ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Β2: Ξυπόλητη Χορεύτρια

Βιογραφικό

     Η Ισαδώρα Ντάνκαν (Isadora Duncan) ήτανε χορεύτρια και θεωρείται από πολλούς σαν η μητέρα του σύγχρονου χορού. Υπήρξε γνωστή και σα “ξυπόλητη χορεύτρια“. Η χορογραφία της ήταν εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική χορογραφία και φωτογραφήθηκε μπρος απ’ τις Καρυάτιδες. Μετά τα 22, έζησε κυρίως στην Ευρώπη. Ήρθε στην Ελλάδα το 1903, έχτισε στο Βύρωνα κατοικία που τώρα έχει μετατραπεί σε σχολή χορού με τ’ όνομα της, με σχέδια του αδελφού της Ρέημοντ, βασισμένη σε αρχαιοελληνικά πρότυπα. Σπούδασε χορό, έδινε παραστάσεις και δίδασκε χορό. Έγινε διάσημη, όταν έφυγε από τις ΗΠΑ για περιοδεία στην Ευρώπη. Έζησε στη Δυτ. Ευρώπη, στην Ελλάδα και τη Ρωσία. Υπήρξε η μούσα διαφόρων καλλιτεχνών (ποιητών, ζωγράφων, του γλύπτη Ροντέν). 
     Απέκτησε μία κόρη (1906) με τον Γκόρντον Γκρεγκ κι ένα γιό (1910) με τον Πάρις Σίνγκερ -ο ένας από τους πατεράδες ήταν εκατομμυριούχος, γόνος της πλούσιας οικογένειας (γόνος του Ισαάκ Σίνγκερ). Τα 2 παιδιά πέθαναν νωρίς, το 1913, με τραγικό τρόπο: καθώς γυρνούσαν με τη νταντά τους, ο οδηγός αναγκάστηκε να σταματήσει για ν’ αποφύγει ένα τρακάρισμα. Όταν βγήκε για να βάλει μπρος με τη μανιβέλα ξέχασε να βάλει χειρόφρενο και το αμάξι κινήθηκε κι έπεσε στο Σηκουάνα. Μετά το δυστύχημα, πήγε στη Κέρκυρα, όπου έζησε αρκετούς μήνες με την Ιταλίδα ομοφυλόφιλη ηθοποιό Ελεονώρα Ντούζε. Το 1922 παντρεύτηκε τον Σεργκέι Γιεσένιν, ένα πολύ μικρότερό της Ρώσο ποιητή.
     Τη πολυτάραχη, παραβατική και τραγική ζωή της, ακολούθησε τραγικός θάνατος. Αποκεφαλίστηκε όταν το φουλάρι της πιάστηκε σε μία από τις πίσω ρόδες του σπορ αυτοκινήτου που επέβαινε και της έσπασε τον αυχένα.



     Γεννήθηκε στις 27 Μάη 1877 στο Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια. Ζούσε με τη μητέρα και τα 3 αδέρφια της μετά τον ξαφνικό χωρισμό των γονιών της, ύστερα από ένα οικονομικό σκάνδαλο που σκίασε το όνομα του πατέρα. Από μικρή, πέρα από το πιάνο, παρακολουθούσε και μαθήματα μπαλέτου. Στα 6 της, το έμφυτο ταλέντο της στη κίνηση και το χορό δεν μπορούσε να παραμείνει κρυφό. Μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς και τους μάθαινε χορό. Στα 13 εμφανιζότανε σε χορευτικές παραστάσεις στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε στο Σικάγο και τη Νέα Υόρκη.
     Διδάχτηκε για λίγο μπαλέτο, αλλά τελικά επαναστάτησε ενάντια σ’ αυτό, θεωρώντας το αφύσικο, περιοριστικό και στρεβλό. Το προσωπικό της χορευτικό ύφος, επηρεασμένο από τη φύση, τα κύματα και τη κίνηση των δέντρων, από τα αρχαιοελληνικά γλυπτά κι από τη φιλοσοφική σκέψη των Nietzsche και Havelock Ellis, βασιζότανε στη ροή της κίνησης του σώματος με τρόπο που για την ίδια εξέφραζε τους ρυθμούς της φύσης και τα πιο ευγενή αισθήματα του ανθρώπου.
     Πίστευε ότι η πηγή όλων των κινήσεων βρισκότανε στο ηλιακό πλέγμα κι ο χορός της, αντίθετα με το μπαλέτο, έδινε σημασία στη χρήση της βαρύτητας και του βάρους του σώματος. Το κινητικό της λεξιλόγιο περιλάμβανε κινήσεις όπως απλά πηδήματα, τρέξιμο, αναπηδήσεις, μεγάλες εκφραστικές κινήσεις και παιγνιώδεις μιμητικές κινήσεις. Χόρευε με τα πόδια γυμνά χωρίς παπούτσια, φορώντας ανάλαφρα κοστούμια κι επαναστάτησε ενάντια στην άποψη της εποχής της ότι η κλασσική μουσική δεν ήτανε κατάλληλη για χορογραφία. Η ίδια χρησιμοποίησε μουσικές των Beethoven, Chopin, Mendelssohn, Schubert κι άλλων.
     Η επαγγελματική της καρριέρα ως ηθοποιού ξεκίνησε στο θίασο του Augustin Daly και το 1897 μετακόμισε με την οικογένειά της στο Λονδίνο όπου προσέγγισε την αρχαία ελληνική τέχνη και διαμόρφωσε τις ιδέες της για το χορό. Ξεκίνησε δίνοντας ρεσιτάλ σε σπίτια και γκαλερί και το 1902 με την οικονομική στήριξη της Loie Fuller (επίσης πρωτοπόρου του μοντέρνου χορού) έδωσε παραστάσεις στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Η 1η της παράσταση στο Παρίσι, στο Θέατρο Sarah Bernhardt το 1903 δεν είχε πολύ μεγάλη απήχηση, σ’ αντίθεση με τις εμφανίσεις της το 1909, που συνέπεσαν με τις εμφανίσεις των Ρωσικών Μπαλέτων Ντιαγκίλεφ.



     Παρά την επιτυχία της σαν χορεύτρια στην Αμερική, ο αυστηρός τρόπος κίνησης που απαιτούσε το μπαλέτο δεν την ευχαριστούσε. Ήθελε να δοκιμάσει νέες, πρωτοποριακές χορευτικές κινήσεις. Κάτι τέτοιο στην Αμερική δεν ήταν αποδεκτό κι έτσι το 1900 μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί σπούδασε μαζί με τον αδερφό της, Ρέημοντ ελληνική μυθολογία κι αρχιτεκτονική. Η επαφή της με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήτανε καταλυτική. Όταν χόρευε ακολουθούσε τους δικούς της κανόνες. Οι κινήσεις της ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικές. Είχε την ικανότητα αυτό που ένιωθε να το μεταδίδει με τον ανάλαφρο χορό της. Ο ελεύθερος χορός της ήταν απίστευτα αρμονικός. Στις εμφανίσεις της άρχισε να ντύνεται με φορέματα αρχαίου ελληνικού τύπου και να χορεύει ξυπόλητη. Παθιάστηκε με τον ελεύθερο αρχαιοελληνικό χορό κι υιοθέτησε αρκετές απ’ τις κινήσεις του.
     Ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του χορού της αντιμετωπίστηκε πολύ θετικά από τους Ευρωπαίους θεατές. Μ’ επιρροές απ’ την αρχαιοελληνική γλυπτική και την ιταλική Αναγέννηση, ντυμένη με μανδύες και χορεύοντας πάντα ξυπόλητη εντυπωσίασε το κοινό που ερχόταν να την απολαύσει. Ξεκινώντας απ’ τη Βουδαπέστη το 1902 μέχρι το 1907, ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, μεταξύ τους κι η Ελλάδα, όπου οι παραστάσεις της γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το πνεύμα της ήτανε πολύ ανήσυχο και παράλληλα με το χορό ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τη ποίηση και τη ζωγραφική. Κείνη περίπου την εποχή διαμόρφωσε πλήρως και την εκκεντρική προσωπικότητά της. Δήλωνε φεμινίστρια κι υπέρμαχος του ελεύθερου έρωτα.
     Στη Γερμανία ήρθε σ’ επαφή με την φιλοσοφία του Νίτσε και γνώρισε πολλούς διανοούμενους της εποχής. Συνδυάζοντας τη ποίηση μόνο με τους απαραίτητους χορευτικούς κανόνες του μπαλέτου, επινόησε ένα νέο είδος χορού:. Τον σύγχρονο. Η ίδια έλεγε: “Δεν επινόησα το χορό, υπήρχε πριν από μένα. Κοιμόταν όμως κι εγώ τονε ξύπνησα!”.
     Από μικρή ηλικία θωρούσε ότι το μπαλέτο περιόριζε τη φυσικότητα του σώματος και την ελευθερία του πνεύματος. Απ’ το χορό επιδίωκε ακριβώς αυτό. Την ελευθερία της κίνησης που θα επέτρεπε το σώμα να ενωθεί με τη φύση κι ελευθερία πνεύματος που θ’ αντιμετώπιζε το χορό σαν κάτι παραπάνω από μηχανικές κινήσεις. Για την αντισυμβατική χορεύτρια, ο χορός ήταν μορφή τέχνης και μια ρομαντική απόδραση απ’ τη πραγματικότητα. Μπορεί στα επαγγελματικά της να ήτανε πολύ πετυχημένη, ωστόσο η προσωπική της ζωή σημαδεύτηκε από τραγικά γεγονότα. Απέκτησε 2 γιους από παράνομους δεσμούς. Το 1913 πνίγηκαν όταν το αμάξι που οδηγούσε η νταντά τους έπεσε στον ποταμό Σηκουάνα.



     Το 1920 παντρεύτηκε το Ρώσο λυρικό ποιητή Σεργκέι Γεσένιν. Το ζευγάρι αποφάσισε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Η Ισαδώρα είχε επικριθεί απ’ την αμερικανική κοινωνία και παλιότερα για τα φιλορρωσικά της αισθήματα. Όταν γύρισε μαζί με τον άντρα της στις ΗΠΑ, η αποδοχή που δέχτηκαν ήταν αρκετά κακόβουλη. Ο Γεσένιν δε μπόρεσε ν’ αντιμετωπίσει την επικρατούσα κατάσταση κι επέστρεψε στη πατρίδα. Ένα χρόνο μετά αυτοκτόνησε. Η Ντάνκαν μέχρι τον τραγικό της θάνατο απομονώθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας όπου ξεκίνησε τη διδασκαλία χορού.
     Παράλληλα με τις πολλές περιοδείες που πραγματοποίησε, ίδρυσε και σχολές χορού σ’ αρκετές πόλεις που επισκέφτηκε. Η ελευθερία κι η κομψότητα του νέου χορού που δίδασκε άρεσε πάρα πολύ και πολλοί μαθητές της, ακόμη κι όταν οι σχολές παρήκμασαν κι έκλεισαν συνέχισαν να διδάσκουνε τον χορό της. Οι μαθητές έμειναν γνωστοί με το παρατσούκλι “Isadorables“. Η Ντάνκαν θεωρήθηκε η πρωτοπόρος του σύγχρονου χορού και μια από τις σπουδαιότερες χορεύτριες και χορογράφους του 20ου αι.. Μέχρι και σήμερα πολλοί λάτρεις του χορού βαδίζουνε πάνω σ’ αυτά που έδειξε κείνη. Το 1980 ο Δήμος Βύρωνα, ίδρυσε το Κέντρο Μελέτης Χορού Ισιδώρας & Ρέημοντ Ντάνκαν, που στεγάζεται στο σπίτι που ζούσε το 1903 ο αδερφός της Ισιδώρα, Ρέημοντ.
     Στις 14 Σεπτέμβρη 1927 η Ισαδώρα Ντάνκαν θα οδηγούσε για 1η φορά στη Νίκαια της Γαλλίας το νέο της ανοιχτό σπορ αμάξι. Το τεράστιο κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό της μπλέχτηκε με τη πίσω ρόδα του αμαξιού της και στραγγαλίστηκε ακαριαία. Η γνωστή ως “ξυπόλητη χορεύτρια“, η πρωτοπόρος του σύγχρονου χορού που αποθεώθηκε, είχε σβήσει άδικα κι άτυχα αφήνωντας πίσω μια τεράστια διδασκαλία χορού…



     Το 1903 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά της. Εκεί, στο λόφο του Κοπανά, στις πλαγιές του Υμηττού, στη περιοχή του σημερινού Βύρωνα, τοποθεσία που τους παρείχε ανεμπόδιστη θέα στην Ακρόπολη και χτίσανε σπίτι με βάση τα σχέδια του παλατιού του Αγαμέμνονα στη Μυκήνες. Η κατασκευή του οικογενειακού συγκροτήματος, που αποκαλούσαν “ο ναός μας“, είχε ξεκινήσει πολύ φιλόδοξα, δεν ολοκληρώθηκε όμως ποτέ. Με χαρακτηριστική απερισκεψία, οι Ντάνκαν είχαν αγοράσει γη που δεν εξασφάλιζε πρόσβαση σε νερό. Μέχρι το τέλος του χρόνου η Ισιδώρα είχε φύγει. Στη διάρκεια της παραμονής τους κι έχοντας υιοθετήσει αρχαίο ελληνικό ένδυμα που τραβούσε τα βλέμματα των ντόπιων, πραγματοποίησαν αρκετές μικρές εκδρομές σε μέρη που ‘χαν αρχαιολογικό ενδιαφέρον όπως η Ελευσίνα κι ο Κολωνός. Επίσης πραγματοποίησε το όνειρό της να χορέψει κάτω από το βράχο της Ακρόπολης στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου. Πριν φύγει για τη Βιέννη, εξασφάλισε το Δημοτικό και το Βασιλικό Θέατρο για παραστάσεις, που σύμφωνα με τον τύπο της εποχής προσέλκυσαν μεγάλο πλήθος και σημείωσαν αξιοσημείωτη επιτυχία.
     Το 1904 περιόδευσε στη Ρωσσία, και θεωρείται ότι πιθανό να επηρέασε το χορογράφο Michel Fokine στις δικές του χορογραφικές αναζητήσεις. Το 1905, μαζί την αδερφή της Elisabeth ίδρυσε σχολείο για 40 παιδιά στο Grünewald κοντά στο Βερολίνο, που μετέφερε στο Παρίσι το 1908. Στο σχολείο της δεν δίδασκε η ίδια, αλλά το στήριζε οικονομικά με τα έσοδα από τις παραστάσεις που ‘δινε σε όλη την Ευρώπη με μεγάλη επιτυχία.
     Η Ισαδώρα Ντάνκαν λάτρευε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό κι οι χορογραφίες της ήταν εμπνευσμένες από τις κινήσεις αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων κι εικόνων αρχαίων αγγείων. Επιθυμούσε ν’ αναβιώσει τον αρχαίο ελληνικό χορό ή τέλος πάντων αυτό που πίστευε και φανταζόταν ότι ήταν ο αρχαίος ελληνικός χορός. Χόρευε φορώντας αραχνοΰφαντα αέρινα πέπλα και χιτώνες. Συμμετείχε στις Δελφικές Γιορτές που Εύα Πάλμερ είχε χρηματοδοτήσει, η 1η σύζυγος του Σικελιανού.



     Η 1η γνωστή φωτογράφηση στην Ακρόπολη έγινε το 1921 από τον φωτογράφο, ζωγράφο κι επιμελητή έργων τέχνης Έντουαρντ Γιαν Στάιχεν (Edward Jean Steichen 1879-1973), που απαθανάτισε μ’ ένα πρωτοποριακό τρόπο τη “μητέρα του σύγχρονου χορού” και λάτρη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Ντάνκαν είχε έρθει για 1η φορά στην Ελλάδα το 1903 δίνοντας παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και δημιούργησε μαζί με τον αδελφό της το Σπίτι του Χορού στον σημερινό Βύρωνα. Το καλοκαίρι του 1921 βρισκότανε στη Βενετία, όπου γνώρισε τον Στάιχεν. Η χορεύτρια, αφού βεβαιώθηκε ότι ο φωτογράφος θα μπορούσε να κάνει κινούμενες εικόνες του χορού της στην Ακρόπολη, τον έπεισε να τη συνοδεύσει στην Αθήνα. Έπειτα από άδεια που έλαβαν, άρχισε η φωτογράφιση, αρχικά με φόντο το Ερεχθείο και στη συνέχεια πίσω από τον Παρθενώνα. Ο Έντουαρντ απαθανάτισε τη Ντάνκαν να χορεύει σαν αρχαία Ελληνίδα στον Παρθενώνα. Το αποτέλεσμα ήταν αριστουργηματικό κι οι φωτογραφίες ονομάστηκαν από τον δημιουργό τους ως η “επίδραση της φωτιάς“, “Wind Fire“.
     Ο Έντουαρντ είχε ταξιδέψει στην Ακρόπολη με το θίασο της Ισιδώρας (Isadorables) επειδή του ‘χε υποσχεθεί το αδιανόητο: ότι θα τον αφήσει να τη κινηματογραφήσει για 1η και τελευταία φορά. Πράγμα που δεν είχε γίνει ποτέ κι από κανένα. Κι έτσι, με μια φωτογραφική μηχανή που δανείστηκε, τράβηξε μερικές φωτογραφίες της που μείνανε κι αυτές στην Ιστορία.



     Στη παραμονή της στην Αθήνα, ανέβαινε συχνά στην Ακρόπολη, καλώντας τις δυνάμεις των μνημείων να της στείλουνε την έμπνευση. Οι περιγραφές των στιγμών της αναμονής είναι έντονα συναισθηματικές κι απροσποίητες:

   “Για πολλές μέρες καμμία κίνηση δε μου ερχόταν. Και τότε, μια μέρα γεννήθηκε στον νου μου μία σκέψη: οι κίονες αυτοί φαίνονται τόσο ίσιοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι· καθένας κυρτώνει ελαφρά από τη βάση προς τη κορφή, καθείς βρίσκεται σε ρέουσα κίνηση, αεικίνητος κι η κίνηση του καθενός εναρμονίζεται με των άλλων. Κι ενώ έκανα αυτή τη σκέψη, τα χέρια μου υψώθηκαν αργά προς τη μεριά του Ναού κι έγειρα μπρος -και τότε ήξερα πως είχα βρει το χορό μου και πως ο χορός αυτός ήταν μια Προσευχή“.

   Αντίστοιχα ο Στάιχεν θεωρείται από τους σημαντικότερους φωτογράφους. Ως τις αρχές του 20ού αι. ακολουθούσε το ρεύμα του πικτοριαλισμού-ιμπρεσσιονισμού στη φωτογραφία. Τη περίοδο του Α’ Παγκ. Πολ. (1914-18) γνώρισε τη φρίκη των πολεμικών συγκρούσεων στο μέτωπο της Γαλλίας. Μετά το τέλος του πολέμου αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αλλάξει τον τρόπο που ‘βλεπε και φωτογράφιζε τα πράγματα. Γι’ αυτό, αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή για να αναζητήσει νέους δρόμους για τη τέχνη του. Στη Βενετία συνάντησε τη τότε διάσημη χορεύτρια και γνωστή στους κοσμικούς κύκλους της Ευρώπης Ισαδώρα Ντάνκαν που τον έπεισε να ταξιδέψει μαζί της στην Αθήνα, δίνοντάς του την υπόσχεση ότι θα τον άφηνε να τη κινηματογραφήσει. Τελικά, όμως, η Ισαδώρα αρνήθηκε να συνεργαστεί για το γύρισμα ταινίας, ωστόσο δέχθηκε να τη φωτογραφήσει στον Παρθενώνα μαζί με το θίασό της. Στην Ακρόπολη ο Steichen τράβηξε ίσως τις τελευταίες ποιητικές φωτογραφίες που ακόμα ήτανε κοντά στην ατμόσφαιρα του πικτοριαλισμού.



     Τα έργα της τροφοδοτούνταν απ’ την ενέργεια και το φιλελεύθερο πνεύμα της κι από τη γεμάτη πάθος και τραγωδίες ζωή. Είχε διάφορες σχέσεις, παρά τις κοινωνικές συμβάσεις, μεταξύ άλλων, με τον Βρεττανό σκηνοθέτη Edward Gordon Craig, με τον εκατομμυριούχο ιδιοκτήτη της ομώνυμης εταιρείας Paris Singer και με τον Ρώσο ποιητή Sergei Esenin, που τρελλάθηκε κι αυτοκτόνησε το 1925. Τα δυο της παιδιά πνίγηκαν σε τραγικό ατύχημα το 1913 κι οι 2 διάσημες χορογραφίες της αυτής της περιόδου, η Marsellaise (1915) και το Marche Slave (1916) πραγματεύονται την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος μπρος στις αντιξοότητες. 
     Λίγες μέρες μετά το θάνατο των παιδιών της, πήγε για σύντομο διάστημα στη Κέρκυρα για να συνέλθει, μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας. 2 έτη μετά ταξίδεψε για 2η φορά στην Αθήνα, που ζούσε σε κλίμα έντονου διχασμού σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκ. Πολ. Εγκαταστάθηκε στη Μεγάλη Βρεττανία και σ’ έξαρση πολιτικού ενθουσιασμού βγήκε στη πλατεία Συντάγματος σ’ ένδειξη υποστήριξης του Βενιζέλου. Χόρεψε τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα κι αναφωνώντας Vive La France, όμως η κατάσταση στη χώρα ήτανε πολύ ταραχώδης κι η παραμονή της δε κράτησε πολύ.
     Το 1922 παντρεύτηκε τον κατά αρκετά νεότερό της Ρώσο ποιητή Σεργκέι Γιεσένιν κι εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σοβιετική Ένωση όπου κι άνοιξε σχολή χορού. Παρά τις φιλοαριστερές ιδέες που ‘χε κείνη τη περίοδο της ζωής της, δε μπόρεσε να προσαρμοστεί στο σοβιετικό καθεστώς κι έφυγε στη Δ. Ευρώπη. Ο Σεργκέι αυτοκτόνησε το 1925, ενώ η ίδια βρήκε τραγικό θάνατο το 1927 στη Νίκαια της Γαλλίας. Πνίγηκε από το μακρύ φουλάρι που φορούσε, όταν αυτό τυλίχτηκε στις ρόδες του πολυτελούς σπορ αυτοκινήτου (Bugatti) που επέβαινε.



     Στη διάρκεια του τελευταίου της ταξιδιού στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1920, η Ντάνκαν απογοητεύτηκε έντονα όταν αντίκρυσε το σπίτι στον Κοπανά κατεστραμμένο και κατοικημένο από ντόπιους βοσκούς. Αργότερα όμως, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, τιμήθηκε από τον ίδιο το Βενιζέλο στο Παναθηναϊκό Στάδιο με δάφνινο στεφάνι. Επίσης σε κείνο το ταξίδι τραβήχτηκαν τα περίφημα πορτραίτα της Ισαδώρας στην Ακρόπολη από το φημισμένο φωτογράφο Steichen. Τελικά, έφυγε απ’ την Αθήνα μ’ αφορμή τη πολιτική αναταραχή που προκάλεσε ο θάνατος του Βασιλιά Αλέξανδρου από το δάγκωμα ενός πιθήκου που κρατούσε ως κατοικίδιο!
     Παρ’ όλο που οι παραστάσεις της ήτανε προσεκτικά σχεδιασμένες έδιναν την εντύπωση του αυτοσχεδιασμού κι οι επίδρασή τους βασιζότανε στο εκπληκτικό της χάρισμα και στη βαθειά συναισθηματική σχέση με τη μουσική. Δεν δημιούργησε ποτέ μια τεχνική, παρ’ όλο που επηρέασε βαθιά πολλούς που την είδαν, όπως για παράδειγμα ο χορογράφος Frederic Ashton, που θαύμασε πολύ τη πλαστικότητα και τη ροή της κίνησής της. Η Αμερική ήτανε συγκρατημένη στις αντιδράσεις της απέναντί της, παρ’ όλο που την επισκέφτηκε πολλές φορές για παραστάσεις. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, εν τούτοις, στη Ρωσσία. Εξέφρασε θερμά τη συμπάθειά της για το νέο Σοβιετικό καθεστώς κι άνοιξε σχολή στη Μόσχα το 1921. Χορογράφησε επίσης 2 έργα για τη κηδεία του Λένιν και περιόδευσε στην Ουκρανία χαρίζοντας τα χρήματα των παραστάσεων στους φτωχούς.

     Το 1924 έφυγε απ’ τη Ρωσία πάμπτωχη κι εγκαταστάθηκε στη Νις της Γαλλίας το 1925, όπου έδωσε λίγες παραστάσεις. ‘Έδωσε το τελευταίο της ρεσιτάλ στο Παρίσι το Μάη του 1927 και λίγο αργότερα σκοτώθηκε όταν το φουλάρι της πιάστηκε στη ρόδα του ανοιχτού της αυτοκινήτου. Η αυτοβιογραφία της: Η Ζωή Μου εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1927 και στο Λονδίνο το 1928. Παρ’ όλο που οι Isadorables, -6 από τις μαθήτριές της συνέχισαν να διδάσκουνε τις ιδέες και τη κίνησή της μετά το θάνατό της, κανείς δεν μπορούσε ν’ αντικαταστάσει τη μαγεία της. Μία εντύπωση του χορού της, μπορεί κανείς ν’ αποκομίσει βλέποντας ζωγραφικά έργα, σκίτσα, φωτογραφίες και κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά έργα που έχουνε φτιαχτεί γι’ αυτήν. Χορογράφοι όπως οι Frederick AshtonMaurice Bejart & Kenneth MacMillan έχουνε χορογραφήσει έργα προς τιμή της.
     Κάθε νύχτα, αγόρια όλο νευρικότητα γέμιζαν τα ερείπια του Θεάτρου Διονύσου στους πρόποδες της Ακρόπολης και παίρνανε θέση στο κέντρο της σκηνής. Εκεί, καθένα έβαζε τη ψυχή του στο τραγούδι του, ενώ η παράξενη ξένη καθότανε στους μαρμάρινους θρόνους, αυτούς που χρησιμοποιούσανε κι οι επιφανείς Αθηναίοι στους αρχαίους καιρούς. Η γυναίκα κάρφωνε εξεταστικά το βλέμμα της στα αγόρια, στο καθένα ξεχωριστά, 200 κακοντυμένα αλάνια συνολικά. Η Ισαδώρα Ντάνκαν ήξερε ακριβώς τι ζητούσε. Φεύγοντας από την Αθήνα, θα ‘παιρνε μαζί της ένα χορό 10 ντόπιων αγοριών.


 
     Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, η Ντάνκαν είχε αντιληφθεί τη πεμπτουσία της κίνησης ως προσευχή. Η αλήθεια που της αποκαλύφθηκε μες στο περιστύλιο του Παρθενώνα γέννησε μέσα της κίνηση που ξεπήδησε απ’ το διάφραγμα κι ανάγκασε τα χέρια της να υψωθούνε σε στάση δέησης. Οι περίφημες φωτογραφίες του Edward Steichen με τη Ντάνκαν σε εκπληκτικές πόζες στο περιστύλιο του Παρθενώνα τραβήχτηκαν το 1920, 17 έτη αφ’ ότου είχε γράψει τις παραπάνω γραμμές. Όπως πολλοί άλλοι πριν και μετά απ αυτή, θα ΄’νιωθε την ανάγκη να επισκέπτεται ξανά και ξανά τον Παρθενώνα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.
     Οι μήνες όμως που πέρασε στην Αθήνα την είχαν μεταμορφώσει και γεμίσει. Μαζί με τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν, ποιητές, τραγουδιστές, χορευτές, καλόγερους, χωρικούς και βασιλιάδες, δημιούργησαν ένα κύκλο που πειραματιζόταν επάνω στο χορό, στο θέατρο, στη μουσική και στην υφαντική. Οι Ντάνκαν απήγγελλαν στίχους και χορεύανε κάθε πρωί στο Θέατρο Διονύσου. Τ’ απογεύματα όργωνανε τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της πόλης, προσπαθώντας να κατανοήσουνε την αρχαία ελληνική καλλιτεχνική φόρμα και κίνηση μελετώντας ποίηση, δραματουργία, γλυπτική κι αγγειογραφία. Αυτό που ενδιέφερε ιδιαίτερα την Ισιδώρα και τον αδελφό της Ρέημοντ, που μετά από σύντομη γνωριμία νυμφεύτηκε τη Πηνελόπη Σικελιανού, αδελφή του μεγάλου ποιητή, ήταν να ανασύρουν από τη λήθη τον ήχο της αρχαίας ελληνικής μουσικής, γι’ αυτό αναζητούσανε χειρόγραφα βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Η θεωρία τους ήταν ότι οι ύμνοι των πρωτοχριστιανικών εκκλησιών είχανε τις ρίζες τους στις στροφές των αρχαίων ελληνικών ύμνων. Άκουγαν επίσης προσεκτικά. τους ντόπιους άντρες κι αγόρια, που τραγουδούσανε παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια, ελπίζοντας να εντοπίσουνε σ’ αυτά ίχνη αρχαίας ελληνικής μουσικής των κλασσικών χρόνων.
     Η Ισιδώρα ήταν αποφασισμένη ν’ αναδημιουργήσει αρχαίο χορό αγοριών για να περιοδεύσει μαζί στην Ευρώπη σε παράσταση των Ικέτιδων του Αισχύλου. Πράγματι, συγκέντρωσε 10 καλύτερες αγορίστικες φωνές της Αθήνας κι επιστράτευσε ένα νεοχρισθέντα ορθόδοξο ιερέα με ειδίκευση στη βυζαντινή μουσική για να εκπαιδεύσει τα τυχερά πιτσιρίκια που θα συγκροτούσανε την επονομαζόμενη Ελληνική Χορωδία. Οι Ντάνκαν κι oι μικροί τραγουδιστές έφυγαν από την Αθήνα πριν το τέλος του χρόνου για να ταξιδέψουνε στη Βιέννη, στο Μόναχο και στο Βερολίνο.


     Στο Μόναχο δώσανε παράσταση για τους φοιτητές του διάσημου αρχαιολόγου Adolf Furtwangler, που προλόγισε την εκδήλωση με διάλεξη πάνω στους αρχαίους ελληνικούς ύμνους που είχαν μελοποιηθεί από τον ιερέα. Τα αγόρια τραγουδήσανε σαν αρχαίος χορός, ντυμένα με χιτώνες και με σανδάλια στα πόδια. Η ίδια χόρεψε το ρόλο και των 50 Δαναΐδων. Το κοινό παραληρούσε.
     Σε κάθε νέο προορισμό, ωστόσο, ο ενθουσιασμός για τη χορωδία ξεφούσκωνε. Όταν πια φτάσανε στο Βερολίνο, μετά από 6μηνη περιοδεία, οι φωνές των αγοριών είχαν αρχίσει ν’ αλλάζουν, οι μελωδικοί κάποτε ήχοι γίνονταν διαπεραστικοί και παράφωνοι. Τα παιδιά είχανε χάσει τη θεία αγορίστικη εκφραστικότητα που τόσο είχε γοητεύσει τη Ντάνκαν στο Θέατρο Διονύσου. Είχαν επίσης ξεπεταχτεί σε ύψος, κάποια ακόμη και 30 πόντους, ενώ είχανε ξεφύγει και σε θέματα πειθαρχίας. Άνοιξη του 1904 στάλθηκαν πίσω στην Αθήνα απ’ το Βερολίνο με τραίνο, σε βαγόνι Β’ θέσης, με τις φουφούλες που τους είχαν αγοράσει από το πολυκατάστημα Wertheim’s στις αποσκευές τους, ενθύμια του μεγάλου πειράματός της για την αναδημιουργία ενός αρχαίου ελληνικού χορού. Η παράσταση αρχαίων ήχων και κινήσεων έτσι όπως την οραματίστηκε η Ισιδώρα Ντάνκαν υπήρξε χειμαρρώδης και φανταχτερή, παρ’ όλ’ αυτά παραμένει διδακτική ακόμη και σήμερα.
     Η Ντάνκαν, που θεωρείται μητέρα του μοντέρνου και του σύγχρονου χορού, έχει σημαντικούς δεσμούς με την Ελλάδα. Η παρακαταθήκη της Αμερικανίδας χορεύτριας και χορογράφου ακολούθησε ποικίλλες διαδρομές ανάλογα με το πώς τη δίδαξαν οι μαθήτριές της, οι Isadorables, διασκορπισμένες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και στη συνέχεια, οι δικές τους μαθήτριες…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *