Βουτυράς Δημοσθένης: Λόγιος, Αγωνιστής, Πρωτοπόρος

Βιογραφικό

     Ο Δημοσθένης Βουτυράς είναι ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αι., και πιο συγκεκριμένα του Μεσοπολέμου, μ’ επιβλητικό έργο σε ποιότητα κι όγκο. Το πεζογραφικό έργο του σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού κι οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα η ζωή των περιθωριακών ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους, περιέγραψε τη ζωή και τη ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούνε στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση που αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων, σε κάποια απ’ τα οποία συναντάμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής κι επιστημονικής φαντασίας που λειτουργούνε συμβολικά. Στα διηγήματά του αναδεικνύονται η εκμετάλλευση των εργαζομένων, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνταν στην Ελλάδα αρχές του 20ου αι., η απανθρωπιά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, κλπ. Κτυπώντας το άδικο και παράλογο, ξεσκεπάζοντας τις πληγές της κοινωνίας που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, πρόβαλε την ανάγκη της αλλαγής και μάλιστα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.
     Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουνε χαρακτηρίσει ως “Μαξίμ Γκόρκυ της Ελλάδας“. Επηρεάστηκε πολύ από τους Ρώσους συγγραφείς, που είχαν αρχίσει να μεταφράζονται συστηματικά στην ελληνική γλώσσα. Έπλασε ολάκερη πινακοθήκη ανθρώπων που βασανίζονταν στην ανέχεια, τη φτώχεια και πάλευαν να επιζήσουνε, πιασμένοι από την αόριστη ελπίδα για μιαν αυριανή καλλίτερη ζωή, στηριγμένη πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Οι συλλογές του διαβάζονταν με πάθος, ιδίως από τους νέους που ζούσανε κοινωνική αδικία κι ονειρεύονταν έναν καλλίτερο κόσμο. Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.
     Στο γράψιμο είχε καταπληκτική ευχέρεια κι ο ίδιος δήλωνε ότι μπορούσε να τυλίξει όλη τη γη με διηγήματα. Δεν πρόσεχε ιδιαίτερα τη γλώσσα της γραφής του, ούτε τον ενδιέφεραν τα εξωτερικά λογοτεχνικά γνωρίσματα. Τα διηγήματά του όμως έχουν εσωτερική συνοχή, λογική συνέπεια και δράση των προσώπων, πλούσιο και πηγαίο αίσθημα, σπάνια παρατηρητικότητα, γνήσια ποιητική αίσθηση, δυνατές εικόνες, μεταφορές και παρομοιώσεις. Για όλες αυτές τις αρετές του έργου του θεωρείται ένας από τους καλλίτερους Έλληνες πεζογράφους. Ως άνθρωπος, υπήρξε φωτεινή φυσιογνωμία κι έχει άμεσους δεσμούς με το Μεσολόγγι, αφού η μητέρα του Θεώνη Παπαδή ήτανε Μεσολογγίτισσα κι ο ίδιος έζησε μέρος από τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Ο δεσμός με το Μεσολόγγι ανανεώθηκε με το γάμο της κόρης του Ναυσικάς με τον Μεσολογγίτη τραπεζικό υπάλληλο Ανδρέα Κυριακόπουλο. Πολυγραφότατος -αν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στο ευρύ κοινό- κλασσικός και συγχρόνως πρωτοπόρος συγγραφέας της νεωτερικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του είναι εκατοντάδες διηγήματα και δεκάδες νουβέλες, καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων και τεχνοτροπίας και δημοσιευτήκανε σε περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής.


                                           Ο πατέρας του

     Γεννήθηκε 25 Μάρτη 1871*, σε ξενοδοχείο της Πόλης, στο Γαλατά. Πατέρας ο Νικόλαος Βουτυράς, δάσκαλος από τη Κέα, μητέρα η Θεώνη Παπαδή-Σκιπιτάρη (ή Παπαγιάννη) από το Μεσολόγγι κι είχε άλλα 6 αδέλφια (εκτός του Δημοσθένη ή Ποθητού που ήταν ο πρώτότοκος, είχανε την Αναστασία, τον Κλέωνα, την Ελπινίκη, τον Μίλτωνα, την Ιουλία και το Βύρωνα). Η καταγωγή του ήταν από τη Κέα, όπου και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του πρώτα στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε συμβολαιογράφος.Οι γονείς του είχανε φύγει βιαστικά για ν’αποφύγουνε το μένος των αδελφών της που δε δίνανε συγκατάθεσή στο γάμο. Ζήσαν αρχικά στη Σμύρνη για 3 έτη, όπου γεννήθηκαν οι 2 μεγαλύτερες αδελφές του αλλά σε ταξίδι στη Πόλη, οι πόνοι της γέννας έπιασαν τη Θεώνη στο πλοίο.
     Ο πατέρας έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε σχολείο στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Πόλης κι έτσι πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί. Αργότερα αποφάσισαν να γυρίσουνε στην Ελλάδα το 1876 κι ο πατέρας επέστρεψε στο παλιό του γραφείο, όπου διορίστηκε συμβολαιογράφος.. Εγκαταστάθηκαν σε μια 3ώροφη κατοικία της οδού Πραξιτέλους  Ήτανε πολύ άτακτος, γύρναγε στους δρόμους κι έπαιζε με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του δίχως να δίνει σημασία στα μαθήματα. Στο Α’ Γυμνάσιο που πήγαινε ξεχώριζε μόνο στην ιστορία και τη γεωγραφία. Από εκεί οι γονείς του τον πήγανε στο λύκειο Διοσκουρίδη-Γεννηματά στη Αθήνα, που όμως διέκοψε. Σοβαρή αρρώστια, επιληψία με συχνές κρίσεις, καθόρισε τη πορεία της ζωής του. Τον ανάγκασε να σταματήσει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο και να γίνει αυτοδίδακτος. Το γεγονός χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο “αρρώστια και νευρασθένεια“, ενώ “κρίσεις υπερευαισθησίας” την ονόμασε ο Χρήστος Λεβάντας.



     Μετά τις κρίσεις επιληψίας που παρουσίασε, οι γονείς του ήταν ιδιαίτερα υπερπροστατευτικοί μαζί του. με αποτέλεσμα ο νεαρός ν’ απολαμβάνει ό,τι ζητούσε απ’ αυτούς. Ξεκίνησε μία σειρά μαθημάτων σε διάφορους τομείς, από μουσική μέχρι και ξιφασκία, αλλά δεν αφοσιώθηκε σε κανένα από αυτά, κυρίως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Γράφτηκε για ναυτικές σπουδές στη Σχολή Μαχαιριάδη κι ύστερα στράφηκε στη ξιφασκία, πρώτα κοντά στον συνταξιούχο ανθυπασπιστή χωροφυλακής Παραλίκα και μετά στη Σχολή του Ηλιόπουλου. Τονε τραβούσε ο κίνδυνος και ζήτησε να πολεμήσει στην Άπω Ανατολή. Με φίλους του ήθελε να πάει στην Αφρική να ιδρύσουν “ελεύθερο κράτος”, αλλά ο Γάλλος πρόξενος του Πειραιά τους ζήτησε τη συγκατάθεση των γονιών τους!. Τελικά αφού σταμάτησε λόγω επιληψίας κι απ’ αυτά, τον έθελξε η αγάπη για τη μουσική. Σε συνδυασμό με τις φωνητικές του ικανότητες, των ωθούν ακόμη μία φορά να ξεκινήσει φωνητικές σπουδές. Έκανε και μουσικά μαθήματα από τους Ιταλούς Λακαλαμίτα, μουσικοδιδάσκαλο και Καστελλάνο, μαέστρο. Το 1889, εμφανίζεται με μεγάλη επιτυχία σε συναυλία στον Πειραιά. Με το γύρισμα του αιώνα, είναι πια έτοιμος να σταδιοδρομήσει και στο λυρικό θέατρο. Για άλλη μία φορά όμως, μια κρίση επιληψίας, θα βάλει φραγμό στο ταλέντο και τη φιλοδοξία του, αποθαρρύνοντας τον έτσι, οριστικά.
____________
 * Ο ίδιος ξεκινά την αυτοβιογραφία του με τη φράση: “Γεννήθηκα στις 12/25 Μαρτίου του 1875 (έτσι λέγουσι) σ’ ένα ξενοδοχείο της Πόλης του Γαλατά“. Ο Πέτρος Χάρης, στη 2η μνημόνευση εντός του ιδίου έτους στη Νέα Εστία, του θανάτου του, στο χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα του 1958, προσθέτει σε υποσελίδια σημείωση πως η σωστή ημερομηνία είναι 25 Μάρτη 1971. Μάλιστα, χρησιμοποιεί το ρήμα, εξακριβώσαμε. Φαίνεται, όμως, πως οι μελετητές δεν εμπιστεύονται το Χάρη. Κακώς γιατί οι παλιότεροι μπορεί, κρινόμενοι με τα σημερινά στάνταρντς, να υστερούσανε σε θεωρίες, όμως ερευνούσανε. Πάντως ούτε ο Δημήτρης Σταμέλος δίνει βάση στη Νέα Εστία. Στο λήμμα της Πάπυρος Larusse Britannica, που συντάσσει, προκρίνει το 1872. Όπως και να ‘χει, μένει το γεγονός, ότι πέθανε 2 μέρες μετά τα γενέθλιά του.
—————–


     Η φοβερή του θέληση να νικήσει τις συνέπειες της αρρώστιας, αλλά και του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του, τον οδήγησε στη συγγραφική εργασία, όπου έβρισκαν διέξοδο οι πόθοι του και διοχέτευε τη μεγάλη ζωτικότητα που τον χαρακτήριζε. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1900 δημοσιεύοντας διηγήματα στα περιοδικά Χρονογράφος με το αντιπολεμικό έργο Ο Λαγκάς κι άλλα διηγήματα και στο πειραιώτικο Το Περιοδικόν Μας του Γεράσιμου Βώκου -με τον οποίο συνεργάστηκε σε μόνιμη βάση τα επόμενα χρόνια- με το διήγημα Το Κακούργημα Του Ιερέως. Ο πατέρας του το 1902, είχε ιδρύσει μια εταιρεία οικοδομών με τη χρηματική συνδρομή των Δομεστίνη και Χατζηκυριάκου. Άνοιξε μάλιστα κι ένα χυτήριο για τη παραγωγή μεταλλικών υλικών για χτίσιμο, προς το τέρμα της οδού Τζαβέλλα στο Ν. Φάληρο: Ήταν η πρώτη επαφή του Δημοσθένη με τους εργάτες και τον τρόπο ζωής τους. Τότε εξέδωσε ιδιωτικά τη νουβέλα Ο Λαγκάς (το ‘χε γράψει πρώτα στη καθαρεύουσα όταν δούλευε στο χυτήριο και 10 έτη μετά το ξανάγραψε στη δημοτική τούτη τη φορά) που ‘γινε δεκτή με θετικά σχόλια από Παλαμά και Ξενόπουλο. Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις διηγημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια.

  “Μια μέρα, […] που είχα βγει περίπατο […] ταράχτηκα και τότε κάτι, κάτι παρουσιάστηκε και μ’ αυτό έπεσα […] δε μ’ άφησαν να πάω σχολείο. Μου έφεραν δάσκαλο στο σπίτι[…] Εκείνη η αρρώστεια που με τυράννησε τόσο, είχε πάψει να με ρίχνει κάτω. Αφού έκανε τα πάντα, έτσι μπορώ να πω, να με ρίξει στη Λογοτεχνία, μ’ άφησε. Με είχε βγάλει κι από μια Σχολή Εμποροπλοιάρχων, με τον ίδιο τρόπο. Δε μ’ έρριξε πια απ’ τη μέρα που μου έκλεισε το δρόμο προς τη Μουσική“.
 – Η Αυτοβιογραφία Του, περιοδ. Νέα Εστία, τόμ. ΞΔ’, Χριστούγεννα 1958, τεύχ. 755, σσ.12.


           Το ζευγάρι Δημοσθένης Βουτυράς – Μπετίνα Φέξη

     Το 1903 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη-Σκιπιτάρη, (Φεκτσή ή Παπαγιάννη) με την οποία απέκτησε 2 κόρες, που γίναν αργότερα, υψίφωνος της Λυρικής και καθηγήτρια φωνητικής (Ναυσικά Βουτυρά-Κυριακοπούλου-Γαλανού 1908-1982) η μικρή, κληρονομώντας το ταλέντο του πατέρα της και ζωγράφος (Θεώνη Βουτυρά-Στεφανοπούλου 1905-;) η μεγάλη, -έργα της φιλοξενούνται εδώ στο άρθρο, με πορτραίτα του πατέρα της. Η εταιρεία γρήγορα παρουσίασε προβλήματα, οι συνεργάτες απέσυραν τα κεφάλαιά τους οριστικά το 1905 κι ο πατέρας αυτοκτόνησε με πιστόλι στο γραφείο του. Όσο κι αν προσπάθησε ο Δημοσθένης ήταν αδύνατον να κρατήσει την επιχείρηση, με αποτέλεσμα να κατασχεθεί όλη η μέχρι τότε περιουσία τους. Αυτό του προκάλεσε βαθειά θλίψη και μελαγχολία. Η ραγδαία οικονομική αλλαγή, αναγκάζει την οικογένεια να μετάκομίσει. Έτσι το 1906 μετακόμισε στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο και τέλος στο Κουκάκι (Γαργαρέτα) και τονε στρέφει αποκλειστικά πια στην επαγγελματική συγγραφή, καθώς ξεκίνησε να πουλά διηγήματα και κείμενα σε περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής. Πριν αυτού όμως αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες χειρωνακτικές και βαρειές εργασίες. Έτσι γνώρισε τη ζωή και τη ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης. Η γνώση αυτή και το έμφυτο ταλέντο του τον αναδείξανε σε εισηγητή του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα κι είναι από τους πρώτους λογοτέχνες των αρχών του 20ου αι. που ‘γραψε κοινωνικό διήγημα.
    Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις πρώτες εργατικές φάμπρικες, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνταν στην Ελλάδα στις αρχές του αιώνα, η απανθρωπιά κι η δυστυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας καυτηριάζονται μέσα από το έργο του. Σ’ όλα τα διηγήματά του ασχολείται με κοινωνικά θέματα κι οι ήρωές του είναι άνθρωποι από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, κράτος, θρησκεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη κι ο πόλεμος έγιναν αντικείμενο κριτικής και σάτιρας στο έργο του. Κτυπώντας το άδικο και παράλογο, ξεσκεπάζοντας τις πληγές της κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, πρόβαλε την ανάγκη της αλλαγής και μάλιστα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής. Με το έργο του η νεοελληνική πεζογραφία υποπτεύεται κι αρχίζει να συνειδητοποιεί την ύπαρξη του κοινωνικού προβλήματος με τη μορφή που το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Το γεγονός αυτό τονε κάνει αντιπρόσωπο μιας ολάκερης εποχής. Το έργο του διαβάστηκε με πάθος και διαπαιδαγώγησε χιλιάδες αναγνώστες με τις ανθρωποκεντρικές ιδέες που προέβαλε. Οι ιδέες αυτές αποτελέσανε για μεγάλο χρονικό διάστημα πνευματική τροφή για το προοδευτικό κίνημα της χώρας μας.
    Επίσης θεωρείται συγγραφέας των αποτυχημένων της ζωής. Χρεοκοπημένοι μικροαστοί, μικροϋπάλληλοι, απλοϊκοί άνθρωποι του λαού χτυπημένοι από τη φτώχεια και τη δυστυχία, άτομα με ψυχικά τραύματα αποτελούνε τους ήρωές του. Άτομο με σοβαρά προβλήματα υγείας κι έχοντας νοιώσει στο πετσί του πολλές αποτυχίες στη ζωή κι ο ίδιος, φαίνεται να διάκειται ευνοϊκά προς τους ανθρώπους εκείνους που βιώνουνε τον κοινωνικό ρατσισμό και να επιδιώκει με τη προβολή και τη δικαίωσή τους, τη δικαίωση τής ίδιας του ζωής και των αντιλήψεών του. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από το ελληνικό κοινό της Αλεξάνδρειας. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, που τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη 10 βιβλία του. Η αναγνώριση έχει ήδη προχωρήσει έξω από τα σύνορα. Το 1928 δημοσιεύεται Ο Θρήνος Των Βοδιών στο περιοδικό La Revue Nouvelle σε αφιέρωμα για τη παγκόσμια λογοτεχνία. Το έργο του βρήκε πιότερη αναγνώριση στην Ευρώπη, ενώ γράφτηκαν πολλές κριτικές σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δημητράκου το έργο του Από Τη Γη Στον Άρη, το 1ο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας στα ελληνικά (ο βιογράφος εδώ κάνει λάθος μέγα, καθώς το 1ο βιβλίο στα ελληνικά, αλλά και παγκοσμίως, της ΕΦ ανήκει στο Λουκιανό κι έχει τίτλο: Ικαρομένιππος, περί το 180 μ.Χ.). Σήμερα κυκλοφορεί στις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.



     Συμμετείχε στη συγγραφή 7 αναγνωστικών βιβλίων, σε συνεργασία με τον Επ. Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της Γ’ δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο Δήμου Πειραιά. Λίγους μήνες πριν τη κήρυξη του πολέμου γιόρτασε 40 χρόνια λογοτεχνικής δράσης στη ταβέρνα Μπογράκου στη Κυψέλη, που σύχναζε. Στη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, κάτι που δεν του συγχώρεσε ποτέ το μεταπολεμικό κράτος της δεξιάς. Έτσι, το 1947 ο Δήμος Πειραιά διέκοψε τη καταβολή τιμητικής σύνταξης που του παρείχε από το 1940. Στη διάρκεια της κατοχής, κράτησε ημερολόγιο, μέρος του οποίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.
     Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη φτώχεια, κατάκοιτος και παραγνωρισμένος. Η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε πρόταση για υποψηφιότητά του σε 2 συνεχείς εκλογές (1951-1953), λόγω της υποστήριξης που προσέφερε στην Αριστερά στη διάρκεια της Κατοχής. Πάντως ενώ συμπαθούσε τον Κομμουνισμό και τον Σοσιαλισμό, παρέμεινε ανένταχτος. Πέθανε στις 27 Μάρτη 1958 στα 87 του. Ο Βάρναλης έγραψε την επομένη του θανάτου του: “Βράχος ταλέντου, εργατικότητας, πίστης κι ήθους. Βράχος ριζωμένος στην ελληνική ζωή. Ακατάλυτος κι ασάλευτος. Ασάλευτος και στις αγάπες και στα μίση του, στα πάθη και στις αδυναμίες του. Ασάλευτος και στο κουράγιο του. Μόνο το λαό αγαπούσε. Μόνο το λαό μελετούσε. Και το λαό ζωντάνευε κι απαθανάτιζε στα έργα του“.
     Όσο για τις τελευταίες του στιγμές, ο Βάρναλης είχε γράψει: “Διαβάζουμε στις εφημερίδες πως ο Δημοσθένης Βουτυράς, άρρωστος από καιρό, περνά τα στερνά του σε τραγική φτώχεια. Τα λογοτεχνικά σωματεία προσπαθούν ν’ αποσπάσουνε για το κορυφαίο μέλος τους μια μικρή σύνταξη, από το Κράτος ή το Δήμο, χωρίς να το πετυχαίνουν!”. Είναι από κείμενο του στον τόμο Αισθητικά Κριτικά Σολωμικά (1958), πρωτοδημοσιευμένο τότε που ο Βουτυράς βρισκόταν στη ζωή, λίγο πριν φύγει. Και συνεχίζει παρακάτω: “Σ’ αυτόν τον τόπο, σε καιρούς με περισσότερη ντροπή, δεν μπήκανε στην Ακαδημία ένας Βλαχογιάννης, ένας Γρυπάρης, ένας Μαλακάσης κι ένας Σικελιανός (για ν’ αναφέρουμε μονάχα πεθαμένους!), σ’ αυτόν τον τόπο, που αφέθηκε να πεθάνει τότε στη ψάθα ένας Παπαδιαμάντης, σ’ αυτόν τον τόπο σήμερα, που έλειψε και το τελευταίο ίχνος ντροπής, ζητάμε να τιμηθεί ο Βουτυράς και να μη πεθάνει στη ψάθα!”. (Αυτός το ‘πε κι αυτός τ’ άκουσε προφανώς).

     Γράφει ο Γιάννης Χαλάτσης: “O Δημοσθένης αναγκάστηκε να εργαστεί σε σκληρές χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι γνώρισε τη ζωή και τη ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης. Η γνώση αυτή και το έμφυτο ταλέντο του τον αναδείξανε σε εισηγητή του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Είναι από τους πρώτους λογοτέχνες των αρχών του 20ου αι. που έγραψε κοινωνικό διήγημα. Σ’ όλα τα διηγήματά του ασχολείται με κοινωνικά θέματα κι οι ήρωές του είναι άνθρωποι από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις πρώτες εργατικές φάμπρικες, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνταν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αι. η απανθρωπιά κι η δυστυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας καυτηριάζονται μέσα από το έργο του. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, κράτος, θρησκεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, και ο πόλεμος έγιναν αντικείμενο κριτικής και σάτιρας στο έργο του. Κτυπώντας το άδικο και παράλογο, ξεσκεπάζοντας τις πληγές της κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, πρόβαλε την ανάγκη της αλλαγής και μάλιστα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής“.
     Ο Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής των Απάντων του σημειώνει για το έργο του: “Πρώτα πρώτα (…) μιλά έντονα για τη κοινωνική αδικία και παρακινεί τον αναγνώστη να την αντιστρατευτεί. Τον παρακινεί όμως όχι με ιδεολογικό ή πολιτικό λόγο, αλλά με καθαρά λογοτεχνικό. Είναι ένα έργο αταλάντευτα αγωνιστικό. Κι ακόμα δεν μένει μόνο στη κοινωνική επιφάνεια της αδικίας, αλλά την αντιστρατεύεται βαθύτερα, στην υπαρξιακή της διάσταση γι’ αυτό βρίσκεται και σε διαρκή διαμάχη με το θεό. Αυτό κάνει τη κριτική του στη κοινωνική αδικία βαθύτερη και μονιμότερη. Κι αυτό κάνει, παρόλο τον πεσιμισμό του και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο ανθρώπινο είδος, το έργο του να ‘ναι αταλάντευτα αγωνιστικό, -ταυτόχρονα κι εξαιρετικά μοντέρνο. Μέχρι που άρχισε να γράφει ο Βουτυράς, αλλά και πολύ μετά, οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, ακόμα κι οι αρνητικοί, κινούνται σ’ ένα παραδεδειγμένο κι αποδεκτό σύστημα κοινωνικών κι ηθικών κανόνων. Στο έργο του Βουτυρά αυτό καταργήθηκε. Στο λογοτεχνικό ύφος η καλολογία κι η συμβατική πλοκή καταργούνται και στη θέση τους μπαίνει το ασθματικό ύφος, η κινηματογραφική αφήγηση, ο εσωτερικός μονόλογος και το ρεύμα της συνείδησης (…) Τί αναζητά αυτό το έργο; Σίγουρα (…) την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αυτά φωνάζει μέσα από τις αντιφάσεις και την απελπισία των ηρώων του, τις σκοτεινές περιγραφές του, τον πόνο του και την ειρωνεία του, τη σκληρότητα και τη τρυφερότητά του, όλες τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής που αναβιώνει. Τ’ αναζητά και μέσα από τη φανταστική λογοτεχνία του, μια καταδίκη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, του ολοκληρωτισμού και του πολέμου. Το έργο αυτό ανοίγει την ήπειρο της Ουτοπίας στην ελληνική λογοτεχνία και του αιτήματος για έναν άλλο κόσμο“.



    “Αν ύστερ’ από τη γενεά των θεµελιωτών του νεοελληνικού διηγήµατος, του Βιζυηνού, του Παπαδιαµάντη, του Καρκαβίτσα, παρουσιάστηκε κι ένας µε αληθινό ταλέντο και διαφορετικό, αυτός είναι ο Δηµοσθένης Βουτυράς” έλεγε ο Ξενόπουλος το 1920 στο περίφηµο άρθρο του γι’ αυτόν ενώ ο Νιρβάνας εύστοχα τον αποκαλεί “άνθρωπο-διήγηµα“. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας του έργου του έγκειται στο ότι σηµατοδότησε τη στροφή από το ηθογραφικό στο αστικό διήγηµα. Η χαρακτηριστικότερη διατύπωση είναι του Παρορίτη, που επαναλαµβάνουν αρκετοί µεταγενέστεροι κριτικοί, ότι δηλαδή παράτησε “το νησί του Παπαδιαµάντη και το χωριό του Καρκαβίτσα και τη στάνη του Κρυστάλλη” και µετέφερε το διήγηµα στη πόλη. Ακόµη κι αν ο ίδιος στη συνέντευξη τού 1919 µιλά για υπέρβαση της ηθογραφίας κι ο Μπασκόζος ισχυρίζεται ότι στα διηγήµατά του συνυπάρχουνε σύγχρονα αλλά και παλιότερα αισθητικά ρεύµατα. Ο διηγηµατογράφος σαφώς συγκλίνει µε το πρότυπο της ηθογραφίας, ο τρόπος όµως που χειρίζεται τη περιγραφή είναι τελείως διαφορετικός. Αν οι ηθογράφοι της περιόδου 1880-1900, ακόµη κι αυτοί που στοχεύουνε και στην υποβολή ατµόσφαιρας, όπως ο Παπαδιαµάντης, επιχειρούν να ζωγραφίσουν µε αντικειµενική ακρίβεια το τοπίο, ο Βουτυράς δηµιουργεί την αίσθηση πως αυτό που περιγράφει απορρέει κυρίως από την υποκειµενική αντίληψη κείνου που παρατηρεί.
     Ο Νιρβάνας γράφει “Με τους 3 τελευταίους τόμους διηγημάτων του, μπρός μου σκέφτομαι, ότι ο άνθρωπος αυτός, που είναι τόσο γόνιμος και ταυτοχρόνως τόσο ξεχωριστός διηγηματογράφος. Η ζωή κι η τέχνη είναι ένα πράγμα, μέσα εις τας σελίδας αυτάς. Η ζωή, απλούστατα, κάνει τον περίπατόν της δια μέσου των σελίδων του βιβλίου. Προς στιγμή νομίζει κανείς, ότι ο συγγραφεύς δεν παίζει κανένα ρόλο σ’ όλη την ιστορία ή, τουλάχιστον, ρόλον εντελώς παθητικό. Ανοίγει απλώς της πόρτες του διηγήματός του, όπως θα άνοιγε τις πόρτες του σπιτιού του, αφήνει ένα κύμα ζωής να περάσει μπρος στους καλεσμένους του, που είμεθα οι αναγνώστες του και τις ξανακλείνει. Ιδού ένα διήγημα. Επειτα τις ξανανοίγει πάλι, αφίνει να περάσει ένα άλλο κύμα και τις ξανακλείνει πάλι. Ιδού άλλο διήγημα. Κι ούτω καθ’ εξής. Ιδού τόμοι διηγημάτων. Αλλ’ αυτά είναι τρόπος του λέγειν. Για να γίνονται αυτά που γίνονται, σημαίνει πως υπάρχει ένας συγγραφεύς στη μέση. Κι ένας συγγραφεύς που επειδή ακριβώς δεν κάνει ό,τι κάνουν οι άλλοι, σημαίνει, ότι κάνει κάτι εντελώς δικό του“.
 -Δημοσιεύθηκε στην Εστία Κυριακή 6 Απρίλη 1924.
    “...ο ίδιος, περίπου, ωραιολατρικής προέλευσης ρεαλισμός, όπως του Χρηστομάνου, με κοινωνικές προθέσεις όμως σε πολλά διηγήματα, δεσπόζει και στο έργο του Βουτυρά, που στις αρχές του αιώνα γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα χάρη σε μια εκατοντάδα μικρών διηγημάτων -…ζητούσαν όλο μικρά διηγήματα για να δίνουν λίγα χρήματα, σημείωνε με πικρία. Για πρωταγωνιστές του στρατολογεί προλετάριους, ανθρώπους με ταπεινά επαγγέλματα, άνεργους από τους συνοικισμούς, θαμώνες των καπηλειών. Πρόκειται για ένα νέο κόσμο, μια νέα τάξη που κατοικούσε σε παράγκες εκεί που τέλειωνε η πόλη ή σε τρώγλες και τότε για πρώτη φορά ερχόταν να ταράξει τη συνείδηση του αστού αναγνώστη. Η αθλιότητα, που περιγραφότανε κάποτε με προθέσεις κοινωνικών διεκδικήσεων, παρουσιάζεται στον αναγνώστη τόσο πιο σκοτεινή, όσνο ο ίδιος τη περιβάλλει με ατμόσφαιρα καταθλιπτική και μουντή -κι αυτό έκανε μερικούς να τον χαρακτηρίσουνε συμβολιστή. Μέτρο των έμφυτων ικανοτήτων του, που δεν τις εκμεταλλεύτηκε αρκετά, αποτελούνε διηγήματα όπως Το παιδί της βουβής: εσωτερικός μονόλογος ενός παιδιού που θεάται τη ζωή μέσα από τις δικές του ψυχικές διαστάσεις“.
 –Mario VittiΙστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίαςΟδυσσέας, 1989


                         Πορτραίτο του από τη κόρη του Θεώνη

     Κι ο Μάρκος Αυγέρης μίλησε θετικά για τη λαϊκή ψυχή που αναδυόταν μέσα από τη διηγηματογραφία του: “Ο Βουτυράς είναι ο διηγηματογράφος του λαού, που δίνει πιστότερα από τον καθένα τις καταστάσεις, τη ψυχολογία και τους τρόπους αγωγής του. Το έργο του είναι μια απέραντη πινακοθήκη λαϊκών τύπων κι απλοϊκών ψυχών. Είναι ανεξάντλητο […] σε εικόνες από φτωχογειτονιές, τόπους της δουλειάς, λαϊκές ταβέρνες, που περνούνε τη μίζερη ζωή τους οι εργατικές τάξεις κι ο φτωχόκοσμος των μεγάλων κέντρων. […] Βρίσκεται πάντα κοντά στο λαό, είναι λαός ο ίδιος. Είναι ένας αυθόρμητος τεχνίτης κι έχει το ανεπιτήδευτο ύφος του λαού“. Τη 10ετία του ’50 ο Στρατής Τσίρκας με τη κριτική του στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη έκανε λόγο για τη λογοτεχνική αξία του, τονίζοντας τον μοντερνισμό της γραφής του.
     Ο Νίκος Ξένιος γράφει “Τον ενέπνεε έν ασύνειδο όραμα κοινωνικής επανάστασης που, ως σοσιαλιστικό στη δομή, κρυβόταν επιμελώς πίσω από μιαν επίφαση αντικειμενικότητας. Αυτή η πρόσοψη όμως συνιστά και το στοιχείο του έργου του που είναι άξιο μελέτης: ένας σχετικός βαθμός ισοπέδωσης των προσώπων του αυτόματα τον κατατάσσει στους νατουραλιστές συγγραφείς. Κατέγραφε τη πραγματικότητα φωτοφωνογραφικά, με αποτέλεσμα την έντονη θεατρικότητα και το μαγικό κλίμα των διηγημάτων του. Επιλέγοντας τη μικρή φόρμα, ονομάστηκε “ο άνθρωπος-διήγημα” και δήλωνε ότι μπορούσε να τυλίξει όλη τη γη με διηγήματα. Δεν μιλάμε για απλοϊκό ηθογράφο, αλλά για αναρχικό λογοτέχνη, που σαρκάζει την εξαθλίωση της νεόκοπης εργατικής τάξης των αστικών κέντρων και προαγγέλλει τα δεινά της“.
     Το έργο του υπήρξε ιδιαίτερα πρωτοπόρο για την εποχή, τόσο λόγω περιεχομένου όσο και μορφής, γεγονός που συμπυκνώνεται στην αμηχανία, αν όχι την ανοιχτή εχθρότητα, κάποιων λογοτεχνικών κύκλων της εποχής του απέναντι στην εκδοτική επιτυχία του και στην επιρροή που άσκησε το έργο του στην ανήσυχη νεολαία των πρώτων 10ετιών του 20ού αι. Κρατά απόσταση από τη προβολή του εθνικού στοιχείου κι υιοθετεί τη µορφή ενός λαϊκού αφηγηµατικού είδους. Η εκµετάλλευση των αδυνάµων από όσους ασκούν αυθαίρετα την εξουσία είναι ένα θέµα που γενικότερα τον απασχολεί. Για τα δεδομένα της ελληνικής λογοτεχνίας κι όχι τυχαία, θεωρείται ο εισηγητής του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ό  Παλαμάς με το αλάνθαστο ένστικτό του τονε κατέστησε πρώτος σαν πρωτοπόρο στο ρεαλιστικό διήγημα. Ο Βουτυράς εισέβαλε στη σκηνή της νεοελληνικής πεζογραφίας ενώ ήταν αυτή κατάμεστη απο καθιερωμένες φυσιογνωμίες όπως οι: Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Εφταλιώτης, Ξενόπουλος κ.ά.. Οι φτωχογειτονιές κι οι απόμερες συνοικίες είναι ο χώρος που κινείται, ενώ, οι ήρωές του είναι άνθρωποι αποτυχημένοι ή χρεωκοπημένοι μικροαστοί, μικροϋπάλληλοι, απλοϊκοί άνθρωποι του λαού χτυπημένοι από τη φτώχεια και τη δυστυχία.

     Το λεγόμενο “πρόβλημα Βουτυρά” (Παρορίτης) αναφέρεται ακριβώς στην αμφιθυμία των λογοτεχνών και των κριτικών της εποχής απέναντι στα πρωτοπόρα -αισθητικά και πολιτικά- χαρακτηριστικά του έργου του. Τονε κατηγορούσανε για απουσία πλοκής, για χαώδη γραφή, για διάχυτο πεσιμισμό, για υπερπαραγωγή διηγημάτων σε βάρος της ποιότητας και κυρίως για έλλειψη σεβασμού απέναντι στους βασικούς κανόνες της λογοτεχνικής συγγραφής. Σημαντικοί συγγραφείς και λογοτέχνες της εποχής (Ξενόπουλος, Νιρβάνας, ΆγραςΠολίτης) τον υπερασπίστηκαν αν και, σε κάποιο βαθμό, συμμερίζονταν την αμηχανία απέναντι στο πρωτοπόρο ύφος του. Ήτανε πράγματι πρωτοπόρος της νεωτερικής λογοτεχνίας, που κατέγραψε, με συγκλονιστικά ρεαλιστικό τρόπο, τις αλλαγές στη ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αι. και την επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επέλαση που παρήγαγε την εξαφάνιση των παλαιότερων κοινωνικών στρωμάτων και την εμφάνιση του προλεταριάτου ως βασική κοινωνική τάξη.
     Ο Βουτυράς υιοθετεί διάφορα στυλ γραφής, κινούμενος με άνεση από το ρεαλισμό και τα ηθογραφικά στοιχεία, στην επιστημονική φαντασία, στο διήγημα μυστηρίου, στην ελλειπτική γραφή και στο παράλογο. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι ο ίδιος που ‘χει γράψει διηγήματα που θυμίζουνε Πόε, άλλα που ανταγωνίζονται τον στρατευμένο ρεαλισμό του Ζολά ή την αναλυτική ψυχογραφία του Ντοστογιέφσκυ, δίχως μάλιστα, καθώς φαίνεται, να ‘χει πλήρη γνωση της ξένης λογοτεχνίας της εποχής του. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρά τις μεταγενέστερες αναγνώσεις του έργου του, που μπορούν να ανιχνεύσουν έντονα στοιχεία μοντερνισμού και πολλαπλών σημειολογικών επιπέδων, ο ίδιος δεν ήταν αυτό που σχηματικά αποκαλούμε διανοούμενος. Ήτανε πιο πολύ ένας εργάτης του πνεύματος που έφτιαχνε διηγήματα, δε σύχναζε σε λογοτεχνικά σαλόνια, αλλ’ αντίθετα συναναστρεφότανε καθημερινά με ανέργους, εργάτες κι ευρύτερα ανθρώπους του λαού στις ταβέρνες. Εκφράζει μια κοινωνία σε κατάσταση μετασχηματισμού, όπου οι αξίες σ’ όλα τα επίπεδα εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς, μια κοινωνία δίχως σταθερές και στιβαρές πίστεις, κοινωνία ανοιχτής ιδεολογίας κι επομένως πρόσφορη, όσον αφορά τους συγγραφείς, για πολυεπίπεδη ειρωνική γραφή.

  “Ίσαμε το φανέρωμά του, το νεοελληνικό διήγημα πνίγεται στα στενά περιθώρια της ηθογραφίας. Κείνος στρέφει το μάτι του στη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα και τους ανθρώπους της… Πουθενά δεν υπάρχει η κομψή φράση. Γράφει όπως μιλάει… Έχει όμως ρωμαλέα πνοή, επιβλητικό αυθορμητισμό, πλούσια φαντασία, βαθύτατη ανθρωπιά, ποιητική δύναμη και ρεαλιστική αντίληψη. Μας δίνει μια σειρά από περίφημους τύπους...”
 –Χρήστος ΛεβάνταςΔυο μορφές, 1952



     Η εναλλαγή τεχνοτροπίας (λόγω της οποίας κατηγορήθηκε ως μη συγγραφέας), που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό πρωτοπορίας της μορφής του έργου του, δεν καταδεικνύει την εγγενή αδυναμία του να ολοκληρωθεί ως συγγραφέας. Αντίθετα, αποτελεί τρανή απόδειξη της σύνδεσής του με τη μεταβατικότητα/ρευστότητα της εποχής του. Δεν είχε ένα τρόπο γραφής γιατί ως υποκείμενο διαισθανότανε κι εξέφραζε το αντικειμενικό γεγονός της μη παγιωμένης ακόμα κοινωνικής συγκρότησης. Γράφει σε μιαν εποχή που ακόμα συντελείται η αστικοποίηση του κοινωνικού σχηματισμού, που οι καπιταλιστικές σχέσεις και κατ’ επέκταση το πολιτισμικό εποικοδόμημα εμπεδώνονται και συγκροτούνε τη νέα κοινωνική πραγματικότητα αποδομώντας προηγούμενες κοινωνικές ισορροπίες, ήθη και καθημερινές συμπεριφορές. Παλιοί κοινωνικοί τύποι, επαγγέλματα κι εντέλει ταξικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου εξαφανίζονται κι αντικαθίστανται με νέα, μέσα από την απρόσωπη δυναμική των εκμεταλλευτικών σχέσεων της αστικής κοινωνίας. Αυτή η διαρκής καταστροφή κι ανασύνθεση των κοινωνικών σχέσεων και των υποκειμένων σε υλικό κι ιδεολογικό επίπεδο, αυτή η ταχύτητα των εξελίξεων, που καθιστά τον άνθρωπο έρμαιο των αλλαγών, ενυπάρχει στο ύφος του Βουτυρά και στο περιεχόμενο του έργου του. Η πολλαπλότητα των μορφών του νέου αδυσώπητου κι άκαρδου κόσμου που υπάγει στο κεφάλαιο παλιός τρόπος ζωής, μορφοποιείται ως μετάβαση από τον ένα τρόπο γραφής στον άλλο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στιγμή διαλεκτικής συσχέτισης του αντικειμενικού πλαισίου με το υποκείμενο που το καταγράφει και το αναπαριστά.
     Ο Βουτυράς δεν είναι, φυσικά, ένας απλός καθρέφτης της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά η αγχώδης (για τον ανθρώπινο ψυχισμό) μεταβατικότητα της εποχής σφραγίζει το έργο του. Μες απ’ αυτό το πρίσμα γίνονται κατανοητές οι καινοτομίες που τονε χαρακτηρίζουνε σα συγγραφέα της νεωτερικότητας: ο εσωτερικός μονόλογος του ήρωα, η μίξη της αντικειμενικής πλοκής με τις συνειδησιακές επεξεργασίες των ηρώων, ο διχασμός του ήρωα που υπερβαίνει τον απλοϊκό μανιχαϊσμό, η κυριαρχία της πόλης ως πλαισίου δράσης. Την ίδια στιγμή πραγματεύεται την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου (φόβος θανάτου/νόημα ζωής), την ευαισθησία για τα ζώα, τη κριτική στον πόλεμο και την οδυνηρή πραγματικότητα της φτώχειας και των ταξικών αντιθέσεων.


                    Πορτραίτο του από τη κόρη του Θεώνη

     To έργο του αποτελεί μοναδική περίπτωση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Οι παράξενες, σκοτεινές ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους που εξεγείρονται, συχνά με απελπισμένη αγριότητα, ενάντια στη μοίρα τους, διαβάζονται με αμείωτο ενδιαφέρον εδώ κι έναν αιώνα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους του Μεσοπολέμου που αξίζει να διαβαστεί. Έζησε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά, όπου είδε τις δυσκολίες της ζωής των εργατών, την άστατη ζωή των περιθωριακών και γνώρισε τη φτώχεια από κοντά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα. Αυτές οι συνθήκες ζωής τον επηρεάσανε στα διηγήματά του και διαμορφώσανε τους ήρωες του. Ο ατίθασος χαρακτήρας του, η αριστερή και πολλές φορές αναρχική ιδεολογία, τονε δυσκολέψανε στην εύρεση εργασίας κι έζησε την ανέχεια. Παρ’ όλ’ αυτά, τα διηγήματά του είχανε φανατικό αναγνωστικό κοινό κι όλες οι εφημερίδες ζητούσανε κείμενά του.
     Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή αναγνωστικών του δημοτικού και σατιρικών και φανταστικών διηγημάτων. Το πεζογραφικό έργο του, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού κι οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών ομάδων Αθήνας και Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους περιέγραψε τη ζωή και τη ψυχοσύνθεσή τους μ\ έντονα ζοφερά χρώματα. Στα διηγήματά του περιγράφει τη ζωή και τη ψυχολογία των φτωχών κι εξαθλιωμένων ανθρώπων που αδυνατούν να δράσουν για να αλλάξουνε τη ζωή τους κι αρνούνται να ενταχθούνε στη κοινωνία. Τους γνώριζε καλά αυτούς τους ανθρώπους έχοντας ζήσει δίπλα τους πολλά χρόνια. Στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων τους παρουσιάζει να στενάζουνε και ν’ αφανίζονται με τις κακίες, τα μίση, την άβυσσο της ψυχής τους, τα προβλήματά τους. Γι’ αυτό και τον ονόμασαν “Γκόρκυ της Ελλάδας”. Έγινε ο αισθαντικός απολογητής των ψυχικών καημών που συσσώρευσε στους ανθρώπους και στην Ελλάδα, η οικονομική ανέχεια.



Έργα:

Λεωνίδας Λαγκάς, Πειραιάς, τυπ. Σφαίρα (1903)
Ο Λαγκάς κι άλλα διηγήματα, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1915)
Παπάς ειδωλολάτρης κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1920)
Οι αλανιάρηδες, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1921)
Τριάντα δύο διηγήματα, Αθήνα, Γανιάρης (1921)
Ζωή αρρωστεμένη κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης (1921)
Μακρυά απ’ τον κόσμο κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Σιδέρης (1921)
Το γκρέμισμα των θεών κ. ά. διηγήματα, Βιβλιοπωλείο Γανιάρη & Σία (1922)
Ο θρήνος των βοδιών κι άλλα διηγήματα, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1923)
Φως στο σκοτάδι κ.ά. διηγήματα, Αθήνα Ακαδημαϊκό Βιβλιοπωλείο (1923)
Διωγμένη αγάπη κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1923)
Όνειρο που δεν τελειώνει κι άλλα διηγήματα, Ελευθερουδάκης (1923)
Ο νέος Μωυσής κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, τυπ. Αθηνά Ι.Ράλλη (1923)
Η αριστοκρατική γειτονιά κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1924)
Η σιδερένια πόρτα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείου Η Λογοτεχνία (1925)
Τροφή στο θάνατο, Αθήνα, Τσουκαλάς (1926)
Είκοσι διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1926 ή 1927)
Στη χώρα των σοφών και των αγρίων, Αθήνα, τυπ. Αθηνά (1927)
Μέσα στην κόλαση, Αθήνα, Δημητράκος (1927)
Μες στους ανθρωποφάγους κ.ά. διηγήματα, Αθήνα, Εστία (1928)
Από τη Γη στον Άρη, Αθήνα, Δημητράκος (1929)
Ανάσταση νεκρών κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1929)
Στους άγνωστους Θεούς, Αθήνα, Δημητράκος (1930)
Η επανάσταση των ζώων κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος, (1931)
Η όρνιθα ξύνοντας το μάτι της…, Αθήνα, Δημητράκος, (1932)
Μέρες τρόμου, Αθήνα, τυπ. Τα Χρονικά (1932)
Ύστερα από εκατομμύρια χρόνια κ.ά. διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1932)
Κάλπικοι πολιτισμοί, Αθήνα, εκδ. εφ. Ανεξάρτητος (1934)
Μιλούν κι οι νεκροί;, Αθήνα, έκδ. εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον (1934)
Το τραγούδι του κρεμασμένου κ.ά. διηγήματα, Αθήνα, Ανεξάρτητος (1935)
Νύχτες μαγείας, Αθήνα, Καραβίας (1938)
Το σπίτι των ερπετών, Αθήνα, Καραβίας (1939)
Ο έρωτας στους τάφους, Αθήνα, Πήγασος (1943)
Τρικυμίες, Αθήνα, Οι φίλοι του βιβλίου (1945)
Αργό ξημέρωμα, Αθήνα, τυπ. Κατσιώρη (1950)



Μελέτες:

Τα σύμβολα στα όνειρα, Αθήνα, Δημητράκος (1933)
Τα σύμβολα στα όνειρα, 39 όνειρα, 6 διηγήματα, μια διάλεξη, Φαρφουλάς (2007)

Άπαντα (συλλογές, επιλογή):

Άπαντα, επιλογή πρώτη, εισαγωγή Βάσου Βαρίκα, Αθήνα, εκδ. Δίφρος (1958)
Άπαντα, εισαγωγή Νίκου Κατηφόρη, Αθήνα, Δίφρος (1960)
Διηγήματα, εισ. Τάκη Αδάμου, Βουκουρέστι, Πολιτικές & λογοτεχνικές εκδ. (1965)
Άπαντα Α΄ – Ζ΄. Αθήνα, εισ. – επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, Δελφίνι, Στάχυ (1994 – 2001)
Το καράβι του Θανάτου κ.ά΄. ιστορίες, επιλ., επιμ. Τσοκόπουλος Τόπος (2011)

================

                                         Παραρλάμα*

     Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε κι αναμνήσεις. Και θυμότανε πως είχε πατέρα που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει κι αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τ’ άλλα τα ‘χε φάει το γύρισμα της ρόδας κι έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα.
     Αλλά, τί ήθελε να θυμάται;
     Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τονε βάλει σε πειρασμό. Όταν κάποτε έβλεπε καμμιά να ‘ρχεται στο κατάστημα, τη κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το ‘βλεπε.
     Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά. Το μόνο, στο σβησμένο κι έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που ‘μενε, ήτανε το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
     Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε κι έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
     Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ’ ήτανε σ’ αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σ’ ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ’ ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν’ αφήσουν ίχνος. Μια βραδυά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που ‘χε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ, τις λέξεις:: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν**. Κι ότι οι λέξεις είχανε φέρει τρόμο στο Βασιλέα και σ’ όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να εξηγήσει τι εννοούσαν. Αυτά τ’ άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήτανε το μόνο, που μπόρεσε να χαραχτεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
     Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο ένα πατριώτη του, που πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε. Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ’ ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.
     Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος κι αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό. Το κατάστημα είχε κι αυλή πίσω κι απ’ εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ’ έξω κι απ’ εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας
δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ’ αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
     Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στη κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ’ ένα εργαλείο κι άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη: Π α ρ α ρ λ ά μ α. Ήτανε φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό. Έφυγε όπως είχε πάει.
     Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ κι άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
 -“Τί είναι αυτό εκεί! Ποιός το ‘γραψε αυτό“; Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη. Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
 -“Παραρλάμα“! Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε στα χείλη όλων. Μα ποιος την έγραψε; Επρόβαλε κι αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν κι ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε κι αυτός να δει. Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά-σιγά τη λέξη. Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο: Παραρλάμα.
     Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ’ έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Κι όμως είπε δυνατά:
 -“Πρέπει να βρεθεί“! Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τονε γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους. Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι’ αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα κι αυτό θα το έγραφε! Κι οι τεχνίτες μείνανε πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή τη παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
     Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της. Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει. Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στέκονταν μαρμαρωμένοι μπρος στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο. Παραρλάμα!
    Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουνε τίποτα, δεν ξέρουνε ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο… Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν…
     Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτά, έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!…

_______________

   * Είναι φτιαχτή λέξη του Βουτυρά -που το συνήθιζε στα κείμενά του. Εν προκειμένω, μαντεύοντας τη σκέψη του, εκτιμώ πως θέλησε να τονίσει τον παραληρηματικό τρόπο που εξελισσόταν η ζωή στην εποχή του -κι εντεύθεν φυσικά και γι’ αυτό χρησιμοποίησε τη λέξη παραλήρημα, μπερδεύοντάς τη σε παραλάρμα.
 ** Βαλτάσαρ βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος του Ναβουχοδονόσορα, εκθρονίστιηκε από τον Κύρο. Η Βίβλος (Δανιήλ Ε’) λέει πως ένα βράδυ είχε πλούσιο συμπόσιο και διέταξε να φέρουνε τα ιερά σκεύη που είχεν αρπάξει από την Ιερουσαλήμ. Ο ιερόσυλος είδε τότε να παρουσιάζεται χέρι που χάραζε στον τοίχο άγνωστη γραφή. Κάλεσαν τον προφήτη Δανιήλ που διάβασε τις λέξεις μανή, θεκέλ, φάρες ου φαρσίν και τις ερμήνευσε ως εξής: “μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου κι όρισε το τέλος της, τη ζύγισε και τη βρήκε λειψή, διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες“. Την ίδια νύχτα ο Κύρος έμπαινε στη Βαβυλώνα.
——————–

                              Οι Αποσκευές Των Νεκρών

     Ήτανε γιορτή κι οι καμπάνες της εκκλησιάς που γιόρταζε δεν είχανε πάψει όλη τη νύχτα να χτυπούνε. Βγήκα αργά σχεδόν έξω. Δε θα πήγαινα ούτε στην εκκλησιά, ούτε να χαιρετήσω φίλο. Θα πήγαινα να προσκυνήσω ένα τάφο! Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη, ψυχρή, του Δεκέμβρη μέρα. Φυσούσε άνεμος δυνατός και παγωμένος… Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Σαν σκιές των ήχων ερχόντανε ίσαμε εκεί οι χτύποι της καμπάνας της εκκλησιάς που γιόρταζε.
     Οι σταυροί φυλάγαν τους νεκρούς κι οι κλώνοι των δέντρων έκλιναν από πάνω μόνοι, θλιμμένοι. Τα πουλάκια τους νανουρίζανε τον απέραντον ύπνο τους, τους τραγουδούσαν γλυκά τραγούδια της ζωής. Κι αυτοί ίσως θα πίστευαν ότι βρισκόντανε στο χαμένο για πάντα σπίτι, κοντά στους δικούς τους κι ακούγαν τη φωνή των παιδιών, των αδερφών, συζύγων, γονιών…
     Αλλοίμονο!… Ένας κρότος ερχόταν από κει κοντά, από ένα εργοστάσιο. Προχώρησα να γυρίσω στο νεκροταφείο, αφού είδα τον τάφο, που είχα πάει να προσκυνήσω, τάφο, που δεν τον σκιάζανε θλιμμένα δέντρα, ούτε κλώνοι άλλων δέντρων εγέρνανε θλιμμένοι κοιτάζοντας τη πλάκα. Τάφοι μαρμάρινοι, με προτομές, με γλυφές, με παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ήτανε στο δρομίσκο, που ‘χα πάρει. Βρισκόμουν στις πρώτες θέσεις. Άραγε η γη, που της ανοίγουνε τα σωθικά της και ρίχνουν πάλι μέσα τα παιδιά της, έχει κι αυτή θέσεις; Πρώτη, δεύτερη, τρίτη…
     Κάποτε διακόπτανε τους μαρμαρένιους τάφους άλλοι τριγυρισμένοι με κάγκελα σιδερένια. Άλλοι πάλι με ξύλινα κάγκελα και πλήθος γλάστρες. Τα άνθη της χαράς και στη λύπη βρίσκονται, σα να βγάζει η χαρά τα λουλούδια που φορεί και να τα δίνει στη θλίψη. Είχα περάσει τους μαρμάρινους τάφους ή τη πρώτη θέση. Σ’ αυτό το μέρος οι τάφοι ήσανε φτωχικοί. Πέρα διέκρινα τα κεραμίδια ενός μικρού σπιτιού. Σ’ ένα δέντρο, ένα άσπρο σακκούλι γεμάτο ήτανε κρεμασμένο. Χωρίς να ιδώ, μάντεψα τι είχε μέσα κι ήτανε σα σακκούλι με φαΐ λησμονημένο κάποιου εργάτη.
    Κοντά ένας τάφος είχε ανοιχτεί κι ένα φέρετρο πρόβαλλε σα βάρκα τσακισμένη από κάποιο μακρυνό ταξίδι, απ’ το ταξίδι της Αχερουσίας! κι ήτανε πλούσιο φέρετρο από καρυδιά. Ο ταξιδιώτης ήτανε γυναίκα. Τα ρούχα της, που δεν της είχε επιτρέψει ο Χάρος να πάρει μαζί της, ήταν ακέραια, από θαλασσί βαθύ ύφασμα, λεπτοϋφασμένο σαν από αράχνη. Σε μια άκρη του φερέτρου ήτανε κάλτσες καφετιές τρυπητές… Μόλις έστριψα έναν τάφο, που ο σταυρός του είχε ένα γύρο και και κροτούσε απ’ τον άνεμο, στάθηκα. Τα δέντρα πριν μου κρύβανε το θέαμα. Είχα φτάσει στο μικρό σπιτάκι κι είδα έξω απ’ αυτό, σωρούς, σωρούς μεγάλους και ψηλούς κοκκάλων και χυμένη ζάχαρη, ή κάτι άλλο εμπόρευμα. Και κόκκαλα πλήθος, πλήθος στιβαγμένα το ‘να πάνω στ’ άλλο!…
 -“Πού είμαι δω;” είπα.
     Το σπιτάκι ήταν σαν τελωνείο έρημο, που απ’ έξω αφήσανε τα κιβώτιά τους χαμένοι ταξιδιώτες κι έμποροι. Ένα κιβώτιο ανοιχτό, πάνω απ’ τ’ άλλα, έδειχνε το περιεχόμενό του. Μια πλάτη, κρανίο, κόκκαλο ποδιού… Άλλο πιο κάτω μισοκλεισμένο. Διάβασα την επιγραφή του -Κωνσταντίνος, Αθανασία, Αδελφοί- ένα κόκκαλο έβγαινε, σα να προσπαθούσε να σηκώσει το σκέπασμα. Άλλο πιο πέρα, με λουκέτο σκουριασμένο: -Χριστόδουλος– η επιγραφή. Έξω απ’ το σωρό των κοκκάλων μια μασέλα με λίγα δόντια, παΐδια στραφτερά και σα γλυμμένα…
     Ο κρότος του σταυρού με το γύρο ακούστηκε πιο πολύ να ταράζει τη σιωπή τη πένθιμη, σα να ‘θελε κάτι να πει τώρα ή το παραμιλητό του να δυνάμωσε. Καθώς πρόσεξα σ’ αυτό τον κρότο, άκουσα κι έναν άλλο να ‘ρχεται από κει κάπου. Ήτανε του εργοστασίου ο κρότος. Εργασία!…
Πάλι είδα τους σωρούς των κοκκάλων κι ήταν σα σωρός από πέτρες, που ρίχνουν απ’ έξω απ’ τις οικοδομές. Κι ανακατωμένα όλα! Κρανία, πόδια, πλάτες, χέρια! Κόκκαλα ευτυχών, που υπήρξανε και δυστυχών! ανθρώπων που γελασανε πολύ κι ήπιανε την ηδονή, με ανθρώπων κόκκαλα, που τους είχε πάντα η θλίψη δικούς της, που δε γνωρίσανε ποτέ το γέλιο!
 -“Γιατί τα ρίχνουν έτσι;” σκέφτηκα.
     Έξαφνα τρόμαξα. Θα γεμίσει το νεκροταφείο, θα ξεχειλίσουν οι τοίχοι από τα κόκκαλα!…
 -“Ε, νεκροί! Ελάτε να τα πάρετε! Είναι οι αποσκευές σας! Να τι σας έμεινε ακόμα από τα τόσα!… Ένας σωρός κόκκαλα!… Ποιος είναι ο δικός σας;… Προσέξετε μη πάρετε ξένα“!…

                                  Η Μάνα Του Γρίζα

     Ήταν ερημιά κείνη τη νύχτα στην παραλία. Είχε βρέξει το πρωί κι είχε γίνει ο καιρός υγρός και ψυχρός. Κάτι σύννεφα μαύρα είχανε σταθεί πέρα στον ορίζοντα και φαινότανε σα να ‘τανε η προφυλακή του χειμώνα. Τα φώτα της πλατείας φωτίζανε μόνο το άσπρο χώμα της. Οι καρέκλες, που άλλοτε σκεπάζανε τη γη σε μεγάλη απόσταση, είχανε σαρωθεί και μόνο σε μια γωνιά, κοντά στους τοίχους του μεγάλου καφενείου, είχανε μαζευτεί λίγοι από τους τόσους περιπατητάς της πλατείας. Πέρα στο μεγάλο δρόμο, που έφερνε στην πόλη, τα περισσότερα καταστήματα ήτανε σκοτεινά, και μόνο σ’ ένα υπήρχε φως και από κει ερχόντανε φωνές οργάνου και τραγούδια.
     Καθισμένοι στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου μιλούσαμε. Είχα εγώ μελαγχολήσει με την αλλαγή εκείνη του καιρού, με τα μαύρα σύννεφα που πέρα στεκόντουσαν σαν να μας κοιτάζανε άγρια. Στηριγμένος στο πεζούλι της ταράτσας, δεν άκουγα τι λέγανε. Κοίταζα την έρημη πλατεία κι άκουγα, έτσι χωρίς να θέλω, τον κρότο του οργάνου που έπαιζε στο μεγάλο δρόμο και τη φωνή του μεθυσμένου που τραγουδούσε.
     Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του γερο-Φουλαρά να λέει κάτι, που μου κίνησε την περιέργεια και μ’ έκανε να προσέξω.
 -“Αυτή την ιστορία που θα σας πω, όλοι τη γνωρίζουνε, όλοι στον τόπο μας, αλλά πολλοί φοβούνται να την πούνε, γιατί λένε πως η γριά, η μάνα του Γρίζα, βγαίνει και φωνάζει τη νύχτα μεταμορφωμένη σε νυχτοπούλι, πάνω απ’ τα σπίτια εκείνων που τη διηγούνται“.
     Ήτανε παλιά και δυνατή η οικογένεια του Γρίζα στην επαρχία μας. Είχε, λένε, ίσαμε ογδόντα τουφέκια συγγενικά, αδελφοξάδελφα, γαμπροί, κουνιάδοι. Αλλά τώρα, πάει, πάει. Ξεκληρίστηκε. Κι ούτε ένας πια δε φέρνει αυτό το επώνυμο. Σα να ‘χε πέσει κατάρα! Απ’ τη μέρα που ‘φυγε και χάθηκε ένα παιδί του, ίσαμε δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών, απ’ τη μέρα κείνη πια καλά δεν πήγε κείνο το σπίτι!… Το πιστεύετε;… Πώς; Εδώ είναι μυστήριο! Λοιπόν… Ο καπετάν-Γρίζας σκοτώθηκε λίγα χρόνια μετά το χαμό του γιου του, κατά λάθος, λένε, σ’ ένα πανηγύρι. Οι δυο του άλλοι γιοι σκοτωθήκανε απ’ τους Τούρκους λίγες μέρες πριν αρχίσει το τουφέκι, που γινότανε φόνοι, μα το θεό, περισσότεροι από τον πόλεμο. Μετά το φόνο των παιδιών -κι αυτό ήτανε μια αιτία που ξέσπασε στην επαρχία μας πριν της ώρας της η επανάσταση- τα βουνά γεμίσανε από πολεμιστάς και κάθε τόσο ακουγόταν ο κρότος του τουφεκιού. Κι αρχίσανε πάλι οι νύχτες να φωτίζονται συχνά, μα πολύ συχνά, από πυρκαγιές χωριών, ελαιώνων!… Α!, ο πόλεμος είναι κακός, κακός! Αλλά όταν πρόκειται για ελευθερία, όλα, όλα, στάχτη να γίνουνται, στάχτη!… Και δεν υπήρχε έλεος σε κανέναν αιχμάλωτο! Τον πιάσανε; Θα τον τουφεκίζανε! Άλλο δεν είχε. Καλλίτερα κι αυτό! Γιατί να σταθεί να τον πιάσουν; Ας είναι… Στην ιστορία μας τώρα…
     Ένα πρωί ο καπετάν-Αντώνακας, συγγενής του Γρίζα και ξακουστός πολέμαρχος, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του καπετάν-Γρίζα. Τα ξημερώματα είχε έρθει στο χωριό μ’ ένα σωρό αιχμαλώτους, που όλοι λέγανε πως τους είχε φέρει να τους θυσιάσει εκεί στο χωριό, για να ευχαριστηθούνε λίγο οι γυναίκες και τα παιδιά των σκοτωμένων. Ο άνθρωπος γίνεται πολύ πιο αιμοβόρος απ’ τ’ άγρια θηρία, άμα του καλλιεργήσεις το κακό, που κάθε άνθρωπος έχει, ποιος λίγο, ποιος πολύ! Κι ο πόλεμος τί άλλο είναι;
     Η γριά του Γρίζα καθότανε με τρεις άλλες γυναίκες σκοτωμένων στον πόλεμο κοντά στο παράθυρο που έβλεπε πέρα την αγριεμένη θάλασσα. Μένανε σιωπηλές σχεδόν. Κάτι λόγια φεύγανε κάποτε απ’ το στόμα τους και ευθύς τα χείλη των κλεινόντανε πάλι και ο νους των βυθιζότανε στη λύπη. Έτσι έμεναν, όταν φάνηκε ο καπετάν Αντώνακας με βγαλμένο το σκούφο του χωρίς να το θέλει και αυτός. Μιλήσανε το λίγο. Κάτι τους είπε αυτός για την πατρίδα, για την ελευθερία, και οι γυναίκες, αφού στενάξανε, σκύψανε το κεφάλι χωρίς λέξη να πούνε. Ο καπετάν Αντώνακας στεκότανε όρθιος και φαινότανε κάποια στενοχώρια να τον βασάνιζε πολύ. Έβηξε, ξανάβηξε, και το μέτωπό του βράχηκε από ιδρώτα. Επιτέλους όρθωσε το κορμί του κι είπε στη γριά πως κάτι θέλει να της πει.
     Οι τρεις γυναίκες σηκωθήκανε και φύγανε σαν ακούσανε έτσι κι ο καπετάν-Αντώνακας αρχίνησε να της λέει γιατί είχε πάει εκεί. Της είπε ότι μέσα στους αιχμαλώτους που είχανε φέρει ήτανε κάποιος που έμοιαζε πολύ, μα πολύ, απ’ το σόι των, από το σόι του Γρίζα, και προπάντων με το παιδί το χαμένο!… Της είπε ότι έκανε αυτός, ο Αντώνακας, να του πάρει λόγια, αλλά ο αιχμάλωτος του μίλησε τούρκικα. Έκανε πως δεν ήξερε τάχα άλλη γλώσσα, αλλά που έμοιαζε έτσι!… Η γριά είχε γίνει κίτρινη κίτρινη, και έτρεμε όλη, αλλά σχίστηκε:
 -“Παιδί δικό μου!… παιδί του Γρίζα Τούρκος!… Τι λες; Μουρλάθηκες, καπετάν Αντώνακα“;
     Κάνει ο καπετάν-Αντώνακας να της πει τι άλλο ήθελε, μα που ν’ ακούσει αυτή!, Δε δεχότανε, ούτε λόγο. Ο Αντώνακας όμως, αντί να φύγει, επέμενε. Ο πολεμιστης ο άγριος, που δε λυπότανε κανένα, είχε γίνει εκεί καλός και γλυκός σαν άγια γυναίκα. Και της έλεγε με γλυκά λόγια ότι δεν έφταιγε αυτός, αλλά η μεγάλη ομοιότης που είχεν ο αιχμάλωτος με το παιδί που χάθηκε κι ότι κι αυτουνού  ήτανε ανίψι και γι’ αυτό έκανε έτσι και φρόντιζε μη πάρει στην ψυχή του αίμα συγγενικό. Και με τα λόγια αυτά και άλλα τη κατάφερε να κατεβεί να τον δει.
 -“Για κοίτα κι εσύ. Μάνα είσαι!… Κι αν είναι, να τον αφήσω να φύγει! Ξέρω ‘γώ πώς… Κι ας πάει όπου ο Θεός τονε φωτίσει!… Θέλει Τούρκος να μένει, θέλει Εβραίος να γενεί!… Έτσι της μίλησε.
     Το μέρος που είχανε τους αιχμάλωτους ήτανε δίπλα στο σπίτι της, σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι έρημο, του Αντώνακα. Κι από μια πορτούλα, που συγκοινωνούσε το σπίτι του Γρίζα με του Αντώνακα, μπήκανε στη μάνδρα του και πλησιάσανε κάτι καμαράκια, που μέσα ήταν οι αιχμάλωτοι. Μόλις όμως πλησιάσανε, η γριά δε θέλησε να πάνε μέσα.
 -“Κάλλιο να κοιτάξω από το παράθυρο“.
 -“Όπως θέλεις“! της είπε ο Αντώνακας.
     Ήταν ένα παράθυρο μεγάλο σιδερόφραχτο, με κάγκελα. Η γριά ζύγωσε κίτρινη-κίτρινη και κοίταζε. Οι αιχμάλωτοι ήτανε δεμένοι και καθισμένοι καταγής. Τα μάτια της γριάς στυλωθήκανε σ’ έναν αιχμάλωτο με μαύρα γενάκια, μελαχρινό και με σμιχτά φρύδια, που της θύμισε τη μορφή του αντρός της, όταν ήτανε νέος. Αυτός έμενε με τα μάτια καρφωμένα στη γη. Φαινόταν να σκέπτεται. Ξαφνικά όμως σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια του πέσανε στο παράθυρο που στεκότανε η γριά. Την είδε καλά κι έκανε να τιναχτεί σα να ήθελε να φύγει, μα το σκοινί τονε κράτησε και τον έριξε κει κοντά στη γη. Σήκωσε μόνο τα μάτια πάλι στο παράθυρο, όπου αντίκρυσε τα σκοτεινά μάτια της γριάς και τη χλωμιασμένη μορφή της.
 -“Ε;” της έκανε ο καπετάν Αντώνακας.
    Η γριά, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι από κει απ’ τη θέση της, του λέει:
 -“Τί λες, καπετάν-Αντώνακα;… Παιδί δικό μου, στο είπα, Τούρκος δε γίνεται!… Παιδί του Γρίζα!… Εκείνο πάει, χάθηκε!…” Κι αφήνοντας το παράθυρο έφυγε γρήγορα για το σπίτι της, ενώ πίσω της ο καπετάν-Αντώνακας έλεγε, επιμένοντας ακόμα με μανία:
 -“Εγώ όμως δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Τί με μέλει όμως εμένα;… Μια κι η μάνα του τονε διώχνει, κι έχει δίκιο, δε λέω όχι, εκατό φορές, χίλιες έχω ‘γώ!…”
     Η γριά κατά τα ξημερώματα ανέβηκε πάνω στο δώμα. Τα άστρα είχανε χαθεί κι ένα μόνο φαινότανε κοντά στη κορφή ενός βουνού να λάμπει.
Άκουσε κάτω, δίπλα, τις πόρτες ν’ ανοίγουνε και περπατησιές πολλές στο δρόμο. Πέρασε ακόμα λίγη ώρα. Μια ψυχρή πνοή της έφερε σύγκρυο στο κορμί, έπειτα άκουσε τον πετεινό του σπιτιού να λαλεί, όπως λαλούσε μια φορά κι έναν καιρό, στις ευτυχισμένες μέρες.
     Ένα μοιρολόι θλιβερό θλιβερό ανέβηκε στα χείλια της, κι άρχισε σιγά-σιγά να το τραγουδεί. Δεν έκλαιε τον άντρα της μ’ αυτό, ούτε τα δυο της παιδιά που μαζί είχανε βρει το θάνατο. Έκλαιε για μιαν άλλη μεγάλη συμφορά και μοιρολογούσε για κάποιον δικό της, που δεν ήτανε δικός της… που πέθανε!… Τον έβλεπε μικρό μικρό, έπειτα παιδί χαριτωμένο, και ύστερα λεβέντη να στολίζει το σπίτι και πολλά του λόγια, που θυμότανε, περνούσαν απ’ το μοιρολόι, για να νιώσει τη φωτιά του πόνου πιο βαθειά!…
     Ένας κρότος πυροβολισμού ακούστηκε πέρα, μακριά λίγο. Και τα βράχια τον ξαναείπαν. Άλλος έπειτα, άλλος!… Όλος ο τόπος γύρω γύρω αντιλάλησε την εκδίκηση που γινότανε!… Όταν όμως ζητήσανε τη γριά του Γρίζα, τη βρήκανε ακίνητη, νεκρή πάνω στο δώμα.
     Και την ιστορία αυτή όλοι την ξέρουνε στον τόπο, όλοι, αλλά φοβούνται να την πούνε, γιατί η γριά του Γρίζα γίνεται νυχτοπούλι και φωνάζει τη νύχτα πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών εκείνων που τη διηγούνται!…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *