ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Α3: Παραλίγο… Ξεχασμένη!

                                               Πρόλογος

     Αυτά τα άρθρα έχουνε σαν σκοπό το να δείξουνε στον κόσμο τη μεγαλειότητα που υπάρχει σε κάθε γυναίκα αρκεί να το θελήσει και να το κυνηγήσει. Η σημερινή όμως κοπέλλα του 27ου άρθρου, Γυναίκες Του Κόσμου, με τη παρουσία της έρχεται να εκπληρώσει κι άλλα κίνητρα σ’ αυτά τα γραπτά. Για να ‘μαι ειλικρινής, ούτε την είχα ξανακούσει αλλά και μετά που έμαθα τ’ όνομά της, δεν με κέντρισε κάτι ώστε να το στήσω. Αγαπώ πολύ τη ποίηση του Καρυωτάκη, τον τρόπο που σκέφτεται, που στήνει το στίχο και το σκεπτικό του, από μια μεριά, μπορώ να το κατανοήσω. Δεν είμαι όμως δα και τόσο πεσσιμιστής, ώστε να παραιτηθώ απ’ όλα και να φύγω κι αν μου αρέσει η ποίηση αυτή είναι… εξ αναπόδου. Μόνον έτσι μπορεί κανείς να τον ανεχτεί: Δηλαδή, τί ωραία που το θέτει εκείνος, άρα εγώ Δεν πρέπει να το κάνω έτσι.
     Είχα στη κατοχή μου λοιπόν τα Άπαντά του και τα διάβαζα κι ένα από τα αγαπημένα μου, ήταν η Σταδιοδρομία του. Αυτό το ποίημα, εμένα μου λέει -πέραν από τη στιχουργική του ανάλυση- ότι είχε μεγάλην ιδέα για τον εαυτό του (λογικό) αλλά πίστευε πως δεν επρόκειτο ποτέ να πάρει τη “σωστή” του θέση στη κλίμακα των ποιητών, κι έπειτα ήρθε κι η σύφιλη, κι έπειτα ήτανε κι η 
Πολυδούρη στη μέση. Όλα τούτα σ’ αυτόν μετρήσανε μαζικά και διαφορετικά από τον τρόπο που θα τα μετρούσαμε μεις. Σκέφτηκε λοιπόν πως το κορίτσι του, ποτέ δεν θα ήτανε για κείνον, -η Μαρία ήταν ελεύθερο πνεύμα και δεν φυλακιζόταν εύκολα- λόγω της νόσου του. Σκέφτηκε πως κάποια στιγμή, που θα… δημοσίευε σε κάποιο περιοδικό, ποιήματά του, στην άλλη, παράλλη σελίδα, θα υπήρχε επίσης μια γυναίκα, -που ήξερε καλά Αυτός πως παίρνουνε τους επαίνους τους– μια τυχαία γυναίκα λοιπόν ποιήτρια, θα φιλοξενούνταν στο ίδιο περιοδικό ή εφημερίδα, μ’ εκείνον.
     Αυτά τα δυο, γεμίσανε το περίστροφό του. Έτσι έγραψε τη Σταδιοδρομία του κι άρπαξε ένα τυχαίο γυναικείο όνομα, απ’ αυτές τις… ποιήτριες του κιλού, -ούτε καν είχε διαβάσει ποτέ κάτι δικό της- τέτοιο ώστε να μετρίσει σωστά και να του δίνει και ρίμα κι ήτανε κάποια μισογνωστή τότε νεαρή ποιήτρια, η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου. Εδώ προσωπικά πιστεύω πως έκανε μεγάλη χαζομάρα κι όχι γιατί εκείνη ήτανε και καλά η τέλεια θεραπαίνιδα ποίησης, αλλά ανθρωπίνως,  λάθος που μαρτυρά αυτό που προανέφερα: ήταν αλαζών και με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του -κι όχι ότι δεν άξιζε, αλλά το να ‘σαι μεγάλος, πάει σ’ όλα, ή είσαι μεγάλος, ή όχι. Κι αυτός, εδώ υπήρξε μικρόνους και κακός, αλλά εντάξει, δεν τον δικαιολογώ, ήταν όμως άρρωστος και καταδικασμένος και του παραχωρώ κάπως το ελαφρυντικό αυτό.

     Η Κλεαρέτη, εξ όσων είδα, άκουσα και διάβασα, προς τιμή της, δε φάνηκε ν’ αντέδρασε κι αυτό είναι το πρώτο υπέρ της -και μη ξεχνάμε πως ο εν λόγω, τα ‘χε βάλει και με τον  Μαλακάση (αυτός ψιλοαντέδρασε πάντως). Τώρα με το άρθρο αυτό, θα προσπαθήσω να δείξω πόσο κακό λάθος είχε και παράλληλα, από τη στιγμή που διάβασα το ποίημά του κι έμαθα πως η κοπέλλα ήταν υπαρκτή κι όχι τυχαία φτιαγμένο, ψεύτικο όνομα, ένιωθα τύψεις για πάρτη του. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που ξεκίνησα να το γράψω και παράλληλα, να συμπληρώσει κι άλλον ένα στόχο: να δείξει πως κανείς και καμμιά δεν είναι ασήμαντοι, ακόμα κι από τον Καρυωτάκη και τον όποιο. Το ‘χω πάθει κάποτε κι εγώ ν’ αντιμετωπιστώ έτσι και ξέρω καλά πως είναι να τρως σκατά στη μούρη, μην έχοντας κάνει κάτι κακό ή παράνομο ή να πειράξεις κάποιο άτομο, απλά να… καθίσεις δίπλα σε άτομα αλαζονικά -που στη πραγματικότητα δεν αξίζανε μια. Όπως κάποιος άλλος που ‘πε πως όλοι οι σημερινοί ποιητές είναι μαλάκες -και μόνον αυτός δηλαδή είναι ποιητάρα. Αμ δε ρε φίλε! Αν δεν είσαι από μέσα σου πρώτα ποιητής, απ’ έξω σου ποτέ δεν θα γίνεις. Μακάρι να ‘ταν ότι πιστεύαμε να γινόμασταν αμέσως κι έννοια σου, εγώ θα ‘μουν ο Ροκφέλλερ!
     Πάλι μ’ έπιασε πολυλογία και πάμε να γνωρίσουμε τη κοπέλλα, που την έχουμε τόσην ώρα να περιμένει στο σαλόνι…

    (Σημ.: Ο σαρκασμός του προς τον Μαλακάση είναι δηκτικότερος, προς τη Κλεαρέτη πιο ήπιος. Από την άλλη, κρίνει σκόπιμο να του βάλει απολογητική υποσημείωση που διευκρινίζει: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο κι όχι στον ποιητή, που δεν θα μπορούσε να του παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο“. Για τη Κλεαρέτη, καμμιά υποσημείωση, καμμιά αναγνώριση στο έργο της. Κι εγώ έρχομαι να συμπληρώσω, τη γνώμη μου: Και στα 2, ξανάκανε το ίδιο μέγα λάθος, απλώς μ’ άλλα λόγια -κι επιπροσθέτως, ακόμα δεν την είχε γνωρίσει πραγματικά, μιας και δεν είχε πάει ακόμα με μετάθεση στη Πρέβεζα). Π. Χ.

                                             Εισαγωγή

     Τη  Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, δεν τη γνώριζα. Μου συστήθηκε έμμεσα, βλέποντας τ’ όνομά της, στο γνωστό ποίημα του Καρυωτάκη, Σταδιοδρομία. Υπήρξε αξιολογότατη ποιήτρια κι εκείνος πολύ άδικος μαζί της, στη προσπάθεια του να χτυπήσει τα  Ιερατεία που πάντα κυβερνούν όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Ας το θυμηθούμε λοιπόν:

_________________________

      Σταδιοδρομία 
     20 Νοέμβρη 1927

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες
θα γράψουν οι εφημερίδες.

Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου
και δίπλα σ’ αυτό, τ’ όνομά μου.

Τη ψυχή και το σώμα μου πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στη πάλη.

Αλλά με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Βασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λόγιους και διδασκάλους.

Τα λόγια μου θα ‘χουν ουσία
κι η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν και θα ‘ν’ η καρδιά μου
σα ρόδο που πάτησα χάμου.
______________________

     Παραξενεμένος και πιασμένος από κείνο το όνομα, άρχισα να την αναζητώ, γυναίκα των αρχών του 20ου αι., λυρική ποιήτρια και πεζογράφος, που χάνεται μες στην αχλύ του χρόνου και μες στις σελίδες των προπολεμικών περιοδικών της εποχής της, ένα πνευματικό τέλος που ίσως την αδικεί, διότι βρήκα το -κάμποσο- έργο της αρκετά ενδιαφέρον, περισσότερο ίσως κι από γνωστότερων ποιητών. Έψαξα όσο μπόρεσα μα δεν βρήκα παρά 2-3 ποιήματα της και τούτα τα ελάχιστα βιογραφικά της στοιχεία κι ενώ είναι πραγματικά τραγικόν οι περισσότεροι να πεθαίνουν χωρίς να τους θυμάται κανείς, τραγικότερο ίσως αν είσαι άνθρωπος του πνεύματος, το να σε θυμούνται πιότερο από το έργο σου, από κείνη τη φιλολογική άδικη-αναφορά του Καρυωτάκη.
    Στις μέρες μας, η Κλεαρέτη, πρόσωπο σχεδόν μυθικό, μιας και πολλοί άλλοι δεν πίστευαν ότι υπήρχε καν, ως την αναγγελία θανάτου της από τις εφημερίδες, στέκει σε μια πλατεία της Λευκάδας, ανάμεσα σ’ άλλους Επτανήσιους ποιητές και λογίους, ως ανδριάντας, απλά προκειμένου να θυμίζει πως κάποτε υπήρξε κι εκείνη και πρόσφερε στα Ελληνικά Γράμματα το κατά δύναμη. Πάντα μου αρέσαν οι “άγνωστοι ποιητές των αιώνων” και πάντα θα μιλώ και για όσους δεν μπορούνε πλέον. Αξίζει τη προσοχή μας, χαμένη πια μεταξύ λήθης κι αιωνιότητας.

  Βιογραφικό

     Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου γεννήθηκε στη Πρέβεζα, το 1886 (ειρωνεία της τύχης, ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε εκεί). Πέρασε όμως τα παιδικά της χρόνια στη Λευκάδα, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας της και το 1909 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Τέλειωσε το γυμνάσιο, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της με μαθήματα κατ’ οίκον και φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, χωρίς ν’ αποφοιτήσει όμως. Τη 1η της εμφάνιση στη λογοτεχνία τη πραγματοποίησε στα 12 της, με δημοσίευση ποιημάτων σε παιδικά περιοδικά.
    Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με δημοσίευση ποιήματός της στο περιοδικό Παναθήναια.  Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Ελληνίς. Δημοσίευσε κριτικά άρθρα σ’ εφημερίδες και στα περιοδικά Ο Νουμάς και Πινακοθήκη. Έγραψε ποίηση, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, χρονικά άρθρα και μετέφρασε ποίηση από τα ιταλικά. Λυρισμός της καθημερινής, μικροαστικής ζωής, υπεράσπιση των ηθικών αξιών, αλλά και στέρεος ρεαλισμός, με σαφείς αξιολογικούς διαχωρισμούς, του καλού από το κακό, του ηθικού από το ανήθικο. Σύζυγος του Γεωργίου Μαλάμου. Σπούδασε ξένες γλώσσες, Γαλλικά κι Ιταλικά.
     Ήταν η 1η γυναίκα πεζογράφος που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1930, για το έργο της Για Λίγη Αγάπη. Ακολούθησαν συνεργασίες της με τη Πινακοθήκη του Δ. Καλογερόπουλου, το Νουμά, του Δ.Ταγκόπουλου, τη Νέα Εστία του Ξενόπουλου κι άλλα έντυπα. Το 1922 εξέδωσε τη 1η της ποιητική συλλογή που ‘χε τίτλο Στο Διάβα Μου κι ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Για Λίγη Αγάπη το 1929, και τιμήθηκε γι’ αυτό. Ακολούθησαν ποιητικές συλλογές και πεζά και το 1938 τιμήθηκε από τη Έκθεση Παιδικού Βιβλίου για το έργο, Ιστορίες Για Μεγάλα Παιδιά. Εκτός από ποίηση και πεζογραφία ασχολήθηκε με λογοτεχνική μετάφραση και δημοσίευσε άρθρα και ταξιδιωτικά κείμενα. 

Ι.Ποίηση
• Στο Διάβα Μου, Ελευθερουδάκης, 1922.
• Οι Δρόμοι Της Ζωής, 1955.

ΙΙ.Πεζά:
• Ιστορίες Για Μεγάλα Παιδιά, 1938.
• Για Λίγη Αγάπη κι άλλα διηγήματα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1929.
• Γυναικείες Ψυχές, Γκοβόστης, 1935.
• Ο Μεγάλος Ποταμός, Διηγήματα (πριν και μετά το 1940), Γκοβόστης, 1952.
• Με Χαμένη Πυξίδα: Ο Καιρός Της Σκλαβιάς Από Τη Σκοπιά μου, Φέξης, 1961.

ΙΙΙ.Μετάφραση:
• Καρόλου ΜπωντλαίρΤα άνθη του κακού, Γκοβόστης, 1966.
_______________________


                                Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου

     Ανήκει όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, στη λογοτεχνική γενιά του ’10. Μεγαλωμένη σε λόγιο περιβάλλον -ο πατέρας της ήτανε γιατρός με σοβαρά φιλολογικά και λογοτεχνικά ενδιαφέροντα κι η μητέρα της ασχολιότανε με τη ζωγραφική. Το 1909 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συμπλήρωσε τις σπουδές της, φοίτησε και στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να καλλιεργήσει τη κλίση της στη ζωγραφική. Ωστόσο, από πολύ νωρίς, αφήνοντας ό,τι άλλο, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη Λογοτεχνία, που την είχε κερδίσει από παιδί. Κατά δήλωσή της “πρωτοέγραψε στίχους, λίαν μελαγχολικούς, στα 12 της κι άρχισε να δημοσιεύει σε παιδικά περιοδικά“. Το 1922 τυπώνεται στις εκδόσεις Ελευθερουδάκη  η 1η ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Στο Διάβα Μου. Το 1929 δημοσιεύει το 1ο της πεζό έργο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Για Λίγη Αγάπη. Το 1936 δημοσιεύει τις Γυναικείες Ψυχές, 2η συλλογή από διηγήματα, το 1938 τις Ιστορίες Για Μεγάλα Παιδιά, που πήρε Β’ Βραβείο στην Έκθεση Παιδικού Βιβλίου, το 1952 εκδίδει τον Μεγάλο Ποταμό, νέα σειρά από διηγήματα και το 1955 τη 2η ποιητική συλλογή της Οι Δρόμοι Της Ζωής.
     Η τραγική εμπειρία της κατοχής, της εμπνέει το χρονικό Με Χαμένη Πυξίδα, που εκδίδει, τελειωμένο από το 1947, 14 χρόνια αργότερα, το 1961. Το ως σήμερα έργο της συμπληρώνεται με μετάφραση ποιημάτων του ΜπωντλαίρΤα Άνθη Του Κακού, το 1966, που, όπως και τα περισσότερα ποιήματα της 2ης συλλογής, τα ‘χε γράψει και κατά ένα μέρος, δημοσιεύσει στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πρέπει να προστεθούνε κι άλλες της μεταφράσεις από την ιταλική ποίηση, άρθρα, τεχνοκριτικά και κοινωνικά, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, καθώς και μια σειρά από διηγήματα. Επίσης χρημάτισε μέλος του συμβουλίου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών επί 9 χρόνια. Έργα της, πεζά και ποιήματα, έχουνε μεταφραστεί στα γερμανικά, σουηδικά και πολωνικά κι έχουνε περιληφθεί σε ανθολογίες. Πλατειά εξ άλλου, ανθολόγηση του έργου της έχει γίνει και στην Ελλάδα.
     Η ποιήτρια, από γενιά ηπειρώτικη κι επτανησιώτικη, έχει πάρει από τα Επτάνησα την αγνότητα και την αρμονία του λυρισμού κι από την Ήπειρο τον ηρωικό παλμό και τη νοικοκυροσύνη του στίχου. Αλλά το κύριο γνώρισμα της ποιητικής προσφοράς της είναι ότι βλέπει τον κόσμο, τη ζωή και τη φύση, ως γυναίκα. 80 ποιήματα, μικρά και μεγάλα, Στο Διάβα Μου σε 15σύλλαβους μ’ αψεγάδιαστη τεχνική, μαρτυράνε τη πηγαία διάθεση και την ειλικρίνεια της γυναικείας ευαισθησίας.
     Άλλο της γνώρισμα είναι που βλέπει το κάθε τι σαν ζωγράφος. Αξιοποιεί, με το ρυθμό και το λόγο, σε εικόνες σπάνιες και γεμάτες γραφικό κάλλος, τη ζωγραφική εμπειρία της. Οι Δρόμοι Της Ζωής είναι ώριμος καρπός της λεπταίσθητης υμνωδού της αγάπης και της γαλήνης. Διαιρούνται σε 3 μέρη: Τα τραγούδια της νιότης, ερωτικός χαμός, τρυγητός. Ο ερωτισμός της γυναίκας σ’ όλους τους αναβαθμούς του. Το κρυφό παρθενικό αίσθημα, η δειλία του κοριτσιού, ύστερα η ωρίμανση με το πάθος, η ηδονή, η οδύνη και τέλος ο τρυγητός, σε μιαν ολοκλήρωση της χαράς και του πόνου, που μετουσιώνεται σε γαλήνη, ακόμη και στο αντίκρυσμα του θανάτου.



     Εδώ υπάρχει κι ο στοχασμός κι η γαλήνια φιλοσόφηση, αλλά κι ο δυνατός αισθησιασμός, που της είχε χαρίσει στη 1η της συλλογή τη Σαλώμη και τα Γαρούφαλα. Η ποίησή της είναι πραγματικά γεμάτη θηλυκότητα, αλλά το ένστικτο της μητρότητας επεκτείνεται πέρα από τη ποιήτρια κι αγκαλιάζει όλα τα πλάσματα του Θεού. Το Ξερριζωμένο Δέντρο, αυτός ο γίγαντας, που πέφτει βαρύς κάτω από το πελέκι του ξυλοκόπου, είναι το σύμβολο του ανθρώπου, του νικημένου από τη μοίρα κι η αγράμπελη, που πεθαίνει μαζί του, σφιχταγκαλιάζοντάς τον, είναι η αγάπη του, που παραστέκεται στην ανθρώπινη δυστυχία. Η ποιητική της βρίσκεται, από την αρχή ως το τέλος, στη παράδοση, είναι όμως στέρεη κι αναδείχνει το γνώριμο και κοινό στίχο με τη μαγεία της μουσικής, του πηγαίου αισθήματος και της ειλικρίνειας. Ξέρει ν’ αποφεύγει το περιττό και να δίνει σ’ απόσταγμα λυρισμού, τους παλμούς της ψυχής της. Τα ποιητικά αυτά προσόντα στάθηκαν τα όπλα, για να μεταφυτεύσει τόσο εύχυμα τα Άνθη Του Κακού στο δικό μας χώμα. Το κατόρθωσε σχετικά -στη ποιητική μετάφραση το σχετικά είναι νόμος- να μη χάσουνε το βάρος και την ατμόσφαιρα, που μας γοητεύει στο πρωτότυπο.
     Το κύριο όμως έργο της Μαλάμου είναι τα διηγήματα, το χρονικό και το παιδικό της βιβλίο. Όπως στο ποιητικό της έργο, έτσι κι εδώ, στα πεζά της, ο έρωτας έχει κυρίαρχη θέση με την ευχαρίστηση και με τη σκληρή όψη του. Οι βαθύτατα ψυχολογημένοι κι ολοζώντανοι ήρωές της χρωστάνε τη μοίρα τους στο θεϊκό αυτό δώρο, όπως ονομάζει, τον έρωτα. Αλλού φωτισμένοι από τη ρόδινη λάμψη του, σε μιαν αγάπη ευτυχίας, αλλού νοσταλγώντας και δίνοντας όλη τους την ύπαρξη για λίγη αγάπη. Ψυχές παραγνωρισμένες, στραγγαλισμένες από την άρνηση και τη προδοσία, ζούνε μες στο μαρτύριο από την αβάσταχτη στέρηση της φυσικής αυτής ευδαιμονίας.
     Για το 1ο της βιβλίο της, λέει ο Τέλλος Άγρας, η κριτική είχε λίγες επιφυλάξεις. Αλλά με την εξέλιξη, η παλιά ατέλεια γίνεται προτέρημα κι η συγγραφέας προχωρεί στη κατάκτηση του ρεαλισμού και στην αδρότητα της μορφής. Ο κόσμος της ανήκει στην αστική και μικροαστική κοινωνία, με πλαίσιο την Αθήνα. Οι γυναίκες της είναι βαθιά κατανοημένες, αδικημένες μες στο κοινωνικό σύνολο, καθεμιά με το δράμα της, σχεδόν πάντα ερωτικό. Ο αντρικός εγωισμός του ρωμιού κάνει τη γυναίκα να βρίσκεται πάντα σε άμυνα και να γίνεται κάποτε πονηρή.
     Αλλά κι οι αντρικοί τύποι στα διηγήματά της, καλά ψυχογραφημένοι, έχουνε την υπόσταση και το δράμα της. Οι Γυναικείες Ψυχές είναι ένα βιβλίο παρήγορο για τους νικημένους αυτούς καρτερικούς τύπους, είναι 15 διηγήματα, που προβάλλουνε ποικιλία θεμάτων: τον έρωτα, τον ελεύθερο γάμο, το γάμο, τη κοινωνική ανισότητα, τον ανθρωπισμό. Ξεχωρίζουνε 2 δραματικές ιστορίες: Οι Σκάλες Οι Ψηλές κι Εκείνοι Που Δεν Έχουν Στον Ήλιο Μοίρα. Ο Μεγάλος Ποταμός είναι ο συμβολισμός της ζωής, που παρασύρει τα πάντα, χαρίζει τη πείρα μαζί και τη πίκρα, την ευφορία και τη χαρά, το σκίρτημα και το πάθος, τη θλίψη. 14 διηγήματα -παραπόταμοι- συγκλίνουν, ο καθένας με τη ροή του, στο μεγάλο ποτάμι της Επαγγελίας. Μες στο ρέμα του καθρεπτίζεται η ζωή σ’ όλες τις εκφάνσεις, μια ζωή-άθυρμα στα χέρια της μοίρας. Τα ίδια αφηγηματικά και ζωγραφικά προτερήματα συναντάμε κι εδώ: παρατήρηση, οξυδέρκεια για ιδέες και καταστάσεις, που μας δίνονται σε ιδιότυπο κι ολοζώντανο ύφος. Ξεχωρίζει η Χελιδονοφωλιά (βλ. παρακάτω).



     Στο Με Χαμένη Πυξίδα, παθαίνει και δονείται από τη πικρή εμπειρία της Κατοχής. Είχε τελειώσει σαν έργο από το 1947 αλλά τυπώθηκε μόλις το 1961. Παρά ταύτα κρατά, μετουσιωμένη σε τέχνη, τη λάβα που το ‘χε γεννήσει: Τη μεγάλη δοκιμασία ενός λαού, την απέραντη πίκρα του, την ορμή και την εξόρμηση, τέλος, που ‘γινε εποποιϊα. Οι Ιστορίες Για Μεγάλα Παιδιά είναι 12 διηγήματα που πλουτίζουνε τη παιδική μας λογοτεχνία, χωρίς να δημιουργούν το συνηθισμένο, στο δύσκολο αυτό είδος, αντιπαιδαγωγικό κλίμα μιας ηθικολογίας στεγνής, υποβάλλουν ευγενικά συναισθήματα, λιτά, ψυχολογημένα σωστά και μεταπλασμένα με τέχνη. Το S.O.S. δίνει πολύ παραστατικά μιαν αληθινή ιστορία: τον ηρωισμό του ασυρματιστή Θεοδώρου σε ναυάγιο. Τη ξενοιασιά και το γλέντι των επιβατών του υπερωκεάνειου, ύστερα μονομιάς τη σιγή, την εξαλλοσύνη, τον πανικό κι ανάμεσα σ’ όλο το σάλο, ένας άνθρωπος μένει καθηλωμένος στη θέση του: Ο Κωνσταντίνος Θεοδώρου που τα παγωμένα του χέρια στέλνουν αδιάκοπα το SOS. Το διήγημα αυτό διδάσκει, με τη μαγεία της τέχνης, την αξία της αρετής του ανθρώπου και συνοψίζει ένα στέρεο χαρακτηρισμό για τη πεζογράφο Μαλάμου: η τρυφερή της καρδιά χτυπά σ’ όλα τα διηγήματά της.
     Από έφηβη επιβεβαίωσε το ανυπόταχτο φρόνημά της, την ευαισθησία και κλίση της προς κάθε τι που υποδήλωνε ηρωική σύλληψη ζωής. Κι είναι χαρακτηριστικό πως παιδί εκλεκτής και προβεβλημένης οικογένειας, -ο παππούς της είχε σπουδαία θέση στην Ιόνια Πολιτεία κι από τους προγόνους της, εκείνη θαύμαζε το γέρο Δίπλα, τον κλεφταρματωλό και μέχρι το θάνατο αφοσιωμένο συμπολεμιστή του Κατσαντώνη. Στρατεύτηκε από νωρίς στο φεμινιστικό κίνημα, εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, λάτρεψε το Βενιζέλο, στον πόλεμο υπηρέτησε εθελόντρια νοσοκόμα, στη Κατοχή ακολούθησε με συνέπεια τη σημαία του ΕΑΜ, μετά την απελευθέρωση αγωνίστηκε στις τάξεις των ειρηνιστικών οργανώσεων, στη διάρκεια του εμφυλίου δεν έπαψε να εκδηλώνει με παρρησία την αγάπη κι αλληλεγγύη της, προς κάθε διωκόμενο κι ιδιαίτερα στους συναδέλφους της λογοτέχνες. Ο Λουντέμης σ’ επιστολή του τη προσφωνεί “ακριβή μου αδελφούλα” και την ευχαριστεί για τα βιβλία που του στέλνει.
     Όταν η Μπεάτα Κιτσίκη δραστήρια του ΕΑΜ, -που συνέχισε τη δράση της και στις μέρες του μεταδεκεμβριανού κράτους- καταδικάστηκε σε θάνατο, η Κλεαρέτη άφοβα την υπερασπίστηκε μ’ επιστολή της στο ΒΗΜΑ το 1948. Η επιστολή της έκλεινε με την παρακάτω φράση: “Πώς είναι δυνατόν να πιστέψω ότι καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότρια, αυτή η παλληκαρίσια Κρητικιά, η φλογερή πατριώτισσα, η Μπεάτα Κιτσίκη“; Τελικά η Κιτσίκη δεν εκτελέστηκε αλλά αποφυλακίστηκε μ’ επιβαρυμένη ανεπανόρθωτα την υγεία της. Έγινε σύμβολο στις ψυχές των Ελλήνων και τ’ όνομά της δόθηκε σε πολλά κορίτσια της εποχής. Σ’ ευχαριστήρια επιστολή της προς τη Κλεαρέτη, φαίνεται ολοφάνερα η ευγνωμοσύνη, η εκτίμηση κι η αγάπη της προς το πρόσωπό της.



  “Ο Μεγάλος Ποταμός, πότε γαλήνιος, σιωπηλός, αινιγματικός, πότε οργισμένος, ματωμένος, πορεύεται προς τη θάλασσα. Δέντρα ανθισμένα σκύβουν πάνω του, σύννεφα καθρεφτίζουν τις σκυθρωπές τους μορφές, ήλιοι ακοντίζουν σπάταλα τα διαμάντια τους, φεγγάρια ωχριάζουν τα μαραμένα τους όνειρα, άνθρωποι ξεδιψούν εκεί, μηχανές τρέφονται με τη δύναμή του, ερωτευμένοι ρεμβάζουν με τα τραγούδια του. Ο Μεγάλος Ποταμός πορεύεται προς τη θάλασσα. Να, ένα ανθοπέταλο στροβιλίζεται για λίγο και χάνεται, ένα μερμήγκι στη σχεδία ενός άχυρου ποντοπορεί, μια πεταλούδα ναρκισσεύεται κοιτώντας τη μικρογραφημένη άνθινη πολιτεία των φτερών της, και, να, πάλι ξερριζωμένοι κορμοί δέντρων λαχανιάζοντας στο ρεύμα του, τυμπανισμένα πτώματα μαχών, δοκοί καψαλισμένοι και σημαίες -βόγγοι και γέλια, θάνατος και ζωή. Κει μέσα ο ουρανός χαμογελάει στον εαυτό του. Όλα ραγίζονται εκεί μέσα, συντρίβονται, πιο κάτω ξαναφαίνονται -φεύγουν, αλλάζουν, χάνονται. Ο Μεγάλος Ποταμός, ήρεμος, βέβαιος, αδυσώπητος, πορεύεται προς την Αιώνια Θάλασσα, αλλάζοντας όλους τους θρήνους σ’ ένα τραγούδι -στο τραγούδι της κίνησης- στο ακατανίκητο, θριαμβευτικό Τραγούδι της Ζωής“.

     Υπήρξε ποιήτρια του μεσοπολέμου η Κλεαρέτη, που ‘βλεπε αυτά που θα ‘φερναν οι μελλοντικοί καιροί και την ενδιέφερε οι επιθυμίες των γυναικών να γίνουνε πραγματικότητα. Γι’ αυτό στο πεζογραφικό έργο της αποκαλύπτει τη τρομαγμένη ψυχή των γυναικών και διεκδικεί ως φεμινίστρια. Κι εδώ δέχθηκε κάποιες φορές τα αντρικά πυρά. Ποιός είπε πως ήταν εύκολο να ‘σαι γυναίκα κείνη την εποχή ή ακόμα και σήμερα; Μακάρι όμως η γυναικοκτονία ν’ αφορούσε μόνο τη λογοτεχνία!
    Η ποίησή της έχει αποτιμηθεί ως ποίηση της γυναικείας ευαισθησίας και της ζωγραφικής ενάργειας των φυσικών εικόνων, ως ποίηση των λεπτών αισθημάτων και του χαμηλόφωνου λυρισμού. Κατά γενική κριτική ομολογία, συνδυάζει τη λυρικότητα και τη μουσικότητα της Επτανησιακής Σχολής (της οποίας και θεωρείται από τους τελευταίους επίγονους) και την αδρότητα των ηπειρώτικων δημοτικών τραγουδιών και της ποίησης του Βαλαωρίτη.
     Ρυθμισμένη σχεδόν αποκλειστικά στον ίαμβο κι αυστηρά έμμετρη (με προτίμηση προς την αξιοποίηση της 4στιχης στροφής με σταθερά ομοιοκατάληκτα σχήματα), η ποίησή της έχει ταυτιστεί από τη κριτική με τη συχνή χρήση του 15σύλλαβου στίχου, που, ωστόσο, αν και υπερτερεί σαφώς ποσοτικά στη 1η της συλλογή, εν τέλει ισορροπεί με τη χρήση του 11σύλλαβου στη 2η. Τα ποιήματά της μπορούν grosso modo να διακριθούν σε 5, συχνά συμπληρωματικές, θεματικές περιοχές: πρόκειται για τα ποιήματα που εμπνέονται από τη δημοτική και λαογραφική παράδοση, τα φυσιολατρικά ποιήματα, τα πολεμικά και κατοχικά ποιήματα, τα ποιήματα της έλξης του θανάτου και, τέλος, τα ερωτικά.
     Οι 2 τελευταίες κατηγορίες ποιημάτων, που είναι κι οι πλέον επιτυχημένες στο συνολικό της έργο, συνδέονται με τη προβολή του ποιητικού εγώ και παρουσιάζουνε μιαν αντίρροπη κι ωστόσο παραπληρωματική έλξη της ποιητικής φωνής, απ’ τη μια προς την εκμηδένιση (η λέξη “εκμηδενισμός” απαντάται κι ως τίτλος 4στίχου στους Δρόμους Της Ζωής) κι από την άλλη προς την άφεση στη διονυσιακή ηδονή. Η διπλή αυτή έλξη προς τον έρωτα και το θάνατο είναι σαφώς εμπνευσμένη από τη μπωντλαιρική μαθητεία της. Κάποτε οι 2 ροπές οδηγούνε στοιχισμένες σ’ έναν (νεανικό) “Θάνατο γλυκό” (Στο Διάβα Σου) ή στον ώριμο “Ερωτικό Χαμό” (Οι Δρόμοι Της Ζωής).



