ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτό το άρθρο θα ‘ναι λιγάκι διαφορετικό απ’ τα προηγηθέντα κατά καιρούς εδώ. Χρησιμοποιώντας σαν όχημα Λατίνο ποιητή του 4ου αι. μ.Χ., τον Αυσόνιο, θα επιχειρήσει να ακουμπήσει και 2 σημαντικά θέματα στη συγγραφή αλλά και τη ποίηση, που παίξανε, παίζουνε και θα παίζουνε πάντα, σημαντικό ρόλο: τη Μετάφραση και το Προοίμιο. Είναι το κατάλληλο όχημα μάλιστα γιατί κι ο ίδιος ήσκησε μετάφραση κι επίσης ήταν απ’ τους 1ους μεγάλους μαστόρους στο λογοτεχνικό Προοίμιο. Υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος που επιλέχθηκε ο Αυσόνιος κι είναι γιατί δυστυχώς -ακόμα τουλάχιστον- δεν έχω παρά ελάχιστα δικά του έργα να παραθέσω. Βλέπετε η ρήξη μου με τα λατινικά στο σχολείο ήρθε με την είσοδο και του συντακτικού στην εξίσωση, έτσι ο 1ος ερωτικός ενθουσιασμός που μ’ είχε συνεπάρει με δαύτα, κατέρρευσε σα χάρτινος πύργος. Έτσι δε μπορώ να μεταφράσω και να βάλω έργα του εδώ, αν κι έχω κάμποσα στα λατινικά. Αυτά λοιπόν, ανακεφαλαιώνω: Μετάφραση, Αυσόνιος, Προοίμιο, είναι τα σημερινά θέματα, πάμε και καλό διάβασμα. Π. Χ.
================================================
ΓΕΝΙΚΑ & ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ:

Ο Δέκιμος Μάγνος Αυσόνιος (Decimus Magnus Ausonius) ήτανε Λατίνος (θεωρητικά είναι ο 1ος Γάλλος ποιητής της παγκόσμιας λογοτεχνίας) ποιητής, συγγραφέας, πολιτικός, στρατιωτικός και δάσκαλος της ρητορικής στο Μπορντώ στη Γαλλία. Για ένα διάστημα διετέλεσε δάσκαλος του μελλοντικού αυτοκράτορα Γρατιανού, ο οποίος αργότερα του απένειμε το αξίωμα του Υπάτου. Θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ελληνολατινικής παιδείας στη Γαλλία του 4ου αι. μ.Χ., αν κι ο ίδιος παραδέχεται πως κατά τα παιδικά του χρόνια δεν επέδειξε την απαραίτητη προσήλωση στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας (το γεγονός αυτό ίσως σχετίζεται και με το ταπεινό πατρικό γενεαλογικό του δέντρο, καθώς ο παππούς του ήταν ελληνικής καταγωγής απελεύθερος δούλος, γιατρός στο επάγγελμα, όπως κι ο πατέρας του), εξαιτίας της νωθρότητας και της επιπολαιότητας που το νεαρό της ηλικίας επιφέρει: obstitit nostrae quia, credo, mentis / tardior sensus neque disciplinis / adpulit Graecis puerilis aevi / noxius error. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως σ’ όλες τις περιοχές του ρωμαϊκού κράτους που είχαν υψηλό πολιτισμό, έτσι και στη Γαλλία της Ύστερης Αρχαιότητας (Γαλατία) τα ελληνικά και τα λατινικά βρίσκονταν το ‘να πλάι στ’ άλλο. Οι Ρωμαίοι, κυρίως όσοι ανήκανε σ’ ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αναγνωρίζανε τη σπουδαιότητα και την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας, γι’ αυτό και μεριμνούσανε για την εκμάθησή της, προκειμένου να εμπλουτίσουνε τη μόρφωσή τους.
Έτσι κι ο Αυσόνιος απ’ το Μπορντώ, γραμματικός & ρήτωρ, δεν θα μπορούσε ν’ απέχει απ’ αυτή τη πρακτική, καθώς οι 2 επιστήμες προϋπέθεταν την άριστη γνώση και των 2 γλωσσών. Με όχημα λοιπόν τη διγλωσσία αυτή, ο Αυσόνιος ανέλαβε σπουδαία διδακτικά και διοικητικά καθήκοντα, ενώ παράλληλα υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας με ευρύτητα και ποικιλία ενδιαφερόντων. Η ποιητική παραγωγή του μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλες κατηγορίες: η 1η περιλαμβάνει ποιήματα προσωπικού χαρακτήρα, που βασίζονται σε περιγραφές κι αναμνήσεις του ποιητή· ως τέτοια, ανταποκρίνονται περισσότερο στο ποιητικό ένστικτο και τις προσδοκίες του αναγνώστη. Η 2η ανήκει σε εντελώς διαφορετικό λογοτεχνικό πλαίσιο και για τον λόγο αυτό ξενίζει τον αναγνώστη. Πρόκειται για ποιήματα που φανερώνουν τη διάθεση του ποιητή να ‘παίξει’ με λέξεις και με στίχους, προκειμένου με κόπο να δημιουργήσει κάτι καινούριο. Στη προσπάθειά του αυτή προσλαμβάνει συχνά στοιχεία από τη προγενέστερη κλασσική ποιητική παράδοση, τα αναδιαμορφώνει και τα προσαρμόζει στα δικά του δεδομένα, εγκαινιάζοντας ένα κλίμα έντονης διακειμενικότητας.
Ωστόσο αν κι ο ίδιος δηλώνει στους Professores του πως σα μαθητής δυσκολεύτηκε πολύ να μάθει ελληνικά, η κατοπινή του επίδοση προκαλεί ξάφνιασμα και θαυμασμό, αν μελετήσει κανείς όχι μόνο τα επιγράμματά του γενικά, αλλά κι αυτά που είναι γραμμένα εξολοκλήρου στα ελληνικά ή εν μέρει στα ελληνικά, δηλαδή με διαδοχική εναλλαγή ελληνικών και λατινικών στίχων ή ακόμα κι αυτά που περιέχουνε μεμονωμένες ελληνικές λέξεις ή φράσεις. Εκτός από τα επιγράμματα, την ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί ο Αυσόνιος και στις Επιστολές του. Το πόσο τελικά τον άγγιζε τόσο ή λατινική όσο και η ελληνική Μούσα φαίνεται από τους 3 πρώτους στίχους της έμμετρης επιστολής του προς το ρήτορα Axius Paulus, γραμμένη σε ελληνολατινικούς στίχους.: Ἑλλαδικῆς μέτοχον Μούσης Latiaeque camenae / Ἄξιον Αὐσόνιος sermone adludo bilingui. / Musae, quid facimus?
Με το εγχείρημά του αυτό εντάσσεται όχι μόνο στη μακρά παράδοση του επιγράμματος ως λογοτεχνικού είδους, αλλά και στη παμπάλαιη παράδοση της μετάφρασης, που θεωρείται άλλωστε ρωμαϊκή επινόηση. Είναι αλήθεια πως οι Ρωμαίοι όχι μόνο επινοήσανε τη μετάφραση στη προσπάθειά τους να δημιουργήσουνε δική τους λογοτεχνία μες από τη συνειδητή πρόσληψη της ελληνικής γραμματείας, αλλά και διατύπωσαν νομοτελειακά τους 1ους γόνιμους προβληματισμούς γύρω από τη μεταφραστική θεωρία και πράξη. Ολόκληρη η περίοδος της Αρχαιότητας, ιδωμένη πάντα υπό το πρίσμα της μεταφρασεολογίας, απετέλεσε πεδίο ζυμώσεων κι αναζητήσεων, που οδηγήσανε σε καινοτόμες ιδέες περί του πώς δει μεταφράζειν. Η μετάφραση έγινε σταδιακά μία από τις πιο συνηθισμένες πρακτικές λογοτεχνικής δημιουργίας στη Ρώμη και συστατικό στοιχείο της λατινικής λογοτεχνικής παραγωγής. Για τους μεταφραστές της Αρχαιότητας η μετάφραση συνιστά πράξη πατριωτική, σημαίνει κατάκτηση των νοημάτων που έχουν εκφραστεί σε μία γλώσσα και την υπαγωγή τους σε κατάσταση γραμματικής αιχμαλωσίας στους νόμους και τη ρητορική μιας άλλης. Ειδικά για το Ρωμαίο η μετάφραση ενέχει σκοπούς εθνικούς ή ιμπεριαλιστικούς κι ως κατάκτηση οδηγεί στην ολοκλήρωση της ρωμαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας διαμέσου της μεταφοράς των τεχνών της ελληνικής σοφίας στη γλώσσα των Ρωμαίων.
Πρώτος ο Berschin το 1998, συζητώντας για τις αριστοτελικές μεταφράσεις του Βοηθίου, παρατήρησε πως ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος της Ύστερης Αρχαιότητας πρέσβευε τη παλαιά αντίληψη των κλασσικών χρόνων ότι με τη μετάφραση επιτελείται μια κατάκτηση, μια πατριωτική πράξη. Είναι γνωστή η αντίληψη του Κικέρωνα περί κατακτητικής διαρπαγής της φιλοσοφίας και μεταφοράς της στη Ρώμη κατά τον ίδιο τρόπο που και οι πρόγονοι με κόπο και προσπάθεια υπέταξαν τον κόσμο. Η αρχή έγινε με τη μετάφραση της ομηρικής Οδύσσειας από τον Λίβιο Ανδρόνικο, περίπου στα 250 π.Χ. Έτσι ο Λίβιος διασκεύασε με δημιουργικό πνεύμα το κείμενο χρησιμοποιώντας αρχαϊσμούς και κυρίως αντικαθιστώντας τις ελληνικές ιδέες με ρωμαϊκές. Οι κωμικοί ποιητές Πλαύτος και Τερέντιος εφαρμόσανε ριζοσπαστικές πρακτικές κατά τη μεταφορά των ελληνικών κωμωδιών, με τον 2ο ιδίως να πρωτοτυπεί εισάγοντας τις τεχνικές της contaminatio και του εκρρωμαϊσμού. Στο ίδιο πνεύμα κινείται ασφαλώς κι ο εισηγητής της μεταφραστικής θεωρίας στη Δύση, Κικέρων, που στο έργο του De Οptimo Genere Οratorum (14-15) προκρίνει την ad sensum (γραπτή δομή στην οποία η εξήγηση μιας λέξης καθορίζεται από τη σημασιολογία της λέξης ή των λέξεων με τις οποίες συσχετίζεται, κατά παράβαση του ό, τι απαιτείται από την ερμηνεία καθαυτή) έναντι της ad verbum (κατά λέξη μετάφραση) μετάφρασης δηλώνοντας με σαφήνεια ότι βασική επιδίωξή του ήταν η ένταξη του μεταφραζόμενου κειμένου στο πεδίο της λατινικής λογοτεχνίας κι υπονοώντας σταθερά πως οι μεταφράσεις πραγματοποιούνται προς όφελος όχι της μεταφραζόμενης γλώσσας, αλλά της μεταφραστικής, δηλαδή της λατινικής. Τη μεταφραστική γραμμή του ακολούθησαν επίσης οι Ναίβιος, Έννιος, Πακούβιος, Καικίλιος Στάτιος, αλλά κι αργότερα ο Κάτουλλος (Carmina 66) αποδίδοντας ελεύθερα το ποίημα του Καλλιμάχου, Βερενίκης Πλόκαμος. Ο τελευταίος μάλιστα διασκέυασεν επίσης στο Carmina 51 και τη περίφημη σαπφική ωδή “φαίνεται μοι κήνος ίσος θεοίσιν/ έμμεν’ ώ νηρ…”. —>
Carmina 51
Στα μάτια μου θεός φαντάζει εκείνος,
κι αν είναι όσιο, κι από θεός πιο πάνω,
κείνος που αντίκρυ σου στέκεται κι ολοένα
σε βλέπει και σ’ ακούει να γλυκογελάς.
Αχ Θεοί! Αλίμονο, αλίμονο σε μένα,
γιατί έχασα, Λεσβία μου, τα λογικά,
μόλις σε δώ δε μου απομένει πια λαλιά,
Παγώνει η γλώσσα μου και σ΄ όλα μου τα μέλη
λεπτή μαίνεται φλόγα, και τ’ αυτιά
μου κουδουνίζουνε, και πια νυχτιά
μου σκέπει δίδυμη, τα μάτια.
Η αδράνεια, Κάτουλλε, οχληρή σου ‘ναι.
Από αδράνεια αναπηδάς υπέρβολος γαυριάς.
Η αδράνεια έσβησε παλιά και βασιλιάδες
πάλαί ποτε κι ευτυχισμένες πολιτείες. Κάτουλος
Ο Κικέρων καταδικάζει τη κατά λέξη μετάφραση και χαρακτηρίζει τους μεταφραστές με γλωσσικήν ένδεια (nec tamen exprimi verbum e verbo necesse erit, ut interpretes indiserti solent), αποδέχεται τη χρήση περισσότερων της μιας λατινικών λέξεων για να αποδώσει μία ελληνική (equidem soleo etiam quod uno Graeci, si aliter non possum, idem pluribus verbis exponere), ενώ συμβιβάζεται και με τη χρήση ελληνικών λέξεων στη μετάφραση, αν δεν υπάρχει αντίστοιχος λατινικός όρος (et tamen puto concedi nobis oportere ut Graeco verbo utamur, si quando minus occurret Latinum). Ο δε Οράτιος στην Ars Poetica 133-134, καταδικάζει επίσης τη κατά λέξη μετάφραση αναφέροντάς τη σαν στείρα μίμηση.
Ο Αυσόνιος ζει και συνθέτει τα επιγράμματά του σ’ εποχή που συνυπάρχουνε 2 μεταφραστικές τάσεις, η ad verbum που οι χριστιανοί εφαρμόζουνε στα θεολογικά κείμενα κι η ad sensum του Ιερώνυμου ως συνεχιστή του Κικέρωνα. Ο Αυσόνιος δίνει τη μεταφραστική του γραμμή στον εισαγωγικό του χαιρετισμό προς τον αναγνώστη της συλλογής Epitaphia Ηeroum Qui Bello Troico Interfuerunt: “quae antiqua cum aput philologum quendam repperissem, Latino sermone converti, non ut inservirem ordinis persequendi [studio], set ut cohercerem libere nec aberrarem”. Ο ποιητής δηλώνει ρητά ότι μετέφρασε στα λατινικά τα αρχαία ποιήματα που βρήκε στη κατοχή κάποιου λογίου χωρίς να ακολουθήσει κατά γράμμα το πρωτότυπο ώστε να υποδουλωθεί σε αυτό, αλλά επιχειρώντας ελεύθερη παράφραση, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από την κεντρική ιδέα. Η τοποθέτησή του αυτή είναι αποκαλυπτική για τη μεταφραστική του θεωρία και τονε συντάσσει με τη κικερώνεια αντίληψη περί μετάφρασης, εφόσον κάνει λόγο για αποφυγή της δουλικής μίμησης του προτύπου κι επιδίωξη μιας ελεύθερης διασκευής. O σύγχρονος του Αυσονίου, μαθητής και φίλος του, Paulinus από τη Nola στην Επιστολή του 46.2 προβληματίζεται γύρω από την ιδανική μετάφραση κι υποστηρίζει πως αυτή πρέπει να αποδίδει και τις λέξεις · όταν όμως αυτό δεν είναι εφικτό, τότε θα πρέπει κανείς να αποδίδει το νόημα κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο: quod…exprimere verba non potui, sensu potius…transtulerim.
Ο Αυσόνιος δεν είναι ο μόνος που τη περίοδο αυτή ασχολείται με το επίγραμμα είτε συνθέτοντας δικά του είτε μεταφράζοντας ελληνικά πρωτότυπα. Ο σύγχρονός του Naucellius επιμελείται τη συλλογή Epigrammata Bobiensia, μες στην οποία υπάρχουνε και μεταφράσεις ελληνικών επιγραμμάτων κοινές με τον Αυσόνιο, προσφέροντας έτσι ενδιαφέρουσες μεταφραστικές συγκρίσεις κι αντανακλώντας θαυμάσια το πολιτιστικό επίπεδο της μορφωμένης υψηλής κοινωνίας του 4ου αι. μ.Χ.: κατά κανόνα, οι μεταφράσεις του Αυσονίου είναι προϊόντα ελεύθερης επεξεργασίας, σε αντίθεση με τα επιγράμματα Bobiensia που ακολουθούν μια πιο συντηρητική γραμμή αποδίδοντας με μεγαλύτερη πιστότητα το κείμενο αφετηρίας.
Ο πρώτος που επιχείρησε μία συστηματική μελέτη της μεταφραστικής τεχνικής του Αυσονίου ήταν ο Benedetti με το έργο του La Tecnica Del ‘Vertere’ Negli Epigrammi Di Ausonio. Στην εισαγωγή της μελέτης του διαχωρίζει τον μεταφραστικό τρόπο του Αυσονίου από αυτόν των μεταφραστών της αρχαϊκής εποχής, γιατί θεωρεί πως ζουν και δρουν σε εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον: για τον ποιητή της αρχαϊκής περιόδου σκοπός της μετάφρασης ήταν να προσεγγίσει και να καταστήσει κατανοητές τις ιδέες και τις σκέψεις του ελληνικού κειμένου στον ρωμαϊκό κόσμο. Αντίθετα, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, οι δύο κόσμοι, ελληνικός & ρωμαϊκός, δε διαφέρουν πολύ κι η ποίηση των επιγραμματοποιών τους οποίους μεταφράζει ο Αυσόνιος τείνει να λάβει χαρακτήρα οικουμενικό, οπότε κι απουσιάζουνε σαφείς αναφορές στον ελληνικό τρόπο ζωής. Επιπλέον, τα θέματα τώρα έχουν εξαντληθεί από τη συνεχή επανάληψή τους, με αποτέλεσμα η προσοχή να είναι περισσότερο στραμμένη στο χρωματισμό της σκέψης παρά στην ίδια τη σκέψη. Επομένως ο Benedetti υποστηρίζει πως στη περίπτωση του Αυσονίου δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για εκρρωμαϊσμό σκέψης κι ιδεών, σαν αυτόν που αποτυπώνεται στις μεταφράσεις των 1ων χρόνων της Αρχαιότητας. Ωστόσο, δέχεται έναν εκρρωμαϊσμό υφολογικό, τεχνικής και γλωσσικών επιλογών στις μεταφράσεις του Αυσονίου κι αυτό ακριβώς επιχειρεί να αποδείξει μες από τη συγκριτική αντιπαραβολή ελληνικού και λατινικού κειμένου. Αντλεί το υλικό αποκλειστικά από τη συλλογή Epigrammata de diversis rebus (κι εδώ προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως δεν περιλαμβάνει στη μελέτη του τα Epitaphia, παρόλο που σε αυτά προτάσσει ο Αυσόνιος τη μεταφραστική γραμμή του) και το κατανέμει με μεταφραστικά κριτήρια σε 4 κεφάλαια: στο 1ο εντάσσει τις ελεύθερες αποδόσεις (libere versioni), στο 2ο τα επιγράμματα που συντέθηκαν με τη τεχνική της contaminatio, δηλαδή με τη χρήση 2 ή περισσότερων προτύπων (epigrammi contaminati), στο 3ο αυτά που μεταφράζονται κι από τα Epigrammata Bobiensia και στο 4ο αυτά που αποτελούν πιθανές μεταφράσεις από τα ελληνικά (presunte traduzioni dal greco).
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα ελληνικά πρότυπα του ποιητή εντοπίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στη ΠΑ του Κεφαλά, τη σημαντικότερη συλλογή ελληνικών επιγραμμάτων, που ωστόσο τοποθετείται χρονικά στον 9ο αι. μ.Χ. κι είναι κατά συνέπειαν μεταγενέστερη του Αυσονίου. Επομένως, η αναζήτηση της ελληνικής πηγής του αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο δρόμος της αναγνώρισης του ελληνικού επιγράμματος ως λογοτεχνικού είδους και της σταδιακής του οργάνωσης σε σώματα συλλογών -με αποκορύφωμα τη ΠΑ- υπήρξε μακρύς και περίπλοκος. Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του Αυσονίου όμως σίγουρα υπήρξεν ο διορισμός του το 364 ως tutor του μελλοντικού αυτοκράτορα Γρατιανού, καθώς κι η ανάληψη της υπατείας το 379. Συμπερασματικά ο Αυσόνιος, ως η κορυφαία ποιητική μορφή του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, συνεχίζει με τα επιγράμματά του τη μακρά παράδοση όχι μόνο της μετάφρασης, όπως αυτή προσδιορίστηκε κι οριοθετήθηκε με κύριο εκφραστή τον Κικέρωνα, αλλά και του επιγράμματος ως λογοτεχνικού είδους.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στα Βουρδίγαλα (ή Βορδίγαλα) στη Γαλατία, το σημερινό Μπορντώ, το 310 μ. Χ.. Ήταν ελληνικής, αλλά κι αριστοκρατικής, καταγωγής κατά το ήμισυ. Ο πατέρας του ήταν αξιόλογος γιατρός ελληνικής καταγωγής, ενώ η μητέρα του καταγότανε κι από τους δύο γονείς της από αριστοκρατικές οικογένειες της νοτιοδυτικής Γαλατίας. Μαζί με τους γονείς του, Ιούλιο κι Αιμιλία, κατοικούσαν στη πόλη Bazas σε μιαν αριστοκρατική κοινωνία, όπου οι δραστηριότητες κι οι πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν έμελλε να αποτυπωθούν στις σελίδες του ποιητή. Στα σχολεία του Μπορντώ μορφώθηκε κι ο Αυσόνιος, ενώ σε μικρή ηλικία τράβηξε τη προσοχή του θείου του Αρβορίου, ενός σημαίνοντα ρήτορα, που τον πήρε υπό τη σκέπη του για να σπουδάσει στην Τουλούζη. Έλαβε αυστηρήν ανατροφή από τη θεία του και τη γιαγιά του, που αμφότερες είχανε τ’ όνομα Αιμιλία. Η εκπαίδευσή του υπήρξεν εξαιρετική, ιδίως στη Γραμματική και τη Ρητορική, αλλά έλεγε ότι η πρόοδός του στην ελληνική γλώσσα δεν ήταν ικανοποιητική. Μετά το πέρας των σπουδών του στα Βορδίγαλα και στη Τολώση (σημ. Toulouse) εξασκήθηκε για λίγο ως δικηγόρος, αλλά προτιμούσε να διδάσκει.
Οι λεπτομέρειες για τη ζωή και την οικογενειακή κατάσταση στην περίπτωση του Αυσονίου θεωρούνται αξιομνημόνευτες για 2 βασικούς λόγους: 1ον γιατί η οικογένεια του ποιητή αποτελούσε παράδειγμα της γαλατικής αριστοκρατίας, επομένως φανερώνει και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σε μια περίοδο που βρισκότανε στο μεταίχμιο κι ανάμενε τη νέα θρησκεία, και 2ον το βιογραφικό υλικό του συσσωρεύεται στα γραπτά του κι αποτελεί τη βασική πηγή πληροφόρησης που έχουμε για τη πορεία του, όσο αντικειμενική μπορεί να θεωρηθεί.
Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στο Praefationes I, πέρασε 30 χρόνια ως γραμματικός και ρήτορας, παρόλο που δεν είναι ξεκάθαρο πώς χωρίζεται αυτή η χρονική διάρκεια. Ξεκίνησε τη καριέρα του όταν ήταν μόλις 25 (335 μ.Χ.), πέρασε μέσω του cursus grammaticus σε rhetor έχοντας βέβαια και την επικουρία αρκετών συναδέλφων του. Ας σημειωθεί πως η θέση του ρήτορα-γραμματικού ήταν μία και μοναδική στα πανεπιστήμια της εποχής κι ο Αυσόνιος υπήρξε ένας από τους λίγους που κατείχε τη συγκεκριμένη θέση τα χρόνια 360-366 μ.Χ., κάτι βέβαια που αποτελούσε ύψιστη τιμή. Εργάστηκε αρκετά χρόνια στα δικαστήρια χωρίς ενθουσιασμό καθώς, όπως προκύπτει από τα λόγια του (Praefat. 1.17-18), η διδασκαλία του ταίριαζε περισσότερο. Έτσι καταξιώθηκε ως δάσκαλος, δούλεψε πολύ καλά τις σχολικές τεχνικές κι έγινε περιζήτητος παιδαγωγός.
Το 334 ίδρυσε σχολή ρητορικής στο Μπορντώ, που έγινε πολύ δημοφιλής. Η φήμη του ξεπέρασε τη πόλη του κι έτσι ο αυτοκράτορας Βαλεντινιανός τονε κάλεσε ν’ αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του Γρατιανού, όταν η αυτοκρατορική αυλή έδρευε στους Τρεβήρους (σημερινό Τριέρ). Εκτός από το μικρό πρίγκιπα, μαθητής αλλά και φίλος του υπήρξεν ο Παυλίνος* του Νόλα, η συχνή αλληλογραφία μεταξύ τους αναδεικνύει την ανθρώπινη φύση του ποιητή και τα συναισθήματα του, αλλά και τις ρητορικές τεχνικές οι οποίες από τον 1ο αι. δυνάμωναν την επιρροή τους και κέρδιζαν ολοένα και περισσότερους συγγραφείς. Άλλο ένα αξιοσημείωτο γνώρισμα της εποχής ήταν η καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Πιο έντονα κατά τον 4ο αι. εντοπίζεται μια μεταφραστική κινητικότητα από τα ελληνικά στα λατινικά, στην οποία πρωταγωνιστεί και διακρίνεται ο Αυσόνιος. Στα επιγράμματά του αποτυπώνεται η μία μεταφραστική τάση της μεταβατικής εποχής, ενώ τα δίγλωσσα ποιήματα του (ελληνο-λατινικά) αποδεικνύουν την τεχνική του δεξιότητα στη ποιητική σύνθεση.
* Ο Anicius Paulinus, όπως κι ο Αυσόνιος, ήταν γηγενής του Μπορντώ και καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Ο Αυσόνιος τον εκπαίδευσε με τις δικές του αρχές και κοντά του μυήθηκε στην στιχουργική. Παρακολούθησε την καριέρα του στα σχολεία, στην υπατεία και στην κυβέρνηση της Καμπανίας. Παρόλα αυτά ο Παυλίνος παντρεύτηκε μια πλούσια κυρία, τη Θερασία, κι ο Αυσόνιος θεώρησε πως αυτός ήταν ο λόγος της σιωπής του, καθώς μαζί αποσύρθηκαν στα κτήματα τους στην Ισπανία. Ο Αυσόνιος φαίνεται να έγραφε κάθε χρόνο στον Παυλίνο στην Ισπανία, όμως τα πρώτα 3 γράμματα έφτασαν μαζεμένα κι έτσι ο Παυλίνος έμεινε χωρίς νέα του για 3 χρόνια. Διασώθηκε μόνον 1 γράμμα του Αυσονίου από αυτά, στο οποίο παραπονιέται, επειδή ο φίλος του μένει σιωπηλός.
Η λεπτότητα, η στιλιστική χάρη κι η κομψότητα ήταν αρετές που κατείχαν οι προκάτοχοί του. Η ρητορική του διδασκαλία βασίστηκε πάνω στα παραδοσιακά κείμενα κι από αυτές τις αρχές ορμώμενος παρώτρυνε τους μαθητές του προς παραδειγματισμό. Η μούσα του ήταν το σχολείο και τη νέα θρησκεία την υποδέχτηκε με διαλλακτικότητα: “συμμορφώθηκε δηλαδή με ευπρέπεια”, όπως ακριβώς θα αντιδρούσε δείχνοντας σεβασμό στην παλαιά θρησκεία έναν αιώνα νωρίτερα. Ο Αυσόνιος δεν ήταν ποιητής χριστιανός, η ένταση της πίστης του δεν επηρέασε τη λογοτεχνική του προσωπικότητα, ενώ η ποίηση του μαρτυρά “το πορτρέτο ενός πεπαιδευμένου κοσμικού χριστιανού”. Πρόκειται για ένα “χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτιστικής ιστορίας μιας ύστερης φάσης της αρχαιότητας, η οποία προσβλέπει στη διατήρηση μάλλον του λαμπρού παρελθόντος παρά σε μια ανανέωση”. Με ένα παρόμοιο τρόπο θα πορευθεί και στις διαπροσωπικές του σχέσεις με τις δυνατές διασυνδέσεις να καθορίζουνε τη ζωή του ποιητή σε όλους τους τομείς.
Ένας επιπλέον παράγοντας που στιγμάτισε την καριέρα και το έργο του ήταν ο κύκλος του. Όπως αποδεικνύεται από τα γραπτά του κι ειδικότερα από τις Επιστολές, είχε συνάψει φιλίες κι ήτανε γνώριμος με σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής. Η θεσμική και κοινωνική διαστρωμάτωση των συνομιλητών του δεν μαρτυρεί μόνο το φάσμα της κοινωνικότητας , αλλά υπαγορεύει έναν τρόπο ζωής, μια στόχευση στη τέχνη και μια ιδεολογία. Τα άτομα που αλληλογραφούν με τον Αυσόνιο έχουνε διαφορετικές ιδιότητες, που βέβαια επηρεάζουνε στον ίδιο βαθμό διαφορετικές πτυχές του. Η προφανής διάκριση του περιβάλλοντος του μπορεί να καταγραφεί σε 3 επίπεδα: α) στην αυτοκρατορική αυλή, β) σε πρόσωπα με αξιώματα και μεγάλο πνευματικό υπόβαθρο (συνάδελφοι ποιητές, καθηγητές και πολιτικοί αξιωματούχοι) και γ) στο στενό κι οικογενειακό περιβάλλον.
Είναι γεγονός ότι αποτελεί σημαντικό παράδειγμα της κοινωνικής ευελιξίας που μπορούσε ν’ αποφέρει η λογοτεχνική διάκριση τον 4ο αι., θέση που προκύπτει κυρίως από τη σχέση που ‘χε με τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό και τον πρίγκηπα Γρατιανό, που δεν έμοιαζε διόλου με σχέση πελάτη προς πάτρωνα, ενώ ένα μέρος του έργου του μοιάζει σαν αποτέλεσμα εξάρτησης από την αυτοκρατορικήν αυλή. Όταν κλήθηκε από το Βαλεντινιανό να εγκαταλείψει την ήσυχη κι επαρχιακή του κοινωνία της εποχής του Θεοδοσίου και να μετακομίσει σα δάσκαλος του Γρατιανού στους Τρεβήρους, ήτανε σχεδόν βέβαιος γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν. Ξεκινώντας σταδιοδρομία στα δικαστήρια, οι έπαινοι κι οι τιμές δεν άργησαν να έρθουν· έγινε comes και quaestor sacri polatii, Ο Γρατιανόςλοιπόν σεβότανε πολύ το δάσκαλό του κι όταν ανέβηκε στο θρόνο τονε τίμησε με τους υψηλότερους τίτλους και τιμές, -αξίωμα του έπαρχου στη Γαλατία, στη Λιβύη και την Ιταλία (378 μ.Χ.)- με αποκορύφωμα το αξίωμα του υπάτου το 379.
Σε ένα γράμμα του ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος προς τον Αυσόνιο, ζητά από τον ποιητή ένα αντίγραφο των έργων του, του υπενθυμίζει πως “έχει την υποχρέωση ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα των καλλίτερων συγγραφέων“, ενώ αποκαλεί τον εαυτό του Αύγουστο και τον Αυσόνιο ποιητή της αυλής του! Εντούτοις στις επαφές του με τον Βαλεντινιανό η εξάρτηση αυτή δεν φαίνεται να ήταν μονομερής. Η φαινομενική ιδιοτέλεια του ποιητή εξασθενεί, αν πλάι στη μακρά ευχαριστήρια προσφώνηση προς το Γρατιανό, με την ευκαιρία της υπατείας του αντιπαραβληθεί με το διάταγμα που εξέδωσε ο Γρατιανός το 376 μ.Χ. στους Τρεβήρους, το οποίο ίσως υπαγορεύτηκε από τον Αυσόνιο ή γράφτηκε υπό την επιρροή του, καθιστώντας έτσι αυτή τη σχέση ανταποδοτική. Στο πλαίσιο αυτό ο Αυσόνιος θα συνθέσει Cento Nuptialis το 374 μ.Χ. για το γάμο του Γρατιανού.
Συμμετείχε δε, και σε μια στρατιωτική εκστρατεία κατά των Αλεμάνων το 375, και μετά του δωρήθηκε η Σουηβή σκλάβα Bissula ως μέρος της λείας (αργότερα της απεύθυνε ένα ποίημά του).
Οι Ρωμαίοι λογοτέχνες κυκλοφορούσαν έργα τους σε διευρυμένους ομόκεντρους κύκλους που αρχικά καθορίζονταν από τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, που κατά κανόνα επηρεάζονταν από τα λογοτεχνικά ερεθίσματα του γράφοντος κι από την κοινωνική τους θέση, παράγοντες που ρύθμιζαν έπειτα και τη φιλική τους σχέση. Ο Αυσόνιος επεδίωκε την αναγνώριση και την υστεροφημία, έτσι ο Θεοδόσιος, γνωρίζοντας τις πεποιθήσεις του ποιητή, του προσφέρει τις δέουσες φιλοφρονήσεις στην επιστολή του, Praef. 3.1-2: amor meus qui in te est et admiration ingenii atque eruditionis tuae. Επιπλέον το κοινό δέσιμο χάρη της φήμης δημιουργεί την ανάγκη στον Αυσόνιο να μνημονεύσει συναδέλφους καθηγητές του Μπορντώ. Θεωρεί πως για να κερδίσει κάποιος την αναγνώριση, οφείλει να την εντοπίσει στους ομοίους του και να την αναδείξει.
Οι συνομιλητές του Αυσονίου, που κατ’ επέκταση είναι και παραλήπτες των επιστολών που επισυνάπτονται τα γραπτά του, είναι αυστηρά επιλεγμένοι από τον ποιητή. Στη πορεία προς την αναγνώριση και τη φήμη οι κριτές του λογοτεχνικού προϊόντος, σε 1ο στάδιο δημοσίευσης, έπρεπε να κατέχουν σπουδήν αλλά και λογοτεχνικές αρετές. Έτσι, σπουδαία ονόματα της εποχής βρίσκονται σε φιλική και λογοτεχνική επαφή με τον ποιητή, όπως ο Σύμμαχος που ήταν ένθερμος οπαδός της παλαιάς τάξης πραγμάτων ή ο Συάγριος, ένας αξιωματούχος κι έπαρχος του 370 μ.Χ. που είχε πολλά κοινά με τον Αυσόνιο και καταγόταν από αξιομνημόνευτην οικογένεια, ο Δρεπάνιος Πάκατος ρήτωρ και συγγραφέας πανηγυρικών λόγων, αλλά και proconsul. Επίσης ο Γρηγόριος Πρόκουλος, που επαινείται από τον ίδιο τον Αυσόνιο για τη μόρφωση και τις ικανότητες του στον γραπτό λόγο, διετέλεσε praefectus praetorio στη Γαλατία το 383 μ.Χ., ενώ ο Σέξτος Πετρώνιος Πρόβος, ανθύπατος στην Αφρική το 358 μ.Χ. κι ύπατος επί Γρατιανού το 371 μ.Χ., πλούσιος ευγενής της εποχής, χαίρει της εκτίμησης αλλά και της υπερβολικής κολακείας του Αυσονίου.
Στο στενό και οικογενειακό του περιβάλλον ανήκουν ο συνάδελφος του, ρήτορας και ποιητής, Άξιος Παύλος κι ο γιος του Εσπέριος. Μόνον ένας πολύ καλός και γνώστης της ποιητικής τέχνης θα κατανοούσε τη προσωπική ποίηση του Αυσονίου. Ο Παύλος θα κληθεί να αξιολογήσει έργα με ερωτικό ή και πονηρό περιεχόμενο. Το Cento Nuptialis που συντέθηκε με αφορμή το γάμο του Γρατιανού και μετέφερε ‘άσεμνα’ νοήματα υπό τους κερματισμένους βεργιλιανούς στίχους, παρουσιάστηκε σε 2ο στάδιο στον Παύλο, για να λάβει την αναγνώριση που του άξιζε χωρίς παρεξηγήσεις. Για τον ίδιο λόγο ο Παύλος ξεχωρίζει από τη κοινήν αγέλη στο Bissula και σε πολύ οικείο λόγο τονε προτρέπει να διαβάσει τα ερωτικά γραπτά του, που κοκκινίζει στην ιδέα της δημοσιοποίησής τους, γι’ αυτό συστήνει στο φίλο ν’ απαλλαγεί από τη νηφαλιότητά του, προς τέρψη της ανάγνωσης. Το αίσθημα ντροπής του ποιητή είναι φανερό και στο Protrepticus ad Nepotem, εκεί επιζητεί απ’ το γιο του Εσπέριο τη συμβολή ενός ειλικρινούς κριτή απαλλαγμένου από κάθε προκατάληψη με δίκαιην αντιμετώπιση που βεβαια θα μείνει μεταξύ τους.
Ο Αυσόνιος ανέπτυξε μια καθόλου ευκαταφρόνητη πολιτική δραστηριότητα και σταδιοδρόμησε σε διάφορα αξιώματα. Εισήλθε στη γερουσία αρκετά χρόνια έπειτα από την επίσημη εκπαίδευση του και σε αυτόν τον τομέα τον προώθησε ο δάσκαλος του Τηβέριος. Αυτό ήταν κάτι σύνηθες. Το απρόβλεπτο ήταν ότι εισχώρησε στη γερουσία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης κι όχι σε κάποια τοπική! Το αποκορύφωμα όμως της δόξας του ήταν η στιγμή της υπατείας του το 379 και το δύσκολο έργο του έπαρχου, που ίσως ολοκληρώθηκε από το γιο του. Ο Εσπέριος χρημάτισε έπαρχος της Ιταλίας, της Ιλλυρίας και της Αφρικής· πιστεύεται, πως παρότι αναμφίβολα ο Αυσόνιος απολάμβανε σημαντικής επιρροής, την εκτελεστική εξουσία στη Γαλατία την ασκούσε ο γιος του. Kαθοριστική στη λογοτεχνική του πορεία υπήρξε κι η στρατιωτική του διάκριση με συμμετοχή στην εκστρατεία κατά των Αλαμανών το 375 μ.Χ. Ο ποιητής διέμενε προσωρινά με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις κι αποκόμισε ως λάφυρο τη μικρή Σουηβή σκλάβα με το όνομα Bissula. Έπειτα πέρασε το χρόνο του ανάμεσα στο Μπορντώ και τους Τρεβήρους έως το 383 μ.Χ., όταν κι ο στρατός στη Βρεττανία επαναστάτησε υπό τον Μάξιμο. Το Τριέρ λεηλατήθηκε, ο Γρατιανός δολοφονήθηκε κι εξορίστηκε ο Βαλεντινιανός Β’. Το γεγονός αυτό έβαλε τέλος και στις ένδοξες μέρες του Αυσονίου, αν κι είναι πιθανό να δίδασκε στη περίοδο της otium Burdigalense (σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Peiper), έπειτα από τη πτώση του Γρατιανού.
Έπειτα αποσύρθηκε στα κτήματά του και παρέμενε στο Μπορντώ ακόμη και μετά την ανατροπή του Μάξιμου από το Θεοδόσιο το 388 μ.Χ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ιδιώτευσε καταγινόμενος με φιλολογικές κυρίως ασχολίες. Είχε αρκετή περιουσία και πολύ ελεύθερο χρόνο να συνθέσει και να επανεξετάσει τους στίχους του. Πιθανόν η έκτασή του να περιελάμβανε το σημερινό κτήμα του Château Ausone, που ονομάσθηκε από αυτόν. Εμφανίζεται ως εκχριστιανισθείς σε μεγάλη ηλικία. Παρότι θαυμαζότανε πολύ από τους συγχρόνους του, τα γραπτά του δεν συγκαταλέγονται γενικά στα καλλίτερα της λατινικής λογοτεχνίας. Το ύφος του είναι εύκολο και ρέον και το ποίημά του Mosella χαίρει ακόμα μεγάλης εκτίμησης για τη περιγραφή της ζωής και των τοπίων κατά μήκος του ποταμού Μοζέλα. Γενικά θεωρείται ετερόφωτος και χωρίς πρωτοτυπία. Ο Εδουάρδος Γίββων στο έργο του, Παρακμή & Πτώση Της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (τόμος Γ’), παρατηρεί ότι “η ποιητική φήμη του Αυσόνιου καταδικάζει την αισθητική της εποχής του“.
Ο Αυσόνιος αναφέρεται συχνά από ιστορικούς της οινοποιίας, καθώς τα έργα του παρέχουνε πρώιμες ενδείξεις για αμπελοκαλλιέργειες σε μεγάλη κλίμακα στη σήμερα περίφημη οινοπαραγωγό περιοχή γύρω από τη γενέτειρά του το Bordeaux. Πέθανε μεταξύ Λανγκόν και Λα Ρεόλ, στη Γαλατία, το 395 μ. Χ. περίπου, στα 85 του χρόνια. Σημειωτέον πως έγραψε κι επιγράμματα, που ‘χουνε μεταφραστεί στα ελληνικά, στη Παλατινήν Ανθολογία.
Στα θετικά γνωρίσματα του ποιητή ήταν η εντυπωσιακή μνήμη του και το ταλέντο στην ευκολία της στιχοποιίας, ενώ η ευφυΐα του δεν αμφισβητείται ούτε από τους σφοδρούς επικριτές του. Οι σελίδες του αποτυπώνουν τη πολυμάθεια του, και δείχνουν τις προτιμήσεις του. Έγραψε εκλογές, επιτάφια, ποιητικές επιστολές, πάνω από 100 επιγράμματα, ποιήματα για φίλους, συναδέλφους και συγγενείς. Έχει χαρακτηριστεί ο καλλίτερος λογοτέχνης που καταγράφει τις ζωές των ανθρώπων, ταίριαξε στα γραπτά του πληροφορίες για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και τις προσωπικές του εμπειρίες. Με αυτή τη θεματολόγια κέρδισε καταρχάς το θαυμασμό για τη ποίηση του κι έγινε ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητής της εποχής του ξεπερνώντας κατηγορίες που του αποδόθηκαν, όπως έλλειψη διανοητικού περιεχομένου, συναισθήματος και διδακτικών εκφράσεων.
Υπήρξεν από τους κορυφαίους χρήστες του προοιμίου. Έγραψε ποιητικά και πεζά προοίμια με σκοπό να προλογίσει και να συνοδεύσει τα βιβλία του. Εκτός από τα κατάλληλα προοιμιακά κείμενα δούλεψεν ευρέως το επιστολικό προοίμιο, που κατέστη σημαντικό εργαλείο στα χέρια του, εξυπηρετώντας πολλαπλές λειτουργίες. Οι συλλογές των ποιημάτων του προλογίζονται με κάθε τύπο προοιμίου και σε πολλούς συνδυασμούς. Παράλληλα η μελέτη της συνύπαρξης κάθε τύπου προοιμίου σ’ ένα έργο αποκαλύπτει επίπλαστη εκδοτική τακτική, ποιητολογικές στοχεύσεις κι άλλες προσωπικές (μάλλον ιδεολογικο-πολιτικές) επιδιώξεις. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά κι η ευελιξία που έδωσε στα προοίμιά του θα φέρουνε τη περίφημη captatio benevolentiae στον ίδιο, ενώ η χρήση τους θα γίνει απαραίτητη από τους λογοτεχνικούς εκπροσώπους της ύστερης αρχαιότητας.
ΠΕΡΙ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ
Αν πράγματι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, οι διάσημες per terram per mare εισαγωγές δικαιολογούνε το λόγο της επιβίωσής τους στις μνήμες μας. Οι φράσεις ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ της Οδύσσειας και μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος της Ιλιάδας συνιστούνε τα παλαιότερα λογοτεχνικά ξεκινήματα της αρχαίας μας κληρονομιάς, γεγονός που φανερώνει πως στοχευμένη εισαγωγή αποτελεί και παρακαταθήκη για τη πορεία ενός έργου. Τα προοίμια αυτά παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες ιδιαίτερα στην αρχή. Πρώτα ανακοινώνεται το θέμα (ἂνδρα/ μῆνιν), στη συνέχεια ακολουθεί η επίκληση (μοι ἔννεπε, Μοῦσα/ ἂειδε, θεά), έπειτα 4σύλλαβο επίθετο που προσδιορίζει το θέμα (πολύτροπον, οὐλομένην), που επεκτείνεται με αναφορική πρόταση (ὃς μάλα πολλά πλαγθη/ ἣ μυρί Ἀχαοῖς ἂλγε ἔθηκε). Η πρόταση αναλύεται περαιτέρω σε 2 που συνδέονται παρατακτικά με τον σύνδεσμο δέ (πολλῶν δ’, πολλά δ’/ πολλάς δ’, αὐτούς δέ). Και στα 2, ο ποιητής αναφέρεται στις απέραντες προοπτικές του θέματος (μάλα πολλά, πολλῶν δ’, πολλά δ’/ μυρί) και στη δυστυχία που πρέπει να περιγραφεί (πάθεν ἂλγεα/ ἂλγε ἔθηκε). Και τα 2 προϋποθέτουν εκ μέρους του ακροατή μια γενική εξοικείωση με το μυθικό πλαίσιο.
Η λέξη prooemium ή prohoemium (prohemium) έχει τη ρίζα της στην ελληνική λέξη προοίμιον. Ερμηνεύεται ως το προανάκρουσμα, η εισαγωγή ή το εισαγωγικό χωρίο από ένα ποίημα ή μια ομιλία κ.ο.κ. Πρόκειται κατά βάση για τον πρόλογο που παραπέμπει στο αγγλικό preface και το προοίμιο στο αντίστοιχο preamble, που ισοδυναμεί με μια αρχή, με το ξεκίνημα μιας περιόδου ή διαδικασίας. Το ξεκίνημα ενός βιβλίου ή μιας ποιητικής προσπάθειας δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, καθώς η 1η εντύπωση που δίνεται στον αναγνώστη ίσως να είναι ζωτικής σημασίας για την εικόνα που θα σχηματίσει για όλο το έργο. Άρα ενδιαφέρει το συγγραφέα να δημιουργήσει καλή εντύπωση εξ αρχής ώστε να ελπίσει σ’ ανάλογην αντιμετώπιση απ’ τον αναγνώστη. Γι’ αυτό απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο προοίμιο του έργου ώστε να καταστεί όσο το δυνατόν ελκυστικώτερο.
Η ρητορική εκπαίδευση αποτελούσε το υψηλότερο είδος μόρφωσης στη ρωμαϊκή αρχαιότητα κι ήταν επακόλουθο ένας Λατίνος συγγραφέας να επηρεαστεί από τη ρητορική θεωρία ως προς τη συγγραφή των προοιμίων του. Ο Αριστοτέλης μιλώντας για το προοίμιο ενός ρητορικού λόγου αναφέρει: τό μέν οὖν προοίμιον ἐστίν ἀρχήν λόγου, ὃπερ ἐν ποιήσει πρόλογος καί ἐν αὐλήσει προαύλιον: πάντα γάρ ἀρχαί ταῦτ’ εἰσί, καί οἶον ὁδοποίησις τῶ ἐπιόντι, ενώ ο Κικέρων θα δώσει τη ‘συνταγή’ για ένα προοίμιο που υπακούει σε ορισμένους κανόνες. Σύμφωνα με το Ρωμαίο πολιτικό θα πρέπει η έκταση του να αναλογεί, όπως στα σπίτια και στους ναούς οι προθάλαμοι κι οι πόρτες βρίσκονται στη πρέπουσα αναλογία προς το υπόλοιπο οικοδόμημα, δηλαδή να μην εκτείνεται σε βαθμό δυσανάλογο του υπόλοιπου έργου κι ο διαχωρισμός του από τη διήγηση να είναι σαφής κι ευκρινής.
Σχετικά με το περιεχόμενο ο Engel μελέτησε προοίμια επικά, διδακτικά κι ιστορικά από την αρχαιότητα και προχώρησε σε ταξινόμηση στις παρακάτω κατηγορίες:
1. Indicatio (η διατίμηση, indicium: ένδειξη, μήνυση, αποκάλυψη, δήλωση) 2. Dispositio (η διάθεση, διάταξη, διευθέτηση) 3. Recordatio (η ανάμνηση ή η ενθύμιση μιας παλαιάς ιστορίας) 4. Causa (η αιτία, αφορμή) 5. Dedicatio (dedico: αγγέλλω, βεβαιώ, προσφωνώ, καθιερώνω, αλλά κι αφιερώνω) 6. Commendatio (η μελέτη, πραγματεία, διατριβή) 7. Scriptor de se ipse loquens (ο συγγραφέας ξεκινά μιλώντας για τον εαυτό του) και τέλος 8. Invocatio numinum (επίκληση θεοτήτων). Στη λατινική γραμματεία το περιεχόμενο της εισαγωγής εμπεριέχεται και πραγματώνεται με διαφορετικές μορφές ανάλογα με το είδος που πλαισιώνει. Ο συνηθισμένος και διαδεδομένος όρος που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή πεζών έργων είναι ο όρος prooemium. Κοινό νόημα σε αυτή την ερμηνεία φέρει κι ο όρος praefatio, ο οποίος είναι βέβαια μεταγενέστερος. Το exordium ή ορισμένες φορές με γενικώτερη σημασία principium, προηγείται των ρητορικών λόγων κι ακολουθούσε ως εισαγωγή τον τίτλο inuetio, καθώς συνόδευε το μέρος που γινότανε συνήθως η παρουσίαση του θέματος. Επίσης η αρχή ενός δράματος ονομάζεται prologus, ενώ η εισαγωγή σ’ ένα είδος ‘γράμματος’ λέγεται πολύ απλά epistula.
Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη του προοιμίου κρινόταν χρήσιμη για τη μετάβαση του συγγραφέα από το αρχικό σημείο εκκίνησης, πόσο μάλλον μετά την ανάπτυξη της αθηναϊκής ρητορικής, όπου γίνεται απαραίτητη η χρήση του κι η μορφή του εξελίσσεται. Η βασική λειτουργία του προοιμίου εξυπηρετεί 2 πρωταρχικούς στόχους. Ο 1ος σχετίζεται εμφανώς με την αισθητική άποψη, ενώ ο 2ος με τη λεγόμενη captatio benevolentiae. Εν ολίγοις η αρχή του λόγου δεν έπρεπε να μοιάζει άστοχη ή κακόηχη: τούτων δέ ἕνεκα προοιμίου δεῖται, ἢ κόσμου χάριν, ὡς αὐτοκάβδαλοι φαίνεται ἐάν μή ἔχῃ, ενώ έπρεπε ο ομιλητής-συγγραφέας να επιλέξει τη χρήση συγκεκριμένων ρητορικών τόπων, ανάλογα τη περίπτωση, με στόχο να καταστήσει στο prooemium τον αναγνώστη ή συνομιλητή benevolum, docile κι attentum. Έτσι κέρδιζε τη προσοχή του κοινού, προκαλούσε το ενδιαφέρον και τη διάθεση του ακροατή, για να μάθει κερδίζοντας από την αρχή την εύνοια του. Οι ρήτορες δηλώνανε σύντομα το περιεχόμενο του λόγου και την αιτία της εκφώνησης του, ἳνα προειδῶσι περί οὗ ᾖ ὁ λόγος καί μη κρέμηται ἡ διάνοια.
Για τους Ρωμαίους τα αφιερωτικά προοίμια έγιναν αγαπημένη συνήθεια, αν και κατά τη κλασσική περίοδο συνηθίζονταν τα ρητορικά παρά τα επιστολικά. Κάποια ίχνη επιστολικών προοιμίων εντοπίζουμε στους Coelius Antipater, Lutatius Catulus, Cornelius Sulla, ενώ διαφορετική είναι η φύση των επιστολών του Οράτιου. Παρόλο που οι περισσότερες παρουσιάζουνε κι από τυπική άποψη επιστολικό χαρακτήρα, σε ορισμένες ο παραλήπτης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο. Ο Οράτιος επιθυμούσε να εκθέτει τους καρπούς της σκέψης του και της ζωής του στους σύγχρονους του και τους μεταγενέστερους του, ενώ παράλληλα “να εκπέμπει την εικόνα της δεκτικής κι ανήσυχης ψυχής του“. Μετέπειτα τον μιμήθηκαν ως προς την εξωτερική μορφή, αρκετοί ποιητές, μεταξύ των οποίων ήταν ο Στάτιος κι ο Αυσόνιος.
Η ρωμαϊκή σύλληψη των αφιερώσεων ήταν ευέλικτη σε πολύ μεγάλο βαθμό και τόσο καλά ταιριασμένη για ποικίλους σκοπούς. Είναι φανερό πως η εξέλιξη της δομής της ρωμαϊκής κοινωνίας, που ακολούθησε τη δημιουργία της αυτοκρατορίας, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα προοίμια της εποχής, πριν τον 1ο αι. μ.Χ. Το πολίτευμα μετατράπηκε σε de facto μοναρχία και το λογοτεχνικό κοινό ήταν επίσης διαφορετικό. Στα παλαιότερα χρόνια επικρατούσε σχετική ισορροπία στο αγωνιστικό φάσμα, πλέον η κρίση ενός έργου από έναν αναγνώστη δεν θα ‘χε την ίδια βαρύτητα μ’ όλους τους άλλους. Ένας συγγραφέας αναγνωρισμένος από τον αυτοκράτορα εξασφάλιζε εν πολλοίς το μέλλον του. Έτσι παρατηρείται η προσπάθεια να κερδηθεί από τους συγγραφείς η εύνοιά του κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μνημονεύεται τ’ όνομά του στα προοίμιά τους. Ένας ποιητής που ‘χε τη δυσμένεια της αυλής ίσως δεν θα του επιτρεπόταν να διαδώσει το έργο του κι έτσι θα ‘μενε στην αφάνεια. Αυτός ο φόρος τιμής προς τον αυτοκράτορα καθιέρωσε και το αφιερωτικό προοίμιο, που χρησιμοποιήθηκε σε πολλά λογοτεχνικά είδη.
Προορισμένα για δημοσίευση ήταν τα προοίμια του Στάτιου και του Μαρτιάλη. Ο Στάτιος είναι ο 1ος που θα γράψει εισαγωγική πεζή επιστολή σε κάθε μία συλλογή ποιημάτων και στα 5 βιβλία των Silvae καθιερώνοντας το auctoritas editionis για κάθε σύνθεση. Όταν ο ποιητής επιθυμούσε να αφιερώσει ολόκληρο βιβλίο σε πρόσωπο, τότε το συνόδευε με μια επιστολή, σχεδιασμένη με τρόπο ώστε να συνοδεύει τη δημοσίευση. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε ένα νέο είδος προοιμίου για ποιητικές συλλογές. Τα προοίμια αυτά μοιάζουν μεταξύ τους κι ακολουθάνε κοινές νόρμες, όπως για παράδειγμα οι κολακευτικές λέξεις για τους παραλήπτες ή παρουσίαση καταλόγου περιεχομένων με λίστα από ποιήματα που περιέχει το βιβλίο, τα ονόματα των προσώπων για τους οποίους έγινε η αρχική σύνθεση, μια σύντομη αλλά αναγκαία αναφορά των συνθηκών της λογοτεχνικής δημιουργίας κι ίσως κάποια νύξη για γρήγορη ή βιαστική γραφή, αλλά κι η δήλωση της πλήρους εξάρτησης της τύχης του έργου απ’ τη πορεία της κριτικής που θα ασκήσει ο παραλήπτης. Τα προοίμια του Μαρτιάλη είναι λιγότερα, ωστόσο παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία. Σε μερικά απ’ τα βιβλία του συναντάμε τον ίδιο τύπο επιστολικών προοιμίων με κείνα του Στάτιου, ενώ στα υπόλοιπα επισυνάπτονται μικρά εισαγωγικά ποιήματα, που ‘χουνε τον ίδιο χαρακτήρα με τα ποιήματα του βιβλίου που συνοδεύουνε, βάσει των προτύπων του Κάτουλλου και του Οβίδιου κι απευθύνονται στο ίδιο το βιβλίο. Κάποιες φορές μάλιστα αφιερώνονται τα επιμέρους βιβλία του ίδιου έργου σε διαφορετικά πρόσωπα. Ο Pavlovskis θεωρεί πως τα πεζά προοίμια στο Μαρτιάλη ίσως περιττεύουνε, καθώς ένας επιδέξιος στιχουργός, όπως αυτός, μπορούσε να προσφέρει στα βιβλία του έμμετρες επιστολές. Η συνύπαρξη ωστόσο πεζών και ποιητικών εισαγωγών στο 1ο βιβλίο αποδεικνύει ότι χρησιμοποίησε το προοίμιο, όχι για να καθιερώσει μέθοδο ή ορισμένο τύπο, αλλά όπως αυτό ταίριαζε στις εκάστοτε περιστάσεις ή προέκυπτε ανάλογα με την ιδιοτροπία του.
Έπειτα από αυτούς τους ποιητές στη λογοτεχνική παραγωγή πριν από τον Αυσόνιο δεν συναντάμε τέτοια προοίμια, η χρήση των οποίων εγκαινιάζεται κι από ποιητές σχεδόν συγχρόνους με τον Αυσόνιο, αλλά και μεταγενέστερους του, όπως ο Παυλίνος, ο Σεδούλιος, ο Αβιτιανός, ο Εννόδιος κ.α. Τα επιστολικά προοίμια θα γνωρίσουνε σημαντικήν άνθιση την εποχή του Φλαβιανού και θα χρησιμοποιηθούνε κατά κόρον σε ποιητικά και πεζά έργα. Στην εξάπλωσην αυτή βοηθήσαν ορισμένοι παράγοντες, όπως ότι ήταν ο καταλλήλώτερος τρόπος να υμνηθεί ο αυτοκράτορας ή να επαινεθεί στα ποιητικά κυρίως έργα, τα πεζά προοίμια κάνανε σαφή τη διάκριση μεταξύ εισαγωγής και κυρίως έργου, χάριν της εξωτερικής εικόνας κι επιπρόσθετα παρατηρείται το γεγονός ότι οι συγγραφείς επηρεάζονταν από τους ομοίους τους, έτσι αν έγραφε ο εις επιστολικό προοίμιο θ’ αποτελούσε παράδειγμα μίμησης για τους λοιπούς. Αυτή η καθιερωμένη ρωμαϊκή τακτική της αφιέρωσης θα κρατήσει τον οικείο κι ιδιωτικό τόνο και θ’ αποτελέσει μέρος του κειμένου πριν το κυρίως μέρος ή τις αρχές του έργου, όταν αυτό δημοσιευθεί.
Ο Αυσόνιος χρησιμοποίησε το προοίμιο αφειδώς εφαρμόζοντας τις ρητορικές, αλλά κυρίως τις επιστολικές τεχνικές. Τα προοίμια της 1ης κατηγορίας θα χρησιμεύσουν απλά και μόνο για να ανακοινώσουν την ευκαιρία που προκάλεσε τη γραφή. Τέτοια παραδείγματα συναντάμε στο Epicedion in Patrem και στα Parentalia. Από την άλλη τα επιστολικά προοίμια δεν είναι μόνο τα περισσότερα, αλλά και τα εξοχότερα. Οι αποδέκτες των αφιερώσεων είναι συγκεκριμένοι, άλλοτε ο αναγνώστης, άλλοτε κάποιος επώνυμος, μέχρι και οι νεκροί συγγενείς του ποιητή (π.χ. Parentalia). Παρ’ όλο βέβαια που αποφεύγει να χρησιμοποιεί λέξεις από τα προοίμια του Στάτιου, η θεματική επίδραση από κείνον είναι εμφανής. Ο Αυσόνιος διατηρεί τον απολογητικό τόνο, κι όπως ο Στάτιος προτιμά να υποστηρίζει τον αυθορμητισμό και τη ταχύτητα της σύνθεσης. Κι οι 2 ποιητές παραδέχονται πως οι στίχοι τους ίσως φέρουνε δυσμενή αποτελέσματα εξαιτίας της βιασύνης. Αυτές οι δηλώσεις προφανώς γίνονταν στο πλαίσιο της μετριοφροσύνης κι είχανε σκοπό να δείξουνε τη ταχύτητα μάλλον που μπορούσαν να ανταποκριθούν στη σύνθεση. Αν και σε ορισμένα ποιήματα του Αυσονίου μαρτυρούνται κάποια ψεγάδια επιπολαιότητας, ωστόσο αυτές οι στερεότυπες εκφράσεις που σχετίζονται με την αδυναμία του ποιητή να συνθέσει, έχουν να κάνουν με τη τάση της αυτό-ταπείνωσης των συγγραφέων και λειτουργούνε στα πλαίσια της σεμνότητας, έχοντας ως προφανή στόχο την εύνοια και τη συμπάθεια του αναγνώστη. Αντίθετα περιεχόμενο κι επιτηδευμένο ύφος μαρτυράνε την έντονη επιθυμία του Αυσονίου ν’ αρέσουνε στον παραλήπτη και κατά συνέπεια στον αναγνώστη.
Αν και δεν συναντάμε παράλληλες λέξεις από τα προοίμια του Μαρτιάλη, ωστόσο θεωρείται σίγουρη η μίμηση του σ’ αρκετά σημεία. Τα σωζόμενα αφιερωτικά έργα του Αυσονίου έχουν μονές και πολλαπλές αφιερώσεις. Αυτή η αξιοπρόσεκτη ποικιλία, η χρήση δηλαδή 2 ή πιότερων προοιμίων σ’ ένα ποίημα ή σε 1 συλλογή ποιημάτων, ακολουθεί φανερά προηγουμένους συγγραφείς και σίγουρα τη περίπτωση του Μαρτιάλη. Στο 1ο βιβλίοεπιγραμμάτων του, υπάρχουνε 4 αφιερώσεις, που ο ποιητής προσπερνά μια πεζή εισαγωγή και προτάσσει ένα ποίημα ή πάλι γράφοντας μια έμμετρη εισαγωγή που τοποθετείται πλάι στη πεζή. Ο Αυσόνιος δεν εκθέτει τις ικανότητες του προχωρώντας σε μικρή αισθητή μετάβαση μεταξύ των 2 μέσων, όπως ο Μαρτιάλης. Υπάρχει το φαινόμενο να γράφει ένα πεζό προοίμιο κι άλλο ένα ή και παραπάνω σε στίχους χωρίς απαραίτητα να προσθέτει κάποια νέα σκέψη, αλλάζοντας μόνο λέξεις που θα εξυπηρετούν πλέον τη προσωδία. Αντίθετα στις 4 εισαγωγές του βιβλίου του Μαρτιάλη βρίσκουμε 4 διαφορετικά: α) τη παρουσίαση του συγγραφέα β) τη διαφήμιση για τη πώληση του βιβλίου γ) τα παράπονα για τις ύβρεις που θα υποστεί το βιβλίο, όταν βρεθεί στα χέρια του κοινού & δ) τη πειθώ προς τον αυτοκράτορα για την ευνοϊκή μεταχείριση. Φαίνεται ότι ο Αυσόνιος νιώθει υποχρέωση να γράφει προοίμια στη προσπάθεια προσαρμογής σε κάποιο κανόνα χωρίς να προβληματίζεται αν είναι απαραίτητη ή επιθυμητή η συνύπαρξη 2 ίδιων στο περιεχόμενο προοιμίων. Επίσης όπου ο ποιητής προσαρτά έναν επίλογο, αυτός διαμορφώνει σε συνδυασμό με το προοιμιακό μέρος ένα πλαίσιο (κύκλος) μες στο οποίο βρίσκεται το κείμενο. Παρολαυτά όπως στο Μαρτιάλη, όλες οι αφιερώσεις, πεζές και ποιητικές, προηγούνται από τα ποιητικά έργα, ενώ οι πολλαπλές αφιερώσεις κατά περίπτωσην είτε απαντούν είτε συμπληρώνουν ή καλύπτουν η μία την άλλη.
Η εξέταση της ποίησης του Αυσονίου δίνει αφορμή για διερεύνηση του θέματος των αφιερωτικών παρουσιάσεων στη λογοτεχνία της ύστερης αρχαιότητας. Το βασικό θέμα που προέκυψε έχει να κάνει με τη φύση της σχέσης μεταξύ της αφιέρωσης και του κειμένου στο οποίο επισυνάπτεται. Η Sivan το 1992 στο σχετικό άρθρο έθεσε τα κυριώτερα ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία των προοιμίων στον Αυσόνιο, που συνδέεται άμεσα με τα στάδια δημοσίευσης. Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από τη συμπερίληψη ή τη παράληψη ενός αφιερωτικού προοιμίου σχετικά με τις μεθόδους της δουλειάς του ποιητή; Τέτοιας φύσης ερωτήματα, όπως αν ήταν προορισμένα για δημοσίευση αλλά και ποιες πληροφορίες αντλούμε από αυτά σχετικά με τον χρόνο σύνταξης κι επεξεργασίας του έργου, πλαισιώνουνε κι ένα βασικό προβληματισμό για τη παρούσα εργασία: ήταν στις προϋποθέσεις του Αυσονίου οι αφιερώσεις να λειτουργήσουνε τόσον ως κατάλληλα προοίμια όσο κι ως αφιερώσεις; Σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται οι πολλαπλές αφιερώσεις και τι προκύπτει από τη συνεξέταση τους;
Η ερμηνεία για τη μεθοδολογία και την ιδεολογία του Αυσονίου σχετικά με την εκτεταμένη χρήση και τις διαφορετικές λειτουργίες των προοιμίων, θα πρέπει να δοθεί λαμβάνοντας υπόψη μας κάποιες σταθερές παραμέτρους, οι οποίες σχετίζονται με παλαιότερες συνήθειες, αλλά κι αυτές του ίδιου του ποιητή. Συνήθως οι εισαγωγές γράφονταν μετά τη σύνθεση όλου του έργου, όπως συμβαίνει στον Κικέρωνα (De Oratore) και στον Κοϊντιλιανό, που ‘γραψε το προοίμιο στο 1ο βιβλίο, αφού είχεν ολοκληρώσει το έργο το ίδιο συμβαίνει και στο συγγραφέα του Rhetorica Αd Herenium, όπου ξεκάθαρα έγραψε τα προοίμια στα βιβλία του μετά το πέρας του καθενός. Παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι ο Αυσόνιος, που έκανε πράξη τη λογοτεχνική συνήθεια της ανατροφοδότησης. Αυτή η τάση σχετίζεται με την ευθύνη που κληροδοτούσε ο συγγραφέας στον αποδέκτη της αφιέρωσης, με τη παράκληση για ελάφρυνση του ίδιου από ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για το έργο. Έτσι μαζί με τις τιμές μετέφερε και την ευθύνη. Σ’ αυτό το πλαίσιο ανταλλαγής κι ο Αυσόνιος ζητούσε απ’ τους παραλήπτες βοήθεια με διορθώσεις κι υποδείξεις προς βελτίωση του λογοτεχνικού του έργου. Η διαδικασία είχεν ως εξής: τα ποιήματα αποστέλλονταν σε φίλους ή συγγενείς σαν πρωτοδημοσιεύματα. Μετά ακολουθούσε η πραγματική έκδοση συνοδευμένη από επιστολή που περιείχε το αίτημα για… βελτιώσεις, ενώ ορισμένα ποιήματα παραδίδονταν με 2 επιστολές τέτοιου τύπου. Μες απ’ αυτά τα στάδια κυκλοφορίας καταγράφεται κι η ποικιλία στο ύφος του ποιητή, σημαντικός παράγων ως προς τη κατεύθυνσην αυτή αποτελούσε η προσωπικότητα του παραλήπτη, που ρύθμιζε τον τόνο και το ύφος της αφιέρωσης από ειρωνικό σε διδακτικό κι από επίσημο σε παιγνιώδες.
Tώρα στο κυρίως θέμα, για το προοίμιο στον Αυσόνιο. Η λογοτεχνική παραγωγή του στο σύνολο της σώζει 31 κείμενα προοιμιακού χαρακτήρα με ποικιλία στην έκταση, τη μορφή αλλά και το περιεχόμενο τους. Τα βιβλία του ποιητή μας στην πλειοψηφία τους συνοδεύονται από προοίμια: ομάδες σύντομων αλλά κι αυτοτελών ποιημάτων, ακολουθούν χωριστούς προλόγους με χαρακτήρα σύντομης αφιερωτικής επιστολής. Προοίμια επισυνάπτονται στα έργα Professores (ποιητ.), Epicedion in Patrem (πεζό), Parentalia (πεζό & ποιητ.), Epigrammata (ποιητ.). Το 1ο αποτελείται από ποιητικούς προλόγους, ενώ το ίδιο συμβαίνει στις Εκλογές, στο Ludus και στους Caesares. Πεζά προοίμια επίσης έχουνε τα Επιτάφια, το Cupido Cruciatur, το Bissula, το Technopaegnion , το Griphus και το Cento, στο οποίο μια παρέκβαση αποτελεί και τη συνέχεια της πεζής επιστολής με συνέπεια να συναντούμε έναν παρέμβλητο (προ)λόγο μετά τους 1ους 100 στίχους. Το Bissula έχει πεζό και ποιητικό πρόλογο, όπως τα Parentalia, με τη διαφορά πως σ’ αυτή τη περίπτωση υπάρχει αφιέρωση (σε πρόσωπο και γενικά στον αναγνώστη). Τέτοια προοιμιακά κείμενα με συγκεκριμένο παραλήπτη, που ‘χουν συνήθως μορφή επιστολής, εμφανίζονται εκτός από το Bissula στα έργα Caesares, Cento, Cupido, Griphus, Ludus, Protrepticus και Technopaegnion, ενώ η πεζή επιστολή στα Epitaphia αφιερώνεται στον αναγνώστη. Η κερματισμένη αφιέρωση στο Cento κλείνει ένα κύκλο με μορφή επιλόγου, ενώ χωρίς προοίμιο παραδίδονται τα Ephemeris, Ordo urbium nobelium & Mosella, στο οποίο όμως υπάρχει εισαγωγικό μέρος που λειτουργεί εν είδη προοιμίου.
Μέρος απ’ το σύνολο των προοιμιακών κειμένων θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με την αυλαία που ανοίγει μπρος στο κοινό και δίνει το 1ο στίγμα, την παρουσίαση εν ολίγοις του έργου που θα παρακολουθήσει ο θεατής. Πρόκειται για 5 κείμενα, που έχουνε προοιμιακό χαρακτήρα και συνιστούν αυτοπαρουσίαση του δημιουργού, καθώς συντελείται η 1η γνωριμία με το κοινό. Τα 3 κείμενα που περιλαμβάνει το έργο Praefatiunculae, Ausonius lectori, Ausonius Syagrio κι η απάντηση του ποιητή στην επιστολή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου αποτελούν μαζί με τα 2 1α ποιητικά κείμενα της συλλογής Epigrammata, μιαν έντεχνη προοιμιακή παραγωγή για τη τέχνη που θα ακολουθήσει.
Το 1ο ξεκινά με το χαιρετισμό στον αναγνώστη, Ausonius lectori, με τον οποίο θα δώσει βιογραφικό σκίτσο υπογραμμίζοντας τις καλλίτερες στιγμές της οικογένειας του και τα ακαδημαϊκά του κατορθώματα. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει σύντομο ποιητικό σημείωμα σε συγκεκριμένο πρόσωπο, στον φίλο του Απάνιο Συάγριο. Συνήθιζε να επισυνάπτει στα ποιήματά του επιστολές από επώνυμους φίλους και πάτρωνες, στις οποίες εκφράζονται οι απαιτήσεις τους για τη ποίηση του. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το αυτοκρατορικό γράμμα που στάλθηκε από το Θεοδόσιο στον Αυσόνιο. Η Epistula Theodosi Augusti έχει εξέχουσα θέση στο έργο του ποιητή, αποτελεί προσωπική εισαγωγή κι εξυπηρετεί την ανάγκη του να πλησιάσει το αναγνωστικό κοινό μέσα από πληροφορίες που εγείρουν το ενδιαφέρον και δημιουργούνε προσδοκίες για τη συνέχεια, κάτι που αποδεικνύεται κι από τη συμπερίληψη της στη συλλογή Praefatiunculae από τους εκδότες (Shenkl, Peiper, Prete) -κρίθηκε αναγκαίο να συμπορευτεί με την απαντητική επιστολή του Αυσονίου, καθώς η συνανάγνωση τους βοηθά να εντοπίσουμε την αφορμή του για τη χρήση των ποιητολογικών μέσων που στοχεύουνε στη captatio benevolentia.. Ωστόσο, αρκετά αφιερωτικά κείμενα έχουνε παραδοθεί χωρίς να επισυναφθεί κάποιο λογοτεχνικό έργο, ένα από αυτά είναι κι επιστολή του Θεοδοσίου. Ο Green παραλείπει την επιστολή αυτή καθώς θεωρεί πως ο Αυσόνιος αρνήθηκε να στείλει στον αυτοκράτορα μιαν έκδοση αφιερωμένη σε κείνον. Πράγματι, δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να οδηγεί στο ενδεχόμενο της ύπαρξης συλλογής ή έκδοσης προς τιμή του Θεοδοσίου, χωρίς όμως να αποκλείεται η πιθανότητα ο ποιητής να έστειλε κάποια ποιήματα στον Θεοδόσιο με αφιέρωση.
Στην έκδοση του Green προστίθενται άλλα 2 προοίμια, τα οποία οι εκδότες Shenkl & Peiper τα τοποθετούνε σ’ άλλα έργα ή σε διαφορετικές θέσεις. Τα ποιήματα αυτά εξαιτίας του περιεχομένου τους εξυπηρετούν προοιμιακούς σκοπούς: προοικονομούν την ακολουθία κάποιου έργου χωρίς όμως να διασώζεται συγκεκριμένο συναπτόμενο έργο. Για τους λόγους αυτούς τα ποιητικά κείμενα Ad libelum suum (Epig. 1 Peiper) & Commentatio codicis (Epig. 1 Non unus… Green) συμπληρώνουν ομάδα προλόγων που θα μπορούσαν να σταθούν ως προοίμια στο έργο του Αυσονίου. Κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει το περιεχόμενο των έργων που ενδεχομένως να ήτανε προορισμένα να συνοδεύουν, όπως για παράδειγμα στον Στάτιο. Όλα τα προοίμια εκθέτουνε τη σπουδαιότητα του ίδιου του ποιητή είτε μέσω αυτοβιογραφικών λεπτομερειών είτε δίνοντας έμφαση στη προσωπικότητα του αποδέκτη της αφιέρωσης.
Το ποίημα Ausonius lectori βρίσκεται στην αρχή του χειρογράφου V κι είναι μεγάλη πιθανότητα, σύμφωνα με τον Green, να ‘χε πρόθεση ο ποιητής να το χρησιμοποιεί ως προοίμιο σε συλλογή έργων του. Η φύση και το περιεχόμενο του ποιήματος το κάνουν να μοιάζει με ποίημα σφραγίδα (στο τελευταίο ποίημα ή στους τελευταίους στίχους μιας συλλογής, οι ποιητές συνήθιζαν να παρέχουν βιογραφικές πληροφορίες και να διατυπώνουνε φιλόδοξους στόχους τους για το έργο τους, όπως αυτά που τοποθετούσαν συχνά οι κλασσικοί ποιητές στο τέλος ενός μεγάλου ποιήματος ή μιας σειράς ποιημάτων). Έτσι, παρατηρούμε τα προσωπικά σχόλια να συμπορεύονται με τις αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες κερδίζοντας τη προσοχή του κοινού, σε συνδυασμό μάλιστα με τη προσφώνηση του αναγνώστη ως patronus (τελευταίος στίχος), κάτι που μας παραπέμπει στα πεζά προοίμια του Στάτιου και του Μαρτιάλη. Παρόμοιες τεχνικές συναντούμε στον Προυδέντιο, που υπήρξε πιστός μιμητής του Αυσονίου, όταν απευθύνεται κι αυτός γενικά στον αναγνώστη. Παράλληλα το ποίημα διαπνέεται από τη βασική επιθυμία του ποιητή να δοθεί έμφαση στη σεμνότητα του γράφοντος, κάτι που αποτέλεσε και μία από τις βασικότερες αναφορές των προοιμίων του ποιητή. Παρατηρείται υπολογισμένη humilitas στο κείμενο μέσω της οποίας αναδύεται σαφές το μήνυμα της απλότητας και της εικόνας που ο ίδιος θέλει να παρουσιάσει. Το θέμα αυτό θα εγκαινιαστεί και θα ενσωματωθεί ως κοινός τόπος από τους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, με αυτό το είδος της προσωπικής εισαγωγής θα προωθηθεί η ανάγκη του ποιητή να ‘ρθει σε άμεση επαφή με κοινό και να κερδίσει εκ προοιμίου τη captatio benevolentiae.
Το 4στιχο Ausonius Syagrio ακολουθεί το προοίμιο που απευθύνεται στον αναγνώστη στο χειρόγραφο V. Πρόκειται για μια αφιέρωση σε έναν άνδρα, στον οποίο κανένα άλλο σωζόμενο έργο δεν αφιερώθηκε. Για να κατανοήσουμε την ουσία αυτής της αποστολής πρέπει πρωτίστως να προσδιοριστεί η φυσιογνωμία του παραλήπτη. Η Sivan θεωρεί αδύνατο ν’ αναγνωριστεί ποιος από τους2 διαπρεπείς Συάγριους του ύστερου 4ου αι. ήταν ο άνδρας αυτός. Ο White για κάποιον πραιτωριανό στα χρόνια 380-382 μ.Χ., ύπατο το 382 μ.Χ. κι επιστήθιο φίλο του Συμμάχου. Ο Green τον αποκαλεί φίλο του Αυσονίου και τοποθετεί την υπατεία του ανάμεσα στο 381-382 μ.Χ. Πρόκειται άρα για κάποιο διακεκριμένο πολιτικό της Γαλατίας, πολιτικό συνεργάτη και προστατευόμενο του ποιητή.
Το ποίημα παρόλο που μεταδόθηκε μέσω της συλλογής των επιγραμμάτων, ο Green θεωρεί ότι ίσως χρησίμευε ως 2ο προοίμιο για συλλογή που στόχευε να λειτουργήσει ως αφιερωτικό προοίμιο κι όχι ως ένα κομμάτι εκτοπισμένο. Προφανώς η εξωτερική του μορφή να επηρέασε κάποιον αρχικό εκδότη ή αντιγραφέα, ώστε να το τοποθετήσει ανάμεσα στα επιγράμματα. Αν κι αποτελούσε προσφιλή τακτική του Αυσονίου να αφιερώσει έργο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, εν τούτοις το περιεχόμενο του ποιήματος αυτού διαφέρει απ’ άλλες συνηθισμένες αφιερώσεις, καθώς δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη αναφορά ή περίληψη σε ακολουθούμενο έργο (όπως συμβαίνει στους Caesares), ούτε βέβαια κάποια απαίτηση για ανατροφοδότηση (όπως για παράδειγμα στο Ludus). Έτσι, σύμφωνα και με τη θέση της Sivan, κανένα σωζόμενο έργο δεν μπορεί να επισυναφθεί με αυτό το προοίμιο που έχει ως αποδέκτη τον Συάγριο. Ο Αυσόνιος πιθανόν πρόσθεσε αυτό το επίγραμμα στη συλλογή που δημιούργησε στις αρχές του 380 μ.Χ., την περίοδο δηλαδή της μεγάλης διάκρισης του Συάγριου και το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ξανά το όνομά του ίσως έχει να κάνει με το θάνατό του ή την αποξένωσή του. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήξερε καλά πώς να εκμεταλλεύεται τη ποίηση του, ώστε να αναπτύσσει και να σταθεροποιεί τις επαφές του με πρόσωπα που ασκούσαν μεγάλη επιρροή.
Η συλλογή Bissula είναι σειρά ποιημάτων εμπνευσμένα προς τιμή μιας μικρής γαλανομάτας κοπέλας από τη Γερμανία που αιχμαλωτίστηκε στην εκστρατεία κατά των Αλαμανών και δόθηκε από τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Ι στον Αυσόνιο. Σύμφωνα με τη Sivan η ομώνυμη συλλογή της νεαρής Σουηβής, προλογίζεται από 3 αφιερώσεις (2 στο ίδιο πρόσωπο), μια πεζή και δύο ποιητικές. Σε αντίθεση όμως με τον καθαρά επιστολικό χαρακτήρα του 1ου προοιμίου, το 2ο σύντομο ποιητικό praefatio, αν κι απευθύνεται ονομαστικά στον Παύλο, έχει χαρακτηριστικά εισαγωγικού προοιμίου και δύναται να σταθεί μαζί με το φερόμενο προσδιορισμό, ως κατάλληλο προοίμιο στο έργο. Άρα η αφιέρωση των 2 1ων προοιμίων στο ίδιο πρόσωπο έχει πιθανόν και 2 ερμηνείες, που σχετίζονται με τα διαφορετικά στάδια δημοσίευσης κάτι που δικαιολογεί κι η εμφανής επανάληψη που διαπιστώνεται στο περιεχόμενο του 2ου ποιητικού προοιμίου.
Τέλος, ήτανε συχνό φαινόμενο οι συγγραφείς να κάνουν αναφορές στα προοίμια τους σε έργα παλαιότερα με την ίδια θεματολογία· τα έργα αυτά συνήθως ανήκουν σε Έλληνες συγγραφείς. Στο πεζό προοίμιο ο Αυσόνιος απευθύνεται γενικά στον αναγνώστη (Ausonius lectori) και τον προετοιμάζει για την απόπειρα που θα επιχειρήσει: θα ανακοινώσει τη προσπάθεια του για ελεύθερη μετάφραση ποιημάτων από τα ελληνικά στα λατινικά. Εδώ ο ποιητής με τη σεμνότητα που τον διακρίνει θα επιλέξει την ad sensum μεταφραστική τακτική του σύγχρονού του και συνεχιστή του Κικέρωνα, Ιερώνυμου αποφεύγοντας ίσως για λόγους ασφαλείας την ad verbum μεταφραστική συνήθεια των χριστιανών στα θεολογικά κείμενα. Θα δώσει στίγμα των ποιημάτων δηλώνοντας εξαρχής τη συγγένεια του μ’ άλλα έργα τοποθετώντας τα Epitaphia αμέσως μετά τη σειρά των επιταφίων για τους αποθανόντες καθηγητές του 4ου μ.Χ. αι. της πατρίδας του Μπορντώ (Professores). Θεωρεί αρμόζον να ολοκληρώσει τα Epitaphia και να τα θέσει κοντά στα Parentalia και τους Professores χάρη της γενικής τους ομοιότητας. Ο Green πιστεύει ότι ο Αυσόνιος ξεκίνησε τη συγγραφή αυτών των ποιημάτων αρκετά νωρίτερα. Άλλωστε, υπάρχει ανάλογο ενδιαφέρον για μετάφραση ελληνικών ποιημάτων στα επιγράμματα, τα οποία είναι σαφώς πρωιμότερα κι ίσως χρονολογούνται στην εποχή που ο Αυσόνιος μάθαινε ελληνικά. Για τα Epitaphia μάλλον χρησιμοποίησε ως πρότυπο το έργο Πέπλος του Αριστοτέλη ή κάποια παρόμοια συλλογή.
Ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Αυσονίου, είναι το Cento Nuptialis. Ο Γαμήλιος Κεντρώνας αποτελεί μνημείο ευφυΐας και πρωτοτυπίας. Είναι φτιαγμένο από αποσπάσματα του Βεργιλίου χωρίς να διστάζει να δημιουργεί με αυτούς τους στίχους τολμηρό, ερωτικό προϊόν. Η πρακτική της διαστρέβλωσης των επικών όρων σε ανήθικα νοήματα και εικόνες ήταν ένας καθιερωμένος τόπος έντονου ερωτικού αστεϊσμού πολύ πριν τον Αυσόνιο. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά απ’ τον Όμηρο, το Στράτωνα, ενώ σ’ αρκετές περιπτώσεις επικών περιγραφών συχνά προσέδιδαν ασαφήν ερμηνεία π.χ. Βάρωνας, Μένανδρος, Οβίδιος. Το ίδιο κι ο Μαρτιάλης φόρτιζε μ’ ερωτικό περιεχόμενο ομηρικούς όρους. Φαίνεται πως ο Αυσόνιος έχει πετύχει τεράστιο συμβιβασμό, που ταίριαζε άμεσα με τις πεποιθήσεις του. Η διαλλακτικότητα της πίστης του συνδύασε τα πρόστυχα ακούσματα με την ευγενική κουλτούρα που κληρονόμησε.
Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η ποίησή του κυρίως βασίζεται στη τεχνική και σπάνια είναι χαρωπή. Ωστόσο έργα, όπως: Griphus κι Eclogae, συνδυάζουνε τους κανόνες τεχνικής με τη τέρψη. Η συλλογή Έκλογες αποτελείται από 25 ποιήματα και χωρίζεται σε 2 ομάδες στο χειρόγραφο V. Είναι αρκετά δύσκολο να χρονολογηθεί εξαιτίας της αποσπασματικής του παράδοσης, ο Reeh το τοποθετεί στην εποχή της παραμονής του ποιητή στους Τρεβήρους, ενώ ο Green λαμβάνει ως terminus ante quem το 390 μ.Χ. Επίσης πιστεύει ότι ο τιτλοφορούμενος όρος Eclogae ίσως δεν προέρχεται από το χέρι του ποιητή, καθώς σε άλλες αναφορές χρησιμοποιήθηκε με υποτιμητική διάθεση. Η βασική όμως αμφισβήτηση του Άγγλου μελετητή σχετίζεται με το επιστολικό προοίμιο Ausonius Drepanio filio. Στις παλαιότερες εκδόσεις (Peiper, Prete) η ποιητική αφιέρωση συνοδεύει τη παρούσα συλλογή κάτι που δεν ισχύει στη πιο πρόσφατη έκδοση του Green, που το περιλαμβάνει στο 1ο βιβλίο Praefationes Variae, μαζί με τα προοίμια για το έργο του Αυσονίου. Βέβαια δεν φαίνεται πειστικό το ενδεχόμενο ένας φανατικός χρήστης του προοιμίου, όπως ο Αυσόνιος, να άφησε τη συγκεκριμένη συλλογή χωρίς εισαγωγικό μέρος. Έτσι, η αφιερωτική επιστολή στον Δρεπάνιο Πάκατο κερδίζει τη δημοφιλία της αρχικά από τη σχετική συζήτηση που προκλήθηκε γύρω από την αμφιλεγόμενη θέση της στο corpus του ποιητή. Όμως, παρά τις ανακατατάξεις που υποβλήθηκε η αφιέρωση μαρτυρά μια έντονη προσπάθεια μίμησης του ποιητή άλλων προγενέστερων προοιμίων κι αποτελεί ένα κορυφαίο παράδειγμα υποτιμητικής προσπάθειας από τον ποιητή. Ο Αυσόνιος χαρακτηρίζει τη ποίηση του ανάξια και προϊόν του μη παραγωγικού otium. Ο Sowers πιθανολογεί πως η μετακίνηση του προοιμίου σχετίζεται με την αυτό-ταπεινωτική διάθεση του ποιητή. Ίσως αυτή η τάση να μην έμοιαζε συμβατή με σοβαρά ποιήματα, όπως αυτά των Εκλογών. Επιπλέον, είτε είναι αυτή είτε όχι η αρμόζουσα θέση του προοιμίου, είναι βέβαιο πως τέτοιου είδους εκδοτικές πρωτοβουλίες μας απομακρύνουν από τη συγγραφική μέθοδο και τις ποιητολογικές στοχεύσεις του ποιητή.
Για το Mosella τώρα ο Liebermann στη συνοπτική παρουσίασή του αναφέρει ότι οι στίχοι 1-22 ανήκουν ειδολογικά στο ποιητικό Iterarium (οδοιπορικόν), ενώ στην εξέλιξη του ποιήματος υπάρχουν εκφράσεις, κατάλογοι (ιχθύων κτλ.), εγκώμια, recusatio κ.α. Πρόκειται εν ολίγοις για πολυδιάστατο ειδολογικά ποίημα, ενώ σύμφωνα με τον Von Albrecht μαρτυρούνται κοινά στοιχεία με τους εγκωμιαστικούς λόγους ή με έργα όπως τα Halieutica (για τα ψάρια έγραψε ένα έργο κι ο Απουλήιος), ενώ η εξιδανίκευση της Ρώμης μας παραπέμπει άμεσα στον έπαινο της Ιταλίας στα Georgica του Βεργιλίου. Κλείνοντας αυτό το επίπονο άρθρο, συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως παρά το γεγονός ότι δε μπορούμε να μιλήσουμε για λογοτεχνικό είδος, εφόσον τα προοίμια αποτελούν μόνο μέρη των κειμένων, ωστόσο είναι φανερό πως ο Αυσόνιος καθιστά το προοίμιο σοβαρό εργαλείο ποιητολογικών κι άλλων στοχεύσεων. Υπό αυτήν την έννοια γίνεται ο κορυφαίος στη χρήση -ίσως ο μεγαλύτερος- του προοιμίου.
Τώρα ξέρω πως κουράστηκα και κούρασα σίγουρα τους αναγνώστες με τούτα -τα αναγκιαία ωστόσο- λεπτομερή παραθέματα -αναθέματα- και καιρός είναι για λίγη ξεκούραση.
Θα επανέλθω σ’ αυτά εν καιρώ…==========================
Mosella
Transieram celerem nebuloso flumine Navam,
Addita miratus veteri nova moenia Vinco,
Aequavit Latias ubi quondam Gallia Cannas
Infletaeque iacent inopes super arva catervae.
Unde iter ingrediens nemorosa per avia solum 5
Et nulla humani spectans vestigia cultus
Praetereo arentem sitientibus undique terris
Dumnissum riguasque perenni fonte Tabernas
Arvaque Sauromatum nuper metata colonis:
Et tandem primis Belgarum conspicor oris 10
Noiomagum, divi castra inclita Constantini.
Purior hic campis aer Phoebusque sereno
Lumine purpureum reserat iam sudus Olympum.
Nec iam, consertis per mutua vincula ramis,
Quaeritur exclusum viridi caligine caelum: 15
Sed liquidum iubar et rutilam visentibus aethram
Libera perspicui non invidet aura diei.
In speciem quin me patriae cultumque nitentis
Burdigalae blando pepulerunt omnia visu,
Culmina villarum pendentibus edita ripis 20
Et virides Baccho colles et amoena fluenta
Subter labentis tacito rumore Mosellae.
Μοζέλλα
Της Νάβα είχα διασχίσει το ρυάκι το γοργό της
κι αγνάντευα νεφοσκεπή, τα ερείπια των τειχών της,
της Γαλικιάς τ’ αρχαίο Βίνκο, που παλιά
εσφάγη η ηττημένη απ’ τους Ρωμαίους παροικιά:
νεκρά κορμιά στην ύπαιθρο κοιτώνταν σκορπισμένα,
αβόηθητα και άκλαυτα, λερά, σαπίζανε πεσμένα.
Πάλι ξεκίνησα από ‘κεί μοναχικό ταξίδι,
σε δάσα μέσα άγρια, παντέρημα, παρθένα,
το μάτι ίχνος πολιτισμού δε ξάκρισε κανένα.
Κι εγώ σκασμένος απ’ τη ζέστη και μουσκίδι
πέρασα απ’ του Dumnissus τους αγρούς τους διψασμένους,
με γάργαρο απ’ τις αστείρευτες πηγές του, ποτισμένους,
κομμάτια γης, σε Σαρμανούς εποίκους μοιρασμένα.
Aπ’ του Βελγίου τη γη, μακράν, Νoiomagus ξεχωρίζει,
το ξακουστό, που στρατοπέδεψε ο Θείος Κωνσταντίνος.
Αέρας ‘δω πιο καθαρός στις πεδιάδες ψιθυρίζει
κι ο Φοίβος λάμπει ατάραχα στον ουρανό-Όλυμπό του.
Πέρασα από τη πράσινη των κλαδιών μελαγχολία
και βλέπω πια στερέωμα, τη φωτεινήν ημέρα,
ζηλιάρικα να προσπαθεί να δρέψει τις αχτίδες
που θάμπωσαν και μάγεψαν και τα δικά μου μάτια.
Εικών αχειροποίητη γλυκειάς και όμορφης πατρίδας,
Μπορντώ! κι οι στέγες των σπιτιών να ξεχωρίζουν,
ψηλά προς τις λοφοπλαγιές μ’ αμπέλια, ν’ ατενίζουν,
και στις πετρώδεις όχθες του, ο όμορφος Μοζέλλα,
φιλώντας τες ευγενικά, γλυστράει σιωπηλά…
μετφρ.: Ελένη Παππά, στο μέτρο και τη ρίμα Πάτροκλος
Epigramma I.
Non unus vitae color est nec carminis unus
Lector: habet tempus pagina quaeque suum.
Est quod mane legas, est et quod vespere. Laetis
Seria miscuimus, temperie ut placeant.
Hoc mitrata Venus probat hoc galeata Minerva,
Stoicus has partes, has Epicurus amat.
Salva mihi veterum maneat dum regula morum,
Ludat permissis sobria Musa iocis.
Δεν έχει μόνον ένα χρώμα η ζωή,
ούτε κι η ποίηση εν’ αναγνώστη μόνο.
Κάθε βιβλίο τη δική του ‘χει στιγμή:
τη νύχτα άλλο διάβαζες και άλλο το πρωί.
Για ναν’ ωραίο, μπλέχουμε τ’ αστείο με τον πόνο.
Στέργει στο εν η Κύπριδα, στο άλλο η Αθηνά,
το ένα στέργει Επίκουρος, Στωικός τ’ άλλο αγαπά.
Όσον εντός μου επιζεί κανόνας των παλιών ηθών,
έτσι κι η Μούσα να μου δίν’ αστεία ορίων επιτρεπτών.