Ανώνυμος Ποιητής (1658 μ.Χ.): Η Λεηλασία Της Παροικιάς Της Πάρου

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΌΓΟΥ

     Για να πιάσουμε από την αρχή κάπως, το νήμα της έμμετρης αυτής διήγησης θα πρέπει να μιλήσουμε και κάπως για την ιστορία της Πάρου, πριν το γεγονός. Θα ξεκινήσω με λίγα πράματα από κάθε εποχή της, ώστε να δημιουργήσω ένα υπόβαθρο, όπου πάνω του θα σταθεί το ποίημα, αλλά και παράλληλα να καταλαβαίνει ο κόσμος και τι είχε προηγηθεί πριν το συμβάν.

     Η Πάρος κατοικείται από την 4η χιλιετία π.Χ. και γνώρισε περιόδους μεγάλης οικονομικής και καλλιτεχνικής ακμής, αλλά και περιόδους λεηλασιών, έντονης βίας, παρακμής κι αφάνειας. Το ιστορικό τοπίο της γίνεται πιο ξεκάθαρο από την εποχή του χαλκού, μετά την ανακάλυψη των 3 μεγάλων πολιτισμών, του κυκλαδικού, του μινωικού και του μυκηναϊκού. Στις περιοχές, Γλυφά, Δρυός, Κάμπος, Κουκουναριές, Πλαστήρας, Φάραγκας, διασώζονται ίχνη κυκλαδικών οικισμών.
     Χαρακτηριστικό δείγμα αυτός που βρίσκεται στο Λόφο του Κάστρου της Παροικιάς από την πρωτοκυκλαδική περίοδο. Ακολουθούν οι έποικοι από την μινωική Κρήτη που μεσουρανεί κείνη τη περίοδο στον Ελλαδικό χώρο. Αυτοί σταδιακά μετατρέπουν την Πάρο σε αξιόλογο εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο. Με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, έρχονται στο προσκήνιο οι Μυκηναίοι, οπότε η Πάρος αποτελεί αξιόλογο κέντρο αυτού του πολιτισμού. Τα μυκηναϊκά λείψανα που βρέθηκαν στις Κουκουναριές, αλλά και στο λόφο του Κάστρου της Παροικίας, πρωτεύουσας της Πάρου, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αυτού του πολιτισμού.
     Κατά τη γεωμετρική εποχή φτάνουν στο νησί Αρκάδες έποικοι, ο αρχηγός των οποίων Πάρος, έδωσε το όνομα στο νησί. Οι Αρκάδες συγχωνεύονται με τους Ίωνες που εμφανίζονται αργότερα και η Πάρος εξελίσσεται σε μεγάλη ναυτική δύναμη μέσα από την εμπορία του παριανού μαρμάρου, γνωστού για τη διαύγεια του. Το μάρμαρο, φυσική πηγή πλούτου της Πάρου, αλλά και η γενικότερη ευημερία της, φέρνουν και την πολιτισμική άνθηση, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος αιώνας π.Χ). Τότε εμφανίζεται και ακμάζει η λεγόμενη λυρική ποίηση, με τον φημισμένο λυρικό ποιητή Αρχίλοχο, που κατάγεται από την Πάρο.
     Η Πάρος διαθέτει απαράμιλλη φυσική ομορφιά, γραφικότητα, έχει το φως του Αιγαίου και τα γαλαζοπράσινα νερά της. Διαθέτει όμως και πλούσια ιστορία. Το μαρτυρούν τα πολλά ευρήματα που αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη, δίνοντας σήμερα στον επισκέπτη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη της Πάρου μέσα από τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία.
     Η ιστορία της Πάρου ξεκινά από την παλαιολιθική εποχή σύμφωνα με ευρήματα σε σπήλαια και άλλους φυσικούς χώρους. Σημαντικές ανακαλύψεις στο Σάλιαγκο (μικρό ακατοίκητο σήμερα νησάκι απέναντι από την Αντίπαρο), βεβαιώνουν τη ζωή και στη Νεολιθική εποχή (4300-3900 πΧ). Άσβεστα σημάδια για την Πρωτοκυκλαδική και Κυκλαδική εποχή (3200-2000 πΧ.), τα Κυκλαδικά ειδώλια που βρέθηκαν μέσα σε τάφους. Το σπουδαιότερο μυκηναϊκό ανάκτορο στις Κυκλάδες στην περιοχή Κουκουναριές, πάνω στους βράχους στις Κολυμπήθρες, είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα της Μυκηναϊκής περιόδου. Σημαντική εποχή για την Πάρο, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα, είναι η Αρχαϊκή εποχή.
     Πάρος ονομάζεται αυτό το νησί στον καιρό μας, παλαιότερα όμως ονομαζόταν Πάρκανδος, Πλατεία και Μινωίδα, το τελευταίο από μια πόλη που είχε χτίσει ο Μίνωας, ενώ Πάρκανδος από ένα γιό του Πλούτωνα που είχε κι αυτός χτίσει μια πόλη. Είναι φημισμένο για την εξαίσια ποιότητα των μαρμάρων που παράγει καθώς και για τη λευκότητά τους που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ το χιόνι. Παράγει πλήθος φρούτων κι οτιδήποτε άλλο χρειάζεται κανείς για να τραφεί. Παράγει πολύ βαμβάκι και είναι πυκνοκατοικημένο.
     Γύρω απ’ το όρος Καπρέσσο αναβλύζουν πολλές πηγές και ποτάμια, ιδιαίτερα ένα που κινεί πολλούς νερόμυλους κι έχει τέτοιες ιδιότητες που αν βουτήξει κανείς στο νερό του ένα βαμβακερό ή λινό ύφασμα γίνεται αμέσως κατάμαυρο, παρόλο που το νερό είναι διαυγέστατο. Προς τη μεριά της Μινωίδας στη θάλασσα, υπάρχει ένας σκόπελος, όπου βρίσκεται αρχαίος ναός με ωραιότατη κατασκευή και πολύ καλά διατηρημένος. Προς τη μεριά της όστριας φαίνεται ένα κάστρο πάνω σ’ ένα τόσο ψηλό κι απότομο βουνό, ώστε μοιάζει ν’ ακουμπά τον ουρανό. Διακρίνονται διάφορα ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων με πλήθος κατεργασμένα μάρμαρα. Λέγεται ότι σ’ αυτό το νησί οι γυναίκες συλλαμβάνουν και γεννούν και στην ηλικία των 60 κι 70 ετών κι ότι είναι γενικά τόσον όμορφες, ώστε ξεπερνούν όλες τις άλλες στο Αρχιπέλαγος και ζουν (όπως και οι άνδρες) αρκετά πολιτισμένα. Προς τη μεριά του γαρμπή φαίνεται σε μικρή απόσταση, η Αντίπαρος μ’ ένα πολύ μικρό κάστρο και προς την ίδια κατεύθυνση 2 άλλα νησάκια, που ονομάζονται Ρόκκοι.
     Η περίμετρος της Πάρου είναι 80 μίλια και βρίσκεται απο τη μεριά της Δήλου προς τη μεσημβρία σε απόσταση 20 μιλίων και απο την Ίο προς τον σιρόκκο απέχει 40 μίλια περίπου. Έκταση το νησί της Πάρου (196 τ.χλμ.), μαζί με την Αντίπαρο (35 τ.χλμ.) και το Δεσποτικό (8 τ/χλμ) και τις άλλες βυθισμένες περιοχές(10 τ.χλμ.) έχει τη τρίτη μετά τη Νάξο και την Άνδρο. Στη διάρκεια του Ολόκαινου, η Κυκλαδία -το μεγάλο αυτό νησί που είχε δημιουργηθεί μετά τη σημαντική πτώση της θαλάσσιας στάθμης κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου- είχε εξαφανιστεί με εξαίρεση τα σύγχρονα νησιά, όπως η Ευρύτερη Πάρος (δηλαδή Πάρος-Αντίπαρος-Δεσποτικό-λοιπές βυθισμένες περιοχές), η οποία συνδεόταν με μια στενή λωρίδα γης με τη Νάξο.
     Στην ακατοίκητη σήμερα νησίδα Σάλιαγκος, που ήταν αρχικά λοφίσκος σ’ έναν επιμήκη ισθμό στο νότιο τμήμα της Ευρύτερης Πάρου, εντοπίσθηκε υλικό που η ραδιοχρονολόγηση κατέδειξε πως η κατοίκηση της περιοχής είχε γίνει στη διάρκεια της 5ης χιλιετίας π.Χ. Κατά την εποχή αυτή στο νησί δραστηριοποιούνται κορυφαίοι γλύπτες, μεταξύ των οποίων, ο Σκόπας ο Πάριος. Η Πάρος είναι γεμάτη από εργαστήρια γλυπτικής, ναούς κι άλλα θαυμαστά οικοδομήματα.
     Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., η Πάρος έρχεται σε ρήξη με την Άνδρο διότι δεν επικύρωσε με ψηφοφορία τη Στάγειρο και τη Άργιλο -2 αποικίες- στους Ανδρίους. Λόγω των περιορισμένων πόρων του νησιού και του πληθυσμιακού του πλεονάσματος στέλνει διάφορες ομάδες αποίκων κατά περιόδους: σε Θάσο με αρχηγό τον Τελεσικλή, στο Πάριο της Προποντίδας. Η εγκατάσταση στη Θάσο δεν ήταν εύκολη αφού οι ντόπιοι αντέδρασαν σθεναρά. Σε μία από τις μάχες σκοτώθηκε ο στρατηγός Γλαύκος, μνημείο του οποίου ανήγειραν οι άποικοι αργότερα και βρίσκεται στην αρχαία αγορά του νησιού. Σε μία από τις μάχες γλίτωσε τον τραυματισμό ο Αρχίλοχος.
     Ο Μιλτιάδης 1 έτος μετά τη μάχη του Μαραθώνα επιχειρεί κατά της Πάρου με σκοπό την απελευθέρωση του νησιού από τη Περσική φρουρά, που ‘χε εγκαταστήσει εκεί ο Δάτις και στην εκδίωξη των ολιγαρχικών συνεργατών των Περσών, παρά την τιμωρία των Παρίων, επειδή είχαν βοηθήσει τους Πέρσες στον Μαραθώνα μ’ ένα πλοίο. Ο Μιλτιάδης απέτυχε λόγω της σθεναρούς αντίστασης των Περσών και των Παρίων ολιγαρχικών. Εντούτοις άλλοι μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη συμβολή των Περσών στην απόκρουση από τους Παρίους της Αθηναϊκής εισβολής στο νησί τους.
     Στη 2η περσική εκστρατεία μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, πως οι Πάριοι απέπλευσαν με στόλο ως σύμμαχοι των Περσών προς τη Σαλαμίνα. Στάθμευσαν προσωρινά σε κάποιο άλλο Κυκλαδονήσι, κοντά στην Αττική, αναμένοντας την έκβαση της ναυμαχίας και μετά την Ελληνική νίκη δωροδόκησαν τον Θεμιστοκλή και πέτυχαν να αποτρέψουν δεύτερη αθηναϊκή επίθεση εναντίον τους. Η στάση των Παρίων χαρακτηρίζεται ως επαμφοτερίζουσα κι όχι οπωσδήποτε φιλοπερσική και συνιστούσε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσής της μεταξύ των νέων ισχυρών του Αιγαίου, της Περσίας και της Αθήνας.
     Σημαντική συμβολή στην ντόπια οικονομία τη περίοδο αυτή είχε το Πάριο μάρμαρο. Τα πιο γνωστά αρχαία λατομεία έχουν εντοπισθεί στο Μαράθι, το σπήλαιο των Νυμφών και το σπήλαιο του Πανός, στους Λάκκους, στις Σπηλιές, στον Άγιο Μηνά, στον Κάραβο Βεβαιωμένη χρήση λατομείων ανοιχτής εξόρυξης έχουμε από τις 1ες 10ετίες του 7ου αιώνα π.Χ., συστηματική εξόρυξη δε, χρονολογείται από τα μέσα του 6ου αι. και γίνεται σε εκτεταμένα υπόγεια λατομεία.
     Η Πάρος συμμετέχει στην Α’ Αθηναϊκή συμμαχία και προσφέρει χρήματα σ’ αυτή καθώς είναι από τα πιο πλούσια νησιά των Κυκλάδων: αρχικά 16 τάλαντα και μετά 30. (478 π.Χ.), 16 τάλαντα και 1200 δραχμές (450-447 π.Χ), 18 τάλαντα (446-445 π.Χ.) 30 τάλαντα (419-418 π.Χ.) κάτι που δείχνει τον πλούτο που απέφερε στο νησί το μάρμαρο.
    Το 410 π.Χ., ο Αθηναίος στρατηγός Θηραμένης πλέοντας για τον Ελλήσποντο φτάνει στη Πάρο καταλύοντας το ολιγαρχικό πολίτευμα, εγκαθιδρυμένο εκεί από τον Λακεδαίμονα στρατηγό Πείσανδρο. Στο διάστημα 404-378 π.Χ το νησί τελεί υπό την κυριαρχία των Σπαρτιατών. Αρχές του 4ου αι., εκλέγεται ο Ακήρατος από τη Θάσο άρχοντας της Πάρου και της Θάσου κάτι που δείχνει τη στενότατη σχέση ανάμεσα στα δύο νησιά και την ύπαρξη κάποιου καθεστώτος Συμπολιτείας. Το 393 π.Χ., επανέρχεται στη Πάρο η δημοκρατία μετά από δυναμική επέμβαση του Περσικού στόλου με επικεφαλής τον Φαρναβάζο και τον Κόνωνα. Σημειώθηκαν σφαγές των πιο εύπορων κατοίκων που λακώνιζαν. Το 363 π.Χ., τελεί για μικρό χρονικό διάστημα υπό την κυριαρχία των Θηβαίων. Το 314 π.Χ., ιδρύεται από τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Α’ (384-301π.Χ.) το ‘’Κοινόν των Νησιωτών’’ όπου προσχωρεί αργότερα κι η Πάρος.

     Οι Μιθριδατικοί πόλεμοι κι οι πειρατικές επιδρομές που δέχεται το νησί στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. αναγκάζουν τους Πάριους να καλύψουν τις αυξημένες δαπάνες τους για τη τείχιση του νησιού συνάπτοντας δάνειο από τη Κρήτη. Ή πάλι μπορεί να συνδέονται με την αντιμετώπιση των αυξημένων στρατιωτικών εισφορών που οι Ρωμαίοι είχαν επιβάλει στους Κυκλαδίτες για να ναυπηγήσουν πλοία στα πλαίσια των εμφύλιων συγκρούσεων τους. Για τη Ρωμαϊκή εποχή υπάρχουν επίσης αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και για τη Βυζαντινή στη συνέχεια, με αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιόδου, την Εκατονταπυλιανή. Τα κάστρα της Παροικίας, της Νάουσας, του Κέφαλου, της Μάρπησσας, είναι από τα σημάδια της εποχής των Ενετών. O Αυτοκράτορας Αδριανός επισκευάζει αρχαία κτήρια μεταξύ των οποίων και το κτίριο της αρχαίας αγοράς που ήτανε τετράγωνη. Τα αγάλματα που ανεγείρονται είναι προτομές αρχόντων της πόλης, όπως του Κοίλου Δημητρίου, αγορανόμου και πολεμάρχου. Η ανάπτυξη ανακόπτεται τη Ρωμαϊκή εποχή, καθώς χρησιμοποιείται, όπως κι άλλα κυκλαδίτικα νησιά, ως τόπος εξορίας.
     Λόγω των Γοτθικών επιδρομών στην Βαλκανική χερσόνησο και των Οστρογότθων στη Μικρά Ασία, σημειώνονται μετακινήσεις των πληθυσμών προς τα νότια: οι φυγάδες βρίσκουν καταφύγιο στις Κυκλάδες. Τη πληθυσμιακή ακμή του νησιού επιβεβαιώνει η παρουσία του μεγάλου ναού της Εκατονταπυλιανής κι άλλων παλαιοχριστιανικών ναών. Ο επίσκοπος Πάρου φαίνεται να υπογράφει τα πρακτικά της Α’ Οικουμενικής Συνόδου -πρόκειται για τον 1ο γνωστό επίσκοπο του νησιού, τον Ακαδήμιο- ενώ συμμετέχει και στις συνόδους Εφέσσου (431 μ.Χ.) και Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.). Η Πάρος βρίσκεται τη περίοδο αυτή, στην Επαρχία Νήσων, υπαγόμενη στη Διοίκηση Ασίας της Υπαρχίας Ανατολής. Στα μέσα του 6ου αι. η Εκατονταπυλιανή αναστηλώνετα -δείγμα ακμής του νησιού- ακμή που φτάνει μέχρι τις αρχές του 8ου αι.
     Ο Χριστιανισμός έρχεται στο νησί την εποχή του Βυζαντίου, με τον εντυπωσιακό ναό της Παναγιάς της Εκατονταπυλιανής. Ξεκινά όμως νέα ταλαιπωρία για την Πάρο, από τις συνεχείς επιθέσεις και επιδρομές των πειρατών. Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως γίνεται από το γνωστό πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ο οποίος, παρά τη γενναία αντίσταση των κατοίκων, σκότωσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και όσοι απέμειναν, άλλους τους έστειλε σαν κωπηλάτες στο τουρκικό ναυτικό και άλλους στα τάγματα των γενίτσαρων. Τότε είναι που κατακτάται από τους Τούρκους (1560 μ.Χ).
     Ενδεικτικό της ακμής του νησιού στη περίοδο αυτή είναι πως ο επίσκοπος Πάρου συμμετέχει στις εργασίες της εν Τρούλλω Συνόδου (691 μ.Χ.). Σε όλο το 2ο μισό του 8ου αι. ο πληθυσμός του νησιού φυλλορροεί κι αυτό φαίνεται από την εκκλησιαστική υπαγωγή της Πάρου και των άλλων Κυκλάδων στον μητροπολίτη Ρόδου. Για το 2ο μισό του 9ου αι. και τις αρχές του 10ου αι. αντλούμε σημαντικές πληροφορίες από τον βίο της Οσίας Θεοκτίστης: ο ναός της Εκατονταπυλιανής ήτανε κατεστραμμένος από τον Νίσυρη, τον αρχηγό του ναυτικού των Αράβων της Κρήτης. Παροικιά, Σαρακήνικο, Ναόυσα αποτελούν ορμητήριο των Σαρακηνών, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί των παράλιων περιοχών ν’ αποσυρθούνε στο εσωτερικό του νησιού.
     Γρήγορα φαίνεται να ακμάζει η Πάρος αν κρίνουμε πως το 1083 μαζί με τη Νάξο συναποτελεί τη Μητρόπολη Παροναξίας. Ο αυθέντης της Πάρου, Κρουσίνο Σομμαρίπα, γιος της Μαρίας Σανούδο, πραγματοποιεί ανασκαφές στο νησί κι όταν τον επισκέπτεται ο Κυριάκος ο εξ Αγκώνος, του δείχνει τα αρχαιολογικά του ευρήματα. Επίσης, το νησί εξακολουθεί να παράγει μάρμαρο, που είναι περιζήτητο από τους Γενοβέζους της Χίου που θέλουν να επενδύσουν με αυτό τα πολυτελή σπίτια τους.
     Στις αρχές του 15ου αι. ο μοναχός Buondemondi, αναφέρει πως η Νάουσα είναι ορμητήριο πειρατών, όπως και στις αρχές του 16ου αι. ήταν ορμητήριο του γάλλου πειρατή B.Dornexan. Οι πειρατικές επιθέσεις στο νησί τη περίοδο αυτή είναι συχνές ώστε μεταξύ των θυμάτων των επιθέσεών τους είναι κι ο αυθέντης του νησιού του οποίου στα 1511 μ.Χ., αρπάζουν το μπριγκαντίνι του. Θύματα πειρατικών επιθέσεων έπεσαν οι Παριανοί κι από τον Οθωμανικό στόλο του Μωάμεθ Α’ με απαγωγές πολλών κατοίκων της. Tόσο είχε ερημώσει το νησί, ώστε ο G. Rizzardo (1470) αναφέρει πως είχε μόνο 3000 κατοίκους.
     Στα 1517 λόγω σιτοδείας οι κάτοικοι του νησιού προμηθεύονται σιτάρι από πειρατές. Στα 1532 ο Τούρκος πειρατής Κούρτουγλους απείλησε το νησί κι ο Βενετός διοικητής Πάρου πλήρωσε λύτρα για να μη το διαγουμίσει. Ακόμα ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα στις συχνές επιθέσεις του το 1537 απήγαγε αιχμαλώτους από το νησί. Συνολικά απήγαγε 6000 απ’ το νησί, πολλούς απ’ τους οποίους χρησιμοποίησε για κωπηλάτες στα πλοία του. Στην επίθεση που πραγματοποίησε τον Δεκέμβρη της χρονιάς αυτής, ο Μπερνάρντο Σαγκρέντο εγκατέλειψε το νησί μετά από μυστική συνεννόηση που ήλθε με τον Μπαρμπαρόσσα. Ο Μπερνάρντο Σαγκρέντο, ο βαρώνος του νησιού, θέλησε να το ανακτήσει με προσφορά φόρου, αλλά το νησί παρέμεινε στο σουλτάνο με τη συνθήκη του 1540.
     Κατά τη Τουρκοκρατία, παρόλο που οι Παριανοί απέδιδαν τους ανάλογους φόρους και υπήρχε περιοδική τουρκική παρουσία, δεν έχουμε σημαντικά, αντιπροσωπευτικά αρχιτεκτονικά δείγματα αυτής της περιόδου. Απ’ το 1566 ως το θάνατό του το 1579 η Πάρος, συμπεριελήφθη στο ιουδαϊκό δουκάτο του Αιγαίου πελάγους υπό τη διοίκηση του Εβραίου Ιωσήφ Νάζη, μετά από παραχώρηση του Σελίμ του Β’. Στέλνεται από το νησί αντιπρόσωπος στη Πολη για να ζητήσει, μαζί μ’ εκπροσώπους κι από άλλα νησιά των Κυκλάδων, τη βελτίωση του διοικητικού κι οικονομικού καθεστώτος του νησιού. Ο ακτιναμές που εκδόθηκε τότε ανανεώθηκε το 1646 από τον Ιμπραήμ Α’. Το Μάη του 1668 το νησί θα λεηλατηθεί από τον Καπουδάν πασά Καπλάν Μουσταφά.  Την κατάσταση του νησιού στα μέσα του 18ου αι. διεκτραγωδεί μια επιστολή κληρικών του νησιού προς τον δραγομάνο του Τουρκικού στόλου Νικόλαο Μαυρογένη, με την οποία του ζητούν να τους ελαφρύνει τη θέση από τους υπέρογκους φόρους που κατέβαλαν. Κάθε φορά που η Τουρκική μοίρα Στόλου περιόδευε ανά το Αιγαίο με σκοπό την συλλογή φόρων από τα κατεχόμενα νησιά, στάθμευε και στη παραθαλάσσια περιοχή του όρμου του Δριού της Πάρου: εκεί τροφοδοτείτο ο Τουρκικός στόλος, ενώ κι οι Πρόκριτοι των Κυκλάδων συγκεκτρώνονταν εκεί με σκοπό τη καταβολή των φόρων αλλά και τη διευθέτηση διαφόρων δικαστικών υποθέσεων.

     Αναφέρεται πως υπάρχουν δύο λατινικά παρεκκλήσια στην Εκατονταπυλιανή κι οι δύο κοινότητες του νησιού, καθολικοί κι ορθόδοξοι, τελούν υπό την εποπτεία αντίστοιχα του Καθολικού και του Ορθόδοξου επισκόπου Παροναξίας. Συνολικά, στα 1659, αναφέρονται τριάντα άτομα που ανήκουν στη Λατινική Εκκλησία. Υπάρχουν 20 μονές και περισσότεροι από 40 εκκλησίες. Η οικονομική κατάσταση του ντόπιου κλήρου είναι πολύ άσχημη.
     Η παλαιότερη μνεία για τις κοινοτικές αρχές της Πάρου βρίσκεται σε νοταριακό έγγραφο του 1594 όπου έχουμε κατάθεση μαρτυρίας από την ‘’γερουσία του νησιού’’ σε υπόθεση διεκδίκησης κυριότητας της μονής του αγίου Μηνά. Σ’ έγγραφο των Γενικών Αρχείων του Κράτους του 1730 διαβάζουμε πως ‘’οι ευλαβέστατοι ιερείς και τιμιότατοι προεστοί’’ ψήφιαζαν ‘’με θέλησιν και των λοιπών’’, που δεν ήταν όμως παρόντες ή κι αν ήταν δεν υπέγραφαν. Καθήκοντα καδή και βοεβόδα ασκούσε ο πιο πλούσιος άνθρωπος του νησιού, γύρω στα 1730, ο Κωσταντίνος Κονδύλης, κάτι που δείχνει απουσία τουρκικών αρχών από το νησί. Αρχειακές μαρτυρίες μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα επιβεβαιώνουνε διατήρηση της συνέχειας της κοινοτικής παράδοσης του νησιού τους με χαρακτηριστική την άριστα οργανωμένη κοινότητα της Παροικιάς: υπάρχουν υπαινιγμοί σε έγγραφα για εκλογή επιτρόπων και πριν το 1685. Η διοίκηση δεν είναι πάντα χρηστή αν κρίνουμε από το κείμενο του αφορισμού που απηύθηνε ο Πατριάρχης Τιμόθεος Β’ το 1613 προς τους Παρίους άρχοντες που καταχράσθηκαν μέρος των ‘’δοσιμάτων’’ των κατοίκων του νησιού προς τον Χασάμπεη μ’ αποτέλεσμα να ζημιωθούν -άγνωστο πως- οι κάτοικοι του νησιού.
     Με την απελευθέρωση αρχίζει μια διαδρομή που χαρακτηρίζεται αρχικά από αλματώδη κοινωνική ανάπτυξη και συμμετοχή στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Η Παροικιά δε, είναι η πρωτεύουσα του νησιού κι είναι κοντα στον Κριό, τον Παράσπορο, την Αγία Ειρήνη, τους Σωτήρες, τα Γλυσίδια, την Πούντα και τον Κάμπο. Εξασφαλίζει άνετη παραμονή και όλες τις υπηρεσίες μιας πόλης στους επισκέπτες της. Προσφέρει μεγάλη ποικιλία καταλυμάτων, διευκολύνοντας τους επισκέπτες να διαλέξουν το καταλληλότερο, ανάλογα με τις ανέσεις που επιθυμούν να έχουν. Θα βρείτε καφετέρειες, μπαράκια, καταστήματα κάθε είδους, παραδοσιακές ταβέρνες και εστιατόρια για κάθε γούστο. Η μεγαλύτερη εκδήλωση της πόλης γίνεται το Δεκαπενταύγουστο, στην γιορτή της Εκατονταπυλιανής.
     Αξίζει να πούμε 2 λόγια και για την ονοματολογία του νησιού. Η τοπική ονοματολογία και τα επίθετα της Πάρου χωρίζονται σε ομάδες, ανάλογα τη προέλευση και τη καταγωγή:

1. Ελληνικά – Παλαιοβυζαντινά βυζαντινά π.χ Αγαλλιανός, Αργυρόπουλος, Αρχολέως, Αλισαφής (πριν το 1204).
2. Φράγκικα – Δυτικά κυρίως Ισπανικά, Ιταλικά και Λοβαρδοβενέτικα π.χ. Κουαρτάνος, Τσιγώνιας, Αλιφιέρης,
Αλιπράντης (μετά το 1204). Οι Φράγκοι κατέλαβαν την Πάρο το 1207 και προς ασφάλεια έκτισαν κάστρο στην Παροικιά κι αργότερα στη Νάουσα και στα χωριά του Κεφάλου.

   Οι Παριανοί κατά μεγάλο ποσοστό έχουν Ενετικά-Δυτικά επώνυμα αυτό οφείλεται:

α) στην Βενετοκρατούμενη Πάρο για πάνω απο 3 αιώνες κατα τον μεσαίωνα όπου πολλοί δυτικοί αποίκησαν.

 β) μετά τον πόλεμο στην Κρήτη μεταξύ Κρητων, Κρητοβενετών εναντίων των Οθωμανών και νίκη των τελευταίων, πολλοί Κρητοβενετοί κατέφυγαν στις Κυκλάδες

   Τα οικογενειακά ονόματα Ενετικής προέλευσης προέρχονται:

 α) από αναγνωρισμένα και υιοθετημένα νόθα παιδιά των Ενετών,

 β) από μικτούς γάμους,

  γ) από εξελληνισμένους Βενετούς, που λόγω πτώχευσης έχασαν πρώτα την ευγένειά τους και ύστερα το εθνικό τους φρόνημα,

 δ) από βενετικά βαφτιστικά

 ε) πιθανόν και μερικά να προέρχονται από ονόματα Βενετών που επικράτησαν ως παρωνύμια για λόγους σκωπτικούς.

     Και κάπου εδώ ερχόμαστε στο θέμα που αφορά στη διήγηση του ανώνυμου ποιητή. Αφού πρώτα ξετυλίχθηκε σύντομα το κουβάρι της ιστορίας του και κάλυψε και λίγο μπροστά, ώστε να δείξει και τι περίπου κλίμα επικράτησε.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     Έμμετρη ιστορική αφήγηση με θέμα την εισβολή του τουρκικού στόλου στο κυκλαδίτικο νησί. Παραδίδεται ανώνυμα και χρονολογείται λίγο μετά τα αναπαριστώμενα γεγονότα που συνέβησαν στις 19 Μάη 1668, κατά τη τελική φάση του Κρητικού Πολέμου. Στους 672 σωζόμενους στίχους ο ανώνυμος ποιητής παρουσιάζει, στη καθομιλουμένη κρητική διάλεκτο της εποχής και σε ιαμβικό 11σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, τα τραγικά συμβάντα που κορυφώνονται με το θρήνο των αιχμαλώτων για την απώλεια της πατρίδας τους.
     Η Λεηλασία Της Παροικιάς Της Πάρου (στο εξής Λεηλασία) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κειμένου της πρώιμης νεοελληνικής γραμματείας που παρέμεινε στην αφάνεια για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η έμμετρη αυτή αφήγηση -που δεν πήρε τον δρόμο για τα βενετικά τυπογραφεία της εποχής- εκδόθηκε μόλις το 1938 από τον Εμμ. Κριαρά, ενώ ακόμα και μετά από την έκδοσην αυτή πλαισιώνεται -όσο ήταν δυνατό να διαπιστωθεί- από ένα τεράστιο βιβλιογραφικό κενό. Για παράδειγμα, στις σύγχρονες Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας απαντά μόνο μία συντομότατη κι ασαφής αναφορά στην ύπαρξή της (Δημαράς 1964, 122), κατά τ’ άλλα, απουσιάζουν εντελώς ειδικά δημοσιεύματα ή γενικότερες μελέτες (π.χ. για τη κρητική λογοτεχνία) που να θίγουνε πτυχές του κειμένου, ζητήματα σχετικά με τον συγγραφέα και τη χρονολόγησή του ή απλώς να το μνημονεύουν. Από αυτή την άποψη, η προαναφερθείσα κριτική έκδοση του Κριαρά αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για όλα τα παραπάνω θέματα.
     Η Λεηλασία παραδίδεται σ’ ένα μοναδικό κι όψιμο χειρόγραφο που αποτελεί αντίγραφο ενός ελλιπούς χειρόγραφου, πιθανότατα όχι του αυτόγραφου του ποιητή. Όπως προκύπτει από εσωτερικές ενδείξεις το χειρόγραφο είναι ακέφαλο με αποτέλεσμα να μη ξέρουμε ούτε τον πρωτότυπο τίτλο, αλλά ούτε και τον συγγραφέα ή τη χρονολογία της συγγραφής του. Επιπλέον, αγνοούμε το όνομα του αντιγραφέα, ωστόσο βρισκόμαστε σε στερεότερη βάση τουλάχιστον όσον αφορά στον χρόνο της αντιγραφής, που αναγράφεται ξεκάθαρα μετά την «Αφιέρωση» του ποιήματος στον (αταύτιστο) Γεωργάκη Σπυρίδωνα: 15 Νοέμβρη 1814. Σύμφωνα με τον Κριαρά, η αντιγραφή έγινε στη Παροικία της Πάρου, ενώ το χειρόγραφο ανήκε στον λόγιο Νικηφόρο Κυπραίο.
     Η σύνθεση του ποιήματος χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αμέσως μετά το πραγματικό γεγονός που εξιστορεί, δηλαδή τη λεηλασία της παριανής πρωτεύουσας από τον καπουδάν πασά (δηλαδή ναύαρχο) Καπλάν-Μουσταφά, που βάσει ξένων ιστορικών πηγών που υπαινίσσονται το γεγονός, τοποθετείται στα 1668. Η τεκμηριωμένη αυτή χρονολογία της ληστρικής δράσης του τουρκικού στόλου στα νησιά των Κυκλάδων, σε συνδυασμό με την ημερομηνία 19 Μάη που αναφέρεται στον στ. 265 ως η μέρα της επιδρομής της τουρκικής αρμάδας στην Πάρο, αποτελούν τον terminus post quem* για τη συγγραφή του ποιήματος, που πρέπει να ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα.
     Η γλώσσα και το ύφος του κειμένου συνιστούν σχετικά ασφαλείς δείκτες για τον προσδιορισμό της καταγωγής (αλλά και της παιδείας) του ποιητή. Το ποίημα είναι συνθεμένο στο ιδίωμα της Αν. Κρήτης, πράγμα που σημαίνει πως ο συγγραφέας ήτανε Κρητικός, ενδεχομένως πρόσφυγας που κατέφυγε -όπως πολλοί συντοπίτες του- στο νησί της Πάρου κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πόλεμου (1645-1669) ανάμεσα σε Βενετούς και Τούρκους. Υπήρξε πιθανότατα αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που αφηγείται, ενώ, βάσει των υφολογικών του επιλογών και των αφηγηματικών του δυνατοτήτων, εικάζεται πως ήτανε λαϊκής καταγωγής και βασικής μόρφωσης, όχι απαραίτητα στερούμενος από φιλοδοξίες, καθώς το παρακειμενικό στοιχείο της αφιέρωσης «Τω ευγενεστάτω αφέντη Γεωργάκη Σπυρίδω» θα μπορούσε να υποκρύπτει την προσμονή της οικονομικής ενίσχυσης ενός δυνάμει μαικήνα για τη πραγματοποίηση μιας έκδοσης.
     Η αφήγηση είναι ελλιπής κι εκτός από το τέλος της -το χειρόγραφο είναι εμφανώς κολοβό- λείπει και το αρχικό τμήμα. Ο Κριαράς εικάζει ότι οι συνολικά χαμένοι στίχοι δεν πρέπει να είναι πολλοί, αφού στο σώμα του σωζόμενου κειμένου ολοκληρώνεται η παρουσίαση του βασικού θέματος. Τα γεγονότα, που εκτείνονται σε 672 στίχους, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
     Στη διάρκεια της τελικής φάσης του Κρητικού Πολέμου καταφτάνει στην Κρήτη ο μεγάλος βεζύρης, προκειμένου να εποπτεύσει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Βενετών. Αναθέτει στον ναύαρχο Καπλάν-Μουσταφά να μεταφέρει ενισχύσεις από την Ανατολή, ενώ ο ίδιος κατευθύνεται με το στράτευμά του στο Κάστρο (Ηράκλειο). Ξαφνικά, ο καπουδάν πασάς, κι ενώ έχει εκτελέσει τις οδηγίες του βεζύρη, αποφασίζει να επιτεθεί σε κοντινά κυκλαδίτικα νησιά (Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος). Στο Δεσποτικό εκμυστηρεύεται στον Κιοσέ τη πρόθεσή του να λεηλατήσει τη Σίφνο, ωστόσο μεταπείθεται και κινείται εναντίον της παριανής πρωτεύουσας. Με διαδοχικούς αντιπερισπασμούς αιφνιδιάζει τους Παροικιώτες, οι οποίοι στέλνουνε 2 προεστούς προς διαπραγμάτευση. Αυτοί κρατούνται όμηροι, ενόσω τη Παροικιά λυμαίνονται οι άνδρες του Καπλάν-Μουσταφά. Προεστοί, γέροντες κι ιερείς αιχμαλωτίζονται, οι οικίες λεηλατούνται, ενώ από το τουρκικό μένος δεν γλιτώνει ούτε ο ναός της Παναγίας της Καταπολιανής. Ανάμεσα στο πανικόβλητο πλήθος αναδεικνύεται η μορφή ενός τουρκοθρεμμένου Έλληνα, του οποίου η παρέμβαση αποδεικνύεται καταλυτική για τη σωτηρία των κατοίκων του νησιού. Χάρη στο τέχνασμά του, οι Τούρκοι επιβιβάζονται στα καράβια τους κι απομακρύνονται. Από την άλλη, οι αιχμάλωτοι χριστιανοί θρηνούν για την απώλεια της πατρίδας τους. Οι Τούρκοι, με μια ενδιάμεση στάση στο λιμάνι της Νάουσας, σε μια μάταιη επιχείρηση να περισώσουν ένα μισοβυθισμένο πλοίο τους, κατευθύνονται στη Μύκονο, απ’ όπου αναχωρούν μετά την είσπραξη των φόρων.
     Η Λεηλασία συγγενεύει με ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών, γραμματειακών ειδών (χρονογραφίες, χρονικά, ριμάδες** κ.ά.), τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα διαπλοκή ιστορίας και μυθοπλασίας. Τέτοια κείμενα, παρά το θεμελιωδώς πληροφοριακό χαρακτήρα τους, υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή στον καιρό τους κι ως λογοτεχνικά αναγνώσματα, τέρποντας και συγκινώντας τα λαϊκά, κυρίως, στρώματα. Πολλά χαρακτηριστικά της Λεηλασίας, όπως το επικαιρικό στοιχείο, η εκλαϊκευμένη γλώσσα, η χρήση του ομοιοκατάληκτου δίστιχου, η παρουσία ενός παντεπόπτη αφηγητή, η εμμονή σε ημερομηνίες (κι όχι χρονολογίες), απαντούν στις ρίμες ή ριμάδες -παρεμπιπτόντως, έτσι χαρακτηρίζει το ποίημα ο Δημαράς (1964, 122)-, τη κατηγορία των ιστορικών δημοτικών (ή λαϊκότροπων) τραγουδιών που αφηγούνταν γεγονότα εθνικής ή τοπικής σημασίας γνωρίζοντας μεγάλη διάδοση σε Κύπρο και Κρήτη. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εντάξουμε τη Λεηλασία στη κατηγορία αυτή, που έχει άμεση σχέση με τους μηχανισμούς της προφορικής σύνθεσης και διάδοσης (Πολίτης 1995, 80).
     Ίσως θα ‘τανε σωστότερο να γράψουμε το ποίημα στη κατηγορία των έμμετρων ιστορικών αφηγήσεων, που οι ρίζες τους ανιχνεύονται στον 14ο αιώνα (Βλασσοπούλου 2004, 361). Τα κείμενα αυτά αναφέρονται, προπαντός, σε στρατιωτικά, πολεμικά γεγονότα και βασικός στόχος των συγγραφέων τους είναι ν’ αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση του ιστορικού γεγονότος, ώστε να διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη. Θεματικά διακρίνονται σε επιμέρους ομάδες κειμένων, ανάμεσά τους κι οι αφηγήσεις για τη λεηλασία/κατάληψη περιοχών -σ’ αυτή την υποομάδα ανήκει και η Λεηλασία. Η προέλευση των κειμένων αυτών εντοπίζεται στον ευρύτερο βενετοκρατούμενο χώρο, πρωτίστως τη Κρήτη, δευτερευόντως τα Επτάνησα και τα Δωδεκάνησα, πράγμα που σημαίνει ότι η Λεηλασία ακολουθεί και μιαν εσωτερική παράδοση κρητικών αφηγήσεων του είδους (π.χ. Μάλτας πολιορκία του Αχέλη και Κρητικός πόλεμος του Μπουνιαλή).
     Οι περισσότερες από τις επιλογές του ποιητή απορρέουν από το διακειμενικό πλέγμα αυτών των αφηγήσεων: καθομιλουμένη γλώσσα, διανθισμένη με πληθώρα ξενικών (ιταλικών και τουρκικών) λέξεων κι εκφράσεων στρατιωτικής ορολογίας αλλά κι αντικειμένων καθημερινής χρήσης, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, δυισμός χριστιανισμού-ισλάμ (μέσω της εστίασης στη βενετοτουρκική σύγκρουση), μυθολογικές αναφορές, ακόμα κι ο εγκιβωτισμός προς το τέλος της (σωζόμενης) αφήγησης ενός σύντομου θρήνου που αναπαράγει στερεότυπα μοτίβα προφορικής υφής (βλ. Βλασσοπούλου 2004).
     Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζουν οι λύσεις που τον διαφοροποιούν. Η πιο σημαντική (μορφολογική) απόκλιση συνίσταται στη χρήση του ιαμβικού 11σύλλαβου στίχου αντί του σχεδόν καθολικά αποδεκτού 15σύλλαβου, που εν προκειμένω χρησιμοποιείται μόνο στη σύνθεση της αφιέρωσης. Κατά τ’ άλλα, η ανάμιξη του θεϊκού στοιχείου είναι ισχνή και περιορίζεται στην αναφορά ενός θαύματος της Παναγίας της Καταπολιανής, ενώ η απουσία των ηθικοδιδακτικών κηρυγμάτων, καθώς και της παραδοσιακής χριστιανικής κοσμοθεωρίας που αποδίδει τις κάθε είδους καταστροφές στη θεϊκή οργή για τις ανθρώπινες αμαρτίες ίσως να σημαίνει την έλλειψη εκκλησιαστικής παιδείας. Επιπλέον, δεν απαντούν κοινοί τόποι, όπως η δήλωση του ποιητή πως αφηγείται αληθινά γεγονότα, η επωνυμία κι η μνεία στη καταγωγή, κάτι που θα μπορούσε, βέβαια, να οφείλεται στον ελλιπή χαρακτήρα του χειρόγραφου.
     Συμπερασματικά, η Λεηλασία εμπλουτίζει τον ορίζοντα τόσο της παράδοσης των έμμετρων ιστορικών αφηγήσεων όσο και της κρητικής γραμματείας στο σύνολό της. Μπορεί η αισθητική της αξία να είναι υποδεέστερη αντίστοιχων κειμένων του είδους -πάντως, όχι αμελητέα, αφού ο ποιητής γενικά αποδεικνύεται καλός χειριστής του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας-, ωστόσο είναι αναμφισβήτητη η γλωσσική και, πολύ περισσότερο, η ιστορική της σημασία, καθώς αποτελεί τη μοναδική (λογοτεχνική) πηγή ενός καίριου ιστορικού γεγονότος.
____________________________________________
  *Terminus ante quem, κυριολεκτικά «ημερομηνία προ της οποίας» (λατ.), στην αρχαιολογία ονομάζεται η πρωιμότερη εξακριβωμένη χρονολογία σχετική με την ύπαρξη αρχαιολογικού μνημείου ή άλλου αντικειμένου ιστορικής αξίας, ενώ η χρονολογία της δημιουργίας του δεν είναι γνωστή. Π.χ., σε περίπτωση που το υλικό των ανασκαφών δε δίνει πληροφορίες για το έτος κατασκευής ενός αρχιτεκτονικού μνημείου (ναού, φρουρίου, μοναστηρίου κλπ.), αλλά στις γραπτές πηγές υπάρχουν μαρτυρίες για ιστορικά συμβάντα που σχετίζονται με αυτό (μάχες, επίσημες επισκέψεις κλπ.) κι η χρονολογία των συμβάντων αυτών μας είναι γνωστή, γνωρίζουμε και το terminus ante quem για το συγκεκριμένο μνημείο, δηλαδή, ότι χωρίς καμία αμφιβολία είχε χτιστεί πιο πριν από την αναφερόμενη ημερομηνία.
     Αντιθέτως, terminus post quem (ημερομηνία μετά της οποίας) είναι η μεταγενέστερη εξακριβωμένη χρονολογία που προηγήθηκε της δημιουργίας του μνημείου. Έτσι, ένα νόμισμα τοποθετημένο μέσα στον τάφο, μας πληροφορεί, πως η ταφή δεν έγινε νωρίτερα από το έτος κυκλοφορίας του συγκεκριμένου νομίσματος. Στη στρωματογραφία, για να οριστούν το terminus ante quem και το terminus post quem, τη θέση των γραπτών ή άλλων εξακριβωμένων πηγών καταλαμβάνουν οποιαδήποτε ευρήματα, εδαφικά υλικά ή μορφώματα που μπορούν να χρονολογηθούν στα πλαίσια της απόλυτης χρονολόγησης. (Με το γενικό όρο απόλυτη χρονολόγηση εννοείται στην αρχαιολογία μια σειρά τεχνικών που μας βοηθούν να εκτιμήσουμε την ηλικία των τέχνεργων, των υλικών ή των αρχαιολογικών τόπων σε πραγματικά ημερολογιακά έτη. Η διαδικασία γίνεται είτε άμεσα ή μέσω διαδικασίας ισοζύγισης (βαθμονόμησης) με υλικά γνωστής ηλικίας. Τέτοιες τεχνικές στηρίζονται σε αρχές ανεξάρτητες από τις επιδράσεις των κατασκευαστών ή των χρηστών ενός αντικειμένου. Βλ. για παράδειγμα ραδιοχρονολόγηση. Χρησιμοποιούνται διάφορα ημερολόγια για την καταγραφή της απόλυτης χρονολόγησης. Ορισμένες επιστήμες προτιμούν το Π.Π. (προ παρόντος) και το παρόν επιστημονικά ορίζεται ως το 1950. Όσον αφορά στην αρχαιολογία, τόσο σε Ευρώπη όσο και σε Η.Π.Α. χρησιμοποιούνται ως δείκτες χρονολόγησης το π.Χ. και το Π.Κ.Ε., που στηρίζονται στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν κι άλλα ημερολόγια για ιδιαίτερους πολιτισμούς σε άλλες περιοχές του κόσμου).

**Ριμάδα = Ο όρος παραπέμπει, βέβαια στη ρίμα, δηλαδή την ομοιοκαταληξία -μπορεί να τονε βρούμε και σα «ρημάδα». Τον χρησιμοποιούμε να δηλώσουμε ζεύγος στίχων που ομοιοκαταληκτεί και συνήθως είναι γραμμένο σε ιαμβικό 15σύλλαβο. Ακριβώς επειδή πρόκειται για 2 στίχους που ομοιοκαταληκτούν, απαντάται κι ως «δίστιχο» ή «λιανοτράγουδο». Εξ άλλου, ως ριμάδα μπορούμε επίσης να χαρακτηρίσουμε κι ένα μακροσκελές ποίημα, συνήθως αφηγηματικού χαρακτήρα και λαϊκής προέλευσης, που είναι γραμμένο σε στίχο ιαμβικό 15σύλλαβο και σε ομοιοκατάληκτα 2στιχα. Τέτοιου είδους ριμάδες συναντάμε ήδη από τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, ενώ έπειτα η παράδοση συνεχίζει σε Κρήτη, Κύπρο κι Επτάνησα. Γνωστή είναι, για παράδειγμα, η «Ριμάδα Κόρης Και Νιου», που προέρχεται από τη Κρήτη και χρονολογείται από τις αρχές του 16ου αιώνα.

======================

  μέρος 1ον (στ. 1-40)

                  H τουρκική σημαία κείνης της εποχής

Ο βεζίρης καταφθάνει στη Κρήτη για να εποπτεύσει ο ίδιος τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Βενετών και διατάζει τον καπουδάν πασά (ναύαρχο) Καπλάν-Μουσταφά να στρατολογήσει άντρες από την Ανατολή. Ο καπουδάν πασάς επιστρέφει με ενισχύσεις και το τουρκικό στράτευμα είναι έτοιμο να συμμετάσχει στην πολιορκία του Κάστρου/Χάνδακα.(στ. 1-69)

Στὸ πόρτο μέσα νά ’μπουσι ἐφοβοῦντα
καὶ τῆς Παρκιᾶς μὲ μάνιτα ἀπονοῦντα
καημοὺς πολλοὺς καὶ πάθη νὰ τσῆ δώσου,
τσ’ ἀνθρώπους τση νὰ πιάσου νὰ σκλαβώσου.
Καὶ ἔτσι τὸ ριζικὸ τὸ ἀσβολωμένο
ἤθελε τῶν ἀνθρώπων τῶν καημένω:
Ὁ πόλεμος τῆς Κρήτης νὰ ἀρχινίσῃ,
γυρεύγοντας ὁ Τοῦρκος νὰ νικήσῃ.
Καὶ ἐπῆγεν ὁ βιζίρης μὲ φουσσᾶτα
καὶ εἶχεν τὰ κάτεργά του ὅλα γεμᾶτα.
Καὶ φθάνει στὰ Χανιὰ καὶ ντεσμπαρκάρει
καὶ ἐκεῖ τὸ ἀσκέριν του ὅλο ρεποσσάρει.
Καὶ πάραυτας μὲ γράμμα τοῦ βιζίρη
τὸν καπετὰν-πασᾶ τότες σπιδίρει
τὰ κάτεργα νὰ τὰ ξαναφορτώσῃ
λαό, εἰς τὰ Χανιὰ πάλι νὰ σώσῃ.
Καὶ ὁ Μουσταφᾶς-Καπλὰν σὰν προκομμένος,
τσῆ μάχης ξακουστὸς καὶ παινεμένος,
μισσεύει ἀπ’ τὰ Χανιὰ μὲ τὴν ἀρμάδα
καὶ κάνει δίχως ἄργιτα λεβάδα.
Καὶ εἰς τῆς Ἀνατολῆς τὰ μέρη ἐδράμα,
καθὼς ἐξεκαθάριζε τὸ γράμμα.
Λαὸ ξαναφορτώνει καὶ γυρίζει
στὸν τόπον, ποὺ ὁ βιζίρης τὸν ὁρίζει.
Καὶ ἀπῆτις ἐκουβάλησε τὸ ἀσκέρι
καὶ ἐπλάκωσε καιρός τὸ καλοκαίρι,
πάραυτας ὁ βιζίρης τσ’ ὁρισμούς του
ξαπλώνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στοὺς ἐδικούς του.
Καὶ διαλαλεῖ νά ’ναι ὅλοι ὀρδινιασμένοι,
μικροί, μεγάλοι τ’ ἄρματα ζωσμένοι,
διατί εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ κινήσῃ
στὸ Κάστρο διὰ νὰ πάῃ νὰ πολεμήσῃ.
Καὶ εὐθὺς ἐμαζωκτήκασιν οἱ Τοῦρκοι.
Τὴ νιάκαρην ἐπαίζαν καὶ ταμπούκι,
ξυπνῶντας πᾶσα ἕνα παλληκάρι,
ἔτσι πεζὸν ὡσὰν καὶ καβαλλάρι.
Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τὸ τόσον πλῆθος
καὶ νὰ μὴ φρίξῃ, νὰ γενῇ σὰν λίθος,
τὴν ταραχὴν τὴν τόσην τοῦ φουσσάτου
καὶ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τοῦ θανάτου!

41-68 λείπουνε

     Περιγράφεται λεπτομερώς το μεγάλο πλήθος του τουρκικού στρατού και γίνεται αναφορά στη διαίρεση της ναυτικής δύναμης από τον καπουδάν πασά σε δύο τμήματα (στ. 41-68). Το ακόλουθο απόσπασμα εστιάζει στην ξαφνική επίθεσή του σε γειτονικά κυκλαδίτικα νησιά (Φολέγανδρος, Σίκινος, Ίος). Ο καπουδάν πασάς προτίθεται να λεηλατήσει και να ερημώσει τη Σίφνο, όμως μεταπείθεται και στρέφεται εναντίον της Παροικιάς της Πάρου (στ. 69-156)

Καὶ ἔστοντας νὰ ἀπομείνῃ ἀλαφρωμένος,
διατὶ ἦτον ὁ βιζίρης μισσεμένος,
ἤβαλε γνώμη στὰ νησὰ ν’ ἀράξῃ
καὶ ξέχωρα τὴν Πάρο νὰ ρημάξῃ.
Καὶ φεύγει ἀπ’ τὰ Χανιὰ καὶ ξεπορτίζει,
τὰ κάτεργά του ὅλα ξαρμπουρίζει.
Πρῶτο νησί, ὁπού ’βρηκε νὰ πιάσῃ,
ἤτονε στὴ<ν> Πολύκανδρο καὶ ’ράσσει.
ΚΙ οἱ γέροντες ὡς εἶδα τέτοιον πρᾶμα,
μὲ τὸ κανίσκι πάραυτας ἐδράμα.
Καὶ τὸν Καπλὰν-πασᾶ ὅλοι προσκυνοῦσι
καὶ θέλημα ἐζητήσασι νὰ βγοῦσι.
Μὰ αὐτόνος σὰν ἐδέχθη τὸ κανίσκι,
πρόφασι τῶ γερόντω τοὺς εὑρίσκει,
πὼς θέλει τὰ χαράτσια ὁποὺ χρωστοῦσι,
ἀλλέως στὴν καδένα ὅλοι νὰ μποῦσι.
Καὶ μὲ τὸ λόγο ἤπαιξε λεβάδα,
δίδουν οἱ σκλάβοι δυνατὴ παλλάδα.
Καὶ τόμου ἀπ’ τὴν Πολύκανδρο μισσεύγει,
σὰν τὸ λεοντάρι ξάφτει καὶ ἀγριεύγει,
θέλοντας ’ς κάθε τόπον διὰ νὰ σώσῃ,
πάθη τῶν Χριστιανῶν πολλὰ νὰ δώσῃ.
Σπεδίρει δύο κάτεργα μὲ βία
καὶ ἤδωκε καὶ τῶν μπέηδων ἐξουσία
νὰ πάσιν εἰς τὴν Σίκινο καὶ τότες
τσὶ γέροντες νὰ πάρουν καὶ τσὶ Νιῶτες·
καὶ ἀπῆτις τσὶ σηκώσουσι, νὰ ’ρθοῦσι
εἰς τὸ Δεσποτικὸ νὰ τὸν εὑροῦσι.
Μισσεύγει τὸ λοιπὸ ὁ πασᾶς καὶ πιάνει
εἰς τὸ Δεσποτικὸ καὶ ἄλλο δὲν κάνει.
Μονάχα τὸν Κιοσὲ πάραυτα κράζει
νὰ πάρῃ τὴν βουλήν του ’ς τὰ λογιάζει.
Λέγει του: «Εἶντα μοῦ λές ’ς τοῦτο νὰ κάμω;
Ἐγώ ’λεγα στὴ Σίφινο νὰ δράμω,
μὲ ἀπόφασι νὰ τήνε ξεμπιτάρω,
γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ ἄνδρες νὰ πάρω·
γιατὶ ἔχω γροικητὰ –καὶ κάτεχέ το–
τὸ πλοῦτος ἐκεινοῦ τοῦ Μιχελέττο·
καὶ ἐμένα τὰ χαράτσα μου κρατίζει
καὶ χαρανιὰ καὶ τσόχες μὲ στολίζει.
Καὶ ὄξω ἀπὸ τοῦτο πέμπει καὶ μεγάλα
σοκκόρσα εἰς τὸ Κάστ<ρ>ο πλιὰ παρ’ ἄλλα
καὶ τσ’ ὁρισμοὺς ποτὲ δὲν ὀμπιδίρει,
μηδὲ καὶ ἐμέ, μηδὲ καὶ τοῦ βιζίρη.
Μὰ τοῦ Κιοσὲ πολλὰ τοῦ ντεσπιαζέρει
καὶ τοῦ Καπλὰν-πασᾶ φιλεῖ τὸ χέρι,
πάσχοντας τὴν βουλήν του νὰ γυρίσῃ
καὶ ἀκούρσευτη τὴν Σίφινο νὰ ἀφήσῃ,
γιατὶ ἤτονε περίσσα φιλεμένος,
μὲ αὐτὸν τὸν Μιχελέττο ἀγαπημένος.
Καὶ ἤπασχε μὲ τὰ λόγια νὰ μαλάξῃ
τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ νὰ τὴν ἀλλάξῃ.
Λέγει του: «Διὰ τὴν ὥρα μὴ γυρέψῃς
τὴ Σίφινο νὰ πάγῃς νὰ κουρσέψῃς.
καὶ γροίκησε τὰ λόγια τὰ δικά μου,
σὰ δοῦλός <σου> πιστὸς πού ’μαι, πασᾶ μου.
Καὶ ἐγὼ σοῦ βρίσκω χώρα νὰ πατήσῃς,
τὴν Παροικιά, ὁποὺ νὰ εὐχαριστήσῃς,
πρᾶγμα πολὺ καὶ ἀνθρώπους να τσῆ πάρῃς
καὶ ὁλότελα νὰ τήνε ξε<μ>πιτάρῃς.
Καὶ ἄ θές νὰ ’δῇς, πασᾶ μου, τὴν ἀλήθεια,
’δὲ τῶ Φραγκῶ ποιοὶ δίδουσι βοήθεια.
Μόνο ἀπὸ τὴν Παρκιὰ τῶς κουβαλοῦσι
σοκκόρσο διὰ νὰ μᾶσ<ε> πολεμοῦσι.
Καὶ δὲν ψηφοῦν τὸ γράμμα τοῦ βιζίρη,
μηδὲ κανείς τως δὲν μᾶς ὀμπιδίρει·
καὶ εἶναι καθολικὰ χαϊνεμένοι
’Σ κοντολογιὰ ὅσους καὶ ἂν ἔχῃ ἡ Πάρος
πέτουνται μὲ τσὶ Φράγκους καὶ ἔχου θάρρος.
Σμίγουσι μετ’ αὐτοὺς καὶ χαϊνετεύγου
καὶ ἐμᾶς δὲν μᾶς ψηφοῦν, μηδὲ γυρεύγου.
Νὰ ’δῇς ξεχωριστὰ τσὶ μαγατζᾶδες,
πὄχουν οἱ προεστοὶ πραγματευτᾶδες,
γεμάτους τσὶ καφέδες καὶ ληνάρια,
τυριὰ καὶ ρύζα, λάδια καὶ σιτάρια,
σίδερα καὶ σχοινιά, τάβλες καὶ τράβες.
Καὶ σκλάβους ἀγοράζουσι καὶ σκλάβες
ἀπὸ τσὶ Μουσουλμάνους τσὶ ἐδικούς μας·
γιὰ ταῦτα δὲν ψηφοῦν τοὺς ὁρισμούς μας.
Τοῦτά ’λεγε ὁ Κιοσὲς σὰν καταδότης
τσῆ Παροικιᾶς καὶ ’πίβουλος προδότης.
Καὶ ἤκαμε τὸν πασᾶ καὶ ἐπίστευσέν του
καὶ εἰς ὅ,τι καὶ ἂν τοῦ ζήτα ἐπήκουσέν του.
Βάνει βουλὴν κακὴν καὶ ἀποφασίζει,
φουσκώνει δυνατὰ καὶ ξαφορμίζει.
Δίδει ὀρδινιὰ νὰ στέκουν ἀπαρκιᾶδοι
οἱ μπέηδες νὰ φύγουσι τὸ βράδυ.

στ.  157 – 228 λείπουνε

     Οι Αντιπαριώτες επιβεβαιώνουν τους Παροικιώτες ότι στόχος του Καπλάν-Μουσταφά είναι η Σίφνος. Παρ’ όλα αυτά, ο οθωμανικός στόλος εισέρχεται στο λιμάνι της Πάρου (στ. 157-228). Στο ανθολογούμενο απόσπασμα, οι Παροικιώτες εγκαταλείπουν τις εστίες τους, ενώ ο Καπλάν-Μουσταφάς, με νέο αντιπερισπασμό, δέχεται δύο προεστούς αντιπροσώπους στο καράβι του· όμως, η τουρκική δύναμη εισβάλλει αστραπιαία στο νησί (στ. 229-468).

Ἀπόξω ἀπὸ τὶς Πόρτες ἐφανῆκα,
τὴν Κυριακὴ ταχὺ ἐξημερωθῆκα.
Θωροῦν τα οἱ Παροικιῶτες καὶ ἐτρομάξα
καὶ διὰ βοηθὸ τὴν Παναγία ἐκράξα.
Σύρνουν φωνή, μαζώνουνται οἱ ἀνθρῶποι,
γεμώνουν τὰ στενά, πήζουν οἱ τόποι.
Τρέμουσι ἀπὸ τὸ φόβο καὶ δειλιοῦσι,
τὰ κάτεργα ξανοίγουν καὶ μετροῦσι.
Καὶ ἀπῆτις ἀραδιάσαν καὶ εἴδασίν τα
καὶ σαράντα ἑπτὰ ἐμετρήσασίν τα,
ἐτότες τὸ λογιάσα ὅσοι εἶχαν γνῶσι,
πὼς ἦρθεν ὁ πασᾶς νὰ τσὶ σκλαβώσῃ.
Ἀρχίζουν οἱ γυναῖκες οἱ καημένες,
περιττοπλιὰς οἱ Κρητικὲς οἱ ξένες,
νὰ κλαίσι, νὰ θρηνοῦνται τὴ σκλαβιάν τως,
τὴν κακορριζικιὰν καὶ τὴν ξενιάν τως,
λέγοντας μοιρολόγια, ὁποὺ κάνα
τσ’ ἀνθρώπους μαῦρα δάκρυα καὶ ἐβγάνα.
Δὲν ξεύροντας εἰς τοῦτο πῶς νὰ διάξου,
τὰ ροῦχά ντως ’ς ποιὸν τόπο νὰ φυλάξου,
κλαίσι τὴν συμφορά τως καὶ τοὺς πόνους,
ποὺ τσ’ ἤξωσεν ἡ μοῖρα τόσους χρόνους
ἀπὸ τσὶ Τούρκους νά ’χουσι τρομάρες,
καημοὺς καὶ πάθη, βάσανα καὶ ἀντάρες.
Δὲν ξεύρου εἶντα νὰ ’ποῦν καὶ ποῦ νὰ δώσουν
ἀπὸ τὸ φόβο κεῖνο νὰ γλυτώσουν,
γιατὶ καμμιὰ δὲν εἴδασι βοήθεια
ἀπ’ ἄνθρωπον … γιὰ … μὰ τὴν ἀλήθεια·
στοχάζουνται στὸ μέσος τὴ μεγάλη
σύγχυσι, ὁποὺ γροικᾶτο πλιὰ παρ’ ἄλλη
στὸ θλιβερὸ ποὺ σκόρπα τὸ μαντᾶτο.
Καὶ ὅλοι τὸν νοῦν τως εἶχαν ἄνω κάτω,
φεύγου καὶ ἀ<μ>παντονάρου τὰ δικά τως,
σπίτια καὶ ροῦχα καὶ ὅλα τὰ καλά τως·
καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ὅλοι ἐπαραδῶσαν
στὴν τόσην ταραχή, ὁποὺ τσὶ πλακῶσαν.
Τσὶ δέκα ἐννιά ’τον τότες τοῦ Μαΐου,
πρὶ δώσουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου,
πού ’δασιν τὴν ἀρμάδα οἱ Παροικιῶτες
πὼς ἦτον μαζωμένη ὄξω <’ς> τὲς Πόρτες.
Ἀμ’ ὁ πασᾶς μὲ πονηριὰ μεγάλη
ἔκανε πὼς μισσεύει ἀγάλη-γάλη
μὲ κόμπωμα νὰ μηδὲ φοβηθοῦσι
οἱ ἄνδρες, οἱ γυναῖκες νὰ σκιακτοῦσι.
Ἐπέρασε λοιπὸν καὶ ἀποκολώνει
στὸ Ἅϊ-Φωκὰ καὶ ὅλους τσὶ κομπώνει.
Δύο κάτεργα σπεδίρου, μπαίνου μέσα
καὶ ἄσπρη παντιέρα στὸ κατάρτι ἐστέσα.
Καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ πόδια κουρασμένα,
μὲ ἱδρῶτες καὶ μὲ στήθια ματωμένα
τσὶ στράτες καὶ γκρεμνὰ ἐπερπατοῦσα
καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἀνάπλαγα ἐκρατοῦσα.
Ποιὸς ἀπ’ τὸ φόβο, πού ’χε τοῦ θανάτου,
μηδὲ παιδιῶ ἐθυμᾶτο οὐδὲ πραγμάτου.
Μὲ κλάηματα οἱ γυναῖκες ἀποβγάνα
τσ’ ἄνδρες τως καὶ πολὺ καημὸν ἐπιάνα.
Ἐδέτσι τὰ παιδιὰ καὶ τσὶ ἀδελφούς τως,
τὰ ’γγόνια τως καὶ τσὶ ἄλλους ἐδικούς τως
μὲ λύπη, μὲ λακτάρα πλιὰ παρ’ ἄλλη,
σύγχυσι καὶ κακομοιριὰ μεγάλη.
Ἀφήνω πᾶσα ἕνα νὰ λογιάσῃ
-νὰ τὸ γροικήσῃ ποιὸς νὰ μὴ θαυμάσῃ !–
τὸ φόβο τὸν πολύ, πού ’χαν ἐτότες
γιὰ τὴν ἀρμάδα ἐκεῖνοι οἱ Παροικιῶτες.
Δίδουν βουλὴν νὰ πά συναπαντήξου
τὰ κάτεργα, τσὶ μπέηδες νὰ σμίξου,
νὰ γνώσουν ὁ πασᾶς τως εἶντα θέλει
γὴ ἀνὲ ζωὴ γὴ θάνατος τοὺς μέλλει.
Καὶ τὸν Πρωτόδικο ἐτότες κράζου
τὸ Νικολό, καλὰ τὸν ὀρδινιάζου.
Σὰ γέροντας ὁπού ’τονε τῆς χώρας,
δίδουν του καὶ ἄλλο σύντροφο τῆς ὥρας.
Γιαννάκι Βυτσαρᾶ τὸν ὀνομάζου
καὶ τῆς κερὰ-Μαρίνας τόνε κράζου.
Κινοῦσιν καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι,
τὴ βάρκα πά νὰ δοῦν, ποὺ τσ’ ἀνεμένει.
Μὰ αὐτεῖνοι ὡστὲ νὰ ὀρδινιαστοῦσι,
εὐθὺς τὸν καπετὰν-πασᾶ θωροῦσι
καὶ ἤρχετο μέσα μὲ ὅλη τὴν ἀρμάδα,
μὲ δυνατὴ καὶ μὲ φρικτὴ παλλάδα.
Καὶ οἱ σάλπιγγες ἐπαίζαν καὶ ἐλαλοῦσαν
καὶ ἄλλα πολλὰ παιγνίδια ὁποὺ βαστοῦσαν.
Καὶ μιὰν ἀναμιγὴ τόση ἐγροικᾶτο,
ὁποὺ ἡ Παροικιὰ ὅλη ἐμουγκᾶτο.
Βλέποντας τό λοιπόν το πώς εράξαν
τα κάτεργα στο πόρτο όλοι ετρομάξαν
και εστέκασιν να φύγουν και να αφήσουν
παντέρημα τα σπίτια να τα γδύσουν,
μα δεν κατέχω ποιός απ’ τσι μεγάλους
εγύρισε κι εθάρρυνε τους άλλους.
Και λέγει τους : ” Παιδιά, όλοι ας σταθούμε
και κάτω στο γιαλό ας μαζωκτούμε.
Άνδρες, γυναίκες το λοιπόν ας πάμε
και με την κεφαλήν κλίνοντας χάμαι
να προσκυνήσωμε όλοι τον πασά μας,
αν θέμε να χαρούμε τα καλά μας
και θέλει του καλοφανή περίσσα,
σα ‘ δη πως όλοι τον επροσκυνήσα “.
Και επέμψαμε ανθρώπους για να γνώσου
τη γνώμη και κανίσκι να του δώσου.
Σταλλάρου το λοιπό όσοι κι αν βρεθήκα
με φόβο και καημό και πλήσα πρίκα,
θαρρώντας πώς, σαν παν να προσκυνήσουν,
τα σπίτια τως ακούρσευτα ν’ αφήσουν.
Μα ο καπετάν – πασάς είχε βαλμένη
γνώμη φαρμακερή και ασβολωμένη,
διατί δεν έχει τέλος η οργή τως.
Κι απήτις εις το κάτεργον εμπήκαν
οι προεστοι και τον πασάν εβρήκαν,
σκύφτουσι και κλιτά τον προσκυνούσι
και την ποδιά του ρούχου του φιλούσι.
Ρωτά τσι παρευθύς ανέ βαστούσι
τα άσπρα για το κανίσκι αν το κρατούσι.
Λέγουσι : ” Εμείς ομπρός ήρχαμε μέσα
και άλλοι οξοπίσω φέρνουν τα τορνέσα”.
Τότες κρατίζει μέσα το Γιαννάκι
και τον Πρωτόδικο ως γεροντάκι
βγάνει όξω, και μιλεί του κιαχαγιά του
να τ’ ακλουθά να πηαίνη συντροφιά του.
Πάσι στο σπίτι του Μακρή Κονδύλη,
που στέκετο με πικραμένο χείλι,
πάσχοντας τα τορνέσα να ‘τοιμάση
του καπετάν – πασά για να τα πάσι.
Και απείτις εμισσέψαν, απονάτο
και εξάφτεν ο πασάς ‘ποπάνω ως κάτω,
και εκτάσσεντο τη χώρα να χαλάση,
να πιάση ανθρώπους ώστε να χορτάση.
Σαν τσι κατάστασές του είχε τελειώσει,
ήθελε την απόφαση να δώση
να βγούσιν οι λεβέντες να σκλαβώσου
τσι Χριστιανούς να πάθη να τως δώσου.
Δίδει ορδίνιά εις όλην την αρμάδα
τα κόπανά τως νά ‘χουν απαρκιάδα,
να βγούσιν οι λεβέντες σε μιαν ώραν,
να γδύσουν, να κουρσεύουσιν την χώραν,
και να βαστά κάθε ένα παλληκάρι
‘ς το χέρι μοναχά ένα μανάρι
και όχι άλλο άρμα, διά την ώρα κείνη
να φαίνεται πως έχουν καλωσύνη.
Σαν είδασι και εκράτησε τον ένα
στο κάτεργο κ’ οι Τούρκοι όξω εβγαίνα,
για μιά τ’ αφορεθήκαν οι Παρκιώτες
και ετρέμαν και φοβούνταν όλοι τότες.
Και ο κιαχαγιάς ετότες ανεβαίνει
‘ς το σπίτι του Κοντύλη και προβαίνει.
Λέγει τσ’ αρχόντισσάς του : “Πε τ’ ανδρός σου
νά ‘ρθη εδεπά, γιατί είναι για καλό σου.
Αδές αλλιώς εσένα θα σκλαβώσω
και των παιδιών σου θάνατο θα δώσω.
Και ‘πέ του χωρίς άλλο να προβάλη,
πριχού σκοτιά να σε εύρη πλιά μεγάλη”.
Απιλογάται τότες τρομασμένη
κείνη η αρχόντισσά του η αξιωμένη,
δε θέλοντας τον άνδρα να προδώση
και θάνατο ‘χε πλιά καλά να δώση.
Λέγει : ” Δεν είναι εδώ ‘ς το σπίτι μας μέσα,
αμμ’ όξω περπατεί διά τα τορνέσα.
Και τόμου, αφέντη, σώση και γυρίση,
έρχεται παρευθύς να τα μετρήση.
Και στέκε πούρι ‘ς τούτο ξεγνοιασμένος
και ο άνδρας μου δεν είναι μισεμένος”.
Και έπασκεν ωσάν φρόνιμη, με γνώσι
του κιαχαγιά απόγνωσι να δώση,
μα αυτόνος την ξιχνίαζε όλον ένα,
γιατί ήβλεπε τσι Τούρκους και επροβαίνα.
Τσ’ αρχόντισσας με μάνιτα απονάτο
να τηνε σύρη από το σπίτι κάτω.
Μα άνδρας τση ο παινετός και φημισμένος
και τση τιμής τιμή και ξακουσμένος
βλέποντας την συμβίαν του ‘ς τα πάθη
εσφάγη μέσα ‘ς τση καρδιάς τα βάθη.
Και ήθελε πλιά καλλιά διά την τιμήν του
εισέ σκλαβιά να δώση το κορμίν του,
και ήθελε να πάει να παραδείρη
και διά τη χώρα σκλάβος να πατίρη.
Και αντίρητα την ώρα αυτή προβαίνει
και οι Τούρκοι τόνε παίρνου και παγαίνει.
Και αυτή την ώρα κιόλα εντεσμπαρκάρα
λεβέντες και τα σπίτια εσαμεντζάρα.
Πιάνουσι τσι παππάδες και όλους τσ’ άλλους,
πτωχούς και πλούσιους και άρχοντες μεγάλους,
και παίρνουν τσι ‘ς τα κάτεργα την ώρα
και ήκλαιγε και εθρηνάτο όλη η χώρα.
Και εις το φευγιό το βάλαν και εγλακούσαν
και οι Τούρκοι οξοπίσω και ελαλούσαν.
Και όσοι τως απαντήσα όλους τσι πιάσα
και θυμωμένοι απάνω τους εράσσα.
Ετρέχασι με βία ως αφορμάροι
βαστώντας εις το χέρι το μανάρι
‘πο μιά μεριά τση χώρας ως την άλλη
με φούσκωσι και μάνιτα μεγάλη.
Έδερναν οι γυναίκες τα κορμιά τως
και από τη λύπη εσύρναν τα μαλλιά τως.
Και εκλαίγαν και εθρηνούντα να ξανοίγου
τσι Τούρκους με τσι Χριστιανούς να σμίγου.
Και εκεί όπου εμπαίνα οι Τούρκοι και εκουρσεύγα
τα σπίτια απάνω κάτω και εγυρεύγα,
βρίσκουν και του Κοντύλη του Γιωργάκι
το σπλαχνικό παιδί, το Γιακουμάκι.
Σηκώνουν το με μιά χαρά μεγάλη,
στο κάτεργο το πάσι, οπού ‘ν και οι άλλοι.
Και πηαίνοντας ‘ς τη στράτα σαν κωπέλλι
δεν ήνιωθε το πράγμα που του μέλλει.
Και ήλεγε των Τουρκώ να μην το πάρου
‘ς το κάτεργο να μην το ημπαρκάρου,
‘ς το σπίτι να τ’ αφήσουν να γυρίση
και το Μαριώ να τώνε τραγουδήση.
Τούτα τα λόγια τότε συντυχαίνει,
εκείνο το παιδί, καθώς παγαίνει,
που οι Τούρκοι το θαυμάσα ‘ς τα ‘μορφά του
λόγια, που τους εμίλειε και γλυκιά του.
Και ακούγοντας ο κύρης το μαντάτο
ο λογισμός του επήγεν άνω κάτω.
Κλαίγει και αναστενάζει και θρηνάται
και αυτόνο το παιδί πολλά λυπάται.
Δριμιά ‘κλαιγε και η μάνα το κακόν του,
πως να δεχθή τον αποχωρισμόν του.
Τα αδέρφια του και οι εδικοί και ξένοι
πολλά ‘πομείναν τότες πικραμένοι,
γιατί, καλά και αν ήτον κωπελλάκι,
ήτονε χαριέστατον παιδάκι.
Τα λόγια και τραγούδια του θυμούντα,
ξένοι, εδικοί και φίλοι εθρηνούντα.
Ξεχωριστά αφεντάκις του παρ’ άλλο
είχε διά το παιδί καημό μεγάλο.
Το κούρσος δεν εψήφα του σπιτιού του,
μά ‘κλαιγε την υστέρησιν του γιού του.
Μα η Καταπολιανή, που πάντα βλέπει
τσι δούλους τση τσι μπιστικούς και σκέπει
όσοι αγαπούν πολύ την λειτουργία,
ήκαμεν εις αυτό θαυματουργία.
Καί εχάρισέν του απομονή και χάρι,
σα νά ‘τονε μεγάλο παλληκάρι.
Και επόμεινε εις την ξενιτειάν εκείνη
δίχως γονιούς και πλήσα εμπιστοσύνη.
Και ως το ύστερο, αξωθήκαν οι γονιοί του
και όσοι και αν τ’ αγαπούσι κ’ οι εδικοί του
και είδαν το και ήρθε πάλι και εδοξάσα
την Παναγιά και πλήσα αναγαλλιάσα.

     Περιγράφεται η αιχμαλωσία προεστών, γερόντων και ιερέων· γίνεται, επίσης, αναφορά στο θαύμα της Παναγίας της Καταπολιανής, χάρη στην οποία ελευθερώνεται και επιστρέφει μετά από καιρό ο γιος του Μακρή Κοντύλη (στ. 313-468). Στο παρακάτω απόσπασμα οικίες λεηλατούνται και πυρπολούνται, ενώ από το τουρκικό μένος δεν γλιτώνει ούτε η εκκλησία της Καταπολιανής. Το σωτήριο τέχνασμα ενός τουρκοθρεμμένου νέου Έλληνα επισπεύδει την τουρκική αποχώρηση, καθώς οι αιχμάλωτοι χριστιανοί θρηνούν για την απώλεια της πατρίδας τους (στ. 469-636).

Καὶ ἀπῆτις ἐσκλαβῶσαν τοὺς ἀνθρώπους
τρέχοντας μὲ θυμὸ σὲ ὅλους τσὶ τόπους,
ἐβάλαν εἰς τὸ νοῦν καὶ ἄλλη ἀσωτία,
νὰ πάν νὰ γδύσουν καὶ τὴν Παναγία.
Καὶ τρέχουσιν καὶ πάσιν θυμωμένοι
καὶ βλέπουν τὴν εἰκόνα σκεπασμένη
μὲ ἀσήμι καὶ χρυσάφι καὶ λιθάρια
καὶ μὲ πολλῶ λογιῶ μαργαριτάρια.
Ἔτσι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἦτον γεμισμένη
ἡ εἰκόνα του ἡ ἁγία ἀσημωμένη.
Καὶ μὲ ἀφοβιὰ μεγάλη ὅσοι καὶ ἂν ἢσαν
ἐκεῖνες τὲς εἰκόνες τὲς ἐγδύσαν.
Σὰν τσὶ λῃστᾶδες ’ράσσου θυμωμένοι
καὶ δὲ νοοῦν τὸ κρῖμα οἱ ὠργισμένοι
νὰ μὴν κρατοῦν τιμὴν στὴν ἐκκλησία,
μηδὲ καὶ νοιώθου εἶντά ’ναι ἡ Παναγία.
Καὶ ἀπῆς τ’ ἀσήμια ἐπῆραν καὶ τὰ ἄλλα
ποὺ βρίσκουνταν καὶ εἰκόνες πλιὰ παρ’ ἄλλα
καὶ δύο λαμπάδες ἄσπρες, ὁποὺ ἄλλες
ὡσὰν αὐτὲς δὲν ἤτανε μεγάλες
καὶ τὰ φανάρια ἐκεῖνα τὰ γυαλένια,
ὁπού ’σανε στὴ μέση κρεμασμένα,
ἐπῆράν τα καὶ αὐτὰ τὴν ὥραν κείνη,
γιατὶ οὐδεμιὰ δὲν ἔχου ’μπιστοσύνη.
Καὶ ἕνας λεβέντης βλέποντας τὸ κάλλος,
ὁπού ’χε ὁ Σταυρωμένος ὁ μεγάλος,
ποὺ στ’ Ἅγιον Βῆμα ἀπάνω εἶναι βαλμένος
καὶ ὅλος ἀπάνω κάτω εἶν’ χρυσωμένος,
καὶ δὲ μπορῶντας στὰ ψηλὰ νὰ σώσῃ
καὶ μὲ τὰ χέρια ἀπάνω του ν’ ἁπλώσῃ
ἔσυρε μία πετριὰ καὶ ἐκτύπησέν του
καὶ ἀπ’ τὸ πτερὸ κομμάτι ἐτσάκισέν του.
Καὶ ὅσα κακὰ ἐμπορέσα ὅλα τὰ κάμα
ὅσοι στὴν ἐκκλησιὰ τότες ἐδράμα.
Καὶ ἡ Καταπολιανὴ ἡ εὐλογημένη
ἐπόμεινε καὶ αὐτείνη κουρσευμένη.
Τότες ὁ καπετὰν-πασᾶς ἐβγαίνει
ἀπὸ τὸ κάτεργό του καὶ παγαίνει
εἰς τοῦ Σκληροῦ τὰ σπίτια καὶ σιμά του
ἤσυρνε τὸν Κιοσὲ γιὰ συντροφιά του.
Καὶ τὸν Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶ ἀπ’ τὴν ἄλλη
μεριὰ τὸν εἶχε μὲ σπουδὴ μεγάλη.
Καὶ ἀπῆς ἀνέβη ἀπάνω καὶ καθίζει,
ἐτότες ὁ Κιοσὲς πάλι ἀρχινίζει.
Τὰ περασμένα λόγια ξαναλέγει
καὶ τὸ Σκληρὸ καταφρονᾷ καὶ λέγει
τὸ πῶς ραγιᾶς δὲν εἶναι ἐδικός τως,
μάλιστα ἐχρὸς καὶ ἀντίδικός τως
καὶ πὼς δὲν τσὶ ψηφᾷ τσὶ Μουσουλμάνους,
ἀμμὲ παρτολογᾷ τσὶ Βενετσάνους.
Κανίσκι οὐδὲ χαράτσι δὲν πλερώνει,
μονάχα σὰν χαΐνης μᾶς κομπώνει.
Καὶ ὅσοι ’ναι στὴν ἀρμάδα τόνε ζάρου
καὶ ἔρχουνται οἱ ἀφεντᾶδες καὶ λοντζάρου
στὰ σπίτια τοῦτα, ποὺ θωρεῖς, πασᾶ μου,
καὶ πίστευε στὰ λόγια τὰ δικά μου.
Βρίσκουνται καὶ ἄλλοι ἐδῶ κατοικημένοι
ξένοι, πτωχοὶ καὶ πλούσιοι πανδρεμένοι,
μὰ πείθουνται <σ’ ἐμᾶς> καὶ μᾶς τιμοῦσι
καὶ τσὶ ὁρισμούς μας ὅλοι προσκυνοῦσι.
Ἀμμὴ αὐτὸς δὲν πρέπει νά ’χη ζῆσι
καὶ πρᾶμα οὐδὲ κανεὶς νὰ μὴν τ’ ἀφήσῃ.
Πρέπει λοιπόν, πασᾶ μου, νὰ τοῦ κάψῃς
τὰ σπίτια του, πολλὰ νὰ τόνε βλάψῃς.
’Δὲ τὸ στολίδι, πού ’χει τούτη ἡ σάλλα,
καὶ ὅλα τὰ σπίτια τοῦτα τὰ μεγάλα
καὶ τσὶ κασέλλες τως τσὶ καρυδένιες,
βενέτικες καδέγλες μπομαδένιες.
Ἔμπα στὴν κάμαράν του νὰ ξανοίξῃς
τί στολισμὸ τῆς ἔχει γιὰ νὰ φρίξῃς:
τὸ στρῶμά του μὲ σιδηρὴ καριόλα
καὶ τὸ ρετράτο, ὁπού ’χει ἀπάνω σ’ ὅλα.
Γροικῶντάς τα ὁ Καπλὰν ἅφτει καὶ σβήνει
τὰ σωθικά του βράζου σὰν καμίνι.
Καὶ τῶ λεβέντω εὐθὺς λέγει νὰ ξάψου
φωτιὰ καὶ αὐτὰ τὰ σπίτια <του> νὰ κάψου.
Μαζώνουσι τὰ σκάννια καὶ καδέγλες
καὶ τάβλες καὶ ὅσες ἤτανε κασέλλες.
Σιμώνει καὶ ὁ πασᾶς καὶ ἀτός του πιάνει
καὶ τὸ ρετράτο στὴν φωτιὰ τὸ βάνει.
Καὶ τότες κατεβαίνου ἀπὸ τὴ σκάλα
καὶ ἐχαίρετο ὁ Κιοσὲς τὸ πὼς ἐβάλα
φωτιά, γιατὶ πολλά ’τον ἐχθρεμένος
μὲ τὸ Σκληρὸ καὶ πλήσα κακιωμένος.
Καὶ ὥστε νὰ καλοκατεβοῦν τὴν σκάλα
ἤπιασεν ἡ φωτιὰ σ’ ὅλην τὴ σάλλα.
Καὶ ἡ κάμαρη ἡ μεγάλη ὡς καὶ αὐτείνη
ἐκάγηκε γιὰ μιὰ τὴν ὥρα κείνη.
Μέσα στὴν καταδίκη καὶ τὴ ζάλη,
πού ’χαν οἱ Χριστιανοί, μικροὶ μεγάλοι,
ἔλαβε ἀποκοτιὰ ἕνα παλληκάρι
γιὰ θαύμασμα τσῆ Παναγιᾶς καὶ χάρι,
γιατὶ ἦτον στὴν Τουρκία μαθημένος
κι ἤτονε καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν παιδεμένος.
Βλέποντας τὸ κακό, ὁποὺ στὴ χώρα
ἐκάνασιν οἱ Τοῦρκοι αὐτὴν τὴν ὥρα,
σοφίζεται καὶ πάγει ἐκεῖ, ὁπού ’σα
οἱ Τοῦρκοι καὶ τὰ ροῦχα ἐκουβαλοῦσα.
Ράσσει καὶ αὐτὸς λεβέντικα ντυμένος
κι ἤτονε καὶ αὐτὸς συντροφιασμένος.
Βγάνει τὰ πασουμάκια του, σαλτάρει
στὴ θάλασσα, πὼς τάχα τσὶ ἀιδάρει.
Καὶ ἡ γλῶσσά του καὶ ἡ φορεσὰ ποὺ φόρειε
τινὰς νὰ τὸν γνωρίσῃ δὲν ἐμπόρειε.
Καὶ μὲ τὴ θάλασσά ’γρανε τσὶ βράκες
ποὺ φόρειε ἐκεῖ ποὺ στέκουντο κι οἱ βάρκες.
Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ στρέφετο ὁ Καπλὰν μὲ τσ’ ἄλλους
ἐκείνους τσὶ πασᾶδες τσὶ μεγάλους,
πάγει ὀμπροστὰ εὐθὺς τὸ παλληκάρι
καὶ τοῦ πασᾶ ἀρχινᾷ νὰ ροζονάρῃ
πὼς εἶδε ἡ βίγλα <τώρᾳ> ἕνα γαλιόνι
καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι ἐδῶ μᾶς ἀποσώνει.
Καὶ ἔρχεται ὁ ντουναλμᾶς ἀπὸ τὴ Μῆλο
καὶ Ἀπτὶ-Κατὶρ-πασᾶς πιάνει ἕνα ξύλο.
Στὸ χέρι τοῦ τὸ δίνει διὰ νὰ δράμῃ
ὅλους τσοὶ Τούρκους νὰ μαζώξῃ ἀντάμι.
Δίδει του καὶ ἕνα Τοῦρκο νὰ παγαίνῃ
μαζί του, νά ’ν’ καὶ οἱ δύο συντροφιασμένοι.
Καὶ αὐτόνος νά ’χῃ τὴν ἐξιὰ νὰ δέρνῃ
τσὶ Τούρκους εἰς τὰ κάτεργα νὰ παίρνῃ.
Καὶ ὡς ἤλαβε ἐξουσία τὸ παλληκάρι
τσὶ Τούρκους γιὰ νὰ πάγῃ νὰ μπαρκάρῃ,
τρέχει μὲ τὸ ραβδὶ ἀπάνω κάτω
καὶ τῶ λεβέντω ἐσκόρπα τὸ μαντᾶτο.
Τρέχοντας τὸ λοιπὸν μὲ προκοσύνη
κανένα ἀπ’ τσὶ λεβέντες δὲν ἀφήνει,
μὰ ὅσοι τὸν ἀπαντῆξαν ἤδερνέν τους
καὶ νὰ μπαρκαριστοῦσιν ἔβιαζέν τους.
Καὶ ὅσοι ἀπὸ τσὶ λεβέντες ἐβαστοῦσα
ροῦχα καὶ μὲς στὴ στράτα ἐπαρατοῦσα,
τσ’ ἤδερνε δυνατὰ καὶ ἀπ’ τὴν τρομάρα
ὅ,τι καὶ ἂν ἐβαστοῦσα χάμαι τ’ ἀμμολλάρα.
Καὶ ὅσοι εἶχαν ριζικὸ τότες τὰ παῖρνα
καὶ τῶ νοικοκυρῶ δὲν τὰ γιαγέρνα,
γιατὶ σὲ τέτοια μέτρα ἄλλοι πτωχένουν
καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουσι, πλουτένουν.
Καὶ ἐδέτσι μ’ ἔτοιον τρόπον ἐσυρθῆκαν,
στὰ κάτεργα οἱ λεβέντες ὅλοι ἐμπῆκαν.
Καὶ αὐτὸ τὸ παλληκάρι μὲς στὴ χώρα
ἐκρύφθηκε ζιμιὸ κείνη τὴν ὥρα.
Καὶ πάραυτα ὁ πασᾶς κάνει λεβάδα.
Σηκώνεται ὀξοπίσω ὅλ’ ἡ ἀρμάδα
καὶ φεύγει ἀπὸ τὸ πόρτο ὅλη τότες
καὶ ἐκλαίγασιν οἱ σκλάβοι οἱ Παροικιῶτες.
Ἄλλο στὸ μισσεμὸ δὲν ἐγροικοῦντα
παρὰ τῶν γυναικῶν, ὁποὺ θρηνοῦντα.
Καὶ σὰν ἐξεπορτίσα καὶ ἐμακρύνα,
τὰ πάθη τως πλιὰ τότες ἐπληθύνα.
Ποιὸς νά ’χε στοχασθῆ τσὶ Παροικιῶτες,
ποὺ κλαῖγαν τὴν σκλαβιάν τως ὅλοι τότες
καὶ ἐστέκουντα πικριὰ ὅλοι καὶ ἐθωροῦσα,
τὴν χώραν τως κλιτὰ ἀποχαιρετοῦσα.
Σὰν τὴ<ν> ψυχὴ πονοῦμε, ὅντε<ν> ἀφήσῃ
ἔρημο τὸ κορμὶ καὶ νὰ χωρίσῃ,
ἔτσι μᾶς δίδει θλῖψι ὁ κουρσεμός σου,
πατρίδα μας γλυκειά, ἀποχωρισμός σου,
γιατὶ καλλιά ’ν’ ὁ θάνατος ’ς καθένα
παρὰ ζωὴ κριμένη καὶ εἰς τὰ ξένα,
ἀπῆτις τὴν πατρίδα τὴ γλυκειά του
χάσῃ καὶ ξορισθῇ ἀπ’ τὰ γονικά του.
Πῶς νά ’χωμε τὴ ζῆσι διχωστά σου
καὶ ν’ ἀποχωριστοῦμε ἀπὸ κοντά σου;
Νὰ χάσωμε τὸ ἔχει μας ’ς μιὰν ὥρα
καὶ ἔρημη νὰ ἀπομείνῃ ὅλη ἡ χώρα;
Πόσες πτωχὲς ἐκακομοιριαστῆκα
ξεχωριστὰ ’ποὺ τσ’ ἄνδρες, ποὺ πιαστῆκα.
Τὸ πόρτο τσῆ Παρκιᾶς ὅλο ἐμουγκήθη
ἀπ’ τὸ περίσσο δάκρυο ποὺ χύθη.

Από το πόρτο τσ’ Άγουσας εβγαίνει
τότες και από τη Μύκονο πηγαίνει
Δίδουν του το κανίσκι και μισεύει
και αυτούς να τους πειράζει δεν γυρεύει.-

στ. 637 – 672 λείπουνε

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *