Ακοτάντος

Βιογραφικό

     Η κρητική σχολή ζωγραφικής υπήρξε η σημαντικότερη καλλιτεχνική εκδήλωση του ελληνισμού μετά τη πτώση του Βυζαντίου. Η Κρήτη είχε 20 μεγάλες πόλεις, 10 επισκοπές κι αρχιεπίσκοπο -μητροπολίτη που στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων κατείχε πάντα υψηλή θέση. Παρουσίαζε λοιπόν όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της χριστιανικής τέχνης. Στη Κρήτη κατέφυγαν πριν και μετά την Άλωση, καλλιτέχνες από τη πρωτεύουσα κι άλλες περιοχές που υποδουλώνονταν από τους Οθωμανούς, γιατί εκεί η βενετική κυριαρχία εξασφάλιζε στους καλλιτέχνες θρησκευτική κι επαγγελματική ελευθερία, επίσης τους επέτρεπε οποιαδήποτε μετακίνηση, ενώ παράλληλα οι καλλιτέχνες είχανε την ωφέλεια της άμεσης ή έμμεσης επαφής με τη Βενετία και τη τέχνη της. Πόσες πιθανότητες μπορεί να είχε ζωγράφος του 15ου αι. στη βενετοκρατούμενη Κρήτη να γίνει διάσημος; Και το πλέον απίθανο: ποιος θα ήτανε τόσον ικανός ώστε να εμπνεύσει ζωγράφο του διαμετρήματος του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου έναν αιώνα αργότερα;
     Ο Άγγελος Ακοτάντος ήτανε Kρητικός αγιογράφος του 15ου αι. που ζούσε κι εργαζότανε στη πόλη του βενετοκρατούμενου Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), οπού κατείχε και το σημαντικό αξίωμα του πρωτοψάλτη κι απετέλεσε σημαντικό μέλος της Κρητικής Σχολής. Η περίοδος της καλλιτεχνικής δράσης του τοποθετείται ανάμεσα στο 1425 και το 1450, το έτος που πεθαίνει και το υποθέτουμε επειδή ήτανε και πρωτοψάλτης στο Χάνδακα, ισόβιος, εκείνη τη χρονιά ζητήθηκε η αντικατάστασή του. Ζωγράφισε σε μια εποχή που λόγω των ιστορικών συγκυριών το κέντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής είχε αρχίσει να μετατοπίζεται από τη Πόλη στη πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης, στον Χάνδακα. Υπέγραφε τα έργα του με το όνομα Χειρ Αγγέλου και θεωρείται ως ο 1ος βυζαντινός ζωγράφος που έκανε κάτι τέτοιο. Κατά τον Αγγελο Δεληβοριά, πρώην διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη: “Ο Άγγελος υπογράφει τα έργα του, γιατί έχει συνείδηση της ποιότητας του έργου του, ενώ ταυτόχρονα μας εισάγει σε μια άλλη συνήθεια, την οποία υιοθετούν ο Ελ Γκρέκο (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος), ο Μιχαήλ Δαμασκηνός κ.ά.“. Στις αγιογραφίες του συνυπάρχουν οι αναζητήσεις της ζωγραφικής της Πόλης (δεν αποκλείεται μάλιστα να διδάχθηκε από Πολίτες ζωγράφους) με την εκλεκτική υιοθέτηση στοιχείων της βενετσιάνικης ζωγραφικής. 22 εικόνες φέρουν την υπογραφή του ενώ άλλες 30 αποδίδονται στον ίδιο. Η ιστορική έρευνα έδειξε πως ο ζωγράφος που έβαζε αυτή την υπογραφή ήταν ο Άγγελος Ακοτάντος, ευκατάστατος αστός, κάτοικος Χάνδακα, του οποίου η ιδιόχειρη διαθήκη μας δίνει σημαντικές πληροφορίες τόσο για τον ίδιο όσο και για την εποχή του.
      Διατηρούσε εργαστήριο ζωγραφικής στη Κάντια (Candia) -το Ηράκλειο Κρήτης, όπως αποκαλούνταν στο παρελθόν από τους Βενετούς κι εξακολουθεί σήμερα από τους Ιταλόφωνους- από όπου προμήθευε εικόνες σε ελληνικές εκκλησίες και μοναστήρια στην Κρήτη, την Πάτμο, τη Ρόδο κά. Το πλήθος των εικόνων του που έχει βρεθεί, δείχνει πως διατηρούσε μεγάλο εργαστήριο ζωγραφικής τελικά, όπου θα πρέπει να μαθήτευσαν σπουδαίοι ζωγράφοι, του 2ου μισού του 15ου αι., όπως ο Ανδρέας Ρίτζος. Ζωγραφίζει εικόνες, τις οποίες υπογράφει με το μικρό του όνομα, ενώ πρόσφατα διατυπώθηκε κι η υπόθεση ότι ενδεχομένως να υπήρξε και ζωγράφος τοιχογραφιών. Προτιμά να ζωγραφίζει κατά το βυζαντινό τρόπο (alla maniera graeca), εντάσσοντας ενίοτε δυτικές λεπτομέρειες στα έργα του, ενώ φαίνεται να παρακολουθεί τις ζωγραφικές εξελίξεις της Πόλης, είτε μέσω άμεσης επαφής με τα μνημεία είτε μέσω των Πολιτών ζωγράφων που ήταν εγκατεστημένοι στο Χάνδακα. Μόνο μία δυτικότροπη σύνθεση του αποδίδεται, η οποία φέρει και την υπογραφή του στα λατινικά (Angelus Pinxit) και απεικονίζει το Χριστό ως Άκρα Ταπείνωση με την Παναγία και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ένα βυζαντινό θέμα που γνωρίζει ευρεία διάδοση στην ιταλική τέχνη κυρίως από τον 14ο αι. κι εξής.

     Οι εικόνες του χαρακτηρίζονται από υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα, στην οποία συνυπάρχουν οι αναζητήσεις της ζωγραφικής της Πόλης με την εκλεκτική υιοθέτηση στοιχείων της βενετσιάνικης ζωγραφικής. Μέχρι κι ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος επηρεάστηκε από τον σπουδαίο καλλιτέχνη, τον οποίο χαρακτήριζε «διασημότατον ζωγράφο», και υπέγραφε με τον ίδιο τρόπο: Χειρ Δομηνίκου. Ο Θεοτοκόπουλος βέβαια κατέφυγε στη Δύση και έγινε εκεί διάσημος. Ο Ακοτάντος δεν είχε λόγο να φύγει στη Δύση καθώς πέθανε το 1450, έτος κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμα πέσει στους Τούρκους, επομένως η προσοχή του ήταν στραμμένη προς τα εκεί και όχι προς τη Δύση.
     Με τις εικόνες του φαίνεται να συμμετέχει, αλλά και να σχολιάζει σημαντικά θεολογικά ζητήματα του καιρού του, πράγμα που φανερώνει το εύρος των προβληματισμών και της κατάρτισής του. Στα χρόνια που ζωγράφισε τον Ασπασμό η ένωση των 2 εκκλησιών ήτανε θέμα πολύ επίκαιρο, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-39). Στη Κρήτη υπήρχε ελπίδα για την ένωση διότι οι Κρήτες ζούσαν με τους Βενετούς από το 1210. Καθιερώνει εικονογραφικά τη λατρεία νέων αγίων, όπως ο άγιος Φανούριος, προπαγανδίζει υπέρ της Ένωσης της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία με τις εικόνες του Ασπασμού των αποστόλων Πέτρου & Παύλου, επεξεργάζεται θέματα με λεπτές θεολογικές αποχρώσεις, όπως ο Χριστός η Άμπελος, στις οποίες ενδεχομένως να εμπεριέχεται και κάποια φιλενωτική διάθεση.

    Η σημασία του ζωγράφου αυτού δεν έγκειται μόνο στο μεγάλο αριθμό εικόνων με την υπογραφή που έχει σωθεί, αλλά και στην ύπαρξη της ιδιόχειρης διαθήκης του, μέσα από την οποία προβάλλει η προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη που κατείχε ιδιαίτερη θέση στου βενετοκρατούμενου Χάνδακα. Ήταν εγγράμματος και καλός άνθρωπος που διέθετε σημαντική κινητή κι ακίνητη περιουσία, πλούσια βιβλιοθήκη, που απ’ τη πώλησή της, μετά το θάνατό του, όπως ζήτησε με τη διαθήκη του, θα προικίζονταν άπορα κορίτσια. Τα σύνεργα της δουλειάς του και τα σχέδια ζωγραφικής τα είχε κληροδοτήσει στο παιδί που θα γεννιόταν -όταν έγραψε τη διαθήκη του η γυναίκα του, Ελένη Μαρμαρά, ήταν έγκυος-, αν ήταν αγόρι κι ήθελε να μάθει τη ζωγραφική τέχνη, διαφορετικά τα άφηνε στον ένα από τους δύο αδελφούς του κι επίσης ζωγράφο, Ιωάννη.
     Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή του πηγάζουν από τη διαθήκη του την οποία συνέταξε το 1436 εν όψει ενός ταξιδιού του από το Χάνδακα στη Πόλη κι η οποία βρίσκεται στο κρατικό αρχείο της Βενετίας. Η διαθήκη αυτή ξεκινά ως εξής: “Διά την παράβασιν του προπάτορος Αδάμ πάντες παρεδόθημεν τω θανάτω και τη φθορά και ουδείς εστίν των ανθρώπων, ος ζήσεται και ουχ όψεται θάνατον. Διά τούτο καγώ ο Αγγελος Κοτάντος ο ζωγράφος, ως άνθρωπος θνητός κι υπόχρεως τω θανάτω και μέλλων αποπλεύσαι εν Κωνσταντινουπόλει, διατάττομαι και την εμήν διαθήκην ποιώ εις τα εμά πράγματα και ούτως λέγω…”. Ο σκοπός του ταξιδιού δεν διευκρινίζεται, αλλά ήταν πιθανότατα επαγγελματικός -ίσως μετέβαινε εκεί για να αγοράσει σύνεργα και χρώματα, ή και να ενημερωθεί για τη τέχνη του, όπως φαίνεται πως έκαναν κι άλλοι συγκαιρινοί του ζωγράφοι.      
    Στη διαθήκη του λοιπόν τακτοποιεί ένα σωρό εκκρεμότητες και μεριμνά ξεχωριστά για τα εργαλεία της τέχνης του και τα τεσενιάσματά του (ανθίβολα), δηλαδή τα σχέδια ζωγραφικής που χρησιμοποιεί, ορίζοντας να μεταβιβαστούν στο παιδί του που επρόκειτο να γεννηθεί, αν βεβαίως αυτό είναι αγόρι και γίνει ζωγράφος, διαφορετικά τα κληροδοτεί στον αδερφό του Ιωάννη που ήταν ήδη ζωγράφος -η ζωγραφική αποτελούσε εξάλλου οικογενειακή υπόθεση. Η διαθήκη καταδεικνύει ότι ο ζωγράφος είχε συνείδηση της τέχνης του  και της αξίας του έργου του, γεγονός που σημαίνει ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη, στον συγκεκριμένο χώρο και  υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, έχει αρχίσει να διαφοροποιείται.
    Τα ανθίβολα για τα οποία τόσο νοιάζεται, τα αγοράζει το 1477 ένας άλλος γνωστός ζωγράφος της Κρήτης, ο Ανδρέας Ρίτζος (1422-1492), στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της σημαντικότητας του Αγγέλου και δείχνει με ακρίβεια πως ένας καλλιτέχνης μπορούσε να επιβάλλει τη τεχνοτροπία και την εικονογραφία του στις επόμενες γενιές κι αποδεικνύει τις πολλαπλές επιρροές. Ο Ρίτζος υπογράφει μάλιστα σχετικό συμβόλαιο, στο οποίο ορίζεται ότι η χρήση των ανθιβόλων είναι αυστηρά προσωπική και τελικά, μένοντας πιστός σε ρήτρα του συμβολαίου, κρατά τα ανθίβολα μόνο μερικές ημέρες.
    Η διαθήκη αυτή εκτός από μοναδική στο είδος της, αφού δεν διασώζονται άλλα παρόμοια έγγραφα από καλλιτέχνες του 15ου αιώνα, και εκτός από πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του Ακοτάντου, αποκαλύπτει νέο είδος καλλιτέχνη, καλλιτέχνη που δείχνει να παίρνει μέρος στις συζητήσεις της εποχής, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον διανοούμενο της Αναγέννησης. Αν η διαθήκη αποτελεί κύριο στοιχείο για τη κατανόηση της σημασίας του Άγγελου στη διαμόρφωση αυτού του νέου είδους καλλιτέχνη, η υπογραφή διαθέτει κι αυτή τη δική της βαρύτητα. Πολλοί συμφωνούν ότι η υπογραφή υποδεικνύει από τη μία μια κοινωνική αποδοχή για το έργο του καλλιτέχνη κι από την άλλη, ένα είδος αυτογνωσίας εκ μέρους του ιδίου. Άλλα στοιχεία είναι ότι κατείχε το ισόβιο αξίωμα του πρωτοψάλτη, ήταν παντρεμένος και την εποχή που γράφει τη διαθήκη η γυναίκα του περιμένει παιδί.
    Ο Ακοτάντος δεν αποτελεί τυπική περίπτωση συνηθισμένου ζωγράφου. Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, βρισκόμαστε μπρος σε μια από τις ηγετικές καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες στο χώρο της Κρήτης στο 1ο μισό του 15ου αι.. Ήταν ο πιο σπουδαίος ζωγράφος ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας εποχής και που πολλοί αποκαλούνε Δομήνικο Θεοτοκόπουλο του 15ου αι. κι υπήρξεν ο 1ος ζωγράφος εικόνων που αποφάσισε να σπάσει την ανωνυμία του και να βάλει στα έργα του υπογραφή. Τα γνωστά του έργα αποτελούνται από 50 εικόνες, που οι 30 είναι υπογεγραμμένες κι από 20 ακόμα που αποδοθήκανε σ’ αυτόν από αξιόπιστη έρευνα. Ήτανε σύγχρονος με 2 άλλους ζωγράφους που ξέρουμε πώς εργαστήκανε τότε στη πόλη αυτή, τον Αλέξιο Άπόκαυκο, φίλο του Ιωσήφ Βρυεννίου και το Νικόλαο Φιλανθρωπηνό (1418/1419), συγγενή του οικουμενικού Πατριάρχη Ιωσήφ του Β’. Αλλά ενώ oι δυο αυτοί είχαν έλθει στη Κρήτη πιθανότατα από τη Πόλη, εκείνος παρά τή βενετική προέλευση του επωνύμου του (Accontanto) ήτανε γνήσιος Κρητικός, γεννημένος στο Χάνδακα.
     Ήταν εύπορος, φιλάνθρωπος, ενώ το σπίτι και το εργαστήριό του βρίσκονταν πίσω από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Είχε μία κόρη, τη Βαρβάρα και 2 αδερφούς, τον Ιωάννη, ζωγράφο επίσης, και το Θεόδωρο που ήτανε σχολάρχης κι άλλους συγγενείς. Διατηρούσε σχέσεις με το Σιναϊτικό μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα, όπως φαίνεται από 2 εικόνες που κληροδότησε στο Μοναστήρι. Ήτανε ζωγράφος κι όχι τεχνίτης. Ένας εγγράµµατος που γράφει τη διαθήκη του μόνος του και που διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη από τη πώλησή της οποίας μετά το θάνατό του, θα προικίζονταν άπορα κορίτσια.
    Εκτός από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία του έργου του και τη συμβολή του στην εικονογραφία της κρητικής ζωγραφικής του 15ου και του 16ου αι. κυρίως, η προβολή του έργου του είναι σημαντική για δύο ακόμη λόγους: 1ον, διότι αποτελεί μοναδική περίπτωση υστεροβυζαντινού ζωγράφου για τον οποίο διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, μέσω των εγγράφων που σωθήκανε στα κρατικά αρχεία της Βενετίας, με βασικώτερη πηγή πληροφοριών το κείμενο της διαθήκης του και, 2ον -απόρροια του 1ου- διότι ορίζει με σαφήνεια τις διαφορετικές συνθήκες που οδηγούνε, στα αστικά κέντρα της Κρήτης, στη μετάβαση από τον ανώνυμο βυζαντινό ζωγράφο που θεωρείται ένας απλός τεχνίτης, στους επώνυμους επιφανείς ζωγράφους της κρητικής σχολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ύστερη αυτή περίοδο του Βυζαντίου δεν γνωρίζουμε κανένα όνομα ζωγράφου απ’ όσους εργάστηκαν στα κορυφαία μνημεία της Πόλης, όπως, πχ, η Μονή της Χώρας.
     Τη διαθήκη του την είχε γράψει με το ίδιο του το χέρι στα ελληνικά, χωρίς να σημείωσει καμμιά χρονολογική ένδειξη κι ύστερα την είχε παρουσιάσει, σε 3 μάρτυρες, με τη παράκληση να δημοσιευθεί ευθύς μετά το θάνατο του, στο νοτάριο (συμβολαιογράφο) του Χάνδακα, Γεώργιο Βατάτση. Αυτός τότε συνέταξε, κάτω από το ελληνικό κείμενο, τη σχετική πράξη (στα λατινικά) και σημείωσε την ημερομηνία “die XXVI Aprilis, Indictione ΧΙV“, παραλείποντας όμως κι αυτός να δήλωσει το έτος. Το πρωτότυπο αυτό της διαθήκης, παρά τήν επιθυμία του Άγγελου, δεν δημοσιεύτηκε -όπως θα φανεί παρακάτω- αμέσως μετά το θάνατο του και μπορούμε να θεωρήσωμε βέβαιο πώς ο Βατάτσης (που πρέπει να ήταν ήδη αρκετά ηλικιωμένος) πέθανε εν τω μεταξύ. Για πολλά χρόνια παράμεινε άγνωστο, στα χέρια κάποιου δικού του, ίσως του αδελφού του Ιωάννη, που -από αμέλεια ή σκοπιμότητα- δεν το παρουσίαζε πουθενά. Μόλις το Νοέμβρη του 1457 ο Ιωάννης θέλησε να το παρουσίασει στη δουκική καγκελλαρία του Χάνδακα, για να επικυρωθεί και να λάβει νόμιμη δημοσιότητα. Οι αρμόδιες αρχές, αφού προσθέσανε κάτω από τη παλαιότερη πράξη του Βατάτση, 2 ένορκες μαρτυρίες κληρικών (με ημερομηνία 7 & 9 Νοέμβρη 1457) για τη γνησιότητα της γραφής του Άγγελου, καταχωρήσανε πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου αύτου (ακόμη καί με τις διαγραφές που έφερε) καθώς καί της νοταριακής πράξης του Βατάτση και των 2 ενόρκων μαρτυριών που είχανε προστεθεί, στα επίσημα βιβλία των πράξεων του Δούκα της Κρήτης που μας σωθήκανε και που είναι γνωστά ως Atti antichi. Ή καταχώρηση του αντιγράφου αύτού -το πρωτότυπο δε σώθηκε- έγινε στις 16 Νοέμβρη 1457, σύμφωνα με τη σχετική πράξη που ‘χει προταχθεί. Το αντίγραφο αυτό, με δλα τα παραπάνω σημειώματα πού προτάσσονται ή επιτάσσονται, θα το δείξω παρακάτω, με τη διπλωματική μέθοδο, σύμφωνα με την αρχή, κατά την οποία, δπου έχει χαθεί το πρωτότυπο ενός εγγράφου, εκδίδεται δπως το πρωτότυπο, το παλαιότερο (ή το μόνο) επίσημο αντίγραφο.
    Η διαθήκη του Αγγέλου αποτελεί λοιπόν τη σημαντικότερη περίπτωση γραπτής πηγής που αφορά καλλιτέχνη της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου.  Αν δμως η διαθήκη, όπως μαρτυρεί το εκδιδόμενο αντίγραφο της, παρουσιάστηκε στη δημοσιότητα Νοέμβρη του 1457, πότε τη συνέταξε ο Άκοτάντος και τη παρουσίασε στο Βατάτση; Ο τελευταίος, καθώς είδαμε, ως μόνη χρονολογική ένδειξη, σημείωσε την ημερομηνία 26 Απρίλη και τη 14η Ίνδικτιώνα*. Η εύλογη ερώτηση λοιπόν: ποιάν από τις πλησιέστερες προς το 1457 χρονολογίες, στις όποιες αντιστοιχεί η 14η Ίνδικτιών -κι αύτες είναι 1421, 1436 και 1451- μπορούμε να θεωρήσωμε ως χρονολογία της συντάξεως της διαθήκης από τον Άγγελο και της εμφανίσεως της στο Βατάτση; Ευτυχώς, την ασφαλή απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα την έδωκε έν άλλο έγγραφο, που βρέθηκε σ’ άλλα φύλλα (μισοκαταστραμμένα δυστυχώς) του ίδιου κατάστιχου των Atti antichi, και που θα το δείξω κι αυτό παρακάτω και για τον πρόσθετο λόγο δτι μας παρέχει κι άλλες πληροφορίες για την οικογένειά του. Πρόκειται για μιαν απόφαση του Δούκα τής Κρήτης, Gerardo Dandolo, με χρονική σήμανση 24 Ιουλίου 1457 -λίγους μήνες δηλαδή προγενέστερη από τη δημοσίευση τής διαθήκης -που αναφέρεται στη κηδεμονία της ορφανής κόρης του. Το περιεχόμενο τοΰ εγγράφου είναι περίεργο και κάπως διασκεδαστικό. Ιδού η περίληψη του:

Ό Θεόδωρος Ακοτάντος σχολάρχης (rector scholarum), εκ μέρους και του αδελφού του Ιωάννη, ζωγράφου, παρουσιάστηκε στο Δούκα κι ανάφερε πως ο αδελφός τους Άγγελος Άκοτάντος, άλλοτε ζωγράφος και πρωτοψάλτης στο Χάνδακα είχε πεθάνει χωρίς διαθήκη. Τώρα υπάρχει η κόρη του, Βαρβάρα, σε ηλικία γάμου (in aetate nubili), που τη κηδεμονεύει η μητέρα της Ελένη. Ή μητέρα της αύτη, που είναι levis cerebri (ελαφρόμυαλη ή ανόητη), σκοπεύει να τη παντρέψει με τον Ιωάννη Σκουλούδη, που πηγαινοέρχεται διαρκώς μπρος από τη πόρτα της. Οι δυο της θείοι δμως επιθυμούν να τη παντρέψουν με καλλίτερο, ξοδεύοντας από τη δική τους περιουσία. Ό Θεόδωρος μάλιστα δέχεται να την έχει στο σπίτι του και ν’ άναλάβει τη κηδεμονία και τή συντήρησή της ωσπου να παντρευτεί.
     Παρακαλέσανε λοιπόν το Δούκα να δεχτεί το αίτημά τους και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη προστασία της ορφανής κόρης. Ό Δούκας, βρίσκοντας τη παράκληση εύλογη και λαμβάνοντας ύπόψιν τη κατάσταση της μητέρας, αποφασίζει να εγκατασταθεί η κόρη στο σπίτι του θείου της, διατάσσει τη μητέρα της να μη τη παντρέψει χωρίς συναίνεση των θείων της, διαφορετικά θα πλήρωσει 500 ύπέρπυρα πρόστιμο και τον υποψήφιο γαμπρό Ιωάννη Σκουλούδη να μη την ενοχλεί πια, ούτε να συχνοπερνά ούτε να πλησιάζει στο σπίτι της σ’ απόσταση μικρότερη από 50 βήματα (per passus quinquaginta), διαφορετικά θα φυλακίζεται και θα πληρώνει και 50 ύπέρπυρα πρόστιμο κάθε φορά.
    Άπ’ δλη αυτή τη κάπως αστεία ιστορία κείνο που ενδιαφέρει είναι η μαρτυρία ότι το 1457 ή κόρη του Ακοτάντου είχε φτάσει σε ηλικία γάμου. Αν δεχτούμε λοιπόν πως ήταν 20 περίπου ετών, τότε πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1437. Αλλά από την άλλη μεριά έχουμε τη μαρτυρία της διαθήκης του δτι, δταν αυτός τη συνέτασσε, παιδί δεν είχε, περίμενε όμως και γι’ αυτό έγραψε πως αν η γυναίκα του “αν γεννήσει παιδίν αρσενικόν και ζήσει και πανδρευθεί, αφήνω τα οσπίτια μου του υιού μου…, ει δε γεννήσει παιδί θηλυκόν, να έναι το όσπίτι όλον είς προικίον του θηλυκού“. Ή Βαρβάρα λοιπόν πρέπει να γεννήθηκε λίγους μόλις μήνες μετά τη σύνταξη της διαθήκης. Επομένως συνδυάζοντας τις 2 αυτές μαρτυρίες, οδηγούμαστε στο έτος 1436 ως το μόνο απ’ δσα αντιστοιχούνε σε 14η ινδικτιώνα που συμβιβάζεται με τα δεδομένα των 2 εγγράφων. Είναι φανερό πως πρέπει ν’ αποκλειστεί τόσο το 1421, γιατί, αν είχε τότε γεννηθεί η Βαρβάρα, θα ήτανε το 1457 σωστών 36 ετών, άρα σε ηλικία που δε θα χαρακτηριζότανε pupilla και puella, ούτε θα χρειαζότανε κηδεμονία, όσο και το 1451, γιατί, αν είχε γεννηθεί τότε, το 1457 θα ήτανε μόλις 6 ετών, άρα κάθε άλλο παρά σε ηλικία γάμου. Έτσι καταλήγουμε ασφαλώς πως η διαθήκη γράφτηκε 26 Απρίλη 1436.
     Όμως, τελικά αυτή η ιστορία είχε συνέχεια. Δε ξέρουμε τι μεσολάβησε και παρά το σκληρό κι απειλητικό ύφος της απόφασης του Δούκα, 3 μήνες μετά στις 2 Οκτώβρη 1457, υπογράφεται προικοσύμφωνο ανάμεσα στη Βαρβάρα και τον πατέρα του Ιωάννη Σκουλούδη, Μικαλέτο του Φιλίππου. Ένα τελευταίο έγγραφο, που συντάσσεται στις 17 Δεκέμβρη 1500, αποτελεί συμφωνητικό ενοικιάσεως με το οποίο ο Μικαλέτος του Φιλίππου Σκουλούδης, γιος της Βαρβάρας κι εγγονός του Αγγέλου, νοικιάζει στο Μιχάλη από τη Νάπολη το μαγαζί με τη δεξαμενή που βρίσκεται στο Χάνδακα κάτω από το σπίτι του κυρ-Αγγέλου Ακοτάντου, κοντά στις αποθήκες των σιτηρών. Έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε που βρισκότανε το σπίτι του Ακοτάντου στο Χάνδακα κι ίσως και το εργαστήριο ζωγραφικής του. Το 1436 πάντως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πώς ήτανε και το έτος του θανάτου τοΰ Αγγέλου, γιατί τη διαθήκη του την έκαμε, καθώς μας λέει, επειδή επρόκειτο να ταξιδέψει στη Πόλη, όχι επειδή ήταν ετοιμοθάνατος ή άρρωστος. Δεν αποκλείεται λοιπόν να ζούσε ακόμη, δταν σε λίγους μήνες γεννήθηκε η κόρη του Βαρβάρα. Έτσι μάλιστα θα μπορούσαν να εξηγηθούνε κι οι μεταγενέστερες διαγραφές πού έκαμε στο κείμενο της διαθήκης του και που επαναλήφθηκαν πιστά στο αντίγραφο που μας σώθηκε.
     Αν θέλαμε τώρα να δώσωμε κάποιαν εξήγηση και στο ό,τι η διαθήκη έμεινε τόσα χρόνια αδημοσίευτη, δημοσιεύτηκε όμως αμέσως σχεδόν μετά την απόφαση του Δούκα για τη κόρη του, θα μπορούσαμε ίσως να κάμωμε τήν εξής υπόθεση: Οί αδελφοί του Θεόδωρος κι Ιωάννης δεν είχανε καμμιάν εμπιστοσύνη στη χήρα του Ελένη και γι’ αυτό φρόντισαν ν’ αποσπάσουν από τη κηδεμονία της τη Βαρβάρα, μόλις έφτασε σε ηλικία γάμου, αποκρύπτοντας τη διαθήκη, που ώριζε επίτροπο και τη γυναίκα του και που άφηνε και χρήματα για τη συντήρηση της γυναίκας του και του παιδιού του και δηλώνοντας στο Δούκα πως ο Άγγελος πέθανε χωρίς διαθήκη. Μόλις δμως πέτυχαν τη νέα απόφαση ν’ αναλάβουν αυτοί τη κηδεμονία της Βαρβάρας, έκριναν σκόπιμο να παρουσιάσουνε τη διαθήκη, για ν’ αναγνωριστούνε τα κληρονομικά δικαιώματα τής ανηψιάς τους, τώρα που η μητέρα της δε μπορούσε πια να έχει ανάμειξη στη διαχείριση της περιουσίας.
    Με τη διαθήκη αυτή ο Άκοτάντος, αφού ορίζει εκτελεστές τη γυναίκα του, τον ανηψιό του Μιχελή Πρίγκηπα και το Μανουήλ Μαρμαρά, κληροδοτεί το πατρικό του σπίτι στο παιδί του που πρόκειται να γεννηθεί ή αν αυτό πεθάνει, στον αδελφό του Ιωάννη. Αφήνει επίσης διάφορα ποσά σε συγγενείς του, σε εκκλησίες για μνημόσυνα και σε: “…σπίτια πτωχών καλών ανθρώπων όπου έπαράρθασιν” (=εξέπεσαν). Από τις άλλες διατάξεις της διαθήκης του ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα γραφόμενά του δτι: “…και το παιδίν όπου θέλει γεννηθήν, αν έναι αρσενικόν, θέλω να μάθει πρώτον τα γράμματα καί τότε την ζωγραφικήν τέχνην και, αν τη μάθει, αφήνω τον τα τεσενιάσματά μου κι δλα τα πράγματα της τέχνης, ει δε κι ουδέν τη μάθει, τη τέχνη λέγω, αφήνω τα τεσενιάσματά μου, τουτέστιν τα σκιάσματα κι δλα τής τέχνης του αδελφού μου τον Ιωάννου.”, που δείχνουνε πως ήταν επαγγελματίας ζωγράφος κι επιθυμούσε να μάθει και το παιδί του και ν’ άκολουθήσει τη τέχνη του.
     Ενδιαφέρουσες επίσης είναι οί πληροφορίες που μας δίδει για διάφορες εικόνες που είχε στο σπίτι του: τη “κεφαλή της Αγίας Αίκατερίνας το εικόνισμαν το στρογγυλόν“, που το κληροδοτεί στους Σιναΐτες του Χάνδακα, “το εικόνισμα τον Χριστόν το μέγαν“, που το αφήνει στον αδελφό του Ιωάννη και την Ανάσταση και τη Γέννηση του Χριστού, που θέλει να τα εκθέτουνε σε προσκύνημα τις μεγάλες γιορτές στην εκκλησία. Δεν αναφέρει αν οι εικόνες αυτές ήτανε δικά του έργα ή αν απλώς τις είχε στη κατοχή του ως πολύτιμες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί δτι στη διαθήκη μνημονεύεται κι “ο πνευματικός του Βαρσαμονερού ο κυρ Ιωνάς**, πού πρέπει να τον ταυτίσωμε με τον ιερομόναχο Ίωνά Παλαμά, το γνωστό από την επιγραφή κτήτορα κι ανακαινιστή (1426-1431) της κρητικής μονής Βαλσαμονέρου με τις περίφημες τοιχογραφίες.
___________________________
*Η Ινδικτιών ήταν η αστρονομική χρονική περίοδος των 15 ετών. Καθιερώθηκε στα χρόνια των Ρωμαίων, λόγω κάποιου φόρου, ο οποίος διατάχθηκε να υπολογίζεται κάθε 15 έτη. Γι’ αυτό κι η ετυμολογία της λέξης είναι λατινική και προέρχεται από το indictio, όπως ονόμαζαν οι Ρωμαίοι τη διαταγή. Διατηρήθηκε επί Βυζαντίου καθώς και στη Καθολική εκκλησία για την είσπραξη ορισμένου φόρου κάθε 15 χρόνια. Γι’ αυτό ονομάζεται κι επινέμηση. Πότε καθιερώθηκε δεν είναι γνωστό. Εικάζεται ότι επί Διοκλητιανού ή επί Μ. Κωνσταντίνου το 312 άρχισε να χρησιμοποιείται ως χρονολογική αναφορά. Οι Πάπες της Ρώμης χρησιμοποιήσανε το θεσμό αυτό από το 315 αρχίζοντας να μετράνε τα έτη από 1ης Γενάρη και τους κύκλους από το έτος 3 π.Χ.. Ο Κάρολος ο Μέγας καθιέρωσε τη χρονολόγηση αυτή από το έτος 800 κι αρχίζοντας από τις 24 Σεπτέμβρη. Το ίδιο κάνανε κι οι Αυτοκράτορες της Γερμανίας. Μετά τη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, οι Πατριάρχες διασώσανε το θεσμό αρχίζοντας από τη 1η Σεπτέμβρη, χωρίς όμως να γράφουνε τον κύκλο. Ο κύκλος της ινδικτιώνος στην ορθόδοξη εκκλησία προκύπτει από την διαίρεση του από Κτίσεως Κόσμου έτους /15, κι ινδικτιών είναι το καταλειπόμενο.
     Για να υπολογίσουμε τον κύκλο και την ινδικτιώνα ενός έτους, από το έτος αφαιρούμε το 313 και τη διαφορά τη διαιρούμε με το 15. Το πηλίκο είναι ο κύκλος και το υπόλοιπο +1 είναι η ινδικτιών. Π.χ. για το έτος 2010: 2010-313 = 1697, 1697:15 = πηλίκο 113 κι υπόλοιπο 2, άρα 113ος κύκλος και 3η ινδικτιών.

**Ό πνευματικός τοΰ Βαρσαμονεροϋ ο κυρ Ίωνας
. Πρόκειται ασφαλώς για τον Ιερομόναχο Ίωνά Παλαμά, ηγούμενο της μονής Βαλσαμονέρου, που με έξοδα του ανοικοδομήθηκε το 1426 κι ιστορήθηκε το 1431 ο εκεί ναός του Αγίου Φανουρίου, σύμφωνα με τη κτητορική επιγραφή τη δημοσιευμένη από τον G. GerοlaMonumenti Veneti nell’isola di Creta, τόμ. IV, Venezia 1932, σ. 539-541 (αριθ. 1). Ό Άκοτάντος φαίνεται πως σχετιζόταν με το δραστήριο αυτό ανακαινιστή, που του χρωστούμε έν από τα άξιολογώτερα συγκροτήματα τοιχογραφιών της Κρήτης για τ’ις τοιχογραφίες του Βαλσαμονέρου. Αν δμως είχε κι ανάμειξη ώς ζωγράφος στη τοιχογράφηση της μονής -πράγμα πολύ πιθανό- δέν έχουμε καμμιά μαρτυρία.

===========================

Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Δια την παράβασιν τον προπάτορος Αδάμ πάντες παρεδώθημεν τω θανάτω και τη φθορά και ουδείς εστίν των ανθρώπων, ος ζήσεται κι όψεται θάνατον. Δια τοϋτο κάγώ δ Άγγελος Κοτάντος ο ζωγράφος, ως άνθρωπος θνητός κι ύπόχρεως τω θανάτω και μέλλω άποπλεϋσαι εν Κωνσταντινονπόλει, διατάτομαι και την εμή διαθήκην ποιώ είς τα εμά πράγματα κι οϋτως λέγω. Θέλω πρώτο να είναι κουμενδάριοι ο κυρ Μανουήλ Μαρμαράς δ χρυσοχός, δ σύντεκνός μου, η γυναίκα μου κι ο ανεψιός μου Μιχελή Πρίγκηπας. “Επειτα ορδηνιάζω πρώτο να δωθοϋν ύπέρπυρα δεκαέξι ελεημοσννη δια την άγάπην τον Θεόν εις 8 σπήτια πτωχών καλών ανθρώπων δποϋ επαράρθασιν κι αφήνω να γένονν δύο σαραταήμερα, το ëvav va πίση δ πνευματικός τον Βαρσαμονερόν ο κυρ Ίωνας και τό άλλον νά γένη είς τον Χριόταν τον Κεφαλά’ και ή δούλη μον Ι6 ή Λουτζία μετά τον θάνατον μου να εναι ελεύθερη να επάρη και όσα ρούχα της εχω καμωμένα· και εάν θέλει ή γυναίκα μου νά επάρη τα προικιά της κατζήβελα τέτια ωσάν μον τα εδωκεν και δσα μου εδωκεν εως εδά είς δηνέρια, νά τά επάρει δηνέρια’ αν θέλει οϋτως, αφήνω της και τα χαρίσματα της, ει δε και θέλει να τα επάρει δηνέρια, ουδέν της αφήνω τα χαρίσματα’ και αν γεννήσει παιδιν άρσενικόν και ζήσει και πανδρενθή, αφήνω τά οσπήτια μον τον νιου μου, είς το δποΐον |9 σπήτην εγώ κατοικώ, και νά μηδέν έμπορεΐ νά τό πωλήσει ή νά τό αφήσει τινός, άμε νά παγένη άπα παιδιν ως παιδ’ιν και νά εναι κρατημένος δ υιός μον \’° να δίδει δια την ψυχήν μου ύπέρπυρα τέσσαρα κάθα χρό-νον τεσσάρων πτωχών καλών ανθρώπων χριαζομένων ει δε και αποθάνει δ υιός μου χωρίς να κόμη παιδιν ι ι εύλογητικόν, {θέλω να παγένη τό σπήτη μου εις τον άδελφόν μου τον Ίωάννην και να εναι κρατημένος 6 ‘Ιωάννης ναδίδει κάθα χρόνον όδιά την ψυχήν μου υπέρπυρα δώδεκα είς έξη όσπήτια καλών ανθρώπων όπου επαράρθαν και να μηδέν ε μπορεί 6 ‘Ιωάννης το όσπήτη μου νά το πουλήσει ή να το αφήσει τινός, άμε να παγένη είς το παιδιν του και άπα παιδίν εως παιδιν άρσενικόν και να δίδει πάντα ψνχικόν όπου όρδινιάζο, ει δε και αποθάνει ο αδελφός μου ο ‘Ιωάννης δίχως παιδιν άρ\14σε- νικόν, να παγένη το όσπήτην είς την Άγίαν Αίκατερίναν είς τους Σιναΐτας, να πληρώνουν πρώτον το ταράδεγον εις την κάμαραν, το ό]ποϊον ταράδεγον έναι δλον τοϋ άνωγέου όπου κατοικώ εγώ με το μαγατζέν τον μικρόν όπου εχω άποκάτω, και τοϋ κατογέου όπου το έδωκεν ό κύρης μας τοϋ άδελφοϋ μου τοϋ ‘Ιωάννη, όταν τον επάνδρευσεν, ύπέρπυρα είκοσι και γρώσια τρία και είμεθα κρατημένοι εγώ και ό ‘Ιωάννης να το πλερώνομεν, εγώ τάς δύο μοίρας και ό ‘Ιωάννης την μίαν, ωσάν το εφηκεν δρδηνίαν ό κύρις μας’ [και τότε να είναι κρατημένοι οι Σιναΐταις να δίδουν κάθα χρόνον δια την ψυχήν μου νπέρπυρα δεκατέσσαρα είς επτά όσπήτια καλών ανθρώπων όπου επαράρθαν και τα επίλοιπα, όπου θέλουν πέρνην από το νίκην τοϋ σπιτιού, να τα πέμπουσιν είς τον Σινά όρονς~\’ |’9 ει δε γεννήσει ή γυναίκα μου παιδιν θηλυκόν, να εναι τό όσπήτη [δ]λον είς προικίον τοϋ θηλυκοϋ, να δίδει πάν- τότε τα τέσσαρα υπερπυρα το ψυχικον οπού \ αφηκα η το θηλυκόν μον παιδιν ή το άρσενικόν όπου τό θέλει κληρονομήσει και να μηδέν έμπορεί τό θηλνκόν να πανδρενθή εως τοϋ να γένη δεκαπέντε χρονών, ει δε αποθάνει πρίχου πανδρευθή τό θηλυκόν, [να παγένη είς τον άδελφόν || μου || τον Ίωάννην με τέτοιαν κοντετζιόν όπου τοϋ αφήνω, το γράφω παραπάνω]’ και τό παιδίν όπου θέλει γεννηθήν, αν εναι άρσενικόν, θέλω να μάθη πρώτον \\ τα [| γράμματα και τότε την ζωγραφικήν τέχνην και, αν την μάθη, άφήνο του τα τεσενιάσματά μου και όλα τα πράγματα της τέχνης, ει δε και ουδέν την μάθη, την τέχνην λέγω, αφήνω τα τεσενιάσματά μου, τουτέστιν τα σκιάσματα και όλα της τέχνης τοϋ άδελφοΰ μον τοϋ Ίωάννον. Άκομή θέλω ότι ή /ίδσαρεί’α μονή περίσσεια και εϊ τι μου θέλει [ευρέθη εις] χρυσάφι και εί[ς ά]σίμι να πωληθοϋν και μέ άλλα δηνέρια όπου μοΰ θέλουν εύρεθήν, να τα βάλουν είς τόπον συγούρον, όπ[ού να δίδουν διάφορον, άπα τό όποιο διάφορον να άποκρατείται ή γυναίκα μου εστοντα χήρα μέ τό παιδίν εως δτον να πανδρενθή τό παιδίν ει δε αποθάνει τό παιδίν πρ[ίχου πανδρευθή, να παίρνη ή γυναί]ψκα μον νπέρπυρα εκατόν εστοντα να στέκει χήρα’ [και από τό επί- λιπόν μου καλόν αφήνω τοϋ άδελφόν μον τοϋ Θεοδώρου ύπέρπυρα πενήντα και τοϋ Ίωά[ννου νπέρπνρα…] και της αδελφής μον της Μπάρμπινας, της γυναίκας τοϋ κνρ Γεωργίου Μπάρμπο, τοϋ μπαρμπέρη, αφήνω ύπέρπυρα δέκα και τοϋ άνεψιον μου} τοϋ Μιχελή Πρίγκιπα ύπέρπυρα και της Μτολάς μου της Άπλαδοϋς της χήρας αφήνω ύπέρπυρα πέντε και τα επίλοιπά, εϊτι θέλουν περισσεύσει, νά δωθοϋν είς προικιών άλλων παιδιών θηλυκών είς υπανδρείαν και εάν θέλη ή γυναίκα μου να γυρεύσει τά προικιά της και να τα επάρη να τα ζητήσει δηνέρια, θέλω δτι να πωληθούν δλα τα κατζήβελα δποΰ μοϋ εδωκεν είς τα προικιά και να τά επάρη εξω άπα τα χαρίσματα της· και τα βιβλία μου αφήνω τοϋ παιδιού μου, αν έναι άρσενικόν, να μάθη να άναγινώσκει και να παγένουν άπα παιδίν ως παιδίν, ει ôε και αποθάνει μικρόν το παιδίν, να πωλούνται τα βιβλία, να δωθοϋν τα στάμενα ελεημοσήνη εις καλούς ανθρώπους πτωχούς όπου ήλθασιν εις πτωχίαν και είς χηράδες  γυναίκες πτωχαϊς και είς ύπανδρείαν θηλυκών πτωχών. Ακόμη θέλω ή κεφαλή της Άγιας Αίκατερίνας το είκόνισμαν το στρογγιλόν μετά θάνατον μου να δωθή είς τους Σιναΐταις, να το στένουν πάσα χρόνον είς την έορτήν της Αγίας είς μνημόσυνόν μου ακόμη θέλω μετά τον θάνατον μου τα δύο εικονίσματα της κάμερας μου, την Άνάστασιν τοϋ Ίησοϋ Χριστού και το άλλον, την Γέννησιν τού Χριστού, να τα παγένουν είς τον Χριστον τον Κεφαλάν, να τα στένουν είς το μέσον, με τον πόδαν, τον εχω επιταυτοϋ, τήν Άνάστασιν την Λαμπράν και τήν Γέννησιν τα Χριστούγεννα και από τα καλά μου να κάμνουσιν τρεις λειτουργίαις, τήν Λαμπράν τήν Κυριακήν μίαν και τήν βο.ν άλλην και τήν Τρίτην αλλην μίαν και τά Χριστούγεννα άλλην μίαν είς τάς τήν επίδεον ήμέραν τών Χριστουγέννων, και πάλιν νά γιαγέρνουν είς το σπήτι και ούτως να έναι κρατημένον να κάμνη το παιδίν όπου θέλει γεννηθή, άρσενικόν ή θηλυκόν, ή ζήση, κάθα χρόνον ει δέ και αποθάνει το παιδίν, αφήνω τα δύο εικονίσματα τούτα, τήν Άνάστασιν και τήν Γέννησιν, είς τον Χριστόν τον Κεφαλάν και δποΰ τά ψυχικά δποΰ αφήνω νά κάμου δύο κληζιόλαις σκλέταις με ταις πόρταις, νά τά σφαλίζουν μέσα, νά κρέμουνται ψιλά, τήν Λαμπράν νά στένουν το ένα είς το μέσον και το άλλον τά Χριστούγεννα και αφήνω και τον πόδαν με το κοντάριν της εκκλησίας, οδιά νά στένουν και δ αδελφός μου ο Ιωάννης, δποΰ θέλει κληρονομήσει το σπήτη μου, νά έναι κρατημένος ταις τρεις λειτουργίαις νά κάμνη κάθα χρόνον, της Λαμπράς ταις τρεις και τήν μίαν τά Χριστόγεννα παιδιών του’ είδε είσεβή και πέση το σπήτην είς τους Σινάιταις, νά είναι κρατημένοι νά ποιοϋσιν τάς τέσσαρες λειτουργίαιςείς τον Χριστόν τον Κεφαλάν κάθα τήν Λαμπράν και τά Χριστόγεννα κάθα χρόνον’ αν άποθάνει το παιδίν, το μέλλει νά γεννηθή, το είκόνισμαν τον Χριστόν το μέγαν, δπού κρέμεται είς το πόρτεγον κατά πρόαωπον της πόρτας, αφήνω του αδελφφού μου του Ιωάννη.

===========================

Η διαθήκη στο σωζώμενο χειρόγραφο της εποχής

         Το πολύτιμο αυτό κείμενο συντάχθηκε το 1436 από τον ίδιο τον ζωγράφο αλλά καταχωρίστηκε στα αρχεία του Δούκα της Κρήτης το 1457, επτά χρόνια μετά τον θάνατο του ζωγράφου. Το εντόπισε στα κρατικά αρχεία της Βενετίας ο Μανούσος Μανούσακας, που και το δημοσίευσε το 1961. 20 έτη μετά, η Μαρία Βασιλάκη, στηριζόμενη στις πληροφορίες της διαθήκης, προχώρησε στη ταύτιση του ζωγράφου Αγγέλου που υπέγραφε με το μικρό του όνομα (ως τότε χρονολογημένου στις αρχές του 17ου αι.) με τον συντάκτη της διαθήκης, ζωγράφο Άγγελο Ακοτάντο. Ο Άγγελος ήτανε γνωστός για το πλούσιο ζωγραφικό του έργο αλλά δεν διαθέταμε καμμίαν άλλη πληροφορία γι’ αυτόν, ενώ ήτανε γνωστός μόνον από τις αρχειακές πηγές, δηλαδή από τη διαθήκη του κι άλλα νοταριακά έγγραφα, ενώ το έργο του λάνθανε. Η ταύτιση του κι η επαναχρονολόγησή του οδήγησε στην επαναξιολόγηση του συνόλου του έργου του και της θέσης που αυτό κατέχει στη διαμόρφωση εικονογραφικών τύπων της κρητικής σχολής.
    Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Μανούσος Μανούσακας, διευθυντής τότε του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών που εδρεύει στη Βενετία, ανακάλυψε τη διαθήκη ενός άγνωστου Κρητικού ζωγράφου, του Αγγέλου Ακοτάντου, ο οποίος είχε ζήσει στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα. 
     Μεταγενέστεροι επώνυμοι Κρήτες ζωγράφοι που φαίνεται να επηρεάζονται από τη τεχνοτροπία και τις εικονογραφικές του προτιμήσεις, επιλέγονται οι εξής, δειγματοληπτικά: 15ος αιΑνδρέας ΡίτζοςΑνδρέας ΠαβίαςΝικόλαος Τζαφούρης16ος αιΜιχαήλ Δαμασκηνός,Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και 17ος αιΕμμανουήλ ΤζάνεςΕμμανουήλ Λαμπάρδος που απηχούν εικονογραφικές και τεχνοτροπικές επιρροές από το έργο του. Θεωρείται καινοτόμος, εφόσον εισάγει νέους εικονογραφικούς τύπους, που φαίνεται να επικρατούνε στους κατοπινούς ζωγράφους της Κρητικής Σχολής. Δείχνει, για παράδειγμα, ιδιαίτερη προτίμηση στον Άγιο Φανούριο, του οποίου η λατρεία είναι νεοφερμένη στην Κρήτη -εισάγεται από τη Ρόδο στις 1ες μόλις 10ετίες του 15ου αι. επειδή ο συγκεκριμένος άγιος βοήθησε και προστάτευσε, λέγεται, τη Κρήτη. Συνδεόταν με σημαντικά μοναστήρια του νησιού, τα οποία υπήρξανε και παραγγελιοδότες του, όπως η Μονή Βαλσαμονέρου, η Μονή Βροντησίου κι η Μονή Οδηγητρίας, γεγονός που αποδεικνύει και τη φήμη του, ενώ διατηρούσε επαφές και με το σιναΐτικο μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα. Όλ’ αυτά προσδιορίζουν με ακρίβεια το ρόλο και τη σημασία του αλλά και τη συμβολή του στη διαμόρφωση της τέχνης της Κρήτης στο 1ο μισό του 15ου αι. Όσο κι αν η κατάρτιση, η αυτοσυνειδησία κι η κοινωνική καταξίωση των ζωγράφων στα αστικά κυρίως κέντρα της βενετοκρατούμενης Κρήτης προχωρά σε δρόμους παράλληλους με τη Δύση, ο ρόλος τους ωστόσο δεν θα αποκτήσει ποτέ τη βαρύτητα του καλλιτέχνη της Αναγέννησης.
     Στις αρχές της 10ετίας του ’60, ο Μανούσος Μανούσακας, διευθυντής τότε του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών που εδρεύει στη Βενετία, ανακάλυψε τη διαθήκη ενός άγνωστου Κρήτα ζωγράφου, του Αγγέλου Ακοτάντου, που είχε ζήσει στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα. “Τέθηκε τότε το ερώτημα αν ο Ακοτάντος της διαθήκης είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ζωγράφο“, λέει η κ. Βασιλάκη. “Διότι πίστευαν ότι ο Αγγελος που υπογράφει τις εικόνες είναι ένας ζωγράφος των αρχών του 17ου αι.. Κι αυτό, διότι υπήρχε μια ανεξακρίβωτη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία, στον Αγιο Γεώργιο της παλιάς πόλης του Καΐρου υπήρχε μια εικόνα με την υπογραφή Χειρ Κυρ Αγγέλου του Κρητός και τη χρονολογία Α Χ Δ, που σημαίνει 1604. Ετσι καταλήξανε στο συμπέρασμα ότι είναι ο άγνωστος Χειρ Αγγέλου“.
     Το 1981, η κ. Βασιλάκη, προτείνει σε συνέδριο ότι ο ζωγράφος που υπογράφει έτσι, είναι το ίδιο πρόσωπο με κείνο της διαθήκης κι άρα, με δεδομένη τη χρονολογία της διαθήκης (1436), ήτανε ζωγράφος του 15ου αι., κι όχι του 17ου. “Εχοντας διαβάσει προσεκτικά τη διαθήκη, κατάλαβα ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Δεν χρησιμοποιούσε το «Κυρ» ο Αγγελος και το Σινά επισκέπτονταν συχνά Κρητικοί ζωγράφοι για να επιζωγραφήσουνε φθαρμένες εικόνες. Ξέρουμε ότι ο Ιωάννης Κορνάρος, Κρης του 18ου αι., ήταν ένας απ’ αυτούς και στην υπογραφή του προσέθετε το «Του Κρητός», κάτι που κάνανε πολλοί Κρητικοί κείνη την εποχή. Πολλοί πρόσθεταν και το «Κυρ» για να δείξουν ότι είναι ανώτερης τάξης“. Η κ. Βασιλάκη θεμελίωσε τη θεωρία της κυρίως πάνω στη περίπτωση του Αγίου Φανουρίου. “Ηταν ένας άγιος που έγινε ξαφνικά πολύ διάσημος στη Κρήτη. Τον άγιο αυτόν διέδωσε στο νησί ο ηγούμενος μιας μονής, ο Ιωάννης Παλαμάς. Τον άνθρωπο αυτό όμως κατονομάζει στη διαθήκη του ο Αγγελος Ακοτάντος ως τον ιερέα που επιθυμεί να ψάλλει το μνημόσυνό του των 40μερών του. Άρα ο Ακοτάντος γνώριζε τον Παλαμά, ενώ ο ζωγράφος που υπέγραφε «Χειρ Αγγέλου» είχε φιλοτεχνήσει πολλές παραστάσεις με τον Αγιο Φανούριο, μερικές από τις οποίες περιλαμβάνονται στην έκθεση. Οταν τα είπα όλ’ αυτά το 1981, υπήρξε δυσαρέσκεια. Σήμερα πια, είναι λίγο πολύ αποδεκτό ότι είναι το ίδιο πρόσωπο αλλά για μας το ζητούμενο είναι να έρθει ο κόσμος να θαυμάσει έναν εξαιρετικό ζωγράφο, όχι απλώς έναν αγιογράφο αλλά ζωγράφο ισάξιο των Ευρωπαίων της εποχής του“.
     Αν δούμε τι κυκλοφορούσε από πλευράς ζωγραφικής πριν την εμφάνιση του Ακοτάντου βλέπουμε τι είδους τέχνη παράγεται στη Πόλη κείνη την εποχή διότι απ’ αυτή τη ζωγραφική ξεκίνησε η τέχνη του. Λόγω των ιστορικών συνθηκών στη Πόλη (συνεχείς πολιορκίες από τους Οθωμανούς), μεγάλος αριθμός Πολιτών ζωγράφων εγκαθίσταται στη Κρήτη. Γι’ αυτό κι η ζωγραφική στη Κρήτη ακμάζει. Κάποιος απ’ αυτούς πρέπει να ήταν δάσκαλος του. “Ο Αγγελος είναι ένας διανοούμενος ζωγράφος”, λέει η Μ. Βασιλάκη. “Θίγει το ζήτημα της ενότητας των εκκλησιών, κάτι που στα χρόνια του, στα 1438-39 συζητιότανε πολύ, στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας. Στη Κρήτη ελπίζανε στην ένωση των εκκλησιών διότι ζούσαν με τους Βενετούς από το 1210. Τα έργα του με τον ασπασμό των δύο Αποστόλων, του Πέτρου (Δύση) και του Παύλου (Ανατολή), εντάσσονται σε αυτό το πνεύμα, κι υπάρχουν άλλες 7 εικόνες μ’ αυτό το θέμα. Ο Αγγελος έχει τέτοια θεολογική κατάρτιση που από τα κείμενα δημιουργεί εικόνες, όπως την εικόνα με την Αμπελο, βασιζόμενος αποκλειστικά σε χωρίο της Αγίας Γραφής” (κι η οποία να προσθέσω εγώ με τη λίγη μου γνώση, πως είναι ό,τι καταπληκτικώτερο έχω δει σε εκκλησιαστικές ζωγραφιές! Π.Χ..). 
     Εκείνο που δεν έχουµε όµως καταφέρει να µάθουµε είναι η αξία των έργων του. “Ενώ έχουµε την εκπληκτική τύχη να βρούµε τη διαθήκη του, την οποία έγραψε ενόψει ενός ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη κι αγνοούµε αν πραγµατοποιήθηκε τελικά, δεν έχει σωθεί ούτε ένα συµβόλαιο παραγγελίας ώστε να γνωρίζουµε σε τι τιµές πωλούσε τα έργα του“, εξηγεί η κ. Βασιλάκη. Ισως τα συγκεκριµένα συµβόλαια να χάθηκαν όταν ναυάγησε το ένα από τα 4 πλοία που µεταφέρανε τ’ αρχεία των Βενετών από τη Κρήτη στη Γαληνοτάτη. Ισως όµως και να καταστράφηκαν από τις πληµµύρες που έπλητταν τα υπόγεια του Αγίου Μάρκου, όπου και φυλάσσονταν αρχικά.
     H καθηγήτρια Βυζαντινής τέχνης στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, Μαρία Βασιλάκη, που ‘χει κάνει σημαντική έρευνα πάνω στη ζωή και το έργο του Άγγελου, αναφέρει: “Ο ζωγράφος Άγγελος υπήρξεν ο πιο σημαντικός ζωγράφος του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, μιας εποχής κατά την οποία το κέντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής μεταφέρεται από τη πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους Κωνσταντινούπολη στη πρωτεύουσα της βενετοκρατούμενης Κρήτης: το Χάνδακα“.
     Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν οι εικόνες του Αγίου Φανουρίου κάποιες από τις οποίες τον απεικονίζουν να σκοτώνει δράκο έχοντας μεγάλη ομοιότητα με αυτές του Αγίου Γεωργίου. Κατά πάσα πιθανότητα η συγκεκριμένη επιλογή έγινε έπειτα από θαύμα κατά το οποίο ο Αγιος Φανούριος μεσολάβησε για την απελευθέρωση τριών Κρητικών από τους Τούρκους. Το Μουσείο Μπενάκη παρουσίασε την έκθεση Χειρ Αγγέλου. Ενας ζωγράφος εικόνων στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, από τις 17 Νοέμβρη ως τις 16 Γενάρη 2011. Στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας φυλάσσονται 4 μεγάλες φορητές εικόνες του Άγγελου Ακοτάντου με την υπογραφή ΧΕΙΡ ΑΓΓΕΛΟΥ: η Παναγία η Καρδιώτισσα (αρ. Τ. 1582), ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (αρ. Τ. 2639), τα Εισόδια της Θεοτόκου (αρ. Λ. 209, ΣΛ. 208) κι ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων Δρακοντοκτόνος (αρ. Λ. 335, ΣΛ. 285).
     Η Παναγία η Καρδιώτισσα διακρίνεται για τη πρωτοτυπία της σύνθεσης, καθώς συνδυάζει δημιουργικά παλαιότερους εικονογραφικούς τύπους. Εικονίζεται η Θεοτόκος να κρατά το μικρό Χριστό στα δεξιά της, κλίνοντας το κεφάλι στη στάση της Γλυκοφιλούσας και τείνοντας το αριστερό χέρι της στη χειρονομία της Οδηγήτριας που δείχνει στον πιστό το δρόμο. Ο Χριστός ανοίγει τα χέρια για να αγκαλιάσει το πρόσωπο της Θεοτόκου κι ακουμπά το πηγούνι του στο μάγουλό της ανασηκώνοντας το κεφάλι και το βλέμμα. Από τα ακάλυπτα πόδια του Χριστού κρέμεται το ένα σανδάλι αφήνοντας να φανεί το γυμνό πέλμα ως στοιχείο πάθους.
     Στον Ιωάννη τον Πρόδρομο ο Άγιος, εικονίζεται φτερωτός σε ορεινό τοπίο της ερήμου να στρέφεται προς το Χριστό που εμφανίζεται από τον ουρανό στη πάνω δεξιά γωνία. Σε αντίθεση με τη τραχύτητα του τοπίου, του προσώπου του Αγίου και της αποτμημένης κεφαλής του σε λεκάνη στη κάτω δεξιά γωνία της σύνθεσης βρίσκεται η καινοτόμα προσθήκη χαριτωμένης τρυγόνας που ραμφίζει μικρό δενδρύλλιο στη κάτω αριστερή γωνία σύμφωνα με τη παρομοίωση του καθίσματος: “Τρυγὼν ἡ φιλέρημος, ὁ ἱερὸς Βαπτιστής, κηρύξας μετάνοιαν καὶ φανερώσας Χριστόν, γενόμενον ἄνθρωπον, πάντων ἁμαρτανόντων, ἐγεννήθη προστάτης, πᾶσι χειμαζομένοις, βοηθῶν ἀενάως, αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ, σῶσον τὸν κόσμον σου“.

================

Ο Άγιος Φανούριος Πατάει Το Δράκο

Η Δέηση

Η Θεοτόκος Κι Ο Άγιος Ιωάννης Ο Πρόδρομος & Βαπτιστής

Η Παναγία Η Οδηγήτρια

Ο Άγιος Θεόδωρος Σκοτώνει Το Δράκο

Τα Εισόδεια Της Θεοτόκου

 Η Παναγία & Το Θείο Βρέφος

Η Αγία Άννα Με Τη Θεοτόκο

Ο Άγιος Γεώργιος Καβαλάρης Σκοτώνει Το Δράκο

Ο Άγιος Ιωάννης Ο Πρόδρομος & Βαπτιστής

Η Παναγία Η Γλυκοφιλούσα

Η Παναγία η Καρδιώτισσα

Η Σύναξη Των Αρχαγγέλλων

Ο Άγιος Φανούριος

Ο Χριστός Η Άμπελος

Η Άμπελος λεπτ. Πάνω Αριστερά

Η Άμπελος λεπτ. Πάνω Δεξιά

Η Άμπελος λεπτ. Κάτω Αριστερά

Η Άμπελος λεπτ. Κάτω Δεξιά

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *