Βρεττάκος Νικηφόρος: Ποιητής του Φωτός και της Αγάπης

Βιογραφικό

     Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος κι ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Είχε προταθεί 4 φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ επίσης έλαβε άλλα πολλά βραβεία, όπως το Βραβείο Ουράνη, το Α’ Βραβείο Κρατικής Ποίησης κ.α. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, που εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης. Ο ποιητής του φωτός και της αγάπης, όπως αποκλήθηκε. Γραμματολογικά ήταν στη γενιά του ’30. Αυτή τη 10ετία ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές, που ξεχωρίζουν Η Επιστολή του Κύκνου (1937) και Το Ταξίδι του Αρχάγγελου (1938), που πραγματοποιεί στροφή στη ποίησή του κι απομακρύνεται απ’ το κλίμα του καρυωτακισμού, όπως διαπιστώνει η κριτική. Το ίδιο έτος παρουσιάζει και το 1ο του πεζό, με τίτλο Το γυμνό παιδί.
     Το 1935 παντρεύτηκε με τη φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, κι  απόκτησαν 2 παιδιά, την Ευγενία και τον Κώστα, τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη. Παράλληλα, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Το 1940 τιμήθηκε 1η φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Το μεσουράνημα της φωτιάς. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε στη 1η γραμμή ως απλός στρατιώτης και μετά πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Το 1945 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το Υπουργείο Εργασίας, όπου είχε προσληφθεί το 1938, λόγω της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.

     Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε 1 Γενάρη 1912 στις Κροκεές της Λακωνίας. Ήτανε το 2ο από τα 6 παιδιά του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη. Τα νηπιακά του χρόνια τα πέρασε στη Πλούμιτσα, στο πατρικό του σπίτι. Έμενε σε κτήμα μαζί με τους γονείς, τα πέντε αδέρφια του και τους θείους του. Ο πατέρας του ήτανε φτωχός και παρά τις προσπάθειες του να κερδίσει χρήματα, ποτέ δεν ήταν αρκετά για να τους συντηρήσει. Το 1917, η οικογένειά του μετακόμισε στις Κροκεές, όπου γράφτηκε στο Δημοτικό σχολείο. Τελείωσε το δημοτικό εκεί το 1921 και συνέχισε στο Ημιγυμνάσιο Κροκεών, από το οποίο, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και την αρρώστια του πατέρα του, αποφοίτησε το 1923 και γράφτηκε στο γυμνάσιο Γυθείου, όπου φοίτησε με πολλές δυσκολίες. Μαζί του στο γυμνάσιο φοιτούσε κι ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1928, στα 16, έδωσε στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου 2 διαλέξεις με θέματα από τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου. Το Νοέμβρη του 1929, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές -μάταια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Δυστυχώς δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο από τη Νομική σχολή γιατί εργαζότανε για να επιβιώσει. Παρά τη μεγάλη σωματική κούραση, ο Νικηφόρος κατάφερε να μην απομακρυνθεί από την ποίηση που τόσο πολύ αγαπούσε.
     Έτσι, προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης και στη συνέχεια, μέχρι το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως χειρωνακτικές εργασίες. Το Δεκέμβρη του 1929, εκδόθηκε η 1η ποιητική συλλογή του με τίτλο Κάτω Από Σκιές Και Φώτα. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στη Τρίπολη. Υπηρέτησε όμως για 4 μήνες, καθώς ήτανε προστάτης. Το 1933, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του, Κατεβαίνοντας Στη Σιγή Των Αιώνων. Οι ποιητικές συλλογές του κέντρισαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου -κι ιδιαίτερα του Κωστή Παλαμά, που ζήτησε δημόσια να τον γνωρίσει. Ακολούθως, το 1934, εργάστηκε ως ημερομίσθιος γραφέας στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με τη φοιτήτρια της φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη και τη παντρεύτηκε στις 20 Αυγούστου. Κατόπιν, το 1935, δούλεψε στα Μεταξουργεία Νέας Ιωνίας κι έν έτος μετά, ως ιδιωτικός υπάλληλος κι ως εργάτης υφαντουργείου. Τότε γεννήθηκε η κόρη του Τζένη (Ευγενία Παπαδημητρίου). Το βιβλίο του Ο Πόλεμος, που ‘χε κυκλοφορήσει τον προηγούμενο χρόνο, οδηγήθηκε στη πυρά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Το 1938, με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμούργη, διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας. Μετά τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως στρατεύτηκε στη 1η γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Όταν το σύνταγμα που υπηρετούσε, διαλύθηκε με τη κατάρρευση του Μετώπου (1941). Κατευθύνθηκε στην Αθήνα κι εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του, κείνη τη περίοδο, αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του, το Αγρίμι. Γενικά, από το 1942-44 ασχολήθηκε ενεργά με την Εθνική Αντίσταση. Επίσης, γράφτηκε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Την ίδια περίοδο έχασε και τον πατέρα του, που θάφτηκε στην Πλούμιτσα.



     Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιά και μετά υπέγραψε διαμαρτυρία των Ελλήνων λογοτεχνών Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας. Από το 1947 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες, γράφοντας κατά κύριο λόγο για πνευματικά ζητήματα. Το 1948 γνωρίστηκε με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και γίναε φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1949, εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου. Εξαιτίας της συγγραφής αυτής, διαγράφηκε από το Κ.Κ.Ε. κι απομακρύνθηκε, γενικότερα, από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα όπου ήτανε και διευθυντής. Εκείνη τη περίοδο γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και το Ροζέ Μιλλιέξ, και συνδέθηκε φιλικά.
     Στη περίοδο 1946-1962, έμενε στον Πειραιά, όπου το 1955 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος (1955-1959). Υπήρξε σημαντική η συμβολή του από τη θέση αυτή στην αναβάθμιση της πόλης κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη ΡοντήρηΙστορικού ΑρχείουΦιλαρμονικής ΠειραιώςΔημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή ΜυριβήληΆγι Θέρο κ.ά. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, που είχε προσκληθεί από σπουδαστές της Μόσχας. Εκεί γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1962, ήταν άνεργος μετά τη διάλυση του Συνεταιρισμού Εκτελωνιστών. Έτσι, το 1964 εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο μετά από παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Το 1958, μετά το ταξίδι του κυκλοφόρησε το βιβλίο Ο Ένας Από Τους Δύο Κόσμους. Το βιβλίο αυτό στάθηκε η αφορμή να κατηγορηθεί (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη: Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κι επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο Οδύνη, που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1969.
     Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 κι εγκαταστάθηκε, από εκεί και πέρα, μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Ουράνη και 12 έτη μετά ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φλεβάρη 1986). Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1991 επισκέφθηκε την Πλούμιτσα με την οικογένειά του. Εκεί έμελλε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Αυγούστου 1991 και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη. Το 2010, τα οστά του ενταφιάστηκαν στη Πλούμιτσα..
     Το συγγραφικό έργο του Βρεττάκου, δύναται να χωριστεί σε 4 μέρη. Την παρθενική του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας την έκανε το 1929, με τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Μέχρι και το 1940 εξέδωσε 6 συλλογές, που τις συγκέντρωσε στον τόμο Γκριμάτσες του ανθρώπου. Πολλές ποιητικές συλλογές, ακολούθησαν, ως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη ως 2ο ορόσημο στη καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε με τίτλο Τα ποιήματα 1929-1951, τον 2ο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του. Εκείνη την περίοδο παρατηρείται η στροφή του από τον νεανικό λυρισμό, στην έντονη δραματική γραφή. Ακολούθησε η 3η κι ωριμότερη περίοδος της δημιουργίας του, που επιχείρησε εξισορρόπηση αυτών των 2 στοιχείων, του λυρικού και δραματικού, στην υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Αυτή τη περίοδο ασχολείται με έννοιες όπως φως, φύση, αγάπη κι αγνότητα. Η 4η και τελευταία ποιητική περίοδος (1975-1990) μπορεί να χαρακτηριστεί από αισιοδοξία, που ‘χει διάρκεια. Στα ποιήματά του μιλά για πιο ανθρώπινη ζωή, καθώς και για διαρκή εγρήγορση κι επανάσταση.
     Τέλος, προτάθηκε 4 φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τιμήθηκε επίσης από πολλούς δήμους σ’ όλη την Ελλάδα κι ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Γιώργο Βαλέτα το 1984, όπως επίσης επίτιμος Πρόεδρος Εταιρείας Γραμμάτων & Τεχνών Πειραιά κ.ά. Επέστρεψε στην Αθήνα στη Μεταπολίτευση και το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (3ο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη.  Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Βρεττάκος, ο ποιητής με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το γελαστό βλέμμα και τη μεγάλη καρδιά, έφυγε χαρούμενος, ατενίζοντας τον αγαπημένο του Ταΰγετο, στις 4 Αυγούστου 1991, από το οικογενειακό κτήμα στη Πλούμιτσα Λακωνίας.

     Ρώτησα κάποτε έναν γέρο Κροκεάτη, να μου πει τι είναι ποίηση. Μου ‘δειξε στο τραπέζι ένα κριθαρένιο καρβέλι ψωμί. Πήρε μαχαίρι και το ‘κοψε.
 –Πάρε παιδί μου, μου είπε. Αυτό είναι ποίηση.
 –Πώς το ξέρεις παππού;
 –Το ’πε ο εγγονός μου ο Νικηφόρος
     Ύστερα μου ‘δειξε στο τραπέζι μια στάμνα με νερό. Τη πήρε στα ροζιασμένα του χέρια κι ήπιε να ξεδιψάσει. Σκούπισε με την ανάστροφη τα χείλια του κι έκανε τρεις φορές το σταυρό του.
 –Τι είναι ποίηση παππού; τον ξαναρώτησα.
 –Μια στάμνα με νερό, παιδί μου. Το ’πε ο εγγονός μου ο Νικηφόρος…
     Το φως στο τραπεζομάντηλο ζωγράφιζε ένα μικρό ασημένιο Χριστό. Ο γέρο Κροκεάτης τον είδε και χαμογέλασε. Άνοιξε το παράθυρο να μπει ο ήλιος. Χιλιάδες άστρα κατηφόριζαν στον ουρανό. Κοίταξε την ανατολή. Ο Χριστός ήταν εκεί…
 –Είναι ποίηση κι ο Χριστός, παιδί μου. Το ’πε κι αυτό ο εγγονός μου ο Νικηφόρος.
     Ξάφνου το πρόσωπό του το αυλάκωσε ένας σπασμός. Απ’ τα μάτια του κύλησαν δάκρυα.
 –Γιατί κλαις παππού;
 –Έχω πόνους παιδί μου.
 –Είναι ποίηση ο πόνος παππού;
 –Ναι. Το ’παν όλοι οι εγγονοί μου, παιδί μου.

     Στους ανατολικούς πρόποδες του Ταΰγετου, στα Βαρδουνοχώρια, νότια της Σπάρτης, απλώνεται μια ειδυλλιακή πολίχνη, η Λεβέτσοβα. Εδώ, κοντά στο χωριό Αλαΐμπεη, είναι οι αρχαίες Κροκεές. Στον τόπο αυτόν, όπου συναπαντιέται ο μύθος με την ιστορία, γεννήθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Όμως η δόξα των Κροκεών δεν είναι η μυθολογία τους. Είναι το στοιχειό τους ο Ταΰγετος. Εδώ, τη πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε ένα χαμογελαστό μελαχρινό παιδί, γιος μεγαλοκτηματία, ο Νικηφόρος, που από κείνη τη στιγμή θ’ άρχιζε να γράφει την ιστορία του κόσμου, γιατί η ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία της ποίησης.
     Από τότε, 3.000 χρόνια πριν, αρχίζει η ιστορία του Βρεττάκου· δεμένη με τη σκληρή πέτρα του μυθικού βουνού της Λακωνίας, του Ταΰγετου. Από δω άρχισε σιγά-σιγά να τυλίγει το κουβάρι της ποίησης. Ανηφόρισε παιδί στις κορφές του, είδε τα εξαίσια τοπία του, με τα δάση και τα αιωνόβια κωνοφόρα τους δέντρα κι έπαιξε με τους Φαύνους και τους Σειλινούς, τις Νύμφες και τις Αμαδρυάδες, στις πολύκρουνες πηγές του. Πήρε ξυπόλητος τις παραφυάδες του Σαγγιά και των Κακοβουνιών, ως πέρα στη Λακωνική, κι έφτασε ως τον Ταίναρο. Ο Ταΰγετος! Ένας απολιθωμένος γίγαντας που γέρνει απότομα, ανατολικά στην υδρολεκάνη του Ευρώτα, σαν σχιστολιθικό μαρμάρινο τείχος, με ρωγμές και χαράδρες, πάντα χιονοσκέπαστος.
     Θυμάσαι Νικηφόρε; Ανέβαινες παιδί σχολειαρόπουλο στην ψηλότερη κορφή του, τον Προφήτη Ηλία –τον Ταλετό των αρχαίων– ανήμερα στη χάρη του, 20 του Ιούλη, που γινόταν στο ταπεινό εκκλησάκι το ετήσιο πανηγύρι. Όμως η ποίηση δεν ήταν μόνο στον Προφήτη Ηλία. Ήταν και στην καρδιά σου. Ίσως ήταν μέσα σου πριν από σένα, γιατί η ποίηση δεν έχει ηλικία. Είναι η αιωνιότητα και η στιγμή. Την όριζε “ο τα πάντα συνέχων” πριν απ’ το χρόνο, πριν απ’ την τάξη του κόσμου. Περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο προσευχής. Στο βάθος του ο Βρεττάκος είναι θρησκευτικός ποιητής. Η ποίησή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον άνθρωπο. Δίχως τον άνθρωπο ποίηση για το Βρεττάκο δεν υπάρχει. Παντού είναι κυρίαρχη η παρουσία του. Παρουσία όμως όχι ενός ανθρώπου ευδαιμονιστή και μακάριου, αλλά ενός ανθρώπου “κοπιώντος” και “πεφορτισμένου”. Η ποίηση του Βρεττάκου αποσυνδέεται από την καταγωγή της. Δεν έχει πατρίδα. Η πατρίδα της ονομάζεται γη. Μια γη που γεννήθηκε ελεύθερη κι οι άνθρωποι της έβαλαν σύνορα.



     Γι’ αυτό η ποίηση του Βρεττάκου απέχει αρκετά από το να λέγεται ελληνική. Είναι οικουμενική. Και θα έλεγα υπερχρονική. Είναι πέρ’ από τους συρμούς, πέρ’ απ’ τις συμβατικές ημερομηνίες. Τρία είναι τα καθοριστικότερα υλικά στοιχεία της ποίησής του. Φωτιά, νερό και χώμα. Ποίηση είναι μια στάμνα με νερό, είχε πει ο γέρο Κροκεάτης. Ο πηλός, η φωτιά και το νερό. Όμως πέρ’ απ’ αυτά, ποίηση είναι το συναίσθημα. Και το συναίσθημα αυτό στο Βρεττάκο έχει μόνο ένα όνομα: Αγάπη. Νομίζω πως δεν υπάρχει πιο λυτρωτικό καθαρτήριο για την ψυχή του ποιητή από τον πόνο. Είναι το πιο πυρίκαυστο έναυσμα της ποίησης. Μέγας καταλύτης ο πόνος. Κι ο μικρός Νικηφόρος πόνεσε πολύ στη ζωή του. Από τότε που καταστράφηκε ο εύπορος πατέρας του, αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά, περπατώντας ξυπόλητος στη λεωφόρο του κόσμου. Έγινε βιοπαλαιστής, εργάτης και μικροπωλητής. Ύστερα δούλεψε στις εφημερίδες, γράφοντας και διορθώνοντας, μέσα στο αντιμόνιο των τυπογραφείων. Γνώρισε πολλούς τόπους και πολλούς ανθρώπους. Όμως, καταπώς είπε ο Καβάφης, “η πόλις τον ακολουθούσε”. Και η πόλις αυτή ήταν η ποίηση. Δεν μολύνθηκε από τις εναντιότητες της ζωής. Δεν τον αλλοτρίωσαν αντίρροποι άνεμοι, κίβδηλοι συμβιβασμοί, έωλοι συρμοί. Κρατούσε πάντα στα χέρια του τα πολύτιμα δώρα της Ταϋγέτης. Κάθε φορά που σκόνταφτε επέστρεφε στον Ταΰγετο. Εκεί, κοντά στον καθαρό αέρα, πράυναν οι πληγές του. Όμως, όπου κι αν βρέθηκε, νοιάστηκε για το συνάνθρωπο. Τον αδερφό του. Πορεύτηκε σε κακοτράχαλους δρόμους και νυχτώθηκε, φτωχός και πένης, σ’ ανήλιαγες συνοικίες, να παραστέκει με το φαναράκι της ποίησης, στα σπίτια των πονεμένων.
     Ιδού γιατί ο Βρεττάκος εξανθρωπίζει τη ποίηση. Ιδού γιατί συγκινεί τις ανθρώπινες καρδιές. Κάνει την ψυχή του αντίδωρο και τη μοιράζει. Δεν έκανε ποτέ ποίηση για τον εαυτό του. Την έκανε για τους άλλους. Δεν είναι ο ποιητής τού “εγώ”. Είναι ο ποιητής τού “εμείς”. Πέρασαν 60 χρόνια από τότε (1929) που τύπωσε τη 1η ποιητική συλλογή του Κάτω από σκιές και φώτα. Πού να φανταζόταν τότε το γυμνασιόπαιδο του Γυθείου πόσο μακρύς θα ’ταν ο δρόμος που θ’ ακλουθούσε. Πως θα ‘ρχόταν καιρός που θα τον ονομάτιζαν ποιητή του Ταΰγετου, ποιητή της Πλούμιτσας, ποιητή του Οππενχάιμερ, ποιητή του κόσμου. Όμως πάνω απ’ όλα θα γινόταν ένας υμνητής της αγάπης, ένας “άγιος” της ποίησης. Γιατί στην αγάπη μέσα είναι κι η ειρήνη κι η φιλία κι η καλωσύνη κι η ανθρωπιά. “Και είδεν ο Θεός ότι καλόν”. Δεν είχε ο Νικηφόρος στο φιλολογικό του δισάκι βαρύγδουπα εφόδια, πανεπιστημιακές σπουδές, οικογενειακά εύσημα, ούτε κι άλλωστε τα χρειαζόταν. Μίλησε με λόγια απλά, καθημερινά, κοιτώντας τον άνθρωπο με τα μάτια της ψυχής του. Σ’ όλη την πνευματική του ζωή στάθηκε ένας πιστός λευίτης της αληθινής λογοτεχνίας και διακόνησε την ποίηση “εν φιλότητι”. Αν η τέχνη, σύμφωνα με το υψηλό της νόημα, εκφράζει το ωραίο και το αληθινό, στο Βρεττάκο εκφράζει και κάτι ακόμα: το άγιο. Σπάνια μεγάλος ποιητής είχε πολλούς αναγνώστες. Οι κορυφές είναι για τους περισσότερους απρόσιτες. Ο Βρεττάκος έγινε προσιτός με την απλότητά του. Δεν υπήρξε, ούτε μια φορά στη ζωή του, κατασκευαστής ποίησης. Δεν θα βρει κανείς πουθενά ποίηση αθωότερη απ’ τη δική του.
     Ο απόηχος της αισθαντικής λύρας του Νικηφόρου Βρεττάκου, με την βαθύτατα ανθρωπιστική ποίηση, την ευαισθησία, τις πνευματικές ανησυχίες φθάνει στ’ αυτιά και ευαισθητοποιεί τις καρδιές. “’Έχω ήδη αφήσει την καρδιά μου στη γη”, θα γράψει, “να χτυπάει μονάχη της (αυτό είναι άλλωστε ή ποίηση). Να μπορούν να την έχουν στις σάκες τους τα παιδιά, να την μετακινούνε οι ταξι­διώτες. Κι’ οι πικραμένοι που ξέμειναν από ήλιο, ν’ ακούν το φλοίσβο του μέσα τους”. Όταν καταπιάνεσαι να ασχοληθείς με τον Βρεττάκο, σε κατακλύζει αμηχανία. Όσο κι αν προσπαθή­σεις αφαιρετικά να απομονώσεις τα πνευματικά του απανθίσματα και καταπιστεύματα αισθάνεσαι την αδυνα­μία και μικρότητά σου μπρος στην ηθική και πνευματι­κή του μεγαλογραφία. Και μόνον αν σκεφτείς τα 3600 δη­μοσιευμένα ποιήματά του, τα 4000 χειρόγραφά του, τις 950 επιστολές του και επιπλέον τα 6000 βιβλία του που χάρισε στη Βιβλιοθήκη Σπάρτης μαζί με προσωπικά του αντικείμενα, στέκεσαι με δέος μπροστά στο μαχητή της ζωής, το συναισθηματικό άνθρωπο και υπερασπιστή της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της φύσης, που ένιωθε να αδυνατεί να διατυπώσει τον πλούτο του κόσμου με λέξεις. Ό άνθρωπος, έλεγε, είναι “το ζών ύδωρ”.



     Ήταν πρωί, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου ή λί­γο μετά! Ένας υπηρέτης βαδίζοντας μπροστά, κρατούσε τα γκέμια ενός αλόγου, κατηφορίζοντας μια πλαγιά με πράσινο, φρέσκο χορτάρι. Πάνω στο άλογο ήταν καθισμένη μια γυναίκα, πού κρατιόταν γερά από τα μπροστινά κρικέλια του σαμαριού. Πίσω της βάδιζε ένας άντρας ισχνός, μάλλον κοντός, πού πρόσεχε να βρίσκεται σε κάθε στιγμή κοντά στα καπούλια του αλόγου για κάθε ενδεχόμενο. Ό άντρας ήταν ό πατέρας μου και η γυναίκα ή μητέρα μου. Εγώ δεν ήμουνα ακόμη σε τούτο τον κόσμο. Θα γεννιόμουνα το ίδιο εκείνο βράδυ στις Κροκεές”.
     Ο Νικηφόρος, όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί, δεν ήταν ο πρωτότοκος γιός, γιατί αυτός είχε πεθάνει λίγους μήνες πιο πριν. Ονομαζόταν Λυκούργος και πέθανε αμέσως σχεδόν μετά τη γέννα. Ο τοκετός της μάνας του στάθηκε δύσκολος, χρειάσθηκε να ετοιμάσουν τα σάβανα την τρίτη ημέρα και σε μια στιγμή να χτυπήσουν και τις καμπάνες του Αγίου Νικολάου λυπητερά. Έγινε θαύμα κι ή μητέρα του δεν πέθανε. Τον πήρε μια γυναικούλα και τον θήλαζε που με ευγνωμοσύνη ο ποιητής της έστελνε κάποτε – κά­ποτε κανένα τσεμπέρι ή κανένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες και σε μεγάλη ακόμη ηλικία, ακόμα όταν πήγαινε ο ποι­ητής στις Κροκεές, την επισκεπτόταν, γιατί σκεφτόταν το γάλα πού του ’δωσε.
Ο Νικηφόρος ανήκε σε πολύτεκνη οικογένεια. Τα άλλα του αδέλφια ήταν η Σοφία, η Αγγελική (Κούλα για την οικογένεια της), η Αφροδίτη και ο Μιχάλης Ο πατέρας του Κωνσταντίνος, ήταν από το Γύθειο. Ο ίδιος τον περιγράφει ως άνθρωπο που ήξερε πολλά γράμ­ματα κι είχε ως κύριο έργο του, τις πράξεις πού υπαγορεύονταν από την καλοσύνη. Η οικογένεια του ήταν σκληρή, σχεδόν βάρβαρη. Η διαδρομή της ήταν μια διαδρομή μέσα από φόνους, αρπαγές, αδικίες. Δυόμιση ώρες χρειαζότανε κάνεις να διασχί­σει, πεζοπορώντας, τα χτήματα του πατέρα του. Δύο ολόκληρα χωριά τα δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Έπεσε όμως στη μέση ένας θείος άνθρωπος, μια γυναίκα: Η Αγγελική Μαυρομιχάλη, η μητέρα του πατέρα του. “Πάλεψαν τα δυο αίματα. Στο δικό του πρόσωπο, τουλάχιστον, ο άγγελος νίκησε”. Ο πατέρας του είχε ανα­πτύξει εντονότατη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε στό δικό του όνομα.
     Η οικογένεια τους ήταν εγκατεστημένη στην Πλούμιτσα από το 1908, χρονιά κατά την οποίαν ο πατέρας του ποιητή αντάλλαξε με το μεγαλύτερο αδελφό του την περιουσία του στο Γύθειο με τα κτήματα της Πλούμιτσας, στην προσπάθειά του να αποφευχθούν οι προστριβές στην οικο­γένεια.
Η μητέρα του, Ευγενία, ήταν το γένος Παντελάκη, από τις Κροκεές Λακωνίας. Ήταν απλοϊκή, όπως θα μας πει ο ίδιος. Δεν ήξερε κανένα γράμμα. Ήταν όμως γιομάτη από τη σοφία που δίνει ή φύση στη μητρότητα και στο γά­λα της[7]. Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στο Περιοδικό “Διαβάζω” κάνει μια σύντομη και περιεκτική αναφορά για τη μορφή της μητέρας του πού εμφανίζεται στην ποίησή του εμπεριέχοντας την φύση, την πατρίδα, την αγάπη[8].
     “Πολλές μητέρες”, θα μας πει, “παίζουν διαφορετικά ευεργετικούς ρόλους στα παιδιά τους. Έχουν κάποια καλ­λιέργεια, κάποια παράδοση. Η μητέρα μου δεν ήξερε καθόλου γράμματα, δεν είχε καμιά τέτοιου είδους παιδεία. Ήτανε ένας αγγελικός, πολύ σιωπηλός άνθρωπος. Αυτό ήτανε όλο. Δεν ήξερε τί είναι οι στίχοι, όπως γράφω στο ποίημα, “Η μητέρα μου στην Εκκλησία”.
     Σ’ ένα ποίημά του ο Νικηφόρος το 1984, μιλάει για την “άγια της μετάσταση στα λουλούδια”.
     “Δεν ξέρει η μητέρα μου τί είναι ο ήλιος τον φαντάζεται αγάπη πού ανατέλλει στον ουρανό.
     Ο Ταΰγετος γι’ αυτήν ήταν απλώς ένα βουνό πού από τη μια του πλευρά είναι αυτή που στενάζει κι απ’ την άλλη ό Θεός”.
     Η μητέρα του, θα μάς πει ο ίδιος, “είχε μια έμφυτη καλοσύνη, μιαν έμφυτη αξιοπρέπεια και κάποτε παρου­σίαζε δείγματα μιας έμφυτης συναισθηματικής σοφίας. Ήταν ένας αντιπρόσωπος της αγαθής μερίδας της ανθρω­πότητας, της καταδυναστευόμενης αθωότητας, που με ενδιαφέρει σαν ποιητή”, θα γράψει. Αυτό εν συντομία υπήρξε το οικογενειακό υπόβαθρο του ποιητή. Σαράντα ήμερες μετά από τη γέννησή του, αφού ευλόγησε ο παππάς τη μητέρα του κι αυτόν ως βρέ­φος πήγαν κι έμειναν στο κτήμα τους, σε μια πολύ όμορφη μοναξιά, όπως θα μας πει πάλιν ο ίδιος, που για πολλά χρόνια έπειτα την έβλεπε σαν ένα δώρο Θεού. Και συνεχίζει: “Ό ουρανός ανοιγόταν απάνω της σαν μια μεγάλη ομπρέλα πού έφτανε ως κάτω και δεν ήταν ούτε ένα αστέρι του που να μην το έβλεπες”.



     Η φύση η όμορφη της μαγευτικής του πατρίδας θα αποτυπωθεί στους στίχους του σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Ιδιαιτέρως θα αναφερθεί ο Νικηφόρος στον αγαπημένο του Ταΰγετο, στον όποιο αφιερώνει ποίημα υπέροχο, λυρι­κό, με τίτλο “Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος”. Ο ίδιος θα γράψει: “Η οροσειρά του Ταϋγέτου που ξεδιπλωνόταν δυτικά, παρ’ όλο το βάρος της, έδειχνε σαν μια γραμμή καλλιγραφημένη, που κάποτε εξαερωνόταν τό­σο πολύ, έτσι πού να νομίζεις πως δεν θα την ξανάβλεπες το άλλο πρωί. Ό Πάρνωνας βορειοανατολικά, έμοιαζε σαν δευτερότοκος γιός, όπως θα ήμουν κι εγώ αν δεν πέθαινε ο πρωτότοκος”. Αναφερόμενες στα δέντρα πού υπήρχαν στο κτήμα τους έγραφε ότι είχαν κάτι το πολύ ανθρώπινο, το πολύ γενναίο, το πολύ βασανισμένο. Η λακωνική φύση με τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Κι η έκδηλη πίστη του πού κατισχύει στα ποι­ήματα του, πηδακίζει από τα οικογενειακά και προσωπικά του βιώματα: “Πιο πάνω”, γράφει, “από το σπίτι μας βρι­σκόταν το εκκλησάκι Άη-Γιώργης, πού ήταν δικό μας. Είχε τέσσερις μεγάλες εικόνες, από τις όποιες ο Άη-Γιώργης με το ωραίο του άσπρο άλογο και η Παναγία με τα γλυκά της μάτια μου άρεσαν περισσότερο”. 20 Σεπτέμβρη 1917 εγγράφεται στην Α’ τάξη του “Πλήρους Δημοτικού Σχολεί­ου των Αρρένων Λεβετσόβων” κι η οικογένεια του εξ αιτίας του Σχολείου εγκαθίσταται μόνιμα στις Κροκεές. Στη Πλούμιτσα θα περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές.
     Βέβαια στην αρχή ρώτησε να του πουν τί χρειάζονται τα γράμματα και σε τί θα πείραζε, αν δε τα μάθαινε. Εξ άλλου ούτε η μητέρα του, ούτε η μητέρα των άλλων παι­διών, ούτε ο Αντώνης ο υπηρέτης με το ένα μάτι, ούτε εκείνοι που έρχονταν και δούλευαν στα χωράφια τους, ήξεραν γράμματα. Τον συνόδευσαν οι γονείς του στορ­γικά και παρηγορητικά: “Εκεί που θα πάμε”, του έλεγε ό πατέρας του, “θα βρούμε κι άλλα παιδιά σαν και σένα, θα σου αγοράσω ωραία πράγματα, θα μάθεις γράμματα να γίνεις ένας μεγάλος άνθρωπος”. Ζήτησε ο μικρός Νικηφό­ρος να του εξηγήσει τί εννοεί με αυτό το “μεγάλος άνθρω­πος”. Κι ό πατέρας του απάντησε: “Να, μπορεί να γίνεις ένας σοφός”. Κι ο μικρός Νικηφόρος ξαναρώτησε: “Πιο σοφός κι απ’ τα λουλούδια;”.”Και γιατί είναι σοφά τα λουλούδια;” ρώτησε ό πατέρας συγκρατημένος για να μη γελάσει. Κι ο μικρός Νικηφόρος απάντησε: “Ξέρουν να είναι ωραία”. Έτσι δικαιολογείται πώς έδωσε στη δημο­σιότητα το 1988 τα ποιήματά του με τούς αριστουργηματικούς του στίχους και τίτλο της συλλογής του: “Ή φιλοσοφία των λουλουδιών”.
     Κάθε χρόνο ανανεωνόταν η έγγραφή του στο Δημοτικό σχολείο με κηδεμόνες συγγενείς του. Το 1921 εγγράφεται στην Α’ τάξη του Ελληνικού Σχολείου με κηδεμόνα του τον Κ. Αλεξάκη και στις 15 Σεπτέμβρη εγγράφεται στη Β’ τάξη του ίδιου σχολείου με κηδεμόνα του τον πατέρα του. Στις Κροκεές θα ζήσει τον αντίκτυπο της Μικρασια­τικής Καταστροφής. Ο πατέρας του έλεγε κάθε τόσο: “Εθνική συμφορά”. Εξακολουθεί να φοιτά στο Ελληνικό Σχολείο Λεβετσόβου μέχρι το 1923 και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1924 εγγράφεται στην A’ τάξη του Γυμνασίου Γυθείου, με κηδεμόνα το θείο του, Ζαχαρία Βρεττάκο (είναι ό μπαρμπά-Νικόλας Ματαπάς στο “Γυμνό παιδί”). Γράφει το πρώτο του ποίημα με τίτλο “Ύμνος στη δημοκρατία”. Ό πατέρας του διάβασε και ξαναδιάβασε το ποίημα, τον σήκωσε και τον φίλησε. Κι ο Νικηφόρος του είπε πως θα γράψει πολλά ποιήματα και πως θα βρει κι ένα ωραίο ψευδώνυ­μο. Εκείνος γέλασε και χαμογελώντας δάγκωσε τω κάτω χείλος του για να του δείξει ότι σκεπτόταν κάτι που δεν έπρεπε, και του είπε: “Αυτό να μη το κάνεις. Το όνομα “Βρεττάκος” είναι βαρυμμένο από αρπαγές (εκτάσεων γης) και από φονικά. Να μη διαγράψεις. Να το εξαγιάσεις”.
     Το 1925 εγγράφεται στην Β’ τάξη του ίδίου σχολείου και φοιτά στο ίδιο σχολείο με το Γιάννη Ρίτσο. Το 1928 δί­νει δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη του Γυθείου σ’ ένα κοινό περίπου διακοσίων ατόμων, με μεγάλη επιτυχία. Το Νοέμβρη του 1929 έρχεται στην Αθήνα για σπου­δές, που όμως δεν πραγματοποίησε λόγω οικονομικής ανέχειας, αφοί ή οικονομική καταστροφή του πατέρα του είχε συντελεστεί πριν από δέκα χρόνια αφού έξ αιτίας, της αρρώστιας του και της έλλειψης εργατικών χεριών έμειναν τα κτήματα ακαλλιέργητα. Προσλαμβάνεται ως υπάλληλος στην Εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τρινάσου στην Λα­κωνία, πού διηύθυνε (1926-31). Δημοσιεύει τα μαθητικά του πρωτόλεια “Κάτω από σκιές και φώτα”.
     Με τη λήξη των έργων της Εταιρείας εργάζεται σε οικοδομές και σε μανάβικο της κεντρικής λαχαναγοράς, από το 1930-1931. Ο ίδιος θα γράψει: “Μπόρεσα κι έκαμα για λίγο καιρό μερικές μισοχειρωνακτικές και μισογραφικές εργασίες”. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη δουλειά και τα βιβλία, περνά πολλές ώρες μελετώντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη και αποκτά δικά του βιβλία. Το 1932 υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως προ­στάτης πολυμελούς οικογενείας στην Τρίπολη. Αποσπά τα συγχαρητήρια των ανωτέρων του αξιωματικών οι όποιοι αναγνωρίζουν τις δυνατότητές του να γινόταν ένας λαμπρός αξιωματικός μια μέρα. Συνεχίζει την ποιητική του δημιουργία. Γνωρίζεται με την φοιτήτρια της Φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, την όποια νυμφεύεται το 1934. Εργάζονται κι οι δύο ως ημερομίσθιοι γραφείς στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά. Ο Βρεττάκος παρουσιάζει μια καταπληκτική ποιητική παραγωγή και δημιουργία. Συνεχώς εκδίδονται ποιητικές συλλογές του. Στις 9 Απρίλη 1936 γεννιέται ή κόρη του Ευγενία (Τζένη), σύζυγος του γιατρού Τάσου Παπαδημητρίου, επιμελήτρια πολλών από τα βιβλία του πατέρα της. Εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Ο ίδιος θα γράψει: “Δούλευα στα βαφεία ενός μεγάλου υφαντουργικού εργοστασίου. Η δουλειά ήταν βαριά άλλα όχι δύσκολη”. Το 1938, 9 Ιουλίου γεννιέται ο γιος του Κώστας, ο “Ντάντης” για τους δικούς του. Σκηνοθέτης, ποιητής, εκδό­της. Η γυναίκα του διορίζεται στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Το 1940 πολεμάει στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης. Καταγράφει τις αναμνήσεις του από τον πό­λεμο με τη μορφή ημερολογίου στην Οδύνη.
     12 Δεκέμβρη. Στο ύψωμα 1220 της Κλεισούρας κιν­δύνεψε να σκοτωθεί: “Μετρούν πάνω στη χλαίνη μου, πέν­τε τρύπες από τις σφαίρες.”, θα γράψει ό ίδιος. Στις 14 Απρίλη 1941 διαλύεται το σύνταγμα στο όποιο υπηρετεί και επιστρέφει στην Αθήνα αυτός και ο λοχίας, πεζοπορώντας καί ζητιανεύοντας άπό χωριό σέ χω­ριό Από το 1942 έως το 1944 κατοικεί στην οδό Κομνηνών και Χαριλάου Τρικούπη, στο σπίτι των “κοπιώντων και πεφορτισμένων”, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση επιθυμώντας να δεσμευτεί στον καθολικό αγώνα, για το άγνωστο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε, ως την απελευθέρωση ή την καταστροφή. Στην Πλούμιτσα περιθάλπει Άγγλους στρατιώτες με τη βοήθεια της αδελφής του Σοφίας (ή Σοφία είναι ή Μα­ρία στο έργο του Αγρίμι) με σκοπό να τους φυγαδέψουν στη Μέση Ανατολή. Εν τω μεταξύ πεθαίνει ο αγαπημένος του πατέρας στις 12 Σεπτέμβρη του 1944 και τον εντα­φιάζει μόνη η μητέρα του με δύο Κροκεάτες στη Πλούμι­τσα. Τότε εκδίδεται η Ηρωική συμφωνία κι άλλα σπουδαία έργα του το 1945.
     Το 1946 ασχολείται με κριτική βιβλίου, εργάζεται ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής στα “’Ελεύθερα Γράμματα” μέχρι τον Απρίλη του 1949. Μετακομίζει στον Πειραιά, Καραΐσκου 106 και υπογράφει τη διαμαρτυρία των λογοτεχνών “Προς την Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη” . Το 1947 εκδίδεται “Η Παραμυθένια Πολιτεία”. Το 1948 γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό πού τον τιμά με την φιλία του μέχρι το θάνατό του. Στον Βρεττάκο παρα­χώρησε και την τελευταία του συνέντευξη το 1950. Ο Βρεττάκος θα γράψει γι’ αυτόν στην “Οδύνη”. “…έτυχε τον ίδιο αυτόν καιρό, να γιομίζει την πόρτα μας, κάθε τό­σο, κι υστέρα το πιο μεγάλο μας δωμάτιο, μια επιβλητική παρουσία, πού μέσα της κόχλαζε πολύ φως. ’Ήτανε ό Άγγελος Σικελιανός, ο μεγαλύτερος τότε Έλληνας ποι­ητής”. Το 1949 κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές: “Το βιβλίο της Μαργαρίτας”, “Ο Ταΰγετος και η σιωπή του” και το λυρικό του δοκίμιο: “Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου”. Για το τελευταίο του αυτό έργο υφίσταται κυρώσεις και επιπλέον απομακρύνεται από τη διεύθυνση του περιοδικού “Ελεύθερα Γράμματα” για να σημειώσει με πόνο: “Εξ αιτίας του αιρετικού βιβλίου μου εκείνου έμεινα μόνος με την ανιδιοτέλεια μου πληγωμένη κατάκαρδα”. Στην θλίψη και απομόνωσή του βρήκε κατα­φύγιο κοντά στην Τατιάνα Γκρίτση – Milliex και τον Roger Milliex, η ψυχή των όποιων, όπως θα πει, έγινε ένα άσυλο γι’ αυτόν και το σπίτι τους έγινε σπίτι του. Έγινε ο τόπος απ’ όπου μπορούσε να σταθεί και να ξανακοιτάξει τον κό­σμο.
     Συνεχώς εκδίδονται νέες συλλογές του και διατηρεί μόνιμη στήλη στο περιοδικό “Ελληνικά Χρονικά” από το 1952 έως το 1954. Συνδέεται με στενή φιλία με το Λουκή Ακρίτα με μια σχέση ανθρώπινη και όχι πολιτική. Κυκλο­φορούν από τα “Πειραϊκά Χρονικά” ή συλλογή του Πλούμιτσα και από το Γαλλικό ’Ινστιτούτο “Η έξοδος με το άλογο”. To 1954 απολύεται η γυναίκα του από τον Ο.Λ.Π. κι υποχρεώνεται να εργαστεί ως Καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Καστανοχωρίων στο Καλέντζι Ιωαννίνων μακρυά από την οικογένεια της. Το γεγονός αυτό εμπνέει το Βρεττάκο να γράψει μερικά σχετικά θαυμάσια ποιήματά του. Στη διάρκεια της δικτατορίας συλλαμβάνεται ό γιός του Κώ­στας (1967) και κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή “Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ”.
     Ο Βρεττάκος, αυτός ο “μαραθωνοδρόμος της Ειρήνης και της Αγάπης” όπως τον ονόμασε σύγχρονος διανοούμε­νος, έχει ως πολιτική του ιδεολογία την ανθρωπιά, την αγάπη και την έμπρακτη εφαρμογή της . Με το ποίημά του “Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ”, αναφερόμενος στην απειλή της πυρηνικής καταστροφής, προσπαθεί να ελέγξει την ίδια την επιστήμη, πού πρόδωσε η ιδία η που δεν πρόδωσε άλλα της υπέκλεψαν την αποστολή της, όπως θα πει ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1984. Την ώρα που ξέσπαγε ο μεγάλος πόλεμος, γράφει ο Βρεττάκος, στο ποίημα “Πρώτη Σεπτεμβρίου 1939” και στέλνει στο κόσμο μήνυμα αγάπης και αδελφοσύνης. “Αδελφοί μου γιατί δεν αναγνωριζόμαστε; Πέστε τ’ όνομα του πατέρα σας και τα σημάδια της μητέρας σας Κι αν λέγονται Θεός και Γης Ας μοιράσουμε τ’ άπειρο τον ήλιο και το ψωμί μας”. Σύμβολο εθνικής ομοψυχίας ό Νικηφόρος Βρεττάκος που μέσα στην αγάπη του χωράνε όλοι οι Έλληνες[38]. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με αίσθημα ευθύνης στο ποιητικό του έργο στον “Ρόμπερτ Οπενχάιμερ” τόλμησε να εγκαλέσει στο κριτήριο της Ιστορίας, στο δικαστήριο της ανθρώ­πινης συνείδησης το μεγάλο επιστήμονα, Οπενχάιμερ, για να τον καταδικάσει αμετάκλητα. Χαρακτηριστικό το ερώ­τημα πού του απευθύνει: “Χωρίς εντολή, πώς τολμήσατε φίλε Οπενχάιμερ;”.



     Ο Οπενχάιμερ μπορεί να ήταν μεγάλος επιστήμονας άλλα ομολόγησε με συντριβή: “Εγώ έγινα ο άγγελος της καταστροφής”. Λίγο μετά τη καταδίκη των εγκληματιών του Γ’ Ράιχ στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Βρετ­τάκος με το ανοιχτό γράμμα του στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ εγκαλεί τους επιστήμονες σε νέα Νυρεμβέργη κι υψώνει φωνή δικαιοσύνης πού γίνεται ρομφαία: “Ρομπέρ Οπενχάιμερ. Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες. Καταδικάστηκες τελεσίδικα να κρίνεσαι πάντα υπόδικος ως το τελευταίο λυκόφως”. Σίγουρα με την αγάπη που διέθετε, θα έχει συγχωρήσει τον Οπενχάιμερ, ως υπεύθυ­νος όμως πνευματικός άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει το μαστίγιο του ποιητικού του λόγου και να εκδιώξει από τον Ιερό χώρο του πνεύματος τούς καπήλους της επιστήμης, που δεν πρέπει ποτέ να αποσυνδεθεί από την ηθική. Ο ίδιος σε συνέντευξή του είχε παρατηρήσει: “Ζούμε μέσα στην κρίση μιας μεγάλης ασυνείδητης εποχής. Ας πούμε τον καλό μας λόγο, ας φω­νάξουμε όπου έχουμε υποχρέωση”. Άλλα δυνάμεις υψηλές, εσώτερες, κινούσαν πάντοτε τον ποιητή προς το δρόμο των Ιδανικών. Ο ίδιος στην ίδια συνέντευξη θα πει: “Η πί­στη είναι εκείνη πού κινεί τον άνθρωπο προς το μαρτύριο και την αυτοθυσία. Η εποχή μου μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω την περηφάνια των μαρτύρων, που δεν μπορεί να την αγνοήσει η ποίηση. Στο βάθος είδα τον αιώνιο άνθρωπο στον αγώνα του”.
     Ο Βρεττάκος ονειρεύτηκε έναν κόσμο ιδανικό, ηθικό θα λέγαμε, όπως και ο Σολωμός, κόσμο “αγγελικά πλασμένο”. Το μαρτυρούν κάποιοι στίχοι του: “Τον κόσμο που ονειρεύτηκα δεν ευδόκησα να τον δω. Και πολύ μου κό­στισε και με πόνεσε, επειδή, χωρίς να ’χει υπάρξει, κάποιος έβαλε μια φωτογραφία του μέσα μου”. Και κάπου άλλου θα πει: “Η ποίηση αισθάνεται την ανάγκη να διε­ρευνά το βάθος της ομορφιάς και της τελειότητας”. Το 1955 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Πειραιώς (1955-59). Αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη δη­μιουργία μίας ευρύτερης πνευματικής καλλιτεχνικής κίνη­σης. Προτείνει την ίδρυση παιδικού θεάτρου, λαϊκών βιβλιοθηκών, εκδοτικού οργανισμού για την έκδοση βιβλίων Πειραιωτών συγγραφέων και πραγματοποιεί πλήθος ομι­λιών γύρω από τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Επιτυγχά­νει να δοθεί το δημοτικό θέατρο του Πειραιά στο Δημήτρη Ροντήρη και συμβάλλει στην ίδρυση του “Πειραϊκού Θεά­τρου”. Δημιουργείται επίσης το “Πειραϊκό Θέατρο” και το υπαίθριο θέατρο στο λόφο του Προφήτη Ηλία κι ιδρύεται η “Δημοτική Φιλαρμονική Πειραιώς”.
     Παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια για την καλύτερη λειτουργία του Ιστορικοί Αρχείου και της Δημοτικής Πινακοθήκης. Το καλοκαίρι του 1955 ανεβαίνει μαζί με τον Roger Milliex και τούς γιούς του στον Αη-Λιά, στην κο­ρυφή του Ταΰγετου. Τις θαυμάσιες εμπειρίες του περιγρά­φει ο Roger Milliex στο οδοιπορικό του “Ο Ταΰγετος και η σιωπή”. Κι ο Βρεττάκος γράφει το “Ανεπίδοτο γράμμα” και το “Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν”. Παράλληλα με την πλούσια λογοτεχνική του παραγωγή το 1956 του απονέμεται το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης για την επιτομή του “Τα Ποιήματα” (1929-1951) . Κάθε χρόνο, ο Βρεττάκος έχει μια πλούσια λογοτεχνική και πολιτι­στική παραγωγή. Συνεχώς κυκλοφορούν νέες ποιητικές του συλλογές. Και συνεχώς αλλάζει επαγγέλματα για επι­βίωση. Το 1964 θα τον βρούμε ιματιοφύλακα στο Εθνικό Θέατρο με τη μεσολάβηση του Λουκή Ακρίτα.
     Συνεχώς πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό. Στη Ρωσία, στη Βενετία, στο Βουκουρέστι, στο Ζάγκρεμπ, στις δαλματικές ακτές. 16 Ιουλίου του 1965 πεθαίνει η μη­τέρα του και ενταφιάζεται στις Κροκεές. Ο ίδιος συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967 από τους Απριλιανούς και ο γιός του φυλακίζεται. Στις 9 Οκτώβρη εγκαταλείπει την Ελλάδα, προσκεκλημένος του Αντώνη Σφουντούρη, Καθηγητή της Φυσικής, μεταφραστή του και μεταβαίνει στο Τρόγγεν των ελβετικών ’Άλπεων, στη διεθνή παιδούπολη Πεσταλότσι. Η υπεύθυνη του ελληνικού σπιτιού, Καλ­λιόπη Νακοπούλου, θα του πει: “Τα γύρω βουνά μας υποσχέθηκαν ότι θα καλέσουν τον Ταΰγετο να σάς συντροφέψει, όσον καιρό θα παραμείνετε ανάμεσά μας”. Κυκλοφορεί στο εξωτερικό το ποίημα με τίτλο: “Αποχαιρετισμός στον ήλιο της πατρίδας μου” Το ποίημά του αυτό αποτελεί κραυγή αγωνίας του ποιητή για τη σωτηρία της πατρίδας του κι έχει επικαιρότητα. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του το μαρτυρούν: “Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνον για να καταστραφεί, / λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου / αν όμως ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθήστε τη”.
     1968. Ζυρίχη, Ρώμη, Παρίσι, Birmingham, Λονδίνο είναι οι επόμενοι σταθμοί του. Έργα του μεταδίδονται από το ραδιοφωνικό σταθμό του Μονάχου και εκπομπές αφιερωμένες στην ποίησή του από τους σταθμούς της Φρανκφούρτης και του Αμβούργου. Χριστούγεννα 1968 στο Λονδίνο με την οικογένεια του. Κυκλοφορούν ποιήμα­τα στα ελληνικά και γαλλικά. 1968. Μεταδίδονται εκπομπές για την ποίηση του από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Φρανκφούρτης, Χαϊδελβέργης, Μονάχου, Κολωνίας, Βόννης, Στουτγάρδης. Στα πλαίσια της Διεθνούς Πνευματικής εβδομάδος παρουσιάζε­ται ή ποίησή του από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν ενώ παράλληλες εκδηλώσεις οργανώνονται από τα Πανεπιστή­μια του Βισμπάντεν και του Bochum. Μετά από τα τα­ξίδια του στο Παλέρμο, Λονδίνο, Παρίσι, όπου συναντιέται με τους Milliex, ηχογραφεί μια συνέντευξη και επιστρέφει στο Τρόγκεν. Κυκλοφορεί στην Ελβετία επιλογή ποιημάτων του μεταφρασμένων στα Γερμανικά από τον Αντώνη Σφουντούρη κι η “Οδύνη” στη Νέα Υόρκη.
     Το 1970 παίρνει μέρος σε φεστιβάλ ποίησης στο Λονδί­νο και απαγγέλλει ποιήματα του. Προτού μπουν στην αίθουσα με τη γυναίκα του, το κοινό που τον αντελήφθη άρχισε να του στέλνει φιλιά – είχε ακούσει την προηγούμε­νη τον οργανωτή του φεστιβάλ που είχε πει ότι δεν ξέρει Αγγλικά ο ποιητής – προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους απέναντί του. Οι πιο ενθουσιώδεις επιστρατεύοντας προφανώς δύο ελληνικές λέξεις μ’ ένα ήχηρότατο “ευχαριστώ”, έσπευδαν να του σφίξουν το χέρι… Ξένος, αβοήθητος από πλευράς ελληνικής από οιανδήποτε πλευρά επέβαλε με την παρουσία του και την απαγγελία του όχι μόνον τον εαυτό του άλλα και την ελληνική ποίηση. Ποιήματα διαβάζει σε εκδηλώσεις στο Μόναχο και στο Τρόγκεν. Την ίδια χρονιά έρχεται στο Παλέρμο ως προσκεκλημένος του Σικελικού Ινστιτού­του Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, για να μιλή­σει για τον Καζαντζάκη. Συναντιέται στη Ρώμη με τον Mario Vitti κι επιστρέφει στη Τρόγκεν. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Παλέρμο της Σικελίας, ύστερα από πρόταση του δημιουργού και Προέδρου του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Bruno Lavagnini, να εργαστεί στη σύνταξη του έλληνοϊταλικοϋ λεξικού. Συναντιέται με τον Vincenzo Rotolo και τον Mario Vitti. Μένει στο σπίτι του Καθηγητή της αρχαίας ελληνικής, στο εκεί κεντρικό Πανεπιστήμιο Σαλβατόρε Νικόζια. Κυκλοφορεί στη Ζυρίχη με τίτλο “Αυτά τα παιδιά του πλανήτη μας” δίγλωσση επιλογή ποιημάτων του με χειρόγραφα τα ποιήματα και με γερμανική μετάφραση του Αργυρή Σφουντούρη.
     Το 1971 εργάζεται στο Παλέρμο στη σύνταξη του λεξι­κού. Τον απασχολεί η σύνθεση του “Προμηθέα”. Κυκλοφο­ρεί στο Παλέρμο επιλογή ποιημάτων του μεταφρασμένων στα ιταλικά από τον Vincenzo Rotolo. Το 1972 συνεχίζεται η σπουδαία λογοτεχνική του δημιουργία με τη σύνθεση της “Διαμαρτυρίας”, ενώ κυκλοφορούν τρεις τόμοι του, της “Οδοιπορίας” και στη Γερμανία ή “Αυτοβιογραφία” του μεταφρασμένη στα γερμανικά από την Ισιδώρα Rosenthal – Καμαρινέα. Το 1973 κυκλοφορεί στο Μόναχο νέα δί­γλωσση ποιητική συλλογή με μετάφραση στα γερμανικά της Ισιδώρας Rosenthal – Καμαρινέα. Το 1974 προσβάλλεται από βαριάς μορφής φυματίωση και νοσηλεύτηκε έξι σχεδόν μήνες στο Νοσοκομείο “Cervel1ο” στο Παλέρμο με δαπάνη του δήμου του Παλέρμο κάτι που θα μνημονεύσει με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη. Με ενέρ­γειες του Roger Milliex εγκαθίσταται με τη γυναίκα του στο Serres των Κάτω Γαλλικών Άλπεων. Το ποτάμι Μπυές διασχίζει το χωριό και θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης στο έργο του. Γράφει εκεί το έργο του “Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία”. Αυτή η έμπνευση κι αυτό του το έργο φαίνεται ότι του εξασφάλισε, όπως θα πει χαρακτηριστικάο ίδιος, την υπαρξιακή του ισορροπία και γαλήνη[53]. Απο­μονώνουμε λίγους στίχους χαρακτηριστικούς: “Αν δεν δυνήθηκε πολλά να κάνει, αν λόγου χάρη δεν ετεχνούργησε αρκετά ή δεν έφτιαξε ένα φράγμα / σ’ ένα σημείο των εγκρεμών τού αιώνα του, δεν έπαψε / νά ’ναι το ’ίδιο, το μικρό αυτό έργο του Θεού, ένα αριστούργημα”.



     Και σ’ άλλο σημείο στο ίδιο έργο: “…αναστέναξα: “Δό­ξα Σοι” η “Αλληλούια” ή κάτι τέτοιο· κι ευθύς βούλιαξα σε μίαν άλλη σιωπή / όμοια μ’ αυτή που κάποτε υπήρξε για μένα / η ομιλία των ουρανών που μ’ έμαθε τα τέλεια γράμ­ματα”. Τον Αύγουστο τού 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκδίδονται νέες ποιητικές του συλλογές “Διαμαρτυρία και ωδή στον ήλιο”. Μεταφράζονται στα βουλγαρικά και κυκλοφορούν σε λογοτεχνικά περιοδικά της Βουλγαρίας ποιήματά του. Το 1975 γράφει επιφυλλίδες στην εφημερίδα “’Ελευθε­ροτυπία” και κυκλοφορεί ή θαυμάσια ποιητική του συλ­λογή “Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία”. Το 1976 κυκλοφορούν νέες ποιητικές του συλλογές και βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ούράνη. Κυκλοφορεί στο Παλέρμο δίγλωσση επιλογή των ποιημάτων του με μετάφραση στα ιταλικά της Maria Tsanos Gallo. Το 1977 συμμετέχει στην ποιητική βραδιά του Φε­στιβάλ τού δήμου Λευκωσίας. Κυκλοφορούν στη Γαλλία ποιήματά του μεταφρασμένα στα γαλλικά και στην Ουγγαρία στα ουγγρικά.
     Το 1978 κυκλοφορεί ή έμμετρη τραγωδία του, “Προμη­θέας” και το 1979 επιλογή από επιφυλλίδες της ’Ελευθε­ροτυπίας, με τίτλο “Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής” και ποιήματά του στην αγγλική μεταφρασμένα από τον Thomas Doulis. Το 1980 προτείνεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών για το βρα­βείο Nobel Λογοτεχνίας. Προτάθηκε 4 φορές για το Nobel Λογοτεχνίας. Τού απονέμεται το Διεθνές Βραβείο τού Βελγίου ΚΝΟΚΕΝ και τον τιμά ό Δήμος Πειραιά για τα 50 χρόνια προσφοράς του στα γράμματα. Το 1981 τον τιμά η Πνευματική Εστία Σπάρτης. Κυ­κλοφορεί η ποιητική του συλλογή “Εις μνήμην 1940 -1944” και η δίτομη επιλογή με τον τίτλο: “Τα ποιήματα” και το ορατόριο του “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπο­λη”. Τον βραβεύουν η Εταιρεία Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών και ο ’Οργανισμός Καλλιτεχνικών Εκδηλώσεων Πατρών. Το 1982 τιμάται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο από την Ένωση Καθηγητών Λακωνικής και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παρουσιάζεται το έργο του “Λειτουργία κά­τω από την Ακρόπολη” στο αρχαίο θέατρο Γυθείου και στο βυζαντινό Μυστρά και στη συνέχεια στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και σε διαφόρους δήμους της Αττικής. Για το έργο του αυτό τού απονέμεται τό Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
     Εκδίδεται η ποιητική του συλλογή “Ο διακεκριμένος πλανήτης” και ξανατυπώνονται ποιήματά του. Κυκλοφο­ρούν στην Τουρκία ποιήματά του μεταφρασμένα στην τουρ­κική και η “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη” σε μετάφραση Μ. Β. Raisis. Το 1984 γίνονται τα αποκαλυπτήρια μνημείου στο Μονοδένδρι Λακωνίας για τους τριάντα Κροκεάτες, περισσότεροι ήταν συμμαθητές του, που εκτέλεσαν οι Γερμανοί και στην πλάκα γράφτηκαν στίχοι του γι’ αυτά τα παιδιά. Την ίδια χρονιά αναγορεύεται μαζί με τον Γιάννη Ρί­τσο επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογο­τεχνών και στη συνέχεια πραγματοποιεί ιερόν προσκύνημα στο Αγιον Όρος. Στη συνέχεια επισκέπτεται το Δίον και τούς βασιλικούς τάφους της Βεργίνας. Το 1985 η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και ανακηρύσσεται επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών τού Πειραιά. Τον τιμά επίσης το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας. Το 1986 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης Καρδίτσας, Ιωαννίνων και συνεχίζουν οι παραστάσεις του έργου του “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη”. Τον επίλογο του έργου διάβαζε πάντα ο ίδιος. Κυκλοφορεί ποιητική του συλλογή “Εκκρεμής δωρεά”.
     Το 1987 εξακολουθεί να δέχεται καταιγισμό διαφόρων τιμών, να αναγορεύεται επίτιμος δημότης διαφόρων δήμων και στις 26 Φεβρουάριου του ίδιου έτους εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κυκλοφορεί νέα συλλογή ποιημά­των του στο Παλέρμο, σε μετάφραση Vincenzo Rotolo και εγκρίνεται ομόφωνα με άριστα η πρώτη διδακτορική δια­τριβή για τη ζωή και το έργο του με θέμα: Το μυθικό και ιδεολογικό σύμπαν της ποίησης του Βρεττάκου, από το φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πα­νεπιστημίου Ιωαννίνων, με συγγραφέα τον Αθανάσιο Ε. Γκότοβο και κυκλοφορεί το 1989 από τις εκδόσεις “Φιλιππότη”. Το 1988, στις 9 Φεβρουάριου λαμβάνει χώραν ή επίση­μη υποδοχή του από την Ακαδημία Αθηνών. Θέμα της ομι­λίας του “Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια”. Μία ομιλία – υποθήκη, πνευματικό καταπίστευμα, κεφάλαιο πνευ­ματικό για όλους μας. Στην ομιλία του αυτή υπογράμμισε την εθνική μας αλήθεια, που, όπως τόνισε, βρίσκεται ευδιάκριτα σημειωμένη στην πλέον αδιάψευστη δέλτο της Ιστορίας, πού είναι η ελληνική ποίηση, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας.
     Επισημαίνει την απομάκρυνση στην εποχή μας από τις ηθικές και πνευματικές άξιες, πράγμα πού σημαίνει απομάκρυνση από τον εαυτό μας και από τον άνθρωπο πλη­σίον μας. Η ποίηση κατά τον Βρεττάκο στον τόπο μας υπήρξε ζωή, υπήρξε παιδεία. Όπως είπε χαρακτηριστικά, τα πιο υψηλά διδαχτήρια και οι πιο υποδειγματικές Εκκλησίες που λειτούργησαν ποτέ στον κόσμο αυτό, υπήρξαν τα αρχαία ελληνικά θέατρα, όπου ο ποιητικός λό­γος διαμοιραζόταν ως ένα είδος άρτου της ψυχής με δι­καιοσύνη. Ο ποιητικός μας λόγος υπήρξεν ο εκφραστής της ελληνικής μοναδικότητας, γιατί μέσα στους ποιητές λειτουργεί ο ίδιος ο κόσμος και η φωνή τους είναι φωνή του κόσμου αυτού. Ανθολογούμε μερικές διαχρονικές αλήθειες που βγήκαν από το στόμα του μεγάλου ποιητή κατά την εκφώ­νηση του λόγου του αυτού στην Ακαδημία Αθηνών στις 9 Φεβρουάριου του 1988. Οι υποδείξεις του, πνευματικά θησαυρίσματα: “Η Παιδεία”, είπε, “θα μπορούσε να διδά­σκει πώς το πρώτο πράγμα που πρέπει να μαθαίνει κανείς όταν έρχεται στο κόσμο είναι η μέσα του αλήθεια, η οποία συνίσταται στο ότι κάθε μικρόσωμο πλάσμα από μάς κλεί­νει μέσα του μια δυσανάλογη προς το σωματικό του περί­γραμμα υπαρξιακή διάσταση”. “Πρόκειται για τις εσωτερικές εκείνες δυνάμεις πού έχτισαν τα ομηρικά έπη, έκαμαν τον άνθρωπο να μείνει ολόκληρους μήνες στο διάστημα και να περπατήσει στο φεγγάρι. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ήφαιστος πού τεχνουργώντας την ασπίδα του Αχιλλέα έβαλε στο κέντρο του σύμπαντος, τον άνθρωπο. Ακόμη και μες απ’ το μύθο προ­βάλλει η διαίσθηση και ο νους των Ελλήνων, οι όποιοι, όπως είπε ό Μπέρτραντ Ράσσελ, κατόρθωσαν, εδώ και χι­λιάδες χρόνια, μιλώντας για ορισμένα θέματα, να ειπούν την τελευταία λέξη”.



     Η μεγάλη του αγάπη είναι η ελληνική γλώσσα, όπως ήταν και του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού. Όπως ο ίδιος αναφέρει την ποιητική του σύνθεση “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη” την έγραψε όχι “εξ αιτίας πολιτικής” ή για άλλους ιδιοτελείς λόγους που διέπουν τη ζωή σήμερα, αλλά για να μην οφείλει στην ελλη­νική γλώσσα, εκεί δηλαδή πού χρωστάμε, όπως είπε, όλοι σήμερα[70]. Κι’ εκφράζεται, γι’ αυτήν διθυραμβικά. Τη χαρα­κτηρίζει ως το “μακρύτερον ζών ύδωρ τού κόσμου, που φτάνει ως εμάς κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλ­λιά τού Ομήρου“. “Πρόκειται”, συνεχίζει, “για μια γλωσ­σική κοίτη, που κατέβασε πολλή ψυχή και πολύ φως, και που δεν σταμάτησε με την ολοκλήρωση τού αρχαιοελληνικού θαύματος το όποιο αποτελούν ο τέλειος λόγος, η αρμονική γραμμή, οι αρχές κάθε μορφής φιλοσοφίας, οι βάσεις των μεταγενέστερων επιστημών”. Έδωσε όπως ανέφερε θεία έκφραση στο λόγο των Ευαγγελίων και συνε­χίζοντας έφτασε και παρέλαβε την έξαρση των δημοτικών μας τραγουδιών, που κατά τη γνώμη τού εκπροσωπούν τον χρυσούν αιώνα τού ελληνικού ψυχισμού. Και η κοίτη της αυτή στην πορεία της δεν έχασε τον προσανατολισμό της. Και σημείωσε, “όσο κι αν ο δρόμος της Αρετής είναι δυσανάβατος, όπως λέει ο Ησίοδος, το ελληνικό πνεύμα δεν άλλαξε κατεύθυνση… Η πορεία της αρχίζει από τα ομηρικά έπη, που αποτελούν το κορυφαίο μνημείο που χτίστη­κε με λέξεις σ’ αυτόν τον κόσμο”.
     Το έπος της Ιλιάδας είναι γιομάτο ανοίγματα που μέ­σα από τις μικρότητες και τον αλληλοσκοτωμό, βλέπουν στο φώς και στην ομορφιά της ζωής, βλέπουν στην ειρήνη, η όποια κατά τον Ευριπίδη είναι η κορυφαία των θεών. “Η Ιλιάδα διακόπτεται συχνά από οριακές σκηνές ανθρώπινης τρυφερότητας. Ο Αχιλλέας κλαίει σπαρακτικά μαζί με τον εχθρό του το γέρo  Πρίαμο, του οποίου έχει σκο­τώσει το γιό, Έκτορα και αυτός πέφτει στα πόδια να του δώσει το νεκρό να τον ενταφιάσει. Ο τόπος αντηχεί από τα γογγυτά του θρήνου τους. Καθένας κλαίει για το μερίδιο της δικής του μοίρας, μοίρας της ανθρωπότητας. Όλοι μαζί οι θρήνοι, γυναικών, αγωνιστών συγκλίνουν μέσα στην Ιλιάδα και συναρθρώνονται σε μια κοινή διαμαρτυρία, που μοιάζει να είναι ως του ενός ανθρώπου, του ανθρώπου επί της γης”. Πρόκειται για το ελληνικό πνεύμα, που είναι και παγκόσμιο, με τη μοναδικότητα της μορφής του Οδυσσέα: “…η μήτρα του ανθρώπινου πνεύματος βρήκε εδώ πολύ φώς, το φώς που βλέπουμε και το φώς που δεν βλέπουμε κι έκαμε την πλουσιότερη γέννα της σε πράγμα­τα παγκόσμιου στολισμού…”. “Ο Οδυσσέας αυτοεπιστρατεύει το άμετρο των εσωτερικών του δυνάμεων. Το πολυμήχανο μυαλό του βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Χρησιμοποιεί το δόλο που δεν έχει καμία σχέση με την ανέντιμη δολιότητα, άλλα αποτελεί ένα είδος άμυνας με σκοπό τη διάσωση της αγίας ζωής και των ειρηνικών οραματισμών της”.
     “Η μορφή του Οδυσσέα”, συνεχίζει ο Βρεττάκος, “δεν θα μπορούσε να συμβολίζει παρά μόνον την πορεία του ελληνικού πνεύματος, την πορεία της ελληνικής ψυχής”. “Στον Οδυσσέα ανακαλύπτουμε τα εθνικά χαρακτηριστι­κά μας γνωρίσματα. Ο ίδιος αντιπροσωπεύει το ελληνικό σύμπαν”. Εύστοχες όλες οι επισημάνσεις του Βρεττάκου αποτελούν πνευματικά διαμάντια πολύεδρα. “Το έθνος μας”, σημειώνει, “κι όταν είναι κράτος κι όταν υπάρχει χωρίς να είναι κράτος είναι ένας Οδυσσέας που πορεύεται”. Και διερωτάται: “Σε ποιό σκόπελο απ’ όσους έχει περάσει να βρίσκεται άραγε πάλι σήμερα ο Οδυσσέας;” “Παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν βούλιαξε και μακάρι να μην βουλιάξει ποτέ”. “Κι, η αρχαία τραγωδία δεν θα είχε γεννηθεί αν πρω­ταγωνιστής της δεν ήταν η ίδια η αρετή”. “Ο ελληνικός ποιητικός λόγος μοιάζει ως ένα είδος ευθύγραμμου φω­τός”81. Και συνεχίζει: “Κι οι ίδιες εκκλήσεις, παραινέσεις, εξορκισμοί που εκφράζουν τον ενδόμυχο ανθρώπινο πόθο, σε περιπτώσεις εθνικών παραστρατημάτων, όπως είναι η “μισητή διχόνοια”, όπως λέει ο Ευριπίδης, η “απαίσια διχό­νοια που μουλιάζει το χώμα με το αίμα των πολιτών”, όπως λέει ο Σοφοκλής, η “δολερή διχόνοια”, όπως λέει ο Διονύσιος Σολωμός…” Και συνεχίζει: “Η φωνή είναι ίδια… ως να μην ήταν πολλοί οι κήρυκες άλλα ένας που μετασταθμεύει από τη μια στην άλλη εποχή…. Απότο­μες κορυφώσεις σε δύσκολες εθνικές ώρες και αμέσως, ή λίγο μετά, απότομες πτώσεις. Ωστόσο ο καλός σπινθήρας ενδημεί αφανώς μέσα στο αίμα μας. Ο Οδυσσέας κοιμάται στην κουπαστή του”.
     Ιδιαιτέρως μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο που επικρέμαται από την φθορά της γλώσσας μας. Στην ομιλία του αυτήν, στην Ακαδημία Αθηνών, παρατηρεί: “…αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε τη γλώσσα μας κι αυτό ισοδυναμεί με κατεδάφιση του ίδιου του έθνους μας”. Και σε άλλη ομιλία του παρατηρεί: “Γλώσσα υπήρξε η εθνική μας δύ­ναμη, η αντίστασή μας”. Όμως “έχει αρρωστήσει και αρρώστια της γλώσσας σημαίνει αρρώστια του έθνους και η γενική της φθορά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την έκπτωση των εθνικών, πολιτικών, ηθικών αξιών της χώρας μας. Ο δυναμικός ψυχισμός μας κράτησε τις ρίζες της γλώσσας αλώβητες”. “Γλώσσα και ψυχή είναι δύο πράγ­ματα που δεν διαχωρίζονται. Η γλώσσα μας σήμερα αποτελεί το διεθνή γλωσσικό άξονα σ’ ό,τι αφορά την ορολογία της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι όποιες δανείζονται λέξεις από το διαχρο­νικό γλωσσικό μεταλλείο μας”.


                                           Mε τη σύζυγό του…

     “Πιο Ιερό πράγμα από τη γλώσσα για ένα έθνος δεν υπάρχει”. Η καρδιά ενός έθνους χτυπάει μέσα στη γλώσσα του”. Η ελληνική γλώσσα υπήρξε ο αγιάτρευτος καημός του ποιητή, όπως το εξέφρασε σε στίχους: “Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς / θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ρυακάκι που μουρμουρίζει. / Κι’ αν τυχόν κάπου ανάμεσα / στους γαλάζιους διαδρόμους συ­ναντήσω αγγέλους, θα τους / μιλήσω ελληνικά, επειδή / δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική”. Αν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στα βιβλία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης έργα του Βρεττάκου, η ωφέλεια θα ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Διαβάζοντας κανείς την ομιλία του: “Λόγος για το Με­σολόγγι”, που εκφωνήθηκε σε γιορτή της Εξόδου στις 17 Απριλίου 1989 μπορεί να διαπιστώσει τον ιδεολογικό πλούτο που αποθησαύριζε στην ψυχή του διά βίου. Αναφερόμενος στο Μεσολόγγι υποδεικνύει την ανάγκη να το επι­σκέπτονται τα παιδιά των σχολείων όλης της χώρας και να τούς λέμε τί την κάμαμε την ελευθερία που μας έδωσαν κι αν διατηρήσαμε την ηθική συγγένεια με τούς αγωνιστές του… Γιατί εμάς, δεν θα μας εξαγιάσει η καταγωγή μας, αν δέν μάς εξαγιάσουν τα έργα μας[90]. Ο ίδιος γράφει: “αν ζούσα εκείνα τα χρόνια και έγραφα ένα ποίημα για το φαινόμενο Μεσολόγγι, θα του έδινα τον τίτλο: “Ουράνιες δυνάμεις επί της γης”.
     Ο λόγος του Βρεττάκου στην Ακαδημία Αθηνών έκλεισε μ’ ένα δυνατό επίλογο-μήνυμα: “Το να γεννηθεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή είναι ευλογία. Το να γεννη­θεί σ’ αυτόν τον τόπο είναι διπλή ευλογία. Αλλά διπλό και το χρέος. Δεν πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε στη ρίζα μας. Εθνικοί λόγοι, ανθρώπινοι λόγοι, θείοι λόγοι, επιβάλ­λουν να μην επιτρέψουμε να διαγραφεί από τη διαρκώς συρρικνούμενη γλώσσα μας ή λέξη “χρέος”, με την ηθική έννοια του όρου, που την έγγραφή της επιχειρώ απόψε, εις θέαν της Πολιτείας, εις θέαν της ’Εκκλησίας, εις θέαν των Πανεπιστημίων μας στην υψηλή προμετωπίδα αυτού του ιδρύματος”. Σπουδαίες παραθέσεις. Ασ τις αφουγκραστούμε, ιδιαιτέρως στις μέρες μας.
Και μια προσωπική εμπειρία. Λίγες μέρες πριν εκδη­μήσει για τον ουρανό, ευτύχησα να τον αγναντέψω καθώς βάδιζε βιαστικά, κρατώντας ένα τσαντάκι στο χέρι, στην οδό Ασκληπιού. Πιθανώς έφευγε από το βιβλιοπωλείο “Φιλιππότη” απ’ όπου περνούσε κάθε ημέρα και πήγαινε προς την Ακαδημία Αθηνών. Αναλογίστηκα με ευφροσύνη. Ευτυχώς θα έχει πολλά ακόμη να μας δώσει ο ποιητής. Εν τω μεταξύ εξακολουθεί ό καταιγισμός των τιμη­τικών διακρίσεων που δέχεται ο Βρεττάκος.
     20 ’Ιουλίου 1991. Παρακολουθεί την ” Λειτουργία κά­τω από την Ακρόπολη” στο καταφύγιο τού Ταϋγέτου και την επόμενη στο Σαϊνοπουλειο Θέατρο Σπάρτης. Και στις δύο παραστάσεις διαβάζει ο ίδιος τον επίλογο. Στις 4 Αύγουστου του 1991, πεθαίνει στη Πλούμιτσα στις 8 το πρωί της Κυριακής και ενταφιάζεται στις 7 Αύγουστου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη. Πριν πεθάνει, Παρασκευή βράδυ, υπαγόρευσε σε στενή του συνεργάτη, προφανώς στην Γεωργία Κακούρου -Χρόνη, τούς τελευταίους του στίχους.
“Αν μπορούσα (το σκέφτομαι / αυτό τον καιρό) / θα τα επέστρεφα όλα / όσα μου δόθηκαν / και μόνο που υπάρχω έχω περίσσευμα /”.
     Αυτό το πλούσιο πνευματικό “περίσσευμα” που μας κληροδότησε, μπορεί να μας διδάσκει, να μας ευφραίνει, να μας ανεβάζει, να μάς ηθικοποιεί.
Λίγοι ενδεικτικοί στίχοι του σαν ήρωική συμφωνία η Requiem αξίζει ν’ ακουσθούν, μαρτυρώντας το ηθικό του μέγεθος και στίγμα:
“…ο ουρανός ανοίγει την βεντάλια του πάνω προς το ατελεύτητο, / σκορπώντας ευαγγελισμούς παντού- και μια φωνή / σημάδεψε από ψηλά πολύ το μικρό σπίτι / κι έπεσε. Άρον το κράββατόν σου, λέει ο ήλιος, και περιπατεί /. Το φώς μπαίνει στο σώμα μου όπως οι αχτίνες / από τα τζά­μια των εκκλησιών / αναζητώντας τον Εσταυρωμένο”. Και σ’ άλλο σημείο του ίδιου ποιήματος γράφει: “άλλοι δουλεύουν με το χώμα, άλλοι με το χαλκό· εγώ δουλεύω με τον πόνο· θα με γνώριζες”. Και: “Το φώς διαπερνά τις σκληρές επιφάνειες, πέφτοντας σαν βροχή στην καρδιά, στο αίμα, στο νου· χρυσώνει τον άνθρωπο. Τον ήθελε όμορφο ο Θεός· κι έχει δώσει εντολή στο φώς να επιμείνει”.Αυτός ο υπέροχος ποιητής, ο άνθρωπος με τον ωραίο ψυχικό κόσμο, με τη θεοσέβεια, την αισθαντικότητα, τον ιδεολογικό πλούτο, ο ποιητής της ελευθερίας, της ελληνικής γλώσσας, της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης, μας επιτρέπει τώρα την αναστάσιμη χαρμόσυνη περίοδο να ανακρούσουμε τη ποιητική του λύρα παιανίζοντας τους τελευταίους του στίχους απ’ τη σύνθεσή του “Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη“:

Βραβεία:

Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982)
Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974)
Βραβείο Knocken (1980)
Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980)
Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982)
Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (1984)
Μετάλλιο Χρυσός Πήγασος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (1989)

Τιμητικές Διακρίσεις:

Επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά
Επίτιμο μέλος του “Παρνασσού”
Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

ΡΗΤΆ:

Βρήκα μέσα από τα μάτια σου τα μεγάλα ταξίδια που δεν έκαμα.

Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του.


Παίρνω και βγάζω περίπατο τη ψυχή μου κάθε που αρχίζει και σκληραίνει το χαμόγελό της.


Το σύμπαν ολόκληρο είναι ένα όστρακο που εκκολάφτηκε μέσα του τ’ ακριβό μαργαριτάρι ο άνθρωπος.


Νόμιζα πως δεν είχα τίποτα κι είχα χιλιάδες στρέμματα καρδιά.


Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου, ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος είναι όμορφος.

ΈΡΓΑ:

Ποίηση:
Κάτω Από Σκιές Και Φώτα. Αθήνα, τυπ. Τέχνη, 1929.
Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933.
Οι Γκριμάτσες Του Ανθρώπου. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
Ο πόλεμος. Αθήνα, τυπ. Ματαράγκα, 1935.
Η επιστολή του κύκνου. Αθήνα, Γκοβόστης, 1937.
Το ταξίδι του Αρχάγγελλου (sic) · Σχέδια – Καλλιτεχνική επιμέλεια Επαμ. Λιώκη. Αθήνα, 1938.
Μαργαρίτα – Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939.
Το μεσουράνημα της φωτιάς·Ποιήματα 1938-1940. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1940.
Ηρωική συμφωνία… Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογικά Χρονικά, 1944.
33 Ημέρες. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945 (Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945.
Η παραμυθένια Πολιτεία. Αθήνα, Ματαράγκας, 1947.
Το βιβλίο της Μαργαρίτας. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1949.
Ο Ταϋγετος και η σιωπή. Αθήνα, Λογοτεχνική Γωνιά, 1949.
Τα θολά ποτάμια. Αθήνα, 1950.
Πλούμιτσα. Κροκεές, 1950 (περιορισμένα αντίτυπα )
Πλούμιτσα. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1952.
Έξοδος με το άλογο (Ύμνος στη χαρά)· Μ’ ένα σχέδιο του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, 1952.
Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Αθήνα, Ημέρα, 1954.
Ο χρόνος και το ποτάμι · 1952-1956. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
Η μητέρα μου στην εκκλησία. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
Βασιλική δρυς· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
Το βάθος του κόσμου. Αθήνα, Ματαράγκας, 1961.
Αυτοβιογραφία. Αθήνα, Φέξης, 1961.
Ωδή στον ήλιο. Αθήνα, Διογένης, 1974.
Διαμαρτυρία· Ποιήματα· Με δύο σχέδια της Christine Lichthard. Αθήνα, Διογένης, 1974.
Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία. Αθήνα, Διογένης, 1975.
Απογευματινό ηλιοτρόπιο· Ξυλογραφίες – εξώφυλλο Ζίζης Μακρή. Αθήνα, Διογένης, 1976.
Ο Προμηθέας ή Το Παιχνίδι Μιας Μέρας. Αθήνα, Διογένης, 1978.
Εις μνήμην 1940-1944. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981.
Λειτουργία Κάτω Απ’ Την Ακρόπολη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Ο Διακεκριμένος Πλανήτης. Ποιήματα. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1983.
Ηλιακός λύχνος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1984.
Εκκρεμής δωρεά. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1986.
Χωρωδία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1988.
Η φιλοσοφία των λουλουδιών· Ποιήματα· Μετάφραση David Connoly· Εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου. Αθήνα, Artigraf, 1988.
Σικελικά ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη50, 1990.
Διαμαρτυρία. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Συνάντηση με τη θάλασσα. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Selected Poems, translated by David Connolly, εκδ. “Αιώρα”, Αθήνα 2015



Πεζά:
Το γυμνό παιδί. Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία, 1939.
Το αγρίμι · 1941-1943. Αθήνα, Ματαράγκας, 1945.
Το ηθικό στοιχείο στη δημοτική ποίηση. Αθήνα, 1954. (ανατύπωση από τα Ελληνικά Χρονικά99, 14/3/1954, σ.17-20)
Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου. Αθήνα, Τα Πειραϊκά Χρονικά, 1949.
Ο ένας από τους δύο κόσμους (Ένα ταξίδι – Μια γιορτή – Μερικά συμπεράσματα). Αθήνα, 1958.
Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του · Επιμέλεια Κωστούλας Μητροπούλου. Αθήνα, Σύψας Π. – Σιαμαντάς Χρ., 1960.
Η Στροφή και η θέση του Σεφέρη. Αθήνα, 1962 (ανάτυπο από τον τόμο για το Σεφέρη)
Το αγρίμι και η καταιγίδα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965.
Οδύνη. Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, 1969.
Μπροστά στο ίδιο ποτάμι · Διηγήματα. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής. Αθήνα, Κάκτος, 1979.
Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια (Ο λόγος του ποιητή στην Ακαδημία στις 9 Φεβρουαρίου 1988). Αθήνα, Φιλιππότης, 1988.
Λόγος για το Μεσολόγγι (Γιορτές της Εξόδου 17 Απριλίου 1989). Αθήνα, Φιλιππότης, 1989.
Ακαδημία Αθηνών · Έκτακτος Συνεδρία της 12ης Δεκεμβρίου 1989 · Προεδρία Σόλωνος Κυδωνιάτου · Μνήμη Άγγελου Σικελιανού · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Βρεττάκου · Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Πέτρου Χάρη. Αθήνα, 1989 (ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών).
Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους. Αθήνα, Φιλιππότης, 1990.
Ενώπιος ενωπίω · Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 · Πρόλογος Κώστας Βρεττάκος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.
Οδύνη – Αυτοβιογραφικό. Αθήνα, Πόλις, 1995.

Μεταφράσεις:
Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Μπαρμπα- Γκόριο· Πρόλογος – Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1954.
Περλ Μπακ, Το ψωμί των ανθρώπων, Ο κόσμος του βιβλίου, 1955
Στέφαν Τσβάιχ, Ρομαίν Ρολλάν· Ο άνθρωπος και το έργο του. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 195; .
Ρομαίν Ρολάν, Μαγεμένη ψυχή, Εκδόσεις Σύψας – Σιαμαντάς, 1958.
Χέλμουτ Φον Γκλάζεναπ, Παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών, Βιβλιοαθηναϊκή, 1959.
Εντίτα Μόρρις, Τα λουλούδια της Χιροσίμα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1963.
Αττίλα Γιόζεφ · Ποιήματα · Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
Μαρσέλ Μπριόν, Μεγαλοφυΐα και πεπρωμένο του Λεονάρδου Ντα Βίντσι, Βιβλιοεκδοτική, 1964.
Ροζέ Μιλλιέξ, Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης, 1998.

Συγκεντρωτικές Εκδόσεις:

Οι γκριμάτσες του ανθρώπου. Αθήνα, 1935.2η έκδοση, Τελειωτική μορφή. Αθήνα. Εκδόσεις Αντωνοπούλου, 1940. Στον τόμο τούτο ξαναδημοσιεύονται: Οι Γκριμάτσες του ανθρώπου (1935), Η Επιστολή του Κύκνου (1937), Το Ταξίδι του Αρχαγγέλου (1938) και Η Μαργαρίτα: Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα (1939). Τα ποιήματα του Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933)
Τα ποιήματα 1929-1951. Αθήνα, 1955.
Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος · Επιλογή από το έργο του. Αθήνα, Θεμέλιο, 1964.
Ποιήματα 1929-1957. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Ποιήματα 1958-1967· Οδοιπορία· Μ’ ένα χαρακτικό της Βάσως. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Ποιήματα 1967-1970. Αθήνα, Διογένης, 1972.
Τα ποιήματα · Τόμος πρώτος·Με ένα σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Τα ποιήματα · Τόμος δεύτερος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1981.
Τα ποιήματα · Τόμος τρίτος. Αθήνα, Τα Τρία Φύλλα, 1991.

========================

Τὸ καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας

Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.

   Ὁ πράσινος κῆπος

Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.

Βραδυνή ἐξομολόγηση

Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κι ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν
νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;

Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.

   Είμαι ένας γέρος

Είμαι ένας γέρος κι είμαι ένα παιδί.
Το γέρο τον άφησα πίσω μου
κ’ έφερα εδώ το παιδί, να μπει
στο νερό, ν’ απλώσει τα χέρια
στο αρχέγονο φως, να παίξει μαζί σου.

Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
(Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας.)

Ρίχνω το βλέμμα και στήνω το αυτί
πάνω από σένα και πάνω από την
κορφή του βουνού. Δεν κάνω λάθος.
Είναι μια βίβλος μουσικής το στερέωμα.

                 Η Διανομή

Το πιθανότερο είναι πως δεν θα με ρωτήσει κανείς
τι την έκαμα την ψυχή μου. Όμως, εγώ
χρωστώ μιαν απόκριση πριν κλείσω τον έμμετρο
μονόλογό μου.
……Λοιπόν,
την ψυχή μου την έκοψα με οδυνηρό ψαλίδι σε μικρά
φύλλα, μικρά χαρτιά, αστραπές μικρές
και τη μοιράζω στους περαστικούς.

Αν δε μου `δινες την ποίηση, Κύριε

Αν δε μου `δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα `χα τίποτα για να ζήσω’.

‘Ο ήλιος μοιράζεται σε κομμάτια
μέσα στους ποιητές. Είναι το αντίδωρο
που ο Θεός διανέμει στους εντολείς του’.

‘Δίχως εσέ δε θα `βρισκαν
νερό τα περιστέρια’.

‘Δίχως πανί, δίχως κουπί, αν μας σέρνει
ο γιαλός μας,
δίχως άστρο αν μας θέλει η νύχτα,
δίχως ήλιο αν μας καλεί η ημέρα,
πού είναι ο κόσμος’;

     Ἕνας μικρότερος κόσμος

Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

Οἱ μικροὶ γαλαξίες

Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους –
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα

Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-
κεῖνα τὰ χρόνια, μοῦ ῾χε ὁ Θεὸς
φυλάξει τὰ δέντρα.
Ήταν ἀστέρια στὸν οὐρανό…
Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος
στεκόταν ἀνέπαφος…
Ἦταν ὁ κόσμος τοῦτος τόσο ὄμορφος,
ποὺ μπέρδευε εὔκολα
κανεὶς τὰ φαινόμενα…
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα
κεῖνα τὰ χρόνια,
δὲν πλανιότανε οὔτε ὑποψία
κακῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα.

     Μην Αγίίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο
κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο
μες στις πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα
ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά,
μες ἀπ’ τὶς ρόδινες γάζες
τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο
τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!

    Πετρίνα

Μες από πράσινες ελιές
και στάχυα χρυσοφόρα
δεν είσαι πόλη από χαλκό,
ούτ’ απ’ αχάτη χώρα.

-Σε ξέρει ο Θεός και το καλό
δεν σε ξεχνά ποτέ του,
σε ξέρει ο ήλιος κι η βροχή
στα πόδια του Ταϋγέτου.

Μένουν τα πάντα ανάλλαχτα
τα σπίτια οι ζευγολάτες
και κουδουνίζουν οι πλαγιές
κι αχολογούν οι στράτες.

Σαν ένας ύμνος στην χαρά
των δουλευτών τα χέρια
σπέρνουν, θερίζουν, γνέθουνε,
σφυροκοπούν τη γης.

Και μες στα λόγγια απλώνεσαι
πιο ειρηνικό απ’ τ’ αστέρια
κυψέλη ηλιοπλημμύριστη,
χωριό της προκοπής.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *