Πρόλογος-Εισαγωγή
Η μητέρα της Σαμπίνα με την ίδια και την Εμίλια
Και να που φτάσαμε στο 25ο άρθρο με τις Γυναίκες Του Κόσμου και πραγματικά το απολαμβάνω. Στο άρθρο αυτό θα δούμε και θα γνωρίσουμε μαζί, μια σχιζοφρενή γυναίκα, τη Σαμπίνα Σπυλράιν, που ωστόσο τη θεράπευσε ο έρωτας κι ο Γιουνγκ και μετά διέπρεψε στο τομέα της ψυχανάλυσης, σαν ιατρός. Η οικόγενειά της την έκανε σχιζοφρενή και παράξενη, ο έρωτας κι η επιστήμη, μάλλον τη ξανάκαναν άνθρωπο κι ο ναζισμός τελικά τη σκότωσε. Ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο που αξίζει να διαβαστεί και χωρίς άλλα περιττά λόγια, ξεκινάμε…
Σαμπίνα Σπυλράιν: Μια… Διαταραγμένη Μεγαλοφυΐα
Η Σαμπίνα Νικολάγιεβνα Σπυλράιν (Сабина Николаевна Шпильрейн) ήτανε Ρωσίδα ιατρός και μία από τις πρώτες γυναίκες ψυχαναλύτριες, ωστόσο -με τη μοναδικότητά της- δεν ξεκίνησαν τα πράγματα από την αρχή ομαλά. Γεννήθηκε 25 Οκτώβρη 1885 στο Ροστόφ επί του Ντον, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, μέσα σε μία εύπορη εβραϊκή οικογένεια. Ήτανε το 1ο παιδί της οικογένειας είχε 3 μικρότερους αδερφούς και 1αδερφή κι όλα ακολούθησαν επιστημονική καρριέρα εκτός της αδερφής που πέθανε πολύ μικρή. Ένας απ’ αυτούς, ο Isaac Spielrein, ήτανε σοβιετικός ψυχολόγος, πρωτοπόρος στην εργασιακή ψυχολογία. Η μητέρα της Eva (γεννημένη Khave) Lublinskaya ήτανε κόρη κι εγγονή των ραβίνων από το Yekaterinoslav. Η Εύα σπούδασε οδοντίατρος, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα. Ο πατέρας της, Nikolai (γεννημένος Naftul) Spielrein ήταν αγρότης Αφού μετακόμισε από τη Βαρσοβία στο Ροστόφ, έγινε πετυχημένος έμπορος. Στο πιστοποιητικό γέννησής της, η Sabina εμφανίστηκε ως Sheyve Naftulovna, αλλά καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής της και σ’ επίσημα έγγραφα χρησιμοποίησε το όνομα Sabina Nikolayevna. Ωστόσο ο γάμος των γονιών της ήτανε προβληματικός κι εκείνη είχε κακοποιηθεί σωματικά κι από τους δύο. Μάλιστα, πολλοί μελετητές της ζωής της θεωρούνε πως υπέστη και σεξουαλική κακοποίηση, από κάποιον εντός της οικογενείας. Εν ολίγοις, υπέφερε από πολλά σωματικά συμπτώματα κι εμμονές. Μετά τον ξαφνικό θάνατο της μοναδικής αδερφής της Εμίλια από τυφοειδή, η ψυχική υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται και σε ηλικία 18 ετών υπέστη βλάβη με σοβαρή υστερία, όπως τικ, γκριμάτσες κι ανεξέλεγκτο γέλιο και κλάμα.
Η οικογένεια της Σαμπίνα το 1896
Ήδη από την παιδική της ηλικία φαινόταν πως διέθετε έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο καθώς και μία αξιοσημείωτη τάση για ανακάλυψη. Στην ανάπτυξή της σταδιακά παρουσίασε διαφόρων ειδών δυσκολίες κι υπήρξαν διαστήματα μ’ έντονα καταθλιπτικά συμπτώματα. Όταν ολοκλήρωσε το γυμνάσιο θηλέων οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουνε στη Ζυρίχη ώστε να ακολουθήσει κατάλληλη ψυχιατρική θεραπεία ενώ παράλληλα να σπουδάσει ιατρική. Η Σαμπίνα εισήχθη στη ψυχιατρική κλινική του Burgholzli στις 17 Αυγούστου 1904 και παρέμεινε ως εσωτερική ασθενής μέχρι την 1η Ιουνίου 1905.
Από την αρχή της παιδικής της ηλικίας, η Sabina ήταν πολύ ευφάνταστη και πίστευε πως είχε υψηλότερη έκκληση για να πετύχει το μεγαλείο κι επικοινωνούσε γι’ αυτό ιδιωτικά με ένα πνεύμα-φύλακα. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Εμίλια από τύφο, απέκτησε διάφορα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, αναγκάζοντάς τη να κλειστεί σε κλινική. Μέσα σ’ όλη αυτήν τη περιπέτεια, θα γνωρίσει και τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, ο οποίος θα της υπάρξει, ιατρός, δάσκαλος κι αργότερα συνάδελφος, ενώ όπως γράφει και στο ημερολόγιό τους, η σχέση τους είχε γίνει στενότερη μεταξύ 1908-10. Ο Γιουνγκ διέγνωσε την ασθένειά της ως ψυχωτική υστερία ενώ σχετικά με τα αίτια της διαταραχής της έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη δυσλειτουργική σχέση που είχε με τους γονείς της σε συνδυασμό με το βίωμα της απώλειας της αδερφής της.
Παρακολούθησε το πρώιμο σχολείο Froebel κι ακολούθησε το Γυμνάσιο Yekaterinskaya στο Ροστόφ, όπου διακρίθηκε στην επιστήμη, τη μουσική και τις γλώσσες. Έμαθε να μιλά 3 γλώσσες άπταιστα. Στη διάρκεια της εφηβείας της, συνέχισε να ενοχλείται συναισθηματικά κι εκνευρίστηκε πρώτα με τον καθηγητή ιστορίας της και μετά με ένα θείο εκ πατρός. Στο σχολείο, αποφάσισε να πάει στο εξωτερικό για να σπουδάσει γιατρός, με την έγκριση του ραβίνου-παππού της. Στο τέλος της εκπαίδευσης της απονεμήθηκε ένα χρυσό μετάλλιο, για τις επιδόσεις της στα μαθήματα.
Μετά από μια ανεπιτυχή διαμονή σ’ ένα ελβετικό σανατόριο, όπου ανέπτυξε έναν άλλο ενθουσιασμό μ’ έναν από τους γιατρούς, έγινε δεκτή στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Burghölzli κοντά στη Ζυρίχη τον Αύγουστο του 1904. Διευθυντής του ήταν ο Eugen Bleuler, ο οποίος το λειτουργούσε ως θεραπευτική κοινότητα με κοινωνικές δραστηριότητες για τους ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων κηπουρικής, δράματος κι επιστημονικών διαλέξεων. Ένας από τους βοηθούς του Bleuler ήταν ο Carl Jung, που στη συνέχεια διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής. Τις μέρες μετά τη παραδοχή της, η Σπυλράιν, του αποκάλυψε πως ο πατέρας της την είχε ξυλοκοπήσει συχνά κι ότι ενοχλήθηκε από τις μαζοχιστικές φαντασιώσεις του ξυλοδαρμού. Ο Bleuler εξασφάλισε ότι την απομάκρυνε από την οικογένειά της, απαιτώντας αργότερα από τον πατέρα και τ’ αδέρφια της να μην έχουνε καμμιάν επαφή μαζί της. Είχε γρήγορη ανάρρωση και μέχρι τον Οκτώβρη μπόρεσε να υποβάλλει αίτηση για την ιατρική σχολή και να αρχίσει να βοηθά τον Jung στην ανεύρεση καταλλήλων θεραπευτικών διαλόγων κι ορισμών στο εργαστήριό του.
Από τον Οκτώβρη ως το Γενάρη, ο Jung πραγματοποίησε πολλές δοκιμές διαλόγων πάνω της και χρησιμοποίησε επίσης μερικές στοιχειώδεις ψυχαναλυτικές τεχνικές. Αργότερα, την ανέφερε δύο φορές με επιστολές στον Φρόυντ ως την πρώτη αναλυτική του υπόθεση, αν και στις δημοσιεύσεις του αναφέρθηκε σε δύο μεταγενέστερους ασθενείς με αυτούς τους όρους. Στη διάρκεια της θεραπείας της, η Σαμπίνα ερωτεύτηκε τον Γιουνγκ. Με δική της επιλογή, συνέχισε ως τρόφιμη στο νοσοκομείο από το Γενάρη ως τον Ιούνιο του 1905, αν και δε λάμβανε πλέον θεραπεία. Εργάστηκε ως ασκούμενη μαζί με άλλους Ρώσους μαθητές εκεί, συμπεριλαμβανομένου του Max Eitingon, καθώς κι ομογενών ψυχιάτρων που μελετούσαν με τον Bleuler, συμπεριλαμβανομένου του Karl Abraham.
“Η Σαμπίνα απ’ ότι φαίνεται, ήταν μια γυναίκα για την οποία ο έρωτας δεν συνεπαγόταν υπολογισμούς ούτε απαιτούσε υποσχέσεις που παραβιάζονται τη στιγμή ήδη που δίνονται, μια διονυσιακή γυναίκα που δονούνταν συναισθηματικά, που καταλάβαινε και συγχωρούσε τα πάντα ενώ παράλληλα πρόσφερε στον Γιουνγκ ένα ισχυρό κίνητρο για τη διανοητική του εξέλιξη“. (Carotenuto, 2004: 226).
Παρακολούθησε ιατρική σχολή στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης από τον Ιούνιο του 1905 ως το Γενάρη του 1911, όπου και κέρδισε την ακαδημαϊκή της κατάρτιση. Τα ημερολόγιά της δείχνουν ένα πολύ ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων κι ανάγνωσης, όπως φιλοσοφία, θρησκεία, ρωσική λογοτεχνία και εξελικτική βιολογία. Έζησε σε διάφορα διαμερίσματα, αναμειγνύοντας σε έναν κοινωνικό κύκλο που περιελάμβανε κυρίως συμφοιτητές Ρώσων Εβραίων γυναικών φοιτητών ιατρικής. Πολλοί απ’ αυτούς, μαζί με τη Σαμπίνα, γοητεύτηκαν με το αναδυόμενο κίνημα της ψυχανάλυσης στη Δυτική Ευρώπη και μελέτησαν με τον Bleuler και τον Jung. Το κύριο επίκεντρό της, ενώ στην ιατρική σχολή ήταν η ψυχιατρική. Ορισμένοι από αυτούς,κι η Σαμπίνα, στη συνέχεια γίνανε ψυχίατροι, πέρασαν χρόνο με τον Freud στη Βιέννη και δημοσιεύθηκαν σε ψυχαναλυτικά περιοδικά. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι Esther Aptekman, Fanya Chalevsky, Sheina Grebelskaya και Tatiana Rosenthal. Πολιτικά, η Σπυλράίν ταυτίστηκε με τον σοσιαλισμό, αν και μερικοί από τους Ρώσους φοιτητές της ήταν οπαδοί του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος ή του Σιωνισμού.
Ολοκλήρωσε τη διατριβή της στην ιατρική της σχολή, εποπτευόμενη πρώτα από τον Bleuler και στη συνέχεια από τον Jung, σε στενή μελέτη της γλώσσας ενός ασθενούς με σχιζοφρένεια. Δημοσιεύθηκε στο Jahrbuch für psychoanalytische und psychopathologische Forschungen, το οποίο επιμελήθηκε ο Jung. Ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που διεξήγαγαν μια μελέτη περίπτωσης για τη σχιζοφρένεια και τη δημοσίευσε σε ψυχαναλυτικό περιοδικό. Ο Φρόυντ στον ίδιο τόμο παρέπεμψε το σενάριο του στην υπόθεση Schreber. Ήταν το πρώτο διδακτορικό που εμφανίστηκε ποτέ σε ψυχαναλυτικό περιοδικό και μία από τις πρώτες ψυχαναλυτικές περιπτωσιολογικές μελέτες για τη σχιζοφρένεια. Η διατριβή της συνέβαλε σημαντικά στην κατανόηση της γλώσσας των ατόμων με σχιζοφρένεια. Επειδή η μελέτη της ήταν από τις πρώτες που επικεντρώθηκαν στη σχιζοφρένεια, η ανάγκη για περισσότερη έρευνα ξεκίνησε κι οδήγησε περισσότερους ανθρώπους να επικεντρώνονται στη ψυχική ασθένεια. Ήταν επίσης η πρώτη διατριβή που γράφτηκε από μια γυναίκα που ήταν ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη. Έφυγε από τη Ζυρίχη τη μέρα μετά την αποφοίτησή της, έχοντας αποφασίσει να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη καρριέρα ως ψυχαναλύτρια αλλού.
Στη διάρκεια της ιατρικής σχολής, η Spielrein συνέχισε να βοηθά τον Jung στο εργαστήριο, όπως είχε κάνει ως ασθενής. Ακολούθησε επίσης τους κύκλους του και τονε γνώρισε κοινωνικά. Το καλοκαίρι του 1908, καθώς μπήκε στη 4η χρονιά της στην ιατρική σχολή, κείνη κι η Jung άρχισαν να έχουν όλο και πιο οικείες συναντήσεις, που τις περιέγραψε στα ημερολόγιά της ως ποίηση. Υπάρχουνε διαφορετικές απόψεις ως προς το αν είχαν ή όχι σεξουαλική επαφή.. Η Σαμπίνα ερωτεύτηκε τον Γιουνγκ ενώ αναφερόταν στη σχέση τους με τη λέξη “ποίηση”. Η ρήξη στη σχέση τους επήλθε από τον Γιουνγκ καθώς ήταν ήδη νυμφευμένος, πατέρας αλλά κι ένας ψυχίατρος που προσπαθούσε να αναδειχθεί επαγγελματικά και κοινωνικά. Τα έντονα συναισθήματα που είχε αναπτύξει απέναντί του καθώς ηταν ασθενής του στο νοσοκομείο συνέχισε τα πρώτα 3 χρόνια της στην ιατρική σχολή κι ανέπτυξε τη φαντασίωση του να ‘χει ένα παιδί μαζί του και να ονομαστεί Siegfried. Δεν είχε άλλη θεραπεία από αυτόν, αν κι από τα τέλη περίπου του 1907 προσπάθησε ανεπίσημα ν’ αναλύσει την επιθυμία της για το παιδί του. Ο χωρισμός τους τη πλήγωσε βαθιά και στην αναζήτηση του “πατέρα” που θ’ άντεχε τον πόνο της, έστειλε το 1ο της γράμμα στον Φρόυντ το Μάη του 1909. Σχέσεις, αλλά καθαρά συναδελφικές, είχε και με τον Αυστριακό Σίγκμουντ Φρόυντ.
(Ο John Launer εξέτασε τα στοιχεία από τα ημερολόγια και τις επιστολές τους, στη βιογραφία της του 2015, Sex Versus Survival. Η ζωή κι οι ιδέες της Sabina Spielrein. Έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχαν συναινετική κι ερωτική σωματική επαφή, αλλά σταμάτησαν τη σεξουαλική διείσδυση. Αυτό υποστηρίζεται από τη δήλωση της ίδιας σε μια επιστολή προς τη μητέρα της: “Μέχρι στιγμής έχουμε μείνει στο επίπεδο της ποίησης που δεν είναι επικίνδυνο”. .Ο Lance Owens συνοψίζει περαιτέρω τα αποδεικτικά στοιχεία στη μελέτη του 2015, Jung in Love: The Mysterium in Liber Novus, ο Zvi Lothane, φροϋδικός ψυχαναλυτής και λόγιος της ψυχαναλυτικής ιστορίας, κάνει τη πιο ισχυρή και καλά υποστηριζόμενη υπόθεση κατά μιας ολοκληρωμένης σεξουαλικής σχέσης μεταξύ του ζεύγους. Συνοψίζει στα συμπεράσματά του:
“Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι υπαγορεύονται από τα δικά τους συναισθήματα, προβολές και μεταφορές. Η κρίση μας πρέπει πραγματικά να καθοδηγείται απ’ αυτό που οι κουραστικοί πρωταγωνιστές δεν κουράστηκαν να ισχυρίζονται: ότι δεν υπήρχε σεξ. Στη τελική ανάλυση το ερώτημα είναι αν πιστεύουμε ή όχι. Επιλέγω να τους πιστέψω κι όχι από σύνεση, αλλά επειδή κείνες τις μέρες οι άνθρωποι βλέπανε τις προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις, ειδικά όπως ισχύει για τη Spielrein, διαφορετικά από ό, τι σήμερα. Επιπλέον, επειδή η απροσδόκητη σεξουαλική επιθυμία ήταν ακόμη πιο οδυνηρή και πιο ρομαντική από το ολοκληρωμένο σεξ. Ωστόσο, ο σεξουαλικός μύθος πεθαίνει σκληρά, παρέχοντας εντυπωσιακό υλικό για μια σειρά θεατρικών παραγωγών και πληθώρα άρθρων στο δημοφιλή τύπο κι επαγγελματικά περιοδικά“.)
Τους επόμενους μήνες, ο Jung έγραψε στον Φρόυντ για τη σχέση, κατηγορώντας την αρχικά, πως προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον αποπλανήσει και στη συνέχεια παραδέχτηκε πως είχε εμπλακεί ρομαντικά μαζί της. Έστειλε μια σειρά επιστολών στη μητέρα της Σπυλράιν, γράφοντας “κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει δύο φίλους να κάνουν όπως θέλουν … η πιθανότητα είναι ότι κάτι περισσότερο μπορεί να εισέλθει στη σχέση“. Η Σαμπίνα έγραψε επίσης στον Freud, καθιστώντας σαφές ότι, για λίγους μήνες, η σχέση τους ήταν κάπως φυσική, περιλάμβανε αυτό που αποκαλούσε ξανά “ποίηση”: “Στο τέλος συνέβη το αναπόφευκτο… έφτασε στο σημείο όπου δεν μπορούσε πλέον να το αντέξει κι ήθελε ποίηση. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα ν’ αντισταθώ, για πολλούς λόγους…”. Η Eva Spielrein απείλησε να τον αναφέρει στον Bleuler κι ήρθε στη Ζυρίχη για να το κάνει, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Εν τω μεταξύ, ο Jung είχε παραιτηθεί από την ιατρική του θέση στο Burghölzli, παρόλο που συνέχισε την εργαστηριακή του εργασία και τη διδασκαλία του πανεπιστημίου. Ένας λογαριασμός βάσει αυτών των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της τριδιάστατης αλληλογραφίας μεταξύ της Spielrein, του Jung και του Freud, εμφανίζεται στη βιογραφία του Launer.
Μετά από ένα κενό αρκετών μηνών, που προκλήθηκε από τη παραπάνω διαμάχη, Σαμπίνα και Γιουνγκ επανέλαβαν τη σχέση τους το καλοκαίρι του 1909 και συνέχισαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον ιδιωτικά τους τελευταίους μήνες του 1910. Αυτή αναχώρησε μόνιμα από τη Ζυρίχη το Γενάρη του 1911 -εγγραφή στο ημερολόγιο της, 11ης Σεπτέμβρη 1910- μόλις τέσσερις μήνες πριν από την αποφοίτησή της από την ιατρική σχολή κι αφήνοντας τόσο τον Jung όσο και τη Ζυρίχη, ξανασκεφτόταν με τη φαντασία της να φέρει στον κόσμο το γιο του. Είδε όμως στη πραγματικότητα πόσο εντελώς αδύνατο ήταν, πώς θα καταστρέψει τη πιθανότητα να βρει άλλη αγάπη και να καταστρέψει τις επιστημονικές και επαγγελματικές της φιλοδοξίες:
“Μ’ ένα μωρό δεν θα γινόμουνα πουθενά αποδεκτή κι αυτό θα ήτανε στις καλλίτερες περιπτώσεις. Τί θα γινόταν αν δεν έμενα έγκυος; Τότε η καθαρή μας φιλία θα καταστραφόταν από τη στενή σχέση και η φιλία μας, είναι αυτό που μου αρέσει πολύ“.
Η οικογένειά της το 1909
Από το 1905 ως και το 1911, παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Τον Μάη του 1911 αποφοιτά από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Ζυρίχης ενώ πραγματοποιεί μία από τις πρώτες ψυχαναλυτικές διατριβές στον τομέα της σχιζοφρένειας. Από τον Οκτώβρη του 1911 μέχρι τον Μάρτη του 1912 εγκαθίσταται στη Βιέννη και συμμετέχει στις συναντήσεις των απογευμάτων της Τετάρτης. Αργότερα, εργάστηκε ως ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, καθηγήτρια και παιδίατρος, τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ελβετία. Στη Ρωσία εργάστηκε για μία 20ετία (1923-1943). Σ’ ένα τελευταίο του γράμμα στη Σαμπίνα, ο Γιουνγκ έγραψε:
“Η αγάπη της S. (Sabina-Σαμπίνα) για τον J. (Jung – Γιουνγκ) έκανε τον τελευταίο να γνωρίσει κάτι που προηγουμένως μόνον αμυδρά είχε υποψιαστεί, δηλαδή τη δύναμη μέσα στο ασυνείδητο που δίνει σχήμα στο πεπρωμένο, μια δύναμη που τον οδήγησε στη συνέχεια σε πράγματα υψίστης σημασίας. Η σχέση έπρεπε να είναι εξιδανικευμένη, γιατί διαφορετικά θα είχε οδηγήσει σε πλάνη και στη τρέλα (συγκεκριμενοποίηση του ασυνειδήτου). Μερικές φορές πρέπει να είμαστε ποταποί για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε“.
(Covington, 2001: 115).
Το 1912 δημοσίευσε ένα από τα πιο σημαντικά της άρθρα με τίτλο Η καταστροφή ως αιτία της δημιουργίας. Οι κύριες απόψεις που εξέφρασε αργότερα ο Φρόυντ στο Πέραν της αρχής της ηδονής ανήκουν στη Σπυλράιν. Επιπρόσθετα το 1912 πληροφορούμαστε για τον γάμο της με τον δρ. Σέφτελ από την αλληλογραφία της με τον Φρόυντ. Ως ψυχαναλύτρια ανέλυσε αρκετούς ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τον Ζαν Πιαζέ. Το 1923 επιστρέφει στη Ρωσία όπου ίδρυσε ένα σπίτι για νήπια και παιδιά σχολικής ηλικίας ελπίζοντας να τους προσφέρει μια καλλίτερη σε ποιότητα ζωή. Ωστόσο η ψυχανάλυση στη Ρωσία απαγορεύτηκε και το πολιτικό καθεστώς την ανάγκασε να κλείσει το σπίτι.
Μέσα στη 30χρονη καρριέρα της, εξέδωσε πάνω από 35 εργασίες, σε 3 γλώσσες, ρωσικά, γαλλικά και γερμανικά, αναλύοντας θέματα όπως η ψυχανάλυση, η αναπτυξιακή ψυχολογία, η ψυχογλωσσολογία κι η εκπαιδευτική ψυχολογία. Πιθανόν η πιο γνωστή της εργασία, που άσκησε δε και μεγάλη επιρροή στον τομέα της ψυχολογία,ς είναι σίγουρα το Η καταστροφή ως αιτία της δημιουργίας (Destruction as the Cause of Coming Into Being) γραμμένο στα γερμανικά, το 1912. Η Σπυλράιν δολοφονήθηκε 11 Αυγούστου 1942, τη περίοδο του Ολοκαυτώματος, όταν ομάδα των SS, πυροβολεί αυτήν και τις δυο της κόρες, που ήταν τότε 29 και 16 ετών κι άλλους Εβραίους, στο Ροστόβ. Αν και κατά κύριο λόγο, μνημονευόταν για τη συνολική σχέση της με τον Γιουνγκ, πλέον θεωρείται σημαντική στο τομέα της και μια μεγάλη στοχάστρια.
Σκοπός της ζωής της, ήταν η αγάπη κι η ατέρμονη προσπάθειά της να ανακαλύψει την αλήθεια και ν’ ανυψώσει τη ψυχή από το σώμα. Ο σκοπός της παραπέμπει στον στίχο του Εμπειρίκου από το ποίημα Τα Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο: “Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη“. Η αγάπη ήταν τελικά ίσως αυτή που της χάρισε την αιωνιότητα. Η αγάπη για τον άνθρωπο, την επιστήμη και τη κοινωνία.
Στην αρχή ήταν ο Φρόυντ. Κι έπειτα ήρθε ο Γιουνγκ και στο πρόσωπό του ο πατέρας της ψυχανάλυσης είδε τον αντάξιο διάδοχό του. Όταν βρέθηκαν οι δυο τους, στις αρχές του 20ού αιώνα, ουκ ολίγοι μίλησαν για τον γάμο του αιώνα. Δύο από τα μεγαλύτερα μυαλά της ψυχολογίας σε αγαστή συνεργασία. Έμελλε όμως να μην έχει διάρκεια. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν εμφανίστηκε στη ζωή τους η όμορφη, έξυπνη, πλην ψυχικά διαταραγμένη 18χρονη Σαμπίνα Σπυλράιν. Τον Αύγουστο του 1904 εισήχθη στο νοσοκομείο Μπέργκχελτσλι της Ζυρίχης. Την ανέλαβε ο Γιουνγκ, έγιναν εραστές και μέσα στην επόμενη 10ετία εξελίχθηκε σε μήλο της Έριδος ανάμεσα σε Γιουνγκ και Φρόυντ, με συνέπεια το άδοξο τέλος της φιλίας των δύο μεγάλων ανδρών της ψυχανάλυσης.
Για τη Σαμπίνα, που εξελίχθηκε ως επιτυχημένη ψυχαναλύτρια, ελάχιστα πράγματα ήτανε γνωστά για τον ρόλο της στις ζωές των Γιουνγκ και Φρόυντ. Το μυστήριο άρχισε να λύνεται το 1977, όταν ένα τμήμα του ημερολογίου της κι επιστολές της ανακαλύφθηκαν μαζί με ιατρικές σημειώσεις του Γιουνγκ για τη περίπτωσή της. Ωστόσο μόλις πρόσφατα άρχισε να διαφαίνεται η γοητεία της γυναίκας εκείνης που βρέθηκε ανάμεσα σε ακαδημαϊκούς και συγγραφείς δίνοντας αφορμή για βιβλία (Tribute to Sabina Spielrein: Forgotten Pioneer of Psycoanalysis, που αναμένεται να κυκλοφορήσει), ταινίες (πρόσφατα άρχισε να προβάλλεται η ταινία “My name was Sabina Spielrein“) και θεατρική παράσταση (στο Cottesloe Theatre του Λονδίνου) με το έργο “The Talking Cure” του Κρίστοφερ Χάμπτον που έκανε πρεμιέρα πρόσφατα και στο οποίο πρωταγωνιστούν οι Ρέιφ Φάινς (Γιουνγκ), Μπιλ Πάτερσον (Φρόυντ) και Τζόντι Μέι (Σαμπίνα). Ο Χάμπτον ενδιαφέρθηκε για τη περίπτωση της Σπυλράιν για 1η φορά το 1970, όταν έγραφε σενάριο με θέμα τον ρόλο της στη σχέση Φρόυντ-Γιουνγκ.
Ο πατέρας της ήτανε βίαιος και μονίμως απειλούσε ν’ αυτοκτονήσει, προκειμένου να ‘χει στο χέρι τη γυναίκα και τα παιδιά του. Στην εφηβεία της, μην αντέχοντας το υστερικό περιβάλλον, θέλησε να κάνει ψυχανάλυση. Η περίπτωσή της ήτανε δύσκολη. Παρουσίαζε συμπτώματα κατάθλιψης και σεξουαλικής εμμονής με τα χέρια του πατέρα της, καθώς εκείνος επέβαλλε στα παιδιά του να του φιλούν τα χέρια ύστερα από κάθε ξυλοδαρμό! Ο Γιουνγκ διέκρινε αμέσως στην ασθενή του οξυδέρκεια κι επηρεασμένος από τη θεωρία του Φρόυντ δοκίμασε θεραπεία μέσα από διάλογο . Σε δέκα μήνες η Σαμπίνα ήταν άλλος άνθρωπος. Στο ίδιο διάστημα βρέθηκαν και στο κρεβάτι. Η επιρροή της στη σχέση του Γιουνγκ με τον Φρόυντ, υπήρξε καθοριστική.
Η Σαμπίνα, που έπαιρνε ειδικότητα στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, συνέβαλε στην έρευνα του Γιουνγκ και του πρότεινε την ιδέα τής anima (το στοιχείο της ψυχής και του συλλογικού ασυνείδητου ως γυναικείο αρχέτυπο του άνδρα). Εκείνος δεν μπόρεσε όμως να χαρεί την ανακάλυψη, καθώς τον απασχολούσαν ηθικοί φραγμοί για τις σχέσεις γιατρού-ασθενούς και της ζήτησε να διακόψουν. Ο χωρισμός ήταν θυελλώδης -σε ένα τσακωμό τον τραυμάτισε με μαχαίρι. Εκείνη έφυγε για τη Βιέννη για να μελετήσει με τον Φρόυντ. Ο Γιουνγκ, νιώθοντας προδομένος, ξέσπασε στον Φρόυντ. Έτσι επήλθε ρήξη στη σχέση τους κι ο Γιουνγκ κατέληξε με νευρικό κλονισμό.
Αυτή η προσωπική καταχώρηση ημερολογίου από τα τέλη του 1910 υποδηλώνει έντονα πως η Σαμπίνα συνειδητοποίησε ότι ακόμα κι αν έπρεπε τελικά να έχουνε σεξουαλικές σχέσεις, ίσως να μη μείνει έγκυος κι έχοντας κάνει αυτό το βήμα, η επόμενη σκέψη ήταν: “η καθαρή φιλία μας θα καταστραφεί από τη στενή σχέση ….“. Γράφτηκε λίγο πριν την αναχώρησή της από τη Ζυρίχη, αυτά τα λόγια υπονοούν ότι όποια κι αν είναι η φύση της “ποίησης” τους, οι Jung και Spielrein δεν είχανε και τη σεξουαλική επαφή.
Οι σημειώσεις στο ημερολόγιο της Σπυλράιν φέρνουν στο προσκήνιο το σκοτεινό σημείο στη σχέση των δύο ανδρών: Ο Γιουνγκ φοβόταν τον Φρόυντ επειδή γνώριζε τον δεσμό του με τη Σαμπίνα κι ο Φρόυντ φοβόταν τον Γιουνγκ επειδή γνώριζε την ερωτική σχέση του με τη νύφη του! Η ζωή της Σαμπίνα τελείωσε εκεί όπου άρχισε. Στο Ροστόφ. Μαζί με τα παιδιά της έπεσαν θύματα του Ολοκαυτώματος. Το θεατρικό του Χάμπτον τελειώνει την περίοδο που η Σαμπίνα είναι έγκυος και συναντά για τελευταία φορά, το 1913, τον Καρλ Γιουνγκ στις όχθες της λίμνης της Ζυρίχης. Εκείνος της εξομολογείται πως ήταν ο έρωτας της ζωής του και πως χωρίς εκείνη δεν θα έκανε τίποτα.
Η Σαμπίνα στη μέση κάτω και πάνω οι Φρόυντ & Γιουνγκ
Ορισμένοι μελετητές έχουνε δει τη συμπεριφορά του Jung σαν επαγγελματική παραβίαση των ορίων, ενώ άλλοι την έχουνε θεωρήσει ως ακούσια κι συγχωρήσιμη συνέπεια του πρώιμου πειραματισμού με ψυχαναλυτικές τεχνικές. Ο ιστορικός και Φροϋδικός ψυχαναλυτής Bruno Bettelheim σχολίασε τη θεραπεία της και το φαινομενικά ευεργετικό αποτέλεσμα, σημειώνοντας: “Ωστόσο, η αμφισβητήσιμη συμπεριφορά του Jung ήταν από ηθική άποψη … κατά κάποιο τρόπο ανταποκρίθηκε στην πρωταρχική υποχρέωση του θεραπευτή έναντι του ασθενούς του: να θεραπεύσει“. Αντιθέτως, ο Peter Loewenberg (μεταξύ άλλων) ισχυρίστηκε ότι παραβίαζε την επαγγελματική ηθική κι ότι “έθεσε σε κίνδυνο τη θέση του στο Burghölzli κι οδήγησε στη ρήξη του με τον Bleuler και την αποχώρησή του από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης“.
Εκείνη την εποχή, ο Φρόυντ ήταν ανεκτικός για το τι συνέβη μεταξύ τους και το θεώρησε ως παράδειγμα αντεπιβίβασης. Αργότερα, ομολόγησε στη Σαμπίνα πως είχε παίξει ρόλο στο χωρισμό τους: “Η συμπεριφορά του ήτανε πολύ κακή. Η γνώμη μου άλλαξε πολύ από τη στιγμή που έλαβα αυτό το πρώτο γράμμα από σας“. Η σχέση μεταξύ τους απέδειξε στον Φρόυντ ότι τα συναισθήματα κι η ανθρωπιά ενός θεραπευτή δεν μπορούσαν να κρατηθούν έξω από τη ψυχαναλυτική σχέση. Ο Jung είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Πριν από αυτό το επεισόδιο, ο Φρόυντ πίστευε προφανώς ότι ένας γιατρός θα μπορούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά του στη ψυχανάλυση των ασθενών. Όταν ο Jung ήρθε να μιλήσει στο Freud για τη σχέση του με τη Σαμπίνα, ο Freud άλλαξε τις ιδέες του για τη σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Η Σαμπίνα φαίνεται να θεωρεί τις εμπειρίες της με τον Jung ως γενικά πιο ευεργετικές από το αντίθετο. Συνέχισε να τονε λαχταρά για αρκετά χρόνια αργότερα κι έγραψε στον Φρόυντ ότι δυσκολεύτηκε να συγχωρήσει τον Γιουνγκ για την έξοδο από το ψυχαναλυτικό κίνημα παρά για “κείνη τη σχέση μαζί μου“.
Η Σπυλράιν θεωρείται πως ήταν η έμπνευση για τη σύλληψη του Jung για το anima, εν μέρει λόγω μιας αναφοράς που έκανε ο Jung 50 χρόνια αργότερα στο Memories, Dreams, Reflections -το βιογραφικό σημείωμα που συνέταξε κι επεξεργάστηκε η Aniela Jaffé– σ’ ένα θηλυκό εσωτερικό κόσμο που φανταζόταν πράγματα, φωνή που ξύπνησε τη συνειδητοποίησή του για το εσωτερικό anima. Υπενθύμισε, ήταν “η φωνή ενός ασθενούς … που μου είχε μια ισχυρή μεταβίβαση“. Ωστόσο, στο αδημοσίευτο αντίγραφο των σχολίων του Jung που ηχογράφησε η Aniela Jaffé το 1957, ο Jung κατέστησε σαφές ότι αυτή η γυναίκα ήταν η Maria Moltzer κι όχι η Spielrein. Παρ’όλ’αυτά, ο Lance Owens έχει τεκμηριώσει πως η σχέση τους ήταν όντως ζωτικής σημασίας για την εξελισσόμενη σύλληψη και κατανόηση του Jung για το τί ονόμασε αργότερα anima.
Η Σαμπίνα με την Εμίλια και τη μητέρα της το 1898
Μετά την αποφοίτησή της, μετακόμισε στο Μόναχο για να μελετήσει ιστορία της τέχνης, ενώ εργαζόταν επίσης σ’ ένα έργο σχετικά με τη σχέση μεταξύ φύλου και θανάτου. Τον Οκτώβρη μετακόμισε στη Βιέννη, όπου εξελέγη μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βιέννης. Ήταν η 2η γυναίκα μέλος αυτής της κοινωνίας. Έδωσε στην εφημερίδα της στην Εταιρεία στις 27 Νοεμβρίου τη διατριβή Καταστροφή ως η αιτία της ύπαρξης, δημοσιεύοντας μια τροποποιημένη έκδοση το επόμενο έτος στο Jahrbuch. Η εφημερίδα δείχνει στοιχεία τόσο της Jungian όσο και της Freudian σκέψης, αλλά φαίνεται να σηματοδοτεί το σημείο που τη διαφοροποιεί από το να ταυτιστεί με τον Jung για να δει τον εαυτό της ως περισσότερο Φροϋδικό. Ο Φρόυντ ανέφερε ρητά την εφημερίδα της σε μια διάσημη υποσημείωση του Beyond the Pleasure Principle, αναγνωρίζοντας ότι πυροδότησε τη σκέψη του που οδήγησε ν’ αντιληφθεί τη κίνηση του θανάτου: “Ένα σημαντικό μέρος αυτού του οφέλους αναμενόταν στο έργο της“. Η ιδέα της, ωστόσο, ήτανε διαφορετική από το Φρόυντ, καθώς θεωρούσε ότι η καταστροφικότητα εξυπηρετούσε το αναπαραγωγικό ένστικτο κι όχι από μόνη του. Η Σαμπίνα συναντήθηκε με το Freud σε πολλές περιπτώσεις το 1912 και συνέχισε να επικοινωνεί μαζί του μέχρι το 1923. Προσπάθησε στην αλληλογραφία της με τον Freud και τον Jung να συμφιλιώσει τους 2 άντρες. Στην εφημερίδα Destruction και καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης καρριέρας της, αντλούσε ιδέες από πολλούς διαφορετικούς κλάδους και σχολές σκέψης. Μέχρι την ηλικία των 26, έγινε η νεότερη γυναίκα του είδους της, που δημοσίευσε τα έργα της.
Το 1912 παντρεύτηκε τον Ρώσο Εβραίο ιατρό Pavel Nahumovitch Sheftel. Μετακόμισαν στο Βερολίνο, όπου εκείνη δούλευε μαζί με τον Karl Abraham. Απέκτησε τη 1η της κόρη Irma-Renata (γνωστή ως Renata), το 1913. Ενώ ήτανε στο Βερολίνο, δημοσίευσε 9 ακόμη άρθρα. Ένα από αυτά ήτανε περιγραφή των πεποιθήσεων των παιδιών για το σεξ και την αναπαραγωγή, που περιελάμβανε αναμνήσεις από τις δικές της πρώτες φαντασιώσεις γι’ αυτό. Με τίτλο Συμβολή στη κατανόηση της ψυχής ενός παιδιού, δείχνει σε πιο φροϋδικό τρόπο από τα προηγούμενα έργα της. Σε ένα άλλο έργο, με τίτλο Η πεθερά, έδωσε μια συμπαθητική περιγραφή του ρόλου της πεθεράς και της σχέσης μεταξύ τους. Ο Ολλανδός ψυχαναλυτής van Waning σχολίασε αυτό το άρθρο: Οι σπουδές των γυναικών-το έτος 1913!. Ένα άλλο άρθρο κείνης της εποχής αφηγείται τη θεραπεία της σ’ ένα παιδί με φοβία ζώων κι είναι μία από τις 1ες γνωστές αναφορές παιδικής ψυχοθεραπείας. Κατά το ξέσπασμα του Α ‘Παγκ. Πολ., επέστρεψε στην Ελβετία, ζώντας για λίγο στη Ζυρίχη και πάλι, πριν μετεγκατασταθεί στη Λωζάνη, όπου παρέμεινε κι η Ρενάτε για τον υπόλοιπο πόλεμο. Ο σύζυγός της προσχώρησε στο σύνταγμά του στο Κίεβο και δεν επανενώθηκαν για περισσότερο από μια δεκαετία. Τα χρόνια του πολέμου ήταν περιόδους έλλειψης για τη Σπυλράιν: έκανε κάποια δουλειά ως χειρουργός και σε κλινική οφθαλμών, αλλά έλαβε επίσης συνεισφορές από τους γονείς της όταν μπορούσαν. Ωστόσο κατάφερε να δημοσιεύσει 2 ακόμη σύντομα άρθρα στα χρόνια του πολέμου. Συνέθεσε μουσική και θεώρησε ότι έγινε συνθέτης. Άρχισε επίσης να γράφει ένα μυθιστόρημα στα γαλλικά. Ηχογράφησε παρατηρήσεις για την ανάπτυξη της κόρης της από άποψη γλώσσας και παιχνιδιού. Συνέχισε την αλληλογραφία της με τον Φρόυντ και τον Γιουνγκ και την ανάπτυξη των δικών της θεωρητικών ιδεών, ιδιαίτερα σε σχέση με την προσκόλληση στα παιδιά.
Το 1920 παρακολούθησε το 6ο Συνέδριο Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης στη Χάγη, όπου έδωσε μια ομιλία για τη προέλευση της γλώσσας στη παιδική ηλικία. Το κοινό περιελάμβανε το Φρόυντ, τη κόρη του Άννα, τη Μελάνι Κλέιν και τον Σαντόρ Φερέντζι. Επίσης, ανακοίνωσε τη πρόθεσή της να ενταχθεί στο προσωπικό του Ινστιτούτου Rousseau στη Γενεύη, ένα πρωτοποριακό κέντρο κλινικής, εκπαίδευσης κι έρευνας για την ανάπτυξη των παιδιών στη Γενεύη. Παρέμεινε εκεί 3 χρόνια, συνεργαζόμενη με τον ιδρυτή του, Édouard Claparède, καθώς κι άλλους διακεκριμένους ψυχολόγους της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Pierre Bovet. Ο Jean Piaget συμπεριλήφθηκεν επίσης στο προσωπικό: συνεργάστηκαν στενά, και το 1921 πήγε σε μια ψυχανάλυση 8 μηνών μαζί της. Το 1922, αυτή κι ο Piaget δώσανε κι οι δύο εργασίες στο 7ο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης στο Βερολίνο. Αυτή ήταν μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής της και δημοσίευσε 20 άρθρα μεταξύ 1920-3. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν μια νέα έκδοση του έργου που ‘χε δώσει στη Χάγη για τη προέλευση της γλώσσας, αντλώντας από τη συνεργασία της με τον γλωσσολόγο Charles Bally. Με τίτλο: Η προέλευση των λέξεων, Papa και Mama, περιέγραψε πώς αναπτύσσεται η γλώσσα σ’ ένα υπόστρωμα γενετικής ετοιμότητας, πρώτα μέσω αλληλεπιδράσεων μεταξύ του παιδιού και του μαστού της μητέρας και στη συνέχεια μέσω οικογενειακών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Τα άλλα άρθρα της από την εποχή εκείνη, είναι κυρίως αφιερωμένα στο να φέρουνε ψυχαναλυτική σκέψη μαζί με παρατηρητικές μελέτες για την ανάπτυξη των παιδιών. Τα άρθρα της στο Zeitschrift και το Imago απ’ αυτή τη περίοδο, επικεντρώνονται κυρίως στη σημασία της απόκτησης λόγου στη πρώιμη παιδική ηλικία και στην αίσθηση του χρόνου. Ωστόσο, η Otto Fenichel ξεχώρισε για ειδική αναφορά στο άρθρο της το 1923 σχετικά με το voyeurism, όπου “η Σαμπίνα Σπυλράιν περιέγραψε μια διεστραμμένη ανατροπή στην οποία ο ασθενής προσπάθησε να ξεπεράσει πρώιμη καταστολή της γεννητικής και χειροκίνητης ερωτογένεσης, που προκλήθηκε από έντονο φόβο ευνουχισμού“. Συνολικά, η δουλειά της στη διάρκεια αυτής της περιόδου πιστεύεται πως είχε σημαντική επιρροή στη σκέψη του Piaget και πιθανώς στη Klein.
Το 1923, αποθαρρυμένη από την έλλειψη επιτυχίας της στη δημιουργία μιας ιδιωτικής πρακτικής στη Γενεύη και με την υποστήριξη του Φρόυντ, αποφάσισε να ταξιδέψει στη Μόσχα για να υποστηρίξει την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης εκεί. Σχεδίασε να επιστρέψει στη Γενεύη κι άφησε τα προσωπικά της έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των ημερολογίων και της αλληλογραφίας της, στο υπόγειο του Ινστιτούτου Rousseau. Στην πραγματικότητα, δεν επέστρεψε ποτέ στη Δυτική Ευρώπη και τα έγγραφα παρέμειναν χωμένα εκεί ως ότου εντοπίστηκαν σχεδόν 60 χρόνια αργότερα από τον αναλυτή Aldo Carotenuto, που δημοσίευσε μια επιλογή απ’ αυτά. Το αρχείο παραμένει στη κατοχή των κληρονόμων του Édouard Claparède και παρόλο που έχουνε δημοσιευθεί περισσότερες επιλογές σε διάφορα βιβλία και περιοδικά, δεν έχει εξεταστεί ποτέ ούτε καταγραφεί πλήρως.
Το σπίτι της στο Ροστόβ αν Ντον
Η ψυχανάλυση στη Ρωσία είχε ήδη μια ταραχώδη ιστορία, αλλά η επιρροή της ήταν ισχυρότερη μεταξύ 1921 και 1923. Στην άφιξή της στη Μόσχα, βρέθηκε ως η πιο έμπειρη ψυχαναλύττρια εκεί, καθώς και μια από τους πιο στενά συνδεδεμένους με αναλυτές και ψυχολόγους στη Δύση. Διορίστηκε ως πρόεδρος της παιδικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο First Moscow κι ανέλαβε εργασία στη παιδολογία (παιδική μελέτη), μια προσέγγιση στη παιδιατρική που την ενσωμάτωσε στην αναπτυξιακή κι εκπαιδευτική ψυχολογία. Προσχώρησε επίσης στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της Μόσχας, που ιδρύθηκε το 1922 υπό τη διεύθυνση του Moise (Moishe) Wulff. Έπειτα ασχολήθηκε μ’ ένα φιλόδοξο νέο έργο στην εκμάθηση των παιδιών, γνωστό ως Ψυχαναλυτικό Ορφανοτροφείο-Εργαστήρι Detski Dom (γνωστό και ως”Λευκός Οίκος”).
“Το μόνο που ξέρω είναι ότι στη Ρωσία η Σπυλράιν ίδρυσε ένα σπίτι για νήπια και παιδιά, ελπίζοντας να τους προσφέρει καλλίτερη ζωή σε μια κοινότητα απ’ αυτή που θα μπορούσαν να είχαν στις οικογένειές τους. Πράγμα που σημαίνει ότι το έπραξε έχοντας στο μυαλό της τις αρχικές ιδεαλιστικές ιδέες της σοβιετικής κοινωνίας. Δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν όταν πέθανε, όμως τη δεκαετία του 1930 κυκλοφορούσαν φήμες ότι ήταν πολύ απογοητευμένη εξαιτίας της απαγόρευσης της ψυχανάλυσης κι από το ότι αναγκάστηκε να κλείσει το σπίτι της για τα παιδιά“.
(Lampl De Groot στο Carotenuto, 2004: 271 – 272).
Ιδρύθηκε το 1921 από τη Vera Schmidt (που ήταν επίσης από τις μαθήτριες του Φρόυντ). Το “Detski Dom” προοριζόταν να διδάξει παιδιά με βάση τις θεωρίες του Φρόυντ. Το σχολείο ήταν ένα ορφανοτροφείο μόνο στο όνομα: μαζί με το γιο της Σμιτ, το σχολείο είχε παιδιά από εξέχοντες Μπολσεβίκους (συμπεριλαμβανομένου του Τζόζεφ Στάλιν, που ο γιος Βασίλι, ήταν επίσης εγγεγραμμένος). Αποφεύχθηκε η πειθαρχία και τα παιδιά είχανε τη μέγιστη ελευθερία κινήσεων. Επιτρεπόταν επίσης η σεξουαλική εξερεύνηση κι η περιέργεια. Η ανάμιξη της Σαμπίνα περιελάμβανε την επίβλεψη των δασκάλων και μπορεί να τους είχε υποστηρίξει σε διαμαρτυρία για τις κακές συνθήκες εργασίας τους, που οδήγησαν στην απόλυση τους. Το σχολείο έπρεπε να κλείσει το 1924, μετά τις κατηγορίες πειραμάτων για τη πρόωρη τόνωση της σεξουαλικότητας των παιδιών. Οι κατηγορίες πιθανότατα έγιναν σε απάντηση σε προσπάθειες του Τρότσκυ να προλεταριοποιήσει τη πρόσληψη του σχολείου Όσο έμεινε η Σαμπίνα στη Μόσχα, τόσο ο Alexander Luria όσο κι ο Lev Vygotsky ήρθαν να εργαστούν στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο και το “Dyetski Dom” και να σπουδάσουν μαζί της. Ο χαρακτηριστικός τρόπος της να συνδυάζει υποκειμενικές ψυχολογικές ιδέες από τη ψυχανάλυση με την αντικειμενική παρατήρηση των παιδιών είναι πιθανό να ‘χε σημαντική επιρροή στον πρώιμο σχηματισμό τους ως ερευνητές, οδηγώντας τα να γίνουν οι σημαντικώτεροι Ρώσοι ψυχολόγοι της εποχής τους.
Τέλη του 1924 ή του 1925, η Σπυλράιν έφυγε από τη Μόσχα και μαζί με τη κόρη της επανήλθαν στον σύζυγό της Πάβελ στο Ροστόφ Ον Ντον. Εκτός από τη πιθανή απογοήτευσή της από την εμπειρία της στη Μόσχα, μπορεί να ‘χε αναγκαστεί να επιστρέψει επειδή ο σύζυγός της ήταν τώρα σε σχέση με μια γυναίκα από την Ουκρανία, την Όλγα Σνέτκοβα (γεννημένη Aksyuk) και τώρα είχανε μια κόρη, τη Νίνα. Ο Pavel επέστρεψε στη σύζυγό του κι η 2η κόρη τους Eva γεννήθηκε το 1926. Για τουλάχιστον την επόμενη 10ετία, συνέχισε να εργάζεται ενεργά ως παιδίατρος, πραγματοποιώντας περαιτέρω έρευνα και διαλέξεις για ψυχανάλυση και δημοσίευση, στα δυτικά μέχρι το 1931. Το 1929 παρουσίασε μια έντονη υπεράσπιση του Φρόυντ και της ψυχανάλυσης σε συνέδριο ψυχιατρικής και νευροπαθολογίας στο Ροστόφ, πιθανώς το τελευταίο άτομο που ανέλαβε μια τέτοια υπεράσπιση σε μια εποχή που η ψυχανάλυση βρισκότανε στο σημείο να απαγορευτεί στη Ρωσία. Η εφημερίδα κατέστησε επίσης σαφές ότι ήταν ενημερωμένη με τις εξελίξεις στη Δύση και περιλάμβανε συμπαθητικά σχόλια σχετικά με την προσέγγιση του Sandor Ferenczi, που υποστήριζε ένα πιο συναισθηματικό εμπλεκόμενο ρόλο εκ μέρους του θεραπευτή. Μίλησε επίσης για τη σημασία της κλινικής εποπτείας για ψυχολογική εργασία με παιδιά και περιέγραψε μια προσέγγιση για βραχυπρόθεσμη θεραπεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όταν οι πόροι δεν επέτρεπαν εκτεταμένη θεραπεία.
Η ανιψιά της Μενίκα, τη περιέγραψε από τη 10ετία του 1930 ως “πολύ καλοκαμωμένο, φιλικό κι ευγενικό άτομο. Ταυτόχρονα, ήταν σκληρή όσον αφορά τις πεποιθήσεις της“. Ο σύζυγός της πέθανε το 1936. Το 1937 συνελήφθησαν οι αδερφοί της Ισαάκ, Γιαν και Εμίλ κι εκτελέστηκαν το 1937 και το 1938 κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης. Εκείνη κατέληξε σε συμφωνία με τον πρώην σύντροφο της Pavel και την Olga Snetkova, ότι αν κάποιος από αυτούς πέθανε, η επιζούσα γυναίκα θα φρόντιζε τις τρεις κόρες τους. Η Σαμπίνα κι οι κόρες της επέζησαν από τη 1η γερμανική εισβολή στο Ροστόφ Ον Ντον το Νοέμβρη 1941, που απωθήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1942, ο γερμανικός στρατός ξαναπολιόρκησε τη πόλη. Αυτή κι οι δύο κόρες της, 29 και 16 ετών, σκοτώθηκαν από μια ομάδα θανάτου SS, την Einsatzgruppe D, στο Zmievskaya Balka ή το Snake Ravine κοντά στο Ροστόφ Ον Ντον, μαζί με 27.000 θύματα κυρίως εβραίους. Παρόλο που τα περισσότερα μέλη της οικογένειας σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα, όλες οι γυναίκες και τα παιδιά των αδελφών της επέζησαν και σήμερα υπάρχουν περίπου 14 απόγονοι που ζούνε στη Ρωσία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Παρά την εγγύτητά της με τις κεντρικές προσωπικότητες τόσο της ψυχανάλυσης όσο και της αναπτυξιακής ψυχολογίας στην αρχή του 20ού αι., ξεχάστηκε λίγο-πολύ στη Δυτική Ευρώπη μετά την αναχώρησή της για τη Μόσχα το 1923. Ο τραγικός θάνατός της στο Ολοκαύτωμα επιδείνωσε αυτήν τη κατάσταση. Η δημοσίευση το 1974, της αλληλογραφίας μεταξύ Φρόυντ και Γιουνγκ, ακολουθούμενη από την ανακάλυψη των προσωπικών της εγγράφων και τη δημοσίευση ορισμένων απ’ αυτές στη 10ετία του 1980 και μετά, έκανε τ’ όνομά της ευρέως γνωστό. Ωστόσο, οδήγησε στη ταυτοποίησή της στη λαϊκή κουλτούρα ως ερωτικό θέαμα στη ζωή των δύο ανδρών. Μες στον κόσμο της ψυχανάλυσης, η Σπυλράιν συνήθως δίνεται όχι μόνο από μια υποσημείωση, για την αντίληψή της για τη σεξουαλική ορμή που περιέχει τόσο ένα ένστικτο καταστροφής όσο κι ένα ένστικτο μετασχηματισμού, αναμένοντας τόσο τη “κίνηση του θανάτου” του Φρόυντ όσο και τις απόψεις του Jung για τον “μετασχηματισμό”. Ανεξάρτητα από την αμφισβητήσιμη σχέση με τον Jung, γεννήθηκε κάτι θετικό και πολύ χρήσιμο στη ψυχοθεραπεία. Η αλληλογραφία του Jung με τον Freud για τη σχέση του μαζί της ενέπνευσε τις έννοιες της μεταβίβασης και της αντεπιβίβασης του Freud.
Το Σπίτι της απέξω
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως μια σημαντική στοχάστρια από μόνη της, επηρεάζοντας όχι μόνο τους Jung, Freud και Melanie Klein, αλλά κι αργότερα ψυχολόγους, συμπεριλαμβανομένων των Jean Piaget, Alexander Luria και Lev Vygotsky, έχει επίσης επιρροή σε πολλά θέματα όπως: ρόλοι του φύλου, αγάπη, η σημασία της διαίσθησης στις γυναίκες, το ασυνείδητο, η ερμηνεία των ονείρων, η σεξουαλικότητα κι οι σεξουαλικές παρορμήσεις, η λίμπιντο, η εξάχνωση, η μεταφορά, η γλωσσολογία κι η ανάπτυξη της γλώσσας στα παιδιά.
Η έρευνα της Etkind στη Ρωσία τη 10ετία του 1990 έδειξε ότι δεν εξαφανίστηκε μετά το φευγιό της από τη Δυτική Ευρώπη, αλλά συνέχισε ως ενεργή κλινικά κι ερευνήτρια. Η δημοσίευση, το 2003, μιας σειράς άρθρων γι’ αυτήν με τίτλο Sabina Spielrein, Forgotten Pioneer of Psychoanalysis τονώνει το ενδιαφέρον της ως πρωτότυπη στοχάστρια.
Η Spielrein ήτανε πρωτοπόρος της ψυχανάλυσης κι ένας από τους πρώτους που εισήγαγε, ήταν η έννοια του ένστικτου του θανάτου. Ήταν από τους πρώτους ψυχαναλυτές που διεξήγαγε μια μελέτη περίπτωσης για τη σχιζοφρένεια κι είχε μια διατριβή στο ψυχαναλυτικό περιοδικό. Αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως μια σημαντική και καινοτόμος στοχάστρια που περιθωριοποιήθηκε στην ιστορία λόγω του ασυνήθιστου εκλεκτισμού της, της άρνησης συμμετοχής σε φατρίες, της φεμινιστικής προσέγγισης στη ψυχολογία και του θανάτου της στο Ολοκαύτωμα.
Η 1η επιστημονική βιογραφία της στα γερμανικά, από τη Sabine Richebächer έθεσε τη σχέση της με τον Jung στο κατάλληλο πλαίσιο μιας δια βίου καρριέρας συμμετοχής στη ψυχανάλυση και τη ψυχολογία. Ο Lance Owens προτείνει ότι η σημασία της σχέσης της με τον Jung δεν πρέπει να παραβλέπεται ιστορικά, αλλά να θεωρείται ως ένα επιπλέον μέρος της κληρονομιάς της και της ευρείας δημιουργικής επιρροής της. Ο Owens παρέχει στοιχεία ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη προσωπική ψυχολογική ανάπτυξη του Jung, στη κατανόησή του για την αγάπη και στον επακόλουθο σχηματισμό βασικών ψυχολογικών αντιλήψεων για την anima και τη μεταφορά.
Οι οπαδοί της φεμινιστικής και σχεσιακής ψυχανάλυσης αρχίζουν επίσης να τη θεωρούν ως ένα σημαντικό πρόγονο. Ένα ορόσημο για την ανάκτησή της ως πρωτότυπου στοχαστή επιτεύχθηκε στη διάρκεια του συνεδρίου του Αμερικανικού Ψυχαναλυτικού Συλλόγου του 2015, όταν η εναρκτήρια διάλεξη ολομέλειας δόθηκε από τη Δρ Adrienne Harris, με θέμα “Οι κλινικές και θεωρητικές συνεισφορές της Sabina Spielrein“, αναγνωρίζοντάς τη με τη πρωτοποριακή σχέση ψυχανάλυσης. Ο Victor Ovcharenko ήταν ο 1ος Ρώσος επιστήμονας που παρουσίασε τη βιογραφία της στο μετα-σοβιετικό καιρό. Μέσα από τα έργα της παιδικής ανάλυσής της, κατάφερε να κάνει διάκριση μεταξύ αυτιστικών και κοινωνικών γλωσσών. Διακρίνει μεταξύ (πρωτογενών) αυτιστικών και κοινωνικών γλωσσών (όπως τραγούδι, λέξεις κ.λπ.) κι ανέπτυξε μια συναρπαστική θεωρία στο πλαίσιο της ανάπτυξης των παιδιών που εξηγεί την έννοια του μαστού μιας μητέρας και του θηλασμού. Το Μουσείο Μνημείων Sabina Shpilereyn άνοιξε στο σπίτι στο οποίο έζησε στο Ροστόφ τον Νοέμβρη του 2015.
Η βιογραφία του John Launer, το 2015 (Αγγλικά και γραμμένη με την υποστήριξη της οικογένειάς της) βασίζεται σε αναλυτικές αναγνώσεις των νοσηλευτικών σημειώσεων, των ημερολογίων και της αλληλογραφίας της. Αμφισβητεί πολλούς από τους ληφθέντες χαρακτηρισμούς που την αφορούν. Αμφισβητεί το τεκμήριο ότι ο Jung τη ψυχαναλύει με οποιονδήποτε συστηματικό τρόπο, αντιστάθηκε πολύ καιρό στα συναισθήματά της, το είδε ως anima του ή τη θεωρούσε ως μια πιο σημαντική φιγούρα από τις άλλες γυναίκες συντρόφους της εποχής. Αντ’ αυτού, βλέπει την ιστορική της σημασία ως κάποια που ‘κανε μια πρώιμη προσπάθεια να εναρμονίσει τη ψυχανάλυση και την αναπτυξιακή ψυχολογία μέσα σ’ ένα γενικό βιολογικό πλαίσιο, προβλέποντας σύγχρονες ιδέες από τη θεωρία της προσκόλλησης και την εξελικτική ψυχολογία.
Μια βιογραφία αγγλικής γλώσσας της από την Angela M. Sells, με τίτλο Sabina Spielrein: The Woman and the Myth, δημοσιεύθηκε από το SUNY Press τον Αύγουστο του 2017.
Ένα ντοκιμαντέρ, Ich hieß Sabina Spielrein (My Name Was Sabina Spielrein), δημιουργήθηκε το 2002 από τη Σουηδική σκηνοθέτιδα Elisabeth Marton που γεννήθηκε στην Ουγγαρία και κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ τέλη του 2005. Το ντοκιμαντέρ κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από το Facets Video, θυγατρική της Facets Multi-Media.
Μια βιογραφία του 2002 The Soul Keeper (Prendimi l’Anima), σε σκηνοθεσία Roberto Faenza, με την Emilia Fox ως Spielrein και τον Iain Glen ως Carl Gustav Jung.
Οι φιγούρες της Spielrein κυριαρχούν σε δύο σύγχρονα βρεττανικά έργα: Sabina (1998) του Snoo Wilson και The Talking Cure (2003) του Christopher Hampton (βασισμένο στο βιβλίο του John Kerr, A Most Dangerous Method) στο οποίο ο Ralph Fiennes έπαιξε τον Jung κι η Jodhi May έπαιξε τη Spielrein. Πριν από τα δύο έργα προηγήθηκε η παραγωγή του Off Broadway της Sabina (1996) από τον Willy Holtzman.
Ο Hampton προσάρμοσε το δικό του έργο για μια ταινία μεγάλου μήκους που ονομάζεται A Dangerous Method (2011), σε παραγωγή του Jeremy Thomas, σε σκηνοθεσία του David Cronenberg, και πρωταγωνιστούν η Keira Knightley ως Spielrein, ο Michael Fassbender ως Jung κι ο Viggo Mortensen ως Freud.
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Μια πλήρης βιβλιογραφία όλων των δημοσιευμένων κειμένων της (συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών των αγγλικών μεταφράσεων) διατίθεται στον ιστότοπο της Διεθνούς Ένωσης Σπουδών Σπυλράιν.
Τα άρθρα της στα γερμανικά από μεγάλα περιοδικά. Imago, International Journal of Psychoanalysis, Jahrbuch für Psychoanalytische und Psychopathologische Forschungen, Zeitschrift für Psychoanalytische Pädagogik και Zentralblatt. διατίθενται διαδικτυακά στη Συλλογή του Διεθνούς Ψυχαναλυτικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου. (COTIPUB)
Spielrein, Sabina (1912). “Die Destruktion als Ursache des Werdens”. Jahrbuch für Psychoanalytische und Psychopathologische Forschungen (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2012.
Αγγλικές μεταφράσεις:
1) Spielrein, Sabina (Απρίλιος 1994). “Καταστροφή ως η αιτία της ύπαρξης” (PDF). Εφημερίδα της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2016-03-04.
2) Spielrein, Sabina (1995). Μεταφράστηκε από τον Stuart K. Witt. “Καταστροφή ως αιτία του να γίνεις” (PDF). Ψυχανάλυση και Σύγχρονη Σκέψη. 18: 85–118. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2020-02-15. (Αφηρημένη)
3) Spielrein, Sabina (2015) [2003]. “11. Η καταστροφή ως η αιτία της ύπαρξης (” σελ. 185-212) “. Στο Covington, Coline; Wharton, Barbara (εκδόσεις). Sabina Spielrein. Forgotten Pioneer of Psychoanalysis, Αναθεωρημένη Έκδοση (2η, εικονογραφημένη, αναθεωρημένη έκδοση). Abingdon-on-Thames: Routledge.
4) Spielrein, Sabina. Sämtliche Schriften. Giessen: Psychosozial-Verlag, 2008. (Όλα τα γραπτά της Spielrein. Στα γερμανικά. Δεν υπάρχει έκδοση αγγλικής γλώσσας).
Κλείνοντας:
“Δεν είναι άραγε δυνατό να δραπετεύσω σ’ ένα διαφορετικό περίγυρο, όπου οι άνθρωποι θ’ αγαπούν τη ζωή όπως εγώ, όπου θα ξέρουν ν’ ανακαλύπτουν την ομορφιά στο καθετί, αντί να κοροϊδεύουν τα πάντα; Τουλάχιστον ας λέγανε κάτι καινούριο, κάτι έξυπνο“.
(Ημερολόγιο της Σαμπίνα Σπυλράιν, ημερομηνία 8 Σεπτέμβρη, πιθανόν το 1910).