Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο έρχεται να συμπληρώσει εκείνα τα 2 προγενέστερα, των δημιουργών απ’ όλα τα είδη της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και μπαίνουν ξεχωριστά, γιατί είναι από τα μεγαλύτερα σε όγκο, ώστε τα υπόλοιπα να μη πιάσουνε μεγαλύτερο χώρο απ’ όσο ήδη κατέχουνε, γιατί είναι ακόμα πάρα πολλοί Δημιουργοί απέραστοι. Δεν έχω να πω άλλο, αφήνω να μιλήσει περαιτέρω η ανάγνωση. Π. Χ.
=====================================

Αρχίλοχος
O Αρχίλοχος (~680-630 π.Χ.) ήταν αρχαίος λυρικός ποιητής. Συνέθεσε ελεγείες, ύμνους και ποιήματα σε ιαμβικό και τροχαϊκό μέτρο. Θεωρείται ο δημιουργός του λόγιου ιάμβου και της χρήσης του με σκοπό τη σάτιρα. Ιδιαίτερα γνωστός έμεινε ο στίχος του “Πολλ’ οίδ’ ἀλώπηξ, ἐχῖνος δέ έν, μέγα“. Η αλεπού ξέρει πολλά κι ο σκαντζόχοιρος ένα, μεγάλο. Η ΠΑ περιλαμβάνει 2 επιγράμματά του (VI 133 και VIΙ 441). Γεννήθηκε στη Πάρο περίπου το 680 π.Χ. και γνώρισε τη μεγαλύτερη του ακμή περίπου το 650. Ο πατέρας του, Τελεσικλής, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια κι υπήρξεν αρχηγός της αποικιστικής εκστρατείας στη Θάσο. Απ’ αυτόν κληρονόμησε το ριψοκίνδυνο χαρακτήρα και το θαρραλέο αποικιστικό πνεύμα. Μητέρα του ήταν η δούλα Ενιπώ, η οποία τονε προίκισε με τη γνώση της λαϊκής γλώσσας και την ευαισθησία της ταπεινής της καταγωγής.
Σαν άνθρωπος και ποιητής, ήτανε παρορμητικός, αθυρόστομος κι εκδικητικός. Είναι προφανές πως ο πατρικός άξονας τής καλλιτεχνικής προσωπικότητάς του είναι ο Όμηρος. Ενώ λεκτικά βασίζεται κατά πολύ στο έπος, αισθητή είναι επίσης η παρουσία μιας σειράς νεότερων λέξεων κι ιδιωματισμών. Επινόησε τον ίαμβο και την επωδό, επιφέροντας σημαντικές τεχνικές αλλαγές στο ηρωϊκό ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχούσε μέχρι κείνη την εποχή. Τα περισσότερα σωζόμενα ποιήματά του είναι ολιγόστιχα κι εμφανίζουν μεγάλη μετρική ποικιλία. Πρόκειται για ελεγειακά δίστιχα, ιαμβικά τρίμετρα, τροχαϊκά τετράμετρα, επωδούς κι άλλους στροφικούς συνδυασμούς. Τα θέματά του ήτανε συχνά ερωτικά, συμποτικά, πολιτικά.
Κεντρική φυσιογνωμία της λογοτεχνίας του 7ου αι. και για τους αρχαίους ίσος με τον Όμηρο, υπήρξεν ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ιαμβικής ποίησης. Στο έργο του εκφράζει την αμηχανία του εφήμερου ανθρώπου μπρος στη παντοδυναμία των Θεών, αναγνωρίζει τον αιώνιο νόμο της εναλλαγής που κυβερνά τον κόσμο, ενώ από τον πόλεμο αφαιρεί κάθε στοιχείο μεγαλοπρέπειας, απεικονίζοντας με ρεαλισμό μόνο την αβεβαιότητα και την αθλιότητά του. Με την ποίηση του Αρχίλοχου συντελείται η 1η λυρική ανατροπή του ηρωϊκού ιδεώδους. Άγνωστο πότε, τονε σκότωσε κάποιος Καλλώνδης ή Κόρακας, σε μάχη με τούς Ναξίους. Μαρτυρείται πώς ο φονιάς δεν έγινε δεκτός από τη Πυθία.
Έζησε πολυτάραχη ζωή κι αναγκάστηκε να γίνει μισθοφόρος. Πολέμησε στην Ιωνία, στη Θράκη, στη Μακεδονική Τορώνη και στην Εύβοια. Σκοτώθηκε πολεμώντας τους Νάξιους, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς αν ο Νάξιος Κόρακας τον σκότωσε στη Νάξο ή στην αποικία της, που βρισκότανε στη Θράκη. Ο αριστοκράτης Κριτίας κατηγορεί τον Αρχίλοχο πως ο ίδιος ο ποιητής είναι υπεύθυνος για όσα του προσάπτουνε και τη κακή φήμη που απέκτησε. Σημαντική βιογραφική μαρτυρία για τον ποιητή αποτελεί κι η επιγραφή από τη Πάρο, που δημοσίευσε 1ος ο Ν. Κοντολέων. Για το χρόνο της ζωής του ποιητή διατυπωθήκανε κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Είναι σήμερα βέβαιο πως έζησε κι έγραψε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Εκεί μας οδηγούνε κι οι εσωτερικές ενδείξεις από τους ίδιους τους στίχους του. Έτσι στο απόσπασμα 122 W., που γίνεται λόγος για έκλειψη Ηλίου, είναι βασικό τεκμήριο, διότι η χρονολόγηση της έκλειψης αποτελεί ένδειξη και ξέρουμε σήμερα ότι οι στίχοι αναφέρονται στην έκλειψη της 6ης Απρίλίη 648. Οι περισσότεροι μελετητές, βασισμένοι σ’ εσωτερικές μαρτυρίες, όπως είναι η αναφορά στον Γύγη (687 – 652, βλ. απόσπ. 19W), τα βάσανα των Μαγνησίων (650) κι η έκλειψη ηλίου του 648, τονε χρονολογούνε στο 1ο μισό του 7ου αι.. Πρόκειται για τη παλαιότερη ακριβή χρονολογία που έχουμε στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία.
Ο Αρχίλοχος ήταν ιαμβογράφος, έγραφε δηλαδή ιαμβικά ποιήματα, όχι όσον αφορά στο μέτρο τους, αλλά στη γλώσσα. Τα ποιήματά του ήτανε γραμμένα σ’ επιθετική και χλευαστική γλώσσα κι αποτελούσανε πρωτοτυπία για την εποχή τους και τα μέχρι τότε ιδανικά που προβάλανε τα έπη του Ομήρου. Σατίρίζε πολλούς, ακόμη και τον εαυτό του.
Η ημερομηνία γέννησης του είναι μάλλον σίγουρη καθώς μιλά για την έκλειψη του 648 π.Χ. στα χρόνια της βασιλείας του Γύγη, επομένως την ίδια εποχή περίπου θα ‘ζησε κι ο ίδιος. Η εποχή αυτή, ήταν εποχή αποικισμού, ανακατατάξεων, αμφισβήτησης της αριστοκρατίας κι εμφάνισης των τυράννων. Αμφισβητεί την αριστοκρατία και τις παραδοσιακές αξίες κι ίσως επειδή ήτανε παιδί αριστοκράτη και δούλης. Αυτό σήμαινε πως είχε πολιτικά δικαιώματα, αλλά δε μπορούσε να πάρει μέρος της περιουσίας. Ο πατέρας του καταγόταν από αριστοκρατικό γένος κι υπήρξεν αρχηγός της αποικιστικής εκστρατείας στη Θάσο. Η μητέρα του όπως προαναφέρθηκε μάλλον ήτανε δούλη. Δε μπορούμε ωστόσο να ‘μαστε σίγουροι γι’ αυτό αφού το ίδιο το όνομά της προέρχεται από τη λέξη “ενιπή” που σημαίνει σκευασμός, λοιδορία. Ίσως επομένως ήταν ένα πλαστό όνομα που εφηύρε ο ίδιος ο ποιητής για τη μητέρα συσχετίζοντας το όνομά της με το περιεχόμενο της ποίησής του που ‘τανε χλευαστική (ίαμβος). Οι πληροφορίες αυτές παρατίθενται από το ρήτορα και σοφιστή Κριτία και μοιάζουν αυθεντικές, ωστόσο επειδή προέρχονται από τον ίδιο τον Αρχίλοχο δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως είναι αληθείς κι όχι πλαστές. Πάντως όπως και να ‘χει έζησε μέσα στη φτώχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία με τον προπάππου του Αρχιλόχου, τον Τέλλη και τη προγιαγιά του Κλεόβοια, που είχαν απεικονιστεί σύμφωνα με τον Παυσανία, από τον Πολύγνωτο, σε μια εικόνα που ‘χε ζωγραφίσει στους Δελφούς στη λέσχη των Κνιδίων. Η εικόνα αυτή αναπαριστούσε τον άντρα και τη γυναίκα στον Άδη καθώς περνούσανε τον Αχέροντα. Οι μορφές αυτές αποτελούσανε κομμάτι της τοπικής ιστορίας κι η Κλεόβοια ήταν αυτή που μετέφερε σε κουτί τα όργια της Δήμητρας από τη Πάρο στη Θάσο. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο Αρχίλοχος καταγόταν από τέτοιο θρησκευτικό περιβάλλον, ειδικά αν αυτό συνδεθεί με το είδος της ποίησής του. Η ιαμβική ποίηση είχε ως χαρακτηριστικό της τη βωμολοχία κι η λατρεία της Δήμητρας αντίστοιχα σχετιζόταν με την αισχρολογία και τη γονιμότητα.
Ο Αρχίλοχος υπήρξεν ο 1ος ποιητής που έστρεψε την ποίηση από το έπος και τη μυθική παράδοση στην ανθρώπινη μοίρα, στο εδώ και στο τώρα, ο 1ος ποιητής που κατόρθωσε ν’ αποδεσμευτεί από τη βαρύτατη ποιητική κληρονομιά του επικού κόσμου, ενόσω βρισκόταν μάλιστα κάτω από την άμεση επίδρασή του. Το έργο του συνιστά τη 1η αποφασιστική τομή στην αρχαία ποίηση. Αναλύει την επίπονη ζωή του ανθρώπου, ερμηνεύει την ανθρώπινη μοίρα, που ‘ναι και προσωπική του. Οι σωζόμενοι στίχοι του απηχούνε βιώματα της προσωπικής του ζωής, εκφρασμένα με δηκτικότητα και γλωσσική καθαρότητα. Όχι μόνον απαρνείται τα παλαιά, καθιερωμένα ιδανικά του έπους, αλλά συχνά τα διασύρει, προβάλλοντας καινούριες θέσεις κι αξίες, που προκύπτουν από τις νέες απαιτήσεις του βίου κι από τη νέα αντίληψη για τη ζωή και τον άνθρωπο. Στίχοι με χλευαστικό κι αντιηρωικό χαρακτήρα αναιρούνε σταθερές παραδόσεις κι υποτιμούνε κληρονομημένες πεποιθήσεις.
Διαβάζοντας τα ποιήματά του βλέπουμε πως παρουσιάζει τον εαυτό του με ως υπηρέτη βασιλιά του πολέμου και δηλώνει πως γνωρίζει καλά το αξιέραστο δώρο των Μουσών. Αυτός ήταν ένας κοινός τόπος στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία και ποίηση, να παρουσιάζεται δηλαδή η ποιητική ικανότητα ως δώρο των Μουσών (για παράδειγμα στον Όμηρο και στον Ησίοδο). Στο ποίημα για την ασπίδα, χρησιμοποιεί λέξεις και θέματα από τον Όμηρο για να τα ανατρέψει στη συνέχεια. Το ποίημα αφορά τη ριψασπία του ποιητικού υποκειμένου. Η ασπίδα αυτή ήταν έν αψεγάδιαστο όπλο που το ποιητικό υποκείμενο εγκατάλειψε κοντά σε κάποιο θάμνο χωρίς να το θέλει. Όλο το 1ο δίστιχο είναι σοβαροφανές αφού αυτό που το ακολουθεί, έρχεται με συνεχείς αντιθέσεις ν’ αναιρέσει όσα ειπωθήκανε στην αρχή. Το ποιητικό υποκείμενο χαίρεται που κατάφερε να σωθεί κι αδιαφορεί για την ασπίδα που έχασε αφού ξέρει ότι μπορεί να αποκτήσει πάλι κάποια καλλίτερη ενώ η ανθρώπινη ζωή όταν χαθεί δε μπορεί να γυρίσει πίσω. Για το ποίημα αυτό δέχτηκε δριμύτατη κριτική από τους συγχρόνους και τους μεταγενέστερούς του, αφού η ιδέα της ριψασπίας όπως εκφράζεται στο ποίημα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ομηρικό κόσμο και τα ομηρικά ιδεώδη. Για τους ομηρικούς ήρωες η εγκατάλειψη ενός αψεγάδιαστου όπλου έφερε τεράστια καταισχύνη. Ο ομηρικός ήρωας μπορούσε να τρέξει, να γυρίσει πίσω, να πληγωθεί, ποτέ όμως να πετάξει τα όπλα. Γνωστό είναι επίσης το αρχαίο δωρικό ρητό που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιούς τους πριν από κάθε μάχη “ή ταν ή επί τας”, δηλαδή να επιστρέψεις με την ασπίδα σου ή αλλιώς νεκρός πάνω σ’ αυτήν. Δε γνωρίζουμε ωστόσο αν η πληροφορία για τη ριψασπία αφορά τον ίδιο ή πρόκειται απλά για λογοτεχνικό μοτίβο. Για ριψασπία είχεν επίσης κατηγορηθεί και ο λυρικός ποιητής Αλκαίος στη μάχη των Αθηναίων με τους Λέσβιους.
Την εποχή του γνωρίζουμε ότι δημιουργήθηκε η οπλιτική φάλαγγα που είχε μια τεράστια στρογγυλή ασπίδα, που κάλυπτε από τον ώμο μέχρι τους μηρούς τον πολεμιστή. Καταλαβαίνουμε επομένως πόσο δύσκολο ήταν να τρέξει κανείς με τόσο μεγάλη ασπίδα. Αν δεχτούμε ωστόσο ότι το ποίημα αφορά τον ίδιο τον ποιητή δε μπορούμε να τονε κατηγορήσουμε για δειλία ή μη συνειδειτοποίηση της ευθύνης του στη μάχη αφού γνωρίζουμε ότι τελικά πέθανε σε μάχη υπερασπιζόμενος τη πατρίδα του από τους Νάξιους. Μία παράδοση σχετικά με το θάνατό του διηγείται πως η Πυθία έδιωξε αυτόν που είχε σκοτώσει τον Αρχίλοχο, τον Κάλωνδα από το ναό του Απόλλωνα. Επιπρόσθετα η ριψασπία αυτή δε συνέβη σε μάχη υπεράσπισης της πατρίδας του, της Πάρου, αλλά σε επεκτατικό πόλεμό της εναντίον της Θάσου, όπου βρισκότανε λόγω φτώχειας σα μισθοφόρος.
Είναι επίσης γνωστό πως η Θάσος δεν ήτανε καθόλου αρεστή στον Αρχίλοχο. Λόγω του εδάφους της και των αγρίων δασών που τη καλύπτανε, τη παρομοίαζε με ράχη όνου και γι’ αυτό “δεν ήταν καθόλου ωραίος ούτε θελκτικός ούτε αξιέραστος ο χώρος που βρισκότανε στις ροές του Σιρίου ποταμού”, δηλαδή η Θάσος. Σίρις ονομαζόταν επίσης μια αποικία στη περιοχή του Τάραντα, ωστόσο δεν υπήρχαν μαρτυρίες ότι είχε ταξιδέψει εκεί, οπότε μάλλον επρόκειτο για ποτάμι κοντά στη Θράκη που χυνότανε στη Προποντίδα. Εκτός από τον τόπο, αντιπαθούσε και τα άτομα που είχανε συγκεντρωθεί στη Θάσο για να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα από τα ορυχεία χρυσού που είχε το νησί. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ποιητής είχανε συγκεντρωθεί οι χειρότεροι των Ελλήνων.
Για τον Αρχίλοχο επίσης, η υστεροφημία και το κλέος που αποτελούνε βασικές ιδέες στον ομηρικό κόσμο, είναι ουτοπία. Θεωρεί ότι κανείς ανάμεσα στους συμπολίτες του δε γίνεται σεβαστός μετά το θάνατό του αφού επιδιώκουμε περισσότερο την εύνοια των ζωντανών οι ζωντανοί και τα χειρότερα συμβαίνουν πάντα στον πεθαμένο. Όμοια άποψη έχει κι ο Σημωνίδης που υποστηρίζει πως αν έχουμε φρόνηση δεν είναι δυνατό να σκεφτόμαστε το νεκρό πάνω από μια μέρα. Θεωρεί ότι τον μισθοφόρο τον εκτιμούν μόνον όσο καιρό πολεμά και με καυστικό τρόπο στηλιτεύει την οικειοποίηση ξένης δόξας από ανάξιους πολεμιστές. Λέει πως για 7 νεκρούς εμφανίζονται χίλιοι φονιάδες, μιλώντας για το γεγονός ότι πολλοί μετά τις μάχες χωρίς να έχουνε σκοτώσει κανέναν έβαζαν αίμα στα χέρια και στα σπαθιά τους και ζητούσαν τιμές από τους στρατηγούς τους. Ανατρέπει επίσης την άποψη περί σχέσης εξωτερικών κι εσωτερικών χαρακτηριστικών όπως αυτή εμφανίζεται στον Όμηρο. Οι ήρωες του Ομήρου είναι όμορφοι εξωτερικά, πράγμα που συνάδει με τον καλό κι ενάρετο χαρακτήρα τους κι οι άσχημοι εξωτερικά έχουνε και αντίστοιχο χαρακτήρα. Δύο τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι στη θετική πλευρά ο βασιλιάς Αγαμέμνονας και στην αρνητική ο ασχημότατος Θερσίτης.
Στο ποίημά του για το στρατηγό ο Αρχίλοχος δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει η όμορφη εξωτερική εμφάνιση του στρατηγού αλλά προτιμά να είναι άσχημος εξωτερικά διαθέτοντας όμως θάρρος κι εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Πρόκειται για πρωτότυπη άποψη την εποχή εκείνη που ίσως υποδεικνύει πως κι ο ίδιος ο ποιητής δεν ήταν καλής εξωτερικής εμφάνισης καθώς δεν θα κορόϊδευε ένα ιδανικό στο οποίο θα ανταποκρινόταν ο ίδιος. Δε μπορεί επίσης να παραλείψει κανείς το αλληγορικό ποίημά του για τη θαλασσοταραχή και τη καταγίδα. Ο ποιητής βλέπει από μακρυά τα νέφη και τη ταραχή της θάλασσας, πριν ακόμα ξεσπάσει η καταιγίδα και κυριεύεται από φόβο όπως ακριβώς πριν ξεσπάσει ένας πόλεμος.
Χαρακτηριστικό δείγμα της καυστικής γλώσσας του είναι το προπεμπτικό ποίημα που έχει βρεθεί αλλά δεν είναι σίγουρο αν ανήκει στον ίδιο ή στον Ιππώνακτα αφού ήτανε κι οι δύο ιαμβογράφοι με ανελέητη επιθετική γλώσσα. Προπεμπτικά ήτανε τα ποιήματα που γράφονταν για το καλό κατευόδιο αυτών που φεύγανε για ταξίδι, από τους ίδιους ή από τους φίλους τους. Στο ποίημα αυτό ο δημιουργός του, όχι μόνο δεν εύχεται καλό ταξίδι σε αυτόν που φεύγει, αλλά του εύχεται να ναυαγήσει! Να πιαστεί από τους Θράκες, οι οποίοι ήταν άποικοι των Παρίων και βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο με τους Θάσιους όπου βρισκόταν ο Αρχίλοχος ως μισθοφόρος. Κι όχι μόνο αυτό αλλά να υποφέρει, να βρίσκεται γυμνός κι αβοήθητος, πεσμένος μπρούμυτα σαν το σκύλο. Να υφίσταται δηλαδή την οποιαδήποτε ταπείνωση προκειμένου να τραφεί, αφού είναι γνωστό πόσο προσβλητικό ήτανε για κάποιον να χαρακτηρίζεται κύων στην αρχαιότητα. Κι αυτό λόγω της ακόρεστης σεξουαλικής όρεξης των σκύλων και του ότι κάνουν ο,τιδήποτε προκειμένου να τραφούν. Στο τέλος όμως του ποιήματος δικαιολογούνται όλα τα σκληρά λόγια του ποιητή αφού σχεδόν με πόνο ομολογεί πως αυτός που προηγουμένως ήτανε φίλος του πάτησε τους όρκους του και γι’ αυτό του αξίζει τέτοια τιμωρία.
Σπάραγμα της Πάριας επιγραφής
Η βαρύτητα της επιορκίας εμφανίζεται και σ’ άλλα ποιήματά του όπου απευθυνόμενος στο Λυκάμβη λέει ότι του γύρισε τη πλάτη πατώντας τους όρκους που του είχε δώσει ενώ προηγουμένως έτρωγαν μαζί ψωμί κι αλάτι, πράγμα που δείχνει τις καλές σχέσεις που είχαν. Η επιορκία επέσυρε το γέλιο και τον εξευτελισμό στα μάτια των συμπολιτών τους, όπως κατηγορεί ο Αρχίλοχος το Λυκάμβη ότι του συνέβη. Και πάλι η σκληρότητα του Αρχιλόχου κι η επιθυμία του όπως και στο προπεμπτικό να ανταποδίδει το κακό που κάποιος μπορεί να του έκανε, ανταποκρίνεται στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων περί ανταπόδοσης μιας κακής πράξης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο ποίημα που λέει πως αυτόν που τον έβλαψε θα τον ανταμείψει με κακά. Παρόμοια αντίληψη υπάρχει και στο Σόλωνα ο οποίος ζητά από τους θεούς να του δώσουνε τη δύναμη να είναι γλυκός στους φίλους και πικρός στους εχθρούς.
Όσον αφορά τη σχέση της ποίησης του Αρχιλόχου με τους θεούς, είχε συνθέσει ποιήματα για το Διόνυσο και τη Δήμητρα κι έναν ύμνο στον Ηρακλή. Ξεκάθαρη είναι κι η άποψη περί παντοδυναμίας των θεών που ανάλογα με τη θέλησή τους υψώνουνε τον άνθρωπο ή τον γκρεμίζουνε συθέμελα, όπως ακριβώς απαντά η άποψη αυτή και στο Έργα & Ημέραι του Ησιόδου για τη παντοδυναμία του Δία. Θεωρεί επιπρόσθετα πως οι θεοί δίνουνε στους ανθρώπους τη τλημοσύνη, δηλαδή την υπομονή με θάρρος, σα φάρμακο για τα κακά που συμβαίνουνε στη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Εξέχουσα σημασία στη θεματική του έχει κι ο έρωτας, που παρουσιάζεται σαν ασθένεια που ταράζει τον άνθρωπο συθέμελα, κλέβει το μυαλό του και τονε τυφλώνει. Χαρακτηρίζει τον έρωτα λυσιμελή, δηλαδή λέει πως λύνει τις έγνοιες του μυαλού όπως χαρακτηρίζεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ο Ύπνος που λύει, χαλαρώνει τα μέλη του σώματος και το μυαλό. Γνωστή είναι και η ιστορία με το Λυκάμβη, που του ‘χεν υποσχεθεί πως θα του έδινε για νύφη τη κόρη του Νεοβούλη πράγμα όμως που τελικά δε συνέβη, εξοργίζοντας τον ποιητή. (Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο ποιητής αντέδρασε διασύροντας τον άπιστο πεθερό. Η δύναμη των σκωπτικών στίχων του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Λυκάμβης κι οι 2 του κόρες αυτοκτονήσανε. Πιθανώς αποπλάνησε και την αδελφή της Νεοβούλης.) Σύμφωνα μάλιστα με μια διήγηση, οι οργισμένοι στίχοι του για την επιορκία του Λυκάμβη οδηγήσανε σε θάνατο τον ίδιο το Λυκάμβη ή τη κόρη. Ο έρωτάς του για τη Νεοβούλη εκφράζεται άλλοτε με τρυφερές ειδυλλιακές εικόνες, όπου περιγράφεται η κόμη της κόρης, τα παιχνίδια της με κλαδιά μυρτιάς και τριαντάφυλλα, το άγγιγμα του χεριού της από τον ποιητή κι άλλοτε πάλι με περισσότερο τολμηρές περιγραφές.
Συνοψίζοντας λοιπόν, ο Αρχίλοχος ήταν ο ποιητής που πάτησε πάνω στους ώμους της παράδοσης των επών, στους ώμους του Ομήρου για να προχωρήσει την αρχαία ελληνική σκέψη και να στρέψει το ενδιαφέρον από το μακρινό, στο κοντινό, από το τότε, στο τώρα, από τους θεούς και τους ήρωες στον ίδιο τον άνθρωπο της αρχαϊκής εποχής και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Πέρασε στη ποίησή του ιδανικά, σκέψεις κι απόψεις για τους όρκους, τον έρωτα, τον πόλεμο, το θάνατο και κατ’ επέκτασην όλα όσα αφορούσανε στον άνθρωπο την εποχή εκείνη, μια εποχή αλλαγών κι ανακατατάξεων. Θεωρούσε τέλος, πως ψέγοντάς τον ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος και προτιμούσε να συγκρουστεί με παραδοσιακές αξίες όπως στο ποίημά του για την ασπίδα, παρά να πολεμήσει παράτολμα, προτάσσοντας έτσι σε όλες τις πτυχές της ζωής του το μέτρο, το υψηλώτερο ιδανικό των αρχαίων Ελλήνων.
Στη πραγματικότητα ο Αρχίλοχος είναι 3 100άδες αποσπάσματα κι ορισμένα στοιχεία ανεπιβεβαίωτα. Πρόκειται για πρόσωπο-σκιά που κινείται πίσω από κάθε σημαντική ποίηση.
Tα Ποιήματα
1
Ποτέ δε ζήλεψα του Γύγη τ’ αγαθά,
έργα της τύχης δε μου ‘ν’ επιθυμητά
και δε φθονώ, ούτε ποθώ παλάτια
τούτα κρατώ μακρυά απ’ τα δικά μου μάτια.
2
Στα χέρια της κλαρί μυρτιάς κρατούσε
και ρόδον έμορφο τη κόμη της κοσμούσε.
π’ ώμους και ράχη σκέπαζε, μύρα σκορπούσε.
Το άγουρο στηθάκι της ίμερους διαλαλούσε,
που κι ένας γέρος σα τρελλός, θα τη ποθούσε.
3
Mήτε κανένας, Περικλή, από τους χωραΐτες,
που κλαίει το πολυστέναχτο κακό, με τα τραπέζια
θα βρει χαρά, ουδέ η χώρα μας. Γιατί φουρτουνιασμένου
πελάου το κύμα σκέπασε τέτοιους καλούς πατριώτες
κι έχουμε από τον πόνο μας πρησμένα τα πλεμόνια.
Mα για τ’ αγιάτρευτα κακά, φίλε, οι θεοί θεράπιο
έδωκαν την υπομονή τη δυνατή. Kι έχει άλλος
άλλοτε αυτές τις συμφορές μα τώρα εμάς ευρήκαν
κι’ από τη ματωμένη μας πληγή μοιρολογούμε
κι άλλων θα ‘ρθεί πάλι σειρά. Mα παρηγορηθείτε
γλήγορα διώχνοντας μακρυά τη γυναικήσια λύπη.
4
Με το κοντάρι έχω ψωμί, κρασιά Ισμαρικά
μ’ αυτό επίσης, και πίνω πάνω του γερμένος τακτικά.
5
Είμαι πιστός στον Ενυάλιο, της μάχης βασιλιά,
ξέρω καλά επίσης και τα δώρα των Μουσών τα μαγικά.
6
Ω, ψυχή κατατρεγμένη, θάρρος πάρε τρομερό,
για να διώξεις τους εχθρούς σου, βάλ’ τα στήθη σου εμπρός,
στο δικό τους το αντιστύλι πόδι πάτησε γερό
και μήτ’ αν νικήσεις, γέλα φανερά, προκλητικά,
μήτ’ αν νικηθείς, οδύρου μες στο σπίτι σου σκυφτός.
Μα για τα καλά σου χαίρου και λυπού για τα κακά
με το μέτρο! Ξέρε πάντα πως ο κόσμος είν’ αυτός.
7
Στρατηγό ψηλό δεν θέλω, που ν’ ανοίγει τόσα σκέλη,
να ‘χει χτένισμα της ώρας, ξούρισμα και μυρωδιά.
κάλλια να ‘ν’ κοντός για μένα, στραβοκάνης όσο θέλει,
μα στα πόδια του να στέκει άσειστος, όλο καρδιά.
8
Κανένα πράγμ’ ανέλπιστο, κι ούτ’ αν κανείςς
ωρκίστη πως δεν έγινε, μηδέ παράξενο είναι,
μιας κι ο πατέρας των θεών, Δίας, στο μεσημέρι
έφερε νύχτα, αφού ‘κρυψε το φως του λαμπρού ήλιου
και τους ανθρώπους έπιασεν ο κρύος φόβος. Όλα
πια τώρα πιστευτά κι όλα να τ’ αναμένουν
οι άνθρωποι. Κανείς να μη θαυμάζει, αν βλέπει
πως τα θεριά, θαλασσινή μονιά με τα δελφίνια
αλλάξαν και τα κύματα τα βροντερά τούς γίναν
πιο αγαπημένα απ’ τη στεριά κι ότι και το βουνό
είναι πια και για τα δελφίνια πιο γλυκό.
9
Βλέπεις εκεί ψηλά, αυτό το βράχο,
τον κακοτράχαλο και κοφτερό;
Κάθομαι ‘δω, σε παίρνω στο ‘λαφρό
και τις επιθέσεις σου εδώ τις γράφω.
10
Βγάζει το ιερό μαντήλι απ’ τα μαλλιά της
η Αλκιβίη, στην Ήρα τ’ αφιερώνει, τη θεά της
και πάει να δώσει ήσυχη, τη παρθενιά της.
11 (άλλη εκδοχή του 2)
Κρατούσε ένα τρυφερό κλαδί μυρτιά
κι ένα ωραίο ρόδο.
Τής άρεσε: Χαμογελούσε. Τα μαλλιά
στάζανε πίσω πόθο.
Μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της και τα στήθη.
Μέχρι και γέρο ξάλλαζαν σε εραστήν αήθη.
12
Πάνω στο κέφι έπινε κρασιά
σαν Θράκας, μονοκοπανιά,
ξεχείλισε σα Φρύγας τελικά
κι έπεσε ξερός σα θηλυκιά.
13
Κι εγώ απάντησα σ’ αυτή:
Μη σε φοβίζει η γλώσσα των ανθρώπων.
Η υπόληψη; Λέξη νυχτερινή.
Σκέψου για μένα κάτι φωτεινώτερο.
Τέλειωσα μήπως, άλλαξα ή δείλιασα ποτέ;
Ακόμα έχω τη δύναμη να ξεχωρίζω
αγάπη στην αγάπη, μυρμήγκι μες στο μίσος.
θα φροντίσω σχετικά μικρή.
Εξ’ άλλου, αυτή η επιστροφή σου
ήταν και παραήταν αιχμηρή
στη πόλη που δε γνώρισε ποτέ καταχτητές.
Επέβαλες ομόφωνα τη τυραννία με μιμητές.
Τώρα κυβέρνα την ατέρμονη ρητορική της πεθυμιάς των.
14
Μη σου τύχει αητός με μαύρη ουρά
κι άντρας με κωλομέρια τριχωτά!
15
Ποντικομούρα πλύστρα κουτσομπόλα,
πρόστυχη, μισητή και χοντροκώλα.
16
Ὁ ύπνος του πουλὶ,
κλεισμένο σε κελλί.
17
Μια παρθένα κάθε σπίτι,
κάθε πόρτα του παλούκι.
18
Xρόνος, σκληρή δουλειά κι υπομονή
όλ’ ακουμπάνε στις πουτάνας το μουνί.
19
Η σάρκα του οργωμένη,
αγρούς καρπίζει τώρα.
20
Στο Βασιλιά το Διόνυσο,
διθύραμβου γλυκό σκοπό
ξέρω καλά ν’ αρχίσω ‘γω,
αφού όμως πρώτα το μυαλό
μου κολυμπήσει στο πιοτό.
21
Εγώ τόσα της έλεγα και τη παρθένα πήρα.
Τη πλάγιασα σιγά-σιγά στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
τύλιξα το γυμνό κορμί στη μαλακή μου χλαίνη,
η αγκαλιά μου σφάλισε τριγύρω στο λαιμό της.
Κι έτρεμε απ’ το φόβο της σα το μικρό λαφάκι,
που τρέχει και το κυνηγούν οι κυνηγοί στο δάσο.
Και τα βυζάκια απαλά τ’ άγγιξα με τα χέρια,
μ’ αυτά αμέσως άναψε η τρυφερή της σάρκα
και φλογισμένη πρόβαλε πρωτόγνωρη ή ήβη,
ναι! τ’ όμορφο κορμάκι της το γιόμιζα όλο χάδια,
καθώς στις τρίχες τις ξανθές τριβόμουν με λαχτάρα,
χύθηκεν άσπρο με ορμή το σπέρμα σα το γάλα
κι εμπήκα στην απανεμιά μετά την άγρια κάβλα.
22
Κι η πεθυμιά του έρωτα σφίγγοντας τη καρδιά
σα σύννεφο πελώριο μου τύλιξε τα μάτια
κι έκλεψεν απ’ τα στήθια μου τη πιο γλυκιά πνοή.
23
Εφτά στη χώμα πέσαν σκοτωμένοι
κι ύστερα χίλιοι οι φονιάδες είμαστε…
24
Μπρος, άντε στ’ αμπάρι του γοργού
μας καραβιού βαστώντας τη κανάτα,
βγάλε τη τάπα απ’ όλα τα βαρέλια,
το κόκκινο κρασί, το γιοματάρι τρύγα,
γιατί εμείς στεγνοί στη τρικυμία,
τη βάρδια τούτη δε τη βγάζουμε…
…κι ένα Επίγραμμά του:
Γλαῦχ᾿, ὅρα· βαθὺς γὰρ ἤδη
κύμασιν ταράσσεται
πόντος, ἀμφὶ δ᾿ ἄκρα Γυρέων
ὀρθὸν ἵσταται νέφος,
σῆμα χειμῶνος, κιχάνει
δ᾿ ἐξ ἀπελπτίης φόβος.
Κοίτα πως, Γλαύκε, ξαφνικά,
τη βαθειά γαλήνη του να χάνει,
ο Πόντος μ’ άγρια ταραχή
και στις Γυρεές, εκεί ψηλά,
αυτό το νέφος με Χειμώνα απειλεί:
Ανέλπιδα το ξαφνικό, μας πιάνει…
==============
Ηρώνδας:
Ο Ηρώνδας ή Ηρώδας ή Ηρώδης, γεννήθηκε πιθανόν στη Κω, που την εποχή εκείνη είχε στενούς δεσμούς με την Αλεξάνδρεια, ήτανε ποιητής κυρίως μίμων κι ακόμα κυριώτερα μιμιάμβων, καθώς αυτός ουσιαστικά τους σχημάτισε και τους προσέδωσεν υπόσταση. Η συγγραφική του δράση τοποθετιέται πιθανόν γύρω στα 275 – 240 π.Χ., σύγχρονος των Καλλιμάχου και Θεοκρίτου. Τ’ όνομα παραπέμπει σε καταγωγή από δωρική περιοχή. 3 από τους μιμιάμβους διαδραματίζονται στη Κω (2ος, 4ος μιμίαμβος) και την Μ. Ασία (7ος μιμίαμβος). Φανερώνει σχέση με τους Πτολεμαίους και την Αλεξάνδρεια ο 1ος μιμίαμβος στ.26 κι ο 2ος στ. 22. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς 9 (οι 7 πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι, επειδή είναι γραμμένοι σε μέτρο ιαμβικό), που αποκαλύπτουνε τη προτίμησή του για την απεικόνιση μιας άθλιας κι ακόλαστης ζωής, περίπτωση ήδη γνωστή από τη ποίηση του Ιππώνακτα. Οι μίμοι αυτοί θεωρήθηκαν υποδειγματικά πρότυπα ρεαλιστικών σκίτσων, ενώ πρόκειται για ψυχρά φιλολογικά ντοκουμέντα, μες στα οποία κινούνται πρόσωπα χωρίς ατομικότητα.
Οι μίμοι θεωρήθηκαν υποδειγματικά πρότυπα ρεαλιστικών περιγραφών, ενώ πρόκειται για ψυχρά φιλολογικά ντοκουμέντα, μέσα στα οποία κινούνται πρόσωπα χωρίς ατομικότητα. Παρόλο που περιέχουνε διάλογους και περιγράφουνε σκηνές από τη καθημερινή ζωή, οι μίμοι δεν προορίζονταν να εκτελούνται από ηθοποιούς, αλλά εκφράζονταν από έναν μόνο καλλιτέχνη, που έπρεπε να αποδώσει τους διάφορους χαρακτήρες χρησιμοποιώντας διαφορετικές φωνές κι εκφράσεις του προσώπου. Μπορούμε να υποθέσουμε πως οι ερμηνευτές ήσαν επαγγελματίες ηθοποιοί των συγκεκριμένων κωμωδιών και τραγωδιών στις οποίες ο ηθοποιός έπρεπε να υποδυθεί πολλούς ρόλους. Η διαφορά είναι ότι σε μία παράσταση, ο ηθοποιός μπορούσε να χρησιμοποιήσει διαφορετικές μάσκες, κάτι που πιθανώς δεν συνέβαινε σε μια μίμηση. Οι εν λόγω μίμοι θεωρήθηκαν υποδειγματικά πρότυπα ρεαλιστικών περιγραφών, ενώ πρόκειται για ψυχρά φιλολογικά ντοκουμέντα, που μέσα τους κινούνται πρόσωπα χωρίς ατομικότητα.
Επειδή στην αρχαιότητα σπάνια αναφέρεται ή μνημονεύεται, φταίει που τα περισσότερα ποιήματά του χάθηκαν, εκτός από 20 στίχους. Ωστόσο το 1891, ανακαλύφθηκε στον τάφο ενός Σέραπι (Έλληνο-Αιγυπτιακός θεός της αρχαιότητας) πάπυρος που περιλάμβανε περίπου 700 στίχους. Συνολικά, υπάρχουν περίπου 8 πλήρεις μίμοι, όπως λέγονται τα ποιήματά του κι αποσπάσματα από άλλους 3. Έπειτα οι μίμοι ήτανε σύντομες κωμικές περιγραφές ακόλαστων περιστατικών του καθημερινού βίου με στοιχεία αυτοσχεδιασμού (φάρσες). Έτσι κι επειδή αρχικά το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας δεν αναγνωριζόταν από τους ιστορικούς και φιλοσόφους, οι πρώτες αναφορές σε αυτό εμφανίστηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ.
Οι ασφαλείς πληροφορίες για την εποχή που έζησε ο ποιητής Ηρώνδας είναι λιγοστές, το ίδιο κι αυτές που αφορούνε στον τόπο της καταγωγής του, το πού πέρασε τη ζωή του κι άλλα σχετικά με τη ταυτότητα του προσώπου του, ακόμα και για το όνομά του. Εσωτερικά στοιχεία από το έργο του οδηγούνε στο ότι τα χρόνια περί το 270 π.Χ. σηματοδοτούνε την ακμή του, οπότε η γέννησή του δεν θα ήτανε λάθος να τοποθετηθεί κοντά στο 300 π.Χ. Έγραψε μίμους, λογοτεχνικό είδος προορισμένο για απαγγελία, όπου το κλίμα που κυριαρχεί είναι αυτό των καθημερινών σκηνών σε αστικό κατά κανόνα περιβάλλον, με ρεαλισμό, με ολοκληρωμένους τους χαρακτήρες των λαϊκών ανθρώπων του, που εκδηλώνουν σταθερές συμπεριφορές μέσα από την εικονογράφηση υποθέσεων της προσωπικής ζωής τους, με δεδομένα μοτίβα στα οποία επανέρχεται, ζωντανούς διαλόγους, συχνά ελάχιστα ευπρεπείς, όπως τουλάχιστον το εννοούμε σήμερα -μια πιστή, εν τέλει, καταγραφή της ζωής, τοιχογραφία ηθών και προσώπων, με ειρωνική ματιά, με πολλά στοιχεία παρωδίας, δίχως όμως εκζήτηση.
Ο ίαμβος ήταν είδος ποιητικού μέτρου από ιαμβικούς στίχους (∪ – ∪ – ∪ – κ.λπ.) ιδιαίτερα δημοφιλές στα νησιά του Αιγαίου από τον 7ο αι., π.Χ. Τα ιαμβικά ποιήματα ήσαν προσωπικά και μπορούσαν να είναι τραγούδια αγάπης και τραγούδια μίσους. Αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος ήταν ο Ιππώναξ, που φαίνεται να αποτελεί πρότυπο για αυτόν. Τα ιαμβικά ποιήματα του Ιππώνακτα ενέπνευσαν τόσο το μέτρο όσο και τη διάλεκτο (Ιωνική) αρκετών διαδόχων, αλλά ο Ηρώνδας δεν κατάφερε να τη τελειοποιήσει. Στην Ελληνιστική εποχή, πριν τον Ηρώδα, οι μιμίαμβοι, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από το Θεόκριτο.
Από τους μίμους που διασώθηκαν ολόκληροι, ο 1ος τιτλοφορείται Προκυκλίς Μαστροπός. Αποτελείται από 90 στίχους και παρουσιάζει τη νεαρά Μητρίχη, ο σύζυγος της οποίας απουσιάζει εδώ και 10 μήνες στην Αίγυπτο. Την επισκέπτεται η γριά Γρυλλίς και της προτείνει γι’ αντικατάσταση του συζύγου της έναν αθλητή, τον Τρύλλο· η Μητρίχη όμως αρνείται να απατήσει τον σύζυγό της. Στο 2ο μίμο, τον Πορνοβοσκό (102 στίχοι), ο μέτοικος Βάτταρος, τύπος αναίσχυντος αλλά και κωμικός, κατηγορεί στους δικαστές της Κω τον σιτέμπορο Βαλή, που παραβίασε τον ανήθικο οίκο του. Στον 3ο μίμο, που τιτλοφορείται Διδάσκαλος (97 στίχοι), η Μητροτίμη, η οποία έχει γέρο σύζυγο, οδηγεί στο σχολείο του δασκάλου Λαμπρίσκου τον άτακτο κι αμελή γιο της Κότταρο -που προτιμά τα παιχνίδια από τα μαθήματα- και παρακαλεί τον παιδαγωγό να τονε συνετίσει. Ο δάσκαλος, για να συνετίσει τον μικρό, τον υποβάλλει σε άγριο ξυλοδαρμό. Ο 4ος μίμος ονομάζεται Ασκληπιώ ανατεθείσαι και θυσιάζουσαι (95στίχοι) κι εμφανίζει την Κυννώ και την Κοκκάλη να επισκέπτονται το ιερό του Ασκληπιού στη Κω για να προσφέρουνε θυσία. Στον 5ο μίμο, τον Ζηλότυπο, που αποτελείται από 85 στίχους, η Βίτυννα ζηλεύει το δούλο της, Γάστρωνα, επειδή ερωτοτροπεί με την Αμφίταια, τονε βρίζει και διατάζει τον άλλο της δούλο να τον οδηγήσει δέσμιο και γυμνό στον Έρμωνα για να τον μαστιγώσει· τελικά όμως τονε συγχωρεί, υποχωρώντας στις παρακλήσεις της δούλης της, Κιδύλης. Ο 6ος μίμος έχει τον τίτλο Φιλιάζουσαι Ιδιάζουσαι (94 στίχοι). Η Μητρώ επισκέπτεται τη φίλη της Κοριττώ και συζητάνε για διάφορα θέματα. Στον 7ο, τον Σκητέα, που έχει 192 στίχους, υπάρχουν αρκετά χάσματα. Παρουσιάζεται η Μητρώ να οδηγεί στο υποδηματοποιείο του Κέρδωνα φίλες της, που έρχονται να αγοράσουν υποδήματα. Ο 8ος, το Ενύπνιον (79 στίχοι), έχει επίσης μεγάλα κενά. Ένας γαιοκτήμονας ξυπνά πολύ νωρίς τις δούλες του για να φροντίσουνε τα ζώα του κτήματος και τις άλλες αγροτικές εργασίες. Διηγείται σε μία από αυτές το όνειρο που είδε τη νύχτα. Ο 9ος ονομάζεται Απονηστιζόμεναι, αλλά έχουνε διασωθεί μόνο 13 στίχοι. Οι μίμοι του Ηρώνδα είναι το σπουδαιότερο δείγμα του λογοτεχνικού αυτού είδους που έχει διασωθεί.
Έγραψε τα έργα του σε χωλίαμβους, έχοντας ως πρότυπο τον Ιππώνακτα, δηλαδή σε ίαμβους που είναι “κουτσοί” στο τέλος του μέτρου για να ταιριάζουν περισσότερο στον πεζό -και μάλιστα κωμικό- λόγο. Οι μίμοι είναι δηλαδή σαν τα σκετς για επιθεώρηση. Γι’ αυτό κι ονομάστηκαν από κατοπινούς σχολιαστές μιμίαμβοι. Ο μίμος, ως θεατρικό είδος, είναι μια παλιά παράδοση γνωστή από τα έργα του Συρακούσιου μιμογράφου Σώφρονα που έφερε ο Πλάτωνας στην Αθήνα. Από αναφορές τρίτων γνωρίζουμε πως το περιεχόμενο ήτανε σατιρικές μιμήσεις ζώων κι επώνυμων προσώπων με μπόλικα αισχρά και ακατονόμαστα σχόλια. Θεατρίνοι (ή μίμοι) γυρίζανε στα χωριά της Αττικής και δίνανε μπουφόνικες παραστάσεις, αλλά παίζανε και στα συμπόσια. Ψήγματα από τους μίμους θα βρούμε και στον Αριστοφάνη, με απομιμήσεις γνωστών προσώπων και ζώων. Είναι πιθανόν ο Ηρώνδας να ‘γραψε τους μιμίαμβούς του για να διαβαστούνε κι όχι για να παιχτούνε. Τους έγραψεν όμως “κατά μίμηση” του θεατρικού αυτού είδους. Σήμερα θα μπορούσαμε να τους πούμε σκετς ή μονόπρακτα. Έχουν αρχή, μέση και τέλος, θέμα, πλάσιμο χαρακτήρων, συγκρούσεις και δράση. Και πριν απ’ όλα, μας δίνουν εικόνες από τη καθημερινή ζωή, τη συμπεριφορά και τα ήθη της εποχής. Σπάνια δείγματα ελληνικού μιμοθεάτρου, που διατήρησαν τη διαχρονικότητά τους.
Στον μιμίαμβο εκβάλλουν, όπως δηλώνει και το ίδιο το όνομα, δυο παλαιότερα είδη, ο μίμος, κορυφαίος εκπρόσωπός του υπήρξεν ο Σώφρων ο Συρακούσιος (5ος αι. π.Χ.) κι ο ίαμβος -κυριώτεροι εκπρόσωποι ο Αρχίλοχος κι ο Ιππώναξ. Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα είναι σύντομα διαλογικά ποιήματα -τα εκτενέστερα μόλις που υπερβαίνουνε τους 100 στίχους- γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο και σ’ ένα μέτρο που το χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ο Ιππώναξ, το χωλίαμβο, δηλ. σε ιαμβικό τρίμετρο που έχει μακρά τη (κανονικά βραχεία) προτελευταία συλλαβή. Παρουσιάζουνε με ρεαλιστικό τρόπο και λόγο που διανθίζεται με πολλές παροιμίες συνηθισμένα πρόσωπα (ή τύπους) σε καταστάσεις της καθημερινότητας, που κατά κανόνα δεν είναι ό,τι πιο ανεπίληπτο θα μπορούσε να συναντήσει κανείς. Έμφαση δίνεται στη διαγραφή του χαρακτήρα των προσώπων, έν από τα οποία συνήθως κατέχει δεσπόζουσα θέση.
Τα Ποιήματα
Οι Κολλητές Φίλες
(…)
ΜΗΤΡΩ: Αλήθεια, πες μου καλή μου Κορριτώ, σε ικετεύω, ποιός σου έραψε καλέ τον βαυβώνα (δερμάτινος φαλλός); Τον κατακόκκινο1;
ΚΟΡΡΙΤΩ (εμβρόντητη): Και που τον είδες εσύ, Μητρώ;
ΜΗΤΡΩ: Η Νοσσίς, της Ειρήνης η κόρη, τον είχε τις προάλλες. Τέτοιο ωραίο δώρο, μάλιστα!
ΚΟΡΡΙΤΩ: Η Νοσσίς είπες; Και που τον βρήκε αυτή;
ΜΗΤΡΩ: Δε θα με κάνεις βούκινο, αν σου πω…
ΚΟΡΡΙΤΩ: Να μου βγουν τα μάτια, Μητρώ μου, αν μου ξεφύγει τίποτα. Βγαίνει άχνα απ’ της Κορριτώς το στόμα; Λέγε.
ΜΗΤΡΩ: Η Ευβούλη του Βιτάτου τής τον δάνεισε και την όρκισε να μη βγει παραέξω.
ΚΟΡΡΙΤΩ: Γυναίκες παιδί μου! Αυτό το γύναιο θα με στείλει στον τάφο μια μέρα των ημερών! ‘Επεσε στα πόδια μου και με παρακαλούσε, δώστον μου και δώστον μου, και τη λυπήθηκα και της το δάνεισα, Μητρώ μου, πριν ακόμα κάνω χρήση εγώ η ίδια! Αυτή βούτηξε το κελεπούρι κι άρχισε να το χαρίζει από δω κι από κει, στην πρώτη τυχούσα… Ωραία φίλη! Στο καλό και χαιρετίσματα, τέτοια που είναι! Να πάει να βρει κάποιαν άλλη, εμένα δε θα με ξαναδεί! Ακούς εκεί να τον δώσει στη Νοσσίδα, να μη σου πω τι γνώμη έχω και για δαύτηνε -θα πω μια βαριά λέξη που δεν κάνει, μη μ’ ακούς εσύ, Αδράστεια! Και χίλιους αν έχω αύριο από δαύτους, δεν πρόκειται να χαρίσω ούτε έναν, ας έχει και ρόζους απάνω του2!
ΜΗΤΡΩ: Μην κάνεις έτσι, Κορριτώ μου. Δεν είναι ανάγκη να χολοσκάς για κάθε κουτσομπολίστικη σαχλαμάρα που θα φτάνει στ’ αυτιά σου. Μια γυναίκα καθώς πρέπει πρέπει όλα να τα υποφέρει. Εγώ φταίω, με τα τόσα που σου αράδιασα. Θα πρέπει να μου κόψουν τη γλώσσα. Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στην ερώτηση που σου έκανα. Ποιός στον έραψε καλέ; Αν μ’ αγαπάς, πες μου. Γελάς; Τι με κοιτάς; Είμαστε κολλητές φίλες ή δεν είμαστε; Σ’ εξορκίζω, Κορριτούλα μου, μη μου το κρύβεις, ποιός σου τον έραψε;
ΚΟΡΡΙΤΩ: Καλέ τι μ’ εξορκίζεις, ο Κέρδωνας τον έραψε.
ΜΗΤΡΩ: Ποιός Κέρδωνας, για πε μου, γιατί είναι δυο: Ο ένας είναι εκείνος ο ξανθός, ο γείτονας της Μυρταλίνης -τη ξέρεις, της Κυλαιθίδας η κόρη. Αλλ’ αυτός, ούτ’ ένα λουρί για το πλήκτρο της λύρας δεν ειναι ικανός να ράψει. Ο άλλος μένει κοντά στην πολυκατοικία3 του Ερμόδωρου, μόλις περάσεις τη πλατεία. Αυτός κάποτε ήτανε κάτι, αλλά τώρα γέρασε. Η Κυλαιθίς η μακαρίτισσα αρκετά του έφαγε -αιωνία της η μνήμη, τουλάχιστον για τους συγγενείς!
ΚΟΡΡΙΤΩ: Κανείς απ’ αυτούς που μου λες, Μητρώ μου. Ο δικός μου είναι απ’ τη Χίο νομίζω, ή από τις Ερυθρές, καλά-καλά δεν ξέρω. Είναι κοντός και φαλακρός. Στην όψη τον παίρνεις για τον Πραξίνο. Κανένα σύκο δεν μοιάζει τόσο πολύ για σύκο. Μόνο όταν αρχίσει και μιλάει αντιλαμβάνεσαι πως είναι ο Κέρδωνας κι όχι ο Πραξίνος. Στο σπίτι του τους φτιάχνει και τους πουλά κρυφά -γιατί τους εφοριακούς σήμερα τους τρέμουνε κι οι πόρτες4. Αλλά τι αριστουργήματα είναι αυτά που φτιάχνει, καλέ! Απ’ της Αθηνάς τα χέρια νομίζεις πως βγήκανε κι όχι από του Κέρδωνα. Εγώ δε -γιατί ξέρεις, δύο μου έφερε να δω, Μητρώ- μόλις τους είδα τρελάθηκα, μ’ έπιασε ρίγος, μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω! Τέτοια πέη σε στύση κανένας άντρας δεν μπορεί να συναγωνιστεί! Και δεν είναι μόνο αυτό. Μαλακά, σαν ανάλαφρος ύπνος! Άσε τη ζώνη τους. ‘Επιανες μαλλί καλέ, όχι δέρμα! ‘Οσο και να ψάξεις, εξυπηρετικότερο βυρσοδέψη δε θα βρεις…
ΜΗΤΡΩ: Πως και δεν πήρες και τον δεύτερο;
ΚΟΡΡΙΤΩ: Μητρώ μου, και τι δεν έκανα για να μου τον αφήσει! Ποιό μέσο δε μεταχειρίστηκα για να τον πείσω; Τον φίλησα, τη φαλάκρα του εκθείασα, του ‘δωσα να πιει γλυκό κρασί, νάζια του ‘κανα, μόνο το κορμί μου που δεν του έδωσα, να το απαυτώσει!
ΜΗΤΡΩ: Αν στο ζήταγε, έπρεπε να του το δώσεις κι αυτό.
ΚΟΡΡΙΤΩ: Και βέβαια έπρεπε. Αλλά τι να σου κάνω, για κακή μου τύχη μέσα άλεθε η δούλα του Βιτάτου. Αυτή νύχτα-μέρα στο δικό μας μύλο έρχεται ν’ αλέσει, έτσι που έχει καταβρομίσει τη πέτρα. Κι αυτό για να μη δώσει ένα τετρόβωλο να καθαρίσουνε το δικό τους.
ΜΗΤΡΩ: Και πως ήρθε και σε βρήκε στο σπίτι σου αυτός ο Κέρδωνας, Κορριτώ μου; Πες μου τα όλα και μη μου κρύβεις τίποτα!
ΚΟΡΡΙΤΩ: Τον έστειλε η Αρτεμείς του Κανδάτα του βυρσοδέψη. Αυτή του έδωσε τη διεύθυνση.
ΜΗΤΡΩ: Αχ, αυτή η Αρτεμείς! Πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει. ‘Εχει ξεπεράσει κατά πολύ και τη Θαλεία τη μαστρωπό… Αλλά, για πες μου, αφού δεν κατάφερες να του αποσπάσεις και τους δύο, έπρεπε τουλάχιστον να μάθεις ποιά του έχει παραγγείλει τον δεύτερο!
ΚΟΡΡΙΤΩ: Τον εκλιπάρησα, Μητρώ μου, αλλά ορκίστηκε να μη μου πει λέξη γι’ αυτό. Γιατί έτσι θα μείνουμε, λέει, καλοί φίλοι!
ΜΗΤΡΩ: Άρα με συμβουλεύεις να πάω να βρω την Αρτεμείνα για να μάθω επιτέλους ποιός είναι αυτός ο Κέρδων. Γεια σου, Κορριτούλα μου, είναι ώρα να του δίνω γιατί ο άντρας μου θ’ αρχίσει να πεινάει.
ΚΟΡΡΙΤΩ (ξαναγυρίζει στη δούλα της): Κλείσ’ τη πόρτα εσύ! Και πήγαινε να μετρήσεις τις κόττες να δεις αν λείπει καμμία. Δώστους να φάνε. ‘Οχι τίποτα, αλλά οι ορνιθοκλέφτες έρχονται και τις βουτάνε μες απ’ το σπίτι σου!
________________
1. Κατακόκκινος, γιατί ο βαυβών (ή βουβών) ήταν επεξεργασμένος από δέρμα σκύλου. Τον έραβε ο σκυτεύς, δηλαδή ο βυρσοδέψης ή τσαγκάρης, ο τεχνίτης που δούλευε το δέρμα των ζώων (σκύτος) κι έφτιαχνε τσάντες, ζώνες και παπούτσια.
2. Ρόζους, γιατί ένας δερμάτινος φαλλός που είναι λεπρός (αυτός ειναι ο όρος στο κείμενο), δηλαδή με ρόζους, με ατέλειες, δεν θα γλυστράει ακίνδυνα.
3. Συνοικία είναι η λέξη στο κείμενο. Στις πόλεις της Ιωνίας τουλάχιστον συγκατοικούσανε πολλές οικογένειες σε συμπλέγματα κατοικιών που είχαν μεσότοιχο και συχνά κοινή στέγη.
4. Όπως συνάγεται από το διάλογο, ο Κέρδωνας απέφευγε να πληρώνει φόρους (και το επαγγελμά του μάλλον ήταν επικερδές, εξ ου το όνομα που του έδωσε ο Ηρώνδας, Κέρδων). Δεν είχε ανοίξει sex-shop, όχι γιατί το απαγόρευε κανείς, αλλά για να μη τονε κυνηγά η Εφορία, που, όπως φαίνεται από το δηκτικό σχόλιο του Ηρώνδα, ήταν αβάσταχτη και τότε. Ο ΦΠΑ της εποχής ήταν τα επώνια, που σημαίνει, περίπου όπως και σήμερα, Φόρος Προστιθεμένης Αξίας!==============
Ησίοδος:

Ο Ησίοδος υπήρξε ο 2ος σε σπουδαιότητα αρχαίος ποιητής μετά τον Όμηρο, αλλά ο 1ος που αναφέρει τ’ όνομά του και παρεμβάλλει προσωπικά θέματα στη ποίησή του. Γεννήθηκε στην Άσκρη της Βοιωτίας γιος του Δία και της Πυκιμήδης, ένα μικρό χωριό κοντά στις Θεσπιές, στις πλαγιές του Eλικώνα, όπου εγκαταστάθηκε ο πατέρας του προερχόμενος από την αιολική πόλη Κύμη, όπου ασχολιότανε με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, ζούσανε καλά, αλλά πτώχευσε. Οι γονείς του πλέον όντας φτωχοί ξενιτευτήκαν εκεί και καλλιεργούσαν έν αγρόκτημα, η οικονομική τους όμως κατάσταση δε βελτιώθηκε σημαντικά, γιατί κι εδώ ο τόπος ήτανε φτωχός κι επιπλέον είχε βαρύ κλίμα. Η σκληρή αγροτική ζωή στο βοιωτικό χωριό, όπως εξομολογείται ο ίδιος, άσκησε αποφασιστική επίδραση στο χαρακτήρα και στη ποίησή του. Ο Ησίοδος ονομάζει την Άσκρα “δυστυχισμένο χωριό, το χειμώνα κακό, το καλοκαίρι ανυπόφορο, ποτέ καλό“. Με πολύ πιο λαμπερά χρώματα περιγράφει τη περιοχή ο Παυσανίας: “Aνάμεσα στα βουνά της Eλλάδας ο Eλικώνας ξεχωρίζει για την ευφορία του και για την αφθονία των καρποφόρων δέντρων κι οι θάμνοι της ανδράχνου (βατομουριάς) παρέχουνε στις γίδες πιο ευχάριστο καρπό παρά σ’ οποιοδήποτε άλλο τόπο“. Ο Ηγησίνος επίσης εξυμνεί στα ποιήματά του “τη τοποθεσία της Άσκρης που κατέχει τα ριζά του πλούσιου σε πηγές Eλικώνα“.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο αδερφός του Πέρσης θέλησε ν’ αρπάξει τη περιουσία ολάκερη. Μαζί με τον αδελφό του, βρεθήκανε λοιπόν μπρος στους 7 άρχοντες, που καταδυνάστευαν το λαό και δικάζανε σύμφωνα με το άγραφο δίκαιο, για να λύσουνε τις διαφορές τους σχετικά με τη πατρική κληρονομιά. Εκεί κέρδισε ο Πέρσης αφού δωροδόκησε τους δικαστές και πήρε μεγαλύτερο μερίδιο από τον Ησίοδο. Επειδή όμως ήταν οκνηρός και κακός, αφού κατέφαγε την περιουσία του, απείλησε με νέες δίκες να αρπάξει και το μερίδιο του αδερφού του. Με αφορμή τα περιστατικά αυτά έγραψε το ποίημα Έργα Και Ημέραι, όπου μετά την επίκληση των Μουσών απευθύνει το λόγο προς τον Πέρση, τον οποίο προσπαθεί ν’ αποτρέψει από τη δικομανία και να τονε κατευθύνει προς την εργασία, γιατί η εργασία και το κέρδος που προέρχεται από αυτήν ωφελεί, ενώ χωρίς ιδρώτα κανένα αγαθό δε δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο και καταλήγει με το περίφημο γνωμικό: “Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος“. (Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η τεμπελιά). Αυτό το ρητό παρόλο που εξέπληξε την εποχή, καθώς δεν έδιναν οι άνθρωποι τότε τέτοια τεράστια σημασία στην εργασία, έμεινε κι έγινε ίσως το γνωστότερο στην αρχαιότητα. Με μια φράση προσπερνά μ’ αδιαφορία τις αρετές της αριστοκρατικής τάξης και προβάλλει ως αρετή την εργασία, που ως τότε είχε αξία μόνο για τους δούλους.

Γκυστάβ Μορώ: Ησίοδος & Μούσα
Λέγεται πως σε ποιητικό διαγωνισμό στη Χαλκίδα (Ἀγὼν Oμήρου καὶ Ἡσιόδου), στους επικήδειους αγώνες για το βασιλιά Αμφιδάμαντα, νίκησε ακόμη και τον Όμηρο και κέρδισε το 1ο βραβείο, χρυσό τρίποδα, που τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα, εκεί όπου, καθώς λέει ο ίδιος, φτωχός νέος έβοσκε τα πρόβατά του κι οι Ελικωνιάδες θεότητες του φανερώθηκαν και του μάθανε τη ποίηση. Όταν έβοσκε τα πρόβατά του στις πλαγιές του Ελικώνα, του συνέβη κάτι το παράδοξο: του εμφανίστηκαν οι Μούσες που του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης και του δίδαξαν να τραγουδά όμορφα, έτσι ώστε να μιλάει με θεσπέσια φωνή για τα περασμένα και τα μελλοντικά. Ακολούθησε το κάλεσμά τους, παρουσιάστηκε ως τραγουδιστής ραψωδός, όπως για παράδειγμα στους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βασιλιά Αμφιδάμαντα στη Χαλκίδα της Εύβοιας, όπου κέρδισε ένα χάλκινο τρίποδα, τον οποίο αφιέρωσε ως ευχαριστία στις Μούσες. Έπειτα απ’ αυτό έγινε το πιο φημισμένο τέκνο της πόλης κι οι κάτοικοι, για να εκφράσουνε την ευγνωμοσύνη τους, ανέγειραν αργότερα προς τιμή του έναν ανδριάντα του στο ιερό των Μουσών. Ο ανδριάντας ωστόσο δεν τον απεικονίζει με κλαδί δάφνης παρά με μια κιθάρα στα γόνατα, παρόλο που αυτός δεν απήγγελλε τα ποιήματά του με μουσική συνοδεία αλλά κρατώντας το κλαδί δάφνης στο χέρι.
Σε επισκέπτες, όπως ο Παυσανίας, που 900 χρόνια αργότερα επισκέφθηκε τη κοιλάδα των Μουσών ψάχνοντας τα ίχνη του Ησιόδου, οι κάτοικοι έδειχναν τον τρίποδα που λεγόταν πως κέρδισε ο Ησίοδος ως έπαθλο στη Χαλκίδα, παρουσιάζοντάς τον ως τον αρχαιότερο τρίποδα από τους εκεί βρισκόμενους. Επιπλέον, τους επιδείκνυαν στην πηγή του Περμησσού μια φθαρμένη από την πολυκαιρία, μολύβδινη πλάκα, με το κείμενό του Έργα και Ημέραι. Όσο για τον ποιητικό αγώνα μεταξύ Ησίοδου κι Ομήρου, στον οποίο νίκησε ο 1ος, φαίνεται χωρίς αμφιβολία πως είναι δημιούργημα φανταστικό, που γεννήθηκε στο σχολικό περιβάλλον του 5ου αι. π.Χ., όπου διεξάγονταν συζητήσεις για την αξία του διδακτικού και του ηρωικού έπους, που 1ος ξεκίνησε ο Αριστοφάνης στην Ειρήνη. Διότι ο Ησίοδος ήτανε σαφώς οπωσδήποτε μεταγενέστερος του Ομήρου. Τέλος, είναι μεταφρασμένος σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Στα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή αναφέρεται πως πέθανε στη γενέτειρά του· ο τάφος του όμως σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία, υπήρχε στην Αγορά του βοιωτικού Ορχομενού. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πέθανε στην Άσκρα, όταν η πολίχνη καταστράφηκε από τους Θεσπιείς κι οι κάτοικοι είχανε καταφύγει στον Ορχομενό. Οι Ορχομένιοι αναζητήσανε τα οστά του ποιητού, τα μεταφέρανε στον Ορχομενό και τα θάψανε στο κέντρο της αγοράς τους, πλάι στον τάφο του τοπικού τους ήρωα Μινύα. Ο βιογράφος του Ησιόδου, Πρόκλος, στηριζόμενος σε σχετική μαρτυρία του Αριστοτέλους, γράφει ότι στην αγορά του αρχαίου Ορχομενού είχαν μετοικήσει παλαιότερα κι οι συμπατριώτες του Ησιόδου, οι κάτοικοι της Άσκρης. Η μετοίκηση όμως των Ασκραίων είχε γίνει αναγκαστικά, επειδή η κώμη τους είχε καταστραφεί από τους γείτονές τους, τους Θεσπιείς. Για τον τρόπο που βρήκαν τα οστά, ή τα υποτιθέμενα οστά του και για τη κύρια αιτία της μεταφοράς τους ειδικά στο βοιωτικό Ορχομενό, ο Παυσανίας αναφέρει την ακόλουθη βοιωτική παράδοση: “Όταν μία επιδημική λοιμώδης αρρώστια είχε πέσει στον Ορχομενό σε ανθρώπους και ζώα, στείλαν αντιπροσώπους στον θεό Απόλλωνα κι η Πυθία έδωσε χρησμό πως πρέπει να μεταφέρουνε τα οστά του Ησιόδου στον Ορχομενό κι ότι άλλος τρόπος θεραπείας δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Αφού τα βρήκαν, τα πήγαν με ευλάβεια. Κι ο λαός του αρχαίου Ορχομενού πήρε θάρρος κι άρχισε να πιστεύει ότι η μεγάλη συμφορά θα περάσει πολύ γρήγορα“. Σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες, στον, επί του Ορχομενού, τάφο ανεγράφη το γνωστό εκείνο ως “επιτάφιον εις Ησίοδον“, επίγραμμα:
Άσκρη μεν πατρίς πολυλήιος, αλλά θανόντος
όστέα πληξίππων γή Μινυών κατέχει
Ησιόδου, του πλείστον εν ανθρώποις κλέος εστίν
ανδρών κρινομένων εν βασάνω σοφίης.
Πατρίδα του Ησίοδου η ηλιόλουστη Άσκρη,
σαν πέθανε, η γη των εξαίρετων ιππέων Μινυών
δέχτηκε τα οστά του, μεγάλη θα χει δόξα,
όταν στους ανθρώπους επικρατήσει ή σοφία.
Κατά τον Αριστοτέλη όμως, υπήρχε το εξής παράδοξο επίγραμμα, που είχε συντεθεί απ’ τον Πίνδαρο:
Χαίρε δις ηβήσας και δις τάφου αντιβολήσας,
Ησιόδ’, ανθρώποις μέτρον έχων σοφίης
Χαίρε διπλόζωε και δισθαμμένε Ησίοδε
που ‘χες σοφία πέρα από τα συνήθη.
Απ’ όπου διαφαίνεται κι η παράδοση για διπλή ήβη (ζωή) και διπλού θανάτου του, παράδοση που όμως αντιτίθεται προς μιαν άλλη περιλάλητη παροιμία που λέγεται για τους μακρόβιους: “Ησιόδειο γήρας“, ότι δήθεν έζησε σε βαθύ γήρας. Αλλ’ όλ’ αυτά εξηγούνται από την υπόθεση για ταύτιση των 2 ποιητών τόσο των Έργων όσο και της Θεογονίας.
Η χρονολογία της γέννησής του δεν είναι γνωστή. Η επικρατέστερη απ’ τις πολλές απόψεις που διατυπώθηκαν, με βάση το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και τις αναφορές του σε γνώσεις της εποχής του, ιδίως αστρονομικές, είναι κείνη που ανάγει την ακμή του γύρω στα 850 π.Χ. Στη χρονολογία αυτή μας παραπέμπει κι ο Ηρόδοτος, όταν λέει πως Όμηρος κι ο Ησίοδος ήτανε περίπου σύγχρονοι κι ότι ήτανε παλαιότεροι απ’ αυτόν 400 και πλέον έτη. Επειδή μεγάλωσε σε αυτό το ιερό κι αγροτικό περιβάλλον τα ποιήματα του έχουν διδακτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ με τον Ησίοδο η Ελλάδα βγαίνει από το πεδίο του μύθου αποκλειστικά, αφού ο ίδιος αντλεί τα θέματα του όχι μόνο από τη φαντασία, αλλά και από τη ζωή φέρνοντας έτσι την ποίηση πιο κοντά στον άνθρωπο. Ο τρόπος και χρόνος θανάτου του είναι συγκεχυμένος. Μία παράδοση θέλει τον τάφο του Ησίοδου στον Ορχομενό Βοιωτίας, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, το μαντείο των Δελφών έβγαλε χρησμό ότι ο Ησίοδος θα πέθαινε στη Νεμέα, οπότε εκείνος κατέφυγε στη Λοκρίδα, όπου όμως σκοτώθηκε στον τοπικό ναό του Νεμαίου Δία κι ετάφη εκεί. Τέλος μια άλλη εκδοχή λέει ότι φονεύθηκε στη Λοκρική Οινόη από τους Αμφιφάνη και Γανύκτορα, αδελφούς της Κρυμένης, την οποίαν είχε διαφθείρει.
Στους αρχαίους χρόνους αν και πολλά ποιήματα φέρανε τ’ όνομά του, 3 ποιήματα σώθηκαν από το χρόνο. Τα ποιήματά του περιείχανε τις 1ες προσπάθειες για λυρική, ιαμβική κι ελεγειακή γραφή:
Έργα και Ημέραι: (828 6μετροι στίχοι) κάνει λόγο για τα ηθικά διδάγματα που πρέπει να ακολουθούν οι άνθρωποι. Είναι το γνωστότερο διδακτικό επικό ποίημα κι αφορμάται από τη φιλονικία του ποιητή με τον αδελφό του εξαιτίας δικαστικής διαμάχης για τη πατρική κληρονομιά. Βασικά θέματα των Ἔργων είναι η ἔρις (= διχόνοια) με τις δύο όψεις της, καλή και κακή, το δίκαιο κι η εργασία, θεματική που υπαγορεύει και τον τίτλο του έπους. Το ποίημα αρχίζει με την επίκληση των Πιερίδων Μουσών (για να τον εμπνεύσουν) και τον ύμνο στον ύψιστο θεό, το Δία· στη συνέχεια, στο 1ο μέρος, το θεωρητικό (στ. 11-382), απευθυνόμενος στον αδελφό του, Πέρση, με μυθικές διηγήσεις (μύθοι του Προμηθέα, της Πανδώρας, των 5 γενών) προσπαθεί ν’ απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τη δομή της κοινωνίας των ανθρώπων, τις ηθικές υποχρεώσεις, τη προέλευση του κακού στον κόσμο. Υπογραμμίζονται ιδιαίτερα οι αρετές που είναι χρήσιμες στον αγώνα της ζωής (οικονομία, προνοητικότητα, μέτρο και τάξη, κοινωνικότητα). Στο 2ο μέρος, το πρακτικό (στ. 383-828) δίνονται θρησκευτικές κι ηθικές συμβουλές για τις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ συγγενών, φίλων και γειτόνων, καθώς και συμβουλές για τη γεωργία, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τις αίσιες και θεάρεστες ημέρες του μηνός. Επίσης δίνει συμβουλές στους αγρότες για τη καλλιέργεια της γης κι αναφέρει πως η εργασία είναι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει επιτυχία. Στο ίδιο έργο δίνει ακόμα συμβουλές για ναυτιλιακά, εμπορικά και γεωργικά έργα, καθώς και για το γάμο, την ανατροφή των παιδιών, προσπαθώντας να προτρέψει τον άνθρωπο να γίνει πιο καλός και πιο ενάρετος.
Ο Ησίοδος παρουσιάζει τον εαυτό του στο ποίημα αυτό, σα χωρικό, που με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τους υποτακτικούς του καλλιεργεί ένα δικό του αγρόκτημα. Δεν μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά το αν ανήκε ο ίδιος σ’ αυτή τη τάξη των χωρικών ή αν στο έργο αυτό διάλεξε τον κόσμο των χωρικών ως θέμα του, παρατηρώντας τον από μιαν ανώτερη κοινωνική θέση. Ωστόσο, κάνει εντύπωση το ότι το 2ο μεγάλο έργο του, η Θεογονία, δε χαρακτηρίζεται απ’ αυτό το αγροτικό υπόβαθρο.
Θεογονία: Είναι έπος, δηλαδή μεγάλο αφηγηματικό ποίημα αποτελούμενο από 1.022 6μετρους στίχους. Αναφέρεται στις τοπικές λατρείες των Θεών και στην απαρχή του κόσμου. Είναι μια σημαντικότατη πηγή πληροφοριών για την ελληνική μυθολογία. Είναι χωρισμένο σε 5 μέρη : α.Προοίμιο, β.Κοσμογονία-Θεογονία,γ. Τιτανομαχία δ. 2η φάση της Θεογονίας κι ε. Ηρωγοωνία. Στο Προοίμιο υμνεί τις Μούσες και τις παρακαλά να του δώσουν έμπνευση. Μας αφηγείται πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος κι οι θεοί κι αναφέρει πως όλα ξεκίνησαν από το Χάος. Στη συνέχεια γεννήθηκε η Γη, ο Τάρταρος κι ο Έρωτας. Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος κι η Μαύρη Νύχτα που γεννήσανε τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αργότερα η Γη γέννησε τον Ουρανό κι από την ένωση αυτών των 2 δημιουργήθηκαν ο Ωκεανός, οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες κι οι Εκατόγχειρες. Ένας από τους Τιτάνες, ο Κρόνος έκανε παιδιά με τη Ρέα, φοβούμενος όμως μη χάσει την ηγετική του θέση, που είχε σφετεριστεί από τον πατέρα του τον Ουρανό, άρχισε να καταπίνει τα παιδιά του. Έν από αυτά ήτανε κι ο Δίας, που όμως γλύτωσε. Ύστερα αφηγείται πως ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Οργισμένος τότε ο Δίας διέταξε τον Ήφαιστο να πλάσει τη Πανδώρα, τη 1η γυναίκα στον κόσμο, για να φέρει δυστυχία στους ανθρώπους ενώ έδεσε τον Προμηθέα μ’ άλυτα δεσμά σ’ ένα βράχο στον Καύκασο κι έστειλε έναν αετό να του τρώει το συκώτι, που κάθε μέρα ανανεωνότανε. Στη συνέχεια αναφέρεται στους Εκατόγχειρες που τους είχε δέσει ο Κρόνος στο άλλο άκρο της Γης. Στη Τιτανομαχία ο Δίας τους ελευθέρωσε ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως συμμάχους στη μάχη εναντίον των Τιτάνων, όπου εν τέλει νίκησαν οι θεοί. Στη 2η Θεογονία μας διηγείται πως μετά από αυτή τη νίκη οι θεοί αναγνωρίσανε σα κυρίαρχο το Δία, ενώ στην Ηρωογονία αναφέρει τους ημίθεους ήρωες που γεννήθηκαν από θνητούς πατέρες κι αθάνατες γυναίκες.
Ασπίς, η μονομαχία του Ηρακλή και του Κύκνου. (480 στίχοι, ψευδο-Ησιοδιακό). Περιγράφει τον αγώνα του Ηρακλή εναντίον του Κύκνου, γιου του Άρη, ληστή που εμπόδιζε τη μετάβαση των πιστών του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο Ησίοδος στη περιγραφή της ασπίδας του Ηρακλή μιμήθηκε τον Όμηρο (Σ Iλιάδας, ασπίδα του Αχιλλέα). Η διαφορά, όμως, στις 2 περιγραφές είναι φανερή· στην ασπίδα του ομηρικού ήρωα οι εικόνες προβάλλουνε τη πολυμορφία της ζωής, ενώ στην ασπίδα του Ηρακλή αποκαλύπτουνε τη φρίκη του πολέμου και τους δαίμονες της καταστροφής, προβάλλοντας έτσι, αντιθετικά, την ειρηνική πλευρά της ζωής.
Κατάλογος Γυναικών ή Ηοίαι, από τον τρόπο με τον οποίο αρχίζανε τα γενεαλογικά κεφάλαια του ποιήματος (ἤ οἵη= ή όπως εκείνη η γυναίκα που…), ως τρόπος μετάβασης σε άλλη ηρωίδα, (θεωρείται ψευδο-Ησιοδιακό), όπου εξυμνούνται θνητές που έκαναν θνητά παιδιά από αθάνατους θεούς. Το έργο αποτελούσε συνέχεια της Θεογονίας και σύγκριση ηρωίδων ανά 2. Περιείχε κατάλογο γυναικών οι οποίες από θεούς γέννησαν ήρωες. Στον Ησίοδο αποδίδονται και μερικά άλλα ποιήματα, όπως Μεγάλαι Ἠοῖαι, Μελαμπόδεια, Εἰς ᾍδου Κατάβασις (Θησέως και Πειρίθου), Χείρωνος Υποθῆκαι, Γῆς περίοδος, Ἀστρονομία κ.ά. Έχουνε σωθεί μόνο αποσπάσματα.
Αντίθετα με το ηρωικό έπος, που αναφέρεται σε ένα απώτερο παρελθόν, το διδακτικό έπος έχει αντικείμενο το παρόν κι ασχολείται με τα καθημερινά προβλήματα του ανθρώπου. Με το έπος αυτό ο ποιητής αποτυπώνει τις ιδέες του για τη ζωή και τις αξίες της και προβάλλει τη σοφία και τις εμπειρίες του λαού. Έτσι, αν το ηρωικό είναι το έπος του πολέμου και της περιπέτειας, το διδακτικό είναι το έπος της ειρήνης και του πολιτισμού. Είναι η προβολή μιας κοινωνίας που αποστρέφεται τον πόλεμο κι επιλέγει ως ιδανικό την ειρηνική ζωή. Tα πολεμικά κατορθώματα αντικαθίστανται από τα επιτεύγματα της καθημερινής ζωής και του μόχθου. Με το ηρωικό έπος συνδέεται το όνομα του Ομήρου, ενώ με το διδακτικό το όνομα του Ησιόδου. Με τον Ησίοδο η Ελλάδα του 8ου & 7ου αι. π.Χ. βγαίνει απ’ το σκότος του μύθου κι αρχίζει να φωτίζεται ιστορικά. Τις γνώσεις αυτές τις είχε μεταφέρει από τη πιο προοδευμένη Ιωνία, απ’ όπου μετανάστευσε ο έμπορος πατέρας του αφού πτώχευσε.
Ο Ησίοδος είναι η 1η ποιητική φωνή της ηπειρωτικής Ελλάδας, το έργο του μας διευκολύνει να γνωρίσουμε καλά τις ιδέες της εποχής του και τις αντιλήψεις σχετικά με τη φύση, τη γεωργική κι αγροτική ζωή, την οικονομική κατάσταση, τη κοινωνική διαστρωμάτωση. Γεωγραφικά και κοινωνικά είναι ριζωμένος σ’ εποχή τελείως διαφορετική από τον ομηρικό κόσμο. Τα κοινωνικά θέματα απασχολούνε κατά κύριο λόγο τη σκέψη του. Ο ποιητής, αρνούμενος τη βία, προβάλλει τη δικαιοσύνη, που είναι ανώτερος τρόπος για τις σχέσεις με τους άλλους. Eξαίρεται η ιδέα της Δίκης (δικαιοσύνης), εκπροσωπούμενης από το Δία, που κατανικώντας την Ὕβριν (καταπάτηση δικαίου από τους δωροφάγους βασιλείς), τελικά υπερτερεί. Ο μύθος, Το Γεράκι Και Το Αηδόνι του εικονογραφεί τη σύγκρουση ανάμεσα στη δύναμη και τη δικαιοσύνη. Θεωρείται ως ο πιο σημαντικός, μετά τον Όμηρο, επικός ποιητής της Προκλασσικής Περιόδου και μαζί σα κορυφαίοι ποιητές της πρώιμης αρχαιότητας. Επιχειρεί να δώσει μια 1η γενεαλογία του πολιτισμού, διακρίνοντας 5 γένη ανθρώπων (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, ηρωικό, σιδερένιο), που ζήσανε διαδοχικά πάνω στη γη και πορεύτηκαν από την ευτυχισμένη ζωή ως τη μεγάλη παρακμή, απαισιόδοξη αντίληψη που εικονογραφείται με την έκπτωση του ανθρώπου από την παραδείσια θέση στον επίμοχθο βίο. Η αρετή επίσης τον απασχολεί πολύ (“Μακρύς κι ανηφορικός ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν“, Ἔργα, 290). Ξεχωριστή θέση στο έργο του κατέχει η εργασία που φέρνει πλούτο, αρετή και τιμή. Η άποψη αυτή προκάλεσε έκπληξη στην εποχή του, γιατί τότε δεν αναγνωρίζανε την εργασία ως ηθική αξία.
Η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκε πολύ στην αρχαιότητα: η ποίησή του διακρίνεται για την ατομικότητα, τη δύναμη της φαντασίας, τη θεματική ποικιλία, θεωρήθηκε πρόδρομος του αρχαϊκού λυρισμού και προάγγελος του θετικού κι επιστημονικού πνεύματος, αποτελεί την αφετηρία για το μεταγενέστερο φιλοσοφικό στοχασμό, που οδήγησε στον εξορθολογισμό της ελληνικής κοσμογονίας και κοσμολογίας. Οι θρησκευτικές και κυρίως οι ηθικές αντιλήψεις του για κοινωνική δικαιοσύνη επηρεάσανε βαθιά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, κυρίως τον Hράκλειτο, τον Παρμενίδη και τον Eμπεδοκλή, καθώς και τους λυρικούς ποιητές της αρχαϊκής εποχής, οι οποίοι επηρεασμένοι από τις νέες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες θα προβάλουν το άτομο και τις αξίες του. Η εξατομίκευση της ησιόδειας ποίησης ασκεί επίδραση κατεξοχήν στον Aρχίλοχο. Ιδιαίτερα εκτιμήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους (Καλλίμαχος, Aπολλώνιος ο Pόδιος). Τα έργα του άσκησαν μεγάλη επίδραση στη βουκολική ποίηση (Θεόκριτος ) και στη ρωμαϊκή λογοτεχνία (Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, Γεωργικὰ και Ἐκλογαὶ του Βιργιλίου). Ο Ασκραίος ποιητής έγινε πανελλήνιος και πανανθρώπινος. Η επίδρασή του συνεχίζεται ως τις μέρες μας (πχ.. Κωστής Παλαμάς, Ασκραίος).
Ρητά
* Η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η τεμπελιά.
* Θαύμα ιδέσθαι.
* Η άσκηση βέβαια τα έργα ενισχύει.
* Το τέλος σου να είναι ανώδυνο.
* Το χειρότερο είναι να είσαι αδαής και κωφός στη σοφία του άλλου.
Τα Ποιήματα
(Έργα & Ημέρες, ο Μύθος του Αετού και του Αηδονιού, στιχ. 202-249)
…Μύθο θα πω στους βασιλείς, ας είν’ σοφοί κι οι ίδιοι.
Είπε στ’ αηδόνι με τον όμορφο λαιμό, ένα γεράκι,
που το ‘χε αρπάξει με τα νύχια του και πέταγαν ψηλά.
Έκλαιγε κείνο τρυπημένο απ᾽ τα νύχια τα γαμψά
και το γεράκι αυτά τα λόγια του ᾽πε αλαζονικά:
“Δόλιο, τί σκούζεις έτσι; Ανώτερός σου σε κρατά,
κι ας είσαι και τραγουδιστής, όπου σε πάω πας,
αν θέλω δείπνο μου σε κάνω ή σ᾽ αφήνω.
Άμυαλος όστις με τους δυνατούς θέλ’ αναμετρηθεί.
Χάνει τη μάχη κι εξόν τη λύπη έχει και ντροπή“.
Είπε το μαυροφτέρουγο γεράκι, το γορτόφτερο πουλί.
Πέρση, στο δίκιο υπάκουε ‘σύ, στην αδικία μη πας.
Είναι κακή για ταπεινό, μα και ο ευγενής θνητός
ν’ αντέξει εύκολα μπορεί, μα καταβάλλεται εξ αυτής,
όταν τον βρίσκουν συμφορές. Όμως υπάρχει κι άλλη οδός
καλλίτερη να τη περάσεις, που στο δίκιο οδηγεί.
Κι αυτό νικάει πάντοτε στο τέλος σαν εμφανιστεί,
την αδικία. Σαν πάθει πια μαθαίνει κι ο αφελής,
γιατί με τις κακοδικίες Όρκος αμέσως τρέχει ευθύς
και ταραχή, σαν η Δικιοσύνη σούρνεται στη γης
από τους δωρολήπτες που ασκούν κρίσεις στρεβλές
κι εκείνη κλαίγοντας κει που συχνάζουνε τα πλήθη,
ντυμένη ομίχλη φέρνοντας κακό σ’ αυτούς και λήθη,
που τη διώχνουν και δεν τη μοιράζουνε σωστά.
Μα κι όσοι δίκαιες κρίσεις σ’ όλους απονέμουν
κι απ’ του δικαίου την οδό δεν παρεκβαίνουν,
ακμάζει η πόλη τους κι ο λαός σε τούτη ανθεί.
Ειρήνη που τα νιάτα τρέφει έχουνε στη γη τους και ποτέ
ο βροντοφόρος Δίας πόλεμο σκληρό γι’ αυτούς ορίζει,
ούτε λοιμός αυτούς που κρίνουν δίκαια, τους πιάνει,
ούτε κακό, μα δρέπουνε καρπούς απ’ τα χωράφια που φροντίζουν.
Πλούτος πολύ τους φέρνει η γη και τα μελίσσια στα βουνά.
κρατά στην άκρη των κλαδιών σαν τα τσαμπιά, βελανιδιά,
και τα παχιά πυκνότριχα αρνιά απ᾽ το μαλλί λυγίζουν,
γεννάν παιδιά οι γυναίκες τους που μοιάζουν στους γονείς τους.
Με τ’ αγαθά τους συνεχώς, χωρίς τα πλοία ευδαιμονούν,
δεν ταξιδεύουνε, γιατί τους δίνει η σιτοδότρα γη καρπό.
Σε κείνους όμως που με άθλια έργα, κάκιστ’ αδικούν
τους τιμωρεί ο Δίας βροντερά με το το μακρύ του χέρι.
Πολλάκις από άνθρωπο κακό όλη η πόλις υποφέρει,
αν μηχανεύεται ανόσια έργα κι αμαρτάνει αυτός.
Στέλνει μεγάλη συμφορά σ’ αυτους, του Κρόνου ο γιος
κι ανθρώπους αφανίζει στέλνοντας λιμό μα και με λοιμό.
Παιδιά οι γυναίκες δε γεννάν κι η οικογένεια φθίνει
μ’ απόφαση του Δία. Κι άλλοτε μια στρατιά τους σβήνει
ή το τείχος τους γκρεμίζει ή τα πλοία τους καταπίνει…
==============
Κρατίνος:
Ο Κρατίνος (ο πρεσβύτερος*) ήταν ένας από τους σημαντικώτερους κωμωδιογράφους της αρχαίας Ελλάδας κι ειδικώτερα της αρχαίας αττικής κωμωδίας. Γεννήθηκε το 1ο έτος της 4ετίας της 65ης Ολυμπιάδας, το 520 π.Χ., και πέθανε (λέγεται από το μεθύσι, καθώς ήτανε μέγας πότης) σε προχωρημένη ηλικία τη 4ετία της 89ης Ολυμπιάδας, το 422 π.Χ., ήτανε γιος του Καλλιμήδους και φέρονταν αρχηγός της Οινηίδος φυλής. Αυτός όπως κι ο Αισχύλος ανέπτυξαν τον αριθμό των υποκριτών στις κωμωδίες. Δημιούργησε, κατά τον Αύγουστο Μάινεκε 24 θεατρικά μεταξύ των οποίων ήταν οι Σάτυροι, (το 424 π.Χ.), όπου έλαβε το 2ο βραβείο, (1ο είχε πάρει ο Αριστοφάνης με τους Ιππείς), οι Χειμαζόμενοι (425 π.Χ.), που μαζί με τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη έλαβαν το 2ο βραβείο, ο Διουσαλέξανδρος του οποίου η υπόθεση αποκαλύφθηκε σε πάπυρο που βρέθηκε το 1903, καθώς κι η Πυτίνη την οποία και φέρεται να δίδαξε ο Κρατίνος σε μεγάλη ηλικία, περίπου 97 ετών, όπου έλαβε το 1ο βραβείο, ενώ την ίδια χρονιά ο Αριστοφάνης με τις Νεφέλες ήλθε τελευταίος. Σημειώνεται ότι το 1ο του έργο φέρεται να το δίδαξε στα 67 του. Συνολικά βραβεύτηκε 9 φορές. Τα πολυάριθμα αποσπάσματα του Κρατίνου διασώθηκαν από τον Αθήναιο και φέρονται παρά του Μάινεκε (Poetarum com gr. fragm.), καθώς κι υπό του Kock (Fragm Com Att.).
Γενικά θεωρείται υπερβολικά δηκτικός κι ορμητικός και το ύφος του εμφαντικό κι επίσημο. Ακολουθούσε το λυρικό τόνο, τα δε χορικά του υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή και λάμβαναν μέρος σε πολλές γιορτές. Λέγονταν πως ήταν μυημένος στον Ορφισμό κι ήταν οπαδός του Βάκχου. Θεωρείται ο δημιουργός της πολιτικής σάτιρας. Έχουνε σωθεί αξιόλογα αποσπάσματα 24 κωμωδιών του, ενώ είναι γνωστοί οι τίτλοι 28 έργων του. Υποστήριζε το συντηρητικό κόμμα, γι’ αυτό και καταφέρθηκε, μέσω των έργων του, με σφοδρότητα εναντίον των σοφιστών (Πανόπται), των ξένων λατρειών (Θράσσαι) και προπάντων του Περικλή, που θεωρούσε επιπόλαιο πολεμοποιό (Διονυσαλέξανδρος). Εξέφραζε τη νοσταλγία του για το παρελθόν (Χείρωνες) και κατέκρινε τα συμπτώματα διαφθοράς που σημειώνονταν στην Αθήνα της εποχής του. Στο έργο του Πυτίνη (κρασοκανάτα) παρουσίαζε στη σκηνή τον ίδιο του τον εαυτό με τις αδυναμίες του, ενώ εμφάνιζε τη νόμιμη γυναίκα του, τη Κωμωδία, να τον μέμφεται, επειδή συναναστρεφόταν μία ανήθικη γυναίκα, τη Μέθη, και κυνηγούσε το Οινάριον (το καινούργιο κρασί, που το φανταζόταν παιδί). Με την κωμωδία αυτή, στην οποία εξήρε τον θεό Διόνυσο, κέρδισε το 423 στα Μεγάλα Διονύσια το 1ο βραβείο, μολονότι είχε να συναγωνιστεί τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Οι αρχαίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το έργο του, το οποίο χαρακτήριζαν ισότιμο με εκείνο του Αριστοφάνη.
Ουσιαστικά, τελειοποίησε τα χαρακτηριστικά της κωμωδίας, αφήνοντας ελάχιστες εκκρεμότητες για τους νεώτερους του είδους. Έδωσε επίσης μια καινούργια διάσταση στη κωμωδία, στα πλαίσια της οποίας επικρινότανε κάθε πρόσωπο της πολιτικής και πνευματικής ζωής της Αθήνας, όπως επίσης ήθη και δοξασίες της εποχής. Θεμελιωτής της Αρχαίας Αττικής Κωμωδίας, γιος του Καλλιμήδη απ’ την Οινηίδα φυλή της Αττικής. Πότε ακριβώς γεννήθηκε παραμένει άγνωστο. Αν δεχτούμε την πληροφορία του Λουκιανού (Μακρόβιοι, 25) ότι έζησε 97 χρόνια κι επειδή ο θάνατός του τοποθετείται το 422 π.Χ. τότε θα πρέπει να γεννήθηκε το 519 π.Χ. Για τη ζωή του δεν έχουμε πληροφορίες. Από γνώμες που έχουμε του αντίζηλού του Αριστοφάνη γι’ αυτόν κι από διάφορους άλλους κριτικούς και της Σουίδα μαθαίνουμε ότι του άρεσε η πολυτέλεια, η καλοφαγία και το κρασί.
Ήταν ιδιοσυγκρασία πληθωρική, γιατί τον παραβάλλουν με χείμαρρο που παρασύρει τα πάντα (Αριστοφάνη Ιππής 526-528) κι ο ίδιος μιλώντας για τον εαυτό του λέει ότι οι λόγοι του εκχύνονται ως κύματα εκ δώδεκα στομίων αντί ενός στόματος (Αποσπ. 186). Απ’ την Πυτίνη (δοχείο κρασιού) που είναι η προσωπική του απολογία και τη μιμήθηκε ο Λουκιανός στο έργο Δις κατηγορούμενος, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ο Κρατίνος, παρ’ όλα όσα λέει ο Αριστοφάνης γι’ αυτόν, μέχρι το τέλος της ζωής του παραμένει πολύ αγαπητός στο λαό. Υπήρξε τολμηρός και πολλές φορές απότομος επικριτής και σκληρός στις επιθέσεις του κατά των ανέντιμων ανθρώπων. Οι κωμωδίες του με τον πειραχτικό τους χαρακτήρα, την επινοητική του δύναμη, το ελευθερόστομο και γόνιμο πνεύμα τους, τη δυνατή φαντασία, την ορμή των συναισθημάτων, τον πλούσιο λυρισμό και τον μεγαλόπρεπο ποιητικό του οίστρο, γίναν πολύ αγαπητές στο λαό και μερικά απ’ τα τραγούδια τους τραγουδιόνταν απ’ όλους.
Το μέτρο των κωμωδιών του Κρατίνου είναι ανάλογο με τη προσωπικότητά του, γιατί πολλές φορές χρησιμοποιεί αυτό που ονόμασε ο ίδιος Κρατίνειο μέτρο που απαρτίζεται από 2 ημιστίχια, απ’ τα οποία το 1ο είναι Γλυκώνειο και το 2ο τροχαϊκή 4ποδία καταληκτική. Ως προς τις πολιτικές του ιδέες, ήταν συντηρητικός, κατηγορούσε τη μαλθακότητα των νέων ηθών, καταφερόταν κατά της ακολασίας του πλούτου, καυτηρίαζε τις ξένες λατρείες και τις δεισιδαίμονες συνήθειες και κατηγορούσε τους σοφιστές σαν διαφθορείς της παλιάς πειθαρχίας. Έκανε επιθέσεις κατά των αντρών της δημοκρατικής μερίδας και κυρίως κατά του Περικλή, αποκαλώντας τον εχινοκέφαλον Δία, υιόν της Στάσεως και του πρεσβυγενούς Κρόνου και κεφαληγερέτην, παρωδώντας τις ονομασίες Ολύμπιος και νεφεληγερέτης που ο λαός της Αθήνας απέδιδε στο μεγάλο πολιτικό. Φαίνεται πως όταν ψηφίστηκε το 440 π.Χ. νόμος με τον οποίον απαγορευόταν η προσωπική σάτιρα, δοκίμασε ένα άλλο είδος κωμωδίας που δεν κατονόμαζε κανέναν, ούτε κι ασχολιόταν με τη πολιτική, περιορισμένος έτσι στη λογοτεχνική παρωδία. Τέτοιο, ίσως να ήταν και το έργο του Οδυσσείς που όπως λέει ο αρχαίος κριτικός Πλατώνιος ήτανε διασυρμός της Οδύσσειας του Ομήρου. Όταν καταργήθηκε ο νόμος μετά από λίγο, ξαναγύρισε στην άμεση προσωπική σάτιρα.
Το γεγονός είναι ότι στα έργα του Κρατίνου γίνεται φανερή η ολοκληρωμένη ανάπτυξη όλων των στοιχείων της κωμωδίας. Παρουσιάζονται πάρα πολλές φράσεις που από δω και πέρα θα είναι συνδεδεμένα με την απαίτηση για μια ελεύθερη έκφραση γνώμης κι ελευθερόστομη κριτική προσώπων και καταστάσεων σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής με κέντρο βάρους την πολιτική. Κανένα έργο του δε μας σώθηκε ολόκληρο. Σε μας φτάσαν 28 τίτλοι και 450 περίπου αποσπάσματα που όμως δε μας δίνουνε πάντα τη δυνατότητα για μια σαφή ιδέα για το έργο του. Οι τίτλοι των έργων του σε πληθυντικό δείχνουν κάθε φορά σ’ αυτά τη σύνθεση του Χορού: Σάτυροι, Χειμαζόμενοι (425), Δηλιάδες, Ιδαίοι, Δραπέτιδες, Ευνείδαι, Θράτται, Βουκόλοι, Πλούτοι, Ώραι, Λάκωνες, Μαλθακοί (κατά της θηλυπρέπειας), Νόμοι (ο Χορός τους εκπροσωπείται από αδύναμες γριές), Πανόπται (η 1η γνωστή επίθεση κατά των σοφιστών), Σερίφιοι. Όμως είναι πιο συχνές οι περιπτώσεις όπου με τίτλους σε πληθυντικό παρουσιάζονται μεμονωμένα άτομα με ακολουθία: Διόνυσοι, Αρχίλοχοι (ένα σύνολο από μεγάλους ποιητές με τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Αρχίλοχο που είναι ο ξεχωριστός του Κρατίνου), Χίρωνες (με τον Χίρωνα, τον παιδαγωγό του Αχιλλέα, όπου παρουσιαζόταν κι ο Σόλων), Κλεοβουλίναι (έργο με αινίγματα σχετικό με τη κόρη του Κλεόβουλου του Λίνδιου), Οδυσσής (ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, ίσως παρωδία μύθων). Πολλά απ’ τα έργα αυτά αν κι είχαν μυθολγικά θέματα σημαδεύανε πολιτικούς στόχους που ο πιο σημαντικός απ’ αυτούς ήταν ο κρομμυδοκέφαλος, ο Περικλής (Διονυσαλέξανδρος 430, Νέμεσις, Χίρωνες.
Ο Κρατίνος άσκησε κριτική και κατά των πολιτικών που γίνανε πλούσιοι απ’ την πολιτική (Πλούτοι), κατά της εισαγωγής καινούργιων λατρειών (Θράτται γύρω στο 443 π.Χ.), κατά των μαντείων (Τροφώνιος), κατά συγχρόνων του φιλοσόφων και σοφιστών (Πανόπται), τέλος κατά του ίδιου του εαυτού του. Στη Πυτίνη‘, ένα κλασικό υπόδειγμα αυτοσαρκασμού, εκθέτει ο ίδιος τον εαυτό του σαν φλασκί μ’ όλες του τις αδυναμίες στο σκώμμα των θεατών. Με το έργο του αυτό νίκησε το 423 π.Χ. τον μεγάλο του αντίπαλο Αριστοφάνη. Μια διαίρεση των έργων του με βάση τα σατιρικά, μυθοπαρωδητικά ή άλλα χαρακτηριστικά τους δεν οδηγεί πουθενά, επειδή χρησιμοποιούσε πολύ τη μυθολογική επένδυση για ιδιαίτερους σκοπούς π.χ. τη κρίση του Πάρη (στον Διονυσαλέξανδρο) για να σκώψει τον Περικλή, τον μύθο της Λήδας (Νέμεσις) για τον ίδιο σκοπό. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται φανερός ο πλούτος των ιδεών του που συχνά αποβαίνει σε βάρος μιας οικονομικά σύμμετρης και ισόρροπης δόμησης της υπόθεσης. Στις παρατιθέμενες σκηνές των έργων του που μεταξύ τους έχουν μια μάλλον χαλαρή σύνδεση παίζουνε ρόλο τα παραμυθένια θέματα (Νόμοι, Πλούτοι), οι στιγμές κορύφωσης των συγκρούσεων (Αρχίλοχοι, Πυτίνη), οι παρωδίες με τη βοήθεια του λόγου. Πάντα οι προσωπικές επιθέσεις του ποιητή γίνονταν με δηκτικό σκώμμα και με σκληρή ειρωνεία. Οι επιθέσεις αυτές χαρακτηρίζουν τον Κρατίνο σαν laudator temporis acti που έβλεπε τα θαυμαστά πρότυπά του στα παλιά καλά χρόνια (Θεμιστοκλής, Κίμων).
Στη γλώσσα της παλιάς Αττικής του Κρατίνου, η παρωδία έπαιζε τον πιο σπουδαίο ρόλο. Ήξερε επίσης να γίνεται χονδροειδής και χυδαίος στις εκφράσεις του. Δε λείπουνε τα χτυπητά και δυνατά αποφθέγματα. Έκανε μεγάλη χρήση παροιμιών, στις παρομοιώσεις και μεταφορές ήταν άριστος. Ανάμεσα στους στίχους που χρησιμοποιούσε, ο 6μετρος παίζει σπουδαίο ρόλο στις παρωδίες του. Κατά τ’ άλλα επικρατούν οι ιαμβικοί κι οι τροχαϊκοί στίχοι. Για τις μεγάλες επιτυχίες του Κρατίνου μας μιλά ο Αριστοφάνης δείχνοντας σεβασμό κι εκτίμηση γι’ αυτόν στη παράβαση των Ιππέων του. Παρά την κάμψη της δημοτικότητάς του ο Κρατίνος έφτασε άλλη μια φορά στην επιτυχία με τη διακωμώδηση του ίδιου του εαυτού του το 423 π.Χ. Στα χρόνια που ακολουθήσαν έχανε συνέχεια έδαφος μπροστά στον Εύπολι και τον Αριστοφάνη, με τους οποίους αποτέλεσε την κλασσική τριάδα των κωμικών ποιητών.
* Κρατίνος. ο νεώτερος (α’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμωδιογράφος, της Μέσης κωμωδίας. Ο Διογένης Λαέρτιος διέσωσε ένα απόσπασμα από μία κωμωδία του με τίτλο Ψευδοϋποβολιμιαίος. Στο έργο αυτό διακωμωδεί τη διδασκαλία του Πλάτωνα περί ψυχής. Από αυτό το στοιχείο προκύπτει το συμπέρασμα ότι ήταν σύγχρονός του. Ο Αθήναιος, επίσης, διέσωσε αποσπάσματα από μερικές κωμωδίες του που φέρουνε τίτλους Γίγαντες, Θηραμένης, Ομφάλη, Τιτάνες και Χείρων. Σύμφωνα με πληροφορίες που προκύπτουν από τον Διογένη Λαέρτιο, εκτός από τον Πλάτωνα, διακωμώδησε και τον Πυθαγόρα σε 2 κωμωδίες του (Πυθαγορίζουσα και Ταραντίνοι). Σε κωμωδία του, που ο τίτλος είναι άγνωστος, αναφέρεται στο γνωμικό “εγγύα πάρα δ’ άτα” (η εγγύηση φέρνει καταστροφή) που είναι γραμμένο στους Δελφούς. Από τα διασωθέντα αποσπάσματα εικάζεται πως ασχολήθηκε με τη προσωπική σάτιρα, στην οποία ανάμιξε στοιχεία της Νέας κωμωδίας.
Τίποτε άλλο δεν έχω για τον ποιητή αυτόν.==============
Πίνδαρος:
Ο Πίνδαρος (522 π.Χ. – 445 π.Χ.) υπήρξε λυρικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας και μεγάλος λάτρης του θεού Απόλλωνα. Γεννήθηκε το 522 ή το 518 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές, συνοικισμό της Θήβας (πολύ κοντά στη Θήβα -7 έτη περίπου μετά τη γέννηση του Αισχύλου στην Αθήνα). Ήτανε γιος του Δαΐφαντου και της Κλεοδίκης. Δε γνωρίζουμε πολλά για τους γονείς του (η αρχαία παράδοση δίνει διάφορα ονόματα στον πατέρα του -Δαΐφαντος, Σκοπελίνος, Παγώνδας ή Παγωνίδας-, ενώ στις σωζόμενες βιογραφίες του ποιητή, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, πολλές είναι οι φανταστικές, ψεύτικες ιστορίες). αλλά ο ίδιος επαίρεται για την ένδοξη κι αριστοκρατική γενιά του, τους Αιγείδες που πρέπει να είχανε δεσμούς με τη Σπάρτη, τη Θήρα και τη Κυρήνη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουνε διάφορα ανέκδοτα σχετικά με τη ποιητική του μεγαλοφυΐα που εκδηλώθηκε από νωρίς. Έτσι, σε μια αρχαία βιογραφία του διαβάζουμε πως παιδί ακόμη, καθώς κυνηγούσε στον Ελικώνα, κουράστηκε κι έπεσε να κοιμηθει. Εκεί που κοιμόταν ένα μελίσσι κάθισε στο στόμα του κι έφτιαξε κερήθρα, ένδειξη πως απ’ το στόμα του θα ρέει λόγος μελίρρυτος. Πάντως τα 1α ποιητικά μαθήματα τα πήρε από το θείο του Σκοπελίνο.
Τα έθιμα κι οι παραδόσεις της οικογένειάς του αφήσανε το αποτύπωμά τους στη ποίησή του και παίζουνε σημαντικό ρόλο στην αποτίμηση των σχέσεων του ποιητή με τους συγχρόνους του. Η φυλή των Αιγιδών βαθιά ριζωμένη γενεαλογικά στον μύθο του Αιγέα, ανήκε στο Κάδμειο στοιχείο των Θηβών, δηλαδή στη πρεσβύτερη ευγενική τάξη της πόλης που αναζητούσε τη προγονική της κληρονομιά στις μέρες του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου. Ο ίδιος αναφέρει πως η γέννησή του συνέπεσε με τη γιορτή των Πυθίων, αλλά δεν είναι σίγουρο αν πρόκειται για τα Πύθια του 522 ή του 518 π.Χ. Άγνωστη είναι κι η χρονολογία θανάτου του. Από τη χρονολόγηση του τελευταίου σωζόμενου ποιήματος οι ερευνητές καταλήγουνε στο συμπέρασμα ότι πέθανε γύρω στο 445 π.Χ.
Ολοκλήρωσε τη ποιητική του εκπαίδευση τόσο στη Θήβα όσο και στην Αθήνα. Μαθήτευσε κοντά στο Λάσο τον Ερμιονέα και στο Λαμπρόμαχο στην Αθήνα, στη δε ποιητική τέχνη τη Μύρτιδα κι από τη νεανική του ήδη ηλικία έγινε γνωστός ως ποιητής στους αριστοκρατικούς κύκλους αρχικά της Θήβας, της Θεσσαλίας και της Αίγινας, κατόπιν της Σικελίας και τελικά ολόκληρης της Ελλάδας. Τη ποιήτρια Κόριννα την είχε μάλλον σαν ανταγωνίστρια, λέγεται δε πως σ’ ένα διαγωνισμό τον νίκησε. Το 476 πραγματοποιεί το ταξίδι του στη Σικελία, όπου θα αναπτύξει τις σχέσεις του με τα εκεί αριστοκρατικά γένη. Στο πνεύμα της πανελλήνιας ενότητας των αγώνων που ο ίδιος εξύμνησε, επαίνεσε το πολίτευμα διαφόρων πόλεων, είτε αριστοκρατικό είτε τυραννικό είτε δημοκρατικό, πράγμα που κατά καιρούς τού προκάλεσε σοβαρά προβλήματα. Πέθανε στο Άργος γύρω στο 445 π.Χ.
Παροιμιώδης υπήρξεν ο ανταγωνισμός του με τους μεγάλους επίσης λυρικούς Βακχυλίδη και Σιμωνίδη, για την εύνοια κυρίως των τυράννων της Σικελίας. Εξαιτίας της φήμης του, το σπίτι του έγινε ένα από τα αξιοθέατα των αρχαίων Θηβών κι ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μ. Αλέξανδρος, ως ένδειξη τιμής προς τον ποιητή, το εξαίρεσε από τη καταστροφή με την οποία τιμώρησε το 335 π.Χ. την υπόλοιπη πόλη, καθώς ο Πίνδαρος είχε συνθέσει εγκώμια για τον Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας. Ασχολήθηκε με τη χορική λυρική ποίηση. Από τα σωζόμενα έργα του τον μεγαλύτερον όγκο αποτελούνε τα Επινίκια, χορωδιακά άσματα που ψάλλονταν στη πατρίδα του νικητή κατά τον εορτασμό της επιτυχίας του ή ακόμα και στον χώρο διεξαγωγής των αγώνων.
Η πίστη του είναι ιδιότυπη όπως κι η μεταφυσική του. Ασφαλώς είναι θρησκευτικός ποιητής, η θρησκευτικότητά του όμως έχει οντολογικό χαρακτήρα, βρίσκεται σε άκρα αρμονία με τον κόσμο. Ζει πριν από τη διάσπαση ανθρώπου και κόσμου. Πριν από την οδυνηρή τοποθέτηση του υποκειμένου απέναντι στο αντικείμενο. Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει εκείθεν του ρήγματος, ο Πίνδαρος εντεύθεν και διαθέτει την υπόσταση του προγνωσιακού ανθρώπου. Στον κόσμο του όλα είναι ιερά. Το θείο δεν ενοικεί στο επέκεινα. Οι θεοί διασχίζουνε τον αιθέρα, αλλά κατοικούνε στον Όλυμπο. Οι ποταμοί, οι πηγές, τα σπήλαια, οι πλαγιές κι οι πεδιάδες είναι ενίερα. Θεοί και Νύμφες ενοικούνε παντού. Είναι από τους μεγάλους κι οριστικούς εκείνους ποιητές που, ερχόμενοι στο τέλος μιας περιόδου, ανακεφαλαιώνουν όλα όσα προσπαθήσανε και κατάκτησαν οι προκάτοχοί τους, αναχωνεμένα σε μια προσωπικότατη δημιουργία και δίνουνε στον κλάδο της Τέχνης που εργάζονται το υπεροχώτερο και τελευταίο άνθισμά του. Πριν από αυτόν, η Λυρική που την ανεβάζει στο ψηλώτερο σκαλί της, ύστερα απ’ αυτόν, το Αττικό Δράμα, άλλο είδος της ποιητικής τέχνης. Θεωρείται πως είναι ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της ελληνικής αρχαιότητας. Οι επίνικοί του, τα ποιητικά αυτά συνθέματα που έγραψε για Ολυμπιονίκες, για Πυθιονίκες, για Νεμεονίκες και για Ισθμιονίκες, είναι κείμενα που συνδέονται με περιστασιακούς νικητές πανελλήνιων αγώνων, αλλά με τη ποιητική χάρη τους διατηρούνε διαχρονικά την αξία τους.
Οι επίνικοι, είδος της ποίησης που το καλλιέργησε για να υμνήσει τη νίκη ενός αθλητή σε κάποιον από τους 4 μεγάλους πανελλήνιους αγώνες, έχουνε δημόσιο χαρακτήρα, γιατί η τιμή δεν ανήκει μόνο στον νικητή αλλά και στη πατρίδα του. Τα Πύθια, που μας ενδιαφέρουν εδώ, κατείχαν τη 2η σε σημασία θέση μετά τα Ολύμπια και διοργανώνονταν, τον 3ο χρόνο κάθε ολυμπιάδας κατά το μήνα Βουκάτιο, που αντιστοιχεί στον αθηναϊκό μήνα Μεταγειτνιώνα (Αύγουστος-Σεπτέμβριος). Φαίνεται ότι θεσπιστήκανε σ’ ανάμνηση της δολοφονίας ενός μυθικού δράκοντα, του Πύθωνα, από τον Απόλλωνα και την ανάληψη της εξουσίας στον ιερό χώρο των Δελφών από τον θεό. Αρχικά οι αγώνες τελούνταν κάθε 8 χρόνια, αλλά από το 582 π.Χ. κι εξής η διοργάνωσή τους γινόταν κάθε 4 χρόνια από τη δελφική Αμφικτυονία. Έπαθλο για τον νικητή ήταν ένα στεφάνι από δάφνη, το ιερό φυτό του Απόλλωνα. Ο Αριστοτέλης σε συνεργασία με τον μαθητή του Καλλισθένη συνέταξε έναν κατάλογο Πυθιονικών εμπλουτισμένο με ιστορικές πληροφορίες (Πυθιονικών Αναγραφή).
Ο Πίνδαρος υπήρξε ο 2ος μεγάλος ποιητής που χάρισε η Βοιωτία στον ελληνικό κόσμο, στον ελληνικό πολιτισμό, μετά τον Ησίοδο. Από καλλιτεχνικής και κοινωνικής άποψης πόρρω απέχει από τον ποιητή της Θεογονίας, όμως υπάρχουνε 2 στοιχεία που τονε συνδέουνε με αυτόν: αφενός η απόλυτη σοβαρότητα μιας θρησκευτικότητας που αγκαλιάζει όλες τις εκδηλώσεις κι αφετέρου η αυστηρότητα της έκφρασης, που αποφεύγει κάθε συμβιβασμό. Μπορούμε να δεχτούμε ότι καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Θήβας, καθώς κι ότι, όταν στάλθηκε στην Αθήνα σε παιδική ηλικία, απέκτησε μουσική μόρφωση και συνδέθηκε με τη παλαιά αριστοκρατία της πόλης, που εξακολουθούσε να κυριαρχεί στον πολιτικό στίβο. Η παραμονή του νεαρού στην Αθήνα έθεσε τα θεμέλια των στενών σχέσεών του με τους Αλκμεωνίδες, αριστοκρατικό γένος που διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα σημαντικό -αν κι όχι πάντα ευεργετικό- ρόλο στην ιστορία της πόλης. Το μοναδικό επινίκιο που έγραψε ο Πίνδαρος για Αθηναίο, το 486 π.Χ., αφορούσε τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή, ανιψιό του Κλεισθένη, που λίγο πρωτύτερα είχε εξοστρακιστεί.
Η ποιητική δραστηριότητα του Πινδάρου τον συνέδεσε με πολλά από τα τότε κέντρα δύναμης και παιδείας. Όμως, τα ταξίδια που πραγματοποίησε για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του δεν τον έκαναν να αποστασιοποιηθεί από τη πατρίδα και τους συγγενείς του, όπως είχανε πράξει αρκετοί περιπλανώμενοι ποιητές των Αρχαϊκών Χρόνων.
Εγκαταλείπει λοιπόν τη πατρίδα του κι εγκαθίσταται στην Αθήνα. Εδώ θα επιδοθεί στη μελέτη και στην έρευνα της ποιητικής παράδοσης, στη σπουδή των γλωσσικών ιδιωμάτων και κυρίως, των ποικιλιών της μουσικής, δεδομένου πως η ποίηση την εποχή εκείνη ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη μουσική. Ως διδάσκαλοι του μνημονεύονται ο Αγαθοκλής κι ο Απολλόδωρος. 20 μόλις ετών γράφει, όπως φαίνεται, τον 1ο του ύμνο, που διασώζεται εν μέρει στο απόσπασμα 29 και το οποίο οι Αλεξανδρινοί προτάσσουν στο Βιβλίο των Ύμνων. Αλλά εκτός αυτού συνέθεσε στην ηλικία αυτή και το 10ο Πυθιονίκη για να υμνήσει τη νίκη του Θεσσαλού Ιπποκλέα, έπειτα από σχετική παραγγελία του Θώρακος, ενός από τους τρεις αδελφούς Αλευάδες, κυρίαρχους και κυβερνήτες θεσσαλικών πόλεων. Η ανάθεση ενός επινίκου, υμνητικού ενός αριστοκράτη αθλητή στους Πυθικούς αγώνες, ήταν για τον Πίνδαρο χωρίς υπερβολή τίτλος τιμής. Βαθμιαία η φήμη του εξαπλώνεται.
Τα μεγάλα κατορθώματα των Ελλήνων κατά των Περσών περιέργως δεν τονε συγκινήσανε πνευματικά, όπως τον Αισχύλο και τον Σιμωνίδη. Αργότερα όμως εξύμνησε τις λαμπρές υπηρεσίες των Αθηναίων σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, οι δε Αθηναίοι τον τιμήσανε και του δωρίσανε το ποσό των μυρίων δραχμών. Ταχέως η φήμη του ποιητή διαδόθηκε, για να λάβει το χαρακτηρισμό του εθνικού ποιητή, όπως ο Σιμωνίδης. Σ’ αυτό συντέλεσαν οι μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες, στους οποίους συνήθιζε να παρευρίσκεται, και χάρις στους οποίους συνήψε σχέσεις με τους ευγενείς οίκους όλων των πόλεων. Πολλές φορές μάλιστα συνόδευσε και τους νικητές αθλητές στη πατρίδα τους, για να διευθύνει εκεί ο ίδιος τη νικητήρια πομπή της υποδοχής. Εορταστές, νικητές, πενθούντες, αναθέτουνε στον περιώνυμο πλέον ποιητή τη σύνθεση ύμνων, επινίκων, θρήνων. Ακόμη και ναοί και πολιτείες κι ιερά προστρέχουνε και ζητούνε τη σύνθεση διθυράμβων, παρθενίων, υπορχημάτων, παιάνων, προσοδίων, με μια φράση: παντός είδους χορικών ποιημάτων. Κι ο Πίνδαρος, είναι, πάντοτε, πρόθυμος. Είναι άλλωστε σε κατάσταση διηνεκούς εμπνεύσεως σε κατάσταση συνεχούς βακχείας. Εξαπολύει λοιπόν τα βέλη της απολλώνιας τέχνης του και διασπείρει τους στίχους και τη μουσική του παντού.
Η πατρίδα του Βοιωτία εθεωρείτο παροιμιώδες σύμβολο του στενού τοπικισμού, της επαρχιώτικης νοοτροπίας και των καθυστερημένων ιδεών. Τίποτα από τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής δεν επηρέασε τους Θηβαίους, που ήταν εχθροί σε κάθε νέο πνεύμα κι εξακολουθούσαν να πιστεύουνε πως η καταγωγή τους ανάγεται στους θεούς και πως ο λαός ήτανε κάτι άξιο περιφρονήσεως. Μεγαλωμένοι με τέτοιες παραδόσεις, οι μεγαλοκτηματίες επιδίδονταν σε θεάματα, αγωνίσματα, διασκεδάσεις και τελετές. Αρετή γι’ αυτούς ήταν η σωματική δύναμη, η ομορφιά, ο πλούτος. Αυτά όλα διέγραψαν ασφαλώς και το χαρακτήρα του ποιητή. Γι’ αυτό και προπάντων οι λαμπρές εκδηλώσεις βρήκανε στον Πίνδαρο τον πιο κατάλληλο υμνωδό.
Η περίοδος της ακμής του θα διατηρηθεί ώς το 446. Βεβαίως, η φήμη του ως ποιητή και μουσικοποιού δεν παύει να συγκινεί. Επισκέφθηκε τη Σικελία, φιλοξενήθηκε στην Αυλή του Ιέρωνα, κι έψαλλε τη μεγαλοπρεπή έκρηξη της Αίτνας του 472. Είχε πάντα στενές σχέσεις με τα Ιερατεία κι ιδιαίτερα με τους ιερείς των Δελφών, τη σοφία των οποίων εξυμνούσε στ’ άσματά του. Ο Πίνδαρος πέθανε σε βαθύ γήρας, πιθανώς στα 448, στο Άργος κι, ως λέγεται, μέσα στο θέατρο και στην αγκαλιά του αγαπημένου του Θεοξένου. Στη Θήβα, όπου μετακομίσθηκαν τα οστά του, οι κάτοικοι, μέχρι την εποχή του Παυσανία, έδειχναν περήφανοι τον τάφο του ποιητή τους, καθώς και τα ερείπια της οικίας του, την οποία και μόνο εξαίρεσε ο Αλέξανδρος από τη γενική καταστροφή της πόλεως. Ήτανε τότε 80 ετών.
Η μούσα του Πινδάρου εξύμνησε θεούς, ήρωες και αθλητές, με επινίκια, εγκώμια και θρήνους. Οι αρχαίοι γραμματικοί συγκέντρωσαν και κατέταξαν την ποίησή του σε 17 βιβλία. Εν τούτοις, απ’ αυτά σώθηκαν μόνο τα επινίκια, μερικά αποσπάσματα ενός διθυράμβου για την έκλειψη του ηλίου το 463 και 2 χαριτωμένα τραγούδια για τις ιερόδουλες της Κορίνθου και τον ωραίο Θεόξενο.
Η κύρια εκπαίδευσή του έγινε στην Αθήνα, μια πόλη με την οποία συνδέθηκε πολύ στενά, μολονότι οι σχέσεις των Αθηναίων με τους Θηβαίους δεν ήτανε πάντα ιδανικές. Σύμφωνα με άλλο ανέκδοτο, οι Θηβαίοι επέβαλαν στον Πίνδαρο ένα αρκετά υψηλό χρηματικό πρόστιμο επειδή συνέθεσε έναν επαινετικό διθύραμβο για την Αθήνα. Ο μηδισμός των Θηβών στα χρόνια των Περσικών πολέμων πρέπει να υπήρξε οδυνηρό γεγονός για έναν ποιητή που εξεθείαζε σε όλη τη ζωή του τη πολεμική αρετή και τις αγωνιστικές κι ηρωικές αξίες. Ίσως αυτό να ήτανε κι η αιτία για την οποία ο ολιγαρχικός Πίνδαρος έζησε κάποιο διάστημα στην αυλή του διάσημου τυράννου των Συρακουσών και Μαικήνα της εποχής, Ιέρωνα. Ασχολήθηκε με τη ποίηση πάνω από μισόν αιώνα. Η 1η ωδή του, ο 10ος Πυθιόνικος, γράφτηκε το 498 π.Χ., όταν ήταν 20 ετών κι η τελευταία, ο 8ος Πυθιόνικος, το 446 π.Χ. Τις ωραιότερες ωδές του τις συνέθεσε στις 10ετίες 480-460 π.Χ..
Η αρχαιότητα είχε κατατάξει το σύνολο του πινδαρικού έργου σε 17 βιβλία, δηλ. σε 17 παπύρινους κυλίνδρους που περιελάμβαναν όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποιήσεως: ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, θρήνους, εγκώμια, παρθένεια (χορικά άσματα για παρθένες, που εκτελούνταν από χορό παρθένων), προσόδια, υπορχήματα κι Επινίκους (σε 4 βιβλία). Οι Επίνικοι είναι οι περίφημες ωδές που γράφτηκαν, ύστερα από παραγγελία, για να τιμηθεί η νίκη περιώνυμων αθλητών στους πανελλήνιους αγώνες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στον Ισθμό, και τη Νεμέα. Από όλον αυτόν τον όγκο της πινδαρικής παραγωγής διασώζονται ακέραιοι 44 Επίνικοι: 14 Ολυμπιόνικοι, 12 Πυθιόνικοι, 11 Νεμεόνικοι και 7 Ισθμιόνικοι. Από το υπόλοιπο έργο διαθέτουμε μόνο αποσπάσματα. Σώζονται επίσης και αρκετά Σχόλια στους Επίνικους. Η διάσωση των Επίνικων οφείλεται σε λόγους εκπαιδευτικούς. Κάποια στιγμή (γύρω στον 2ο μ.Χ. αι.) μεταγράφονται τα 4α βιβλία των Επίνικων σε κώδικα για ευκολώτερη σχολική χρήση.
Το χορικό λυρικό άσμα -που ο Πίνδαρος υπηρετεί αριστουργηματικά- φτάνει στην ακμή του το α’ μισό του 5ου α.. Αντίθετα το μονωδικό λυρικό άσμα, όπως αναπτύχθηκε από τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, τον Ίβυκο κ.ά., ακμάζει στον 6ο. Η μεγάλη ανάπτυξη του χορικού άσματος την εποχή αυτή σχετίζεται προφανώς με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που αρχίζουν να συντελούνται προς το τέλος του 6ου. Με τη κατίσχυση του θεσμού της πόλης και της δημοκρατίας, με τη συνακόλουθη εκλάμπρυνση των μεγάλων δημόσιων αθηναϊκών εορτών, των Παναθηναίων και των Διονυσίων, με τις πατριωτικές νίκες εναντίον των Περσών, όπως και με την άνοδο ισχυρών αρχόντων στη Σικελία. Υμνοι, παιάνες, διθύραμβοι, παρθένεια εκτελούνταν σε δημόσιες γιορτές, τοπικές ή πανελλήνιες, στις αυλές μεγάλων δωρητών, σε οίκους καλλιεργημένων τυράννων που προστάτευαν κι ενεθάρρυναν αυτές τις πρωτοβουλίες. Είναι η εποχή που οι πλούσιοι και καλλιεργημένοι προστάτες της ποίησης παραγγέλνουνε σε ποιητές εγκώμια, θρήνους, γαμήλια τραγούδια (υμέναιοι) και κυρίως επινίκιες ωδές. Επί πληρωμή, φυσικά. Πολλά λέγονται για τις απολαβές του Πινδάρου και τη φιλαργυρία του. Τα περισσότερα είναι άδικα, όμως δεν πρέπει να μας διαφύγει η φανερή οικονομική συναλλαγή που υπάρχει ανάμεσα στον παραγγελιοδότη μιας εγκωμιαστικής ωδής και στον ποιητή που αναλαμβάνει τη σύνθεσή της.
Ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε αυτή τη δραστηριότητα που προφανώς ήτανε κοινωνικά καθιερωμένη κι αποδεκτή από τους πλούσιους παραγγελιοδότες κι από τους ποιητές. Όμως θα ήτανε λάθος μας (βαρημένοι από τα ήθη της εποχής μας) να υποπέσουμε στο αμάρτημα της κακογλωσσιάς, προβάλλοντας μάλιστα τη δήθεν πνευματική και καλλιτεχνική μας ανιδιοτέλεια. Άμποτες να υπήρχανε και σήμερα τόσο άξιοι δημιουργοί και τόσο ανοιχτόμυαλοι παραγγελιοδότες, ώστε οι μεν να καλλιεργούν με άνεση τη τέχνη τους κι οι δε να την αποτιμούν όσο πρέπει. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις σημερινές χορηγίες (ακόμη κι όταν η όποια χορηγία είναι καλοπροαίρετη και η επιχορηγούμενη τέχνη άξια) και στη Μούσα του Πινδάρου που συμφωνεί να δίδει τη φωνή της με ασημωμένη γλώσσα (Μοίσα, το δε τεόν, ει μισθοίο συνέθευ παρέχειν φωνήν υπάργυρον, 11ος Πυθ., 41-2), έγκειται σ’ ένα απλό γεγονός που συχνά μας διαφεύγει. Η πινδαρική ποιητική συναλλαγή έχει να κάνει με την αξία και τη λειτουργία της ποίησης σαν αναγνωρισμένου κοινωνικού αγαθού, ως πολύτιμου πνευματικού και κοινωνικού προϊόντος. Η ποίηση δεν είναι ένα περιττό ή άχρηστο προϊόν που παράγεται χωρίς να καταναλώνεται. Έχει ονομαστική αξία πάνω στην οποία ο παραγγελιοδότης μπορεί να επενδύσει όχι μόνο για τώρα αλλά κυρίως για το μέλλον.
Η άποψη που επικρατεί είναι πως ο πλούτος δεν πρέπει να σωρεύεται, αλλά να επενδύεται στην υστεροφημία. Ο Πίνδαρος αναφέρεται επανειλημμένα στην αξία της ποίησής του και φαίνεται απόλυτα βέβαιος πως οι άνθρωποι θα τονε διαβάζουν εσαεί. Δεν έπεσε έξω. Αυτή όμως η ποιητική αθανασία σημαίνει πως και το κλέος των ανυμνούμενων αθλητών θα μείνει στους αιώνες. Τα αγάλματα χάνονται, τα υλικά μνημεία καταστρέφονται, η ποίηση παραμένει πάντα δραστήρια και ζωντανή. Δεν πίνει από το ποτάμι της Λήθης. Ποιοι νικητές των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων μπορούν άραγε, πέρα από την τυπική καταγραφή των επιδόσεών τους, να επαίρονται για αθανασία μνημειωμένη σε στίχους αθάνατους; Ομως για να μνημειωθεί κάθε Επίνικος και μέσα από αυτόν να απαθανατισθεί ο ευγενικός νικητής (στο άρμα, στο δρόμο, στη πάλη, στην πυγμαχία, στο πένταθλον κι όπου άλλού) ο ποιητής της ωδής, ο Πίνδαρος εν προκειμένω, πέρα από την αρωγή των Μουσών, θα χρειασθεί να επιστρατεύσει το ποιητικό του δαιμόνιο, τη μεγαλοσύνη του πνεύματός του, όπως λέει ο Λογγίνος, αναφερόμενος στον ποιητή. Προκειμένου λοιπόν να διατηρηθεί ένας Επίνικος στην αιωνιότητα, ο ποιητής πρέπει να ακολουθήσει κάποιους κανόνες που επιβάλλει η παράδοση της τέχνης του.
Η αρχαία ελληνική ποίηση, κι η αρχαία ελληνική τέχνη γενικότερα, είναι προϊόν ενός συνδυασμού: στηρίζεται σε ένα παραδεδομένο πρόγραμμα που ο καλλιτέχνης κι ο ποιητής οφείλουν να το ανατρέπουνε κάθε στιγμή. Ο δημιουργός οφείλει να ακολουθεί μια σειρά από παραδοσιακές φόρμες, ταυτόχρονα όμως οφείλει να τις ανατρέπει και να τις υπερβαίνει. Ο Επίνικος στηρίζεται σε ακατάλυτο σχέδιο, με βασικό 3μερές σχήμα: αρχίζει με τον έπαινο του νικητή, διαφεύγει στη συνέχεια στο μυθικό παρελθόν, συναφές με την οικογένεια του τιμωμένου κι ύστερα επανέρχεται στο παρόν κι επαναλαμβάνει τον έπαινο. Αυτό το σχήμα τώρα-τότε-τώρα, έπαινος-μύθος-έπαινος εμφανίζεται στον Πίνδαρο αλλά πάντα σε ποικιλία παραλλαγών. Μια πινδαρική ωδή είναι σα μουσική συμφωνία όπου ο συνθέτης ακολουθεί τη παραδεδομένη συμφωνική μορφή, αλλά την ίδια στιγμή την εμπλουτίζει με αλλεπάλληλες παραλλαγές.
Αυτή η ιδιάζουσα συσσώρευση ποικίλων θεματικών στοιχείων μέσα σε μια πινδαρική ωδή δημιουργεί συχνά προβλήματα ερμηνείας. Το κυριώτερο, κάνει την ωδή να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, πως δεν έχει ενότητα. Ακριβώς αυτή η αναζήτηση ενότητας σε μια πινδαρική ωδή υπήρξε χρόνια το κύριο μέλημα των πινδαριστών. Άλλοι βρίσκουν ενότητα στο περιεχόμενο της ωδής καθώς διακρίνουνε κεντρική ενοποιούσα σκέψη (Grundgedanke) ή μια ιδέα, άλλοι βασίζονται σ’ εξωτερικά κριτήρια, σε σειρά από τυπικές (λογοτυπικές) συμβάσεις που διέπουν μιαν ωδή. Ωστόσο ο πινδαρικός Επίνικος, (Charles Segal, ένας από τους ευφυέστερους μελετητές του), είναι κάτι παραπάνω από μια προσεκτικά δομημένη αλληλουχία εγκωμιαστικών μοτίβων. Παρόλο που κάνει σαφώς χρήση λογοτυπικών αλληλουχιών και παραδοσιακών θεμάτων κι εκφράσεων, η ενότητά του είναι πιο πολύ οργανική παρά μηχανική. Η πρόοδος της σκέψης κι η σημασία σε μια ωδή βασίζεται όχι απλώς στο οριζόντιο γραμμικό ξεδίπλωμα μερικών προγραμματικών θεμάτων, αλλά επίσης σε μια κάθετη, μεταφορική συσχέτιση εικόνων και συμβόλων κι ένα παραλληλισμό μεταξύ μεταφοράς και πραγματικότητας, μύθου και ιστορικού παρόντος.
Σε κάθε πυκνοϋφασμένον Επίνικο πολλά και φαινομενικά ετερόκλιτα στοιχεία συνείρονται και δημιουργούνε το απόλυτο, ολοκληρωτικό κείμενο. Τίποτε δεν είναι τυχαίο ή περιττό. Ο εγκωμιαζόμενος ήρωας εντάσσεται όχι μόνο στη κοινότητα που τονε γέννησε, αλλά και σ’ ένα μυθικό σύστημα. Δεν εμφανίζεται μόνο ως άτομο αλλά κι ως μέλος της τρέχουσας ιστορίας, ζει και στον παρόντα και στον παρελθόντα χρόνο, είναι λατρεμμένος των θεών αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί στόχο διαβολής και φθόνου. Εν κατακλείδι, όλ’ αυτά τα στοιχεία που συνιστούνε πινδαρική ωδή (γλώσσα, μέτρο, εικόνες και μεταφορές, ιδέες, ιστορικές αναφορές, φύση, τέχνη, πολιτισμικά στοιχεία, ανθρώπινος πλούτος και δύναμη πολιτική, μυθολογία και θεολογία, γνωμική γενίκευση κι ειδική λεπτομέρεια κ.λπ.) ορίζουνε και προβάλλουνε το απόλυτο ιδεώδες. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε πως ο Πίνδαρος δεν εξυμνεί μέσα από τους Επίνικους κι ειδικώτερα μες από τους 14 Ολυμπιόνικους έν αφηρημένον ιδεώδες. Τουναντίον, με αφορμή κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο συστήνει και προβάλλει την αίσθηση μιας ακατάλυτης ηρωικής ηθικής την οποία ο τιμώμενος νικητής φέρει ή οφείλει να φέρει.
Μολονότι, όπως αναφέραμε παραπάνω, διασώθηκε για λόγους σχολικούς, σήμερα ελάχιστα διδάσκεται στα σχολεία. Μολονότι ο ποιητής είναι φορτωμένος με τεράστια φήμη πολύ λίγοι είναι κείνοι πού τονε γνωρίζουν όπως θα ‘πρεπε. Είναι πολύ πιθανό πως αυτή η άγνοια των Ελλήνων για τον Πίνδαρο οφείλεται στον απρόσιτο, σχεδόν σκοτεινό, ειδικά για τους αμύητους, ποιητικό λόγο του, στη περίτεχνη και πεποικιλμένη σύνθεση των ωδών του και στη βαθύτατη και συνάμα αντισυμβατική σκέψη του. Είναι αλήθεια επίσης ότι, γενικά μιλώντας, κακοτύχησε στις νεοελληνικές μεταφράσεις του.
Το αρχαιότερο από τα σωζόμενα επινίκιά του, ο 10ος Πυθιόνικος, φανερώνει τη σχέση του ποιητή με τη Θεσσαλία: στα Πύθια του 498 π.Χ. ο Ιπποκλέας από τη Πέλιννα (Πελινναίον) επικράτησε στο δίαυλο των παιδιών, και ο Θώραξ, ο πρεσβύτερος της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών, παρήγγειλε το τραγούδι για τον επινίκιο πανηγυρισμό στον Πίνδαρο, το νέο ποιητή με τον οποίον τον συνέδεαν δεσμοί φιλοξενίας. Στην πρώιμη περίοδο του Πινδάρου τα λατρευτικά ποιήματα ήτανε, κατά τα φαινόμενα, πιο πολλά, κι επειδή αυτά χαθήκανε στη συντριπτική πλειονότητά τους, δεν ξέρουμε αρκετά για τη δημιουργία του σε αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι το 490 π.Χ. συνέθεσε παιάνα για τη γιορτή των Θεοξενίων στους Δελφούς, στον οποίον έπλεξε το εγκώμιο της Αίγινας -επικίνδυνης αντιζήλου της Αθήνας, πολιτικά δεμένης με τη Θήβα- και τραγούδησε για τον Νεοπτόλεμο, απόγονο του αιγινήτη ήρωα Αιακού. Την ίδια εποχή υμνεί με τον 6ο και το 12ο Πυθιόνικο 2 άνδρες από τον Ακράγαντα της Σικελίας, το Θρασύβουλο, ανηψιό του τυράννου Θήρωνα, και τον αυλητή Μίδα.
Η πατρίδα του Πινδάρου, η Θήβα, βρέθηκε σε κρίσιμη καμπή μετά την έναρξη των Περσικών Πολέμων, καθώς υπήρξε μια από τις ελληνικές πόλεις που μήδισαν κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον των Ελλήνων. Ο κίνδυνος εξολόθρευσής της από τους Έλληνες νικητές αποσοβήθηκε μόνο μετά τη παράδοση των σπουδαιότερων φίλων των Περσών. Ο Πίνδαρος, που ‘χε σχέσεις με τη περσόφιλη αριστοκρατία της πόλης του κι ύμνησε επανειλημμένα διάφορα μέλη από κείνες τις γενιές που είχανε συνεργαστεί με τους Πέρσες, επιχείρησε, στα έτη που ακολουθήσανε τη νίκη των Ελλήνων, να εξιλεωθεί για το πολιτικό λάθος του αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγινα κι αναζητώντας την υποστήριξη των Αιγινητών.
Πάντως, αποφασιστικής σημασίας για τη καταξίωσή του σε πανελλήνιο επίπεδο ήταν οι σικελικές επιτυχίες του. Απέκτησε στενές σχέσεις και με τους 2 ισχυρούς άνδρες εκείνης της περιόδου στη Σικελία, τον Ιέρωνα Α’, τύραννο των Συρακουσών, και το Θήρωνα, τύραννο του Ακράγαντα. Στα έτη 476-4 π.Χ. έζησε αρκετό διάστημα στις αυλές και των 2 βιώνοντας τη δύναμη και τη λάμψη του ελληνισμού της Δύσης. Στη Σικελία πρέπει να βρεθήκανε στο δρόμο του, οι δύο Κείοι, ο Σιμωνίδης κι ο ανηψιός του Βακχυλίδης. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη ορισμένων, αρκετοί στίχοι του στρέφονταν εναντίον των 2 ποιητών, που επιχειρούσαν να εξασφαλίσουν την εύνοια των σικελιωτών δεσποτών.
Μεγάλα ήτανε τα οικονομικά αλλά και τα καλλιτεχνικά οφέλη που αποκόμισε από τη παραμονή του στη Δύση, στις αυλές των ισχυρών ανδρών της Σικελίας. Ακολούθησε μια εξόχως δημιουργική περίοδος για κείνον, καθώς απ’ όλα τα μέρη του ελλαδικού χώρου υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τα έργα του, που μπορούσε πλέον να διεκδικεί τη 1η θέση ανάμεσα στους χορικούς ποιητές της εποχής του. Βεβαίως, δεν έλειψαν και τα ζηλόφθονα σχόλια για τα επιτεύγματά του, όπως κι οι κατηγορίες ότι ήτανε φίλος των δικτατόρων και παραμελούσε τη πατρίδα του. Στα τέλη της 10ετίας 480-470 π.Χ., στον κολοφώνα της δόξας του και μέσα στο κλίμα αισιοδοξίας που ‘χε καλλιεργηθεί μετά τη νίκη επί των Περσών, ο Πίνδαρος ύμνησε το μεγαλείο της Αθήνας: “Ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι, Ελλάδος έρεισμα, κλειναί Αθάναι, δαιμόνιον πτολίεθρον“. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι μεν Θηβαίοι τονε τιμώρησαν με πρόστιμο χιλίων δραχμών γι’ αυτόν τον έπαινο της μισητής πόλης, οι δε Αθηναίοι τον αντάμειψαν με προξενίαν (προνομιακή φιλική σχέση μεταξύ της αθηναϊκής πολιτείας κι ενός πολίτη άλλης πόλης) κι ένα μεγάλο τιμητικό ποσό.
Στα κατοπινά χρόνια, οι νέες σχέσεις του Πινδάρου δεν έχουν τελειωμό. Ανάμεσα στους νικητές των αγώνων που ήθελαν να εξασφαλίσουν ένα μνημείο της επιτυχίας τους με το τραγούδι του συγκαταλέγονται Ρόδιοι, Κορίνθιοι, αλλά κι ο Αρκεσίλαος Δ’, βασιλιάς της Κυρήνης, της ακμαίας ελληνικής πόλης της Λιβύης. Ο τελευταίος είχε νικήσει με το άρμα του στους Δελφούς το 462 π.Χ., κι ο Πίνδαρος ύμνησε το γεγονός με 2 ωδές: η μια (5ος Πυθιόνικος) προοριζότανε για τον πανηγυρισμό της νίκης στη Κυρήνη, στη γιορτή του δωρικού Καρνείου Απόλλωνα, κι η άλλη (4ος Πυθιόνικος) τραγουδήθηκε στη γιορτή που έλαβε χώρα στο παλάτι. Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αποτέλεσε η σταθερή φιλική σχέση του Πινδάρου με την Αίγινα. Ύμνησεν επανειλημμένως αιγινήτες νικητές κι οι τελευταίες λέξεις που ακούσαμε από αυτόν -8ος Πυθιόνικος, το 446 π.Χ.- αφορούσανε στο αγαπημένο του νησί.
Στη τελευταία περίοδο της ζωής του πρέπει να παρακολουθούσε ανήσυχος τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς η αντίθεση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη γιγαντωνόταν. Μόνο 2 επινίκια, ο 4ος Ολυμπιόνικος κι ο 7ος Ισθμιόνικος, είναι δυνατόν να τοποθετηθούνε σ’ αυτή τη περίοδο, που στη διάρκειά της έζησε τη καταθλιπτική κυριαρχία της Αθήνας στη Βοιωτία (μετά τη μάχη των Οινοφύτων, το 457 π.Χ.), αλλά και την αποκατάσταση της βοιωτικής ελευθερίας (μετά τη μάχη της Κορώνειας, το 447 π.Χ.). Δυστυχώς, τα υπολείμματα που έχουμε στη διάθεσή μας για τον Πίνδαρο είναι πενιχρά σε σχέση με τα 17 που εξέδωσε την εποχή των Αλεξανδρινών ο περίφημος γραμματικός Αριστοφάνης ο Βυζάντιος. 11 βιβλία ποιημάτων είχανε σχέση με τη λατρεία (Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα), ενώ σώζονταν ακόμη Εγκώμια και Θρήνοι, από ένα βιβλίο για το κάθε είδος, καθώς και 4 βιβλία Επινικίων.
Οι Αλεξανδρινοί κατέταξαν τα Επινίκια του Πινδάρου σε Ολυμπιονίκους, Πυθιονίκους, Νεμεονίκους κι Ισθμιονίκους, βάσει των πανελληνίων αγώνων στους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι νίκες που εξυμνεί ο ποιητής. Έτσι, εκδοθήκανε 4 βιβλία Επινικίων, δηλαδή από 1 τόσο για τους μεγάλους αγώνες της Ολυμπίας και των Δελφών, που διεξάγονταν κάθε 4 χρόνια, όσο και για τους μικρότερους της Νεμέας και του Ισθμού της Κορίνθου, που επαναλαμβάνονταν κάθε 2 χρόνια. Ο χορός τραγουδούσε αυτά τα τραγούδια με αυλό και λύρα στον εορτασμό της νίκης στη πατρίδα, σπανίως δε στον τόπο της επιτυχίας. Καμμιά φορά τα Επινίκια εκτελούνταν μονωδικά με συνοδεία λύρας, ύστερα από τη γιορτή. Ο Πίνδαρος έγραψε χορικές αρκετών τύπων. Σύμφωνα με τους βιογράφους της ύστερης αρχαιότητας αυτές οι ωδές ταξινομήθηκαν από τους λόγιους της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας σε είδη:
Ύμνοι, 1 βιβλίο
Παιάνες, 1 βιβλίο
Διθύραμβοι, 2 βιβλία
Προσόδια[3], 1 βιβλίο
Παρθένια, 3 βιβλία, (περί των νεαρών γυναικών)
Υπορχήματα 1 βιβλίο, (υποστηρικτικά χορού)
Εγκώμια, 1 βιβλίο
Θρήνοι, 1 βιβλίο
Επινίκια, 4 βιβλία
Από αυτό το εκτενές corpus μόνον οι επινίκιες ωδές έχουν διασωθεί πλήρεις. Οι υπόλοιπες είναι γνωστές μόνον από παραπομπές άλλων συγγραφέων ή σπαράγματα παπύρων που ανακαλύφθηκαν στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου.
Ολυμπιόνικοι
Νεμεόνικοι
Πυθιόνικοι
Ισθμιόνικοι
Ρητά
Ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς.
Καλλίτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.
Λίγοι μένουν πιστοί την ώρα του πόνου.
Ο Χρόνος είναι ο πατέρας όλων.
Μικρός ανάμεσα σε μικρούς, θα γίνω μεγάλος ανάμεσα σε μεγάλους.
Το άριστον είναι το νερό.
Η κινητήρια δύναμη του πολέμου είναι ο χρυσός.
Εναντίον του εχθρού, αφού είναι εχθρός, θα ορμήσω σαν λύκος.
Γιατί πολλά, για πολλά λέγονται.
Τα λόγια ζούνε περισσότερο από τις πράξεις.
Τέλειωνε γρήγορα.
Ο πόλεμος φαίνεται γλυκός σ’ αυτούς που δεν έχουν την εμπειρία του.
Γίνε αυτό που ξέρεις πως είσαι.
Ακόνιζε πάντοτε τη γλώσσα σου στο ακόνι της αλήθειας.
Απατάται ο άνθρωπος, όταν ελπίζει ότι οι πράξεις του θα ξεφύγουν της προσοχής του Θεού.
Η αρετή που επαινείται μεγαλώνει σαν δέντρο.
Κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι απαλλαγμένος από τις δουλειές της ζωής. Ούτε και θα ‘ναι ποτέ.
Ο Θεός παρακολουθεί και τον δίκαιο και τον κακό, και κανένας ασεβής ποτέ δεν ξέφυγε την προσοχή του.
Οι ελπίδες είναι τα όνειρα όσων δεν κοιμούνται.
Το έθιμο είναι ο βασιλιάς όλων.
Όποιος βρει το δρόμο της αλήθειας με τη δική του προσπάθεια, θα έχει την ευλογία των θεών. Ανάλογα με τις εποχές υπάρχουν ρεύματα βίαιων ανέμων. Όταν η ευτυχία του ανθρώπου είναι υπερβολική, δεν βαστάει πολύ καιρό.
Φρόντιζε να μη παραχαιδεύεις τις λύπες.
Να είσαι παιδί με τα παιδιά, άνδρας με τους άνδρες, γέρος με τους γέρους και να προσαρμόζεσαι σ’ όλες της ηλικίες της ζωής, αυτό είναι το ταλέντο του σοφού ανθρώπου.
Ο φθόνος της ευτυχίας δεν είναι μικρός.
Όταν η καρδιά χαίρεται, το πρόσωπο λάμπει.
Η αρετή λάμπει με διαύγεια.
Είναι αδύνατον να αλλάξει ο έμφυτος χαρακτήρας της αλεπούς ή του λιονταριού.
Να αρκείσαι στην τύχη του παρόντος.
Όλα γιατρεύονται, φτάνει να μη χαθεί η ελευθερία.
Τα Ποιήματα
Ισθμιονίκων Κλεάνδρω Αιγινήτη, παγκρατίω
Στον Κλέαντρο και στη νιότη του
ας πάμε, ώ νέοι, τ’ άξια των μόχτων του λύτρα
και μπρός στα λαμπρά του πατέρα του
του Τελεσάρχου τα πρόθυρα
το γιορτινό το τραγούδι ας του υψώσομε,
πλερωμή για τη νίκη του τα Ίσθμια
και για τ’ άθλα που στα Νέμεα κέρδισε.
Γι’ αυτόν κι απο μένα ζητούν,
αν κι έχω βαριά πληγωμένη καρδιά,
τη χρυσή να καλέσω τη Μούσα.
Μ’ αφού απ’ τα μεγάλα γλιτώσαμε πένθη,
σε στεφάνων ορφάνια ας μην πέσουμε
μην παραχαϊδεύεις τις λύπες
σε ανώφελους βάζοντας τέλος καημούς
και μετά απο τον πόνο
χαρούμενο ας βγάλουμε κάτι στη μέση,
μια και την πέτρα του Τάνταλου
που στο κεφάλι μας κρέμονταν,
την απόστρεψε κάποιος θεός απο πάνω μας,
για την Ελλάδα ένα μόχτον ατόλμητο.
Έτσι για μένα, κι ο φόβος που πέρασε
απ’ τη σκληρή μου την έγνια με λύτρωσε
Κάλλιο το τί ‘ναι στα πόδια σου μπρος
νά’χεις κάθε φορά να κοιτάς
γιατί άπιστος κρέμεεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω
και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους
μα τ’ άλλα εκείνα γιατρεύουνται, φτάνει
να μη χαθεί η λευτεριά.
Ο άντρας, του αξίζει να θρέφει γενναίες ελπίδες
κι εγώ της εφτάπυλης γέννημα Θήβας,
την ανθοκορφή των Χαρίτων χρωστώ
να προσφέρω στην Αίγινα πρώτα,
γιατ’ από ‘να πατέρα γεννήθηκαν δίδυμες
του Ασωπού θυγατέρες νεώτερες
κι απ’ το Δία πατέρα το ίδιο αγαπήθηκαν,
που τη μιά στης καλλίροης τις όχτες της Δίρκης
την κατάστησε δέσποινα πάλης φιλάρματης
και σένα, ω Αίγινα, φέρνοντας
στο νησί της Οινόπιας μαζί σου κοιμόνταν
και κεί του θεού του βαρύβροντου γέννησες
τον θεϊκόν Αιακό, που κανένας
σαν κι αυτόν δε γεννήθηκε κι άλλος στη γη,
που ως κι αυτών των θεών εξεδιάλυνε δίκες.
Κι έτσι ισόθεοι γιοί του και παιδιών του παιδιά
ξεχωρίζαν απ’ όλους, μ΄αντρεία πολεμόχαρη
να κυβερνούνε χαλκόβροντες
πολυστέναχτες μάχες
και μαζί ‘χανε γνώση και φρόνηση νού.
Όλ’ αυτά των μακάρων θυμόνταν η Σύναξη,
όταν ο Δίας κι ο λαμπρός Ποσειδώνας
για το γάμο της Θέτιδας μάλωσαν,
που κι οι δυό των την ήθελαν,
δαμασμένοι απ’ τον έρωτα,
να την έχουν ωραία των γυναίκα.
Μα δεν τους αφήσανε οι αθάντες
βουλές των θεών να τελειώσουν το γάμο,
όταν ακούσαν τα θέσφατα
που τους είπε η βαθύβουλη Θέμη στη μέση:
Πώς ήταν γραμμένο
άρχοντα γιό να γεννήσει του πόντου η Θεά
κι απ’ τον πατέρεα του ακόμα καλύτρο,
που θα τινάζει το χέρι του βέλος τρανύτερο
κι απο τον κεραυνό
κι απο την τεράστια την τρίαινα,
αν κοιμηθεί με το Δία
ή με κανένα του Δία αδερφό.
“Μά παύσατε αυτά και κρεβάτι ας της λάχει θνητού
και το γιό της να δει σκοτωμένο σε μάχη,
γιό, που δεύτερος Άρης θε νά’ναι στα χέρια
κι αστραπή στα γοργά του τα πόδια.
Είναι η γνώμη μου εμένα, στον Πηλέα την τιμή
του θεοχάριστου αυτού γάμου να κάμουμε,
στον Πηλέα του Αιακού, που η χώρα, όπως λέγουν,
της Ιωλικώς ευσεβέστατο θρέφει.
Κι ας παν τα μηνύματ’ αμέσως
στου Χείρωνα τ’ άφθαρτο το άντρο,
μηδ’ ας βάλει ξανά του Νηρέα η θυγατέρα
της αμάχης τους ψήφους στα χέρια μας
μα όταν θα φτάσει η ολοφέγγαρη νύχτα,
στον ήρωα ας λύσει
της παρθενιάς το χρυσό χαλινάρι”.
Αυτά είπε η θεά στους Κρονίδες
και κείνοι τα δέχτηκαν μ’ ένα
απ’ τ’ αθάνατα βλέφαρα νεύμα
κι ουδέ χαμένος των λόγω της πήγε ο καρπός,
γιατί σύμφωνοι, λέγουν οι δυό βασιλιάδες
της Θέτιδας το γάμο φρόντισαν μαζί.
Κι έτσι απ’ το στόμα σοφών ποιητών
κι οι άμαθοι μάθαν του νιού του Αχιλλέα την αντρεία,
που έρανε με το Τηλέφου το μαύρο το αίμα
τ’ αμπέλια του Μύσιου του κάμπου,
και στους Ατρείδες γεφύρωσε
του γυρισμού των τους δρόμους
και την Ελένη λευτέρωσε, κόβοντας
με το σπαθί του της Τροίας τα νεύρα,
που τόνε μπόδιζαν κάθε φορά που στον κάμπο
πολύνεκρη αρμάτωνε μάχη,
τέτοιοι, σαν τον αντρείο το Μέμνονα
και τον αγέρωχον Έχτορα
κι άλλοι πολλοί πολεμάρχοι
που όλους αυτούς προβοδώντας
στα δώματα της Περσεφόνης
των Αιακιδών το καμάρι ο Αχιλλέας
την Αίγινα λάμπρυνε και της γενιάς του τη ρίζα.
Έτσι κι ούτε σαν πέθανε του’λείψαν οι ύμνοι
μα οι Ελικώνιες παρθένες
στην πυρά του σταθήκανε γύρω
και με πολύφημους θρήνους τον έραναν
γιατ’ οι αθάνατοι θέλησαν
και νεκρό τον υπέροχον ήρωα
με θεών να τιμήσουνε ύμνους.
Γι’ αυτό έρχεται ο λόγος και τώρα
κι ορμή των Μουσών το άρμα παίρνει, να ψάλομε
του Νικοκλή του πυγμάχου τη μνήμη.
Φέρετέ του τιμή που στου Ισθμού την κοιλάδα
των δωρικών αξιώθηκε τ’ άθλα σελίνων
γιατί και κείνος τους περίοικους νίκησε
μια φορά, με τα χέρια ταράζοντας τ’ άφευχτα.
Μά δεν τον ντροπιάζει
και τ’ άξιου η γενιά πατραδέρφου του
κι ας πλέξουν λοιπόν για τον Κλέαντρο
οι συνομήλικοι οι φίλοι του
στεφάνι μυρτιάς ζηλευτό για τη νίκη του
γιατί και πριν του Αλκαθόου ο αγώνας
και στην Επίδαυρο η φίλαθλη νιότη
με θρίαμβό του τον δέχτηκε
κι έτσι έχουν να υμνούν τ’ όνομά του οι καλοί,
που δεν έθαψε μες σε μια τρύπα τα νιάτα του
στου καλού τον αγώνα αδοκίμαστος.
μτφρ.: Γιάννης Γρυπάρης