Μια γυναίκα οφείλει να ‘ναι δυο πράγματα:
αριστοκρατική κι υπέροχη.

Βιογραφικό
Η Gabrielle Bonheur “Coco” Chanel (Γκαμπριέλ Μπονέρ “Κοκό” Σανέλ) γεννήθηκε στο Saumur της Γαλλίας, η νόθος κόρη του Albert Chanel, ενός πλανόδιου μικροπωλητή και της Jeanne Devolle. Αργότερα γνωστή ως “Coco”, ξεπέρασε το ταπεινό παρελθόν της για να γίνει η πιο κομψή κι ισχυρή δύναμη στη βιομηχανία μόδας στον κόσμο. Έζησε τη ζωή της όπως μόνον αυτή ήθελε. Οι δοκιμασίες της παιδικής ηλικίας ως ορφανής κι οι επιτυχίες μιας επιτυχημένης επιχειρηματίας γέννησαν έναν εξαιρετικό χαρακτήρα. τολμηρό, ελεύθερο και μπροστά από την εποχή της. Οι πιστές φιλίες κι οι παθιασμένοι έρωτες, καθώς κι η δίψα για πολιτισμό, ανακάλυψη και ταξίδια βοηθήσανε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Μια γκαρνταρόμπα απαλλαγμένη από περιορισμούς κι υπερβολές, προσαρμοσμένη με αντρικές πινελιές, δημιούργησε μια οραματική γοητεία που έχει γίνει διαχρονική κι όμως άγρια μοντέρνα. Μαργαριτάρια και διαμάντια σε συνδυασμό μ’ εμβληματικά αρώματα δημιούργησαν ένα στυλ με τη δική της υπογραφή. Μιας πρωτοποριακής γυναίκας, μιας προσωπικότητας avant garde που ο τρόπος ζωής κι οι πολλαπλές όψεις σφυρηλάτησαν τις αξίες του οίκου που ίδρυσε και που παραμένει έμπνευση για όλες τις γυναίκες.
Παρόλο που από μικρή έμαθε να ράβει, ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά παρά τις προσπάθειες της κατάλαβε ότι δεν θα έκανε καρριέρα στο θέαμα. Το 1908, ξεκίνησε μια σχέση με τον Arthur Edward ‘Boy’ Capel. Ο Capel, ένα πλούσιο μέλος της αγγλικής ανώτερης τάξης, εγκατέστησε την Chanel σ’ ένα διαμέρισμα στο Παρίσι και χρηματοδότησε τα πρώτα της καταστήματα. Η θυελλώδης σχέση τους κράτησε, παρά τον γάμο του, μέχρι το θάνατο σε δυστύχημα το 1919, το οποίο ήταν τεράστιο πλήγμα γι’ αυτή. Λέγεται ότι το ενδυματολογικό στυλ του Capel επηρέασε τη σύλληψη της ραπτικής γραμμής της Chanel. Το 1910 αδειοδοτήθηκε ως πιλοποιός κι άνοιξε μια μπουτίκ στην οδό Cambon 31, στο Παρίσι, με το όνομα Chanel Modes. Η σταδιοδρομία της άνθισε μόλις η ηθοποιός Gabrielle Dorziat φόρεσε τα καπέλα της σε θεατρικό έργο το 1912 και σε φωτογραφίσεις για περιοδικά. Μέχρι το 1919, η Chanel καταχωρήθηκε ως couturière (μοδίστρα-σχεδιάστρια μόδας) και καθιέρωσε το maison de couture (οίκο μόδας) της στην οδό Cambon 31 στο Παρίσι, που αργότερα αγόρασε.
Πιστώθηκε στη μετά τον Α’ Παγκ. Πόλ. εποχή με τη διάδοση σπορ, casual σικ στυλ ως θηλυκού προτύπου, αντικαθιστώντας τη σιλουέτα του κορσέ που ήτανε κυρίαρχη μέχρι τότε. Είναι η μόνη σχεδιάστρια μόδας που περιλαμβάνεται στη λίστα του περιοδικού Time με τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους του 20ού αι.. Ως δημιουργός μόδας, επέκτεινε την επιρροή της πέρα απ’ τα ρούχα, συμπληρώνοντας τον αισθητικό σχεδιασμό της σε κοσμήματα, τσάντες και αρώματα. Το χαρακτηριστικό άρωμά της, Chanel No. 5, έχει γίνει εμβληματικό προϊόν κι η ίδια σχεδίασε το περίφημο μονόγραμμά της, που χρησιμοποιείται από τη 10ετία του 1920. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, η Chanel επικρίθηκε επειδή ήτανε πολύ κοντά στους Γερμανούς κατακτητές για να ενισχύσει την επαγγελματική της καρριέρα. Ένας από τους συνδέσμους της ήταν μ’ ένα Γερμανό διπλωμάτη, τον βαρώνο (Freiherr) Hans Günther von Dincklage. Μετά τον πόλεμο, η Chanel ανακρίθηκε για τη σχέση της αυτή, αλλά δε κατηγορήθηκε ως συνεργάτης λόγω παρέμβασης του Churchill.
Κοκό και Ζαν Κοκτώ 1919
Μεταπολεμικά, μετά από πολλά χρόνια στην Ελβετία, επέστρεψε στο Παρίσι κι αναβίωσε τον οίκο μόδας της. Το 2011, η Hal Vaughan δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη Chanel βασισμένο σε πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, αποκαλύπτοντας ότι είχε συνεργαστεί άμεσα με τη ναζιστική υπηρεσία πληροφοριών, τη Sicherheitsdienst. Ένα σχέδιο στα τέλη του 1943 ήταν να μεταφέρει ειρήνη των SS στο Βρεττανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ για να τερματίσει τον πόλεμο.
Σε ηλικία άνω των 70 ετών, ένιωσε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επανέλθει στον κόσμο της μόδας. Η αναβίωση του οίκου μόδας το 1954 χρηματοδοτήθηκε πλήρως από τον αντίπαλο της Chanel στα αρώματα, Pierre Wertheimer. Όταν η Chanel κυκλοφόρησε με τη συλλογή επιστροφής της το 1954, ο γαλλικός Τύπος ήταν επιφυλακτικός λόγω της συνεργασίας της στη διάρκεια του πολέμου και της διαμάχης της συλλογής. Ωστόσο, ο αμερικανικός κι ο βρεττανικός Τύπος το είδαν ως μια ανακάλυψη, φέρνοντας κοντά τη μόδα και τη νεολαία με ένα νέο τρόπο.
Κοκό: Σπορ κάσουαλ ζέρσευ 1917
Η Chanel είχε γίνει τυραννική κι εξαιρετικά μοναχική στα ύστερα χρόνια της. Το 1971, ήταν 87 ετών, κουρασμένη κι άρρωστη. Πραγματοποίησε τη συνήθη ρουτίνα της προετοιμασίας του εαρινού καταλόγου. Είχε πάει για μεγάλη βόλτα το απόγευμα του Σαββάτου, 9 Γενάρη. Λίγο αργότερα, νιώθοντας άρρωστη, πήγε για ύπνο νωρίς. Ανακοίνωσε τα τελευταία της λόγια στην υπηρέτριά της, τα οποία ήταν: “Βλέπεις, έτσι πεθαίνεις“. Πέθανε τη Κυριακή, 10 Γενάρη 1971, στο Hotel Ritz, όπου διέμενε για περισσότερα από 30 χρόνια.
Σήμερα η ομώνυμη εταιρεία της ανήκει εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Wertheimer και συνεχίζει να ευδοκιμεί. To 2019 είχε συνολικό τζίρο 2,14 δισ. ευρώ κι απασχολούσε 20,000 άτομα.
Με το φίλο της Δούκα του Γουεστμίνστερ
“Κανείς δεν είναι νέος μετά τα σαράντα,
αλλά μπορεί να ‘ναι ακαταμάχητος σ’ όλες τις ηλικίες”.
H Σανέλ γεννήθηκε το 1883 στη Γαλλία και πήρε το όνοµά της από τη νοσοκόµα που την έφερε στη ζωή. Η µητέρα της, Ζαν Ντεβόλ, πέθανε από φυµατίωση όταν αυτή ήτανε σε µικρή ακόµη ηλικία, ενώ ο πατέρας της, ασήµαντος πλανόδιος πωλητής, την εγκατέλειψε µαζί µε τα άλλα τέσσερα παιδιά του. Η µικρή κατέληξε σε ορφανοτροφείο κι αργότερα σε σχολείο θηλέων, όπου εργάστηκε ως υπηρέτρια µε αντάλλαγµα την εκπαίδευσή της. Στα 20 της εργαζόταν ως µαθητευόµενη σε ράφτη, ενώ τη νύχτα τραγουδούσε σε χορευτικά κέντρα, όπου απέκτησε το παρατσούκλι Coco. Εκεί έγινε η ερωµένη ενός Γάλλου αριστοκράτη κι αργότερα ενός Άγγλου βιοµηχάνου, που τη βοήθησαν ν’ ανοίξει το 1909 ένα µαγαζί µε καπέλα και της βρήκανε πελατεία από την υψηλή κοινωνία. Σύντοµα τα απλά καπέλα της -σε αντίθεση µε αυτά της εποχής που ήταν ογκώδη, µε φτερά και στολίδια- γίνανε δηµοφιλή.
Εδώ με τον Τσώρτσιλ και το σκύλο του
Όµως, οι φιλοδοξίες της ήταν σαφώς µεγαλύτερες κι η Κοκό άρχισε να δηµιουργεί χαλαρά ρούχα, ιδανικά για τη σπορ καθηµερινότητα, ενώ επηρεασµένη από το γιότινγκ, έφτιαχνε ναυτικά µπουφάν, µαγιό, µπερέδες, ναυτικά παντελόνια και µπλούζες. Οι τιµές ήταν απλησίαστες, δείγµα της πελατείας στην οποία απευθυνόταν, αλλά και του ονόµατος που ήθελε να δημιουργήσει. Η ίδια συνήθιζε να ντύνεται µε ανδρικά ρούχα -τα έπαιρνε από τις ντουλάπες των εραστών της και τα προσάρµοζε πάνω της- και συντηρούσε µάλλον την εικόνα ενός µικρού αγοριού. Σ’ αυτή χρεώθηκε η εξαφάνιση των ασφυκτικών κορσέδων κι η καθιέρωση ενός άνετου και κοµψού γυναικείου ρούχου, που µέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόµιο των ανδρών.
Η απελευθέρωση της γυναίκας που προέκυψε από αυτό το ανακάτεµα της τράπουλας, που για πρώτη φορά αποπνέει δύναμη και θηλυκότητα, την έκανε διάσηµη και σύντοµα πολλές έσπευσαν να υιοθετήσουν το απαράµιλλο στυλ, το κούρεµα, το χτένισµα, ακόμη και το σκοτεινό της μαύρισμα, που απέκτησε στη διάρκεια των διακοπών της στη γαλλική Ριβιέρα τη 10ετία του 1920. Τίποτα δε βοήθησε περισσότερο τη καρριέρα της από τον Α’ Παγκ. Πόλ., όταν οι περισσότερες γυναίκες αναγκάστηκαν -ελλείψει ανδρών- να κάνουνε βαρειές δουλειές. Τότε τα παντελόνια της γίνανε κανόνας, ενώ ακόµη κι οι αριστοκράτισσες που είχανε παραµείνει στο Παρίσι συµµορφώθηκαν µε τη νέα µόδα.
“Για να ‘ναι κανείς αναντικατάστατος,
πρέπει να ‘ναι πάντα διαφορετικός”.
Στις 5-5-1922 έρχεται η µεγάλη επιτυχία µε το λανσάρισµα του αρώµατος Chanel No5 (το πρώτο που πήρε το όνοµα του σχεδιαστή του -το 5 ήτανε το τυχερό της νούµερο- στη πραγματικότητα ήταν απλά το 5ο δείγμα), που θα κρατούσε ζωντανή τη φήμη της στις δύσκολες στιγµές που έµελλε να έρθουν. Λίγα χρόνια αργότερα, εισήγαγε τη πλεκτή ζακέτα και το µικρό µαύρο φόρεµα, που έμελλε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας γκαρνταρόμπας. Ήτανε πια η µεγάλη κυρία της µόδας. Είχε φροντίσει να παραµένει πάντα στο επίκεντρο της δηµοσιότητας µε τα φανταχτερά πάρτυ που οργάνωνε στην πολυτελή της έπαυλη, µε διάσηµους καλεσµένους όπως ο Στραβίνσκι, ο Νταλί, ο Πικάσο κ.ά., αλλά και µε τη καυστική της γλώσσα έναντι των ανταγωνιστών της. Ενδεικτική ήταν η αιχμηρή της δήλωση για τον Ιβ Σεν Λοράν, ότι “διαθέτει εξαίσιο γούστο -όσο περισσότερο µε αντιγράφει, τόσο το γούστο του βελτιώνεται“.
Στον Β’ Παγκ. Πόλ., έκλεισε τον οίκο µόδας που ‘χε ανοίξει στη διάρκεια του Μεσοπολέµου, καθώς οι πελάτισσές της είχαν ήδη στραφεί σε άλλους σχεδιαστές κι αποσύρθηκε. Οι ερωτικές της σχέσεις µε Γερµανό στρατιωτικό αµαύρωσαν τη φήµη της, µε αποτέλεσµα µετά τη λήξη του πολέµου να µη γίνει δεκτή πίσω στη Γαλλία (πολλοί θεώρησαν τότε ότι είχε συνεργαστεί µε τους Γερµανούς) και να αυτοεξοριστεί στην Ελβετία. Το 1954, µετά από πολλά χρόνια σιωπής, ξανάνοιξε τον οίκο, όµως το κοινό την αντιµετώπισε µε αδιαφορία. Όλοι προµήνυαν το τέλος της 71χρονης πια Σανέλ, αφού µπρος της είχε έν ακόµη εµπόδιο, τον Κριστιάν Ντιόρ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γαλλικός τύπος τη καταρρακώνει, εξευτελίζοντας λεκτικά τα σχέδια της και χλευάζοντας την ηλικία της. Όµως αυτή δεν είχε πει ακόµη τη τελευταία της λέξη και κατάφερε για μία ακόμη φορά να επανεφεύρει τον εαυτό της, κάνοντας την επανάσταση µε τα ταγιέρ από χοντρά υφάσµατα και δύο τσέπες που κοσµούσανε χρυσά κουµπιά, καθώς και τα χαµηλότερα γυναικεία παντελόνια, που θα φορεθούν από τις σημαντικότερες γυναίκες της εποχής.
Παράλληλα µε την ενασχόλησή της µε τη µόδα, έρραψε κουστούµια για γνωστές θεατρικές παραστάσεις (η αµοιβή της λέγεται ότι έφθανε το ένα εκατοµµύριο δολάρια ετησίως -ενασχόληση που ωστόσο αποδείχθηκε βραχύβια καθώς πολλές στάρλετ της εποχής αρνήθηκαν τις υπηρεσίες της), το 1969 η αυτοβιογραφία της παρουσιάστηκε µε τη µορφή ταινίας, όπου πρωταγωνιστούσε η Kάθριν Χέπµπορν. Το µιούζικαλ Κοκό ήταν από τις ακριβότερες παραστάσεις στην ιστορία του αμερικανικού θεάτρου. Η ίδια η ιέρεια της μόδας, καυστική όπως πάντα, δήλωσε επίσημα ότι η Χέπμπορν, τότε στα 60 της, ήταν μάλλον άστοχη επιλογή να την υποδυθεί, μιας και ήτανε πολύ γερασμένη για να την ενσαρκώσει στη σκηνή του Broadway. Tα τελευταία χρόνια της ζωής της διατήρησε ένα χώρο πάνω από τον οίκο της, όπου υποδεχόταν παλιούς φίλους αλλά και νέους, όπως ο Μάρλον Μπράντο κι η Ρόµι Σνάιντερ. Επίσης, έδινε συνεντεύξεις, µιλούσε για τις νέες τάσεις, τον έρωτα, τη τέχνη κι άλλα. Πάνω απ’ όλα, όµως, παρέμεινε επί των επάλξεων µέχρι τη µέρα που άφησε τη τελευταία της πνοή, το 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδινή τουαλέτα της στοίχιζε τουλάχιστον 12.000 δολάρια.
“Η πολυτέλεια πρέπει να είναι άνετη,
αλλιώς δεν είναι πολυτέλεια“.
Η Κοκό Σανέλ δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν κι από το κρεβάτι της πέρασαν αναρίθµητοι, διάσηµοι και µη, εραστές. Όταν κάποια στιγµή αρνήθηκε να παντρευτεί έναν πάµπλουτο δούκα, είχε δηλώσει: “Υπάρχουνε πάρα πολλές δούκισσες, αλλά µόνο µία Κοκό“. Ίσως η διασημότερη σχεδιάστρια μόδας με επαναστατικές ιδέες και δημιουργίες που αγγίξανε το κλασσικό. Γνωστή για τα ταγιέρ, το ύφασμα ζέρσεϊ, το κοντό καρέ μαλλί και το μικρό μαύρο φόρεμα.
“Ψάξε για τη γυναίκα μες στο φόρεμα.
Αν δεν υπάρχει γυναίκα, δεν υπάρχει φόρεμα“.
Γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1883 ως Γκαμπριέλ Μπονέρ “Κοκό” Σανέλ στο Σομίρ της Δ. Γαλλίας. Μετά το θάνατο της μητέρας της οδηγείται σε ορφανοτροφείο όπου μαθαίνει την τέχνη της μοδιστρικής. Ασχολήθηκε με το τραγούδι, όμως το παράτησε καθώς είδε ότι δεν είχε καμμία τύχη. Έτσι ανοίγει μαγαζί χειροποιήτων καπέλων στο Ντοβίλ, το 1914 ακολουθεί το πρώτο της κατάστημα με ρούχα που σχεδίαζε η ίδια και το 1916 ιδρύει τον οίκο υψηλής ραπτικής Chanel. Σε σύντομο χρονικό διάστημα καταφέρνει να επιβληθεί στον κόσμο της μόδας πρακαλώντας επανάσταση στη γυναικεία ένδυση. Καθιέρωσε τα μάλλινα ρούχα, το μικρό μαύρο φόρεμα και το παντελόνι, ενώ το 1926 σχεδιάζει το πρώτο της ταγιέρ. Το 1922 ήταν μια χρονιά ορόσημο, καθώς κυκλοφόρησε το άρωμα Νο 5, που λέγεται ότι βαφτίστηκε έτσι επειδή ένα μέντιουμ είχε πείσει τη Κοκό πως αυτός ήταν ο τυχερός της αριθμός.
Το 1938 αποσύρθηκε και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Το 1954 επιστρέφει στο προσκήνιο με το κλασσικό ταγιέρ που περιλάμβανε άνετη φούστα και ζακέτα. Η μοντέρνα και νεωτεριστική φιλοσοφία της κι η αναζήτηση της πολυτελούς απλότητας, την έκαναν αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη φιγούρα στην ιστορία της μόδας του 20ου αι. Η επιρροή της στην υψηλή ραπτική ήτανε τόσο μεγάλη, που μέχρι το θάνατο της το Γενάρη του 1971, η διάσημη Γαλλίδα σχεδιάστρια κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον εαυτό της ως το σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό ρυθμιστή της μόδας του 20ού αι. Ήταν μια γυναίκα μπρος απ’ την εποχή της κι ίσως η πρώτη γυναίκα στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών. Η φήμη της και το ύφος της, παρέμειναν περισσότερο από τη ζωή της. Η Σανέλ, βέβαια, δεν θα προσδιόριζε ποτέ τον εαυτό της ως φεμινίστρια, στη πραγματικότητα περισσότερο μιλούσε για θηλυκότητα παρά για φεμινισμό, παρ’ όλ’ αυτά η δουλειά της είναι αδιαμφισβήτητα μέρος της απελευθέρωσης των γυναικών.
Δε μπήκα στη κοινωνία αυτή γιατί έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα.
Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς γιατί μπήκα στη κοινωνία αυτή.
Επειδή ήμουνα πρώτη που ‘ζησε τη ζωή αυτού του αιώνα.
Ο Κοκτώ είπε κάποτε γι αυτήν: “Ήταν κάτι σαν θαύμα, δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες που είχαν αξία μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς“.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη Κοκό Σανέλ μέσα από τα κλασσικά και θρυλικά πατρόν της, μέσα από τις ιστορίες για την ταπεινή καταγωγή της και φυσικά, μέσα από την σχετικά πρόσφατη αποκάλυψη της σχέσης της με τους Ναζί, μέσω βιογραφιών και ντοκιμαντέρ. Είναι γνωστό πως βοήθησε σε μυστικές αποστολές της Άμπβερ κατά τη διάρκεια του Β Παγκ. Πολ. ως πράκτορας F-7124 με κωδικό όνομα Westminster.
Παρ’ όλ’ αυτά, η διαχρονικότητα του οράματός της για τη γυναικεία φιγούρα παραμένει κορυφαία και καθοριστική για την ιστορία της μόδας, το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον της. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα για τον τρόπο που η Κοκό έφυγε απ’ αυτή τη ζωή. Όποιος ενδιαφέρεται για τη μόδα γνωρίζει ποια ήταν: σύμβολο αληθινής κομψότητας και φινέτσας και τι πέτυχε στην επιτυχημένη και μακρά καρριέρα της, την αυτοκρατορία που έχτισε και τη πολύτιμη παρακαταθήκη που άφησε. Πώς ήταν, όμως, η τελευταία μέρα επί της γης μιας από τις μεγαλύτερες σχεδιάστριες μόδας όλων των εποχών;
Η Κοκό ήτανε γνωστή για την αποφασιστικότητα και την αφοσίωση που εργαζόταν, για τη μανία της και το πάθος που ‘χε για τη μόδα και το στυλ, το οποίο πάθος τη συνόδευε μέχρι τη τελευταία μέρα της ζωής της. Ήταν σε ηλικία 87 ετών όταν πέθανε. Τι έγραψε ο Τύπος εκείνη την εποχή; Σύμφωνα με το Click for Women, στις 10 Γενάρη 1971, οι New York Times δημοσίευσαν άρθρο σχετικά με τον θάνατό της, αναφέροντας ότι η διάσημη σχεδιάστρια μόδας άφησε τη τελευταία της πνοή στο δωμάτιό της, στο ξενοδοχείο Ritz στο Παρίσι, με απόλυτα γαλήνιο κι ειρηνικό τρόπο.
Οι κοντινοί της άνθρωποι δήλωσαν ότι η Κοκό δεν υπέφερε και δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι ήταν άρρωστη πριν πεθάνει. Για την ιστορία να πούμε, ότι αφού οι Ναζί κατέλαβαν το Παρίσι το 1940, η Σανέλ έκανε σχέση με τον βαρόνο Hans Günther von Dincklage, αξιωματικό της Άμπβερ, της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών. Το ειδύλλιό τους επέτρεψε στη σχεδιάστρια να μετακομίσει σ’ ένα απ’ τα άνετα διαμερίσματα στο παρισινό Hôtel Ritz, που τότε ήτανε και γερμανικό αρχηγείο και τη κράτησε σταθερά στην υψηλή κοινωνία, που είχαν επίσης διεισδύσει Γερμανοί αξιωματικοί.
Οι σχέσεις της με τον Dincklage της επέτρεψαν επίσης να ασχοληθεί με σημαντικά προσωπικά ζητήματα. Η πιο πιεστική ήταν η ανάγκη της να φροντίσει για την απελευθέρωση του ανιψιού της André Palasse, που ‘χε φυλακιστεί σε γερμανικό stalag το 1940. Στη συνέχεια, υπήρχανε τα επιχειρηματικά της συμφέροντα: Από το 1924, όταν η εβραϊκή οικογένεια Βερτχάιμερ είχε υποστηρίξει το λανσάρισμα της σειράς αρωμάτων της με αντάλλαγμα το μεγαλύτερο μέρος των κερδών, η σχεδιάστρια προσπαθούσε να επαναδιαπραγματευτεί τα πράγματα με ευνοϊκότερους όρους για αυτήν. Με την επιβολή των γερμανικών νόμων που ανάγκαζαν τους Εβραίους να εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις τους, η Σανέλ έβλεπε την ευκαιρία να διεκδικήσει προσοδοφόρο κλάδο για την αυτοκρατορίας της. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πόνο, αυτή δρούσε με κυνισμό και τακτική.
Μια μέρα λοιπόν πριν πεθάνει, οι εργαζόμενοι στον οίκο Chanel είπαν ότι η σχεδιάστρια μόδας εργαζόταν ακούραστα για να κάνει τέλεια τη συλλογή που δούλευε. Η Κοκό ανέλυε κάθε λεπτομέρεια των δημιουργιών της, έλεγχε τα κουμπιά, τα στριφώματα, τα εισερχόμενα υλικά, τα πάντα. Οι υπάλληλοί της σοκαρίστηκαν όταν έμαθαν ότι είχε πεθάνει, επειδή φαινόταν σε καλή φυσική κατάσταση παρά τη προχωρημένη της ηλικία. Ένας από τους υπαλλήλους είπε μάλιστα ότι η Κοκό φαινόταν να βιάζεται να τελειώσει τη συλλογή σαν να ‘ξερε ότι δεν της έμενε πολύς χρόνος. “Ήθελε να τα έχει όλα έτοιμα λίγο πριν πεθάνει“, είπε.
Πριν φύγει από τη ζωή, η Κοκό έκανε μια βόλτα μ’ ένα φίλο της πριν αποσυρθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. “Βλέπεις; Έτσι πεθαίνεις!“, απευθύνθηκε η σχεδιάστρια στη καμαριέρα της ως τελευταία της ατάκα πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Κοκό Σανέλ σύμφωνα με τον μύθο.
Μια ζωή γεμάτη μυστήριο, δόξα, τολμηρή διάθεση εκ μέρους της σε οποιαδήποτε πρόκληση της προέκυπτε. Η για πολλούς αμφιλεγόμενη Σανέλ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι στις 100 σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ου αι.. Τα γεγονότα της ζωής της δείχνουν ότι αναγνώρισε από νωρίς, στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, ότι η κοινωνία κι η μόδα συνδέονται άμεσα και περίπλοκα μεταξύ τους. Τα παθιασμένα ενδιαφέροντα της σχεδιάστριας ενέπνευσαν τις μόδες της. Το ψευδώνυμο Coco προέκυψε ύστερα από μια παράστασή της το 1905, όπου μπρος σε μεγάλο κοινό αγράμματων θαυμαστών της στο La Rotande, μια μουσική σκηνή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, τραγούδησε:
Qui qua vu Coco,
dans le Trocadero.
Ποιος έχει δει τη Κοκό,
στο Τροκαντερό.
Συνοπτικά: Το 1909 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι, με γυναικεία καπέλα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Chanel No 5 ενώ η ευρηματικότητά της την ώθησε στο να επινοήσει και να κάνει αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας γκαρνταρόμπα το μικρό μαύρο φόρεμα (Little Black Dress). Συνδέθηκε με το μοντέρνο κίνημα, των Ντιάγκιλεφ, Πικάσο, Στραβίνσκι και Κοκτώ. Το διαμέρισμά της και τα ρούχα της ακολουθούσαν την αγαπημένη της χρωματική παλέτα, σκιές του μπεζ, του μαύρου και του λευκού. Εμπνεόταν για τις δημιουργίες της από τη καθημερινότητα και τη προσωπική της ζωή. Στη διάρκεια του δεσμού της με τον Etienne Balsan, εμπνεύστηκε τα σύνολα ιππασίας, ενώ η συμβίωσή της με το Δούκα του Γουέστμινστερ της άνοιξε τις πόρτες στους κλειστούς υψηλούς κύκλους της κοινωνίας.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά. Σύμφωνα με κάποιες φήμες, η Coco δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, κάτι που οφειλόταν σε άμβλωση που είχε κάνει όταν ήταν νέα. Εισήγαγε τις πλεκτές ζακέτες το 1925 και το μικρό μαύρο φόρεμα το 1926. Το 1931 μισθώθηκε από τον Samuel Goldwin για 1.000.000 δολάρια για να ντύσει τ’ αστέρια του, συμπεριλαμβανομένων των Kathrine Hepburn, Grace Kelly, Elizabeth Taylor και Gloria Swanson. Το 1939, μετά από τη πτώση του Παρισιού, έκλεισε τις μπουτίκ της και πέρασε τα επόμενα 15 έτη της ζωής της στην Ελβετία, όπου κι εξορίστηκε λόγω της σχέσης της με ναζιστή.
Το 1969 η Katharine Hepburn πρωταγωνίστησε στο Broadway, στο μιούζικαλ Coco, που ήτανε βασισμένο στη ζωή της. Η ίδια δήλωσε επίσημα ότι η Hepburn, τότε στα 60 της, ήταν μάλλον άστοχη επιλογή να την υποδυθεί, μιας κι ήτανε πολύ γερασμένη για να την ενσαρκώσει στη σκηνή. Η Coco πέθανε μόνη στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδυνή τουαλέτα της στοίχιζε τουλάχιστον 12.000 δολάρια.
Μόνο το όνομά της είναι αρκετό για να οριστεί ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ταγέρ, μία ατζέντα, ένα άρωμα, ένα κόσμημα, μία ολόκληρη εμφάνιση. Προσδίδει prestige, ποιότητα, άμεμπτο γούστο και αλάνθαστο στυλ. Είναι μια υπογραφή αρτιότητας. H Κοκό είχε ελάχιστη υπομονή και πολύ ταλέντο. Δε θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα λιγότερο. Η επιρροή της στην υψηλή ραπτική ήταν τόση, (μέχρι τον θάνατό της, στα 87 της, η Γαλλίδα σχεδιάστρια κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον εαυτό της ως το σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό ρυθμιστή της μόδας του 20ού αιώνα), που ήταν το μόνο πρόσωπο στον τομέα της που αναφερόταν στο περιοδικό Time, ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αι..
Κάθε γυναίκα έχει την ηλικία που της αξίζει.
Οι καινοτομίες της είναι βασικά κομμάτια της γκαρνταρόμπας πολλών γενεών γυναικών: τα jersey ταγέρ και φορέματα, τα ντραπέ τουρμπάνια, τα πουκάμισα, οι πλισέ φούστες, τα γυναικεία πουλόβερ, οι μπλούζες χωρίς γιακά, τα τουίντ (πλεχτά) ταγέρ, τα blazer, οι δίχρωμες (μπεζ με μαύρη μύτη) γόβες χωρίς φτέρνα, τα strapless φορέματα, οι καμπαρντίνες. Δημιούργησε, επίσης, το μικρό μαὐρο φόρεμα, τη ζώνη-αλυσίδα, το άρωμα № 5, το total look, τα κοσμήματα στα ρούχα, το κασμιρένιο κάρντιγκαν, τη καπιτονέ τσάντα με την αλυσίδα, τις γυναικείες πυτζάμες (που κατόρθωσε να κάνει και κοινωνικά αποδεκτές), το unisex στιλ, το gypsy look και τα γυναικεία παντελὀνια, ενώ, επίσης, αυτή ήταν που καθιέρωσε το μαύρισμα και τα κοντά μαλλιά στις γυναίκες. Η σχεδιάστρια χρησιμοποίησε, επίσης, τα ζωηρά χρώματα και τα θηλυκά τυπωμένα σιφόν στα σχέδιά της που αφορούσανε στη πρωινή ένδυση. Τα βραδινά της σύνολα ακολούθησαν τη μακριά και λεπτή γραμμή για την οποία η σχεδιάστρια ήτανε γνωστή, αλλά και το ενσωματωμένο τούλι, τη δαντέλλα, και τα διακοσμητικά στοιχεία που μαλακώνουν και κάνουν ρομαντικότερο το ένδυμα.
Πριν 8 μήνες περίπου ήταν η επέτειος του θανάτου της (10/1/1971), έτσι παρουσιάζονται εδώ ορισμένα ρητά της.
– Κανείς δεν είναι νέος μετά τα σαράντα, αλλά μπορεί να ‘ναι ακαταμάχητος σ’ όλες τις ηλικίες.
– Μια γυναίκα οφείλει να είναι δυο πράγματα: αριστοκρατική κι υπέροχη.
– Ψάξε για τη γυναίκα μέσα στο φόρεμα. Αν δεν υπάρχει γυναίκα, δεν υπάρχει φόρεμα.
– Για να είναι κανείς αναντικατάστατος, πρέπει να είναι πάντα διαφορετικός.
– Κάθε γυναίκα έχει την ηλικία που της αξίζει.
– Έχει ενδιαφέρον πόσες πολλές έγνοιες εξαφανίζονται μόλις αποφασίσεις αντί να είσαι κάτι, να είσαι κάποιος.
– Μια γυναίκα που δεν φοράει άρωμα δεν έχει μέλλον.
– Η μόδα περνάει, μόνο το στυλ μένει πάντα το ίδιο.
– Η πιο θαρραλέα πράξη είναι να σκέφτεσαι μόνος σου, φωναχτά.
– Στα τριάντα της μια γυναίκα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον πισινό της και στο πρόσωπό της.
– Η κομψότητα δεν έχει να κάνει με το να βάλεις ένα καινούργιο φόρεμα.

– Η πολυτέλεια δεν είναι το αντίθετο της φτώχειας αλλά της χυδαιότητας.
– Υπάρχει καιρός για δουλειά και υπάρχει καιρός για αγάπη. Έτσι δεν υπάρχει καιρός για τίποτε άλλο.
– Ωραία μάτια είναι μόνο εκείνα που μας κοιτούν με τρυφερότητα.
– Οι γυναίκες σκέφτονται όλα τα χρώματα εκτός από την απουσία χρώματος. Έχω πει ότι το μαύρο τα έχει όλα. Το λευκό επίσης. Η ομορφιά τους είναι απόλυτη. Αποτελούν την τέλεια αρμονία.
– Ήθελα να δώσω στη γυναίκα άνετα ρούχα που θα ρέουν στο σώμα της. Μία καλοντυμένη γυναίκα νιώθει σαν να είναι γυμνή.
– Η μόδα που δεν φτάνει στους δρόμους δεν είναι μόδα.
– Δεν μπήκα στη κοινωνία αυτή επειδή έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα. Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς επειδή μπήκα στην κοινωνία αυτή. Επειδή ήμουν η πρώτη που έζησε τη ζωή αυτού του αιώνα.

– Το ωραιότερο δώρο που μου χάρισε ο Θεός, ήταν να μη μου επιτρέψει να αγαπήσω όποιον δεν με αγαπά.
– Μου αρέσει απείρως περισσότερο να δίνω από το να παίρνω, είτε στη δουλειά είτε στον έρωτα είτε στη φιλία.
– Για να κρατήσει το ενδιαφέρον της διαφήμισης, η ραπτική παραδόθηκε στην εκκεντρικότητα, γεγονός όχι απλώς ανόητο αλλά και εντελώς παράλογο, γιατί η εκκεντρικότητα καταστρέφει την προσωπικότητα.
– Έχω διατηρήσει τον μαύρο χαρακτήρα μου σαν την καρδιά μιας χώρας που δεν συνθηκολόγησε ποτέ. Υπήρξα επαναστάτρια ως παιδί, επαναστάτρια ως ερωμένη και ως μοδίστρα, ένας αληθινός Σατανάς.
– Η φύση σου δίνει το πρόσωπο που ‘χεις στα 20. Η ζωή διαμορφώνει το πρόσωπο που έχεις στα 30. Αλλά στα 50 έχεις το πρόσωπο που σου αξίζει.
– Μου αρέσει να κριτικάρω, τη μέρα που θα πάψω να ασκώ κριτική η ζωή θα έχει τελειώσει για μένα.
– Η απλότητα είναι η κεντρική ιδέα όλης της αληθινής κομψότητας.

– Μια γυναίκα που γερνά πρέπει να ‘ναι στη μόδα. Μόνο μια νέα γυναίκα μπορεί να έχει τη δική της μόδα.
– Κρίνω τους ανθρώπους από τον τρόπο που ξοδεύουν τα λεφτά τους. Θαλεγα στις γυναίκες: Mην παντρευτείτε ποτέ άντρα που χρησιμοποιεί πορτοφόλι.
– Mιλάμε για περιποίηση του σώματος, και η περιποίηση της ψυχής πού είναι; H περιποίηση της ομορφιάς πρέπει ναρχίζει από την καρδιά και την ψυχή, αλλιώς τα καλλυντικά δεν χρησιμεύουν σε τίποτε.
– Η πολυτέλεια πρέπει να είναι άνετη, αλλιώς δεν είναι πολυτέλεια.
– Αν ντυθείτε άκομψα θα θυμούνται το ρούχο. Αν ντυθείτε άψογα, θα θυμούνται εσάς.
– Μια γυναίκα πρέπει να είναι κομψή, υπέροχη και να γνωρίζει δύο πράγματα: ποιά είναι και τί θέλει.
– Το κάλλος διαρκεί, η ομορφιά περνά.
– Δεν καταλαβαίνω πώς μια γυναίκα φεύγει από το σπίτι της απεριποίητη. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα συναντήσεις το πεπρωμένο σου και τότε θα πρέπει να είσαι όσο το δυνατόν πιο όμορφη γίνεται.

