
Βιογραφικό
Η Ingrid Jonker (Ίνγκριντ Γιόνκερ) ήταν Νοτιοαφρικανή ποιήτρια κι από τους ιδρυτές της σύγχρονης αφρικάανς λογοτεχνίας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί ευρέως και σ’ άλλες γλώσσες. Γεννημένη σ’ οικογένεια Αφρικάνερ με 400 ετών ρίζες στη Νότια Αφρική, μεγάλωσε σε διαλυμένο σπίτι. Μετά το θάνατο της μητέρας, αυτή κι η αδελφή της Άννα μετακόμισαν με τον αποξενωμένο πατέρα τους κι αντιμετώπισαν κρυφή και κλιμακούμενη συναισθηματική κακοποίηση από τη θετή μητέρα τους πριν μετακομίσουνε κι οι 2. Στη διάρκεια των 10ετιών ’50 κι ’60, που είδε τη σφαγή του Sharpeville, την όλο και πιο δρακόντεια επιβολή των νόμων του απαρτχάιντ και τη κλιμάκωση της τρομοκρατίας που διαπράχθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας κι από τη παραστρατιωτική πτέρυγα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, επέλεξε να συνδεθεί με τη φυλετικά μικτή λογοτεχνική κλίκα του Κέιπ Τάουν, που συγκεντρώθηκε γύρω απ’ τον συνάδελφό της Αφρικάνερ ποιητή και λογοτεχνικό μέντορα Uys Krige στο παραλιακό προάστιο Clifton. Στα ποιήματά τη και σε συνεντεύξεις σε εφημερίδες, κατήγγειλε τις φυλετικές πολιτικές του κυβερνώντος Εθνικού Κόμματος και την αυξανόμενη λογοκρισία της λογοτεχνίας και των ΜΜΕ.. Αυτό την έφερε σ’ ανοιχτή σύγκρουση με τον πατέρα της, ευρέως σεβαστό βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος. Το 1965, το παιδικό τραύμα της, ο πρόσφατος αποτυχημένος γάμος της κι οι καταστροφικές σχέσεις της με πολλούς διαφορετικούς άνδρες οδηγήσανε στη μεγάλη κατάθλιψη και τελικά στην αυτοκτονία με πνιγμό. Ακόμα κι έτσι, έχει φτάσει σ’ εμβληματική θέση στη μετα-απαρτχάιντ Νότια Αφρική και συχνά συγκρίνεται με τη Sylvia Plath και τη Marilyn Monroe.
Στις 2 πλευρές της οικογένειας, οι πρόγονοί της είχανε ζήσει στη Νότια Αφρική για αιώνες. Ο προπάτοράς της απ’ τη πλευρά του πατέρα της, Adolph Jonker, ήτανε γιος ιδιοκτήτη φυτείας από το Macassar, στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες κι είχε μεταναστεύσει στην αποικία του Ακρωτηρίου στις αρχές του 18ου αι.. Ο Adolph έγινε δάσκαλος και φύλαξ της Ολλανδικής Μεταρρυθμισμένης εκκλησίας στο Drakenstein. Το 1740 παντρεύτηκε τη Maria Petronella Langeveld, κόρη του Jacobus Langveld και μιας άγνωστης γυναίκας από το Ακρωτήρι. Ο πατέρας της Ίνγκριντ, Abraham Jonker (1905-1966), γεννήθηκε στις 22 Απρίλη 1905 στο αγρόκτημα Kalkfontein, στη Boshoff του πρώην Orange Free State. Το 1910, έχασε τη μεγαλύτερη αδελφή του από πνιγμό. Όπως θυμήθηκε μετά, “Δεν ήμουν ακόμα 5 χρονών και πνίγηκε στον ποταμό Βάαλ στα 8, την ίδια μέρα που πέθανε ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ’, γιατί θυμάμαι ακόμα καλά πώς όλες οι σημαίες ήταν μεσίστιες όταν πήγαμε να φέρουμε το μικρό φέρετρο στη πόλη την επόμενη μέρα με το κάρρο με τη κουκούλα τη μέρα που ο αείμνηστος πατέρας μου ήρθε να μας ξυπνήσει στις 4 για να δει το Halley Κομήτη που ήτανε σαφώς ορατός στον ουρανό. Όλοι νιώθαμε τόσο απαίσια, γιατί το μικρό σώμα της αείμνηστης αδελφής μου ήταν ακόμα ξαπλωμένο στο σπίτι“.
Μετά την αποφοίτηση απ’ το γυμνάσιο το 1922, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Στέλενμπος μεταξύ 1923-30. Απέκτησε πτυχίο μ’ ειδίκευση στα αρχαία ελληνικά, ολλανδικά και στη θεολογία. Οι θεολογικές σπουδές του, ωστόσο, ήτανε πιότερο από επιθυμία να ευχαριστήσει τους γονείς του παρά από πραγματικό ενδιαφέρον. Το 1928, τιμήθηκε με τιμητικές διακρίσεις. Σύμφωνα με άρθρο του Τζακ Κόουπ Δεκέμβρη του 1966 στο London Magazine, της Ίνγκριντ, “η μητέρα, Μπεατρίς Κιλιέρς, προερχόταν από παλιά οικογένεια Ουγενότων, με γενιές πνευματικών επιτευγμάτων“. Ενώ οι πρόγονοι της οικογένειας Cilliers είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία για να συνεχίσουν να ασκούνε τη καλβινιστική πίστη τους, ο παππούς της Ingrid, Stephanie “Swart Fanie” (“Black Stevie”) ήτανε γνωστός για την αδιαφορία του για τη θρησκευτική πρακτική και τη κοροϊδία των αξιοπρεπών τοπικών Ολλανδών Μεταρρυθμιστών υπουργών. Η γιαγιά της Ίνγκριντ, Annie Retief Cilliers (1873-1957) ήταν ευσεβής θρησκευόμενη γυναίκα που απολάμβανε το κήρυγμα σ’ έγχρωμους ανθρώπους. Παρακολούθησε την Αποστολική Εκκλησία, επειδή ήτανε τόσο “ζωντανή και χαρούμενη“, όπως έγραψε αργότερα η Ίνγκριντ.
Η αδελφή της Ίνγκριντ, Άννα, έγραψε αργότερα: “Η μόνη ιστορία που η Ίνγκριντ πάντα ήθελε ν’ ακούσει, ήτανε πώς συνέβη που ο Ούπα παντρεύτηκε την Ούμα. Η Ouma ήταν ερωτευμένη με τον αδερφό του Oupa, αλλά είχε τη συνήθεια να φωνάζει σαν κόκκορας -κι η Ouma θα ‘κλαιγε για να μας αφήσει να ακούσουμε πώς ακουγόταν- έτσι αποφάσισε να παντρευτεί τον Swart Fanie. Η ιστορία τελείωνε πάντα με: -Και πίστευα ότι δεν θα ήταν τόσο ανόητος!” Επίσης, σύμφωνα με την Anna, ο “Ο Swart Fanie είχε φλογερό ταμπεραμέντο και κάποτε έσκισε την απόδειξη ότι οι Άγγλοι είχαν επιτάξει σχεδόν όλα τα μουλάρια και τις άμαξες του στη διάρκεια του πολέμου των Αγγλο-Μπόερς και τα εκσφενδόνισε πίσω σε Άγγλο αξιωματικό“.
Η Beatrice Catharina Cilliers (1905-1944), κόρη του “Swart Fanie” και της Anna Cilliers, γνώρισε τον Abraham Jonker ενώ σπούδαζε μουσική στο Πανεπιστήμιο του Stellenbosch και τον παντρεύτηκε το 1930. Μετά το γάμο τους, ο Abraham εργάστηκε αρχικά ως διοργανωτής ταξιδιών για το Εθνικό Κόμμα πριν γίνει δημοσιογράφος στο Κέιπ Τάουν για εκδόσεις όπως οι Burger, Die Huisgenoot, Jongspan και Suiderstem. Ο Jonker απέκτησε επίσης διδακτορικό με τιμητικές διακρίσεις στην αφρικανική λογοτεχνία. Ξεκίνησε επίσης το δικό του 2γλωσσο περιοδικό, Die Monitor, που το πούλησε ο ίδιος προκειμένου, όπως το έθεσε, ν’ αφιερωθεί αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Δημοσίευσε επίσης βιβλία και συλλογές διηγημάτων αρχές 10ετίας ’30. Η Louise Viljoen γράφει: “Η κριτική ανταπόκριση στο λογοτεχνικό του έργο παρέμεινε χλιαρή, ίσως λόγω της προτίμησής του για το εμπνευσμένο από την Ευρώπη Nuwe Saaklikheid (Σύγχρονη Αντικειμενικότητα)“, Ήτανε πολύ διαφορετική από τον εξομολογητικό τρόπο που ήτανε πρόσφατα δημοφιλής στην αφρικανική λογοτεχνία κείνη την εποχή. Λόγω της ζοφερής κοσμοθεωρίας που αντικατοπτρίζεται στα γραπτά του, ο Ολλανδός βιογράφος της Ingrid, Henk van Woerden, τον χαρακτήρισε κοσμικό καλβινιστή και τον περιέγραψε ως απόμακρο, πανικόβλητο πουριτανό. Σε δική του ομολογία, ωστόσο, ο Γιόνκερ ποτέ δεν περίμενε ή επιθυμούσε την αθανασία ως συγγραφέας και πάντα θεωρούσε τη δική του ποίηση υποβαθμισμένη. Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι η μεγαλύτερη επιρροή, ακόμη και στη δημοσιογραφική του παραγωγή και που “έμαθα αυτή τη σαφή απλότητα σε ό τι χρειάζεται να ειπωθεί ήταν ο Omar Khayyam, που γνώρισα 1η φορά στην ηλικία των 12-13 ετών και που στο έργο του πάντα επιστρέφω, παρ’ όλο που ‘χω αγαπήσει πολύ τους ποιητές του κόσμου από τότε“.
Μέχρι το 1933, ο Αβραάμ κι η Μπεατρίς Γιόνκερ ήταν μέρος κύκλου διανοουμένων του Κέιπ Τάουν που εντάχθηκαν στις παλιές παραδόσεις του Κέιπ για τη συζήτηση πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων. Ο Gladstone Louw περιέγραψε μετά τον συγγραφέα & δημοσιογράφο Abraham Jonker ως έξυπνο, αλλά σκανδαλώδη και στη συνέχεια ήδη απογοητευμένο. Ταυτόχρονα, όμως, ο Αβραάμ κι η Μπεατρίς συχνά έπαιζαν ντουέτα μαζί σε κοινωνικές συγκεντρώσεις. Η Βεατρίκη έπαιζε πιάνο, ενώ ο Αβραάμ έπαιζε βιολί. Υπήρχανε σοβαρά προβλήματα, ωστόσο, στο γάμο των. Ο ετεροθαλής αδελφός της Ίνγκριντ, Κους, θυμήθηκε αργότερα: “Η Μπεατρίς, η μητέρα της Ίνγκριντ, υπέφερε από ψευδαισθήσεις και μερικές φορές ενήργησε παράλογα -ακόμη και πριν εγκαταλείψει τον πατέρα μου“. Ο οικογενειακός φίλος W.A. de Klerk θυμήθηκε αργότερα: “Θα ‘λεγα ότι η ανικανότητα της Ingrid να βρει οποιαδήποτε ευτυχία σε προσωπικό επίπεδο θα πρέπει να ιδωθεί από την άποψη του δικού της κατεστραμμένου οικογενειακού παρελθόντος. Ο πατέρας της δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Συχνά γινόταν βίαιος. Η γυναίκα μου θυμάται πολύ καλά τα βράδυα, όταν η μητέρα της Ίνγκριντ έφυγε από το σπίτι με την Άννα όταν ήταν μικρό παιδί“.
Γεννήθηκε στο αγρόκτημα του παππού της από την πλευρά της μητέρας της κοντά στο Douglas, Northern Cape, στις 19 Σεπτέμβρη 1933. Λίγο πριν από τη γέννησή της, η μητέρα της Μπεατρίς κι η μεγαλύτερη αδελφή της Άννα είχανε φύγει απ’ το σπίτι του Αβραάμ στο προάστιο Βρέντεχουκ του Κέιπ Τάουν, αφού κείνος φέρεται να κατηγόρησε τη σύζυγό του για μοιχεία στη διάρκεια ενός καυγά και τη κατηγόρησε πως η αγέννητη κόρη της δεν ήτανε παιδί του. Η Beatrice κι η Anna Jonker βρήκανε 1η φορά καταφύγιο στο σπίτι ενός γείτονα, του J.A. Smith. Στη συνέχεια, μητέρα κι κόρη φύγανε για το αγρόκτημα των γονιών της. Σύμφωνα με τη Louise Viljoen, “Διασώθηκε επιστολή που η Βεατρίκη απορρίπτει σθεναρά την έκκληση του Αβραάμ να επιστρέψει σε αυτόν“. Η παιδική ηλικία της Ingrid και της Anna πέρασε σε μικρά αγροκτήματα που ανήκανε στον παππού τους. Η Ingrid έγραψε μετά: “Κείνη την εποχή ο πατέρας μου δεν ήταν με την οικογένεια κι ο παππούς μου Fanie Cilliers, κορυφαίος αφηγητής αστείων, παράλυτος και κλινήρης για 15 χρόνια, αλλά ο πιο πνευματώδης άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, κυβερνούσε το σπίτι με τον δικό του πληθωρικό τρόπο“. Η Anna είπε μετά για τον “Swart Fanie”: “Ήτανε παράλυτος πολλά χρόνια και τα τελευταία του ήταν εντελώς κλινήρης. Αλλά εκεί, στο μεγάλο υπνοδωμάτιό του με τις πόρτες που οδηγούσανε στη βεράντα, διασκέδαζε τους φίλους του μέχρι που ο καπνός της πίπας κρεμότανε μπλε στον αέρα. Τα δυνατά γέλια, οι φάρσες, οι ιστορίες μας προσέλκυσαν παιδιά. Η Ίνγκριντ σέρνονταν πίσω απ’ τη πλάτη του Ούπα απ’ όπου ερχόταν η Ούμα και την έπαιρνε όταν οι ιστορίες γίνονταν πολύ σκληρές. Η Ίνγκριντ ήτανε πάντα παιδί της Ούμα. Ouma Annie Retief, όμορφη Annie (Mooi Annie) από το Paarl, λεπτή λεπτή γυναίκα με μάτια γεμάτα πράσινο, που συχνά έλαμπε, αλλά μερικές φορές φαινόταν αρκετά αυστηρή“.
Οι παππούδες της Jonker μετακόμισαν σ’αγρόκτημα κοντά στο Durbanville. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε: “Ήταν στο Ντέρμπανβιλ, νομίζω, που βαφτίστηκε η Ίνγκριντ. Ήταν τριών ή τεσσάρων ετών και η οικογένεια ήταν εξίσου αναστατωμένη γι’ αυτό όσο και για το ασυνήθιστο όνομα που της δόθηκε. Η Mamma βρήκε το όνομα σε ένα βιβλίο και αυτό ήταν αυτό. όπως έλεγε πάντα. Η μαμά ήταν πάντα διαφορετική, έλεγε η οικογένεια, και ποιος έχει ακούσει για ένα παιδί που βαφτίστηκε σε έναν κήπο; Η Ingrid φορούσε ένα όμορφο λευκό φόρεμα και υπήρχαν κέικ, τσάι και πολλοί άνθρωποι. Ζήλευα τόσο πολύ που κρύφτηκα στον κήπο των γειτόνων και το παρακολουθούσα όλο μέσα από το φράχτη“. Ως κορίτσια, η Ίνγκριντ κι η Άννα επισκέπτονταν συχνά τους πλούσιους συγγενείς της γιαγιάς, που είχαν αμπελώνες στο Πάαρλ. Η Άννα θυμήθηκε αργότερα: “Πηγαίναμε συχνά να επισκεφτούμε την οικογένεια στο Πάαρλ. Οι παλαιότεροι άνθρωποι που γνωρίζαμε ήταν η μητέρα και η θεία της Ouma, ενώ ζούσαν στο Hillside στο Paarl. Ήμασταν συγκλονισμένοι από το μεγάλο σπίτι και αρκετά έκπληκτοι από το βαθμό καθαριότητας που αναμενόταν από εμάς. Για εμάς ήταν σαν να έπρεπε να πλένουμε τα χέρια μας εκατό φορές την ημέρα, και αυτό μόνο για να μας δοθεί λίγο από το νόστιμο φαγητό ή το πολύ δύο ή τρία από τα όμορφα μικρά μπισκότα. Η προγιαγιά πίστευε ότι τα κορίτσια πρέπει να είναι μικρές κυρίες. Καθίσαμε σε πουφ με τους μικρούς μας αστραγάλους σταυρωμένους, προσπαθώντας να μην γελάσουμε με το αστείο όνομα του καθίσματος, ενώ προχώρησαν πανηγυρικά στη δημιουργία οικογενειακών δεσμών“. Η Άννα θυμάται επίσης για τον πατέρα της: “Ο Αβραάμ ήρθε να μας δει στο Ντέρμπανβιλ, αλλά αναστάτωσε τόσο πολύ τη μητέρα μου που τον είδε που η Ούπα είπε ότι πρέπει να μείνει μακρυά“. Στη διάρκεια της ίδιας επίσκεψης, ο Αβραάμ έφερε κόκκινη μπλούζα ως δώρο για την Ίνγκριντ, αλλά κατά τ’ άλλα αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη παρουσία της. Σύμφωνα με την Άννα, “Τότε άρχισαν τα κουτσομπολιά στο Στέλενμπος. Η Ίνγκριντ δεν το έμαθε ποτέ“. Η Ίνγκριντ έγραψε αργότερα: “Το σπίτι που θυμάμαι είναι αυτό στο Ντέρμπανβιλ, όπου ζούσαμε μέχρι που ήμουν περίπου πέντε ετών. Θα θυμάμαι πάντα πώς ο γελαστός παππούς μου με ενθάρρυνε να οδηγώ όλο και πιο γρήγορα με το τρίκυκλό μου μέχρι που έπεσα – και η γιαγιά μου ερχόταν και μας ηρεμούσε. “Ω, Φάνι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τη ζωντάνια σου; Κοίτα πώς παρακινείς το παιδί. Και είναι ήδη σαν ένας μικρός διάβολος“.
Το 1938, ο παππούς της Fanie Cilliers πέθανε, αφήνοντας τις 4 γυναίκες άπορες. Η Ίνγκριντ θυμήθηκε αργότερα: “Τότε, ένα πρωί, όταν ξύπνησα, η αδελφή μου ήρθε σε μένα και είπε: Ξέρεις κάτι; Ο Ούπα είναι νεκρός. Το δωμάτιό του είναι γεμάτο στεφάνια. Άκουσα κάτι για το θάνατό του χρόνια αργότερα από την Ούμα: “Babs” (αυτό ήταν το παρατσούκλι της για μένα) τη νύχτα που πέθανε ο παππούς σου, με κάλεσε στο κρεβάτι του κι είπε, Annie, σε αγαπώ, γιατί κουβαλούσες τα βάρη μου“. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στο Strand. Η Ίνγκριντ αργότερα θυμήθηκε: “Εκείνες τις μέρες το Στραντ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ψαροχώρι. Τώρα έπρεπε να πάω στην εκκλησία και στο κατηχητικό. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μάθω τους ωραιότερους ύμνους απ’ έξω. Για μένα αυτά τα τραγούδια περιείχαν τη δομή, το ρυθμό και το μυστήριο της ποίησης. Εμπνευσμένος από αυτό και από τη στοργική φροντίδα της γιαγιάς μου, άρχισα να γράφω στίχους. Η πρώτη μου ποίηση εμφανίστηκε στο σχολικό περιοδικό. Ήμουν 6 τότε. Η Ούμα τα απήγγειλε στην κοινότητα των Έγχρωμων που ζούσε στα περίχωρα του Στραντ, όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να τους διδάσκει Γραφικά μαθήματα μετά το κατηχητικό. Θυμάμαι ακόμα πόσο δύσκολο ήταν για μένα να περπατήσω σε αυτόν τον μακρύ χωματόδρομο, κρατώντας το χέρι της Ouma, τα αστεία της κατά μήκος του δρόμου και τη λάμψη στα βαθυπράσινα μάτια της όταν με κοίταξε κάτω. Δεν θα μπορούσε να είναι πάνω από πέντε πόδια ψηλή. Στεκόμουν στη μία πλευρά του άμβωνα της μπροστά στην κοινότητα των Έγχρωμων και η Ούμα κι εγώ και ολόκληρο το εκκλησίασμα καταλήγαμε σε δάκρυα καθώς τραγουδιόταν ο ένας ύμνος μετά τον άλλο“.
Η Άννα αργότερα θυμήθηκε: “Η Ίνγκριντ κι εγώ δεν συνειδητοποιούσαμε πόσο φτωχοί ήμασταν. Γνωρίζαμε ότι η Ouma έπρεπε να είναι προσεκτική με τα χρήματα και ότι οι δύο γιοι της, ο A.C. Cilliers του Πανεπιστημίου του Stellenbosch, και ο θείος Jacob, ο δικηγόρος από το Boksburg, της έστελναν χρήματα κάθε μήνα. Ο πατέρας μου έστελνε επίσης μερικές λίρες κάθε μήνα και αργότερα η Ούμα έπαιρνε σύνταξη –17 λίρες το μήνα, θυμάμαι. Η μαμά ήταν συχνά άρρωστη κι έμενε στο κρεβάτι μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά σε μερικές περιπτώσεις πήγαινε στη δουλειά για μερικούς μήνες κάθε φορά. Μια φορά δούλευε στο SABC και την πειράζαμε γιατί της άρεσε τόσο πολύ ο Gideon Roos“. Μετακόμισαν αργότερα στον κόλπο του Γκόρντον. Το 1940, η Ingrid άρχισε να παρακολουθεί νηπιαγωγείο. Σύμφωνα με τον Viljoen: “Η μητέρα κι η γιαγιά τους τους επέτρεψαν μεγαλύτερη ελευθερία και κινητικότητα από ό,τι ήτανε συνηθισμένο για την εποχή. Στη διάρκεια της παραμονής τους στο Gordon’s Bay, συχνά περιπλανιόντουσαν σε πευκοδάσος στο δρόμο τους προς το σχολείο, για να καθίσουνε και να διαβάσουνε τα βιβλία τους. Κάποτε έμειναν μακρυά απ’ το σχολείο για τόσο πολύ καιρό που ο δάσκαλός τους νόμιζε ότι η οικογένεια είχε μετακομίσει ξανά. Εδώ, τους επιτράπηκε επίσης να κρατήσουν μικρά ζώα και συνέχισαν να εξερευνούν το λιβάδι και τη παραλία. Μάζευαν φρούτα από φυτά στο λιβάδι, μάζευαν οστρακοειδή από τις πισίνες των βράχων, έπαιζαν με γυρίνους στο ρέμα πίσω από το σπίτι τους κι έθαβαν μικρά αντικείμενα που ονομάζονταν “μυστικά” στο έδαφος. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο κόλπος του Γκόρντον είναι ένας από τους χώρους που αργότερα θα αποκτήσουν συμβολική σημασία στη ποίηση της Ίνγκριντ“. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε: “Η Ίνγκριντ κι εγώ παίζαμε στο χαλί και η μαμά κι η Ούμα μας παρακολουθούσαν. Η Ίνγκριντ κοίταξε ψηλά και άκουσα τη μαμά να λέει: “Πώς θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι το παιδί του; Έχει το ίδιο συντετριμμένο βλέμμα στα μάτια της”. Η Ίνγκριντ ήταν περίπου έξι ή επτά. Ποτέ δεν ξέχασε αυτά τα λόγια. Ποτέ δεν μίλησε γι ‘αυτό, αλλά πρέπει να άρχισε να συνειδητοποιεί τότε γιατί ήταν το παιδί της Ούμα που πονούσε. Πολλά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσής της, οι ψυχίατροι διαπίστωσαν ότι ήταν συναισθηματικά μόνο επτά ετών “.
Μια ακόμη σκιά έριξε πάνω απ’ αυτή την ειδυλλιακή περίοδο: η αυξανόμενη ψυχική ασθένεια της μητέρας της Ίνγκριντ. Ενώ ζούσανε στο διαμέρισμα στο Gordon’s Bay, η Beatrice υπέστη ψυχική κατάρρευση. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε για τη μητέρα της: “Συνέχισε ν’ αγαπάει τον Πα και ποτέ δεν μίλησε άσχημα γι ‘αυτόν, αλλά δεν ήθελε να τον δει. Μια φορά τη βρήκαμε στο παράθυρο, να τραβά κομμάτι σπάγκο και να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά: “Έρχεται ο Άμπεν. Έρχεται ο Άμπεν“. Μεταφέρθηκε στο Valkenberg και της δόθηκε θεραπεία ύπνου. Το μόνο που θυμάμαι για την Ίνγκριντ την ημέρα που η μαμά ξαφνικά δεν ήταν πια εκεί ήταν τα τεράστια, φοβισμένα μάτια της. Αλλά ως συνήθως, η Ίνγκριντ δεν είπε τίποτα, με τα πάντα στραμμένα προς τα μέσα“. Το τραύμα αυτής της εμπειρίας επηρέασε βαθιά την Ingrid και ενίσχυσε τον δεσμό της με τη γιαγιά της, η οποία ήταν το μόνο άτομο με το οποίο μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό.
Λίγο μετά τη ψυχική της κατάρρευση, διαγνώστηκε επίσης με καρκίνο. Η Anna θυμήθηκε αργότερα: “Ήθελε να συμμετάσχει στη πολεμική προσπάθεια κι έπρεπε πρώτα να δει γιατρό. Κείνο το βράδυ έκλαψε πικρά κι ο Ούμα, επίσης. Τότε η μαμά έκανε κάτι που αναστάτωσε πολύ τον Ούμα, αλλά που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να σταματήσει. Η μαμά πήγαινε να δει τους καθολικούς ιερείς και συχνά πήγαινε σ’ αυτούς για να μάθει περισσότερα για τη θρησκεία τους“. Η Ίνγκριντ κι η μητέρα της Βεατρίκης, που είχαν ανατραφεί στον αντικαθολικισμό που ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένος στον Αφρικάνερ Καλβινισμό, ήταν συντετριμμένοι και φοβόντουσαν ότι η Βεατρίκη θα πήγαινε στη κόλαση, όπως όλοι οι Ρωμαιοκαθολικοί. Σε απάντηση, η Ingrid κι η Annie Cilliers, προσευχήθηκαν και διάβασαν, τα αποσπάσματα από το Βιβλίο της Αποκάλυψης για τη Κόκκινη Γυναίκα, που πίστευαν ότι εκπροσωπούσε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Καθώς η Beatrice πέθαινε, η Ingrid κι η Anna επισκέπτονταν τη μητέρα τους όσο πιο συχνά μπορούσαν. Συχνά μοιράζονταν νέα μαζί της για αγόρια που ένιωθαν ανίκανοι να συζητήσουν με την αφοσιωμένη γιαγιά τους. Μετά από 2 χρόνια στο νοσοκομείο, η Beatrice Jonker πέθανε από καρκίνο στις 6 Αυγούστου 1944. Η Ίνγκριντ αργότερα έγραψε: “Η μητέρα μου, ετοιμοθάνατη, ήταν ηλιόλουστη σα πασχαλίτσα, τόσο γεμάτη μυστικά, τόσον εκπληκτική, τόσο τρυφερή“. Η Anna Jonker θυμήθηκε αργότερα: “Οι τέσσερις μας, ο Ouma, ο θείος A.C., η Ingrid κι εγώ, θάψαμε τη μαμά. Έβρεχε και υπήρχαν κάποιοι άλλοι μαυροντυμένοι άνδρες, που η Ούμα είπε ότι ήταν νεκροθάφτες“.
Σύμφωνα με τη Louise Viljoen: “Ο θάνατος της Beatrice έφερε ένα τέλος στη ζωή της Ingrid μες στην οικειότητα της μητρικής οικογένειας“. Η Anna έγραψε μετά: “Η Ouma θα μας φρόντιζε μέχρι να μας φέρει ο Πα στα τέλη του 1944. Για μάς ήταν εντελώς ξένος. Πριν από την άφιξή του, έβαλε κάποιον να ρωτήσει αν υπήρχε κάτι που χρειαζόμασταν και γράψαμε ζητώντας Βίβλους. Η Ingrid ήθελε πραγματικά Βίβλο κι αυτό, μαζί με τη περιστρεφόμενη κορυφή όταν ήταν μωρό, ήταν τα μόνα δώρα που έλαβε από αυτόν στα παιδικά της χρόνια. Λίγο πριν έρθει να μας πάρει, έγραψα κρυφά κι είπα ότι δεν θα μπορούσαμε να πάμε, γιατί θα προτιμούσαμε να μείνουμε με την Ouma και να πάμε σχολείο στο Hottentots Holland ή κάπου, επειδή δεν είχαμε αρκετά έξυπνα ρούχα για το ακρωτήρι“. Όπως γράφει όμως η Άννα: “Ήρθε τέλη του 1944. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο κι η Ingrid δεν άφηνε το χέρι της Ouma μες απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Κάθισε στο πίσω μέρος και συνέχισε να κοιτά γύρω τη μικρή μαύρη φιγούρα της Ούμα στην άκρη του δρόμου. Ο δρόμος ήταν να οδηγηθούμε μες απ’ τα γκρίζα εφηβικά χρόνια στο κρύο σπίτι της μητριάς μας, μες απ’ την απογοήτευση της ενήλικης ζωής της Ίνγκριντ“. Μέχρι το θάνατο της μητέρας τους, η επαφή τους με τον πατέρα ήταν ελάχιστη. Στα χρόνια μετά το διαζύγιό του από την Beatrice, ο Abraham είχε παντρευτεί για λίγο τη Barbara Gill. Ο 3ος γάμος ήταν με τη Lulu Brewis, συγγραφέα παιδικών βιβλίων, το 1941.
Ο γιος του Αβραάμ από τη Lulu, Adolf Jakobus “Koos” Jonker, θυμάται: “Η μητέρα μου δεν ήταν πάντα εύκολη. Όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου, ήταν σαράντα ενός χρονών. Δίδασκε για χρόνια με έναν φίλο – και πήγαν μαζί στην Αγγλία. Εκεί γνώρισαν έναν νέο φίλο, ο οποίος ήρθε μαζί τους στη Νότια Αφρική. Δεν αγαπούσε τα παιδιά – και η ίδια η μητέρα μου είχε μια παρόμοια ισχυρή τάση. Έτσι είχαμε πάντα λευκές γκουβερνάντες”. Θυμάται επίσης: “Το 1944, όταν ο πατέρας μου πήγε να φέρει την Άννα και την Ίνγκριντ, το σπίτι στο Ρόντεμπος έγινε πολύ μικρό για όλη την οικογένεια. Έμειναν με τους ανθρώπους για λίγο...”
Η Άννα εξηγεί: “Η ζωή στην πόλη δεν ήταν τόσο δύσκολη. Μείναμε με ανθρώπους στο Tamboerskloof για μερικούς μήνες και παρακολουθήσαμε το σχολείο Jan van Riebeeck. Η Ίνγκριντ ήτανε στο δημοτικό σχολείο κι εγώ στο γυμνάσιο“. Από το οικοτροφείο τους, τα κορίτσια μπορεί να περπατήσουν μέχρι το σχολείο τους, που βρισκότανε στις πλαγιές του Table Mountain. Κάθε Κυριακή, ο Abraham έπαιρνε τις κόρες του από το οικοτροφείο και τις έφερνε να περάσουνε τη μέρα μαζί με τη μητριά τους Lulu και το βρέφος Koos. Μερικές φορές, η Lulu συνόδευε τον σύζυγό της και τις θετές κόρες για βραδινή διαδρομή πίσω στο Tamboerskloof. Στη διάρκεια της διαδρομής, η Άννα κι η Ίνγκριντ έκλιναν προς τη Λούλου, που τους έλεγε ιστορίες. Η Άννα θυμήθηκε αργότερα: “Ήμασταν ευχαριστημένοι που μας συμπαθούσε κι ήμασταν αρκετά προετοιμασμένες να τη δεχτούμε ως μητέρα. Δεν θέλαμε να την αποκαλέσουμε μαμά, αλλά αποφασίσαμε το Mamie και κατάλαβε τη στάση μας“.
Μέσα σ’ 6 μήνες, ο Αβραάμ αγόρασε μεγαλύτερο σπίτι στο Plumstead κι οι κόρες του μετακόμισαν μαζί του μόνιμα. Σχεδόν αμέσως, η σχέση της Άννας και της Ίνγκριντ με τη Λούλου άλλαξε. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε: “Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είπε η μητέρα της Λούλου ήταν ότι υπήρχαν πολύ σημαντικοί καλεσμένοι που έρχονταν για δείπνο και ότι η Ίνγκριντ και εγώ έπρεπε να φάμε στην κουζίνα. Δεν μας πείραζε, γιατί ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πολιτικά με τους μεγάλους. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που φάγαμε στην κουζίνα με τα μικρά παιδιά, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν ακόμα μωρά. Αλλά μετά ανέβηκε τις σκάλες και είπε: “Νιώθουμε – νιώθουμε – ότι μεγάλωσες στους πίσω δρόμους. Θα ντροπιάσεις τον πατέρα σου στο τραπέζι”. Ο Ούμα έζησε μέχρι λίγο πριν παντρευτεί η Ίνγκριντ, αλλά είδαμε πολύ λίγα από αυτήν. Ερχόταν να μας επισκεφτεί στο μεγάλο σπίτι στο Plumstead, για παράδειγμα, λίγο αφότου είχαμε πάει να ζήσουμε στο Κέιπ Τάουν. Αλλά τότε – το βράδυ πριν πάρουμε τον Ούμα – η μητριά μου είπε όχι, δεν μπορούμε να την φέρουμε, γιατί η μητέρα της ερχόταν επίσης στο Κέιπ Τάουν και δεν υπήρχε αρκετός χώρος στο τραπέζι!” Ο Huibrecht Steenkamp είπε: “Σύντομα είδα ότι η Lulu ήταν ακριβώς το είδος της μητριάς που περίμενα να είναι. Ήταν εντελώς στερημένοι, αυτά τα δύο παιδιά –η Ίνγκριντ κι η Άννα. Ο πατέρας τους ασχολήθηκε έντονα με τη πολιτική κείνη την εποχή. Ήταν μέλος κοινοβουλίου και συχνά έλειπε από το σπίτι. Έζησε πραγματικά πολύ πολυάσχολη ζωή“.
Σύμφωνα με τη Louise Viljoen, “Αν κι ο Abraham Jonker έχει απεικονιστεί ως ο αρχετυπικός πολιτικός του Απαρτχάιντ στο μυαλό εκείνων που γνωρίζουν την πολιτική ένταση που υπήρχε μεταξύ αυτού και της κόρης του, είχε ποικίλλη πολιτική καρριέρα. Στις εκλογές που έφεραν το Εθνικό Κόμμα του D.F. Malan στην εξουσία το 1948, κέρδισε έδρα στο Κοινοβούλιο ως μέλος του Ενωμένου Κόμματος του στρατηγού Σματς. Μαζί με άλλους αντιφρονούντες σχημάτισε το Συντηρητικό Κόμμα το 1954, αλλά πέρασε το 1956 για να ενταχθεί στο Εθνικό Κόμμα. Πολλοί από τους συγχρόνους του μίλησαν γι’ αυτόν ως πολιτικό οπορτουνιστή και περιστρεφόμενο παλτό. Είτε οι μεταβαλλόμενες πολιτικές απόψεις του Αβραάμ Τζόνκερ ήταν αποτέλεσμα καρριερισμού είτε εσωτερικής πεποίθησης, θα τον έφερναν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την κόρη του“. Σύμφωνα με την Άννα, ωστόσο, “Πριν από το γάμο της, η Ίνγκριντ ήταν ένα πολύ πνευματικό και ιδεαλιστικό νεαρό κορίτσι, χωρίς ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις. Επειδή όταν ο Pa ήταν υπέρ του Ενωμένου Κόμματος, όλοι βοηθούσαμε στους καμβάδες. Και την επόμενη χρονιά, θα ξαναγυρνούσαμε και οι άνθρωποι θα έλεγαν: “Δεν δούλευες για ένα διαφορετικό κόμμα πέρυσι;”. Ήταν πολύ ντροπιαστικό, ξέρετε“. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο L.M. van der Merwe, “η Anna Jonker επισημαίνει ότι ο πατέρας τους ήταν χαρούμενος που είχε τις μεγαλύτερες κόρες του στο σπίτι μαζί του και ότι προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει την τριβή μεταξύ αυτών και της μητριάς τους. Αλλά ήταν συχνά μακριά και τα κορίτσια σύντομα παρατήρησαν ότι τα παράπονά τους οδήγησαν μόνο σε περαιτέρω τριβές. Άρχισαν να σιωπούν και ο πατέρας τους δεν ρωτούσε πια“.
Άλλες φορές, ο Αβραάμ ήταν συνένοχος στην κακομεταχείριση των θυγατέρων του από τη σύζυγό του. Η Άννα θυμήθηκε αργότερα: “Κάθισαν στην κεφαλή του τραπεζιού και εμείς καθίσαμε στο κάτω μέρος, κάτω από το αλάτι. Όταν είχαν μπούτι αρνιού, τρώγαμε κιμά. Είχαν καρπούς, αλλά εμείς όχι. Είχαν γλυκά, αλλά δεν μας επέτρεπαν. Θα πήγαιναν για κυριακάτικες βόλτες, αλλά δεν θα υπήρχε χώρος για μάς τους δύο στο τεράστιο μεγάλο αυτοκίνητο“. Ο Στέενκαμπ περιγράφει την Ίνγκριντ ως εντελώς ευάλωτη, ενώ η Άννα θα μπορούσε να σταθεί στη δική της θέση, όντας το φαβορί. Η Άννα κι η Ίνγκριντ είχαν συνηθίσει να περιπλανιούνται μόνες τους και να λένε πάντα τη γνώμη τους. Αλλά, σύμφωνα με τη φίλη της μητριάς τους, Ena de Klerk, “η Lulu ήθελε να τα κρατήσει στο σπίτι, να τα προστατεύσει και να τα διαμορφώσει σε θρησκευτικό καλούπι. Αυτό προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ αυτής και των κοριτσιών. Δεν ήταν τόσο ότι ήταν άδικη μαζί τους, εγγενώς η Lulu Brevis ήταν καλός άνθρωπος. Η Άννα κι η Ίνγκριντ ήταν αλήτες, περιπλανήθηκαν στις παραλίες από νεαρή ηλικία. Δεν ήξεραν απολύτως τίποτα για τη ζωή στο σπίτι“. Σύμφωνα με τον Στέενκαμπ, ωστόσο, “Αυτό είναι το είδος της στάσης που είχαν αυτοί οι άνθρωποι απέναντι στα παιδιά. Ανατράφηκαν πολύ καλά, για όνομα του Θεού! Η μητέρα τους τα μεγάλωσε και προερχόταν από μια από τις καλύτερες οικογένειες στο Paarl! Πώς θα μπορούσαν να πουν ότι τα παιδιά είχαν μεγαλώσει στους πίσω δρόμους;“
Ενώ ζούσανε στο Plumstead, οι 2 τους φοιτήσανε στο Wynberg Girls’ High School, όπου η διδασκαλία ήτανε στ’ αγγλικά κι όχι στα αφρικάανς. Τα σχολικά αρχεία αποκαλύπτουν ότι η Ingrid ήτανε καλή αλλά μέτρια μαθήτρια, που προτιμούσε ν’ αφοσιωθεί μόνο σε κείνα τα μαθήματα που της άρεσαν. Το γράψιμό της επαινέθηκε από τους δασκάλους της κι άρχισε να γράφει ποίηση για το σχολικό περιοδικό. Η Ίνγκριντ θυμήθηκε αργότερα: “Μέχρι τώρα τα ποιήματά μου άρχισαν να εμφανίζονται στο Jongspan και στα σχολικά μας περιοδικά. Η διευθύντρια μου, η δεσποινίς Currie, αγανακτισμένη με τους σατιρικούς στίχους μου για τους δασκάλους του σχολείου, με επέπληξε, με έβαλε στη φροντίδα της αδελφής μου, ένιψε τας χείρας της και ήταν το πρώτο άτομο που μου είπε: “Είσαι απείθαρχη και ανυπάκουη, αλλά Θεέ μου έχεις ταλέντο!“. Σύμφωνα με τη Louise Viljoen, “Αν και δεν υπήρχε χαμένη αγάπη μεταξύ των δύο κοριτσιών και της μητριάς τους, είχαν καλή σχέση με τα πολύ μικρότερα θετά αδέλφια τους, Koos και Suzanne“.
Μέχρι το 1951, η Ingrid ήθελε να μετακομίσει. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε πώς ταξίδεψε από το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου εργαζόταν εκείνη την εποχή, για να βοηθήσει την Ίνγκριντ να πάρει άδεια από τον πατέρα τους να φύγει από το σπίτι στο Πλάμστεντ. “Δεν μπορούσαμε να του μιλήσουμε στο σπίτι… Έτσι πήγαμε μια βόλτα με το αυτοκίνητό του και του είπαμε πόσο δυσαρεστημένοι ήμασταν εκεί. Τότε είπε, “Μα είναι ένα τόσο ωραίο μεγάλο σπίτι” και θύμωσε τόσο πολύ που νομίζαμε ότι θα μας σκοτώσει. Έτσι είπαμε ότι μπορεί να υπάρχει χώρος στο σπίτι, αλλά δεν υπάρχει χώρος στη καρδιά. Τότε συμφώνησε ότι η Ίνγκριντ θα μπορούσε να πάει και να ζήσει σε δωμάτιο στη πόλη“. Στα 16, η Ingrid υπέβαλε τη 1η της ποιητική συλλογή, Na die somer (Μετά το καλοκαίρι) στο Nasionale Boekhandel. Μετά την ανάγνωση της συλλογής, ο αναγνώστης της εταιρείας, D.J. Opperman σημείωσε: “Αυτή η ποιήτρια είναι απασχολημένη με το κούρδισμα της λύρας της“. Λίγο αργότερα, ο Opperman, τη κάλεσε να έρθει και να συζητήσει τα ποιήματά της μαζί του πίνοντας τσάι. Σ’ επιστολή προς τον N.P. van Wyk Louw, ο Opperman έγραψε: “Ο Jonker έχει μια κόρη: την Ingrid, 16 ετών, που έχει κάποιο ταλέντο. Θα συζητήσω τα ποιήματά της μαζί της τη Τρίτη. Πρέπει να είναι αίμα από τη 1η σύζυγο; Cilliers &; Jonker;” Εκείνη την εποχή, ο Opperman δίδασκε στα αφρικάανς στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και ενεργούσε ως επιλογέας ανθολογιών ποίησης για αρκετούς εκδότες. Κατά συνέπεια, ο Όπερμαν ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές της Νότιας Αφρικής της εποχής του κι ήταν εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα στην αφρικανική λογοτεχνία.
Η Ίνγκριντ, λοιπόν, θυμήθηκε αργότερα: “Ήξερα τα περισσότερα δημοσιευμένα ποιήματά του απ’ έξω. Ήμουν ενθουσιασμένη κι ελαφρώς φοβισμένη, αλλ’ αμέσως ένιωσα άνετα απ’ τη σοβαρότητα, την ηρεμία του και πάνω απ ‘όλα, τα λαμπερά μάτια που δεν με χλεύαζαν“. Στη διάρκεια ευγενούς συζήτησης για τσάι, ο Opperman κι η Jonker διάβασαν ολόκληρο το βιβλίο, ποίημα προς ποίημα. Η Ίνγκριντ μετά θυμήθηκε: “Φυσικά απορρίφθηκε, αλλά μου ‘δωσε πολύτιμες συμβουλές. Μετά απ’ αυτό του ‘στελνα τακτικά ποιήματα, τα σχολίαζε και μ’ ενθάρρυνε“. Σε 2 περιπτώσεις το 1951, του ‘στειλε και πάλι ποιήματα που ο Όπερμαν σχολίασε και τη παρότρυνε να στείλει πιότερα. Σύμφωνα με τη Louise Viljoen: “Μερικά απ’ αυτά (π.χ. ο Skrik κι ο Keuse) περιλαμβάνουνε καλυμμένους υπαινιγμούς ρομαντικής λαχτάρας κι αφυπνισμένη σεξουαλικότητα, που συχνά κυριαρχείται από συναισθήματα θρησκευτικής ενοχής. Είναι δύσκολο να ανακατασκευάσουμε την εσωτερική ζωή της έφηβης με βάση αυτά τα ποιήματα, επειδή η έκφραση του συναισθήματος σ’ αυτά εξακολουθεί να ‘ναι φυλαγμένη, περικυκλωμένη από την ευπρέπεια της μαθήτριας και τη συγγραφική ρητορική προηγούμενης γενιάς αφρικάανς ποιητών“.
Πολλοί απ’ τους στενούς φίλους της μετά σχολιάσανε το γεγονός ότι δεν είχε ευκαιρία να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο. Κάποιοι κατηγόρησαν τον πατέρα της γι’ αυτό, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οφειλότανε στην επιρροή της μητριάς της, Lulu. Είναι γνωστό ότι, αφού έφυγε απ’ το σπίτι του πατέρα στο Plumstead, ο Abraham τη πλήρωσε να παρακολουθήσει μαθήματα γραμματείας, που της επέτρεψαν να στηρίξει τον εαυτό της και να γίνει ανεξάρτητη. Με τις γραμματειακές της ικανότητες, βρήκε δουλειά για τον εκδοτικό οίκο Kennis στο Here XVII Building στο κέντρο του Κέιπ Τάουν τέλη του 1952.
Χρησιμοποίησε τα χρήματα για να νοικιάσει μικρό διαμέρισμα πάνω απ’ τη θάλασσα στο προάστιο Clifton, που μοιράστηκε με τον στενό της φίλο, Jean “Bambi” du Preez. Το πραγματικό πάθος της, ωστόσο, ήτανε για τη ποίηση. Μετά θυμήθηκε: “Έγινα υπάλληλος γραφείου, αλλά το πραγματικό πράγμα που ζούσα ήταν να γράφω“. Συνέχισε να στέλνει ποιήματά της σε δημοφιλή περιοδικά όπως το Die Huisgenoot, το Naweekpos και το Rooi Rose και στο λογοτεχνικό περιοδικό Standpunte. Καθώς το ‘κανε, τα ποιήματά της έγιναν όλο και πιο εκλεπτυσμένα και γυαλισμένα. Πήρε επίσης μαθήματα ορθοφωνίας, υποκριτικής και γλυπτικής από τον φίλο του πατέρα της Florencio Cuairan.
Σύμφωνα με τη Louise Viljoen: “Δεν αποτελεί έκπληξη, όταν κάποιος ακούει ηχογραφήσεις της να διαβάζει τη δική της ποίηση, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η σαφήνεια της διατύπωσης και της άρθρωσής της. Η φωνή της είναι αυτή καλλιεργημένης γυναίκας, ήρεμης και σίγουρης. Αν κι έδωσε την εντύπωση ότι ήταν ευάλωτη κι ανυπεράσπιστη, πρέπει επίσης να υπήρχε μέτρο ανθεκτικότητας κι αποφασιστικότητας στο χαρακτήρα της που της επέτρεψε να ξεπεράσει τη στέρηση των πρώτων χρόνων της και ν’ αναπτυχθεί καλλιτεχνικά και κοινωνικά αφού έφυγε από το σπίτι του πατέρα της“. Αύγουστο 1953, απήγγειλε ποιήματα στο ακρωτήρι Eisteddfod κι έλαβε δίπλωμα για επιτεύγματα στα αφρικάανς.
Το 1ο της βιβλίο ποιημάτων, Ontvlugting (Απόδραση), εκδόθηκε το 1956. Αρχικά είχε υποβληθεί στον εκδοτικό οίκο HAUM στη Long Street στο Κέιπ Τάουν, αλλά απορρίφθηκε. Η 1η έκδοση βγήκε από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο Culemborg της Aat Kaptein και τυπώθηκε στην Ολλανδία. Όταν του έδωσε αντίτυπο κι είπε ότι ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν, ο Αβραάμ Γιόνκερ απάντησε: “Παιδί μου, ελπίζω να μην είναι απλώς ένα εξώφυλλο. Ελπίζω να υπάρχει και κάτι μέσα. Απόψε θα ρίξω μια ματιά στο πώς με ντρόπιασες“. Ο πατέρας της, ήδη συγγραφέας, εκδότης και βουλευτής του Εθνικού Κόμματος, διορίστηκε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής που ήταν υπεύθυνη για τους νόμους λογοκρισίας στη τέχνη, τις εκδόσεις και τη ψυχαγωγία. Προς αμηχανία του, η κόρη του αντιτάχθηκε σθεναρά στους νόμους λογοκρισίας που ήταν επιφορτισμένος να επιβάλλει κι οι πολιτικές διαφορές τους έγιναν δημόσιες. Με ομιλία του στο κοινοβούλιο την αποκήρυξε ως κόρη του. Η κατάθλιψη που προκλήθηκε από την απόρριψη της από τον πατέρα της ανάγκασε την Ingrid να εισαχθεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Valkenberg το 1961.
Η επόμενη ποιητική συλλογή της Rook en oker (Καπνός & ώχρα) δημοσιεύθηκε το 1963 μετά από καθυστερήσεις που προκλήθηκαν από τους εκδότες της. Ενώ η ανθολογία επαινέθηκε από τους περισσότερους Νοτιοαφρικανούς συγγραφείς, ποιητές και κριτικούς, έτυχε ψυχρής υποδοχής από τους υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος. Στη συνέχεια, έγινε γνωστή ως μία από τις Die Sestigers, ομάδα που περιελάμβανε επίσης τους Breyten Breytenbach, André Brink, Adam Small και Bartho Smit, που αμφισβητούσαν τον ακραίο αφρικάνερ εθνικισμό του κυβερνώντος Εθνικού Κόμματος. Το Rook en oker κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Afrikaanse Pers-Boekhandel (Afrikaans Press-Booksellers) £ 1000, καθώς κι υποτροφία από την Anglo American Corporation. Τα χρήματα τη βοήθησαν να πραγματοποιήσει το όνειρό της να ταξιδέψει στην Ευρώπη, όπου πήγε στην Αγγλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Πορτογαλία. Ζήτησε από τον Τζακ Κόουπ να τη συνοδεύσει, αλλά κείνος αρνήθηκε. Ζήτησε τότε από τον Brink να την ακολουθήσει. Δέχτηκε και πήγαν μαζί στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο Brink αποφάσισε να μην αφήσει τη σύζυγό του για τη Jonker κι επέστρεψε στη Νότια Αφρική. Στη συνέχεια, η Jonker διέκοψε τη περιοδεία κι επέστρεψε στο Κέιπ Τάουν.
Eίχε αρχίσει να γράφει νέα ποιητική συλλογή λίγο πριν από το θάνατό της. Eπιλογή απ’ αυτά τα ποιήματα δημοσιεύθηκε μετά θάνατον στη συλλογή Kantelson (Ανατρέποντας τον ήλιο). Στη συνέχεια έγινε μάρτυρας συγκλονιστικού γεγονότος: μαύρο παιδί πυροβολήθηκε από λευκούς στρατιώτες και πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας του. Υπογράμμισε από τον Ντίλαν Τόμας: “μετά τον πρώτο θάνατο, δεν υπάρχει άλλος“. Έγραψε το Die kind (wat doodgeskiet is deur soldate by Nyanga) (Το παιδί που πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από στρατιώτες στη Nyanga). Αυτή θα είναι η Όλη Αλήθεια!
Η Ingrid γνώρισε τον Pieter Venter, τον μελλοντικό σύζυγό της, σε μποέμικο πάρτι που πραγματοποιήθηκε στο Sea Point το 1954. Ο Venter, που ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερος της, εργάστηκε στο Κέιπ Τάουν ως διευθυντής πωλήσεων για εταιρεία που ‘παιρνε ξένους τουρίστες σε αφρικανικά σαφάρι. Ο Βέντερ έγραψε επίσης ποίηση στα αγγλικά κι ήτανε στενός φίλος του Αφρικάανς ποιητή Uys Krige και του Breyten Breytenbach. Αφού ο Abraham Jonker οδήγησε τη κόρη του, που φορούσε λευκό φόρεμα, στο διάδρομο και την έδωσε, ο Piet κι η Ingrid παντρεύτηκαν στην Εκκλησία στο Paarl στις 15 Δεκέμβρη 1956. Η κόρη τους Simone γεννήθηκε, σύμφωνα με ισχυρισμούς μ’ ελάχιστους πόνους τοκετού, την 1η Δεκέμβρη 1957.
Το ζευγάρι μετακόμισε στο Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά 3 έτη μετά χώρισαν. Η Jonker κι η κόρη της στη συνέχεια μετακόμισαν πίσω στο Κέιπ Τάουν. Την ίδια χρονική περίοδο είχε σχέσεις με 2 συγγραφείς, τον Jack Cope και τον André Brink. Στη διάρκεια της νύχτας της 19ης Ιουλίου 1965, η Ingrid Jonker κατέβηκε στη παραλία στο Three Anchor Bay στο Κέιπ Τάουν, περπάτησε στη θάλασσα κι αυτοκτόνησε με πνιγμό. Η είδηση του θανάτου της κατέστρεψε, αλλά δεν σόκαρε, όσους τη γνώριζαν. Ο Jack Cope κι ο Uys Krige κλήθηκαν ν’ αναγνωρίσουνε το πτώμα. Στη συνέχεια, ο Κόουπ έγραψε στο ημερολόγιο: “Αγάπη μου σ’ απογοήτευσα. Υπάρχει μόνο ένα ανεπανόρθωτο σφάλμα -να στερείσαι πίστης, να χάνεις θάρρος, να είσαι μικρότερος από την αγάπη σου- σε αγαπώ 1 εκατομμύριο φορές“.
Η Άννα θυμήθηκε αργότερα: “Όταν έφτασα στον Τζακ εκείνο το πρωί, καθότανε σε τραπέζι, περιτριγυρισμένος απ’ όλους τους άλλους συγγραφείς -φίλους- κι όλο το μίσος ήταν στραμμένο πάνω του. Όλοι τον κατηγόρησαν“. Ο André Brink ήτανε στη Πραιτώρια κείνη την εποχή και τυφλώθηκε αρκετές ώρες απ’ το σοκ στο άκουσμα των ειδήσεων. Σύμφωνα με τη Marjorie Wallace: “Ο Abraham Jonker ήταν σε κυνηγετικό ταξίδι όταν πέθανε η Ingrid. Όταν τελικά εντοπίστηκε, είπε: Σ’ ό,τι με αφορά, μπορούν να τη πετάξουν πίσω στη θάλασσα“. Ωστόσο, ο ετεροθαλής αδελφός της, Koos επιμένει ότι δεν υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό. Σύμφωνα με αυτόν: “Ο πατέρας μου φέρεται να έκανε κάποιο άκαρδο σχόλιο όταν άκουσε για το θάνατο της Ingrid. Αλλά την ίδια στιγμή ήμουν μαζί του σε κυνηγετικό ταξίδι στο Ανατολικό Ακρωτήρι και στεκόμουνα δίπλα του όταν ήρθε ο γιος του αγρότη και μας είπε ότι η Ίνγκριντ είχε πνιγεί. Ο πατέρας ήταν πολύ σοκαρισμένος. Δεν είπε τίποτα εκτός από τ’ ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως. Σε κείνο το στάδιο ήτανε σε πολύ καλή βάση με την Ίνγκριντ. Πήγαινε συχνά να τον επισκεφτεί στο Σεντ Τζέιμς“. Η Simone στάλθηκε με αεροπλάνο στον πατέρα και τη μητριά στο Γιοχάνεσμπουργκ κι έμαθε για το θάνατο της μητέρας της μόνο μετά την άφιξή της.
Ο ψυχολόγος L.M. van der Merwe έχει γράψει: “Λίγο πριν απ’ το θάνατό της υπογράμμισε ένα στίχο του Dylan Thomas, Μετά τον 1ο θάνατο, δεν υπάρχει άλλος … Μ’ αυτό τον τρόπο επιβεβαίωσε ότι ο αποχαιρετισμός είχε πραγματοποιηθεί πολύ πριν από τις 19 Ιουλίου 1965. Αλλά η σωματική πράξη που διαπράχθηκε κείνο το πρωί καθιστά πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η προοπτική, να κριθεί η αξία της επιρροής της, επειδή κείνη τη μέρα γεννήθηκε ένας θρύλος“. Ο Laurens van der Post είπε μετά για την Ingrid: “Η αυτοκτονία της για μένα είναι σχεδόν σαν την αυτοκτονία όλου του Afrikanerdom… Απορρίφθηκε από τον πατέρα της, τους ανθρώπους της και τον εραστή της, ακόμη κι από τον Uys τόσο εγωκεντρικό στα συναισθήματά του… Ήμουν τρομοκρατημένος. Από τους κινδύνους της παιδικής της ευπάθειας που έγραψα στον Jack Cope και τον παρακάλεσα να έρθει και να τη φέρει από την Ευρώπη και προσφέρθηκε να πληρώσει το εισιτήριό του… Αλλά μόλις ο Τζακ την είχε, της έδωσε σε αντάλλαγμα κρύα κομμάτια από το κρύο μυαλό του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος… ποιος θα μπορούσε να την είχε σώσει. Ίσως προσπάθησε, δεν ξέρω. Μπορεί να είμαι άδικος… Χρειαζόταν, όπως όλοι μας, και μερικοί από μάς ευχαριστούμε τον Θεό να πάρουμε, ανθρώπινη καρδιά αγάπης και κατανόησης για να μας δεχτεί“.
Η αδελφή της Άννα κι οι μποέμ φίλοι της είχαν αρχικά προγραμματίσει κοσμική κηδεία, που τα ποιήματά της θα διαβάζονταν δυνατά. Αντ’ αυτού, ο Αβραάμ, που ήταν εξοργισμένος από την ιδέα, απέρριψε τη κόρη του Άννα και πήρε τον έλεγχο των διευθετήσεων. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, ήταν αποφασισμένος ν’ αποτρέψει τη κηδεία της κόρης του από το να γίνει διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος, αλλά σ’ αυτό σχεδόν σίγουρα ενεργούσε υπό τις διαταγές του επικεφαλής μαστίγιου του κόμματός του στο κοινοβούλιο της Νότιας Αφρικής. Όταν η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουλίου 1965, δεν υπήρχε εκκλησιαστική λειτουργία, αλλά Ολλανδός Μεταρρυθμιστής ιερέας, ο αιδεσιμότατος J.L.van Rooyen, χοροστάτησε στον τάφο. Η αδελφή της μποϊκόταρε τη κηδεία σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την αλλαγή στις ρυθμίσεις. Στη κηδεία, οι πενθούντες ήταν διχασμένοι. Από τη μία πλευρά ήταν η οικογένεια Jonker, οι φίλοι τους κι ομάδα ντετέκτιβ του Ειδικού Κλάδου. Από την άλλη ήταν οι φίλοι της Ίνγκριντ από τη λογοτεχνική ομάδα του Κέιπ Τάουν. Σύμφωνα με τη Marjorie Wallace: “Η Lulu Jonker πλησίασε τους φίλους της θετής κόρης της και τους είπε ότι όσοι είχαν εντολή απαγόρευσης θα συλλαμβάνονταν αν διαβαζόταν δυνατά κάποιο από τα ποιήματα της Ingrid, καθώς αυτό θα μετέτρεπε την κηδεία σε πολιτική συγκέντρωση“. Ο Τζακ Κόουπ έκλαιγε ανεξέλεγκτα κι έπρεπε να συγκρατηθεί από το να πέσει προς το φέρετρο καθώς αυτό κατέβαινε στο έδαφος. Αφού έφυγε η οικογένεια Jonker, οι φίλοι της Ingrid πέταξαν λουλούδια στον τάφο. Ο Κόουπ πέταξε στεφάνι αγριελιάς που είχε μαζέψει στη πλαγιά πάνω από το Κλίφτον. Ο Brink επέλεξε να μη παραστεί στη κηδεία, καθώς ένιωθε ότι θα μετέτρεπε αυτό που άξιζε να είναι ιδιωτικό γεγονός σε δημόσιο θέαμα.
Μετά τη θρησκευτική κηδεία της, οι φίλοι της Ίνγκριντ πραγματοποίησαν μια κοσμική κηδεία για εκείνη στις 25 Ιουλίου 1965. Μπρος σε περισσότερους από 100 πενθούντες, ο Uys Krige μίλησε για τη ποίησή της κι ο Jan Rabie διάβασε μερικά από τα ποιήματά της δυνατά. Αυτή τη φορά, η αδελφή της Άννα, παρευρέθηκε. Ο Jan le Roux, καθηγητής γυμνασίου από το Riviersonderend, θέλησε να πάρει τους μαθητές του, που αγαπούσανε τη ποίησή της στη κηδεία. Αφού αρνήθηκαν την άδεια να παρακολουθήσουνε τον διευθυντή του σχολείου και τον τοπικό Ολλανδό Μεταρρυθμιστή υπουργό, οι μαθητές πραγματοποίησαν ιδιωτική προσευχή γι’ αυτήν, που διαβάστηκαν δυνατά τα ποιήματά της.
Μετά το θάνατο της κόρης του, η υγεία του πατέρα επιδεινώθηκε ραγδαία. Οκτώβρη 1965, αποκλήρωσε τη κόρη του Άννα, αφού κείνη αρνήθηκε να του παραδώσει τα γράμματα της Ίνγκριντ στον Μπρινκ. Άρχισε να πίνει αλκοόλ σε μεγάλο βαθμό, αν κι οι γιατροί είχανε προειδοποιήσει ότι θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Η Άννα αργότερα θυμήθηκε: “Δεν του επιτρεπόταν να πιει και δεν ήταν καθόλου νηφάλιος. Μετά το θάνατο της Ίνγκριντ πέρασε από την κόλαση -πέρασε από την απόλυτη κόλαση. Ήτανε Χριστούγεννα κι είχε θρόμβωση στο πόδι… Η Λούλου δεν ήθελε να μου επιτρέψει να τον δω, μπορείς να το πιστέψεις;! Αλλά νοσοκόμα μου ‘πε μετά ότι φώναζε: Ίνγκριντ! Ίνγκριντ! Δεν σταματούσε να φωνάζει τ’ όνομά της. Τότε η Λούλου είπε κάτι κι ο πατέρας τη χτύπησε τόσο δυνατά που τη πέταξε απέναντι απ’ το δωμάτιο!” Ο Abraham Jonker πέθανε από ανεύρυσμα στην αορτή τις 10 Γενάρη 1966, 6 μήνες μετά την αυτοκτονία της κόρης. Μετά το θάνατό του, ο Koos ακύρωσε τη διαθήκη του πατέρα και φρόντισε ώστε η Άννα να λάβει τη κληρονομιά που αρχικά δικαιούτο καθώς και το βιολί του πατέρα τους και πρόσθετη οικονομική υποστήριξη.
Ο Koos Jonker έχει πει από τότε για τον πατέρα του: “Ο πατέρας μου δεν ήτανε τόσο σκληρός. Από πολλές απόψεις ήταν αρκετά ευγενικός. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς κάποιος που είναι φαινομενικά τόσο κακός θα μπορούσε να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο 4 φορές. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού, όχι μόνο από την εκλογική του περιφέρεια, αλλά κι από το ευρύ κοινό. Είχα το προνόμιο να έχω πατέρα σαν τον Αβραάμ Τζόνκερ“. Όταν έδωσε συνέντευξη για ντοκιμαντέρ πολλά χρόνια μετά, η Simone Venter αναγνώρισε τη ψυχολογική ζημιά που προκλήθηκε στη παιδική της ηλικία από την αυτοκτονία της μητέρας. Ακόμα κι έτσι παραδέχτηκε: “Ήθελε να πεθάνει. Ήτανε κάτι που ‘χε σκεφτεί βαθιά. Ήταν επιλογή της“. Μετά το θάνατό της, τα πνευματικά δικαιώματα, ο έλεγχος της λογοτεχνικής περιουσίας και των εγγράφων της απονεμήθηκαν στον Cope από τον Master of the Court. Ίδρυσε το Ingrid Jonker Trust. Παρέμεινε διαχειριστής του μέχρι το θάνατό του το 1991. Η κόρη του Jonker, Simone Venter, είναι δικαιούχος. Τα πνευματικά δικαιώματα εξακολουθούν να ανήκουν στο καταπίστευμα. Τα λογοτεχνικά έγγραφά της πήγανε στο Εθνικό Αγγλικό Λογοτεχνικό Μουσείο (NELM) στο Grahamstown. Η αδελφή της Άννα τα δανείστηκε με τη πρόθεση να γράψει βιογραφία για την αδελφή της το Νοέμβρη του 2005.
Η ποίησή της έχει μεταφραστεί από τα αφρικάανς στ’ αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ολλανδικά, πολωνικά, χίντι και ζουλού, μεταξύ άλλων. Έγραψε μονόπρακτο ‘n Seun na my Hart (Ένας γιος μες στη καρδιά μου) για τις ψευδαισθήσεις μητέρας για τον ανάπηρο γιο της. Έγραψε επίσης αρκετά διηγήματα. Το διάσημο βραβείο Ingrid Jonker για το καλύτερο ντεμπούτο έργου αφρικάανς ή αγγλικής ποίησης θεσμοθετήθηκε από τους φίλους της για να τιμήσει τη κληρονομιά της μετά τη ταφή της το 1965. Αυτό το ετήσιο βραβείο, που αποτελείται από 10.000 λίρες και μετάλλιο, απονέμεται εναλλάξ σε Αφρικάανς ή Άγγλο ποιητή που ‘χει δημοσιεύσει 1ο τόμο τα 2 πριν χρόνια με την υποστήριξη του Dagbreek Uitgewers.
Στην έναρξη του 1ου δημοκρατικά εκλεγμένου Κοινοβουλίου της Νότιας Αφρικής στις 24 Μάη 1994, ο Νέλσον Μαντέλα την επαίνεσε στο ρόλο της ως επικριτή του Απαρτχάιντ κι υποστήριξε ότι η αυτοκτονία της ήταν ακραία διαμαρτυρία εναντίον ενός έθνους που αρνήθηκε να την ακούσει. Στη συνέχεια, διάβασε το ποίημά της, Die kind, σε αγγλική μετάφραση.
Το 2001 ντοκιμαντέρ για τη Jonker δημιουργήθηκε για την ολλανδική τηλεόραση από τη Saskia van Schaik: Korreltjie niks is my dood.
Το 2002 το διαδραστικό έργο του Ryk Hattingh, Opdrag: Ingrid Jonker (Assignment: Ingrid Jonker), ανέβηκε στο Grahamstown National Arts Festival με πρωταγωνίστρια τη Jana Cilliers. Το έργο ασχολήθηκε μ’ ερωτήσεις και σχόλια για τη ζωή της, συνυφασμένα με τα ποιήματα κι άλλα γραπτά της.
Απρίλη 2004, η Jonker τιμήθηκε μετά θάνατον με το παράσημο του Τάγματος Ikhamanga από τη κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής για την εξαιρετική συμβολή της στη λογοτεχνία και τη δέσμευσή της στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία στη Νότια Αφρική.
Το 2007 κυκλοφόρησε στη Νότια Αφρική το ντοκιμαντέρ Ingrid Jonker, her Lives and Time της γεννημένης στη Μοζαμβίκη Νοτιοαφρικανής σκηνοθέτιδας ταινιών και ντοκιμαντέρ Helena Nogueira. Χαιρετίστηκε ως το οριστικό έργο για τη Jonker, αυτό είναι το 1ο λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στη Νότια Αφρική.
Πολλά απ’ τα ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί όλ’ αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας με τον κύκλο τραγουδιών Vyf liedere για σοπράνο και πιάνο του Stefans Grové (1981) και τραγουδισμένα από καλλιτέχνες όπως η Laurika Rauch, η Anneli van Rooyen κι ο Chris Chameleon. Το 2003 οι disselblom, αφρικανικό ποπ συγκρότημα, κυκλοφόρησαν ομώνυμο CD που περιείχε το κομμάτι Falkenburg, πολύ καλά εκτελεσμένη προσαρμογή του Ontvlugting της Jonker.
Το 2005 ο Chris Chameleon (γνωστός καλύτερα ως ο τραγουδιστής του νοτιοαφρικανικού συγκροτήματος Boo!) κυκλοφόρησε το άλμπουμ Ek Herhaal Jou (I Repeat You), που αποτελούνταν από σειρά ποιημάτων της Jonker που ‘χε μελοποιήσει. Η κυκλοφορία συνέπεσε με τη 40ή επέτειο του θανάτου της. Μερικά απ’ τα ποιήματα της που ενέπνευσαν τα τραγούδια του Χαμαιλέοντα είναι: Bitterbessie Dagbreek (Bitterberry Daybreak), Lied van die gebreekte Riete (Song of the Broken Reeds) & Ontvlugting (Escape).
Επίσης, το 2007 ήταν ήδη σε εξέλιξη οι εργασίες για ταινία μεγάλου μήκους για την Ingrid με τον τίτλο All that Breaks. Βασισμένη σε σενάριο της Helena Nogueira στο Market Theatre του Γιοχάνεσμπουργκ, που επικεντρώνεται σε 3 χρόνια από τη ζωή της Jonker και των Sestigers που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον ποιητή Uys Krige στο Clifton στο Κέιπ Τάουν. Τη παραγωγή της ταινίας υπογράφουν οι David Parfitt (Ερωτευμένος Σαίξπηρ), Charles Moore (Schindler’s List) και Shan Moodley και σκηνοθετείται από τη Nogueira.
Το 2011, η Ολλανδή ηθοποιός Carice van Houten έπαιξε την Ingrid στη βιογραφική ταινία Black Butterflies, σκηνοθεσία Paula van der Oest. Στη ταινία πρωταγωνίστησαν επίσης ο Ιρλανδός ηθοποιός Liam Cunningham ως Jack Cope κι ο Rutger Hauer ως Abraham Jonker. Παρά το γεγονός ότι ήτανε πλήρως ολλανδική παραγωγή για ποιητή που μίλησε κι έγραψε στα αφρικάανς, οι Μαύρες Πεταλούδες γυρίστηκαν εξ ολοκλήρου στα αγγλικά.
Επίσης, το 2011, ο Νοτιοαφρικανός μουσικός Chameleon κυκλοφόρησε άλμπουμ μ’ έργα της, με τίτλο As Jy Weer Skryf (If You Write Again).
Το 2012, η Nicola Haskins χορογράφησε δράμα που έλεγε την ιστορία της ζωής της Jonker για το Εθνικό Φεστιβάλ Τεχνών στο Grahamstown κι αργότερα παρουσιάστηκε σε διάφορους χώρους, συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου Πραιτόρια.
Το Κέιπ Τάουν έχει τη γέφυρα Ingrid Jonker που διασχίζει το Woodstock, τη λεωφόρο Nelson Mandela.
Βιογράφος της Jonker είναι η Petrovna Metelerkamp, που δημοσίευσε το Ingrid Jonker Beeld van ‘n digterslewe (Ingrid Jonker Εικόνα της ζωής ενός ποιητή) το 2003. Αυτό το βιβλίο περιέχει νέες ιδέες για τη ζωή της ποιήτριας και περιλαμβάνει ερωτικές επιστολές (μερικές μη απεσταλμένες) κι ακόμη αδημοσίευτη αφήγηση της νύχτας του θανάτου της από τη φίλη της, Bonnie Davidtsz. Η Simone, η κόρη της έλαβε εφάπαξ πληρωμή. Αγγλική κι ενημερωμένη έκδοση αυτής της βιογραφίας εμφανίστηκε το 2012: Ingrid Jonker A Poet’s Life. Οι φωτογραφίες κι άλλες πληροφορίες προέρχονταν κυρίως από τη συλλογή Ingrids, που πωλήθηκε παράνομα το 2000 από μέλος της οικογένειας στον Gerrit Komrei, όπου φυλασσόταν στη Πορτογαλία από το 2000. Η Simone έχει απευθύνει έκκληση στους κληρονόμους των Komrei για την επιστροφή της κληρονομιάς της στη Νότια Αφρική. Μια Ίνγκριντ Το Jonker Center θα ιδρυθεί στο Κέιπ Τάουν στο πλαίσιο του FAK σε συνεργασία με το μνημείο Vootrekker. Η Simone θα ενεργεί ως επιμελήτρια του κέντρου.=========
Σε Όλα Τα Πρόσωπα
Σε όλα τα πρόσωπα
όλων των ανθρώπων
πάντα τα μάτια σου
τα δύο αδέρφια
το γεγονός πως υπάρχεις
κι η ουτοπία
αυτού του κόσμου
Όλοι οι ήχοι λένε
ξανά και ξανά τ’ όνομά σου
όλα τα κτήρια
το σκέφτονται κι οι αφίσες
οι γραφομηχανές το μαντεύουν
κι οι σειρήνες το επαναλαμβάνουν
το κλάμα κάθε νεογέννητου
το επιβεβαιώνει
κι η αποκήρυξη
αυτού του κόσμου
Οι μέρες μου γυρεύουν
το όχημα του κορμιού σου
οι μέρες μου γυρεύουν
το σχήμα του ονόματός σου
πάντα μπροστά μου
στη διαδρομή των ματιών μου
και ο μόνος μου φόβος
είναι η αντανάκλαση
που θέλει να κάνει
το αίμα σου νερό
που θέλει να κάνει
το όνομά σου αριθμό
και ν’ αρνηθεί τα μάτια σου
σαν να ΄ταν ανάμνηση
Διαφεύγω
Δραπέτευσα από αυτό το Βάλκενμπουργκ
και τώρα με θυμάσαι στον κόλπο του Γκόρντον:
Παίζω με βατραχόψαρα σε ένα ρυάκι
και σκαλίζω σβάστικες σε ένα δέντρο
με στεφάνι καπνού. Είμαι ο σκύλος
που κάνει τζόκινγκ στις παραλίες
και γαβγίζει μόνο ηλίθια στο βραδινό άνεμο
Είμαι το θαλασσοπούλι που περιπλανιέται
πεινασμένο και φτιάχνει νεκρές νύχτες σαν γεύμα
Ο θεός που σε δημιούργησε από τον άνεμο
έτσι ώστε η θλίψη μου να βρει σε σένα τελειότητα:
Το σώμα μου βρίσκεται ξεπλυμένο σε ζιζάνια
και γρασίδι σ’ όλα τα μέρη που ‘μασταν κάποτε…
Το παιδί που σκοτώθηκε από πυροβολισμό στη Νυάνγκα
Το παιδί δεν είναι νεκρό
το παιδί υψώνει τις γροθιές του
ενάντια στη μητέρα του
που ουρλιάζει Αφρική
ουρλιάζει τη μυρωδιά
της ελευθερίας και της ερείκης
στα μέρη της καρδιάς υπό κατάληψη
Το παιδί υψώνει τις γροθιές του
ενάντια στον πατέρα του
στη παρέλαση των γενεών
που ουρλιάζουν Αφρική
ουρλιάζουν τη μυρωδιά
της δικαιοσύνης και του αίματος
στους δρόμους της ένοπλης περηφάνειας του
Το παιδί δεν είναι νεκρό
ούτε στη Λάνγκα ούτε στη Νυάνγκα
ούτε στο Ορλάντο ούτε στο Σάρπβιλ
ούτε στο αστυνομικό τμήμα
στους Φιλίππους όπου κείτεται
με μια σφαίρα στο κεφάλι
Το παιδί είναι η σκιά των στρατιωτών
που στέκουν σε ετοιμότητα με όπλα,
μαχαίρια και κλομπ
το παιδί είναι παρόν
σε όλες τις συσκέψεις
και τα νομοθετήματα
το παιδί κρυφοκοιτάζει
απ’ τα παράθυρα των σπιτιών
μες στις καρδιές των μανάδων
το παιδί που απλώς ήθελε να παίξει
κάτω απ’ τον ήλιο
στη Νυάνγκα είναι παντού
το παιδί που έγινε άντρας
διατρέχει όλη την Αφρική
το παιδί που έγινε γίγαντας
ταξιδεύει όλο τον κόσμο
Χωρίς πάσο…
Η Μαμά
Η μαμά
δεν είναι πρόσωπο πια
Όμως
Ντύνεται
Πηγαίνει στο κομμωτήριο
Βαδίζει στο δρόμο
Πιάνει τα τακούνια της
Συμβουλεύεται τον ψυχίατρο
Σαν όλους τους άλλους
Ψιθυρίζει λέξεις
Moncheri
Δεν ακούγεται καθόλου
Ο λευκός
Ψίθυρος του φαντάσματος μόνο
Δεν έχει χρώμα
Και φεύγει γρήγορα
Χασκογελάει από τους ανελκυστήρες
Κοιτά εδώ κι εκεί με τα γυαλιά της
Κάνει πως εκπλήσσεται
Είναι αφοπλισμένη
Γυμνή σαν Αφρικάνα
Θέλει να πιστέψει στον άνθρωπο
Π’ ακόμα μιλάει για Θεό
Σε Επαναλαμβάνω
Σε επαναλαμβάνω
χωρίς τέλος ή αρχή
επαναλαμβάνω το σώμα σου
Η μέρα έχει μικρή σκιά
Κι η νύχτα κίτρινους σταυρούς
Το τοπίο είναι χωρίς λάμψη
Κι οι άνθρωποι μια σειρά κεριά
Ενώ εγώ σ’ επαναλαμβάνω
Με τα στήθια μου
Που μιμούνται
το γούβωμα των χεριών σου.
Το Πρόσωπο Του Έρωτα
Το πρόσωπό σου είναι
το πρόσωπο όλων των άλλων
πριν από σένα και μετά από σένα
και τα μάτια σου είναι ήρεμα
σαν μια γαλάζια αυγή,
που σπάζει το χρόνο
στην ώρα του.
Βουκόλος των νεφών,
φρουρός της λευκής
-με εναλλαγή χρωμάτων-
ομορφιάς, το τοπίο
των εξομολογημένων χειλιών σου,
που έχω εξερευνήσει,
κρατά το μυστικό
κάποιου χαμόγελου
όπως το τοπίο
με τα μικρά λευκά χωριά
πέρα από τα βουνά·
κι οι χτύποι της καρδιάς σου
μέτρο της έκστασής τους.
Δεν υπάρχει ερώτημα
μιας -κάποιας- αρχής·
δεν υπάρχει ζήτημα κατάκτησης,
δεν υπάρχει ερώτημα θανάτου:
πρόσωπο πολυαγαπημένο μου,
το πρόσωπο του έρωτα!
Η Αγκαλιά Μου Με Διπλασίασε
Η αγκαλιά μου διπλασιάστηκε
πάνω από τα στήθη μου,
φώναξα ο ένας στον άλλο,
τα δύο κεφάλια έπαιξαν παρτενέρ
και τα χέρια μου περικλείουν
τα μυστικά μου
σε ένα δωμάτιο πολύ μακριά
πίσω από το υπόστεγο του φθινοπώρου,
κοίτα τα μάτια σου
στον καθρέφτη του σώματός σου
Αυτό Το Ταξίδι
Αυτό το ταξίδι
που σβήνει την εικόνα σου
σχισμένος άγγελος αίματος
ρίχνεται στα σκυλιά
Αυτό το τοπίο είναι έρημο
σαν το μέτωπό μου
πληγή από τα τριαντάφυλλα
Ήθελα να σε δω να περπατάς
χωρίς αλυσίδες
Λαχταρούσα να δω το πρόσωπό σου
ανοιχτό κι ελεύθερο
το σπασμένο πρόσωπό σου
και στεγνό σαν τη λάσπη της γης
τις νύχτες της απουσίας χωρίς μάτια
Έκλαψα που σε είδα να κουβαλάς
ένα πραγματικό αστέρι
Έκλαψα για να δω
τον γαλάζιο ουρανό
και για να ακούσω
μια λέξη από τη ζωή,
πικρό άγγελο, αναληθή,
με μια φλόγα στο στόμα σου
έβαλα δύο χελιδόνια
κάτω από τις μασχάλες σου
και τράβηξα έναν μυστικό σταυρό
στο πρόσωπό σου για τον άνθρωπο
που μου θύμισες κάποτε.
Ξεκινήστε Το Καλοκαίρι
Ξεκινήστε το καλοκαίρι
και τη θάλασσα
ένα ραγισμένο κυδώνι,
τον ουρανό σαν παιδικό μπαλόνι
πολύ πάνω από το νερό
Κάτω από τις ομπρέλες
σαν ριγέ ζαχαρωτά
μυρμήγκια των ανθρώπων
και το χαρωπό γέλιο του κόλπου
έχει δόντια χρυσού
Παιδί με τον κίτρινο κουβά
και την ξεχασμένη πλεξίδα
το στόμα σου
σίγουρα είναι ένα μικρό κουδούνι
μικροσκοπική γλώσσα
για ένα παλαμάκι
Παίζεις στον ήλιο όλη μέρα
σαν γιουκαλίλι
L’Art Ποιητική
Να κρύβομαι σαν μυστικό
στον ύπνο των αρνιών
και των μοσχευμάτων
Για να σώσω τον εαυτό μου
στο χαιρετισμό ενός μεγάλου πλοίου
Να αποθηκεύσω
τη βία μιας απλής μνήμης
στα πνιγμένα χέρια σου
Να κρυφτώ στο λόγο μου
25 Δεκέμβρη 1960
Θάλαμος εκατόν τριάντα
στο πέρασμα στα δεξιά.
Είναι πέντε το πρωί
γιατί το κάρρο με το γάλα
έχει φύγει με τα άλογά του,
με μάτια που λάμπουν
στις ξιφολόγχες
των φώτων του δρόμου.
Εικοστή πέμπτη Δεκέμβρη δεκαεννέα-εξήντα.
Τα παιδιά κοιμούνται
σε χριστουγεννιάτικες κάλτσες
ανάμεσα σε δορυφόρους,
άλογα χόμπι, περίστροφα και καραμέλες κοιμούνται,
πριν από τις σειρήνες του ήλιου
πριν από τα βομβαρδιστικά
που είναι πεταλούδες
κοιμούνται στις χριστουγεννιάτικες κάλτσες
και τα κεριά σας.
Στο Hospital Hill βρίσκεται
ένα φλεγόμενο δέντρο.
Θάλαμος εκατόν τριάντα
στο πέρασμα στα δεξιά.
“Σίγουρα έπινε ένα μπουκάλι κονιάκ
και ξάπλωνε ώρες σε μια σκηνή οξυγόνου
Ξέρεις ότι ήταν αλκοολικός
από το πρώτο του ποτήρι”.
(Κοιτάξτε, η λάμψη της φωτεινής κάννης
του όπλου της ημέρας
στοχεύει πάνω από την πόλη!)
“Ένα ναι, αλλά, είπε κάποτε ο ίδιος
ότι κυνηγούσε τον νεκρό Θεό του.
Τα τελευταία του λόγια;
Όχι, απλά έμεινε ήσυχος
και με τα μάτια ανοιχτά”.
Θάλαμος εκατόν τριάντα
Τον φρόντισαν, με τα μάτια κλειστά,
τα χέρια ήδη διπλωμένα,
όλο το δωμάτιο σαν ανασηκωμένη ασπίδα.
Και στο περβάζι του παραθύρου
και ενάντια στο φως
η μανία σε ατέλειωτη προσευχή.
Σπάνια Έχει Το Άλμα Ενός Πάνθηρα
Σπάνια το άλμα ενός πάνθηρα
έχει κάτι σαν το ίδιο άλμα
από τον ίδιο πάνθηρα,
όταν δεν είναι όπως το ήθελε
ο ίδιος ο πάνθηρας.
Το δελφίνι που κολυμπά
μπροστά από το πλοίο
κολυμπά μπροστά από το πλοίο,
μέχρι να μην υπάρχει πλέον δελφίνι
που κολυμπά μπροστά από ένα πλοίο.
Και έτσι θα συμβεί σε σας,
ότι δεν παρατηρείτε σχεδόν καθόλου
πώς ο ιδρώτας της μασχάλης σας
αλλάζει τη μυρωδιά του,
ότι χάνετε πώς ο κένταυρος
ξύνει πρώτα τις οπλές του
πριν έρθει σε σας
και κλωτσά και σπάει τα πάντα
στο ασφαλές σπίτι σας.
Η Θνησιμότητα Επιμένει
Η θνητότητα παραμένει,
σήμερα το πρωί
ξύπνησε κανείς στον ύπνο μου,
και απόψε
το νηφάλιο ποτήρι ζητά έλεος,
εκπνέει κανείς τον εαυτό του
ως ενόραση, το ένα είναι,
επαναλαμβάνω το παιχνίδι μου,
πώς βρίσκεται κανείς ξανά
σε αυτό το σχεδόν σαρκώδες
συνεχώς εφήμερο
εγωιστικό έδαφος,
σωματικό σαν ιστός,
όντας εγώ, σίγουρα
φέρνοντας στο νου κρασί,
οι νύχτες είναι συγκεχυμένες
κι αβέβαιες,
Συμπυκνώστε αυτό που βρίσκεστε,
κληρονομείτε μόνο το αιώνιο παρελθόν,
έτσι εξερευνά κανείς τη περιφέρειά του
Τάφρος
Όχι τόσο παλιά η νεολαία τους
θρηνεί στις ιτιές,
το νερό δεν τους αντανακλά
ποτέ ομαλά,
τα λεία φύλλα
κι όχι χωρίς φύλλα,
είναι μια στέγη
που πάνω της απλώνονται
που μια πάπια
βυθίζεται στο τοπίο,
γίνεται φίλη
με έναν πρόσφυγα στο έδαφος,
αναζητά ρηχό νερό
και προσπαθεί να βρει
μια νέα πάπια πάνω από το νερό
για να την εξυπηρετήσει
Κοίτα Μπαμπά Τρέχω
Κοίτα μπαμπά κάνω μια θηλιά,
το προφέρεις σαν μεγεθυντικό φακό
είμαι ευάλωτη σαν αδιάβροχο μπουφάν
φοράς ένα καπέλο που όλοι πιστεύουν
ότι είναι ηλίθιο είτε το κρατάς
είτε το βγάζεις,
το σκάφος είναι πάνω
κι όχι το καπέλο,
αλλά οι κριτικοί το ‘καναν,
ένα άλλο παράδειγμα,
ανακάτεψα τη σούπα μου
κι εσύ έπνιξες τη κουτάλα μου
Ήταν ο κηπουρός που γυρίζει
τις ντομάτες του εκ των προτέρων
επειδή είναι αηδιασμένος
απ’ τη προσφορά
και τη δημοπρασία
Ήταν ο υπερθετικός βαθμός
του χονδροειδούς
με το φιδέ στο κολλάρο μου
και τις κηλίδες αποθεμάτων
σαν κάρτα διάτρησης
στο κοστούμι κιμωλίας μου
Παραδίδω τον εαυτό μου
με φτυάρια άνθρακα
και δοχείο νομικά αδιάβροχο
Δεν είμαι ένοχος
όταν παίζουμε χαρτιά
όταν κάναμε σήμα
κι έφυγε με το τζάκποτ
προς τις αναθυμιάσεις της σκόνης,
το λιβάδι, την αμαύρωση
του ονόματός μου,
ξέπλυνα με σπα
κι ο αγρότης που ακολούθησε
ήταν για μίλλια γύρω,
κρατήστε τα παράθυρα
και τις πόρτες κλειστές
για να ακούσετε,
θέλουν το χέρι σας να γλείφει
σε εξομολογήσεις κομματιών
και να στάζει μακριά,
όταν κάνετε αεροπειρατεία
σε λεωφορείο με τον αφρό στα χείλη,
στέλνουν τη κοκκινομάλλα μελαγχολία τους
για διαπραγματεύσεις
και να δαγκώσεις
και να αιχμαλωτίσεις