ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ Β7: Οι Τρισυπέροχες Τραγικές Μπροντερς

Πρόλογος

Όταν ο Θεός έφτιαξε τη θλίψη και μοίρασε λογικά στον κόσμο, διαπίστωσε πως του ‘χε μείνει μπόλικη. Τί να κάνω τώρα, είπε, βαρυέμαι να ξανακάνω το γύρο ας τη πετάξω κάπου μαζεμένη, σε καμμιά περιοχή ψιλοάδεια και τέρμα τα δίφραγκα. Και τη πέταξε σ’ ένα μέρος σχεδόν βαλτώδες και τότε, έρημο ακόμα… στο Haworth του Γιορκσάιρ στην Αγγλία. Επίσης έρριξε κει κι ό,τι του ‘χε περισσέψει από λογοτεχνία… σκέφτηκε πως θα ‘ταν αντίδοτο είτε έμπνευση…
Εκείνο που δεν είδε, ήταν πως και τα 2 αυτά πέσανε πάνω στους Μπροντερς (εξ επίτηδες δε βάζω τόνο γιατί θέλω να παίξει η λέξη με το όνομα αλλά και την αγλλική λέξη μπρόδερς) και μάλιστα σαν 2 κεραυνοί, που σχίσανε το προστατευτικό παραπέτασμα…
Οι 3 νεαρές αδελφές ήτανε πολύ δεμένες μεταξύ τους, ενθαρρύνοντας κι εμπνέοντας η μια την άλλη. Άρχισαν να γράφουν ένα μυθιστόρημα η κάθε μια, κλεισμένες το βράδυ στα δωμάτια τους, αλλά και πολλές φορές μαζί, έχοντας χάσει την επαφή με τον αδελφό τους που, πιστεύοντας ότι είναι μεγάλος ποιητής και δεν χρειαζόταν να κοπιάσει για τη τέχνη, έπινε πολύ, χαρτόπαιζε και γύρευε από παράνομο έρωτα την ολοκλήρωση που κείνες -με πειθαρχία κι επιμονή- αναζητούσανε στο συνεχές κι ακούραστο γράψιμο. Ο Μπράνγουελ, ολότελα κατεστραμμένος από το πιοτό, πεθαίνει ραγίζοντας τη καρδιά του πατέρα. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι το μόνο καλλιτεχνικό έργο που απέμεινε από τον Μπράνγουελ, ειναι ένας άχαρος πίνακας όπου είχε ζωγραφίσει τις 3 αδελφές του.
Όσο προοδευτικός κι αν ήταν ο εφημέριος δεν περίμενε πολλά από τις κόρες και συμβάδιζε με τις συντηρητικές και περιοριστικές απόψεις της εποχής για τις γυναίκες. Όμως η Σάρλοτ, η Έμιλι κι η Αν που την ημέρα πληρούσαν τους όρους 3 θεοσεβούμενων θυγατέρων κληρικού, που δεν εναντιωνόντουσαν ποτέ στο πατριαρχικό πρόταγμα του ίδιου και της κοινωνίας, μεταμορφωνόντουσαν τη νύχτα με αδάμαστη θέληση μέσα από τις ηρωίδες των έργων τους σε ανυπότακτες, δυναμικές γυναίκες που όριζαν αυτές το πεπρωμένο τους και σ’ ερωτευμένες μαινάδες που ‘χανε κάθε δικαίωμα στο μίσος και την εκδίκηση.
Οι σφοδροί άνεμοι των βαλτότοπων, η συνεχής κακοκαιρία κι η απογοήτευση από τη σκληρή και κακοποιητική δουλειά της γκουβερνάντας που συχνά έκαναν, τις ωθούσαν να γράφουνε συνέχεια, για να κατευνάσουνε τους δαίμονες που τις βασάνιζαν μέσα από τη τέχνη. Το άσβηστο κερί της λογοτεχνίας έκαιγε στο δωμάτιο τους όλη τη νύχτα…
Αλλά φλυαρώ πάλι… συγγνώμη, αλλά δεν ήξερα νωρίτερα -και μάλιστα έχω παρουσιάσει τα Ανεμοδαρμένα Ύψη… Γι’ αυτό δεν θα κουράσω άλλο με κλισσέ και γνωστά ήδη πράγματα, κάνω ένα ακόμα άρθρο, το 41ο, για τις Γυναίκες Του Κόσμου κι αφορά τις 3 υπέροχες μα τραγικές αδελφές Μπροντέ.
Κλείνοντας θα πω πως θα ξεκινήσω με τη μεγαλύτερη, Σαρλότ και σαν να ήτανε ξεχωριστά άτομα θα φτάσω μέχρι τη μικρότερη Ανν.
Συμβουλή: επειδή είναι μεγάλο άρθρο, μη το διαβάσετε όλο με τη μία, πάρτε το με τη σειρά… Καλήν ανάγνωση! Π.Χ.

Εισαγωγή

Βικτωριανή Αγγλία, βιομηχανική επανάσταση κι ο 19ος αι. έφερε ελάχιστες αλλαγές καλυτέρευσης στη ζωή των γυναικών. Η βασική ανισότητα κι η καταπίεση υποχωρούσαν πολύ αργά. Χρειάζονταν έξτρα εργατικά χέρια κι η Βιομηχανική Επανάσταση χρησιμοποιούσε, εκτός από τις γυναίκες, μικρά παιδιά που δούλευαν εξαντλητικά ωράρια μέσα σε τοξικά απόβλητα και δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Το πόσιμο νερό ήτανε συχνά μολυσμένο, παράσερνε σκουπίδια και βρώμικη λάσπη και πολλές φορές περνούσε μέσα από νεκροταφεία όπως στη περίπτωση της μικρής κωμόπολης Hawοrth του Yorkshire, όπου έζησαν και πέθαναν εξ αιτίας αυτού και του σκληρού κλίματος, οι 3 αδελφές Μπροντέ.
Ο πατέρας τους ήταν Ιρλανδός μετανάστης που φλεγόταν να κηρύξει το λόγο του Θεού κι έγινε κληρικός. Η μητέρα τους απεβίωσε νέα, όπως κι οι μεγαλύτερες αδελφές τους Μαρία και Ελίζαμπεθ, που πέθαναν το 1825 από φυματίωση. Επέζησαν η Σάρλοτ, η Εμιλι, η Αν κι ο Μπράνγουελ. Την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών ανέλαβε η θεία τους, κάτω απο την αυστηρή αλλά στοργική φροντίδα του κύριου Μπροντέ.
Γεννήθηκαν στο Θόρντον κι έζησαν στο Haworth του Γιορκσάιρ στην Αγγλία. Πέρασαν όλη τη σύντομη ζωή τους στο πρεσβυτέριο του πατέρα, που είχε παραχωρηθεί στην οικογένειά τους. Η Σάρλοτ γεννήθηκε το 1816 κι ήταν η μεγαλύτερη. Εκπαιδεύτηκε σα δασκάλα και κατέληξε να κάνει την γκουβερνάντα από το 1839 έως το 1844 σε αρκετές οικογένειες, σκληρή δουλειά για την εποχή της, καθώς πολλές νεαρές κοπέλες κατέφευγαν σ ’αυτή λόγω ανέχειας και λόγω περιορισμού των επαγγελμάτων που ήταν ανοικτά στις γυναίκες.
Γυναίκες με μόρφωση στη Αγγλία αλλά και σ’ άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρώπης στρέφονταν επίσης στο γράψιμο σαν μέσο βιοπορισμού κι αυτοδιάθεσης κι έτσι εμφανίστηκε η “επαγγελματίας συγγραφέας” που πάσχζε ν’ αυτονομηθεί πρωτίστως οικονομικά αλλά και κοινωνικά, κάτι που απαιτούσε σχεδόν τιτάνιο αγώνα από τη κάθε γυναίκα που το επιχειρούσε….
Παρόλη την χριστιανική κατήχηση, ο εφημέριος ενθάρρυνε τα παιδιά του στη κριτική σκέψη και στην ελευθερία να τριγυρνούν αμέριμνα, απολαμβάνοντας τη φύση στα βαλτοτόπια της περιοχής. Διάβαζαν αχόρταγα αγγλική λογοτεχνία όπως Μπάυρον, Σέλλευ, σερ Γουόλτερ Σκοτ και το περιοδικό του Σκοτεινού Δάσους, εξασκώντας συνέχεια το μυαλό τους, που σύντομα άρχισε να μηχανεύεται ιστορίες για να διασκεδάσει. Είχαν χωριστεί σε 2 ομάδες, γράφοντας για τα φανταστικά βασίλεια της Ανγκρία και του Γκόνταλ, φτιάχνοντας όλο και πιο περίπλοκες ρομαντικές και περιπετειώδεις ιστορίες. Το επόμενο βήμα δεν μπορούσε να είναι άλλο από το λογοτεχνικό γράψιμο.
Μπήκαμε τώρα στο κλίμα και πάμε παρακάτω:

CHARLOTTE

H Charlotte Nicholls (το γένος Brontë; 21 Απρίλη 1816 – 31 Μάρτη 1855), κοινώς γνωστή ως Charlotte Brontë, ήταν Αγγλίδα μυθιστοριογράφος και ποιήτρια κι ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της Έμιλυ, της Άννας και του Μπράνγουελ Μπροντέ. Είναι πιότερο γνωστή για το μυθιστόρημά της Jane Eyre, που δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμο Currer Bell. Ήταν επιτυχία στη δημοσίευση κι από τότε έχει γίνει γνωστή ως κλασσικό της αγγλικής λογοτεχνίας.
Η Charlotte ήταν το 3ο από τα 6 αδέλφια που γεννήθηκαν από τη Maria Branwell, κόρη ενός εμπόρου της Κορνουάλης, και τον Patrick Brontë, έναν Ιρλανδό κληρικό. Η Μαρία πέθανε όταν η Σάρλοτ ήταν μόλις 5 ετών και 3 έτη μετά, η Σάρλοτ στάλθηκε στο Σχολείο Θυγατέρων Κληρικών στη Γέφυρα Κάουαν στο Λανκασάιρ, μαζί με τις 3 αδελφές της, τη Μαρία, την Ελισάβετ και την Έμιλυ. Οι συνθήκες στο σχολείο ήταν άθλιες, με συχνές εστίες ασθενειών. Οι 2 μεγαλύτερες αδελφές της αρρώστησαν εκεί και πέθαναν. Η Charlotte απέδωσε τη δική της δια βίου κακή υγεία στο χρόνο της στο Cowan Bridge κι αργότερα το χρησιμοποίησε στο μοντέλο για το Lowood School στο Jane Eyre.

Το 1831, η Charlotte έγινε μαθήτρια στο Roe Head School στο Mirfield, αλλά έφυγε το επόμενο έτος για να διδάξει τις αδελφές της, Emily και Anne, στο σπίτι. Το 1835, η Charlotte επέστρεψε στο Roe Head ως δασκάλα. Το 1839, δέχτηκε δουλειά ως γκουβερνάντα σε μια τοπική οικογένεια, αλλά έφυγε μετά από λίγους μήνες.
Το 1842, η Charlotte εντάχθηκε στο Heger Pensionnat, οικοτροφείο θηλέων στις Βρυξέλλες, ως δασκάλα φοιτητών, με την ελπίδα να αποκτήσει τις δεξιότητες που απαιτούνται για να ανοίξει δικό της σχολείο. Ωστόσο, αναγκάστηκε να φύγει αφού ερωτεύτηκε τον διευθυντή του σχολείου, Constantin Heger, έναν παντρεμένο άνδρα, που της ενέπνευσε το χαρακτήρα του Rochester στην Jane Eyre και το πρώτο μυθιστόρημα της Charlotte, The Professor.
Η Charlotte, η Emily κι η Anne προσπάθησαν τότε να ανοίξουν ένα σχολείο στο Haworth, αλλά απέτυχαν να προσελκύσουν μαθητές. Το 1846 οι αδελφές δημοσίευσαν συλλογή ποιημάτων με τα ψευδώνυμα Currer, Ellis και Acton Bell. Αν και το 1ο μυθιστόρημα της Charlotte, The Professor, απορρίφθηκε από τους εκδότες, το 2ο μυθιστόρημά της, Jane Eyre, δημοσιεύθηκε το 1847. Η πραγματική ταυτότητα των αδελφών αποκαλύφθηκε το 1848 και μέχρι το επόμενο έτος η Charlotte ήταν γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου.
Το 1854, η Charlotte παντρεύτηκε τον Arthur Bell Nicholls, επιμελητή του πατέρα της. Έμεινε έγκυος λίγο μετά το γάμο της τον Ιούνιο του 1854, αλλά πέθανε στις 31 Μάρτη 1855, πιθανώς από φυματίωση, αν κι υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να πέθανε από hyperemesis gravidarum, επιπλοκή της εγκυμοσύνης.

Η Charlotte Brontë γεννήθηκε στις 21 Απρίλη 1816, στο χωριό Yorkshire Thornton, κοντά στο Bradford. Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε είναι τώρα γνωστό ως η γενέτειρα της Μπροντέ. Η Charlotte ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της Maria Branwell, κόρης ενός εμπόρου από την Κορνουάλη, και του Patrick Brontë (γεννημένος Brunty), ενός αγγλικανού επιμελητή από φτωχή ιρλανδική οικογένεια.
Το 1820, οι Μπροντέ μετακόμισαν στο χωριό Χάγουορθ, στην άκρη των βάλτων, όπου είχε προσφερθεί στον Πάτρικ η θέση του μόνιμου εφημέριου της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ και Όλων των Αγγέλων. Ο μισθός του ήταν μέτριος, αλλά η θέση ήρθε με τη χρήση ενορίας με θέα στην αυλή της εκκλησίας και κοιτώντας έξω στους βάλτους. Ο Πάτρικ, ως Ιρλανδός μετανάστης, αγωνίστηκε να γίνει αποδεκτός στο Χάγουορθ και τα παιδιά του, που αρχικά μοιράζονταν την ιρλανδική προφορά του, μοιράζονταν επίσης τη δια βίου αίσθηση του να είναι ξένος. Οι συνθήκες διαβίωσης στο Haworth ήταν κακές, με υψηλά επίπεδα πρόωρης θνησιμότητας και παροχή νερού μολυσμένη από απορροή από το νεκροταφείο, όπως αναφέρθηκε το 1850 σε μια καταδικαστική έκθεση υγείας από τον Benjamin Babbage. Οι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να συνέβαλαν στο θάνατο της Charlotte και των αδελφών της.

Λίγο μετά την άφιξή της στο Haworth, η Maria αρρώστησε με αυτό που τώρα πιστεύεται ότι ήταν καρκίνος. Πέθανε στις 15 Σεπτέμβρη 1821, αφήνοντας τα 6 μικρά παιδιά της, τη Μαρία, την Ελισάβετ, τη Σάρλοτ, τον Μπράνγουελ, την Έμιλι και την Άννα, στη φροντίδα της αδελφής της, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ. Η Σάρλοτ ήταν τότε μόλις 5 ετών.
Τον Αύγουστο του 1824, ο Πάτρικ έστειλε τη Μαρία, την Ελισάβετ, τη Σάρλοτ και την Έμιλυ στο Σχολείο Θυγατέρων του Κλήρου στη Γέφυρα Κάουαν στο Λανκασάιρ. Οι αδελφές ήταν ηλικίας 10, 9, 8 και 5 ετών αντίστοιχα και προηγουμένως δεν είχαν επίσημη εκπαίδευση. Η σχολική έκθεση της Charlotte αναφέρει ότι η 8χρονη Charlotte «γράφει αδιάφορα» και «δεν γνωρίζει τίποτα από γραμματική, γεωγραφία, ιστορία ή επιτεύγματα», αν κι είναι «εντελώς έξυπνη της ηλικίας της». Οι συνθήκες στο σχολείο ήταν σκληρές, με συχνές εστίες ασθενειών, και το 1825, μετά από ένα ξέσπασμα τύφου, οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της αρρώστησαν και στη συνέχεια πέθαναν στο σπίτι. Η Charlotte αργότερα υποστήριξε ότι οι συνθήκες στο σχολείο είχαν επηρεάσει μόνιμα τη δική της υγεία και σωματική ανάπτυξη (ήταν ελαφράς κατασκευής και ήταν λιγότερο από 5 πόδια (1,5 m) ψηλό). [Μετά το θάνατο της Μαρίας και της Ελισάβετ, ο Πάτρικ απομάκρυνε τη Σάρλοτ και την Έμιλι από το σχολείο και κανόνισε να διδάσκονται στο σπίτι. Η Charlotte αργότερα χρησιμοποίησε τη γέφυρα Cowan μοντέλο για το σχολείο Lowood στο Jane Eyre, που επηρεάζεται ομοίως από τη φυματίωση και τον τύφο που επιδεινώνεται από τις κακές συνθήκες κι ο διευθυντής, ο αιδεσιμότατος William Carus-Wilson, εκπροσωπήθη από τη Charlotte στο πορτραίτο του κ. Brocklehurst, διευθυντή του Lowood, απεικόνιση που ώθησε τον Carus-Wilson να απειλήσει να τη μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμιση.

Στο σπίτι στο Haworth Parsonage, η εννιάχρονη Charlotte ανέλαβε τώρα τη φροντίδα των μικρότερων αδελφών της υπό την επίβλεψη της θείας τους Branwell. Ο Πατρίκ Μπροντέ, αν και δύσκολος χαρακτήρας από πολλές απόψεις, ενθάρρυνε όλα τα παιδιά του να διαβάζουν ευρέως, να ενδιαφέρονται για την πολιτική και την επικαιρότητα και να απολαμβάνουν τη μουσική, την τέχνη και την ποίηση. Τους εισήγαγε στο έργο του Λόρδου Βύρωνα και τους επέτρεψε να διαβάσουν τις εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία ήταν συνδρομητής. Αν και τα κορίτσια δεν είχαν πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του χωριού, ο Branwell μοιραζόταν τα βιβλία του με τις αδελφές του.
Τα αδέρφια, που είχαν έρθει πολύ κοντά, άρχισαν να γράφουν ιστορίες μαζί, συχνά βασισμένες στις ζωές των πραγματικών τους ηρώων. Η Charlotte άρχισε να γράφει ποίηση όταν ήταν 13 ετών το 1829, γράφοντας τελικά περισσότερα από 200 ποιήματα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πολλά από αυτά τα ποιήματα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε ένα αυτοσχέδιο περιοδικό με τίτλο Branwell’s Blackwood’s Magazine, το οποίο συνδέθηκε με τη φανταστική Συνομοσπονδία της Γυάλινης Πόλης. Η Charlotte και τα αδέλφια της – Branwell, Emily και Anne – είχαν δημιουργήσει αυτόν τον κοινό κόσμο και άρχισαν να ακολουθούν τη ζωή των κατοίκων του το 1827. Η Charlotte, σε ιδιωτικές επιστολές, αποκάλεσε την Glass Town «τον “κόσμο της κάτω”, μια φαντασίωση στην οποία θα μπορούσε να εξερευνήσει διαφορετικές ζωές και ταυτότητες. Στη διάρκεια αυτού του έργου, η Charlotte έδειξε την αγάπη της για τα ρομαντικά περιβάλλοντα, τις ερωτικές σχέσεις και την υψηλή κοινωνία, ενώ η συμβολή του Branwell αντανακλούσε το ενδιαφέρον του για τις μάχες και την πολιτική, αν και όλα τα παιδιά συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό.

Από το 1831 και μετά, η Έμιλι κι η Άννα αποσύρθηκαν από το σχέδιο της Γυάλινης Πόλης για να δημιουργήσουν μια φανταστική δική τους γη που ονομάζεται Γκόνταλ, ενώ η Σάρλοτ κι ο Μπράνγουελ επικεντρώθηκαν σε μια εκτεταμένη έκδοση της Συνομοσπονδίας της Γυάλινης Πόλης που ονομάζεται Άνγκρια. Η Christine Alexander, ιστορικός της Brontë juvenilia, έγραψε ότι: «η Charlotte κι ο Branwell εξασφάλισαν τη συνοχή του φανταστικού τους κόσμου. Όταν ο Μπράνγουελ σκοτώνει με ενθουσιασμό σημαντικούς χαρακτήρες στα χειρόγραφά του, η Σάρλοτ έρχεται να τους σώσει και στη πραγματικότητα, τους ανασταίνει για τις επόμενες ιστορίες […]· και όταν ο Branwell βαριέται τις εφευρέσεις του, όπως το περιοδικό Glass Town που εκδίδει, η Charlotte αναλαμβάνει πρωτοβουλία και συνεχίζει την έκδοση για αρκετά ακόμη χρόνια». Τα έπη που δημιουργήθηκαν από τα αδέλφια υπάρχουν ως μερικά χειρόγραφα, που μερικά έχουνε δημοσιευθεί ως juvenilia. Τα αδέλφια συνέχισαν να δημιουργούν αφηγήσεις γύρω από τα φανταστικά τους εδάφη καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής τους ηλικίας, ενδιαφέρον που συνεχίστηκε ακόμη και στην ενήλικη ζωή. Το 1833 η Σαρλότ έγραψε αρκετές νουβέλες, συμπεριλαμβανομένου του The Green Dwarf, με το όνομα Wellesley. Από το 1833 περίπου, οι ιστορίες της φαινόταν να δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για το υπερφυσικό και μια στροφή σε πιο ρεαλιστικά θέματα.
Το 1831, όταν ήταν 15, η Charlotte στάλθηκε 20 μίλια μακρυά στο Roe Head, οικοτροφείο στο Mirfield (τώρα μέρος του Hollybank Special School), όπου έγινε φίλη με 2 κορίτσια της ηλικίας της, την Ellen Nussey και τη Mary Taylor. Η Μαρία ήτανε φωτεινή κι εξωστρεφής. Η Έλεν ήτανε πιο ήσυχη και πιο συγκρατημένη, αλλά και τα 2 ήρθανε κοντά στη Σάρλοτ και συνέχισαν να αλληλογραφούν μαζί της καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Η Mary κι η Ellen θυμήθηκαν τα παλιομοδίτικα ρούχα και την ιρλανδική προφορά της Charlotte, ενώ η Ellen θυμήθηκε την έλλειψη όρεξης και την απροθυμία της Charlotte να φάει κρέας. Η όραση της Charlotte ήτανε πολύ κακή, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει σε παιχνίδια με μπάλα ή να μάθει να παίζει από παρτιτούρες, αν κι οι 2 φίλες της ανέφεραν την αγάπη της για το σχέδιο και τη ποίηση.

Το 1832 έφυγε από το Roe Head για να διδάξει τις αδελφές της στο σπίτι στο Haworth. Το 1835, επέστρεψε στο Roe Head ως δασκάλα, παραμένοντας μέχρι το 1838. Μοναχική και δυστυχισμένη στη θέση διδασκαλίας, η Charlotte βρήκε διαφυγή γράφοντας ποίηση. Πολλά απ’ τα ποιήματά της διαδραματίζονται στο φανταστικό κόσμο της Αγκρίας, συχνά με βυρωνικούς ήρωες. Αργότερα, ένας από τους πρώην μαθητές της περιέγραψε τη δεσποινίς Μπροντέ να γράφει στο γραφείο της, με μικροσκοπικά γράμματα, με τα μάτια κλειστά κι η γραφή της απ’ αυτή τη περίοδο εκφράζει αηδία για τους μαθητές της “oafish” και την επιθυμία της να δραπετεύσει στη φαντασία. Δεκέμβρη του 1836, έγραψε στον βραβευμένο ποιητή Robert Southey ζητώντας ενθάρρυνση στη πολυπόθητη καρριέρα της ως ποιήτρια. Ο Southey έγραψε σε απάντηση:

Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι η δουλειά της ζωής μιας γυναίκας και δεν θα έπρεπε να είναι. Όσο περισσότερο ασχολείται με τα κατάλληλα καθήκοντά της, τόσο λιγότερο ελεύθερο χρόνο θα έχει γι’ αυτό, ακόμη κι ως επίτευγμα κι αναψυχή“.

Η Charlotte ήρθε σε σύντομη αλληλογραφία με τον Southey, ευχαριστώντας τον για τις συμβουλές του, αλλά καθιστώντας σαφή τη πρόθεσή της να συνεχίσει το γράψιμό της. Το 1839, έλαβε πρόταση γάμου από τον Henry Nussey, αδελφό της φίλης της Ellen Nussey, που αρνήθηκε να δεχτεί, γράφοντας σ’ επιστολή προς την Ellen:

Ένιωσα ότι αν κι εκτιμούσα τον Χένρι… Δεν είχα, και ποτέ δεν θα μπορούσα να έχω κείνη την έντονη προσκόλληση που θα με έκανε πρόθυμη να πεθάνω γι ‘αυτόν -κι αν ποτέ παντρευτώ, πρέπει να είναι υπό αυτό το φως της λατρείας που θα θεωρήσω τον σύζυγό μου“.

Μεταξύ 1839 και 1841, αναζήτησε εργασία ως γκουβερνάντα σε αρκετές τοπικές οικογένειες. Ήτανε δυστυχισμένη στη δουλειά της, σημειώνοντας ότι οι εργοδότες της την αντιμετώπιζαν ως υπηρέτρια και την ταπείνωναν συνεχώς. Το 1839 μπήκε στην οικογένεια Sidgwick στο Stone Gappe, ως γκουβερνάντα του γιου τους, John Benson Sidgwick. Σύμφωνα με τη Σάρλοτ, ο Τζον ήταν απείθαρχο παιδί, που κάποτε της πέταξε Βίβλο, περιστατικό που μπορεί να ενέπνευσε το τμήμα της Τζέιν Έιρ που ο Τζον Ριντ ρίχνει βιβλίο στη Τζέιν.
Το 1842 ταξίδεψε με την Emily στις Βρυξέλλες στο Pensionnat Heger, οικοτροφείο που διηύθυνε ο Constantin Heger (1809-1896) κι η σύζυγός του, Claire. Κι οι δύο ήταν δάσκαλοι φοιτητών, η Charlotte δίδασκε αγγλικά κι η Emily δίδασκε μουσική σε αντάλλαγμα για διατροφή και διαμονή και μ’ αυτό τον τρόπο ήλπιζαν τελικά να αποκτήσουν τις γλωσσικές δεξιότητες που χρειάζονταν για να ανοίξουν ένα δικό τους σχολείο. Η Καρλόττα, προτεστάντισσα, αντιτάχθηκε στον καθολικισμό της μαντάμ Χέγκερ, αλλά ήταν ευτυχισμένη στο Pensionnat κι ανέπτυξε στενή φιλία με τον δάσκαλό της, Constantin Heger.
Τον Οκτώβρη του 1842 οι αδελφές κλήθηκαν πίσω στο Χάγουορθ μετά το θάνατο της θείας τους Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ. Τον επόμενο Γενάρη η Καρλόττα επέστρεψε μόνη της στις Βρυξέλλες ν’ αναλάβει θέση διδασκαλίας στο σχολείο, αλλά δεν ήταν χαρούμενη: νοσταλγούσε το σπίτι κι η προσκόλλησή της στον Κονσταντίν Χέγκερ είχε εξελιχθεί σε ανεκπλήρωτο πάθος που καθιστούσε αδύνατη τη παραμονή της. Επέστρεψε στο Haworth Γενάρη του 1844 και μετά χρησιμοποίησε το χρόνο της στις Βρυξέλλες ως έμπνευση για μερικά από τα γεγονότα στο The Professor και Villette. Ο Χέγκερ προσπάθησε να καταστρέψει τα γράμματα που του έστειλε η Καρλόττα, που εκφράζει τα συναισθήματά της και τη προσδοκία της να ακούσει νέα του, αλλά η σύζυγός του τα ανέκτησε και τα διατήρησε.

Μετά την επιστροφή της στο Χάγουορθ, οι αδελφές προσπάθησαν να ανοίξουν το δικό τους οικοτροφείο στο Parsonage. Διαφημίστηκε ως «Το ίδρυμα της Misses Brontë για το Διοικητικό Συμβούλιο και την Εκπαίδευση ενός περιορισμένου αριθμού Νέων Κυριών» κι έγιναν έρευνες σε υποψήφιους μαθητές και πηγές χρηματοδότησης. Αλλά η απομακρυσμένη τοποθεσία κατέστησε δύσκολη τη προσέλκυση μαθητών και τον Οκτώβρη του 1844, το έργο εγκαταλείφθηκε.
Τον Μάη του 1846, η Charlotte, η Emily κι η Anne πλήρωσαν για δημοσίευση συλλογής ποιημάτων τους με τα ψευδώνυμα Currer, Ellis και Acton Bell. Οι αδελφές πήραν ονόματα που αντιστοιχούσαν στα αρχικά τους: έτσι η Charlotte ήταν η Currer Bell. Γι’ αυτή την απόφαση ν’ αποκρύψουν την ταυτότητά τους, η Charlotte έγραψε:

Αντιτιθέμενοι στη προσωπική δημοσιότητα, καλύψαμε τα ονόματά μας κάτω από αυτά των Currer, Ellis και Acton Bell. η διφορούμενη επιλογή υπαγορεύεται από ένα είδος ευσυνείδητου ενδοιασμού να θεωρούμε τα χριστιανικά ονόματα θετικά αρσενικά, ενώ δεν μας άρεσε να δηλώνουμε γυναίκες, επειδή -χωρίς τότε να υποψιαζόμαστε ότι ο τρόπος γραφής και σκέψης μας δεν ήταν αυτό που ονομάζεται «θηλυκό»- είχαμε αόριστη εντύπωση ότι οι συγγραφείς είναι πιθανό να αντιμετωπίζονται με προκατάληψη· Είχαμε παρατηρήσει πώς οι κριτικοί χρησιμοποιούν μερικές φορές για τη παίδευσή τους το όπλο της προσωπικότητας και για την ανταμοιβή τους, κολακεία, που δεν είναι αληθινός έπαινος“.

Αν και πωλήθηκαν μόνο δύο αντίτυπα της ποιητικής συλλογής, οι αδελφές συνέχισαν να γράφουν και να υποβάλλουν έργα, χρησιμοποιώντας τα noms de plume τους.
Το 1846 η Charlotte υπέβαλε το πρώτο της μυθιστόρημα, The Professor, στον εκδότη Smith, Elder &; Co. of Cornhill. Το μυθιστόρημα απορρίφθηκε, αν και ο εκδότης εξέφρασε ενδιαφέρον για περαιτέρω έργα του Currer Bell. Η Charlotte υπέβαλε 2ο χειρόγραφο, το Jane Eyre, τον Αύγουστο του 1847, που 6 βδομάδες μετά δημοσιεύτηκε. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη ζωή απλής νεαρής γυναίκας, της Τζέιν, που απεικονίζει τη ταραγμένη παιδική της ηλικία, τα δυστυχισμένα σχολικά της χρόνια και την άφιξή της σε νέα θέση ως γκουβερνάντα σε νεαρό κορίτσι σε απομονωμένη έπαυλη στο Γιορκσάιρ. Η Τζέιν ερωτεύεται τον εργοδότη της, τον κύριο Ρότσεστερ, που κρύβει κρυφά το γεγονός ότι η 1η του γυναίκα, επικίνδυνη τρελή, κρατείται στη σοφίτα. Το ύφος του βιβλίου συνδύαζε το ρομαντισμό, τον νατουραλισμό και το γοτθικό μελόδραμα, αλλά άνοιξε νέους δρόμους με τη γυναικεία προοπτική σε 1ο πρόσωπο. Η Charlotte πίστευε ότι η τέχνη ήτανε πιο πειστική όταν βασιζότανε σε προσωπική εμπειρία. Στη Jane Eyre μετέτρεψε την εμπειρία της σε μυθιστορηματική μορφή.

Η Jane Eyre είχε άμεση εμπορική επιτυχία και αρχικά έλαβε ευνοϊκές κριτικές. Ο Γ. Χ. Λιούις έγραψε ότι ήταν «ομιλία από τα βάθη ενός αγωνιζόμενου, υποφέροντος, πολύ ανθεκτικού πνεύματος» και δήλωσε ότι αποτελούνταν από «suspiria de profundis!» (αναστενάζει από τα βάθη). Η δημοσίευση των Ανεμοδαρμένων Υψών από τον Έλις Μπελ και της Άγκνες Γκρέι από τον Άκτον Μπελ προκάλεσε περαιτέρω εικασίες σχετικά με τη ταυτότητα του Μπελ, συμπεριλαμβανομένης αλλαγής στη στάση των κριτικών απέναντι στο έργο της Σαρλότ, καθώς και κατηγορίες ότι η γραφή ήτανε «χονδροειδής». Αυτό συνδέθηκε με την αυξανόμενη υποψία των μέσων ενημέρωσης ότι η Currer Bell ήταν γυναίκα. Ωστόσο, οι πωλήσεις της Jane Eyre συνέχισαν να αυξάνονται, πιθανώς ως αποτέλεσμα της φήμης του μυθιστορήματος ως «ακατάλληλου» βιβλίου. Η ίδια η Charlotte εκτέλεσε τα σχέδια για τη 2η έκδοση της Jane Eyre και το καλοκαίρι του 1834 δύο από τους πίνακές της παρουσιάστηκαν σε έκθεση της Royal Northern Society for the Encouragement of the Fine Arts στο Leeds.
Το 1848, η Charlotte ξεκίνησε το 2ο μυθιστόρημά της, Shirley, αλλά κείνη τη χρονιά είδε τους θανάτους και των 3 επιζώντων αδελφών της μέσα σε 8 μήνες ο ένας από τον άλλο. Τον Σεπτέμβρη, ο Branwell πέθανε από πολλαπλές παθήσεις που επιδεινώθηκαν από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Η Έμιλυ πέθανε 3 μήνες μετά από φυματίωση και τον Μάη του 1849, η Άννα πέθανε από την ίδια ασθένεια. Μετά το θάνατο της Έμιλι και της Άννας, η οικογενειακή υπηρέτρια, η Μάρθα Μπράουν, θυμήθηκε πώς οι αδελφές συνήθιζαν να περπατούν γύρω από το τραπέζι της τραπεζαρίας στο Parsonage, συζητώντας τα γραπτά τους και μίλησε για τη θλίψη της «που άκουσε τη δεσποινίδα Μπροντέ να περπατά, να περπατά μόνη της».

Μετά το θάνατο της Άννας, συνέχισε να γράφει ως τρόπο αντιμετώπισης της θλίψης της κι η Σίρλεϋ, που ασχολείται με θέματα βιομηχανικής αναταραχής και το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβρη του 1849. Σε αντίθεση με την Τζέιν Έιρ, η Σίρλεϊ είναι γραμμένη σε 3ο πρόσωπο και στερείται της συναισθηματικής αμεσότητας του 1ου της μυθιστορήματος κι οι κριτικοί το βρήκαν λιγότερο σοκαριστικό. Η Charlotte, ως κληρονόμος της αείμνηστης αδελφής της, κατέστειλε την επανέκδοση του 2ου μυθιστορήματος της Anne, The Tenant of Wildfell Hall, ενέργεια που είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δημοτικότητα της Anne ως μυθιστοριογράφου και παρέμεινε αμφιλεγόμενη μεταξύ των βιογράφων των αδελφών από τότε.
Λόγω της επιτυχίας των μυθιστορημάτων της, ιδιαίτερα της Jane Eyre, η Charlotte πείστηκε από τον εκδότη της να κάνει περιστασιακές επισκέψεις στο Λονδίνο, όπου αποκάλυψε την πραγματική της ταυτότητα κι άρχισε να κινείται σε πιο υψηλούς κοινωνικούς κύκλους, να γίνει φίλη με την Elizabeth Gaskell και τη Harriet Martineau που η αδελφή Rachel είχε διδάξει τις κόρες του Gaskell. Η Charlotte έστειλε πρώιμο αντίγραφο της Shirley στον Martineau που το σπίτι στο Ambleside επισκέφθηκε. Οι 2 φίλες μοιράζονταν ενδιαφέρον για τις φυλετικές σχέσεις και το κίνημα κατάργησης. επαναλαμβανόμενα θέματα στα γραπτά τους. Η Καρλόττα γνώριζε επίσης τον William Makepeace Thackeray και τον G. H. Lewes. Ποτέ δεν έφυγε από το Haworth για περισσότερο από μερικές βδομάδες κάθε φορά, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τον ηλικιωμένο πατέρα της. Η κόρη του Thackeray, συγγραφέας Anne Isabella Thackeray Ritchie, θυμήθηκε επίσκεψη στον πατέρα της από τη Charlotte:

“… Δύο κύριοι έρχονται, οδηγώντας μια μικροσκοπική, λεπτή, σοβαρή, μικρή κυρία, με ανοιχτόχρωμα ίσια μαλλιά και σταθερά μάτια. Μπορεί να είναι λίγο πάνω από τριάντα. Είναι ντυμένη με ένα μικρό φόρεμα barège με ένα μοτίβο αχνού πράσινου βρύου. Μπαίνει με γάντια, με σιωπή, με σοβαρότητα. Οι καρδιές μας χτυπούν με άγριο ενθουσιασμό. Αυτή λοιπόν είναι η συγγραφέας, που η άγνωστη δύναμή της στα βιβλία έχουν κάνει όλο το Λονδίνο να μιλά, να διαβάζει, να κάνει εικασίες. Μερικοί άνθρωποι λένε ακόμη ότι ο πατέρας μας έγραψε τα βιβλία -τα υπέροχα βιβλία. … Η στιγμή είναι τόσο λαχανιασμένη που το δείπνο έρχεται ως ανακούφιση στην επισημότητα της περίστασης κι όλοι χαμογελάμε καθώς ο πατέρας μου σκύβει για να προσφέρει το χέρι του. Γιατί, όσο ιδιοφυής κι αν είναι, η δεσποινίς Μπροντέ μετά βίας μπορεί να φτάσει στον αγκώνα του. Οι προσωπικές μου εντυπώσεις είναι ότι είναι κάπως σοβαρή κι αυστηρή, ειδικά για να προωθεί μικρά κορίτσια που επιθυμούν να φλυαρούν. … Όλοι περίμεναν τη λαμπρή συζήτηση που δεν ξεκίνησε ποτέ. Η δεσποινίς Μπροντέ αποσύρθηκε στον καναπέ στη μελέτη και μουρμούριζε μια χαμηλή λέξη πού και πού στην ευγενική γκουβερνάντα μας… Η συζήτηση έγινε πιο αμυδρή και πιο αμυδρή, οι κυρίες κάθισαν γύρω ακόμα περιμένοντας, ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ αναστατωμένος από την κατήφεια και τη σιωπή για να μπορέσει να το αντιμετωπίσει καθόλου … Αφού έφυγε η δεσποινίς Μπροντέ, εξεπλάγην όταν είδα τον πατέρα μου να ανοίγει την εξώπορτα φορώντας το καπέλο του. Έβαλε τα δάχτυλά του στα χείλη του, βγήκε στο σκοτάδι κι έκλεισε τη πόρτα ήσυχα πίσω του … πολύ αργότερα … Η κ. Procter με ρώτησε αν ήξερα τι είχε συμβεί. … Ήταν ένα από τα πιο βαρετά βράδια που είχε περάσει ποτέ στη ζωή της [η κ. Procter] … Οι κυρίες που είχαν έρθει όλες περιμένοντας τόση ευχάριστη συζήτηση και τη κατήφεια και το περιορισμό και πώς τελικά, συγκλονισμένος από την κατάσταση, ο πατέρας μου είχε φύγει ήσυχα από το δωμάτιο, έφυγε από το σπίτι και πήγε στο κλαμπ του“.

Η φιλία της Charlotte με την Elizabeth Gaskell, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα στενή, ήτανε σημαντική στο ότι ο Gaskell έγραψε τη 1η βιογραφία της Charlotte μετά το θάνατό της το 1855. Το 3ο μυθιστόρημά της, το τελευταίο που δημοσιεύθηκε στη διάρκεια της ζωής της, ήταν το Villette, που εμφανίστηκε το 1853. Τα κύρια θέματά του περιλαμβάνουν την απομόνωση, πώς μπορεί ν’ αντέξει τέτοια κατάσταση και την εσωτερική σύγκρουση που προκαλείται από την κοινωνική καταπίεση της ατομικής επιθυμίας. Ο κύριος χαρακτήρας του, Lucy Snowe, ταξιδεύει στο εξωτερικό για να διδάξει σε οικοτροφείο στη φανταστική πόλη Villette, όπου συναντά κουλτούρα και θρησκεία διαφορετική απ’ τη δική της κι ερωτεύεται έναν άντρα (Paul Emanuel) που δεν μπορεί να παντρευτεί. Οι εμπειρίες της οδηγούν σε κατάρρευση, αλλά τελικά, επιτυγχάνει ανεξαρτησία κι ολοκλήρωση μέσω της λειτουργίας του δικού της σχολείου. Σημαντικό μέρος των διαλόγων του μυθιστορήματος είναι στα γαλλικά. Η Villette σηματοδότησε την επιστροφή της Charlotte στο γράψιμο από προοπτική 1ου προσώπου (αυτή της Lucy Snowe), τη τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει στην Jane Eyre. Μια άλλη ομοιότητα με την Τζέιν Έιρ έγκειται στη χρήση πτυχών της δικής της ζωής ως έμπνευσης για φανταστικά γεγονότα, ιδιαίτερα στην αναδιατύπωση του χρόνου που πέρασε στο pensionnat στις Βρυξέλλες. Το Villette αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς της εποχής ως ισχυρό κι εκλεπτυσμένο κομμάτι γραφής, αν κι επικρίθηκε για «τραχύτητα» και για το ότι δεν ήταν κατάλληλα «θηλυκό» στην απεικόνιση των επιθυμιών της Lucy.
Πριν από τη δημοσίευση του Villette, η Charlotte έλαβε μια αναμενόμενη πρόταση γάμου από τον Ιρλανδό Arthur Bell Nicholls, επιμελητή του πατέρα της, που ήταν από καιρό ερωτευμένος μαζί της. Αρχικά τον αρνήθηκε κι ο πατέρας της αντιτάχθηκε στην ένωση, τουλάχιστον εν μέρει λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του Νίκολς. Η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, που πίστευε ότι ο γάμος παρείχε «σαφή και καθορισμένα καθήκοντα» που ήταν ευεργετικά για μια γυναίκα, ενθάρρυνε τη Καρλόττα να εξετάσει τις θετικές πτυχές τέτοιας ένωσης και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις επαφές της για να σχεδιάσει βελτίωση στα οικονομικά του Νίκολς. Σύμφωνα με τον James Pope-Hennessy στο The Flight of Youth, ήταν η γενναιοδωρία του Richard Monckton Milnes που ‘κανε το γάμο δυνατό. Η Σάρλοτ, εν τω μεταξύ, προσελκύονταν όλο και πιότερο από τον Νίκολς και μέχρι το Γενάρη του 1854, είχε αποδεχθεί τη πρότασή του. Κέρδισαν την έγκριση του πατέρα της μέχρι τον Απρίλη και παντρεύτηκαν στις 29 Ιουνίου. Ο πατέρας της Πάτρικ σκόπευε να παραδώσει τη Σάρλοτ, αλλά τη τελευταία στιγμή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε κι η Σάρλοτ έπρεπε να πάει στην εκκλησία χωρίς αυτόν. Επειδή ο πατέρας της δεν παρευρέθηκε, ήταν η δεσποινίς Wooler (πρώην δασκάλα της Charlotte στο Roe Head School και δια βίου φίλη) που την έδωσε. Το παντρεμένο ζευγάρι έκανε το μήνα του μέλιτος στο Banagher, County Offaly, Ιρλανδία. Σύμφωνα μ’ όλες τις εκτιμήσεις, ο γάμος της ήταν επιτυχημένος κι η Charlotte βρήκε τον εαυτό της πολύ ευτυχισμένο με τρόπο που ήταν νέος γι ‘αυτήν.
Η Charlotte έμεινε έγκυος λίγο μετά το γάμο της, αλλά η υγεία της επιδεινώθηκε γρήγορα και, σύμφωνα με τον Gaskell, δέχτηκε επίθεση από «αισθήσεις διαρκούς ναυτίας και συνεχώς επαναλαμβανόμενης λιποθυμίας». Πέθανε, μαζί με το αγέννητο παιδί της, στις 31 Μαρτίου 1855, 3 βδομάδες πριν από τα 39α γενέθλιά της. Το πιστοποιητικό θανάτου της δίνει ως αιτία θανάτου τη φθίση, αλλά βιογράφοι, συμπεριλαμβανομένης της Κλερ Χάρμαν κι άλλων, προτείνουν ότι πέθανε από αφυδάτωση κι υποσιτισμό λόγω εμέτου που προκλήθηκε από σοβαρή πρωινή αδιαθεσία ή υπερέμεση gravidarum. Θάφτηκε στο οικογενειακό θησαυροφυλάκιο στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ κι όλων των αγγέλων στο Haworth.

Ο Καθηγητής, το πρώτο μυθιστόρημα της Σαρλότ, εκδόθηκε μετά θάνατον το 1857. Το απόσπασμα ενός νέου μυθιστορήματος που έγραφε τα τελευταία χρόνια της ζωής της έχει συμπληρωθεί δύο φορές από πρόσφατους συγγραφείς, με πιο διάσημη εκδοχή το Emma Brown: A Novel from the Unfinished Manuscript της Charlotte Brontë της Clare Boylan το 2003. Τα περισσότερα από τα γραπτά της για τη φανταστική χώρα της Αγκρίας έχουν επίσης δημοσιευθεί μετά το θάνατό της. Το 2018, οι New York Times δημοσίευσαν μια καθυστερημένη νεκρολογία γι ‘αυτήν.
Κόρη ενός Ιρλανδού Αγγλικανού κληρικού, η Καρλόττα ήταν και η ίδια Αγγλικανή. Σ’ επιστολή προς τον εκδότη της, ισχυρίζεται ότι «αγαπά την Εκκλησία της Αγγλίας. Τους Λειτουργούς της πράγματι, δεν τους θεωρώ αλάνθαστες προσωπικότητες, έχω δει πάρα πολλούς γι’ αυτό – αλλά στο Κατεστημένο, με όλα τα ελαττώματά του -αποκλείστηκε το βέβηλο Αθανάσιο Σύμβολο της Πίστεως-– είμαι ειλικρινά προσκολλημένος».
Σε μια επιστολή προς την Ellen Nussey έγραψε:

Αν μπορούσα πάντα να ζω μαζί σου και να διαβάζω καθημερινά τη Βίβλο μαζί σου, αν τα χείλη σου και τα δικά μου μπορούσαν ταυτόχρονα, να πίνουν το ίδιο ρεύμα από την ίδια αγνή πηγή του Ελέους – ελπίζω, ελπίζω, ότι θα μπορούσα μια μέρα να γίνω καλύτερη, πολύ καλύτερη, από τις κακές περιπλανώμενες σκέψεις μου, τη διεφθαρμένη καρδιά μου, ψυχρή στο πνεύμα, Και ζεστό στη σάρκα θα μου επιτρέψει τώρα να είμαι“.

Η βιογραφία της Elizabeth Gaskell The Life of Charlotte Brontë δημοσιεύθηκε το 1857. Ήτανε σημαντικό βήμα για μια κορυφαία γυναίκα μυθιστοριογράφο να γράψει βιογραφία άλλης κι η προσέγγιση της Γκάσκελ ήταν ασυνήθιστη στο ότι, αντί να αναλύσει τα επιτεύγματα του θέματός της, επικεντρώθηκε σε ιδιωτικές λεπτομέρειες της ζωής της Σαρλότ, δίνοντας έμφαση σε εκείνες τις πτυχές που αντέκρουαν τις κατηγορίες για «τραχύτητα» που είχαν διατυπωθεί στο γράψιμό της. Η βιογραφία είναι ειλικρινής σε ορισμένα σημεία, αλλά παραλείπει λεπτομέρειες για την αγάπη της Καρλόττας για τον Κονσταντίν Χέγκερ, έναν παντρεμένο άνδρα, ως υπερβολική προσβολή στα σύγχρονα ήθη και πιθανή πηγή δυσφορίας για τον πατέρα, τον χήρο και τους φίλους της Καρλόττας. Ο Gaskell παρείχε επίσης αμφίβολες και πιθανώς ανακριβείς πληροφορίες για τον Patrick Brontë, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού ότι δεν επέτρεπε στα παιδιά του να τρώνε κρέας. Αυτό φαίνεται να διαψεύδεται από ένα από τα ημερολόγια της Emily Brontë, στο οποίο περιγράφει την προετοιμασία κρέατος και πατάτας για δείπνο στο Parsonage. Σε μια επιστολή προς τον εκδότη της, η Charlotte παραπονιέται για την τάση του Gaskell να την απεικονίζει ως αδύναμη και αβοήθητη, γράφοντας: «Φαίνεται αποφασισμένη ότι θα είμαι ένα είδος ανάπηρου. Γιατί να μην είμαι καλά όπως οι άλλοι άνθρωποι;» Έχει υποστηριχθεί ότι η προσέγγιση του Γκάσκελ μετατόπισε το επίκεντρο της προσοχής μακριά από τα «δύσκολα» μυθιστορήματα, όχι μόνο της Σαρλότ, αλλά όλων των αδελφών, και ξεκίνησε μια διαδικασία αγιασμού της ιδιωτικής τους ζωής.
Η Charlotte είχε δια βίου αλληλογραφία με τη πρώην συμμαθήτριά της Ellen Nussey. 350 από τις περίπου 500 επιστολές που έστειλε η Charlotte στη Nussey σώζονται, ενώ όλες οι επιστολές της Nussey στην Charlotte κάηκαν κατόπιν αιτήματος του Nicholls. Οι σωζόμενες επιστολές παρέχουν τις περισσότερες από τις πληροφορίες που είναι γνωστές για τη ζωή της Σαρλότ Μπροντέ κι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των βιογραφιών της.

Οι επιστολές της Charlotte προς τη Nussey έχουν ερμηνευτεί από μερικούς ότι έχουν ρομαντικούς τόνους:

Τι θα κάνω χωρίς εσένα; Πόσο καιρό είναι πιθανό να είμαστε χωρισμένοι; Γιατί πρέπει να μας αρνούνται ο ένας την κοινωνία του άλλου; Λαχταρώ να είμαι μαζί σας. Γιατί πρέπει να είμαστε διχασμένοι; Σίγουρα, Έλεν, πρέπει να είναι επειδή κινδυνεύουμε να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον πάρα πολύ καλά“.

Έλεν, μακάρι να μπορούσα να ζήσω μαζί σου πάντα. Αρχίζω να προσκολλώμαι σε σένα πιο στοργικά από ποτέ. Αν είχαμε μόνο ένα εξοχικό σπίτι και μια δική μας ικανότητα, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε και να αγαπήσουμε μέχρι το θάνατο χωρίς να εξαρτόμαστε από κανένα τρίτο πρόσωπο για ευτυχία…

Πόσο πολύ σε λαχταρά η καρδιά μου, δεν χρειάζεται να πω… Λιγότερο από ποτέ μπορώ να γευτώ ή να γνωρίσω την ευχαρίστηση μέχρι να τελειώσει αυτό το έργο. Και όμως συχνά κάθομαι στο κρεβάτι τη νύχτα, σκέφτομαι και εύχομαι για σένα“.

Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι είναι πιθανό, δεδομένης της παθιασμένης φιλίας τους, ότι η Charlotte ήταν σε ρομαντική ή σεξουαλική σχέση με την Ellen Nussey.
Στις 29 Ιουλίου 1913 οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν τέσσερις επιστολές που είχε γράψει η Καρλόττα στον Κονσταντίν Χέγκερ μετά την αναχώρησή της από τις Βρυξέλλες το 1844. Γραμμένες στα γαλλικά εκτός από ένα υστερόγραφο στα αγγλικά, οι επιστολές έσπασαν την επικρατούσα εικόνα της Καρλόττας ως αγγελικής μάρτυρα των χριστιανικών και γυναικείων καθηκόντων που είχαν κατασκευαστεί από πολλούς βιογράφους, ξεκινώντας από τον Gaskell. [81] Οι επιστολές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος μιας μεγαλύτερης και κάπως μονόπλευρης αλληλογραφίας στην οποία η Χέγκερ συχνά φαίνεται να μην απάντησε, αποκαλύπτουν ότι ήταν ερωτευμένη με έναν παντρεμένο άνδρα, αν και είναι περίπλοκες και έχουν ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους, μεταξύ άλλων ως παράδειγμα λογοτεχνικής αυτοδραματοποίησης κι έκφραση ευγνωμοσύνης από έναν πρώην μαθητή.
Το 1980 έγιναν τα αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας στο Κέντρο Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, στο χώρο της σχολής της Madame Heger, προς τιμήν της Charlotte και της Emily.
Ο Καζούο Ισιγκούρο, όταν του ζητήθηκε να κατονομάσει τον αγαπημένο του μυθιστοριογράφο, απάντησε: «Η Σαρλότ Μπροντέ ξεπέρασε πρόσφατα τον Ντοστογιέφσκι… Χρωστάω τη καρριέρα μου και πολλά άλλα, στην Jane Eyre και τη Villette».
Η πόλη Bronte, Τέξας, πήρε το όνομά της από τη Charlotte Brontë (αν και το όνομα της πόλης προφέρεται “brahnt”).

Βιβλία

Juvenilia
The Young Men’s Magazine, τόμοι 1–3 (Αύγουστος 1830)
Ένα βιβλίο του Ryhmes (1829)
Το ξόρκι[89]: 146
Το μυστικό
Λίλι Χαρτ
Το Βρέφος
Albion και Μαρίνα
Ιστορίες των νησιωτών
Tales of Angria (γράφτηκε το 1838-1839 – μια συλλογή παιδικών και νεανικών γραπτών ενηλίκων, συμπεριλαμβανομένων 5 σύντομων μυθιστορημάτων)
Μίνα Λόρι
Ξενοδοχείο του Στάνκλιφ
Ο Δούκας της Ζαμόρνα
Χένρι Χέιστινγκς
Καρολάιν Βέρνον
Τα θραύσματα ημερολογίου Roe Head
Αποχαιρετισμός στην Αγκρία
Το The Green Dwarf, A Tale of the Perfect Tense γράφτηκε το 1833 με το ψευδώνυμο Lord Charles Albert Florian Wellesley. Δείχνει την επιρροή του Walter Scott και οι τροποποιήσεις στο προηγούμενο γοτθικό στυλ της Charlotte οδήγησαν την Christine Alexander να σχολιάσει ότι, στο έργο, «είναι σαφές ότι η Brontë είχε κουραστεί από τον γοτθικό τρόπο καθαυτό».

Στα τέλη του 1839, η Charlotte έγραψε το Farewell to Angria, χειρόγραφο που διερεύνησε την αυξανόμενη εξάρτησή της από τον φανταστικό της κόσμο. Φοβούμενη για τη λογική της και με την αίσθηση ότι έχανε τον έλεγχο της πραγματικότητας, πήρε τελικά την απόφαση να αφήσει την Angria στην άκρη για πάντα. Σε αυτό το έγγραφο, μιλάει για τον πόνο του να αφήνει τους «φίλους» της και να επιχειρεί σε «άγνωστες χώρες».

Μυθιστορήματα
Jane Eyre, που δημοσιεύθηκε το 1847
Shirley, που δημοσιεύθηκε το 1849
Villette, που δημοσιεύθηκε το 1853
Ο Καθηγητής, γραμμένος πριν από την Jane Eyre, υποβλήθηκε για πρώτη φορά μαζί με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Emily Brontë και την Agnes Grey της Anne Brontë. Στη συνέχεια, ο Καθηγητής υποβλήθηκε εκ νέου ξεχωριστά και απορρίφθηκε από πολλούς εκδοτικούς οίκους. Δημοσιεύθηκε μετά θάνατον το 1857
Έμμα, ημιτελής. Η Μπροντέ έγραψε μόνο 20 σελίδες του χειρογράφου, που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον το 1860. Τις τελευταίες 10ετίες, έχουν εμφανιστεί τουλάχιστον 2 συνέχειες αυτού του θραύσματος:
Emma, από το “Charlotte Brontë and Another Lady”, που δημοσιεύθηκε το 1980. αν κι αυτό έχει αποδοθεί στην Elizabeth Goudge, η πραγματική συγγραφέας ήταν η Constance Savery.
Emma Brown, από την Clare Boylan, δημοσιεύθηκε το 2003

Ποίηση
Bell, Currer; Bell, Ellis; Bell, Acton (1846). Ποιήματα.
Selected Poems of the Brontës, Everyman Poetry (1997)

Απεικονίσεις μέσων
Στην ταινία Devotion του Curtis Bernhardt του 1946, μια φανταστική βιογραφία των αδελφών Brontë, η Olivia de Havilland παίζει τη Charlotte.
Ένα επεισόδιο της 15ης Νοεμβρίου 1953 του Loretta Young Show, “The Bronte Story”, παρουσιάζει τη Loretta Young ως Charlotte.
Το κόμικ του 2018 Die παρουσιάζει μια φανταστική εκδοχή της Charlotte μέσα στο φανταστικό βασίλειο των Brontes, την Angria.
Στην ταινία Frances O’Connor του 2022 Emily, για την Emily Brontë, η Alexandra Dowling υποδύεται τη Charlotte.

ΡΗΤΆ:

Ποιος είναι ο λόγος να μένουμε στο παρελθόν, όταν το παρόν είναι τόσο πολύ πιο σίγουρο – το μέλλον τόσο πολύ πιο φωτεινό;

Προτιμώ να είμαι πάντα ευτυχισμένη παρά καθωσπρέπει.

Πάντα έτσι γίνεται σ’ αυτή τη ζωή… μόλις βολευτείς σε ένα ευχάριστο και άνετο μέρος, μια φωνή σε καλεί να σηκωθείς και να προχωρήσεις, γιατί η ώρα της ανάπαυσης έχει περάσει.

Οι σκιές είναι εξίσου σημαντικές με το φως.

Η ζωή μού φαίνεται πολύ σύντομη για να την περνάμε διατηρώντας εχθρότητες ή καταγράφοντας αδικίες.

Δεν είμαι πουλί – και κανένα δίχτυ δεν με παγιδεύει: είμαι ένα ελεύθερο ανθρώπινο ον με ανεξάρτητη βούληση.

Προσπαθώ να αποφεύγω να κοιτάζω μπροστά ή πίσω, και προσπαθώ να κοιτάζω συνεχώς προς τα πάνω.

Αυτή η φλόγα που θέλεις να ανάψεις στους άλλους, πρέπει πρώτα να καίει τα δικά σου σωθικά.

Η ζωή είναι έτσι φτιαγμένη που το γεγονός δεν μπορεί να ανταποκριθεί και δεν ανταποκρίνεται ποτέ στις προσδοκίες.

Δεν υπάρχει ευτυχία σαν αυτή του να αγαπιέσαι από τους συνανθρώπους σου και να νιώθεις ότι η παρουσία σου συμβάλλει στην καλοζωία τους.

Δεν είμαι άγγελος… και δεν θα γίνω μέχρι να πεθάνω. Θα είμαι ο εαυτός μου.

Οι φίλοι πάντα ξεχνούν αυτούς που η τύχη τούς εγκαταλείπει.

Το κλάμα δεν σημαίνει ότι είμαστε αδύναμοι. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, το κλάμα είναι ένα σημάδι πως είμαστε ζωντανοί.

===========================================

EMILY

Η Emily Jane Brontë (30 Ιουλίου 1818 – 19 Δεκέμβρη 1848) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας πιότερο γνωστή για το μυθιστόρημά της του 1847, Ανεμοδαρμένα Ύψη. Συνέγραψε επίσης ένα βιβλίο ποίησης με τις αδελφές της Charlotte και Anne, με τίτλο Poems by Currer, Ellis and Acton Bell.
Ήταν το 5ο από τα 6 αδέρφια της Μπροντέ, 4 που επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν 3 ετών, αφήνοντας τα παιδιά στη φροντίδα της θείας τους, Elizabeth Branwell, και εκτός από σύντομα διαστήματα στο σχολείο, διδάχθηκε κυρίως στο σπίτι από τον πατέρα της, Patrick Brontë, ο οποίος ήταν ο επιμελητής του Haworth. Ήταν πολύ κοντά στα αδέλφια της, ειδικά στη μικρότερη αδελφή της Άννα, και μαζί έγραψαν μικρά βιβλία και ημερολόγια που απεικόνιζαν φανταστικούς κόσμους. Περιγράφεται από την αδελφή της Charlotte ως πολύ ντροπαλή, αλλά και ισχυρή και μη συμμορφούμενη, με έντονη αγάπη για τη φύση και τα ζώα. Μερικοί βιογράφοι πιστεύουν ότι μπορεί να είχε κάποια μορφή αυτισμού.
Εκτός από μια σύντομη περίοδο στο σχολείο και μια άλλη ως δασκάλα στις Βρυξέλλες με την αδελφή της Charlotte, η Emily πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο σπίτι της στο Haworth, βοηθώντας τον υπηρέτη της οικογένειας με τις δουλειές, παίζοντας πιάνο και διδάσκοντας τον εαυτό της από βιβλία.
Το έργο της δημοσιεύθηκε αρχικά με το ψευδώνυμο Ellis Bell. Δεν ήταν γενικά θαυμαστό εκείνη την εποχή, και πολλοί κριτικοί θεώρησαν ότι οι χαρακτήρες ήταν χονδροειδείς κι ανήθικοι. Ωστόσο, το μυθιστόρημα θεωρείται πλέον κλασσικό της αγγλικής λογοτεχνίας. Η Emily Brontë πέθανε το 1848, σε ηλικία 30 ετών, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευσή του.
Η Emily Brontë γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1818 από τη κόρη του εμπόρου Maria Branwell και τον Ιρλανδό επιμελητή Patrick Brontë. Η οικογένεια ζούσε στη Market Street, στο Thornton, χωριό στα περίχωρα του Bradford, στο West Riding του Yorkshire. Το σπίτι τους είναι τώρα γνωστό ως η γενέτειρα της Μπροντέ.

Η Έμιλι ήταν το 5ο από τα έξι αδέλφια, πριν από τη Μαρία, την Ελισάβετ, τη Σάρλοτ και τον Μπράνγουελ. Το 1820 γεννήθηκε η Άννα, το τελευταίο παιδί της Μπροντέ. Λίγο μετά τη γέννηση της Άννας, η οικογένεια μετακόμισε 12 μίλια (19 χιλιόμετρα) μακρυά στο χωριό Χάγουορθ, στα Πένινα, όπου ο Πάτρικ Μπροντέ εργάστηκε ως μόνιμος επιμελητής. Το Haworth ήταν μικρή κοινότητα με ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό πρόωρης θνησιμότητας. Το 1850, ο Benjamin Herschel Babbage ανέφερε βαθιά ανθυγιεινές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της μόλυνσης στη παροχή νερού του χωριού από το υπερπλήρες νεκροταφείο κοντά. Αυτό πιστεύεται ότι είχε σοβαρό αντίκτυπο στην υγεία της Emily και των αδελφών της.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1821, η Μαρία Μπράνγουελ πέθανε από καρκίνο. Η αδελφή της, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, είχε ενταχθεί στο νοικοκυριό για να τη θηλάσει και έκανε τη μετακόμιση μόνιμη για να φροντίσει την τρίχρονη Έμιλι και τα αδέλφια της. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ δεν ήταν ιδιαίτερα μητέρα, παίρνοντας τα γεύματά της μόνη της, όπως κι ο Πάτρικ Μπροντέ. Απεικονίζεται ως αυστηρή πειθαρχική στη βιογραφία της Elizabeth Gaskell για τη Charlotte Brontë, αλλά ο Nick Holland δηλώνει στη βιογραφία της ότι είχε επίσης στοργική κι υποστηρικτική πλευρά. Το 1824, η Έμιλυ κι οι3 μεγαλύτερες αδελφές της στάλθηκαν στο νεοσύστατο Σχολείο Θυγατέρων Κληρικών στη Γέφυρα Κάουαν. Στην εισαγωγή της, το μητρώο του σχολείου είπε ότι «διαβάζει πολύ όμορφα κι εργάζεται λίγο». Στα 6 ήταν η νεότερη μαθήτρια κι ο επιθεωρητής τη περιέγραψε ως «αρκετά το κατοικίδιο ζώο που θηλάζει το σχολείο». Τα παιδιά υπέφεραν από σοβαρές στερήσεις στο σχολείο, συμπεριλαμβανομένης της κακής κι ανεπαρκούς τροφής, των ανθυγιεινών συνθηκών και της σκληρής πειθαρχίας. Όταν επιδημία τυφοειδούς πυρετού σάρωσε το σχολείο, η Μαρία κι η Ελισάβετ αρρώστησαν και οι δύο στάλθηκαν σπίτι, όπου πέθαναν από φυματίωση με λίγους μήνες διαφορά. Μετά το θάνατό τους, η Charlotte κι η Emily επέστρεψαν για να εκπαιδευτούν στο σπίτι.
Τα κορίτσια δεν είχαν πρόσβαση στη δημόσια βιβλιοθήκη, αλλά όλα τα παιδιά ενθαρρύνονταν από τον πατέρα και τη θεία τους ν’ αναπτύξουν τα λογοτεχνικά τους ταλέντα και να ενδιαφερθούν για τη πολιτική και τις τρέχουσες υποθέσεις. Παρά την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, η Emily και τα αδέλφια της είχανε πρόσβαση σ’ ευρύ φάσμα δημοσιευμένου υλικού. Τα αγαπημένα ήτανε: Sir Walter Scott, Lord Byron, Percy Bysshe Shelley και Blackwood’s Magazine. Τα παιδιά της Μπροντέ διδάσκονταν επίσης σχέδιο και ζωγραφική. Ήταν εξοικειωμένοι με το έργο του Thomas Bewick και του John Martin, τα χαρακτικά του William Finden και τις εικονογραφήσεις από το The Literary Souvenir. 29 σχέδια και πίνακες της Emily είναι γνωστό ότι έχουν επιβιώσει, συμπεριλαμβανομένης μιας ακουαρέλας του σκύλου της, Keeper.

Παρά την επιθυμία του να λάβουν τα παιδιά του όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση, ο ίδιος ο Πάτρικ Μπροντέ ήτανε ψυχρός και συναισθηματικά απόμακρος κι επέδειξε σειρά από αξιοσημείωτες εκκεντρικότητες, όπως η μεταφορά ενός γεμάτου όπλου ανά πάσα στιγμή κι η επιβολή ορισμένων ιδιοσυγκρασιακών προσωπικών κανόνων στο νοικοκυριό. Ήταν επιρρεπής σε βίαιες εξάρσεις, κάποτε έκοψε φόρεμα που ανήκε στη σύζυγό του επειδή ένιωθε ότι ενθάρρυνε τη ματαιοδοξία και δεν επέτρεπε στα παιδιά του να τρώνε κρέας σε περίπτωση που τα έκανε πολύ εξαρτημένα από τη σωματική τους άνεση. Είχε διατηρήσει ιρλανδική προφορά, που τα αδέλφια μοιράζονταν ως παιδιά κι αυτό συνέβαλε στην αντίληψη ότι ήταν ξένοι, ποτέ δεν ταίριαζαν αρκετά στη κοινότητα του Γιορκσάιρ. Ντόπια γυναίκα είπε μετά στην Elizabeth Gaskell ότι τα παιδιά της Μπροντέ δεν είχαν φίλους στο χωριό και σε μια περίπτωση, όταν προσκλήθηκαν σε πάρτι, δεν έδειξαν καμμία γνώση των παιχνιδιών που έπαιζαν οι συνομήλικοί τους. Αφημένα στη τύχη τους, τα αδέρφια ήταν ασυνήθιστα κοντά και παρέμειναν έτσι, ειδικά η Emily κι η Anne, που περιγράφηκαν από οικογενειακή φίλη, την Ellen Nussey, ως «σαν δίδυμα».

Όταν η Emily ήταν 13, αυτή κι η Anne αποσύρθηκαν από τη συμμετοχή στην ιστορία της Angria και ξεκίνησαν νέα για το Gondal, φανταστικό νησί που οι μύθοι κι οι θρύλοι επρόκειτο να απασχολήσουν τις 2 αδελφές καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Με εξαίρεση τα ποιήματα Gondal και τους καταλόγους της Anne με τους χαρακτήρες και τα τοπωνύμια της Gondal, τα γραπτά της Emily και της Anne για το Gondal δεν διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Μεταξύ αυτών που επέζησαν είναι μερικά «ημερολόγια έγγραφα», γραμμένα από την Έμιλι στα 20 της, που περιγράφουν τα τρέχοντα γεγονότα στο Gondal. Οι ήρωες έτειναν να μοιάζουν με τη δημοφιλή εικόνα του Scottish Highlander, είδος βρεττανικής εκδοχής του “ευγενούς άγριου”. Οι ιστορίες του Gondal περιλαμβάνουν επίσης μια βασίλισσα που ονομάζεται Augusta Geraldine Almeda, της οποίας ο χαρακτήρας μπορεί να μοιάζει με αυτόν της Catherine Earnshaw στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. [23] Παρόμοια θέματα ρομαντισμού και ευγενούς αγριότητας είναι εμφανή σε όλη τη νεανική γενιά των Μπροντέ, συμπεριλαμβανομένου του The Life of Alexander Percy του Branwell, το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας αγάπης που καταναλώνει τα πάντα, αψηφά τον θάνατο και τελικά αυτοκαταστροφική και η οποία ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορεί να ήταν μία από τις εμπνεύσεις για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Εμπνευσμένα από ένα κουτί με στρατιώτες-παιχνίδια που ο Μπράνγουελ είχε λάβει δώρο από τον πατέρα του, τα παιδιά άρχισαν να γράφουν ιστορίες, πoυ τις τοποθέτησαν στους περίπλοκους φανταστικούς κόσμους της Γυάλινης Πόλης και της Ανγκρία. Αυτές οι ιστορίες, που γίνονταν όλο και πιο λεπτομερείς, αρχικά κατοικούνταν από τους στρατιώτες καθώς κι από τους πραγματικούς ήρωές τους, τον Δούκα του Ουέλινγκτον και τους γιους του, Κάρολο κι Άρθουρ Ουέλσλι. Τα αδέλφια δημιούργησαν μικροσκοπικά βιβλία για να «διαβάσουν» οι στρατιώτες, που μερικά εκτίθενται στο Brontë Parsonage στο Haworth και το Δεκέμβρη του 1827, παρήγαγαν ένα μυθιστόρημα, Glass Town. Λίγα από τα έργα της Emily απ’ αυτή τη περίοδο σώζονται, εκτός από ποιήματα που ειπώθηκαν από χαρακτήρες.

Στα 17 της, η Έμιλι εντάχθηκε στο Roe Head Girls’ School, όπου η Σάρλοτ ήταν δασκάλα. Εκείνη την εποχή, ο στόχος των κοριτσιών ήταν να αποκτήσουν επαρκή εκπαίδευση για να ανοίξουν ένα μικρό δικό τους σχολείο. Ωστόσο, η Emily έφυγε μετά από λίγους μήνες, με την Anne να παίρνει τη θέση της. Αργότερα, η Charlotte έπρεπε να το αποδώσει στην ακραία νοσταλγία της Emily και στην αντίσταση στη ρουτίνα και την πειθαρχία του σχολείου, δηλώνοντας ότι φοβόταν ότι η Emily θα είχε πεθάνει αν δεν της επιτρεπόταν να γυρίσει σπίτι.
Το 1838, στα 20, έγινε δασκάλα στο Law Hill School, στην πόλη Χάλιφαξ του Γιορκσάιρ. Ωστόσο, η υγεία της υπέφερε από το άγχος της 17ωρης εργάσιμης ημέρας και δεν ζεσταινόταν στους μαθητές της, δηλώνοντας ότι προτιμούσε τη συντροφιά του σκύλου του σπιτιού. Επέστρεψε στο σπίτι της στο Χάγουορθ τον Απρίλη του 1839, βοηθώντας τον υπηρέτη της οικογένειας με το μαγείρεμα, το σιδέρωμα και το καθάρισμα. Δίδαξε επίσης γερμανικά από βιβλία κι έπαιξε πιάνο κι έγινε μια καταξιωμένη πιανίστρια.
Τον Σεπτέμβρη του 1842, στα 24, συνόδευσε τη Καρλόττα στο Heger Pensionnat, οικοτροφείο θηλέων στις Βρυξέλλες, όπου ήλπιζαν να βελτιώσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους πριν ανοίξουν το δικό τους σχολείο. 9 απ’ τα γαλλικά δοκίμια της Emily σώζονται από αυτή τη περίοδο. Στο ρόλο της ως δασκάλα φοιτητών, κέρδισε το διοικητικό συμβούλιο και τα δίδακτρα της διδάσκοντας μουσική στα νεότερα κορίτσια, αν και σε αντίθεση με τη Charlotte, η Emily δεν ήταν ευτυχισμένη στις Βρυξέλλες και χλευάστηκε για την άρνησή της να υιοθετήσει βελγική μόδα. Μια μαθήτρια, η Laetitia Wheelwright, λέει γι ‘αυτήν:

Απλώς την αντιπαθούσα από την πρώτη. Η ψηλή, άχαρη, κακοντυμένη φιγούρα της… πάντα απαντώντας στα αστεία μας με το «θέλω να είμαι όπως με έκανε ο Θεός».

Ωστόσο, ο Κονσταντίν Χέγκερ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ακαδημία, είχε μεγάλη εκτίμηση για την Έμιλυ, γράφοντας:

Θα έπρεπε να είναι άντρας -σπουδαίος θαλασσοπόρος. Ο ισχυρός λόγος της θα είχε συναγάγει νέες σφαίρες ανακάλυψης από τη γνώση του παλιού. Και η ισχυρή αγέρωχη θέλησή της δεν θα είχε ποτέ αποθαρρυνθεί από την εναντίωση ή τη δυσκολία, ποτέ δεν θα είχε υποχωρήσει παρά μόνο με τη ζωή. Είχε ένα κεφάλι για τη λογική, και μια ικανότητα επιχειρηματολογίας ασυνήθιστη σε έναν άνδρα και σπανιότερη μάλιστα σε μια γυναίκα… Αυτό το χάρισμα εξασθενούσε η πεισματική επιμονή της στη θέληση που την καθιστούσε αμβλεία σε κάθε λογική όσον αφορά τις δικές της επιθυμίες ή τη δική της αίσθηση δικαίου.

Οι δύο αδελφές ήταν αφοσιωμένες στις σπουδές τους και μέχρι το τέλος της θητείας είχαν γίνει τόσο ικανές στα γαλλικά που η μαντάμ Χέγκερ, σύζυγος του Κονσταντίν Χέγκερ, πρότεινε να μείνουν και οι δύο άλλο εξάμηνο. Σύμφωνα με την Charlotte, προσφέρθηκε ακόμη και να απολύσει τον Άγγλο πλοίαρχο, ώστε η Charlotte να μπορέσει να πάρει τη θέση του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Emily είχε γίνει ικανή πιανίστρια και δασκάλα και προτάθηκε να παραμείνει για να διδάξει μουσική. [36] Ωστόσο, η ξαφνική ασθένεια κι ο θάνατος της θείας τους, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο Χάγουορθ και παρ’ όλο που η Καρλόττα επέστρεψε στη συνέχεια στις Βρυξέλλες, η Έμιλι όχι. Το 1844, με την επιστροφή της Καρλόττας, οι αδελφές προσπάθησαν ν’ ανοίξουνε σχολείο στο Parsonage, αλλά το εγχείρημα απέτυχε όταν αποδείχθηκαν ανίκανες να προσελκύσουν μαθητές στην απομακρυσμένη περιοχή.
Το 1844, η Έμιλυ άρχισε να διαβάζει όλα τα ποιήματα που είχε γράψει, αντιγράφοντάς τα τακτοποιημένα σε 2 σημειωματάρια. Το ένα είχε την ένδειξη “Gondal Poems”. Το άλλο ήταν χωρίς ετικέτα. Μελετητές όπως η Fannie Ratchford κι ο Derek Roper έχουνε προσπαθήσει να συνθέσουν ιστορία και χρονολογία του Gondal απ’ αυτά. Φθινόπωρο του 1845, η Καρλόττα ανακάλυψε τα σημειωματάρια κι επέμεινε να δημοσιευτούν. Η Έμιλυ, εξοργισμένη με την εισβολή στην ιδιωτική της ζωή, αρχικά αρνήθηκε, αλλά, σύμφωνα με τη Σάρλοτ, υποχώρησε όταν η Άννα έφερε τα δικά της χειρόγραφα κι αποκάλυψε ότι και κείνη έγραφε ποιήματα κρυφά. Περίπου κείνη την εποχή, η Emily έγραψε έν απ’ τα πιο διάσημα ποιήματά της, “Καμμία δειλή ψυχή δεν είναι δική μου”. Ορισμένοι κριτικοί λογοτεχνίας έχουν υποθέσει ότι είναι ποίημα για την Anne Brontë, ενώ άλλοι το βλέπουν ως απάντηση στη παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής. Η Charlotte μετά είπε ότι ήταν το τελευταίο ποίημα της Emily, αλλά αυτό είναι ανακριβές.

Το 1846, τα ποιήματα των αδελφών δημοσιεύτηκαν σε έναν τόμο ως Ποιήματα των Currer, Ellis και Acton Bell. Οι αδελφές Brontë υιοθέτησαν ψευδώνυμα για δημοσίευση, διατηρώντας τα αρχικά τους: η Charlotte ήταν η “Currer Bell”, η Emily ήταν η “Ellis Bell” κι η Anne ήταν η “Acton Bell”. Η Charlotte έγραψε στο «Biographical Notice of Ellis & Acton Bell» ότι η «διφορούμενη επιλογή» τους «υπαγορεύτηκε από είδος ευσυνείδητου ενδοιασμού να υποθέσουμε χριστιανικά ονόματα θετικά αρσενικά, ενώ δεν θέλαμε να δηλώσουμε ότι είμαστε γυναίκες, επειδή… Είχαμε μια αόριστη εντύπωση ότι οι συγγραφείς κινδυνεύουν να αντιμετωπίζονται με προκατάληψη». Η Charlotte συνεισέφερε 19 ποιήματα, η Emily κι η Anne 21. Αν κι οι αδελφές ενημερώθηκαν αρκετούς μήνες μετά τη δημοσίευση ότι μόνο 2 αντίτυπα του βιβλίου είχαν πουλήσει, δεν αποθαρρύνθηκαν (από τους 2 αναγνώστες τους, ένας εντυπωσιάστηκε αρκετά ώστε να ζητήσει αυτόγραφά τους). Ο κριτικός του Athenaeum επαίνεσε το έργο του Ellis Bell για τη μουσική και τη δύναμή του, ξεχωρίζοντας αυτά τα ποιήματα ως τα καλύτερα στο βιβλίο: “Ο Ellis διαθέτει λεπτό, γραφικό πνεύμα και προφανή δύναμη λόγου που μπορεί να φτάσει σε ύψη που δεν επιχειρούνται εδώ”. Ο κριτικός αναγνώρισε «τη παρουσία περισσότερης ιδιοφυΐας από ό,τι υποτίθεται ότι αυτή η ωφελιμιστική εποχή είχε αφιερώσει στις πιο υψηλές ασκήσεις της διάνοιας».

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ εκδόθηκαν 1η φορά στο Λονδίνο το 1847 από τον Thomas Cautley Newby, εμφανιζόμενοι ως οι 2 1οι τόμοι συνόλου 3 που περιελάμβανε επίσης την Agnes Grey της Anne Brontë. Οι συγγραφείς ονομάστηκαν ως Ellis και Acton Bell. Το πραγματικό όνομα της Emily δεν εμφανίστηκε παρά μόνο μετά το θάνατό της το 1850, όταν τυπώθηκε στη σελίδα τίτλου επεξεργασμένης εμπορικής έκδοσης.
Το μυθιστόρημα, γοτθική ιστορία καταδικασμένης αγάπης, μίσους, εκδίκησης κι υπερφυσικού, ασχολείται με τις σχέσεις διαφόρων ζευγαριών μέσα και γύρω από την αγροικία του τίτλου. Οι κριτικοί προβληματίστηκαν από την ασυνήθιστη δομή του κι η βία και το πάθος του οδήγησαν το βικτωριανό κοινό και πολλούς 1ους κριτικούς να υποθέσουν ότι είχε γραφτεί από άντρα. Σύμφωνα με την Ιουλιέτα Γκάρντινερ, «το έντονο σεξουαλικό πάθος κι η δύναμη της γλώσσας και των εικόνων του εντυπωσίασαν, μπέρδεψαν και τρόμαξαν τους κριτικούς». Ο κριτικός λογοτεχνίας Thomas Joudrey πλαισιώνει περαιτέρω αυτή την αντίδραση: «Περιμένοντας στον απόηχο της Jane Eyre της Charlotte Brontë να παρασυρθεί σε σοβαρό Bildungsroman, σοκαρίστηκαν και μπερδεύτηκαν από ιστορία ανεξέλεγκτων αρχέγονων παθών, γεμάτη άγρια σκληρότητα κι απόλυτη βαρβαρότητα». Ένας από τους πρώτους κριτικούς του μυθιστορήματος, γράφοντας το Γενάρη του 1848 για το περιοδικό Atlas, περιέγραψε όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος ως «εντελώς μισητούς ή εντελώς αξιοκαταφρόνητους» κι ανώνυμος κριτικός στο The Examiner έγραψε:

Αυτό είναι ένα παράξενο βιβλίο. Δεν είναι χωρίς ενδείξεις σημαντικής δύναμης: αλλά, στο σύνολό της, είναι άγρια, συγκεχυμένη, ασύνδετη κι απίθανη. Κι οι άνθρωποι που συνθέτουν το δράμα, που είναι αρκετά τραγικό στις συνέπειές του, είναι άγριοι αγενέστεροι από κείνους που έζησαν πριν από τις ημέρες του Ομήρου.

Μερικοί μάλιστα έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν την πατρότητα του μυθιστορήματος. Όταν η Έμιλι ονομάστηκε από τη Σάρλοτ ως συγγραφέας του, 2 από τους φίλους του Μπράνγουελ Μπροντέ ισχυρίστηκαν ότι ο Μπράνγουελ, κι όχι η Έμιλι, ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του μυθιστορήματος. Ακολούθησε ανώνυμο άρθρο στο People’s Magazine εκφράζοντας δυσπιστία ότι τέτοιο έργο θα μπορούσε να έχει γραφτεί από «συνεσταλμένη κι αργόσχολη γυναίκα». Αν κι επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλι είχε αρχίσει να γράφει 2ο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν βρέθηκε ποτέ. Έχει προταθεί είτε ότι καταστράφηκε, είτε ότι η επιστολή προοριζόταν για την Anne Brontë, που έγραφε ήδη το The Tenant of Wildfell Hall.
Η Emily Brontë έχει συχνά χαρακτηριστεί ως ευσεβής αν και κάπως ανορθόδοξη χριστιανή, αιρετική και οραματίστρια «μυστικίστρια των μαυριτανών». Η μοναχική της φύση την έχει κάνει πρόκληση για τους βιογράφους ν’ αξιολογήσουν, ειδικά καθώς οι περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν προέρχονται από την αδελφή της Charlotte.

Μ’ εξαίρεση την Ellen Nussey και τη Louise de Bassompierre, συμφοιτήτρια στις Βρυξέλλες, δεν υπάρχει καμμία καταγραφή της Emily να έχει φίλους εκτός της οικογένειάς της. Αν κι υπάρχουνε πολλές θεωρίες, δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι ήταν ποτέ ερωτευμένη ή ότι οι παθιασμένες σχέσεις που απεικονίζονται στα Ανεμοδαρμένα Ύψη βασίστηκαν σε προσωπική εμπειρία. Η πιο στενή φίλη της Emily ήταν η αδελφή της Anne. Αχώριστοι στη παιδική ηλικία, μοιράστηκαν το δικό τους φανταστικό κόσμο, τον Gondal, μέχρι την ενηλικίωση.
Πολλά απ’ όσα έχουνε καταγραφεί για τη ζωή και το χαρακτήρα της προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τη Charlotte. Σύμφωνα με την ανάλυση της Lucasta Miller για τις βιογραφίες της Brontë, η Charlotte «ανέλαβε το ρόλο της 1ης μυθογράφου της Emily». Ο Stevie Davies γράφει γι’ αυτό που αποκαλεί «προπέτασμα καπνού της Charlotte» κι υποστηρίζει ότι η Charlotte σοκαρίστηκε από την Emily και μπορεί ακόμη και να αμφισβήτησε τη λογική της αδελφής της. Ένιωθε δέος για την ιδιοφυΐα της -κάποια στιγμή αναφερόταν σ’ αυτήν ως «γίγαντα» και «μωρό θεό», αλλά φαίνεται να μη κατάλαβε ποτέ πλήρως το έργο της, περιγράφοντάς τη στην εισαγωγή των Ανεμοδαρμένων Υψών ως: «ιθαγενής και γαλουχημένη των Μαυριτανών», που «δεν ήξερε τι είχε κάνει». Μετά το θάνατο της, η Σάρλοτ ξαναέγραψε τον χαρακτήρα της, την ιστορία της κι ακόμη και μερικά απ’ τα ποιήματά της, με τρόπο που ήλπιζε ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποδεκτός απ’ το κοινό αντιπροσωπεύοντας την Έμιλι ως ένα είδος ευγενούς άγριου των Μαυριτανών του Γιορκσάιρ, «ισχυρότερη από άνδρα, απλούστερη από παιδί». Στον Πρόλογο της 2ης Έκδοσης το 1850, γράφει:

Η διάθεση της αδελφής μου δεν ήταν εκ φύσεως αγελαία. Οι περιστάσεις ευνόησαν κι ενίσχυσαν τη τάση της γι’ απομόνωση. Εκτός από το να πάει στην εκκλησία ή να κάνει μια βόλτα στους λόφους, σπάνια περνούσε το κατώφλι του σπιτιού. Αν και τα αισθήματά της για τους ανθρώπους γύρω της ήταν καλοπροαίρετα, η συνουσία μαζί τους δεν επεδιώχθη ποτέ. ούτε, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν βιώσαμε ποτέ. Κι όμως τους γνώριζε: ήξερε τους τρόπους τους, τη γλώσσα τους, τις οικογενειακές τους ιστορίες· Μπορούσε ν’ ακούσει γι’ αυτά μ’ ενδιαφέρον και να μιλήσει γι’ αυτά με λεπτομέρειες, λεπτά, γραφικά κι ακριβή. αλλά ΜΑΖΙ τους, σπάνια αντάλλασσε μια λέξη.

Η βιογράφος Claire O’Callaghan λέει πως η τροχιά της κληρονομιάς της Emily άλλαξε σημαντικά απ’ τη βιογραφία της Gaskell για τη Charlotte, όχι μόνο επειδή η Gaskell δεν επισκέφθηκε το Haworth παρά μόνο μετά το θάνατο της, αλλά κι επειδή παραδέχεται ότι δεν του άρεσαν αυτά που γνώριζε γι’ αυτήν. Όπως σημείωσαν ο O’Callaghan κι άλλοι, η Charlotte ήταν η κύρια πηγή πληροφοριών τηςl για τη ζωή της Emily και μπορεί να υπερέβαλε την αδυναμία και τη συστολή της για να παίξει το ρόλο του μητρικού σωτήρα. Η βιογραφία της για τη Σαρλότ περιγράφει την Έμιλι ως ασυνήθιστα ψηλή και λεπτή, συχνά φορώντας μωβ φόρεμα κι ασκώντας «ασυνείδητη τυραννία» πάνω στις αδελφές της, που της έδωσαν το παρατσούκλι «ο Ταγματάρχης».

Συγκρατημένη σε σημείο εκκεντρικότητας, η Έμιλι φάνηκε σε μερικούς να ‘ναι αποσυνδεδεμένη απ’ τον πραγματικό κόσμο, καταφεύγοντας στη δική της φαντασίωση. Η Juliet Barker γράφει στη βιογραφία της για τους Brontë, ότι: «Η Emily… ήτανε τόσο απορροφημένη από τον εαυτό της και τις λογοτεχνικές δημιουργίες της, που ‘ίχε λίγο χρόνο για τα πραγματικά βάσανα της οικογένειας». Η βιογράφος Claire Harman εικάζει ότι η προσκόλληση της στη ρουτίνα, μαζί με τα θέματα διαχείρισης θυμού, την αποστροφή της σε κοινωνικές καταστάσεις και τη προσκόλλησή της στο σπίτι μπορεί να δείχνουν ότι είχε μορφή αυτισμού. Αν και φαινομενικά απολάμβανε να μαγειρεύει και να βοηθά στη κουζίνα, ο John Sutherland αναφέρει την «επίμονη νηστεία» της κι η βιογράφος Katherine Frank υποδηλώνει ότι μπορεί να υπέφερε από ανορεξία.
Η συστολή κι η αντικοινωνικότητά της έχουν αναφερθεί στη συνέχεια πολλές φορές. Στο Queens of Literature of the Victorian Era (1886), η Eva Hope συνοψίζει το χαρακτήρα της ως «ένα περίεργο μείγμα δειλίας και σπαρτιατικού θάρρους». Σύμφωνα με τη Norma Crandall, η «ζεστή, ανθρώπινη πτυχή της» «συνήθως αποκαλυπτόταν μόνο στην αγάπη της για τη φύση και τα ζώα». Σε παρόμοια περιγραφή, Τα Λογοτεχνικά Νέα (The Literary News, 1883) δηλώνουν: «[Η Έμιλυ] αγαπούσε τους επίσημους βάλτους, αγαπούσε όλα τα άγρια, ελεύθερα πλάσματα και πράγματα», αγάπη που οι κριτικοί βεβαιώνουν ότι εκδηλώνεται στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Με τα χρόνια, η αγάπη της για τη φύση έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ανέκδοτων. Εφημερίδα με ημερομηνία 31 Δεκέμβρη 1899, δίνει την αφήγηση ότι «με το πουλί και το θηρίο η Έμιλυ είχε τις πιο στενές σχέσεις κι από τις βόλτες της ερχόταν συχνά με νεοσύστατο ή νεαρό κουνέλι στο χέρι, μιλώντας απαλά σε αυτό, αρκετά σίγουρη επίσης, ότι καταλάβαινε».

Αλλά η Emily περιγράφεται επίσης ότι έχει παθιασμένη, απρόβλεπτη πλευρά στη προσωπικότητά της. Η βιογραφία της Winifred Gerin τη περιγράφει ως σωματικά ατρόμητη γυναίκα που έφερε όπλο και που κάποτε, όταν δαγκώθηκε από λυσσασμένο σκυλί, καυτηρίασε τη πληγή με καυτό σίδερο, για να μην ανησυχήσει τις αδελφές της. Η Gaskell, στη βιογραφία της Charlotte, αφηγείται την ιστορία της τιμωρίας της Emily με τον σκύλο της Keeper για αναρρίχηση με λασπωμένα πόδια σ’ ένα απ’ τα κρεβάτια στο Parsonage. Σύμφωνα με τη Gaskell, τον χτύπησε με τις γροθιές της μέχρι που ήταν «μισότυφλος» με τα μάτια του «πρησμένα», μετά τονε παρηγόρησε και τον έλουσε. Αυτή η ιστορία έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους βιογράφους και μελετητές, συμπεριλαμβανομένων των Janet Gezari, Lucasta Miller και Claire O’Callaghan. Η βιογραφία της Έμιλυ από τον Φρέιζερ αναφέρει τη στενή σχέση της με τον σκύλο της και δηλώνει ότι δεν ήταν ποτέ ο ίδιος μετά το θάνατό της.
Ο αδελφός της Έμιλυ, Μπράνγουελ, πέθανε ξαφνικά, τη Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 1848. Στη κηδεία του, μια βδομάδα μετά, έπαθε σοβαρό κρυολόγημα που γρήγορα εξελίχθηκε σε φλεγμονή των πνευμόνων και μπορεί να επιτάχυνε υπάρχουσα κατάσταση όπως η φυματίωση. Έχει προταθεί ότι η υγεία της είχε αποδυναμωθεί απ’ τις ανθυγιεινές συνθήκες στο σπίτι, που το νερό μολύνθηκε από την απορροή από το νεκροταφείο της εκκλησίας. Αν κι η κατάστασή της επιδεινωνόταν σταθερά, η Έμιλι απέρριψε την ιατρική βοήθεια, λέγοντας ότι δεν θα είχε «γιατρό δηλητηρίασης» κοντά της. Το πρωί της 19ης Δεκέμβρη 1848, η Καρλόττα, φοβούμενη για την αδελφή της, έγραψε:

Χειροτερεύει καθημερινά, πιο αδύναμη. Η γνώμη του γιατρού εκφράστηκε πολύ σκοτεινά για να ‘ναι χρήσιμη -έστειλε κάποιο φάρμακο που δεν θα ‘παιρνε. Στιγμές τόσο σκοτεινές όσο αυτές που δεν έχω γνωρίσει ποτέ -προσεύχομαι για την υποστήριξη του Θεού σε όλους μας.

Το μεσημέρι, η κατάσταση της Έμιλι είχε επιδεινωθεί. Με τα τελευταία της λόγια, είπε στη Σάρλοτ: «Αν στείλεις γιατρό, θα τον δω τώρα» αλλά ήταν πολύ αργά. Πέθανε την ίδια μέρα περίπου στις 2 το απόγευμα. Σύμφωνα με τη Mary Robinson, πρώιμη βιογράφο, πέθανε στον καναπέ στο σαλόνι του Parsonage, ποτ το είχε υιοθετήσει ως κρεβάτι. Ένα γράμμα από την επιστολή της Charlotte στον William Smith Williams, περιγράφει τον σκύλο της Emily, τον Keeper, να κείτεται δίπλα στο νεκροκρέβατό της. Πέθανε λιγότερο από 3 μήνες μετά το θάνατο του Μπράνγουελ, γεγονός που οδήγησε τη Μάρθα Μπράουν, υπηρέτρια, να δηλώσει ότι «η δεσποινίς Έμιλι πέθανε από ραγισμένη καρδιά από αγάπη για τον αδελφό της». Η Έμιλυ είχε γίνει τόσο λεπτή που το φέρετρό της είχε πλάτος μόλις 16 ίντσες (40 εκ). Ο ξυλουργός είπε ότι ποτέ δεν είχε κάνει στενότερο για ενήλικα. Τα λείψανά της θάφτηκαν στο οικογενειακό θησαυροφυλάκιο στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Όλων των Αγγέλων, στο Haworth. Το 2024, το μνημείο στη Γωνιά των Ποιητών στο Αβαείο του Γουέστμινστερ τροποποιήθηκε για να διορθωθεί το ορθογραφικό λάθος του οικογενειακού ονόματος (από Bronte σε Brontë).
Αν και το έργο της Έμιλι δεν εκτιμήθηκε ευρέως στη στιγμή της δημοσίευσής του, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη έγιναν στη συνέχεια αγγλικό λογοτεχνικό κλασσικό και περιγράφεται στο Longman Companion to Victorian Fiction του John Sutherland ως το «αγαπημένο μυθιστόρημα του 19ου & 20ού αι.». Τα ποιήματά της, επίσης, έχουνε φτάσει σε παγκόσμιο κοινό. Η εναρκτήρια γραμμή του “No coward soul is mine” είναι δημοφιλής σε κούπες και μπρελόκ, ακόμη και ως τατουάζ. Συγγραφείς που ‘χουν εμπνευστεί από την Emily είναι: Sylvia Plath, Jacqueline Wilson, Joanne Harris, Margaret Atwood, Kate Mosse, Dorothy Koomson και Lucy Powrie (που είναι τώρα πρόεδρος της Brontë Society). Το 2018, για να γιορτάσει τη 200στή επέτειό της η Borough Press δημοσίευσε συλλογή διηγημάτων με τίτλο I Am Heathcliff, που επιμελήθηκε η Kate Mosse και με ιστορίες των Leila Aboulela, Hanan Al-Shaykh, Joanna Cannon, Alison Case, Juno Dawson, Louise Doughty, Sophie Hannah, Anna James, Erin Kelly, Dorothy Koomson, Grace McCleen, Lisa McInerney, Laurie Penny, Nikesh Shukla, Michael Stewart και Louisa Young.

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη έχουνε προσαρμοστεί πολλές φορές, στο ΗΒ κι αλλού, για το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τη σκηνή και τη τηλεόραση. Η 1η προσαρμογή του μυθιστορήματος ήτανε βωβή ταινία το 1920, σε σκηνοθεσία A. V. Bramble. Οι ηθοποιοί που υποδύονται τη Catherine Earnshaw ήταν: Juliette Binoche, Rosemary Harris και Merle Oberon κι οι ηθοποιοί που παίξανε τον Heathcliff ήταν: Ralph Fiennes, Laurence Olivier και Tom Hardy. Το 2025, η Emma Rice έκανε πρεμιέρα μια θεατρική μουσική προσαρμογή του Wuthering Heights στο Σίδνεϊ, με πρωταγωνιστή τον John Leader ως Heathcliff. Το 2025 ανακοινώθηκε ότι νέα κινηματογραφική προσαρμογή ήταν σε παραγωγή, σε σκηνοθεσία Emerald Fennell και με πρωταγωνιστές τους Margot Robbie και Jacob Elordi.
Υπάρχουν επίσης πολλές προσαρμογές που απεικονίζουν τις αδελφές και τη ζωή τους. Η ταινία Devotion του 1946 ήταν εξαιρετικά φανταστική αφήγηση της ζωής των αδελφών Μπροντέ. Στη ταινία του 2019 How to Build a Girl, η Emily κι η Charlotte είναι μεταξύ των ιστορικών μορφών στο κολάζ τοίχου της Johanna. Στη ταινία Emily του 2022, σε σενάριο και σκηνοθεσία της Frances O’Connor, η Emma Mackey υποδύεται την Emily πριν από τη δημοσίευση των Ανεμοδαρμένων Υψών. Η ταινία αναμιγνύει γνωστές βιογραφικές λεπτομέρειες με φανταστικές καταστάσεις και σχέσεις.
Το 2017, η Catherynne Valente έγραψε το The Glass House Game, το οποίο επαναπροσδιορίζει τα αδέρφια Brontë ως χαρακτήρες στη δική τους εκδοχή των βιβλίων Narnia του C. S. Lewis. Το 2020, η graphic novelist Isabel Greenberg προσάρμοσε το Glass Town σε graphic novel που συνδυάζει τη πρώιμη μυθοπλασία των Brontë με τ’ απομνημονεύματα.
Μια προσαρμογή του μυθιστορήματος από το BBC το 1967 ήταν η αρχική έμπνευση για το ντεμπούτο single, “Wuthering Heights”, από τη Βρεττανίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιό Kate Bush, που κυκλοφόρησε το Γενάρη του 1978. Το 1996, ο τραγουδιστής-τραγουδοποιός Cliff Richard παρουσίασε το Heathcliff, σε θεατρικό μιούζικαλ βασισμένο στον χαρακτήρα, που ο ίδιος έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 2019 το αγγλικό φολκ συγκρότημα The Unthanks κυκλοφόρησε το Lines, 3 σύντομα άλμπουμ, που περιλαμβάνουν μελοποιήσεις ποιημάτων της Μπροντέ. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο σπίτι των Brontë, χρησιμοποιώντας το δικό τους πιάνο εποχής Regency που έπαιζε ο Adrian McNally. Ο Νορβηγός συνθέτης Ola Gjeilo μελοποίησε επιλεγμένα ποιήματά της με χορωδία SATB, ορχήστρα εγχόρδων και πιάνο, έργο που ανατέθηκε και παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα από τη Χορωδιακή Εταιρεία του Σαν Φρανσίσκο σε μια σειρά συναυλιών στο Όκλαντ και το Σαν Φρανσίσκο.

ΡΗΤΆ:

Είναι πιότερο ο εαυτός μου από μένα. Από ό,τι είναι φτιαγμένες οι ψυχές μας, η δική του κι η δική μου είναι ίδιες.

Αν όλα τα άλλα χαθούν και εκείνος παραμείνει, θα συνεχίσω να είμαι. Και αν όλα τα άλλα παρέμεναν και εκμηδενιζόταν, το σύμπαν θα στρεφόταν σε έναν ισχυρό ξένο.

Να είστε πάντα μαζί μου -πάρτε οποιαδήποτε μορφή- να με τρελλάνετε! Μόνο μη με αφήνεις σ’ αυτή την άβυσσο, όπου δεν μπορώ να σε βρω! Ω, Θεέ μου! Είναι ανείπωτο! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη ζωή μου! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την ψυχή μου!

Μακάρι να ήμουν ξανά κορίτσι, μισοάγριο κι ανθεκτικό κι ελεύθερο.

Αν αγαπούσε με όλες τις δυνάμεις της μικροκαμωμένης ύπαρξής του, δεν θα μπορούσε να αγαπήσει τόσο πολύ σε ογδόντα χρόνια όσο θα μπορούσα εγώ σε μια μέρα.

Έκαιγε πολύ φωτεινά γι’ αυτόν τον κόσμο.

Αν με κοιτούσες έστω μια φορά με αυτό που ξέρω ότι υπάρχει μέσα σου, θα ήμουν σκλάβα σου.

Ονειρεύτηκα στη ζωή μου, όνειρα που έμειναν μαζί μου για πάντα κι άλλαξα τις ιδέες μου. Πέρασαν μέσα και μέσα από μένα, όπως το κρασί μέσα από το νερό κι άλλαξαν το χρώμα του μυαλού μου.

Πρέπει να υπενθυμίζω στον εαυτό μου να αναπνέει – σχεδόν να υπενθυμίζω στην καρδιά μου να χτυπάει!

Δεν ήταν το αγκάθι που λυγίζει στο αγιόκλημα, αλλά τα αγιόκλημα που αγκαλιάζει το αγκάθι.

Οι έντιμοι άνθρωποι δεν κρύβουν τις πράξεις τους.

Ο ουρανός δεν φαινόταν να είναι το σπίτι μου. Και ράγισα τη καρδιά μου κλαίγοντας για να επιστρέψω στη γη. Κι οι άγγελοι θύμωσαν τόσο πολύ που με πέταξαν στη μέση της ερημιάς, στη κορυφή στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, όπου ξύπνησα κλαίγοντας από χαρά.

Ήθελε όλοι να βρίσκονται σε έκσταση ειρήνης. Ήθελα όλοι να λάμψουν και να χορέψουν σε ένδοξο ιωβηλαίο. Είπα ότι ο ουρανός του θα ήταν μόνο μισός ζωντανός. Και είπε ότι το δικό μου θα τον μεθύσει. Είπα ότι πρέπει να κοιμηθώ στο δικό του. Κι είπε ότι δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει στο δικό μου.

Ένα άτομο που δεν έχει κάνει τη μισή δουλειά της ημέρας του μέχρι τις δέκα, έχει την πιθανότητα να αφήσει την άλλη μισή ανολοκλήρωτη.

Η προδοσία και η βία είναι δόρατα στραμμένα και στα δύο άκρα. Πληγώνουν εκείνους που καταφεύγουν σε αυτούς χειρότερα από τους εχθρούς τους.

Θα περπατήσω ως εκεί που θα με οδηγούσε η δική μου φύση.

Είναι παράξενο που οι άνθρωποι πρέπει να είναι τόσο άπληστοι, όταν είναι μόνοι στον κόσμο.

Κάθε φύλλο μου μιλάει ευδαιμονία, φτερουγίζοντας από το φθινοπωρινό δέντρο.

Θα περπατήσω ως εκεί που θα με οδηγούσε η δική μου φύση. Με ενοχλεί να επιλέξω άλλον οδηγό: Εκεί που τρέφονται τα γκρίζα κοπάδια σε φτέρες ρεματιές. Εκεί που φυσάει ο άγριος άνεμος στην πλαγιά του βουνού.

Πόσο σκληρές, οι φλέβες σου είναι γεμάτες παγωμένο νερό και οι δικές μου βράζουν

Και από τη μέση της χαρούμενης κατήφειας πέρασα σε μια φωτεινή ασυννέφιαστη μέρα.

Αν είχα προκαλέσει το σύννεφο, ήταν καθήκον μου να κάνω μια προσπάθεια να το διαλύσω.

Κάθε λείψανο των νεκρών είναι πολύτιμο, αν ήταν πολύτιμο ζωντανό.

ΠΟΙΉΜΑΤΑ:

XVII

Είμαι το μόνο ον του οποίου την καταδίκη
Καμμία γλώσσα δεν θα ζητούσε, κανένα μάτι δεν θα θρηνούσε.
Δεν έχω προκαλέσει ποτέ μια σκέψη κατήφειας,
ένα χαμόγελο χαράς, από τότε που γεννήθηκα.

Σε μυστική ευχαρίστηση, μυστικά δάκρυα,
Αυτή η μεταβαλλόμενη ζωή έχει γλιστρήσει μακριά,
Ως χωρίς φίλους μετά από δεκαοκτώ χρόνια,
Τόσο μοναχική όσο τη γενέθλια ημέρα μου.

Υπήρξαν στιγμές που δεν μπορώ να κρυφτώ,
Υπήρξαν στιγμές που αυτό ήταν τρελό,
Όταν η λυπημένη ψυχή μου ξέχασε την υπερηφάνεια
της Και λαχταρούσε να με αγαπήσει κανείς εδώ.

Αλλά αυτά ήταν στην πρώιμη λάμψη
των συναισθημάτων που υποτάχθηκαν από τη φροντίδα,
Και έχουν πεθάνει τόσο πολύ καιρό πριν,
σχεδόν τώρα δεν πιστεύω ότι ήταν.

Πρώτα έλιωσε η ελπίδα της νεότητας,
Τότε το ουράνιο τόξο της φαντασίας αποσύρθηκε γρήγορα.
Και τότε η εμπειρία μου είπε την αλήθεια
: Στους θνητούς κόλπους δεν μεγάλωσε ποτέ.

“Ήταν αρκετή θλίψη για να σκεφτεί κανείς την ανθρωπότητα
κούφια, δουλική, ανειλικρινής.
Αλλά χειρότερα να εμπιστευτώ στο μυαλό
μου Και να βρω την ίδια διαφθορά εκεί.

17 Μαΐου 1839.

Spellbound (Νοέμβριος 1837)

Η νύχτα σκοτεινιάζει γύρω μου,
Οι άγριοι άνεμοι φυσούν κρύα.
Αλλά ένα ξόρκι τυράννου με
έχει δέσει Και δεν μπορώ, δεν μπορώ να πάω.
Η νύχτα σκοτεινιάζει γύρω μου,
Οι άγριοι άνεμοι φυσούν κρύα.
Αλλά ένα ξόρκι τυράννου με
έχει δέσει Και δεν μπορώ, δεν μπορώ να πάω.

Τα γιγαντιαία δέντρα λυγίζουν
τα γυμνά κλαδιά τους ζυγισμένα με χιόνι,Και
η καταιγίδα κατεβαίνει γρήγορα,
Και όμως δεν μπορώ να πάω.

Σύννεφα πέρα από τα σύννεφα πάνω μου,
Απόβλητα πέρα από τα απόβλητα κάτω.
Αλλά τίποτα δεν μπορεί να με συγκινήσει –
δεν θα μπορέσω, δεν μπορώ να πάω.

Δεν θα σε εμπνέει πια η γη

Δεν θα σε εμπνέει πια η γη,
μόνος ονειροπόλος τώρα;
Αφού το πάθος δεν μπορεί να σε φωτίσει,
θα πάψει η φύση να υποκλίνεται;

Ο νους σου κινείται πάντοτε,
σε περιοχές σκοτεινές για σένα.
Θυμηθείτε την άχρηστη περιπλάνησή του,
Επιστρέψτε, και κατοικήστε μαζί μου.

Ξέρω ότι η
αύρα του βουνού μου σε μαγεύει και σε γαληνεύει ακόμα,
ξέρω ότι ο ήλιος μου ευχαριστεί,
παρά την δύστροπη θέλησή σου.

Όταν η μέρα με το βράδυ αναμειγνύεται,
Βυθίζεται από τον καλοκαιρινό ουρανό,
έχω δει το πνεύμα σου να λυγίζει
στην τρυφερή ειδωλολατρία.

Σε παρακολουθώ κάθε ώρα.
Γνωρίζω την ισχυρή επιρροή μου:
Γνωρίζω τη μαγική μου δύναμη
να διώχνω τις θλίψεις σου μακριά.

Λίγες καρδιές στους θνητούς δόθηκαν,
Στη γη τόσο άγρια πεύκα.
Ωστόσο, λίγοι θα ζητούσαν έναν ουρανό
που μοιάζει περισσότερο με αυτή τη γη παρά με εσένα.

Τότε οι άνεμοι μου ας σε χαϊδέψουν.
Ο σύντροφός σου ας είμαι:
Αφού κανένας δίπλα σου δεν μπορεί να σε ευλογήσει,
γύρισε – και κατοίκησε μαζί μου.

Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΈΝΟΣ

ΈΝΑ ΘΡΑΎΣΜΑ

Στα μπουντρούμια-κρύπτες έκανα άπραγος ξεστρατίζοντας,
απερίσκεπτος από τις ζωές που χάνονταν εκεί.
«Σχεδιάστε τις βαριές ράβδους! Άνοιξε, Φύλακα πρύμνη!»
Δεν τόλμησε να μου πει όχι – οι μεντεσέδες γυρίζουν σκληρά.

«Οι καλεσμένοι μας είναι σκοτεινά στεγασμένοι», ψιθύρισα, κοιτάζοντας μέσα από
το θησαυροφυλάκιο, του οποίου το τριμμένο μάτι έδειχνε τον ουρανό πιο γκρίζο παρά μπλε.
(Τότε ήταν που η χαρούμενη Άνοιξη γέλασε ξυπνώντας με υπερηφάνεια).
«Ναι, αρκετά σκοτεινά τοποθετημένα!» επέστρεψε ο σκυθρωπός οδηγός μου.

Τότε, ο Θεός συγχώρεσε τα νιάτα μου. Συγχώρεσε την απρόσεκτη γλώσσα Μου.
Χλεύασα, καθώς οι ψυχρές αλυσίδες στις υγρές σημαίες χτυπούσαν:
“Περιορισμένος σε τριπλούς τοίχους, θέλεις τόσο πολύ να φοβάσαι,
ότι πρέπει να σε δέσουμε και να σφίξουμε τα δεσμά σου εδώ;”

Η αιχμάλωτη σήκωσε το πρόσωπό της. ήταν τόσο μαλακό και ήπιο
όσο ο γλυπτός μαρμάρινος άγιος, ή το κοιμισμένο απογαλακτισμένο παιδί.
Ήταν τόσο απαλό και ήπιο, ήταν τόσο γλυκό και δίκαιο,
ο πόνος δεν μπορούσε να χαράξει μια γραμμή, ούτε η θλίψη μια σκιά εκεί!

Η αιχμάλωτη σήκωσε το χέρι της και το πίεσε στο φρύδι της.
«Έχω χτυπηθεί», είπε, «και υποφέρω τώρα.
Ωστόσο, αυτά έχουν μικρή αξία, τα μπουλόνια και τα σίδερά σας ισχυρά.
Και, αν ήταν σφυρηλατημένα από ατσάλι, δεν θα μπορούσαν να με κρατήσουν πολύ».

Βραχνή γέλασε ο δεσμοφύλακας ζοφερά: “Θα κερδίσω να ακούσω;
Νομίζεις, στοργικός, ονειρευόμενος άθλια, ότι θα ικανοποιήσω την προσευχή σου;
Ή, ακόμα καλύτερα, θα λιώσει την καρδιά του κυρίου μου με στεναγμούς;
Αχ! Νωρίτερα μπορεί ο ήλιος να ξεπαγώσει αυτές τις πέτρες γρανίτη.

“Η φωνή του κυρίου μου είναι χαμηλή, η όψη του μειλίχια και ευγενική,
αλλά σκληρή όσο σκληρότερη πυριτόλιθος η ψυχή που κρύβεται πίσω.
Και είμαι τραχύς και αγενής, αλλά όχι πιο τραχύς να δω
από το κρυμμένο φάντασμα που έχει το σπίτι του μέσα μου».

Γύρω από τα χείλη της έπαιξε ένα χαμόγελο σχεδόν περιφρόνησης.
«Φίλη μου», είπε απαλά, «δεν με άκουσες να θρηνώ.
Όταν εσείς οι ζωές των συγγενών μου, της χαμένης μου ζωής, μπορείτε να αποκαταστήσετε,
τότε μπορώ να κλάψω και να μηνύσω, αλλά ποτέ, φίλε, πριν!

“Ωστόσο, ας γνωρίζουν οι τύραννοί μου, δεν είμαι καταδικασμένος να φοράω
χρόνο με το χρόνο σε κατήφεια και έρημη απελπισία.
Ένας αγγελιοφόρος της Ελπίδας έρχεται κάθε βράδυ σε μένα,
και προσφέρει για σύντομη ζωή, αιώνια ελευθερία.

«Έρχεται με δυτικούς ανέμους, με βραδινούς περιπλανώμενους αέρηδες,
με εκείνο το καθαρό σούρουπο του ουρανού που φέρνει τα παχύτερα αστέρια.
Οι άνεμοι παίρνουν έναν σκεπτικό τόνο, και αστέρια μια τρυφερή φωτιά,
Και τα οράματα ανεβαίνουν, και αλλάζουν, που με σκοτώνουν με επιθυμία.

«Επιθυμία για τίποτα γνωστό στα ώριμα χρόνια μου,
όταν η χαρά τρελαινόταν από δέος, μετρώντας μελλοντικά δάκρυα.
Όταν, αν ο ουρανός του πνεύματός μου ήταν γεμάτος λάμψεις ζεστές,
δεν ήξερα από πού προέρχονταν, από τον ήλιο ή την καταιγίδα.

“Αλλά, πρώτα, μια σιωπή ειρήνης – μια ήρεμη ηρεμία κατεβαίνει.
Ο αγώνας της αγωνίας και της άγριας ανυπομονησίας τελειώνει.
Βουβή μουσική καταπραΰνει το στήθος μου – ανείπωτη αρμονία,
που δεν μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ, μέχρι που η Γη χάθηκε για μένα.

“Τότε ξημερώνει ο Αόρατος. Το Αόρατο αποκαλύπτει η αλήθεια του.
Η εξωτερική μου αίσθηση έχει φύγει, η εσωτερική μου ουσία αισθάνεται:
Τα φτερά του είναι σχεδόν ελεύθερα – το σπίτι του, το λιμάνι του που βρέθηκε,
Μετρώντας το χάσμα, σκύβει και τολμά το τελικό φράγμα.

«Ω! φοβερός είναι ο έλεγχος – έντονη η αγωνία –
Όταν το αυτί αρχίζει να ακούει και το μάτι αρχίζει να βλέπει.
Όταν ο παλμός αρχίζει να σφύζει, ο εγκέφαλος να σκεφτεί ξανά;
Η ψυχή να αισθανθεί τη σάρκα και η σάρκα να αισθανθεί την αλυσίδα.

“Ωστόσο, δεν θα έχανα κανένα κεντρί, δεν θα επιθυμούσα λιγότερα βασανιστήρια.
Όσο περισσότερο βασανίζει τα ράφια αγωνίας, τόσο νωρίτερα θα ευλογήσει.
Και ντυμένος με φλόγες της κόλασης, ή λαμπρός με ουράνια λάμψη,
αν αυτό μόνο προαναγγέλλει θάνατο, το όραμα είναι θεϊκό!»

Έπαψε να μιλάει, κι εμείς, χωρίς να απαντήσουμε, γυρίσαμε να φύγουμε –
Δεν είχαμε άλλη δύναμη να δουλέψουμε το αλίμονο της αιχμαλωσίας:
Το μάγουλό της, το αστραφτερό μάτι της, δήλωσε ότι ο άνθρωπος είχε δώσει
μια ποινή, χωρίς έγκριση και ακυρωμένη από τον Ουρανό.

ΙV

ΑΝΆΜΝΗΣΗ

Κρύο στη γη – και το βαθύ χιόνι συσσωρεύτηκε από πάνω σου,
μακριά, μακριά, κρύο στον θλιβερό τάφο!
Ξέχασα, μόνη μου Αγάπη, να σε αγαπήσω,
Αποκομμένη επιτέλους από το κύμα του Χρόνου που κόβει τα πάντα;

Τώρα, όταν είμαι μόνος, οι σκέψεις μου δεν αιωρούνται
πλέον πάνω από τα βουνά, σε εκείνη τη βόρεια ακτή,
ακουμπώντας τα φτερά τους όπου τα φύλλα της χέρσας και της φτέρης καλύπτουν
την ευγενή καρδιά Σου για πάντα, όλο και περισσότερο;

Κρύο στη γη – και δεκαπέντε άγριοι Δεκέμβρηδες,
Από αυτούς τους καφέ λόφους, έχουν λιώσει στην άνοιξη:
Πιστό, πράγματι, είναι το πνεύμα που θυμάται
Μετά από τόσα χρόνια αλλαγής και ταλαιπωρίας!

Γλυκιά Αγάπη της νιότης, συγχώρεσε, αν σε ξεχάσω,
ενώ η παλίρροια του κόσμου με συμπαρασύρει.
Άλλες επιθυμίες και άλλες ελπίδες με βασανίζουν,
ελπίδες που συσκοτίζουν, αλλά δεν μπορούν να σε αδικήσουν!

Κανένα μεταγενέστερο φως δεν φώτισε τον ουρανό μου,
κανένα δευτερόλεπτο δεν έλαμψε ποτέ για μένα.
Όλη η ευδαιμονία της ζωής μου από την αγαπημένη σου ζωή δόθηκε,
Όλη η ευδαιμονία της ζωής μου είναι στον τάφο μαζί σου.

Αλλά όταν οι μέρες των χρυσών ονείρων είχαν χαθεί,
και ακόμη και η απελπισία ήταν ανίκανη να καταστρέψει.
Τότε έμαθα πώς η ύπαρξη θα μπορούσε να αγαπηθεί,
να ενισχυθεί και να τραφεί χωρίς τη βοήθεια της χαράς.

Τότε έλεγξα τα δάκρυα του άχρηστου πάθους –
απογαλακτίστηκε η νεαρή ψυχή μου από τη λαχτάρα για σένα.
Αρνήθηκε αυστηρά τη φλογερή επιθυμία του να σπεύσει
σε αυτόν τον τάφο ήδη περισσότερο από τον δικό μου.

Κι όμως, δεν τολμώ να την αφήσω να μαραζώσει,
δεν τολμώ να ενδώσω στον εκστατικό πόνο της μνήμης.
Μόλις πιω βαθιά από αυτή τη θεϊκή αγωνία,
πώς θα μπορούσα να αναζητήσω ξανά τον άδειο κόσμο;

Η ημερομηνία του ποιήματος, όπως δόθηκε απ’ τη δεσποινίδα Ρόμπινσον, είναι Μάρτης 1845.

Συμπόνια

Απελπισία δε θα νιώσεις
όσο τ’ αστέρια σαν μικρές φωτιές
καίνε τούτες τις νυχτιές.

Όσο το βράδυ ήσυχα απλώνει τη δροσιά του
κι η λάμψη του ήλιου χρυσίζει το πρωί.

Απελπισία δε θα νιώσεις-
ακόμα κι αν τα δάκρια
κυλήσουνε ποτάμια.

Μήπως αυτοί που στη ζωή σου
πιο πολύ αγάπησες
δε θα ‘ναι πάντα γύρω απ’ την καρδιά σου;

Κλαίνε και κλαις, έτσι είναι’
Αναστενάζουν οι άνεμοι
στους αναστεναγμούς σου,
κι η θλίψη του χειμώνα
πέφτει με το χιόνι
στη γη απάνω στου Φθινοπώρου τα φύλλα.

Όμως, να ‘τα που ξαναζωντανεύουν,
κι από τη μοίρα τους
αχώριστη η δική σου μοίρα.

Και τότε το ταξίδι συνεχίζεις,
κι αν δεν ευτύχησες,
τουλάχιστον ποτέ δεν ράγισε η καρδιά σου!

===========================================

ΑΝΝΕ

Η Anne Brontë (17Γενάρη 1820 – 28 Μάη 1849) ήταν Aγγλίδα μυθιστοριογράφος και ποιήτρια, το νεότερο μέλος της λογοτεχνικής οικογένειας της Μπροντέ.
Ήτανε κόρη της Maria (το γένος Branwell) και του Patrick Brontë, ενός φτωχού Ιρλανδού κληρικού στην Εκκλησία της Αγγλίας. Η Anne έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της με την οικογένειά της στην ενορία του Haworth στο Yorkshire Dales. Κατά τα άλλα, φοίτησε σε οικοτροφείο στο Mirfield μεταξύ 1836 και 1837 και μεταξύ 1839 και 1845 έζησε αλλού εργαζόμενος ως γκουβερνάντα. Το 1846, δημοσίευσε ένα βιβλίο ποιημάτων με τις αδελφές της και αργότερα δύο μυθιστορήματα, αρχικά με το ψευδώνυμο Acton Bell. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Agnes Grey, εκδόθηκε το 1847 ταυτόχρονα με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη από την αδελφή της Emily Brontë. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Άννας, The Tenant of Wildfell Hall, δημοσιεύθηκε το 1848. Ο ενοικιαστής του Wildfell Hall θεωρείται συχνά ένα από τα πρώτα φεμινιστικά μυθιστορήματα.
Η Άννα πέθανε στα 29 της, πιθανότατα από πνευμονική φυματίωση. Μετά το θάνατό της, η αδελφή της Charlotte επιμελήθηκε το Agnes Grey για να διορθώσει προβλήματα με τη 1η του έκδοση, αλλά εμπόδισε την επανέκδοση του The Tenant of Wildfell Hall. Ως αποτέλεσμα, η Άννα δεν είναι τόσο γνωστή όσο οι αδελφές της. Παρ ‘όλ’ αυτά και τα δύο μυθιστορήματά της θεωρούνται κλασσικά της αγγλικής λογοτεχνίας.

Πατέρας της ήταν ο Πάτρικ Μπροντέ, που γεννήθηκε σ’ εξοχικό σπίτι 2 δωματίων στο Emdale, Loughbrickland, County Down, Ιρλανδία. Ήταν το μεγαλύτερο από 10 παιδιά που γεννήθηκαν από τον Hugh Brunty και την Eleanor McCrory, φτωχούς Ιρλανδούς αγρότες. Το επώνυμο της οικογένειας, mac Aedh Ó Proinntigh, ήταν αγγλικοποιημένο ως Prunty ή Brunty. Παλεύοντας ενάντια στη φτώχεια, έμαθε να διαβάζει και να γράφει κι απ’ το 1798 δίδασκε άλλους. Το 1802, στα 25, κέρδισε θέση για να σπουδάσει θεολογία στο St. John’s College του Cambridge. Εδώ άλλαξε το όνομά του, Brunty, στο πιο διακεκριμένο Brontë. Το 1807 χειροτονήθηκε ιερέας στην Εκκλησία της Αγγλίας. Υπηρέτησε ως εφημέριος στο Έσσεξ και στη συνέχεια στο Ουέλινγκτον του Σρόπσαϊρ. Το 1810, δημοσίευσε το 1το του ποίημα, Winter Evening Thoughts, σε τοπική εφημερίδα. Το 1811, δημοσίευσε συλλογή ηθικών στίχων, Cottage Poems. Επίσης το 1811, έγινε εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου στο Χάρτσχεντ του Γιορκσάιρ. Το 1812, διορίστηκε εξεταστής Κλασσικών Σπουδών στο Woodhouse Grove School, κοντά στο Μπράντφορντ. Αυτή ήταν ακαδημία Wesleyan όπου, στα 35 του, γνώρισε τη μελλοντική σύζυγό του, την ανηψιά του διευθυντή, Maria Branwell.
Η Maria μητέρα της Anne, ήτανε κόρη της Anne Carne, κόρης ενός αργυροχόου και του Thomas Branwell, ενός επιτυχημένου παντοπώλη κι εμπόρου τσαγιού στο Penzance. Ήτανε το 11ο από 12 παιδιά κι απολάμβανε τα οφέλη μιας ευημερούσας οικογένειας σε μικρή πόλη. Μετά το θάνατο των γονιών της, πήγε να βοηθήσει τη θεία της με τις λειτουργίες καθαριότητας στο σχολείο. Ήταν έξυπνη και καλά διαβασμένη κι η ισχυρή μεθοδιστική πίστη της προσέλκυσε τον Πάτρικ,που οι τάσεις ήταν παρόμοιες.
Μέσα σε 3 μήνες, στις 29 Δεκέμβρη 1812, αν κι από πολύ διαφορετικό υπόβαθρο, ο Πάτρικ κι η Μαρία παντρεύτηκαν. Το 1ο τους παιδί, η Μαρία (1814-1825), γεννήθηκε αφού μετακόμισαν στο Χάρτσχεντ. Το 1815, ο Πάτρικ διορίστηκε εφημέριος του παρεκκλησίου στη Market Street Thornton, κοντά στο Μπράντφορντ. 2η κόρη, η Ελισάβετ (1815-1825), γεννήθηκε λίγο μετά. Ακολούθησαν άλλα 4 παιδιά: η Σάρλοτ (1816-1855), ο Μπράνγουελ (1817-1848), η Έμιλι (1818-1848) κι η Άννα (1820-1849).

Η Άννα ήτανε το μικρότερο παιδί των Μπροντέ. Γεννήθηκε στις 17 Γενάρη 1820 στην ενορία της Market Street, Thornton (τώρα γνωστή ως γενέτειρα της Brontë), στα περίχωρα του Μπράντφορντ. Βαφτίστηκε εκεί στις 25 Μάρτη 1820. Αργότερα ο Πάτρικ διορίστηκε στο Χάγουορθ μικρή πόλη επτά μίλια (11 χιλμ) μακρυά. Τον Απρίλη του 1820 η οικογένεια μετακόμισε εκεί.
Όταν η Άννα ήταν ενός έτους, η μητέρα της, η Μαρία, αρρώστησε, πιθανώς από καρκίνο της μήτρας και πέθανε στις 15 Σεπτέμβρη 1821. Ο Πάτρικ προσπάθησε να ξαναπαντρευτεί, χωρίς επιτυχία. Η αδελφή της, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, είχε μετακομίσει στην ενορία αρχικά για τη Μαρία, αλλά πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της εκεί μεγαλώνοντας τα παιδιά της απ’ την αίσθηση καθήκοντος. Ήταν αυστηρή και περίμενε σεβασμό, όχι αγάπη. Υπήρχε λίγη στοργή μεταξύ αυτής και των μεγαλύτερων παιδιών. Σύμφωνα με τη παράδοση, η Άννα ήταν η αγαπημένη της. Στη βιογραφία της Gaskell για τη Charlotte, ο Patrick θυμόταν την Anne ως πρόωρη, είπε ότι όταν η Anne ήταν 4 την είχε ρωτήσει τι ήθελε πιότερο ένα παιδί κι ότι είχε πει: «ηλικία και εμπειρία».
Το καλοκαίρι του 1824 ο Πάτρικ έστειλε τις κόρες του Μαρία, Ελισάβετ, Σάρλοτ κι Έμιλυ στο Κρόφτον Χολ του Δυτικού Γιορκσάιρ και στη συνέχεια στο Σχολείο Θυγατέρων του Κλήρου στη Γέφυρα Κάουαν στο Λανκασάιρ. Η Μαρία κι η Ελισάβετ πέθαναν από φυματίωση στις 6 Μάη και 15 Ιουνίου 1825 αντίστοιχα κι η Καρλόττα κι η Έμιλυ μεταφέρθηκαν στο σπίτι. Οι απροσδόκητοι θάνατοι στενοχώρησαν την οικογένεια τόσο πολύ που ο Πάτρικ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να τους διώξει ξανά. Εκπαιδεύτηκαν στο σπίτι για τα επόμενα 5 έτη, κυρίως από την Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ και τον Πάτρικ. Τα παιδιά έκαναν ελάχιστη προσπάθεια ν’ αναμειχθούν με άλλους εκτός της ενορίας και βασίζονταν το ένα στο άλλο για παρέα. Οι ζοφεροί βάλτοι γύρω από το Haworth έγιναν η παιδική χαρά τους. Η Άννα μοιραζότανε δωμάτιο με τη θεία της, Ελισάβετ. Ήταν κοντά και μπορεί να επηρέασε την προσωπικότητα και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Άννας.

Οι σπουδές της Άννας στο σπίτι ήτανε μουσική και σχέδιο. Ο οργανίστας της εκκλησίας Keighley έδωσε μαθήματα πιάνου στην Anne, την Emily και τον Branwell κι ο John Bradley τους έδωσε μαθήματα τέχνης. Ο καθένας ζωγράφισε με κάποια δεξιοτεχνία. Η θεία τους προσπάθησε να διδάξει στα κορίτσια πώς να διευθύνουν ένα νοικοκυριό, αλλά έκλιναν πιότερο στη λογοτεχνία. Διαβάζουν πολλά από την καλά εξοπλισμένη βιβλιοθήκη του πατέρα. Η ανάγνωσή τους ήταν η Βίβλος, ο Όμηρος, τον Βιργίλιο, τον Σαίξπηρ, τον Μίλτον, τον Μπάιρον, τον Σκοτ, άρθρα από το Blackwood’s Edinburgh Magazine, το Fraser’s Magazine και το The Edinburgh Review, καθώς και βιβλία ιστορίας, γεωγραφίας και βιογραφίας.
Η ανάγνωση τροφοδότησε τη φαντασία τους κι η δημιουργικότητά τους εκτοξεύτηκε όταν ο πατέρας τους έδωσε στον Μπράνγουελ σύνολο στρατιωτών παιχνιδιών τον Ιούνιο του 1826. Έδωσαν ονόματα στους στρατιώτες, ή τους «Δώδεκα» κι ανέπτυξαν τους χαρακτήρες τους. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία φανταστικού κόσμου: του αφρικανικού βασιλείου της “Angria”, που εικονογραφήθηκε με χάρτες κι απεικονίσεις ακουαρέλας. Τα παιδιά επινόησαν οικόπεδα για τους κατοίκους της Αγκρία και της πρωτεύουσάς της, της «Γυάλινης Πόλης», που αργότερα ονομάστηκε Verreopolis ή Verdopolis.
Οι φανταστικοί κόσμοι και τα βασίλειά τους απέκτησαν σταδιακά χαρακτηριστικά από τον ιστορικό τους κόσμο, αντλώντας από τους ηγεμόνες, τους στρατούς, τους ήρωες, τους παράνομους, τους φυγάδες, τα πανδοχεία, τα σχολεία και τους εκδότες. Στους χαρακτήρες και τα εδάφη που δημιούργησαν τα παιδιά δόθηκαν εφημερίδες και περιοδικά και χρονικά γραμμένα σε μικροσκοπικά βιβλία με γραφή τόσο μικρή που ήταν δύσκολο να διαβαστεί χωρίς μεγεθυντικό φακό. Αυτές οι δημιουργίες και τα γραπτά ήταν μαθητεία για τα μεταγενέστερα λογοτεχνικά ταλέντα τους.

Γύρω στο 1831, όταν η Άννα ήταν 11, αυτή κι η Έμιλι απομακρύνθηκαν από τη Σάρλοτ και τον Μπράνγουελ για να δημιουργήσουν και ν’ αναπτύξουν τον δικό τους φανταστικό κόσμο, τον “Gondal”. Ήταν ιδιαίτερα δεμένες, ειδικά αφού η Σάρλοτ έφυγε για το Roe Head School το Γενάρη του 1831. Η φίλη της Charlotte, Ellen Nussey, επισκέφθηκε το Haworth το 1833 κι ανέφερε ότι η Emily κι η Anne ήταν «σαν δίδυμα» κι «αχώριστοι σύντροφοι». Περιέγραψε την Άννα έτσι:

Η Άννα, αγαπητή ευγενική Άννα ήταν αρκετά διαφορετική στην εμφάνιση από τις άλλες κι ήταν η αγαπημένη της θείας της. Τα μαλλιά της ήταν ένα πολύ όμορφο ανοιχτό καφέ κι έπεφταν στο λαιμό της σε χαριτωμένες μπούκλες. Είχε υπέροχα βιολετί-μπλε μάτια. Λεπτά μολυβένια φρύδια και καθαρή, σχεδόν διαφανή επιδερμίδα. Συνέχισε τις σπουδές της κι ιδιαίτερα το ράψιμο, υπό την επίβλεψη της θείας.

Η Anne πήρε μαθήματα από τη Charlotte αφού είχε επιστρέψει από το Roe Head κι επέστρεψε στο Roe Head ως δασκάλα στις 29 Ιουλίου 1835, συνοδευόμενη απ’ την Emily ως μαθήτρια. Τα δίδακτρα χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη διδασκαλία της Σάρλοτ. Η Έμιλι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στη ζωή στο σχολείο κι ήτανε σωματικά άρρωστη από νοσταλγία μέσα σε λίγους μήνες. Αποσύρθηκε από το σχολείο τον Οκτώβρη κι αντικαταστάθηκε από την Άννα.
Η Anne ήταν 15 ετών κι ήταν η 1η της φορά μακρυά από το σπίτι. Έκανε λίγους φίλους εκεί. Ήταν ήσυχη, εργατική κι αποφασισμένη να μείνει για να αποκτήσει την εκπαίδευση που θα χρειαζόταν για να συντηρήσει τον εαυτό της. Έμεινε 2 χρόνια κι επέστρεψε στη πατρίδα μόνο στα Χριστούγεννα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Κέρδισε μετάλλιο καλής συμπεριφοράς τον Δεκέμβρη του 1836. Τα γράμματα της Charlotte σχεδόν ποτέ δεν αναφέρουν την Anne ενώ η Anne ήταν στο Roe Head, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι δεν ήταν κοντά, αλλά η Charlotte ανησυχούσε τουλάχιστον για την υγεία της Anne. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 1837 η Άννα είχε αρρωστήσει σοβαρά με γαστρίτιδα κι είχε εμπλακεί σε θρησκευτική κρίση. Ένας ιερέας από τη Μοραβία κλήθηκε να τη δει αρκετές φορές στη διάρκεια της ασθένειάς της, γεγονός που υποδηλώνει ότι η δυσφορία της προκλήθηκε, εν μέρει, από σύγκρουση με τον τοπικό αγγλικανικό κλήρο. Η Charlotte έγραψε στον πατέρα τους κι έφερε την Anne στο σπίτι.

Ένα χρόνο μετά την αποχώρησή της από το σχολείο και στα 19, αναζητούσε θέση καθηγητή. Ήταν κόρη ενός φτωχού κληρικού και χρειαζόταν να κερδίσει χρήματα. Ο πατέρας της δεν είχε ιδιωτικό εισόδημα κι η εκκλησία δεν είχε παρά μόνο μετά το θάνατό του. Η διδασκαλία ή η εργασία ως γκουβερνάντα ήταν μεταξύ των λίγων επιλογών για φτωχή και μορφωμένη γυναίκα. Τον Απρίλη του 1839 άρχισε να εργάζεται ως γκουβερνάντα για την οικογένεια Ingham στο Blake Hall, κοντά στο Mirfield.
Τα παιδιά υπό την ευθύνη της ήταν κακομαθημένα κι ανυπάκουα. Η Άννα είχε μεγάλη δυσκολία να τους ελέγξει και μικρή επιτυχία στην εκπαίδευσή τους. Δεν της επιτράπηκε να τους τιμωρήσει κι όταν παραπονέθηκε για τη συμπεριφορά τους, δεν έλαβε καμμία υποστήριξη κι επικρίθηκε ως ανίκανη. Οι Ίνγκαμ ήταν δυσαρεστημένοι με τη πρόοδο των παιδιών τους και την απέλυσαν. Επέστρεψε στο σπίτι το 1839 τα Χριστούγεννα. Στο σπίτι ήταν επίσης η Charlotte κι η Emily, που είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους κι ο Branwell. Ο χρόνος της Anne στο Blake Hall ήταν τόσο τραυματικός που τον αναπαρήγαγε με σχεδόν τέλεια λεπτομέρεια στο μυθιστόρημά της Agnes Grey.
Η Anne επέστρεψε στο Haworth και συνάντησε τον William Weightman, τον νέο εφημέριο του πατέρα της, που είχε αρχίσει να εργάζεται στην ενορία τον Αύγουστο του 1839. Ο Weightman ήταν 25 ετών κι είχε αποκτήσει διετή άδεια θεολογίας από το Πανεπιστήμιο του Durham. Ήταν ευπρόσδεκτος στην ενορία. Η γνωριμία της Άννας μαζί του παραλληλίζεται με το γράψιμο αρκετών ποιημάτων, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει ότι τον ερωτεύτηκε αν κι υπάρχει διαφωνία σχετικά με αυτό το ενδεχόμενο. Λίγα στοιχεία υπάρχουν πέρα από ένα μικρό ανέκδοτο της Charlotte στην Ellen Nussey το Γενάρη του 1842.
Στην Agnes Grey, το ενδιαφέρον της Agnes για την επιμέλεια ανανεώνει το ενδιαφέρον της για τη ποίηση. Εκτός από τη μυθοπλασία, ο William Weightman της προκάλεσε μεγάλη περιέργεια. Φαίνεται πως ήταν όμορφος κι αφοσιωμένος κι ότι το εύκολο χιούμορ κι η καλοσύνη του προς τις αδελφές έκαναν εντύπωση. Είναι ένας τέτοιος χαρακτήρας που υποδύεται τον Edward Weston και που η ηρωίδα της Agnes Grey βρίσκει βαθειά ελκυστική.

Ο Weightman πέθανε από χολέρα την ίδια χρονιά. Η Άννα εξέφρασε τη θλίψη της για το θάνατό του στο ποίημά της I will not mourn thee, lovely one, που τον αποκάλεσε «αγάπη μου».
Από το 1840 έως το 1845 εργάστηκε στο Thorp Green Hall, άνετο εξοχικό σπίτι κοντά στο York. Εδώ ήτανε γκουβερνάντα στα παιδιά του αιδεσιμότατου Έντμουντ Ρόμπινσον και της συζύγου του, Λυδίας. Το σπίτι εμφανίστηκε ως Horton Lodge στο Agnes Grey. Η Άννα είχε 4 μαθητές: τη Λυδία (15), την Ελισάβετ (13), τη Μαρία (12) και τον Έντμουντ (8). Αρχικά είχε προβλήματα παρόμοια με αυτά στο Blake Hall. Η Άννα έχασε το σπίτι και την οικογένειά της. Σε ένα ημερολόγιο το 1841, έγραψε ότι δεν της άρεσε η κατάστασή της κι ήθελε να την αφήσει. Η ήσυχη κι ευγενική διάθεσή της δεν βοήθησε. Αλλά η Anne ήταν αποφασισμένη και πέτυχε τη θέση της, έγινε πολύ αρεστή στους εργοδότες της. Οι κατηγορίες της, τα κορίτσια Robinson, έγιναν δια βίου φίλες.
Η Anne περνούσε μόνο 5-6 βδομάδες το χρόνο με την οικογένειά της, στη διάρκεια των διακοπών τα Χριστούγεννα και τον Ιούνιο. Τον υπόλοιπο χρόνο της τον περνούσε με τους Ρόμπινσον. Συνόδευε τους Ρόμπινσον στις ετήσιες διακοπές στο Σκάρμπορο. Μεταξύ 1840 και 1844 περνούσε περίπου 5 βδομάδες κάθε καλοκαίρι στη παραλιακή πόλη και τη λάτρευε. Διάφορες τοποθεσίες στο Scarborough χρησιμοποιήθηκαν για τα μυθιστορήματά της. Είχε ευκαιρίες να συλλέξει ημιπολύτιμους λίθους, θεωρώντας ενδιαφέρον για τη γεωλογία, τουλάχιστον στα μυθιστορήματά της ή από προσωπική εμπειρία, ως κάτι κατάλληλο για άνδρες και γυναίκες να θεωρούνται ίσοι.
Η Anne κι οι αδελφές της σκέφτηκαν να ιδρύσουνε σχολείο ενώ εργαζόταν ακόμα για τους Robinsons. Εξετάστηκαν διάφορες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της ενορίας, αλλά το έργο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η Άννα επέστρεψε στο σπίτι μετά το θάνατο της θείας της στις αρχές Νοέμβρη του 1842, ενώ οι αδελφές της βρίσκονταν στις Βρυξέλλες. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ άφησε κληρονομιά 350 λιρών (ισοδύναμη με 40,000 λίρες το 2023) για καθεμία από τις ανηψιές της.
Ήταν στο Long Plantation στο Thorp Green το 1842 που η Anne έγραψε το 3στιχο ποίημά της Lines Composed in a Wood on a Windy Day, που δημοσιεύθηκε το 1846 με το όνομα Acton Bell.
Γενάρη του 1843 επέστρεψε στο Thorp Green κι εξασφάλισε θέση για τον Branwell. Έπρεπε να διδάξει τον Έντμουντ, που μεγάλωνε πολύ για να είναι υπό τη φροντίδα της. Ο Μπράνγουελ δεν ζούσε στο σπίτι όπως η Άννα. Η περίφημη ηρεμία της Άννας φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα σκληρών μαχών, εξισορροπώντας βαθιά συναισθήματα με προσεκτική σκέψη, αίσθημα ευθύνης κι αποφασιστικότητα. Κι οι 3 αδελφές Μπροντέ εργάζονταν ως γκουβερνάντες ή δασκάλες κι όλες αντιμετώπιζαν προβλήματα με τον έλεγχο των παιδιών τους, την υποστήριξη από τους εργοδότες τους και την αντιμετώπιση της νοσταλγίας, αλλά η Άννα ήταν η μόνη που επέμεινε και πέτυχε το έργο της.

Η Anne και ο Branwell δίδαξαν στο Thorp Green για τα επόμενα 3 χρόνια. Ο Μπράνγουελ σύναψε μυστική σχέση με τη σύζυγο του εργοδότη του, Λίντια Ρόμπινσον. Όταν η Άννα κι ο Μπράνγουελ επέστρεψαν στο σπίτι για τις διακοπές τον Ιούνιο του 1845, η Άννα παραιτήθηκε χωρίς δώσει κανένα λόγο, αλλά ο λόγος μπορεί να ήταν η σχέση μεταξύ του αδελφού της και της κυρίας Robinson. Ο Branwell απολύθηκε όταν ο εργοδότης του έμαθε για τη σχέση. Η Άννα συνέχισε να ανταλλάσσει επιστολές με την Ελίζαμπεθ και τη Μαίρη Ρόμπινσον. Ήρθαν να επισκεφθούν την Άννα τον Δεκέμβρη του 1848. Η Άννα πήρε την Έμιλυ για να επισκεφτεί μερικά από τα μέρη που είχε αγαπήσει. Ένα σχέδιο να επισκεφθούν το Scarborough απέτυχε, αλλά πήγαν στο York κι είδαν το York Minster.
Οι Μπροντέ ήταν στο σπίτι με τον πατέρα τους το καλοκαίρι του 1845. Κανένας δεν είχε άμεση προοπτική απασχόλησης. Η Charlotte βρήκε τα ποιήματα της Emily, που τα είχαν μοιραστεί μόνο με την Anne. Η Charlotte είπε ότι πρέπει να δημοσιευτούν. Η Άννα έδειξε τα δικά της ποιήματα στην Καρλόττα κι αυτή «σκέφτηκε ότι κι αυτοί οι στίχοι είχανε γλυκό ειλικρινές πάθος δικό τους». Οι αδελφές κατέληξαν τελικά σε συμφωνία. Δεν είπαν σε κανέναν τι έκαναν. Με τα χρήματα της Elizabeth Branwell πλήρωσαν για τη δημοσίευση συλλογής ποιημάτων, 21 από την Anne και 21 από την Emily και 19 από τη Charlotte.
Το βιβλίο εκδόθηκε με ψευδώνυμα που διατηρούσαν τα αρχικά τους, αλλά απέκρυπταν το φύλο τους. Το ψευδώνυμο της Anne ήταν Acton Bell. Ποιήματα των Currer, Ellis και Acton Bell ήταν διαθέσιμα προς πώληση τον Μάη του 1846. Το κόστος έκδοσης ήταν 31 λίρες και 10 σελίνια, περίπου τα 3/4 του μισθού της Άννας στο Θορπ Γκριν.Στις 7 Μάη 1846 τα 3 1α αντίτυπα παραδόθηκαν στον Χάγουορθ Πάρσονατζ. Το βιβλίο έλαβε 3 κάπως ευνοϊκές κριτικές, αλλά ήταν εμπορική αποτυχία, με μόνο 2 αντίτυπα να πωλούνται τον 1ο χρόνο. Ωστόσο, η Άννα βρήκε αγορά για τη μεταγενέστερη ποίησή της. Το Leeds Intelligencer and Fraser’s Magazine δημοσίευσε το ποίημά της The Narrow Way με το ψευδώνυμό της τον Δεκέμβρη του 1848. 4 μήνες νωρίτερα, το περιοδικό Fraser’s Magazine είχε δημοσιεύσει το ποίημά της The Three Guides.

Agnes Grey
Μέχρι τον Ιούλιο του 1846, πακέτο που περιείχε τα χειρόγραφα του 1ου μυθιστορήματος κάθε αδελφής έκανε τον γύρο των εκδοτών του Λονδίνου. Η Charlotte είχε γράψει το The Professor, η Emily είχε γράψει τα Ανεμοδαρμένα Ύψη κι η Anne είχε γράψει την Agnes Grey. Μετά από κάποιες απορρίψεις, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη κι η Agnes Grey έγιναν δεκτά από τον εκδότη Thomas Cautley Newby. Ο καθηγητής απορρίφθηκε. Η Charlotte δεν άργησε να ολοκληρώσει το 2ο μυθιστόρημά της, Jane Eyre, που έγινε αμέσως δεκτή από την Smith, Elder &; Co. Ήταν το 1ο από τα μυθιστορήματα των αδελφών κι άμεση κι ηχηρή επιτυχία. Εν τω μεταξύ, τα μυθιστορήματα της Anne και της Emily «παρέμειναν στον Τύπο». Η Άννα κι η Έμιλυ υποχρεώθηκαν να πληρώσουν 50 λίρες για να βοηθήσουν στην κάλυψη των εξόδων έκδοσής τους. Ο εκδότης τους ενθουσιάστηκε από την επιτυχία της Jane Eyre και δημοσίευσε μαζί τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και την Agnes Grey τον Δεκέμβρη του 1847. Πούλησαν καλά, αλλά η Agnes Grey επισκιάστηκε από τα πιο δραματικά Ανεμοδαρμένα Ύψη της Emily.

Ο ενοικιαστής του Wildfell Hall
Το 2ο μυθιστόρημα της Άννας, The Tenant of Wildfell Hall, δημοσιεύθηκε τη τελευταία βδομάδα του Ιουνίου του 1848. Το μυθιστόρημα αμφισβήτησε τις σύγχρονες κοινωνικές και νομικές δομές. Το 1913, η May Sinclair είπε ότι το χτύπημα της πόρτας του υπνοδωματίου της Helen Huntingdon εναντίον του συζύγου της αντήχησε σε όλη τη βικτωριανή Αγγλία.
Στο βιβλίο η Έλεν έχει αφήσει τον σύζυγό της για να προστατεύσει τον γιο τους από την επιρροή του. Στηρίζει τον εαυτό της και το γιο της στο να κρύβονται ζωγραφίζοντας. Έχει παραβιάσει τις κοινωνικές συμβάσεις και το αγγλικό δίκαιο. Μέχρι να ψηφιστεί ο νόμος περί ιδιοκτησίας των παντρεμένων γυναικών του 1870, η παντρεμένη γυναίκα δεν είχε νομική υπόσταση ανεξάρτητη απ’ τον σύζυγό της και δεν μπορούσε να κατέχει περιουσία ούτε να μηνύσει διαζύγιο ούτε να ελέγξει την επιμέλεια των παιδιών της. Ο σύζυγος της Ελένης είχε το δικαίωμα να τη διεκδικήσει και να τη κατηγορήσει για απαγωγή. Συντηρούμενη από το δικό της εισόδημα, έκλεβε τη περιουσία του συζύγου της, αφού αυτό το εισόδημα ήταν νομικά δικό του.

Η Άννα δήλωσε τις προθέσεις της στη 2η έκδοση, που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1848. Παρουσίασε ισχυρή αντίκρουση στους κριτικούς (μεταξύ των οποίων κι η Σάρλοτ) που θεώρησαν την απεικόνιση του Χάντινγκτον υπερβολικά γραφική κι ενοχλητική. Η Άννα «ήθελε να πει την αλήθεια». Εξήγησε: «Όταν έχουμε να κάνουμε με κακούς και μοχθηρούς χαρακτήρες, υποστηρίζω ότι είναι καλύτερο να τους απεικονίσουμε όπως πραγματικά είναι παρά όπως θα ήθελαν να εμφανίζονται». Η Anne επέκρινε επίσης τους κριτικούς που έκαναν εικασίες σχετικά με το φύλο των συγγραφέων και την αντιληπτή καταλληλότητα της γραφής τους. Ήταν ικανοποιημένος ότι αν ένα βιβλίο είναι καλό, είναι έτσι ανεξάρτητα από το φύλο του συγγραφέα. Όλα τα μυθιστορήματα είναι ή πρέπει να γράφονται για να τα διαβάσουν οι άνδρες κι οι γυναίκες κι αδυνατώ να συλλάβω πώς ένας άνδρας πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να γράψει κάτι που θα ήταν πραγματικά επαίσχυντο για γυναίκα, ή γιατί γυναίκα πρέπει να επικριθεί επειδή έγραψε κάτι που θα ήταν σωστό και θα γινόταν για έναν άνδρα.
Τον Ιούλιο του 1848 η Άννα και η Σάρλοτ πήγαν στον εκδότη της Σάρλοτ, Τζορτζ Σμιθ, στο Λονδίνο για να διαλύσουν τη φήμη ότι οι «αδελφοί Μπελ» ήταν ένα άτομο. Η Έμιλι αρνήθηκε να πάει. Η Άννα και η Σάρλοτ πέρασαν αρκετές μέρες με τον Σμιθ. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο της Άννας, έγραψε στο περιοδικό The Cornhill τις εντυπώσεις του από εκείνη:

Ένα ευγενικό, ήσυχο, μάλλον υποτονικό άτομο, καθόλου όμορφο, αλλά με ευχάριστη εμφάνιση. Ο τρόπος της εξέφραζε περιέργως την επιθυμία για προστασία κι ενθάρρυνση, είδος συνεχούς έκκλησης που προσκαλούσε συμπάθεια.

Η αυξανόμενη δημοτικότητα των έργων των Bells οδήγησε σε ανανεωμένο ενδιαφέρον για ποιήματα των Currer, Ellis και Acton Bell, που δημοσιεύθηκαν αρχικά από τους Aylott και Jones. Η υπόλοιπη εκτύπωση αγοράστηκε από τους Smith and Elder κι επανεκδόθηκε με νέα εξώφυλλα τον Νοέμβρη του 1848. Εξακολουθούσε να πωλείται άσχημα.
Η επίμονη μέθη του Μπράνγουελ συγκάλυψε την επιδείνωση της υγείας του και πέθανε στις 24 Σεπτέμβρη 1848. Ο αιφνίδιος θάνατός του συγκλόνισε την οικογένεια. Ήταν 31 ετών. Η αιτία καταγράφηκε ως χρόνια βρογχίτιδα -μαρασμός, αλλά μάλλον ήτανε φυματίωση.
Η οικογένεια υπέφερε από βήχα και κρυολογήματα στη διάρκεια του χειμώνα του 1848 κι η Έμιλυ αρρώστησε βαριά. Επιδεινώθηκε σε διάστημα 2 μηνών κι αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια μέχρι το πρωί της 19ης Δεκεμβρη. Ήταν πολύ αδύναμη κι είπε ότι «αν στείλεις γιατρό, θα τον δω τώρα». Αλλά πέθανε περίπου στις 2 κείνο το απόγευμα, σε ηλικία 30 ετών.

Ο θάνατός της επηρέασε βαθιά την Άννα. Η θλίψη της υπονόμευσε τη σωματική της υγεία. Στη διάρκεια των Χριστουγέννων είχε γρίπη. Τα συμπτώματά της εντάθηκαν και στις αρχές Γενάρη ο πατέρας της έστειλε γιατρό στο Λιντς. Ο γιατρός διέγνωσε προχωρημένη επιβάρυνση μ’ ελάχιστες ελπίδες ανάκαμψης. Η Άννα αντιμετώπισε τα νέα με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα κι αυτοέλεγχο. Ωστόσο, στην επιστολή της προς την Ellen Nussey εξέφρασε τις απογοητευμένες φιλοδοξίες της:

Δεν έχω καμία φρίκη του θανάτου: αν το θεωρούσα αναπόφευκτο, νομίζω ότι θα μπορούσα να παραιτηθώ ήσυχα από τη προοπτική … Αλλά εύχομαι να ευχαριστήσει τον Θεό να με απαλλάξει όχι μόνο για χάρη του μπαμπά και της Σάρλοτ, αλλά επειδή λαχταρώ να κάνω κάτι καλό στον κόσμο πριν τον αφήσω. Έχω πολλά σχέδια στο μυαλό μου για μελλοντική εξάσκηση -ταπεινά και περιορισμένα πράγματι- αλλά και πάλι δεν θα ήθελα όλα να μη καταλήξουν σε τίποτα κι εγώ να ‘χω ζήσει για τόσο λίγο. Αλλά είναι το θέλημα του Θεού“.

Σ’ αντίθεση με την Emily, η Anne πήρε όλα τα συνιστώμενα φάρμακα κι ακολούθησε τις συμβουλές που της δόθηκαν. Έγραψε επίσης το τελευταίο της ποίημα, Ένα φοβερό σκοτάδι κλείνει, που ασχολείται με την ανίατη ασθένεια. Η υγεία της κυμαινόταν για μήνες, αλλά γινόταν όλο και πιο λεπτή και πιο αδύναμη.
Η Anne φαινόταν κάπως καλύτερα τον Φλεβάρη. Αποφάσισε να επισκεφθεί το Scarborough για να δει αν η αλλαγή τοποθεσίας κι ο καθαρός θαλάσσιος αέρας θα μπορούσαν να την ωφελήσουν. Η Charlotte ήταν αρχικά αντίθετη με το ταξίδι, φοβούμενη ότι θα ήταν πολύ αγχωτικό, αλλά άλλαξε γνώμη μετά την έγκριση του γιατρού και τη διαβεβαίωση της Anne ότι ήταν η τελευταία της ελπίδα.
Στις 24 Μάη 1849, η Άννα ξεκίνησε για το Σκάρμπορο με τη Σάρλοτ και την Έλεν Νούσεϊ. Πέρασαν μια μέρα και μια νύχτα στο York καθ ‘οδόν. Εδώ συνόδευσαν την Άννα σε αναπηρικό καροτσάκι κι έκαναν κάποια ψώνια κι επισκέφθηκαν το York Minster. Ήταν σαφές ότι η Άννα είχε λίγη δύναμη.
Τη Κυριακή 27 Μάη, η Anne ρώτησε τη Charlotte αν θα ήταν ευκολότερο να επιστρέψει στο σπίτι και να πεθάνει αντί να παραμείνει στο Scarborough. Γιατρός συμβούλεψε την επόμενη μέρα κι είπε ότι ο θάνατος ήτανε κοντά. Η Άννα έλαβε τα νέα ήσυχα. Εξέφρασε την αγάπη και την ανησυχία της για την Έλεν και τη Σάρλοτ και ψιθύρισε στη Σάρλοτ να «πάρει θάρρος». Η Άννα πέθανε περίπου στις δύο το απόγευμα στις 28 Μαΐου 1849, σε ηλικία 29 ετών.

Η Καρλόττα αποφάσισε να «βάλει το λουλούδι εκεί που είχε πέσει». Έτσι η Άννα θάφτηκε στο Σκάρμπορο. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 30 Μάη. Ο Patrick Brontë δεν θα μπορούσε να κάνει το ταξίδι των 70 μιλίων (110 χλμ.) αν το επιθυμούσε. Η πρώην μαθήτρια στο Roe Head, Miss Wooler, ήτανε στο Scarborough κι ήταν η μόνη άλλη πενθούσα στη κηδεία της Anne. Θάφτηκε στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Μαρίας, κάτω από τα τείχη του κάστρου και με θέα στον κόλπο. Η Καρλόττα παρήγγειλε να τοποθετηθεί μια πέτρα πάνω από τον τάφο της με την επιγραφή,

Εδώ βρίσκονται τα λείψανα της Anne Brontë, κόρης του Revd P. Brontë, Κυβερνήτη του Haworth, Yorkshire. Πέθανε στις 28 Μάη 1849.

Όταν η Καρλόττα επισκέφθηκε τον τάφο 3 χρόνια μετά, ανακάλυψε πολλαπλά λάθη στην ταφόπλακα και την αναθεώρησε, αλλά δεν ήταν ακόμα απαλλαγμένη από λάθη, γιατί η Άννα ήταν 29 ετών όταν πέθανε, όχι 28 όπως γράφτηκε.

Το 2011 η Brontë Society εγκατέστησε μια νέα πλάκα στον τάφο της Anne Brontë. Η αρχική ταφόπλακα είχε γίνει δυσανάγνωστη κατά τόπους και δεν μπορούσε να αποκατασταθεί. Έμεινε ανενόχλητη ενώ η νέα πλάκα τοποθετήθηκε οριζόντια, ερμηνεύοντας τις ξεθωριασμένες λέξεις του πρωτοτύπου και διορθώνοντας το λάθος του. Τον Απρίλη του 2013 η Brontë Society πραγματοποίησε τελετή αφιέρωσης κι ευλογίας στον τάφο για να σηματοδοτήσει την εγκατάσταση της νέας πλάκας.
Μετά το θάνατο της Άννας, η Σάρλοτ αντιμετώπισε ζητήματα με τη 1η έκδοση της Agnes Grey για την επανέκδοσή της, αλλά εμπόδισε την επανέκδοση του The Tenant of Wildfell Hall. Το 1850, η Charlotte έγραψε ότι το Wildfell Hall δεν μου φαίνεται επιθυμητό να διατηρηθεί. Η επιλογή του θέματος σε αυτό το έργο είναι λάθος, ήταν πολύ λίγο σύμφωνη με το χαρακτήρα, τα γούστα και τις ιδέες του ευγενούς, αργόσχολου άπειρου συγγραφέα. Οι μεταγενέστεροι κριτικοί έδωσαν λιγότερη προσοχή στο έργο της Άννας κι ορισμένοι την απέρριψαν ως «Μπροντέ χωρίς ιδιοφυΐα».
Αλλά από τα μέσα του 20ου αι. η ζωή και τα έργα της έχουν λάβει μεγαλύτερη προσοχή. Οι βιογραφίες των Winifred Gérin (1959), Elizabeth Langland (1989) κι Edward Chitham (1991), καθώς κι η ομαδική βιογραφία της Juliet Barker, The Brontës (1994) και το έργο κριτικών όπως οι Inga-Stina Ewbank, Marianne Thormählen, Laura C Berry, Jan B Gordon, Mary Summers και Juliet McMaster οδήγησαν στην αποδοχή της Anne Brontë ως σημαντικής λογοτεχνικής προσωπικότητας. Η Sally McDonald της Brontë Society δήλωσε το 2013 ότι κατά κάποιο τρόπο η Anne «θεωρείται τώρα ως η πιο ριζοσπαστική από τις αδελφές, γράφοντας για σκληρά θέματα όπως η ανάγκη των γυναικών να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και πώς ο αλκοολισμός μπορεί να διαλύσει μια οικογένεια». Το 2016, η Lucy Mangan υπερασπίστηκε την Anne Brontë στο Being the Brontës του BBC.

ΡΗΤΆ:

Αλλά αυτός που δεν τολμά να πιάσει το αγκάθι δεν πρέπει ποτέ να ποθεί το τριαντάφυλλο.

Η ψυχή μου αφυπνίζεται, το πνεύμα μου ανεβαίνει στα ύψη και μεταφέρεται ψηλά στα φτερά του αέρα.

Υπάρχει πάντα ένα αλλά σε αυτόν τον ατελή κόσμο.

Αγαπώ τη σιωπηλή ώρα της νύχτας, γιατί τότε μπορεί να προκύψουν μακάρια όνειρα, αποκαλύπτοντας στο γοητευμένο μου βλέμμα αυτό που μπορεί να μην ευλογούν τα ξυπνητά μάτια μου.

Όλα τα ταλέντα μας αυξάνονται στη χρήση και κάθε ικανότητα, καλή και κακή, ενισχύεται με την άσκηση.

Είναι οδυνηρό να αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια εκείνων που αγαπάμε.

Αν θέλετε ο γιος σας να περπατήσει έντιμα μέσα στον κόσμο, δεν πρέπει να προσπαθήσετε να καθαρίσετε τις πέτρες από το μονοπάτι του, αλλά να τον διδάξετε να περπατά σταθερά πάνω τους – όχι να επιμένετε να τον οδηγείτε από το χέρι, αλλά να τον αφήσετε να μάθει να πηγαίνει μόνος του.

Ένας ελαφρύς άνεμος σάρωσε το καλαμπόκι και όλη η φύση γέλασε στον ήλιο.

Αλλά τα χαμόγελα και τα δάκρυα μοιάζουν τόσο πολύ μαζί μου, που δεν περιορίζονται σε κάποια συγκεκριμένα συναισθήματα: συχνά κλαίω όταν είμαι χαρούμενη και χαμογελάω όταν είμαι λυπημένη.

Επειδή ο δρόμος είναι τραχύς και μακρύς, πρέπει να περιφρονήσουμε το τραγούδι του κορυδαλλού;

Αν και μισώ τις αμαρτίες, αγαπώ τον αμαρτωλό.

Δεν μπορείτε να περιμένετε ότι η πέτρα θα είναι τόσο εύπλαστη όσο ο πηλός.

Κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος στην αιώνια μοναξιά. Αντίο σε σένα! Αλλά όχι αντίο σε όλες τις πιο τρυφερές σκέψεις μου για σένα. Μες στη καρδιά μου θα κατοικήσουν ακόμα και θα με χαροποιήσουν και θα με παρηγορήσουν.

Αν μπορούμε μόνο να μιλάμε για να συκοφαντήσουμε τους καλύτερους μας, ας κρατήσουμε τη γλώσσα μας.

Μπορείτε κάλλιστα να πουλήσετε τον εαυτό σας στη σκλαβιά αμέσως, όπως να παντρευτείτε έναν άντρα που δεν σας αρέσει.

Κρατήστε και τη καρδιά και το χέρι στη κατοχή σας, μέχρι να δείτε καλό λόγο να τα αποχωριστείτε.

Η ζωή κι η ελπίδα πρέπει να σταματήσουν μαζί.

Ποιήματα:

ΠΊΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΠΙΣΊΑ.

“Ο χειμωνιάτικος άνεμος είναι δυνατός και άγριος,
Έλα κοντά μου, αγαπημένο μου παιδί.
Άφησε τα βιβλία σου και το παιχνίδι χωρίς σύντροφο.
Και, ενώ η νύχτα γίνεται γκρίζα,
θα μιλάμε για τις ώρες που περνάμε.

“Iernë, γύρω από την προστατευμένη αίθουσα μας οι ριπές του
Νοεμβρίου δεν εισακούστηκαν.
Ούτε μια αμυδρή ανάσα δεν μπορεί να μπει εδώ
Αρκετά για να κουνήσω τα μαλλιά της κόρης μου,
Και χαίρομαι που βλέπω τη φλόγα
Ματιά από τα μάτια της, με μιμικές ακτίνες.
Να νιώσω το μάγουλό της, τόσο απαλά πιεσμένο,
Σε ευτυχισμένη ησυχία στο στήθος μου.

»Αλλά, ακόμα, ακόμη και αυτή η ηρεμία
μου φέρνει πικρές, ανήσυχες σκέψεις.
Και, στη χαρούμενη λάμψη της κόκκινης φωτιάς,
σκέφτομαι βαθιές ρεματιές, μπλοκαρισμένες με χιόνι.
Ονειρεύομαι αγκυροβόλιο, και ομιχλώδη λόφο,
όπου το βράδυ κλείνει σκοτεινό και ψυχρό.
Γιατί, μόνοι, ανάμεσα στα βουνά κρύα,
βρίσκονται εκείνοι που έχω αγαπήσει από παλιά.
Και η καρδιά μου πονάει, με απελπιστικό πόνο
Εξαντλημένη με μάταια καρφιτσώματα,
Ότι δεν θα τους χαιρετήσω ξανά!»

«Πατέρα, στην πρώιμη βρεφική ηλικία,
όταν ήσουν πολύ πέρα από τη θάλασσα,
τέτοιες σκέψεις ήταν τύραννοι πάνω μου!
Συχνά καθόμουν, για ώρες μαζί,
μέσα από τις μακριές νύχτες του θυμωμένου καιρού,
Σηκωμένος στο μαξιλάρι μου, για να κατακρίνω
το αμυδρό φεγγάρι που αγωνίζεται στον ουρανό.
Ή, με τεντωμένο αυτί, για να πιάσει το σοκ,
Από βράχο με κύμα, και κύμα με βράχο.
Έτσι θα κρατούσα φοβερή αγρυπνία,
Και, όλοι για να ακούσω, ποτέ δεν κοιμάμαι.
Αλλά η ζωή αυτού του κόσμου έχει πολλά να φοβάται,
όχι έτσι, Πατέρα μου, με τους νεκρούς.

«Ω! όχι γι ‘αυτούς, πρέπει να απελπιστούμε,
Ο τάφος είναι βυθισμένος, αλλά δεν είναι εκεί.
Η σκόνη τους αναμειγνύεται με το χώμα,
οι ευτυχισμένες ψυχές τους έχουν πάει στον Θεό!
Μου το είπες αυτό, κι όμως αναστενάζεις, και μουρμουρίζεις
ότι οι φίλοι σου πρέπει να πεθάνουν.
Αχ! Αγαπητέ μου πατέρα, πες μου γιατί;
Γιατί, αν τα προηγούμενα λόγια σου ήταν αληθινά,
πόσο άχρηστη θα ήταν αυτή η θλίψη;
Ως σοφό, να θρηνήσει τον σπόρο που φύτρωσε
απαρατήρητος στο γονικό του δέντρο,
Επειδή έπεσε σε γόνιμη γη,
Και ξεπήδησε σε μια ένδοξη γέννηση –
χτύπησε βαθιά τη ρίζα του, και σήκωσε ψηλά
τα πράσινα κλαδιά του στον δροσερό ουρανό.

“Αλλά, δεν θα φοβηθώ, δεν θα κλάψω
για εκείνους που τα κορμιά τους αναπαύονται στον ύπνο
– ξέρω ότι υπάρχει μια ευλογημένη ακτή,
που ανοίγει τα λιμάνια της για μένα και το δικό μου.
Και, ατενίζοντας τα πλατιά νερά του Χρόνου,
κουράζομαι για εκείνη τη γη τη θεϊκή,
Εκεί που γεννηθήκαμε, όπου εσύ κι εγώ
θα βρούμε τους αγαπημένους σα πεθάνουμε.
Από τα βάσανα και τη διαφθορά ελεύθερη,
αποκαταστάθηκε στη Θεότητα».

«Καλά μίλησες, γλυκό, έμπιστο παιδί!
Και σοφότερος από τον αδελφό σου.
Και οι κοσμικές θύελλες, που μαίνονται άγρια,
θα ενισχύσουν την επιθυμία σου –
Η ένθερμη ελπίδα σου, μέσα από καταιγίδα και αφρό,
Μέσα από τον άνεμο και το βρυχηθμό του ωκεανού,
Για να φτάσουμε, επιτέλους, στο αιώνιο σπίτι,
Τη σταθερή, αμετάβλητη ακτή!»

ΜΙΑ ΑΝΆΜΝΗΣΗ.

Ναι, έφυγες! Και ποτέ πια
το ηλιόλουστο χαμόγελό Σου δεν θα με χαροποιεί.
Αλλά μπορώ να περάσω την παλιά πόρτα της εκκλησίας,
Και να βηματίσω το πάτωμα που σε σκεπάζει,
Μπορεί να σταθώ πάνω στην κρύα, υγρή πέτρα,
Και να σκεφτώ ότι, παγωμένη, βρίσκεται κάτω Η
πιο ελαφριά καρδιά που έχω γνωρίσει,
Η πιο ευγενική που θα μάθω ποτέ.

Ωστόσο, αν και δεν μπορώ να σε δω περισσότερο,
“Είναι ακόμα μια παρηγοριά που έχω δει.
Και παρόλο που η πρόσκαιρη ζωή σου είναι άλλη,
είναι γλυκό να σκέφτεσαι ότι υπήρξες.

Να σκέφτεσαι μια ψυχή τόσο κοντά θεϊκή,
Μέσα σε μια μορφή, τόσο άγγελος δίκαιος,
Ενωμένος σε μια καρδιά σαν εσένα,
Έχει χαρεί μια φορά την ταπεινή σφαίρα μας.

Άκτον.

==================================================

Επίλογος

Μια από τις σπάνιες φορές που στήνοντας το άρθρο αυτό δάκρυσα, -μα τόση γκαντεμιά και πόση θλίψη αλήθεια σε αυτή τη καλή οικογένεια… τέλος πάντων ας το κλείσω καλύτερα.
Οι αδελφές Μπροντέ πεθαίνουν κι οι τρεις, από φυματίωση, από τις λοιμώξεις των βαλτότοπων και από το μολυσμένο νερό. Καμμιά τους δεν θα ξεπεράσει τα 38 χρόνια, εκτός απο την Σάρλοτ, που θα δει να σβήνουν στα χέρια της οι δύο αδελφές της, για να τις ακολουθήσει στο τάφο κι αυτή τελικά από την ίδια ασθένεια. Έζησαν κι έγραψαν σ’ εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να παλέψουν σκληρά για να ζήσουν αυτόνομα κι ελεύθερα.
Κατήγγειλαν με θάρρος μέσα από το έργο τους τη θρησκευτική υποκρισία, τη κοινωνική ανισότητα, τη προκατάληψη απέναντι στις γυναίκες. Άφησαν πίσω τους 3 διαχρονικά βιβλία που θα αντέξουνε για πάντα. Η ήρεμη δύναμη και το σθένος της Τζέιν Ειρ, η άγρια αλλά έντιμη Κάθριν στα ΑνεμοδαρμέναΎψη κι η ανυπότακτη μικρή πρωτο-φεμινίστρια νοικάρισσα του Γουάιλντ-Φελ ανήκουν στη παγκόσμια λογοτεχνία όχι μόνο σα γυναικεία αλλά και σαν πανανθρώπινα πρότυπα.

Μέχρι τη ξανάλλη σας χαιρετώ κι ελπίζω να μη σας κούρασα…

Π. Χ.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *