Άννινος Χαράλαμπος: Διασκεδαστικός Ευρυμαθής Λόγιος

Βιογραφικό

     Ο Χαράλαμπος Άννινος (Μπάμπης) γεννιέται στο Αργοστόλι στις 6 Σεπτέμβρη 1852. Λίγα χρόνια μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και τον καταστροφικό σεισμό του 1867 στη Κεφαλονιά, γόνος αριστοκρατικής, πλην με οικονομικά προβλήματα, οικογένειας του νησιού, ήρθε στο φως κι αυτός. Γονείς του είναι ο κτηματίας Γεράσιμος Δημήτριος Άννινος κι η Ελένη Σκιαδά. Το περιβάλλον που περνά τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του καθορίζεται από τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες των Επτανήσων και, κυρίως, από την ευκατάστατη οικογένειά του. Στο Αργοστόλι λαμβάνει τη δημοτική και γυμνασιακή εκπαίδευσή του, είναι η περίοδος της πρώτης πνευματικής ανησυχίας, που χαρακτηρίζεται από την έντονη φιλομάθειά του. Το 1870 βρίσκεται πρώτη φορά στην Αθήνα κι εργάζεται για σύντομο διάστημα σαν υπογραμματέας στην Εισαγγελεία Εφετών. Η πνευματική δραστηριότητά του ξεκινά την ίδια χρονιά με την υποβολή στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό μιας ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Λυκαυγές, για την οποία λαμβάνει, μεταξύ 4 συμμετεχόντων, τον 3ο έπαινο. Τον επόμενο χρόνο (1872), με τον ίδιο τίτλο εκδίδεται στο Αργοστόλι 2η ποιητική συλλογή του, με διαφορετικό ωστόσο περιεχόμενο, τα ποιήματα που περιέχει είναι γραμμένα κατά τα πολύ νεανικά του χρόνια. Στο μεταξύ, το 1871 φέρεται να κάνει το πρώτο βήμα στον χώρο του Τύπου: συνεργάζεται με το περιοδικό Εθνική Βιβλιοθήκη δημοσιεύοντας ποιητικά κείμενα, μεταξύ των οποίων κι ένα μεταφρασμένο. Το 1874 ή και νωρίτερα ταξιδεύει στην Ιταλία, όπου υπηρετεί ως υποπρόξενος της Ελλάδας στο Καστελμάρε, κοντά στη Νεάπολη, αλλά και στο Κάλλιαρι της Σαρδηνίας μέχρι το 1876, οπότε επιστρέφει στο Αργοστόλι και μόνιμα στην Ελλάδα.
     Η επιστροφή από την Ιταλία τον βρίσκει με το ένα πόδι στη γενέτειρά του Κεφαλονιά κι επομένως, στον επτανησιακό χώρο και το άλλο στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1876, φέρεται να συνεργάζεται με τον Ζακύνθιο Ανθώνα, όπου δημοσιεύει το διήγημά του Ματθίλδη ή Η Εορτή Των Νεκρών. Ένα από τα πρώτα αθηναϊκά έντυπα που συνεργάζεται είναι ο Νεολόγος Των Αθηνών, που οι στόχοι του για ψυχαγωγία του κοινού κι όχι για πολιτικό σχολιασμό είναι συμβατοί με την ευθυμογραφική κλίση του. Η πύκνωση των συνεργασιών του από τα τέλη της 10ετίας του 1870 με εφημερίδες και περιοδικά του αθηναϊκού χώρου δίνει κατά προσέγγιση και το χρόνο της μετοίκησής του γύρω στα 1878. Είναι η χρονιά που αρχίζει να συνεργάζεται με την Εφημερίδα (1873-1922) του Δημήτριου Κορομηλά, όπου μέσα από τη μόνιμη στήλη του Πινακίδες σχολιάζει φιλολογικά και πολιτικά ευτράπελα. Στις συνεργασίες του με τον Τύπο συγκαταλέγονται, επίσης, ο Ασμοδαίος (1875-1885), τον οποίο εξέδιδε ο Ροΐδης μαζί με τον γελοιογράφο Θέμο Άννινο κι ο Παρνασσός (1877-1895), που στη διεύθυνσή του θα βρεθεί ο ίδιος από το 1891 ως το 1895. Το 1885 μαζί με τον Θέμο Άννινο αρχίζει να εκδίδει την εφημερίδα Το Άστυ, όπου θα εξακολουθήσει να δημοσιεύει άρθρα, σχόλια, ευθυμογραφήματα κ.ά., ακόμη και μετά την απόσυρσή του το 1890, -ένα χρόνο νωρίτερα έχει, επίσης, αναλάβει τη θέση του αρχισυντάκτη στη εφημερίδα Καθημερινή του Μιχαήλ Λάμπρου. Αρκετά αργότερα, τον βρίσκουμε σ’ έντυπα, όπως Πινακοθήκη (1901-1926), Ελληνική Επιθεώρησις (1907-1941), Παναθήναια (1900-1914, 1914-1915) & Μηνιαία Εικονογραφημένη Ίρις (1924) των Δ. & Π. Δημητράκου, που έχει τη διεύθυνση στους πρώτους 6 μήνες λειτουργίας της. Ακόμη, συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες της Πόλης ως ανταποκριτής στην Αθήνα κι ανάμεσα τους είναι ο Νεολόγος Της Κωνσταντινουπόλεως (1867-1897) του Σταύρου Βουτυρά.



     Οι συνεργασίες του με τα ημερήσια και περιοδικά έντυπα περιλαμβάνουν δοκιμιακά κείμενα, καυστικά σχόλια για την επικαιρότητα, κριτικές αλλά και χρονογραφήματα. Για τον Άννινο, όμως, η δημοσιογραφία είναι ο ένας από τους δύο χώρους δραστηριοποίησης, ο άλλος ανήκει στη λογοτεχνία. Ο ένας χώρος γονιμοποιεί τον άλλον, ενώ κι οι δυο συμβάλλουνε στη διαμόρφωση της συγγραφικής του ταυτότητας. Το έργο του, λογοτεχνικό ή μη, περιλαμβάνει πολλά πρωτότυπα κείμενα και πολλές μεταφράσεις, που αποτελούνε ταυτόχρονα λογοτεχνικό κι επαγγελματικό δρόμο, που τονε βοηθά ιδιαίτερα η γλωσσομάθειά του.
     Γεννημένος στα μισά του 19ου αι. ωριμάζει μες στο κλίμα των πνευματικών ζυμώσεων και μεταμορφώσεων που διαμορφώνουν τη “Γενιά Του 1880”. Τα χρόνια της πρώτης νεότητας στη Κεφαλονιά τονε βρίσκουνε σε μια διαρκή πνευματική αναζήτηση, ωστόσο ο κύκλος των φίλων του με ανάλογα ενδιαφέροντα είναι σχετικά περιορισμένος: στη Κεφαλονιά ο αδελφικός φίλος του Ηλίας Τσιτσέλης (1850-1927), στη Ζάκυνθο ο εκδότης των δύο Ανθώνων (Ζακύνθιος Ανθών, 1874-1878 και Ποιητικός Ανθών, 1886-1887) Ιωάννης Τσακασιάνος (1853-1908). Η εγκατάσταση στο αθηναϊκό περιβάλλον του δίνει τη δυνατότητα να διευρύνει τις γνωριμίες του και μέσα από αυτές να καθορίσει τη πνευματική υπόστασή του. Στον 1ο στενό κύκλο γνωριμιών και φιλίας βρίσκεται η γενιά των Αθηναίων ρομαντικών, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) κι ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (1844-1874).21 Στη συνέχεια εντάσσεται πλήρως στον αθηναϊκό λογοτεχνικό χώρο έρχεται σ’ επαφή με φυσιογνωμίες, όπως ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (Ζαν Μορεάς, 1856-1910), ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Δημήτριος Κορομηλάς, ο Ειρηναίος Ασώπιος κι ο Παλαμάς.
     Στην Αθήνα γίνεται άνθρωπος του Τύπου. Οι ποικίλες δημοσιεύσεις δείχνουνε συγγραφέα δραστήριο, φίλεργο και διανοητικά ακαταπόνητο. Είναι, όμως κι άνθρωπος εξωστρεφής, με αγάπη για τη ζωή, την οικογένειά του και τους φίλους του. Στους χώρους όπου κινείται γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής κι αναγνωρίσιμος χάρη στη περιπαικτική διάθεση της σκέψης του και τον ευθυμογραφικό του λόγο. Φαίνεται, μάλιστα, πως έχει ανεπτυγμένες προοδευτικές αντιλήψεις, όταν γίνεται η Ένωση των Επτανήσων (1864) με την Ελλάδα είναι μόλις 12 ετών, δηλαδή μεγαλώνει στο κλίμα του θαυμασμού για όσους συνέβαλαν σ’ αυτές τις ιστορικές περιστάσεις. Οι σχετικές αντιλήψεις του αποκαλύπτονται από τον ίδιο στο λόγο που εκφώνησε για τον θάνατο του ριζοσπάστη Γεράσιμου Λιβαδά (1789-1876), αλλά και από την εκτίμηση που είχε για το Ρόκκο Χοϊδά (1830-1890). Όμως, εκτός από τις επιταγές των καιρών, ο προοδευτισμός του εκδηλώνεται στη στροφή του, όπως φαίνεται από τα έργα που επιλέγει να μεταφράσει, από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό.

     Έχει σημασία να σημειωθεί πως έχει συγκροτημένο χαρακτήρα, αλλά και πως η πνευματική δραστηριότητά του είναι συνεχής· η δημιουργικότητά του, ανεπηρέαστη και από την επισφαλή υγεία του, είναι αδιάκοπη μέχρι τον θάνατό του το 1934 στα 82 του χρόνια. Σκιαγραφόντας σύντομα το πρωτότυπο έργο του, θα εντοπισθούν οι υφιστάμενες με το μεταφραστικό έργο συνδέσεις και θα διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις. Το πρωτότυπο έργο του καλά χαρτογραφημένο, διακρίνεται σε 2 μέρη: το εκδιδομένο και το μη. Δημοσίευσε τα αφηγηματικά έργα Εδώ κι εκεί (1884), Αττικαί Ημέραι (1894) & Ο σύλλογος των εισαγγελέων κι άλλα ευθυμογραφήματα (1925), τα δοκίμια Δύο Έλληνες ποιηταίΔ. Παπαρρηγόπουλος και Σπ. Βασιλειάδης (1923) και Τα πρώτα έτη του Ζαν Μωρεάς [1923], τις ιστορικές μελέτες Ιστορικά Σημειώματα (1925), Ο πόλεμος κι η ανθρωπότης, Νίκαι κατά βαρβάρων (1913) και  Οι Ολυμπιακοί αγώνες (1896) και τα θεατρικά έργα Η νίκη του Λεωνίδα (1898), Όποιος φυλάει τα ρούχα του (1898) και Ζητείται Υπηρέτης (1898). Σχετικά με το μη εκδιδομένο πρωτότυπο έργο του, ένα σημαντικό μέρος βρίσκεται στο Αρχείο του, ένα 2ο μέρος του αποτελείται από τα θεατρικά έργα που παρουσιάστηκαν σε διάφορες θεατρικές σκηνές και 3ο βρίσκεται διεσπαρμένο στα έντυπα της εποχής.
    Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, τη μετάφραση, την ιστοριογραφία και το δοκίμιο, ενώ έγινε ευρύτατα γνωστός για τα εύθυμα θεατρικά του έργα. Ενδεικτικό της επιτυχίας του είναι ότι το μονόπρακτο έργο του Ζητείται Υπηρέτης επιλέχθηκε για τη πρεμιέρα του Βασιλικού Θεάτρου το 1901. Επίσης, χάρη στη κωμική φλέβα του και τα αστεία λογοπαίγνιά του, διακρίθηκε στη συγγραφή επιθεώρησης: τα Παναθήναια (1907) (μουσική Θ. Σακελλαρίδη), σε συνεργασία με τον Γεώργιο Τσοκόπουλο, είχανε τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε οδήγησε τους συγγραφείς στη δημιουργία των Νέων Παναθηναίων και σε μία μόνιμη συνεργασία (με τη μετέπειτα προσθήκη στην ομάδα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου). Στο γλωσσικό ζήτημα υπήρξε υποστηρικτής της απλής καθαρεύουσας – κυρίως λόγω του μεγαλύτερου πλούτου της σε σύγκριση με τη δημοτική της εποχής – διαμορφώνοντας ένα αξιοσημείωτο προσωπικό γλωσσικό όργανο με παιγνιώδη κι ανάλαφρη διάθεση.
     Αναφορικά με τις μεταφράσεις πρέπει να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Πρώτον, από τα στοιχεία που προέκυψαν από την αποδελτίωση των υπό διερεύνηση εντύπων, αλλά και από τις πληροφορίες που έχουμε για τις δημοσιεύσεις του σε αυτά, διαπιστώνετε η ύπαρξη μιας διαφοροποίησης: ο Άννινος συνεργάζεται με κάποια έντυπα δημοσιεύοντας ως επί το πλείστο δικά του, πρωτότυπα, έργα και με ορισμένα άλλα συνεργάζεται σχεδόν αποκλειστικά ως μεταφραστής. Η διαφοροποίηση του είδους της συνεργασίας με το κάθε έντυπο σχετίζεται, προφανώς, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, καθώς από τη μία πλευρά, η κριτική, η ευθυμογραφία και ο σχολιασμός έχουν θέση στα ενημερωτικά φύλλα που εστιάζουν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, ενώ από την άλλη οι μεταφράσεις βρίσκουνε χώρο σ’ έντυπα φιλολογικού και λογοτεχνικού χαρακτήρα. Από τους 2 αυτούς χώρους καταφέρνει να υπηρετήσει τις πνευματικές κλίσεις του.
     Δεύτερον, η διαφοροποίηση στον τρόπο που συνεργάζεται με κάθε έντυπο συνοδεύεται από διακριτική επιλογή που αφορά την ταυτότητά του. Στα έντυπα, που δημοσιεύει ευθυμογραφήματα, άρθρα, σχόλια κ.λπ. χρησιμοποιεί ένα πλήθος ψευδωνύμων: Αββακούμ, Ηρώδης Αττικός  Στρεψιάδης, Ρακοσυλλέκτης, Τενεκές, Αβδηρίτης, ΜηλισιέΡόκκος Άννινος και Φανεραίος, ενώ αντίθετα οι μεταφράσεις φέρουν είτε την υπογραφή του ως Χαράλαμπου ή Μπάμπη Άννινου, είτε το αρχικώνυμο Χ.Α. Επωνύμως, όμως, υπογράφονται και τα πρωτότυπα διηγήματα, χρονογραφήματα και, γενικότερα, τα κείμενα που δεν έχουν εύθυμο χαρακτήρα. Η χρήση ψευδωνύμου ως μάσκα ίσως είναι ένας ακόμη ευθυμογραφικός τρόπος σε αντιδιαστολή με την επώνυμη υπογραφή που ίσως υποδεικνύει τον σοβαρότερο χαρακτήρα της μεταφραστικής φιλολογικής του δράσης. Οι συναναστροφές, οι φιλίες κι η θέση που είχε στον φιλολογικό και δημοσιογραφικό χώρο, αλλά κι η αποδοχή την οποία απολάμβανε απεικονίζονται στη γνώμη που είχε γι’ αυτόν ο πνευματικός κόσμος της εποχής του.



     Είναι γνώστης ξένων γλωσσών, πρώτα της ιταλικής και της αγγλικής κι ύστερα της γαλλικής, της γερμανικής και της ρωσικής. Γνωρίζει ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά, ωστόσο οι μεταφράσεις του γίνονται αποκλειστικά από τα ιταλικά και τα γαλλικά, γλώσσες που θεωρεί ότι χειρίζεται καλύτερα. Δηλαδή, ακόμη και στις περιπτώσεις μεταφοράς κειμένων της αγγλικής, της γερμανικής και της ρωσικής γραμματείας πιστεύει πως μεσολαβεί γαλλική εκδοχή του πρωτοτύπου. Πράγματι, η αγάπη του για τη ποίηση του Alfred de Musset, το ενδιαφέρον του για τη Γαλλική Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο και τον Καμίλλο Δεμουλέν, αλλά κι η ανεπτυγμένη σχέση του με την ιταλική φιλολογία, όροι που μαρτυρεί ο Ηλίας Τσιτσέλης, είναι δείκτες μιας εγγύτερης σχέσης με αυτές τις 2 γραμματείες. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι οι μεταφράσεις του όπως καταγραφήκαν μέχρι τώρα, είναι κυρίως από τη γαλλική και την ιταλική γραμματεία.
     Δεν ήτανε δυνατό να εντοπισθούν όλα τα ξενόγλωσσα πρότυπα των μεταφράσεων. Ο Άννινος ήταν δεινότερος γνώστης των γαλλικών και των ιταλικών· ‘αρα λοιπόν ήτανε πιο δόκιμο γι’ αυτόν να μεταφράσει ένα κείμενο μέσω μιας, για παράδειγμα, γαλλικής εκδοχής του, χωρίς αυτό να αποκλείει κάποια γνώση των αγγλικών. Θα ήτανε δύσκολο, ωστόσο, να υποστηριχτεί ότι γνώριζε τη γερμανική και τη ρωσική γλώσσα, πράγμα που θα φαινόταν από μια συχνότερη επαφή με τα γερμανικά και ρωσικά έργα, λογοτεχνικά ή μη. Μεταφράσεις του δημοσιεύονται στα περιοδικά Εθνική Βιβλιοθήκη (1865-1873), Εστία (1876-1895), Εβδομάς (1884-1892), Εκλεκτά Μυθιστορήματα (1884-1894), Ποιητικός Ανθών (1886-1887), Εθνική Αγωγή (1898-1904), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρεια, 1904-1927) και Μηνιαία Εικονογραφημένη Ίρις (1924), στο Άστυ (1885-1890) και στα ημερολόγια Ποικίλη Στοά (1881-1889 και 1912-1914), Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον του έτους 1901 και Μικρασιατικόν Ημερολόγιον.
     Το μεταφραστικό έργο του είναι αποτέλεσμα της επαφής του με 3 χώρους: τους εκδοτικούς οίκους, τα περιοδικά έντυπα και τις θεατρικές σκηνές. Οι συνεργασίες αυτές δεν είναι, μάλιστα, μόνο διαρκείς, αλλά και, σχεδόν, ταυτόχρονες· η ανάμειξή του με το θεάτρο διευρύνεται αργότερα (1898 κ.ε.) από την αντίστοιχη με τον Τύπο και τους εκδοτικούς οίκους. Ο Άννινος συνεργάζεται, συνολικά, με 16 εκδοτικούς οίκους, με τα περισσότερα από τα έργα του να προωθούνται από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων (ιδρύθηκε το 1899 από τον Δημήτριο Βικέλα) και τον Εκδοτικό Οίκο Φέξη. Επίσης, ως μεταφραστής, συνεργάζεται με 12 έντυπα (ημερήσια, περιοδικά κι ημερολόγια), σε 2 από τα οποία (Εστία, Εκλεκτά Μυθιστορήματα) με σταθερό τρόπο. Πέθανε στην Αθήνα 23 Μάρτη 1934, σε ηλικία 82 ετών.
     Ο Άννινος παρουσιάζεται ενταγμένος στο παιχνίδι μιας συνεχούς επικοινωνίας με τις εκδόσεις και τον Τύπο. Η μια συνεργασία διαδέχεται την άλλη, με αποτέλεσμα με αυτό τον τρόπο να καθιερώνει σταδιακά τη θέση του, αλλά και να διεκδικεί την επόμενη συνεργασία. Αυτό, βέβαια, είναι εύλογο για έναν άνθρωπο για τον οποίο η κάθε συνεργασία σημαίνει την εξασφάλιση του βιοπορισμού του. Η παράμετρος της υπαγωγής της μεταφραστικής, και όχι μόνο, εργασίας του στις ανάγκες επιβίωσης τεκμηριώνεται, τόσο από μαρτυρίες ανθρώπων της εποχής όσο όμως και από ορισμένες μεταφραστικές επιλογές του. Οι πληροφορίες για την οικογενειακή του κατάσταση (πολυτεκνία, οικονομική δυσπραγία, υγεία) εξηγούν τη διαρκή αναζήτηση συνεργασιών, ενώ επιβάλλουν και την κατανόηση κάποιων από τις επιλογές του στη βάση της προσαρμογής του στις απαιτήσεις της εκδοτικής πραγματικότητας· χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παράταιρη με τις υπόλοιπες μετάφραση των Αποστόλων του Renan. Τον βιοπορισμό του όμως φαίνεται πως επιτυγχάνει και μέσω μιας άλλης πηγής: μόλις μερικά βήματα πριν από το κατώφλι του 20ού αι. αρχίζει να μεταφράζει εντατικά, έργα για τις ανάγκες των θεατρικών σκηνών, κατακτώντας στη πορεία εδραία θέση στον θεατρικό κόσμο.



     Η συγγραφή φαίνεται πως δεν είναι μόνο μια διανοητική ανάγκη, αλλά βαθμιαία γίνεται το επάγγελμά του. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η εξασφάλιση των προς το ζην είναι ο στόχος της πλειονότητας όσων γράφουν -είτε δημοσιογραφώντας, είτε ως δημιουργοί έντεχνου λόγου- στον Τύπο. Ο ίδιος στο ευθυμογράφημά του Τα επαγγέλματα που βρίσκεται στη συλλογή Ο σύλλογος των εισαγγελέων κι άλλα ευθυμογραφήματα (1925) καταθέτει τη γνώμη του για την αναγκαιότητα της εργασίας: ο βιοπορισμός είναι η ανθρώπινη ταυτότητα: “Το βιοποριστικόν επάγγελμα εκόλλησεν ως εκδόριον εις την ράχιν της ανθρωπότητος…όσον κανείς και αν αποξενωθεί, πάντοτε θα φέρει εις τον λαιμόν του τον κλοιόν εκείνου του επαγγέλματος, εις το οποίον τον προώρισεν η φύσις και η μοίρα του κι εις το οποίον χωρίς να θέλει αιφνιδίως κάποτε, εν τω μέσω άλλων και αντίθετων ασχολιών τον επαναφέρει η έξις, η κλίσις, ο προορισμός“.
     Όμως, παρά την προφανή εναρμόνιση με τις απαιτήσεις του Τύπου, των εκδοτών και, ευρύτερα, της εποχής, μπορούμε να πούμε ότι το μεταφραστικό έργο του τέμνεται από έναν βασικό άξονα. Στο μεγαλύτερο μέρος του αφορά έργα αντιπροσωπευτικά των πνευματικών εξελίξεων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 19ου αι., ενώ ακόμη κι οι περιορισμένες επιλογές από τη παράδοση (ρομαντισμός) συναρμόζονται με τις υπόλοιπες ως επιβιώσεις. Με τη δραστηριότητά του να χαρακτηρίζεται μάλλον από την προσαρμογή στις εξελίξεις και τις απαιτήσεις της εποχής, στο έργο του αφομοιώνονται τα σύγχρονα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται στο έργο του ευρεία πολυμέρεια. Σε σχέση με τις γραμματείες, κυριαρχούν οι μεταφράσεις της γαλλικής δημιουργίας, με τον ιταλικό χώρο να ακολουθεί σε μικρή απόσταση· σημαντικός είναι ο αριθμός αγγλικών έργων, ενώ μικρότερη είναι η παρουσία άλλων χώρων (Ρωσία, Γερμανία, Ισπανία, λατινική κι αρχαία ελληνική γραμματεία). Οι επιλογές του, όμως, ποικίλλουν κι ειδολογικά· το μεταφραστικό του έργο συνθέτουν το μυθιστόρημα, το διήγημα, τα θεατρικά έργα, η ποίηση, το δοκίμιο, η περιηγητική αφήγηση, η ιστορική πραγματεία.
    Η μεταφραστική δραστηριότητά του είναι ιδιαίτερα πλούσια· το πολυδιάστατο μεταφραστικό έργο του, καθορισμένο από τις επιταγές της εποχής, τις ανάγκες του ίδιου, άλλα και τα ποικίλα πνευματικά ενδιαφέροντά του είναι ένας ακόμη δρόμος διερεύνησης των αγωγών επικοινωνίας της ελληνικής με την ευρωπαϊκή γραμματεία των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των αρχών του 20ού αι.. Το έργο του μπορεί να αξιοποιηθεί διδακτικά προκειμένου οι μαθητές να διερευνήσουν και να κατανοήσουν το πλαίσιο της εποχής του συγγραφέα. Τα χρονογραφήματά του, όντας διεισδυτικές ματιές σε πτυχές της καθημερινότητας, αποτελούν εξαιρετικά παράθυρα προκειμένου να προσεγγίσουμε κριτικά τις νοοτροπίες μιας εποχής. Το ίδιο και τα θεατρικά έργα του συγγραφέα. Ιδιαίτερα το Ζητείται Υπηρέτης, έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της εποχής, καθώς με γλυκόπικρο χιούμορ και έξυπνα γλωσσικά παιχνίδια ξεφεύγει απ’ το επίπεδο της κωμωδίας ηθών και “κλείνει το μάτι” στον υποψιασμένο θεατή, μιλώντας του για αναξιοκρατία, ρουσφέτι κι ασυδοσία του κρατικού μηχανισμού. Το παραπάνω θεατρικό έργο βρίσκεται στο διαδίκτυο, στη ραδιοφωνική του εκδοχή, και οι μαθητές θα μπορούσαν να αναβιώσουν μέσω αυτής της ακρόασης μια ολόκληρη εποχή, στα μέσα του 20ου αιώνα, που χαρακτηρίστηκε ραδιοφωνική. Ακόμα, οι διδακτικές προσεγγίσεις του θα μπορούσαν να αφορούν στα έξυπνα ψευδώνυμα του συγγραφέα και να συζητηθεί ο ρόλος των ψευδωνύμων κι η μόδα της εποχής που μεσουρανούσαν.



 * Χειρόγραφα του λογοτέχνη βρίσκονται στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.)
 * Σύμφωνα με τα αρχεία της Μεγάλης Στοάς των Ελευθεροτεκτόνων της Αθήνας, ο Άννινος ήταν μέλος της Στοάς Πυθαγόρας.
 * Του αποδίδεται η πατρότητα της φράσης «τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει». Λέγεται ότι ο Άννινος συνομιλώντας με τον Ροϊδη άκουσε το Νίκο Πολίτη να περιγράφει το σχέδιο του για την έκδοση λαογραφικού υλικού και παροιμιών και την πρόθεσή του να γυρίσει όλην την Ελλάδα, να βάλει φίλους του φιλόλογους να τον βοηθήσουν και να περιμένει μέχρι τη συγκέντρωση όλου του υλικού και του απάντησε: «Τόμου είναι έτσι, τρέχα γύρευε Νικολό μου και ύστερνα καρτέρει».
 * Συνυπέγραψε την επίσημη έκδοση της ιστορίας των 1ων Ολυμπιακών Αγώνων, μαζί με τους Τιμολέων Φιλήμων, Ν. Πολίτη.
 * Απόσπασμα από την περιγραφή τελικού άρσης βαρών των 1ων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 1896 του αυτόπτη μάρτυρα δημοσιογράφου και χρονικογράφου Χ. Αννίνου: “Αγωνίζονται εν τη παλαίστρα ο Σούμαν και ο Τσίτας. Αμφότεροι είναι στιβαροί, αλλά ο Γερμανός φαίνεται επιτηδειότερος. Η πάλη μένει αμφίρροπος επί πολύ, ότε τέλος ο Σούμαν αρπάζει ισχυρώς εκ της οσφύος τον αντιπαλόν του και μετά πολλάς προσπαθείας τον ρίπτει ύπτιον. Οι θεαταί ζητούν τότε δια κραυγών να προσέλθη κι ο έταιρος παλαιστής Χριστόπουλος, αλλά ο δυστυχής νοσηλεύεται, παθών κατά την προτεραίαν κάταγμα ωμοπλάτης. Τοιουτοτρόπως μένει μόνον νικητής και τροπαιούχος ο Σούμαν κι η γερμανική σημαία ανυψουμένη επί του ιστού και χαιρετιζομένη διαλαλεί την νίκη του”.
 * Eίχε πρωτοτυπία στην έκφραση και μορφοποίηση τής ευαισθησίας του. Είχε αποθησαυρίσει πλήθος ποικίλες εμπειρίες, από την επαφή του με τον άνθρωπο και τη κοινωνία. Είχε αφηγηματική ικανότητα όσο λίγοι και τη διάνθιζε με πνευματώδες χιούμορ, πηγαίο, ένα χιούμορ με λόγο χαριτωμένο και συχνά καίριο, εύστροφο με νοηματικά κοντράστα, μέ ρυθμό, με παραστατικώτατες παρομοιώσεις: “Αφ’ ης εποχής εμετρείτο το σώμα μου επί του πήχεως και τα έτη μου επί των δακτύλων, έτρεφα έρωτα σφοδρόν προς την ανάγνωσιν. Όλα τούτα τα ερωτηματικά ανεκινήθησαν και περιεδινήθησαν εντός του πνεύματος μου, ως κάρφη υπό του ανέμου στροβιλιζόμενα“.
 * Η πορεία του από τις ερασιτεχνικές προσπάθειες στη Κεφαλονιά και τον τρόπο που ένας πρώην πολίτης του Ιόνιου Κράτους ενσωματώνεται σε μια δυναμική κι υπό συνεχή διαμόρφωση αθηναϊκή πραγματικότητα της εποχής, ήταν εκπληκτική. Πολυγραφότατος (συχνά σε βάρος της ποιότητας) και με συνεργασίες σε πλειάδα εντύπων ολόκληρου του ελληνικού κόσμου της εποχής, σχετικά ξεχασμένος κυρίως λόγω της επιλογής του να γράφει σε μια “χαριτωμένη” καθαρεύουσα, αλλά με τεράστια αποδοχή στην εποχή του, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα “αφομοίωσης” Επτανησίων λογοτεχνών από την αθηναϊκή πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας τη διαφορά των υπόλοιπων Επτανήσων με την Κέρκυρα, που διατήρησε για μερικές δεκαετίες ακόμα την επτανησιακή ιδιαιτερότητά της στον λογοτεχνικό χάρτη.

ΕΡΓΑ:

Πεζογραφία
Εδώ κι εκεί. Αθήνα, τυπ. Δημητρίου Κορομηλά, 1884.
Αττικαί Ημέραι. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1894.
Ο σύλλογος των εισαγγελέων και άλλα ευθυμογραφήματα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, [1925].
Οι κύνες της Κωνσταντινουπόλεως. Αθήνα, Πατάκης, 1997.

Δοκίμια
Δύο έλληνες ποιηταί• Δ.Παπαρρηγόπουλος και Σ. Βασιλειάδης. Αθήνα, Δ. και Π. Δημητράκος, 1923.
Τα πρώτα έτη του Ζαν Μωρεάς. Αθήνα, Δ. και Π. Δημητράκος, [1923].

Ιστοριογραφία
Ιστορικά σημειώματα• Μετά πολλών εικόνων. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1925.
Ο πόλεμος και η ανθρωπότης. Αθήνα, Δ. και Π. Δημητράκος, χ.χ.
1912• Νίκαι κατά βαρβάρων. Αθήνα, τυπ. Πετράκου, 1913.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες 1896. Αθήνα, 1896.
Η απολογία του Οδυσσέως Ανδρούτσου • Η δολοφονία του. Αθήνα, Δημιουργία, 1996 (έκδοση γ’).

Θέατρο
Η νίκη του Λεωνίδα• Κωμωδία εις τέσσαρας πράξεις. Αθήνα, 1898.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του και Ζητείται υπηρέτης• Κωμωδίαι μονόπρακτοι• Θέατρον ελληνικόν. Αθήνα, Φέξης, 1898.

Μεταφράσεις
Λόρδου Βύρωνος, Ο ουρανός και η γη. Αθήνα, Δημητράκος, χ.χ.
Ανατόλ Φρανς, Οι θεοί διψούν. Αθήνα, Άγκυρα, χ.χ.
Εκλεκτά διηγήματα• κατά μετάφραση Μπάμπη Άννινου. Αθήνα, Δ. και Π. Δημητράκος, χ.χ.
Ernest Renan, Οι Απόστολοι. Αθήνα, Φέξης, 1914.
Hermann Sudermann, Η τιμή• Δράμα εις πράξεις τρεις. Αθήνα, Φέξης, 1903 (στη σειρά Θεατρική Βιβλιοθήκη, αρ.6)
Cesare Lombroso, Ο εγκληματίας άνθρωπος• τόμος Α’. Αθήνα, Φέξης, 1925.
Cesare Lombroso, Ο εγκληματίας άνθρωπος• τόμος Β’. Αθήνα, Φέξης, 1925.
Ιβάν Τουργκένιεφ, Βροχές ανοιξιάτικες. Αθήνα, έκδ. Εφ. Νέος Κόσμος, 1935.
Ματθίλδης Σερράο, Χαμένη αγάπη. Αθήνα, Άγκυρα, χ.χ.
Ο Στρατιώτης• Διηγήματα εκ των του Δεαμίτση. Αθήνα, Σιδέρης,

Μεταγενέστερες Εκδόσεις
Αι Αθήναι του 1850• Εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών. Αθήνα, Γαλαξίας, 1971.

==========================

               Το Βρέφος

Μοι εμειδία το μικρόν, μοι έτεινε τας χείρας,
κι εγέλα η ψυχή του.
Εγέλα, ω! Δεν έφερε την μελανήν της μοίρας
σφραγίδα, η ψυχή του.

Ωσεί εικών εφαίνετο της ιλαράς γαλήνης
κι εγέλα το μικρόν.
Εισέτι δεν ενέπνευσε, δεν έπιεν οδύνης
ποτήριον πικρόν.

Απήυγαζον εκ της χαράς οι δύο οφθαλμοί του
εσκίρτα κι εμειδία,
ήσαν ζωή, συγκίνησις, οι τρυφεροί παλμοί του
και όχι αγωνία.

Το όμμα του δεν έκλαυσεν, ειμή εξ εξ ευτυχίας
ειμή εξ ου χαράς.
Θα κλαύση όμως έπειτα πολύ εκ της πικρίας
και άλλης συμφοράς.

Θα γράψη την πορεία του επί τας παρειάς σου
ο χρόνος και θα γίνης,
ταλαίπωρον, ακόλουθος του θλιβερού θιάσου,
της λύπης, της οδύνης.

Η τώρα ξανθή κώμη σου, τοιαύτη δεν θα μείνη,
θα γίνη ως χιών
και το αθώον στόμα σου παράπονα θα χύνη
πικρά, προς τον Θεόν.

Ω άνθος φρούδο, ωχριά η τόση ωραιότης
και φθίνει παρακαίρως,
θα σε μαστίσουν, δύστηνον μικρόν, η ανθρωπότης,
αι λύπαι ή ο έρως.

Αλλ’ είθε, είθε υπέρ σου η τύχ’ η ολεθρία,
μικρόν μου, να καμφθή,
είθε ποτέ η λυπηρά αυτή μου η προφτεία,
ποτέ να μην εκπληρωθή.

Εις Τον Θάνατον Του Αείμνηστου Καθηγητού Ιωάννου Μεναγιά
(αποβιώσαντος εις Βάδεν)

Απέθανεν ο έντιμος και αγαθός πολίτης,
ο σεβαστός διδάσκαλος, φευ! δεν υπάρχει πλέον.
Απηυδηκώς εις ξένην γην του βίου παροδίτης,
κοιμάται ο καθηγητής τον ύπνον τον μοιραίον.

Εις ξένην γην, πλην διατί; Το χώμα δεν βαρύνει;
Και τίς θα έλθει επ’ αυτού εν δάκρυον να χύση;
Λησμονημένον, άγνωστον το μνήμα σου θα μείνη
κι ένα νεκράνθεμον αυτό, ποτέ δεν θα στολίση.

Είθε η πλάξ του τάφου σου βαρεία να μη γίνη.
Είθε το κρύον μνήμα σου η χιών να μη καλύψει.
Πλησίον σου ν’ ανθίσωσι αι πάτριαι μυρσίναι
και η πρωϊα δάκρυα, την δρόσο της να ρίψει.

Αν έπεσες και σ’ άγνωστα αν εκοιμήθης μέρη,
το όνομά σου εις υμάς εν λήθη δεν θα μείνη.
Ω είθε! εις τον τάφον σου ο ζέφυρος να φέρη
την εκ καρδίας μας ευχήν. -Κοιμήσου εν ειρήνη.

                Εσπέρα

Εις τας υγράς αγκάλας της θαλάσσης
ο Φοίβος ίν’ αναπαυθή εμβαίνει,
λαμπρός εις τας του ουρανού εκτάσεις
και τηλαυγής ο έσπερος προβαίνει.

Η νυξ επί της φύσεως απάσης
βραδυπορούσα ήδη καταβαίνει,
μετά γλυκυθυμίας πάσα πλάσις
κλίνει την κεφαλή βεβαρυμένη.

Οποία εις την φύσιν αρμονία!
Η δρόσος πίπτει, μελιχρά σελήνη,
εκ του βουνού προβαίνει και βραδεία.

Αρχίζει τας ακτίνας της να χύνη,
προς τί κι εσύ δεν χαίρεις, ω καρδία;
Ειπέ μοι, τί σου λείπει; -Η Γαλήνη.

                                      (από το “Λυκαυγές” 1870)

—————————————

                                    Παιγνιοχάρτων Συνδιάλεξις

     Παρερριμμένα εις μίαν γωνίαν, ξεθωριασμένα εκ της προστριβής, συντεθλασμένα, ηκρωτηριασμένα μερικά παιγνιόχαρτα, απομεινάρια οικτρά δέσμης καινουργούς, αγορασθείσης την προτεραίαν και διασπασθείσης ελεεινώς κατά τον πυρετόν του χαρτοπαιγνίου, την πρωίαν της επαύριον του νέου έτους συνωμίλουν ανακοινούντα προς άλληλα τας εκ της προτεραίας εντυπώσεις των.
 -Πάει κι αυτός ο Άι-Βασίλης! είπε μελαγχολικώς είς άσσος κούπα μονόφθαλμος προσβλέπων βλοσυρώς ως κύκλωψ με τον μόνον κόκκινον οφθαλμόν του.
 -Άις-Βασίλης κακορρίζικος! είπεν είς φάντες σπαθί, ού ο πρασινοκόκκινος χιτών ήτο διεσχισμένος, έλειπε δε και έν μέρος από την καστανήν κόμην του.
 -Ποιος σ’ έκανε σε τέτοιο χάλι, κακομοίρη; τον ηρώτησεν ευσπλάγχνως μία ξανθή δάμα.
 -Ένας κλητήρας, κακό χρόνο νάχη! απήντησεν ο φάντες. Είχε πάρει μποναμά από τους χασάπηδες και τους μπακάληδες της γειτονιάς και ήλθε να τον παίξη εις εμέ. Τον έπαιξε κι έχασε και τότε θυμωμένος μ’ εκατεξέσχισε χωρίς να ενθυμηθή ο άθλιος ότι είχαμε και μία μικρά συγγένεια μεταξύ μας.
 -Συγγένεια με τον κλητήρα; ηρώτησεν απορών έν πυκνόν ολόμαυρον δέκα μπαστούνι.
 -Βέβαια· προτού να γίνη κλητήρας εχρημάτισε καπνο . . . φάντης!
     Τα παιγνιόχαρτα ανεκάγχασαν επί τη αστειότητι ταύτη του συναδέλφου των.
 -Εμέ, είπε το τρία κούπα, μ’ ετυράννησεν όλη την νύκτα ένας πρώην τμηματάρχης· το όνομά μου τω εφαίνετο καλός οιωνός, επειδή τω υπενθύμιζε το κόμμα του. Όταν είδεν όμως ότι ούτε εις τα χαρτιά δεν έκαμνε δουλειά το κόμμα του, εφουρκίσθη και με συνέστρεψε και μ’ εδάγκασε . . .
 -Για να σου πω! κάμε μου τη χάρι πήγαινε πάρα πέρα! είπεν έν παρακείμενον δύο· κάτι τέτοιοι χαρτοπαίκται είνε λυσσασμένοι και ξέρω εγώ!… μπορεί και συ να λυσσάξης.
 -Εμένα πάλιν, είπε το εννέα, μ’ έπιασε ένας βουλευτής συμπολιτευόμενος. Τον ήκουσα να λέγη: Με τους εννέα του ένας κάποιος πολιτευόμενος έγινεν εκείνος πού έγινεν· αυτός ο πούντος έχει τύχη! Αλλά έφυγε ζεματισμένος την ώρα που έπεφταν τα κανόνια.
 -Κανόνια εφέτος θα πέσουν πάρα πολλά, μου φαίνεται, είπε το πέντε. Είδα κάτι αξιωματικούς, κάτι υπαλλήλους να παίζουν απηλπισμένα και να ριψοκινδυνεύουν ποσά μεγαλύτερα από τας δυνάμεις των.
 -Εφέτος ήτο φτώχεια πολλή, είπε γενειάτης τις και μακρυπλόκαμος ρήγας, έχων αποτεθειμένον το στέμμα του επί του καρρώ, ως να είχε κουρασθή να το φέρη επί κεφαλής. Με είχε πάρει στην τσέπη του ένας παλαιός μου μουστερής και εγυρίσαμε λέσχας και καφενεία· παντού άκουσα παράπονα, γκρίνια, κατάρες. Συνηθισμένος εις τες λίρες και τα χαρτονομίσματα, εθύμωσα όταν είδα να πουντάρουν επάνου μου δεκάρες και ήλθα τέρτσος κι εγώ δεν ηξεύρω πόσες φορές! . . .
 -Μεγάλη η καρρωσύνη σου! είπεν ο λογοπαίκτης φάντες.
 -Α, εξηκολούθησεν ο ρήγας, αφού προσέβλεψε λοξώς τον διακόψαντα, παν οι καιροί εκείνοι πού εκυλούσαν άφθονα επάνω μας τα ναπολεόνια! Το ελληνικό χρυσάφι έφυγε όλο εις την Ευρώπη, έγινε κανόνια, όπλα, στολαί, ναρκοβόλα, διότι τώρα οι Έλληνες είνε αποφασισμένοι να παίξουν το μεγάλο παιγνίδι.
 -Μα θα το παίξουν, ή απλώς έτσι παίζουν; ηρώτησεν ο αδιόρθωτος φάντες.
     Ο ρήγας έλαβεν ήθος αυθεντικόν και ητοιμάσθη ν’ απαντήση, αλλά την στιγμήν εκείνην ο σκουπιδιάρης ελθών διέκοψε την συνδιάλεξιν και παραλαβών τα παιγνιόχαρτα έρριψεν αυτά εις το κάρρον.

                                          Η Εορτή Της Ακαδημίας

Εικών α’:  Η ροδοδάκτυλος Ηώς ακόμη δεν ήνοιξε τας πύλας του ουρανού, ότε η κυρία Θεοδώρα ελέγχει ούτω πώς τον αξιότιμον αυτής σύνευνον:
 -Βρε μπούφο! δεν ντρέπεσαι εσύ, ειρηνοδίκης άνθρωπος, να μην εύρης εισιτήριο να πάμε το βράδυ στην Ακαδημία! Και για ποιους, βρε ξόανο, έγινεν η Ακαδημία παρά διά τους διαβασμένους και διά τους νοικοκυραίους;
 -Μα, γυναίκα!.. από ποίον να το προμηθευθώ;
 -Να το προμηθευθής . . . από αυτόν τον Προμηθέα που γράφουν!
*
Εικών β’:  Επτά και τέταρτον μ.μ. Η οικογένεια Παραδαρμένου αναμένει εις τα προπύλαια. Ο κ. Ζαχαρίας επρομηθεύθη εισιτήριον από ένα φίλον του νεκροσκόπον, συγγενή ενός επαρχιακού συμβούλου. Η δεσποινίς Ουρανία κυττάζει περιπαθώς εις τα ύψη τον Μουσηγέτην, επιδεικνύοντα αγερώχως την ανδρικήν αυτού καλλονήν ολόκληρον. Η κυρία Θεοδώρα μετά πολύωρον κόπωσιν εκφράζει την επιθυμίαν να καθίση.
 -Μπαμπά! φωνάζει ο Μιμίκος, σήκωσε εκείνους τους δύο να καθίσουμ’ εμείς! . . .
     Και δεικνύει τους μακαρίως αναπαυομένους επί των μαρμαρίνων εδρών των Πλάτωνα και Σωκράτη.
*
Εικών γ’:  Τιτανομαχία φρικτή παρά την θύραν της εισόδου. Οι αποτελούντες όγκον νεοπλάσματος άνθρωποι τρέμοντες καραδοκούν να εισέλθουν. Ο Ζευς αστυνόμος φωνεί: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών! και εισορμά όλον το ανθρώπινον γένος, καθηγηταί, κουλουρτζήδες, ιεραπόστολοι, οδοντοϊατροί, αρχιμανδρίται. Το πλήθος ως συμπυκνωμένη μάζα σταματά ασφυκτιών, διότι νομίζει ότι ο εις το βάθος ιστάμενος ανδριάς του Σίνα θ’ απαγγείλη τον εναρκτήριον. Αλλ’ οι κλητήρες φωνάζουν:
 -Δεν έχει λόγο! όποιος είδε να βγαίνη!
*
Εικών δ’:  Πλήρης διάσπασις της οικογενείας Παραδαρμένου. Το σφαιρικόν σώμα της κυρίας Θεοδώρας κυλινδείται ως θωρηκτόν εν ώρα τρικυμίας, κατά την στιγμήν δε κατά την οποίαν ο κ. Ζαχαρίας πειράται να  της δείξη τον ανδριάντα του Σίνα, αποσπάται εκ του συνωστισμού είς των φαλμπαλάδων της εσθήτος της και η κυρία Παραδαρμένου αναφωνεί μετά μανίας προς τον σύζυγόν της:
 -Τύφλες νάχης κι εσύ κι ο Σινανάς!
     Ο Ζαχαρίας ευρίσκεται στηριζόμενος επί του κατεσκληκότος κόλπου πρεσβύτιδος, ήτις του μειδιά φιλαρέσκως, ενώ εκείνος διαμαρτύρεται μεγαλοφώνως περί της αγνότητος των προθέσεών του. Την στιγμήν εκείνην ακούεται φωνή στεντορεία κλητήρος:
 -Κύριοι, προσέξατε εις τα ρολόγια σας!
     Ο κ. Ζαχαρίας εξάγει παραχρήμα το ιδικόν του, νομίζων ότι έφθασεν η στιγμή του θεάματος, αλλά το ωρολόγιον γίνεται αυθωρεί ανάρπαστον υπό επιτηδείου λωποδύτου, Η δεσποινίς Ουρανία λεπτυνθείσα εκ της πιέσεως και μηκυνθείσα ρίπτει χαμαί διά μιας στροφής της ρινός τον πίλον κλητήρος, όστις βλασφημεί μανιωδώς. Ο Μιμίκος υφίσταται το πάθημα του Προμηθέως θέλων να κλέψη το πυρ, δηλαδή έν κουτίον φωσφορίων
κηρίνων έκ τινος θυλακίου, και εισαγαγών την χείρα δεν δύναται πλέον να την αποσύρη και μένει δέσμιος ως εις παγίδα φερόμενος εν αγνοία υπό του κυρίου εντός του πλήθους και αναβοών:
 -Μπαμπά! μπαμπά! έως ότου ο κ. Ζαχαρίας ως Ηρακλής μαινόμενος τρέχει και τον ελευθερώνει.
*
Εικών ε’ και τελευταία:  Οικτρά συνάντησις της οικογενείας Παραδαρμένου μετά πολύωρον αναζήτησιν εις τον Τάρταρον του κήπου της Ακαδημίας, όπου ευτυχώς λείπουν οι Κέρβεροι, οι Ακαδημαϊκοί μανδρόσκυλοι.
 -Μη μου ματαπής, μωρέ κασίδη, λέγει η κυρία Θεοδώρα προς τον σύζυγόν της, να ξαναπάμε σε Ακαδημίες και τέτοια καραγκιοζλίκια, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια!
     Ο κ. Ζαχαρίας απέρχεται κεκυφώς περιστρέφων μεταξύ των δακτύλων του το εισιτήριον και εις την ερώτησιν του Μιμίκου τι είνε εισιτήριον απήντησε σοβαρώς και αποφθεγματικώς:
 -Το εισιτήριον είνε εκείνο το πράγμα με το οποίον εισέρχεσαι εις τας τελετάς και όταν το έχης . . . και όταν δεν το έχης.
                                (από το “Αττικαί Ημέραι” 1886)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *