Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Ενδιαφέροντες 

Αλογοσκούφι Κασσάνδρα: Ο Αοιδός Και Το Αηδόνι

                            Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

     Γεννημένη τον Ιούλη του 1982, γράφει πρόζα και διήγημα. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες ποίησης και δημοσιεύει σε δωρεάν δικτυακά περιοδικά. Το 2009 συμμετείχε στη Μπιενάλε Νέων Δημιουργών εκπροσωπώντας το ελληνικό παραμύθι. 

                          Κώστας Τασλάκογλου (φωτογραφίες)

     Γεννημένος τον Νοέμβρη του 1979, αυτοδίδακτος φωτογράφος που έχει εντρυφήσει προσφάτως στην ποιητική γραφή με εικόνες. Με όπλο του την φωτογραφία αποθανατίζει τη στιγμή μέσα στη μυθική της διάσταση. Διαθέτει μία αξιόλογη συλλογή από Αθηναϊκά γράφιτι και συνεργάζεται με μπλογκ και περιοδικά λογοτεχνίας.

---------------------------------------------------------------- 

                                Ο Αοιδός Και Το Αηδόνι


                   Παραμυθένιο Δάσος (φωτό: Κώστας Τασλάκογλου)

     Μέσα σε κήπους όλο χρώματα της ώχρας σε είδα. Αιμορραγούσες ανάμεσα σε σκυφτές κλαίουσες και ισχνές ιτιές και το αίμα έρρεε μέσα στο ξάφνιασμα της ολόχρυσης υφής του. Ούρλιαζες μυστικά στα μύχια σου κι εκειδάς σ' ένα κοντινό ξέφωτο του δάσους οι άγνωστοι άνθρωποι του όχλου και του διασυρμού κατέβαζαν τιμής ένεκα τη σημαία προς χαιρετισμό σου. «Για σένα, μόνο για σένα» φώναζαν ως αιώνια υπόσχεση που κράτησε μόλις μια στιγμή. Στο ροδαλό δειλινό προσπάθησες να αδράξεις με το χέρι τη σημαία, όμως η σημαία παρέμενε απρόσιτη και ξεσκισμένη σε ασημί κορδέλες.
 -"Για σένα, μόνο για σένα καλέ μου φίλε..."
     Είχες αφεθεί μπρούμυτα σε ρηχούς βούρκους με κοντόθωρη βλάστηση. Σ' αυτή τη στάση και μ' αυτή τη στάση ζωής Παρέμεινες ακίνητος για το υπόλοιπο των ημερών. Μονάχος κι αφίλητος. Έγινες συνείδηση μονολιθικών ποιητών. Πατρονάρισες όλα τους τα ποιήματα κι εν τέλει έδωσες ζωή στο θάνατό τους.
     Κάποτε με τη φιγούρα σου να κυματίζει στο μούχρωμα βάδισες προς το ξέφωτο και μια φευγαλέα ελπίδα έφεξε σα ζωγραφιά στο υπέροχο μέτωπό σου. Οι άνθρωποι σε είχαν εγκαταλείψει -ναι, ευτυχώς- και σα μανιφέστο αχρείαστο η σημαία σου ήτανε πεταμένη. Τη σήκωσες μέσα απ' τις λάσπες και την κυμάτισες στο δροσερό αεράκι με τη βιαιότητα της απογοήτευσης. Το γοτθικό δάσος με τα σκούρα πράσινα χρώματα -εκείνο που σε περιέβαλε- ένιωσε υπέροχα από την αιφνίδια παρουσία σου και σε αντάμειψε μ' ένα μαγεμένο αηδόνι που 'ρθε και πέταξε τριγύρω για κάμποση ώρα. Όταν στον σκοτεινό ουρανό φανερώθηκαν τρία λευκά σύννεφα-περιστέρια εισήλθε σφοδρά σα βέλος στο στόμα σου βρίσκοντας μηδενική αντίσταση.


                  Παγανιστικό Δέντρο: Φωτό: Κώστας Τασλάκογλου

     Έφτυσες δυο γουλιές αίμα, έβηξες ηχηρά και σύντομα βάλθηκες να τραγουδάς ένα αγγελικό τραγούδι που απ' το πεντάγραμμο του ουρανού και των άστρων το 'χες μάθει. Ένα ντελικάτο άσμα που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει ανθρώπου αυτί. Ήταν μια ασημί μελωδία που ύπνωνε άγρια ζώα και δέντρα σε θεσπέσια όνειρα. Ήσουν υποχρεωμένος όμως για αντάλλαγμα να τραγουδάς για όλο το υπόλοιπο της ζωής σου. Όταν το συνειδητοποίησες η σημαία έπεσε με κρότο μέσα απ’ τα τρομαγμένα σου χέρια.
     Μαγεμένος από το δάσος των ψυχών κατάλαβες ότι αυτοί που επιθύμησαν περισσότερο το φιλί, ήταν αυτοί που παρέμειναν επί πολλού δίχως το γλυκό φιλί. Μαστίγωσες το στήθος σου με τις ξυλιασμένες ράβδους των χεριών. Ούρλιαξες με λύσσα για την τύχη και ατυχία που σε βάρυνε. Πλήγωσες σε βάθος τα φουσκωμένα πνευμόνια κι από το βάθος τους αντήχησε το πικρό κλάμα του αηδονιού που με αφοπλιστική ειλικρίνεια αναδύθηκε ποτίζοντας τη στείρα γη της καρδιάς σου.
     Επανειλημμένα ρώτησες κάτι που δε μιλεί αλλά λαλεί, το αηδόνι το πουλί: «Τίς ει; Τίς ει κει μέσα;» και το καλόκαρδο αηδόνι τρομαγμένο από το έρεβος και τη μουρμούρα που γεννούσε ο φθόνος του στοιχειωμένου δάσους ανταπάντησε με ανθρώπινη φωνή «Παρακαλώ, παρακαλώ σε, τραγούδα ίνα μη φοβούμαι τη νύχτα!» Το αηδονάκι εννοούσε τη νύχτα που είχες στο στήθος σου μέρα-νύχτα. Και γι' αυτό περιβλήθηκες από άκρατη σιωπή. Είχες ξεχαστεί με το βλέμμα να ανταμώνει την ολόγιομη σελήνη. Χάιδευες το στέρνο τραγουδώντας -τώρα πια- με πανευτυχές αηδόνισμα.
     Ο πόνος και κάθε βάρος είχε υποχωρήσει. Το δάσος ξεπεράστηκε και το γλυκό τραγούδι έκανε τα ζωντανά φυτά να σύρουν τις περικοκλάδες τους σχηματίζοντας φωτεινό πέρασμα. Ο αοιδός -μέσα σου- χαμογέλασε για πρώτη φορά. Ήσουνα για πάντα λεύτερος ύστερα από κείνη τη νύχτα.
     Η νύχτα δε για να θυμάται αυτό το εξαίσιο γεγονός του χαμένου αοιδού που ανταμώνει το αηδόνι έφτιαξε έναν αστερισμό. Έφτυσε κάμποσα αστέρια στον μελανό ουρανό της και σχημάτισε πρώτα τον άντρα κι έπειτα ένα μικρό αηδόνι να κάθεται στην άκρη του δαχτύλου του. Το δάχτυλο δείχνει πάντα την ανατολή κι έτσι οι χαμένοι ταξιδιώτες βρίσκουνε πάντα τον προσανατολισμό τους...

                 
                                    Ανρί Ρουσό:       Νύχτα Καρναβαλιού

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers