Πρόλογος
Το παρόν άρθρο καταπιανεται με κάτι που ο κόσμος συνήθως ξεχνά. Ο πόλεμος δεν είναι για τις γυναίκες ισχυρίζονται ορισμένοι. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες συμμετείχανε στους πολέμους. Κάποτε σχηματίστηκαν ακόμα και στρατιωτικά σώματα γυναικών. Διάσημος άλλωστε ήταν ο θρύλος για τις Αμαζόνες στην αρχαιότητα. Αλλά θα πρέπει να δοθεί και μια λογική εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο. Μάλλον… αντρική αντιμετώπιση σε θέματα γυναικεία, δηλαδή σ’ ένα χώρο κυρίως άγνωστο για πολλούς και φυσικά όσο πιο πίσω πάει η ιστορία, τόσο πιο άγνωστος χώρος προκύπτει. Ωστόσο δεν θα καταπιαστούμε με αυτό γιατί ούτε ειδικοί είμαστε, ούτε άπτεται του θέματός μας. Γιατί το θέμα μας είναι οι γυναίκες στα όπλα και πάνω κει με όσα στοιχεία υπάρχουνε, θα στήσουμε ένα άρθρο κυρίως κατατοπιστικό. Τέλος τα λόγια και ξεκινάμε το μακρύ αυτό ταξίδι πίσω στην ιστορία!
Άρθρο 1ο: Αμαζόνες
Το ταξίδι ξεκινά με τιο αρχαίες στην ιστορία, τις Αμαζόνες που ήτανε φυλετική ομάδα κυνηγών και πολεμιστών της Ευρασίας που ανήκανε στην ομάδα νομαδικών φυλών που οι Έλληνες ονόμαζαν γενικά Σκύθες. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της φυλετικής ομάδας ήταν ότι είχε πολεμική κοινωνική οργάνωση κι ότι οι γυναίκες απολάμβαναν μεγάλο βαθμό ελευθερίας κι ισότητας. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό εντυπωσίασε τόσο πολύ τους Έλληνες που δημιουργήσανε τον αντίστοιχο μύθο σύμφωνα με τον οποίον ο λαός αυτός αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες που ζούσανε χωρίς άντρες κι ήταν άρτια εκπαιδευμένες στρατιωτικά ενώ ζούσαν νομαδικά κι αγαπούσαν πολύ τα άλογα και το κυνήγι.
Σύμφωνα με τον μύθο, οι πολεμίστριες Αμαζόνες κατάγονταν από τον θεό του πολέμου Άρη και τη νύμφη Αρμονία, ή κατ’ άλλην εκδοχή τη θεά Άρτεμη ή την Αθηνά. Η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού, της ελεύθερης ζωής στη φύση και της άρνησης του γάμου, ήταν η θεότητα που λατρεύανε κατά κύριο λόγο και προς τιμή της χορεύανε πυρρίχιους πολεμικούς χορούς. Λάτρευαν επίσης και τη θεά Κυβέλη στην οποία θυσίαζαν άλογα. Ο Πλάτων στη Πολιτεία χρησιμοποίησε το παράδειγμα των μυθικών Αμαζόνων ως επιχείρημα για τη συμμετοχή των γυναικών στον στρατό κι ο Αριστοφάνης εμπνεύστηκε απ’ αυτές για να γράψει τη Λυσιστράτη και τις Εκκλησιάζουσες. Οι μυθολογικές Αμαζόνες γοήτευσαν όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες, που δημιούργησαν πολλά έργα τέχνης κι ιστορίες σχετικά με αυτές, αλλά κι ολόκληρο το δυτικό κόσμο που συνέχισε ν’ ασχολείται και να εμπνέεται απ’ αυτές μέχρι και τις μέρες μας. Σήμερα όταν μιλάμε για Αμαζόνες εννοούμε συνήθως τις μυθολογικές γυναίκες πολεμίστριες της ελληνικής φαντασίας.
Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά του ονόματος Αμαζόνες γίνεται στην Ιλιάδα όπου ο Όμηρος μιλά για “Αμαζόνες αντιάνειραι“. Ο πληθυντικός θεωρείται ότι δεν υποδήλωνε απαραίτητα γυναίκες, αλλά έναν ολόκληρο λαό, όπως για παράδειγμα οι Μυρμιδόνες, οι Τρώες, οι Έλληνες ή οι Πέρσες. Οι αρχαίοι Έλληνες, όταν ήθελαν να υποδηλώσουν ομάδες γυναικών δεν χρησιμοποιούσαν τη κατάληξη -ες, αλλά συνήθως τη κατάληξη -αι, π.χ. “νύμφαι” ή “Τρωοίαι” (γυναίκες της Τροίας). Οι λαοί αυτοί που ονομάζονταν Αμαζόνες απ’ τον Όμηρο, χαρακτηρίζονταν απ’ ότι συμπεριλάμβαναν στο στρατό τους γυναίκες. Αυτό το χαρακτηριστικό έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες που από κάποιο σημείο και μετά αγνοήσανε τα πάντα εκτός απ’ αυτές τις τρομερές γυναίκες και κατέληξαν να θεωρούνε τις Αμαζόνες ως γένος αποκλειστικά γυναικών ενώ γενικά οι νομαδικοί λαοί της Ευρασίας πήραν το όνομα Σκύθες.
Το επίθετο “αντιάνειραι”, που πολλοί το έχουν ερμηνεύσει ως δολοφόνοι των αντρών ή εκείνες που μισούν τους άντρες ή αντίθετες προς τους άντρες, επειδή είναι διατυπωμένο στο θηλυκό γένος, για ορισμένους είναι η απόδειξη πως οι Αμαζόνες ήταν αποκλειστικά γυναίκες. Όμως η πρόθεση αντί δεν υποδήλωνε την εποχή του Ομήρου αντίθεση όπως σήμερα, αλλά ομοιότητα και συγγένεια. Οι “αντιάνειραι” δεν ήταν γυναίκες αντίθετες προς τους άντρες αλλά ίσες ή ταιριαστές με κείνους. Χαρακτηριστικό είναι πως Αντιάνειρα ονομάζεται και μία βασίλισσα Αμαζόνων και τ’ όνομά της δεν δηλώνει αντίθεση ή μίσος για τους άντρες, αλλά ότι οι πολεμικές της ικανότητες ήταν ίσες με κείνες ενός άντρα. Αντίθετα, οι θεές Αθηνά κι Άρτεμις, που δεν δίσταζαν να σκοτώσουν όποιον άνδρα θεωρούσαν ότι άξιζε τέτοια τύχη, ονομάζονταν συχνά ανδροκτόναι κι όχι αντιάνειραι. Το γεγονός ότι το επίθετο αντιάνειραι είναι θηλυκού γένους δεν σημαίνει ότι οι Αμαζόνες ήταν όλες γυναίκες, αλλά επειδή το πιο εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του λαού ήταν οι πολεμίστριες γυναίκες, το επίθετο χρησιμοποιείται για να μιλήσει συγκεκριμένα γι’ αυτές. Το ίδιο κάνουμε και στα νέα ελληνικά αν προσπαθήσουμε να το διατυπώσουμε με τον ίδιο τρόπο: Οι (άντρες & γυναίκες) Αμαζόνες στους οποίους οι γυναίκες είναι ισότιμες (θηλυκό γένος) με τους άντρες. Σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου οι Έλληνες άρχισαν να θεωρούν ότι οι Αμαζόνες αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες και δημιούργησαν μία σειρά από μύθους γύρω από αυτόν τον υποτιθέμενο αποκλειστικά γυναικείο λαό.
Η προέλευση του ονόματος Αμαζόνες δεν είναι σαφής και χάνεται στο παρελθόν. Δεν είναι γνωστό αν η λέξη είναι καθαρά ελληνική ή πρόκειται για εξελληνισμένη λέξη που προέρχεται από την Ευρασία, τον τόπο καταγωγής των Αμαζόνων. Σύμφωνα με τη πιο διαδεδομένη εκδοχή, τ’ όνομα προέρχεται από το στερητικό άλφα και τη λέξη μαζός που σημαίνει μαστός, επειδή σύμφωνα με μια θεωρία ακρωτηρίαζαν ή συνέθλιβαν το δεξί στήθος τους για να διευκολύνουν το χειρισμό του τόξου. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να είναι αλήθεια γιατί οι μαστοί δεν εμποδίζουν με κανένα τρόπο την αποτελεσματική χρήση του τόξου. Άλλωστε οι Αμαζόνες ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων καλλιτεχνών και τις έχουν απεικονίσει αμέτρητες φορές, αλλά ποτέ δεν τις έχουν εμφανίσει με έναν μαστό. Αν δεχτούμε ως πιθανά σωστή αυτή την ερμηνεία τότε η αφαίρεση του μαστού ήταν απλά μια ποιητική εφεύρεση για να υποδηλωθεί ότι οι Αμαζόνες, που μάχονταν και ζούσανε σαν άνδρες, δεν ήταν απόλυτα γυναίκες, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν μισοί άνδρες. Παρά το γεγονός ότι αυτή η εξήγηση είναι η λιγότερο πιθανή είναι ταυτόχρονα κι εκείνη που επαναλαμβάνεται πιο συχνά λόγω της μυθολογίας που δημιουργεί γύρω από τις Αμαζόνες ως σκληρές πολεμίστριες.
Μία άλλη ερμηνεία είναι κείνη του a-maza, δηλαδή “χωρίς σιτηρά” γιατί οι νομαδικοί λαοί από τους οποίους προέρχονταν οι Αμαζόνες δεν έτρωγαν σιτηρά, αλλά τρέφονταν κυρίως με κρέας και γάλα αλόγου. Μία τρίτη ερμηνεία είναι εκείνη του ama-zonai, που σημαίνει “εκείνες που φοράνε ζώνες”. Φυσικά δεν πρόκειται για απλές ζώνες αλλά για ζωστήρες, ένα συγκεκριμένο κομμάτι πολεμικής εξάρτυσης που φορούσανε κι οι Έλληνες. Με αυτό το όνομα υποδηλώνονταν το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές φορούσανε πλήρη πολεμική εξάρτυση κι υπογραμμίζεται η πολεμική τους διάσταση. Άλλωστε ένας από τους άθλους του Ηρακλή ήταν να αποκτήσει τη ζώνη της αμαζόνας βασίλισσας Ιππολύτης. Αν επρόκειτο απλά για μία γυναικεία ζώνη θα ήταν δύσκολο να θεωρηθεί άθλος η απόκτησή της. Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες από τα αρχαία περσικά, τα εβραϊκά, τα μογγολικά, τα γοτθικά, τα σανσκριτικά, τα αρμενικά, τα φοινικικά, και τα σλαβικά. Ανάμεσα τους υπάρχουν οι εξής: Απρόσιτη, χωρίς άνδρα, έντιμη, που ζουν μαζί μόνο γυναίκες, πολεμίστρια, νέα, ισχυρή, πεσούσα γυναίκα, εξαίρετη γυναίκα, παρθένα, παιδί της θεάς Σελήνης, μητέρα αρχόντισσα, ανδροπρεπής γυναίκα. Καμμία ερμηνεία όμως δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, οι νομαδικές φυλές από τις οποίες εμπνεύστηκαν οι αρχαίοι Έλληνες για να δημιουργήσουν τον μύθο των Αμαζόνων ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή που εκείνοι ονόμαζαν Σκυθία. Η Σκυθία των αρχαίων Ελλήνων ήταν μια σχετικά απροσδιόριστη και αχανής περιοχή που εκτείνονταν από τη Θράκη, την Ιλλυρία και τη Μαύρη Θάλασσα, συμπεριλάμβανε τις στέπες της Ευρασίας και κατέληγε μέχρι τη Κίνα. Όλοι ο νομαδικοί λαοί που ζούσαν εκεί ονομάζονταν συλλογικά από τους Έλληνες, Σκύθες. Οι Πέρσες τους αποκαλούσαν Σάκα κι οι Κινέζοι Ζιόνγκνου ή Γιουέζι ή Ζιανμπέι. Δεν είναι τυχαίο που οι Αμαζόνες δεν εμφανίζονται μόνο σε ελληνικούς μύθους αλλά και στους μύθους των λαών που ζούσαν σ’ αυτές τις περιοχές. Σύμφωνα με τον Ισοκράτη η Αθήνα είχε τρεις μεγάλους εχθρούς: τους Θράκες, τους Πέρσες και τους “Σκύθες που ηγούνται από τις Αμαζόνες”. Ο Διόδωρος ο Σικελός συνδέει επίσης τις Αμαζόνες με τους Σάκα-Σκύθες κι αναφέρει την ιστορία της Ζαρίνα που ηγήθηκε του πολέμου των Σκυθών ενάντια στους εχθρούς τους που όπως λέει ο ίδιος, δεν ήταν σε καμμία περίπτωση εξαίρεση.
Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες οι μυθολογικές Αμαζόνες είχανε πολλές καταγωγές. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα τις τοποθετεί στη Φρυγία και τη Λυκία ενώ ο Ευριπίδης στον Πόντο. Ο Αισχύλος στο έργο του Προμηθέας Δεσμώτης προέβλεψε ότι οι Αμαζόνες τελικά θα εγκαθίσταντο στη πόλη του Ευξείνου Πόντου, Θεμίσκυρα, που βρισκότανε κοντά στον ποταμό Θερμόδοντα. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η αμαζόνα Πυθόδορις, μία γυναίκα εξαιρετικής ευφυΐας, δύναμης και πολεμικής ικανότητας, εκπαίδευσε μία ομάδα γυναικών κι υποδούλωσε μία μεγάλη περιοχή στον Εύξεινο Πόντο όπου κι ίδρυσε τα Θεμίσκυρα. Υπό την ηγεσία αυτής της μεγαλόψυχης ηγεμόνισσας που ήταν πολύ αγαπητή στους υπηκόους της, τα νεαρά κορίτσια εκπαιδεύονταν στο κυνήγι και έκαναν πολεμικές ασκήσεις κάθε μέρα. Οι Αμαζόνες, σύμφωνα με τους Έλληνες, έκαναν πολλές επιδρομές στις γειτονικές χώρες αλλά και μακρύτερα, κτίζοντας ταυτόχρονα και καινούριες πόλεις. Η Έφεσος για παράδειγμα, που φιλοξενούσε το ναό της Άρτεμης, της προστάτιδας των Αμαζόνων, θεωρείται πως ήταν αμαζονική πόλη. Το ίδιο κι η Κολχίδα.
Στα μετέπειτα χρόνια οι Έλληνες πήγαν να ψάξουνε το βασίλειό τους, αλλά δεν το βρήκανε στη συγκεκριμένη περιοχή, γεγονός που επιβεβαιώνει πως οι Αμαζόνες ήτανε κατά βάση νομαδικός λαός και μετακινούνταν συνεχώς. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κατέφυγαν σε βορειότερες περιοχές (στο βόρειο Καύκασο) μετά την ήττα τους από τον Ηρακλή, ο οποίος σε έναν άθλο του έπρεπε να κλέψει τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Ο Στράβων αναφέρει ως τόπος καταγωγής τους τον Πόντο, τη Κολχίδα και τον Καύκασο. Γενικά πάντως, βασίλεια των Αμαζόνων θεωρούνταν ότι υπήρχαν σε πολλές περιοχές του κόσμου, ακόμα και νοτιότερα, π.χ. στη Λιβύη. Αν κι η ακριβής τοποθεσία της υποτιθέμενης πατρίδας των Αμαζόνων ήταν ασαφής ακόμα και για τους αρχαίους Έλληνες το σημαντικό είναι ότι πάντα θεωρούνταν “εκτός του πολιτισμένου κόσμου” στον οποίο κατοικούσαν οι Έλληνες.
Τα περισσότερα ονόματα Αμαζόνων που γνωρίζουμε σήμερα είναι ελληνικά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι αυτές οι γυναίκες έγιναν γνωστές από ελληνικούς μύθους και τα ονόματά τους ή έχουν εξελληνιστεί ή έχουν εφευρεθεί από τους Έλληνες. Πολλές Αμαζόνες όμως έχουν ονόματα που δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως ελληνικά αλλά προέρχονται από τις ιρανικές γλώσσες ή τις γλώσσες του Καυκάσου, δηλαδή τις γλώσσες που μιλούσαν οι Σκύθες. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι Αμαζόνες μιλούσαν σκυθικά, δηλαδή όλο αυτό το συνονθύλευμα γλωσσών της Ευρασίας. Σήμερα Ρωμαίικα μιλούν μόνο μερικές χιλιάδες άνθρωποι που ζουν στα βουνά της Μαύρης Θάλασσας οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ηλικιωμένες γυναίκες. Παρόλα αυτά, διάφορες άλλες θεωρίες, μία εκ των οποίων χρησιμοποίησε και στο βιβλίο του ο Στίβεν Πρέσσφιλντ: Οι Τελευταίες Αμαζόνες, θεωρούν ότι οι αμαζόνες μιλούσαν πελασγικά.
Οι Αμαζόνες ως μυθολογικός λαός αποκλειστικά γυναικών πολεμιστών θεωρούνταν ότι ζούσανε σε κοινωνίες που υπογράμμιζαν τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής τους και συχνά οι θεωρίες σχετικά με τις κοινωνίες τους και τις σχέσεις τους με τους άντρες έφταναν σε σημείο υπερβολής. Ορισμένοι θεωρούσαν ότι στη πατρίδα των Αμαζόνων άνδρες δεν επιτρέπονταν καθόλου. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι βλ. ΙV) περιγράφει τις Αμαζόνες σαν έθνος γυναικών ανελέητο και διαστροφικό. Οι γυναίκες έμεναν μόνες από πεποίθηση και συνευρίσκονταν με άντρες από γειτονικές φυλές μόνο για να τεκνοποιήσουν μία φορά το χρόνο σαν τα ζώα. Κατά τη παράδοση οι Γαργαρείς συνευρίσκονταν κάθε άνοιξη με τις Αμαζόνες, που κατοικούσαν σε κοντινή περιοχή, “τεκνοποιίας χάριν, αφανώς τε και εν σκότει ο τυχών τη τυχούση” (Στράβων, ΙΑ΄ 504). Τα παιδιά που γεννιούνταν από τις συναντήσεις αυτές, αν ήτανε κορίτσια τα κρατούσαν οι Αμαζόνες, ενώ αν ήταν αγόρια τα έδιναν στους Γαργαρείς.
Αποκαλούνταν παρθένες ατρόμητες στη μάχη, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να θεωρήσουν ότι δεν είχαν καθόλου σεξουαλικές σχέσεις με άντρες, αλλά στην αρχαιότητα παρθένος δεν θεωρούνταν μία άπειρη σεξουαλικά γυναίκα, αλλά κάθε σεξουαλικά ενεργή γυναίκα που δεν είχε παντρευτεί. Ως πηγή της πεποίθησης ότι οι Αμαζόνες δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες ήταν ίσως το γεγονός ότι σε πολλές νομαδικές φυλές της Ευρασίας οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν παρά μόνο εφόσον αποδείκνυαν την αξία τους στο πεδίο της μάχης. Κάποιες μάλιστα επέλεγαν να μη παντρευτούνε ποτέ.
Συνηθισμένο επίσης ήταν για έναν άντρα που ήθελε να παντρευτεί μία γυναίκα να πρέπει να τη νικήσει πρώτα στη πάλη, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο δεδομένης της στρατιωτικής εκπαίδευσης των γυναικών. Για παράδειγμα, οι Μογγόλοι μιλούν για τις θρυλικές παλαίστριές τους, όπως ήταν η Χουτουλούν (αυτή η ιστορία είναι παρακάτω), που δεν ηττήθηκε από κανένα. Απ’ αυτή τη παρθενική ζωή των Αμαζόνων προέκυψε κι η πεποίθηση ότι ήταν ομοφυλόφιλες, Αυτή όμως η θεώρηση είναι μια όχι αποδεδειγμένη εξήγηση του 20ού αι. Κανείς αρχαίος συγγραφέας δεν υπονόησε κάτι τέτοιο, ούτε καν οι Ρωμαίοι που δεν δίστασαν ποτέ να αναφερθούν εκτενώς σε ομοερωτικες σεξουαλικές προτιμήσεις αντρών και γυναικών. Μόνο τρεις Αμαζόνες, η Αλκίππη, η Σινώπη κι η Ωρείθυια, είχαν ορκιστεί αιώνια αγνότητα και γι’ αυτό τον λόγο θεωρούνταν εξαιρέσεις.
Προκειμένου να εξηγήσουν το πώς αναπαράγονταν ένα αμιγώς γυναικείο έθνος όπως θεωρούσαν ότι ήταν οι Αμαζόνες, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν διάφορες εξηγήσεις. Κάποιοι έλεγαν ότι δύο μήνες την άνοιξη πήγαιναν κι έμεναν με έναν γειτονικό αρσενικό λαό, τους Γαργαρείς, που κατοικούσανε στον Καύκασο. Από τα παιδιά που γεννιούνταν, κρατούσαν μόνο τα θηλυκά. Τα αρσενικά ή τα σκότωναν, σύμφωνα με την εκδοχή κάποιων, ή τα έστελναν στους πατέρες τους. Για τη προστασία του κράτους τους ήταν όλες τους εξασκημένες στη χρήση τόξου και ξίφους, και θεωρούνταν μάλιστα ισάξιες με πολεμιστές άνδρες, για το θάρρος τους και την ικανότητά τους. Σε άλλα κράτη, ίσως και να επέτρεπαν τη παρουσία ανδρών, αλλά δεν τους επέτρεπαν να έχουν σημαντικές θέσεις. Στη πραγματικότητα οι νομαδικές φυλές της Σκυθίας ήταν οργανωμένες αρκετά διαφορετικά. Οι Σκύθες ζούσαν κυριολεκτικά από τα άλογα που τα χρησιμοποιούσαν ως υποζύγια και πολεμικά άτια αλλά κι ως κύρια πηγή τροφής καθώς παρείχαν κρέας και γάλα. Η χρήση του αλόγου στον πόλεμο λειτούργησε ως εξισορροπητής των ικανοτήτων των αντρών και των γυναικών που μπορούσαν να συμμετέχουν στον πόλεμο χωρίς να χρειάζεται να πολεμούν σώμα με σώμα με τον εχθρό. Αντίθετα πολεμούσαν εξ αποστάσεως με τόξα και με γρήγορες επιθέσεις με τα άλογα. Με αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες μπορούσαν να είναι εξίσου γρήγορες και θανατηφόρες με τους άντρες. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους μία στις τρεις ή τέσσερις γυναίκες ήταν ενεργή πολεμίστρια που πέθαινε στο πεδίο της μάχης και θαβόταν με τα όπλα της. Πάντως, ανεξάρτητα από το αν οι σκληρές συνθήκες ζωής αυτών των φυλών εξανάγκαζαν τις γυναίκες να ζούνε σαν άντρες, πουθενά δεν προκύπτει ότι μισούσαν τους άνδρες ή ότι τους μάχονταν αναίτια. Αντίθετα αυτές οι κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μεγάλο βαθμό ισότητας κι αμοιβαίας συνεργασίας στα φύλα κι οι γυναίκες δεν χρειάζονταν να εγκαταλείψουν τη μητρότητα, το σεξ, τη συντροφικοτητα ή τη θηλυκότητά τους.
Η λεπτομέρεια πως σκοτώνανε τα σερνικά παιδιά τους ή εναλλακτικά τα στέλναν να μεγαλώσουν με τον πατέρα τους ίσως να προέκυψε από τη συνήθεια των Σκυθών να στέλνουν από μικρά τα αγόρια να μεγαλώσουν σε άλλες οικογένειες ως μία μορφή αρραβώνα. Για τις νομαδικές αυτές φυλές που αντιμετώπιζαν έντονα τον κίνδυνο της ενδογαμίας, αυτή η τακτική εξασφάλιζε την τεκνοποιία με μέλη διαφορετικών φυλών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Μογγόλοι (που κατάγονται από τις νομαδικές φυλές που συλλογικά ονομάστηκαν Σκύθες) εφαρμόζουν μέχρι και σήμερα αυτή τη πρακτική της μεταστέγασης των αγοριών λόγω αρραβώνα. Ο Τζίνγκις Χαν αρραβωνιάστηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Οι φυλές των Σκυθών βρίσκονταν συνεχώς σε κίνηση και σε πόλεμο με αποτέλεσμα η ζωή τους να είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό είχε σα συνέπεια να χρειάζεται να εκμεταλλευθούν για την επιβίωσή τους κάθε μέλος της φυλής. Τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια εκπαιδεύονταν ως πολεμιστές από μικρά και ντύνονταν με τα ίδια ρούχα ενώ γίνονταν εξαίρετοι ιππείς και τοξότες. Οι γυναίκες κι οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να κυνηγούν και να μάχονται με αντίπαλες φυλές προκειμένου να εξασφαλίσουν πολύτιμη γη για τα κοπάδια τους. Συχνά μία γυναίκα μόνη έπρεπε να υπερασπιστεί το κοπάδι της και τη περιουσία της οικογένειάς της καθώς οι άντρες κάποιες φορές βρίσκονταν μακριά ενώ δεν ήταν ασυνήθιστο ένα κορίτσι να προκαλεί ένα αγόρι σε αγώνα ιππασίας η τοξοβολίας. Οι Σκύθες δεν είχαν την πολυτέλεια να διακρίνουν τα μέλη των κοινοτήτων τους με βάση το φύλο αν ήθελαν να επιβιώσουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι γυναίκες συχνά να καταλαμβάνουν αξιώματα όπως στρατηγοί ή αρχηγοί φυλών. Ακόμα και σήμερα στο Καζακστάν συχνά ηγέτες των φυλών ορίζονται γυναίκες που ονομάζονται μητέρες της φυλής. Οι αρχαίοι Έλληνες όμως αναφέρθηκαν σε μία κοινωνία όπου είτε οι άντρες δεν περιέχονται καθόλου σε αυτήν, είτε ότι αποκλείονται εντελώς από τα αξιώματα. Η φαντασία κι ο φόβος των Ελλήνων γι’ αυτές τις επικίνδυνες γυναίκες τους οδήγησε να φανταστούν ακόμα κι ότι σκότωναν τους άντρες και τα σερνικά παιδιά. Πουθενά όμως δεν υπάρχουν ιστορικά ή αρχαιολογικά στοιχεία για κάποια φυλή ή φυλές που εφάρμοζαν κάτι τέτοιο.
Το θέμα των Αμαζόνων έχει ιδιαίτερη θέση στην αρχαία ελληνική εικονογράφηση, αλλά και στην ελληνική λογοτεχνία από τους αρχαιότατους χρόνους (π.χ. Ιλιάδα), μέχρι σήμερα. Οι Αμαζόνες κατά καιρούς έχουνε θεωρηθεί από αρνητικά πρότυπα για τις Ελληνίδες γυναίκες, τερατώδεις φιγούρες ξένων πολιτισμών, απειλή για τη πατριαρχική ελληνική κοινωνία και τον αντρισμό των Ελλήνων, αρνητικό παράδειγμα γυναικείας επανάστασης ενάντια στην αντρική καταπίεση, σύμβολα αχαλίνωτης και ζωώδους σεξουαλικής φύσης, κατώτεροι βάρβαροι, ως κι αντεστραμμένη απεικόνιση του ελληνικού πολιτισμού. Όμως η γοητεία κι η έλξη που ασκήσανε στους Έλληνες δεν επιτρέψανε ποτέ να παρουσιαστούν με τον ίδιο τερατώδη τρόπο που παρουσιάστηκαν άλλες θηλυκές μυθολογικές φιγούρες όπως οι Ερινύες, η Μέδουσα, η Σκύλλα κι η Χάρυβδη. Αντίθετα οι Αμαζόνες ήταν πάντα όμορφες, αθλητικές και σεξουαλικά ελκυστικές γυναίκες που προκαλούσαν τον θαυμασμό, τη λαγνεία αλλά και τον σεβασμό των Ελλήνων ακόμα κι όταν μάχονταν εναντίον τους, ακόμα κι όταν απειλούσαν την ίδια την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο Αχιλλέας για παράδειγμα σκοτώνει στη Τροία τη βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια μόνο και μόνο για την ερωτευτεί μόλις την αντικρύσει από κοντά και σκοτώνει επιτόπου τον Θερσίτη που τολμά να την ειρωνευτεί.
Στις περισσότερες ελληνικές ιστορίες, όπως είναι αναμενόμενο, οι Έλληνες ήρωες στο τέλος νικούν τις Αμαζόνες, αλλά όχι πριν να προηγηθεί ένας αγώνας επί ίσοις όροις, γεγονός που κάνει τη νίκη τους ακόμα πιο σημαντική. Στα διάφορα αγγεία οι σκηνές μάχης που απεικονίζονται είναι συχνά αμφίρροπες. Οι Αμαζόνες εμφανίζονται να νικούν ή να είναι έτοιμες να αντεπιτεθούν και στο χώμα συνήθως βρίσκονται περισσότεροι νεκροί ή τραυματισμένοι Έλληνες απ’ ότι Αμαζόνες. Αντίθετα από τους Πέρσες που συχνά απεικονίζονται να τρέχουν μακριά τρομαγμένοι, οι Αμαζόνες πάντα εμφανίζονται να τρέχουν αποφασιστικά προς το μέρος του εχθρού. Κάθε βασίλισσα των Αμαζόνων έχει τη δική της μυθική βιογραφία που αποκαλύπτει το πόσο σημαντική προσωπικότητα θεωρούνταν ενώ γενικά οι Αμαζόνες συνήθως πεθαίνουν νέες στο πεδίο της μάχης, ένας θάνατος που θεωρούνταν ταιριαστός σε έναν ήρωα, κι έτσι μετατρέπονται στο αντίστοιχο κι ισότιμο του Έλληνα ήρωα.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι οι Αμαζόνες στη τέχνη δεν εμφανίζονται μόνο ως άγριες κι ατρόμητες πολεμίστριες αλλά συχνά απεικονίζονται σε πιο τρυφερές κι ανθρώπινες στιγμές όπως να κάνουν μπάνιο, να περιποιούνται τ’ άλογά τους ή να θρηνούνε για τις νεκρές συντρόφισσές τους. Οι Έλληνες δεν αντιμετώπισαν τις Αμαζόνες ως άλλο ένα είδος απειλητικού και βάρβαρου ξένου, αλλά σαν αναπόληση μίας ιδεατής κατάστασης στην οποία θα έρχονταν αντιμέτωποι με γυναίκες ισάξιες κι ως συνέπεια αυτής τους της ενεργητικής τους φύσης, έντονα σεξουαλικά επιθυμητές. Το γεγονός ότι οι Αμαζόνες ήτανε σεξουαλικά φορτισμένες φιγούρες διαφαίνεται τόσο από τις πολυάριθμες ιστορίες στις οποίες υπάρχει περισσότερος έρωτας παρά πόλεμος αλλά και στο ότι στη τέχνη απεικονίζονται σε χαριτωμένες στάσεις με τα ρούχα τους να κολλάνε αισθησιακά στο σώμα τους. Όταν ο Ηρακλής πήγε να πάρει τη ζώνη της Ιππολύτης ως μέρος των άθλων του, η συνάντηση με τη γοητευτική βασίλισσα των Αμαζόνων δεν ήταν πολεμική αλλά ερωτική. Οι αυθόρμητη αντίδραση των δύο ηρώων ήταν να ερωτευθούν ο ένας τον άλλον, όχι να επιτεθούν. Επίσης, πολλά πορνογραφικά έργα της ρωμαϊκής περιόδου απεικονίζουν Αμαζόνες.
Όμως οι Αμαζόνες ήτανε σύμβολα σεξουαλικότητας και για τις γυναίκες γιατί κοσμούνε και γυναικεία αντικείμενα, όπως κοσμηματοθήκες και μπουκάλια για άρωμα. Σ’ ένα αγγείο για μύρο μάλιστα απεικονίζεται ένας νέος σε στάση φλερτ απέναντι σε μία Αμαζόνα κι υπάρχει η επιγραφή “ο παις καλός”, δηλαδή ο νεαρός είναι όμορφος. Έχουνε βρεθεί ακόμα και κούκλες που έχουνε τη μορφή Αμαζόνας. Οι Αμαζόνες ήταν και για τις Ελληνίδες πρότυπα αξιοθαύμαστων γυναικών από τα παιδικά τους χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ήτανε βέβαιοι πως οι Αμαζόνες ήτανε πραγματικές (αν και πολλές από τις ιστορίες που λέγανε γι’ αυτές δεν ήταν). Από τη 10ετία του ’90 κι έπειτα οι αρχαιολόγοι άρχισαν να ανακαλύπτουν μία σειρά από τάφους στις περιοχές της Μογγολίας, του Καζακστάν και της νότιας Ρωσίας που περιείχαν αποδείξεις ότι οι θρυλικές Αμαζόνες υπήρχανε πραγματικά. Αυτό συμφωνεί και με το γεγονός ότι οι Αμαζόνες αρχικά για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας λαός που αποτελούνταν από γυναίκες κι άντρες και σε πολλές απεικονίσεις αμαζονομαχιών εμφανίζονται κι άντρες να πολεμούν μαζί με τις γυναίκες.
Σταδιακά όμως, η ιδέα τρομερών κι αδάμαστων γυναικών πολεμιστριών ήτανε τόσο γοητευτική για τους Έλληνες που άρχισαν να θεωρούν τις Αμαζόνες αποκλειστικά φυλή γυναικών και σταδιακά δημιούργησαν μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από το όνομά τους. Ίσως η πιο γνωστή Ελληνίδα Αμαζόνα ήταν η Αταλάντη που ήταν δεινή κυνηγός, δρομέας και παλαιστής κι ενέπνευσε πολλούς μύθους αλλά και πολλά έργα τέχνης. Επίσης, ο Ηρακλής, ως μέρος των άθλων του, ανέλαβε να κλέψει τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, ο Θησέας, που συνόδευε τον Ηρακλή, έκλεψε μία Αμαζόνα, την Αντιόπη. Αυτό το τελευταίο γεγονός προκάλεσε την επίθεση των Αμαζόνων στην Αθήνα. Η λεγόμενη Αμαζονομαχία που ακολούθησε αποτελεί έναν από τους βασικούς ιδρυτικούς μύθους της Αθήνας και της κλασσικής ελληνικής αρχαιότητας. Τόσο σημαντική τη θεωρούσαν οι Αθηναίοι που την απεικόνισαν και στην μία πλευρά της Ακρόπολης. Οι Αμαζόνες πήραν επίσης μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Για να βοηθήσουν τον Πρίαμο, έστειλαν μια ομάδα τους υπό τις εντολές της βασίλισσάς τους, Πενθεσίλειας, αλλά ηττήθηκαν από τον Αχιλλέα. Αυτές είναι οι πιο γνωστές μυθολογικές ιστορίες σχετικά με τις Αμαζόνες αν κι υπάρχουν πολλές περισσότερες κι είναι αδύνατον να αναφερθούν όλες.-
=========================
Άρθρο 2ο: Η Αργεία Τελέσιλλα
Η Αργεία ποιήτρια Τελέσιλλα έμεινε πιότερο γνωστή από την ηρωική άμυνα που αντέταξε κατά του Σπαρτιάτη Κλεομένη το 494 π.Χ. Μετά τη καταστροφή που υπέστη ο στρατός των Αργείων στο ιερό άλσος της Σήπειας μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας, όπου ο Κλεομένης με δόλο κι ύστερα με εμπρησμό προκάλεσε το θάνατο 8.000 Αργείων μαχητών, την άμυνα της πόλης οργάνωσε η κοντόσωμη και μαχητική Τελέσιλλα. Όπλισε γυναίκες, γέρους και παιδιά με όπλα και κάθε λογής αντικείμενα και τους παρέταξε στις επάλξεις.
Στη κρίσιμη στιγμή για τη πατρίδα της, δημηγόρησε με θερμά λόγια πατριωτισμού στις γυναίκες της πόλης, καλώντας αυτές να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για την ελευθερία των παιδιών τους και της πόλης τους. Ο λόγος της είχε θαυμαστόν αποτέλεσμα. Όλες οι γυναίκες της πόλης φόρεσαν πανοπλίες κι έζωσαν τα τείχη της πόλης σαν στεφάνι, έτοιμες να την υπερασπιστούν έναντι των οπλιτών του Κλεομένη.
Ο Παυσανίας αναφέρει πως ο Κλεομένης αντικρύζοντας τις γυναίκες του Άργους, θεώρησε (ορθά) πως η εύκολη νίκη που θα ερχόταν δεν θα πρόσθετε δάφνες δόξας αλλά θα ατίμαζε τα Σπαρτιατικά όπλα. Ο Κλεομένης ρώτησε τους άντρες του κι αυτοί του απάντησαν ότι προτιμάνε να πέσουν από το βουνό παρά να επιτεθούν σε γυναίκες και παιδιά. Έτσι αποφάσισε διακριτική πολιορκία χωρίς μάχες μέχρι να παραδοθούν από τη πείνα. Αλλά μετά από 3 μέρες άλλαξε άποψη γιατί οι δωρική ηθική δεν επέτρεπε να αφήσει παιδιά να πεθάνουν. Έτσι πήρε την ευθύνη και διάταξε υποχώρηση στην Σπάρτη, όπου παρουσιάστηκε μπροστά στους Έφορους και δήλωσε ντροπιασμένος αλλά υπάκουος στον νόμο γιατί δε πολέμησε γυναικόπαιδα και ζήτησε να τον σκοτώσουν γιατί επίσης παραβίασε τον νόμο της Σπάρτης και δείλιασε μπροστά στον εχθρό.
Τώρα το δίλημμα ήταν στους Εφόρους. Αποφάσισαν ότι ο Κλεομένης δεν θα αναλάβει άλλη εκστρατεία μέχρι νεωτέρας ενώ κι οι άντρες του θα δουλεύουνε στα χωράφια γιατί είχαν επίορκο αρχηγό. Από βασιλιά και στρατιώτη δεν μπορούσαν να τον καθαιρέσουν γιατί το απογόρευε ο νόμος. Για δύο χρόνια δεν του ανατέθηκε άλλη εκστρατεία αλλά μόνο όταν θεώρησαν ότι είχε ντροπιαστεί αρκετά κι επειδή ήταν ο καλύτερος στρατηγός της Σπάρτης επανήλθε αυτός κι οι άντρες του ενεργά στο στράτευμα. Πάντα όμως θα ήταν δακτυλοδεικτούμενοι λόγω δειλίας. Αυτά είναι τα απίστευτα του Σπαρτιατικού Κώδικα!
Ο Πλούταρχος από την άλλη υποστηρίζει ότι έγινε κανονικά μάχη, όπου οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν κι υποχώρησαν, κάτι που είναι εντελώς απίθανο. Όπως και να ‘χει η Τελέσιλλα κι οι γυναίκες του Άργους έσωσαν τη πόλη τους από σίγουρη καταστροφή επιδεικνύοντας θάρρος κι ευψυχία σε μιαν εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και πάντως εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο. Εις ανάμνησιν της θαυμαστής σωτηρίας της πόλης τους, οι Αργίτες καθιέρωσαν τη γιορτή των “Υβριστικών”. Στην γιορτή αυτή, οι γυναίκες του Άργους ντύνονταν με ανδρικά χιτώνια και χλαμύδες, ενώ οι άνδρες με γυναικεία πέπλα κι ενδύματα. Οι Αργείτισσες τότε, λόγω της λειψανδρίας, πoλιτoγράφησαν περιοίκους και τους παντρεύτηκαν· αλλά με νόμο καθιέρωσαν να βάζουν προσθετά γένια, όταν πλάγιαζαν μαζί τους, για να τους θυμίζουν τη ταπεινή τους καταγωγή.
Οι Αργείοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ανήγειραν προς τιμή της Τελέσιλλας μεγάλη στήλη στην οποία παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος που παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της. Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους και μπροστά από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Η στήλη αυτή σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας.
Ο Παυσανίας αναφέρει ( ΙΙ, 20, 8 ) ότι στο ιερό της Αφροδίτης, νότια του θεάτρου, είχε δει στήλη με ανάγλυφη παράσταση της Τελέσιλλας, η οποία ετοιμαζόταν να φορέσει το κράνος της, ενώ στα πόδια της ήταν σκορπισμένα τα βιβλία της. Για τη Τελέσιλλα έχουνε γράψει πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αι. και στη συνέχεια έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Οι πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές είναι ίδιες και μόνο στις λεπτομέρειες διαφέρουν.
Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος, που είναι σχεδόν σύγχρονος των γεγονότων κι αναφέρεται διεξοδικά στην επίθεση του Κλεομένη και στον αποδεκατισμό των Αργείων (VI 76-85) δεν τη μνημονεύει καν. Το ίδιο κι ο μεταγενέστερος Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρεται στη πολιτογράφηση των περιοίκων στα “πολιτικά” του (1303 α, β). Η “ποιητική” του Αριστοτέλη δυστυχώς δε μας παρέχει καμία πληροφορία, γιατί ο πρώτος τόμος, που σώθηκε, αναφέρεται μόνο στο έπος και στη τραγωδία. Άλλοι συγγραφείς, αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος, ο Πολύαινος, της πλέκουνε το εγκώμιο, τονίζοντας την ηρωική της αντίσταση κατά των Σπαρτιατών.
Επισημαίνεται όμως, ότι ο Κλεομένης τότε δεν είχε πρόθεση να καταλάβει το Άργος, αλλά μόνο να το εξασθενήσει και να το ταπεινώσει, ώστε να μην αποτελεί πια υπολογίσιμη δύναμη στη Πελοπόννησο, πράγμα που είχε επιτύχει ήδη με την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού. Δεν μπόρεσε τότε να προβλέψει ότι το Άργος σύντομα θα παρουσίαζε και πάλι μεγάλη ακμή κι ότι η Σπάρτη θα είχε τα ίδια και χειρότερα προβλήματα. Εξάλλου, ο Κλεομένης ήθελε ν’ αποφύγει τυχόν απώλειες από τον αμυνόμενο άμαχο πληθυσμό, που ήταν αποφασισμένος, ιδιαίτερα λόγω της λειψανδρίας που αντιμετώπιζε ανέκαθεν η πατρίδα του και θεώρησε φρόνιμο να μην επιτεθεί στην πόλη. Η Τελέσιλλα πάντως έγινε θρύλος και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του Αργειακού λαού.
Τόσο σημαντική κι ονομαστή ήτανε στην αρχαιότητα η Τελέσιλλα, μα είναι σχεδόν άγνωστη σε μας, ακόμα και στους Αργείους. Η άγνοια αυτή οφείλεται ίσως στις συγκεχυμένες πληροφορίες που μας παρέδωσε η αρχαιότητα για τη ζωή της και στη μυθολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόσωπο της Τελέσιλλας. Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, που ήταν φημισμένη για κάποιο ένδοξο παρελθόν της σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, που υποστηρίζει ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη στη νεανική της ηλικία. Η ασθενική της φύση φαίνεται πως την ανάγκαζε να ζει απομονωμένη, κλεισμένη στον εαυτό της, χωρίς συναναστροφές και κοινωνικότητα, ώσπου αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μαντείο για να μάθει για την εξέλιξη της υγείας της. Το “Μαντείο του Θεού” απάντησε στη μικρόσωμη κι ασθενική Τελέσιλλα ότι θα βρει την υγεία και την επιτυχία της, εφόσον υπηρετεί τις Μούσες. Η μαντική προσταγή “τας Μούσας θεραπεύειν” σε συνδυασμό με το έμφυτο ποιητικό της ταλέντο και την έφεσή της για τη μουσική έκαναν τη Τελέσιλλα να αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και τη μουσική, να βρει νόημα στη ζωή της και να κατακτήσει την πνευματική ομορφιά. Επιβεβαιώνεται έτσι η παράδοση που θέλει να αποδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε άτομα που στερούνται το σωματικό κάλλος.
Πότε έγιναν αυτά, πότε έζησε δηλαδή η Τελέσιλλα δε γνωρίζουμε ακριβώς. Κανένας συγγραφέας, αρχαίος ή σύγχρονος, απ’ αυτούς που λίγο ή πολύ αναφέρουν και σχολιάζουν τη ποιήτρια στα έργα τους, δε δίνει ακριβείς πληροφορίες για το χρόνο της γέννησής της και για την ηλικία της. Όλες οι πηγές, αρχαίες και νεώτερες, αναφέρουν την Τελέσιλλα ως πρωταγωνίστρια που έσωσε το Άργος, όταν ο Σπαρτιάτης Κλεομένης εξεστράτευσε εναντίον του Άργους. Η χρονολογία όμως αυτής της εκστρατείας του βασιλιά Κλεομένη και της μάχης που επακολούθησε ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Τοποθετείται στο 519, στο 509 ή στο 494 π.Χ. Η τελευταία αυτή χρονολογία φαίνεται η πιθανότερη.
Ο συσχετισμός της Τελέσιλλας μ’ αυτά τα γεγονότα οδηγεί τις περισσότερες πηγές να αναφέρουν δίπλα στο όνομά της τη χρονολογία 510 π.Χ. χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτή αναφέρεται στη γέννηση της ποιήτριας ή στη μάχη των γυναικών του Άργους και των Σπαρτιατών. Αν υποθέσουμε ότι η Τελέσιλλα γεννήθηκε στα 510 π.Χ. θα πρέπει να ήταν 16 χρονών, όταν το 494 π.Χ. έγινε η επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον του Άργους. Τέτοια όμως υπόθεση αποκλείεται, γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι σε τόσο μικρή ηλικία είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τις συμπατριώτισσές της και να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες. Λογικότερο φαίνεται να τοποθετήσουμε τη γέννησή της ανάμεσα στο 520 -515 π.Χ., οπότε στα γεγονότα του 494 π.Χ. θα είχε ηλικία τουλάχιστον 20-25 χρόνω και συνεπώς τη ψυχική και πνευματική ωριμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα της που κινδύνευε. Σύγχρονη λοιπόν του Πίνδαρου και της Κόρρινας η Τελέσιλλα, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της. Από την ΕΑ μαθαίνουμε ότι είχε σύζυγο τον Ευξενίδα, ο οποίος μετά το θάνατό της ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της με το εξής επίγραμμα:
Μνημείο, γλυκειά Τελέσιλλα,
έστησε εδώ ο Ευξενίδας
για τη γυναίκα που νυμφεύτηκε,
γιατί πάντα ήτανε γεμάτη πίστη,
εύνοια, αρετή κι αγάπη.
Ας μένει και για τους μεταγενέστερους
η φήμη σου αξέχαστη για πάντα.
Ιδανική σύζυγος λοιπόν η Τελέσιλλα, αλλά και μεγάλη ποιήτρια αναγνωρισμένη πανελλήνια και καύχημα για το Άργος, δεν υστερούσε σε φιλοπατρία κι ηρωισμό, αρετές που την οδήγησαν στο λαμπρό κατόρθωμα να σώσει το Άργος, την πόλη της, από την επιβουλή των στρατιωτών του Κλεομένη. Αξίζει να παρακολουθήσουμε αυτή τη δραστηριότητα της Τελέσιλλας, που παραδίδεται απ’ όλες τις αρχαίες πηγές με διάφορες παραλλαγές, χωρίς όμως κανείς να αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.
Η Σπάρτη μετά τη νίκη στο Β’ Μεσσηνιακό Πόλεμο (669-657) είχε την άνεση και την επιθυμία να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην προσπάθειά της αυτή εμπόδιο στεκόταν το Άργος. Οι δυο πόλεις ποτέ στην αρχαιότητα δεν είχαν καλές σχέσεις, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και πάντοτε είχαν διαφορές σε επίμαχα ζητήματα.
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. κυρίαρχη στον Ελλαδικό χώρο ήταν η Πελοποννησιακή συμμαχία με κύριους ισχυρότερους εταίρους τη Σπάρτη του Βασιλιά Κλεομένη Α’ και τη Κόρινθο. Η ισχυρότερη πόλη εκτός της συμμαχίας αυτής ήταν το Άργος, ο μεγάλος ανταγωνιστής της Σπάρτης για πάνω από 2 αιώνες. Για να κατακτήσουν λοιπόν οι Σπαρτιάτες την ηγεμονία της Πελοποννήσου έπρεπε να εξασθενήσουν και να ταπεινώσουν το Άργος. Επιχείρησαν, πράγματι, μακροχρόνια στρατιωτική και διπλωματική επίθεση εναντίον του. Το 550 π.Χ. κατέλαβαν με τη βία τα Κύθηρα και τα παράλια του Μαλέα, που ήτανε κτήσεις του Άργους. Γύρω στο 546 π.Χ. μετά από σκληρό αγώνα πήραν από το Άργος τις περιοχές της Κυνουρίας και της Θυρέας. Η κρίσιμη στρατηγική σημασία των περιοχών αυτών ανάγκασε τους Αργείους, όταν συνήλθαν από τις ήττες, να επιχειρήσουν καταστρεπτικό πόλεμο για την ανάκτηση της Κυνουρίας.
Τη περίοδο αυτή (520-487 π.Χ.) βασίλευε στη Σπάρτη ένας ικανός, θαρραλέος και σκληρός άνδρας, ο Κλεομένης ο Α’, γιος του Αναξανδρίδα του 15ου του βασιλικού οίκου των Αγιαδών. Ο Κλεομένης αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τους Αργείτες κατακτώντας τη πόλη τους και προετοίμασε κάθε λεπτομέρεια στην επιχείρησή του. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ζητήσει και σχετικό χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που του απάντησε ότι θα κυριεύσει το Άργος. Γύρω στο 500 π.Χ. εκστρατεύει εναντίον του Άργους και φθάνει στον ποταμό Ερασίνο, που κατά τον Ηρόδοτο ξεκινά από τη λίμνη Στυμφαλία, χύνεται σε κρυφό χάσμα κι αναφαίνεται στο Άργος.
Ο Κλεομένης, τηρώντας πιστά τα θρησκευτικά έθιμα για να διασφαλίσει την επιτυχία της εκστρατείας του, θυσίασε στον ποταμό Ερασίνο, αλλά η θυσία δεν του έδωσε καλά σημεία κι αναγκάστηκε να πάρει το στρατό του και να υποχωρήσει στη Θυρέα, στη περιοχή του Άστρους. Εκεί θυσίασε ένα ταύρο στη θάλασσα, επιβίβασε το στρατό σε πλοία, το άνθος των Σπαρτιατών οπλιτών στο Ναύπλιο, αποβιβάστηκε στη περιοχή της Σήπειας, μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας κι από εκεί βάδισε προς το Άργος. Οι Αργείοι έσπευσαν να στρατοπεδεύσουν στη Σήπεια, απέναντι από το Στρατό των Σπαρτιατών, χωρίς να φοβούνται την αναμέτρηση, παρά μόνο μήπως νικηθούν με δόλο από τους Σπαρτιάτες, γιατί όταν απειλήθηκαν από τον Κλεομένη ζήτησαν και πήραν χρησμό από τη Πυθία, που έλεγε:
Όταν η θηλυκή νικήσει
διώχνωντας τον σερνικό,
και δοξασθεί μέσα στους Αργείους,
τότε πολλές Αργείτισσες
θα σχίσουνε τα μάγουλά τους,
ώστε κάποτε να πει κάποιος:
ο φοβερός τριπλοτυλιγμένος όφις
χάθηκε νικημένος από το δόρυ.
Θηλυκή για τους Αργείους ήταν η Σήπεια κι αρσενικός ο Κλεομένης, αλλά φοβόντουσαν το φοβερό όφι, το δόλο, γι’ αυτό αποφάσισαν να ακολουθούν πιστά τα σήματα του κήρυκα των αντιπάλων, για να μην εξαπατηθούν. Ό,τι έλεγε ο κήρυκας να κάνουν οι Σπαρτιάτες, το ίδιο έκαναν κι οι Αργείοι. Ο πανέξυπνος Κλεομένης όμως αντελήφθη την τακτική των Αργείων και παράγγειλε κρυφά στους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα και να ετοιμασθούν για επίθεση, όταν ο κήρυκας δώσει το σύνθημα για μεσημεριανό φαγητό, για “άριστον”.
Έτσι, όταν ο κήρυκας έδωσε σήμα για φαγητό, οι Αργείοι κάθισαν για συσσίτιο, οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κι οι Αργείοι ζαλισμένοι από τον αιφνιδιασμό δεν πρόλαβαν να αντισταθούν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο πυκνό άλσος της Σήπειας, που οι Αργείτες το θεωρούσαν ιερό, γιατί ήταν αφιερωμένο στον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης και διάδοχο του βασιλιά Φορωνέα, από τον οποίο πήρε κι η πόλη το όνομά της. Ο Κλεομένης, μια κι ήταν ανόσιο να εισβάλει με το στρατό του στο ιερό άλσος, μεταχειρίστηκε και πάλι το δόλο για να εξοντώσει τους αποκλεισμένους Αργείους.
Πληροφορήθηκε από αυτομόλους Αργείους, που είχε κοντά του, τα ονόματα όσων είχαν αποκλεισθεί στο ιερό άλσος κι έστειλε κήρυκα να τους καλεί ονομαστικά να βγουν λέγοντάς τους ότι είχε πάρει τα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πενήντα Αργείτες που ανταποκρίθηκαν στη πρόσκληση και βγήκαν έξω τους συνέλαβε ο Κλεομένης και τους σκότωσε. Κάποια στιγμή όμως ένας από τους αποκλεισμένους στο πυκνό άλσος Αργείους ανέβηκε σ’ ένα δέντρο κι είδε τι γινόταν έξω.
Από κείνη τη στιγμή σταμάτησαν να βγαίνουν έξω αυτοί που προσκαλούνταν. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να συσσωρεύσουν φρύγανα γύρω από το άλσος, κατόπιν έβαλε φωτιά και το έκαψε μαζί με τους αποκλεισμένους Αργείους. Την ώρα που καιγόταν το Άλσος ο Κλεομένης ρώτησε έναν αυτόμολο σε ποιον είναι αφιερωμένο κι όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι αφιερωμένο στον Άργο, πίστεψε ότι αυτό ήταν το “Άργος” που του είχε πει ο χρησμός ότι θα κυριεύσει κι αναφώνησε με αναστεναγμό. “Απόλλωνα που δίνεις τους χρησμούς, πόσο με εξαπάτησες λέγοντάς μου ότι θα κυριεύσω το Άργος! Καταλαβαίνω ότι ο χρησμός που μου ’δωσες ξεπληρώθηκε”.
Οι Αργείτες πάντως αποδεκατίστηκαν απ’ όλο το μάχιμο ανδρικό πληθυσμό τους, αφού σκοτώθηκαν στη Σήπεια 7.777 Αργείοι κατά τον Πλούταρχο και τον Πολύαινο ή 5.000 κατά τον Παυσανία ή 6.000 κατά τον Ηρόδοτο. Μετά απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο που φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από Σπαρτιατικές πηγές, ο Κλεομένης διέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του να επανέλθει στη Σπάρτη και με χίλιους μόνο επίλεκτους πήγε στο Ηραίον του Άργους για να θυσιάσει. Ο ιερέας της Ήρας του το απαγόρευσε λέγοντας ότι δεν είναι όσιο να θυσιάζουν οι ξένοι κι ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να τον μαστιγώσουν και θυσίασε δια της βίας. Το άγαλμα της θεάς τότε έβγαλε φωτιά από το στήθος κι όχι από το κεφάλι, όπως έπρεπε κι ο Κλεομένης κατάλαβε ότι η θεά δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει απροστάτευτο το Άργος κι επανήλθε στη Σπάρτη χωρίς να επιχειρήσει επίθεση στο Άργος.
Εκεί κατηγορήθηκε από τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ότι δωροδοκήθηκε για να μη καταλάβει το Άργος, αλλά υποστηρίζοντας στην απολογία του πως πίστεψε ότι εκπληρώθηκε ο χρησμός του Δία με την κατάληψη του ιερού του Άργου κι ότι αποτράπηκε με τη στάση της Ήρας από τη κατάληψη του Άργους, έπεισε τους εφόρους, που ανήκαν άλλωστε στην παράταξή του και τον αθώωσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Η διήγηση αυτή απέβλεπε προφανώς να δικαιολογήσει τους Σπαρτιάτες και τον Κλεομένη για την αποτυχία τους να κυριεύσουν το Άργος μετά τη νίκη τους στη Σήπεια.
Πιστότερα τη πραγματικότητα όμως φαίνεται να απεικονίζουν ο Παυσανίας και ο Πολύαινος, που αποδίδουν τη σωτηρία του Άργους στον ηρωικό ρόλο της ποιήτριας Τελέσιλλας. Σύμφωνα μ’ αυτές τις πηγές, λοιπόν, ο Κλεομένης μετά τη νίκη του στη Σήπεια βάδισε εναντίον του Άργους, που ήλπιζε ότι θα το κυριεύσει εύκολα απογυμνωμένο από τους άνδρες υπερασπιστές του. Το Άργος κινδύνευε άμεσα με μόνους υπερασπιστές τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες κάθε ηλικίας.
Η τρομερή είδηση έφτασε στη πόλη κι έριξε σ’ απελπισία κι απόγνωση γυναίκες, γέρους και παιδιά. Τότε ήταν που μια φωνή ξεχώρισε, μια γενναία γυναίκα. Ήταν η ποιήτρια Τελέσιλλα, μια λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη κοπέλα, που τις κάλεσε σε αντίσταση. Ήταν ένας στρατός γυναικών, που παρατάχθηκε έξω απ’ τα τείχη της πόλης, ακλόνητος κι αποφασισμένος να προασπίσει τα ιερά και τα όσια της πατρίδας, να υπερασπιστεί το δίκιο και την τιμή του Aργους, να μην υποταχθεί και να μην υποκύψει. Τη κρίσιμη αυτή στιγμή η ποιήτρια Τελέσιλλα συγκέντρωσε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες του Άργους, τους έδωσε κάθε λογής όπλο που βρήκε στα σπίτια και τους ναούς, τόξα και βέλη, κοντάρια, ασπίδες, μαχαίρια, σπαθιά, ξύλα και πέτρες και τις παρέταξε στα τείχη και τις επάλξεις έτοιμες για αντίσταση.
Ο στρατός των Σπαρτιατών έφτανε αλαλάζοντας. Μακρυμάλληδες τρομεροί αγριωποί Σπαρτιάτες, μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους, σίγουροι πια για την κατάκτηση της πόλης-κράτους του Άργους. Όταν πλησίασαν, με μεγάλην έκπληξη, είδαν τις Αργείτισσες απτόητες μπρος τους και τη Τελέσιλλα στραμμένη προς τον ουρανό να αναπέμπει δεήσεις στους θεούς: “Ω Άρτεμη, ω Απόλλωνα! Βοηθήστε μας να σώσουμε τη πατρίδα!”.
Αιφνιδιάστηκαν φυσικά από την αυτοσχέδια καθοδηγήτρια, που έδινε το σύνθημα του συναγερμού και τις κατευθύνσεις για την άμυνα του Άργους και βρέθηκαν σε δίλημμα φοβερό: Αν έκαναν επίθεση και τις σκότωναν, θα γίνονταν μισητοί κι άνανδροι που σκότωσαν γυναίκες. Αν αποτύγχαναν στην επίθεσή τους, θα ήτανε καταγέλαστοι που ξακουστοί πολεμιστές αυτοί νικήθηκαν από γυναίκες με επικεφαλής, μάλιστα, μια ποιήτρια, τη Τελέσιλλα. Δοκίμασαν να τις τρομάξουν με αλαλαγμούς κι αντάρα, αλλ’ αυτές στέκονταν ακλόνητες στις επάλξεις.
Έκαναν κάποιες επιθέσεις εναντίον τους, αλλά οι γυναίκες τις απέκρουσαν. Τελικά οι περήφανοι Σπαρτιάτες του Κλεομένη αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να βγουν από το αδιέξοδο με ακέραιη την αξιοπρέπειά τους. Τελικά το Άργος δεν έπεσε! Σώθηκε από τον ηρωισμό των γυναικών του και τη γενναιότητα της έξοχης ποιήτριας Τελέσιλλας, που διέψευσε μ’ αυτό τον τρόπο πανηγυρικά το γνωστό αξίωμα “η τέχνη για την τέχνη”. Όπως και να ‘χει η Τελέσιλλα κι οι γυναίκες του Άργους έσωσαν τη πόλη τους από σίγουρη καταστροφή επιδεικνύοντας θάρρος κι ευψυχία σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και πάντως εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο. Γι’ αυτή τη πράξη της θαυμάστηκε και μνημονεύεται πιο πολύ από τις αρχαίες πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υστέρησε στη ποιητική δημιουργία.
=========================
Άρθρο 3ο: Η Αήττητη Χουτουλούν
Μία από τις γυναίκες που άφησαν το σημάδι τους στην μογγολική ιστορία ήτανε κι η πριγκήπισσα Χουτουλούν που ‘χε το προσωνύμιο η Παλαιστής που δεν ηττήθηκε ποτέ από κανέναν, αναχαίτισε τον στρατό του Κουμπλάι Χαν κι άφησε το σημάδι της όχι μόνο στον μογγολικό πολιτισμό αλλά και στον ευρωπαϊκό!
Η Χουτουλούν γεννήθηκε γύρω στο 1260 μ. Χ. κι ήταν εγγονή του Τζίνγκις Χαν και ξαδέρφη του Κουμπλάι Χαν. Παρά το γεγονός ότι τ’ όνομά της σημαίνει φεγγαρόφως η ίδια δεν ήταν καθόλου ρομαντική ή λεπτεπίλεπτη. Ήταν μεγαλόσωμη, δυνατή κι η καρδιά της ήτανε δοσμένη στη περιπέτεια, τη μάχη και τον αθλητισμό. Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να ζει σε παλάτι λόγω της ευγενικής της καταγωγής και να ‘χει όλες τις ανέσεις, εκείνη προτίμησε να ζήσει όλη της τη ζωή με το νομαδικό τρόπο και ν’ απολαύσει την ελευθερία της στέππας. Ήταν εξαίρετη αθλήτρια με εξαιρετικές επιδόσεις στα 3 αγαπημένα αθλήματα των Μογγόλων: την ιππασία, τη πάλη και τη τοξοβολία. Ειδικά στη πάλη είχε αποδειχθεί αήττητη.
Εκείνη την εποχή στους αγώνες πάλης συμμετείχαν ελεύθερα κι οι γυναίκες που πάλευαν, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τους άντρες. Οι αντίπαλοι δεν επιλέγονταν με βάση το βάρος τους ή το μέγεθός τους αλλά οποιοσδήποτε μπορούσε να παλέψει με οποιονδήποτε. Ο αγώνας επίσης δεν είχε χρονικό περιθώριο και διαρκούσε μέχρι τελικής πτώσης. Έχανε εκείνος που ακουμπούσε πρώτος στο έδαφος. Οι διαγωνιζόμενοι αλλά κι οι θεατές, συνήθως στοιχηματίζανε με κέρδος το πιο πολύτιμο πράγμα για τους Μογγόλους: τα άλογα. Η Χουτουλούν ήτανε τόσο καλή στη πάλη που ‘χε δημιουργήσει ολάκερη περιουσία από στοιχήματα που στο τέλος έφτασε να ανταγωνίζεται κείνη του αυτοκράτορα.
Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των Μογγόλων ο νικητής είχε την εύνοια των πνευμάτων και γι’ αυτό ήταν αξιοσέβαστη και θεωρούταν το πιο κατάλληλο άτομο για να συνοδεύει τον πατέρα της στη μάχη ενάντια στο ξάδερφό της τον Κουμπλάι Χαν που ήθελε να κατακτήσει τη φυλή της. Η εικόνα της πάνω στο άλογο στο πεδίο της μάχης καθώς κι η φήμη της ως αήττητη παλαίστρια εμψύχωνε τον μογγολικό στρατό που ήτανε συνηθισμένος να βλέπει γυναίκες να πολεμούν στο πλάι των αντρών.
Παραδοσιακά οι Μογγόλες πολεμούσαν έφιππες με το τόξο, κάτι που τους επέτρεπε να κρατούν απόσταση και ν’ αποφεύγουν την άμεση αντιπαράθεση με τον εχθρό αλλά οι ίδιες να επιφέρουν το μέγιστο πλήγμα. Μέχρι σήμερα οι γυναίκες στην Μογγολία έχουν μίαν ιδιαίτερη σχέση με τη τοξοβολία και κερδίζουνε πολλά μετάλλια σε αυτό το άθλημα. Η Χουτουλούν ήταν γνωστή για μια ιδιαίτερη μανούβρα που έκανε στη διάρκεια της μάχης. Όταν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία, ορμούσε με το άλογό της κι άρπαζε κάποιον αντίπαλο σαν αρπακτικό και τον μετέφερε στον πατέρα της. Αυτή η κίνηση μπορεί να είχε μικρή στρατηγική σημασία αλλά προκαλούσε πανικό στον αντίπαλο και δημιουργούσε τη φήμη πως ήταν αήττητη.
Η Χουτουλούν αγαπούσε τόσο την ελευθερία και την ανεξαρτησία που δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για γάμο. Για ν’ αποφύγει βρήκε δικαιολογία ότι θα παντρευόταν μόνο τον άντρα που θα τη κέρδιζε στη πάλη. Μιας κι ήταν πριγκήπισσα και μάλιστα πάμπλουτη, πολλοί άντρες επιχείρησαν να τη κερδίζουν, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Σύμφωνα με τον Μάρκο Πόλο γύρω στο 1280 εμφανίστηκε ένας πρίγκηπας που τότε θεωρούνταν πολύφερνος εργένης και στοιχημάτισε χίλια άλογα ότι θα τη κερδίσει. Οι γονείς της τη παρακάλεσαν να κάνει πως χάνει γιατί το στοίχημα ήταν αστρονομικό κι εκείνη δέχτηκε. Όταν οι δύο αντίπαλοι βρεθήκανε στην αρένα, το πλήθος άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένο προβλέποντας μια επική μάχη. Μες στις ιαχές και τα επιφωνήματα ξέχασε την υπόσχεσή της κι αφέθηκε να παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό του αγώνα. Μετά από σκληρή μάχη κατάφερε να κερδίσει κι αυτό τον αντίπαλο. Ο πρίγκηπας έφυγε ταπεινωμένος με χίλια άλογα λιγότερα κι εκείνη έμεινε χωρίς άντρα κάτι που φαίνεται να μη την ενόχλησε καθόλου.
Όμως μία γυναίκα που ζει μόνη της κι ανεξάρτητη ήτανε κάτι που δεν ήταν συνηθισμένοι ακόμα κι οι Μογγόλοι να βλέπουν. Άρχισαν τα κουτσομπολιά κι οι αντίπαλοί της που δεν είχανε καταφέρει να τη κερδίσουνε στο πεδίο της μάχης προσπάθησαν να τη πλήξουνε διαδίδοντας φήμες ότι ο λόγος που δεν ήθελε να παντρευτεί ήταν ότι είχε ανήθικη σχέση με τον πατέρα της. Καταλαβαίνοντας ότι αυτές οι φήμες πίκραιναν αφόρητα τον πατέρα της και του έκαναν πολιτικό κακό, η Χουτουλούν δέχτηκε να παντρευτεί έναν άντρα από την ακολουθία του πατέρα της χωρίς να παλέψει μαζί του. Ακόμα και μετά τον γάμο της, όμως, παρέμεινε αήττητη και στο πεδίο της μάχης και στην αρένα της πάλης. Ο πατέρας της συνέχισε να τη συμβουλεύεται και να στηρίζεται σε κείνη παρά το γεγονός ότι είχε άλλα δεκατέσσερα παιδιά, όλα αγόρια. Λίγο πριν τον θάνατο του το 1301 μάλιστα προσπάθησε να την ορίσει Χαν στην θέση του αλλά τα αδέρφια της επαναστάτησαν.
Εκείνη δεν έφερε και πολύ αντίρρηση σ’ αυτό γιατί φαίνεται ότι δεν ήθελε τόσο να γίνει Χαν. Προτιμούσε να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης κι επέλεξε να γίνει αρχιστράτηγος του νέου Χαν, του αδερφού της Όρος. Η Χουτουλούν κι ο Όρος συνεργάστηκαν άψογα μέχρι το 1306 που βρέθηκε νεκρή από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ήταν 45 ετών και μέχρι τη τελευταία στιγμή έζησε ελεύθερη κι αήττητη.
Αν κι αναφέρεται σε αραβικά κείμενα αλλά και στις διηγήσεις του Μάρκο Πόλο, η ύπαρξή της αποσιωπήθηκε και τελικά χάθηκε μέσα στην ομίχλη του παρελθόντος. Μόνο τον 18ο αι. έκανε πάλι την εμφάνισή της μια αλλοιωμένη εκδοχή στα γραπτά του Γάλλου Φρανσουά Ντελακρουά στα οποία αναφέρεται ως “τουραντό“, δηλαδή “τουρκάλα κόρη“. Προφανώς για να ταιρίαζει πιότερο στις απόψεις των δυτικών περί γυναικείας ιδιοσυγκρασίας, η Χουτουλούν/Τουραντό δεν συναγωνίζεται τους άντρες στη πάλη, αλλά τους βάζει τρεις γρίφους κι όταν χάνουνε το στοίχημα δεν είναι άλογα αλλά η ζωή τους που χάνεται.
Μισόν αιώνα αργότερα ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας Κάρλο Γκότζι γράφει για μια “γυναίκα τίγρη με άκαμπτη περηφάνεια”. Το έργο του μεταφράζεται στα γερμανικά από τον Φρίντριχ φον Σίλλερ με τον τίτλο Τουραντό, Πριγκήπισσα Της Κίνας κι ο Γκαίτε το ανεβάζει στη σκηνή της Βαϊμάρης το 1802. Έναν αιώνα αργότερα και συγκεκριμένα το 1924 ο Τζιάκομο Πουτσίνι πεθαίνει κι αφήνει μισοτελειωμένη την όπερά του με τίτλο Τουραντό που γίνεται κι η πιο διάσημη (και καθόλου πιστή) αναπαραγωγή της ζωής της Χουτουλούν.
Η ιστορία της Χουτουλούν ξεκίνησε ως ένα παράδειγμα γυναίκας με αδάμαστο πνεύμα και εξαιρετικές αθλητικές και πολεμικές ικανότητες που για τους Μογγόλους ήταν πηγή έμπνευσης και περηφάνειας καθώς ηγήθηκε της αντίστασης των μογγολικών φυλών ενάντια στις κατακτητικές ορέξεις του Κουμπλάι Χάν. Στη δύση όμως, η ζωή της ξέπεσε σε μια ιστορία για μιαν αλαζονική γυναίκα που τελικά υποκύπτει στη δύναμη του έρωτα. Η συμπεριφορά στη μνήμη της Χουτουλούν δεν μας λέει τίποτα για την ίδια αλλά μας λέει πολλά για τον κάθε λαό ανάλογα με τον τρόπο που τη μνημονεύει.
Όμως η πραγματική Χουτουλούν η Παλαιστής δε ξεχάστηκε. Εκτός από τ’ ότι ήταν ακόμα ισχυρή γυναίκα που συμπληρώνει το πάνθεον των σημαντικών γυναικών στη μογγολική παράδοση άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της και στη μογγολική πάλη. Σήμερα όταν οι Μογγόλοι παλαιστές μπαίνουνε στην αρένα για να αγωνισθούν είναι υποχρεωμένοι να φοράνε ένα είδος γιλέκου που ‘χει μακριά μανίκια αλλά αφήνει ακάλυπτο το στήθος και τη πλάτη για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι ο διαγωνιζόμενος είναι άντρας. Αυτό άρχισε να εφαρμόζεται λίγο μετά τον θάνατο της Χουτουλούν, οπότε κι άρχισε ν’ απαγορεύεται στις γυναίκες να παλεύουνε, λόγω της αήττητης επίδοσής της. Οι άντρες ήθελαν να βεβαιωθούν ότι δεν θα ξαναβρούνε ποτέ μπροστά τους άλλη μια τέτοια γυναίκα που δεν θα μπορούσαν να νικήσουν. Στο τέλος του κάθε αγώνα σήμερα ο νικητής κάνει τον κύκλο της αρένας χορεύοντας ένα νικητήριο χορό με ανοιχτά τα χέρια σαν αετός που πετά έτσι ώστε να δουν όλοι το γυμνό του στήθος. Αυτός ο χορός είναι αφιερωμένος στη Χουτουλούν, τη πριγκήπισσα που δεν νίκησε ποτέ κανείς.
Όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να την εξαφανίσουν από την ιστορία, η Χουτουλούν ζει μέσα από την όπερα του Πουτσίνι κι από τους νικητήριους χορούς των αντρών της Μογγολίας.
=========================
Άρθρο 4ο: Οι φοβερέςΑγκότζι
Ένα καθαρά γυναικείο στρατιωτικό σώμα ήταν κι αυτό των “Αμαζόνων της Δαχομέης”. Η πραγματική ονομασία του σώματος ήταν Ν’ Νονμιτόν, που στη τοπική γλώσσα σημαίνει “οι μητέρες μας”. Η Δαχομέη, το σημερινό Μπενίν της Αφρικής, υπήρξε κάποτε ένα ισχυρό βασίλειο μέχρι την υποταγή του στους Γάλλους αποικιοκράτες. Η ιστορία των μαύρων αμαζόνων ξεκινά τον 17ο αι. Υπάρχουνε διάφορες εκδοχές για το πώς σχηματίστηκε το σώμα. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές οι γυναίκες ήταν αρχικά κυνηγοί ελεφάντων που εξελίχθηκαν σε σωματοφυλακή του τοπικού βασιλιά. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως, βάσει του νόμου, δεν επιτρεπόταν η παραμονή ανδρών στο βασιλικό παλάτι μετά τη δύση του ηλίου κι έτσι, καθώς ο βασιλιάς χρειαζόταν σωματοφύλακες, το ρόλο αυτό ανέλαβαν γυναίκες. Ορισμένες άλλωστε αμαζόνες προέρχονταν από τις βασιλικές συζύγους, το χαρέμι δηλαδή του βασιλιά. Την ονομασία αμαζόνες πάντως προσέδωσαν στο σώμα δυτικοί εξερευνητές και περιηγητές. Οι γυναίκες που υπηρετούσαν στο σώμα απαγορευόταν να παντρευτούν ή να έχουν παιδιά. Πολλές δε διατηρούσαν τη παρθενία τους. Το 1863 ο Βρεττανός εξερευνητής Μπάρτον επισκέφτηκε τη Δαχομέη κι είδε τις αμαζόνες.
Οι Dahomey Mino (Agojie, Agoji, Mino, ή Minon) ήταν ένα αποκλειστικά γυναικείο στρατιωτικό σύνταγμα Fon του Βασιλείου της Dahomey (στο σημερινό Μπενίν της Δ. Αφρικής) που υπήρχε από το 1600 ως τα τέλη του 1800. Είναι ένας από τους λίγους τεκμηριωμένους γυναικείους στρατούς στη σύγχρονη ιστορία. Ονομάστηκαν Αμαζόνες από τους Δυτικοευρωπαίους που τις συνάντησαν, λόγω της ιστορίας των γυναικών πολεμιστών ή Αμαζόνων στην ελληνική μυθολογία. Η εμφάνιση ενός στρατιωτικού συντάγματος αποκλειστικά γυναικών, ήταν το αποτέλεσμα του ανδρικού πληθυσμού της Dahomey που αντιμετώπιζε υψηλές απώλειες στην ολοένα και συχνότερη βία και τον πόλεμο με γειτονικά κράτη της Δ. Αφρικής. Αυτό οδήγησε τη Dahomey να είναι από τα κορυφαία κράτη στο εμπόριο σκλάβων με την Αυτοκρατορία Oyo, χρησιμοποιούσε σκλάβους για ανταλλαγή εμπορευμάτων στη Δ. Αφρική ως ότου η Βρεττανική Αυτοκρατορία έβαλε τέλος στο δουλεμπόριο στη περιοχή. Η έλλειψη ανδρών πιθανότατα οδήγησε τους βασιλιάδες της Δαχομέης να στρατολογήσουν γυναίκες στο στρατό.
Ο βασιλιάς Houegbadja (κυβέρνησε από το 1645 ως το 1685), ο 3ος βασιλιάς της Dahomey, λέγεται ότι ξεκίνησε αρχικά την ομάδα που αργότερα θα γίνει η Mino ως ένα σώμα κυνηγών ελεφάντων που ονομάζεται gbeto. Η κόρη του Houegbadja, βασίλισσα Hangbe (κυβέρνησε από το 1716 ως το 1718) ίδρυσε ένα σώμα γυναικείας σωματοφυλακής κι Ευρωπαίοι έμποροι κατέγραψαν τη παρουσία τους. Σύμφωνα με τη παράδοση, ο αδερφός και διάδοχός της, ο βασιλιάς Agaja, το χρησιμοποίησε με επιτυχία στην ήττα του γειτονικού βασιλείου του Savi από τη Dahomey το 1727. Η ομάδα των γυναικών πολεμιστών αναφερόταν ως Mino, που σημαίνει “Οι Μητέρες μας” στη γλώσσα Fon, από τον ανδρικό στρατό της Dahomey. Άλλες πηγές αμφισβητούν τον ισχυρισμό ότι η μεγαλύτερη αδερφή του βασιλιά Agaja, βασίλισσα Hangbe, ήταν ηγεμόνας για την ίδρυση των μονάδων, μερικές μάλιστα έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν αν υπήρχε ή όχι η βασίλισσα Hangbe.
Από την εποχή του βασιλιά Ghezo (κυβέρνησε από το 1818 ως το 1858), η Dahomey έγινε όλο και πιο μιλιταριστική. Ο Ghezo έδωσε μεγάλη σημασία στον στρατό, αυξάνοντας τον προϋπολογισμό του κι επισημοποιώντας τη δομή του από τελετουργική σε σοβαρή στρατιωτική. Ενώ οι ευρωπαϊκές αφηγήσεις αναφέρονται στις γυναίκες στρατιώτες ως “Αμαζόνες”, οι ίδιες λεγονταν ahosi (σύζυγοι του βασιλιά) ή Mino (οι μητέρες μας).
Ο Γκέζο στρατολόγησε άνδρες και γυναίκες ως στρατιώτες από ξένους αιχμαλώτους. Γυναίκες στρατολογήθηκαν επίσης από ελεύθερες γυναίκες από τη Δαχομέη, με ορισμένες να εγγράφονται από την ηλικία των 8 ετών. Άλλες μαρτυρίες δείχνουν ότι οι Μίνο στρατολογήθηκαν μεταξύ των αχόσι (“σύζυγοι του βασιλιά”), από τους οποίους υπήρχαν συχνά εκατοντάδες. Μερικές γυναίκες στη κοινωνία του Fon έγιναν στρατιώτες εθελοντικά, ενώ άλλες γράφτηκαν ακούσια αν οι σύζυγοι ή οι πατέρες τους παραπονέθηκαν στον βασιλιά για τη συμπεριφορά τους.
Η ιδιότητα μέλους μεταξύ των Mino υποτίθεται πως εξασκεί τυχόν επιθετικά χαρακτηριστικά χαρακτήρα για σκοπούς πολέμου. Στη διάρκεια της ένταξής τους δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν παιδιά ή να παντρευτούν (αν κι ήταν νόμιμα παντρεμένες με το βασιλιά). Πολλές από αυτές ήταν παρθένες. Το σύνταγμα είχε ένα ημι-ιερό καθεστώς, το οποίο ήταν συνυφασμένο με την πίστη του Fon στο Vodun. Η προφορική παράδοση της χώρας υποστηρίζει ότι, κατά τη στρατολόγηση, οι Αμαζόνες υποβλήθηκαν σε ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
Η Μίνο εξασκήθηκε μ’ έντονη σωματική άσκηση. Έμαθε δεξιότητες επιβίωσης κι αδιαφορία για τον πόνο και το θάνατο, κατακλύζοντας τις άμυνες από αγκάθια ακακίας σε στρατιωτικές ασκήσεις κι εκτελώντας αιχμαλώτους. Δόθηκε έμφαση στην πειθαρχία. Η υπηρεσία αυτή προσέφερε στις γυναίκες την ευκαιρία να “ανέβουν σε θέσεις διοίκησης κι επιρροής” σε περιβάλλον δομημένο για ατομική ενδυνάμωση. Ήταν επίσης πλούσιες κι είχαν υψηλή θέση. Έπαιξε δε, εξέχοντα ρόλο στο Μεγάλο Συμβούλιο, συζητώντας τη πολιτική του βασιλείου. Από τη 10ετία του 1840 ως τη 10ετία του 1870 (όταν κατέρρευσε το αντίπαλο κόμμα), η πλειοψηφία τους υποστήριξε γενικά την ειρήνη, με τους Έγκμπα της Αμπεοκούτα να επιχειρηματολογούν αντί για επιδρομές σε μικρότερες, λιγότερο αμυνόμενες φυλές. Αυτό τους έθεσε σε αντίθεση με τους άνδρες στρατιωτικούς συναδέλφους τους που υποστήριξαν μια πλήρη επίθεση κατά του Abeokuta. Τα μέλη του πολιτικού συμβουλίου που συμμάχησαν με τις Agojie υποστήριξαν επίσης ισχυρότερες εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία, ευνοώντας το εμπόριο φοινικέλαιου πάνω από αυτό των σκλάβων. Εκτός από το συμβούλιο, το Ετήσιο έθιμο της Δαχομέης ΄’ητανε παρέλαση κι ανασκόπηση των στρατευμάτων κι ορκωμοσία των στρατευμάτων στο βασιλιά. Οι εορτασμοί την 27η μέρα των Ετήσιων Τελωνείων αποτελούνταν από μια εικονική μάχη που οι Agojie επιτέθηκαν σε ένα “οχυρό” και “συνέλαβαν” τους σκλάβους μέσα, ένα έθιμο που καταγράφηκε από τον ιερέα Francesco Borghero στα ημερολόγιά του.
Οι γυναίκες στρατιώτες εκπαιδεύτηκαν αυστηρά στην αντοχή στον πόνο και στη ταχύτητα. Μόλις ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση τους δόθηκαν στολές. Στα μέσα του 19ου αι., αριθμούσαν μεταξύ 1.000 και 6.000 γυναίκες, περίπου το 1/3 του συνόλου του στρατού της Dahomey, σύμφωνα με αναφορές που γράφτηκαν από επισκέπτες. Οι αναφορές σημείωσαν επίσης ότι οι γυναίκες στρατιώτες κρίθηκαν σταθερά ως ανώτερες από τους άνδρες στρατιώτες σε αποτελεσματικότητα και γενναιότητα στη μάχη. Οι γυναίκες στρατιώτες λέγεται ότι ήταν δομημένες παράλληλα με το στρατό στο σύνολό του, με μια κεντρική πτέρυγα (οι σωματοφύλακες του βασιλιά) πλαισιωμένη και στις δύο πλευρές, η καθεμία υπό χωριστούς διοικητές. Ορισμένες αναφορές σημειώνουν ότι κάθε άνδρας στρατιώτης είχε έναν μικρό αντίστοιχο. Σε μια αφήγηση στα μέσα του 19ου αι. από έναν Άγγλο παρατηρητή, τεκμηριώθηκε πως οι γυναίκες που είχαν 3 λωρίδες λευκώματος γύρω από κάθε πόδι τιμούνταν με σημάδια διάκρισης. Ο γυναικείος στρατός αποτελείτο από διάφορα συντάγματα: κυνηγούς, τυφεκιοφόρους, θεριστές, τοξότες και πυροβολητές. Κάθε σύνταγμα είχε διαφορετικές στολές, διοικητές κι όπλα.
Τη τελευταία περίοδο, οι γυναίκες πολεμίστριες της Δαχομέης ήταν οπλισμένες με τουφέκια Winchester, ρόπαλα και μαχαίρια. Οι μονάδες ήταν υπό γυναικεία διοίκηση. Μια δημοσιευμένη μετάφραση του 1851 ενός πολεμικού τραγουδιού των γυναικών ισχυρίζεται πως οι πολεμιστές έψαλλαν: “…ο σιδεράς παίρνει μια σιδερένια ράβδο και με τη φωτιά αλλάζει μόδα, έτσι αλλάξαμε τη φύση μας. Δεν είμαστε πια γυναίκες, είμαστε άντρες“.
Οι μάχες των Agojie είναι κυρίως εντός της Αφρικής ενάντια σε διάφορα βασίλεια και φυλές. Στη διάρκεια κείνης της χρονικής περιόδου ήταν σύνηθες ότι όταν ένας εχθρός ηττηθεί θα σκοτωνόταν ή θα υποδουλωνόταν. Πολλές αφρικανικές φυλές συμμετείχαν σ’ αυτό κι η Dahomey δεν ήταν εξαίρεση. Συχνά σκλάβωναν τους εχθρούς και τους πουλούσαν σ’ ευρωπαίους δουλέμπορους με αντάλλαγμα όπλα. Ήδη από το 1728 υπό καθοδήγηση του βασιλιά Gezo, ο στρατός της Δαχομέης κατέκτησε τα βασίλεια της Whydah και του Popos. Το 1840, βοήθησαν στη κατάληψη του φρουρίου του Mahee στο Attahapahms. Ωστόσο, ήταν στα χέρια του μακροχρόνιου εχθρού τους Abeokuta που υπέστησαν συντριπτική ήττα, με αποτέλεσμα πολλές απώλειες.
Η ευρωπαϊκή εισβολή στη Δ. Αφρική κέρδισε ρυθμό στο 2ο μισό του 19ου αι. και το 1890 ο βασιλιάς Béhanzin άρχισε να πολεμά τις γαλλικές δυνάμεις στη διάρκεια του Α’ Γαλλο-Δαχομέης Πολέμου. Ευρωπαίοι παρατηρητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες “χειρίστηκαν θαυμάσια” τη μάχη σώμα με σώμα, αλλά πυροβολούσαν από το ισχίο αντί να πυροβολούν από τον ώμο. Οι Μίνο συμμετείχαν σε μια μεγάλη μάχη: τη Κοτονού, όπου χιλιάδες Δαχομέοι (συμπεριλαμβανομένων πολλών Μίνο) φόρτωσαν τις γαλλικές γραμμές κι ενέπλεξαν τους υπερασπιστές σε μάχη σώμα με σώμα. Οι Mino συντρίφθηκαν αποφασιστικά, με αρκετές εκατοντάδες στρατιώτες να σκοτώνονται. Σύμφωνα με πληροφορίες, 129 μαχητές της σκοτώθηκαν σε μάχη σώμα με σώμα στις γαλλικές γραμμές. Ο τελευταίος επιζών της πιστεύεται πως ήταν μια γυναίκα με το όνομα Nawi. Σε μια συνέντευξη του 1978 στο χωριό Κίντα, ένας Μπενινέζος ιστορικός συνάντησε τη Νάουι, που ισχυρίστηκε ότι πολέμησε τους Γάλλους το 1892. Η Νάουι πέθανε τον Νοέμβρη του 1979, σε ηλικία πολύ άνω των 100 ετών.
* Οι Mino αναφέρονται στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Robur the Conqueror (1886) του Βερν (Κεφάλαιο XV: Μια αψιμαχία στη Dahomey).
* Επίσης οι Mino εκπροσωπήθηκαν στη ταινία Cobra Verde (1987) του Γερμανού σκηνοθέτη Werner Herzog.
* Οι Mino παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα Flash for Freedom! (1971) του George MacDonald Fraser.
* Οι πολεμίστριες είναι το επίκεντρο στο θεατρικό του Layon Gray, The Dahomey Warriors.
* Η Dora Milaje, πολεμίστρια και σωματοφύλακας του χαρακτήρα Black Panther της Marvel Comics, βασίζεται εν μέρει στις Mino.
* Στο Age of Empires II: The African Kingdoms κι Age of Empires III: Στις African Royals υπάρχει γυναικεία μονάδα με το όνομα Gbeto που έχει επηρεαστεί και πάρει το όνομά της από τις Mino.
* Στο βιντεοπαιχνίδι Empire: Total War μπορείτε να στρατολογήσετε μονάδες Dahomey Mino αν έχετε κατακτήσει ορισμένες περιοχές στη Β. Αφρική.
* Στο επεισόδιο Lovecraft Country “I Am”, η Hippolyta μεταφέρεται σ’ ένα κόσμο όπου γίνεται Dahomey Mino.
* Το 2015, η UNESCO δημοσίευσε το κωμικό μυθιστόρημα The Women Soldiers of Dahomey ως μέρος της σειράς της για τις γυναίκες στην αφρικανική ιστορία. Ως καλλιτεχνική κι εικαστική ερμηνεία που προορίζεται για ιδιωτική ή δημόσια χρήση στις τάξεις, αφηγείται την ιστορία των Μίνο σε σχέση με την ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία στην Αφρική και τελειώνει με τη κληρονομιά τους για τη σημερινή Δημοκρατία του Μπενίν: “Εκτός από το αποτύπωμα που έχουν αφήσει στη συλλογική μνήμη, οι γυναίκες στρατιώτες που κληροδοτήθηκαν στη Δημοκρατία του Μπενίν χοροί που παίζονται μέχρι σήμερα στο Abomey, τραγούδια και θρύλοι. Υπάρχουν πολλές γυναίκες στρατιώτες στις ένοπλες δυνάμεις του Μπενίν σήμερα. Διατηρούν τη μνήμη των γυναικών στρατιωτών του Βασιλείου της Dahomey ζωντανή“.
* Στο The Last Amazon of Dahomey είναι ένα βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα (2019) με τίτλο Girl, Woman, Other της Bernardine Evaristo.
* Οι Mino είναι το θέμα της αμερικανικής ιστορικής επικής ταινίας του 2022 The Woman King, σε σκηνοθεσία Τζίνα Πρινς-Μπάιθγουντ.
* Οι Dahomey Amazons αντιπροσωπεύονται ως Minos στο μυθιστόρημα Sister Mother Warrior της Vanessa Riley (William Morrow, 12 Ιουλίου 2022). “Καταλαβαίνεις ότι είναι γυναίκες μόνο από το στήθος τους. Είναι μυώδεις και δυνατές“, έγραψε.
Στο σώμα επικρατούσε σιδηρά πειθαρχία κι οι γυναίκες υφίσταντο εντατική εκπαίδευση. Εκπαιδεύονταν να αντέχουν στον πόνο, ενώ εκτελούσαν και εκπαιδευτικά 10ημερα στη ζούγκλα με μόνο όπλο μια ματσέτα. Στη μάχη αναμενόταν να αγωνιστούν μέχρι θανάτου, ενώ ήταν αμείλικτες στους αντιπάλους, που συχνά τεμάχιζαν κι έπαιρναν ως λάφυρα τα κεφάλια ή πιο απόκρυφα τμήματα του σώματός τους.
Υπολογίζεται ότι στα μέσα του 19ου αι. οι γυναίκες αποτελούσαν το 1/3 του στρατού της Δαχομέης. Στη μάχη τάσσονταν στο κέντρο της παράταξης καλύπτοντας και τον βασιλιά αν ήταν παρών. Οι αμαζόνες ήταν εξοπλισμένες με μουσκέτα, ξύλινους κεφαλοθραύστες και ματσέτες. Αργότερα εξοπλίστηκαν με τυφέκια Winchester. Όταν έβγαιναν από το παλάτι μπροστά τους βάδιζε ένας σκλάβος με ένα καμπανάκι που το χτυπούσε. Οι άνδρες όφειλαν να στρέψουν το βλέμμα αντίθετα και να μη κοιτούν τις αμαζόνες που περνούσαν.
Το 1890 ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος Δαχομέης-Γαλλίας. Ο βασιλιάς Μπεανζίν χρησιμοποίησε τις αμαζόνες στις μάχες. Οι Γάλλοι στρατιώτες αρχικά δίσταζαν να πυροβολήσουν γυναίκες. Όταν όμως είδαν πως οι γυναίκες αυτές πολεμούσαν άλλαξαν γνώμη. Τελικά χρειάστηκε κι η επέμβαση της περίφημης Λεγεώνας των Ξένων για να επικρατήσουν οι Γάλλοι. Ο 2ος πόλεμος ξέσπασε το 1892 κι έληξε το 1894. Οι γυναίκες πολέμησαν και πάλι ηρωικά, αλλά η Δαχομέη ηττήθηκε. Πάντως πολλοί Γάλλοι, που μετά τη νίκη επιχείρησαν να έχουνε τις αιχμάλωτες αμαζόνες ως παλλακίδες, πέθαναν άδοξα στο κρεββάτι! Η τελευταία αμαζόνα πέθανε γύρω στο 1979.
Οι Αγκότζι είναι μια πολεμική ομάδα αποτελούμενη αποκλειστικά από γυναίκες, που προστατεύει το αφρικανικό βασίλειο της Δαχομέης τον 19o αι. Αρχηγός των απίστευτα πειθαρχημένων, ικανών, σκληρών, αποτελεσματικών και δυνατών πολεμιστριών είναι η Νανίσκα. Κάθε τόσο, ο κύκλος των μαχητριών ανανεώνεται με νέο αίμα. Νεαρά κορίτσια, είτε επειδή θέλουν να ενταχθούν στις Αγκότζι γοητευμένες από τον μύθο που τις περιβάλλει, είτε για να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους -να παντρευτούν/πουληθούν σε εκείνον που θα διαλέξει ο πατέρας τους- περνάνε τις απαραίτητες δοκιμασίες προκειμένου να επιλεγούν για να υπηρετήσουν τον βασιλιά στο πλευρό της επίλεκτης γυναικείας ομάδας.
Τα Ιστορικά Γεγονότα
Πρωτοεμφανίστηκαν τον 17ο αι. και στο αποκορύφωμά τους αποτελούσαν μεγάλο μέρος του στρατού του Βασιλείου της Δαχομέης -πρόκειται για το σημερινό Μπενίν της δυτικής Αφρικής, με χιλιάδες μέλη- λέγεται πώς το τάγμα τον 19ο αι. αριθμούσε 6.000 μέλη σε στρατό συνολικά 25.000 πολεμιστριών.
Η Δαχομέη, γαλλικό προτεκτοράτο από το 1890 -ανεξάρτητο κράτος ως Μπενίν από το 1960- διαδραμάτισε σημαντικό, αν και πρόσκαιρο, ρόλο στο δουλεμπόριο των Ευρωπαίων που ανθούσε κείνη την εποχή. Επίσης, η Δαχομέη, αν κι ενταγμένη σε αυστηρά πατριαρχικό περιβάλλον, είχε τις κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες ώστε να επιτρέπει την άνοδο γυναικείων πολεμικών ομάδων όπως οι Αγκότζι. Στη παιδική ηλικία έπαιζαν αγόρια κορίτσια μαζί, ως την ενήλικη ζωή τους, με τη συμμετοχή των γυναικών σε οικονομικές δραστηριότητες. Αυτά τα πρότυπα φύλου χρονολογούνται από τότε. Για τις γυναίκες, για τις Αφρικανές, για τη συγκεκριμένη “φυλή” των Αγκότζι, για τη πατριαρχία, για τη βία των αντρών και τη δύναμη των γυναικών.
Από κόρες, πολεμίστριες. Από σύζυγοι, στα όπλα. Είναι οι μοναδικές καταγεγραμμένες γυναίκες πολεμίστριες στη πρώτη γραμμή στη σύγχρονη πολεμική ιστορία. Οι ξένοι τις ονόμαζαν Αμαζόνες της Δαχομέη, αν κι οι ίδιες αυτοαποκαλούνταν N’Nonton που σημαίνει “οι μητέρες μας”. Προστατεύοντας το βασιλιά τους σε μια αιματηρή μάχη, γίναν η ελίτ της πολεμικής δύναμης του βασιλείου της Δαχομέης, της σημερινής Δημοκρατίας του Μπενίν. Περιγράφονταν ως ανίκητες, ορκιζόντουσαν παρθένες κι ήταν γνωστές για τους γρήγορους αποκεφαλισμούς. Δεν είναι μυθικές. Η τελευταία Αμαζόνα της Δαχομέη πέθανε το 1979 στα 100 της. Ήταν η Nawi κι ανακαλύφτηκε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό. Τον 19ο αι. το τάγμα τους είχε 6.000 πολεμίστριες (συνολικά ο στρατός είχε 25.000 πολεμιστές).
Η ιστορία τους ξεκινά τον 17ο αιώνα και υπάρχουν θεωρίες που προτείνουν ότι ξεκίνησαν ως σώμα κυνηγών ελέφαντα κι εντυπωσίασαν το βασιλιά της Δαχομέης με τις ικανότητές τους, ενώ οι σύζυγοί τους έλειπαν πολεμώντας άλλες φυλές. Μια άλλη θεωρία προτείνει ότι επειδή οι γυναίκες ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι που επιτρέπονταν στο παλάτι του βασιλιά αφότου έπεφτε το σκοτάδι, έγιναν οι σωματοφύλακές του. Όποια κι είναι αλήθεια, μόνο οι πιο ισχυρές, οι πιο υγιείς κι οι πιο θαρραλέες εκπαιδεύονταν σκληρά για να γίνουν πολεμικές μηχανές που θα τις φοβόταν όλη η Αφρική για περισσότερο από 2 αιώνες.
Ήταν οπλισμένες με ολλανδικά μουσκέτα και μαχαίρια. Τα κορίτσια έπαιρναν όπλα από τα 8 τους. Αν και κάποιες γυναίκες κατατάσσονταν εθελοντικά, άλλες εγγράφονταν από τους συζύγους τους γιατί τις θεωρούσαν απείθαρχες και δεν μπορούσαν να τις ελέγξουν. Οι N’Nonton δεν μπορούσαν να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά, ενώ υπηρετούσαν και θεωρούνταν παντρεμένες με τον βασιλιά τους μ’ έναν όρκο αγνότητας. Ούτε όμως κι ο βασιλιάς τόλμησε ποτέ να σπάσει τους όρκους της αγαμίας τους κι όποιος τις άγγιζε πέθαινε. Την άνοιξη του 1863, ο Βρεττανός εξερευνητής Ρίτσαρντ Μπάρτον έφτασε στη δυτική αφρικανική παράκτια χώρα της Δαχομέης σε μιαν αποστολή για τη βρεττανική κυβέρνηση. Αυτές οι γυναίκες ήταν που εξέπληξαν τον Μπάρτον.
Παρά τη δύσκολη εκπαίδευση τους, ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγουν από την άχαρη ζωή των γυναικών. Όσες υπηρετούσαν στις N’Nonton είχαν την ευκαιρία να ανέλθουν σε διοικητικές θέσεις, να λάβουν εξέχοντα ρόλο στο Μεγάλο Συμβούλιο, να συζητάν για πολιτική. Μπορούσαν ακόμη και να γίνουν πλούσιες κι ανεξάρτητες. Όλες είχαν σκλάβους. Όταν κάποια Αμαζόνα έβγαινε από το παλάτι, προηγούνταν κάποια σκλάβα που μετέφερε ένα κουδούνι, ο θόρυβος του οποίου προειδοποιούσε τους άντρες να φεύγουν από το δρόμο.
Ακόμη και μετά τη γαλλική επέκταση στις χώρες της Αφρικής στη 10ετία του 1890, η “βασιλεία” των Αμαζόνων συνέχισε. Γάλλοι ένστολοι που τις έπαιρναν στο κρεββάτι τους, συχνά βρίσκονταν νεκροί το πρωί. Στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ της Γαλλίας και της Δαχομέης πολλοί Γάλλοι στρατιώτες δίστασαν να επιτεθούν στις N’Nonton. Οι Γάλλοι τελικά επικράτησαν, αλλά μόνο όταν χρησιμοποίησαν τη Λεγεώνα των Ξένων, που ήταν οπλισμένοι με πολυβόλα. Οι λεγεωνάριοι αργότερα έγραψαν για το “απίστευτο θάρρος και θράσος” των Αμαζόνων.
Το 2015, η Γαλλίδα καλλιτέχνης του δρόμου YZ, ξεκίνησε δική της εκστρατεία για ν’ αποτίσουν φόρο τιμής στα άγρια θηλυκά του 19ου αι…
——————————–
Κλείνοντας εδώ άλλο ένα άρθρο, δεν μπορώ παρά να νιώσω θαυμασμό κι άπειρο σεβασμό σ’ αυτές όλες τις Γυναίκες των άρθρων αυτών!
Τ Ε Λ Ο Σ