     Λίγες εί­ναι οι “γρά­φου­σες” Ελλη­νί­δες, που μένουν στις Ιστορίες της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας. Ανά­με­σα τους μετριούνται στα δά­χτυ­λα, αυτές που ε­πιλέ­ξανε να εμ­φα­νι­στούνε στα γράμ­μα­τα με 2πλό ε­πί­θε­το. Οι πα­λιό­τε­ρες εί­ναι ί­σες με τους άρ­ρε­νες γρά­φο­ντες, που φέ­ρουνε 2πλά επί­θε­τα. Κεί­νοι τι­μούσανε τους 2 πα­τρο­γο­νι­κούς κλά­δους, ε­κεί­νες, τον πα­τρι­κό και το γα­μή­λιο. Πχ.­, στους 183 πε­ζο­γρά­φους από ιδρύσεως ελ­λη­νι­κού κρά­τους ως τη δι­κτα­το­ρία, α­πα­ντώ­νται 25 ­που μό­νο 1 δια­τη­ρεί 2­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι 3 αν­τρών. Αντίστοιχα στη ποίηση­, στους 169, α­π’ την ε­πο­χή Πα­λα­μά μέ­χρι και τη 1η με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, είναι μό­λις 15, 5 εξ αυ­τών με 2­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι ε­νός άν­τρα.
     Κα­τά κα­νό­να, για τις ύ­παν­δρες, το ό­νο­μα το κα­θο­ρί­ζει η σχέ­ση με­τα­ξύ του χρό­νου νύμ­φευ­σης κι ε­κεί­νου της 1ης συγ­γρα­φι­κής εμ­φά­νι­σης. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, ω­στό­σο, πα­ρεμ­βαί­νει
κα­θο­ρι­στι­κά η προ­σω­πι­κό­τη­τα της “γρά­φου­σας” σε σχέ­ση με κεί­νη του ε­κλε­κτού της. Λ.χ., η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη ξε­κι­νά ως Αλε­ξίου, ε­πί­σης η Ρί­τα Μπού­μη-Πα­πά, ως Μπού­μη, με­τά το γά­μο, ό­μως, η μεν 1η δια­γρά­φει το πα­τρι­κό, ε­νώ, η 2η το δια­τη­ρεί, προ­σθέ­το­ντας το συ­ζυ­γι­κό. Κάπως παί­ζει ρό­λο κι η ε­πο­χή. Άλλο γά­μος το 1911 κι άλλο το 1936. Όπως δεί­χνει κι η πε­ρί­πτω­ση της Τα­τιά­νας Γκρί­τση-Μιλ­λιέ­ξ, που ­δη­μο­σιεύει συ­ζευγ­μέ­νη, έ­χο­ντας δια­τη­ρή­σει το ε­πώ­νυ­μο της 2πλό. Αλλά έ­τσι κι αλ­λιώς, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις γρά­φου­σες, α­κό­μη κι ε­κεί­νες, που τ’ ό­νο­μά τους γρά­φτη­κε στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, σπά­νια α­να­φέ­ρο­νται. Αποτελεί ε­ξαί­ρε­ση, με 2πλό ό­νο­μα, -α­πό τις πολ­λές που ­μεί­νανε στα ψι­λά γράμ­μα­τα της Ιστο­ρίας- κά­θε τό­σο, ό­λο και κά­ποιος τη μνη­μο­νεύει. Αφορ­μή δεν στέ­κε­ται η ί­δια, ού­τε το έρ­γο της.
     Τί ε­πι­ζη­τού­σε ο Κα­ρυω­τά­κης να δεί­ξει; Ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, στη σχο­λια­σμέ­νη έκ­δο­ση των Απά­ντων Κα­ρυω­τά­κη του 1992, α­φή­νει τη πι­θα­νό­τη­τα ο 2ος στί­χος του 2­στι­χου να ε­νέ­χει “τυ­πο­γρα­φι­κή α­βλε­ψία της ε­φη­με­ρί­δας”, προ­τεί­νο­ντας ως σω­στό­τε­ρη τη πα­ραλ­λα­γή “και δί­πλα σ’ αυ­τήν τ’ ό­νο­μά μου”. Στη μετά 20­ε­τία, ο προ­βλη­μα­τι­σμός α­π’ το γρί­φο του 2στι­χου με­τέω­ρος α­νά­με­σα στο πρω­τό­τυ­πο και τη διορ­θω­τι­κή ει­κα­σία του Σαβ­βί­δη. Ο Απ. Μπε­νά­τσης, το 2004, στη με­λέ­τη του για τον Κα­ρυω­τά­κη, σχο­λιά­ζει: Το ποιη­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο δεν α­να­φέ­ρει το ό­νο­μά του ε­νώ πα­ρα­θέ­τει ο­λό­κλη­ρο της συ­να­δέλ­φου. Δη­λώ­νει μ’ αυτό τον τρό­πο, πως εί­ναι γνω­στή, ε­νώ αυ­τός άγνωστος. Δια­πι­στώνου­με ό­τι το “αυ­τό” α­να­φέ­ρε­ται σε μια γυ­ναί­κα, μι­λά­ για κείνη, σαν να μην ή­ταν πρό­σω­πο, αλ­λά πράγ­μα. Ο Τ. Κα­για­λής σπεύ­δει να τονε διορ­θώ­σει, ­δείχνωντας πως τ’ ό­νο­μα βρί­σκε­ται σε ει­σα­γω­γι­κά, ο­πό­τε το ου­δέ­τε­ρο γέ­νος της α­ντω­νυ­μίας εί­ναι ορ­θό. Συ­νε­χί­ζει, ερ­μη­νεύο­ντας τις προ­θέ­σεις του ποιη­τή: “Εκεί­νο, που με αποτροπιασμό φα­ντά­ζε­ται δί­πλα στο ό­νο­μά του, δεν εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά το εμ­βλη­μα­τι­κό ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό της“.



     Ο Μπε­νά­τσης ε­πι­ση­μαί­νει τη δια­κει­με­νι­κή σχέ­ση, που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ 2στι­χου και ποιή­μα­τος του Εγγο­νό­που­λου, με τίτ­λο, Κλε­αρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, α­πό τη συλ­λο­γή Στη Κοι­λά­δα Με Τους Ρο­δώ­νες, που έ­χει ως μό­ττο: “Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, / και δί­πλα σ’ αυ­τή τ’ ό­νο­μά μου. / Κ. Κα­ρυω­τά­κης“. Ει­κά­ζει α­ντι­πα­ρά­θε­ση του νεό­τε­ρου προς τον πρε­σβύ­τε­ρο ποιη­τή: Ο Εγγο­νό­που­λος “α­πο­κα­θι­στά τη Κλε­α­ρέ­τη ως πρό­σω­πο“, ε­νώ το κα­ρυω­τα­κι­κό “αυ­τό” εί­χε υ­πο­τι­μη­τι­κή ση­μα­σία. Ο Κα­για­λής ε­πι­μέ­νει: “Όχι μό­νο δεν α­πο­κα­θι­στά τη συγ­γρα­φέα μα με­τα­τρέ­πει μια σκω­πτι­κή α­να­φο­ρά στο ό­νο­μά της σε ά­κομ­ψο λί­βε­λλο (­που χρεώ­νει στον Κα­ρυω­τά­κη, -η υ­πο­γρα­φή του εμ­φα­νί­ζε­ται φαρ­δειά-πλα­τειά κά­τω α­πό τον πα­ραλ­λαγ­μέ­νο στί­χο)“.
     Υ­πάρ­χει κι η πα­λαιό­τε­ρη ερ­μη­νεία του Κ. Βούλ­γα­ρη. Στο βι­βλίο του για τον Κα­ρυω­τά­κη, το 1989, σχο­λιά­ζει τη σχέ­ση των 2 ποιη­τώ­ν: “Η α­γω­νιώ­δης αι­σιο­δο­ξία του Εγγο­νό­που­λου για την α­τέρ­μο­νο ζωή του Κα­ρυω­τά­κη τον κά­νει να του στέλνει καρ­τ-πο­στάλ της Πρέ­βε­ζας με το ποίη­μα Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου“. Η αλ­λη­γο­ρι­κή ερ­μη­νεία βρί­σκε­ται μάλ­λον πιο πλήρης στα αι­σθή­μα­τα του Εγγο­νό­που­λου, κα­θώς συμ­φω­νεί και με την α­πό­φαν­σή του, “στο Με­σο­πό­λε­μο οι πραγ­μα­τι­κά Με­γά­λοι ή­ταν αυ­τοί μό­νοι οι 3: Κα­ρυω­τά­κης, Παρ­θέ­νης και Κό­ντο­γλου“. Άλλω­στε, το μό­ττο, με τις πα­ραλ­λα­γές που ε­πι­φέ­ρει στο 2­στι­χο και την υ­πο­γρα­φή του Κα­ρυω­τά­κη χω­ρίς το αρ­χι­κό του πα­τρώ­νυ­μου, έ­χει ά­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λής. Ένα ποίη­μα δί­κην ε­πι­στο­λής, με την ει­κό­να της Πρέ­βε­ζας, που εί­δε αυ­τός δί­πλα σε κεί­νη με τις κάρ­γες ή και τις κου­ρού­νες του Αυ­τό­χει­ρα. Ένα ποίη­μα, που το­πο­θε­τεί τον Τρι­πο­λι­τσιώ­τη α­νά­με­σα σε δυο Πρε­βε­ζά­νους, τη Δί­πλα και τον προ­σφι­λή του ή­ρωα, Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο, τον Μου­τσα­νά, γιο του προ­ε­πα­να­στα­τι­κού Ανδρέα Βρού­τση, γνω­στού κι ως Μου­τσα­νά.
     Να προ­σθέ­σω και μια πτυ­χή του ποιή­μα­τος, που πι­θα­νόν δια­φεύ­γει των ση­με­ρι­νών με­λε­τη­τών. Για τον Εγγο­νό­που­λο, το μόττο θα πρέ­πει να ή­ταν πράγ­μα­τι εμ­βλη­μα­τι­κό, κα­θώς πά­ντρευε τον Ευ­ρυ­τά­να κλε­φταρ­μα­τω­λό Βα­σί­λη Δί­πλα, νο­νό του Κα­τσα­ντώ­νη, με τη Σου­λιώ­τι­κη οι­κο­γέ­νεια των Μα­λα­μαίων. Έτσι, στο ποίη­μα, υ­πάρ­χει συμ­με­τρία α­νά­με­σα σε 2 ζεύ­γη η­ρωι­κώς πε­σό­ντων προ και κα­τά τη διάρ­κεια της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Δεν α­πο­κλείε­ται, ο Εγγο­νό­που­λος, με την υ­περ­ρε­α­λι­στι­κή του προ­σέγ­γι­ση, ν’ α­κούει στις κα­ρυω­τα­κι­κές κάρ­γιες το στί­χο του δη­μο­τι­κού ά­σμα­τος: “πολ­λή τουρ­κιά μας πλά­κω­σε μαύ­ρη σαν κα­λια­κού­δι“.
     Ο Σάβ­βας Παύ­λου, το 2011 στο βι­βλίο του, Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά κι άλ­λα, σχο­λιά­ζει με το τρό­πο του, με­τα­ξύ ει­ρω­νείας και ρο­μα­ντι­σμού: “Πρέ­πει ν’ αναλο­γι­στού­με ό­λοι μας τη πί­κρα της ευ­γε­νούς δέ­σποι­νας, ποιή­τριας και πε­ζο­γρά­φου Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου, ό­ταν συ­νει­δη­το­ποίη­σε πως δεν ή­ταν πα­ρά ο στί­χος του Κα­ρυω­τά­κη. Κι ό­μως, ε­κεί­νη δεν θα πρέ­πει να πι­κρά­θη­κε, δε­δο­μέ­νου πως, για τους συ­γκαι­ρι­νούς της, ή­ταν γνω­στή συγ­γρα­φέ­ας ήδη“.



     Η 1η ποιη­τι­κή συλ­λο­γή της, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει αρ­χές 1922. Η 2η του Κα­ρυω­τά­κη, Νη­πεν­θή, το 1921. Για το δι­κό της βι­βλίο εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί του­λά­χι­στον 3 κρι­τι­κές, που με­τα­ξύ των μια ευ­νοϊκή του Ξε­νό­που­λου, ε­νώ, για του Κα­ρυω­τά­κη 6. Αμφό­τε­ρα εί­χανε πα­ρου­σια­στεί στο πε­ριο­δι­κό Ο Νου­μάς, αλ­λά α­πό δια­φο­ρε­τι­κούς κρι­τι­κούς. Στο πε­ριο­δι­κό, ό­μως, ο αρ­μό­διος εί­χε γρά­ψει και για τα 2. Ήταν ο Μ. Εσπε­ρι­νός στο ε­τή­σιο Δελ­τίο του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου. Πι­στεύου­με πως ο κα­ρυω­τα­κι­κός στί­χος ορ­μά­ται α­π’ αυ­τές τις 2 κρι­τι­κές, που δη­μο­σιεύ­τη­καν στον 10ο τό­μο του 1922 και ­που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1923. Αυ­τές ή­ταν κι οι τε­λευ­ταίες κρί­σεις για τα ποιη­τι­κά τους βι­βλία. Δη­μο­σιεύ­τη­καν εν πα­ρα­τά­ξει μα­ζί με άλ­λες ε­πτά, συ­γκε­ντρω­μέ­νες στο τέ­λος του τό­μου, με κοι­νό τίτ­λο, Βι­βλιο­κρι­σίες και κοι­νή υ­πο­γρα­φή. 4η στη σει­ρά του Κα­ρυω­τά­κη, 8η της Δί­πλα-Μα­λά­μου. Ο κρι­τι­κός ήταν αυ­στη­ρός και για τις δυο, πιό­τε­ρο για ­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη. Οπό­τε θα ταί­ρια­ζε σε αμ­φό­τε­ρες ως συ­μπέ­ρα­σμα, ο 1ος στί­χος α­πό το 2ο 2στι­χο του ποιή­μα­τος Στα­διο­δρο­μία: “Οι στί­χοι πα­ρέ­χουν ελ­πί­δες”. Αυ­τός ο στί­χος ζευ­γα­ρώ­νει με τον στί­χο, “θα γρά­ψουν οι ε­φη­με­ρί­δες” και προ­η­γεί­ται του 2στι­χου της Κλε­α­ρέ­της.
     Ει­κά­ζω πως ο Κα­ρυω­τά­κης, μ’ αυ­τό το ποίη­μα, σαρ­κά­ζει τη μελ­λο­ντι­κή τύ­χη της 3ης συλ­λο­γής του, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πως θα εί­ναι ό­μοια με της προ­η­γού­με­νης. Εκκι­νεί α­πό τον πρώ­το στί­χο του πρώ­του ποιή­μα­τος της 2ης, “Δι­κά μου οι Στί­χοι, απ’ το αί­μα μου, παι­διά“, πα­ραλ­λάσ­σο­ντάς τον, “Τη σάρ­κα, το αί­μα θα βά­λω / σε σχή­μα βι­βλίου με­γά­λο“. Συ­νε­χί­ζει, στο ε­πό­με­νο 2στι­χο, με την ε­τυ­μη­γο­ρία των κρι­τι­κών και κα­τα­λή­γει με την ει­κό­να α­πό τις σε­λί­δες του ε­ντύ­που που φι­λο­ξέ­νη­σε τη τε­λευ­ταία κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου του, ­που τη δια­δέ­χθη­κε σιω­πή και πι­θα­νώς, α­πού­λη­τα α­ντί­τυ­πα, πα­ρα­κα­τα­θή­κη στο Βι­βλιο­πω­λείο του Βα­σι­λείου, “το στέ­κι του”. Για­τί, ό­μως, ε­πι­λέ­γει τη Δί­πλα κι ό­χι κά­ποιον άλ­λο α­πό τους κρι­νό­με­νους; Συμ­βάλ­λει, σί­γου­ρα, η ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία και το μέτριμα, ε­πι­προ­σθέ­τως, ό­μως, εί­ναι κι η πιο α­δύ­να­μη πε­ρί­πτω­ση. Όχι ό­σον α­φο­ρά στο βι­βλίο της, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, ο Κα­ρυω­τά­κης α­γνο­εί, αλ­λά ε­πει­δή εί­ναι γρά­φου­σα και δη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη.
    Όσο για τον υ­παί­τιο κρι­τι­κό αυ­τής της κει­με­νι­κής ει­κό­νας, εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μος. Άνοι­ξη του 1924, ο Κα­ρυω­τά­κης γνω­ρί­στη­κε με τον Ε. Ιωάν­νου, γνω­στό ή­δη ως Τέλ­λο Άγρα. Τό­τε, ί­σως κι ευ­θύς ε­ξαρ­χής, ή­ξε­ρε πως ε­κεί­νος κρύ­βε­ται πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Μ. Εσπε­ρι­νός, που ο Άγρας χρη­σι­μο­ποίη­σε μό­νο σε αυ­τή τη δη­μο­σίευ­ση. Πα­ρα­μέ­νει ζη­τού­με­νο το κα­τά πό­σο το γνώ­ρι­ζε η Δί­πλα. Ο Άγρας δη­μο­σίευ­σε κρι­τι­κές για 2 α­κό­μη βι­βλία της, αυ­τά πε­ζο­γρα­φι­κά, το 1929, υ­πο­γρά­φο­ντας με τα αρ­χι­κά του και το 1935, ο­λο­γρά­φως. Πέ­ραν αυ­τών, γράφει το λήμ­μα της Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, στη κα­τάρ­τι­σή της (1926-1934). Το συ­γκε­κρι­μέ­νο πρέ­πει να γρά­φτη­κε με­τά τη βρά­βευ­σή της α­πό την Ακα­δη­μία, το 1930.
    Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου πέθανε στην Αθήνα το 1977, στα 91 της, μάλλον ξεχασμένη απ’ όλους κι όλα -και προπαντός σιωπηλή. Η σθεναρή προσωπικότητά της αναχαίτισε τις αντιξοότητες των εποχών και στάθηκε ως το τέλος συνεπής στ’ όραμά της, μια λογοτεχνία που οδηγεί σ’ ένα καλλίτερο κόσμο. Ήταν από τις πιο γνωστές Ελληνίδες ποιήτριες και πεζογράφους της εποχής. Η μούσα της είχε λυρική νότα κι εξέφραζε τον συναισθηματικό της κόσμο με καλοδουλεμένους στίχους. Σε μερικά από τα τραγούδια της ξεχειλίζει ο ερωτικός παλμός. Στη Λευκάδα στο Μποσκέτο, το πάρκο κοντά στο λιμάνι, η προτομή της στέκει κι ατενίζει σε θέση σηματωρού το απέραντο γαλάζιο της αιωνιότητας. Στίχοι από την μικρή ωδή που έγραψε προς τιμή της ο Παλαμάς ψιθυρίζονται μαζί με τον πελαγίσιο αχό:

Στη ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου

Στης Ιόνιας φωτοθάλασσας τη γιορτή
το προσκύνημα μας έσμιξε του Ποιητή.

Φλόγα τον εζούσε μέσα του περισσή
στης Ιόνιας φωτοθάλασσας το νησί.
Στης Ιόνιας φωτοθάλασσας το νησί
προσκυνήτρα ήρθες του Διάβα σου ψάλτρα εσύ.

Με τραγούδι αν ήρθες, τ’ άφησες να το πει,
μόνη εσύ κρυφαγρικώντας το, η σιωπή.
Μα ήταν τάμα το τραγούδι σου στη χλωρή,
στου πελάου την ερημίτισσα Μαδουρή.

Κρατάει πάντα, παντού, γούβα της και κορφή,
ζωντανεύτρα, του Αστραπόγιαννου τη στροφή.
Και γυρίζαμε. Όλα, ορίζοντες, τα βουνά,
τ’ ακρογιάλια, η ώρα, η σκέψη μας, γαληνά.

Δειλινή μια γλύκα, θάλασσες, ουρανοί.
Στο καράβι ξάφνου χύνεται μια φωνή,
κρυσταλλένια φωνή, κι έψελνε -Μούσα Εσύ-
της Ιόνιας φωτοθάλασσας το νησί.

Το νησί που κι εσέ γέννησε, δροσαυγή
στου λεβέντη στίχου πύρινη την πηγή.

             Κωστής Παλαμάς

=================


     Από τη συλλογή Ο Μεγάλος Ποταμός, διάλεξα το διήγημα Η Χελιδονοφωλιά. Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων οι πρωταγωνιστές του, που μάχονται για τη ζωή τους, για το δικαίωμά τους στον έρωτα και την ευτυχία, για ό,τι αγαπούν. 2 άνθρωποι που επέλεξαν να πορεύονται μαζί στη ζωή, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια με μόνα εφόδια την αγάπη τους και τη δουλειά τους. Απέναντί τους όμως ορθώνονται η σκληρότητα και η αναλγησία της οικογένειας της κοπέλλας κι ένα κράτος ψυχρό κι άδικο εκφρασμένο στο πρόσωπο ενός χωροφύλακα και στις αδυσώπητες υπηρεσιακές αποφάσεις που έρχονται να συνθλίψουν τη ζωή και τα όνειρα των ηρώων…
     Αξίζει να προσεχτούν η ψυχογραφική ικανότητα της συγγραφέως κυρίως στην απόδοση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων της νεαρής κοπέλλας κι η διάθεση της ηρωίδας όχι απλά να εναντιωθεί στα οικογενειακά και κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα αλλά να αντισταθεί στην επιβολή τους, προβάλλοντας την εικόνα μιας γυναίκας μαχόμενης που αρνείται να αποδεχθεί τη μοίρα που της έχουν προετοιμάσει. Απλό στο περιεχόμενο του και στην αφήγηση, αλλά βαθιά ανθρώπινο εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή, προκαλεί έντονα συναισθήματα, αγγίζει τη καρδιά κι είναι γραμμένο σε ζωντανή κι εκφραστική δημοτική γλώσσα.

                                         Η Χελιδονοφωλιά

     Φασαρεμένη πάντα η μέρα με τις έγνοιες, τις δουλειές της, τους ανθρώπους. Κ’ η Βγενούλα έχανε τον εαυτό της. Εκείνον τον κρυφό εαυτό της που τόσο ήθελε να κουβεντιάζουνε μαζί. Έψαχνε, έψαχνε, μα όλο της ξέφευγε. Μονάχα όταν τα χέρια τα σκοτεινά της νύχτας φτιάχνανε γύρω της ένα στεφάνι, κι’ αυτή ζάρωνε στο στρώμα της σε μια κώχη του σπιτιού, μονάχα τότε τον ξανάβρισκε. Τότες, συγνεφάκια ανάλαφρα ταξίδευαν οι συλλογές της, κ’ η καρδιά της τόσο φουσκωμένη από αγάπη, αναγάλιαζε μυστικά, τριαντάφυλλο που αναδίνει ανοιχτό τους μόσκους του: Γιάννο μου!..Γιάννο μου…
     Όμως με την αυγή του Θεού μια στενοχώρια την έπνιγε. Το ξαίρει. Πάλι θ’ αρχίσουν οι δικοί της, γονιοί κι αδέρφια, το τροπάρι της γκρίνιας: Τι όνειρο είδε απόψε; Άλλαξε γνώμη; Τι θα τον κάνει τον ξυπόλητο; Εκείνος ο άλλος που τη γύρευε είτανε γαμπρός. Καρτερεί την απάντηση.
Η κοπέλα είχε βαρεθεί πια να λέει τα δικά της και ν’ αντιμιλεί. Έπειτα κατάλαβε πως έτσι τους αγριεύει όλους περισσότερο. Γιαυτό τώρα ύστερα σαν άρχιζε η γκρίνια, αυτή βούλωνε το στόμα. Χαμήλωνε τα μάτια τα πλατιά, και σαραντακλείδωνε στο χωριάτικο μυαλό της τη θεμελιωμένη απόφαση: Το Γιάννο εγώ θα πάρω. Θα τον πάρω! Οι δικοί της ευχαριστημένοι που τη βλέπανε δίχως μιλιά, λέγανε αναμεταξύ τους: Βάνει μυαλό· θα τ’ αποφασίσει για τον άλλον. Ας κάνει κι αλλοιώς. 
     Το σπιτάκι του πατέρα της είτανε κοντά στον πευκιά, κάμποσο όξω από τη μικρή πολιτεία κ’ η Βγενούλα είχε την ευκολία ν’ ανταμώνει το Γιάννο της. Ξαμολιούνταν τα πρωινά για τις δουλιές τους και κάπου θα τον λάχαινε να του πει αρπαχτά την καλημέρα της. Και τα βράδια, πίσω από τις χοντρές φραγκοσυκιές που μάντρωναν το χτήμα των γονιών της, εκείνος την περίμενε: Κυρά μου, εσύ! Βγενίτσα μ’ αχ! θα με ζουρλάνεις τον έρμο.
Τρώγονταν οι δυο τους στα φιλιά και γύριζε η κοπέλα στο σπίτι με μπαμπουλωμένα τα σαγόνια. Το κίτρινο μαντήλι έκρυβε τα σημάδια που στραπατσάριζαν το στόμα της το φραουλένιο. Κι αξεθύμαστος μόσκος πάντα η λαχτάρα τους: Αγκαλιασμένους να τους βρίσκει ο ήλιος, η μέρα να κερνάει το ξανθό της μέλι στη διπλή χαρά τους, κ’ η νύχτα να τους γνέφει με μισόκλειστα μάτια γελαστά: Ελάτε!
     Μα πώς να παντρευτούνε; Πού είναι το σπιτάκι τους; Οι οικονομίες του Γιάννου δε φτάνανε ακόμα να νοικιάσουνε μια καμαρούλα. Μια καμαρούλα μοναχή. Τίποτες άλλο δε θέλουνε. Τα λούσα, τα προικιά και τα σεντούκια, είναι για κείνους που δεν έχουνε προικιό τους την αγάπη. Μονάχα μια κλειστή φωλιά τούς χρειάζεται για να μη ζηλεύει ο κόσμος.
     Στο μεταξύ ο Γιάννος άρπαζε όποια δουλειά του παρουσιαζόταν. Εργάτης, περιβολάρης, χτίστης, μανάβης. Δουλειά μοναχά να βρίσκεται για να φουσκώνει από λίγο λίγο το κομπόδεμα. Και τα βράδια τα κουβέντιαζε κρυφά με τη Βγενούλα. Αποφάσισαν όμως, για νάχουν την ησυχία τους, όταν ανταμώνονται καμμιά φορά όξω, μπροστά στον άλλον κόσμο, στους δρόμους, στην εκκλησιά, να καμώνονται τον αδιάφορο. Κατάφεραν και κρύφτηκαν τόσο καλά που στο σπιτικό της Βγενιάς ξαφνιάστηκαν όταν είδανε πως το κορίτσι δε γύρισε στο σπίτι μια βραδιά. Το ζευγάρι είχε στεφανωθεί τ’ απόγιομα σ’ ένα ρημοκλήσι του βουνού. Και σαν τράβηξαν πια ο παπάς και ο κουμπάρος, αυτοί κατέβηκαν τρεχάτοι την κατηφόρα γιατί βιάζονταν να φτάσουν στο φτωχικό μονοκάμαρο σπιτάκι που ο Γιάννος είχε νοικιάσει εκεί όξω στην πλαγιά.
     Είτανε αρχές του χινόπωρου με νοτερές ανάσες κι ολόκληρος ο πευκώνας σουσούριζε ίδια θάλασσα. Κ’ έτσι κυλώντας απαλά τα πράσινα κύματά του, έβγανε το άσπρο σπιτόπουλο εκεί δα στο μονοπάτι σαν ένα κομμάτι αφρό. Ένα γύρο τους οι μπουμπουκιασμένες κυκλαμιές είδανε στ’ όνειρό τους τους νιόπαντρους να χάνονται μέσα στο σπιτάκι και την παράλλη μέρα την αυγή μ’ ανοιγμένα καλά τα νωπά ματάκια τους, τους ξαναείδανε να βγαίνουν από την κάμαρα αγκαλιασμένοι. Δυο μέρες και δυο νύχτες είχανε ρουφήξει την αγάπη δίχως ανασασμό σαν διψασμένοι που είτανε. Εκεί δα στο κατώφλι φίλησε ο Γιάννος τη γυναίκα του, πήρε την τσάπα στον ώμο και τράβηξε για τη δουλειά.
     Οι γονιοί της Βγενιάς δεν είχανε μάτια να την ιδούνε. Κι όπως γίνηκε ο γάμος δίχως το θέλημά τους, γλύτωσαν και τα προικιά. Ούτε την καλημέρα δεν ήθελαν της θυγατέρας τους, λέγανε. Μα ο Γιάννος, ο Γιάννος ο λεβέντης με το ψηλό κορμί και τα μάτια τα γλυκά, στέκονταν κολώνα στη γυναίκα του: Ας τους να λένε. Τι σε γνοιάζει; εγώ είμαι για σένα!
     Τα πολλά τα λόγια αυτός δεν τάξαιρε. Αυτός ήξαιρε να πράττει. Το σκέδιό του το πρώτο το πέτυχε κ’ η κοπέλα γίνηκε δικιά του. Τώρα είχε άλλο σκέδιο στο κεφάλι του. Ο διάολος να σκάσει, αυτός θα χτίσει ένα δικό τους καμαράκι. Θα το χτίσει στον μικρό τόπο που του είχε αφήσει ο πατέρας του απάνω στο βουνό. Είτανε ένας χερσότοπος κακομαντρωμένος με ξερολιθιά. Μ’ αυτό το σκέδιό τους στο νου, η Βγενιά έβλεπε συχνά στον ύπνο της πως έβρισκε στο δρόμο ένα κομπόδεμα. Κοίταζε ολόγυρα μη την είδανε, και το τσέπωνε. Ονειρεύονταν και ξυπνητή πως ένας μπάρμπας της απ’ την Αμερική της έστελνε, λέει, λεφτά, πολλά λεφτά: Για τη Βγενιά, έλεε η γραφή του. Για να χτίσει ένα σπιτάκι. Με την ελπίδα του σπιτιού κουβαλούσανε τώρα κ’ οι δυό τους σαν τα χελιδόνια ό,τι μπορούσανε για τη φωλιά τους. Μάζευαν την πέτρα σιγά-σιγά κι όταν τους τύχαιναν τίποτε οικονομικά υλικά από παλιές οικοδομές, ο Γιάννος τ’ αγόραζε με τη δουλειά του.
     Ο χειμώνας κόντευε να βγει κι αυτός όταν είχε καιρό πήγαινε και δούλευε στο χτήμα τους. Ξεχορτιάριαζε, πάστρευε τον τόπο από τις πέτρες, μέτραγε και χάραζε το θεμέλιο του σπιτιού. Δούλευε κοντά του κ’ η Βγενιά και δούλευε αψά σα νάτανε να τελειώσει αμέσως και το σπίτι. Μα τώρα ύστερα ο άντρας τη σταμάταγε ανήσυχος: Άσε τώρα, παράτα τα εσύ. Από κάμποσες μέρες μια χαρά ξεχείλιζε στις καρδιές τους: Το παιδί! έρχεται το παιδί τους. Κ’ έπρεπε να βρεθεί έτοιμο το σπιτόπουλο να τους συμμαζέψει τον άλλο χειμώνα.
     Το βράδυ, πλάι στη χαμηλή γωνιά που καίγανε τα κούτσουρα πολεμώντας το στερνό μαρτιάτικο κρύο, κάνανε τους λογαριασμούς τους για το χτίσιμο. Έχουμε τούτο, μας λείπει εκείνο. Ας τ’ αρχίσουμε κ’ έχει ο Θεός. Θα τα καταφέρουμε. Να μπούμε κάτω από δικό μας κεραμίδι. Αυτό είναι ούλο το παν. Δεν θα μας τρώει η έγνοια, το νοίκι, το ξεσπίτωμα. Όξω λύσσαγε η μάνητα του αγέρα, η καμινάδα της γωνιάς τον σβούριζε μέσα της σαν τρομπόνα και μαζεμένοι οι δυο τους με το αγέννητο σαν γεννημένο κοντά τους, χαμογελούσαν στ’ όραμα του μελλούμενου σπιτιού.
     Κ’ ήρθε η άνοιξη με τα όλα της. Μέσα στο χτηματάκι στέκονταν η πέτρα, ένας σωρός καφετής κι άσπρος και χρυσός κάτω απ’ τον ήλιο, υπάκουο σταλιασμένο κοπάδι που θα ξυπηρετούσε τ’ αφεντικό. Έτοιμο το κόκκινο, το κοσκινισμένο χώμα, στο λάκκο του ο ασβέστης ο γαλατερός.
Κ’ είπε ο άντρας μια μέρα: Έσωσε. Από αύριο, γυναίκα, θα βάλουμε θεμέλιο!… Με το λόγο τούτον, η ψυχή της γυναίκας χόρτασε από σιγουριά: Θα βάλουμε θεμέλιο!…
     Δεν καλοκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ η Βγενιά με τις συλλογές που τη φουντώναν! Α, ναι. Τώρα πια δε θάχει ανάγκη κανέναν. Ας της κρεμάνε τα μούτρα οι δικοί της. Τι λες εκεί; Ο Γιάννος της νάναι καλά. Γύριζε και κοίταζε στο πλευρό της τον κοιμισμένον άντρα, και πάνω στα στέρεα σουσούμια της ειδής του αναπαύονταν σα σε λιμάνι απάνεμο η ψυχή της. Και την άλλη μέρα που είτανε σκόλη, ξεκίνησαν με την ευχή του Θεού.
Τα γυρίσματα του μονοπατιού απάνω στη πλαγιά του βουνού χάνονταν φαγωμένα απ’ το βιαστικό τους περπάτημα. Σκουντημένα στο διάβα τους, ξέχυναν την ευωδιά τους η αλυγαριά και το μελισσόχορτο. Νάτο και το χτήμα τους! Το βρήκανε να τους καρτερεί σαν ένα πράμα ζωντανό. Γύρω του όλο το δάσος ανάσαινε πλατειά, γερό κ’ ευτυχισμένο.
     Μες στ’ ανοιγμένο θεμέλιο έσφαξε ο νοικοκύρης τον κόκκορα τον καμαρωτό με τα μαύρα φτερά. Και το ζευγάρι έκανε ατέλειωτους σταυρούς την ώρα που ο παπά Γιώργης άγιαζε το θεμέλιο. Ένας τσέλιγκας και δυό περαστικοί παραστάθηκαν και φχήθηκαν καλορίζικο το σπίτι.
Η Βγενιά δε μιλούσε, δεν έλεγε ούτε ένα φχαριστώ, τόσο ένας κόμπος τής έσφιγγε το λαιμό. Της φαινόταν πως θα την πάρουν τα κλάμματα απ’ τη χαρά. Οι ξένοι φύγανε κι ο Γιάννος βάλθηκε μ’ όρεξη στη δουλειά.
     Το σπίτι μας, το σπιτάκι μας, ο Γιάννος μου! έλεγε από μέσα της η γυναίκα και τόσο περισσότερο κολλιούνταν στον καινούργιο κόσμο που μπήκε με το θέλει της. Και κάθε βράδυ, ύστερα απ’ την ξενοδουλειά του αντρός της και τις Κυριακάδες ταχτικά, έρχονταν οι δυό τους και δουλεύανε. Εκείνος έχτιζε, εκείνη κουβαλούσε το πηλοφόρι. Μην το παραφορτώνεις, την ορμήνευε.
     Άντε άντε φύτρωνε ο τοίχος απ’ τη γης, σηκώνονταν και κοίταζε τα γύρω του με περιέργεια. Χώρισαν κάποια ώρα και τα κουφώματα, η πόρτα, το παραθύρι. Τώρα φάνηκε πια το σκέδιο της κάμαρας απλωτό κ’ ευχάριστο, βουτηγμένο στο δάσος. Τα κλαριά το φύλαγαν ένα γύρο, μεγάλες πράσινες ανοιχτές φτερούγες. Από πέρα, από μακρυά έρχονταν το ξάγναντο κ’ έφερνε ως το κατώφλι της πόρτας τις ανηφοριές του βουνού τις βελουδένιες.
Τώρα η Βγενούλα γύριζε μέσα στο ξέσκεπο σπίτι και λογάριαζε. Λογάριαζε πού θα στήσει το κρεβάτι τους, πού θα βάλει την κασέλα. Θ΄αγοράσει με την ώρα και καρέκλες. Θα κρεμάσει στον τοίχο κ’ έναν καθρέφτη. Από κείνους τους καθρέφτες με τη χρυσή κορνίζα που αστραποβολάνε εκεί που τους πουλάνε στα μαγαζιά στη χώρα. Μα είναι ακριβοί. Δε θα γίνει κανένα θάμα; Δε θα την αξιώσει ο Θεός;
     Θε μου, γιατί όλοι να περιμένουμε από τη χάρη σου; ποιον να πρωτοπάρει από μας το μάτι σου και ποιον να πρωτοπροφτάσεις ; Γιατί ένας άλλος εδώ κάτω, ένας μικρός θεός, ένας πλούσιος, να μην πει: Βγενιά! να κορίτσι μου, πάρε τούτον τον καθρέφτη που περισσεύει από το σπίτι μου. Μα δε βαρυέσαι, ας μένουν κ’ οι καθρέφτες και τα λούσα τους. Η Βγενιά θα βάλει την κούνια του παιδιού της για στολίδι. Θα την σιγουρέψει από δώθε μεριά για να μην το του φυσάει το παραθύρι και πάρει κανένα κρύωμα. Θα κάνει κ’ ένα κοτέτσι από πίσω από το σπίτι για τις κοτούλες. Δεν πρέπει νάχουνε πιο ύστερα και το φρέσκο τ’ αυγό για το παιδί;
     Όλα τούτα τα σκέδια τάλεγε στο Γιάννο το βράδυ, σα στρώνονταν να δειπνήσουν. Και τα σκέδια αυτά, θαρρείς κ’ είτανε μαγεμένα και με τα μάγια τους του ξεγελούσαν τις έγνοιες και την κούραση. Έτσι η άλλη μέρα έβρισκε το Γιάννο ορεξάτο κ’ έτοιμον για κόπους. Μα κ’ η γυναίκα του δεν κάθονταν. Ξενοδούλευε κ’ εκείνη όπου έβρισκε κι όσο της είτανε μπορετό για να προοδεύσει το χτίσιμο. Πότε-πότε όμως αναγκάζονταν να σταματήσουν γιατί σώνονταν τα υλικά. Τότε κάνανε πιο μαύρες οικονομίες, δεν τρώγανε όσο έπρεπε, μετράγανε το έχει τους δραχμή τη δραχμή και κάποτε πάλι ξαναρχίζανε απομοναχιασμένοι μέσα στο δάσος, ίδιοι πρωτόπλαστοι.
Μα ήρθε μέρα που δυσκολότερα παρουσιάστηκαν τα πράματα. Τώρα έχουμε τις μεγάλες σκοτούρες, έλεγε ο Γιάννος, γιατί βλέπεις είναι τα παράθυρα , είναι η σκεπή. Αυτά δε φτιάνονται με πέτρα και με χώμα που τα μαζώνεις από τα βουνά του Θεού. Χρειάζεται ξυλεία, χρειάζονται μαστόροι, πα να πει όλο παράδες. Την ώρα που τα ντουβάρια στέκονταν έτοιμα πια μ’ όλο το μπόι τους, η δουλειά ξανασταμάτησε. Πέρασε κάμποσος καιρός μέσα στο καλοκαίρι ως που οι νοικοκυραίοι να βρεθούνε με δύναμη να ξαναβάλουν μπροστά. Έπειτα, με το έμπα του Αλωνάρη, ο Γιάννος αποφάσισε να ρίξει τη σκεπή.
– Τι να σου πω, γυναίκα, δεν παίρνει άλλο αναβολή. Θα τα μαζώξω τα χρειαζούμενα όπως μπορώ και θα σκεπάσω. Μονάχα τότε θάμαι ξέγνοιαστος.
Η Βγενιά σ’ όλα συμφωνούσε.
– Ό,τι ξαίρεις εσύ θα κάνεις.
– Κ’ εσύ θα γεννήσεις, και χειμώνας έρχεται με τις βροχές. Αν μείνει ξέσκεπο το γιαπί δεν είναι για καλό του. Τι να κάνουμε; Δεν τα θέλω τα χρέγια, μα τ’ αποφάσισα. Λέω να πάρω λίγα δανεικά από τον κουμπάρο μας. Αλλοιώς δε γίνεται.
     Είχαν αρχίσει κιόλας οι πρώτες χινοπωριάτικες συγνεφιές κ’ έπεσε το πρωτοβρόχι. Βιαστικός ο Γιάννος να σκεπάσει, παράτησε τις ξένες δουλειές και κίνησε για το δικό του γιαπί. Από κοντά η γυναίκα του με τα τσανάκια με το μεσημεριανό τους φαγητό δεμένα στη μπόλια. Ο Γιάννος είχε πάρει σήμερα κι άλλον έναν εργάτη. Μπήκαμε, θα χορέψουμε, εξήγησε στη γυναίκα του.
     Ως τα τώρα η δουλειά γίνονταν ήσυχα ήσυχα εκεί απάνω, μέσα στο δάσος, γιατί οι πέτρες καθώς χτίζονταν δεν ακούγονταν. Όμως με το σκάρωμα της σκεπής, καθώς καρφώνονταν τα καδρόνια, το δάσος γιόμισε αντίλαλους: γκάπα! γκούπα!…
     Τι να μαστορεύουν, είπε μοναχός του ο καινούργιος χωροφύλακας που είχε ξανοιχτεί στο σουλάτσο σήμερα χασομέρικα. Πήρε λοιπόν σιγά – σιγά το δρόμο κι ανηφόριζε κι ανηφόριζε με τα χέρια μπλεγμένα από πίσω του. Οι βρόντοι όλο του δείχνανε το δρόμο το σωστό. Κάπου πέρα, ανάμεσα από τα πράσινα κλαριά του πευκώνα ανακάλυψε το γιαπί.
     Ζύγωσε, στάθηκε και καλημέρισε. Οι νοικοκυραίοι απάντησαν πρόσχαρα στην καλημέρα του. Περίμεναν μάλιστα ν’ ακούσουν και τη γνώμη του για το σπίτι που μαστόρευαν. Στάθηκε, στάθηκε ο χωροφύλακας δίχως άλλο λόγο να πει, κ’ ύστερα ρώτησε:
– Έχετε άδεια;
– Άδεια! ξαφνιάστηκε ο Γιάννος.
– Ναι, άδεια.
– Ο τόπος είναι δικός μου. Τον κλερονόμησα απ’ τον πατέρα μου. Τι άδεια; Τα χαρτιά του εν τάξει. Εδώ κάθε χρόνο στοιβάζω και τους τενεκέδες για το ρετσίνι σαν χτυπάω τα πεύκα. Κανένας δε μόκανε παρατήρηση.
– Καλά αυτό, μα άδεια οικοδομής λέμε.
– Δεν ήξαιρα πως εδώ όξω…
– Παράτα τα και πήγαινε να κανονιστείς.
– Να στήσουμε πρώτα τη σκεπή.
– Ούτε ένα καρφί! Απαγορεύεται.
     Ο Γιάννος κιτρίνισε. Ποιος ξαίρει τι άργητες θα του παρουσιαστούνε τώρα. Αμ τα ξαίρει δα τα χαρτιά τους και τα γραφεία τους που να τους πάρει ο διάολος τον πατέρα! δεν τα ξαίρει; Ο κουμπάρος του που είχε μπλέξει με δαύτα, χτίκιασε ο άνθρωπος. Κ’ έρχεται και χειμώνας, κατάλαβες; Πρέπει το γρηγορότερο να σκεπαστεί το σπίτι. Τι θα γίνει;
     Η Βγενιά συγχισμένη έκατσε σε μια πέτρα. Το πέτο της κ’ η φουσκωμένη κοιλιά της ανεβοκατέβαιναν, τα ρουθούνια της πεταρούδιζαν. Ε μωρέ, πώς αρχίνησε τούτη η μέρα και πώς φασκελώθηκε υστερώτερα.
     Κατέβηκε ο Γιάννος από το γιαπί, κατέβηκε κι ο άλλος εργάτης. Μαζέψανε τα σύνεργά τους, μάζεψε κ’ η Βγενιά με βρόντους τα τσανάκια της, και πιάσανε τον κατήφορο. Μπροστά-μπροστά πήγαινε ο χωροφύλακας με τα χέρια μπλεγμένα πίσω του, με το σβέρκο το χοντρό ξεχειλισμένο στο περιλαίμιο, αδιάφορος, αλύγιστος, αντιπαθητικός. Η Βγενιά έβραζε, ο Γιάννος φυσομανούσε, μα ο άλλος ο εργάτης τους έδινε κουράγιο: Δεν είναι τίποτε, μια δυό μέρες άργητα όλο-όλο. Αυτό είναι.
     Οι δυο μέρες γένηκαν τέσσερις, γέννηκαν μια βδομάδα, μήνας ολάκερος. Η υπόθεση του Γιάννου βαλμένη σε χαρτιά με υπογραφές, με βούλες και με χαρτοσήματα, σέρνονταν οκνά σαν σερπετό από χέρι σε χέρι υπαλληλικό, από γραφείο σε γραφείο. Είχε γίνει στοιχειό, σωστό στοιχειό που έτρωγε αόρατο τις μέρες και τις νύχτες του ζευγαριού, γιατί η ίδια η άργητα τους έβανε σ’ ανησυχία. Κάτι δυσκολίες, λέει, παρουσιάζονταν. Ο Γιάννος έχανε τη δουλειά του κ’ έτρεχε. Τίποτα δεν ωφέλησαν τα τρεχάματα, τα παρακάλια, οι μετάνοιες του. “Απαγορεύεται η οικοδόμησις του γηπέδου διότι κατά το εγκεκριμένον σχέδιον πόλεως ο δημόσιος δρόμος πρόκειται να διέλθη δια μέσου αυτού”.
– Και τώρα; Τι θα γίνει με το σπίτι μου; ρώτησε ο Γιάννος σα χαμένος.
– Θα το γκρεμίσεις.
     Είτανε ένα βροχερό πρωινό όταν ο ίδιος ο χωροφύλακας και δυο εργάτες ήρθανε στο χτηματάκι του Γιάννου. Από κοντά πρόβαλε κ’ εκείνος με τη γυναίκα του. Κατακίτρινοι κ’ οι δυό τους, στάθηκαν παράμερα σα νάτανε τώρα πιο ξένοι μέσα σ’ αυτήν την ιστορία του σπιτιού τους που πέρναγε σ’ άλλα χέρια. Μέσα τους όμως ακόμα παρακαλάγανε το Θεό να κάνει κανένα θάμα.
     Οι άλλοι, κάτι ρετσινάδες κ’ οι εργάτες, τριγύρισαν το γιαπί και το κοιτάζανε βουβοί και συγχισμένοι. Κ’ είτανε σα να μέλλονταν να γίνει επί τόπου καμμιά βάρβαρη πράξη, καμμιά απάνθρωπη καθαίρεση. Σκάλωσαν οι εργάτες στο γιαπί κι αρχίσανε να γκρεμίζουνε. Γκάπα! γκούπα! ακούγονταν μέσα στον πευκώνα καθώς ξηλώνονταν η αρχινισμένη σκεπή. Ο Γιάννος δε βάσταξε. Πήρε το δρόμο κ’ έφευγε για να μη βλέπουν τα μάτια του τη συμφορά τους. Ένας σωρός κουβάρι η γυναίκα του σε μια γωνιά, έκλαιγε μ’ αναφυλλητά, λαβωμένο ζώο στην κώχη του.
     Όμως εκεί που δεν το περίμενε κανένας, πετάχτηκε ολόρθη η Βγενιά κ’ έμπηξε στριγγλιές φωνές που καταξέσκισαν την καρδιά του πευκώνα: -Χαΐρι και προκοπή να μη δεις ποτέ σου, παλιόσκυλο! Κακούργε! Άτιμε! Άτιμε! Άρπαξε μια πέτρα χοντρή και την πέταξε κατ’ απάνω στο χωροφύλακα. Οι άντρες την κράτησαν και την τραβούσανε.
     Το δάσος σπάραζε, βογγούσε κ’ έκλαιγε απάνω από τη συμμάζωξη, απάνω από τη χαλασμένη χελιδονοφωλιά, στον τόπο που διάλεξαν να σιγουρέψουν τις αγάπες τους τα χελιδόνια.
_______________________

                Λευκάδα

Πεισματικά τα βροχονέρια δέρνανε
τον τόπο μας κάθε χειμώνα
Κι όπως του Ιονίου πελάγου τα κύματα
χτυπιούντανε σ’ άγριον αγώνα,

στο λευκαδίτικο λιμάνι τρυπώναν
πλεούμενα κυνηγημένα
απ’ τον κουρσάρο το βοριά, ανεμίζοντας
πανιά στα ξάρτια ξεσχισμένα.

Μαστιγωμένοι απ’ τη βροχή διαβαίνανε
κάτω απ’ το σπίτι μας ψαράδες,
σαν ξωτικά βαριά κι αμίλητα
στις μαύρες τους τις νιτσεράδες.

Και γύρω μας της γειτονιάς παιδόπουλα
στα σπίτια τρυπωμένα τώρα,
χαζεύαμε απ’ τα κλειστά παράθυρα
με δέος και με χαρά την άγρια μπόρα.

Χουχούλιζα το τζάμι κι όλο έγραφε
το δάχτυλό μου ζωγραφιές, λουσάτες:
δράκους, δελφίνια, πέλαα, φτεροκάραβα
γοργόνες, σύγνεφα, αστραπές σπαθάτες…
                                                                      (Οι Δρόμοι Της Ζωής)
                   Τρύγος 

Τ’ άγουρο φρούτο πήρε να χρυσώσει
για μας στον κλώνο, το ποθούσα τόσο!
Στον κήπο όμως κι αν ήμουνα και μ’ όση
λαχτάρα στο πλευρό σου ούτε ν’ απλώσω,

στη σάρκα του το χέρι να ζυγώσει
δεν ήθελα, μην τύχει και πληγώσω
την άχραντη δροσιά του πρίν μεστώσει
και τις χλωμές του χάρες μαραζώσω.

Μα σήμερα που ξύπνησε -ώ χαρά μου!-
στην ώριμη την ώρα κάποιου γάμου
κι ο αβάσταχτος χυμός σου για μας στάζει

αλάργα κάθε “ακόμα”! Στην ακμή του
τώρα το νιώθω, αύριο μαζί του.
ο τρύγος θα ‘χει κάτι από μαράζι.

          Πώς Ήθελα Να Πέθαινα…

Πώς ήθελα να πέθαινα, έτσι απλά κι ωραία…
Να ’ναι το πάρκο σιωπηλό, περίλυπη η αλέα,
και πέρα, προς το σβήσιμο των δέντρων, καβαλάρη
να βλέπω να ’ρχεται σ’ εμέ το Χάρο να με πάρει,

να ξεπεζεύει το κομψό κορμί με σβελτοσύνη,
να μου προσφέρει τ’ άσαρκα τα δάχτυλα βοήθεια,
κι εγώ να νιώθω πλάι του μια τέτοια εμπιστοσύνη,
κι έτσι σαν κύμα ανάπαψης στα πικραμένα στήθια.

Πόσο καθάριο της ζωής το νόημα μπροστά μου!–
Κι ενώ θα κάνει μου τιμές εκείνος σαν ιππότης,
εγώ καθώς τριαντάφυλλο να βγάλω τη καρδιά μου,
να του τη δώσω με ορμή μιανής αγάπης πρώτης!
                                                                                 (Νέα Εστία, 1931)
                 Βράδι

Πώς κατεβαίνει θαμπό το βράδι
αλαφροπάτητο και βουβό.
Άπιαστα γύρω μου πλέκονται μάγια,
χωνεύει μέσα μου κάτι ακριβό.

Ψυχές τα δέντρα συλλογισμένες,
μουρμούρα πράα στα πράα νερά.
Τ’ αποσταμένο του κορμί ξαπλώνει
πλατύς ο δρόμος, και τρυφερά

όλα αγγιγμένα απ’ την άγιαν ώρα
γλυκανασαίνουν-παιδιού καρδιά.
Μέσα στα μάτια μου, μέσ την ψυχή μου,
βουνού βελούδο, πεύκου ευωδιά…

κι έτσι μονάχη, ζωής μια στάλα
στον όλων μέσα το θείο χαμό,
κάτι απ’ το τρέμισμα νοιώθω του φύλλου
κάτι απ’ τον κρύφιο της γης παλμό.

     Ενας Τάφος Στο Δάσος

Ανώνυμος σταυρός στο έρμο δάσος,
στο χώμα που το φούσκωσε ο θυμός
φλόγας θαμμένης νου, καρδιάς ανθρώπου
και του κόσμου του που ήταν τόξου φως!

Πουλιά στα πηχτά δέντρα δε λαλούνε
γιατ’ είναι σκοτεινές οι φυλλωσιές’
και του διαβάτη η συλλογιά μπλεγμένη
στο πικρό τώρα του νεκρού, στο χτες…

Χρυσή ψυχή του ήλιου που πλανιέσαι;
Της κοινωνίας που είναι η ζεστασιά;
Μοναχικός ο τάφος τούτος μοιάζει
στη σκυθρωπή του δάσους ερημιά,

λίκνο μ’ ένα παιδί παρατημένο
που το πονώ ως να τόχω γεννημένο,-
Φύγε, μου λέει τ’ ολόγυρο μαράζι…
Μείνε! Ικετευτικά το μνήμα κράζει.

Στον τάφο τον ανώνυμον απάνω
χαιδευτικά το χέρι μου ακουμπώ.
Ζεστό το χώμα σαν ψυχή, σαν σώμα,
κ’ η απαλάμη μου ακούει έναν παλμό…

            Άτιτλο

Πνέμα του ολέθρου πέρασε,
συντρόφι του πολέμου
και ρήμαξε τον τόπο.
Με τη γοργάδα
επέρασε του κεραυνού.
Και του τρανού του ανασασμού
η παγωνιά η χαλάστρα,
θανάτου αφήκε μούδιασμα
στη γύρω πλατωσιά.

Στ’ αποκαΐδια των σπιτιών
και στους σωρούς τη στάχτη
παραπονιάρικοι καημοί
πνιχτά μοιρολογάνε.
Των πατημένων χωραφιών
τα νιοβγαλμένα φύτρα,
βραχνάς τα δέρνει ασήκωτος,
το φονικό ποδάρι.

Σωροί-σωροί τα πτώματα
κι η ματωμένη λάσπη…
Στο κρύο και στην ερημιά,
σα φίδι η ανατριχίλα
σιωπηλά γλιστράει.

Κι ένα κεφάλι απόμερα,
μ’ ολάνοιχτα τα μάτια
κοιτάζοντας ψηλά,
έτσι βουβό κι ασάλευτο,
λες πως αναθυμιέται
του ρημαγμένου σπιτικού
την πονοπνίχτρα γλύκα,
στο τζάκι τη φωτιά…

     Πρωτόλειο ίσως, αλλά ένα από τα πρώτα αντιπολεμικά ελληνικά ποιήματα -και γραμμένο όχι για κάποιον γενικά αφηρημένο πόλεμο, αλλά για τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, το δίκαιο και νικηφόρο -αλλά όχι λιγότερο φονικό γι’ αυτό. Η ποιήτρια 17 χρονών δημοσιεύει το κείμενο κι υπογράφει Κλεαρέτη Δίπλα.


====================


                                Συμπεράσματα-Απόψεις

     Πρώτο και βασικό: όταν πρόκειται να κάνουμε κριτική, σ’ ένα έργο -ανδρός ή γυναικός, ό,τι έργο- πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζουμε το βιογραφικό του δημιουργού. Αν δεν ξέρουμε τίποτα για τη ζωή του, καλόν είναι να μείνουμε σιωπηλοί. Π.χ.., ΠόεΚάφκα, Καρυωτάκης κλπ, πρέπει κι οφείλουμε να τους αναγνωρίσουμε ένα ελαφρυντικό, γιατί κατά κάποιους τρόπους έκαστος ήτανε καταδικασμένος, και το ‘ξερε!
     Δεν μπορούμε να μειώνουμε κάποιο άτομο, πόσω μάλλον συνάδελφο, επειδή εμείς είμαστε αλαζόνες -και πρέπει να το ξέρουμε πως είμαστε.
     Αν τελικά μας ξεφύγει, -λέμε τώρα- πρέπει κι οφείλουμε να ζητήσουμε συγγνώμη και με το σωστό τρόπο. Π.χ., όχι να σε χέσω σε δημόσιο χώρο και να ‘ρθω μετά να σου γυρέψω συγγνώμη ιδιαιτέρως. Αυτό απλά με κάνει πιότερο αλαζόνα, γιατί κρατώ και τη πίττα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο.
     Εδώ μη περιμένετε κριτική της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, γιατί για πολλούς λόγους, δεν είμαι ο αρμόδιος να το κάνω και δεν έχω τέτοια διάθεση -σπάνια την έχω. Εδώ κρίνεται ο άνθρωπος βάσει πράξεών του και σ’ αυτό έχω άποψη: Ήταν -όπως και να το δει κανείς- πολύ μειωτικός ο τρόπος που χειρίστηκε τη Κλεαρέτη, ο Καρυωτάκης κι άδικος, πάει και τέλειωσε. Μετά δε, δεν δοκίμασε με κάποιο τρόπο, να το πάρει πίσω ή να το μειώσει κάπως, έστω με μια δημόσια συγγνώμη, άρα 2 λάθη μαζεμένα, που δεν θα τα ‘χες για κάποιον άνθρωπο, ποιητή και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Κι άλλα 2 με τον Μαλακάση ίσον 4 και να μη βάλω και τη Πολυδούρη μέσα και γίνουνε πιότερα. Και μιλά τώρα ένας λάτρης της ποίησης του, φανταστείτε…
     Θεώρησα σκόπιμο να γράψω για κείνη (Εγώ δεν τη ξέχασα!), που ποτέ δε μίλησε και τώρα πια δεν μπορεί. Υπήρξε πάντως αξιόλογη το κατά δύναμη κι όσα μπορούσε πιο πολλά, έκανε στη ζωή της, έζησε αξιοπρεπώς και πέθανε ήσυχα! Για μένα, πολλά μπράβο της για όλα!
     Πήρα πολλές πληροφορίες και ποιήματα από το Στέκι του κυρίου Σαραντάκου, τον οποίο κι ευχαριστώ δημόσια.         

Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *