüμο που επÝλεξε ο μονÜκριβüς της. "Στην καρδιÜ της Ýδιναν παρÜξενα τüπο μια η θλßψη και μια η χαρÜ". ΠιÜνει κουβÝντα με τους υπüλοιπους ανθρþπους που, ενθουσιασμÝνοι, βρßσκονται στην παρÜνομη διαδÞλωση. Συμβουλεýει τις μητÝρες να μην φοβοýνται για τα παιδιÜ τους. Ακοýει τα συγκινητικÜ λüγια του ΠÜβελ. Εßναι εκεß, μπροστÜ, üταν τον συλλαμβÜνουν. Μαζεýει την πεσμÝνη κüκκινη σημαßα, μιλÜει στο αναστατωμÝνο πλÞθος. "Ακοýστε, για το θεü! ¼λοι εσεßς εßστε δικοß μας… üλοι εσεßς, κüσμος με καρδιÜ… κοιτÜξτε χωρßς φüβο, τι Þταν αυτü που Ýγινε; Περπατοýν φρüνιμα τα παιδιÜ, το δικü μας αßμα, πÜνε για το δßκιο… για üλους! Για üλους εσÜς, για τα δικÜ σας τα παιδÜκια Ýταξαν τον εαυτü τους στο δρüμο του γολγοθÜ… Ζητοýν μÝρες καλýτερες. ΘÝλουν μια Üλλη ζωÞ, με την αλÞθεια, με το δßκιο… ΘÝλουν το καλü για üλο τον κüσμο!
     ΜÝσα της Ýνιωθε την καρδιÜ να σπαρÜζει, Ýνιωθε στο στÞθος σφßξιμο, ο λαιμüς στÝγνωσε πυρωμÝνος. ΒαθιÜ μÝσα της ξεφýτρωναν λüγια μεγÜλης αγÜπης που αγκÜλιαζαν üλα και üλους και της Ýκαιγαν τη γλþσσα, κουνþντας την üλο και πιο δυνατÜ, üλο και πιο ελεýθερα…".
     Και το συγκεντρωμÝνο πλÞθος μαγεýεται, την ακοýει με ενδιαφÝρον και συμπÜθεια.
     "-Χρυσοß μου! εßπε η μÜνα, αγκαλιÜζοντας τους üλους με τα κλαμÝνα μÜτια της. Για τα παιδιÜ εßν’ η ζωÞ, η γης δικÞ τους εßναι!".
     Απü αυτÞ τη στιγμÞ κι Ýπειτα η ανÜγκη της να προσφÝρει κι η ßδια στον αγþνα, να μιλÞσει στον κüσμο με λüγια απλÜ για το δßκαιο και την αναγκαιüτητα της αφýπνισης, μεγαλþνει. Μετακομßζει στην πüλη και απü κει προσφÝρει τις πολýτιμες υπηρεσßες της üπου χρειαστεß. "Εσεßς, χρυσÝ μου, βÜλτε με σ’ αυτÞ τη δουλειÜ, σας παρακαλþ. Θα πÜω üπου με στεßλετε".
     ¸τσι προχωρÜει η ζωÞ της, Üλλοτε με μικρüτερες και Üλλοτε με μεγαλýτερες αποστολÝς και σε αναμονÞ για τη δßκη του γιοý της.
     "¼ταν Þρθε η μÝρα της δßκης η μÜνα κουβÜλησε μαζß της στην αßθουσα του δικαστηρßου το βαρý, μαýρο φορτßο που της λýγιζε τη μÝση".
     Τα Þρεμα και σταθερÜ λüγια του ΠÜβελ και των συντρüφων του της δßνουν δýναμη και αισιοδοξßα.
     "¸νιωθε σαν να καμÜρωνε για το γιο της.
     Η καρδιÜ της νιüτης πÜντα σιμþνει στο δßκιο…".
     Τα λüγια του τη συγκινοýν.
     "…Η κοινωνßα που βλÝπει τον Üνθρωπο μüνο σαν εργαλεßο για τον πολιτισμü της, εßναι κοινωνßα απÜνθρωπη, εχθρικÞ για μας, δεν μποροýμε να δεχτοýμε την ηθικÞ της, τη διπρüσωπη και ψεýτικη. Τον κυνισμü και τη σκληρüτητα της απÝναντι στο Üτομο τα αντιπαθοýμε, θÝλουμε να αγωνιστοýμε και θα αγωνιστοýμε ενÜντια σε üλες τις μορφÝς σωματικÞς και ψυχικÞς υποδοýλωση του ανθρþπου απü μια τÝτοια κοινωνßα, ενÜντια σε üλες τις μεθüδους της που κερματßζουν τον Üνθρωπο για χÜρη της ιδιοτÝλειας".
     Η ποινÞ του παιδιοý της εßναι η εξορßα. Τþρα πια αυτü που επεßγει εßναι να τυπωθεß ο λüγος του. Και δεν υπÜρχει καταλληλüτερος Üνθρωπος απü την ΠελαγÝα που θα μποροýσε να το αναλÜβει. Μα δεν αρκεßται μüνο σ’ αυτü. Αποφασßζει να μεταφÝρει τα Ýντυπα και στον προορισμü τους. Κι ενþ αντιλαμβÜνεται üτι την παρακολουθοýν, συνεχßζει Üφοβα. ΤελικÜ την πιÜνουν. Δεν διστÜζει οýτε μια στιγμÞ, ανοßγει τη βαλßτσα και σκορπÜει τα χαρτιÜ στον αÝρα.
     "Μη φοβÜστε τßποτε! Δεν υπÜρχει βÜσανο πιο πικρü απ’ αυτü που üλη τη ζωÞ σας ανασαßνετε… Απ’ αυτü που κÜθε μÝρα σας ροκανßζει την καρδιÜ, σας στεγνþνει τα στÞθεια!...".
     Οι χωροφýλακες τη σπρþχνουν, τη χτυπÜνε, μα εκεßνη συνεχßζει:
     "Η αναστημÝνη ψυχÞ δε σκοτþνεται! ΘÜλασσες αßμα δεν την πνßγουν την αλÞθεια… Μüνο μßσος μαζεýετε, τρελοß! Και θα σας πνßξει! ΔυστυχισμÝνοι…".
     "ΝÝοι, γÝροι, δßνουν την ακατανßκητη δýναμÞ τους üλοι για Ýνα σκοπü, για το δßκιο! ΠροχωρÜν για να νικÞσουν üλα τα καλÜ της ανθρωπüτητας, για να καθαρßσουν τις αδικßες üλης της γης ξεσηκþθηκαν. ΟρμÜν να νικÞσουν καθετß το αδιÜντροπο και θα το νικÞσουν! Θ’ ανÜψουμε καινοýριο Þλιο, μου ‘λεγε Ýνας τους, και σßγουρα θα τον ανÜψουν! Θα ενþσουμε τις κομματιασμÝνες καρδιÝς, μου ‘λεγε, και θα τις ενþσουν üλες μαζß σε μßα καρδιÜ!".
     Το τÝλος δεν θα αργÞσει να ‘ρθει. Η μÜνα κεßτεται σε λßγο νεκρÞ. Μα Þρεμη üτι Ýχει κÜνει το χρÝος της απÝναντι στο γιο της, απÝναντι στα παιδιÜ üλου του κüσμου, απÝναντι στην ανθρωπüτητα, πιστÞ στο ιδανικü και στο χρÝος της ως την τελευταßα στιγμÞ…

     Το Ýργο "Η ΜÜνα" (1926) ολüκληρο στο γιουτοýμπ, με ελληνικοýς υπüτιτλους:

     Ο ΑλεξÝι Μαξßμοβιτς ΠÝτσκοφ, που προτßμησε το üνομα Γκüρκυ δηλαδÞ Πικρüς, εßναι Ýνας απü τους μεγαλýτερους ρþσους συγγραφεßς. ΠÝρασε δýσκολα παιδικÜ χρüνια, περιπλανÞθηκε στη ρωσικÞ γη αναζητþντας δουλειÜ κι εργαζüταν üπου Ýβρισκε. Εκεß γνþρισε τους φτωχοýς εργÜτες, τους μουζßκους, τους αλÞτες με τη γνÞσια και λεβÝντικη καρδιÜ, üλους τους κατατρεγμÝνους που για αιþνες δουλεýανε για τους Üρχοντες μες στις στÝππες και τα ποτÜμια. Η αθλιüτητα, η φτþχεια κι ο ανθρþπινος πüνος δεν του εßναι ξÝνα.
     Μες στις μεγÜλες αλλαγÝς που τüτε ετοιμÜζονταν στη Ρωσßα, ο Γκüρκυ ενþνεται με τους επαναστÜτες και ρßχνεται στον αγþνα με üπλο την πÝνα του. Οι οραματισμοß του εßναι οραματισμοß κÜθε καταπιεσμÝνου ρþσου κι η πνοÞ του Ýργου του εßναι το επαναστατικü φýσημα που Ýχει συνεπÜρει το λαü. Κεντρικüς Üξονας του Ýργου του εßναι ο Üνθρωπος σα λειτουργικü μÝλος της ομÜδας, με τη κοινÞ ψυχÞ και τα κοινÜ ιδανικÜ. "Αφεντικü εßναι üποιος δουλεýει" θα πει στους Μικροαστοýς και τα λüγια του θα πÝσουνε σα σýνθημα στο πλÞθος. Κι η στÜση του θα 'ρθει σε σýγκρουση με την Üρχουσα τÜξη και την ουσιαστικÜ αδιαμüρφωτη τÜξη των μικροαστþν. Σ’ αυτοýς εξαπολýει επßθεση, üχι μüνο στους εμπüρους και τους υπαλλÞλους μα και στους διανοοýμενους που δεν αγωνßζονται στο πλευρü του λαοý. Και δε διστÜζει να τους φωνÜξει κατÜ πρüσωπο: "Να τρþτε, να χορταßνετε, να 'χετε τη ζÝστη σας, να βιÜζετε και να διαφθεßρετε τις γυναßκες, κÜνοντας τÜχα πως τις αγαπÜτε, η ησυχßα σας, η ευκολßα σας, η γωνßτσα σας -να την üλη κι üλη η ευτυχßα σας¨.
     Το Ýργο του Γκüρκυ εßναι και θα παραμÝνει επßκαιρο üσο θα κυριαρχεß η εκμετÜλλευση ανθρþπου απü Üνθρωπο. Πολλοß αμφισβÞτησαν τη λογοτεχνικÞ αξßα των Ýργων του. ΒρÞκανε κουραστικÝς τις αφηγÞσεις του Þ στα θεατρικÜ του μιμÞσεις του ΤσÝχωφ κι Ýλλειψη υψηλÞς δραματικüτητας. ¼σο κι αν μποροýμε να διαπιστþσουμε τοýτα τα στοιχεßα σε μερικÜ Ýργα του, δε μποροýμε να παραβλÝψουμε τη γενικüτερη αξßα τους. Ο Γκüρκυ εßναι ο μοναδικüς ρþσος συγγραφÝας που με τüση ανθρωπιÜ στρÜφηκε στη ψυχολογßα του ρþσου εργÜτη και παρακολοýθησε τη πορεßα του.

   "…δε μας δεßχνει μονÜχα σε τß ο ρωσικüς λαüς εßναι Ρωσικüς, αλλÜ προ παντüς σε τι εßναι λαüς, τι μÝρος αποτελεß, του μοναδικοý λαοý του δυστυχισμÝνου και καταπιεζομÝνου, του παγκüσμου προλεταριÜτου.
   "…χωρßς παραπανßσιο οπτιμισμü μÝσα στο θρßαμβο, δυνατüς την þρα του κινδýνου και χωρßς περηφÜνεια στην επιτυχßα, Ýμπασε τους ανθρþπους μÝσα στο Ýργο του τον Ýνα κοντÜ στον Üλλο μÝχρις üτου να σχηματßσουν μια στρατιÜ, Ýνα μπλοκ, μιαν εικüνα του αιþνιου λαοý, αυτÞ την πρþτη ýλη κÜθε δημιουργßας και κÜθε δημιουργικÞς δýναμης".
     (ΣτÝφαν ΤσβÜιχ:  ΜελÝτημα Για Τον Γκüρκυ)

   "Τα δικαιþματα δεν τα δßνουν, τα δικαιþματα[...] τα παßρνουν [...] Ο Üνθρωπος πρÝπει ν’ αγωνιστεß ο ßδιος για τα δικαιþματÜ του αν δεν θÝλει να λιþσει κÜτω απü το βÜρος των υποχρþσεων…" (Οι Μικροαστοß)

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:


1892: "ΜακÜρ Τσοýντρα"
1894: "Ο θλιβερüς ΠÜβελ"
1895: "ΤσελκÜ", "Η γριÜ ΙζεργκÞλ", "Το τραγοýδι του γερακιοý"
1897: "ΚονοβÜλοφ", "ΜÜλβα", "Οι πρþτοι Üνθρωποι", "Οι σýζυγοι Ορλüφ"
1899: "ΘωμÜς ΓκορντÝγιεφ"
1901: "Το τραγοýδι του πουλιοý της καταιγßδας", "Μικροαστοß", "Τραγοýδια για τα Üλμπατρος", "Τρεις"
1902: "Οι τρεις μýθοι", "Ξενοδοχεßο των φτωχþν", "Στο βυθü"
1904: "ΠαραθεριστÝς"
1905: "ΠαιδιÜ του Þλιου"

1906: "Η μÜνα"
1908:  "Η ζωÞ ενüς Üχρηστου ανθρþπου", "ΕξομολογÞσεις"
1909: "Καλοκαßρι", "Η πολιτειοýλα των απορριμÜτων", "Η ζωÞ του ΜατβÝι ΚοζεμιÜγκιν", "Μýθοι για την Ιταλßα"
1913: "ΠαιδικÜ χρüνια"
1914: "Στα ξÝνα χÝρια"
1923: "Τα πανεπιστÞμιÜ μου"
1925: "ΑρταμÜνωφ"
1927: "Η ζωÞ του Κλιμ ΣÜμγκιν"
Η ΜÜνα μτφρ ΜÝλπω Αξιþτη ("ΘεμÝλιο")
Ιστορßες απü την Ιταλßα (διηγÞματα, 1911-1913) : Σüφη ΚεφÜλα ("Σýγχρονη ΕποχÞ")
Τα παιδικÜ χρüνια (α´μÝρος αυτοβιογραφßας, 1913-14) : Νßκος Κυτüπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρüπουλος")
Στα ξÝνα χÝρια (β´μÝρος αυτοβιογραφßας, 1916) : ¢ρης ΑλεξÜνδρου ("Γκοβüστης")
Τα πανεπιστÞμιÜ μου (γ´μÝρος αυτοβιογραφßας, 1923) : Νßκος Κυτüπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρüπουλος")
Το αφεντικü (αφÞγημα) : Νßκος Κυτüπουλος ("Σ.Ι.Ζαχαρüπουλος")
Μικροαστοß (δρÜμα, 1901) : Κþστας ΜερτβÜγος ("Γκοβüστης")
Στο βυθü (δρÜμα, 1902) : ΑθηνÜ Σαραντßδη ("Γκοβüστης")
Οι βÜρβαροι (δρÜμα, 1905) : ΑθηνÜ Σαραντßδη ("Γκοβüστης")
Οι εχθροß (δρÜμα, 1906) : ΑθηνÜ Σαραντßδη ("Γκοβüστης")
Η ζωÞ μου (σε 2 τüμους, περιλαμβÜνει τις αυτοβιογραφßες: Τα παιδικÜ χρüνια, Στα ξÝνα χÝρια, Τα πανεπιστÞμιÜ μου), Εκδüσεις "ΑΚΑΔΗΜΟΣ", 1977
Ο Συνοδοιπüρος μου μτφρ. Νßκος Καστρινüς, Εκδüσεις ΜαÀστρος
Ο Περαστικüς μτφρ. Νßκος Καστρινüς, Εκδüσεις ΜαÀστρος
Ο ¢νθρωπος που πÝθανε περπατþντας
ΒÜσσα Ζελεσνüβα (δρÜμα, 1910) Μτφρ.: Αλεξανδρος ΚοÝν, Εκδüσεις: ΚÜπα ΕκδοτικÞ (2015)
Το αμαρτωλü σπßτι (Οι τρεις), μτφρ. Στ. ΒουρδουμπÜ Εκδ. Δαρεμα (χ.χ)
Αλληλογραφßα ΑναμνÞσεις απü τον Τολστüι
Ανθολογßα ρωσικÞς κλασικÞς πεζογραφßας:  ¢σματα του Οκτþβρη
ΒÜρενκα ΟλÝσοβα          ΒÜσσα Ζελεσνüβα          ΔιηγÞματα και παραμýθια
¸να καλοκαßρι       Εξομολüγηση       Η εφηβεßα
Η ζωÞ ενüς Üχρηστου ανθρþπου
Η ζωÞ μου       Η πüλη του κßτρινου διαβüλου        Η πρþτη αγÜπη
Η φλογερÞ καρδιÜ του ΝτÜνκο & Üλλα διηγÞματα      ΘωμÜς ΓκορντιÝγιεφ
Μßα νýχτα στη ΣτÝππα           Ο αναγνþστης
Ο ΒÜνιας             Ο Γεγκüρ Μπουλιττσüφ κι οι Üλλοι
Ο περαστικüς    Ο ΠροσκυνητÞς
Ο Συνοδοιπüρος μου     Ο ΧαφιÝς
Οι βÜρβαροι      Οι εχθροß     Οι παραθεριστÝς
Οι πρþην Üνθρωποι       Στα ξÝνα χÝρια
Τα παιδικÜ μου χρüνια        Τα πανεπιστÞμιÜ μου
Τα ΡημÜδια της ζωÞς          Το σπουργιτÜκι


========================


                                                  Ο Αητüς


     Στην Üκρη της πολιτεßας, εκεß που ο μεγÜλος δρüμος βγαßνει στον κÜμπο και τραβÜ για το νεκροταφεßο του μοναστηριοý, Ýχει Ýνα μονüπατο, ξýλινο σπßτι με πÝντε παρÜθυρα, üμοιο υπüστεγο. Παλιüτερα Þτανε βαμÝνο κüκκινο μα βροχÝς το ξεπλýναν, ο Þλιος το ξεθþριασε και παχιÜ σκüνη που κÜθισε με τα χρüνια στο σαρακοφαγωμÝνο ξýλο, το 'βαψε με το βρþμικο σταχτß της χρþμα. Ωστüσο σε μερικÝς μεριÝς Ýμειναν οι κüκκινες βοýλες που μοιÜζουν με μελανιÝς απü χτυπÞματα. Πολý παλιü σπßτι. ¸χει πια γεßρει προς τη μεριÜ της αυλÞς. Τα θολÜ παρÜθυρια του σα να θÝλουν να δοýνε βαθιÜ στον ορßζοντα, λες και βαρÝθηκαν να κοιτÜζουν ολοÝνα τη σιδερüφραχτη πüρτα του νεκροταφεßου, θαρεθÞκαν να θωροýν ανÜμεσα απü τα κÜγκελα τους σταυροýς που στÝκονται πÜνω στα μνημοýρια.
     Τη φÜτσα του σπιτιοý στολßζουνε τÝσσερις σκουριασμÝνες ταμπελßτσες: η μια γρÜφει, "Το σπßτι αυτü εßναι της 'Αννα ΡÝπιεβνα, χÞρας δημοσßου υπαλλÞλου Ýνατης τÜξης", η δεýτερη λÝει πως "Δεν επιτρÝπεται να χρησιμοποιηθεß σαν κατÜλυμα", παρ' üλο που απü πολý καιρü ο στρατüς δεν καταυλßζεται πια στα σπßτια, η τρßτη γρÜφει πως "Το σπßτι εßναι ασφαλισμÝνο στην εταιρεßα ΣαλαμÜντρα" αν κι η εταιρεßα αυτÞ φαλßρισε εδþ και καμιÜ τριανταριÜ χρüνια και στη τÝταρτη ταμπελßτσα, που 'ναι μεγαλýτερη, πιο καινοýρια και καταπρÜσινη σα φαρμÜκι, Ýχει ζωγραφισμÝνο Ýνα μαýρο δικÝφαλο αητü και γýρω του με μαýρα γρÜμματα λÝει πως το σπßτι αυτü εßναι, "Γραφεßο του ζÝμσκι νατσÜλνικ (ευγενÞς που εξασκοýσεν αστυνομικÜ, δικαστικÜ καθÞκοντα και με διοικητικÞν αρμοδιüτητα κατÜ τη προεπαναστατικÞ Ρωσßα), του πρþτου τμÞματος της επαρχßας ΜιÜμλινσκι".
     Το καλοκαßρι ο ζÝμσκι ζει στο χωριü ΣαβÝλοβο, δÝκα βÝρστια Ýξω απü τη πüλη. ΚÜθε ΠÝμπτη, στις δÝκα το πρωß, Ýρχεται για να 'δικÜσει'. Οι αγρüτες συνηθßζουν να μαζεýονται στο δικαστÞριο πολý πρωß. ¼ταν εßναι καλüς καιρüς κÜθονται στο τσαλαπατημÝνο, κεραμιδÝνιο πεζοδρüμιο, κÜτω απü τα παρÜθυρα του γραφεßου. ¼ταν βρÝχει στριμþχνονται στην αυλÞ, που 'ναι μεγÜλη, Ýρημη, γιομÜτη τσουκνßδες κι αρκουδοβüτανα. ¸να μισορημαγμÝνο υπüστεγο τη χωρßζει απü τη διπλανÞ αυλÞ. Στη μÝση εßναι πηγÜδι και μια γÝρικη, ροζιασμÝνη ιτιÜ. ΑνÜμεσα στ' αγριοχüρτα ξεχωρßζουν μερικÜ καμÝνα κοýτσουρα κι Ýνας σωρüς απü τοýβλα, απομεινÜρια απü χτιστÞ σüμπα. ΚαμιÜ φορÜ οι αγρüτες περιμÝνουνε τον ζÝμσκι μια, δυο και πÝντε þρες.
     ΖÝστη. Η πολιτεßα μυρßζει σκüνη και κουτσουλιÜ, üπως μυρßζουνε τα κοτÝτσια. Ησυχßα. Τα παιδιÜ εßναι στο σχολειü, οι γυναßκες στις κουζßνες και στους μπαξÝδες, οι Üντρες στη δουλειÜ τους. ΚÜτω απü τα παρÜθυρα του γραφεßου περιμÝνουνε, καθιστοß Þ ξαπλωμÝνοι, κÜμποσοι χωριÜτες με τα γÝνεια και τα κατσουφιασμÝνα μοýτρα τους. 'Αλλοι νυστÜζουν, Üλλοι κοιμοýνται και ροχαλßζουν. Οι φωνÝς εßναι πολλÝς, üταν üμως τους ακοýς απü μακρυÜ, νομßζεις πως Ýνας μüνο μιλÜ, üλη την þρα.
 -"Δεν Ýρχεται".
 -"Να δεις που πÜλι δε θα 'ρθει".
 -"Γι' αυτοýς οι μÝρες μας δεν Ýχουν αξßα".
 -"Μας κοροúδεýουν οι αφεντÜδες".
 -"Κι αυτü δεν εßναι τßποτα ακüμα"!
 -"Ναι. Τοýτος 'δω εßναι μαλακüς".
 -"Αητüς"!
 -"Ο αδερφüς του üμως ο Κοσταντßν, αυτüς που 'ναι στο τρßτο τμÞμα, σωστü σκυλß..."
 -"Μη φωνÜζεις! Θα σ' ακοýσει ο Γκρßσκα και τüτε..."
 -"Εχ που να πÜρει ο διÜλος τη μÜνα τους"!
     ¸νας τρÜγος πλησιÜζει το πηγÜδι, κουνþντας σοβαρÜ το κεφÜλι του.
 -"Σα νωματÜρχης πορπατÜ..."
 -"ΑλÞθεια! ΜοιÜζει με νωματÜρχη".
     Για μια στιγμÞ οι φωνÝς σβÞνουνε και τüτε ακοýγονται οι σπßνοι που τραγουδÜνε μανιασμÝνα γýρω απü το πηγÜδι.
 -"Ο Κοσταντßν προστÜζει να βγÜζει ο κüσμος το καπÝλο του üταν περνÜ τ' Üλογü του".
 -"ΨÝμματα"!
 -"ΑλÞθεια σου λÝω. Αν δε το βγÜλεις πας μια μÝρα φυλακÞ. Κι αν το ξανακÜνεις πας τρεις..."
 -"ΤρελαθÞκανε"!
 -"Γßνεται κι αυτü. Ο Μοýσιν-Ποýσκιν δßκαζε τον κüσμο χρüνια ολÜκερα. Μια μÝρα βÜλθηκε ξαφνικÜ να ντουφεκÜ καταπÜνω στο κοπÜδι. Το κοπÜδι ερχüταν απü τον κÜμπο. Αυτüς ακοýμπησε στο παρÜθυρο και σημÜδευε τα ζωντανÜ! Και δεν εßχεν Ýνα üπλο μüνο. ¸ριχνε με σκÜγια, Ýριχνε και με σφαßρες..."
 -"Σκüτωσε πολλÜ ζωντανÜ";
 -"ΠÝντε κεφÜλια, μου φαßνεται".
 -"ΣωστÜ, Ýτσι Ýγινε. Το ξÝρει üλος ο κüσμος".
 -"Τονε δÝσανε και τονε πÞγανε στη πüλη. Κι εκεß εßπαν: Απü καιρü εßναι τρελüς".
 -"'Ακου πρÜματα"!
 -"Και δßκαζε Ýτσι τρελüς";
 -"Ναι. Δßκαζε".
 -"Και τις αποφÜσεις που 'βγαζε; Τις σβÞσανε";
 -"¼χι. Αυτü δε γßνεται. Ο νüμος δε πηγαßνει ποτÝ προς τα πßσω".
     ΚÜποιος λÝει θλιμμÝνα:
 -"Σα Τοýρκοι αιχμÜλωτοι καθüμαστε, εχ τη μÜ..."¨
 -"Αφοý Ýτσι πρÝπει, Ýτσι θα κÜθεσαι", του απαντοýν κι η κουβÝντα ξετυλßγεται πÜλι χαμηλüφωνα και χωρßς βιÜση.
 -"Για να γαβγßζει, εßναι μÜστορας ο Κοσταντßν".
 -"Εßναι, εßναι".
 -"Στις βρισιÝς ο μουζßκος δε παραβγαßνει μαζß του".
 -"Αξιωματικοß εßναι üλοι τους. Στους στρατþνες μÜθαν να βρßζουν".
 -"¹ρθε που λÝτε στο χωριü ο Κοσταντßν με τη γυναßκα του, μιαν αδýνατη με κοφτερÞ ματιÜ και με κÜτι μÜγουλα κßτρινα σα το ρεπÜνι κι üλη η περιουσßα που φÝραν Þτανε μια βαλßτζα, μια κιθÜρα κι Ýνα πρÜσινο πουλß, Ýνα παπαγÜλο, μες στο κλουβß. Και να δεßτε που και το πουλß ακüμα ξÝρει να βρßζει πρüστυχα"!
 -"Τα παραλÝς"!
 -"ΑλÞθεια εßναι σου λÝω. Το ξÝρουν üλοι αυτü το πουλß".
 -"¾στερα απü λßγες μÝρες φÝρανε και μια φορÜδα. 'Ομορφη φορÜδα, δε μπορεßς να πεις..."
 -"ΑυτÞ εßναι η φορÜδα που πρÝπει να της βγÜζεις το καπÝλο";
 -"Ναι, αυτÞ. Εßναι κÜτασπρη, Ýχει λιγνÜ πüδια και χαροýμενα μÜτια".
 -"ΣωστÜ. Δε περπατÜ, χορεýει..."
     Για πολλÞν þρα παινεýανε τη φορÜδα, στοροýσαν üλα της τα καθÝκαστα. Στο τÝλος μια κουδουνιστÞ φωνÞ τενüρου Ýκανε τη σοýμα απ' üλα τοýτα τα παινÝματα:
 -"ΤÝτοια φορÜδα δε ταιριÜζει να τη χαρεß το βαρβÜτο... ΚÜλλιο να τη χαρεß ο διοικητÞς"!
 -"Ε, Εβντοκßμ, κοßτα μη τη πÜθεις"!
 -"Και τß δε φÝραν ýστερα! ΤραπÝζια, καρÝκλες, ντιβÜνια, σεντοýκια. ΣυμπρÜγκαλα για τρßα σπßτια..."
 -"Σþπα. Ο Γκρßσκα ξýπνησε"!
     Οι μουζßκοι μπαßνουνε στην αυλÞ στριμωχτÜ, ο Ýνας πßσω απü τον Üλλο. Μαζεýονται μπρος στο μαýρο κεφαλüσκαλο. Απü το σπßτι βγαßνει μαχμουρλÞς και μουτρωμÝνος ο Γκρßσα ΓιÜκοβλεφ, πρþην γραμματÝας στα γραφεßα της επαρχßας, σπουδαγμÝνος σ' üλους τους νüμους και ξακουστüς μεθýστακας. ΚÜνει τη παρουσßα του πÜντα με τον ßδιο τρüπο: ανοßγει σα διαβÞτη, τα μακρüλιγνα ποδÜρια του και κουνÜ τη φουσκωμÝνη του κοιλιÜ. Χωρßς πουκÜμισο, μ' Ýνα σωβρακÜκι απü ριγωτü καμπüτο και με μια πετσÝτα στο λαιμü, πηγαßνει στο πηγÜδι και χωρßς να κοιτÜξει κανÝνα δßνει μια διαταγÞ με βραχνÞ φωνÞ:
 -"Εμπρüς"!
     ΚÜποιος απü τους μουζßκους βγÜζει Ýνα κουβÜ νερü. Ο Γκρßσα διπλþνει, ßδια γωνιÜ, το κορμß του με το στενü θþρακα και το γκρßζο δÝρμα και ξαναλÝει βραχνιασμÝνα:
 -"Ρßξε"!
     Ο μουζßκος του χýνει το κρýο νερü στο κεφÜλι του που 'ναι φαλακρü σα κολοκýθι και στη ρÜχη του, που 'χει κÜτι κουτÜλες σα παλÜμες. Τα λιγνÜ του ποδÜρια τρÝμουνε, τα πλευρÜ του ανεβοκατεβαßνουνε σα του αλüγου που τρÝχει. ΒÞχει, βρßζει, ρουθουνßζει, πιασμÝνος απü το σανιδÝνιο παραπÝτο του πηγαδιοý.
 -"Τρßψε"!
     Ο μουζßκος του τρßβει δυνατÜ τη πλÜτη με τη πετσÝτα.
 -"Σιγ-γüτερα σατανÜ"!
     ΕπιτÝλους ο Γκρßσκα ανασηκþνεται κι Ýχει πÜντα το ßδιο γκρßζο χρþμα. ΛÝει:
 -"Ο ζÝμσκι δε θα 'ρθει σÞμερα! ¼ποιος Ýχει αßτηση ας τη δþσει! Οι Üλλοι τραβÜτε σπßτια σας"!
     Οι πιο πολλοß Üντρες και γυναßκες φεýγουν απü την αυλÞ. ¸χουνε κατεβασμÝνα τα κεφÜλια και μουρμουρßζουν. Μερικοß πηγαßνουνε πßσω απü τον Γκρßσκα, φτÜνουν ως το γραφεßο και του λÝνε:
 -"Γκριγκüρι ΜιχÜλιτς, για τον Θεü, κοýνησε την υπüθεσÞ μας! Πüσες φορÝς εßναι που 'ρχομαστε! Δε μποροýμε Üλλο, το καταλαβαßνεις και μüνος σου! Εßναι ο καιρüς του θÝρου τþρα. Δεν εßμαστε Üνθρωποι λεýτεροι, χωρßς δουλειÜ..."
     Ο φýλακας του νüμου βÞχει κι αστειεýεται:
 -"ΨÝμματα λÝτε! Αφοý δε σας βÜλανε στο φρÝσκο, λεýτεροι εßσαστε..."
     Το αστεßο üμως το ξÝρουν απü καιρü και κανεßς δε γελÜ. Εκεß εßναι κι ο Εβντοκßμ Κüστιν που 'χει κατÜμαυρα σγουρÜ μαλλιÜ σα τσιγγÜνος και ξÝρει να δÝνει τις μυλüπετρες στους μýλους. αυτüς ξεκαθαρßζει το πρÜμα με μια κουβÝντα που τηνε λÝει σουφρþνοντας τα φρýδια και δεßχνοντας τα πυκνÜ του λευκÜ δüντια:
 -"Μη με παιδεýεις, Γριγκüρι, γιατß θα σου σπÜσω τα μοýτρα! Κι αν πÜρεις μπαξßσι απü τον Βολοκοýσιν τüτε θα σε καθαρßσω"!
     Ο Γκρßσκα που στÝκεται στο ψηλüτερο σκαλοπÜτι, αρχßζει να βÞχει. Τα πüδια του τρÝμουνε και πιÜνεται απü το πüμολο της πüρτας για να μη πÝσει. Το μακρüστενο γκρßζο πρüσωπü του με τα κοκκινωπÜ γÝνεια φουσκþνει και κοκκινßζει. ΧτυπÜ τα στÞθια του με τη γροθιÜ και μüλις τονε παρατÜ ο βÞχας λÝει σφυριχτÜ:
 -"Εγþ να πÜρω μπαξßσι";
 -"Εσý. Ποιüς Üλλος;" λÝει Þρεμα ο Κüστιν.
 -"ΔηλαδÞ πουλιÝμαι, 'γω";
 -"¼λοι πουλιοýνται..."
 -"Τ' ακοýτε;" λÝει ο Γκρßσκα στους μουζßκους. "Αυτü λÝγεται προσβολÞ κατÜ υπαλλÞλου εν þρα υπηρεσßας. Εßστε μÜρτυρες..."
 -"ΒλÜκα!" του λÝει ο Κüστιν, κουνþντας το χÝρι και φεýγει. Πßσω του φεýγουνε βιαστικÜ κι οι μουζßκοι που τους εßχε βÜλει μÜρτυρες ο Γκρßσκα.
     Ο Γκρßσκα κÜθεται στο σκαλοπÜτι, χαúδεýει τα στÞθια του και κουνÜ το μουσκεμÝνο του κεφÜλι. Τα κüκκινα μαλλιÜ του πÞρανε κι ασπρßζουνε, πÝφτουνε στα κιτρινιÜρικα μÜγουλÜ του. Τα μÜτια του εßναι γουρλωμÝνα και κατακüκκινα.
 -"ΠαλιÜνθρωποι!" λÝει σφυριχτÜ κι αρχßζει πÜλι να βÞχει.
     Ο ζÝμσκι νατσÜλνικ Ýρχεται μ' αμÜξι Þ με μιαν üμορφη πλεχτÞ σοýστα. Το Üλογο, Ýνα μικροκαμωμÝνο μα πολý νευρικü ζþο, τ' οδηγεß ο Ικονßκοφ, Ýνας παλιüς ουσÜρος που κÜνει τþρα τον χωροφýλακα του χωριοý. Ο Ικονßκοφ εßναι πÜντα κατσοýφης και πολý τσιγγοýνης στα λüγια. Βρßσκεται στη δοýλεψη του ζÝμσκι σαν ιπποκüμος κι αμαξÜς, πηγαßνει μαζß του στο κυνÞγι και στο ψÜρεμα. Εßναι ψηλüς, μελαχρινüς και φαλακρüς, Ýχει κÜτι μÜτια στρüγγυλα και πλακουτσωτÜ που μοιÜζουνε με κουμπιÜ. ΦορÜ Ýνα πουκÜμισο με βαθυκüκκινο χρþμα και μαýρη στρατιωτικÞ κιλüτα. Απü Ýνα φαρδý λουρß κρÝμεται πÜνω του Ýνα πιστüλι μÝσα σε μια κßτρινη, πÝτσινη θÞκη. Στην αριστερÞ μεριÜ σÝρνει μια σπÜθα χωροφýλακα. ΠλÜι του ο ζÝμσκι θυμßζει καλüγερο Þ ασκητÞ, Ýτσι που φορÜ Ýνα γκρßζο μανδýα και μια κουκοýλα στο κεφÜλι.
     Οι μουζßκοι βγÜζουνε τα καπÝλα τους και στÝκονται σιωπηλοß, στριμωγμÝνοι ο Ýνας πλÜι στον Üλλο. Οι γυναßκες κρýβονται πßσω απü τους Üντρες. Μπρος απ' üλους βρßσκεται ο Γκρßσκα ΓιÜκοβλεφ με το πρüσωπο κατσουφιασμÝνο κι Ýκφραση μεγαλομÜρτυρα. ΦορÜ Ýνα γκρßζο σακÜκι που του φτÜνει στα γüνατα, μια γκρßζα ριγωτÞ κιλüτα και κÜτι ξεπατωμÝνα λευκÜ παποýτσια με μαýρα κουμπÜκια.
     Ο Ικονßκοφ βγÜζει τον μανδýα απü τις πλÜτες του ζÝμσκι, üπως βγÜζουνε το τσüφλι απü τ' αβγü και τüτε παρουσιÜζεται το γνωστü σουλοýπι του ανθρþπου που φτιÜχνει τη δικαιοσýνη και χαρßζει το "δßκιο και την επιεßκεια που πρÝπει να βασιλεýουνε στα δικαστÞρια" (φρÜση του ΤσÜρου ΑλÝξανδρου ΙΙ). Ο ζÝμσκι εßναι καμιÜ σαρανταριÜ χρονþν, Ýνας Üντρας καλοκαμωμÝνος με φαρδιÜ στÞθια. Το κεφÜλι του στολßζουν ασημÝνια μαλλιÜ και το γλυκü ροδοκüκκινο πρüσωπο, κÜτι μεγαλüπρεπα μουστÜκια και κÜτι μεγÜλα και χαúδευτικÜ μÜτια. ΦορÜ πουκÜμισο απü σατακροýτα με χρþμα σα το χρυσÜφι, κιλüτα ιππασßας και ψηλÝς μπüτες. Στη φαρδιÜν ασημÝνια ζþνη με τα σμαλτωμÝνα πλουμßδια, Ýχει Ýνα üμορφο μαστßγιο καμωμÝνο απü πÝτσινες λωρßδες. ΑυτÝς εßναι τüσο σφιχτοπλεγμÝνες που θα 'λεγες πως το μαστßγιο εßναι σιδερÝνιο. Η λαβÞ του εßναι κι αυτÞ ασημÝνια, üπως η ζþνη.
     Ο ζÝμσκι σκουπßζει μ' Ýνα λευκü μαντßλι τα σκονισμÝνα μÜγουλα και το φαρδý μÝτωπü του, τινÜζει το ασπρισμÝνο κεφÜλι, χαúδεýει με τα δÜχτυλα τα πυκνÜ ξανθÜ του μουστÜκια, μισοκλεßνει τα μÜτια και χαμογελÜ.
 -"ΟλÜκερος λüχος μαζεýτηκε πÜλι!", λÝει τεμπÝλικα, με βροντερÞ κι αρχοντικÞ φωνÞ. "Γεια σας"!
     Οι αγρüτες τονε χαιρετοýν με διÜφορες φωνÝς. Οι γυναßκες κοιτÜζουνε μαγεμÝνες τον εξαιρετικÜ üμορφον αφÝντη. ºσως μερικÝς τους να θυμοýνται τα κοριτσßστικα üνειρÜ τους, ßσως να θυμοýνται το τραγοýδι που λÝει πως: "...¹ρθε Ýνας αφÝντης απü τον κÜμπο, με δυο σκυλιÜ μπροστÜ και δυο λακÝδες πßσω... αντÜμωσε μια κοπÝλα χωριÜτισσα, την αγÜπησε και τη πÞρε γυναßκα του...". Ο ζÝμσκι εßναι ολοφÜνερα σßγουρος πως ο κüσμος καμαρþνει τη λεβεντιÜ, την υγεßα και τη δýναμÞ του. Τεντþνεται για να ξεμουδιÜσει, μισοκλεßνει τα μÜτια και ρßχνει μια ματιÜ στον πυρωμÝνον ουρανü, λες κι εξετÜζει αν τονε φωτßζει καλÜ ο Þλιος. ¾στερα προστÜζει:
 -"ΓιÜκοβλεφ! ΦÝρε το τραπÝζι και τη καρÝκλα δω! ΜÝσα κÜνει ζÝστη κι Ýχει μýγες... Κλεßσε τη πüρτα"!
 -"¸τοιμα εßναι!" λÝει με ξερÞ φωνÞ ο Γκρßσκα κι ýστερα φωνÜζει: "Τραβηχτεßτε"!
     Οι μουζßκοι τραβιοýνται βαριÜ. Πßσω τους, κοντÜ στο κεφαλüσκαλο, φαßνεται στη σκιÜ Ýνα κÜθισμα, μια καρÜφα νερü, Ýνα καλαμÜρι και μια στοßβα χαρτιÜ.
 -"ΠολλÝς υποθÝσεις Ýχουμε;" ρωτÜ ο ζÝμσκι και κÜθεται στο τραπÝζι χαúδεýοντας τα μουστÜκια του.
 -"Δεκατρεßς", απαντÜ ο Γκρßσκα.
 -"ΔιÜβολε!" λÝει ο ζÝμσκι και σηκþνει μ' απορßα τους þμους. "Γιατß τσακþνεστε; Γιατß τρÝχετε στα δικαστÞρια; Πüτε θα μÜθετε να ζεßτε ειρηνικÜ, ε; Τß κουτοß που 'στε; Σας δþσανε τη λευτεριÜ κι εσεßς δε ξÝρετε να τη χαρεßτε. ΠρÝπει να σας το μαθαßνουμε μεις οι αφεντÜδες... ΠρÝπει να σας διαπαιδαγωγÞσουμε ξανÜ..."
     ¸να λιγνü γεροντÜκι βγαßνει απü το πλÞθος. Δυο βουζοýνια φαßνονται στο γυμνü του κεφÜλι. Τα τραχιÜ, βρþμικα και μπερδεμÝνα γÝνεια του εßναι πολý βαριÜ για τη στενÞ μοýρη του με τα μικροýτσικα μÜτια. Σου χτυπÜ στα νεýρα καθþς μιλÜ τραγουδιστÜ, σα ζητιÜνος:
 -"Εξοχþτατε Μßτρι ΣεργκÝιτς, πολýτιμε προστÜτη μας, Ýχουμε φτþχεια! Μας Ýφαγε η φτþχεια! 'Ανθρωποι πολλοß και το ψωμß λßγο! Πολý λßγο αφÝντη μου! Κι οι Üνθρωποι εßναι ψεýτες... üλοι του εßναι ψεýτες..."
     Μες απü το πλÞθος, κÜποιος ρωτÜ φωναχτÜ:
 -"ΥπÜρχει τÜχα πιο ψεýτης απü σÝνα";
 -"Σσσς!" προστÜζει ο ζÝμσκι μαζεýοντας τ' ασημÝνια του φρýδια. "Ποιüς το 'πε αυτü";
 -"Ο Εβντοκßμ Κüστιν!" λÝει ο Γκρßσκα.
 -"Την αλÞθεια εßπε, αφÝντη μου!" επιβεβαιþνει μια μεγαλüσωμη ηλικιωμÝνη γυναßκα που φορÜ Ýνα παρδαλü φουστÜνι, ραμμÝνο σýμφωνα με τη μüδα της πολιτεßας.
 -"Η-συ-χßα!" προστÜζει αυστηρÜ ο ζÝμσκι και χτυπÜ το χÝρι στο τραπÝζι. "Σας το 'πα κι Üλλη φορÜ, σας το ξαναλÝω και τþρα: ΜπροστÜ μου να μη βρßζεστε! Τ' ακοýσατε; Λοιπüν..." ΑκουμπÜ στη ρÜχη της καρÝκλας, σηκþνει το χÝρι, το κουνÜ κι αρχßζει να τους δασκαλεýει: "Εγþ εßμαι που διευθýνω το δικαστÞριο! Εßναι μεγÜλη δουλειÜ τοýτη! Το δικαστÞριο φτιÜχνει τη συνεßδησÞ σας. Καταλαβαßνετε; ΠρÝπει να το καταλÜβετε. Δεν εßναι η πρþτη φορÜ που σας το λÝω. Συνεßδηση θα πει να μη προσβÜλλετε ο Ýνας τον Üλλο, να μη βρßζεστε, να μη καβγαδßζετε, να μη κλÝβετε, να μη κüβετε στα κλεφτÜ ξýλα απü τα δÜση του δημοσßου, να μη μαζεýετε μανιτÜρια απü κει που απαγορεýεται, να πληρþνετε στην þρα τους τους φüρους και στο κρÜτος και στο ζÝμστβο, να μη ξοδιÜζετε τα λεφτÜ σας στο πιοτß..."
     Μιλοýσε πολý πληχτικÜ, χωρßς νεýρα και χωρßς να βιÜζεται. ¼σο μιλοýσε κοßταζε τον Ικονßκοφ που περπατοýσε στην αυλÞ. Ξοπßσω του πÞγαινε σα σκυλÜκι, το κοκκινωπü Üλογο. Τον Ýσπρωχνε στον þμο με τη μουσοýδα του και πÜσκιζε να του πιÜσει το αφτß.
 -"ΚÜθησε Þσυχα!" εßπε βαριÜ ο Ικονßκοφ. ¸βγαλε κÜτι απü τη τσÝπη του, ßσως κανÜ κομματÜκι ζÜχαρη και το 'δωσε στο Üλογο.
 -"¼σα και να σας δþσουνε λßγα τα βρßσκετε!" συνÝχισεν ο ζÝμσκι και κοýνησε το χÝρι του μ' απογοÞτεψη. "Σας ξÝρω γω! ΚαβγατζÞδες, ραδιοýργοι, συκοφÜντες! Ζηλεýετε! Να! Αυτü εßναι. Τþρα Þρθατε στο δικαστÞριο... Με ποιüν τα 'χετε; ¼λο με τους πλοýσιους τα 'χετε! ΤÜχα πως σας τυραννοýνε, πως δε σας αφÞνουν να ζÞσετε! Και ποιüς σας δßνει δουλειÜ; Το βλÝπετε; ΕμÝνα μου δßνει δουλειÜ ο τσÜρος, εσÜς ο πλοýσιος μουζßκος..." Το αφηρημÝνο του βλÝμμα σταμÜτησε κÜπου, τα φρýδια του μαζευτÞκανε. Στον ßσκιο της ιτιÜς καθüταν μια γυναßκα κι ακουμποýσε τη ρÜχη της στο σανιδÝνιο παραπÝτο του πηγαδιοý. Εßχεν ανοιχτÜ τα πüδια της κι ανÜμεσα κοιμüταν Ýνα αδýνατο παιδÜκι, με στραβÜ ποδαρÜκια και πρησμÝνη κοιλßτσα, γιομÜτη μýγες. Κι η γυναßκα κοιμüταν με το κεφÜλι γερμÝνο στον þμο κι ορθÜνοιχτο στüμα. "Τß γυρεýει τοýτη;" ρþτησεν ο ζÝμσκι, δεßχνοντÜς τη με το δÜχτυλü του.
 -"Εßναι η ΠελαγκÝνια Γιαμστσßκοβα. Ο Üντρας της καταδικÜστηκε τÝσσερα χρüνια φυλακÞ για φüνο και της πÞρανε τον ατομικü κλÞρο..." εßπεν ο Γκρßσκα, που στεκüτανε πßσω του σα φρουρüς-Üγγελος, με τη ξερÞ του φωνÞ.
 -"Να! Τα βλÝπετε; Φüνος!" μουρμοýρισεν ο ζÝμσκι και ξαναγýρισε στο θÝμα του. "ΠρÝπει να παραδεχτεßτε πως ο πλοýσιος μουζßκος εßναι πιο Ýξυπνος. Εßναι πλοýσιος γιατß εßναι Ýξυπνος! Αυτüς εßναι το στÞριγμα της εξουσßας, το στÞριγμα του τσÜρου. ΜÜλιστα! Ο πλοýσιος εßναι παλικÜρι, εßναι Üνθρωπος που του 'δωσεν ο Θεüς ξεχωριστÞ δýναμη στο νου και στο κορμß. ¸τσι πρÝπει να σκÝφτεστε..."
     ΑνÜμεσα στο πλÞθος βρßσκεται κι ο Βασßλι Κιρßλοβιτς Βολοκοýσιν. Εßναι Ýνας κοντüχοντρος γÝρος με τσüχινο, ξεθωριασμÝνο και πολý τριμμÝνο σακÜκι. Απü καιρü δε του κÜνει πια και δε κουμπþνει στη κοιλιÜ του, που 'ναι φουσκωμÝνη σα μπαλüνι και κρεμασμÝνη σχεδüν ως τα γüνατα. Το μοýτρο του, πλαδαρü και κßτρινο σα κολοκýθι, Ýχει εδþ κι εκεß μερικÝς γκρßζες τρßχες, που üταν φτÜνουνε στο πηγοýνι κÜνουν μιαν ανÜρια και σουβλερÞ μικρÞ σκοýπα. Στη γκριζωπÞ μýτη του, που 'ναι φαγωμÝνη απü τη βλογιÜ, φορÜ στρογγυλÜ γυαλιÜ με ασημÝνιο σκελετü. Πßσω απü τα γυαλιÜ του λÜμπουνε θολÜ τα γαλανÜ κουτÜ του μÜτια. Το φαλακρü του κεφÜλι Ýχει δÝρμα ζαρωμÝνο και γιομÜτο λεκÝδες, που μοιÜζει με κουρÝλι. Αυτüς ο γÝρος Ýχει δυο νερüμυλους κι εßνα ξακουστüς και σα καβγατζÞς. ¼λο και τρÝχει στο δικαστÞριο του ζÝμσκι της επαρχßας Þ της περιοχÞς. Τþρα ακοýει τα λüγια του Üρχοντα σα προσευχÞ, σταυρþνοντας ευλαβικÜ τα χÝρια στη κοιλιÜ του. Το πÜνω χεßλι του φουσκωμÝνο, κÜνει να κουνιοýνται τα μουστÜκια του. Ανασαßνει δυνατÜ και με θüρυβο.
      ¼λοι τους ακοýνε πολý προσεχτικÜ τον αργü κι ατÝλειωτο λüγο που βγÜζει ο αφÝντης. Οýτε σαλεýουν. Η βαριÜ, ανυπüφορη πλÞξη πυκνþνει και σβÞνει τους αδÝξιους στοχασμοýς των μουζßκων. Ο ζÝμσκι καθαρßζει τη μýτη του με θüρυβο σα τρομπÝτα, ξεφυλλßζει τα χαρτιÜ που 'χει μπρος του και φωνÜζει:
 -"Μπουνακüφ και Ντρüζντοβα"! ΚÜποιος γÝρος μ' Ýνα βουζοýνι, καθþς και μια γυναßκα με παχιÜ χεßλια και φουστÜνι της μüδας, πλησιÜζουνε στο τραπÝζι και προσκυνοýνε σκýβοντας τüσο χαμηλÜ, λες και τους χτýπησε κανεßς στο σβÝρκο. "Λοιπüν, πþς τα πÜτε;" ρωτÜ ο δικαστÞς. "ΣυμφωνÞσατε; Εßστε σýμφωνοι να συμβιβαστεßτε";
 -"Δε μπορþ, η ευγÝνειÜ σας, δε μπορþ!" λÝει η γυναßκα με μπÜσα φωνÞ και το φαρδý πρüσωπü της με τα μεγÜλα μÜτια, γßνεται κατακüκκινο. "Μου σακÜτεψε τη γελÜδα ο γεροδιÜβολος και τß γελÜδα Þτανε Θε μου! Δεν εßχε το ταßρι της, σα βασßλισσα περπατοýσε! Μα με τρßα πüδια η γελÜδα δε ζει. Ο Üνθρωπος μπορεß και μ' Ýνα να ζÞσει, μα η γελÜδα εßναι τþρα για σφÜξιμο. Τß Üλλο να τη κÜνω";
 -"ΣτÜσου, στÜσου!" φþναξε θυμωμÝνα ο ζÝμσκι. "ΑυτÜ τ' Üκουσα και την Üλλη φορÜ. Μπουνακüφ, πρÝπει ν' αποζημιþσεις τη γυναßκα για τη γελÜδα".
 -"Εξοχþτατε, πÜνσοφε δικαστÞ", εßπε τραγουδιστÜ ο γÝρος σκεπÜζοντας τα μÜτια του, "και μÝνα ποιüς θα με αποζημιþσει για τη βρþμη; Να ξÝρατε πüση βρþμη μου κατÜστρεψε η γελÜδα της! Εßχε το σκοπü της üταν την Üφηνε να μπει στο χωρÜφι μου... Για üλα üσα μου κÜνει Ýχει το σκοπü της αυτÞ..."
 -"Μπορεß και που ζω να 'χω το σκοπü μου;" απÜντησε μοχθηρÜ η γυναßκα.
 -"Ποιüς ξÝρει; Πολý μοιÜζεις με μÜγισσα, με στρßγγλα"!
 -"Τον ακοýτε τß λÝει εξοχþτατε; Κι εßναι αδερφüς μου, αληθινüς αδερφüς μου! ΠροστατÝψτε με απ' αυτü τον απατεþνα..."
 -"ΣιωπÞ!" φþναξε ο ζÝμσκι. Το ροδοκüκκινο πρüσωπü του κιτρßνισε και τα γαλανÜ του μÜτια πÞρανε κρýαν Ýκφραση. "Σας προστÜζω να συμβιβαστεßτε για να τελειþνει αυτÞ η ανüητη ιστορßα σας με τη γελÜδα. ΣÞμερα κιüλας, εδþ! Γιατß αλλιþς θα σας κüψω απü μια βδομÜδα φυλακÞ... ¸ξω τþρα! Ηλßθιοι! Κüστιν και Βολοκοýσιν"!
     Πßσω απü το Βολοκοýσιν βγÞκεν ο Εβντοκßμ Κüστιν. ¹τανε κοντüς, ξερακιανüς και κεφÜλας, φοροýσε ξεσκισμÝνο λευκü σακÜκι κι Ýνα λερωμÝνο παντελüνι απü αδιÜβροχο, με τα μπατζÜκια γυρισμÝνα ως το γüνατο. Παποýτσια δε φοροýσε. Θα 'τανε πÜνω-κÜτω τριÜντα χρονþ, μελαχρινüς κατσοýφης, με μαýρα γÝνεια, Ýμοιαζε πολý με τσιγγÜνο. Ο ζÝμσκι τονε κοßταξε λßγον Üγρια, παßζοντας το μαστßγιü του. Μα κεßνη τη στιγμÞ ο Γκρßσκα Ýσκυψε πßσω του και του 'πε:
 -"Μßτρι ΣεργκÝιτς, Ýνας μουζßκος κατουρÜει πÜλι στην αυλÞ! Τßποτα δε γßνεται μ' αυτοýς τους ανθρþπους..."
 -"Το παλιüσκυλο! ΦÝρτον εδþ"! Ο Γκρßσκα τον Ýφερε. ¹ταν μελαχρινüς μ' εýθυμο πρüσωπο και πυκνÜ γÝνεια. Κατακüκκινος απü το θυμü του ο ζÝμσκι τονε ρþτηξε χαμηλüφωνα: "Ποý κατουροýσες";
 -"Να! εκεß!" αποκρßθηκεν ο μουζßκος κι Ýδειξε με το χÝρι του.
 -"Καταλαβαßνεις τß γßνεται δω";
 -"ΛÝω πως εßναι δικαστÞριο..." εßπεν ο μουζßκος ýστερα απü λßγη σιωπÞ.
 -"Α þστε το καταλαβαßνεις!" εßπεν ο ζÝμσκι και κιτρßνισε πÜλι. "Αφοý λοιπüν το καταλαβαßνεις κι Ýκανες αυτÞ τη παλιανθρωπιÜ σε βÜζω τρεις μÝρες φυλακÞ"! Ο μουζßκος τßναξε μ' απορßα το κεφÜλι, κοßταξε γýρω κι Ýχωσε γοργÜ το χÝρι στη τσÝπη του παρδαλοý παντελονιοý του. "¸ξω!" φþναξε ο ζÝμσκι. Χτýπησε με το μαστßγιο το τραπÝζι κι ανασηκþθηκεν απü το κÜθισμα. Ο μουζßκος üμως που 'χε τραβηχτεß φοβισμÝνος, Üπλωσεν Ýνα φÜκελο που κρατοýσε στο χÝρι και φþναξε κι αυτüς:
 -"Σας φÝρνω Ýνα γραμματÜκι απü τον αδερφü σας τον ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς". Ο ζÝμσκι Üρπαξε τον φÜκελο, τον Üνοιξε, διÜβασε το γρÜμμα, χαμογÝλασε και ρþτησε:
 -"Πρþτη φορÜ Ýρχεσαι δω στο δικαστÞριο";
 -"Πρωταρχικþς!" αποκρßθηκεν Ýνοχα ο μουζßκος.
 -"Πüτε σου 'δωσε το γρÜμμα ο αδερφüς μου";
 -"Ψες το μεσημÝρι..."
 -"Πεζüς Þρθες";
 -"Συνεπþς"!
     Ο ζÝμσκι κατσοýφιασε πÜλι, Ýκανε αÝρα στο πρüσωπü του με τον φÜκελο και κοßταξε σιωπηλÜ τον μουζßκο για λßγες στιγμÝς. Σα να πρüσεξε πως αυτüς δε μοιÜζει και τüσο με τους συνηθισμÝνους μουζßκους. Τα χρυσÜ γÝνεια του Þτανε ψαλιδισμÝνα με προσοχÞ. Τα μαλλιÜ του Þτανε καλοχτενισμÝνα και κÜθονταν πÜνω στο κεφÜλι του σα κοκκινωπü σκουφÜκι. Το δÝρμα στο πρüσωπο και στο λαιμü του Þτανε καθαρü, λες και μüλις εßχε βγει απü το μπÜνιο. Το αριστερü του μανßκι Þτανε καταξεσκισμÝνο και πÜνω απü το παλιü ξεφτισμÝνο πουκÜμισü του φοροýσε ασυνÞθιστο παρδαλü γελÝκο, καμωμÝνο λες απü ατλÜζι, κεντημÝνο με πολýχρωμο μετÜξι. Εßχε και κÜτι ευχÜριστα γαλανÜ μÜτια.
 -"Τß θα πει συνεπþς;" τονε ρþτησεν αυστηρÜ.
 -"Εεε... δηλαδÞ ο ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς μου 'πε να φýγω αμÝσως κι εγþ Ýφυγα..." απÜντησε βιαστικÜ σα χαμÝνος ο μουζßκος.
 -"¼,τι θÝλετε λÝτε! Δε καταλαβαßνετε το νüημα της κÜθε λÝξης! Ποιüς σου 'μαθε τα... πρωταρχικþς και τα συνεπþς";
 -"Ο αρτικÝχτονας!" απÜντησε πÜλιν Ýνοχα ο μουζßκος.
     Ο ζÝμσκι Ýκλεισε το 'να μÜτι λες κι εßχε πÝσει μÝσα σκüνη κι Üρχισε να χαχανßζει, ανοßγοντας διÜπλατα το στüμα και κουνþντας τα μεγαλüπρεπα μουστÜκια του. Τα δυνατÜ, τρανταχτÜ γÝλια του προκαλÝσανε χαμüγελα στα σκυθρωπÜ κι ιδρωμÝνα πρüσωπα των παρισταμÝνων μουζßκων. Ο Μπουνακüφ μÜλιστα γÝλασε κÜπως δυνατÜ, μα αμÝσως σκÝπασε το στüμα του με τη χοýφτα. Η κοιλιÜ του Βολοκοýσιν ανεβοκατÝβαινε αθüρυβα κι οι ρυτßδες κουνιüντουσαν στα πλαδαρÜ του μÜγουλα. Μüνον ο Ικονßκοφ δεν Ýδινε προσοχÞ στο τß γινüτανε. Πüτιζε τ' Üλογο με τον κουβÜ, γιüμιζε τις χοýφτες του νερü και το 'ριχνε στο κεφÜλι και στα στÞθια της γυναßκας που κοιμüτανε κοντÜ στο πηγÜδι.
 -"Ωχ διÜβολε!" εßπεν ο ζÝμσκι üταν σταμÜτησε τα γÝλια και σκοýπισε με το μαντßλι τα δÜκρυÜ του. "ΑρτικÝχτονας!" ξανÜπε. ΧαμογÝλασε, σημεßωσε τη λÝξη πÜνω στο γρÜμμα του αδερφοý του κι Üρχισε ν' αερßζει πÜλι το κατακüκκινο πρüσωπü του. "Και τß σου 'πεν ο αρτικÝχτονας";
 -"Πως πρÝπει να μιλÜω üμορφα κι üχι χωριÜτικα. Συ", μου 'πε, "δεν εßσαι μουζßκος, εßσαι μÜστορας..."
 -"Τß βλακεßες!" λÝει ο ζÝμσκι χαμογελþντας μ' επιεßκεια. "ΚαλÜ, καλÜ, εßσαι απαλλαγμÝνος κι απü τη φυλακÞ". ¾στερα γυρνþντας στους Üλλους συνÝχισε: "ΒλÝπετε τß... πρüθυμος μουζßκος που εßναι; τονε προστÜξανε 'πÞγαινε' κι αυτüς περπÜτησε πενηνταδυü βÝρστια... Ýτσι σα να 'πιε Ýνα ποτηρÜκι βüτκα! Εν-δυο, εν-δυο κι Þρθε! ΜπρÜβο! ΠρÝπει üμως αδερφÝ μου να σκÝφτεσαι, που βρßσκεσαι και τι κÜνεις. Το δικαστÞριο εßναι το ßδιο üπως λüγου χÜρη... μια λειτουργßα, μια ιεροτελεστßα. Γιατß το δικαστÞριο προστατεýει το δßκιο. Κι üταν το δßκιο εßναι δωσμÝνο απü το Θεü..." σÞκωσε το χÝρι του στον ουρανü και τα νýχια του γυÜλιζαν, ωστüσο φαßνεται πως η σýγκριση του δικαστηρßου με τη λειτουργßα δεν τον ικανοποßησε, γιατß πρüστεσε πιο αυστηρÜ: "Το δικαστÞριο εßναι σα στρατιωτικÞ παρÝλαση μπρος στο Θεü και μπρος στον τσÜρο". ¾στερα γýρισε στους Üλλους. "Αν το 'κανε αυτü κÜποιος φαφλατÜς απü σας που 'ρθατε κι Üλλη φορÜ δω, θα τον Ýβαζα μια βδομÜδα φυλακÞ. ΠρÝπει να σας μÜθω πως να φÝρνεστε".
 -"Ωχ ναι... πρÝπει"! επιβεβαßωσεν ο Βολοκοýσιν αναστενÜζοντας βαθιÜ.
     Ο ζÝμσκι ξανÜρχισε να μιλÜ με τον μουζßκο που φοροýσε το γελÝκο:
 -"Ο αδερφüς μου σε συσταßνει για καλü μαραγκü. Να 'ρθεις να με βρεις στο ΣαμÝλοβο. Θα σου δþσω δουλειÜ..."
 -"Εξοχþτατε, δεν Ýχω εργαλεßα..."
 -"Τα 'πιες";
 -"Τα 'βαλα ενÝχυρο. ΠÝθανε το παιδß μου, Ýφαγε πολλÜ βατüμουρα και πÝθανε. ¸πρεπε να του κÜνω και το ξüδι. Συμπληρωματικþς λÝω πως ο ΣεργκÝι ΣεργκÝιτς μ' Ýβγαλε απü τη δουλειÜ μου για να με στεßλει. Δουλεýω στον Βασßλι Κυρßλοβιτς, να! σ' αυτüν εδþ..."
 -"Δε πειρÜζει, θα περιμÝνει", εßπεν ο ζÝμσκι και στρεφüμενος στον Βολοκοýσιν: "Θα περιμÝνεις, ε";
 -"¼πως αγαπÜτε, Μßτρι ΣεργκÝιτς..." απÜντησεν εκεßνος κÜνοντας υπüκλιση.
 -"ΒλÝπεις;" εßπεν ο ζÝμσκι και σοβÜρεψε. "Και τα εργαλεßα σου σε ποιüν τα 'βαλες ενÝχυρο";
 -"Στον ΙβÜν ΠÝτροβιτς", αποκρßθηκε πρüθυμα ο μαραγκüς.
 -"ΨÝμματα λÝει!" πετÜχτηκεν ο Μπουνακüφ. "¸χει εργαλεßα"!
 -"Εßναι του Βολοκοýσιν και δε κÜνουνε για φßνα δουλειÜ..."
 -"ΣιωπÞ!" πρüσταξεν ο ζÝμσκι, κοιτþντας αυστηρÜ τον Μπουνακüφ. "Τß εßσαι συ; Τοκογλυφßα κÜνεις";
 -"Τß λÝτε, εξοχþτατε!" εßπε τραγουδιστÜ και κλαψιÜρικα ο Μπουνακüφ. "Κι ο Χριστüς ακüμα δßνει üταν του ζητÜνε, Ýτσι δεν εßναι";
 -"Να του γυρßσεις αμÝσως τα εργαλεßα του! ΚατÜλαβες; Ντροζντüβα!" εßπεν απüτομα ο ζÝμσκι κι ανασηκþθηκε.
 -"Εδþ εßμαι πατεροýλη, εδþ εßμαι..." εßπεν Þρεμα η γυναßκα, μα τραβÞχτηκε μακρυÜ απü το τραπÝζι.
 -"Θες να πουλÞσεις τη γελÜδα";
 -"Και τß Üλλο να τη κÜνω χωρßς ποδÜρι"; και για καλü και για κακü Ýκανε πως κλαßει και πως σκουπßζει τα ολüστεγνα μÜτια της στον ποδüγυρο του φουστανιοý της.
 -"Θα την αγορÜσει ο Μπουνακüφ. ΓιÜκοβλεφ, γρÜψε την απüφαση"!
 -"Εξοχþτατε, τß να τη κÜνω;" φþναξεν ο γÝρος. "Τþρα εßναι καλοκαßρι κι ο κüσμος δε τρþει κρÝας. Θα 'ναι καθαρÞ ζημιÜ..."
 -"Αν δε πÜψεις..." φþναξεν ο ζÝμσκι κι ο Μπουνακüφ Ýπαψε, Ýκρυψε το κεφÜλι και χþθηκε ανÜμεσα στον κüσμο, üπως ο τρÜγος σ' Ýνα κοπÜδι πρüβατα. Ο ζÝμσκι κοýνησε τους þμους, φοýσκωσε τα στÞθια του, σα να 'τανε κανÝνα νεαρü παλικÜρι, στρÜφηκε ξανÜ στο πλÞθος και ρþτηξε: "Βολοκοýσιν για δε πληρþνεις τον Κüστιν για τη δουλειÜ του";
 -"Το δßκιο εßναι μαζß μου εξοχþτατε!" εßπε καθαρÜ ο μυλωνÜς. "Ο Εβντοκßμ Þρθε να πελεκÞσει τις πÝτρες μου. Η κÜτω μυλüπετρα εßναι ακριβÞ, απü τη καλýτερη μοσχοβßτικη πÝτρα. Η πÜνω εßναι κι αυτÞ καλÞ, απü τη καλýτερη πÝτρα του Ντνßπερ... Αυτüς εßναι ξακουστüς τεχνßτης για τÝτοια δουλειÜ, τις πÝτρες μου üμως τις χÜλασε! Και το 'κανε απü τσαπατσουλιÜ. Να, ρωτεßστε τους ανθρþπους εδþ να σας ποýνε τι τσαπατσοýλης εßναι".
 -"ΑλÞθεια λÝει!" επιβεβαßωσεν η Ντροζντüβα.
 -"Να! γι' αυτÞ τη μεγÜλη ζημιÜ εßναι που κρÜτησα τα λεφτÜ..."
 -"ΦτÜνει!" διÜταξεν ο ζÝμσκι. "Συ Κüστιν τß λες";
 -"ΨÝμματα λÝει!" αποκρßθηκεν ο Κüστιν με δυνατÞ φωνÞ τενüρου. "Για ρωτεßστε τον τις δοκßμασε τις πÝτρες";
 -"Δε θα με μÜθεις εσý τι πρÝπει να κÜνω, βλÜκα! ΞÝρω και μüνος μου τι πρÝπει να ρωτÞξω..." 'Αναψε τσιγÜρο κι Ýβγαλε την απüφαση: "Βολοκοýσιν τις πÝτρες θα πρÝπει να τις εξετÜσουν ανθρþποι που ξÝρουν απ' αυτÞ τη δουλειÜ... Αυτοß θα μας πουν αν εßναι χαλασμÝνες..."
     Ο Κüστιν πλησßασε το τραπÝζι χαμογελþντας:
 -"Εξοχþτατε, μüνον η δουλειÜ μπορεß να δεßξει αν εßναι χαλασμÝνες οι πÝτρες. Οι Üνθρωποι που ξÝρουν απü τÝτοια θα 'ναι μυλωνÜδες και θα με χαντακþσουνε. Τους ξÝρω αυτοýς τους σατανÜδες"!
 -"Συ θα με μÜθεις τι πρÝπει να κÜμω;" ρþτησεν Üγρια ο ζÝμσκι.
 -"Μα üχι! Οýτε μου πÝρασε απü το νου. Μüνο που πρÝπει να ζÞσω και κανεßς δε μπορεß να ζÞσει χωρßς δουλειÜ... Εßναι τþρα ο δεýτερος μÞνας που με κοροúδεýει. Ας μου δþσει τα μισÜ Ýστω κι ας πÜει στο διÜλο, το γουροýνι".
     Ο ζÝμσκι Ýβγαλε καπνü απü τη μýτη και μßλησε το ßδιο Üγρια üπως και πριν, αλλÜ με πιο σιγανÞ φωνÞ και με λαμπερÜ μÜτια:
 -"ΚÜτι Ýχω ακουστÜ για σÝνα Κüστιν! Δε λÝνε καλÜ πρÜματα για σÝνα..." Μα ο Κüστιν δεν υποχωροýσε. Η φωνÞ του ακουγüταν üλο και πιο δυνατÞ:
 -"Δε λÝνε και λßγα! ¼λοι μας σκεφτüμαστε Üσχημα ο Ýνας για τον Üλλο... και μιλÜμε ακüμα χειρüτερα... Να για το Βολοκοýσιν λÝνε πως Ýδειρεν Üγρια τη γυναßκα του και πως εßναι τοκογλýφος χειρüτερος κι απü τον Μπουνακüφ ακüμα..."
 -"Απü που κι ως που εγþ τοκογλýφος;" πετÜχτηκε ο Μπουνακüφ.
 -"¼λη την επαρχßα την Ýπιασεν απü το λαιμü ο Βασßλι Κυρßλοβιτς..." πρüσθεσε κι η Ντροζντüβα με τη χοντρÞ φωνÞ της. Τüτε, μια χαμηλÞ αλλÜ πολý σταθερÞ φωνÞ ακοýστηκε μες απü το πλÞθος:
 -"Αχüρταγοι λαογδÜρτες εßστε κι οι δυο σας"! Ο ζÝμσκι σημεßωσε κÜτι κι ýστερα φþναξε:
 -"ΓιÜκοβλεφ!". Ο Γκρßσκα καθüτανε καμπουριασμÝνος σ' Ýνα σκαλοπÜτι και κοßταζε ανÜμεσα στα πüδια του. Σηκþθηκεν αδÝξια και βαριÜ κι Ýσκυψε προς τη μεριÜ του προúσταμÝνου του. ΚÜτι μουρμοýρισαν αναμεταξý τους κι ýστερα ο ζÝμσκι διÜβασε´ν αυτü που 'χε γρÜψει: "Να κρατηθεß ο Εβντοκßμ Κüστιν υπü της Αστυνομßας της Επαρχßας μÝχρι νεοτÝρας διαταγÞς μου. ¸χει χωροφýλακα στη πüρτα; Για κοßτα. Ικονßκοφ! ¸τσι λοιπüν Κüστιν..." Ο Κüστιν γýρισε τη πλÜτη στο ζÝμσκι κι εßπε στον κüσμο:
 -"ΜωρÝ δικαστÞριο! Το 'δατε";
 -"Εú φιλαρÜκο μου..." εßπεν αργÜ ο ζÝμσκι, σηκþθηκε κι ανÝβασε το μαστßγιο. Ο Κüστιν üμως τραβοýσε για τη πüρτα. Ο Ικονßκοφ τονε πρüφτασε κι Ýβαλε το χÝρι στον þμο του που θα 'τανε βαρý, γιατß ο Κüστιν σταμÜτησε, σα να σκüνταψε και ρþτησε:
 -"Τß τρÝχει";
 -"Μη βιÜζεσαι..." του απÜντησεν ο Ικονßκοφ, "το Üλογü μου δε μπορεß να τρÝχει".
     Το ζωηρü Üλογο χüρευε πλÜι του. Ο ζÝμσκι το κοιτοýσε και χαμογελοýσε, αφÞνοντας να φαßνονται τα πυκνÜ λευκÜ δüντια του. ¾στερα γýρισε προς τη μεριÜ του Βολοκοýσιν κι εßπε:
 -"¸χουν υποβληθεß τρεις εκθÝσεις εις βÜρος σου, αξιüτιμε κýριε! Πιο σοβαρÞ εßναι η Ýκθεση της δασκÜλας ΜεντβÝντεβα. ΑυτÞ μÜλιστα δεν εßναι μüνον Ýκθεση παραπüνων. Η δασκÜλα παρακαλεß να παρθοýν μÝτρα που να τη προστατεýουν απü σÝνα, κýριε. ΘÝλει να παραπονεθεß στην Εισαγγελßα".
     Ο Βολοκοýσιν Ýβηξε, τßναξε τη κοιλιÜ του και βÜλθηκε να μιλÜ με τρüπο σα να διÜβαζε κÜτι που 'τανε γραμμÝνο.
 -"ΕπιτρÝψτε μου εξοχþτατε να δηλþσω πως εγþ εßμαι Ýφορος στο σχολειü και πως αυτÞ η ΜεντβÝντεβα μαθαßνει στα παιδÜκια πρÜγματα που δε συμφωνοýν με τη θρησκευτικÞ διδασκαλßα της ΙερÜς Εκκλησßας του ΠÜτερ Συμεþν, που κι εσεßς τονε ξÝρετε..."
 -"Τον χαρτοπαßχτη..." πρüσθεσεν ο ζÝμσκι κι Ýκλεισεν εýθυμα το μÜτι.
 -"ΑυτÞ λÝει πως τÜχατες η γη γßνηκε μονÜχη της, απü τον αγÝρα και τη φωτιÜ και πως κανεßς δεν εßναι νοικοκýρης της. Εχτüς απ' αυτü, πρüσεξα πως κÜτι Üγνωστοι ανθρþποι περνοýνε τα βρÜδυα τους στο σπßτι της".
 -"Θα σ' Üρεσε κι εσÝνα ε γÝρο;" ρþτησεν ο ζÝμσκι, μα αμÝσως το ροδοκüκκινο πρüσωπü του σοβÜρεψε, Ýφτυσε και συνÝχισε με ýφος αυστηρü: "¼πως κι αν εßναι δεν Ýπρεπε να πιÜσεις τη γυναßκα απü τα μαλλιÜ και να τη χτυπÜς με τα βιβλßα στα μοýτρα. Θα δþσεις λüγο γι' αυτü. Και γενικÜ κýριÝ μου..."
     Κεßνη τη στιγμÞ Þρθε κι ο Ικονßκοφ, κρατþντας τ' Üλογο απü τη χαßτη. 'Αφησε στο τραπÝζι Ýνα φÜκελο κι εßπε:
 -"Δεν εßχε χωροφýλακα στη πüρτα. Τονε πÞγα μüνος μου. Αυτü το γρÜμμα μου το 'δωσεν Ýνας καβαλÜρης απü το Μοýρζινο".
 -"Α δεν εßχε; Περßφημα!" εßπεν ο ζÝμσκι, ανοßγοντας μ' ολοφÜνερη χαρÜ το φÜκελο. "ΔηλαδÞ ...üχι περßφημα, μα αßσχος! ΓιÜκοβλεφ, γιατß δεν εßχε χωροφýλακα"; Ο Γκρßσκα Ýσκυψε και μουρμοýρισε κÜτι το ακαταλαβßστικο μα ο ζÝμσκι του 'κανε νüημα να σωπÜσει γιατß διÜβαζε το γρÜμμα. Το πρüσωπü του Ýλαμπε. ¾στερα Ýβαλε το γρÜμμα στη τσÝπη του κι Üρχισε να δßνει διαταγÝς φωναχτÜ και βιαστικÜ: "ΓιÜκοβλεφ, να τελειþνουμε! Κανüνισε τα υπüλοιπα. ΚÜνε μιαν αναφορÜ με τις νÝες μηνýσεις και στεßλε μου την, üπως πÜντα. ¸στειλες τα δßχτυα στον αρχηγü των ευγενþν; ΕντÜξει! Ικονßκοφ, ζÝψε, φεýγουμε για το Μοýρζινο". Σηκþθηκε, τεντþθηκε για να ξεμουδιÜσει, στÜθηκε κει, üμορφος, λουσμÝνος απü το φλογερüν Þλιο και κοßταξε μ' αυταρÝσκεια τους þμους και τα χÝρια του. "Λοιπüν ορθüδοξοι χριστιανοß, απü σÞμερα σταματþ τα χασομÝρια μαζß σας. ¸χω μια σοβαρÞ δουλειÜ... ΚουρÜζεται κανεßς με σας, εßστε ανüητος λαüς. Για κοιτÜξτε πως εßμαι γω, ε"; Χτýπησε με τη χοýφτα τα στÞθια του που βροντÞξανε μ' Ýναν υπüκωφον Þχο.
 -"Αητüς!" εßπε σιγανÜ η Ντροζντüβα κι αναστÝναξε.
 -Ο αυτοκρÜτορας με πρüσταξε να τον υπηρετþ, να φροντßζω για σας, για τις υποθÝσεις σας. Μα οι υποθÝσεις σας εßναι τιποτÝνια πρÜματα. Ανοησßες και κουταμÜρες εßναι üλα τα παρÜπονÜ σας. Να αυτÞ η γυναßκα κοιμÜται πλÜι στο πηγÜδι, σα να μη κοιμÞθηκε σ' üλη της τη ζωÞ. ΒαριÝται κανεßς με σας, παιδιÜ. Κι üμως κÜνω την υπηρεσßα μου σýμφωνα με τη διαταγÞ της Αυτοý Μεγαλειüτητος του αυτοκρÜτορα. Υπηρετþ πειθαρχικÜ κι υπομονετικÜ. ΕμÝνα να 'χετε για παρÜδειγμα... Εßναι σωστÜ αυτÜ που λÝω";
     ΜερικÝς φωνÝς απαντÞσαν αμÝσως, βιαστικÜ και ταπεινÜ, αναποφÜστιστα και χαροýμενα:
 -"ΣωστÜ εßναι... η χÜρη σας! Ο Θεüς να σας δßνει υγεßα! Και πüτε θα εξετÜσετε και τη δικÞ μας υπüθεση, προστÜτη μας";
     Ο ζÝμσκι Ýβαλε το καπÝλο του, ο Γκρßσκα του 'ριξε τον μανδýα στους φαρδιοýς του þμους κι ýστερα ο δικαστÞς ανÝβηκε στο αμÜξι πßσω απü τον Ικονßκοφ και καθþς Ýβγαινε απü την αυλÞ, οι μουζßκοι προσκυνοýσανε κι αυτüς τους κουνοýσε το κεφÜλι. Ο Βολοκοýσιν, ο Μπουνακüφ, η Ντροζντüβα κι Üλλοι τÝσσερες, πλησιÜσανε τον ΓιÜκοβλεφ. Ο Γκρßσκα στεκüτανε στο κεφαλüσκαλο σφßγγοντας τα χαρτιÜ κÜτω απü τη μασχÜλη του και τους κοßταζε απü ψηλÜ με κατακüκκινα μÜτια μπεκρÞ. Τους κοßταζε κÜμποσην þρα κι ýστερα εßπε σφυριχτÜ:
 -"Λοιπüν εßπατε ü,τι εßχατε να πεßτε. ΓκαμÞλες!... Ακοýσατε που πρüσταξε να 'στε πιο τσιγγοýνηδες στα λüγια..." και τρÜβηξε για το γραφεßο. Οι μουζßκοι πÞγανε ξοπßσω του. Στην αυλÞ μεßνανε μüνο καμμιÜ εικοσαριÜ Üνθρþποι που κρεμοýσανε τα δισÜκια στους þμους τους κι ετοιμαζüντουσαν να πÜρουνε δρüμο για τα μακρινÜ τους σπßτια.
 -"ΚαλÜ τους συγýρισε", εßπε μ' ενθουσιασμü ο μαραγκüς.
 -"Ναι! ΚαλÜ τους κοπÜνησε"!
 -"Σπουδαßα θÝση Ýχει..."
 -"Τß λÝτε; Να ξυπνÞσουμε τη γυναßκα";
 -"Σα πεθαμÝνη κοιμÜται"!
 -"Αητüς εßναι, σßγουρα! Εßδατε τß Ýκαμε τον Κüστιν;" εßπεν ο μαραγκüς, τυλßγοντας το τσιγÜρο του.
     ΞυπνÞσανε τη γυναßκα. ΑυτÞ κοßταξε σα τρελÞ γýρω της κι Ýβαλε τις φωνÝς:
 -"Θε μου πÜλι δε βγÞκεν η απüφαση! Τß να κÜνω; Πüτε θα βγει επιτÝλους";
     Το παιδÜκι βÜλθηκε να κλαßει μ' αδýναμη φωνÞ. ¼λοι αρχßσανε να φεýγουν απü την αυλÞ, βιαστικÜ. 'Ακουγες τις τελευταßες τους κουβÝντες:
 -"Στο Μοýρζινο πηγαßνει... Στη γυναßκα του αρχηγοý των ευγενþν..."
 -"Εßναι μεγÜλος γυναικÜς..."
     ¸νας κοντüς μουζßκος με στριμμÝνα μουστÜκια, με κομμÝνα γÝνεια και με προγοýλι σα του σκαντζüχοιρου, τßναξε το κεφÜλι του κι εßπε δυνατÜ και ζηλιÜρικα, χτυπþντας με μια βÝργα τις τσουκνßδες που φυτρþνανε κοντÜ στο πηγÜδι:
 -"Παßζει τους νüμους στα δÜχτυλα σα να 'ναι μπαλαλÜικα! Αληθινüς αητüς"!
 -"Μα γι' αυτü εßναι που σποýδαξε..." εξÞγησεν ο μαραγκüς. ¾στερα, αφοý Ýβγαλε πυκνü καπνü απü το στüμα του, πρüσθεσε: "Συμπληρωματικþς μπορþ να πω πως αυτοß οι σπουδαγμÝνοι, οι φιλüσοφοι, üπως το θÝλουν Ýτσι και το γυρßζουν... ΚαλÞν αντÜμωση, τßμιε λαÝ! ¼χι üμως σε τοýτο το μÝρος"!
     ¸να Üγριο σκυλß Þρθε τρÝχοντας απü τον κÞπο. Μýρισε τη φρÝσκια κοπριÜ, μα δεν τ' Üρεσε. Τßναξε το μεγÜλο του κεφÜλι, Ýτρεξε στο παραπÝτο του πηγαδιοý, σÞκωσε το πüδι του, οýρησε κι ýστερα πÜλι Ýτσι βιαστικÜ üρμηξε κατÜ τη πüρτα...

   
                     

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers