Γκριτζάπη Αικατερίνη: Σκέψεις & Στοχασμοί

                                    Βιογραφικό

     Η Αικατερίνη Γκριτζάπη γεννήθηκε στην Αθήνα με ρίζες από το Καρπενήσι (μητέρα) και τη Λειβαδιά (πατέρας), ζει κι εργάζεται στο κλεινόν άστυ και γράφει για χόμπυ. Αλλ’ ας την αφήσουμε να μας μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της:

   …Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι. Ήταν σαν άγγελος. Ξανθό γλυκό με κάτι τεράστια μπλε μάτια. Ο θεούλης το έστειλε στη γη για να δει να μάθει και να γίνει μάλλον καλός άνθρωπος. Αλλά δεν του το είπε. Το έστειλε έχοντας σβήσει τις μνήμες του από το αόρατο. Το κοριτσάκι μεγάλωνε και μάλιστα κάτω από δύσκολες συνθήκες γιατί έπρεπε να βιώσει πράγματα από αυτή τη ζωή αλλά βαθιά μέσα του ένοιωθε ότι είναι ένα διαφορετικό πλάσμα. Χωρίς να ξέρει το γιατί. Έβλεπε την καλοσύνη αλλά και την κακία των ανθρώπων. Τη διαφορετικότητα του καθενός και τη δικιά του και πως αυτό επηρεάζει τις ζωές των άλλων. Πόσον αλληλένδετα είναι όλα. Πέρασε ο καιρός και το κοριτσάκι έγινε μια γλυκειά μελαχροινή πια κοπέλα (μάλλον τα ξανθά της τα μαλλάκια άρχισαν να σκουραίνουν όσο ξεθώριαζε η αθώοτητα που είχε όταν ήρθε στη γη) η οποία παρόλο που έζησε τόσα σκληρά πράγματα δεν το έβαζε κάτω. Ήξερε ότι έχει ένα σκοπό κι έψαχνε να τον βρει. Σήμερα που μιλάμε έχει χάσει πολλά, έχει κερδίσει άλλα τόσα και νομίζει ότι τα καταφέρνει αρκετά καλά, αλλά θέλει ακόμη πολλή δουλειά και προσπάθεια για να γίνει άρτιος και καθαρός άνθρωπος ώστε να μπορέσει όταν έρθει η ώρα, να επιστρέψει απαστράπτουσα εκεί που ανήκει
======================
                                                    Aλέξης

     Κάποια στιγμή “κουράζεσαι” από τις εντυπώσεις που αφήνει πάνω σου ο χρόνος. Κι έρχεται η στιγμή που πρέπει να αποχωριστείς πράγματα αγαπημένα. Πράγματα αγαπημένα όπως αυτό το σπίτι που σου έχει δώσει τόσες ευτυχισμένες στιγμές. Ήταν το καταφύγιο της όλα αυτά τα χρόνια της δυστυχίας της. Αυτή η φωλιά την είχε βοηθήσει να ανταπεξέλθει στις τόσο δύσκολες στιγμές της ζωής της. Αλλά γι΄αυτόν τα πάντα. Του το χρωστούσε.
     Ήταν Σάββατο πρωί. Ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο πρωινό το οποίο της ξυπνούσε παρόλα αυτά, φοβερά έντονες αναμνήσεις τις οποίες είχε φροντίσει τόσα χρόνια να κρύψει καλά. Όλα αυτά τα γεγονότα όμως την είχαν αναστατώσει κι έφεραν στην επιφάνεια όλα αυτά τα ξεχασμένα (νόμιζε) συναισθήματα. Άφησε το βλέμμα της να ατενίσει στις δροσοσταλίδες που κρέμονταν στις βελόνες του πεύκου που στόλιζε το μπαλκόνι της και το μυαλό της να γυρίσει 10 χρόνια πίσω. Πίσω στα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής της. Στη ξέγνοιαστη ηλικία των 25 χρόνων. Ξέγνοιαστη ναι. Δεν πέρναγε ποτέ από το μυαλό της τι της επιφύλασσε το μέλλον. Ένα μέλλον λαμπρό σύμφωνα με τα μέχρι τότε δεδομένα. Τότε ήταν που εμφανίστηκε στη ζωή της ο Αλέξης.
     Η Κέρκυρα τότε μπορεί να είχε πολύ κόσμο, ξένο κόσμο, τουρισμό αλλά για τους ντόπιους δεν ήταν παρά ένα χωριό. Μια μικρή κοινωνία που όλοι ήταν μια οικογένεια και τα νέα διαδίδονταν γρήγορα. Ο Αλέξης νέος 30 ετών, άντρας ωριμότατος για την ηλικία του αλλά κυρίως πολύ μορφωμένος. Ο ιδανικός γαμπρός τουλάχιστον για τις μανάδες που είχαν κορίτσια της “παντρειάς”. Τον είχαν στο μάτι τα μισά σπίτια του χωριού. Η Μαριάννα εκτός από το γεγονός ότι είχε πολύ προοδευτικά μυαλά για την ηλικία της είχε θέσει κι άλλες προτεραιότητες στη ζωή της. Εκτός από όλα αυτά θεωρούσε ότι γινόταν πολύ χαμός για το τίποτα. “Σιγά, ποιός είναι εξάλλου αυτός ο κύριος Αλέξης από την Αθήνα που ήρθε να αναστατώσει τη ήσυχη ζωή του χωριού μας;” σκέφτηκε.
     Όλα αυτά όμως μέχρι που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Μόλις τον αντίκρυσε λες και χάθηκε όλος ο κόσμος από μπροστά της. Στεκόταν απέναντι του σα χαζή έχοντας χάσει τα λόγια της και το χρώμα της. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα έχανε τα μυαλά της κι ούτε περίμενε ότι θα γύριζε αυτός ποτέ όποιος και να ήταν να την κοιτάξει. Μετά που το καλοσκέφτηκε ότι είχε πει στον εαυτό της μέχρι τότε, είχε και μια δόση κακίας λόγω ζήλειας απέναντι στις άλλες κοπέλες. Να όμως που τώρα αυτός στεκόταν απέναντι της. Της μίλησε. Αλλά κυρίως τη διαπέρασε με το βλέμμα του. Αυτό το βλέμμα που ακόμα και σήμερα όταν το σκέφτεται την πιάνει ένα ρίγος. Κάποια στιγμή κατάφερε να αρθρώσει κάποιες κουβέντες πολύ απρόσωπες θέλοντας να ανοίξει η γη να την καταπιεί και κοίταξε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα γινότανε με σκοπό όμως να επανέλθει πιο θαρραλέα.
     Ξανασυναντηθήκανε μια εβδομάδα αργότερα στο πάρτυ της εξαδέλφης της η οποία είχε βάλει τον Αλέξη στο μάτι και της εκθείαζε τα προσόντα του, όχι μόνο της εκπαίδευσης αλλά και τα σωματικά:
 -“Τι να σου πω Μαριάννα μου;  Ψηλός, μελαχροινός, αθλητικός κι αυτά τα μάτια του… τα πρόσεξες τα μάτια του“;
 -“Ε.. όχι...” απάντησε αδιάφορα αντιλαμβανόμενη τη ψεύτικη αδιαφορία που έδειξε αλλά και το ταυτόχρονο φούντωμα που ένοιωσε μόλις το θυμήθηκε.
     Το ίδιο βράδυ προσπάθησε να του αντισταθεί όταν ήρθε να τη χαιρετήσει αλλά παρόλα αυτά την υπνώτισε. Μπόρεσε όμως να ξεφύγει πιο εύκολα αυτή τη φορά και να πάρει λίγο το πάνω χέρι. Αυτό που ανακάλυπτε με έκπληξη ήταν ότι είχαν πέσει πάνω του όλες σαν τα κοράκια. Όλες οι κοπέλες του χωριού. Αλλά αυτός για ένα ανεξήγητο λόγο, είχε αποφασίσει να πολιορκήσει εκείνη, τη Μαριάννα. Το είχε η τύχη της. Οι μέρες περνούσαν κι ο Αλέξης την πολιορκούσε με ένα τρόπο τόσο ευγενικό, τόσο λεπτό, χωρίς να δίνει δικαιώματα σε κανένα και χωρίς να αφήνει καμμία μάνα απογοητευμένη για τη μοναχοκόρη της ώστε να της επιτρέψει να χύσει το φαρμάκι της από ζήλεια για τη Μαριάννα. Η αντίσταση της λίγο-λίγο με τον καιρό μαλάκωνε ώσπου τελικά ενέδωσε στη γοητεία του, ενέκυψε στη θέληση του ξεχνώντας ότι η μάνα της την είχε τάξει σε μεγαλέμπορα.
     Έζησε με τον Αλέξη τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ναι! τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής της. Αυτό έχει να το λεει. Δεν είχε δει άλλη ευτυχία στη ζωή της μέχρι σήμερα που τον ξανασυνάντησε για να τις ξυπνήσει όλες αυτές τις ξεχασμένες μνήμες. Θυμάται τι είχε γίνει όταν ο Αλέξης ήρθε να τη ζητήσει σε γάμο κι η μάνα της του πέταξε κατάμουτρα πως η Μαριάννα είναι ταγμένη αλλού. Ακούς εκεί ταγμένη αλλού!!! Λες κι ήταν κανένα αντικείμενο τάμα στην Παναγία της Τήνου. Έξαλλος έγινε και οι τρόποι του δεν του επιτρέπανε να φερθεί κι αναλόγως για να ξεσπάσει. Φυσικά όταν η κυρά-Σούλα επέσπευσε τους γάμους της Μαριάννας με το χοντρό γέρο της αρεσκείας της και βλέποντάς τη να μαραζώνει μέρα τη μέρα, πήρε τη μεγάλη απόφαση για το χατήρι και των δύο.
     Όταν η Μαριάννα έμαθε τους αρραβώνες του Αλέξη με την εξαδέλφη της έμεινε άφωνη. Στην αρχή εκτός από τις λιποθυμίες, τις ανορεξίες και το γεγονός του ότι έκανε να τη δει ο έξω κόσμος καμμιά βδομάδα ένοιωθε φοβερά προδομένη. Παρόλο που ο Αλέξης έκανε ότι πέρναγε από το χέρι του, διακριτικά πάντα, για να τη συναντήσει δεν τα κατάφερε. Ο χρόνος όμως κατάφερε να τις φέρει λογικές σκέψεις στο μυαλό. “Στο κάτω-κάτω της γραφής τί φταιει ο Αλέξης αν η μάνα μου είναι ξεροκέφαλη κι εγώ δεν είχα το σθένος να αντισταθώ στη θέληση της“;
     Η μοιραία μέρα έφτασε: Ο γάμος της εξαδέλφης. Έφτασε στην εκκλησία με κομμένα τα πόδια. Ούτε η ίδια δεν ξέρει πως τα κατάφερε να κρατηθεί στη διάρκεια του μυστηρίου και να μη καταρρεύσει, να γίνει ρεζίλι. Μετά το γάμο στο σπίτι την πλησίασε ο Αλέξης και μη μπορώντας να τον αποφύγει, όχι για λόγους κακίας αυτή τη φορά, αλλά γιατί δεν μπορούσε όπως πάντα να του αντισταθεί, αρχίσανε να μιλάνε. Εκεί της πέφτει η κεραμίδα:
 -“Ήταν ο μόνος τρόπος Μαριάννα για να τα καταφέρω να είμαι κοντά σου. Να είμαι δίπλα σου χωρίς να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Να αναπνέω τον αέρα που αναπνέεις. Να μπορώ να σε βλέπω. Δεν θα το άντεχα να σε χάσω“.
 -“Μα Αλέξη…” κατάφερε να αρθρώσει κατάχλωμη “με έχασες όταν η μάνα μου αρνήθηκε να γίνω δική σου κι εγώ δεν αντιστάθηκα στη θέληση της“.
 -“Μα τί μπορούσες να κάνεις Μαριάννα; Να λερώσεις την τιμή σου και να είσαι διωγμένη από την κοινή γνώμη του τόπου που μεγάλωσες; Δεν θα μπορούσες να το αντέξεις αυτό κι ούτε εγώ θα μπορούσα να το επιτρέψω“.
 -“Αντίο Αλέξη“!
 -“Αντίο Μαριάννα“!
     Αυτό το αντίο κράτησε 10 ολόκληρα μαρτυρικά χρόνια για τη Μαριάννα. Ένα αντίο χωρίς να επικοινωνήσουν ούτε μια φορά. Αλλά η σκέψη του και μόνο την άφηνε πολλές νύχτες άγρυπνη. Η σκέψη του Αλέξη κι η σκέψη του γουρουνιού που είχε πάρει για άντρα της. Δεν τον άντεχε. Όσο πέρναγαν τα χρόνια η ζωή της γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη. Ευτυχώς μετά από 6 χρόνια ενός άθλιου γάμου ο άντρας της έκανε το μόνο καλό που της είχε κάνει μέχρι τώρα. Την άφησε χήρα. Προσευχήθηκε στο Θεό να τη συγχωρήσει γιατί δεν ένοιωθε παρά μόνον ευτυχία όταν πέθανε. Και μάλιστα όχι ευτυχία, ανακούφιση!
     Μετά από 4 χρόνια κατάφερε να ορθοποδήσει. Συναισθηματικά, ψυχολογικά κι οικονομικά. Τότε ήταν που ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια εμφανίστηκε ο Αλέξης. Δεν ήξερε γι’ αυτόν τόσα χρόνια που είναι, τι κάνει. Δεν είχε προσπαθήσει να μάθει γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της αν θα καταφέρει να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματα της. Και τώρα ξαφνικά μετά τόσο καιρό πάλι μπροστά της, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Στεκόταν εκεί μπροστά της όπως την πρώτη φορά πριν από τόσα χρόνια. Την κατακλύσαν ακριβώς τα ίδια συναισθήματα όπως την πρώτη φορά. Ένοιωσε κοριτσάκι πάλι κοκκινίζοντας μπροστά του. Μόλις πέρασε η πρώτη έκπληξη τον παρατήρησε καλά. Ήταν το ίδιο όμορφος, πολύ πιο ώριμος κύριος πια, αλλά το βλέμμα του είχε μια θλίψη που πιθανόν την κουβαλούσε μαζί του όλα αυτά τα χρόνια κι η εξαδέλφη της παρόλο που τον ποθούσε τόσο δεν κατάφερε να τη γιατρέψει κι από ότι έμαθε αργότερα ούτε να τον κρατήσει κοντά της. Δεν ήταν καθόλου δυσαρεστημένη από τη ζωή που της πρόσφερε ο Αλέξης. Την πρόσεχε και με το παραπάνω αλλά αυτός δεν ζούσε παρά μόνο για τη στιγμή που θα μπορούσε να ξαναβρεθεί κοντά στη Μαριάννα.
 -“Ήρθα και δεν πρόκειται να ξαναφύγω από κοντά σου ποτέ“.
 -“Ούτε εγώ πρόκειται να σε ξαναχάσω για τίποτα στον κόσμο. Δεν θα ξανάκανα ποτέ το ίδιο λάθος“, του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά σαν να προσπαθούσε σε μια στιγμή να του δώσει όλες τις αγκαλιές που δεν μπόρεσε τόσα χρόνια φοβούμενη ότι όλα ήταν ένα όνειρο και ξαφνικά θα ξύπναγε από αυτό.
     Τώρα στο μπαλκόνι αναπόλησε όλα αυτά τα χρόνια. Όλες αυτές τις φριχτές στιγμές που πέρασε μακρυά του αλλά ατενίζει και στο μέλλον. Ένα μέλλον που όπως τότε, φαίνεται λαμπρό αλλά αυτή τη φορά είναι στα δικά τους χέρια και στηριγμένο σε γερές βάσεις. Βάσεις που κάτι την έκανε να πιστεύει πως όσο θα περνούν τα χρόνια τόσο θα δυναμώνουν και θα μπορέσει εκεί να στηρίξει τον κόσμο όλο.
…………
                                  Το Aγόρι Kαι Tο Δελφίνι

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι, πολύ μοναχικό.
Μια μέρα είχε πάει στη θάλασσα, να χαζέψει τα σύννεφα και τα κύματα, καθώς ήταν τα μόνα με τα οποία μπορούσε να κάνει ευχάριστα παρέα. Εκεί που έπαιζε με την άμμο και χάζευε τα σχήματα που παίρνανε τα σύννεφα και τα κύματα της θάλασσας εμφανίστηκε ένα δελφίνι.
-Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος; Τον ρώτησε.
Το αγόρι κοίταξε το δελφίνι και απόρησε…
-Μα; Μιλάνε τα δελφίνια;
Μιλάνε, είπε το δελφίνι αλλά μπορούν να ακούσουν μόνον όσοι έχουν αγνή καρδιά. Όπως τα παιδιά. Λοιπόν θα μου πεις γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;
Γιατί δεν έχω φίλους αποκρίθηκε το αγόρι. Τα άλλα παιδιά δε με καταλαβαίνουν.
-Θέλεις να πάμε μια βόλτα;
-Μα πως;
-Έλα και θα δεις.
Το αγόρι ανέβηκε στη ράχη του δελφινιού και αυτό με μία βουτιά βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας.
Το αγόρι τρόμαξε κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Αλλά ένοιωθε ήρεμο και ασφαλής. Όταν τα άνοιξε πάλι δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε.
Μια πανδαισία χρωμάτων.
Κοράλλια, κοχύλια, ψάρια πολύχρωμα, ανεμώνες, και χρώματα πολλά χρώματα. Ο ήλιος έπαιζε με το νερό. Οι ακτίνες του έδιναν χιλιάδες αποχρώσεις όπως έπεφταν πάνω στο νερό και το φώτιζαν.
-Που είμαστε;
-Σε ένα κόσμο μαγικό. Στο δικό σου κόσμο. Έτσι όπως εσύ θα ήθελες να είναι.
Το αγόρι δεν πίστευε στα μάτια του.
Ξαφνικά μπήκαν σε μία σπηλιά. Το φως του ήλιου κι εδώ έκανε τα πάντα να λαμπυρίζουν. Είχε τόσες σταγόνες που όλα φαίνονταν χρυσά. Ήταν τόσο ήρεμα μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά. Το δελφίνι πλησίασε κοντά σε ένα βράχο και το αγόρι κατέβηκε.
Μπορείς να ξεκουραστείς λίγο του είπε, γιατί έχουμε δρόμο μπροστά μας. Και πριν προλάβει το αγόρι να μιλήσει, έδωσε μια και βούτηξε πάλι στα βαθιά νερά.
-Ε! Που πας; φώναξε το αγόρι. Το δελφίνι όμως είχε ήδη χαθεί.
Κοίταξε γύρω του να δει το χώρο που βρίσκεται θαυμάζοντας τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες.
Εκεί που κοιτούσε ξεχασμένο εμφανίστηκε μπροστά του μια γοργόνα.
-Μα; λέει πάλι το αγόρι… Ούτε γοργόνες υπάρχουν. Πως είναι δυνατόν;
-Είναι. Του απάντησε γλυκά η γοργόνα. Γιατί μη ξεχνάς τώρα είσαι στο δικό σου μαγικό κόσμο. Τα πάντα μπορούν να συμβούν.
-Είσαι τόσο όμορφη, της είπε το αγόρι.
-Επειδή με βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου κι έχεις καλή ψυχή, του είπε η γοργόνα. Γι’ αυτό να προσέχεις. Να μη την πληγώσεις.
-Μα πως να το κάνω αυτό; Ρώτησε το αγόρι.
-Μεγαλώνοντας να κρατήσεις την καλωσύνη σου και να είσαι δίκαιος του είπε και του ξαναχαμογέλασε.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι εννοεί, δίνει μια η γοργόνα κι εξαφανίζεται κι αυτή στο νερό όπως πριν από λίγο το δελφίνι. Το μόνο που έμεινε ήταν τα κυκλάκια που σχημάτισε η ουρά της πριν βυθιστεί κι αυτή τελείως στο νερό.
Το αγόρι κοίταζε τους κύκλους που σχηματίζονταν στο νερό σαν μαγεμένο.
Πάλι μόνος έμεινα σκέφτηκε. Αλλά πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του εμφανίστηκε πάλι το δελφίνι.
-Είσαι έτοιμος να συνεχίσουμε του λέει;
Το αγόρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι ανέβηκε πάλι στη ράχη του δελφινιού.
-Είδα μια γοργόνα, είπε στο δελφίνι και του φάνηκε ότι αυτό χαμογέλασε. Που πάμε τώρα; Ρώτησε πάλι το αγόρι.
-Νύχτωσε. Ώρα να δούμε τ’ άστρα του λέει το δελφίνι και με μια βουτιά πάλι βρέθηκε από το βυθό της θάλασσας να πετάει στον ουρανό ανάμεσα σε χιλιάδες αστέρια που λαμπιρίζανε.
Το αγόρι μαγεμένο άπλωσε το χέρι του και αστερόσκονη άρχισε να σκορπίζεται παντού και να πέφτει σαν ασημένια βροχή. Δε μπορούσε να το πιστέψει. Όλα αυτά που ονειρευόταν τώρα τα ζούσε.
Ήταν τόσο όμορφα εκεί ψηλά. Διαφορετικά από το βυθό μα μια άλλη εξίσου όμως ομορφιά. Χάζευε και ήθελε να μην τελειώσουν ποτέ ετούτες οι όμορφες στιγμές. Και όπως γύρισε το κεφάλι του είδε το φεγγάρι. Ήταν μισό. Έτσι όπως το έλουζε το φως των αστεριών το ασημί του χρώμα λαμπύριζε παιχνιδιάρικα. Άπλωσε πάλι του χέρι του αλλά πριν προλάβει να το ακουμπήσει του μίλησε το δελφίνι.
-Κάτσε λίγο εδώ. Έχει ωραία θέα. Και τον ακούμπησε πάνω στο μισογεμισμένο φεγγάρι.
Το αγόρι δε μπορούσε να χορτάσει όλα αυτά που έβλεπε. Κοιτούσε γύρω του και ευχήθηκε δυνατά να μην τελειώσει αυτό το όνειρο ποτέ.
-Μα τα όνειρα κι ο μαγικός μας κόσμος δεν τελειώνει ποτέ. Πάντα υπάρχουν μέσα μας. Μαζί με την παιδικότητα και την αθωότητα μας. Απλά μεγαλώνοντας το ξεχνάμε. Αν τα θες απλά κράτησε τα ζωντανά. Του είπε το φεγγάρι. Και το αγόρι αυτή τη φορά δε ρώτησε γιατί το φεγγάρι μιλάει.
Σηκώθηκε όμως όρθιο πάνω στο φεγγάρι να σκεφτεί τι θέλει πάλι να πει.
Έτσι όμως όπως σηκώθηκε απότομα στραβοπάτησε και έπεσε πάνω απ΄το φεγγάρι μέσα στον ουρανό. Πέρασε ανάμεσα απ’ τα χιλιάδες άστρα κρατώντας πάλι τα μάτια του κλειστά. Και όταν ένοιωσε να ακουμπάει κάπου μαλακά τα άνοιξε.
Μια όμορφη κοπέλα του χαμογελούσε γλυκά όπως η γοργόνα στη σπηλιά.
-Αγάπη μου, σε πήρε ο ύπνος στην άμμο κοιτάζοντας τα αστέρια. Αλλά κοιμόσουν τόσο γλυκά που λυπήθηκα να σε ξυπνήσω, του είπε και ξάπλωσε δίπλα του.
Και το αγόρι ήταν πλέον άντρας δεν ήταν παιδί. Την κοίταξε και της είπε:
-Τώρα κατάλαβα τι εννοούσαν το δελφίνι, η γοργόνα και το φεγγάρι.
-Ποιο δελφίνι; Ποιά γοργόνα; Το φεγγάρι;
-Τίποτα. Της είπε και την πήρε τρυφερά αγκαλιά. Κοίτα πως λαμπυρίζουν τ’ άστρα; Της χαμογέλασε…
……………

                         Μια Φορά Κι Ένα Καιρό Ήταν Ο Άνθρωπος…

… που δεν ήξερε ποια είναι η καταγωγή του.
Γνώριζε για πατέρα του τον Θεό Πατέρα Παντοκράτορα και για μητέρα του τη Μάνα Γη. Στην αρχή είχε διάφορες αναζητήσεις αλλά όλες αυτές οι αναζητήσεις πηγάζανε κυρίως από την παρατηρηση του πρωτόγνωρου δηλαδή της ίδιας της ζωής. Παρατηρούσε τα πάντα γύρω του αλλά και τον νίδιο του τον εαυτό. Το σώμα του, τη συμπεριφορά του και γενικότερα όλες του τις αντιδράσεις που τον ξάφνιαζαν. Έχοντας γνώση του απολύτου τίποτα όλα φάνταζαν περίεργα. Ακόμα και το χασμουρητό του ή το φρέρνισμα του. Παρατηρούσε με μεγαλύτερη περιέργεια τα πάντα γύρω του. Τη φύση δηλαδή γιατί τότε δεν υπήρχε κάτι άλλο προς παρατήρηση. Τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα , τα φυτά. Και από όλη αυτή την αυτοπαρατήρηση και την παρατήρηση της φύσης έβγαζε τα πρωτόγονα συμπεράσματα του και άρχισε να προοδεύει.
Η αρχική πρόοδος φυσικά ήτα αργή και σταδιακή. Παραδείγματος χάριν είδε ότι όταν πονάει το στομάχι του μπορεί κάτι να τον έχει ενοχλήσει ή να πεινάει. Άρα δεν έπρεπε να ξαναφάει αυτό που τον πείραξε ή να ζεσταίνει το σώμα του και να τρώει ότι επιθυμεί για να επιβιώσει. Όλα βασισμένα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Είδε ότι κάποια πράγματα του ήταν δυσάρεστα ή ευχάριστα. Παραδείγματος χάρις κάποιες οσμές, ή το κρύο, ή το φως. Όπως επίσης στο πέρασμα του χρόνου άρχισε να βλέπει ότι έχει την δυνατότητα επιλογής. Του αρέσε το άσπρο και όχι το μαύρο, του άρεσε το βουνό και όχι η θάλασσα κλπ. Του αρέσουν τα πουλιά και όχι τα ερπετά, τα δέντρα και όχι τα λουλούδια κλπ. Έτσι άρχισε να χτίζει τον προσωπικό του κώδικα συμπεριφοράς καθώς και μέσα από την παρατήρηση της φύσης να υιοθετεί συμπεριφορές αλλά και να τις μεταλλάσει. Η φύση άλλωστε ήταν ο μοναδικός παιδαγωγός του και τα ζώα έχουν ανεπτυγμένο το ένστικτο γενικά αλλά κυρίως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έτσι μαζί με όλα τα έμφυτα χαρακτηριστικά του, την υιοθεσία συμπεριφορών και την παρατήρηση προχωρούσε μέσα στους αιώνες.
Στην αρχή ήταν γυμνός και απροστάτευτος και δεν είχε καν ομιλία. Μετά άρχισε να προστατεύεται ή και να αμύνεται. Να μιμείται τις κραυγές των ζώων αλλά και να προστατεύει και το σώμα του. Άρχισε να ντύνεται. Να φτιάχνει καλύβες. Να επιλέγει την τροφή του αλλά και το σημαντικό να μην είναι πλέον μόνο μονάδα αλλά να δημιουργεί δεσμούς, οικογένεια με την τότε έννοια και να αναπτύσσει συναισθήματα. Σταμάτησε να έχει τις αρχικές πρωτόγονες εκδηλώσεις. Άρχισε να μιλάει και να ανακαλύπτει τη δύναμη του μυαλού του. Αρχικά με τυχαίες εφευρέσεις που του κάνανε τη ζωή πιο εύκολη και αργότερα σκεπτόμενος πως θα διευκολύνει τη ζωή του η οποία φυσικά όσο προχωρούσε και πρόοδευε γινόταν στην ουσία πιο πολύπλοκη. Το δικαίωμα της επιλογής τον ανάγκαζε να κάνει πιο πολύπλοκες σκέψεις και να βρίσκει πιο περίεργες λύσεις. Κι όταν άρχισε να αναπτύσσεται λοιπόν και να δημιουργεί μικρές ομάδες ξαφνικά έκανε και την εμφάνιση του του αίσθημα της ιδιοκτησίας.
Έκανε και την εμφάνιση του στην ουσία ο πόλεμος του καλού και του κακού μέσα από το αγνό και το πονηρό. Τότε άρχισαν όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας μονό που δεν ήταν σε θέση να το δει. Και όσο περνούσαν όπως είπαμε τα χρόνια και τον συνέπαιρνε η ανακάλυψη ότι είχε και μυαλό τόσο εστιάζει στο να κάνει όλο και περισσότερα πράγματα. Μόνο που τίποτα δεν γίνεται χωρίς κόστος σε αυτή τη ζωή. Παρόλο που ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση αν το δει. Διότι ο άνθρωπος είναι το πιο αχάριστο ον που υπάρχει πάνω στον πλανήτη μας. Ο Θεός του χάρισε τον παράδεισο κι αυτός προσπάθησε να δημιουργήσει την κόλαση και να ζει μέσα σε αυτή και μετά να διαμαρτύρεται ότι δεν του αρέσει και να προσπαθεί να βρει νέες λύσεις ώστε να δημιουργήσει πάλι τον παράδεισο.
Υπάρχει λοιπόν κάποιο ον πάνω στον πλανήτη μας που είναι πιο χαζό και να νομίζει ότι είναι πιο εξύπνο; Να έχει τις πιο μαζοχιστικές τάσεις και να νομίζει ότι όλα είναι τέλεια και να εθελοτυφλεί για τα πάντα και να νομίζει ότι αυτό ειναι το ιδανικό; Δεν υπάρχει γιατί δυστυχώς όταν σου χαρίζουν κάτι δεν το εκτιμάς. Και συνήθως λένε πως όταν χάσεις κάτι τότε θα το εκτιμήσεις. Ο άνθρωπος από την απληστία του και την αχαριστία του λοιπόν δεν ήταν σε θέση να το δει ούτε αυτό. Είχε τον Παράδεισο και τον έχασε μέσα από τα χέρια του.
Σταμάτησε να σέβεται τα πάντα και προπάντων τον ίδιο του τον εαυτό.
Άρα καλώς δεν τραβάει αυτά που τραβάει σήμερα;
…………….

              Η ΦΕΥΓΑΛέΑ ΕΙΚόΝΑ ΜΙάΣ ΕΚΔΡΟΜήΣ

Εισαγωγή: Κιτρινισμένες, σκόρπιες σελίδες-σκέψεις:

Έχει σουρουπώσει, κάνει ζέστη κι έχω κάτσει στη βεράντα ακούγοντας τη βουή της πόλης. Μόλις ξύπνησα και συνέρχομαι από ένα πονοκέφαλο (που μάλλον μου προκάλεσε το κρασί που ήπια το μεσημέρι). Εχω κάτσει λοιπόν με τις ζωτικές και νοητικές μου λειτουργίες στο ρελαντί και βάζω σε μια τάξη τα πράγματα. H σημερινή ροή μου είναι σαν να είμαι εγώ η Τίνκερ Μπελ κι εσύ ο Πήτερ Παν κι έχουμε την ευχέρεια να είμαστε στη χώρα της φαντασίας και να έχουμε την ελευθερία να πετάμε από ‘δω κι από ‘κει και να δοκιμάζουμε συναισθήματα (έτσι θα μπορέσεις και να μου δικαιολογήσεις το πόσο ξεφεύγω όταν φαντάζομαι και τις εναλλαγές της συναισθηματικής μου κατάστασης). Ετοιμάσου ίσως για ένα ταξίδι στη χώρα του ποτέ. Πρέπει να μολογήσω ότι αν ίσως είχα επιλογή θα διάλεγα ανάλογα τη διάθεση και διαφορετική εποχή για να ζήσω. Οπότε ελπίζω να απολαύσεις όλες τις πτυχές του ταξιδιού και να σε αποζημιώσει η μοναχική διαμονή στο όμορφο αυτό νησί.
Η θέα από το μπαλκόνι είναι ήρεμη στο σούρουπο. Βλέπω απέναντι το βουνό και το Τέρα-Πέτρα φωτισμένο και σκέφτομαι ότι θα ‘θελα να ήμουν αυτή τη στιγμή συγγραφέας ή στο δάσος της Βουλώνης την εποχή του Μεσαίωνα (λατρεύω για κάποιο λόγο αυτή την εποχή χωρίς τα αρνητικά της, το ντύσιμο των γυναικών, τα κτίρια, τον ερωτισμό, την ελευθερια) ή σ’ ένα σπίτι με κεραμίδια μέσα σ’ ένα δάσος στη Σκωτία, να κάθομαι υπό το φως των κεριών σ’ ένα γραφείο ξύλινο με μια πέννα στο χέρι και μπρος μου να ‘χω κίτρινο χαρτί που να λαχταρά να το ακουμπήσει η πέννα και να το γεμίσει εμπειρίες, έξω ν’ ακούγονται οι ήχοι της φύσης, ρυάκι, πουλιά… Αντ’ αυτού βέβαια έχω την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται αλλά αγαπώ τους ήχους της μερικές φορές ειδικά τα βράδυα του Αυγούστου…

     Όταν αυτός την κοιτά και τη διαπερνά με το βλέμμα, όταν αυτή τον κοιτά στα μάτια και δεν χρειάζεται να μιλήσει… τότε ξέρουνε κι οι δυο ότι τα λόγια είναι περιττά! Όταν τα χείλη σμίξουνε, τα δάχτυλα μπλέξουνε και τα σώματα διαπεραστούν από ένα ηλεκτρικό ρεύμα που θα τα ανατριχιάσει. οι δυο ψυχές γίνονται μια. Οι δύο αύρες γίνονται τόσον έντονες και τείνουν να ενωθούν. Όταν αυτός κατέβει να τη φιλήσει πίσω απ’ το αυτί στον αλαβάστρινο λαιμό της τότε της κόβονται τα γόνατα που νοιώθει τη ζεστή του ανάσα στο δέρμα της. Όταν τα χέρια του αρχίζουνε και χαϊδεύουνε το κορμί της κι αυτό ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του, τότε ξέρει ότι είναι έτοιμη να τον δεχτεί. Όταν αγγίξει το στήθος της και νοιώθει ότι αγγίζει το πιο πολύτιμο πράγμα, τότε αυτός είναι έτοιμος να της δοθεί. Τότε είναι που τα δυο σώματα μπορούν να γίνουν ένα. Όταν ο κόλπος της αρχίζει να συσπάται και να δίνει τους καρπούς της τότε είναι που η δική του είσοδος είναι εφικτή. Όταν αυτός αρχίζει να βυθίζεται και να νοιώθει ότι μόνο εκεί είναι η θέση του στη ζέστη της φωλιά, τότε είναι που οι δυο σάρκες έσονται εις μια. Όταν καθ’ όλη τη διάρκεια μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια και να μη χρειάζονται να ειπωθεί τίποτα γιατί τα βλέμματα λένε τόσα όσα δεν θα λέγανε χίλιες λέξεις, όταν τα σώματα και τα χέρια μπαίνουν σ’ ένα μαγικό χορό, οι δυο αύρες έχουνε γίνει μια πύρινη πύλη που τους προστατεύει. Όταν έρχεται η κορύφωση και νοιώθουν ότι ένας δίνει στον άλλο τους καρπούς του… τότε αυτό είναι έρωτας!

Όταν τελειώσει αυτό το μακρύ ταξίδι. Όταν μπορέσεις να ακούσεις πάλι τη φωνή του πόθου σου μη φοβηθείς. Και μη ξεχάσεις στο ταξίδι αυτό την παλιά σας αγάπη κι όταν κάνεις μικρά διαλείμματα ανάπαυλας πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί για να μεθύσετε. Κι όταν σας σκεπάζει η νύχτα, έκανα ευχή, το φεγγάρι να σας οδηγεί να δείτε τα ξεχασμένα μονοπάτια σας. Να δείτε τις ξεχασμένες με προσμονή ανάσες σας. Την πόρτα που χτυπάς για παρηγοριά να μην έχεις την ανάγκη της να σε ζεσταίνει. Να βρίσκεις παρηγοριά στη δική της αγκαλιά. Μη φοβάσαι. Βοήθησε με μόνο να σε βοηθήσω ν’ ανεβείς ψηλά. Βοήθα με μόνο να μπορώ να σου δείχνω το δρόμο για την αγάπη που διάλεξες. Βοήθα με μόνο να σου θυμίζω…

                                Η Εκδρομή

Η ζωή είναι ένα θαύμα.
Η φύση μας το αποδεικνύει καθημερινά. Μας δείχνει απλόχερα το μεγαλείο της ζωής και τον κύκλο της. Τη γέννηση, την πορεία, το θάνατο. Την εξυγίανση, την ανανέωση. Τον τρόπο να χειριζόμαστε τα πάντα. Μόνο που εμείς χαμένοι στην καθημερινότητα μας δεν είμαστε πάντα σε θέση να το δούμε. Έτσι περνά ο καιρός κι αφήνουμε το πολυτιμότερο πράγμα που έχουμε, τη ζωή μας, να κυλά σαν νεράκι μέσα από τα χέρια μας.
Είτε γιατί μας παρασύρει η καθημερινότητα, είτε γιατί δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα πρέπει μας, είτε γιατί απλά δεν έχουμε τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα και πολύ περισσότερο τον ίδιο μας τον εαυτό. Θέλει δύναμη να πιστέψουμε σε μας. Θέλει δύναμη να βγούμε από το κουκούλι μας και να ξεδιπλωθούμε και να εκτεθούμε. Να αποτινάξουμε τις συνήθειες και τα πρέπει που όλοι μέχρι την ενηλικίωση μας (η οποία δεν έρχεται όπως γνωρίζετε όλοι πάντα στα 18) πασχίζουν να βάλουν στο σακουλάκι μας φροντίζοντας, κατά τη δική τους απόψη, για το καλό μας. Μη γνωρίζοντας το πόσο κακό μπορεί να μας κάνουν εν αγνοία τους. Μετατοπίζοντας πάνω μας τα δικά τους θέλω ή τα δικά τους βάρη. Άραγε να σκέφτηκε ποτέ κανείς τους, ότι οι νέοι αντέχουν περισσότερο, και να το κάνουν αυτό; Ή απλά πετούν από πάνω τους τα σακκιά με την άμμο γιατί το αερόστατο έχει αρχίσει να χάνει ύψος;
Αυτά σκεφτόταν η ηρωίδα μας η Ισμήνη όταν αποφάσισε να οργανώσει γι’ άλλη μια φορά τη ζωη της και να βρει το κουράγιο να συνεχίσει. Να συνεχίσει να ζει πραγματικά αυτή τη φορά κι όσο γίνεται πιο συνειδητά κι ευχαριστώντας για τις πολλαπλές ευκαιρίες που της δίνονται παρόλο που τις πέταγε μέχρι σήμερα με τα επαναλαμβανόμενα λάθη της. Κάτι ήθελε να της δείξει η ζωή κι αυτό που την έκανε να θυμώνει με τον εαυτό της, ήταν ότι ότι δεν μπορούσε να το δει. Ήταν πολύ αυστηρή με τον εαυτό της για να δεχτεί ότι δεν ήταν ικανή, όχι ακόμα τουλάχιστον, να δει. Φυσικά και πολύ εγωίστρια για να δεχτεί κάποια πράγματα. Έτσι πήγαινε πάντα από το δύσκολο δρόμο. Ίσως να μην ήρθε ακόμη η ώρα μου, σκέφτηκε και τίναξε το κεφάλι σαν να ‘θελε να φύγουν όλες αυτές οι σκέψεις γίατι άρχισαν να γίνονται πολλές και βαρειές. Έτσι αποφάσισε να τινάξει από πάνω της και το παρελθόν της για να στρώσει γερές βάσεις για ένα υγιές μέλλον και ν’ αγαπήσει επιτέλους τον εαυτό της που τόσο αρνιόταν τόσο καιρό. Με την ελπίδα (που πάντα πεθαίνει τελευταία) να τη συνοδεύει στην νέα αυτή πορεία που αποφάσισε να χαράξει. Και το βιβλίο, αγάπησε τον εαυτό σου, η ζωή θα σε αγαπήσει που αποφάσισε να κάνει δώρο στον εαυτό της σαν ένα καρότο για την ίδια, να πετύχει το στόχο της. Ή μάλλον ακόμα καλλίτερα σαν οδηγό για να μην ξεφεύγει από αυτόν.
Άλλωστε ακόμα κι αν δεν πετύχει τον τελικό προορισμό, αυτό που ‘χει σημασία είναι το ταξίδι κι η προσπάθεια. Καλλίτερα να ‘χεις προσπαθήσει για κάτι παρά να μείνεις με το απωθημένο. Όχι άλλα απωθημένα.
Αυτά σκέφτηκε και χαμογέλασε για να συνεχίσει…
… να συνεχίσει με άλλες προοπτικές κι άλλα όπλα. Και τις μέχρι σήμερα εμπειρίες όποιες κι αν είναι αυτές.

Είχαν πάει όλοι μαζί να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μόνοι τους η παλιά παρέα, μακρυά απ’ όλ’ αυτά που τους κρατούσανε χωριστά. Να νοιώσουν και να ζήσουν την υπεροχή και την ανεμελιά που είχαν πριν 10 χρόνια. Η ιδιομορφία ήταν ότι η σύσταση της παρέας ήταν περίεργη. Απαρτιζόταν και από κολλητούς ή κολλητές που είχαν και έξω από τον κύκλο ΤΗΣ παρέας. Η Ισμήνη είχε φέρει τον κολλητό της το Κωστή από τα παιδικά της χρόνια (θυμήθηκε και χαμογέλασε που η γιαγιά του ήθελε να τους παντρέψει). Ο Μιχάλης όπως πάντα μόνος και μοναχικός και εκεί για όλους αυτή τη φορά και με την αδελφή του, ο Γεράσιμος το ουδέτερο παιδί μαζί με μία φίλη και ο Ορέστης ο πάντα εντός και πάντα εκτός.
Όλη μέρα γυρνούσαν στους δρόμους, μιλούσαν, παίζανε, φιλοσοφούσαν, διαφωνούσαν, συμφωνούσαν, γεμίζανε νέες εντυπώσεις (μάλλον η ανάγκη τους να έχουν και κάτι για όταν το παραμύθι τελειώσει). Είχαν όλοι ξανανοιώσει με τα γέλια, τις χαρές, τα πειράγματα, την φιλική αλλά και ερωτική ατμόσφαιρα που μόνοι τους δημιουργούσαν και κρατούσαν σε απόσταση. Σε απόσταση; Όχι όλοι…
Η Ισμήνη κι ο Ορέστης δεν ήταν σίγουροι αν παιζανε ξανά με τη φωτιά. Δεν ήταν σίγουροι πόσο δυνατοί ήταν οι σημερινοί δεσμοί τους για να μπορέσουν να τους κρατήσουν μακρυά. Κι αν όχι μακρυά, πόσο δυνατοί ήταν για να μην επηρεαστούν ουσιαστικά κι αμετάβλητα απ’ αυτή τη συνάντηση. Περισσότερο η Ισμήνη, ίσως αυτός ήταν κι ο λόγος που αντί να ‘ρθει με την αδελφή της, ήρθε με τον Κωστή, να την κρατήσει σε περίπτωση παρέκλισης.
Αφού γυρίσαν όσο μπορούσαν, το σούρουπο τους βρήκε αποκαμωμένους έξω από το σούπερ μάρκετ της μικρής πόλης που είχαν επιλέξει να μείνουν.
Αποφάσισαν να πάρουν εφόδια για το βράδυ. Μερικά μπουκάλια καλό κρασί γιατί η νύχτα ίσως και να ήταν μεγάλη. Ο Ορέστης ευτυχώς κρατούσε τις αποστάσεις για τις οποίες τον πειράζαν οι πιο κολλητοί κι η Ισμήνη κρατούσε τα βέλη της ειρωνίας της μακρυά που τόσο εύκολα κι εύστοχα μπορούσε να του πετάξει.
Φτάνοντας σπίτι είχε ενα γλυκό φως το φεγγάρι, που τους έκανε ακόμα πιο εύθραστη την ισορροπία κι έδινε τροφή για τη ψιλή κουβέντα που θα επακολουθούσε υπό το φως των κεριών στο πάτωμα του σπιτιού. Μπαίνοντας, ο καθένας ανασκουμπώθηκε να κάνει τα δικά του για να μπορέσουν με την ησυχία τους ν’ απολαύσουν τη βραδυά. Η Μύριαμ, η αδελφή του Μιχάλη σαν πιο μικρή και πιο μακρυά αλλά και καλός παρατηρητής χρόνια της παρέας, αποφάσισε να τους ταΐσει μέχρι να μαζευτούν όλοι πίσω στο σαλόνι.
Βάλαν όλοι κρασί και πιάσανε ψιλοκουβέντα μέχρι να φέρει η Μύριαμ τις λιχουδιές της που όταν ήρθαν τις τιμήσαν όλοι δεόντως. Κι εκεί που όλοι βολεύτηκαν κι άρχισαν να χαλαρώνουν ο Ορέστης ανακοινώνει ότι δεν θα μείνει κι ότι πρέπει να γυρίσει πίσω. Τον κοιτάξαν όλοι κι άρχισαν να κάνουν διάφορα σχόλια, πλην της Ισμήνης που κρατιόταν να μη του πετάξει πως επιτέλους για μια φορά στη ζωή του ας έκανε αυτό που ήθελε αυτός κι όχι ότι θέλανε οι άλλοι. Να ‘ναι καλά ο Μιχάλης που του είχε και πιο πολύ θάρρος (φίλοι σχολικοί), που του το πέταξε σαν τσιμεντόλιθο. Ευτυχώς, σκέφτηκε η Ισμήνη, γιατί εγώ θα ήμουν η κακιά, άσε που δεν ήμουν σίγουρη για την υποκειμενικότητα της σκέψης μου. Ο Ορέστης ταλαντεύτηκε για λίγο αλλά η Ισμήνη τον ήξερε πολύ καλά, πιέστηκε πολύ δεν ήταν σίγουρη αν θα υποκύψει στη δύναμη της παρέας ή στην αδυναμία του. Τον κοίταξε με αγωνία ίσως πρώτη φορά τόσο έντονα από την ώρα που συναντηθήκανε. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που την κοίταξε κι αυτός στα μάτια από την ώρα που την συνάντησε κι αποφασιστικά είπε πως θα μείνει. Μη ξέροντας κανείς από τους δυο αν τους έφυγε ένα βάρος ή αν σφίχτηκε το στομάχι τους πιο πολύ για τη έκβαση της βραδυάς…
Αρκετή ώρα επικράτησε σιγή, ήταν τα συναισθήματα που προσπαθούσαν να βολευτούν πριν εκδηλωθούν, ήταν η κούραση της ημέρας που τους έκανε να προσπαθούν να χαλαρώσουν, ήταν το φως των κεριών που δημιουργούσε ατμόσφαιρα. Σιγά-σιγά αρχίσαν να ξεμουδιάζουν. Η Μύριαμ σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα πιάτα, η Ισμήνη προσφέρθηκε να τη βοηθήσει γιατί δεν ήξερε πως να καταπολεμήσει τη νευρικότητα της που δεν ήθελε να φανεί. Τα αγόρια άρχισαν να μιλάνε για διάφορα αδιάφορα θέματα…
Η Μύριαμ στην κουζίνα έπλενε σιωπηλά τα πιάτα κοιτώντας κλεφτά την Ισμήνη λες και περίμενε κάποιο ξέσπασμα. Η Ισμήνη σιωπηλά τη βοήθησε μέχρι να τελειώσουν προσπαθώντας να συγκρατήσει αυτό το κύμα που ήθελε να βγει από την ψυχή της προς τα έξω. Τελείωσαν και γύρισαν μαζί με τους άλλους στο σαλόνι. Ψάξανε κι οι δυο γωνιές να βολευτούν. Σαν τα γατάκια που θέλουν να κουρνιάσουν. Η Μύριαμ πήγε και χώθηκε δίπλα στο Γεράσιμο. Η Ισμήνη παρόλο που διακαώς ήθελε να κάτσει κοντά στον Ορέστη προτίμησε την ασφαλή αγκαλιά του Μιχάλη. Με το Μιχάλη είχαν μια επαφή ψυχική πολύ προσωπική. Αρκούσε να κοιταχτούν. Με το που τον κοίταξε η Ισμήνη, έκανε χώρο και την προσκάλεσε να καθίσει. Της έβαλε ένα ποτήρι κρασί και την ώρα που της το έδινε την κοίταξε με αυτό το ύφος που έλεγε: “μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά”.
Για κανα δίωρο ακούγαν μουσική και μιλούσαν χαμηλόφωνα σχετικά. Άλλες φορές σε πηγαδάκια των δυο, άλλες φορές όλοι μαζί. Ο Ορέστης μιλούσε αδιάφορα αλλά όταν την κοιτούσε το βλέμμα του δεν ήταν καθόλου αδιάφορο. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να πάνε για ύπνο γιατί δεν θέλανε να χάσουν όλη την Κυριακή στο κρεβάτι. Άρχισαν να σηκώνονται. Θέλανε να απολαύσουν και την αυριανή μέρα. Να κρατήσουν ότι μπορούσαν από αυτή τη συνάντηση.
Ο Μιχάλης με τον Ορέστη στο ίδιο δωμάτιο κι ο Γεράσιμος με τον Κώστα σε ένα δεύτερο. Τα κορίτσια μαζί. Το σπίτι άρχισε να ηρεμεί όχι όμως κι η Ισμήνη. Αντί να ηρεμεί ένοιωθε ένα πλάκωμα. Αυτό του, δε ξέρω τι θέλω. Κοίταξε τη μικρή δίπλα της. Κοιμόταν σαν αγγελούδι. Αποφάσισε να βγει για ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Άνοιξε σιγά την πόρτα να μην ανησυχήσει τους υπόλοιπους και κατέβηκε στο σαλόνι. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα κι ένα γλυκό αεράκι της δρόσισε το πρόσωπο. Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε την πρώτη ρουφιξιά με κλειστά μάτια και της έφυγε ένας βαρύς αναστεναγμός σαν λυγμός.
Κλαίς; Άκουσε τη φωνή του Ορέστη πίσω της κι αναπήδησε ξαφνιασμένη. Συγγνώμη, της είπε, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Κατέβηκα να κάνω ένα τσιγάρο. Τον κοίταξε λέγοντας μόνο ένα, κι εγώ.
Κρυώνεις; τη ρώτησε και την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους.
Είπε ένα ξεψυχισμένο όχι, γιατί η ανατριχίλα που ένοιωσε δεν ήταν από το κρύο αλλά από την ανάσα του δίπλα στο λαιμό της, ελπίζοντας να την αφήσει. Είπαμε… κι οι αντιστάσεις έχουν τα όρια τους.
Γιατί δεν κοιμάσαι, της λέει και της χάιδεψε τρυφερά την πλάτη.
Δεν μπορούσα κι είπα να κάνω ένα τσιγάρο, του απάντησε μετρώντας τα πλακάκια στο πάτωμα.
Της σήκωσε το κεφάλι πιάνοντας την απαλά από το πηγούνι και την κοίταξε στα μάτια ρωτώντας γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Δεν μπόρεσε να απαντήσει… έσπασε κάθε της αντίσταση και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν ποτάμια κι ένοιωθε μια αγωνία γιατί αν τη ρωτούσες γιατί κλαίει τώρα, δεν θα ‘ξερε ν’ απαντήσει. Λίγο η εικονική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, λίγο όλα όσα ξέθαψε κι ανέσυρε στη μνήμη της, λίγο η αγωνία της αν έπρεπε να νοιώθει έτσι, λίγο οι ενοχές, λίγο από όλα…
Ευτυχώς ο Ορέστης δεν τη ρώτησε. Απλά σκούπισε τα δάκρυα της και της έδωσε το τσιγάρο του να τραβήξει μια ρουφηξιά. Άφησε άλλον ένα βαθύ αναστεναγμό είπε ευχαριστώ και γύρισε να φύγει. Την έπιασε από το χέρι την τράβηξε και τη φίλησε τρυφερά. Εγώ σε ευχαριστώ, της είπε και γυρίσανε στα δωμάτια.
Η μέρα που ξημέρωνε ήταν αυτή της αποχώρησης. Πίσω πάλι στην πόλη. Στους ρυθμούς τους καθημερινούς. Υπήρχε μια περίεργη ατμόσφαιρα. Γλυκόπικρη. Αυτή η αίσθηση του, αφήνω πίσω κάτι όμορφο για να γυρίσω στη ρουτίνα την οποία όμως και δεν μπορώ να αποφύγω. Άλλωστε πάντα οι αποχωρισμοί δεν ήταν ευχάριστοι. Άρχισαν να ξυπνούν όλοι σιγά-σιγά και να σπάει η ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι.
Πρώτη σηκώθηκε η Ισμήνη. Έπρεπε εκτός από τα πράγματα της να τακτοποιήσει κι αυτή την ίδια. Να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της και τον συναισθηματικό της κόσμο. Έφτιαξε μια κούπα αχνιστό καφέ κι έκατσε διπλωμένη και κουκουλωμένη δίπλα στο παράθυρο σκεπασμένη με μια κουβέρτα κρατώντας τον καφέ ανάμεσα στις παλάμες και κοίταζε έξω το θαύμα της φύσης. Την ανατολή. Έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια με τη ζέστη που έβγαζε ο καφές στις παλάμες της σε συνδυασμό με τις ακτίνες του ήλιου που άρχισαν να ξεπροβάλλουν δειλά-δειλά στον ορίζοντα σα φοβισμένο ζωάκι σε απέραντο κι άγνωστο λιβάδι που δεν ξέρει τι θα αντιμετωπίσει, να ζεστάνει και την τεράστια παγωμάρα που είχε απλωθεί στη ψυχή της. Το είχε τεράστια ανάγκη. Ένοιωθε ότι μέσα της υπήρχε ένας διάφανος κρυστάλλινος πάγος που είχε αρχίσει να ραγίζει επικίνδυνα κι αν δεν ερχόταν κάτι να το ζεστάνει και να λυώσει ομαλά, θα ‘σπαγε σε χιλιάδες κομμάτια που δεν θα μπορούσε μετά με τίποτα να επαναφέρει. Κι ήδη είχε αρχίσει να ακούει τις ρωγμές να μεγαλώνουν επικίνδυνα…
Ένοιωθε αυτή την παγωμάρα να απλώνεται με γρήγορους ρυθμούς σε όλο της το κορμί σαν ασθένεια. Μόνο με την ιδέα τρομοκρατήθηκε κι ανατρίχιασε. Αισθάνθηκε ότι σε λίγο θα έμοιαζε σαν τη βασίλισσα του χιονιού. Από παιδί, ήταν το μόνο παραμύθι που την τρόμαζε. Κοίταζε στο παραμύθι το παγωμένο κι άδειο απο συναισθήματα βλέμμα της και για το μόνο που ήταν σίγουρη ήταν ότι δεν θα ήθελε ποτέ να της μοιάσει. Είχε μπει μέχρι και στη διαδικασία να τη λυπάται επειδή δεν μπορούσε να νοιώσει. Θεωρούσε ότι δεν υπάρχει πιο όμορφο από τα συναισθήματα και πόσω μάλλον την εκδήλωση τους. Μόνο που η πορεία της ζωής της την έκανε να πιστεύει πως αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμμα.
Αισθανόταν ότι η μοίρα της έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Γιατί να μην είναι τα πράγματα πιο απλά. Δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτα ιδιαίτερο στη ζωή της. Δεν είχε ποτέ πρόθεση να βλάψει κανέναν κι είχε πάντα τις καλλίτερες προθέσεις για όλο τον κόσμο. Αλλά όχι οι άλλοι γι’ αυτήν. Κι αναρωτιόταν γιατί σ’ αυτήν. Γιατί; Τί είχε κάνει κι έπρεπε να πληρώνει τη ζωή της με τόση πίκρα. Λένε πως ό,τι κάνεις σου έρχεται διπλό πίσω. Τί είχε κάνει τόσο κακό, για να της χαρίζει η ζωή μόνο πίκρα; Όποια στιγμή της ζωής της ένοιωθε λίγη χαρά πάντα θα συνοδευόταν με πολύ πόνο και πολύ πίκρα. Φοβόταν πλέον να χαρεί. Και τις λίγες στιγμές που ξεχνιόταν μετά δεν μπορούσε να ησυχάσει γιατί περιμένε με αγωνία τι κακό θα συμβεί. Είχε αρχίσει να μην αντέχει άλλο αυτό το μαρτύριο.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *