Βιογραφικό
Η Ελίζαμπεθ Πάρσονς Γουέρ Πάκαρντ (Elizabeth Parsons Ware Packard) ήταν Αμερικανίδα υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών και των ατόμων που θεωρούνταν σε παραφροσύνη. Κλείστηκε άδικα σε άσυλο φρενοβλαβών από τον σύζυγό της, που ισχυρίστηκε ότι ήταν τρελλή, περισσότερα από 3 χρόνια. Στη δίκη της, ωστόσο, οι ένορκοι κατέληξαν ότι δεν ήταν τρελλή μετά από μόλις 7 λεπτά συζήτησης. Αργότερα ίδρυσε την Anti-Insane Asylum Society, κάνοντας εκστρατεία για τις διαζευγμένες γυναίκες να διατηρήσουν την επιμέλεια των παιδιών τους.
Γεννημένη 28 Δεκέμβρη 1816 στο Ware της Μασαχουσέτης, ήταν το μεγαλύτερο από 3 παιδιά κι η μοναχοκόρη του Samuel και της Lucy Ware. Ο Samuel ήταν εκκλησιαστικός λειτουργός στη κοιλάδα του Κονέκτικατ της Εκκλησιαστικής Εκκλησίας Ware από το 1810 έως το 1826. Εκπαιδεύτηκε στο Γυναικείο Σεμινάριο Amherst, σπούδασε γαλλικά, άλγεβρα και νέους κλασσικούς, χάρη στον επαρκή πλούτο των γονιών της. Η οικογένειά της δέχτηκε οικότροφους από το Amherst College, συμπεριλαμβανομένου του Henry Ward Beecher. Ο Beecher θα γινόταν σύντομα από τους πιο δημοφιλείς ιεροκήρυκες στη χώρα. Η περίεργη φύση του Beecher κι οι ανορθόδοξες θρησκευτικές διδασκαλίες του επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη Packard. Το 1835, στα 19, διαγνώστηκε με εγκεφαλικό πυρετό, όρο του 19ου αι. για ασθένεια που πιστεύεται ότι προκαλείται από σοβαρή συναισθηματική διαταραχή. Όταν ο οικογενειακός γιατρός απέτυχε να τη βοηθήσει, ο Samuel Ware αποφάσισε να τη βάλει στο Worcester State Hospital, με τον Dr. Samuel Woodard στο τιμόνι. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τη φροντίδα των ασθενών. Στα χαρτιά εισαγωγής, ο Samuel Ware έγραψε ότι υπέφερε από «ψυχική κόπωση» από το επάγγελμά της ως δασκάλα. Παρέμεινε στο νοσοκομείο 6 βδομάδες.
Μετά από επιμονή των γονιών της, η Ware παντρεύτηκε τον Καλβινιστή ιερέα Theophilus Packard, 14 χρόνια μεγαλύτερό της και λέγεται ότι ήταν «ψυχρός κι αυταρχικός», στις 21 Μαΐου 1839. Το ζευγάρι είχε 6 παιδιά: τον Θεόφιλο (γεν. 1842), τον Ira Ware (γεν. 1844), τον Samuel Ware (γεν. 1847), την Elizabeth Ware (γεν. 1850), τον George Χέιστινγκς (γεν. 1853) και Άρθουρ Ντουάιτ (γεν. 1858). Έζησαν στη Δυτική Μασαχουσέτη μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1854. Ξεκινώντας το 1857, αφού έζησε στο Οχάιο και την Αϊόβα για σύντομες περιόδους, η οικογένεια μετακόμισε στο Μαντένο του Ιλινόις και φαινόταν να έχει ειρηνικό και χωρίς προβλήματα γάμο.

Ο Θεόφιλος, ωστόσο, είχε αρκετά αποφασιστικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μετά από πολλά χρόνια γάμου, η Ελίζαμπεθ αμφισβήτησε τις πεποιθήσεις του συζύγου της κι άρχισε να εκφράζει απόψεις που ήταν αντίθετες με τις δικές του. Ενώ το κύριο θέμα της διαμάχης τους ήταν η θρησκεία, το ζευγάρι διαφώνησε επίσης σχετικά με τις μεθόδους ανατροφής των παιδιών και τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας, καθώς και την ηθική της δουλείας, με την Ελισάβετ να υπερασπίζεται τον Τζον Μπράουν, κάτι που έφερε σε δύσκολη θέση τον Θεόφιλο.
Όταν το Ιλλινόις άνοιξε το 1ο του νοσοκομείο για ψυχικά ασθενείς το 1851, το νομοθετικό σώμα της πολιτείας ψήφισε νόμο που εντός 2 ετών από την ψήφισή του τροποποιήθηκε ώστε να απαιτεί δημόσια ακρόαση προτού άτομο μπορεί να δεσμευτεί παρά τη θέλησή του, με την εξαίρεση ότι ένας σύζυγος μπορούσε να δεσμεύσει τη γυναίκα του χωρίς δημόσια ακρόαση ή τη συγκατάθεσή της. Το 1860, ο Theophilus έκρινε ότι η σύζυγός του ήταν «ελαφρώς παράφρων», κατάσταση που απέδωσε σε «υπερβολική εφαρμογή του σώματος και του νου». Κανόνισε να μιλήσει μαζί της γιατρός, ο J.W. Brown, που προσποιήθηκε ότι ήταν πωλητής ραπτομηχανών. Στη διάρκεια της συνομιλίας τους, η Ελισάβετ παραπονέθηκε για τη κυριαρχία του συζύγου της και τις κατηγορίες του σε άλλους ότι ήταν τρελλή. Ο Μπράουν ανέφερε αυτή τη συνομιλία στον Θεόφιλο (μαζί με την παρατήρηση ότι η κυρία Πάκαρντ «έδειχνε μεγάλη αντιπάθεια για μένα». Ο Θεόφιλος αποφάσισε να δεσμεύσει την Ελισάβετ. Έμαθε γι’ αυτή την απόφαση στις 18 Ιουνίου 1860, όταν ο σερίφης της κομητείας έφτασε στο σπίτι των Packard για να την θέσει υπό κράτηση.
Πέρασε τα επόμενα 3 χρόνια στο Jacksonville Insane Asylum στο Τζάκσονβιλ του Ιλλινόις (τώρα Jacksonville Developmental Center). Ανακρινόταν τακτικά από γιατρούς, αλλά αρνήθηκε να συμφωνήσει ότι ήταν τρελλή ή να αλλάξει τις θρησκευτικές της απόψεις. Τον Ιούνιο του 1863, εν μέρει λόγω της πίεσης των παιδιών της, που επιθυμούσαν να αφεθεί ελεύθερη, οι γιατροί δήλωσαν ότι ήταν ανίατη και της έδωσαν εξιτήριο. Μετά την έξοδο, ο άντρας τη κλείδωσε στο παιδικό δωμάτιο του σπιτιού τους κι έκλεισε τα παράθυρα. Η Ελισάβετ κατάφερε να ρίξει γράμμα που παραπονιόταν γι’ αυτή τη μεταχείριση από το παράθυρο, που παραδόθηκε στη φίλη της Σάρα Χάσλετ. Η Σάρα Χάσλετ με τη σειρά της παρέδωσε την επιστολή στον δικαστή Τσαρλς Σταρ, που εξέδωσε ένταλμα habeas corpus διατάζοντας το Θεόφιλο να φέρει την Ελισάβετ στα δωμάτιά του για να συζητήσουν το θέμα. Αφού του παρουσιάστηκαν τα στοιχεία του Θεόφιλου, ο δικαστής Σταρ προγραμμάτισε ένορκη δίκη για να επιτρέψει τον νομικό προσδιορισμό της λογικής της Ελισάβετ.
Packard, που διήρκεσε 5 μέρες, οι δικηγόροι του Θεόφιλου παρουσίασαν μάρτυρες από την οικογένειά του που κατέθεσαν ότι η Ελισάβετ είχε μαλώσει με τον σύζυγό της και προσπάθησε να αποσυρθεί από την εκκλησία του. Αυτοί οι μάρτυρες συμφώνησαν με τον Θεόφιλο ότι αυτό ήταν σημάδι παραφροσύνης. Το αρχείο από το Κρατικό Νοσοκομείο του Ιλλινόις που ανέφερε ότι η κατάσταση της κυρίας Packard ήταν ανίατη καταχωρήθηκε επίσης στα πρακτικά του δικαστηρίου.

Οι δικηγόροι της Ελίζαμπεθ, Στίβεν Μουρ και Τζον Ορ, απάντησαν καλώντας μάρτυρες από τη γειτονιά που γνώριζαν τους Πάκαρντ αλλά δεν ήταν μέλη της εκκλησίας του Θεόφιλου. Αυτοί οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι δεν είδαν ποτέ την Ελισάβετ να παρουσιάζει σημάδια παραφροσύνης, ενώ συζητούσαν για τη θρησκεία ή κάτι άλλο. Ο τελευταίος μάρτυρας ήταν ο Δρ Ντάνκανσον, ο οποίος ήτανε κι ιατρός και θεολόγος. Είχε πάρει συνέντευξη από την Ελίζαμπεθ και κατέθεσε ότι αν και δεν συμφωνούσε απαραίτητα με όλες τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ήταν υγιής κατά την άποψή του, υποστηρίζοντας ότι «δεν αποκαλώ τους ανθρώπους τρελλούς επειδή διαφέρουν μαζί μου. Την αποκαλώ υγιή γυναίκα κι εύχομαι να είχαμε ένα έθνος τέτοιων γυναικών».
Οι ένορκοι συσκέφθηκαν μόνο για 7 λεπτά πριν αποφασίσουν υπέρ της Ελίζαμπεθ. Κηρύχθηκε νομικά υγιής κι ο δικαστής Τσαρλς Σταρ, που ‘χε αλλάξει τη δίκη από το habeas corpus σε δίκη λογικής, εξέδωσε εντολή να μη περιοριστεί. Όπως το περιέγραψε η μελετήτρια Κάθριν Μπερνς-Χάουαρντ, «ενώ δεν θα μάθουμε ποτέ τη πραγματική ψυχική κατάσταση της Ελίζαμπεθ ή τις λεπτομέρειες της οικογενειακής της ζωής (…) Αμέσως μετά την απόλυσή της, έπεισε τους ενόρκους για τη λογική της».
Όταν επέστρεψε στο σπίτι που μοιραζόταν με τον σύζυγό της στο Manteno Ιλλινόις, διαπίστωσε ότι το βράδυ πριν από την αποφυλάκισή της, ο σύζυγός της είχε νοικιάσει το σπίτι τους σε άλλη οικογένεια, πούλησε τα έπιπλά της, της είχε πάρει χρήματα, χαρτονομίσματα, ντουλάπα και παιδιά κι είχε φύγει από τη πολιτεία. Προσέφυγε στα Ανώτατα Δικαστήρια του Ιλλινόις και Μασαχουσέτης, όπου ο σύζυγός της είχε πάει τα παιδιά της, αλλά δεν είχε νομική προσφυγή, καθώς οι παντρεμένες γυναίκες σε αυτές τις πολιτείες εκείνη την εποχή δεν είχαν νόμιμα δικαιώματα στη περιουσία ή τα παιδιά τους. Ως εκ τούτου, δημιούργησε την Anti-Insane Asylum Society. Η Packard δεν επέστρεψε στη προηγούμενη ζωή της, αλλά έγινε εθνική διασημότητα, δημοσιεύοντας «ένα σωρό βιβλία και διασχίζοντας τις ΗΠΑ σε μεταρρυθμιστική εκστρατεία δεκαετιών», όχι μόνο υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των παντρεμμένων γυναικών και την ελευθερία του λόγου, αλλά μιλώντας ενάντια στη «δύναμη των τρελλοκομείων». Έγινε αυτό που ορισμένοι μελετητές αποκαλούν «δημοσιογράφος και λομπίστας για καλύτερους νόμους περί παραφροσύνης». Όπως υποστήριξε η μελετήτρια Kathryn Burns-Howard, η Packard επανεφηύρε τον εαυτό της σ’ αυτόν το ρόλο, κερδίζοντας αρκετά για να συντηρήσει τα παιδιά της, ακόμη και τον εν διαστάσει σύζυγό της, που παρέμεινε χωρισμένη για το υπόλοιπο της ζωής της. Τελικά, οι μετριοπαθείς υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γυναικών στις βόρειες ΗΠΑ την αγκάλιασαν. Κάποιοι υποστήριξαν ότι εν μέσω του Εμφυλίου Πολέμου χώρα που βρίσκεται στη μέση της απελευθέρωσης σκλάβων θα ‘πρεπε να κάνει το ίδιο για άλλους που υπέφεραν από καταχρηστικούς συζύγους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι φαινόταν να αγνοεί τη φυλετική της προκατάληψη υποστηρίζοντας ότι οι λευκές γυναίκες είχαν «ηθική και πνευματική φύση» κι υπέφεραν περισσότερο από «πνευματική αγωνία» από τους πρώην σκλάβους Αφροαμερικανούς. Ακόμα κι έτσι, άλλοι λένε ότι η ιστορία της παρείχε «συγκλονιστικό παράδειγμα καταπιεσμένης γυναικείας φύσης» που άλλοι δεν είχαν.

Η Packard υπέβαλε αίτηση στα νομοθετικά σώματα του Ιλλινόις και της Μασαχουσέτης και το 1869 ψηφίστηκε νομοθεσία σε αυτές τις πολιτείες που επέτρεπε στις παντρεμμένες γυναίκες ίσα δικαιώματα στην ιδιοκτησία και την επιμέλεια των παιδιών τους. Με την ψήφιση αυτής της νομοθεσίας, ο σύζυγος της παραχώρησε οικειοθελώς την επιμέλεια των παιδιών τους πίσω σ’ αυτή και τα παιδιά της ήρθαν να ζήσουν μαζί της στο Σικάγο. Συνειδητοποίησε πόσο μικρή ήταν η νομική της νίκη κι ότι οι υποκείμενες κοινωνικές αρχές που είχαν οδηγήσει στον εγκλεισμό της εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Ίδρυσε την Anti-Insane Asylum Society και δημοσίευσε πολλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των Marital Power Exemplified, or Three Years Imprisonment for Religious Belief (1864), Great Disclosure of Spiritual Wickedness in High Places (1865), The Mystic Key or the Asylum Secret Unlocked (1866) και The Prisoners’ Hidden Life, Or Insane Asylums Unveiled (1868). Το 1867, η Πολιτεία του Ιλλινόις ψήφισε «Νομοσχέδιο για τη Προστασία της Προσωπικής Ελευθερίας» που εγγυόταν ότι όλοι οι άνθρωποι που κατηγορούνται για παραφροσύνη, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων, είχανε δικαίωμα σε δημόσια ακρόαση, όπως κι η Μασαχουσέτη.
Η Packard είδε επίσης παρόμοιους νόμους να ψηφίζονται σε 3 άλλες πολιτείες. Ακόμα κι έτσι, δέχτηκε σφοδρή επίθεση από επαγγελματίες υγείας κι ανώνυμους πολίτες, σε αντίθεση με άλλους όπως η Dorothea Dix, με τον πρώην γιατρό της από το Άσυλο Φρενοβλαβών Τζάκσονβιλ, Δρ Andrew McFarland, που την αποκάλεσε ιδιωτικά «είδος Ιωάννας Ντ’ Αρκ στο θέμα της υποκίνησης των προσωπικών προκαταλήψεων». Ως εκ τούτου, το έργο της Ελισάβετ σ’ αυτό το μέτωπο ήταν «σε γενικές γραμμές ανεκτίμητο» όσο ζούσε. Έλαβε ευρύτερη αναγνώριση, ξεκινώντας από τη 10ετία 1930, μόνον από γνωστό ιστορικό της ψυχικής ασθένειας, τον Albert Deutsch και ξανά στη 10ετία 1960 από κείνους που «επιτίθονταν στο ιατρικό μοντέλο της παραφροσύνης». Η Ελισάβετ Πάκαρντ πέθανε στις 25 Ιουλίου 1897. Στη νεκρολογία της η Inter Ocean τη περιέγραψε ως μεταρρυθμίστρια των τρελλών μεθόδων ασύλου.

Οι μελετητές έχουν γράψει διάφορα βιβλία και άρθρα γι΄ αυτήν. Αυτό περιλαμβάνει άρθρα από τους μελετητές Myra Samuels Himelhoch κι Arthur H. Shaffer το 1979, Paul A. Lombardo το 1992 και Jennifer Rebecca Levinson το 2003. Το 1991, η Barbara Sapinsley έγραψε το 1ο βιβλίο που επικεντρώθηκε στην Elizabeth Packard, με τίτλο The Private War of Mrs. Packard. Ενημερώθηκε από την οικογένεια της στα τέλη 10ετίας ’60 -αρχές 10ετίας ’70 και χρειάστηκαν 20 χρόνια για να βρεθεί εκδότης. Η Linda V. Carlisle έγραψε άλλη βιογραφία, που δημοσιεύτηκε από το University of Illinois Press το 2010, με τίτλο Elizabeth Packard: A Noble Fight. Εν μέρει, επικεντρώνεται σε μεμονωμένη νομοθεσία που έκανε εκστρατεία και βοήθησε ν’ αλλάξει. Το 2021, η Kate Moore έγραψε λεπτομερή κι εξαιρετικά ερευνημένη ιστορία που αναδεικνύει το χαρακτήρα της καλοσύνης, της υπηρεσίας και της επιμονής της Elizabeth με τίτλο The Woman They Could Not Silence: One Woman, Her Incredible Fight for Freedom, and the Men Who Tried to Make Her Disappear. Προηγουμένως, το 2005, η Μπάρμπαρα Χάμπλι είχε αναφερθεί σ’ αυτήν με κάποιες λεπτομέρειες, στο μυθιστόρημά της για τη παραφροσύνη της Μαίρη Τοντ Λίνκολν, με τίτλο The Emancipator’s Wife: A Novel of Mary Todd Lincoln, αφού ο νόμος του 1867 που υποστήριξε η Packard απαιτούσε δίκη μ’ ενόρκους για όποιον ήταν «κλεισμένος σε τρελλοκομείο». Η Μουρ θα έλεγε μετά ότι η Packard δεν ήταν ψυχικά άρρωστη κι ήταν «απλώς ανεξάρτητη» κι υποστήριξε ότι οι άνθρωποι πρέπει να «εμπνέονται από γυναίκες όπως η Ελίζαμπεθ». Ο Troy Rondinone, καθηγητής στο Southern Connecticut State University, έκανε παρόμοιο επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να θυμούνται «τη μάχη του Packard για τις γυναίκες στο σύστημα ψυχικής υγείας». Η Έμιλι Μαν έγραψε το έργο Mrs. Packard, που έκανε πρεμιέρα το Μάη 2007. Στο έργο της η Packard περιγράφει πλήρως τη ζωή της στο τρελλοκομείο. Θεωρείται ιστορικά ακριβές.
Στις 10 Αυγούστου 2023, ο κυβερνήτης του Ιλλινόις JB Pritzker μετονόμασε το νοσοκομείο ψυχικής υγείας στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλλινόις από Κέντρο Ψυχικής Υγείας Andrew McFarland σε Κέντρο Ψυχικής Υγείας Elizabeth Packard, προς τιμήν της.

Αφού υπερασπίστηκε τη λογική της στη δίκη το 1864, η Packard έκανε εκστρατεία για να διασφαλίσει τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών καθώς και των παντρεμμένων γυναικών. Δημοσιοποίησε την ιστορία της νοσηλείας της στα χέρια του συζύγου της, προκειμένου να αποτρέψει τη κακοποίηση και τη παραμέληση άλλων ευάλωτων ενώπιον του νόμου. Όταν η Packard ήταν 19 ετών, υπέφερε από αυτό που τότε ονομαζόταν «εγκεφαλικός πυρετός»: μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, πονοκεφάλους και παραλήρημα, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων. Η συνιστώμενη θεραπεία περιλάμβανε αφαίμαξη και κάθαρση. Όταν η κατάστασή της δε βελτιώθηκε αμέσως, ο πατέρας της την έκλεισε σε άσυλο στο Worcester της Μασαχουσέτης. Μετά 6 βδομάδες, ο επιθεωρητής του ασύλου δήλωσε ότι η υγεία της Packard αποκαταστάθηκε και την άφησε ελεύθερη. Αυτή η εμπειρία συνέβαλε στη δυσπιστία της για το ιατρικό σύστημα. Ένιωθε ότι τα πιο ανησυχητικά συμπτώματά της προέρχονταν από τις θεραπείες που έλαβε, παρά από τον αρχικό πυρετό. Για την Packard, ήταν το πέρασμα του χρόνου, όχι οι παρεμβάσεις οποιουδήποτε γιατρού, που οδήγησε στην ανάρρωσή της.
Το 1839, η Packard παντρεύτηκε τον Theophilus Packard Jr., έναν καλβινιστή ιερέα. Ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερός της και μακροχρόνιος συνεργάτης του πατέρα της. Ζούσαν στο Shelbourne της Μασαχουσέτης όπου ο Θεόφιλος ηγήθηκε μιας εκκλησίας και το ζευγάρι είχε έξι παιδιά. Το 1854, έφυγαν από τη Νέα Αγγλία και μετακόμισαν αρκετές φορές στα Μεσοδυτικά πριν εγκατασταθούν στο Μαντένο του Ιλινόις το 1857. Η Packard βρήκε τις μεσοδυτικές πολιτείες της αρεσκείας της, καθώς είχε αρχίσει να αμφισβητεί τις καλβινιστικές διδασκαλίες και εκτιμούσε τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία που απολάμβανε έξω από την πατρίδα της τη Νέα Αγγλία. Καθώς περνούσε η δεκαετία, η Packard ξεπέρασε τους παραδοσιακούς ρόλους της συζύγου και της μητέρας: διεξήγαγε ιεραποστολικό έργο, ταξίδευε μόνη της και εξέφραζε θρησκευτικές απόψεις που διέφεραν από αυτές του συζύγου της. Ο Θεόφιλος απάντησε με το να γίνει πιο αυταρχικός και ελεγκτικός, ισχυριζόμενος ότι η Packard παραμελούσε την οικογένειά της. Γνωρίζοντας ότι είχε περάσει χρόνο σε άσυλο στα νιάτα της, άρχισε επίσης να υπονοεί ότι η λογική της ήταν αμφισβητήσιμη.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της Packard ήταν το μεγαλύτερο παράπτωμά της, κατά την άποψη του Θεόφιλου. Η θρησκευτική εξερεύνηση της Packard την οδήγησε να υιοθετήσει ιδέες από τον Οικουμενισμό, τον Swedenborgianism και τον Πνευματισμό, καθώς και να αμφισβητήσει τα καλβινιστικά δόγματα. Αυτή κι ο σύζυγός της αντιτάχθηκαν στο διαζύγιο: ο Θεόφιλος το βρήκε ανήθικο κι η Packard, δικαίως, φοβόταν ότι θα έχανε την επιμέλεια των μικρότερων παιδιών της.
Το 1860, ο Θεόφιλος παρέδωσε τον Packard στο Νοσοκομείο Τρελλών του Ιλλινόις. Εκείνη την εποχή, ήταν νόμιμο για σύζυγο να δεσμεύει τη γυναίκα του. Ο νόμος στο Ιλλινόις όριζε ότι άνδρας είχε δικαίωμα σε δίκαιη διαδικασία (ακρόαση ή δίκη) για να αξιολογήσει τη λογική του πριν δεσμευτεί, αλλά οι παντρεμένες γυναίκες μπορούσαν να ιδρυματοποιηθούν κατόπιν αιτήματος των συζύγων τους, χωρίς καμμία ένδειξη προβλημάτων ψυχικής υγείας. Παρόμοιοι νόμοι υπήρχαν σε πολλές πολιτείες σε όλη τη χώρα.

Η Packard παρέμεινε στο Illinois Hospital for the Insane 3 χρόνια. Διαμαρτυρήθηκε έντονα για τον εγκλεισμό της καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της εκεί. Την άνοιξη του 1863, οι υπάλληλοι του νοσοκομείου τη κήρυξαν ανίατη παράφρονα και την έβγαλαν από το ίδρυμα. Φαινομενικά έκαναν χώρο για ιάσιμους ασθενείς. Στη πραγματικότητα, είχανε κουραστεί από την αντίστασή της και υπάκουσαν στις εκκλήσεις των ενήλικων παιδιών της για την απελευθέρωσή της. Αλλά όταν η Packard επέστρεψε στον σύζυγό της, τη φυλάκισε στο σπίτι τους. Μπόρεσε να στείλει γράμμα σε φίλη που ‘κανε έκκληση στο δικαστή Charles Starr. Ο δικαστής Starr εξέδωσε ένταλμα habeus corpus απαιτώντας από τον Θεόφιλο να φέρει τη σύζυγο ενώπιόν του. Ο Θεόφιλος ισχυρίστηκε ότι της επέτρεψε «όλη την ελευθερία που είναι συμβατή με την ευημερία και την ασφάλειά της» λόγω της υποτιθέμενης παραφροσύνης της. Ενώ ήταν νόμιμο για τον Θεόφιλο να δεσμεύσει την Packard, ήταν παράνομο να τη περιορίσει στο σπίτι τους. Ο δικαστής Starr διέταξε ένορκη δίκη για να καθορίσει τη ψυχική κατάσταση της.

Στη διάρκεια της 5ήμερης δίκης το Γενάρη 1864, μάρτυρες κατέθεσαν υπέρ και κατά του Packard. Οι γιατροί που είχανε συναντηθεί μ’ αυτήν πριν τη νοσηλεία της ισχυρίστηκαν ότι οι θρησκευτικές της απόψεις κι η άρνησή της να υποταχθεί στον σύζυγό της αποδείκνυαν τη παραφροσύνη της. Γείτονες και φίλοι κατέθεσαν εκ μέρους της κι ένας γιατρός και θεολόγος εξήγησε ότι πολλοί διανοούμενοι στην Ευρώπη μοιράζονταν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Packard. Οι ένορκοι έκριναν ότι ήταν υγιής, σύμφωνα με πληροφορίες εκδίδοντας ετυμηγορία μετά μόλις 7 λεπτά συζήτησης. Μετά την ετυμηγορία, ο Θεόφιλος έφυγε από το Ιλλινόις κι επέστρεψε στη Μασαχουσέτη. Η Packard ήταν πλέον ελεύθερη, αλλά βρέθηκε άστεγη, απένταρη και χωρίς τα παιδιά της. Έχοντας επίγνωση των περιορισμένων δικαιωμάτων της ως παντρεμμένης γυναίκας κι έχοντας δει από πρώτο χέρι την ευάλωτη θέση όσων βρίσκονται σε άσυλα, έθεσε ως αποστολή της να βοηθήσει και τις 2 ομάδες.

Η Packard έκανε εκστρατεία για νομοθεσία στο Ιλινόις και σε πολλές άλλες πολιτείες που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα όσων βρίσκονται σε νοσοκομεία ψυχικής υγείας και θα ενίσχυε τα δικαιώματα των παντρεμένων γυναικών. Στην Αϊόβα, το Μέιν και τη Μασαχουσέτη, βοήθησε να κερδηθεί ο αγώνας για τακτικές ομάδες επισκεπτών που παρακολουθούσαν τις συνθήκες στα άσυλα. Στην Αϊόβα, ο «νόμος της Packard» κατέστησε παράνομο για τους υπαλλήλους ασύλου να υποκλέπτουν την αλληλογραφία των ασθενών. Κέρδισε μεταρρυθμίσεις στους νόμους δέσμευσης σε 4 πολιτείες, καθώς και τη ψήφιση νόμου για προστασία της περιουσίας των παντρεμμένων γυναικών στο Ιλλινόις. Δημοσίευσε βιβλία που περιγράφουνε λεπτομερώς τη δοκιμασία της κι έδωσε ομιλίες για να συγκεντρώσει δημοσιότητα για τις εκστρατείες της. Το 1869, έπεισε τα δικαστήρια να της αναθέσουν την επιμέλεια των τριών μικρότερων παιδιών της. Στήριξε τα παιδιά της, καθώς και τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες, με τα έσοδα από τα γραπτά της. Οι προσπάθειες λόμπι της Packard σε εθνικό επίπεδο συνεχίστηκαν μέχρι τη 10ετία 1880. Στη διάρκεια των πολλών εκστρατειών της, αντιμετώπισε αντίθεση από το όλο και πιο οργανωμένο κι ισχυρό ψυχιατρικό επάγγελμα, αλλά συνέχισε, απτόητη. Στα τελευταία της χρόνια, έζησε στη Καλιφόρνια μ’ έναν από τους γιους της και τη σύζυγό του. Αυτή κι ο Θεόφιλος δεν χώρισαν ποτέ, αλλά έζησαν χωριστά για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Η Ελισάβετ, που ήταν ακόμα νόμιμα παντρεμένη, δεν είχε πλέον σπίτι, υπάρχοντα, οικογένεια ή μέσα συντήρησης. Αλλά οι φίλοι την δέχτηκαν. Πήρε μια απόφαση τότε που θα καθόριζε το υπόλοιπο της ζωής της. Υπέβαλε το ημερολόγιό της, τώρα σε μορφή βιβλίου, για δημοσίευση και αποφάσισε ν’ αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής της σε 2 σκοπούς: 1ον να πάρει πίσω τα παιδιά της και 2ον, να αλλάξει τους νόμους στην Αμερική σχετικά με τον εγκλεισμό των πολιτών σε τρελλοκομεία, ιδιαίτερα των γυναικών.

Στο τέλος, έμεινε παντρεμένη με τον Theo, μόνο στα χαρτιά, αλλά δεν έζησαν ποτέ ξανά μαζί. Επανενώθηκε με τα παιδιά της. Ωστόσο, η σχέση ήταν τεταμένη γιατί είχε περάσει τόσος καιρός. Η Ελισάβετ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της βοηθώντας να εξασφαλίσει την ψήφιση 34 νομοσχεδίων σε 44 νομοθετικά σώματα σε 24 πολιτείες. Αγωνίστηκε ακούραστα για 3 10ετίες για τα δικαιώματα των γυναικών και τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών. Πάλεψε σκληρά να δημιουργήσει ανεξάρτητα συμβούλια για την επιθεώρηση των ασύλων και το πιο θεαματικό ήταν η πρωτοβουλία της να εξασφαλίσει τα ταχυδρομικά δικαιώματα των ασθενών, ώστε να έχουν εγγυημένη πρόσβαση στην αλληλογραφία. Ανεπίσημα, όλα τα επιτεύγματά της άρχισαν να γίνονται γνωστά ως «Νόμοι του Packard».
Ο Theo πέθανε το 1885. Όταν πέθανε η Ελισάβετ το 1897, οι ΗΠΑ απείχαν μόλις 23 χρόνια από την εξασφάλιση του δικαιώματος ψήφου της γυναίκας (μόνο λευκής εκείνη την εποχή). Από τότε, οι Αμερικανίδες αρνούνται να επιστρέψουν σ’ εποχή που σύζυγος ή άλλο αρσενικό μέλος της οικογένειας θα μπορούσε να τις φυλακίσει για παραφροσύνη που, στη πραγματικότητα, δεν υπήρχε. Από όλες τις γυναίκες που έχω κάνει, η ιστορία της Ελίζαμπεθ ήτο σχεδόν σουρρεαλιστική. Ήταν σχεδόν ακατανόητο ότι ένας άντρας στην Αμερική θα μπορούσε να έχει τόση νομική εξουσία πάνω στη γυναίκα του.
Κι όλ’ αυτά λίγους μήνες πριν οι στρατιώτες του Ιλλινόις πολεμήσουν για τη διατήρηση της ένωσης σε πόλεμο που τελικά είχε αποτέλεσμα το θάνατο της δουλείας και «νέα γέννηση της ελευθερίας», η Ελίζαμπεθ Πάκαρντ αφαιρέθηκε από την ελευθερία της σε πλήρη συμμόρφωση με τη νομοθεσία του Ιλλινόις και μεταφέρθηκε στο τρελλοκομείο της πολιτείας. Ο σύζυγός της καλβινιστής ιερέας, πίστευε ότι ήτανε τρελλή επειδή είχε γίνει ειλικρινής για τη κατάργηση δουλείας και δικαιώματα των γυναικών κι επέμενε να μοιράζεται πολλές ανορθόδοξες θρησκευτικές ιδέες με την ομάδα μελέτης της Βίβλου, αρκετές από τις οποίες έρχονταν σε αντίθεση με το δόγμα που κήρυττε ο σύζυγός της στο ποίμνιό του.
