Βυζαντινή Ερωτική Ποίηση 15-16ου αι.: Ερωτοπαίγνια – Καταλόγια

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΩΝ

     Καταλόγια ή Ερωτοπαίγνια ονομάζουμε μια σειρά από ερωτικά ποιήματα που γράφτηκαν στα μέσα του 15ου ως τις αρχές του 16ου αι. (ίσως στη Ρόδο, που αυτή την εποχή κατέχεται από τους Φράγκους) και σώθηκαν σε χειρόγραφα. Καταλόγι(ν) σήμαινε, κυρίως στα βυζαντινά χρόνια, δημοτικό ερωτικό τραγούδι. Τα ποιήματα αυτά δεν είναι δημοτικά, αλλά βρίσκονται πολύ κοντά στη δημοτική ποίηση, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τα πιο κάτω αποσπάσματα.
     Κυρίως αφορά στη Β’ Περίοδο και πιο συγκεκριμένα τον Λατινοκρατούμενο ελληνισμό ή ουμανισμό με κύρια έδρα τη Ρόδο μεταξύ των ετών από μετά την Άλωση 1453 έως το 1500 περίπου και κυρίως στα μέσα του 15ου αιώνος.  Μεταξύ των καλυτέρων ποιημάτων της περιόδου ήτις περιλαμβάνει τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους, πρέπει να κατατάξωμεν κι ενδιαφέρουσα συλλογήν ερωτικών στιχουργημάτων, γνωστήν υπό τον γενικώτερον τίτλον ”Ερωτοπαίγνια” ή ”Αλφάβητος της αγάπης”, περί της αξίας και της προελεύσεως της οποίας πολλά μέχρι τούδε εγράφησαν, διετυπώθησαν δε πολλαί υποθέσεις, όσον αφορά εις τον συγγραφέα και την εποχή της συγγραφής.
     Καίτοι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία μαρτυρούντα κατά τρόπον ασφαλή τον τόπον της καταγωγής των στιχουργημάτων τούτων, όμως γλωσσικά τινά στοιχεία και άλλαι εσωτερικαί ενδείξεις καθιστούν λίαν πιθανήν την υπόθεσιν, ότι ταύτα εγράφησαν εις την Ρόδον ή οπωσδήποτε εις τινά νήσον του Αιγαίου, δεδομένου, ότι μόνον εις την περιοχήν ταύτην είχον αναπτυχθή κοινωνικαί και πνευματικαί συνθήκαι, επιτρέπουσαι την εκδήλωσιν τοιούτου είδους ποιήσεως. Ίσως δέ να μη είναι τελείως ξένη εις την εν λόγω συλλογήν και έμμεσως επίδρασις της παλαιοτέρας ιταλικής ποιήσεως. Σοβαραί αμφιβολίαι εξακολουθούν να διατηρώνται και περί της αρχής των ”Ερωτοπαιγνίων”, αν δηλ. ταύτα είναι δημοτικής εμπνεύσεως ή να οφείλωνται εις τον κάλαμον δοκίμου συγγραφέως.
     Η συχνή χρήσις των λέξεων ”έρως” κι ”έρωτες”, αντί του δημοτικού όρου ”αγάπη” κι άλλα τινά στοιχεία γλωσσικά και μετρικά ήγαγον τους περισσοτέρους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας να ταχθούν υπέρ της δευτέρας γνώμης, της δοκίμου δηλ. προελεύσεως των στιχουργημάτων, καίτοι δεν αποκλείεται τινά εξ αυτών ή και ωρισμένα θέματα τούτων να ωφείλωνται εις παλαιοτέραν λαικήν επίδρασιν. Βέβαιον πάντως είναι, ότι οι ωραίοι αυτοί στίχοι ”είτε είναι γνήσιοι δημοτικοί είτε είναι καμωμένοι από άνθρωπο πολύ κοντά στην αίσθηση του δημοτικού στίχου (η διαφορά δεν είναι μεγάλη), έχουν ιδιαιτέραν σημασίαν δια την ιστορίαν της νεωτέρας λογοτεχνίας μας, ιδία διότι παρουσιάζουν αξιόλογον καινοτομίαν έναντι της μέχρι της εποχής εκείνης λογοτεχνικής παραδόσεως”. (Πολίτη: Μερικές σημειώσεις στα ”Ερωτοπαίγνια”, Ελληνικά, τομ. ιι 1954).
     Όσον αφορά εις την εποχήν της συγγραφής, η γλώσσα κι η εν γένει τεχνική των στιχουργημάτων τούτων ανάγουν την εν λόγω συλλογήν εις τα μέσα του ΙΕ’ αιώνος, ίσως όμως κι ενωρίτερον, ώστε κι απο χρονολογικής απόψεως ν’ αποτελεί αύτη σπουδαίον μνημείον έντεχνου λόγου.
     Το εξ 714 στίχων κείμενον της συλλογής των Ερωτοπαιγνίων, παρεδόθη ελλιπές, τεταραγμένον, διότι, ως συνάγεται, ο αντιγραφεύς είχε προ οφθαλμών χειρόγραφον φέρον ικανά χάσματα. Είναι καθαρώς λυρικού χαρακτήρος κι αναφέρεται εις τας ερωτικάς εκδηλώσεις και τας ερωτικάς περιπετείας του ποιητού, τας οποίας χαρακτηρίζει πάντοτε η ευγένεια της εκφράσεως κι η λεπτότης του αισθήματος.
     Ως παρατηρεί ο Βουτιερίδης: ”Δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν αν τα ποιήματα ταύτα έγιναν ποτέ γνωστά και εις άλλους πλην του γράψαντος αυτά και αν υπήρξαν εκ των πνευματικών εκείνων προϊόντων, τα οποίαν με την ευρυτέραν κυκλοφορίαν των υποβοηθούν να γνωρίζωμεν και τας φιλολογικάς προτιμήσεις και λογοτεχνικάς τάσεις της εποχής, κατά την οποίαν ήλθον το πρώτον εις φως. Οπωσδήποτε όμως ως διεσώθησαν μέχρις ημών αποτελούν πολύτιμον λείψανον λυρικής ποιήσεως και από τεχνικής απόψεως και από απόψεως γλωσσικής. Απομένουν εκ των σπανιωτέρων μνημείων καθαρώς ερωτικής εντέχνου ποιήσεως κατά την χρονικήν ταύτην περίοδον, ότε τα τοιαύτα ποιητικά προϊόντα είναι ολίγιστα”.(Ηλ. ΒουτιερίδηΙστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας).
     Τα Ερωτοπαίγνια διεσώθησαν εις τον εν Λονδίνω κώδικα Add,8241, οπόθεν εξεδόθησαν το πρώτον υπό W. WagnerΑλφάβητος της αγάπης, Daw ABC der Liebe,1879. Nέα εξαιρετικώς επιμελημένη έκδοσις μετά διαφωτιστικής εισαγωγής και πλουσίων σχολίων και άλλων πληροφοριών εγένετο υπό D.C. Hesseling et H.PernotEρωτοπαίγνια (Chansons d’ amour),Paris 1913.
_____________________________________________

                Βυζαντινή Ερωτική Ποίηση

ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ  Α’

Αν ήξευρα, κυράτσα μου, πότε θέλεις κινήσει
και πόθεν θέλεις να διαβή με τες αρχοντοπούλες,
την στράταν σου νά φύτεψα μηλές και κυδωνίτσες
και νεραντζούλες και κιτριές και δάφνες και μυρσίνες,
τον δρόμον σου τριανταφυλλιές, να μη σε πιάνη ο ήλιος,
και όπου διαβαίνεις και πατείς ήθελα σπέρνει μόσχον,
και να μυρίζει η στράτα σου, κι εσύ να μη το ξεύρεις,
να μη μαυρίζη, λυγερή, ‘ς τον ήλιο η ελικιά σου.

Βουλήν επήρα ταπεινός, κυρά, να σε συντύχω,
και εντρέπομαι, κυράτσα μου, πολλά την ευγενειάν σου,
διατί είσαι ακατάδεκτη, τα λόγια δεν αυκράσαι,
και είμαι, κυρά, ξενούτσικον, δειλιώ να σε συντύχω”.
Και τότε πάλι η λυγερή του λέγει και του ελάλει:
”Ειπές, ειπές, αφέντη μου, τι θες να με συντύχης,
και σύντηχέ με θαρρετά, τινάν μηδέν φοβάσαι”.
”Κυρά μου, να σ’ εφίλησα, αν εν και θελημά σου,
και αν αγαπάς και προθυμάς να ποίσωμεν φιλίαν.
Τι σε φελά, κυράτσα μου, να με κακοκαρδίζης,
εσύ να διωματεύεσαι κι εμέν να θανατώνεις;
Εσύ έταξές μου το φιλίν και δός με το, κουρτέσα”.

”Για την αγάπην σου είς εμέν, γλυκύτατέ μου αφέντη,
μηδέν έρχεσαι να φιλής κοντά ‘ς την γειτονιάν μου,
να σε θωρώ, να θλίβωμαι, να βαριαναστενάζω.
Εσύ θυμάσαι, αφέντη μου, τον όρκον τον μ’ εποίκες,
πως ώμοσες και μώλεγες ποτέ μη με ξαφήσης,
κι εδά θωρούν τα μάτια μου, εις άλλην πόθον έχεις,
χθες μετά κείνην έμεινες, μ’ εκείνην εκοιμήθης,
κι εμέναν ήρτες και είπες μου ότι ‘ς την βίγλαν ήσουν,
κι εγώ επήγα κι ερώτησα όλους τους βιγλατόρους, 
κι εκείνοι ώμοσαν και είπασιν κανείς ουδέν σε είδεν,
κι επάτησες τον όρκον σου κι έχεις μεγάλον κρίμα”.

”Δεξιά μου στάσου, λυγερή, θέλω να σε συντύχω,
να σ’ ερωτήσω ρώτημαν, να σε παρακαλέσω,
ειπέ με, πόσα με αγαπάς, τόσα να σε αγαπήσω,
μη σε αγαπήσω πλεότερον κι εσύ κενοδοξήσης,
και αν τύχη να το καυχισθής ότι παρακαλώ σε,
κι εγώ θάρρος εις εσέν άλλος να μη το μάθη.
ΚΙ εσύ, κυρά μου, είπες με, άλλον σε προξενούσιν.
Μακάρι να σ’ επροξένησαν, άλλον άντραν να πήρες,
κι εμέν να μη ελογάριαζες που μένω, που κοιμούμαι,
εις ποίαν βλέμμαν έριξα, με ποίαν συντυχαίνω”.

”Εσύ γνωρίζεις, αφέντη μου, ποτέ ουκ ηξευρά σε,
ουδ’ έξευρα, ουδέ γνώριζα, αλλά ουδ’ εκάτεχά σε,
ουδέ το βλέμμα μου έριξα ποτέ ‘ς την ελικιάν σου,
εμέναν, εγυρεύασιν γυναίκαν να με πάρουν,
και τώρα με τες γνώμες σου, με τάμορφά σου λόγια,
και το γλυκύν σου ανάβλεμμαν, και τες καλές σου τάξες,
και τες πιδεξιωσύνες σου εκατεδούλωσές με,
τον νουν μου τον αδούλωτον εκατεδούλωσές τον,
δουλεύτριαν μ’ εκατέστησες, αφέντη, του ορισμού σου”.

”Ζηλεύγουν την αγάπην μας, κυρά μου, οι γείτονές σου,
διατί κρατείται δυνατή ως πύργος σιδερένιος,
θωρούν την ότι επλέχτηκεν ως χρυσόν αλυσίδιν,
κι εφάνη τους πολύν κακόν, θέλουν να μας χωρίσουν.
Να μη το δουν τα μάτια τους, μη το χαρή η ψυχή των,
αμμή το θέλουν εις ημάς, απάνω τους το δούσιν,
να το θλιβούν οι φίλοι τους, να το χαρούν οι εχθροί των,
διατί βουλήν εδώκασιν να μας αποχωρίσουν,
δίχως κανέναν πταίσιμον, δίχως κανένα δίκαιον”.

”Η ταπεινή καρδούλα μου πολύν καλόν σε θέλει,
αφέντη τετραλύγιστε και βεργαναλεμένε,
νομίζω μάγια μ’ έκαμες και πάντα σε θυμούμαι.
Που μ’ εύρε, που μ’ εκόλλησεν η περισσή σου αγάπη;
Εσέβην κι ετυλίχτηκεν ‘ς τα φύλλα της καρδιάς μου,
εσέβην κι εριζώθηκεν κι εγέμισεν τα φύλλα,
και ήλθασιν οι γείτονες και εσυμβούλευσάν με,
και όλοι βουλή μ’ εδώκασιν να σε απολησμονήσω.
ΚΙ εγώ απεκρίθην και είπα τους κι εκατηγόρησά τους:
Εσείς πολλ’ αγαπήσετε την αποχωρισιά μας,
δι’ αυτό με συμβουλεύετε να τον ελησμονήσω,
μαχαίρια και αν με κόφτουσιν, πριόνια και αν με πριονίζουν,
ώσποτε ζω και φαίνομαι, τον αγαπώ ουκ αρνούμαι”.

”Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,
κι εγώ, αφέντη μου, ως τό ‘κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη,
και από καρδιάς εφώναξα και ο κόσμος το θαυμάστην,
διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,
να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω.
Και πως εγώ να σε αρνιστώ, αφέντη του κορμιού μου
και νοικοκύρη όπου κρατείς ‘ς τα χέρια σου τον νουν μου,
κι εγίνουσουν ασάλευτος, αφέντη, από τον νουν μου;”.

”Κυρά, διά τείντα διάφορον, κυρά, διά τείντα κέρδος
να χάσης το ξενούτσικον και ποθοπειρασμένον,
να χάσης τον καλλλιώτερον, κυρά μου, οπού σε αγάπα;
Κυρά μου, ερωτοδέσποινα, ποθοκρατόρισσά μου,
που γέμουν τα ματάκια σου του κόσμου την αγάπην,
του Έρωτος τα χείλη σου πλέκτουσι το αλυσίδιν.
Να πιχαρης, ω λυγερή, πέψε με ολίγον πόθον,
ότι λιγώνομαι, κυρά, διά την πολλήν σου αγάπην,
εσύ κρατείς τους έρωτες και δος εμέν τον πόθον.
Πολλά, κυρά, παράδειρα, νύκτες και μεσημέρια,
εμέναν ωνειδίδασιν οι εδικοί και ξένοι”.

”Λέγεις, καλέ αφέντη μου, εμέναν εν το πταίσμα,
και ρίκτεις μου κατηγοριάν και λέγεις έπταισά σου,
διατί εκατεπιάστηκα και ήλθα στο θέλημά σου.
Δουλεύτρες εστερήθηκα δι’ αγάπην εδικήν σου,
κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις,
εμέναν να μη αρνιστής, μηδ’ άλλην να φιλήσης,
ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχης”.

”Μήναν ουκ έχεις μετ’ εμέν ουδ’ έναν ουδέ δύο,
μιάν εβδομάδαν έκαμες και ήρχισες να χολιάζης,
και να κρατής απάνω σου, κόρη να καμαρώνης.
Οι γείτονές σου μέ ‘πασιν τι πολλά με ατιμάζεις,
κι εγώ, κυρά, ως τό ‘κουσα, πολύν κακόν μου εφάνη,
και πέντε μέρες έκαμα να μή σε χαιρετήσω,
ουδέ κοντά σου να διαβώ από την γειτονιάν σου,
και έχω κατηγόρησιν από την γειτονιάν σου,
ότι ου καταδέχομαι τινάν να χαιρετήσω,
και αν μ’ έβρισες, κυράτσα μου, εποίκες μέγαν κρίμα”.-

ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ Β’

(Αλφάβητος της αγάπης=δηλαδή κάθε 2στιχο ξεκινά με καθένα από τα 24 γράμματα της Αλφαβήτου)

Αλοίμονον, βεργόλυκη, πικριάς τας με ποτίζεις,
και καίεις την καρδιά μου, μαραίνεις την ψυχήν μου.

Βιάζομαι να σε ιδώ, μιάν ώραν ν’ ανασάνω,
και πάλιν βλέπω σε μικρόν και εβγαίνω αποθαμμένος.

Γίνομαι ώσπερ άφωνος και αναίσθητος, κυρά μου,
έρχομαι ‘ς την κατούνα μου, ολιγωρώ και πίπτω.

Ενέπεσα ‘ς τον έρωτα τον σον και εδουλώθην,
παρακαλώ τα κάλλη σου μηδέν με βασανίζουν.

Η ελικιά σου η λαμπρά, τα θαυμαστά σου κάλλη,
το πρόσωπόν σου το γλυκύν εκαταφλόγισέ με.

Κόρη, εύρε τόπον και αφορμήν, ωραιά να σε συντύχω,
ν’ ακούσεις και τους λόγους μου πως με καρδιοφλογίζεις.

Νύκτες και ημέρες φλέγομαι εκ της επιθυμιάς σου,
και μιάν βολάν να φίλησα τα κόκκινά σου χείλη.

Ομμάτια είχα κ’ επήρες τα, καρδιάν και ανέσπασές την,
τα κάλλη σου τα θαυμαστά μηδέν με τα στερήσης.

Περιστεράκιν να γενώ, να έλθω όπου κοιμάσαι,
σφικτά να σε περιπλακώ, πάντα να με θυμάσαι.

Σελήνη, φως ανέσπερον, ώσπερ εκείνη λάμπεις,
η συνοδιά μου διά παντός εσ’ είσαι, η κυρά μου.

Τ’ ή τον, κυρά μου, η πόθεσις και τις ο λογισμός σου,
ότι ουδέν μου αντέγραψες κ’ ελύπησές με τόσα ;

Φιλώ γλυκεά, καταφιλώ τα κόκκινά σου χείλη
και κατασπάζομαι πολλά τα πάτερπνά σου κάλλη.

Χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη,
και την χρυσή σου ελικιάν συχνώς περιλαμπάσσω.

Ψέμαν ου λέγω ταπεινός* τας νύκτας ου κοιμούμαι,
ουδέ η καρδιά μου γαληνεί εκ της επιθυμιάς σου.

Ω κόρη γατανόφρυδη και φως των ομματιών μου,
ανασασμέ των πόνων μου των έχω ‘ς την καρδιάν μου,
ας κοιμηθώ ‘ς τα στα στήθη σου και ει τι μέλλει ας γένη.

ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ  Γ’

Πότε και πάλιν να σε ιδώ, πότε να σε συντύχω,
και πότε να σε φηγηθώ τα γώ ‘παθα για σένα,
οδιά αγάπην θλιβερήν, πόθον ονειδισμένον;
και πότε να έλθης, λυγερή, και να σταθής κοντά μου,
τους έχω πάντα δια σέ και τους παθαίνω πάντα;
Ποτέ να σε απάντησα με δάκρυα ματωμένα,
και βαριά να αναστέναξα και νά ‘κλαψα θλιμμένος,
και να με δης, να λυπηθής και να καρδιοπονέσης,
να καρτερέσης, λυγερή, γλυκιά να σε συντύχω,
να κάτσω να σε φηγηθώ τους πειρασμούς του πόθου,
τους πόνους και τους στεναγμούς τους έχω δι’ εσένα;
Οι έρωτες με σφάζουσιν και κόφτει με η αγάπη,
και ας αρχίσω να σε πω στίχους διά την αγάπην,
στιχοπλοκίδες, θλιβερές τες έπλεξα διά σένα,
και οι στίχοι ανεσπάστησαν μέσα από την καρδιά μου.
Ωσάν να σπέρνης, λυγερή, βασιλικά ‘ς την γάστραν,
και βάλης τα εις τον κόρφο σου, και όπου διαβής μυρίζεις,
και όσοι διαβούν και βλέπουν τα την μυρωδιάν ακούσι,
έτσε ανέσπασα κι εγώ στίχους εκ της καρδιάς μου,
ως άλυσιν τους έπλεξα διά λόγου εδικού σου,
και ωσάν τους γράψω λυγερή, να αυκριστής τους λόγους,
και να αρχίσω να σε πω τους πόνους της αγάπης:
Ένας πανώραιος άγουρος αγαπά ωραία κόρην,
χρόνους δυό τον εμάρανε της κόρης η αγάπη,
και μαραινόμενος ο νεός στης λυγερής τον πόθον,
εμήνυσέ την μιαν αυγήν: ”Κυρά μου, αγαπώ σε,
κρυφά, κυρά μου, σε αγαπώ, κι εσύ ουδέν το ξεύρεις,
και βασανίζομαι κρυφά και φανερά πομένω”.
Ως το’ κουσεν η λυγερή, τα δάκρυα της ετρέξαν,
μαντάτον τον απέστειλε το ουκ ήθελεν ν’ ακούσει:
”Εσύ μικρόν κι ανήλικον,φιλιάν ουδέν εξεύρεις,
και πως εξεστομάτισες και είπες ότι αγαπάς με,
κι εκόπησαν τα μέλη μου κι εκαρδιομάρανές με,
κι αν τ’ άκουσαν οι γείτονες μεφθή με θέλαν όλοι;”
Και τότε πάλι ο νεώτερος την λυγερήν ελάλη:
”Και πως το ξεύρεις, λυγερή. φιλιάν ουδέν εξεύρω;
Πρώτον ας μ’ εδοκίμαζες, κι ύστερον ας μ’ ερώτας,
νά ‘ δες μικρού φιλήματα, μικρού πιδεξιωσύνες,
πως κολακεύει το φιλίν, πως κυβερνά τον πόθον !
Ο πεύκος μέγα δένδρον εν, αλλά καρπόν ου κάμνει,
το στάχιν εν μικρούτσικον, είδες καρπόν τον κάμνει;
Πάλι το κλήμα το μικρόν θωρείς καρπόν τον κάμνει,
το καλοκαίριν…………τρώσιν την αγουρίδα
και το κρασί του πίνουν το μέσα εις τον χειμώνα.
και αν δεν πιστεύεις, λυγερή, και α δεν πληροφοράσαι,
βάλε το φελλοκάλικον κι έμπα ‘ς το περιβόλιν,
και ιδέ τες τις μικρές μηλιές, ιδέ και τις μεγάλες,
πως δέχουνται τον άνεμον ωσάν και τες μεγάλες”.

Και τότε πάλε η λυγερή τον νεώτερον ελάλει:
”Εκατόν λόγια , νεώτερε, θέλω να σ’ ερωτήσω,
και αν τα διακρίνης ασφαλώς, φιλίν να σε χορτάσω”.
Και τότε πάλι ο νεώτερος την λυγερήν ελάλει:
”Εγώ, κυρά, τα λόγια σου ποσώς δεν τα κατέχω,
όμως να στήσω λογισμόν και να συλλάβω γνώσιν,
εσύ τους μέτρα, λυγερή, και εγώ να τους διακρίνω:

Μιάν κόρην ενεντράνισα κι επιάσε με στα βρόχια,
στα ξόβεργά σου με κρατείς, λησμονώ τα εδικά μου,
μόνον κι εσέν , βεργόλυκη, όπου τον νουν μου επήρες,
οπού καυχούμουν κι έλεγα να μη πιαστώ εις αγάπην,
κι εσύ με τα πιδέξια σου επιάσες με ‘ς τα βρόχια
κι ερίζωσεν η αγάπη σου απέσω ‘ς την καρδιάν μου.

Δυό μάτια θλίβεις, λυγερή, και δυό καρδιές μαραίνεις
και δυό στήθη φλογίζονται εκ την πολλήν σου αγάπην,
κι εσύ έχεις πέτρινην καρδιάν και νουν εξαγριωμένον,
και σιδερένιον λογισμόν και χείλη σφαλισμένα,
λόγον δε ουκ έχασες ποτέ, γλυκιά να με συντύχης,
και να μ’ επαρηγόρησες που’ μαι πολλά θλιμμένος.

Τρείς χρόνους και αν μ’ εβάλασιν’ ς τα σίδερα δι’ εσένα,
τρεις ώρες να μ’ εφάνησαν εκ την πολλήν σου αγάπην.
Όχι, κυρά, διά φιλιάν ή τίποτ’ άλλον φόβον
ώσποτε ζω και φαίνομαι, να σ’ έχω εις το νουν μου
και καύτει με η αγάπη σου, δεν ημπορώ πομένειν.

Πέντε φορές λιγοθυμώ, κυρά μου, την ημέραν,
και μηδέν πης, λιγοθυμώ, κυρά μου, δι’ εσένα.
Καθημερίς ψυχομαχώ, πέντε θυμούμαι σένα:
μιάν το πουρνό, μιάν το βραδύ και τρεις το μεσημέριν,
και προς το ηλιοβασίλεμαν υπομονήν δεν έχω.

Έστεκα εις την πόρτα σου, τα δυό σου μήλα θώρουν.
Ελάμπασιν τα μέλη σου, τα πάντερπνά σου κάλλη,
τον μόσχον και τον ξυλαλάν μυρίζει η ελικιά σου,
ρόδα γεμούν τα χείλη σου, τα φρύδια σου ζαμπέτιν,
κι η γλώσσα σου η γλυκόλαλη ζάχαριν με το μέλιν,
την ηδονήν σου εχόρτασα κι εσέν στερεύγομαί σε.

Επτά ψυχές και αν έβαλεν ο πλάστης εις εμένα,
και τες επτά ανέσπασεν η περισσή σου αγάπη,
και δεν με παίρνει ο άγγελος ως μέλλει ν’ αποθάνω,
αμμέ ψυχομαχώ διά σεν, δίχα αρρωστιάν και πόνον,
και αν ηθελήσης, λυγερή, εγώ δεν αποθαίνω.

Εννεά πέρδικες πέτουνταν ‘ς τους ουρανούς απάνω,
η μιά ήτον χρυσοπτέρουγη κι εγω ‘λεγα τι εσ’ είσαι.
Στέκω και διαλογίζομαι ποιόν πέρδικιν να πιάσω,
θέτω τα βρόχια εις την γην και πιάνω ωραιόν περδίκιν,
ομοιάν σου, παρόμοιάν σου, ωσάν την ελικιάν σου.
Λιγνή και κοκκινόχειλη και χαμοκιλαδούσα,
άσπρη σαν το τριατάφυλλον, κόκκινη οιόν το ρόδον,
γλυκολαλούσα πέρδικα, πολλών καρδιές μαραίνεις.

Δέκα κοντάρια εγκούπισες, κυρά, ‘ς το όνομά μου,
‘ς τον εμαυτό μου τά ‘ θεκες, εμένα θανατώνεις,
δεν τα έθεσες διά κάκωσιν ουδέ κακόν κανένα,
οδι’ αγάπην τα έθεκες κι εμένα κόφτει ο πόνος,
μαραίνει με η αγάπη σου, δεν ημπορώ απομένει.
Θυμούμαι σε, μαραίνομαι, θωρώ σε και χλωμαίνω,
και αν πέσω ν’ αποκοιμηθώ ύπνον ουδέν χορταίνω”.

Και τότε πάλε η λυγερή τον νεώτερον ελάλει:
”Εγώ, το πρώτον, οίδα το, φιλίν σε θέλω δώσει,
οπού καυχούμουν κι έλεγα φιλίν να μη σε δώσω,
κι εσύ με τα πιδέξια σου, με τες καλές σου γνώμες,
τον νουν μου τον αδούλωτον εκατεδούλωσές τον.

Στέργομαι την αγάπην σου, έρχομαι εις θέλημάν σου,
να γένω στράτα να πατής και γης διά να περάσης,
δεκάτιζε τα λόγια σου, διά να τα κόπτης στίχους,
ότι το γιόμα έρχεται, να πάμε να γευθούμεν,
να φέρω και πουκάμισον, ωσάν γευτείς ν’ αλλάξης,
ο΄τι τα ρούχα τα φορείς πολλά ‘ναι σκονισμένα,
και να γλυκοφιλούμεθα, πριν να μας εύρη γήρας,
και λάβη μας ο θάνατος και φάγη μας το χώμαν”.

”Είκοσι μήλα κείτουνται ‘ς χρυσήν απαλαρέαν,
κόκκινα και γλυκούτσικα ωσάν τα δυό σου χείλη,
και στέκομαι, λιμπίζομαι και λέγω: Νά ‘χα μήλον,
να μυριζόμουν το βραδύν και να γλυκοκοιμούμουν,
και να το φίλουν το βραδύ και να παρηγορούμουν,
ως νά ‘σουν εις το πλάγι μου νά ‘χα παρηγορίαν.

Τριανταφυλλοκυπάρισσε με τους χρυσούς τους κλώνους,
και με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ήσκιον,
και τον αέρα τον γλυκύν, με την πολλήν δροσίαν,
περιβολίτσιν έμορφον τα ρόδα φυτεμένον,
γλυκομηλεά μου κόκκινη, τα μήλα φορτωμένη,
απόκλινε την νιότην σου να μείνω ‘ς την ησκιά σου,
να δροσιστώ ‘ς τον ήσκιον σου και εις το κατάψυχόν σου.

Σαράντα οργυές έσκαψα την γην την στερεωμένην,
να κρύψω την αγάπην σου, κι εσύ εφανέρωσές την,
διά να βγής να καυχησθής ότι παρακαλώ σε,
αμμέ συχνοδιαβαίνοντα, ο κόσμος τα μαθαίνει
και λέγουν ότι αρνίστης με και πλέον ουδέν με θέλεις.
Δι’ αυτό με κόφτει και πονώ και βαριαναστενάζω.

Πενήντα βρύσες και αν χυθούν από κατόν λαγκάδια
και νά ‘ρχουνται ‘ς την πόρτα σου και νά ‘ναι θέλημά σου,
χρυσή ξύστα ‘ς το χέριν μου, νά ‘λθω όπου κοιμάσαι,
να κιλαδώ, να σε ξυπνώ και βαριαναστενάζω,
και να γεμίζω το ξυστίν, να βρέχω την καρδιά μου,
όπου έναι καμένη, λυγερή, δι’ αγάπην εδική σου,
εγώ την σβήνω, λυγερή, κι εσύ την άφτεις πλέον,
και α δεν την βρέχης, λυγερή, με τα δικά σου χέρια,
τον ποταμόν και αν έβαλα, ποσώς δεν την δροσίζω.

Να πιχαρής, η λυγερή, μη με περηφανέσης,
διατ’ είμαι ξένον απ’ εσέ και συγγενής ουκ είμαι.
Και αν το θέλεις, λυγερή, και κάμωμεν φιλίαν,
να το χαρούν οι φίλοι μας, να το θλιβούν οι εχθροί μας.

Εβδομηντάθυρον κλουβίν ήτον εις την αυλήν μου,
αδόνιν είχεν το κλουβίν ήμερον εδικόν μου,
γλυκόλαλον, πανέμορφον καο ωραιοπλουμισμένον,
και μετά μέρες και καιρούς εφούμισεν τ’ αδόνιν,
και πιάνει το άλλος κυνηγός, γλυκοκαταφιλεί το,
και όνταν διαβώ εκ την ρύμνην του και από την γειτονιάν του,
και ακούσω το και κιλαδεί, τα μέλη μου τρομάσουν,
μαραίνεται η καρδία μου, υπομονην δεν έχω,
ως να το στρέψω ‘ς το κλουβίν ως ήτον μαθημένο.

Ογδοήντα φορές επειράστηκα, κυρά μου, δι’ εσένα
και μαντατοφορίζοντα με τον μαντατοφόρον.
Ιδέ , κυρά, διά δούλον σου, ιδέ και αγόρασέ με,
να σε δουλεύω, αυθέντριά μου, νύκταν και την ημέραν,
την νύκτα ν’ άφτω το κερίν μέσα εις το φανάριν,
και να σε φέγγω να δειπνάς ως δούλος εδικός σου.

Ενενήντα ορμούς μ’ ετσάκισεν η εδική σου αγάπη,
εσύλησεν κι ετρόμαξεν όλην μου την καρδίαν.
Να πιχαρης, η λυγερή, τι διάφορον επήρες,
και χάνης την αγάπην μας κι εμένα θανατώνεις,
και χάνεις τον νέον τον καλόν, κυρά μου, όπου σε αγάπα;

Εκατόν χρόνοι και αν διαβούν, φιλίν με θέλεις δώσει,
και τι με τυραννείς, κυρά, με την γλυκειά σου αγάπην,
με το αύριον, με το σήμερον, με το καρτέρει, αυθέντη;
Εκπλήρωσιν το στοίχημα, έλα, κυρά, ας φιλούμεν,
έλα, κυρά, ας ποιήσωμεν πολλών χρονών αγάπη”

Και απέ το χέρι την κρατεί και ‘ς το κλινάρι πάσιν,
κι εχόρτασέν την το φιλί ως το πολλά πεθύμαν,
και απότις την εφίλησεν, στέκει και αναγελά την.
Και τότε πάλι η λυγερή τα δάκρυα την επήραν:
”Αν τό ‘χα ξεύρειν, άγουρε, και λιθοκάρδιος είσαι,
και ψεύστης και αντιλογητής και όπου φιλείς κομπώνεις,
δε σέ ‘χα δώσει το φιλίν, να είχες του ηλιού τα κάλλη”.

Και τότε πάλι ο νεώτερος την λυγερήν ελάλει:
”Μηδέν με βρίζεις, άσκημη, μηδέν με ξατιμάζης,
πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα, μαύρη,
στολίζεσαι και είσαι άσκημος, νίβγεσαι και μαυρίζεις,
και όταν εβγής εκ το λουτρόν, ομοιάζεις αγριοκάτης΄΄.
Και τότε πάλι η λυγερή τον νεώτερον ελάλει:
” Μηδέν με βρίζης, νεώτερε, μηδέν με ξατιμάζης”.

ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ Δ’ 

Χαρτί σε πέμπω μάτια μου, ψυχή μου, ανάγνωσέ το,
μη σιχαθής τα γράμματα, μη ψέξης το μελάνι,
ότι εγώ όταν τό ‘γραφα μετά πολλών δακρύων,
η χειρ μου εκράτειν το χαρτί και η άλλη το κοντύλιν,
και ο νους μου εδιαλογίζετον πως να το καταθέσω.
Εσύ, ξανθή, υπέρξανθη και σχυρομηλιγγάτη,
ασπρομαρμαροτράχηλη και κρουσταλλοχιονάτη,
ποτήριν πορφυρόχειλον, γεμάτον την αγάπην,
καντήλα χρυσοκρέμαστη, ζώνη με τον διαδέτην,
να σ’ εζωνόμην πάντοτε, να μ’ έσφιγγες κυρά μου.
Πως αποχωριζόμεθεν από τινών ανθρώπων
ας προκαθίσουν οι έρωτες, ας κρίνουν, ας διδάξουν,
και, αν ευρεθή, κυράτσα μου, ότι είπα εγώ διά σένα,
τα μέλη μου ας τα κόψουσιν με το σπαθί του πόθου,
την γλώσσαν μου, τα χείλη μου, πρώτον την κεφαλήν μου,
ει δε βρεθή, κυράτσα μου, τι ουκ είπα εγώ διά σένα,
εκείνοι ας έχουν τες πομπές και ημείς οι δυό ας φιλούμεν.

Αναδενδράδι νερατζιάς, σταφύλι του κλημάτου,
καννίν του ροδοστάματος, μόσχος της Αλεξάνδρειας,
τα κρίνα και δαμάσκηνα……………………δεμένα
και με το κερομάστιχον σ’ έχω θεμελιωμένην,
και πάντ’ εγώ να σε φιλώ, να σε περιλαμπάνω.

Εις ευγενίδας δάκτυλον είδα παρανυχίδι,
αχρυσόν και θυμόκλωστον και ποθοτυλιγμένον.
Το δακτυλίδιν έβλεπα και το φιλίν εζήτουν.
Κόρή, και δος με το φιλίν, ξαθή, επάκουσέ μου,
ή γίνου χάρος κι έπαρ’ με και ας απομεριμνήσω.

Θωρώ σε ανήλικον φιλιάς και απείραστον του πόθου,
μηδέν σε δώσω το φιλίν και εβγής και καυχηστής το;

Εκίνησες , αφέντη μου, και ο Θεός και οι αγιοί μετά σου,
βασιλικά ‘ς την στράταν σου, βάρσαμα ‘ς την οδόν σου,
και κόκκινα τριαντάφυλλα τριγύρου τα μαλλιά σου.
Εκεί που πας, αφέντης μου, ‘ς την χώραν οπού εμπαίνεις,
άλλη κόρη να βρης περιλαμπάσειν και φιλήσειν,
απάνω ‘ς τα φιλήματα, αναστενάξειν θέλεις,
και η κόρη, αν είναιν φρόνιμη, θέλει σ’ αναρωτήσει:

”Τι έχεις, αφεντάκι μου, και βαριαναστενάζεις; ”
”Εγώ ‘λεγα, κυράτσα μου, μη μέ ‘χες ερωτήσει,
και αφότις με το ρώτησες, να σε το ομολογήσω,
την κόρην την εφίλησα ‘σ την Ρόδον την εφήκα,
και με τ’ αστρίτσι κάθεται και με το φέγγος φέγγει,
γυρεύει και καταρωτά, κυρά μου, δι’ εμένα:
Τι κάμνει το αδόνι μου, τι κάμνει το πουλί μου;
τι κάμνει το καλόν πουλίν και ουδέν με εθυμάται; ”

Παρακαλώ σε αφέντη μου και δεύτερον και τρίτον,
ειπέ τες καλωσύνες μου και πε την ελικιάν μου,
την αταξιάν την έκαμα μηδέν την μολογήσης,
εγώ και άφρων έστρωσα και άφρων εκοιμήθην
και άφρων εγλυκοφίλησα, διατί πολλά σε αγάπουν.

Και τις τας νύκτας πορπατεί και τας αυγάς οδεύει;
και τις μου το επέρπαξε το ωραιόν μου το πουλάκιν,
ωραιόν, πουπουλοτράχηλον, το φύλλον της καρδιάς μου;
Ήθελα τούτον τον καιρό να ‘μουν αποθαμμένη,
τι ώσποτε ζω και φαίνομαι και πορπατώ ‘ς τον κόσμον,
αναστενάζω θλιβερά ‘ς την αποχωρισιά μας.

Ότι διαβαίνεις ου λαλείς, βλέπεις, ου χαιρετής με,
και λέγουσιν οι αρχόντισσες, οι συνανάθροφές μου,
ότι μ’ επελησμόνησες και άλλην καμμίαν βλέπεις.
Ει δε και την εγάπησες κι εμένα ούτε βλέπεις,
αν εν αυτή καλλιώτερη, έτσε και να την βλέπης,
ει δε ‘μαι γω καλλιώτερη, να βγουν τα δυό της μάτια.

Εγώ ‘λεγα η αγάπη σου ν’ αθήση, να βλαστήση,
να φέγγη, φέγγη ως το κερί και να πλατύνη ως φέγγος,
Εγώ δα την αγάπην σου δίγνωμον εις εμένα,
δίγνωμον κι αντιπατητήν και της φιλιάς καμένον,
και ωσάν ειν’ τα μαλλία σου κατάκλωστα κλωσμένα,
έτσ’ έναιν και η αγάπη σου παντού περιπλεγμένη.

Τον αγαπώ είδα στυγνόν, της μάχης κεντρωμένον,
και αν ου μ’ εκράτει εθλίβετον και αν ου μ’ εθώρει εκαίτον,
και αν ου μ’ επεριλάμβανε γλυκιά ουκ εκοιμάτον,
φιλί, φιλί με γαληνά, κρατεί με ανέσι ανέσι,
απλώνει και τα χέρια του, κυλιώ και πέφτω κάτω.
Προς τα σημάδια τα θωρώ, βούλεται να με αφήση,
ας επρολάβω, ας του το πω, πριν να μ’ εξαπολύση.

”Δεν ήκουσες, αφέντη μου, άνδρα με προξενούσι;”
”Αν σε τον φέρουν, έπαρ’ τον, εμέναν τι το λέγεις;
ότι κι εμέν η μάννα μου γυνή με θέλει φέρει”.
”Ει δ’ εν αυτή η αγάπη σου, ου μη το πάρω λύπη,
να στήσω γω ‘ς το πλάγι μου κάλλιον σου αναδενδράδι,
να στέκης και να τον θωρής, να καίεται η καρδιά σου,
να καίεται η καρδίτσα σου ως καίεται η καρδιά μου, 
να δένης και τα χέρια σου και να τον παραστέκης,
και να θωρούν οι φίλοι μας, να σε κατηγορούσι ”.

Έσφαξες την καρδίαν μου και αιματοπότισές την,
ελέησον με, άπονε, τ’ ήτον η μάχη ετούτη,
η ζωντανή μας χωρισιά, η αδημονιά τοσαύτη;
Ενέβασες κι εκάτσες με απάνω ‘ς το λιθάρι,
εκούντησές με κι έπεσα, εχθρέ, και τι ωφελήθης;
μόνον την πέτραν έσυρες, μόνον ο χτύπος ήβγεν, 
την εντροπήν επέλαβα ονειδισμούς να έχω.

Αληθοχρυσοστράγαλε και αληθινοπτερνάτε,
θαυμάζομαι όταν πορπατής πως ου μυρίζει η οδός σου,
πως ου μυρίζουν τα βουνά, πως ουκ ανθούν οι κάμποι !

Δεν σ’ έλεγα, αφεντάκι μου, και ουκ επαράγγελά σε,
το περιβόλιν τό ‘καμες…………………………………….
και κάμε πόρτα και κλειδίν και κατακλείδωνέ το;
Δεν ξεύρεις ότι ‘πώρα με και πάντες με αγαπούσιν,
και ταξιδιάρης θέλει με και οι άρρωστοι ζητούν με;

Και πάλιν ο νεώτερος τοιούτον λόγον λέγει:
”Ειά δε τον νούν μου τον σαλόν, τον διασκορπισμένον,
όταν μ’ εγάπα η λυγερή και όταν με παρακάλει,
να την έπαιρνα και νά ‘φευγα και τώρα να την είχα,
κι εγώ εκαταφρόνεσα και άλλος με την επήρε,
άλλος φιλεί την αγαπώ κι εγώ στερεύγομαί την.

Σκούφια μου παγκλασίδωτη και παγκλασιδωμένη,
όταν σε πιάση ο αυθέντης μου, σκούφια μου, να σε βάλη,
σκύψε και καταφίλησε τ’ ωριόν του το κεφάλι.

Την κόρην την εφίλησες, την ορφανήν και ξένην,
οπού σ΄εχόρτασε φιλί, τώρα πως την αρνείσαι;

Ουκ ήτον δάκτυλο χαρτί και κοντυλεά μελάνι,
δυό λόγια να με έγραφες, μικρήν παρηγορίαν;
ΚΙ εκείνος με το μήνυσε με τα γλυκά του λόγια:
”Ανέμενε ως ανέμενες, καρτέρει ως εκαρτέρεις,
διά να εύρω δάκτυλον χαρτίν και κοντυλιά μελάνι,
απέσω εκ την καρδία μου δυό λόγια να σε γράψω,
διά να τά ΄χης, λυγερη, μικρήν παρηγορίαν.

Μάννα, τον νέον τον αγαπώ, καλά τον εγνωρίζω,
‘ς την Βενετιάν βενέτικον, ‘ς τα ξένα Γενοβήσον,
και ‘ς το σπαθιν Τουρκόπουλον, και ‘ς το κοντάρι πρώτος.
”Άδενδρόν μου πανσέληνον, του σπιταλιού σημάδιν,
του κοντοσταύλη γιασιμίν, έλ’, αφέντη μου, ας φιλούμεν”.
”Δεν ευκαιρώ να έρχωμαι, πιστεύεις δεν σε θέλω,
αν βάλω χέρια να έρχωμαι, θέλεις με αγανακτήσει”.

Λαγήνιν, τι λιμπίζομαι τα πάντερπνά σου κάλλη,
εσύ σταμνίν κι εγώ άνθρωπος ,κάλλιαν μου τύχην έχεις,
εσύ να σύρνης κρύον νερόν ‘ς της λυγερής τα χείλη’

Άνθρωπος είσαι γνωστικός, που γνώθεις και πεικάζεις,
ακρόκλινε την κεφαλήν, γνέψε με μέ τα μάτια,
να το γροικήσω, αφέντη μου, ότι εχαιρέτησές με.

Φωνάζω, κόσμου λέγω τα, των πάντων μαρτυρώ τα,
τούτος ο χρόνος εις εμέ ως δράκος εγυρίσθην,
και οι εβδομάδες ως θηριά και οι μήνες ως λιοντάρια,
και οι μέρες θλιβερές πάντοτε ως δι’ εμένα,
και εις αγάπην την ουδέν θαρρώ να την κερδέσω,
και να θωρώ τον αγαπώ μι’ άλλην να φιλήση,
και να θωρώ, να σφάζωμαι, να μη τολμώ να λέγω,
και να μιλούσιν γαληνά και να γελούν μεγάλα.

Αφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε,
ηθέλασιν τα μάτια μου πάντοτε να σε βλέπουν,
και δυσκολά με η μάννα σου, ουκ ημπορώ θωρεί σε,
κι εσύ με τα κολάκια σου και με την φρόνεσίν σου
επιάσες με ‘ς τα βρόχια σου και ουκ ημπορώ πετάσειν.
Και αν είχες πόθον εις εμέ ωσάν εγώ σ’ εσένα,
να μή ‘τρωγες, να μη έπινες και να μην εκοιμούσουν,
πουλίτσιν ήθελες γενή να κιλαδής τας νύκτας,
και να κιλάδεις, νά ‘λεγες όλον δια την αγάπην,
και νά ‘χα πόρταν εις πλευρόν και ν’ άνοιξες και νά ‘δες,
και νά ‘δες την καρδία μου πως κείτεται θλιμμένη.
Και αν δεν πιστεύης, άπιστε, και α δεν πληροφοράσαι,
έπαρ’ τον πόθον σου απ’ εμέ και δος τον όπου θέλεις,
κι εγώ να στέκω να θωρώ ως ξένη και διαβάτρα.

Ουκ είσ’ εσύ οπού μ’ έλεγες και οπού με συνετάσσουν:
”Κυρά, αν με δώσεις το φιλί, παράδεισον σε ποίσω”;
Παράδεισον ουκ έποικες, παράπονον εποίκες,
ενέβασες κι εκάτσες με ‘ς τον φύλλον της αγάπης.
Παντώς εχθρόν και δικαστήν εσέναν εγνωρίζω.
Αν τό ‘χα ξεύρει, δίγνωμε, ότι φιλείς και αρνάσαι,
να κάηκα εκ του ηλιού, να κάηκα εκ το κάμαν.

Αλλοίμονον, καλή κυρά, λυπήσου με κι εμένα,
μη πάγω μόνος μοναχός, ξενιτευτώ δι’ εσένα,
Εσύ ξεύρεις, πανέμνοστη, το τι ζητώ απ’ εσένα,
φίλημαν εκ τα χείλη σου, να μείνω μετ’ εσένα.

Χρόνον έχω και πά ‘ς τους δυό, κυρά μου, ότι αγαπώ σε,
και όπου και αν κάτσω και σταθώ πάντα να σε θυμούμαι,
να σε κρατώ, να σε φιλώ, να χαίρεται η καρδιά μου,
και όταν ξυπνώ και ουδέν σ’ ευρώ, λυπούμαι το να κλαίγω.

Παρασκευήν σ’ εσκιάστηκα, κυρά, διά Σαββάτου,
παρακαλώ σε, ‘λέσε με, ως ο θεός τον κόσμον,
κι εκδέχουνται και χριστιανοί του Πάσχα τας ημέρας,
έτσε να σε τιμώ, κυρά, βασίλισσαν δικήν μου.

Απ’ όλα τ’ άστρη του ουρανού τό ‘ναν που λάμπει εσ’ είσαι,
και απ’ όλην σου την γειτονιάν εσύ, κυρά, έχεις χάριν,
διατ’ είσαι άσπρη και ξαθή, ομοιάζεις ως φεγγάριν,
ποτέ μου δε να σ’ έλλαξα, μα του Χριστού την χάρην.

Πόθου εγενόμην δουλευτής και δούλος της αγάπης
και εις την καρδιά μου εσέβασα πόθον, αλλά ποτάπον !
Πόθον να φλέγη ολοτελίς όλην μου την καρδίαν,
να με μαραίνη μαραμόν οριστικόν θανάτου,
πάντωτε δε να θλίβωμαι, ημέρες να λυπούμαι,
να μη έχω ανάπαυσιν, αμμέ πικριές μεγάλες,
ως διά την γλυκοπόθητον την κόρην την κουρτέσαν.
Έρως, δυνάστα φοβερέ, χρυσοφτερουγοφόρε,
τρέμω την ελικίτσαν σου, φοβούμαι την θεωριάν σου,
και τας ωριάς σου πτέρυγας μη με αποκεφαλίσουν.
Δεξιά μου κάθονται οι έρωτες, και αριστερά μου η αγάπη,
τα γονατά μου αδυναμιάν, τα χέρια μου τρομάρα,
το στόμα μου αναροξιάν, δεν ημπορώ πετάσειν.

ΚΙ εδά, ψυχή μου, αρνήσου την, να σε διαβούν οι πόνοι,
ν΄αδειάσουν τα συχνοπερνώ…………………………..
και τα αναστενάσματα, καρδιά μου, να μας λείπουν.
Ταύτα, να νιώση η λυγερή ότι και ημείς φρονούμεν.

”Και τι έχεις, ω κακόγνωμη, και όταν με δεις αγριάζεις,
και όταν διαβώ εκ την πόρτα σου τα ρούχα μου ξεσκίζεις,
και ωσάν το ψάρι το χλωρόν, έτσι με τυραννίζεις;
Και νά ‘ρθει μέρα και καιρός και να σε το αντιμέψω”.
Και τότε πάλι η λυγερή τον νεώτερον ελάλει:
”Ωσάν ρίκτει ο κηπουρός το κίτρινον αγγούριν,
και την ξηρήν κολοκυθιάν και το σαφλόν πιπόνιν,
εδέτσι απέρριξα κι εγώ την εδικήν σου αγάπην”
”Έχω…………………….Θεόν, να σε εγκαρδιώση,
και να δαιμονισθής κι εσύ, κυρά μου, δι’ εμένα”.

Όπου αγαπήσω, θλίβομαι, και όπου ποθώ, λυπούμαι
και όπου ρίξω το βλέμμα μου, είναι πικριά εις εμένα.
Καιρός ήτον κι εδιάβηκεν, κυρά μου, όταν σε αγάπουν,
και μέσα ‘ς την καρδία μου πολλ’ ακριβήν σε είχα.
Το φως μου αν είχες το ζητάν, ήθελα πη: Και να το.
Επίστευα η αγάπη σου να είναι στερεωμένη,
και εσύ να είχες την παραβολιάν γεμάτην το κορμί σου.

Εντρέπομαι να σε το πω, κυρά μου , ότι αγαπώ σε,
κι εσύ, κυρά, δειλιάζεις το να πης ότι αγαπάς με.
Και τι να γένη, πες με το, μέσα σ’ εμέν κι εσένα;
Εγώ αν το πω, δειλιάζω το μήπως με απολογιάσης,
κι εσύ αν το πης, πανέμνοστη, έχει το στέργον, κόρη,
και νά ‘ναιν σαν χρυσόβουλλον, κατάλυσιν να μη έχη,
ότι πολλοί πιστεύουν το και λέγουν τι φιλώ σε,
λέγουν περιλαμπάνω σε, κι εγώ στερεύγομαί σε.
Το θέλεις ποίσει, ποίσε το, μηδέν με βασανίζης.

Πάντα,κυρά μου, εγάπουν σε, κιεδ ‘αγαπώσε πλέον,
αν δεν πιστεύεις, λυγερή,κι αν δεν πληροφοράσαι,
ερώτησε τους έρωτες τους καρδιοφλογιστάδες,
που βάλαν κι εφυτεύσαν σε,μέσα εις την καρδιάν μου.
Καταπατείς και κόφτεις τα τα φύλλα της καρδιάς μου,
και ως εν τω νύχι και το κρεάς,έτσι κιεγώ μετά σου.
.Κυρά μου, εσ’ είσαι ποταμός ο χρυσομελιτάρης
οπού έχει κλώσματα πολλά με σείσμαν και με διώμαν,
όσοι διαβούν και πίνουν το ποτέ ουκ εδιψούσιν,
κι εγώ, κυρά, ως έπινα ποτέ ουκ εχόρτασά σε,
πάντα διψώ και πεθυμώ, κυρά μου, να σε πίνω.
Εσ’ είσαι κιόνιν πορφυρόν που στέκει ‘ ς το παλάτιν,
όπου κουμπίζει ο βασιλεύς και κρίνει ο λογοθέτις,
της δέσποινας εικόνισμαν, του βασιλέως εγκόλφιν,
και των ρηγάδων η τιμή και δόξα των αρχόντων.
Εσ’ είσαι της νυκτός δροσιά και πάχνη του χειμώνος
και φέγγος αποσπερινόν και ήλιος της ημέρας,
και της αυγής αυγερινός,του παλατιού κανδήλα.
Εσ’ είσαι το άστρον του ουρανού, του κάμπου το λουλούδι,
και χώρα πολυζήλευτος με το πολύν λογάριν,
και απ’ το κύκλωμα του ηλιού, η μιά ακτίνα είσαι,
και από τ’ Αδάμου την πλευράν η μιά παγίδα εσ’ είσαι,
και όπου έκαψεν κι εμπύρισεν πολλών καρδιές εσ’ είσαι,
και από τ’ αηδόνια τα λαλούν έναν πουλί εσ’ είσαι,
κι αν πέσω ν’ αποκοιμηθώ’ ς τον ύπνον μου σε βλέπω,
ακόμη και οι έρωτες πολλά με τυραννούσιν.
Κυρά μου, όταν σε θυμηθώ και βάλω σε’ ς τον νου μου,
κλονίζεται η καρδίτσα μου και σειέται σαν το φύλλον,
αναστενάζω εγκαρδιακά, δεν ημπορώ απομένει,
ότι εσέβην η αγάπη σου απέσω’ς την καρδιάν μου,
ωσαν μαχαίρι δίστομον κόπτει τα σωθικά μου,
τον λογισμόν μου δαπανά και όλα μου τα μέλη.

Αν ήξευρες, βεργόλυκη, το πως αναστενάζω,
το πως καμμώ τα μάτια μου και τρέχουν το φαρμάκι,
πως τρέχουν τα ματίτσια μου δάκρυα ως το ποτάμιν,
αν είδες και τα μέλη μου το πως πηδούν και φεύγουν,
την ώραν να λυπήθηκες, να μ’ έγραψες πιττάκιν.
Ψυχήν είχα κι επήρες την, καρδιάν και ανέσπασές την,
διχώς ψυχήν, διχώς καρδιάν, ‘ς τον κόσμον πως να ζήσω;
Μαραίνει με η αγάπη σου, καίει με το φίλημά σου,
ο έρωτας του πόθου σου εις θάνατον με ρίκτει.
Αν τό ‘χα ξεύρει, αν τό ‘λπιζα και αν τό ‘βαλα ‘ς τον νουν μου,
ότι ουκ ενθυμάσαι με, ουδέ ‘ς τον νουν σου μ’ έχεις,
ουδέ αγαπάς με εγκαρδιακά ωσάν εγώ εσένα,
να πήγα και να γύρευσα βρύσιν της ασπλαγχνίας,
οπού αποπλύνουνται καρδιές και λησμονούνται αγάπες.

….ούσουν επροψέ και απόψε και όλην νύκτα
……………………………………………….γύρευγά σε.

Κυρά μου, εις όσον σε αγαπώ, η γης βοτάνια ουκ έχει,
ουδέ τα δένδρα ‘χουν καρπόν, ουδέ η ελαία φύλλα.

Ν’ ακούσεται, όσοι επάθετε πολλά διά την αγάπην,
βεργόλυκην εφίλησα, μιάν νύκταν, μιάν εσπέραν,
κι εμύριζαν οι αγκάλες της πλέον παρά τον μόσχον,
και ακόμη από τα χνώτα της τα στήθη μου μυρίζουν,
και εκ τα γλυκιά φιλήματα τα χείλη μου γλυκιά ‘ ναι.
Και τώρα ‘πεχωρίστημεν, αλλοί, και τι να γένω;
Εδ’ αρρωστώ και κρίνομαι, ψυχομαχώ και πέφτω,
και τ’ όνομά σου θέλω πη και θέλω εξεψυχιάσει,
διά να σε κράζουν φόνισσαν και ψυχοπαραδότριαν,
διατί επαρέδωκεν ψυχήν η εδική σου αγάπη.

Αν ήξευρα, κυράτσα μου, ότι ερνίστηκές με,
ότι και άν είχα επούλουν το και αγόραζά μου αμπέλι,
κι εγω ήθελα………………………………μαυροφορέσει,
ποτέ να μη εφόρεσα παρά φακιόλιν μαύρον.

Τα παραθύρια τα ψηλά, κυρά μου, που καθίζεις,
συχνοδιαβαίνω το στενόν και δεν με ανατρανίζεις,
και όταν σκύψης να με δης εκαρδιοφλόγισές με.
Τα χείλη σου έχουν το φιλί, τα μάτια σου γλυκάδαν,
το φρύδι σου με ήρεσεν διατί γέρνει καμάραν,
Το σπίτιν σου δεν ήξευρα νά ‘ρθω κατά την ώραν.

Την αγαπώ βεργίν έναι, λιγνή οιόν το καλάμιν,
κυπαρισσοβεργόλυκη, τρυγόνα εις το διώμαν.

ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΛΥΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(τέλη 15ου αι.)

Ο έρωτας τον έσωσε ‘ς της λυγερής την πόρτα,
την πρώτη πόρταν ήνοιξε, τη δεύτερη τσακίζει,
ουδ’ άνθρωπος τον γροίκησεν ουδέ σκυλί γαυγίζει.
Ηύρε την κόρη κείτετον ‘ς τ’ ωριό της το κρεββάτι,
προσκεφαλάδι ολάργυρο ‘ς το στήθος της εκράτει.
Ο άγουρος σβήνει το κερί και τ’ άρματά του βγάνει
κι είπεν, ”Οπό ‘γεννήθηκεν σήμερο ας αποθάνη”.
Εις την κασσέλα εκάθησεν, ατός του εξυπολήθη,
κι εβγάνει το προσκέφαλο ‘κ της λυγερής τα στήθη.
Άβουλα της εσίμωσε, ‘ς τα χέρια της εμπήκε
και το πεθύμαν εκ καιρόν εις ώραν μιάν το ποίκε.
Εξύπνησεν η λυγερή ‘ τα κανακέματά της
κι εγνώρισε ότι έχασεν εις μιό την παρθενιά της,
κι ο νιώτερος πεισματικά, ”Βάλ’ εδά δακτυλίδι,
βάλε αρραβώνα χάρκαρη, και βλόγησης σφραγίδι”.
Και μέσα στις αγκάλες της τον άγουρον ετήρα
κι έκλαιγε κι εβαραίνετον ‘ς την δολερή της μοίρα,
ως πέρδικα μοιρολογά και σαν τρυγώνα κλαίγει
και προς αυτόν τον νιώτερον τούτα τα λόγια λέγει,
-”Α βουληθής να μ’ αρνηθής και να μ’ αλησμονήσης,
εις την Τουρκιά, ‘ς τα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσης,
σε τούρκικα σπαθιά βρεθής, σε Καταλάνου χέρια,
τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια.
Αράπηδες να σ’ εύρουσι και Μώροι να σε σώσου
και εις όχλον σαρακήνικον τρεις μαχαιριές να δώσου,
οι δυό ν’ αγγίζου ‘ς την καρδιά κι η άλλη ‘ς τα μυαλά σου,
κι εις τον αφρό της θάλασσας να βρούσι τα μαλλιά σου.
Τα πόδια και τα χέρια σου να βρουν εις παραγιάλι
και τα μουσούδια, τα βαστάς, ‘ς την άμμον να τα βγάλη,
να δράμου νά ‘ρθου να σε ‘δου εκ τα συγγενικά σου,
η μάννα σου να κουρευτή θωρώντα τα μαλλιά σου.
Και τότες νά ‘ρθω να σε δω γιά παρηγόρημά μου,
‘ς το ξόδι σου να γδικιωθώ, να δροσιστή <η> καρδιά μου!”
Απείτις εθρηνίστικεν, πάλι μοιρολογάται,
και μετά τες γειτόνισσες άκου το τι δηγάται,
– Ακούσετε, γειτόνισσες και συνανάθροφές μου,
κι εσείς, κοράσια, ξεύρετε και συνομήλικές μου,
αμέριμνα μην κάθεστε, ύπνον μην αγαπάτε,
τα μεσημέρια κείτεστε, τες νύκτες αγρυπνάτε,
διατάσσω σας και λέγω σας γιά το δικό μου βάρος,
γιατί ο ύπνος εις εμέν ήτον μεγάλος Χάρος.
Τον πόθον είχα μέσα μου ωσάν ένα παιγνίδι,
τινός ουδέν επρόδιδα χωρίς το δακτυλίδι,
μα στανικώς, δυναστικώς, ήλθε κι επλάκωσέ με,
κι ει τι ‘θελ έκαμε σ’ εμέ κι ύστερα ενέμπαιζέ με.
Λοιπόν οπό ‘ναι φρόνιμη, ας σφικτομανταλώνη,
διατί ο άντρας την γυνή πάντα τήνε κομπώνει,
βρύσι, νερό τρεχάμενο ‘ς τα λόγια ‘ν η γυναίκα,
πιστεύγω το σαν το γροικό φράγκικα και ρωμαίκα,
από πολλούς να βρης τινές να την ευλογηθούσι,
μα πλέα είναι ‘πίβουλοι οπού τη συγελούσι,
αρνούσι και τους όρκους τως, το θέλουσι να κάμου
μον’ να χαρούν λίγον καιρόν ‘ς τα ψόματα του γάμου.
Μη με κατηγορήσετε γιατί σας τ’ ορμηνεύγω, 
αφήν εμπήκα ‘ς το χορό, χρειά μόναι να χορεύγω.

Διάφορα Σκόρπια Ερωτοπαίγνια

Οἱ ἔρωτες μὲ σφάζουσιν καὶ κόφτει με ἡ ἀγάπη,
καὶ ἂς ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ στίχους διὰ τὴν ἀγάπην,
στιχοπλοκίδες θλιβερὲς τὲς ἔπλεξα διὰ σένα,
καὶ οἱ στίχοι ἀνεσπάστησαν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου.

Ὡσὰν νὰ σπέρνῃς, λυγερή, βασιλικὰ στὴν γάστραν,
καὶ βάλῃς τα εὶς τὸν κόρφον σου, καὶ ὁποῦ διαβῇς μυρίζεις,
καὶ ὅσοι διαβοῦν καὶ βλέπουν τα τὴν μυρωδιὰν ἀκούσι,
ἔτσε ἀνέσπασα κ’ ἐγὼ στίχους ἐκ τῆς καρδιᾶς μου∙
ὡς ἅλυσιν τοὺς ἔπλεξα διὰ λόγου ἐδικοῦ σου,
καὶ ὡσὰν τοὺς γράψω, λυγερή, νὰ αὐκριστῇς τοὺς λόγους,
καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ τοὺς πόνους τῆς ἀγάπης.

Ἕνας πανώραιος ἄγουρος ἀγαπᾷ ὡραίαν κόρην ∙
χρόνους δυὸ τὸν ἐμάρανε τῆς κόρης ἡ ἀγάπη,
καὶ μαραινόμενος ὁ νεὸς στῆς λυγερῆς τὸν πόθον,
ἐμήνυσέ την μιὰν αὐγήν∙ «κυρά μου, ἀγαπῶ σε,
κρυφά, κυρά μου, σὲ ἀγαπῶ, κ’ ἐσὺ οὐδὲν τὸ ξεύρεις,
καὶ βασανίζομαι κρυφὰ καὶ φανερὰ πομένω.»

Ὡς τὄκουσεν ἡ λυγερή, τὰ δάκρυα της ἐτρέξαν,
μαντᾶτον τὸν ἀπόστειλε τὸ οὐκ ἤθελεν νἀκούσῃ∙
«Ἐσὺ μικρὸν καὶ ἀνήλικον, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρεις,
καὶ πῶς ἐξεστομάτισες καὶ εἶπες ὅτι ἀγαπᾷς με,
καὶ ἐκόπησαν τὰ μέλη μου καὶ καρδιομάρανές με,
καὶ ἂν τὄκουσαν οἱ γείτονες μεμφθεῖ μ’ ἐθέλαν ὅλοι;»
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει ∙
«Καὶ πῶς τὸ ξεύρεις, λυγερή, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρω;
πρῶτον ἂς μ’ ἐδοκίμαζες, κ’ ὕστερον ἂς μ’ ἐρώτας∙
νἆδες μικροῦ φιλήματα, μικροῦ πιδεξιωσύνες,
πῶς κολακεύει τὸ φιλίν, πῶς κυβερνᾷ τὸν πόθον.

Ὁ πεῦκος μέγα δένδρον ἔν’, ἀλλὰ καρπὸν οὐ κάμνει,
τὸ στάχυν ἔν’ μικρούτσικον, εἶδες καρπὸν τὸν κάμνει;
Πάλιν τὸ κλῆμα τὸ μικρὸν θωρεῖς καρπὸν τὸν κάμνει,
τὸ καλοκαίριν…….. τρώσιν τὴν ἀγουρίδα
καὶ τὸ κρασίν του πίνουν το [μέσα εἰς] τὸν χειμῶνα.
καὶ ἂν δὲν πιστεύεις, λυγερή, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι,
βάλε τὸ φελλοκάλικον κ’ ἔμπα στὸ περιβόλιν,
καὶ ἰδὲ καὶ τὲς μικρὲς μηλιές, ἰδὲ καὶ τὲς μεγάλες,
πῶς δέχουνται τὸν ἄνεμον ὡσὰν καὶ τὲς μεγάλες.»

Καὶ τότε πάλε ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει∙
«Ἑκατὸν λόγια, νεώτερε, θέλω νὰ σὲ ῥωτήσω,
καὶ ἂν τὰ διακρίνεις ἀσφαλῶς, φιλὶν νὰ σὲ χορτάσω.»
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει∙
«Ἐγώ, κυρά, τὰ λόγια σου ποσῶς δὲν τὰ κατέχω,
ὅμως νὰ στήσω λογισμὸν καὶ νὰ συλλάβω γνῶσιν ∙
ἐσὺ τοὺς μέτρα, λυγερή, καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς διακρίνω.»

«Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια ∙
στὰ ξόβεργά σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικά μου∙
μόνον κ’ ἐσέν, βεργόλικη, ὁποῦ τὸν νοῦν μου ἐπῆρες,
ὁποῦ καυχούμουν κ’ ἔλεγα νὰ μὴ πιαστῶ εἰς ἀγάπην ∙
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδέξια σου ἐπιάσες με στὰ βρόχια
κ’ ἐρρίζωσεν ἡ ἀγάπη σου ἀπέσω στὴν καρδιά μου.»

«Δυὸ μάτια θλίβεις, λυγερή, καὶ δυὸ καρδιὲς μαραίνεις
καὶ δυὸ στήθη φλογίζονται ἐκ τὴν πολλήν σου ἀγάπην,
κ’ ἐσὺ ἔχεις πέτρινην καρδιὰν καὶ νοῦν ἐξαγριωμένον,
καὶ σιδερένιον λογισμὸν καὶ χείλη σφαλισμένα,
λόγον δὲ οὐκ ἔχασες ποτέ, γλυκιὰ νὰ μὲ συντύχῃς,
καὶ νὰ μὲ παρηγόρησες, ποὖμαι πολλὰ θλιμμένος.»

«Τρεῖς χρόνους καὶ ἂν μ’ ἐβάλασιν στὰ σίδερα δι’ ἐσένα,
Τρεῖς ὦρες νὰ μ’ ἐφάνησαν ἐκ τὴν πολλήν σου ἀγάπην.
Ὄχι, κυρά, διὰ φιλιὰν ἢ τίποτε ἄλλον φόβον
ἢ νὰ εἰπῇς διὰ τὰ σίδερα νὰ σὲ ἐλησμονήσω∙
ὥσποτε ζῶ καὶ φαίνομαι, νὰ σ’ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου,
καὶ κάφτει με ἡ ἀγάπη σου, δὲν ἠμπορῶ πομένειν.

«Πέντε φορὲς λιγοθυμῶ, κυρά μου, τὴν ἡμέραν∙
καὶ μηδὲν πῇς, λιγοθυμῶ, κυρά μου, δι’ ἐσένα.
Καθημερὶς ψυχομαχῶ, πέντε θυμοῦμαι σένα∙
Μιὰν τὸ πουρνό, μιὰν [τὸ βραδὺ καὶ τρεῖς] τὸ μεσημέριν,
καὶ πρὸς τὸ ἡλιοβασίλεμαν ὑπομονὴν δὲν ἔχω.

«Ἔστεκα εἰς τὴν πόρτα σου, τὰ δυό σου μῆλα θώρουν,
ἐλάμπασιν τὰ μέλη σου, τὰ πάντερπνά σου κάλλη∙
τὸν μόσχον καὶ τὸν ξυλαλᾶν μυρίζει ἡ ἐλικιά σου,
ῥόδα γέμουν τὰ χείλη σου, τὰ φρύδια σου ζαμπέτιν,
καὶ ἡ γλῶσσα σου ἡ γλυκόλαλος ζάχαριν μὲ τὸ μέλιν∙
τὴν ἡδονήν σου ἐχόρτασα κ’ ἐσὲν στερεύγομαί σε.»

«Ἑπτὰ ψυχὲς καὶ ἂν ἔβαλεν ὁ πλάστης εἰς ἐμένα,
καὶ τὲς ἑπτὰ μὲ ἀνέσπασεν ἡ περισσή σου ἀγάπη∙
καὶ δὲν μὲ παίρνει ὁ ἄγγελος ὡς μέλλει νἀποθάνω,
ἀμμὲ ψυχομαχῶ διὰ σέν, δίχα ἀρρωστιὰν καὶ πόνον,
καὶ ἂν ἠθελήσῃς, λυγερή, ἐγὼ δὲν ἀποθαίνω.»
«Ἐννεὰ πέρδικες πέτουνταν στοὺς οὐρανοὺς ἀπάνω∙
ἡ μιὰ ἦτον χρυσοπτέρουγη κ’ ἐγὤλεγα τὶ ἐσ’ εἶσαι.
Στέκω καὶ διαλογίζομαι ποιὸν περδίκιν νὰ πιάσω∙
θέτω τὰ βρόχια εἰς τὴν γῆν, καὶ πιάνω ὡραιὸν περδίκιν∙

ὁμοίαν σου, παρόμοιαν σου, ὡσὰν τὴν ἐλικιὰν σου.
Λιγνὴ καὶ κοκκινόχειλη καὶ χαμοκιλαδοῦσα,
ἄσπρη σὰν τὸ τριαντάφυλλον, κόκκινη οἱὸν τὸ ῥόδον,
γλυκολαλοῦσα πέρδικα, πολλῶν καρδιὲς μαραίνεις.»
«Δέκα κοντάρια ἐγκούπισες, κυρά, στὸ ὄνομά μου,
στὸν ἐμαυτό μου τἄθεκες, ἐμένα θανατώνεις∙
δὲν τὰ ἔθεσες διὰ κάκωσιν οὐδὲ κακὸν κανένα,
ὀδι’ ἀγάπην τἄθεκες κ’ ἐμένα κόφτει ὁ πόνος∙
μαραίνει με ἡ ἀγάπη σου, δὲν ἠμπορῶ ἀπομένει.

Θυμοῦμαι σε, μαραίνομαι, θωρῶ σε καὶ χλωμαίνω,
καὶ ἂν πέσω νἀποκοιμηθῶ ὕπνον οὐδὲν χορταίνω.»
Καὶ τότε πάλε ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει∙
«Ἐγὼ τὸ πρῶτον, οἶδα το, φιλὶν σὲ θέλω δώσει,
ὁποῦ καυχούμουν κ’ ἔλεγα φιλὶν νὰ μὴ σὲ δώσω∙
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδέξια σου, μὲ τὲς καλές σου γνῶμες,
τὸν νοῦν μου τὸν ἀδούλωτον ἐκατεδούλωσές τον.

Στέργομαι τὴν ἀγάπην σου, ἔρχομαι εἰς θέλημάν σου,
νὰ γένω στράτα νὰ πατῇς καὶ γῆς διὰ νὰ περάσῃς∙
δεκάτιζε τὰ λόγια σου, διὰ νὰ κόπτῃς στίχους,
ὅτι τὸ γιόμα ἔρχεται, νὰ πάμε νὰ γευθοῦμεν,
νὰ φέρω καὶ ποκάμισον, ὡσὰν γευτῇς νἀλλάξῃς,
ὅτι τὰ ῥοῦχα τὰ φορεῖς πολλἆναι σκονισμένα,
καὶ νὰ γλυκοφιλούμεθα, πρὶν νὰ μᾶς εὕρῃ γῆρας,
καὶ λάβῃ μᾶς ὁ θάνατος καὶ φάγῃ μᾶς τὸ χῶμαν.»

Καὶ ἀπὲ τὸ χέρι τὴν κρατεῖ καὶ στὸ κλινάρι πάσιν,
κ’ ἐχόρτασέν την τὸ φιλὶ ὡς τὸ πολλὰ πεθύμαν ∙
καὶ ἀπότις τὴν ἐφίλησεν, στέκει καὶ ἀναγελᾷ την.
Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὰ δάκρυα τὴν ἐπῆραν ∙
«Ἂν τὄχα ξεύρειν, ἄγουρε, καὶ λιθοκάρδιος εἶσαι,
καὶ ψεύστης καὶ ἀντιλογητὴς καὶ ὁποῦ φιλεῖς κομπώνεις,
δὲν σἔχα δώσει τὸ φιλίν, νὰ εἶχες τοῦ ἡλιοῦ τὰ κάλλη.»
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει ∙

«Μηδὲν μὲ βρίζῃς, ἄσκημη, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς,
πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα, μαύρη,
στολίζεσαι καὶ εἶσαι ἄσκημος, νίβγεσαι καὶ μαυρίζεις,
καὶ ὅταν ἐβγῇς ἐκ τὸ λουτρόν, ὁμοιάζεις ἀγριοκάτης.»
Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει∙
«Μηδὲν μὲ βρίζῃς, νεώτερε, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς.»

Χαρτὶ σὲ πέμπω, μάτια μου∙ ψυχή μου, ἀνάγνωσέ το,
μὴ σιχαθῇς τὰ γράμματα, μὴ ψέξῃς τὸ μελάνι,
ὅτι ἐγὼ ὅταν τὄγραφα μετὰ πολλῶν δακρύων,
ἡ χείρ μου ἐκράτειεν τὸ χαρτί καὶ ἡ ἄλλη τὸ κοντύλιν,
καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογίζετον πῶς νὰ τὸ καταθέσω.

Ἐσύ, ξανθή, ὑπέρξανθη καὶ σχυρομηλιγγάτη,
ἀσπρομαρμαροτράχηλη καὶ κρουσταλλοχιονάτη,
ποτήριν πορφυρόχειλον, γεμᾶτον τὴν ἀγάπην,
καντήλα χρυσοκρέμαστη, ζώνη μὲ τὸν διαδέτην,
νὰ σ’ ἐζωνόμην πάντοτε, νὰ μ’ ἔσφιγγες, κυρά μου.

Ερωτικό άσμα: η νέα παρακαλά τον αγαπημένο της να μη τη ξεχάσει τώρα που θα φύγει μακριά και να μη τη απατήσει με άλλη.

Ἐκίνησες, ἀφέντη μου, καὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἁγιοὶ μετά σου,
βασιλικὰ στὴν στράταν σου, βάρσαμα στὴν ὁδόν σου,
καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα τριγύρου τὰ μαλλιά σου.
Ἐκεῖ ποῦ πάς, ἀφέντης μου, στὴν χώραν ὁποῦ ἐμπαίνεις,
ἄλλην κόρη νὰ βρῇς περιλαμπάσειν καὶ φιλήσειν∙

ἀπάνω στὰ φιλήματα, ἀναστενάξειν θέλεις,
καὶ ἡ κόρη, ἂν ἔναιν φρόνιμη, θέλει σὲ ἀναρωτήσει∙
«Τί ἔχεις, ἀφεντάκι μου, καὶ βαρυαναστενάζεις;
─ Ἐγὤλεγα, κυράτσα μου, μὴ μἔχες ἐρωτήσει,
καὶ ἀφότις μὲ τὸ ῥώτησες, νὰ σὲ τὸ ὁμολογήσω∙

τὴν κόρην τὴν ἐφίλησα στὴν Ῥόδον τὴν ἐφῆκα,
καὶ μὲ τἀστρίτσιν κάθεται καὶ μὲ τὸ φέγγος φέγγει,
γυρεύει καὶ καταρωτᾷ, κυρά μου, δι’ ἐμένα∙
τί κάμνει τὸ ἀδόνι μου, τί κάμνει τὸ πουλί μου;
τί κάμνει τὸ καλὸν πουλὶν καὶ οὐδὲν μὲ ἐθυμᾶται;»

Παρακαλῶ σε, ἀφέντη μου, καὶ δεύτερον καὶ τρίτον,
εἰπὲ τὲς καλωσύνες μου καὶ πὲ τὴν ἐλικιάν μου,
τὴν ἀταξιὰν τὴν ἔκαμα μηδὲν τὴν μολογήσῃς∙
ἐγὼ καὶ ἄφρων ἔστρωσα καὶ ἄφρων ἐκοιμήθην
καὶ ἄφρων ἐγλυκοφίλησα, διατὶ πολλὰ σὲ ἀγάπουν.

Ερωτικό άσμα: η νέα εκφράζει στον αγαπημένο της τον έρωτά της και παραπονιέται πως η δική του αγάπη δεν είναι τόσο δυνατή όσο η δική της.

Ἀφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε,
ἠθέλασιν τὰ μάτια μου πάντοτε νὰ σὲ βλέπουν,
καὶ δυσκολᾷ με ἡ μάννα σου, οὐκ ἠμπορῶ θωρεῖ σε,
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ κολάκια σου καὶ μὲ τὴν φρόνεσίν σου
ἐπιάσες με στὰ βρόχια σου καὶ οὐκ ἠμπορῶ πετάσειν.
Καὶ ἂν εἶχες πόθον εἰς ἐμὲν ὡσὰν ἐγὼ σὲ σένα
νὰ μἤτρωγες, νὰ μὴ ἔπινες καὶ νὰ μὴ ἐκοιμούσουν,

πουλίτσιν ἤθελες γενεῖ νὰ κιλαδῇς τὰς νύκτας,
καὶ νὰ κιλάδεις, νἄλεγες ὅλον διὰ τὴν ἀγάπην,
καὶ νἆχα πόρταν εἰς πλευρὸν καὶ νἄνοιξες καὶ νἆδες,
καὶ νἆδες τὴν καρδία μου πῶς κείτεται θλιμμένη.
Καὶ ἂν δὲν πιστεύεις, ἄπιστε, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι,
ἔπαρ’ τὸν πόθον σου ἀπ’ ἐμὲ καὶ δός τον ὅπου θέλεις,
κ’ ἐγὼ νὰ στέκω νὰ θωρῶ ὡς ξένη καὶ διαβάτρα.

Ο νέος εκφράζει στην αγαπημένη του τον έρωτά του.

Πάντα, κυρά μου, ἐγάπουν σε, κ’ ἐδ’ ἀγαπῶ σε πλέον ∙
ἂν δὲν πιστεύεις, λυγερή, καὶ ἂν δὲν πληροφορᾶσαι,
ἐρώτησε τοὺς ἔρωτες τοὺς καρδιοφλογιστάδες,
ποῦ βάλαν κ’ ἐφυτεύσαν σε μέσα εἰς τὴν καρδιάν μου.
Καταπατεῖς καὶ κόφτεις τα τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου,
καὶ ὡς ἔν’ τὸ νύχι καὶ τὸ κρεάς, ἔτσε κ’ ἐγὼ μετά σου.

Κυρά μου, ἐσ’ εἶσαι ὁ ποταμὸς ὁ χρυσομελιτάρης,
ὁποῦ ἔχει κλώσματα πολλὰ μὲ σεῖσμαν καὶ μὲ διώμαν ∙
ὅσοι διαβοῦν καὶ πίνουν το ποτὲ οὐκ ἐδιψοῦσιν,
κ’ ἐγώ, κυρά, ὡς ἔπινα ποτὲ οὐκ ἐχόρτασά σε,
πάντα διψῶ καὶ πεθυμῶ, κυρά μου, νὰ σὲ πίνω.

Ἐσ’ εἶσαι κιόνιν πορφυρὸν ποῦ στέκει στὸ παλάτιν,
ὅπου κουμπίζει ὁ βασιλεὺς καὶ κρίνει ὁ λογοθέτης,
τῆς δέσποινας εἰκόνισμαν, τοῦ βασιλέως ἐγκόλφιν,
καὶ τῶν ῥηγάδων ἡ τιμὴ καὶ δόξα τῶν ἀρχόντων.
Ἐσ’ εἶσαι τῆς νυκτὸς δροσιὰ καὶ πάχνη τοῦ χειμῶνος

καὶ φέγγος ἀποσπερινὸν καὶ ἥλιος τῆς ἡμέρας,
καὶ τῆς αὐγῆς αὐγερινός, τοῦ παλατιοῦ κανδήλα.
Ἐσ’ εἶσαι, τὸ ἄστρον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κάμπου τὸ λουλούδι,
καὶ χώρα πολυζήλευτος μὲ τὸ πολὺν λογάριν ∙
καὶ ἀπ’ τὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ, ἡ μιὰ ἀκτίνα σ’ εἶσαι,

καὶ ἀπὸ τ’ Ἀδάμου τὴν πλευρὰν ἡ μιὰ παγίδα ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ὁποῦ ἔκαψεν κ’ ἐμπύρισεν πολλῶν καρδιὲς ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ἀπὸ τἀδόνια τὰ λαλοῦν ἕναν πουλὶν ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ἂν πέσω νἀποκοιμηθῶ στὸν ὕπνον μου σὲ βλέπω,
ἀκόμη καὶ οἱ ἔρωτες πολλὰ μὲ τυραννοῦσιν.

Κυρά μου, ὅταν σὲ θυμηθῶ καὶ βάλω σε στὸν νοῦν μου,
κλονίζεται ἡ καρδίτσα μου καὶ σειέται σὰν τὸ φύλλον,
ἀναστενάζω ἐγκαρδιακά, δὲν ἠμπορῶ ἀπομένει.
Ὅτι ἐσέβην ἡ ἀγάπη σου ἀπέσω στὴν καρδιά μου,
ὡσὰν μαχαίρι δίστομον κόπτει τὰ σωθικά μου,
τὸν λογισμόν μου δαπανᾷ καὶ ὅλα μου τὰ μέλη.

==============================

     Το άρθρο αυτό δε θα μπορούσε να υπάρχει αν δεν ήταν η πολύ καλή μου φίλη Μαρία Αρκουλή να το στήσει και την ευχαριστώ πάρα, μα πάρα πολύ!

            Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *