ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Εδώ φαίνεται η επέκταση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, από το 1207 που ανέλαβε “Γενικός Χάν” (Τζίνγκις Χαν), ο Τεμουτζίν, ως τη χρονιά του θανάτου του Κουμπιλάι Χαν, το 1294.
Εθνικός Ύμνος Μογγολίας
To ανεξάρτητο ισχυρό μας κράτος
Οι ιεροί προγόνοι όλων των Μογγόλων
Όλες οι καλές πράξεις αυτού του κόσμου
Πάντοτε σταθερά, συνεχίζουνε για πάντα
Μ’ όλα τα έντιμα κράτη στον κόσμο
Ενισχύουμε το δέσιμό μας
Με όλη τη θέληση και δύναμή μας
Ας αναπτύξουμε τη λατρευτή μας Μογγολία
Σύμβολο του σπουδαίου κράτους μας ευλογεί
Η μοίρα των ανθρώπων μας, στηρίζει
τους προγόνους μας, πολιτισμό και γλώσσα
Ας τη τυλίξουμε στοργή και πάντα ας ευημερεί
Λαμπροί λαοί της κραταιάς μας Μογγολίας
Έχετε λευτεριά κι είστε ευτυχείς
Κλειδί στην ευτυχία, θεμέλιο στην ευημερία
Η σπουδαία μας η χώρα ευημερεί.
—————————————–
Η σημαία της σημερινής Μογγολίας
Κι ένα τραγούδι παραδοσιακού ρυθμού σημερινό όμως σαν μια ακόμα εισαγωγή:
Οι Προγόνοι
Ο ποταμός μου Yenisei,
ο Sayan-Tandy μου!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Από παλιά η πατρίδα μου
είναι ακόμα ζωντανή
Εεϊ!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Λιωμένο κι απαλό sygyt-chomeii
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Από τα πρώτα χρόνια,
το τραγούδι μου είναι ακόμα ζωντανό
Eεϊ!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Οι πρόγονοι του khomeii-sygyt
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Ακόμη και αν γίνει πέτρα
Eεϊ!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Η καρδιά μου ανησυχεί
Ahooy! Ahooy!
Οι Χομεϊί, παιδιά όπως εμείς,
Eey!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Ooϊ!
Οι πρόγονοι της Καρύρας
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Ακόμη και αν αλλάξει
σε βράχο και πέτρα.
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Οι ισχυρές σκέψεις ανησυχούν
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Οι Καρυράδες, παιδιά όπως εμείς.
Eεϊ!
Aχooϊ! Aχόoϊ!
Ooϊ!
================================
Επέλεξα να ξεκινήσω τον πρόλογο αυτού του άρθρου (άλλο ένα άρθρο που δεν υπάρχει στα ελληνικά στο διαδίκτυο) με αυτή τη φωτογραφία, τον εθνικό ύμνο, τη σημαία της σημερινής Μογγολίας κι ένα τραγούδι παραδοσιακό σημερινό. Μια επιλογή από τις τόσες που περάσαν από το νου μου, αλλα τελικά τις απέρριψα διαλέγοντας αυτήν. Κι ο λόγος είναι ο εξής απλός: όταν θέλεις να περιγράψεις ένα πρόσωπο -εν προκειμένω μιαν ακόμα Γυναίκα Του Κόσμου– αλλά δυστυχώς δεν έχεις αρκετά στοιχεία για τη ζωή της -παιδικά χρόνια, συνήθεια, σπουδές, έρωτες ή περιπέτειες- αλλά ωστόσο αυτά τα λίγα που ξέρεις γι’ αυτήν ήδη τη καθιστούνε μιαν από τις κορυφαίες σπουδαίες γυναίκες, τότε, αναφέρεις έστω αυτά τα λίγα που ξέρεις ή που βρήκες και παραθέτεις σαν υποστηρικτικό των όσων επικαλείσαι: το έργο της. Γιατί κατά ένα τεράστιο ποσοστό, όπως θα δείτε παρακάτω, ναι! Οφείλεται σ’ αυτήν, η θαυμαστή κατά πολλούς δημιουργία της πανίσχυρης για 2,5 αιώνες περίπου, Μογγολικής Αυτοκρατορίας.
Σίγουρα θα αναρωτηθείτε πως κατάφερε κάτι τέτοιο, σε μιαν εποχή και σε μια περιοχή, που οι γυναίκες ήταν απλά toys ή αν θέλετε, “κομμάτια” που πάνω τους ξεσπούσανε το θυμό ή τη λαχτάρα, το καλαμπούρι ή τη χλεύη, οι άντρες. Μάλιστα οι Μογγόλοι άντρες, που σύμφωνα με τις διάφορες ιστορικές μαρτυρίες, καβάλα τρώγανε, καβάλα πίνανε, καβάλα πηδούσανε, καβάλα κοιμόντανε, καβάλα πολεμούσανε και μάλιστα καλπάζοντας σαν τον άνεμο, καθώς υπήρξαν από τους πιο ικανούς ιππείς του κόσμου και τ’ άλογά τους ήτανε από τα πιο καλά και τα λατρεύανε καλλίτερα από τις γυναίκες τους, μη πω. Κι όμως, αυτή η γυναίκα με την οποία καταπιάνομαι σ’ αυτό το άρθρο, μπόρεσε να το πετύχει αυτό όντας -βάσει των ίδιων των Μογγόλων- η Μητέρα όλων των Μητέρων.
Καιρός όμως να σταματήσω τη φλυαρία. να προχωρήσω παρακάτω και να πιάσουμε τα πράγματα εξ αρχής.
EΙΣΑΓΩΓΗ
Πριν ξεκινήσω το κυρίως άρθρο, πρέπει κι οφείλω, να πω δυο λόγια (αφού παινέσω το άτομο που με βοηθήσανε τρομερά στο στήσιμο και χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε καν άρθρο: την Ελένη Παππά και τη θερμοευχαριστώ πολύ) για την εποχή και το υπόβαθρο της περοχής, ώστε να λειάνω το έδαφος για κείνο. Πάμε λοιπόν.
Η Μογγολία (Монгол улс) σήμερα είναι μια χώρα μ’ έκταση 1.564.116 τ.χλμ. και πληθυσμό 3.238.479 κατοίκους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 2018. Είναι η 2η μεγαλύτερη περίκλειστη χώρα μετά το Καζακστάν. Τυπικά εντάσσεται στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, αν κι ορισμένες φορές θεωρείται κομμάτι της Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει με τη Ρωσία προς Βορρά και με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προς Νότο και παρ’ ότι στα δυτικά απέχει λίγα χιλιόμετρα από το Καζακστάν ωστόσο δεν έχουν κοινά σύνορα. Το καθεστώς της χώρας είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πρωτεύουσά της σήμερα, είναι το Ουλάν Μπατόρ. Ωστόσο δεν ήτανε πάντα έτσι. Γι’ αυτό θα πρέπει να γυρίσουμε περίπου 900 χρόνια πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 12ου αι., γύρω στο 1150 μ.Χ.
H Moγγολία σήμερα, στον Παγκόσμιο Άτλαντα
Προϊστορικά: Σημαντικές προϊστορικές τοποθεσίες της παλαιολιθικής εποχής με τοιχογραφίες σε σπήλαια έχουνε βρεθεί στο Κόιντ Τσενκχερίν της επαρχίας Κχόντ και στο Τσαγκαάν της επαρχίας Μπαγιανκχονγκόρ. Επίσης, υπολείμματα οικισμού της νεολιθικής εποχής υπάρχουνε στην επαρχία Ντορνόντ, ενώ σύγχρονα ευρήματα στη Δ. Μογγολία υποδηλώνουνε παρουσία τροφοσυλλεκτικών πληθυσμών. Ο πληθυσμός στην εποχή του χαλκού περιγράφεται ανθρωπολογικά ως παλαιο-μογγολικός στ’ ανατολικά τμήματα της σημερινής χώρας κι ως ευρωπαϊκός στα δυτικά. Στη 2η χιλιετηρίδα π.Χ. και στην εποχή του χαλκού, η Δ. Μογγολία βρισκότανε κάτω από την επιρροή του πολιτισμού των Καρασούκ. Ευρήματα, γνωστά ως Κουργκάν, εικάζεται ότι προέρχονται απ’ αυτή τη περίοδο, ενώ άλλες θεωρίες τα εντοπίζουνε στον 7ο κι 8ο αι. π.Χ. Ένα ταφικό σύμπλεγμα της εποχής του σιδήρου του 3ου ή 5ου αι., που χρησιμοποιήθηκε και στη συνέχεια από τους Χιονγκ-νου, έχει ανασκαφεί κοντά στο Ουλαανγκόμ. Πριν από τον 20ο αι., υπήρχε η άποψη ότι οι Σκύθες ήταν απόγονοι των Μογγόλων, καθώς φαίνεται ότι αποικήσανε τη Δ. Μογγολία κατά τον 5ο κι 6ο αι. Μία μούμια Σκύθου πολεμιστή που χρονολογείται πριν από 2.500 χρόνια έχει βρεθεί στα όρη Αλτάι της Μογγολίας.
Η Μογγολία, από τη προϊστορία της, έχει κατοικηθεί από νομαδικούς πληθυσμούς, που από περίοδο σε περίοδο σχημάτισαν μεγάλες ομοσπονδίες κι άκμασαν. Η 1η απ’ αυτές, οι Χιονγκ-νου, ενωθήκανε σε ομοσπονδία από τον Μόντου Σανίου το 209 π.Χ. και σύντομα αποτελέσανε σημαντική απειλή για τη δυναστεία των Τσιν, εξαναγκάζοντάς τους στη κατασκευή του Σινικού Τείχους, με φρουρά την εποχή ακμής του, που έφτανε ακόμα και τους 30.000 στρατιώτες, ως μέσο άμυνας στις επιδρομές των Χιονγκ-νου. Με τη παρακμή των Χιονγκ-νου, οι Ρουράν, συγγενείς λαός των Μογγόλων, ήρθε στην εξουσία για να ηττηθεί από τους Γκιοκτούρκους, που κυριαρχήσανε στη περιοχή για αιώνες. Στον 7ο κι 8ο αι., τους διαδέχθηκαν οι Ουιγούροι και στη συνέχεια οι Κιτάνς κι οι Γιούρχενς. Μέχρι το 10ο αι., η χώρα ήτανε διαιρεμένη ανάμεσα σε πλήθος φυλών με συνεχή εναλλαγή πρόσκαιρων συμμαχιών και διαφυλετικών συρράξεων.
Η επικράτεια Χιονγκ-νου, σε σχέση με τη Μογγολία
Η Αρχή: Η ζωή στις στέππες της Μογγολίας στην αρχή του 12ου αι. δεν ήτανε εύκολη. Μια αχανής έκταση, χωρίς κεντρική διοίκηση, όπου βασίλευε τοπικά η πιο ισχυρή οικογένεια, αλλά κι αυτό ήτανε ρευστό. Γινόντουσαν συμφωνίες μεταξύ οικογενειών, γινόντουσαν γάμοι συμφέροντος για ισχυροποίηση των οικογενειών και θα ‘λεγε κανείς πως υπήρχε και τιμή, που ωστόσο όλα τούτα ήτανε συνεχώς υπό αίρεσιν, καθώς τα συμφέροντα άλλάζαν ή κάποιο σφάλμα του ενός από τα μέρη, επέφερε ρήξη σε οτιδήποτε, κι αμέσως ξεκινούσε να σχηματίζεται άλλη δομή. Κι όλα τούτα, όπως προείπα, μόνο τοπικής σημασίας κι όχι εθνικής. Θα δώσω μιαν εικόνα των Μογγόλων εκείνη τη περίοδο, αρχές του 12ου αι.
Οι Μογγόλοι ήταν επιδρομείς στη στέππα. Ήτανε κυνηγοί από τη πολύ βόρεια γη των λιμνών και των δασών, όπου αρχικά ζούσανε σε προσωρινές κωνικές σκηνές φτιαγμένες από φλοιό δέντρων. Στη διάρκεια των γενεών είχανε σταδιακά μετακινηθεί από τα δάση στη περιοχή του βουνού Burkhan Khaldun, στη πηγή των ποταμών Onon και Kherlen στη βόρεια κεντρική περιοχή της σύγχρονης Μογγολίας. Όταν το κυνήγι ήτανε κακό, απομακρύνανε τις φυλές που εξέτρεφαν ζώα, κλέβοντας το ζώα τους, τις γυναίκες κι οτιδήποτε άλλο μπορούσανε, προτού να επιστρέψουνε στην ασφάλεια των ορεινών κρησφυγέτων τους. Οι παλαιότερες τουρκικές φυλές των στεππών βοσκούσανε τα ζώα τους εδώ και πολλούς αιώνες κι υποτιμούσανε τους πρωτόγονους τους Μογγόλους, αντιμετωπίζοντας τους σαν υποτελείς και περιμένοντάς τους να προσφέρουνε δώρα, γούνες και θηράματα. Βρίσκανε τους Μογγόλους μερικές φορές χρήσιμους ως πολεμιστές για να τους βοηθήσουνε σε μιαν επιδρομή ή στη φύλαξη των ζωντανών τους και μερικές φορές έκλεβαν τις γυναίκες τους. Συνολικά, ωστόσο, οι εξελιγμένες φυλές των Τατάρων, οι Ναϊμάν κι οι Κερεϊντ τους περιφρονούσανε.
Με τα στρογγυλά πρόσωπα, τα τονισμένα ζυγωματικά και πόδια σημαντικά παραμορφωμένα από τη ζωή τους πάνω στο άλογο, η εμφάνιση των Μογγόλων τους ξεχώριζεν από τους ασιάτες γείτονές τους. Είχαν εξαιρετικά χλωμό δέρμα, που το περιπιούνταν καθαρίζοντάς το με ζωικό λίπος και δεν είχανε σχεδόν καμία τρίχα στο σώμα τους, οδηγώντας ένα νοτιοασιάτη χρονικογράφο να γράψει ότι οι Μογγόλοι ”μοιάζανε τόσο με λευκούς δαίμονες’‘. Από τη συχνή έκθεση στο έντονο κρύο, τα μάγουλα τους γινόταν τόσο κόκκινα μέσα από το σχεδόν ημιδιαφανές δέρμα που χαρακτηρίστηκαν ως ”πρόσωπα όπως η φωτιά”. Είχαν ευρύ στόμα και μεγάλα δόντια ομοιόμορφου μεγέθους, τα οποία, λόγω της έλλειψης αμύλων στη διατροφή, δεν χαλούσαν ούτε ούτε αποχρωματιζόταν. Εκτός από το χρώμα του δέρματος, έν άλλο χαρακτηριστικό των ήτανε το σχήμα των ματιών. Πολλοί Κινέζοι σχολιαστές παρατηρήσανε τα ασυνήθιστα βλέφαρα των, επειδή αυτοί οι νομάδες δεν είχανε πτυχή στα βλέφαρα. Μόνον αργά το βράδυ ή όταν ήταν κουρασμένοι, άρχιζε να εμφανίζεται μια μεγάλη ρυτίδα ή πτυχή στο δέρμα που καλύπτει το μάτι. Οι Περσες παρατηρητές ανέφεραν ότι οι Μογγόλοι έχουνε ”μάτια γατιών”. Ένας άλλος μουσουλμάνος χρονικογράφος έγραψε ότι ”τα μάτια τους ήτανε τόσο στενά και διαπεραστικά ώστε θα μπορούσαν ν’ ανοίξουνε τρύπα σ’ ορειχάλκινο σκάφος”.
Η βασίλισσα Gurbesu της χριστιανικής φυλής Naiman προς τα δυτικά συνόψισε τη στάση των πολιτισμένων κατοίκων της στέππας προς τους Μογγόλους: ”Οι Μογγόλοι φοράνε πάντα βρωμερά και φθαρμένα ρούχα. Ζούνε μακριά. Αφήστε τους να παραμείνουν εκεί“. Με δυσκολία αναγνώριζε κάποια πιθανή χρήση για τις γυναίκες της Μογγολίας. “Ίσως μπορούμε να φέρουμε εδώ τις κόρες τους κι αν πλένουνε τα χέρια τους, μπορούμε να τις αφήσουμε ν’ αρμέγουνε τις αγελάδες και τα πρόβατά μας“.
Ένας νεαρός φιλόδοξος, προσπάθησε να ξεκινήσει να ενώσει τις φυλές, όταν έγινε αρχηγός της δικής του φυλής. Μετά, έβαλε στόχο να την ισχυροποιήσει, προσπαθώντας να πετύχει ένα γάμο με τη κόρη ενός άλλου τοπικού ηγέτη, ωστόσο απέτυχε κι έτσι, έκανε αυτό που γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις: την έκλεψε. Αυτό, στο νόμο της στέππας, μπορεί να θεωρηθεί εντάξει, αλλά μπορεί και ν’ αποτελεί μεγάλη προσβολή που δημιουργεί βεντέττα. Ο φιλόδοξος αυτός νεαρός ήτανε κάποιος…. Γιεσουγκέι…
Ο Yesügei (γεν. 1134), ήτανε γιος του Bartan Baghatur, ο οποίος ήτανε 2ος γιος του Khabul Khan, που αναγνωρίστηκε ως khagan από τη δυναστεία Jin. Ο Χάμπουλ Χαν ήταν, με τη σειρά του, ο μεγάλος εγγονός του αρχηγού της Μογγόλικής Χάιντου, ο 1ος που προσπάθησε να ενώσει όλους τους Μογγόλους, αλλά χωρίς επιτυχία. Αυτός λοιπόν έβαλε στο μάτι μια κοπέλλα, τη Χοελούν (Hoelun) -την ηρωίδα του άρθρου μου- και τελικά την έκλεψε. Η Χοελούν ήτανε κόρη του Olkhunut, απήχθη από τον Yesügei με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού Neguun taij και του μικρότερου αδελφού Daritai otchigin, από τον νεόνυμφο μάλιστα σύζυγό της Χιλιντέ, κι έγινε η 1η και κύρια σύζυγός του. Στη περιοχή τότε επιτρεπόταν να παντρευτεί κάποιος πολλές συζύγους, αλλά η 1η ή έστω αυτή που καθόνομαζε σαν 1η, έκανε το κουμάντο στο σπιτικό. Μπορούσε επίσης ο άντρας να ‘χει και παλλακίδες. Ο Yesügei κι η Hoelun αποκτήσανε 4 γιους: Temüjin, Hasar, Hachiun, Temüge και μια κόρη, τη Temülen. Ο Yesugei είχεν ήδη 2 γιους από τη 2η σύζυγό του Sochigel: Behter και Belgutei. Δηλαδή το σπιτικό είχε σε άθροισμα 10 άτομα.
Μετά το θάνατο του ηγέτη της συνομοσπονδίας της Μογγολικής Χαμάνγκ, Χαν Χούτουλα, η συνομοσπονδία δεν είχε εκλεγμένο ηγέτη, έτσι de facto, ο Yesügei κυβέρνησε τη συνομοσπονδία. Είχεν επίσης έναν αδελφό από πατέρα, τον Toghrul Khan (αργότερα γνωστός ως Wang Khan κι Ong Khan). Αυτός στην αρχή βοήθησε αλλά μετά εξαφανίστηκε προσχωρώντας σε άλλες εχθρικές φατρίες. Το 1171, ο Γιεσουγκέι δηλητηριάστηκε σ’ ηλικία 37 ετών και πέθανε, ενώ διαπραγματευότανε το γάμο του μεγάλου του γιου (από τη Χοελούν), του 9άχρονου τότε Τεμουτζίν, με τη κόρη του ευγενούς και καλωσυνάτου Dai Setsen, τη μικρή Μπόρτε. Στη περιοχή τότε, οι γάμοι κανονίζονταν από νωρίς, όταν τα παιδιά ήτανε πολύ μικρά και σπανίως σπάγανε, καθώς θεωρούνταν προσβολή. Αξίζει να σημειωθεί πως ο θάνατος του Γιεσουγκέι θεωρήθηκε σαν εκδίκηση, για την αρπαγή της Χοελούν, της βεντέττας που λέγαμε πιο πάνω.
Εδώ κλείνει κι αυτό το κεφάλαιο και ζητώ συγγνώμη που το ‘πιασα πεταχτά, αλλά δεν είναι το θέμα μου, απλά το έβαλα όπως προείπα, να λειάνω το έδαφος γιατί η ιστορία αρχίζει τώρα.
Η Τίγρη Της Στέππας
Μετά το θάνατο του Γιεσουγκέι, που όντας ηγέτης, θα περίμενε κανείς μια πιο καλή τύχη για την ορφανή του πλέον οικογένεια. Αν σκεφτεί κανείς πως ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα, οι 2 σύζυγοί του μείνανε χήρες και μόνες μαμάδες με 7 παιδιά κάτω των 10 ετών. Η οικογένεια ζούσε υπό τη προστασία της κυριαρχούσας φυλής Tayichiud, αλλά χωρίς τον Yesugei να βοηθά στο κυνήγι και στις μάχες, η οικογένεια είχε ελάχιστη χρησιμότητα για τη φυλή και τους άφησε πίσω της. Ναι καλά διαβάσατε: η φυλή παράτησε 2 χήρες κι 7 παιδιά στη στέππα και σα να μην έφτανε αυτό, φεύγοντας πήρανε κι όλα τα αγαθά τους και τα τρόφιμα.
Σύμφωνα με τη παράδοση της στέππας, ένας από τους αδελφούς του Yesugei θα ‘πρεπε να παντρευτεί τη Χοελούν, αλλά αν κι ήταν ακόμα νεαρή γυναίκα, είχε πάρα πολλά παιδιά να υποστηρίξει και κανείς δεν ήτανε πρόθυμος να τη διεκδικήσει. Το γεγονός απέβαλλε τη Hoelun της οικογενειακής προστασίας, πράγμα που σήμαινε, στο σκληρό περιβάλλον των στεππών, ότι κανείς δεν είχε καμμία υποχρέωση να βοηθήσει εκείνη ή τη συντροφο χήρα ή τα παιδιά τους. Στη πραγματικότητα, η φυλή τους εγκατέλειψε στη διάρκεια μιας νύχτας, για να ακολουθήσει έναν άλλο και μάλιστα αντίπαλο, οπλαρχηγό. Για να κάνουνε τα πράγματα χειρότερα, πήραν μαζί τους τα ζώα της μικρής οικογένειας και με τον επερχόμενο χειμώνα, ήτανε σχεδόν βέβαιο πως οι 2 γυναίκες και τα 7 παιδιά τους θα πεθάνουν. Αλλά… (βιάζομαι λιγάκι!) Ποιά ήταν η Χοελούν;
(Η Χοελούν (Hoelun, Hoelun Üjin, Өэлүн үжин, Өэлүн эх, Mother Hoelun, Öülen/Oulen) γεννήθηκε στη φυλή Olkhunut. Παντρεύτηκε το Χιλιντέ της συνομοσπονδίας Mergid, αλλ’ απήχθη από το Yesügei στην επιστροφή της στο στρατόπεδο Mergid μετά το γάμο της γύρω στο 1159 μ.Χ .. Ο Yesügei έκανε τη Hoelun 1η σύζυγό του. Αυτό ήτανε τιμή, αφού μόνον αυτή η σύζυγος θα μπορούσε να γεννήσει τους κληρονόμους του. Γέννησε 5 παιδιά: 4 γιους, Temüjin, Qasar, Qachiun και Temüge και μια κόρη τη Temülün. Δυστυχώς όμως τόσο γι’ αυτήν όσο και για τον Γιεσουγκέι, δε γνωρίζουμε τίποτα για τα πριν χρόνια τους. Γνωρίζουμε όμως τα μετά, της Χοελούν. Πάμε παρακάτω.
…Δεν πεθαναν. Η Hoelun ήτανε σκληροτράχηλη. Η μοναχική μαμά φρόντισε για όλους, ανασήκωσε τις φούστες και πηγενοερχότανε στον ποταμό Onon σε αναζήτηση φαγητού. Βρήκε μικρούς καρπούς και ξέθαψε ρίζες με ένα ραβδί κέδρου. Κι ο Τεμουτζίν βοήθησε να τραφεί η οικογένεια, φτιάχνοντας ξύλινα βέλη με αιχμηρά οστά για να κυνηγήσουν αρουραίους και χρησιμοποιώντας τις βελόνες ραψίματος της μητέρας για αγκίστρια. Ο Πέρσης χρονογράφος Juvaini έγραψε χρόνια αργότερα πως η οικογένεια φορούσε ρούχα “από τα δέρματα σκύλων και ποντικών και το φαγητό τους ήταν η σάρκα αυτών των ζώων κι άλλα νεκρά πράγματα“.
Μπορεί να ήτανε κοινωνικά αποκλεισμένοι, αλλά κόντρα σε κάθε δυσκολία και χάρη στη Hoelun, η οικογένεια επέζησε. Ο Temujin έμαθε απ’ αυτές τις πρώτες εμπειρίες. Η αποφασιστικότητα κι η επίμονη αντοχή της μητέρας του, χωρίς αμφιβολία, βοήθησαν να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας του. Ο άνθρωπος που η ιστορία τον γνωρίζει σαν Τζίνγκις Χαν (που σημειωτέον, ήταν ένα ντροπαλό και φοβητσιάρικο αγοράκι, μικρός), μεγάλωσε για ν’ αψηφήσει την αυστηρή δομή της κάστας των στεππών, να ενώσει πολλές από τις νομαδικές φυλές της Β.Α. Ασίας κι ίδρυσε μιαν αυτοκρατορία που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας. Σύμφωνα με το βιβλίο του Jack Weatherford, Genghis Khan κι η δημιουργία του σύγχρονου κόσμου, η προθυμία του να υιοθετήσει και να συνδυάσει συστήματα απ’ τους πληθυσμούς που κατέκτησε έθεσε τα θεμέλια για μια παγκόσμια κουλτούρα που φέρει το αποτύπωμά του. Η αρχική Μογγολική Αυτοκρατορία, μ’ έμφαση στο ελεύθερο εμπόριο, την ανοικτή επικοινωνία, τη θρησκευτική συνύπαρξη και τη διπλωματική ασυλία, βοήθησε να διαμορφώσουμε τον κόσμο που γνωρίζουμε σήμερα.
Η Hoelun, αυτή η ανθεκτική μόνη μαμά, θα ήταν υπερήφανη.
Η Hoelun, η μητέρα όλων των μητέρων, ανήκε στη φυλή Olkhunuund, μια ομάδα ανθρώπων γνωστών για την ομορφιά των γυναικών της.
Η Hoelun ήταν η σύζυγος του Chiledu, εξειδικευμένου πολεμιστή από τη φυλή Merkit που διέσχισε τις ανατολικές στέππες για να τη βρει. Λίγο μετά τον γάμο τους, ο Chiledu κι η Hoelun ξεκίνησαν το μακρύ ταξίδι για να επιστρέψουνε στα εδάφη του Merkit, που θα φέρνανε τη πρώτη από τις πολλές δυσκολίες που θα έπρεπε να υπομείνει η Hoelun.
Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, ένας ιππέας με τον αδελφό του που έτυχε να τους δει, επιτεθήκανε στους νεόνυμφους για να απαγάγουνε τη Hoelun. Ενώ ο Chiledu ήθελε να τους κρατήσει μακρυά, η Χοελούν συνειδητοποίησε ότι αυτός θα σκοτωνόταν αν πρόβαλε αντίσταση κι έτσι εκείνη παραδόθηκε.
Από τη Μυστική Ιστορία Των Μογγόλων μαθαίνουμε ότι η Hoelun είπε στο Chiledu προσπαθώντας να τονε πείσει να σώσει τη ζωή του: “Αν ζήσεις, θα υπάρξουνε κορίτσια για σένα σε κάθε μέτωπο και σε κάθε καραβάνι. Μπορείς να βρείς μιαν άλλη γυναίκα να τη κάνεις νύφη σου, και μπορείς να την ονομάσεις Hoelun στη θέση μου ”. Στη συνέχεια, έβγαλε τη μπλούζα της και την έβαλε στο πρόσωπό του λέγοντας: “Πάρε αυτό μαζί σου για να έχεις τη μυρωδιά μου μαζί σου καθώς φεύγεις“.
Ενώ στο σημερινό πολιτισμό αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο πράγμα σε περίπτωση απαγωγής, το άρωμα από τα ρούχα της είχε μεγάλη σημασία. Ήτανε πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους της στέππας. Πίστευαν ότι κάθε άνθρωπος είχε ένα μοναδικό άρωμα κι αυτό ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής τους. Δεδομένου ότι παραδόθηκε στους νέους αιχμαλώτους της για να διαφυλάξει τη ζωή του συζύγου της, η πράξη της ήταν επίσης μια υπενθύμιση πως η αγάπη για τον σύζυγό της ήταν αιώνια. Ο πιθανός απαγωγέας της Hoelun τη πήρε για να γίνει σύζυγος του αρχηγού τους, ονόματι Yesugei. Ο Yesugei ανήκε στη φυλή Borijin, μια από τις 5 φυλές που αποτελούσανε τα 1α επίσημα χρόνια του Μογγολικού έθνους. Το 1ο παιδί του Yesugei με τη Hoelun ήταν ο Temujin (που αργότερα θα ονομαζότανε Genghis Khan), που σημαίνει σιδηρουργός. Temujin ήταν το όνομα ενός Τάταρου πολεμιστή που ο Yesugei είχε σκοτώσει λίγο πριν τη γέννηση του γιου του.
Οι Μογγόλοι επέλεγαν μόνο ένα όνομα για τα παιδιά τους, συχνά με ρίζες στα ονόματα των άλλων παιδιών της οικογένειας. Αυτό εξηγεί τη στενή σχέση με τα ονόματα των άλλων δύο παιδιών τους, του Temüge και Temulun. Η αγάπη του Temujin για τον Yesugei δεν μπορούσε ποτέ να ανταγωνιστεί με την ιδιαίτερη αγάπη που είχε για τη μητέρα του. Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές αναφορές, ο πατέρας του Τζίνγκις Χαν τον εγκατέλειψε ακόμη πριν πεθάνει. Λέγεται ότι συναντήθηκαν σ’ ένα στρατόπεδο όταν ο Τζίνγκις ήταν νέος κι ο Yesugei ταξίδευε στο εξωτερικό. Αλλά ο Yesugei άφησε πίσω του τον Genghis. Ο Temujin βρέθηκε από τον Targutai, τον ηγέτη της φυλής Tayichigud, που τονε πήρε και τονε κράτησε ασφαλή για λίγο. Ο Targutai ανέθρεψε τον Genghis ως ότου έγινε νεαρός κι επέστρεψε στην οικογένειά του λίγο αργότερα. Στην επιστροφή του, η Hoelun ήθελε ο γιος της να γνωρίσει την οικογένειά της και πιθανώς να παντρευτεί μια γυναίκα από τη φυλή της. Ωστόσο, αντί να βρούνε τη φυλή της Hoelun, η οικογένεια του Yesugei και της Hoelun συναντήθηκε και παρέμεινε μαζί με μιαν άλλη οικογένεια. Εκεί ο νεαρός Temujin συναντήθηκε με τη Börte, μια κόρη που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερή του. Οι οικογένειες συμφωνήσανε πως οι δυο θα πρέπει να αρραβωνιαστούν.
Για άλλη μια φορά όμως, ο Yesugei αποφάσισε ν’ αφήσει το γιο του σε μιαν άλλη οικογένεια. Κάποιος μπορεί να φανταστεί την απογοήτευση που πρέπει να ‘χε αισθανθεί η Hoelun, καθώς ο άντρας που την απήγαγε θα τη παρέκαμπτε και θα την εγκατέλειπε άλλη μια φορά. Καθώς όριζε η μοίρα, αυτό έφερε περισσότερες δυσκολίες πάνω της. Στη Μυστική Ιστορία, μαθαίνουμε πως η ιστορία της Hoelun επιδεινώνεται όταν ο Yesugei επιστρέφει στην οικογένειά του, αφού σταμάτησε σε ένα στρατόπεδο Tατάρων ενώ γινότανε μια γιορτή. Η απόφασή του να μείνει και ν’ απολαύσει τις εορταστικές εκδηλώσεις θα ‘χε σοβαρές συνέπειες. Δυστυχώς, ο 2ος σύζυγος της Hoelun, Yesugei, θα δηλητηριαστεί για τη δολοφονία του άνδρα από τον οποίον ονομάστηκε ο γιος του. Αυτή η εκδίκηση ήτανε καταστροφική για τη Hoelun.
Ο Yesugei κατάφερε να επιστρέψει στην οικογένειά του και διέταξε τον Temujin να επιστρέψει κι εκείνος αμέσως. Αλλά σύμφωνα με τη παράδοση της στέππας, η Hoelun θα ‘πρεπε να παντρευτεί έναν από τους αδελφούς του Yesugei ή ακόμη και τον γιο του Yesugei και της Sochigel (της άλλης συζύγου του). Ήτανε συνηθισμένο για τις γυναίκες των Μογγόλων, που χάσανε τους συζύγους τους, να παντρευτούν νεαρούς άνδρες από την ίδια οικογένεια. Στη περίπτωση της Hoelun, τίποτα απ’ αυτά δε συνέβη επειδή ο μεγάλος αριθμός παιδιών της δεν ήτανε κάτι που ήθελε να υποστηρίξει ο καθένας. Αυτό σήμαινε πως η Hoelun και τα παιδιά της εκδιώχθηκαν από τη φυλή τους κι η φυλή διέκοψε τη τροφή τους για να χειροτερέψει τα πράγματα.
Εδώ διακόπτω λίγο τη ροή του άρθρου, για να κάνω μια παρένθεση στη φράση-κλειδί που ήδη αναγνώστηκε 2 φορές και που κατά κύριο λόγο, διέπει και το ίδιο το άρθρο καθαυτό: “Ο μεγάλος αριθμός παιδιών της, τρόμαζε κάθε άντρα που εφέρετο σαν ένας πιθανός σύζυγός της, γιατί πίστευε πως δεν θα μπορούσε να τα υποστηρίξει”! Δηλαδή αυτά τα 9 άτομα που θα ‘πρεπε να τραφούνε, τρομάζανε κάθε ατρόμητο άντρα καβαλλάρη κι έτσι δεν τολμούσε κανείς ν’ αναλάβει τέτοιο ρίσκο. Ωστόσο -κι έχει σημασία αυτό να γίνει πλήρως κατανοητό και να χωνευτεί καλά- δεν τρόμαξε την ίδια τη Χοελούν. Κλείνω τη παρένθεση και συνεχίζω τη κανονική ροή.

Ωστόσο, η Hoelun και τα παιδιά της βρήκανε τρόπο να επιβιώσουνε χωρίς τη βοήθεια της φυλής τους. Καθώς έφτασε η Άνοιξη, η φυλή μετανάστευσε νότια παίρνοντας όλα τα ζώα, γνωρίζοντας ότι η χήρα Hoelun και τα παιδιά της πιθανότατα θα πεθάνουν. Αλλά η Hoelun έκανε ό,τι έκανε πάντα: βρήκε τρόπους να κρατήσει την οικογένειά της ζωντανή. Έπιαναν αρουραίους στις στέππες και σκάβανε το έδαφος για να βρούνε ρίζες ελπίζοντας να βρουν οτιδήποτε που θα τους βοηθήσει να επιβιώσουνε. Στους ψυχρούς χειμερινούς μήνες και μέσα σ’ αυτό το έρημο περιβάλλον, έκαναν ακριβώς αυτό: επιβίωσαν. Το σκληρό περιβάλλον ήτανε μεγάλη δοκιμασία για τον Temujin που μαθαίνει απ’ αυτές τις κακουχίες. Σ’ αυτόν αναπτύχθηκεν η αποφασιστικότητα, η φιλοδοξία κι η επιθυμία να επιβιώσει με κάθε κόστος. Έμαθε επίσης την αξία της συμπόνοιας και της αντοχής που είχε διαμορφώσει η Hoelun. Με την υπερπήδηση τόσων προκλήσεων, η Hoelun εξασφάλισε την επιβίωση της οικογένειάς της και τελικά θα γίνει μια από τους πιο αξιόπιστους συμβούλους του Temujin.
Η Hoelun ήταν η πιο σταθερή επιρροή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Temujin και του Μεγάλου Χαν που θα γινόταν. Αυτά τα πρώιμα τραυματικά γεγονότα που περιγράφονται στη Μυστική Ιστορία τονε βοήθησαν να γίνει ένας αμείλικτος πολεμιστής γεμάτος με την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να ξεπεράσει κάθε πρόκληση. Η οικογένεια επιρεάζει τόσο το πώς βλέπουμε τον κόσμο όσο κι η αγάπη της μητέρας του Τζίνγκις βοήθησε να διαμορφωθεί σε έναν άνθρωπο που αντέκρουσε τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές της στέππας. Ο Genghis δεν θεωρούσε τίποτα ως δεδομένο κι έμαθε την αξία της οικοδόμησης των οχυρών που τονε καταστήσανε τον μεγαλύτερο κατακτητή όλων των εποχών.
Χρειάζεται Ένας Ήρωας…
Γύρω στο 1195, ένας αποστάτης Τάταρος με το μαχαίρι της εκδίκησης κρυμμένο στα ρούχα του, σύρθηκε σιγά-σιγά προς το στρατόπεδο της ηλικιωμένης μητέρας του Τζίνγκις Χαν, Χοελούν. Ζητούσε εκδίκηση εναντίον του, γιατί είχεν εξοντώσει τις αρχαίες ταταρικές φυλές, σκοτώνοντας πολλούς από τους πολεμιστές του, παντρεύοντας τις γυναίκες τους κι υιοθετόντας τα παιδιά τους, ακόμη αλλάζοντας τα ονόματά τους για να τους μετατρέψουν σε Μογγόλους.
Mογγολία-ουλούς
Ως στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης με πολλούς εχθρούς, ο Τζίνγκις Χαν ζούσε σε καλά φυλασσόμενο στρατόπεδο όπου οι σωματοφύλακες είχαν αυστηρές εντολές να σκοτώσουν όποιον περνούσε ένα συγκεκριμένο σημείο χωρίς άδεια. Ωστόσο, η Hoelun έμενε σε ξεχωριστό δικό της και παρόλο που τώρα είχε 10.000 στρατιώτες και τις οικογένειές τους κάτω από τον έλεγχό της, στη προχωρημένη ηλικία της, άφησε τον μικρότερο γιο της να πάρει μέρος του στρατού της σε αποστολές με τον μεγαλύτερο γιο της, το Χαν, ενώ εκείνη έμεινε σπίτι.
Παρά το αξίωμά της, το στρατόπεδο της Hoelun διέφερε ελάχιστα από κείνο οποιουδήποτε άλλου Μογγόλου νομάδα. Αποτελούνταν από μερικές γιούρτες (gers), τις στρογγυλές σκηνές των στεππών, τοποθετημένες σε ευθεία γραμμή με τις πόρτες προς τα νότια. Συχνά ονομαζόταν ”γιούρτ” στη Δύση κι ήτανε κατασκευασμένες από παχιά στρώματα μάλλινων υφασμάτων που τυλίγονταν σε μεγάλες κουβέρτες και μπορούσαν να συσκευαστούν και να μετακινηθούν καθώς άλλαζαν οι εποχές ή οι καταστάσεις.
Το πιο ξεκάθαρο σημάδι πως αυτό ήτανε το αυτοκρατορικό στρατόπεδο της μητέρας του Χαν ήταν η παρουσία της λευκής καμήλας και της μαύρης άμαξας της Hoelun. Οι γυναίκες κατείχανε τα gers κι όλες τις άμαξες και καθώς αρμόζει σε νομαδικό λαό, μια γυναίκα ήτανε πιότερο γνωστή από τον τρόπο μεταφοράς της παρά από το σπίτι της. Οι νεώτερες γυναίκες ίππευαν άλογα, οι μεγαλύτερες γυναίκες οδηγούσαν άμαξες. Εκτός αν είναι σοβαρά άρρωστος ή τραυματισμάνος, ένας άντρας, δεν μπορούσε ποτέ να βρίσκεται στην άμαξα μιας γυναίκας, πολύ λιγώτερο δε να την οδηγεί.
Άλλο ένα μουσικό διάλειμμα και συνιστώ να το αφήσετε να παίζει χαμηλά, όσο συνεχίζετε την ανάγνωση:
Καλό Άλογο
Στη κεφαλή του γρήγορου βοδιού
Το χαλινάρι κι η αιχμή παρατημένα
Θυμάμαι απ ‘όλα τα αγαπημένα
και η καρδιά βροντοχτυπά
Στη κεφαλή τ’ αλόγου του καλού μου
Η σέλλα και ο χαλινός ριγμένα
Η πλεξούδα της αγαπημένης μου
σαν ένα στόλισμα καλπάζει
στο δρόμο για τον ποταμό Κεμτσίκ
Στο ρυθμό του γκρίζου άλογού μου
Πάντα έρχεται σαν πέσει το σκοτάδι
Είναι συνήθειο αυτής της νέας μου αγάπης
με καλπασμό κλαπ κλαπ κλαπ
ο τροχασμός του αλόγου μου
Το ασημένιο χαλινάρι
Στο’ αλόγου μου τη κεφαλή
Πάντα χαμογελώντας απαλά
Είναι συνήθειο του γλυκού μου φίλου
Είναι αξιοζήλευτο, γαμπρέ μου;
Το αρνί σου μένει μαζί μου
Είναι επιθυμητή, γαμπρέ μου;
Η χρυσή σέλλα, η αιχμή
και το ασημένιο χαλινάρι
Είναι αυτά…
https://www.youtube.com/embed/ui974uD1IV0
Οι μογγολικές άμαξες της εποχής αποτελούνταν από μια μικρή ξύλινη κλίνη πάνω από τον άξονα και 2 τροχούς. Προεκτεταμένοι από μπροστά ήταν οι δύο μακρινοί άξονες, στους οποίους ζεύονταν τα ζώα τραβούσανε το κάρρο. Όλα τα κάρρα είχανε την ίδια μαύρη κάλυψη και φαίνότναν πολύ ίδια, αλλά μια γυναίκα έδειχνε την ατομικότητά της στην επιλογή και την εκπαίδευση του ζώου της άμαξας. Οι συνηθισμένες γυναίκες οδηγούσαν ένα βρώμικο βόδι ή ένα μαλλιαρό γιάκ μπροστά από τα βαριά φορτωμένα αμάξια τους, αλλά στα γεράματά της η Χοελούν είχε λατρέψει μιαν άσπρη, γοργοπόδαρη καμήλα να τη μεταφέρει με εντυπωσιακό τρόπο, κατάλληλο για τη μητέρα του αυτοκράτορα. Ήτανε γνωστό πως ταξίδευε μεγάλες αποστάσεις πολύ γρήγορα ακόμη και τη νύχτα. Δεδομένου ότι οι καμήλες οποιουδήποτε είδους, πολύ λιγώτερο οι λευκές, δεν ήτανε πολύ συχνές βόρεια του Gobi, το στρατόπεδο της ήταν εύκολο να βρεθεί και ν’ αναγνωριστεί.
Καθώς ο Τάταρος πλησίασε το στρατόπεδο, υπήρχαν ορατοί πολύ λίγοι άνδρες, εκτός από τους φύλακες της, τον Jelme και τον Jetei. Χάρη στη θέση της, η Hoelun είχε άντρες κι όχι σκυλιά για τη φύλαξη της περιοχής γύρω από το γκέρ της κι από τότε που ο γιος της Τζίνγκις Χαν είχε μεγάλο φόβο για τους σκύλους, δεν κράτησε κανένα σαν συναγερμό για τους εισβολείς. Ο Τατάρος περίμενε μέχρι τη κατάλληλη στιγμή, που οι φρουροί ήταν αποσχολημένοι. Οι δύο άνδρες σκόπευαν να θανατώσουν ένα μαύρο βόδι χωρίς κέρατα, αφήνοντάς το αναίσθητο με ένα μόνο χτύπημα με το τσεκούρι στο μέσον του μετώπου του. Αν το χτύπημα δεν σκότωνε το ζώο, βύθιζαν το μαχαίρι στο πίσω μέρος του αυχένα ή του λαιμού του. Δεδομένου ότι μια τέτοια πράξη δεν μπορούσε ποτέ να γίνει κοντά σε μια είσοδο ή παρουσία του ήλιου, οι φρουροί έσυραν το ζωντανό προς τη σκιασμένη βόρεια πλευρά πίσω από τη σκηνήι. Το βόδι αλλά κι εκείνοι θα ήταν εκτός θέας. Μόλις οι φρουροί δεν φαίνονταν, ο πιθανός δολοφόνος κατευθύνθηκε ίσια στην είσοδο, που τη κάλειπτε μια κουβέρτα που έκλινε ένα άνοιγμα ύψους περίπου τεσσάρων ποδιών. Ο Τατάρος τη σήκωσε και μπήκε.
Η Hoelun δεν είχε κανένα λόγο να υποπτεύεται τις άγριες διαθέσεις του άντρα που στεκότανε μπρος της κι, αν και μητέρα του ισχυρώτερου αρχηγού της στέππας, συνέχισε να τηρεί τις απλές παραδόσεις φιλοξενίας που ακολουθούσε κάθε νομαδική οικογένεια. Οποιοσδήποτε ταξιδιώτης που έφτανε στη σκηνή της μπορούσε να περιμένει ζεστό φαγητό και ξεκούραση προτού συνεχίσει το ταξίδι του. Μια μικρή φωτιά από αποξηραμένα κόπρανα ζώων, το κεντρικό σημείο και το σύμβολο της οικογένειας, έκαιγε συνεχώς στο κέντρο του ανοιχτού χώρου κάτω από μια τρύπα καπνού που χρησίμευε επίσης ως το μοναδικό παράθυρο της κατασκευής. Το γάλα και το νερό υπήρχανε πάντα έτοιμα, περιμένοντας την άφιξη τυχόν χαμένων κυνηγών, παγωμένων βοσκών, παλιννοστούντων πολεμιστών κι άλλων περαστικών ξένων που χρειάζονταν τροφή, ζεστασιά ή απλή ανθρώπινη συντροφιά. Αν δεν υπήρχε νωπό κρέας, τα αποξηραμένα: βοδινό και κρέας από γιάκ κρέμονταν στα δοκάρια. Προσθέτοντας τά στο νερό, η Hoelun μπορούσε να φτιάξει μια θρεπτική σούπα μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορούσε να προσφέρει στον ταξιδιώτη ένα μπωλ με ζωμό ή ένα μικρό σνακ από λίπος ουράς προβάτων που θα μπορούσε να μαγειρευτεί κρατώντας το πάνω από τη φωτιά. Η σούπα ήτανε το βασικό τους φαγητό κι οι Μογγόλοι σπάνια προσθέτανε βότανα, καρυκεύματα ή αρωματικές ουσίες εκτός από ίχνη αλατιού.
Παρόλο που ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί από τους Τατάρους σχεδόν 25 χρόνια νωρίτερα, δεν υποπτεύθηκε τον Τάταρο. Η φυλή των είχεν ενσωματωθεί πλήρως στο έθνος των Μογγόλων. Ο Τζίνγκις Χαν παντρεύτηκε μια βασίλισσα των Τατάρων και, κατόπιν αιτήματός της, είχε δεχθεί και τη μεγαλύτερη αδερφή της ως σύζυγο. Σε μια προσπάθεια ν’ αποτελέσει καλό παράδειγμα για άλλες γυναίκες της φυλής, η Hoelun είχεν υιοθετήσει ένα ορφανό των Τατάρων, ανατρέφοντας τον να γίνει ένας από τους πρώτους ανθρώπους που μπορούσαν να διαβάσουνε και γράφουνε τη γλώσσα της Μογγολίας, χρησιμοποιώντας τη γραφή Uighur που είχανε δανείστεί πρόσφατα. Είχε γίνει σεβαστός ηγέτης και, αν και δεν ήταν μεγάλος πολεμιστής, και σύντομα θα γινόταν ο ανώτατος δικαστής του έθνους.
Όταν ο Τάταρος έφτασε, η Χοελούν ήταν μόνη της στη γιούρτα με την Άλτανι, ένα κορίτσι ηλικίας 10-14 ετών. Η Altani μπορεί να ήταν μια από τις εγγονές της Hoelun, ή ίσως ένα υιοθετημένο παιδί. Η Hoelun κι η Altani παρέμειναν στην ανατολική πλευρά της σκηνής, όπου οι γυναίκες έκαναν το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς τους και κρατούσανε τα εργαλεία τους. Κατά το έθιμο, ακόμη κι ο ταπεινώτερος επισκέπτης μπορούσε να εισέλθει απροειδοποίητα και να καθίσει ήσυχα δίπλα στη πόρτα στη δυτική (αρσενική) πλευρά του ger. Ο Τατάρος έκανε ακριβώς αυτό, υποθέτοντας ότι ο τόπος προοριζότανε για συνηθισμένο άνθρωπο, έναν υπάλληλο, ένα ζητιάνο ή όποιον άλλο το είχε ανάγκη.
Το εσωτερικό του γκερ ήτανε συνήθως έν ήσυχο καταφύγιο. Οι άνθρωποι ψιθύριζαν. Οι χειρονομίες έπρεπε να παραμείνουνε στο ελάχιστο σ’ ένα περιβάλλον όπου μια απλή ανάδευση του χεριού ή το κτύπημα του καρπού μπορεί να χτυπούσει τη γιαγιά στο κεφάλι, να έριχνε ένα μπωλ με ζεστό τσάι ή ακόμη και να κατέβαζε το χαμηλό ταβάνι ή μέρος του τοίχου. Για να κάνουνε το σώμα όσο το δυνατόν μικρότερο όταν κάθονταν, οι Μογγόλοι σπάνια απλώνανε τα πόδια τους και ποτέ δεν το έκαναν προς τη κατεύθυνση της φωτιάς. Ένας άντρας συνήθως δίπλωνε το ένα πόδι κάτω από το σώμα του και έβαζε το γόνατο του άλλου ποδιού στο στήθος του, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από αυτό ή ακόμα και στηρίζοντας το πηγούνι του πάνω του. Μέσα στη σκηνή, όλοι προσπαθούσαν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο πρακτικοί. Ακόμη κι αν η Χοελούν γνώριζε ότι ο επισκέπτης έφερε ένα μαχαίρι, δεν θα ήταν έκπληκτη ή ανήσυχη. Οι βοσκοί συχνά κρύβανε μαχαίρια κι άλλα εργαλεία στα ρούχα τους. Οι άντρες κι οι γυναίκες φορούσανε το ίδιο βασικό ένδυμα κι ήταν ιδανικό για να κρύβουνε πράγματα. Μεγάλες δερμάτινες μπότες μέχρι τα γόνατα, αλλά αρκετά ευρύχωρες μέσα για να χωρέσουν τις χοντρές λωρίδες χειμωνιάτικης μόνωσης γούνας και τσόχας. Το κύριο ρουχο ήταν το deel: ένα μεγάλο παλτό που το κρατούσε στη θέση του μια τεράστια δερμάτινη ζώνη ή ένα κομμάτι πανί, ενώ μερικά κουμπιά με κόμπους το ασφαλίζανε πάνω από στο δεξί στήθος. Το πιο χαρακτηριστικό των ρούχων τους ήτανε το ογκώδες μέγεθος τους, καθώς ήτανε κατασκευασμένα για μόνωση και για άνεση όταν οδήγουσανε σε κρύο καιρό. Το πανοφώρι ήτανε πάντα αρκετά μεγάλο για να χωράει ένα παιδί, ένα αρνί ή οτιδήποτε άλλο απαιτούσε προστασία. Λόγω του άγριου κρύου, οι βοσκοί κρύβαν αρκετά αγαθά στο εσωτερικό του παλτού, όπως δοχεία νερού και τρόφιμα, για να τα εμποδίσουν να παγώσουν.
Τα μανίκια ήτανε τόσο μεγάλα και μακριά ώστε κι ένα σπαθί θα μπορούσε εύκολα να κρυφτεί σε αυτά. Επειδή τα χέρια των κτηνοτρόφων έπρεπε να είναι ελεύθερα για τη δουλειά, δεν φορούσανε γάντια. Αντίθετα είχανε φαρδυά, ανοιχτά μανίκια που ξείχαν αρκετές ίντσες πέρα από τα άκρα των δακτύλων. Ενώ οδηγούσαν άλογα το χειμώνα, οι Μογγόλοι τραβούσανε τα ηνία μέσα στο μανίκι του παλτού έτσι ώστε να έχουνε ζεστασιά χωρίς να θυσιάζουνε τις ευαίσθητες λεπτομέρειες των ρούχων κρατώντας τα ηνία σταθερά με γυμνά χέρια.
Η Hoelun, η Altani κι ο Τατάρος θα ήτανε ντυμένοι σχεδόν όμοια εκτός από τα μαλλιά. Όλος ο διακοσμητικός και σεξουαλικός συμβολισμός της εμφάνισής τους επικεντρωνότανε στο κεφάλι. Οι γυναίκες τραβούσανε τα μαλλιά ψηλά και βάζανε ζωικό λίπος για να αποτρέψουνε τις ψείρες. Για να φανεί το μέτωπο μεγάλο, το τονίζανε με κίτρινο μακιγιάζ. Αντίθετα, οι άντρες άφηναν μικρή φράντζα στη μέση του μέτωπου ακριβώς πάνω από τη μύτη. Εκτός από τη φράντζα, ξυρίζανε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού, εκτός από δυο μεγάλες τούφες ακριβώς πάνω από κάθε αυτί. Ποτέ δεν τις έκοβαν, αλλά τις έπλεκαν σε “κέρατα” που κρεμόταν στους ώμους και συχνά μεγάλωναν τόσο πολύ που έπρεπε να τις γυρίζουν πίσω από το αυτί.
Η μητέρα του Μεγάλου Χαν ήξερε πώς να ασχοληθεί με τους άντρες και σίγουρα δεν τους φοβόταν. Είχεν ήδη αναθρέψει 10 αγόρια, συμπεριλαμβανομένων των 4 που είχε με το σύζυγό της, 2 δικά του από άλλη σύζυγο, καθώς και 4 που υιοθέτησε όταν χήρεψε. Ακόμα και τώρα είχε 2 παιδιά να μένουν μαζί της και τουλάχιστον ένας από τους γιους της ή τους εγγονούς της ήταν μάλλον περίπου στην ίδια ηλικία με τον Τάταρο που βρισκότανε σε απόσταση αναπνοής.
Εν ακόμα μουσικό διάλειμμα που υμνεί τον Μεγάλο Χάνο:
Αυτοκρατορία Των Hunnu
Όταν κατέκτησε τον κόσμο
Απ’ της Ασίας τη καρδιά
Άλωσε το μισό τον κόσμο
Απ’ της Ασίας τη καρδιά
Έκανε γη κι ουρανό ν’ αστράψουν
απ’ των αλόγων τις οπλές
Έγραψε τις σελίδες ιστορίας
Μ’ αυτό το γύρισμα του κόσμου
Στις γιούρτες της Αυτοκρατορίας
Χούνου, υπάρχει μέρα-νύχτα
Πετά πάνω από θάλασσα κι ωκεανό
Ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις
Διασχίζει τα ποτάμια
Κατακτά βασίλεια και κράτη
Στα γεράματά της, η Hoelun φρόντιζε όχι μόνο την Altani αλλά και τον Tolui, τον νεώτερο γιο του Genghis Khan και μικρότερο εγγονό της. Ο Τολούι μόλις είχε φτάσει στην ηλικία, που μπορούσε να τρέχει έξω από τη σκηνή μόνος του. Από τότε που τα παιδιά άρχιζαν να μπουσουλάνε, έπρεπε να περιοριστούν. Τα βρέφη κρατιόταν απαλά και περνούσανε συνεχώς από άτομο σε άτομο ή, όταν ήταν απαραίτητο, ήταν δεμένα με σχοινί για να τα κρατήσουν μακριά από τις φλόγες της φωτιάς. Στα 4 ή 5 του, ο Τολούι ήταν αρκετά μεγάλος για να φτάσει κοντά στην εστία χωρίς να τραυματιστεί. Ως μικρότερο αγόρι, απολάμβανε ειδικά προνόμια κι ονομαζόταν otchigen ή otgon, “ο πρίγκιπας της φωτιάς”. Επειδή ήταν ο τελευταίος που έφυγε από τη μήτρα της μητέρας του, κρατούσε τη πιο στενή σχέση με το παρελθόν: Σε αυτόν κατοικούσαν η τιμή και το μέλλον της οικογένειας. Μια μέρα θα αναλάμβανε τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών του και θα μπορούσε να κληρονομήσει τα ζώα και το νοικοκυριό τους. Δίνοντάς του το όνομα Tolui, που αναφερόταν στις 3 πέτρες που χρησιμοποιούσανε για ν’ ανάψουν φωτιά στο κέντρο της σκηνής, οι γονείς του δηλώσανε σαφώς τη συμβολική σημασία του αγοριού.
Πριν ζεσταθεί καλά η σούπα, ο νεαρός Tolui άνοιξε τη σκηνή κι όρμησε μέσα. Με τη παρορμητική ενέργεια ενός 4χρονου, έτρεξε μέσα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό και γύρισε για να βγει έξω ξανά. Εκείνη τη στιγμή ο Τατάρος νευρίασε και στη συνέχεια ξέσπασε. Χωρίς προειδοποίηση και πριν μπορέσει ο Tolui να περάσει από το άνοιγμα 2η φορά, ο ξένος έπεσε από το κάθισμά του, άρπαξε τον Tolui στην αγκαλιά κι έτρεξε προς την έξοδο μαζί του. Αρπάζοντας το νεώτερο γιο της οικογένειας ήτανε σαν να τη στερει από τον κληρονόμο της. Εκτός από τον συναισθηματικό πόνο της απώλειας του μικρού Πρίγκιπα της Φωτιάς, μια τέτοια απώλεια, παρόμοια με την αποχώρηση της υποστήριξης των προγόνων και την ευλογία του ουρανού, είχε μια αρκετή υπερφυσική σημασία ώστε να θέσει σε κίνδυνο τη καριέρα του Τζίνγκις Χαν. Πριν η γιαγιά μπορέσει να φωνάξει για βοήθεια, η Altani πήδηξε ψηλά και διέσχισε τη πόρτα πίσω από τον απαγωγέα. Τον κυνήγησε κι όταν έφτασε κοντά, ο Τατάρος έβγαλε το μαχαίρι του. Ο Τολούι προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα μιας και τον έσφιξε στην αγκαλιά του για να τον μαχαιρώσει. Όπως ο Τατάρος είχε τον Τολούι σε θέση έτοιμο να τον μαχαιρώσει, η Άλτανι όρμησε πάνω του. Σύμφωνα με τα λόγια της Μυστικής Ιστορίας, ”Με το ένα χέρι άρπαξε τις πλεξίδες του” (αναφερόμαστε στις μεγάλες πλεξούδες πάνω από κάθε αυτί) και με το άλλο έπιασε το χέρι που τραβούσε το μαχαίρι’. Πάλεψε σκληρά για να κρατήσει το χέρι με το όπλο μακρυά από το αγόρι και το τράβηξε τόσο δυνατά ώστε έπεσε το μαχαίρι’‘.
Ακόμη κι αφού τον αφόπλισε, η Αλτάνι είχε γατζωθεί πάνω του τόσο σφιχτά ενώ κρατούσε το παιδί κι ο Τατάρος αγωνίστηκε για να ξεφύγει από το χέρι της. Δεν μπορούσε να τον νικήσει μόνη της, αλλά λόγω του βάρους και του σφιχτού κρατήματός της, δεν μπορούσε να τη πετάξει από πάνω του για να δραπετεύσει με το αγόρι. Πίσω από τη σκηνή, οι φρουροί είχαν ήδη σφάξει το βόδι κι άρχισαν να το τεμαχίζουν όταν άκουσαν τις κραυγές. Πετώντας το κρέας, τρέξανε γύρω από τη σκηνή ακούγοντας τη φασαρία από τον αγώνα μεταξύ της Άλτανι και του Τατάρου. Οι 2 άντρες έφτασαν σ’ αυτή, κρατώντας τα εργαλεία της σφαγής “με τις γροθιές τους κόκκινες απ’ το αίμα του ζώου.” Ο φρουρός με το τσεκούρι το σήκωσε και χτύπησε τον Τατάρο. Η Altani άρπαξε τον Tolui και τονε τράβηξε στην άκρη, ενώ οι δύο φρουροί αποτελείωσαν τον απαγωγέα του “με τσεκούρι και μαχαίρι“.
Λίγο μετά το περιστατικό, οι φρουροί άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος απ’ αυτούς άξιζε τα εύσημα για τη διάσωση: αυτός που χτύπησε τον απαγωγέα ασυνείδητα με το τσεκούρι ή εκείνος που τον έκοψε με το μαχαίρι. Με έντονο τόνο αυτοπεποίθησης, αναρωτηθήκανε δυνατά: ”Αν δεν είχαμε βρεθεί εκεί κι αν τρέχοντας γρήγορα και φτάνοντας στο σωστό χρόνο, δεν τον είχαμε σκοτώσει, τί θα έκανε η Altani, μια γυναίκα;’ Ο επιτιθέμενος θα είχε βλάψει τη ζωή του παιδιού“. Η Αλτάνι άκουσε την καυχησιάρικη ομιλία τους και διαμαρτιρήθηκε για την αξίωσή τους στη διάσωση του Τολούι. Απαιτούσε αναγνώριση γι’ αυτό που είχε κάνει. “Έτρεξα κι έπεσα πάνω του, αρπάζοντας τις πλεξίδες του και τραβώντας το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι“, δήλωσε στους άντρες. “Αν το μαχαίρι δεν είχε πέσει, δεν θα είχε βλάψει τη ζωή του παιδιού πριν φθάσουν ο Jetei και ο Jelme“;
Παρόλο που ο Jelme κι ο Jetei λάβανε βραβεία και προαγωγή, ο Genghis Khan κατέστησε σαφές ποιος ήταν ο πραγματικός ήρωας του επεισοδίου κι ότι ”η κύρια αναγνώριση πήγαινε με γενική συναίνεση στην Altani”. Ο Genghis Khan την ανέδειξε ως μοντέλο για όλους. Στο μογγολικό τρόπο σκέψης, οι προκλήσεις μας επιλέγουν, αλλά επιλέγουμε πώς να ανταποκριθούμε σ’ αυτές. Το πεπρωμένο φέρνει τις ευκαιρίες και τις κακοτυχίες κι η αξία της ζωής μας πηγάζει από αυτές τις απρογραμμάτιστες στιγμές. Οι Μογγόλοι, και σίγουρα ο Τζίνγκις Χαν, δίνανε μεγάλη σημασία στις ξαφνικές ατομικές πράξεις απροσδόκητου ηρωισμού. Αυτές είναι οι στιγμές που αποκαλύπτουν όχι μόνο το χαρακτήρα του ατόμου, αλλά και την ίδια τη ψυχή. Πολλοί άνθρωποι παραλύουν από φόβο ή, εξίσου, από την εξασθένιση, από την αναποφασιστικότητα. Ο ήρωας ενεργεί και συχνά αποτυγχάνει, αλλά ενεργεί παρ’ όλ’ αυτά. Ένα τέτοιο άτομο ανήκει στη πνευματική ελίτ του θεϊκά ευλογημένου κι ουράνιου εμπνευσμένου βατάρ, ενός ανθρώπου γεμάτου με ισχυρό, ανθεκτικό πνεύμα. Συνήθως μεταφράζεται απλώς ως “ήρωας”, η λέξη είναι πολύ πιο σημαντική στα μογγολικά, που δίνει έμφαση στη προσωπική βούληση πίσω από τη πράξη. Οι ήρωες σχημάτιζαν μια τιμημένη ομάδα γνωστή ως baatuud.
Ο Τζίνγκις Χαν πάντα αναζητούσε την υπηρεσία του baatar, του ήρωα που ενεργεί άμεσα κι αποφασιστικά χωρίς να ανησυχεί για προσωπικά οφέλη ή ακόμα και για επιβίωση. Σε αντίθεση με τους Έλληνες ήρωες, που ήταν άνδρες υπεράνθρωπης σωματικής δύναμης, ένα βατάρ θα μπορούσε να ‘ναι αρσενικός ή θηλυκιά, νέος ή γεροντότερος και συχνά, όπως στη περίπτωση αυτή, μόνο παιδί. Το πιο σημαντικό, μπορεί να προερχόταν από οποιαδήποτε οικογένεια, αλλά, από την εμπειρία του Τζίνγκις Χαν, το baatuud σπάνια προερχόταν από αριστοκρατικές ή πλούσιες κι ισχυρές οικογένειες. Έδινε τέτοια σημασία στο πνεύμα του baatuud ώστε έχτισε το στρατιωτικό και πολιτικό του σύστημα γύρω από αυτό. Η ιδανική κυβέρνηση γι’ αυτόν αποτελούνταν απ’ αυτές τις ηρωικές ελίτ, από μια πραγματική αριστοκρατία του πνεύματος. Απ’ αυτή την άποψη, ο Genghis Khan διέφερε αξιοσημείωτα από κείνους γύρω του, που πιστεύανε σε φυσική κληρωνομούμενη αριστοκρατία. Αυτές οι παλιές φυλές είχανε κυριαρχήσει στις φυλές των στεππών για γενιές και διεκδικούσανε την εξουσία ως προγονικό δικαίωμα που κέρδισαν οι πράξεις των προγόνων τους. Περισσότερο από κάθε άλλο εμπόδιο, αυτή η στάση κι οι ενέργειες που προήλθαν από αυτήν είχανε κρατήσει τον Τζίνγκις Χαν στη ζωή. Η αριστοκρατία της γέννησης ήταν ο αιώνιος εχθρός του και προσπάθησε να τον νικήσει μέσα από τη συνάθροιση ηρώων: η αριστοκρατία των γενναίων πνευμάτων.
Ο Γιος Της Τίγρης
Ο Τσίνγκις Χαν (Чингис Хаан, που σημαίνει Γενικός Κυβερνήτης, 1162 – 18 Αυγούστου 1227) σήμερα εκ παραφθοράς γνωστός ως Τζένγκις Χαν ήτανε Μογγόλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Ένωσε τις μογγολικές φυλές κι ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Μογγόλων (1206 – 1368), μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Λόγω της έλλειψης γραπτών αρχείων, υπάρχουν λίγα στοιχεία σχετικά με τη παιδική ηλικία του. Οι λίγες πηγές που παρέχουν πληροφορίες γι’ αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά αντικρουόμενες. Γεννημένος στη φυλή Μποργιτζίν, δημιούργησε έναν ισχυρό στρατό κι έγινε ένας απο τους σημαντικώτερους και πλέον επιτυχημένους στρατιωτικούς ηγέτες στην ιστορία. Παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές του κόσμου θεωρείται κατ’ εξοχήν αιμοβόρος κατακτητής, στη Μογγολία είναι λατρεμμένη προσωπικότητα και θεωρείται ως ο πατέρας του μογγολικού έθνους. Πριν γίνει Χαν, εξόντωσε και κατόπιν ένωσε πολλές από τις νομαδικές φυλές της Α. και Κ. Ασίας και τους έδωσε ταυτότητα ως Μογγόλους.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεμουτζίν, και στα 13 του έγινε αρχηγός 30 μογγολικών φυλών, μετά το θάνατο του πατέρα του. Συνάντησε βίαιη αντίδραση από το μέρος των υποτελών του φυλών, αλλά όταν παντρεύτηκε τη κόρη του μεγάλου Χαν των Κοραϊτών Μογγόλων Ουνγκ και πήρε βοήθεια κι υποστήριξη από αυτόν, γρήγορα επιβλήθηκε κι απέδειξε τις έξοχες στρατιωτικές του ικανότητες. Τόση μεγάλη ήταν η δύναμη που απέκτησε, ώστε ο πεθερός του άρχισε να φοβάται για την αρχή του και διέταξε να τον σκοτώσουν. Ο Τζίνγκις Χαν όμως δραπέτευσε και κατόρθωσε μετά από πολλές συγκρούσεις ν’ ανακηρυχθεί Χαν και να στραφεί ενάντια στη Κίνα. Κατέλαβε το Πεκίνο κι ύστερα τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη κι έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Πέθανε αφού νίκησε ολοκληρωτικά το βασιλιά της βορειοδυτικής Κίνας.
Ο Τεμουτζίν γεννήθηκε το 1162 στο Ντελούουν Μπολντόγκ κοντά στο όρος Μπουρχάν Χαλντούν και τα ποτάμια Ονόν και Χερλέν στη σύγχρονη Β. Μογγολία, που δεν απέχει πολύ από τη σημερινή πρωτεύουσα, Ουλάν Μπατόρ. Στο ιστορικό κείμενο, Η Μυστική Ιστορία Των Μογγόλων αναφέρεται ότι ο Τεμουτζίν γεννήθηκε μ’ ένα θρόμβο αίματος στη γροθιά του, παραδοσιακό σημάδι ότι αυτός έμελλε να γίνει ένας μεγάλος ηγέτης. Ήταν ο 3ος μεγαλύτερος γιος του πατέρα Γιεσουγκέι, ο μεγάλος επικεφαλής μιας φυλής Μογγόλων της Κιγιάντ και σύμμαχος του Τογκρούλ Χαν της φυλής Κεράιτ κι ο μεγαλύτερος γιος της Χοελούν, της μητέρας του. Σύμφωνα με τη Μυστική Ιστορία, ο Τεμουτζίν πήρε το όνομά του από τον οπλαρχηγό Τεμουτζίν, τον οποίο ο πατέρας του είχε μόλις σκοτώσει. Το όνομα υποδηλώνει, επίσης, ότι μπορεί να έχουνε καταγωγή από οικογένεια σιδηρουργών.
Η φυλή του Γιεσουγκέι, του πατέρα του, ονομαζόταν Μποριτζγκίν κι η μητέρα του Χοελούν ήταν από τη φυλή Ολχουνούτ, κλάδο της φυλής Χονγκιράντ. Όπως κι οι άλλες φυλές, ήταν νομάδες. Επειδή ο πατέρας του ήταν οπλαρχηγός, όπως κι οι προκάτοχοί του, ο Τεμουτζίν είχε ευγενή καταγωγή. Αυτή η υψηλώτερη κοινωνική θέση κατέστησε ευκολότερο να ζητήσει βοήθεια και τελικά να συγχωνεύσει τις άλλες φυλές Μογγόλων. Ο Τεμουτζίν είχε 3 αδέλφια που ονομάζονταν Χάσαρ, Χατσιούν και Τεμούγκε, μια αδελφή που ονομαζόταν Τεμουλούν, καθώς και 2 ετεροθαλείς αδελφούς που ονομάζονταν Μπεχτέρ και Μπελγκουτέι. Όπως για πολλούς από τους νομάδες της Μογγολίας, τα παιδικά χρόνια του ήτανε δύσκολα. Ο πατέρας του κανόνισε γάμο γι’ αυτόν, και στα 9 του είχε παραδοθεί στην οικογένεια της μελλοντικής του συζύγου Μπόρτε, που ήτανε μέλος της φυλής Ονγκιράτ. Ο Τεμουτζίν θα ζούσε εκεί μέχρι να φθάσει στην ηλικία γάμου των 12. Ενώ κατευθυνότανε στο σπίτι, ο πατέρας του συνάντησε τη γειτονική φυλή, τους Τατάρους, που ήταν από καιρό εχθροί των Μογγόλων και δηλητηριάστηκε από τα τρόφιμα που του προσέφεραν. Μόλις το έμαθε αυτό ο Τεμουτζίν, επέστρεψε στο σπίτι για να διεκδικήσει τη θέση του πατέρα του ως αρχηγός της φυλής. Ωστόσο,η φυλή του πατέρα του αρνήθηκε να καθοδηγείται από ένα αγόρι τόσο νέο. Έτσι εγκατέλειψαν τη Χοελούν και τα παιδιά της, αφήνοντας τους χωρίς προστασία.
Για τα επόμενα χρόνια, η Χοελούν και τα παιδιά της ζούσανε σε συνθήκες φτώχειας, επιβιώνοντας κυρίως με άγρια φρούτα και κουφάρια βοδιών κι άλλα μικρά θηράματα που πιάναν ο Τεμουτζίν και τ’ αδέρφια του. Η Χοελούν, ήτανε δυναμική κι ικανή γυναίκα που φρόντισε για την επιβίωση της οικογένειάς της σε περιβάλλον εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα χωρίς τη προστασία κάποιου άντρα. Ο Τεμουτζίν δέχτηκε από νωρίς την επίδρασή της, πράγμα που τον εφοδίασε με τον δυναμισμό που θα ήτανε χαρακτηριστικός για το υπόλοιπο της ζωής του αλλά και του εμφύσησε ένα βαθύ σεβασμό για τη γυναίκα που θα χαρακτήριζε τη μετέπειτα πορεία του. Σε μια κυνηγετική εξόρμηση ο 14χρονος Τεμουτζίν σκότωσε τον ετεροθαλή αδελφό του Μπεχτέρ σε τσακωμό που προέκυψε από διαφωνία για τη μοιρασιά της λείας. Το περιστατικό αυτό εδραίωσε την θέση του. Σε άλλο περιστατικό, γύρω στο 1177, συνελήφθη σε μιαν επιδρομή από τους πρώην συμμάχους του πατέρα του και κρατήθηκε αιχμάλωτος. Όμως με τη βοήθεια ενός φρουρού (και μελλοντικού στρατηγού) ο Τεμουτζίν κατάφερε να δραπετεύσει μες στη νύχτα και να κρυφτεί στον ποταμό. Ήτανε σ’ αυτό το διάστημα που οι Τζελμέ και Μποχορτσού, δύο από τους μελλοντικούς στρατηγούς του Τζίνγκις Χαν, ενώσανε τις δυνάμεις τους μαζί του.
Εκείνη την εποχή, καμμία από τις φυλές της Μογγολίας δεν ήταν ενωμένες πολιτικά κι οι γάμοι κανονίζονταν για να δημιουργηθούνε προσωρινές συμμαχίες. Ο Τεμουτζίν μεγάλωσε παρατηρώντας το σκληρό πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, που περιλάμβανε φυλετικές διαμάχες, κλεψιές, επιδρομές, διαφθορά και συνεχόμενες πράξεις εκδίκησης που πραγματοποιούνταν μεταξύ των διαφόρων φυλών, με όλα να επιδεινώνονται με παρεμβολές από ξένες δυνάμεις, όπως από τη κινέζικη δυναστεία στο νότο. Η μητέρα του Τεμουτζίν, η Χοελούν, του δίδαξε πολλά μαθήματα για το ασταθές πολιτικό κλίμα της Μογγολίας, ιδιαίτερα για την ανάγκη για συμμαχίες. Όπως είχεν ήδη κανονιστεί από τον πατέρα του, ο Τεμουτζίν παντρεύτηκε τη Μπόρτε όταν ήτανε περίπου 16, προκειμένου να παγιώσει τη συμμαχία μεταξύ των αντίστοιχων φυλών τους. Ο γάμος τους, όμως δεν ήταν μια απλή πολιτική κίνηση, αλλά ευτυχώς εδραιώθηκε και πάνω σε μια βαθειά αγάπη που θα κρατούσε όλη τους τη ζωή. Λίγο μετά το γάμο, η Μπόρτε απήχθη από τους Μέρχιτς. Ο Τεμουτζίν την έσωσε με τη βοήθεια του φίλου του και μελλοντικού εχθρού του, Τζαμούχα, της φυλής Κέρεϊτ. 9 μήνες αργότερα, γέννησε ένα γιο, τον Τζότσι (1185-1226).
Η Μπόρτε
Όταν κάποιοι άρχισαν να αφήνουν υπόνοιες ότι το παιδί δεν ήταν του Τεμουτζίν αλλά κάποιου μερκίδα στρατηγού που είχε πάρει τη Μπόρτε σα παλλακίδα του κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της, ο Τεμουτζίν φρόντισε να βάλει τέλος στα κουτσομπολιά δηλώνοντας ότι: “Πέρα από τη μητέρα δεν είναι δουλειά κανενός να γνωρίζει πως έγινε η σύλληψη του παιδιού κι ότι σημασία δεν έχει η πατρότητα αλλά το ποια είναι η μητέρα του παιδιού“. (Σημ: Αυτή η πεποίθηση ξεκίνησεν ίσως εκεί κι έφτασε σίγουρα μέχρι και τα χρόνια του Κουμπιλάι Χαν) Αμέσως μετά φρόντισε ν’ αναγνωρισθεί το παιδί ως δικό του και δεν έδειξε ποτέ κανένα σημάδι ότι το ξεχωρίζει με κάποιον τρόπο από τα υπόλοιπα παιδιά του. Αν κι ο Τεμουτζίν ακολούθησε τη μογγολική παράδοση κι έκανε πολλούς γάμους κατά τη διάρκεια της ζωής του με σκοπό να δημιουργήσει ένα δίκτυο συμμαχιών με άλλες φυλές, η Μπόρτε ήταν η μοναδική γυναίκα που αγάπησε και μετά το θάνατό του ήταν μόνο τα δικά της παιδιά που κληρονομήσανε την αυτοκρατορία του. Έδειξε σεβασμό όμως σε κάθε σύζυγό του αλλά και σε κάθε νύφη του.
Η Μπόρτε έκανε 3 γιους με τον Τζίνγκις Χαν, τον Τσαγκατάι (1187-1241), τον Ογκοντέι (1189-1241), και τον Τολούι (1190-1232) και κάποιες κόρες που όμως σήμερα δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τους αριθμό. Κάποιες από αυτές ήταν η Χοτσέν, η Αλαχάι, η Τουμελούν, η Αλαλτούν κι η Τσετσεγικέν. Ο Τζίνγκις Χαν είχεν επίσης πολλά άλλα παιδιά με τις άλλες συζύγους του, αλλά αποκλείστηκαν από τη διαδοχή. Ενώ τα ονόματα των γιων ήτανε καταγεγγραμμένα, των κοριτσιών δεν ήταν. Τα ονόματα τουλάχιστον 6 είναι γνωστά κι ενώ παίξανε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της ζωής του, δεν έχουν επιζήσει έγγραφα που παρέχουν οριστικά τον αριθμό ή τα ονόματα από τις κόρες που γεννήθηκαν από τις συζύγους του.
Ο Τεμουτζίν ήτανε πιστός πάνω απ’ όλα, αλλά κι έδινε αξία στην αδελφότητα. Ο Τζαμούχα ήταν ένας από τους καλλίτερους φίλους του όταν μεγάλωνε. Αλλά η φιλία τους δοκιμάστηκε αργότερα στη ζωή τους, όταν ο Τεμουτζίν πάλευε να γίνει Χαν. Ο Τζαμούχα είπε αυτό στον Τεμουτζίν πριν πεθάνει ”Τι σκοπιμότητα θα είχα να γινόμουνα σύντροφός σου; Αντιθέτως, ορκισμένε αδερφέ, στη μαύρη νύχτα θα στοίχειωνα τα όνειρά σου, στη φωτεινή μέρα θα προβλημάτιζα τη καρδιά σου. Θα ήμουν η ψείρα στο γιακά σου, θα γινόμουν η σκλήθρα στη πόρτα σου…. όπως υπάρχει χώρος μόνο για έναν ήλιο στον ουρανό, υπάρχει χώρος μόνο για ένα Μογγόλο άρχοντα”.
Η πορεία προς την εξουσία δεν ήταν εύκολη ούτε ξεκάθαρα ανοδική. Ο Τεμουτζίν πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι να λάβει τον τίτλο του Χαν. Η μεγαλύτερη δοκιμασία τόσο για εκείνον όσο και για το μογγολικό έθνος ήρθε το 1203 όταν ήρθε σε σύγκρουση με τον ισχυρότερο άρχοντα της περιοχής, τον Όνγκ Χαν, που διοικούσε τη φυλή των Κερεγίδων. Αυτή η απόφαση του Τεμουτζίν αποδείχθηκε τραγικά λανθασμένη γιατί πολύ σύντομα αποδείχθηκε ότι κανένας πολέμαρχος δεν ήτανε πρόθυμος να τονε βοηθήσει και να εναντιωθεί στον Όνγκ Χαν, που τότε είχε τη μεγαλύτερη εξουσία. Έτσι σε μια αποφασιστική μάχη οι Κερεγίδες κατατροπώσανε τους Μογγόλους και τους εκδίωξαν ανατολικά προς τη Λίμνη Μπαλτζούνα όπου αφέθηκαν να πεθάνουν χωρίς εφόδια και τρόφιμα. Τότε ο Τεμουτζίν ήταν ήδη 42 ετών και καθώς δεν του είχε απομείνει κανένας σύμμαχος, είχε χάσει όλα του τα εδάφη και δεν είχε εξασφαλίσει για τα παιδιά του κανένα πολιτικά σημαντικό γάμο, θεωρούνταν ένας μεσήλικας αποτυχημένος.
Μία σύμπτωση όμως, ήταν αρκετή να διασώσει τη φυλή των Μογγόλων, να αλλάξει την ιστορία, αλλά να σημαδέψει και τη θρησκευτική και πολιτική συνείδηση του Τεμουτζίν. Ενώ οι Μογγόλοι είχανε παραδοθεί στην εξάντληση, τις αρρώστιες και την ασιτία, εμφανίστηκε ένα εμπορικό καραβάνι που δέχτηκε να τους ανεφοδιάσει χωρίς αντάλλαγμα. Αυτό το περιστατικό, όχι μόνο διέσωσε τους Μογγόλους, αλλά θεωρήθηκε κι ως ένα ξεκάθαρο σημάδια θεϊκής παρέμβασης κι εύνοιας στο πρόσωπο του Τεμουτζίν που έκανε το αδιανόητο. Έφυγε ηττημένος και με αποδεκατισμένο στρατό κι επέστρεψε ισχυρός και με ανεβασμένο ηθικό. Αυτό το περιστατικό ήταν η αρχή της σταδιακής μεταστροφής όλων των υπόλοιπων πολέμαρχων που άρχισαν ένας-ένας να τον υποστηρίζουν. (Ανοίγω εδώ μια μεγάλη παρένθεση ακόμα και συγγνώμη αλλά πρέπει!)
…………………………….
Όλη τη ζωή του, ο Τζίνγκις Χαν είχεν αντιμετωπιστεί σα ξένος, κατώτερος, υπάκουος. Σ’ αυτή τη περιθωριακή κι ασήμαντη φυλή (βλ. αρχή του άρθρου), μεγάλωσε σε μιαν ασήμαντη οικογένεια εξορίστων. Γιος μιας αιχμαλωτης γυναίκας και του δόθηκε το όνομα Temujin επειδή ο πατέρας του είχε σκοτώσει πρόσφατα έναν Τάταρο πολεμιστή μ’ αυτό το όνομα. Ο πατέρας του ανήκε στη φυλή Borijin και παρόλο που είχαν κάποτε έναν ανεξάρτητο Χαν, τώρα χρησίμευαν ως εικονικοί υποτελείς για μίσθωση για όποιον τις χρειάζονταν. Πριν το παιδί γίνει εννέα ετών, οι Τάταροι σκότωσαν τον πατέρα του, αλλά οι δικοί του μογγολικοί συγγενείς διέπραξαν τα χειρότερα αδικήματα κατά της οικογένειας του Temujin. Δεν αισθάνθηκαν καμία ευθύνη για τη σύζυγο και τα παιδιά της, οι θείοι του κατέλαβαν τα ζώα του νεκρού πατέρα του και πέταξαν τη χήρα και τα παιδιά στη στέπα για να πεθάνουν από την πείνα και την έκθεση στον βάρβαρο χειμώνα. Όταν επιβίωσαν ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, ο νεαρός Temujin συνελήφθη από τη φυλή Tayichiud, που τον κράτησαν σαν σκλάβο και του πέρασαν ένα ξύλινο κολάρο σα βόδι. Αφού ξέφυγε από τη δουλεία, κατέφυγε στο πιο απομονωμένο μέρος που μπορούσε να βρει για να φροντίσει τη μητέρα και τα αδέλφια του. Ζώντας ως παρίας με τα 3 αδέλφια του και 2 ετεροθαλή αδέρφια, αλλά μόνο με μια πολύ νεώτερη αδελφή, ο Temujin μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από αγόρια σε ένα νοικοκυριό χωρίς ενήλικες άνδρες ή κορίτσια. Από την αρχή της ζωής του, οι αρσενικοί συγγενείς του τον απογοήτευαν επανειλημμένα κι απειλούσαν τη ζωή του στις πιο κρίσιμες στιγμές. Στα 12 του απεχθανότανε τόσον έντονα τον εκφοβισμό του μεγαλύτερου αδελφού του που τον σκότωσε.
Περίπου το 1179 παντρεύτηκε την Borte, ένα κορίτσι από μια οικογένεια της στέππας που σχετιζόταν μακρυνά με τη μητέρα του, όταν αυτός ήταν περίπου 16 κι εκείνη 17. Παρόλο που το ζευγάρι αναμενόταν να περάσει τη ζωή μαζί, οι εχθροί από τη φυλή Merkid έπεσαν πάνω τους, απήγαγαν τη Borte και την έδωσαν σε έναν άλλο. Απελπισμένος για τη διάσωση της νέας συζύγου του, ο Temujin παρακολούθησε και έσωσε τη Borte, σκοτώνοντας πολλούς Merkid στην προσπάθεια, αποκαλύπτοντας ένα επίμονο πνεύμα και μια σχεδόν αδίστακτη προθυμία να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε είδους βία χρειάζόταν για να επιτύχει τους στόχους του. Η απαγωγή της Borte ώθησε τον νεαρό Temujin σε πολιτικό της στέππας, με τις αέναες χαμηλού βαθμού εχθροπραξίες να διακόπτονται από σπασμοδικές εκρήξεις βίας και καταστροφής. Για να διασώσει τη Μπόρτε από τους Merkid, έκανε συμμαχία με τον Ong Khan της φυλής Kereyid, τον ισχυρώτερο αρχηγό στεππών εκείνη τη στιγμή, και με τον φίλο του από τη παιδική ηλικία, Τζαμούγκα. Με τους νέους συμμάχους ήρθαν νέοι εχθροί και το αγόρι που είχεν ανατραφεί ως ο ξεπεσμένος της στέππας βρέθηκε να παίρνει μέρος στις μάχες των φανατικών φυλών και σε όλες τις απεγνωσμένες προδοσιες της πολιτικής της στέππας.
Για τους Kereyid, ο Temujin ήταν, όπως κι ο πατέρας του κι όλοι οι άνδρες της φυλής Borijin, ένας ακόμη μογγολος υποτελής που έπρεπε να σταλεί στον πόλεμο όταν χρειαζόταν και να αποσταλεί για να εκτελέσει καθήκοντα που ήταν πολύ επικίνδυνα ή βαρετά. Ο Temujin σκέφτηκε ότι μέσω της ακραίας πίστης του και της επιτυχίας του στη μάχη, θα κερδιζε την εύνοια των υπερασπιστών του. Παραδοσιακά μεταξύ των νομάδων της στέππας, σχετικές γενεές ενώνονται για να σχηματίσουν μια φυλή και με τη σειρά τους, αρκετές φυλές ενωμένες για να σχηματίσουν μια φυλή όπως οι Τάταροι ή οι Kereyid, ή ακόμα και μια συμμαχία φυλών όπως οι Naiman. Αν και συρικνώνονταν ή επεκτείνονταν με τη πάροδο του χρόνου, αυτές οι ομοσπανδίες διήρκεσαν για γενιές και μερικές φορές για αιώνες. Οι Μογγόλοι επανειλημμένα επιδιώκαν να ενωθούν σε μια φυλή κάτω από ένα χαν, αλλά η ένωση πάντα είχε αποτυχία. Οι Μογγόλοι δεν ήταν τόσο μια φυλή όσο μια αδυσώπητη ομάδα φανατικών φυλών που μοιράζονταν την ίδια γλώσσα και πολιτισμό, αλλά συχνά πολεμούσαν ο ένας τον άλλο. Ακόμα και μέσα στην ίδια πατριά, οι οικογένειες συχνά διασπόνταν, έφευγαν κι εντάσονταν σε αντίπαλες ή εχθρικές φυλές.
Η μητέρα του Temujin δεν ήταν Μογγολή κι η συγγένειά τους του έδωσε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να αναδειχθεί στον κόσμο της στέππας, διαπραγματεύοντας μια επίσημη συμμαχία γάμου με την οικογένεια της μητέρας του στη φυλή Khongirad. Περίπου το 1184, όταν ήτανε περίπου 22 δύο ετών, ο Temujin κανόνισε ένα γάμο για την Temulun, τη μοναδική του αδελφή, με τον Botu των Ικίων. Μια τέτοια συμμαχία γάμου θα ενίσχυε τη σύνδεση μεταξύ των 2 φυλών με τον παραδοσιακό τρόπο κι έδειχνε την επιθυμία του Temujin να διατηρήσει μόνιμες συζυγικές συμμαχίες, γνωστές ως quda. Επειδή ήταν ακόμα αρχάριος από κάθε άποψη, φαίνεται πιθανό ότι η μητέρα του, Hoelun, βοήθησε να οργανώσει αυτόν τον γάμο.
Πριν από το γάμο, ο Μποτού “ήρθε ως γαμπρός“, που σημαίνει ότι ήρθε να ζήσει με την οικογένεια της νύφης ως μορφή παροχής υπηρεσιών προς αυτούς. Σύμφωνα με τη παράδοση της στέππας, ένας πιθανός γαμπρός ή ένα αρραβωνιασμένο αγόρι έμενε μαζί με την οικογένεια της μέλλουσας συζύγου του. Ομοίως, ο Temujin είχε δοθεί στην ηλικία των οκτώ στην οικογένεια της μελλοντικής του συζύγου, Borte, με τη προσδοκία ότι θα μάθει να κάνει πράγματα όπως εκείνοι, θα ζήσει κάτω από την επιτήρησή τους και θα φροντίζει τα ζώα τους. Το αγόρι θα έπρεπε να αποδειχθεί ικανός κτηνοτρόφος κι αφού θα μάθαινε τα βασικά στοιχεία ως παιδί από την οικογένειά του, θα γινόταν ενήλικος υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονέων της νύφης του. Αν το αγόρι αποδεικνυόταν τεμπέλης ή μη ικανοποιητικός, η οικογένεια τον έδιωχνε. Αν δεν μπορούσε να αντέξει τη σκληρή δουλειά και τη πειθαρχία που επέβαλε ο μέλλον πεθερός κι η πεθερά του, θα μπορούσε να δραπετεύσει. Αν μπορούσαν να αναπτύξουν μια ικανοποιητική σχέση, ο γάμος μεταξύ των εμπλεκόμενων νέων θα εξελισόταν και θα ευημερούσε με τον καιρό.
Η υπηρεσία προς τη νύφη μπορούσε μερικές φορές να μειωθεί ή και να αποφευχθεί περιστασιακά αν η οικογένεια του αγοριού προσέφερε ζώα, συνήθως άλογα, στην οικογένεια της νύφης. Ο Temujin κι ο μελλοντικός του πεθερός λειτούργησαν από διαφορετικές οπτικές για τη διευθέτηση του γάμου, κάτι που έγινε εμφανές κατά τη διάρκεια μιας περιστασιακής συνομιλίας με έναν άλλο άντρα της οικογένειας του Botu. Ο Temujin προσπάθησε να μάθει περισσότερα για τον μελλοντικό του γαμπρό ρωτώντας πόσα άλογα είχε ο Botu. Ο άνδρας θεώρησε την ερώτηση ως άνοιγμα για μια διαπραγμάτευση αλόγων στη θέση της υπηρεσίας στην οικογένεια της νύφης. Απάντησε ότι του ανήκαν τριάντα άλογα και ότι θα έδινε δεκαπέντε στο Τζίνγκις Χαν σε αντάλλαγμα για τη Temulun. Η προσφορά των αλόγων για την αδελφή του εξόργισε τον Temujin, αν κι όχι εξ ολοκλήρου για χάρη της. Έδειχνε ότι ο μελλοντικός γαμπρός δεν αντιλαμβανόταν τον Temujin ως άξιος σύμμαχο, αλλά απλώς ως ένα άγριο Μογγόλο που προσπαθούσε να πουλήσει την αδελφή του για κάποια άλογα.
-“Αν κάποιος καταλήγει σε γάμο και συζητά την αξία“, απάντησε με θάρρος ο Temujin, “τότε ενεργεί σαν έμπορος.” και συνέχισε: “Οι αρχαίοι είχαν ένα ρητό: Η ενότητα του σκοπού είναι μια περιουσία στη δυστυχία“. Στη συνέχεια, έθεσε αυτή τη παροιμία στη τρέχουσα κατάσταση. “Αν εσείς, ο λαός των Ικίων, ακολουθήσετε τον Μποτού και με υπηρετήστε πιστά, αυτό θα αρκεί. Η εξυπηρέτηση πάντα θα ξεπέρνα τον πλούτο. Η πίστη πάντοτε θα είναι ακριβότερη από τις πληρωμές“. Παρά τη θερμό επισόδιο μεταξύ των νεαρών ανδρών, ο γάμος ρυθμίστηκε, πιθανώς με τη μεσολάβηση της Hoelun και τη συγγένειά της με την οικογένεια του γαμπρού. Με αυτές τις πρώτες διαπραγματεύσεις, ο νεαρός Temujin διατύπωσε μια σταθερή αρχή, την οποία ακολούθησε καθ’ όλη τη ζωή του όταν ασχολούνταν με τις γυναίκες της οικογένειάς του: Οι γυναίκες δεν θα μπορούσανε ποτέ να ανταλλάσονται για ζώα ή περιουσίες. Από τη στιγμή που πήρε την εξουσία, έκανε αυτή τη προσωπική πεποίθηση, νόμο.
Η επιθυμία του Temujin να κάνει τους συγγενείς της μητέρας του συμμάχους του, ή ακόμα κι υποτελείς, έδειξε τη φιλοδοξία του να αναδυθεί στη πολιτική ζωή. Αν και μόνο μερικώς κατάφερε να κάνει αυτή τη 1η συμμαχία, μέχρι το καλοκαίρι του 1189, όταν ήτανε περίπου 27 ετών, είχε αρκετή υποστήριξη από το μικρό μέρος της μογγολικής φυλής που επιλέχθηκε ως Χαν, ο αρχηγός του. Ήταν ακόμα ένας μικρός ηγέτης μιας μικρής ομάδας στην στέππα, αλλά από κείνη την εποχή ήτανε γνωστός ως Τζίνγκις Χαν, ”ο Αδάμαστος κι ο Ανώτατος Χαν”. Προς το παρόν ο τίτλος φαινόταν υπερβολικός για τον ηγέτη μιας τόσο μικρής ομάδας,αλλά με τα χρόνια, εκπλήρωσε το νόημά του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ως τότε. (Εδώ κλείνει κι αυτή η παρένθεση και πάμε πίσω στη ροή).
————————

Στη διάρκεια της επόμενης 10ετίας, ο Τζίνγκις Χαν επικεντρώθηκε στη μάχη κατά την εντολή του κυρίου του, του Ογκ Χαν του Κερεϊντ. Είχε διασώσει πολλάκις απαχθέντα μέλη της οικογένειάς του, εκδικουμένος προσβολές προς τη τιμή του Χαν και χτυπώντας τους συμμάχους που εγκατέλειψαν το Χαν. Δεν ήταν ο καλλίτερος τοξότης στη στέππα, ο ταχύτερος ιππέας ή ο ισχυρώτερος παλαιστής, όμως αποδείχθηκε ο καλλίτερος πολεμιστής. Η υπερβολική του επιμονή, σε συνδυασμό με τη γρήγορη ικανότητα να δοκιμάζει νέες τακτικές, τον έκαναν σταδιακά τον πιο φοβερό, αν όχι τον πιο σεβαστό, ηγέτη της στέππας.
Συνεχώς θριαμβευτής στο πεδίο της μάχης, προσπάθησε και πάλι να μετατρέψει αυτή την επιτυχία σε κοινωνική πρόοδο για την οικογένειά του μέσω του γάμου. Περί το 1201 ή το 1202, όταν ο μεγαλύτερος γιος του, ο Jochi, ήταν πάνω από 20 κι η μεγαλύτερη κόρη του, Khojin, ήτανε περίπου 15 ή 16, ένιωσε επιτυχημένος κι αρκετά ισχυρός για να οργανώσει τους γάμους τους με την οικογένεια του κυρίου του, του Ong Khan. Μετά από αρκετές δεκαετίες ως πιστοί σύμμαχοι, ο Ong Khan και ο Genghis Khan είχανε πρόσφατα πάρει όρκους πατέρα και γιου. Για να εδραιώσει αυτή τη σχέση, ο Τζίνγκις Χαν πρότεινε δύο γάμους στον νεο πατέρα του: ”Πάνω από την αγάπη ας υπάρξει περισσότερη αγάπη”.
Συγκεκριμένα, πρότεινε ο μεγαλύτερος γιος του, ο Γιόσι, θα παντρευτεί τη κόρη του Όνγκ Χαν και, με τη σειρά του, ότι η μεγαλύτερη κόρη του θα παντρευτεί τον εγγονό του Ογκ Χαν. Αν ο Τζίνγκις Χαν απλώς πρόσφερε τη κόρη του στο γάμο, η πράξη θα είχε θεωρηθεί ως φόρος τιμής από έναν υποτελή, θα ήταν δώρο. Ζητώντας ένα σύνολο γάμων, ο Τζίνγκις Χαν γνώριζε ότι αυτό θα φαινόταν σα να καθιστούσε τους Μογγόλους ίσους με τους Kereyid και τον εαυτό του ίσο με τον άλλο γιο του Ong Khan. Κατανοώτας σε τι απειλή έθετε τη θέση του, ο γιος του Ong Khan, Senggum, πατέρας του μέλλοντα γαμπρού, αντιτίθεται έντονα. Με τέτοιο ζευγάρι γάμων, ο Genghis Khan θα ήταν τόσο πολύ ενωμένος με την οικογένεια του Ong Khan ώστε όταν πέθαινε ο παλιός χαν, ο Genghis Khan θα μπορούσε να βγάλει το Senggum από το δρόμο και να γίνει ο νέος ηγέτης.
Σε μια μογγολική σκηνή, ο τόπος τιμής ήταν πάντα στη βόρεια πλευρά της, ακριβώς απέναντι από τη πόρτα. Χρησιμοποιώντας τις μεταφορές του ger, ο Senggum παραπονέθηκε: “Αν μια γυναίκα της φυλής μας πηγαίνει σε αυτούς, θα σταθεί δίπλα στη πόρτα κοιτάζοντας προς τα βόρεια του ger. Αν μια γυναίκα της οικογένειάς της έρθει σε μας, θα καθίσει στο βόρειο μέρος της σκηνής κοιτάζοντας προς τη πόρτα και τη φωτιά ”. Με τις λέξεις αυτές ο Ong Khan απέρριψε τις προτάσεις του γάμου. Αυτή η άρνηση έσπασε τις σχέσεις μεταξύ Τζίνγκις Χαν και του μακρόχρονου συμμάχου και μέντορά του. Μετά από χρόνια στενής συνεργασίας τους, ο παλιός Χαν δεν θα αναγνώριζε ένα Μογγόλο ως γιο του ούτε ως ίσο με τους Κερέϊντ, ανεξάρτητα από το πόσο ανίκανος ήταν ο γιός του ή πόσο επιτυχημένος κι αξιέπαινος ήταν ο Τζίνγκις Χαν. Και πάλι, ο μελλοντικός κατακτητής υπενθύμισε ότι όσο καλός πολεμιστής μπορεί να είναι κι όσο πιστός υποτελής, ήταν μόνο Μογγόλος στα μάτια των ανωτέρων του. Τώρα που ήτανε για τα καλά στη 10ετία των σαράντα, πιθανότατα τον έκριναν ως ανίκανο να προσφέρει. Είχε κάνει το καθήκον του, αλλά ο Kereyid θα μπορούσε να βρει έναν άλλο, νεώτερο αντικαταστάτη, τόσο πρόθυμο να κάνει τα θελήματά τους.
Η δυσαρέσκεια γρήγορα μετατράπηκε σε πικρό θυμό και ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Μογγόλων του Τζίνγκις Χαν και των Κερεϊντ. Αυτή τη φορά ο Τζίνγκις Χαν έχασε. Μέχρι τώρα η γενναιότητα κι η επιδεξιότητά του ασκήθηκαν υπό την κηδεμονία του Kereyid, αλλά, μένοντας μόνο με τις δικές του δυνάμεις, δεν βρήκε λίγη υποστήριξη από άλλες φυλές. Το 1203, οι Kereyid διώανε τους Μογγόλους στα ανατολικά της Μογγολίας. Ήταν η χειρότερη περίοδος στη σταδιοδρομία του. Αφού αγωνίστηκε για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, ήταν ένας αποτυχημένος κι ηττημένος μεσήλικας που είχε τόλμη να ανέβει πάνω από τη θέση του στη ζωή και να θεωρήσει τον εαυτό του ίσο με τις ευγενείς φυλές της στέππας. Ο ορκισμένος αδελφός και φίλος της παιδικής του ηλικίας, ο Τζαμούχα, είχε στραφεί εδώ και καιρό εναντίον του. Πολλοί από τους συγγενείς του τον είχαν εγκαταλείψει κι είχε χάσει την επαφή με τους άλλους στη σύγχυση μετά την ήττα του. Δεν ήτανε καν σε θέση να κάνει έναν επιτυχημένο γάμο για ένα μόνο από τα παιδιά του. Οι γιοι του προσέφεραν μικρή βοήθεια κι έγινε πλέον σαφές ότι κανένας δεν ήταν ήρωας.
Στη διάρκεια των πιο σοβαρών κρίσεων και των σοβαρότερων κινδύνων, ο Genghis Khan συνήθως κατέφευγε στο Όρος Burkhan Khaldun. Ένιωθε μια ισχυρή πνευματική σύνδεση με το βουνό και με το προστατευτικό του πνεύμα. Οι Μογγόλοι θεορούσανε τα βουνά ως αρσενικά συνδεδεμένα με τον Αιώνιο Μπλε Ουρανό. Τα νερά ήταν θηλυκά, το ιερό αίμα της Μητέρας Γης. Ωστόσο, λόγω της εγγύτητας της αυλής του Kereyid και του στρατού, ο Genghis Khan δεν αισθάνθηκε ασφαλής να φύγει από τον Burkhan Khaldun αυτή τη φορά. Αντ’ αυτού, πήγε πολύ ανατολικά αναζητώντας καταφύγιο κοντά στον ποταμό Khalkh. Είχε μόνο λίγους στρατιώτες από πρώην οπαδούς του. Η ανατολή, ωστόσο, ήταν η πατρίδα της μητέρας του κι η μοναδική του αδελφή είχε παντρευτεί εκεί. Στα προηγούμενα χρόνια, η Temulun είχε πεθάνει χωρίς παιδιά, αλλά ήλπιζε ότι θα ήτανε δυνατό να διαπραγματευτεί ένας νέος γάμος για μια από τις κόρες του. Σε απελπισία,το ζήτησε από τον Terge Emel, έναν από τους συγγενείς της μητέρας του, σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει μια συμμαχία. Ο Terge Emel δεν ήτανε ποτέ στο πλευρό του στο παρελθόν και δεν έδειχνε συμπάθεια για τους Μογγόλους γενικά. Ήτανε σύμμαχος του Τζαμούχα και φαινομενικά με κάθε αντίπαλο που ο Τζίνγκις Χαν είχε αντιμετωπίσει. Παρ’ όλον αυτό τον προηγούμενο ανταγωνισμό, πίστευε ότι η προσφορά μιας συμμαχίας γάμου θα μπορούσε να πείσει τον Terge Emel να αγνοήσει τις προηγούμενες διαφορές και τώρα να τονε σώσει.
Η πρόταση θα αποτελούσε μιαν ευγενικήν έκκληση για ειρήνη και συνεργασία μέσω ενός γάμου, αλλά αν η πρόταση αυτή αποτύγχανε, ο Τζίνγκις Χαν ήταν έτοιμος να αγωνιστεί για να φέρει τις σχέσεις της μητέρας του προς όφελός του. “Αν δεν έρθουν να προσχωρήσουν από μόνοι τους”, εξήγησε, σε μια γραφική συγκέντρωση την ώρα που οι γυναίκες συγκέντρωναν καύσιμα για να ανάψουν φωτιά, ”θα βγούμε έξω, να τους τυλίξουμε σα ξηρά κόπρανα από άλογο σε φούστα και θα τους φέρουμε εδώ“!
-“Η κόρη σου μοιάζει με βάτραχο“, του απάντησεν ο Terge Emel, επαναλαμβάνοντας μια από τις αποτρόπαιες περιγραφές που εκτοξεύτηκαν στους Μογγόλους εξαιτίας της ασυνήθιστης εμφάνισής τους. ”Δεν θα την παντρευτώ”.
Η περιφρόνηση του Terge Emel για τον Τζίνγκις Χαν δείχνει πόσο χαμηλά κατατάσσονταν οι Μογγόλοι στην ιεραρχία των φυλών της στέππας. Αυτή τη στιγμή, ο Τζένγκις Χαν έμοιαζε λίγο περισσότερο από ένα μικροσκοπικό αρχηγό μιας ασήμαντης κάστας, απίθανο να είναι γνωστός πέρα από ένα μικρό κύκλο εχθρών που φαινόταν να τονε διαγράφει για πάντα όπως και τους οπαδούς του. Ακόμα κι η συγγένειά του Terge Emel δεν ήτανε τιμή, αφού συνέβη μόνο επειδή ο πατέρας του είχεν απαγάγει τη σύζυγό του από τον 1ο σύζυγό της σε άλλη φυλή. Ένα τέτοιο έγκλημα δεν πρόσέφερε καθόλου δεσμούς αγάπης ανάμεσα στους συγγενείς. Αφού δεν κατάφερε να πείσει τον Terge Emel σε μια συμμαχία γάμου κι έχοντας λίγα άλλα να χάσει, ο Τζίγκις Χαν τον σκότωσε. Το καλοκαίρι του 1203, μετά το θάνατο του Terge Emel, περιπλανήθηκε με τα απομεινάρια του στρατού του κοντά σε ένα άγνωστο μέρος στην Α. Μογγολία που ονόμασε Baljuna Waters. Χωρίς φαγητό, ο ίδιος κι οι άντρες του είχαν μόνο τα λασπώδη νερά της λίμνης για να διατηρηθούνε στη ζωή, αφού το μοναδικό τους άλογο είχε ήδη φαγωθεί. Εκείνη η περιοχή ήταν γεμάτη έλη και ποτάμια και γι’ αυτό θεωρούνταν ότι εκεί ήταν ισχυρό το θηλυκό στοιχείο της φύσης που εκπροσωπούνταν από τη γη και το νερό. Μέσα σε αυτό το άγνωστο, υγρό και γεμάτο θηλυκή ενέργεια μέρος οι ηττημένοι Μογγόλοι σταμάτησαν μετά από την πολυήμερη πορεία τους εξαντλημένοι, τραυματισμένοι και χωρίς τρόφιμα. Εκεί, γεμάτοι απελπισία, θεώρησαν ότι θα άφηναν την τελευταία τους πνοή μέσα στην αγκαλιά της Μητέρας Γης.
Σε αυτή τη κακή στιγμή της σωματικής ανάγκης και της συναισθηματικής εξάντλησης, κοίταξε στον ορίζοντα κι είδε έναν άνθρωπο να έρχεται προς αυτόν σε μια λευκή καμήλα, σχεδόν σαν ένα θολό όραμα μέσα στη λαμπρή καλοκαιρινή ζέστη. Πίσω από αυτόν ήρθαν περισσότερες καμήλες, φορτωμένες με εμπορικά αγαθά, κι ένα κοπάδι προβάτων. Ο άνδρας ήταν ο Χασάν, ένας έμπορος που διέσχιζε τη Γκόμπι στη Μογγολία οδηγόντας καμήλες και φέρνοντας τρόφιμα κι εμπορεύματα για να τα ανταλλάξει με γούνες και σκίουρους. Έφθασε ψάχνοντας νερό ακριβώς τη στιγμή που ο στρατός του Τζίνγκις Χαν φάνηκε να απειλείται από έναν αργό βασανιστικό θάνατο από το λιμό ή να πέσει στα χέρια των εχθρών του.
Ο Χασάν αναγνωρίστηκε ως μέλος του Sartaq, όρος που χρησιμοποιούσαν οι Μογγόλοι για τους μουσουλμάνους και τους εμπόρους, αλλά ήρθε υπό την υποστηρίξη μιας διαφορετικής εθνικής ομάδας. Είχε αποσταλεί από τον Ala-Qush, αρχηγό του λαού Onggud, μιας χριστιανικής τουρκικής φυλής, 160 μίλια νότια, πολύ πέρα από τη Gobi, που σημάδευε την άκρη του κόσμου των νομάδων. Αν κι οι Μογγόλοι δεν είχανε τίποτα να ανταλλάξουν εκείνη τη στιγμή, ο Χασάν τους πρόσφερε πρόβατα για φαγητό και ξεκούραστα άλογα, αναμένοντας ότι θα εξοφληθεί μια μέρα για τη γενναιοδωρία του. Η άφιξη αυτής της απροσδόκητης βοήθειας φαινότανε σα θεία παρέμβαση από το πνεύμα της λίμνης. Οι άντρες του Τζίνγκς Χαν θεωρήσανε την εμφάνιση του Onggud και του εφοδιασμού του με κρέας ως σημάδι παραδεισένιας ευφορίας προς τον ηγέτη και την επιχείρησή τους.
Το επεισόδιο στο Baljuna Waters σηματοδότησε τη τελευταία στιγμή της απελπισίας για τον Genghis Khan, τη τελευταία φορά που ο στρατός του νικήθηκε. Από κείνη τη μέρα, μπορεί να ‘χε περιστασιακά εμπόδια, αλλά θα ήτανε για πάντα νικητής, πάντα θριαμβευτής. Ποτέ δεν ξέχασε την ευγνωμοσύνη του για το πνεύμα του Baljuna, το πνεύμα του ποταμού Khalkh, ή το χρέος του προς τους νέους συμμάχους του, τους Onggud. Το καλοκαίρι του 1203 σηματοδότησε την καμπή του Τζίνγκις Χαν και των Μογγόλων. Είχανε σωθεί από ένα ξένο έμπορο και, τώρα αναζωογονημένοι, επιστρέψανε στη πατρίδα τους, όπου, όπως φάνηκε στους Μογγόλους σαν από θεϊκή παρέμβαση, οι άνθρωποι άρχισαν να συρρέουνε σ’ αυτόν. Αυτός κι οι άντρες του είχαν αποδείξει την αντοχή τους, τη προθυμία τους να κοιτάξουνε την ήττα κατάματα και να μην υποχωρήσουν. Οι άνθρωποι τους υποδεχτήκανε σαν ήρωες.
Ξαφνικά το πνεύμα και το κλίμα της στέππας είχεν αλλάξει και νέοι οπαδοί άρχισαν να έρχονται στον Τζίνγκις Χαν. Γρήγορα κανόνισε τη πρώτη συμμαχία γάμου με τον αδελφό του Ong Khan, τον Jaka Gambu, που ήλπιζε ότι με τη βοήθεια των Μογγόλων θα μπορούσε να απομακρύνει τον αδελφό του και να γίνει ο Χαν των Kereyid. Για να εδραιώσει τη νέα ένωση, ο Genghis Khan δέχτηκε τη κόρη του Jaka Gambu, την Ibaka ως σύζυγό του. Ο Jaka Gambu πήρε τον νεώτερο γιο του Τζίνγκις Χαν, το 10χρονο Tolui, ως σύζυγο για την άλλη κόρη του τη Σκορχοκχτάνη, που ήταν αρκετά μεγαλύτερη. Με τους νέους συμμάχους του με την αντάρτικη φατρία του Kereyid και των προμηθειών του από τους Onggud, η τύχη του είχε γυρίσει. Στα επόμενα δύο χρόνια νίκησε γρήγορα όλους τους αντιπάλους της στέπας και μπόρεσε να δώσει στη μητέρα του μια λευκή καμήλα ως δώρο, ίσως την ίδια που είχε ο Χασάν στη διάσωση των Μογγόλων.
Μέσα στα επόμενα 2 χρόνια κατάφερε να εξουδετερώσει τους περισσότερους αντιπάλους του και να κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρασιατικής στέππας. Τότε ήτανε που συγκάλεσε μια γενική συνέλευση όλων των πολέμαρχων (Κουρουλτάι) με σκοπό να ζητήσει την επίσημη υποταγή τους σ’ εκείνον. Σε αυτή τη συνέλευση ο Τεμουτζίν έλαβε και επίσημα τον τίτλο Τζίνγκις Χαν κι ήταν η αρχή της ηγεμονίας και της αυτοκρατορίας του. Σαν τοτεμικό έμβλημα της φυλής του, χρησιμοποίησε την εικόνα του κυνηγετικού γερακιού που ήταν ο συνεχής σύντροφος ενός από τους προγόνους του και του ‘χε σώσει τη ζωή κυνηγώντας θηράματα όταν τον εγκατάλειψαν οι αδελφοί του. Τα γεράκια κυνηγιού ήτανε πάντα θηλυκά. Το θηλυκό γεράκι έχει σωματικό βάρος και μέγεθος 30 τοις εκατό μεγαλύτερο από το αρσενικό, επιτρέποντάς του έτσι να πιάσει μεγαλύτερο θήραμα και να γίνει πιο αποτελεσματική μητέρα ή, στη περίπτωση αιχμαλωσίας, ένας άριστος κυνηγός.
Το επεισόδιο στον ποταμό Khalkh και τα νερά Baljuna όχι μόνον άλλαξε τη πολιτική τύχη του Genghis Khan, αλλά φαίνεται να έφερε μια λεπτή αλλά βαθειά αλλαγή στη πνευματικότητά του. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γη του πατέρα του, αλλά είχε σωθεί στη γη της μητέρας του. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του βασιζόμενος στη πνευματική βοήθεια του αρσενικού βουνού, αλλά ήτανε τα θηλυκά νερά που τονε σώσανε. Τα λόγια του μετά απ’ αυτό άρχισαν να εκφράζουν αυτή τη πνευματική δυαδικότητα. Σύμφωνα με το νέο του όραμα, το πεπρωμένο κάθε ατόμου απαιτούσε τη διπλή υποστήριξη της δύναμης που προσέφερε ο Πατέρας Ουρανός και τη προστασία της Μητέρας Γης. Χωρίς το ένα, το άλλο ήτανε καταδικασμένο σε αποτυχία. Περιέγραψε τη πηγή της επιτυχίας του σα “δύναμη που αυξάνεται από τον Ουρανό και τη Γη“. Όπως αναφέρεται στη Μυστική Ιστορία, η έμπνευση κι η μοίρα του “καλούνταν από τον Δυνατό Ουρανό, αλλά μεταφέρθηκαν μέσα από τη Μητέρα Γη“.
Τελευταίο μουσικό διάλειμμα:
Τιμή Στον Τζίνγκις Χαν
Βλογημένος απ’ το Γαλανό Ουρανό
και τον Κοκ Τενγκέρ, Θεό
Γεννήθηκε στο Χούντου Αρέλ
Όλη τη Θεϊκή Μογγολία ένωσε
Όλος ο κόσμος της θυμάται
και του λείπετε
Εεεε εχάγιε
Στο θαρραλέο Τζίνγκις Χαν
Στον Άγιο Ηγέτη Τζίνγκις Χαν
Από όλα τα μέταλλα
Είσαι το ατσάλι, ισχυρός
σ’ αυτή τη γη
Είσαι δυνατός σαν αετός
σ’ αυτή τη γη
εεεε εχάγιε
Στο ρωμαλέο Τζίνγκις Χαν
Τον Μαχητή Ηγέτη Τζίνγκις Χαν
Τον βλογημένο από Θεό
Τον ακολούθησε ο κόσμος
Συνδύασε ισχύ και ρώμη
Φώτισε τα πνεύματα
εεεε εχάγιε
Στο θαρραλέο Τζίνγκις Χαν
Στον τεράστιο αρχηγό μας Τζίνγκις Χαν
https://www.youtube.com/embed/1rmo3fKeveo
Ο ουρανός ενέπνευσε, η Γη επικύρωσε. Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει έμπνευση από τον Ουρανό και να είναι γεμάτος λαχτάρα, επιθυμία και φιλοδοξία, αλλά μόνον οι αφοσιωμένες και συνεχείς ενέργειες της Γης θα μπορούσαν να μετατρέψουνε τις επιθυμίες και την έμπνευση σε πραγματικότητα. Ο κόσμος αποτελείται από τον ουρανό ή τον παράδεισο πάνω και το νερό και τη γη κάτω κι οι Μογγόλοι θεωρούν ότι είναι σοβαρή αμαρτία να προσβάλλουν ή να εκφράσουν ασέβεια για τον ουρανό ή το νερό. Ζούμε στη σφαίρα της Μητέρας Γης, που μερικές φορές ονομάζεται Dalai Ege, (Mητέρα Θάλασσα), επειδή τα νερά της δίνουνε ζωή στα ξηρά οστά της Γης. Η μητέρα Γη παρείχε ή εμπόδιζε την επιτυχία. Έλεγχε τα ζώα που ο Τζίνγκις Χαν θα μπορούσε να βρει για να κυνηγήσει και να φάει ή αυτό θα μπορούσε να το αποτρέψει εξ ολοκλήρου. Έδωσε νερό ή το αρνήθηκε. Επανειλημμένα στη μέση μιας επιχείρησης, η Μητέρα Γη έσωσε τη ζωή του, κρύβοντάς τον στα δέντρα του δάσους της, στα νερά του ποταμού της, στους ογκόλιθους στο έδαφός της ή τονε κάλυπτε στο σκοτάδι της. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος καυχιόταν για τα επιτεύγματά του ή περιαυτολογούσε για τα αξιοζήλευτά του έργα, χωρίς να αναγνωρίζει το ρόλο της Μητέρας Γης στη χορήγηση αυτής της επιτυχίας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το στόμα του τον έκανε να πιστεύει ότι ήταν καλλίτερος από το νερό. Για να αποφευχθεί αυτός ο χαρακτηρισμός, ο Τζίνγκις Χαν αναγνώρισε σχολαστικά το ρόλο του Πατέρα Ουρανού και της Μητέρας Γης σε ό,τι πέτυχε.
Η ισορροπία μεταξύ ανδρών και γυναικών έγινε πια κατευθυντήρια αρχή στη πολιτική στρατηγική και τη τακτική του, καθώς και στη πνευματική του κοσμοθεωρία. Αυτή η θεολογία αποτελούσε την πνευματική και θρησκευτική οργάνωση της ζωής με βάση τη θρησκεία της Μητέρας Γης και του Αιώνιου Μπλε Ουρανού. Διατηρώντας τη σωστή ισορροπία και το συνδυασμό αυτών των δύο δυνάμεων διατηρήτε ένα άτομο, μια οικογένεια και το έθνος. Γι’ αυτόν, η διαπραγμάτευση του δυϊσμού της ύπαρξης, η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας, έγινε αναζήτηση ζωής. Εκτιμώντας την υπερφυσική δύναμη της Γης κι ως εκ τούτου τις λίμνες και τα ποτάμια της, ως πηγή επιτυχίας, οι Μογγόλοι του Τζίνγκις Χαν έδειξαν ισχυρή πολιτισμική και πνευματική σχέση με το γυναικείο στοιχείο του νερού. Πριν το έθνος του γίνει γνωστό σα Μογγολική Αυτοκρατορία, ο λαός του συχνά αυτοαποκαλούνταν Μογγόλοι των Νερών, όνομα που φαινόταν σαφώς ακατάλληλο για τους ανθρώπους που κατοικούσανε σε περιβάλλον τόσο ξηρό όσο αυτό του οροπεδίου της Μογγολίας και τοποθετημένο τόσο μακρυά από τον ωκεανό. Οι ευρωπαϊκοί χάρτες της Ασίας αναγνωρίσανε τη φυλή του με την ονομασία Water Mongols ή τη τουρκική μετάφραση Suu Mongol. Αυτή την ασυνήθιστη ονομασία συνέχισαν να την εμφανίζουν οι Δυτική χάρτες μέχρι τα τέλη του 17ου αι. αλλά φαινομενικά χωρίς επίγνωση της σύνδεσης του ονόματος με το σημαντικό ρόλο που οι Μογγόλοι αποδίδανε στη γυναικεία δύναμη του νερού ως ζωογόνο ουσία της Μητέρας Γης.
Χρόνια νωρίτερα, όταν η μικρή φυλή του επέλεξε να είναι ο ηγέτης της, αυτός είχεν επιλέξει να λάβει το αξίωμα σε ένα πνευματικά ισορροπημένο μέρος μεταξύ της γυναικείας Γαλάζιας Λίμνης και του αρσενικού Black Heart Mountain. Τώρα θα επέλεγε και πάλι ένα τέτοιο πνευματικά ισορροπημένο μέρος όπου θα ζητούσε από όλες τις φυλές της στέππας να τον δεχτούν ως τον ανώτατο ηγεμόνα τους. Οι ποταμοί και τα βουνά όχι μόνο είχαν όνομα και φύλο, αλλά και τίτλους με τιμητικές διακρίσεις. Τα βουνά ήταν τα οστά της Γης κι ήταν αρσενικά, και το ψηλώτερο βουνό είχε πάντα τον τίτλο του χαν. Ποτάμια και λίμνες που ποτέ δεν ξεραίνονταν έφεραν τον τίτλο khatun, (βασίλισσα), κι ο Onon στην γενέτειρα των Μογγόλων ονομάστηκε μητέρα. Ο Τζίνγκις Χαν κάλεσε τις φυλές να συναντηθούν στο δέλτα του ποταμού Onon κοντά στο Burkhan Khaldun. Εδώ από το βουνό του πατέρα και τον ποταμό της μητέρας, θα δημιουργούσε τη Μογγολική Αυτοκρατορία.
Ο Τζίνγκις Χαν ανατράφηκε με τα πιστεύω του μογγολικού σαμανισμού που στηρίζονται στην αδιαίρετη και συμπληρωματική φύση των στοιχείων. Ο ουρανός κι η γη, που συμβολίζανε το αρσενικό και το θηλυκό, αποτελούσανε για τους Μογγόλους τις κυρίαρχες δυνάμεις του σύμπαντος που βρίσκονταν σε αδιατάρακτη ισορροπία. Στη ζωή του, όμως, όπως και στην οικογενειακή του παράδοση, θεωρούσε κρίσιμης σημασίας για τη πορεία και την επιτυχία του τις θηλυκές δυνάμεις του σύμπαντος. Αυτό οφειλότανε σε μια σειρά γεγονότων, συμπτώσεων και συγκυριών. Αρχικά ήταν η εγκατάλειψή του από την οικογένεια του πατέρα του. Ο νεαρός τότε Τεμουτζίν είδε ότι η μητέρα του κι η φυλή της ήταν εκείνη που τονε βοηθήσανε στη πιο δύσκολη στιγμή του κι η φυλή της μητέρας του, οι Ολχουνούτ, θεωρούσαν ότι προστατεύονταν από το υγρό στοιχείο, που για τους Μογγόλους ήτανε θηλυκό. Από τότε ο Τεμουτζίν θεωρούσε ότι προερχόταν από τη γενιά της μητέρας κι όχι του πατέρα του και προς τιμήν της, όταν έγινε Χαν, ονόμασε την φυλή του Αλτάν Ουρούγκ, δηλαδή Χρυσή Μήτρα.
Επίσης, όπως κάθε Μογγόλος, είχε αδυναμία στα κυνηγετικά γεράκια, που ήταν αποκλειστικά θηλυκά γιατί ήταν πιο μεγαλόσωμα και πιο κατάλληλα για το κυνήγι και θεωρούνταν εκφράσεις των θηλυκών δυνάμεων του σύμπαντος. Όμως, ειδικά ο Τεμουτζίν είχε έναν ακόμα λόγο να τα αγαπά γιατί είχανε σώσει κάποιον πρόγονό του από βέβαιο θάνατο καθώς του έφερναν τροφή ενώ εκείνος βρισκόταν εγκαταλελημένος στην έρημο. Την εποχή της ακμής του λέγεται ότι διατηρούσε μέχρι κι 800 γεράκια. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε όταν απέκτησε εξουσία ήταν να απαγορεύσει την αγοραπωλησία των γυναικών, να επιβάλλει την ισότητα στο γάμο κι εφάρμοσε ένα πολιτικό σύστημα όπου οι γυναίκες αναλάμβαναν τη πολιτική εξουσία της φυλής απελευθερώνοντας έτσι τους άντρες από αυτά τα καθήκοντα έτσι ώστε να μπορούν να καταταχθούνε στον στρατό του που από τότε άρχισε να αυξάνει συνεχώς. Στη διάρκεια της εξουσίας του έδειξε ανοχή για τις θρησκείες και τις συνήθειες των φυλών που κατακτούσε ενώ είχε ανοιχτό μυαλό κι ενδιαφερόταν να μάθει φιλοσοφικά κι ηθικά διδάγματα από άλλες θρησκείες. Για να το καταφέρει, συμβουλεύτηκε βουδιστές μοναχούς, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς ιεραπόστολους, και τον ταοϊστική μοναχό Τσίου Τσουζί. Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων διηγείται πως ο Τζίνγκις προσευχότανε στο βουνό Μπουρχάν Χαλντούν που θεωρούνταν ότι ήταν το κατάλληλο μέρος για να απευθύνει τις προσευχές του ένας άντρας.
Χαρακτηριστικό των θρησκευτικών αυτών πεποιθήσεών του είναι το γεγονός ότι όταν συγκάλεσε για πρώτη φορά το 1205 το συμβούλιο των πολέμαρχων (Κουρουλτάι) στο οποίο τους ζήτησε να δηλώσουνε την υποταγή τους σ’ εκείνον, απέφυγε να ορίσει ως σημείο συνάντησης εκείνο που χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά μέχρι τότε. Αντίθετα η συνάντηση ορίστηκε να γίνει στη περιοχή ανάμεσα στη θηλυκή Μπλέ Λίμνη και το αρσενικό Όρος της Μαύρης Καρδιάς που θεωρούνταν ότι είχεν ουδέτερη κι εξισορροπημένη θεϊκή δύναμη. Ο λόγος που επέλεξε αυτό το μέρος ήτανε για να δηλώσει ότι επρόκειτο να ηγηθεί με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους προκατόχους του και σκόπευε να το κάνει με απόλυτη δικαιοσύνη κι ισορροπία ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό.
Στο πεδίο της μάχης εφάρμοσε μιαν ιδιαίτερη τακτική που αποτελούσε ένα ιδιαίτερο μείγμα τρομοκρατίας και μεγαλοθυμίας. Φρόντιζε να κυκλοφορούνε τρομακτικές φήμες για κείνον και τον στρατό του έτσι ώστε να ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου πριν καν την έναρξη της μάχης. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου αντίπαλοί του παραδόθηκαν αμαχητί μόνο και μόνο για να αποφύγουν την τρομερή οργή του. Αυτές τις φήμες φρόντιζε να τις τροφοδοτεί με κανονικές γενοκτονίες και μαζικές εκτελέσεις όσων του αντιστέκονταν ή τον πρόδιδαν. Αντίθετα, όταν καταλάμβανε μία περιοχή, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αντικαθιστά την τοπική ελίτ με δικούς του ευγενείς, συνήθως βάζοντας επικεφαλής κάποια από τις κόρες του ή τις νύφες του, δίνοντας την εντολή να διοικήσουνε δίκαια και φιλεύσπλαχνα έτσι ώστε η νέα διοίκηση να θεωρείται από τον κατακτημένο λαό πιο επιθυμητή από τη παλιά και να αποφεύγονται οι εξεγέρσεις. Αυτός ήτανε κι ο βασικός λόγος που έδειχνε τεράστια ανοχή στις θρησκευτικές και πολιτιστικές συνήθειες των κατακτημένων λαών που βρίσκονταν στην αυτοκρατορία του. Αν, όμως, κάποια περιοχή που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του αποφάσιζε να εξεγερθεί τότε φρόντιζε να πατάξει την εξέγερση με ιδιαίτερα σκληρό κι αιματηρό τρόπο για να συντηρήσει και την εικόνα του ως τρομερός κι αδίστακτος Χαν.
Ο Τζίνγκις Χαν είναι όντως γνωστός σήμερα ως αιμοδιψής κατακτητής που δε δίστασε να κάνει τις μεγαλύτερες θηριωδίες προκειμένου να εγκαθιδρύσει την αυτοκρατορία του. Αν κι οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις συχνά ήταν όντως σκληρές κι αδίστακτες, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του επέβαλλε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις που ακόμα και σήμερα θα θεωρούνταν εξαιρετικά προοδευτικές. Δημιούργησε μίαν από τις μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες ζώνες ελεύθερου εμπορίου στο δρόμο του μεταξιού, επέβαλε τη θρησκευτική ανοχή προκειμένου να κρατά τις τριβές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του στο ελάχιστο κι ανακήρυξε διπλωματική ασυλία και προστασία για κάθε διπλωματική αποστολή που βρισκότανε στο έδαφός του. Αντί να προσπαθήσει να επιβάλλει τον δικό του πολιτισμό, ενθάρρυνε κι υιοθέτησε επιλεκτικά τα έθιμα και τις συνήθειες των περιοχών που κατακτούσε με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια πραγματικά πολυπολιτισμική αυτοκρατορία που λειτουργούσε ως μέσο μετάδοσης της ανοχής, των ιδεών, της τέχνης της, επιστήμης και των εφευρέσεων ανάμεσα στη Κίνα, τη Μ. Ανατολή και την Ευρώπη. Απαγόρευσε επίσης την αγοραπωλησία των γυναικών κι επέβαλλε την ισότητα των συζύγων στο γάμο.
Αντίθετα από τη μέχρι τότε συνήθεια των Μογγόλων να τοποθετούνται στη κορφή της στρατιωτικής ιεραρχίας άτομα ευγενικής καταγωγής, είχε διαφορετική στρατηγική. Αντί να κρίνει του άντρες τους στη βάση της καταγωγής τους και της φήμης τους, επέλεγε να ‘χει κοντά του και να βρίσκονται σε καίριες θέσεις άτομα που θεωρούσε ικανά, αξιόπιστα και γενναία. Αυτό σήμαινε ότι ακόμα κι άντρες ταπεινής καταγωγής μπορούσαν με την αξία τους να διεκδικήσουνε σημαντική θέση στο στρατό και στην αυλή του. Αυτή η τακτική τον έφερε σε μεγάλη σύγκρουση με το κατεστημένο που στηριζότανε στις ακριβώς αντίθετες αξίες, δηλαδή την υποτιθέμενη φυσική ανωτερότητα των ευγενών και των πολεμιστών.
Ο Τζίνγκις Χαν, όπως και κάθε Μογγόλος, πίστευε πολύ στην έννοια του ”μπαατάρ”, δηλαδή του ήρωα. Για τους Μογγόλους ένας μπαατάρ ήτανε κάποιος που ήταν ικανός να δράσει άμεσα κι αποτελεσματικά κάτω από συνθήκες κινδύνου ή αντιξοότητας κι αυτός μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε: άντρας ή γυναίκα, ηλικιωμένος ή παιδί. Αυτή η πεποίθηση σε συνδυασμό με τη συμπληρωματικότητα και την αρμονία του θηλυκού με το αρσενικό που πρέσβευε ο μογγολικός σαμανισμός ήταν ο λόγος που από την αρχαιότητα οι γυναίκες είχανε πολύ σημαντική θέση στη μογγολική κοινωνία, καταλάμβαναν αξιώματα όπως οι άντρες και συχνά πολεμούσανε στο πλευρό των αντρών καθώς ήταν ικανότατες αμαζόνες και τοξότριες. Για τον Τζίνγκις Χαν η ιδιότητα του μπαατάρ ήτανε πολύ πιο σημαντική από την ευγενική καταγωγή ή την εμπειρία ή το φύλο ή ακόμα και τις πολεμικές δεξιότητες και γι’ αυτό είχε φροντίσει να στελεχώσει τον στρατό και τη διοίκησή του με άτομα που θεωρούσε πως είχαν αυτό το χαρακτηριστικό.
Ιδανικά ο Τζίνγκις Χαν θα είχε μία σειρά από αρσενικούς απογόνους που θα μπορούσαν να κυβερνήσουνε τη τεράστια αυτοκρατορία του, αλλά η πραγματικότητα ήτανε διαφορετική. Οι γιοί του αποδειχθήκανε πολλάκις ανεπαρκείς καθώς περνούσανε τον καιρό τους πίνοντας και τζογάροντας αντί να ενδιαφερθούνε πραγματικά για τη διακυβέρνηση. Ο Τζίνγκις Χαν γνώριζε πως για να κατακτηθούνε χώρες με πολλαπλάσιους πληθυσμούς και πολλαπλάσιους στρατούς από τον δικό του, δεν έφταναν απλώς τα άλογα, τα τόξα κι οι πολεμιστές. Αυτά υπήρχανε και πριν την εποχή του. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες όλων των υπηκόων του, αντρών και γυναικών, και μάλιστα στο έπακρο. Κι ήξερε πως ο καλλίτερος τρόπος για να το πετύχει ήταν να τους κρατά όλους ικανοποιημένους και να τους δώσει ελευθερίες. Επίσης, γνώριζε πολύ καλά τη ζωή του μεγάλου Αλεξάνδρου, το τέλος του και τη τύχη της αυτοκρατορίας του και κατάλαβε πολύ νωρίς ότι χρειαζόταν να βρει άτομα που ενσαρκώνανε το ιδανικό του μπαατάρ, πάνω στα οποία να στηρίξει την αυτοκρατορία του και θεώρησε ότι αυτά ήταν οι κόρες του. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι έπρεπε να τις χειραφετήσει, να τις εκπαιδεύσει και να τους εμπιστευθεί σημαντικές θέσεις. Αυτή η ανάγκη όπως κι ο βαθύς σεβασμός που είχε στην έννοια του θηλυκού, τον οδήγησε στο να εφαρμόσει μία σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που μαζί με τις κόρες του ευνόησε κι όλες τις γυναίκες των νομαδικών φυλών.
Ένας από τους πρώτους νόμους που πέρασε όταν κατέλαβε την εξουσία, ήταν η απαγόρευση της αγοραπωλησίας των γυναικών κι επέβαλε την ισότητα των συζύγων στον γάμο. ”Ο γάμος είναι σαν μία άμαξα με δύο τροχούς. Αν σπάσει ο ένας άξονας, αυτό είναι αρκετό να μη μπορεί να κινηθεί η άμαξα” είπε κάποτε χαρακτηριστικά. Αυτό του επέτρεψε να διατηρήσει την εξουσία παντρεύοντας τις κόρες του με άλλους ευγενείς καθώς με το νέο καθεστώς εκείνες ήταν ισότιμες με τους συζύγους τους κι είχαν ίση δύναμη κι εξουσία. Μια άλλη ουσιαστική αλλαγή που επέβαλε ήτανε στην οργάνωση της διακυβέρνησης. Μέχρι την εποχή του, η εξουσία μοιραζόταν ανάμεσα στους άντρες που ισχυρίζονταν ότι είχαν αδελφικούς δεσμούς. Αυτός όμως άλλαξε την εικόνα των αδελφοποιτών στην εξουσία και την αντικατέστησε με την εικόνα ενός ζευγαριού. Με αυτό τον τρόπο οι γυναίκες αναλαμβάνανε τη πολιτική εξουσία και τη διακυβέρνηση των φυλών ή των οίκων κι οι άντρες ήταν ελεύθεροι να πάνε στον πόλεμο και να καταταγούνε στον στρατό του Τζίνγκις Χαν.
Όταν πάντρεψε τις κόρες του φρόντισε να κάνει και κάποιες άλλες αλλαγές για να εξασφαλίσει τη δυναστεία του. Οι κόρες του ονομάζονταν αυτόματα μπέκι, δηλαδή πριγκήπισσες, αλλά οι γαμπροί του δεν ονομάζονταν πρίγκηπες. Παίρνανε τον τίτλο του γκουρεγκέν, δηλαδή του συζύγου της πριγκήπισσας, που ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός κι αξιοζήλευτος τίτλος αλλά δεν ήταν ισάξιός της. Οι γκουρεγκέν καταλάμβαναν αξιοζήλευτη θέση στη προσωπική φρουρά του κι απολαμβάνανε στάτους κι εξουσία, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουνε μπροστά στην μάχη, δίπλα στον ίδιο τον στρατηλάτη και να προστατεύουνε τα σύνορα της αυτοκρατορίας που δεχότανε συνεχώς επιθέσεις. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως οι γκουρεγκέν δεν επιβιώνανε και πολύ και πρακτικά δεν είχανε μεγάλες ελπίδες ν’ αναρριχηθούνε στην ιεραρχία. Αυτό εξουδετέρωνε τους γαμπρούς του κι εξασφάλιζε την εξουσία στις κόρες του. Αντίθετα με τους γαμπρούς του, οι νύφες του βρίσκονταν σε πολύ καλλίτερη μοίρα. Μόλις παντρεύονταν κάποιον από τους γιους του στρατηλάτη αποκτούσαν αυτόματα τον τίτλο μπέκι ή ονομάζονταν χατούν, δηλαδή βασίλισσες. Αν κι αυτές οι νύφες-χατούν ζούσανε μακριυά από τη φυλή της οικογένειάς τους λειτουργούσανε σα πρέσβειρες γι’ αυτή και θεωρούνταν κανονικές βασίλισσες στην αυλή του Τζίνγκις Χαν. Στη διάρκεια της ζωής του η ισχύς κι η εξουσία αυτών των βασιλισσών θα αύξανε όλο και περισσότερο και μάλιστα μετά το θάνατό του θα φτάνανε στο σημείο ακόμα και να διεκδικήσουνε την αυτοκρατορία του.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτό το εκτεταμένο οπλοστάσιο που λεγόταν κόρες και νύφες, κατάφερε μέσω μίας σειράς στρατηγικών γάμων να τοποθετήσει τις γυναίκες της οικογένειάς του σε σημαντικές θέσεις εξουσίας που έλεγχαν το Δρόμο Του Μεταξιού κι άλλα καίρια σημεία. Αυτά τα στρατηγικά σημεία διατηρούσαν τον έλεγχο και την εποπτεία των γύρω περιοχών και σε περιόδους στρατιωτικών επιχειρήσεων λειτουργούσαν ως βάσεις ανεφοδιασμού και πληροφοριακοί κόμβοι. Ταυτόχρονα αυτές οι χατούν, που ήταν εκπαιδευμένες από νεαρή ηλικία να διοικήσουνε με διπλωματία και στρατηγική, αποτελούσανε τα κομβικά σημεία ενός πολύπλοκου εμπορικού, οικονομικού και πολιτισμικού δικτύου που φρόντιζε να δημιουργεί, όχι εχθρούς, αλλά εμπορικούς συνεργάτες με αμοιβαίο συμφέρον. Υπό την ηγεσία αυτών των χατούν ο δρόμος του μεταξιού αναπτύχθηκε και τα καραβάνια μεγαλώσανε σε μέγεθος και πλούτο καθώς το εμπόριο μπορούσε πια να λειτουργήσει κάτω από συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας. Αυτή η εποχή ευημερίας και σταθερότητας έχει ονομαστεί από τους σύγχρονους ερευνητές Pax Mongolica (βλ. παρακάτω σχετικά).
Ο Τζίνγκις Χαν έδειχνε συχνά την εύνοιά του, το σεβασμό και τη προτίμησή του στις γυναίκες γύρω του και φρόντιζε να τις κρατά ευτυχισμένες ενώ κείνες τον περιποιούνταν και τον εμψυχώνανε. Χαρακτηριστικά της αγάπης του γι’ αυτές είναι τα λόγια του που καταγράφονται στη Μυστική Ιστορία Των Μογγόλων:
“Οι γυναίκες μου, οι νύφες μου κι οι κόρες μου είναι τόσο φλογερές και λαμπερές όπως η φωτιά. Μοναδικός σκοπός μου είναι να τους γλυκαίνω το στόμα κάνοντάς του τα χατήρια, να τις ντύνω με ρούχα γεμάτα χρυσάφια, να τις ανεβάζω σε άτια γρήγορα σαν τον άνεμο, να τους δίνω να πιούνε γλυκό, καθάριο νερό, να δίνω καταπράσινα βοσκοτόπια στα κοπάδια τους και ν’ απομακρύνω όλα τα αγκάθια και τα χαλίκια απ’ το δρόμο τους και να καθαρίζω τα βοσκοτόπια τους από τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια“.
Η υπογραφή του
Παρενθετικά: Οι κλιματικές συνθήκες και μεταβολές ανέκαθεν διαδραματίζανε κάποιο ρόλο στην άνθηση και στη πτώση πολιτισμών κι η αυτοκρατορία του Τζίνγκις Χαν στη Μογγολία δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Όπως αποκαλύπτουνε τα αποτελέσματα νέας μελέτης που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, η αυξημένη βροχόπτωση σε συνδυασμό με τις ήπιες θερμοκρασίες που επικρατούσανε στη Κ. Ασία στις αρχές του 13ου αι. συμβάλανε στη κυριαρχία του μογγόλου στρατηλάτη. Ιστορικοί υπέθεταν εδώ και πολλά χρόνια πως η επέκταση της αυτοκρατορίας είχε κάποια σχέση με το κλίμα, καθώς η ξηρασία οδήγησε τον Τζίνγκις Χαν και τους άντρες του να εγκαταλείψουνε τη βάση τους σε αναζήτηση καλλίτερης γης. Η νέα έρευνα ωστόσο, έδειξε ότι το τοπικό κλίμα μόνο ξηρό δεν ήτανε, καθώς όταν άρχισε η αιματηρή εκστρατεία, ήτανε το υγρότερο των τελευταίων 1.100 ετών. Αναλύοντας δακτυλίους δέντρων από τους τελευταίους 11 αιώνες, οι ερευνητές είδανε πως ο Τζίνγκις Χαν ανήλθε στην εξουσία σ’ εποχές ξηρασίας και κατόρθωσε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στην Ασία εκμεταλλευόμενος μιαν ασυνήθιστη περίοδο καλοκαιρίας. Συγκεκριμένα, της ανόδου του προηγήθηκε μια περίοδος σφοδρής ξηρασίας, μεταξύ 1180=90, ενώ από το 1211 ως το 1225, καθώς καταλάμβανε όλο και περισσότερα εδάφη, οι συνθήκες ήτανε βροχερές κι οι θερμοκρασίες ήπιες.
“Η μετάβαση από την ακραία ξηρασία στην ακραία υγρασία κείνη την εποχή δείχνει ότι το κλίμα έπαιζε ρόλο στα ανθρώπινα συμβάντα“, εξηγεί σε γραπτή ανακοίνωση η Έιμι Χέσλ, ειδικός στην ανάλυση δακτυλίων από το πανεπιστήμιο της Δυτικής Βιρτζίνια. “Δεν ήταν ο μόνος παράγοντας, όμως σίγουρα δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε ένας χαρισματικός ηγέτης να βγει από το χάος, να φτιάξει ένα στρατό και να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του“. Ο Τζίνγκις Χαν γεννήθηκε γύρω στο 1160 μ.Χ., γιος του ηγέτη μιας από τις αυτόνομες φυλές της Μογγολίας. Ο ίδιος τις ενοποίησε, σφαγιάζοντας όμως όσους τόλμησαν να του αντισταθούν. Μέχρι το θάνατό του, το 1227, είχε δημιουργήσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία στην ιστορία, που περιλάμβανε το μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής Ρωσίας, της Κίνας, της Κορέας, της Ινδίας, της Περσίας, της Μ. Ανατολής και της Α. Ευρώπης.
Θάνατος & Ταφή
Τον Αύγουστο του 1227 ο Τζίνγκις Χαν σε ηλικία 66 ετών έφυγε για τη τελευταία του εκστρατεία με σκοπό να υποτάξει το βασίλειο του Τανγκούτ. Όπως συνήθιζε πήρε μαζί του μία από τις συζύγους του, την Γεσούι Χατούν που ήτανε γνωστή για την ευφυΐα της και τη μόρφωσή της. Τραυματίστηκεν όμως στη μάχη κι έπεσε από το άλογό του, αλλά παρά το γεγονός ότι ήτανε τραυματισμένος, άρρωστος και δεν μπορούσε να διοικήσει το στράτευμά του, αρνήθηκε να φύγει κι έβαλε τη Γεσούι να διοικεί αντί για κείνον. Τα τραύματά του, όμως, ήτανε πολύ βαριά κι η παραμονή του στο πεδίο της μάχης χωρίς σωστή ιατρική φροντίδα οδήγησε σε σοβαρή μόλυνση με αποτέλεσμα, λίγες ώρες μόλις μετά τη κατάκτηση του Τανγκούτ, ο στρατηλάτης να πεθάνει, στις 18 Αυγούστου 1227.
Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να ταφεί σε μέρος που θα παρέμενε μυστικό και θα συνδύαζε τις αρσενικές και τις θηλυκές δυνάμεις. Λέγεται πως από πριν είχε φροντίσει να στηθεί ο τύμβος κι ύστερα σκότωσε όλους όσους ήξεραν την ακριβή τοποθεσία/ Επίσης, είχε δώσει σαφείς οδηγίες σε 4 έμπιστούς του, να μεταφέρουνε τη σορό, να τη θάψουνε μαζί με το σπαθί του κι ύστερα να αυτοκτονήσουν. Λέγεται επίσης πως περί τα 2000 άτομα θανατώθηκαν για να κρατηθεί το μυστικό: εκείνοι που στήσανε τον τάφο, οι έμπιστοι κι όλοι όσοι ανακατεύτήκανε με αυτό το θέμα και ξέρανε κάτι. Τέλος, με αυτό το μυστικό στήθηκε κι ένας μύθος που λέει πως όταν βρεθεί ο τάφος του Τζίνγκις Χαν και το Σπαθί του, θα ξεικινήσει ο Ιερός Πόλεμος (jihad). Aυτά βέβαια είναι πιότερο μύθοι, αναμεμιγμένοι ωστόσο με αλήθειες, έτσι ώστε να γίνονται πιστευτοί. Πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί ο τάφος του, λέγεται ότι βρίσκεται στους πρόποδες κάποιου βουνού αλλά είναι αδύνατον να βρεθεί γιατί έχει εκτραπεί κάποιος ποταμός για να περνά από πάνω του.
Μετά το θάνατό του άφησε το μεγαλύτερο κομμάτι της αυτοκρατορίας στις κόρες και τις νύφες του, ενώ μοίρασε το κεντρικό κομμάτι των εδαφών που είχε κατακτήσει στους 4 γιους του με σκοπό να αφήσει τα πολυτάραχα σύνορα στη διακυβέρνηση των γυναικών της οικογένειάς του. Κεντρική στη διοίκηση της αυτοκρατορίας άφησε τη σύζυγό του, Τορεγκέν Χατούν, με σκοπό να επιβλέπει τις έριδες που είχανε ξεσπάσει ανάμεσα στους γιους του. Το 1229, 2 χρόνια μετά το θάνατό του, κλήθηκε για άλλη μια φορά τη κουρουλτάι κι ανακηρύχθηκε Χαν σχεδόν ομόφωνα ο 3ος γιος του, Ογκοντέι. Αν κι η παράδοση ήθελε τον πρωτότοκο γιο να κληρονομεί την εξουσία, το κληρονομικό δικαίωμα του μεγαλύτερου γιου, του Τζόσι, βρισκόταν υπό αμφισβήτηση καθώς υπήρχαν αμφιβολίες για το ποιος ήταν ο πατέρας του πραγματικά. Ο 2ος γιος, ο Τσαγκατάι, θεωρούνταν ακατάλληλος για τη θέση γιατί ήταν ασταθής, βίαιος και τζογαδόρος. Ο μικρότερος γιος, ο Τολούι, αποκλειόταν αυτόματα λόγω διαδοχικής σειράς. Έτσι διάδοχός του ορίστηκε ο Ογκοντέι Χαν που θεωρούνταν πιο ήπιος, εν μέρει και λόγω της αγάπης του για το ποτό που τον έκανε ράθυμο κι αδιάφορο.
Ζότσι, ένας από τους γιους του Τζίνγκις Χαν
Παρά τη μέτρια ηγεσία του Ογκοντέι, η Μογγολική Αυτοκρατορία συνέχισε ν’ αυξάνει σε μέγεθος καθώς οι προσεκτικά επιλεγμένοι στρατηγοί του Τζίνγκις Χαν εξακολουθούσαν να διοικούνε τον στρατό και προσάρτησε τη Ρωσία, τη Κορέα και τον Καύκασο, ενώ κέρδισε και σημαντικά κινέζικα εδάφη. Η Αυτοκρατορία των Μογγόλων δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ της σε όρους εδαφικών κατακτήσεων και μέσα στις επόμενες 10ετίες θα συνέχιζε να επεκτείνεται, αλλά στη πραγματικότητα είχεν ήδη ξεκινήσει η παρακμή της από το εσωτερικό, καθώς ξέσπασε ένας πολιτικός και συχνά στρατιωτικός, πόλεμος ανάμεσα στους γιους, τις κόρες και τις νύφες του Τζίνγκις Χαν με τρόπαιο την εξουσία και την επιρροή. Όλη αυτή η εσωτερική διαμάχη, οι δολοπλοκίες κι η πάλη για την εξουσία οδηγήσανε τελικά την αυτοκρατορία στη κατάρρευση και μέχρι το 1368 οι Μογγόλοι είχανε χάσει τα εδάφη που είχανε κερδίσει κι είχαν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη τους όπου άρχισαν ν’ αναλώνονται σε τοπικές διαμάχες και λεηλασίες.
Η κληρονομιά του Τζίνγκις Χαν ήτανε κάτι πολύ περισσότερο από μία τεράστια εδαφική κυριαρχία. Ο τρόπος διακυβέρνησής του, η φιλοσοφία του κι η στάση του απέναντι στις γυναίκες έμειναν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των Μογγόλων μέχρι σήμερα, αλλ’ αφήσανε και το στίγμα τους σ’ όλους τους πολιτισμούς με τους οποίους ήρθανε σ’ επαφή. Τα διάφορα χανάτα που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατό του επηρεάσανε πολιτισμικά τη Κίνα, τη Ρωσία, ακόμα και την Ευρώπη. Η άνθηση του εμπορίου μέσω του δρόμου του μεταξιού επέτρεψε τη δημιουργία ενός… δρόμου ταχείας κυκλοφορίας όχι μόνο για τα εμπορεύματα αλλά και για τις ιδέες και τον πολιτισμό. Εκείνη την εποχή οι φραγκισκανοί μοναχοί είχαν αρχίσει μία σειρά εκστρατειών προς την ανατολή που έφτανε μέχρι τη Κίνα με σκοπό των προσηλυτισμό. Τα ταξίδια τους αναπόφευκτα τους έφερναν σ’ επαφή με τους Μογγόλους και συγκεκριμένα με τον Τζίνγκις Χαν και τους απογόνους του. Μέσω αυτών των θρησκευτικών αποστολών, του δρόμου του μεταξιού και των πολυάριθμων εμπόρων που ταξιδεύανε σ’ αυτές τις περιοχές, πολλές από τις συνήθειες και τις ιδέες των Μογγόλων ταξιδέψανε μέχρι την Ευρώπη όπου βρήκανε γόνιμο έδαφος, διατηρηθήκανε κι εξελιχθήκανε με τρόπους που σήμερα θεωρούμε εντελώς ευρωπαϊκούς και δυσκολευόμαστε ν’ αναγνωρίσουμε τη μογγολική προέλευσή τους.
Το 1ο πράγμα όπως ήτανε φυσικό, που ταξίδεψε μέχρι την Ευρώπη ήταν η μόδα και τα είδη πολυτελείας. Μετά ήταν η τέχνη κι η επιστήμη και σταδιακά οι τρόποι διακυβέρνησης. Ο 13ος & 14ος αι. στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκε από μία προτίμηση σε οτιδήποτε μογγολικό. Οι πλούσιοι φορούσανε μεταξωτά ρούχα κεντημένα με μογγολικά σύμβολα κι οι κυρίες φορούσανε καπέλα που ήτανε παραλλαγή των εντυπωσιακών καπέλων που φορούσαν οι Χατούν. Καλλιτέχνες όπως ο Τζιότο κι οι μαθητές του άρχισαν να ζωγραφίζουνε παραδοσιακά ευρωπαϊκά θέματα, όπως η Παρθένος Μαρία, οι άγιοι και διάφοροι ιερωμένοι αλλά στις ζωγραφιές τους συμπεριλάμβαναν και μογγολικά γράμματα, σύμβολα, επιγραφές, ακόμα και φορεσιές. Προφανώς η μογγολική γραφή ”Φαγκς-πα” που καθιέρωσε ο Τζίνγκις Χαν έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους που εξέταζαν με μεγάλο ενδιαφέρον τα χαρτονομίσματα που έφερε από τα ταξίδια του ο Μάρκο Πόλο καθώς και τα ταξιδιωτικά έγγραφα που του είχαν εκδώσει οι μογγολικές αρχές.
Pax Mongolica
Η λεγόμενη Pax Mongolica (Μογγολική Ειρήνη) που είναι λιγώτερο γνωστή κι ως Pax Tatarica (Ταταρική Ειρήνη) είναι ένας ιστορικός όρος που δημιουργήθηκε από σύγχρονους ιστορικούς, σε αναλογία με την Pax Romana (Ρωμαϊκή Ειρήνη), που περιγράφει μιαν εποχή σχετικής ειρήνης κι ευημερίας στην Ευρασία κατά τον 13ο και 14ο αι. που προέκυψε μετά από την ίδρυση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας από τον Τζίνγκις Χαν. Η Μογγολική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από την ΝΑ Ασία μέχρι την Α Ευρώπη και συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση μέσω του δρόμου του μεταξιού. Τα μογγολικά χανάτα που είχανε τον έλεγχο των εμπορικών περιοχών είχανε φροντίσει να δημιουργήσουνε την απαραίτητη ασφάλεια και σταθερότητα για την ευημερία του εμπορίου. Χαρακτηριστικά λεγόταν ότι κείνη την εποχή “μία κοπέλα που φορούσε χρυσό κόσμημα στα μαλλιά της μπορούσε να ταξιδέψει με ασφάλεια“. Το τέλος της Pax Mongolica θεωρείται ότι έφτασε στα μέσα του 14ου αι. με τη κατάρρευση των χανάτων και το ξέσπασμα της βουβωνικής πανώλης που μέσω των εμπορικών οδών εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλον τον γνωστό τότε κόσμο.
Ως αρχή της Pax Mongolica θεωρείται η ίδρυση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας τον 13ο αι. από τον Τζίνγκις Χαν που μέσω των στρατιωτικών κατακτήσεων κατάφερε να ενώσει τις μογγολικές φυλές. Το ιδιαίτερο σύστημά του, που συνδύαζε τη στρατιωτική επιβολή και τη τρομοκρατία με τη θρησκευτική και πολιτισμική ανοχή κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες σταθερότητας κι ευημερίας πρωτόγνωρες για τη περιοχή. Οι εδαφικές κατακτήσεις παρείχαν νέους στρατιώτες για τον στρατό του, νέο εργατικό δυναμικό για τη πολιτική του δομή, νέες πηγές εισοδήματος από φορολογία αλλά και νέες ιδέες, εφευρέσεις και μία συνεχώς διευρυνόμενη δεξαμενή ταλέντων. Αυτό το γεγονός μετέτρεψε τη Μογγολική Αυτοκρατορία από μία απλή εδαφική κυριαρχία στο πιο προηγμένο τεχνολογικά κι οικονομικά κράτος της εποχής του.
Στην ακμή της η Μογγολική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από τη Κίνα μέχρι την Ουγγαρία κι απ’ τη Ρωσία μέχρι το Θιβέτ. Αυτό σήμαινε ότι τεράστιο κομμάτι της ευρασιατικής ηπείρου βρισκόταν υπό τον έλεγχο μίας πολιτικής οντότητας. Σαν αποτέλεσμα οι εμπορικοί οδοί ήταν εξαιρετικά ασφαλείς, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και την οικονομική ευημερία. Με αυτό τον τρόπο η Pax Mongolica επηρέασε πολλούς πολιτισμούς τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη. Ο δρόμος του μεταξιού συνέδεε εμπορικά την Ασία με την Ευρώπη, αλλά πριν από τη κυριαρχία των Μογγόλων ήταν εξαιρετικά επισφαλής και επικίνδυνος καθώς περνούσε από περιοχές που χαρακτηρίζονταν από συγκρούσεις, ανταγωνισμούς και πολεμικές συρράξεις. Η Μογγολική Αυτοκρατορία εξαφάνισε τις συγκρούσεις, επέκτεινε το εμπορικό δίκτυο και δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για τους εμπόρους και τους ταξιδευτές του 13ου και του 14ου αι.. Ήτανε στην διάρκεια της Pax Mongolica που ταξιδευτές από την Ευρώπη όπως ο Μάρκο Πόλο κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τη Κίνα. Η Ευρώπη κι η Ασία άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν εμπορεύματα όπως το μετάξι, τα μπαχαρικά, πυρίτιδα, σιτηρά και πολύτιμους λίθους και μαζί μ’ αυτά άρχισαν να ανταλλάσσουνε κι ιδέες, συνήθειες, τεχνολογία, μόδα και φιλοσοφικές απόψεις. Οι χώρες που συμμετείχανε σε αυτό το εμπόριο κείνη την εποχή αυξήσανε σημαντικά το ΑΕΠ τους.
Η Μογγολία βρισκότανε στο κέντρο της ασιατικής ηπείρου κι αυτό της επέτρεψε να παίξει κεντρικό ρόλο στον έλεγχο και την ανάπτυξη του εμπορικού δικτύου. Κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού οι Μογγόλοι φτιάξανε φυλάκια για τη προστασία των καραβανιών. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να φυτέψουνε δέντρα κατά μήκος της διαδρομής ώστε να γίνει πιο εύκολο το ταξίδι των εμπόρων κι όπου δεν μπορούσε να φυτρώσει δέντρο σημαδέψανε τη διαδρομή με πέτρινα σύμβολα. Ο μογγολικός νόμος που ονομαζόταν γιάσα καθόριζε αυστηρούς κανόνες και τιμωρίες για τα ζητήματα που αφορούσανε στο εμπόριο. Η ζωοκλοπή, το λαθρεμπόριο κι η αγοραπωλησία γυναικών απαγορευόταν αυστηρά κι οι διπλωματικές αποστολές έχαιραν ασυλίας και προστασίας. Προστατευόταν η ανεξιθρησκεία κι οι ιερείς εξαιρούνταν απ’ τη φορολογία όπως κι οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι νεκροθάφτες, οι δάσκαλοι κι οι λόγιοι. Η γιάσα επίσης φρόντιζε να λαμβάνει υπόψιν της τα νομικά συστήματα των διάφορων λαών έτσι ώστε να μη δημιουργεί άχρηστες συγκρούσεις που μπορούσαν να αποφευχθούν. Η νομοθεσία επιβάλλονταν από επιμέρους τοπικά κέντρα με σύστημα κρατικών υπαλλήλων κι αστυνομικών που μπορούσε να κάνει συλλήψεις και να επιβάλλει πρόστιμα. Αυτός ο επιμερισμός της εξουσίας επέτρεπε τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας που ήταν υπερβολικά αχανής και πολυπολιτισμική για να ελεγχθεί με άλλον τρόπο.
Οι Μογγόλοι δημιούργησαν ένα σύστημα επικοινωνίας σε όλη την αυτοκρατορία τους δημιουργώντας ταχυδρομικούς σταθμούς κάθε 40-50 χιλιόμετρα, απόσταση που αντιστοιχούσε περίπου στο ταξίδι μίας ημέρας με άλογο. Σε αυτούς τους σταθμούς οι ταξιδιώτες κι οι ταχυδρόμοι μπορούσαν να ξεκουραστούν, να περάσουνε την νύχτα με ασφάλεια και να αλλάξουνε τ’ άλογά τους με πιο ξεκούραστα. Αυτό το σύστημα ονομάστηκε γιαμ κι επέτρεπε την εύκολη, γρήγορη κι ασφαλή μεταφορά μηνυμάτων εξασφαλίζοντας έτσι τη πολιτική κι οικονομική σταθερότητα της περιοχής. Μέχρι τον 15ο αι. η Pax Mongolica είχε φτάσει στο τέλος της και το εμπόριο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση περιορίστηκε και σε ορισμένες περιπτώσεις διακόπηκε. Οι λόγοι της παρακμής της μογγολικής ειρήνης είναι πολλοί και σχετίζονται με πολιτικές εξελίξεις, πολεμικές συρράξεις αλλά και θεομηνίες.
Ο Τζίνγκις Χαν είχε φροντίσει να επιβάλλει κοινωνική και θρησκευτική ανοχή γνωρίζοντας ότι μόνον έτσι μπορούσε να διατηρήσει ενωμένο έν αληθινά πολυπολιτισμικό κράτος όπως ήταν η Μογγολική Αυτοκρατορία του 14ου αι., αλλά αυτό δεν ήταν εξίσου προφανές και για τους διαδόχους του. Στη Ρωσία το χανάτο της Χρυσής Ορδής που είχεν ιδρύσει ο απόγονος του Τζίνγκις Χαν, ο Μπατού Χαν, μετά από έναν αιώνα ακμής είχεν αρχίσει να καταρρέει καθώς είχε αρχίσει να δείχνει όλο κι αυξανόμενη εχθρότητα απέναντι στις τοπικές θρησκείες. Οι Μογγόλοι Ρους είχαν αρχίσει να στρέφονται προς το Ισλάμ για πολιτικούς λόγους κι οι διάφοροι πρίγκηπες άρχισαν να ερίζουνε και να καταστρέφουνε το δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ τους. Έτσι η διαίρεση της Χρυσής Ορδής δεν άργησε να έρθει. Μέχρι το 1466 είχε κατακερματιστεί εντελώς και την εξουσία είχανε καταλάβει πολυάριθμα μικρότερα χανάτα που ήτανε κυρίως τουρκόφωνα.
Στη Κίνα οι απόγονοι του Κουμπιλάι Χαν άρχισαν να παραπονιούνται ότι οι Μογγόλοι της περιοχής είχανε γίνει πολύ… Κινέζοι, με αποτέλεσμα οι αυτοκράτορες της δυναστείας Γουάν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τους υπηκόους τους προσπαθώντας να τονίσουνε τη διαφορετική τους καταγωγή και να αποποιηθούνε τη κινέζικη κουλτούρα. Όπως και στη περίπτωση της Χρυσής Ορδής, η ολοένα κι αυξανόμενη εχθρότητα προς τη τοπική κουλτούρα και θρησκεία οδήγησε στη καταστροφή. Οι Κινέζοι άρχισαν να φοβούνται τους άρχοντες που πια τους θεωρούσανε ξένους κι εχθρικούς κι άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι πρόκειται να μαζέψουνε τα παιδιά των Κινέζων και να τα σκοτώσουν ή να κάνουν μαγικές σεξουαλικές τελετές επάνω τους. Ο φόβος που άρχισε να φουντώνει επικίνδυνα τελικά οδήγησε στην εκδίωξη των Μογγόλων αρχόντων από τη Κίνα και την απομόνωση της τελευταίας από το υπόλοιπο εμπορικό δίκτυο.
Το μεγάλο ξέσπασμα της επιδημίας βουβωνικής πανώλης που έπληξε την Ευρώπη τον 14ο αιώνα θεωρείται ότι προήλθε μέσω των εμπορικών οδών από την επιδημία που είχε ξεσπάσει στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας . Οι καινοτομίες κι οι μεταρρυθμίσεις των Μογγόλων δεν ευνοούσαν μόνο τη διακίνηση εμπορευμάτων κι ιδεών αλλά προφανώς και τη διακίνηση ασθενειών. Ο ιστορικός Γουίλιαμ Μακνίλ έγραψε: “η πανούκλα μεταφέρθηκε στους Μογγόλους στρατιώτες που εισέβαλαν στα κινέζικα και βουρμανέζικα σύνορα στα Ιμαλάϊα το 1252 από τα τρωκτικά της περιοχής. Έπειτα οι στρατιώτες εξάπλωσανε τη μόλυνση προς τη Δύση μέσω της μετακίνησής τους στο δρόμο του μεταξιού. Μολυσμένοι ψύλλοι που βρίσκονταν στη χαίτη των αλόγων, στο τρίχωμα των καμηλών ή σε αρουραίους που κρύβονταν στα εμπορεύματα μετέφεραν τον ιό σ’ όλο και περισσότερες περιοχές. Εκτιμάται πως η πανώλη τότε σκότωσε το 1/3ο του πληθυσμού της Κίνας και το 25 με 50% του πληθυσμού της Ευρώπης“.
Αυτή η δημογραφική αποδυνάμωση των Μογγόλων σήμαινε ότι δεν μπορούσαν πλέον να επιβάλλουνε τον έλεγχό τους στις αχανείς εκτάσεις της αυτοκρατορίας τους, που άρχισε να σπαράσσεται από εξεγέρσεις κι αιματοχυσίες λόγω του πανικού που προκάλεσε η ασθένεια. Έτσι έφτασε στο τέλος της η Pax Mongolica. Μετά τη κατάρρευσή της, η Κίνα άρχισε να γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής και μέσα στους επόμενους 3 αιώνες θα αποκόπτονταν από το εμπόριο και τον υπόλοιπο πολιτισμό καθώς η δυναστεία των Μινγκ θα απαγόρευε το εμπόριο, θα εκδίωκε τις εμπορικές αποστολές και θα απαγόρευε να ομιλείται εντός των συνόρων της Κίνας οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πέρα από τα κινέζικα. Η κινέζικη κοινωνία οπισθοδρόμησε προς τις συντηρητικές και περιοριστικές αξίες του κομφουκιανισμού κι επήλθε πολιτισμικός μαρασμός, αλλά κανείς δεν ήτανε διατεθειμένος να αναγνωρίσει τη πραγματική αιτία της κατάστασης αυτής. Οι Κινέζοι άρχισαν να αποδίδουν την οπισθοδρόμηση στους πολέμους, τις επιδημίες και τις τοπικές εξεγέρσεις που ξεσπούσαν. Η Κίνα έχασε την θέση της ως παγκόσμια εμπορική δύναμη και το εμπόριο κι η πολιτισμική και διπλωματική επικοινωνία της Δύσης με την Ανατολή περιορίστηκε και σε πολλές περιπτώσεις σταμάτησε εντελώς.
ΕΠΊΛΟΓΟΣ & ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ
Κλείνοντας αυτό το συναρπαστικό και… μακρυνό ταξιδι, πίσω στο χρόνο αλλά και σε μεγάλο μήκος, θέλω να δικαιολογήσω μερικά πράγματα για το άρθρο αυτό -αλλά και για τα πριν κι υποθέτω και για τα μελλοντικά- και να προσθέσω τη γνώμη μου σαν ένα γενικό συμπέρασμα. Καταρχήν να δηλώσω άλλη μια φορά, πως το άρθρο αυτό, κατά ένα τεράστιο ποσοστό, δεν το έγραψα εγώ μόνο. Η Ελένη Παππά έκανε όλη τη … βρώμικη δουλειά. Εγώ απλά το έστησα και το έχτισα με το σκεπτικό στο να φανεί σαν ένα κέντημα, όπου στο κέντρο του καμβά του, να βρίσκεται το περιγραφόμενο κορίτσι του κόσμου και κυκλοδίωκτα -που έγραψε κι ο Κάλβος- να ξανοίγουνε στιβάδες, όπου θα φαίνεται το τί κάνανε τα πρόσωπα του στενού της κύκλου και προς τα έξω, μέχρι την εξωτάτη του στιβάδα τα αμέσως επόμενα και στη τελευταία να φαινεται ο γενικός αντίκτυπος όλων των προηγουμένων. Αυτό προσπάθησα, -δεν ξέρω αν το πέτυχα πλήρως ή πόσο- γιατί η Γυναίκα που περιγράφηκε σε τούτο, εκρίθη από μένα σαν εξαιρετική, όπως κι άλλες των πριν άρθρων. Η λογική λέει πως αν η Χοελούν δεν είχε καταφέρει να θρέψει αλλά και ν’ αναθρέψει 9 άτομα, τίποτε απ’ όλα τούτα δεν θα ‘χε γίνει. Η Ιστορία θα ‘χε διαφορετική τροπή και ποιός ξέρει πως θα ‘χε καλυφθεί το δημιουργηθέν κενό. Έπαιξε βέβαια ρόλο κι η τύχη, -πάντα παίζει- αλλά όπως λένε, η τύχη βοηθά τους τολμηρούς.
Δυστυχώς δεν υπήρχανε πολλά στοιχεία. Όσα βρήκαμε, τα χρησιμοποιήσαμε. Οι πηγές πολλές, αλληλοκαλυπτόμενες κι εδώ θέλω να τονίσω μια συνήθειά μου, να μην αφαιρώ πάντα τις αλληλοκαλύψεις. Ο λόγος είναι πως διαβάζοντας ένα τόσο μεγάλο άρθρο, ξεχνάς στη πορεία, μπερδεύεσαι στην ανάγνωση κι επανάληψη μήτηρ πάσης παγιώσεως των άρτι κτηθεισών γνώσεων. Δε βρήκαμε πολλά στοιχεία λοιπόν μα “είδαμε” μαζί όλο το “έργο” της παρουσίας και της δράσης της καθώς και τον αντίκτυπό του. Η Χοελούν, κατά τη γνώμη μου, είναι ίσως η κορυφαία ή έστω από τις κορυφαίες Γυναίκες μου Του Κόσμου, -τηρουμένων όλων μα όλων των αναλογιών. Και δεν είναι μόνο πως ανάστησε τόσα άτομα σε μιαν έρημη στέππα, ή που γέννησε τον Τεμουτζίν, είναι πως τον έκανε να “δει” την αξία των γυναικών και να θεσπίσει πρωτοπορου; νόμους για κείνες, -ίσως ο πρώτος μετά Χριστόν που έδωσε στις γυναίκες, σεβασμό, ισότητα, αξιώματα, τιμή κι αγάπη. Αν δείτε ξανά, με ένα γοργό πέρασμα, τα λόγια και τους νόμους που ‘χω τονίσει και χρωματίσει με κόκκινο, θα θυμηθείτε τι λέω τώρα.
Κλείνω αυτό το άρθρο με μια παράκληση, αν έχει κάποια/ος ή βρει κι άλλα στοιχεία για τη Χοελούν ας μου πει και θα τα προσθέσω μνημονεύοντάς τη/τον και με την ευχή να το απολαύσετε και να μη το φοβηθείτε που είναι μεγάλο. Τέλος, η πρόταση για τα μουσικά διαλείμματα ενδιάμεσα είναι καλή. Δοκιμάστε να διαβάζετε με χαμηλή μουσική υπόκρουση.
Τ Ε Λ Ο Σ