ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÅíäéáöÝñïíôåò 

Boris: ÌïíáäéêÜ ÊïììÜôéá...


                                         Βιογραφικü

     Δια χειρüς ιδßου: ΓεννÞθηκα στα Highlands της Σκωτßας, τον Ιοýλιο του 1654. ΑρχικÜ με ονüμασαν Dunkan McLeod [εßμαι ο γνωστüς Highlander, η ζωÞ μου εßναι το θÝμα πολυσυζητημÝνης τηλεοπτικÞς σειρÜς], αλλÜ τελικÜ κÜποιος Üλλος εßχε καταθÝσει αυτü το üνομα στο γραφεßο ευρεσιτεχνιþν και με ονüμασαν Desmondo Jose Ruiz. Στα βοσκοτüπια της Σκωτßας Ýμαθα να χειρßζομαι το ξßφος, να πολεμÜω σαν Üντρας και να ψÞνω σουβλÜκια. Διακρßθηκα στον Αγγλοσκωτικü πüλεμο και τιμÞθηκα με πολλÜ βραβεßα ανδρεßας. ΜÜλιστα στον πüλεμο αυτü, αφüτου δÝχτηκα Ýνα θανÜσιμο πλÞγμα [δÝχτηκα βολÞ απü μπαζοýκας στο στομÜχι] και δεν πÝθανα, Ýγινε ευρÝως γνωστü üτι Þμουν αθÜνατος.
     ΕπειδÞ οι γονεßς μου δεν εßχαν την οικονομικÞ Üνεση να με σπουδÜσουν, δοýλεψα 12 συναπτÜ χρüνια σε παγωτατζßδικο και μÜζεψα τα απαραßτητα λεπτÜ για να ιδρýσω το δικü μου πανεπιστÞμιο και να σπουδÜσω σε αυτü [το γνωστü πανεπιστÞμιο της Οξφüρδης]. ¼ντας συμφοιτητÞς με σπουδαßες προσωπικüτητες [Φουκþ, ¢ινσταúν, ΜÝγας ΑλÝξανδρος, ΤÝσλα, ΚαρβÝλας, Βßσση, ΤριαντÜφυλλος], σφυρηλÜτησα μια σιδερÝνια αποφασιστικüτητα και θÝληση για επιτυχßα. Αποφοιτþντας απü το πανεπιστÞμιο στα 43 μου χρüνια, αποφÜσισα üτι Þταν καιρüς να κÜνω οικογÝνεια. ΜετÜ απü 12 αποτυχημÝνους γÜμους γνþρισα την αγÜπη της ζωÞς μου, Μεσαλßνα ΒαλÝρια του ΓοδεφρουÜδου και της Βικτþριας, με την οποßα ζω το υπüλοιπο της ζωÞς μου σε Ýνα Þρεμο σπßτι στη Βαλτιμüρη των Αθηνþν, μαζß με τα 29 παιδιÜ μας. 
     Τον 20ο αιþνα αποφÜσισα να στραφþ στη φιλανθρωπßα και τον Χριστιανισμü. Ποýλησα τις επιχειρÞσεις μου [McDonalds, BP] και πÞγα με την ιεραποστολÞ στο Μπακοý του ΑζερμπαúτζÜν. Μια υπÝροχη εμπειρßα που μου χÜρισε φοβερÝς γνþσεις για τους ανθρþπους και τα μαλλιÜ τους. 
     ΧτυπημÝνος πλÝον απü τη χρεοκοπßα αναγκÜζομαι να πουλÜω ξυραφÜκια στους συρμοýς του ηλεκτρικοý στην ΑθÞνα (αυτü που λÝνε μυαλü-ξυρÜφι) και να τρþω καθημερινÜ στα McDonalds χωρßς κανÝνας απü τους πρþην υπαλλÞλους μου -ωιμÝ- να με αναγνωρßζει. 
Πρüσφατα, μαζß με τον Bud Spencer συλλÜβαμε τον δολοφüνο του ΚινÝζου ΠρÝσβη στη Μογγολßα, αλλÜ ακüμα περιμÝνω την αμοιβÞ μου απü τον ΟΗΕ. 
     ¸χοντας πλÝον χορτÜσει τη ζωÞ περιμÝνω κÜποιον να Ýρθει να μου κüψει το κεφÜλι, να τελειþνουμε.
     Σημ δικÞ μου: Το μüνο που ξÝρουμε εßναι πως το μικρü του üνομα εßναι Ρωμανüς και πως σποýδαζε στο Α' Ýτος του Πολυτεχνεßου και πως του Üρεσε επßσης να ζωγραφßζει και να κÜνει κολλÜζ. Επßσης üτι Þταν απü ευκατÜστατη οικογÝνεια, παρÜξενος αλλÜ πολý ταλαντοýχος και σχεδßαζε να πÜει να συνεχßσει σπουδÝς στο εξωτερικü.

                                                         4/10/2001

=================

                             Ο ΑσημÝνιος ΚαναπÝς

     ¹ταν εκεßνη η βραδιÜ που περßμενε εδþ και χρüνια. ΕπιτÝλους θα ξαναμαζεýονταν üλα τα παλιÜ φιλαρÜκια απü το στρατü για μια ολονýχτια παρτßδα πüκερ. Οι περισσüτεροι εßχαν κιüλας φτÜσει στο μÝρος -εßχαν ορßσει ραντεβοý στο σπßτι του Τζον, μιας κι εκεßνος τα εßχε οικονομÞσει χοντρüτερα απ' üλους εμÜς τους υπüλοιπους. Εßχε πλÜκα που κοιτοýσα τις γÝρικες πια φÜτσες που προσπαθοýσαν να αναπαρÜγουν παλιÜ φθαρμÝνα ανÝκδοτα απü το στρατü Þ να αναθερμÜνουν αναμνÞσεις απü περασμÝνα καψüνια. Οι πιο πολλοß απü μας εßχαν κÜνει καρÜφλα, εκεßνοι που εßχαν ακüμα μαλλιÜ θα μποροýσαν κÜλλιστα να το προσφÝρουν στα παιδιÜ τους ως μαλλß της γριÜς ενþ λßγοι δεν εßχαν σκαφτεß απü ρυτßδες.
    ¸τσι που το δωμÜτιο κεντραριζüταν üλο γýρω απü την πρÜσινη τσüχα του τραπεζιοý και την περßεργη μυρωδιÜ της. ¹ταν φαßνεται φρεσκοπλυμÝνη. ¼πως κι οι τοßχοι Þταν φρεσκοβαμμÝνοι, το στερεοφωνικü που αντηχοýσε ωραßες μελωδßες χαμÝνες εδþ και τρεις δεκαετßες κι αυτü καινοýργιο. ΠÞρα το καινοýργιο μου ποτü κι Ýκανα Ýνα γýρο στο σπßτι του Τζον, ενþ περιμÝναμε και τον τελευταßο να Ýρθει.
     Ο Τζον Þταν μεγÜλη φßρμα κÜποτε στο στρατü. ¹ταν ανÝγγιχτος απü καψþνια γιατß εßχε Ýνα θεßο στο υπουργεßο αμýνης. Εßχε δυο φορÝς πιο πολλÝς Üδειες απü üλους. ¸τρωγε μαζß με τους επιλοχßες. ΛογικÜ, üλα αυτÜ θα 'πρεπε να τον εßχαν κÜνει αντιπαθÞ στους υπüλοιπους μας, κι üμως ο μπαγÜσας ο Ζωγüπουλος κατÜφερε να εßναι συμπαθÞς. Αυτüς και η κιθÜρα του. ΑυτÞ η κιθÜρα που τþρα Ýστεκε Üχορδη σαν βυθισμÝνο πλοßο σε Ýναν δερμÜτινο καναπÝ εßχε υποστεß τα πÜνδεινα.
     Γραντζουνßσματα απü τον ßδιο, καψßματα με σπßρτα κι Üλλα ευτρÜπελα. ΜετÜ το στρατü βÝβαια πÝρα απü την κιθÜρα βυθßστηκαν και Üλλα πολλÜ δικÜ του τραγοýδια. Μýθοι -που ο ßδιος Ýπλαθε- πως εκεßνος δεν θα Ýπεφτε μÝσα στην παραγωγικÞ διαδικασßα καταρρßφθηκαν σαν αδÝξιοι αλεξιπτωτιστÝς. Ο Τζον Ζωγüπουλος Ýφυγε αμÝσως μετÜ το στρατü για την ΑμερικÞ. Εκεß, üπως πολλοß Üλλοι του τýπου του, πλοýτισε, και üταν βÝβαια πÜτησε τα εξÞντα θυμÞθηκε και γýρισε στην ΕλλÜδα. ¹μουν βÝβαιος πως αμÝσως μετÜ τη χαρτοριξßα θα μας Üρχιζε τις στομφþδεις διηγÞσεις του για την χþρα των ελεýθερων Þ μÜλλον διÜφορες ιστορßες για το πως Ýριξε την τÜδε υπεργκüμενα σε Ýνα παρακμιακü στριπτιζÜδικο λßγο Ýξω απü το Σαλτ ΛÝηκ Σßτυ. Αυτüς Þταν ο Τζον. Μια λÝρα ντυμÝνη με πεντοχßλιαρα. ¸να τομÜρι που οýτε ο ßδιος θυμÜται, εßμαι βÝβαιος, σε τι πτþματα πÜτησε για να ανÝβει στο βουνü χρημÜτων του. 
     ¢φησα το ποτÞρι μου πÜνω σ' Ýνα ρÜφι μιας βιβλιοθÞκης και κατÝβηκα κÜτω να υποδεχτþ εκεßνον που μüλις εßχε φτÜσει. ΦυσικÜ, üπως το εßχα φανταστεß, Þταν ο Ýβδομος. Εκεßνος που πÜντα αργοýσε. ¸νας ονειροπαρμÝνος, χαμÝνος σε μια διαστημικÞ ταινßα συγγραφÝας Ýργων επιστημονικÞς φαντασßας. Εßχε γρÜψει γýρω στα δÝκα βιβλßα, üλα δßτομα. Το üνομα του δεν θα Þθελα να σας το πω. Οýτως η Üλλως διατηρεß την ανωνυμßα του και απü το αναγνωστικü του κοινü υπογρÜφοντας üτι γρÜφει ως «¢ντα». ΦυσικÜ απü αυτü θα καταλαβαßναμε üλοι κÜτι. Γι' αυτü φροντßζαμε üλοι να τον αποφεýγουμε κÜπως στο στρατü, χωρßς να γινüμαστε πολý εμφανεßς στην απüρριψη του. ΕιλικρινÜ, δεν κατÜλαβα γιατß τον κÜλεσε και αυτüν ο Τζον, αν και κÜτι μου Ýλεγε πως θα μÜθαινα σýντομα.
     Λßγη þρα αργüτερα καθßσαμε üλοι γýρω απü το τσüχινο τραπÝζι. Ο Τζον εßχε φροντßσει και εßχε φÝρει μεγÜλες πολυθρüνες, απομιμÞσεις θρüνων. ΕφτÜ γÝρικες φÜτσες, μετρþντας και μÝνα μαζß. Θα αρχßσω μια σýντομη περιγραφÞ του καθενüς.
Ακριβþς δßπλα μου καθüταν η «¢ντα». Μ' αυτüν Ýχετε Þδη γνωριστεß, οπüτε δεν σας τον ξαναπεριγρÜφω.
     Ακολουθþντας τη φορÜ των δειχτþν του ρολογιοý, δεξιÜ του καθüταν ο Νικüλας. ¸να παιδß κατÜ τη γνþμη μου παντελþς ηλßθιο, ανßκανο να επιτελÝσει την οποιαδÞποτε λειτουργßα. ΛÝω παιδß γιατß απü την τελευταßα φορÜ που τον εßχα δει Ýχουν περÜσει τριÜντα χρüνια, αν και νομßζω στην περßπτωση του δεν αλλÜζουν πολλÜ. Θα Ýγινε τßποτα σαν κλητÞρας σε ιδιωτικÞ εταιρßα (το καλýτερο ενδεχüμενο), Þ μπορεß κοýριερ σε μεταφορικÞ εταιρßα (η επικρατÝστερη πιθανüτητα). ΘυμÜμαι ιδιαßτερα ζωντανÜ Ýνα περιστατικü που δεν Ýβρισκε τους καμπινÝδες και αναγκÜστηκε να κÜνει την ανÜγκη του στο μικρü δασÜκι πßσω απü τη σημαßα.
     Δßπλα στον Νικüλα καθüταν ο Πωλ. ΟικογενειÜρχης Üνθρωπος, διαμαρτυρüταν αρχικÜ στον Τζον που του απαγüρευσε να φÝρει και τη γυναßκα του μαζß. ¸νας Üνθρωπος καλüς μα απολýτως συνηθισμÝνος. Εßναι απü εκεßνους που χρησιμοποιοýν εντελþς τυχαßα κÜθε μÝρα το τραßνο των εφτÜ και δÝκα, που κÜθονται πÜλι εντελþς τυχαßα στην ßδια ακριβþς θÝση και που üχι τυχαßα κÜθε δευτÝρα Þ κÜθε τρßτη φορÜνε τα ßδια ροýχα (και τα αποκαλοýν «ποδιÜ»). Με τον Πωλ Ýκανα πολý παρÝα τις πρþτες μÝρες του στρατοý. ¹ταν ο πρþτος που μßλησα, και μÜλιστα αν θυμÜμαι καλÜ τον εßχα ρωτÞσει που Þταν ο καμπινÝς. ¾στερα χαθÞκαμε.
     Ακüμα πιο πÝρα Ýξυνε το καραφλü του κεφÜλι ο Σπýρος. Απßστευτα νευρικüς Üνθρωπος, ακüμα και για τα μÝτρα της βιαστικÞς εποχÞς μας. ¹ταν πÜντα λßγο εκτüς θÝματος. Τον εßχαμε στην παρÝα γιατß οι βÜρδιες του Ýπεφταν πÜντα μαζß με του Ζωγüπουλου. ΓινÞκαν Ýτσι φßλοι με αυτüν (ειλικρινÜ δεν μπορþ üμως να φανταστþ τι συζητοýν). Δεν Ýχω ιδÝα τι κÜνει επαγγελματικÜ, αλλÜ το σßγουρο εßναι πως πßνει αρκετÜ για να τον λÝμε αλκοολικü.
     Δßπλα στον Σπýρο Þταν ο Τζον. Αυτüς ο Üνθρωπος κρατÜει το üνομα του στα ΑγγλικÜ ακριβþς για να μας θυμßζει πως αυτüς Ýφυγε και γýρισε Ýχοντας κÜνει κÜτι. Αυτü το Τζον εßχε μια πικρÞ ειρωνεßα μÝσα του. ¼πως üταν τα παιδιÜ τσακþνονται για τους βþλους τους και κÜνουν μια χειρονομßα σαν να ανοßγουν μια τρýπα με το δÜκτυλο τους στην Üλλη τους παλÜμη. Δεν τον εμπιστευüμουνα με τßποτα. ΚÜποτε Ýκανε προσπÜθειες να γßνουμε κολλητοß κι εγþ τον εßχα στην απÝξω, μιας και νομßζω πως τα συμφÝροντα του δεν συμπßπτουν οýτε συνÝπιπταν ποτÝ με τα δικÜ μου. ΒÝβαια αρκετÜ ασχοληθÞκαμε με αυτüν. Υπüσχομαι να μην σας ξαναμιλÞσω σýντομα για τον Τζον Ζωγüπουλο, εκτüς βÝβαια αν συμβεß κÜτι το απρüσμενο Þ το ενδιαφÝρον.
ΤÝλος, δßπλα σε μÝνα απü την Üλλη μεριÜ καθüταν ο Ερρßκος. Θα μποροýσα να πω πως απü üλους εμÜς εßναι ο πιο φυσιολογικüς (ßσως μετÜ απü μÝνα). Ο Üνθρωπος δουλεýει, βγÜζει λεφτÜ, Ýχει οικογÝνεια και δεν Ýχει κανÝναν εθισμü Þ τßποτα που να τραβÜει την προσοχÞ. Δεν ισχυρßζομαι πως αυτÜ που περιγρÜφω εßναι αρετÝς, αλλÜ σßγουρα ο Ερρßκος Ýχει γλυτþσει απü πολλÝς ατυχßες Þ απρüσμενα γεγονüτα. Στο στρατü βÝβαια δεν Þταν Ýτσι. ΘυμÜμαι εßχε φÜει στρατοδικεßο γιατß αρνιüταν πεισματικÜ να ξυρßσει τη γενειÜδα του (εξαιτßας της οποßας κÝρδισε το παρατσοýκλι Τυδþρ). ¹ταν κÜποτε Ýνας θαρραλÝος κομμουνιστÞς, απü εκεßνους του λßγους που δεν το λÝνε πως εßναι Þ δεν τους νοιÜζει να απαντÞσουν σε τÝτοια ερþτηση. ΣιγÜ-σιγÜ βÝβαια, üπως κι ο Τζον, εγκατÝλειψε κι αυτüς τις ιδÝες του στο βωμü του χρÞματος.
     Και τþρα Ýφτασε η σειρÜ μου. Αν και δεν εßναι πολý Üνετα να μιλÜω για μÝνα, εφüσον αυτü Ýκανα για üλους θα πρÝπει να πω δυο λüγια... ΟνομÜζομαι Γιþργος ΧÜλκινος. Το ξÝρω, τ' üνομα μου προκαλεß γÝλιο, αλλÜ ποτÝ δε θÝλησα να τ' αλλÜξω. ΓεννÞθηκα στην ΑθÞνα πριν απü πενÞντα δýο χρüνια και μεγÜλωσα σε μια πλÞρη οικογÝνεια. Δεν μου Ýλειψε ποτÝ κÜτι. ΜετÜ το στρατü σποýδασα ΗλεκτρονικÞ και τþρα εργÜζομαι σε μια εταιρßα κατασκευÞς ηλεκτρονικþν υπολογιστþν, αν κι Ýχω αρχßσει να σκÝφτομαι την πρüωρη συνταξιοδüτηση μου. Εßμαι ανýπαντρος χωρßς παιδιÜ, θα μποροýσατε να με πεßτε κι εργÝνη αν και δεν με θεωρþ τÝτοιο. Ας αλλÜξω τþρα θÝμα.
     Αφοý λοιπüν καθßσαμε üλοι γýρω απü το στρογγυλü τραπÝζι, Þρθε Ýνας απü τους υπηρÝτες του Ζωγüπουλου και του ψιθýρισε κÜτι στο αυτß. Εκεßνος εßπε «Ευχαριστþ ΜουμπÜτα». Σηκþθηκε κι εßπε πως θα επιστρÝψει σε δυο λεπτÜκια λüγω ενüς τηλεφωνÞματος. ΑμÝσως το τραπÝζι ξÝφυγε απü τη μουγκαμÜρα που το εßχε φυλακßσει üσην þρα ο Τζον Þταν μαζß μας. «Τον μπαγÜσα», Ýλεγαν üλοι «πως τα κατÜφερε Ýτσι να πλÝει στη χλιδÞ; Εγþ τον εßχα γι αλλιþτικο». ¼λοι εκεßνοι οι κýριοι που Ýδειχναν σοβαροß και συγκρατημÝνοι στην αρχÞ 'γιναν ξαφνικÜ κουτσομπüλες βρωμüστομες... Λßγο Ýλειψε ν' αρχßσουν να λÝνε ο Ýνας για την κατÜντια του Üλλου üταν επÝστρεψε ο Τζον.
     ΑμÝσως το τραπÝζι κατακÜθισε πÜλι üπως η σκüνη στο βρþμικο νερü. Ο Τζον ýψωσε το ποτÞρι του ψιλÜ και θÝλησε να κÜνει μια πρüποση. ΝτρÜπηκα πολý να τον διακüψω, γιατß εßχα ξεχÜσει το ποτÞρι μου σε Ýνα ρÜφι μιας βιβλιοθÞκης τüτε που 'κανα τη βüλτα μου στο μÝγαρο του. ¸νας μορφασμüς αηδßας στüλισε το ρυτιδιασμÝνο κεφÜλι του, και τελικÜ μου εßπε να πÜω.
     ¼ση þρα Ýλειπα, εßμαι σßγουρος πως τα Üλλα καλüπαιδα θα σχολßαζαν και τη δικÞ μου κατÜντια. Αν κι εγþ τþρα που σας μιλÜω δεν με θεωρþ σε κατÜσταση κατÜντιας, οýτε θεωρþ πως εßμαι κακομοßρης για να γελÜνε μαζß μου. ¼πως βÝβαια κι üλοι απü αυτοýς δεν υποψιÜζονται τις σκÝψεις που σας εξÝθεσα προ ολßγου στο πρüσωπο του καθενüς απü εκεßνους. Δυστυχþς üμως ποτÝ δεν ξÝρει κανεßς τι λÝνε οι Üλλοι για αυτüν, πÝρα απü ελÜχιστες περιπτþσεις, για αυτü και μÝνα δεν με πολυνοιÜζει τι νομßζουν. Στο κÜτω κÜτω δεν πρüκειται να τους ξαναδþ μετÜ απü εκεßνη τη βραδιÜ. Θα γýριζαν üλοι στις τωρινÝς ζωÝς τους κι ας νüμιζαν πως Ýφαγαν Ýνα κομμÜτι της παλιÜς τοýρτας τους.
     Παιδεýτηκα πολý να βρω το ποτÞρι μου. Μüλις το βρÞκα κατÝβηκα üσο πιο γρÞγορα τις σκÜλες (εδþ που τα λÝμε, με τüσα λεφτÜ θα μποροýσε να εßχε βÜλει κι ασανσÝρ στο ταπεινü του σπιτÜκι). ΠÞγα στο τραπÝζι, ζÞτησα τη συγγνþμη üλων και κÜθισα στη θÝση μου. «¼πως Ýλεγα, λοιπüν», συνÝχισε ο Ζωγüπουλος, «θα Þθελα να κÜνω μια πρüποση στη φιλßα μας. Ελπßζω ποτÝ να μη χαθοýμε εμεßς, ε παιδιÜ;» ΑνÝβασε το ποτÞρι στο στüμα του και κατÝβασε το ρουμπινß υγρü με μια γουλιÜ. ΜετÜ σκοýπισε το στüμα του με το αριστερü μανßκι και μετÜ βßας συγκρÜτησε Ýνα βουβü αλλÜ εντοýτοις απαßσιο ρÝψιμο. Ακολοýθησαν κι οι Üλλοι. Μüλις κατÝβασαν και την τελευταßα γουλιÜ και μετÜ απü ποικßλα σχüλια πÜνω στην πρüποση που μüλις εßχε γßνει, ο Τυδþρ αγανακτισμÝνος ζÞτησε απü τον Τζον να φÝρει üσο πιο γρÞγορα γινüταν την τρÜπουλα, γιατß εßπε πως εßχε κÜτι δουλειÝς μετÜ τη συγκÝντρωση. ΒÝβαια, Þταν Þδη μßα η þρα. Τι δουλειÝς θα μποροýσε να εßχε Ýνας λογικüς Üνθρωπος σαν τον Ερρßκο μετÜ τα μεσÜνυχτα; ΕιλικρινÜ δεν ξÝρω.
     Ο ßδιος ΜουμπÜτα με πριν, Ýνας ταπεινüς αραπÜκος που λογικÜ «στρατολüγησε» ο Τζον στα ΑμερικÜνικα του χρüνια Ýφερε Ýνα χρυσü δισκÜκι, που πÜνω του αναπαυüταν σα χρυσÞ γυμνÞ ΚλεοπÜτρα, η τρÜπουλα. ¸μοιαζε τüσο πολýτιμη για τον Ζωγüπουλο... Ο ΜουμπÜτα την ακοýμπησε τρεμÜμενος στο κÝντρο του τραπεζιοý και το χÝρι του απομακρýνθηκε σαν επιδÝξιος γερανüς απü το τραπÝζι. Τα μÜτια του Τζον εßχαν καρφωθεß πÜνω στην τρÜπουλα. Μüνο τα ταμποýρλα Ýλειπαν. ¸νοιωθες εýκολα πως εßχαν παρελθüν αυτοß οι δýο... Ο Τζον κι αυτÞ η συγκεκριμÝνη, λογικÜ καταραμÝνη τρÜπουλα. ¸βλεπες τα üπλα τους να ξεπηδÜνε απü την πρÜσινη φρεσκοπλυμÝνη τσüχα, και ξαφνικÜ οι φρεσκοβαμμÝνοι τοßχοι να γεμßζουν αßματα.
     Κοýνησα το κεφÜλι μου μπας κι αδειÜσουν τα σκατÜ που μαζεýτηκαν εκεß τüσο απüτομα. Ο Τζον εßχε αρχßσει να μοιρÜζει. ¸πρεπε να εßχαν κλεßσει τα μÜτια μου üση þρα σκεφτüμουν τα παραπÜνω. «Νýσταξες κιüλας, φßλε;» ρþτησε ο Σπýρος ισιþνοντας την ηλßθια γραβÜτα του.
     ΞαφνικÜ μ' Ýπιασε διÜθεση να γελÜσω δυνατÜ για üλους τους. ¼λους μας. ¼λες οι γραβÜτες σα πουτσοδεßκτες στραμμÝνες προς τα επßμαχα σημεßα, τα καραφλÜ κεφÜλια σαν αλεξικÝραυνα δορυφορικÜ πιÜτα γυρισμÝνα προς τα κÜτω, και οι ρυτßδες σα τοπßο της ερÞμου της ΣαχÜρα, βαθιÝς, σκονισμÝνες. Ποιος ξÝρει πüσα μυρμÞγκια περπατÜνε σε αυτÜ τα αυλÜκια üταν κοιμοýνται. ΑηδιαστικÝς εικüνες. Τα σýρματα της κιθÜρας του Τζον, ξεχαρβαλωμÝνα ας Þταν, Ýμοιαζαν να τεντþνονται, και να κουβαλοýν επιδÝξιους τσιρκαδüρους. Ο δερμÜτινος καναπÝς Ýγινε κρεβÜτι οργßων, οι πßνακες στους τοßχους Ýκλειναν σα βρþμικα σαγüνια, το πÜτωμα Ýπιασε φýκια και οι λÜμπες Ýσταζαν καυτερü φως. Κοýνησα το κεφÜλι μου, προσπÜθησα να αποβÜλλω τα σκατÜ απü το κεφÜλι μου, αλλÜ οι εικüνες Ýμοιαζαν ακριβþς τÝτοιες. Και αμετÜβλητες. Φýκια, και μια απαßσια μυρωδιÜ ψοφßμι, σα να εξερευνÜς τα εντüσθια πεθαμÝνης σαýρας.
     Τα Ýξι Üλλα πρüσωπα μÝναν ßδια. ΣμιγμÝνα μüνο φρýδια. Αυτü εßχε αλλÜξει. Και μÜτια καρφωμÝνα πÜνω μου. Μüνον εγþ τα Ýβλεπα αυτÜ, νομßζω. Νýσταζα κιüλας, φßλε. Ο Σπýρος εßχε βγÜλει κυνüδοντες, ο Τζον σφιγγüταν σα κÝρβερος... ¸να ηλßθιο καρτοýν üλα... Καρτοýν με μÝνα ως πρωταγωνιστÞ. Με θÝλανε για σοýπερμαν, σε κÜποια μυθικÞ χειρüγραφη ταινßα, να τα βÜλω μ' üλα αυτÜ τα κτÞνη, με μüνον üπλο μου το ξßφος της τρÜπουλας.
     Αρρþστημενε Ζωγüπουλε! ΑρρωστημÝνε ΧÜλκινε, θα φþναζε κι εκεßνος μÝσα του. ΤÝτοια κακßα για Ýνα μικροπεριστατικü, εßκοσι και κÜτι χρüνια πßσω. Και τα πÜνδεινα της πανδþρας πλησßαζαν το Ýνα μετÜ το Üλλο.
     ¸νιωθα μÝσα σε μßα οθüνη, σε κÜποιο ΟυφÜδικο της Φωκßονος, με δþδεκα ψαρωμÝνα ρεμÜλια πÜνω μου να χαßρονται που με γÜμαγαν στο ξýλο τýποι με τσεκοýρια και που τα φýκια μπλÝκονταν στα πüδια μου. Το φχαριστιüντουσαν οι κüπανοι, το Ýβλεπα στα Üρρωστα τους μÜτια και τα Üσπρα τους δüντια που γυÜλιζαν με τον καπνü ολüγυρα.
     ΚÜπου σκüνταψα. ΣυρματοπλÝγματα γýρω γýρω και τÝσσερα τερÜστια δÜκτυλα να κοπανÜνε μανιασμÝνα γýρω μου τα συρματοπλÝγματα. Και Ýνας Þχος τüσο απßστευτα παρÜφωνος και εκκωφαντικüς. Σηκþθηκα κι Üρχισα να τρÝχω προς τη γοýβα της κιθÜρας του Ζωγüπουλου, κυνηγημÝνος απü μοβüρικα δÜκτυλα.
     ¸να πρÜγμα Ýμενε, καθþς Ýτρεχα απεγνωσμÝνος προς το κουτß της τρÜπουλας, με μοναδικÞ ελπßδα να μην ακουστεß η αναπνοÞ μου και να χωρÜω μÝσα του. ¸μενε να Ýρθει Ýνας απü εκεßνους τους αφÜνταστα κιτς ΚÝλτες θεοýς, να με στραπατσÜρει σα σκουλßκι. ΚÜποιος, με μυθικü üνομα Λουγκ, ΤÝκτρα Þ κÜτι παρüμοιο.
     ΤσαλακωμÝνος. Δßπλα σε κÜτι σκουπιδοτενεκÝδες πεταμÝνος. ΜυρωδιÜ κρασιοý κακÞς ποιüτητας, σκουπιδßλα και ψοφßμι -πÜλι. Ο Þχος απü Ýνα τηλÝφωνο, στο σπßτι πßσω μου. Πολυκατοικßες. Νýχτα, σκοτεινÜ. ¸να γυμνü πüδι απü την Üλλη πλευρÜ του σκουπιδοτενεκÝ. ¸νας ταλαßπωρος Üστεγος. Σηκþθηκα. ¸ξυσα το κεφÜλι μου κι Ýπρεπε να Ýμοιαζα πραγματικÜ ηλßθιος. Τα ροýχα μου Üλλα. Μια καμπαρτßνα παλιÜ, φθαρμÝνη, γÜντια με τρýπες στη θÝση των δακτýλων, μπüτες βαριÝς στο περπÜτημα και που με χτýπαγαν. Το μαλλß μου αλλαγμÝνο μακρý κι ελαφρÜ αξýριστος.
¸νοιωσα προς στιγμÞ να μη με ελÝγχω. Τα πüδια μου πÞγαιναν μüνα τους. ΜετÜ αυτü καθιερþθηκε. Περπατοýσα γρÞγορα, με κατεβασμÝνα φρýδια και σχεδüν ρομποτικü περπÜτημα προς ΚÜπου.
     Οι δρüμοι Üδειοι, κÜποια παλιÜ αμερικÜνικη συνοικßα. ¢λλοι σαν εμÝνα πολλοß. ΧαμÝνοι στο παρελθüν, χωρßς δικü τους σημÜδι και στßγμα, χαμÝνοι και σβησμÝνοι απü κÜθε σýστημα πλοÞγησης στην εποχÞ τους. Σýστημα πλοÞγησης. ¢ρχισα να θυμÜμαι. Ζωγüπουλος. Το üνομα μου. ΙωÜννης Ζωγüπουλος. ¸ψαξα τις τσÝπες μου. Μια ταυτüτητα πλαστÞ, με το üνομα « Γιþργος ΧÜλκινος» και μια φÜτσα γνþριμη. Α! Ο Γιþργης απü το στρατü. Εκεßνο το μπÜσταρδο καθÞκι.
     ¢νοιξα την Üλλη τσÝπη.
     ¸να πεντοδüλαρο και μÝσα του Ýνα χαρτß, με τα δικÜ μου γρÜμματα: «ΚαλÜ να πÜθεις, καριüλη».

                                                                  4/10/2001

                    ΑλÞτες ΠοδηλÜτες (Το ¢λλοθι)

     ΒρÜδυ τþρα, γýριζα απü μπυραρßα. Εßχα φýγει αργüτερα απü τη δουλειÜ κι Þθελα λßγο Ýτσι να ξεχÜσω αφεντικÜ, γυναßκα και παιδιÜ, να κÜτσω να πιþ μια μπýρα üπως το Ýκανα παλιÜ, σαν εργÝνης αξýριστος, βρωμýλος και συνοφρυωμÝνος, τσαντισμÝνος απü τις μαζεμÝνες μαλακßες μιας μÝρας.
     Και που να τρÝχεις, που να γυρνÜς στο σπßτι τþρα, να Ýχεις τη γαμιüλα να σου λÝει «και μα και μου και ποý Þσουν και τι Ýκανες», τα παιδιÜ να σε βÜζουν να τους εξηγÞσεις τι εßνια κλÜσμα και πως κÜνουμε διαßρεση, και το γαμημÝνο σταρ τσÜνελ με τις ειδÞσεις και τα λοιπÜ και τα λοιπÜ και τα λοιπÜ. Ασε φßλε, βαριüμουν μüνο που σκεφτüμουν την εξþπορτα. Ε μÜζεψα τον μπÜρμαν απü το χÝρι, του λÝω, «πÜμε για κüντρες στην παραλιακÞ, Τζüναθαν;» (αμερικαναθρεμÝνος γαρ ο μπÜρμαν) μου λÝει «ΜÝσα!», και ξεχυνüμαστε με την αμαξÜρα απÜνω στο καυτü οδüστρωμα.
     Και τι να στα λÝω. ΚÜτι ξανθÜ γκομενÜκια στην Üκρη, με τα μουνüχειλα να σε καλοýν με ταμπÝλες «the party is inside» και γενικÜ Ýνα τρελü σκηνικü με πολλÞ καýλα. ΣκοτÜδι πλÞρες, μιλÜμε μιÜ δυü η þρα το πρωú. Τα μüνα σημÜδια στο δρüμο φßλε Þταν τα ξανθÜ μαλλιÜ της Ýκαστης πüρνης. Και ο Τζüναθαν να Ýχει κολλÞσει τη γλþσσα στο τζÜμι ο λιγοýρης. Εκεß λοιπüν που λιγορευüμασταν Ýνα σφιχτü ζεστü κωλαρÜκι, φαßνεται μπροστÜ Ýνα κüκκινο κÜμπριο αμαξÜκι. Και να πηγαßνει το μυαλü μας φυσικÜ στο εýλογο «που και να το οδηγÜει γκομενßτσα αυτü…». «Θα χωθþ» κÜνει ο Τζüναθαν, και ανοßγει το παρÜθυρο, βγÜζει και τη ζþνη ο κüπανος για να φανεß πιü μοýρης και του στυλ «εγþ ρισκÜρω».
     Και ω του θαýματος, το αμαξÜκι το κüκκινο κÜμπριο το οδηγÜει μια γυναικÜρα, το üνειρο που κÜθε Üντρας θÝλει να κÜνει κÜμπριο. Και να τη βλÝπεις χωρßς ροýχα απλωμÝνη πÜνω στο μπαμπρßζ ρε φßλε με τα πüδια ανοιχτÜ. Η να σου παßρνει πßπα üπως θα καθαρßζει το αμÜξι. ΣατρÜπικες φαντασιþσεις που τις Ýχω απü το γυμνÜσιο. Και πετÜει ο Τζüναθαν τη χοντροκαραφλοκεφÜλα του Ýξω απü το τζηπ, και κÜνει νüημα στο γκομενÜκι… Κι εκεß Üρχισαν üλα φßλε.
     ΠÜει να μιλÞσει ο δüλιος ο Τζüναθαν κι η γκüμενα τι κÜνει… θρÜσος η κινοýμενη κλειτορßδα… ΑνÜβει το ραδιüφωνο και το βÜζει στο τÝρμα, το δυναμþνει και καλýπτει τη φωνÞ του Τζüναθαν. Και πÜλι καλÜ, γιατß μαλακßα πÞγε να πει. «Εßσαι για βüλτα κοýκλα;» Þ κÜποια παρüμοια μαλακισμÝνη ατÜκα. Αυτοß οι αμερικÜνοι ρε φßλε δε μποροýνε να κÜνουνε σωστü καμÜκι. Ασε που η προφορÜ του Ýχει αυτü το βαρý λÜμδα που εßναι λες και μιλÜει τροχαλßα, που να στα λÝω.
Με το που δυναμþνει η γκüμενα το μπιτÜκι, στραβþνει ο Τζüναθαν και üπως πÜει να χþσει το κεφÜλι ξανÜ στο αμÜξι, πατÜει ο μαλÜκας το κουμπß του παρÜθυρου και τον κουτοýλησε η πÜνω πλευρÜ του τζαμιοý στο αυτß. Ρüμπα Ýγινε, κανονικÜ. Κοκκßνησε σα το αμÜξι της γκομενßτσας.
     Και να σου το μουνÜκι σκÜει χαμüγελο ρε φßλε, αφÞνει το συμπλÝκτη και πατÜει το γκÜζι τÝρμα, σανßδι το Ýκανε! Μας Üφησε χιλιüμετρα πßσω, φÜγαμε τη μουνικÞ αστρüσκονη της, μýριζε σανÝλ. Ε üπως καταλαβαßνεις σκυλοκαυλþσαμε. Καλýτερος συνδυασμüς απü γκüμενα με κιβþτιο ταχυτÞτων δεν υπÜρχει ψηλÝ. Με μια ματιÜ που μου Ýριξε ο Τζüναθαν, κατÜλαβα. «Σκßστηνα». Ε οκ, εßπα μÝσα μου, βουρ!
     Οι ταχýτητες ανÝβαιναν στα ουρÜνια, Üλλαζα λωρßδες σα μαλÜκας, δεν Ýβλεπα και τßποτα γιατß εßχανε χαλÜσει τα μεγÜλα φþτα. ΚÜααπου εκεß στο βÜθος φÜνηκε το κüκκινο κωλαρÜκι της μπÝμπας. Ο Τζüναθαν εßχε στραβþσει τελεßως. Αν δεν υπÞρχε το καντρÜν θα κüλλαγε σαν υδρατμüς στο τζÜμι. Και τι να του πω να χαλαρþσει, θα με Ýσφαζε με κανÜ μπουκÜλι βüτκας αυτüς. ΨυχÜκιας μÝγιστος δικÝ μου ο Τζüναθαν. Με τη πρþτη νεßλα τÝτοιου εßδους στραβþνει σα μαλÜκας. Τρþει κÜτι απßστευτα κολλÞματα τÝτοιου τýπου. Τþρα για παρÜδειγμα στο μυαλü του σßγουρα εßχε τον εαυτü του πÜνω απü το μουνÜκι με χειροπÝδες και Üλλα τÝτοια κουλÜ. Μπορεß να τη φανταζüταν και ψüφια ο Üρρωστος.
Τι Ýλεγα ρε ψηλÝ; Α ναι. ΦÜνηκε που λες το πßσω μÝρος του αμαξιοý της. ΤρελλÜ γκÜζια. ΠÞγαινα με 120 την þρα ρε και δεν την εßχα φτÜσει. ΑλλÜ πλησιÜζαμε. Ε αυτÞ προφανþς θα μας εßδε απü το καθρεπτÜκι της, Ýτσι üπως θα Ýφτιαχνε το κραγιüν στα χειλÜκια της, και αποφÜσισε να κüψει λßγο γκÜζι. ΣιγÜ σιγÜ φτÜναμε. Ο Τζüναθαν Üφριζε, εßχε κοκκινßσει και μÜδαγε το κεφÜλι του.
     Η γκüμενα κÜνει στο πλÜι, και σβÞνει τη μηχανÞ. Εδþ εßμαστε, λÝω απü μÝσα μου. Η θα τη σφÜξει ο Τζüναθαν, η αýριο η γυναßκα μου θα κυκλοφορεß με Ýνα κÝρατο κολλημÝνο στη μÜπα. ΒασικÜ εßχα σκυλοκαυλþσει, το γκομενÜκι Þταν παραδεισÝνιο. Ενα κωλαρßνι Üλλο πρÜγμα. Πεταχτü, ξÝρεις, σα μηλαρÜκι Ýνα πρÜγμα, και καθüλου χαμηλοκþλα. Εßχε κÜτι πüδια απÝραντα. Μεσοýλα δαχτυλßδι, και στÞθος στητü. Το αποκορýφωμα βÝβαια Þταν στο μουτρÜκι της. Εßχε αυτü το απßστευτα καυλιÜρικο πουτανÝ υφÜκι. Λες και της εßχανε γρÜψει στο μÝτωπο με μαρκαδüρο «σκßσε με». ΜÜσαγε και τσßχλα το πουτανÜκι. ΚανÜ σχολιαρüπαιδο θα Þταν, απü αυτÜ τα ξÝκωλα που τα πηδÜνε οι καθηγητÝς στους καμπινÝδες και θα πÞρε το αμÜξι του γκüμενου της Þ του μπαμπÜκα.
     ΣταματÜω που λες το αμÜξι, και κατεβαßνουμε κÜτω. Ο Τζüναθαν ευτυχþς εßχε χαλαρþσει κÜπως. Εßδε και το γκομενÜκι καλýτερα και κατÜλαβε πως Þταν κρßμα να το κομματιÜσει. Η γκüμενα εßχε καθßσει στο καπþ του αμαξιοý, φüραγε μια φουστßτσα ßσαμε τον πÜτο της. Ε ρε αυτÝς οι γυναßκες ξÝρουν ακριβþς τι μας κÜνει σκυλιÜ και το εκμεταλλεýονται. ΚÜλυπτα με τα χÝρια μου το παντελüνι μου μη φανεß το καβλιτζÝκι που πÝταγε. ΤÝλος πÜντων. Καθüμαστε μπροστÜ της ψηλÝ, με τα χÝρια στις τσÝπες, και να μας αναλýει πατüκορφα. Μας κοßταξε ρε απü την κορφÞ ως τα νýχια. Με μια παρατεταμÝνη στÜση στα κουμπιÜ του παντελονιοý. Εßναι απü τις γυναßκες που το μÜτι τους πÝφτει ανÜμεσα στα σκÝλια του Üντρα και δακρýζει ασυνεßδητα. Κι η πινακßδα στο μÝτωπο της με το «σκßσε με» να Ýχει γßνει πινακßδα απü νÝον, και να λÜμπει σα φανÜρι. ΞÝχασα να σου πω, εßχα παρκÜρει στην απÝναντι πλευρÜ του δρüμου ρε. Κι αυτü Þταν το σκατολÜθος μου… ΤÝλος πÜντων.
     Για Ýνα πολý μικρü διÜστημα κανεßς δεν Ýλεγε τßποτα. Κοιταζüμασταν μüνο. Εßχα πει στον Τζüναθαν καθþς βγαßναμε να μη μιλÞσει, üχι μüνο γιατß Þταν τσαντßλας, αλλÜ γιατß γενικÜ δε σκαμπÜζει απü καμÜκι. Μια γκüμενα σταýρωσε σε üλη του τη ζωÞ, το μπÜζο την ¸βελυν, τη γυναßκα του. ΓÜμησε τα σου λÝω, μüνο μια Ýχει πÜρει σε üλη του τη ζωÞ ο κüπανος. ΑυτÜ μεταξý μας ε; Μη μαθευτεß παραÝξω, το θÝλω το κεφÜλι μου. Ασε που κερνÜει και καμμιÜ μπýρα το καθÞκι ο αγÜμητος.
     Και να σου üπως πÜω να μιλÞσω, ανοßγει το στοματÜκι της πρþτη... «Τι θα γßνει ρε παλληκÜρια; Θα μιλÞσει κανÝνας σας Þ εßδατε το φως στο τοýνελ;». Κüλλησα. Πρþτη φορÜ συναντÜω τüσο ηλßθια γκüμενα και να μιλÜει και σα νταλικιÝρης. Μια βραχνÞ φωνÞ καυλιÜρα πολý, αλλÜ που στο κρεββÜτι θα σε ξενερþνει αφÜνταστα. ΤÝλος πÜντων, τη διαπραγματεýτηκα με κÜτι ατÜκες Üθλιες, ακριβþς που Üρμοζαν στο στυλÜκι της. «Ελα μαζß μου» και κÜτι τÝτοια. Κι ο Τζüναθαν να κÜθεται μουγκüγιαννος σα το μαλÜκα. «ΠÜμε με το δικü σου αμÜξι», πετÜει το γκομενÜκι.
     Οýτε καν το üνομα της δεν Þξερα, αλλÜ αυτü Þταν καλü. Δε σκüπευα να συστηθþ, δε ξÝρεις ποτÝ τι πουτανÜκια υπÜρχουν. Μπορεß μετÜ να Ýβαζε τα χýσια μου σε κανÜ μπωλÜκι και να τα χρησιμοποιοýσε σα τεκμÞριο για τον και καλÜ βιασμü της. ¢σε, πουτανÜκια σου λÝω. Δεν την Ýχω πÜθει εγþ Ýτσι, αλλÜ ακοýγονται διÜφορα. Και το κÜνουνε μüνο για τα λεφτÜ φυσικÜ, και για να σε ταπεινþσουν, γιατß η διαδικασßα της μÞνυσης εßναι μεγÜλη και κουραστικÞ. Τι στα τσαμπουνÜω üλα αυτÜ τα νομικÜ τþρα… Στο ψητü.
     Ρε φßλε, Þταν η δεýτερη φορÜ μετÜ την πρþτη φορÜ μου που εßχα περιÝργεια να δω τη γκüμενα χωρßς ροýχα. Κι Ýνοιωθα και κεßνο το ρßγος, üπως τüτε με την Ελενßτσα στα 16 μου. Να σε πιÝζει κÜτι στο στομÜχι ρε ψηλÝ, üπως üταν ανεβαßνει το αεροπλÜνο. Κι üλο αυτü το βÜρος να φεýγει μüλις το ακουμπÞσει με τη γλωσσßτσα της.
     Μπαßνουμε που λες στο αμÜξι. Εγþ μπροστÜ, αυτÞ στη θÝση του συνοδηγοý κι ο Τζüναθαν ξαπλωμÝνος σα πεθαμÝνος στο πßσω κÜθισμα. Εßχε ενþσει τα χÝρια και τα εßχε βÜλει πÜνω στο μπυρüκοιλο του ο μαλÜκας κι Ýβλεπε τα αστÝρια απü τη γυÜλινη οροφÞ. Με τÝτοιο γκομενÜκι σε ακτßνα ενüς μÝτρου, πως τα κατÜφερνε να μη κοιτÜει δε ξÝρω. Μπορεß να αδερφßζει κιüλας ο μαλÜκας.
     ΒÜζω πρþτη, δευτÝρα, ανεβαßνω, αλλÜζω λωρßδες. Κι ο μαλÜκας τüτε συνειδητοποιþ πως δεν εßχαμε καθορßσει το «που». Ε τη ρωτÜω «που;», και το τσüλι απαντÜει «σπßτι σου βÝβαια». Συνεχßζω üλο ευθεßα. Σε κÜποια φÜση, ο Τζüναθαν εßχε κοιμηθεß και κουτοýλαγε η κεφÜλα του στην πüρτα. Εßχανε χυθεß και τα χÝρια του κÜτω απü κÜθισμα, και πηγαßνανε πÝρα δþθε σα μαριονÝτες αλαφιασμÝνες. «Αυτüν τι θα τον κÜνουμε;» λÝει το γκομενÜκι. Ε οκ. Το ξÝρω πως εßμαι πιü üμορφος απü το αμερικανογοýρουνο, αλλÜ δε μποροýσα να φανταστþ üτι το γκομενÜκι θα ξενÝρωνε τüσο με την πÜρτη του. «Θα τον αφÞσω σπßτι του». Εßχα ξεχÜσει τελεßως üτι εßχα γυναßκα και παιδιÜ. Ποιü σπßτι μου… αλλÜ Üντε να της εξηγεßς. «Θα σε πÜω στο ξενοδοχεßο. Το σπßτι μου Ýχει πολλÝς ζημιÝς απü το σεισμü». «Α οκ. Εßσαι παντρεμÝνος». Δεν την πεßραζε καθüλου.
     Και τι παθαßνω ρε ψηλÝ, πÜνω που εßχα καυλþσει και προσπαθοýσα να απλþσω το πουκÜμισο πÜνω απü το πουλß μου για να το κρýψω; Δε θα το μαντÝψεις. ΠετÜγονται δυü μαλακιστÞρια ποδηλÜτες, με κρÜνη, κολÜν και τις λοιπÝς μαλακßες. Και τα μαλακιστÞρια Þταν βρεττανÜκια φαßνεται κι εßχαν περÜσει στο αντßθετο ρεýμα. Το γκομενÜκι γουρλþνει τα μÜτια και ξαφνικÜ να σου που ξαπλþνεται ο Ýνας πÜνω στο μπαμπρßζι να ποýμε, και γεμßζει το σκηνικü κÝτσαπ και αßμα να ποýμε. Πανικüς. Δεν Ýβλεπα κιüλας. Ο Τζüναθαν πßσω ακßνητος. Μüνο τα χÝρια του να πηγαßνουνε πÝρα δþθε σα κρεμασμÝνα μπουφÜν. Το ποδÞλατο πετÜχτηκε κÜποια μÝτρα πÝρα κι ο Üλλος ποδηλÜτης σε πανικü Ýπεσε στο κιγκλßδωμα κι Ýμεινε στον τüπο, τον χτýπησε Ýνα κλαδß στον αυχÝνα και τον Ýστειλε στου διαüλου τον κþλο.
     ΣταματÜω επß τüπου το τζηπ. Το γκομενÜκι εßχε παγþσει. Τα εßχα σκατþσει ρε ψηλÝ. Σκüτωσα δυü μαλÜκες. Θα μου πεις δεν Ýφταιγα, αλλÜ που να τα σκεφτεßς üλα αυτÜ με την ποýτσα να σου πιÝζει τον αφαλü, καυλωμÝνος με Ýνα μουνÜκι κüλαση δßπλα σου; Εßχα πανικοβληθεß. Η γκüμενα εßχε κλεßσει τα μÜτια της και γρýλιζε το μαλακισμÝνο.
     ΑλÞτες ποδηλÜτες! Βγαßνω απü το αμÜξι, το τσουλÜκι ακüμα να τσιρßζει σα σειρÞνα, ευτυχþς που δεν εßχε σπßτια κει γýρω. Και τι κÜνω ρε ο κÜφρος μÝσα στον πανικü μου; ΠιÜνω τα δυü πτþματα και τα πετÜω στη θÜλασσα… Το σκÝφτομαι ρε και ανατριχιÜζω. Εßχα φουντþσει ολüκληρος και δεν Þξερα τι Ýκανα. ΠÞρα και τα ποδÞλατα και τα φοýνταρα και αυτÜ. ΚÜτι λεκÝδες απü αßμα που εßχανε μεßνει στο δρüμο θα τις περνοýσανε üλοι για αßμα πατημÝνων σκυλιþν οπüτε κανÝνα πρüβλημα.
     Κοßτα ρε ψηλÝ πüσο Üρρωστο γßνεται το ανθρþπινο μυαλü σε κατÜσταση κινδýνου ρε. Μπαßνω μÝσα στο αμÜξι και το γκομενÜκι να μου λÝει «Ο φßλος σου πÝθανε». Εκεß πÜγωσα… Ο Τζüναθαν εßχε πεθÜνει ενþ οδηγοýσα. ΚαμμιÜ ανακοπÞ. Και τι σκÝφτηκε ρε το Üρρωστο σκατοκÝφαλο μου; «Α ωραßα, αν με κατηγορÞσουνε θα Ýχω κι Üλλοθι». ΛÝω στη γκüμενα «Ετσι και πεις τßποτα, σε Ýσφαξα». ¢ρχισε να κλαßει αυτÞ κι Ýβαλα πλþρη για νοσοκομεßο, αφοý καθÜρισα τα τζÜμια απü το βρεττανικü αßμα. Εβαλα τον Τζüναθαν σε Ýνα νοσοκομειακü κρεββÜτι, τους εßπα üτι πÝθανε ενþ βολτÜραμε. Η γκüμενα γýρισε σπßτι της πνιγμÝνη στο κλÜμα, εßχε ξεβÜψει το πρüσωπο της απü τα μεκÜπια κι Þτανε σαν ανÜποδο γαμþ τον ευφρÜτη. Κι εγþ γýρισα σπιτÜκι μου κι εßχα Üλλοθι στη γυναßκα μου για την αργοπορßα μου.
 «ΠÝθανε ο Τζüναθαν και τον πÞγα νοσοκομεßο για τα διαδικαστικÜ».
     ΑλÞτες ποδηλÜτες!

                                              23/12/2001

                                    Μανηφαιστειο
ας μη βαλω τονους.

Ο Ριου δε ξερει τι παει να πει γρανιτα λεμονι γιατι εκει που μενει οι παγωτατζηδες ασχολουνται κυριως με την haute-couture.
Ο Τεντ ποτε του δεν εμαθε να κανει ποδηλατο γιατι εκει που μενει δεν εχει δρομους που να μην ειναι απο χαλικια.

Ο Τεντ κι ο Ριου δε γνωριζονται, μενουν σε διαφορετικες περιοχες. Ο Τεντ εχει φαει γρανιτα λεμονι, ξερει τι ειναι και δε του αρεσει καθολου. Ο Ριου απο την αλλη, πηρε το πρωτο του ποδηλατο οταν ηταν μολις τεσσαρων ετων, απο κεινα που χουν κι αλλες δυο βοηθητικες ροδες πισω κι απο τοτε ονειρευοταν παντα να παει στην ολυμπιαδα.

Ο Κινεζος πρεσβης ξεκρεμασε τη σημαια απο το μπαλκονι του, γιατι καταλαβε πως ολη η βιογραφια του μπορουσε να γραφει πανω σ ενα λεμονι.
Ο στρατηγος Βολκοβοú πηρε ενα κουζινομαχαιρο και κλεινοντας το να ματι στοχευσε απο ψηλα το λεμονι, κατεβασε το μαχαιρι κι εκοψε το λεμονι στα δυο. Οι δρακοι ξεχυθηκαν απο μεσα κι ο στρατηγος μοιρασε τα δυο κομματια του λεμονιου στα παιδια του.
Ο Κινεζος πρεσβης κι ο στρατηγος Βολκοβοú δεν εχουν παιξει ποτε μπριτζ, αν κι αν γνωριζονταν, σιγουρα θ αναγνωριζαν ο ενας τον αλλον, ως πολυ αξιο αντιπαλο.

Ο Φινλανδος αστροφυσικος, που κατα τυχη ειχε στραπατσαρει καποτε το ποδηλατο του Ριου με το μεγαλο τζηπ του οταν ειχε παει εκδρομη στην Ιαπωνια, ποτε του δεν ειχε φανταστει πως ενα τηλεσκοπιο σαν αυτο θα χε τοσο μεγαλη εμβελεια και καθαροτητα απο τοσο χαμηλο υψομετρο.
Ο Αρτζαúλ μπορει να κερδισε το τζακποτ στο λαχειο αλλα εξακολουθει να το παιζει τσαντισμενος για να μη χαλασει το ιματζ του.
Ο Αρτζαúλ ποτε δεν εμαθε ποσο λυπηθηκε ο Ριου που του πατικωσαν το ποδηλατο.
Ο αστροφυσικος ποτε δε θα μαθει αν ο Aρτζαúλ εισαγει ριγανη Þ κοκαúνη.

Ο νευρωνικος ανθρωπος ποτε του δε καταφερε να μην ειναι τιποτα αλλο απο ενα βιβλιο, ενα ματσο σελιδες με γραφηματα και λεξεις, αν κι ο ιδιος θα θελε πολυ να μπορεσει ν αγγιξει το προσωπο μιας γυναικας, μονο και μονο για να δει αν ειναι πραγματι τοσο απαλο οσο εκεινος φανταζοταν.
Τα παιδικα χρονια του Μαξιμ Γκορκυ θα ειναι παντα ενα βιβλιο με μαυρο εξωφυλλο, παρολο που αν επιβεβαιωθουν οι εικασιες για την δυνατοτητα μας να κινηθουμε κατα βουληση στο χρονο, θα εμοιαζαν με μαρμελαδα λιωμενη πανω σε ενα σβησμενο τζακι.
Ο νευρωνικος ανθρωπος και τα παιδικα χρονια του Μαξιμ Γκορκυ βρισκονται αντικρυστα στη βιβλιοθηκη μου.

Ο Γιαννης πολυ θα θελε να μπορουσε να φοραει τα γυαλια ηλιου του ακομα και τις χειμωνιατικες μερες, γιατι καποτε στο νησι μια σουηδεζα του χε πει πως τονε κανουν ακαταμαχητο. Θα ηθελε επισης να μπορουσε να αφησει μουσι, ακριβως για τον ιδιο λογο, αλλα ηξερε πως το μουσι τον εκανε να μοιαζει μεγαλυτερος.

Καποιοι ναυτικοι θα προτιμουσαν οι αδειες τους στα λιμανια, να μην ηταν τοσο συντομες.

Ο Ραχμανινωφ ποτε του δε γνωρισε τον Τζιμι Χεντριξ, αν κι ειμαι σιγουρος πως θα επαιζαν μπασκετ στην ιδια ομαδα.

Τελικα ο αθρωπας ποτε του δεν ανεβηκε στο φεγγαρι γιατι αυτο ειναι αθρωπινως αδυνατο, γιατι το φεγγαρι ειναι πολυ πιο ψηλα απο το Εβερεστ και το Εβερεστ ειναι το πιο ψηλο σημειο της γης. Τελικα ο αθρωπας ποτε του δεν εφηυρε τον τροχο, γιατι ο τροχος ειχε εφευρεθει πιο πριν απο τα πεινασμενα καγκουρω της Ισπανιας, οταν το νερο εκει λιγοστεψε και θελησαν να μεταφερθουν σε αλλη περιοχη της Παγγαιας.

Θα θελα ολα τα φαγητα που τρωω να φοραγαν κρανος για να προστατευονται απο τα πολυ υγιη και σθεναρα μου δοντια χωρις τερηδονα και κουφαλες. Θα θελα ολα τα μανιταρια που τρωω να μπορουσαν να ακουσουν ποσο λυπαται ο αγροτης που τα κοβει... ποσο λυπαται...

Θα ταν πολυ ενδιαφερον να καταφερνα αυτο που ποτε μου δεν εχω διανοηθει, δηλαδη να σκαρφιστω εναν τροπο να καταφερω αυτο που ποτε δεν εχω καταφερει να διανοηθω, η αυτο που ποτε δεν εχω διανοηθει να καταφερω, γιατι εξαλλου θα ταν πολυ δυσκολο να το καταφερω χωρις πρωτα να το χω διανοηθει, οπως θα ταν πολυ δυσκολο να το διανοηθω χωρις πρωτα να το καταφερω. Θα ηταν τελικα ομως, μια τρυπα στο νερο, οπως κι ολα τα αλλα.

Αντε γεια                                      23/4/2002

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers