
Πρόλογος
Αισίως φτάσαμε στο 13ο χρόνο ζωής των Γυναικών Του Κόσμου, στο 18ο άρθρο της -τελικά- λατρεμμένης αυτής σειράς και σας ομολογώ, πως όταν τη ξεκινούσα με τη Σαλομέ, το 2006, δε φανταζόμουνα στιγμή πως θα ‘φτανε ως εδώ. Μάλιστα περίπου στο 5ο με 6ο άρθρο και μετά, είχα σταματήσει και περίμενα εναγωνίως να βρω στοιχεία για την επόμενη -και τελευταία, όπως είχα προαποφασίσει τότε, Γυναίκα Του Κόσμου, που δεν ήταν άλλη από τη… Ζοζεφίν Μπέηκερ, που τελικά βγήκε πολύ αργότερα. Και τώρα είμαστε στα μέσα του 2019!
Τέλος πάντων να μη φλυαρώ, εδώ είμαι για να υμνήσω άλλη μια γυναίκα, ελάχιστα γνωστή στο κοινό, μια καλλιτέχνιδα της γης, μια, όπως λέω και στον τίτλο, τρυφερή κι ευαίσθητη καρδιά, αλλά και παράλληλα, με ατσάλινη θέληση και πολλές δυνάμεις.
Ξέρετε, τα μεγάλα κατορθώματα, τα μεγάλα επιτεύγματα σε τούτο τον κόσμο, μπορεί να ‘ναι πολλά αλλά και ποικίλλα. Μπορεί να βάλεις το νικητήριο γκολ στο φινάλε ενός πολύ σπουδαίου τελικού, μπορεί να κατακτήσεις με τα στρατεύματά σου ένα κάστρο άπαρτο, μπορεί να διασχίσεις ολάκερη τη γη με τα γόνατα… και τέλος πάντων, πολλά, πολλά μπορείς να κάνεις. Μερικά εξ αυτών μπορεί να μνημονεύονται στους αιώνες, μερικά μπορεί να ξεχαστούνε, μερικά μπορεί να μην έχουνε τη δημοσιότητα που θα περίμενε κανείς και μερικά σχετικά παρ’ ολίγον αφανή, μέχρι να τα εντοπίσει κάποιος και να τα βγάλει στο φως, να τ’ αναδείξει. που λένε. Ε λοιπόν ένα τέτοιο περίπου κατόρθωμα, έρχομαι να το κάνω γνωστότερο και να το σημειώσω, μιας γυναίκας, που έμεινε στην ιστορία μεν, αλλά σε πολύ κόσμο εξακολουθεί να ‘ναι άγνωστη.
Αυτή η γυναίκα, δεν έβαλε γκολ, ούτε κατέκτησε κανένα κάστρο, δεν θα μπορούσεν άλλωστε. Αυτή η γυναίκα έκαμε αυτό που μπορούσε να κάνει./ Όχι, συγγνώμη, δεν το διατύπωσα καλά. Αυτή η γυναίκα έκανε αυτό που ΔΕΝ μπορούσε (λογικά και τηρουμένων των αναλογιών) να κάνει. Γι’ αυτό και παίρνει δικαιωματικά τη θέση της σε τούτη τη σειρά των άρθρων μου. Και κλείνω τον πρόλογο αυτό λέγοντας, πως πάλι δεν έχω στοιχεία πολλά, όπως σε άλλες, αλλά πιστέψτε με: αυτά που ήδη έχω -κι υπάρχουν- είναι αρκετά για να τη περιγράψουνε.
Τέλος, έχω να δηλώσω, πως είμαι ερωτευμένος τρελλά, με όλες τις Γυναίκες μου!!!
Εισαγωγή
Ήτανε καταμεσήμερο μέσα Αυγούστου κι οι πόνοι τη πιάσανε στο λιβάδι. Σα μαθημένη από καιρό, πήγε, βρήκε μια καλή θέση στα χορτάρια και γέννησε ένα κοριτσάκι. Το αφαλόκοψε, το τύλιξε στα ρούχα της και το ‘βαλε στο βυζί. Προς το βραδάκι φώναξε τη μάγισσα της φυλής να το “διαβάσει”. Εκείνη το πήρε στα δυο της χέρια ενώ κείνο έκλαιιγε και το σήκωσε ψηλά.
-“Πώς θα τη πεις“;
-“Παπούσσα (Κούκλα)”.
Η μάγισσα έκανε τα δικά της, μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικα ξόρκια και στο τέλος απεφάνθη:
-“Βλέπω εμπόδια! Κάτι τηνε σταματάει… Δεν μπορώ να το εντοπίσω… Δεν θα ‘χει καλή τύχη!” της είπε κι έφυγε αφήνοντάς τη σκεφτική.
Έτσι ήρθε στον κόσμο Η Παπούσσα (Papusza). Ένα ακόμα τσιγγανάκι μες στ’ άλλα. Απλά κι απέριττα. Η τύχη της ήτανε προδιαγεγραμμένη, -ή μήπως όχι; Θα δούμε! Πάμε παρακάτω.
Για να μπούμε στο κλίμα
Η Gigi Thibodeau καθηγήτρια αγγλικών και δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, φωτογράφος, επίσης ποιήτρια και συγγραφέας του βιβλίου Τhe Gypsy Chronicles, γράφει: “Γεννήθηκα στο κάρρο ενός περιοδεύοντος θιάσου“, τραγούδησε η Cher για τους 45 τσιγγάνους, τους αλήτες και τους κλέφτες που έπαιζα ξανά και ξανά σα νεαρό κορίτσι στα πρώτα χρόνια της 10’ετίας του ’70. Θυμάμαι να βγαίνω από τη χορωδία με τη Cher, και να κάθομαι ανακούρκουδα στο γαλάζιο χαλί στη κρεβατοκάμαρά μου, ντυμένη με μια μπλούζα αγρότη και παντελόνι-καμπάνα, το ίδιο λεκιασμένο τσαλακωμένπ hippie garb τζην, που φορούσαν όλα τα κορίτσια της γειτονιάς. Τα βραχιόλια της μητέρας μου βροντήσανε καθησυχαστικά στους καρπούς μου, καθώς ασκούσα τις δεξιότητές μου με μια παλιά τράπουλα από τις παρτίδες πόκερ του πατέρα μου. Φαντάστηκα ότι ήμουν εξωτικό, παρατημένο τσιγγάνικο παιδί που ‘χε μείνει στο κατώφλι ενός δασκάλου οικονομολόγου μικρής πόλης και της συζύγου του, μιας πωλήτριας σούπερ μάρκετ. Για να είμαι τσιγγάνα, ήμουνα σίγουρη ότι σήμαινε την ύπαρξη κάποιου είδους ελευθερίας κι εξουσίας που υπήρχε κάπου πέρα από τους στενά περιτυλιγμένους φράχτες της πόλης της Νέας Αγγλίας, σ’ ένα μέρος έξω από το χρόνο όπου τα δάση ξυλωθήκανε και στη θέση τους οι χωματόδρομοι γινήκανε δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι και πλατείες και μαγαζιά, τριγύρω περιφράξεις και χώροι όπου οι τζογαδόροι οι τεχνίτες των τατού κι οι δημορρήτορες φέρνουνε τα εμπορεύματά τους ή τις ικανότητές τους κάτω από τρελλά στημένα τσαντήρια.
Αυτή η παλιά θύμηση των Τσιγγάνων -την οποία απέκτησα από μια χούφτα πολιτιστικών φωτογραφιών, εικόνων και παραστάσεων που ποικίλλουν όπως οι ρόλοι των παραμυθιών, οι χορευτές φλαμένκο των παλαιών βωβών ταινιών του Χόλιγουντ, ο Τσιγγάνος Ρόυς Λι και τα κοστούμια περιπέτειας στα ράφια των καταστημάτων κάθε αποκριάς -θα συνέχιζαν να γίνονται ακόμα πιο περίτεχνα στα εφηβικά μου χρόνια καθώς άρχισα να διαβάζω τέτοια κλασσικά μυθιστορήματα όπως: Jane Eyre, Emma, David Copperfield, Wuthering Heights και Dracula, όπου οι Τσιγγάνοι κι οι ταξιδιώτες ήτανε συχνά φανταστικοί χαρακτήρες που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς για να δημιουργήσουν αίσθηση ανομίας, παραβίαση της ηθικής ή σύνδεση με το υπερφυσικό. Ήτανε συνήθως ανώνυμοι, liminal figures που έρχονταν σ’ έντονη αντίθεση με τους “καλούς” πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων και πρόσθεταν ένα κομμάτι πικάντικου γοτθικού στοιχείου ακόμα και στην πιο συμβατική πλοκή. Ή στο πιο συμβατικό ποπ τραγούδι.
Στις αρχές της 10ετίας του ’80 η Cher αντικαταστάθηκε από τη Stevie Nicks, στροβιλίζοντας με διαφανή αργή κίνηση στο MTV, κλωνοποιώντας αόριστα μυστηριώδεις στίχους για τσιγγάνους και μάγισσες. Σχεδιαστές τζην ήταν δώσανε πρώτη φορά έν εμπορικό όνομα Gitano, ο ισπανικός όρος για τον τσιγγάνο. Κι όταν έφτασα στο κολλέγιο στα τέλη των ’80, κάπνιζα πακέτα γαλλικών Gitanes με τους φίλους μου στα μπαρ. Οι εικόνες των Τσιγγάνων γκρεμιστήκανε κι ήμουν μαγεμένη. Έκανα τα μαλλιά μου σε πλεξούδες, κρεμούσα μεγάλους ασημένιους κρίκους στα αυτιά μου και ντυμένη με μακρυές φούστες πλισσέ που ανεμίζαν όταν περπατούσα. Στο πιο συμβατικό ποπ τραγούδι, στις αρχές των ’80, η Cher δεν γνώρισε ποτέ ένα Τσιγγάνο, δεν είχε ξαναδιαβάσει για τη τσιγγάνικη ζωή και δεν γνώριζε τίποτα για τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές πραγματικότητες των περίπου 12 εκατομμυρίων τσιγγάνων που ζούσανε στη διασπορά σ’ όλο τον κόσμο. Ήμουν τυχερή που από τη στιγμή που άρχισα να διαβάζω για τους Τσιγγάνους στα μέσα των ’90, το διαδίκτυο κυκλοφόρησε 1η φορά ειδησεογραφικά δελτία, ιστορικές αναφορές, στοιχεία κι επιστημονική έρευνα για τους Τσιγγάνους ή τους Ρομά, – άλλο όνομα των Τσιγγάνων- σε ευρύ κοινό πέρα από τους ανθρωπολόγους, τους λαογράφους, τους γλωσσολόγους και τους ιεραποστόλους.
Την ίδια στιγμή, σημαντικές διατριβές πραγματοποιήθηκαν από διάφορους μελετητές για τους Ρομά, ένα πεδίο το οποίο εδώ και 10ετίες παρεμποδίστηκε από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων πρωταρχικό είναι ότι οι Ρομά υπάρχουνε στα περιθώρια των πολιτισμών που κατοικούν, μιλώντας και τη γλώσσα της χώρας ή της περιοχής στην οποία ζουν αλλά και τη Ρομά, μια γλώσσας με πολλές διαλέκτους που μέχρι πρόσφατα υπήρχε μόνο σε προφορική μορφή. Η μάθηση Ρομά, για μη τσιγγάνο ή γκάντζο, είναι δύσκολη, όχι μόνο λόγω των διαλέκτων και της έλλειψης γραπτών κειμένων, αλλά επειδή κι οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι προστατεύουνε στενά τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Στο πρωτοποριακό βιβλίο του 1995 Bury Me Standing: Οι τσιγγάνοι και το ταξίδι τους, η Isabel Fonseca γράφει για μια συνάντηση μ’ ένα τσιγγάνο ακτιβιστή και δάσκαλο των Ρομά. “Δεν θα μάθεις ποτέ τη γλώσσα μας“, της λέει: “Για κάθε λέξη που γράφεις στο μικρό σημειωματάριό σου, έχουμε μιαν άλλη -ένα συνώνυμο, το οποίο χρησιμοποιούμε και το οποίο δεν μπορείς ποτέ να το ξέρεις. Μπορείς να μάθεις αυτά αλλά δεν θα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις σωστά ή με ποιες αποχρώσεις και τι ακριβώς νοήματα αναλόγως, μεταφέρουν. Δεν θέλουμε να το ξέρεις. Θα ‘πρεπε να γεννήσεις μια Ρομανική διάλεκτο“.
Η Fonseca επισημαίνει πως ενώ αυτός ο άνθρωπος έχει περάσει τη ζωή του με τα στερεότυπα και το ρατσισμό που αντιμετωπίζουν οι Τσιγγάνοι, ο ίδιος βοηθά να διαιωνίζεται μία από τις παλαιότερες συκοφαντίες: ότι τα Ρομάνι δεν είναι η σωστή γλώσσα, αλλά οι κλέφτες λεξοτομούν. Παραδόξως, τα στερεότυπα κι οι όροι που συχνά οδήγησανε στο διωγμό των Τσιγγάνων, υπήρξαν επίσης η προστασία τους από την αφομοίωση στον κύριο πολιτισμό κατά τη διάρκεια των αιώνων. Πράγματι, οι παραστάσεις γκάντζο των Τσιγγάνων που με ενέπνευσαν για τόσα χρόνια είναι μεταξύ των φαντασμάτων που επέτρεψαν στους Ρομά να διατηρήσουν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας μέσα σ’ ένα κόσμο που τους πίεζε επανειλημμένα να συμμορφώνονται. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις επέτρεψαν να παραμείνουν τέτοιες εικόνες κι ορισμένες φορές βοήθησαν να ενισχυθούν.
Συμπληρωματικά θέματα είναι η απουσία μιας συνεκτικής καταγεγραμμένης ιστορίας των Ρομά. Με τη πάροδο του χρόνου, οι προφορικές ιστορίες για την προέλευση και τα ταξίδια τους έχουν αλλάξει τόσο πολύ ώστε οι περισσότεροι Τσιγγάνοι σήμερα δεν έχουν ιδέα ότι οι πρόγονοί τους προέρχονταν αρχικά από την Ινδία, απ’ όπου ξεκινήσανε περίπου το 900 τη μετανάστευσή τους στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Οι μεταναστευτικές διαδρομές των μελετώντας τη γλώσσα τους, που αποτελείται κυρίως από τα χίντι, αλλά κι από τη τουρκική, την ελληνική, την αρμενική κι από κομμάτια από διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά οι παραδοσιακές ιστορίες και τα τραγούδια των Ρομά αναφέρονται γενικά στο λατάτο ντρομ, τον μακρύ δρόμο που έχουνε ταξιδέψει κι όχι στο τόπο καταγωγής τους. Στη πραγματικότητα, η ίδια η ταυτότητα των Ρομά ταιριάζει άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή την έλλειψη τόπου ενός φιλόξενου σπιτιού, μια νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν είχανε πραγματικά.
Αυτή η νοσταλγία έγινε αισθητή κατά τη διάρκεια των τελευταίων 70 ετών, καθώς οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη βλέποντας τους Ρομά ως θεμελιώδη αιτία ευρέος φάσματος κοινωνικών δεινών έχουν εντατικοποιήσει τις εκστρατείες τους για να τερματίσουνε το νομαδικό τρόπο ζωής τους μια και καλή. Μέσα από διάφορα πογκρόμ και τη δημιουργία κατοικιών (λέγε με γκέττο), αναγκάσανε τους Τσιγγάνους να εγκατασταθούν με την ελπίδα ότι θα γίνουν νόμιμοι πολίτες. Επανειλημμένα, τέθηκε το “Τσιγγάνικο Ερώτημα”, μόνο για να απαντηθούνε, στη καλλίτερη περίπτωση, τα ανεπαρκή μέτρα σταδιακής απομόνωσης και στη χειρότερη περίπτωση, πολιτικές που καταστρέψανε τον παραδοσιακό πολιτισμό και την τέχνη των Ρομά κι άφησαν πολλές οικογένειες φτωχές κι ορφανές.
Η επιθυμία να σταματήσει η τρομοκρατία των Ρομά δεν είναι κάτι νέο. Ωστόσο, μέχρι τον 20ό αι., οι σαρωτικές αλλαγές στη τεχνολογία και τα μέσα μαζικής μεταφοράς έκαναν το Τσιγγάνιο Ερώτημα περισσότερο ζήτημα -το οποίο βρήκε τη πιο δραματικήν απάντησή του στη 10ετία του ’30, στη “τελική λύση” του Χίτλερ. Το Ολοκαύτωμα, ή το porraimos, όπως αποκαλείται από τους Ρομά και που σημαίνει καταβροχθίζω, περιλάμβανε τη δολοφονία περισσότερων από 500.000 Τσιγγάνων 1/3 και πλέον του ευρωπαϊκού τσιγγάνικου πληθυσμού κείνα τα χρόνια. Η καταβρόχθιση των Ρομά σήμαινε όχι μόνο τη γενοκτονία του λαού τους, αλλά και τη συνεχιζόμενη άρνηση του πόνου τους, τη μακρόχρονη διεθνή αμνησία που εκτείνεται σε αρκετές εκατοντάδες χρόνια από τη σκλαβιά, τη δίωξη και την εξορία αυτών των νομάδων ταξιδευτών. Ωστόσο, αν η εξορία, ο πόνος κι η λαχτάρα είναι ουσιαστικά στοιχεία του πολιτισμού των Ρομά, το ίδιο ισχύει και για την αντοχή και τη συνεκτικότητά τους. Από τις στάχτες των προκύψανε μερικές από τις πιο όμορφες κι έντονες τσιγγάνικες μουσικές κι οι στίχοι του 20ού αιώνα, όπως βλέπουμε στη μετάφραση ενός ντουέτου από τους Τσιγγάνους της Πολωνίας:
Δεν έχω πλέον μάνα,
Ή πατέρα με μαύρα μαλλιά.
Έμεινα μόνος
σαν ένα πεσμένο δέντρο.
Αλλ’ αυτό το δέντρο
δεν είν’ τελείως μόνο:
Ο κρύος άνεμος φυσά
κι αγγίζει τα κλαδιά του.
Στη 1η στροφή, ο τραγουδιστής φωνάζει ότι είναι ορφανός, μόνος του. συγκρίνει τον εαυτό του μ’ ένα πεσμένο δέντρο, ξερριζωμένο κι ως εκ τούτου χωρίς σύνδεση με το παρελθόν ή την οικογένειά του. Κι είναι η μοναξιά του που θα τονε κρατήσει απ’ την ανάπτυξη, που πράγματι θα τονε σκοτώσει. Η 2η στροφή, που τραγουδά ο άλλος, είναι μια τυπική τσιγγάνικη απάντηση, δεδομένου ότι προσφέρει ένα είδος ειρωνικής άνεσης. Δεν λέει, “Όμως δεν είμαι αρκετά μόνος“, λέει, “Αλλ’ αυτό το δέντρο δεν είν’ τελείως μόνο“, επεκτείνοντας τη μεταφορά μέχρι το τέλος του τραγουδιού, ώστε να μη φανταστούμε το άτομο αλλά το δέντρο του οποίου η μοναξιά αναμιγνύεται με τον κρύο άνεμο. Ψυχρή άνεση, ναι, αλλά προσφέρει παρηγοριά στο άτομο και, το σημαντικώτερο, στους Τσιγγάνους στο σύνολό τους, επειδή δείχνει μια βαθειά κατανόηση της μοναξιάς και της εξορίας, μια κατανόηση που γεννιέται από την εμπειρία. Η παράδοση τραγουδιών σχετικά με την εξορία είναι ακριβώς αυτό που συνένωσε και κράτησε τους Ρομά μαζί από γενιά σε γενιά: Είμαστε μόνοι ναι, αλλά είμαστε μόνοι μαζί.
Βιογραφικό
Η Μπρονισλάβα Βάισς (Bronisława Wajs (17 Αυγούστου 1908, Lublin – 8 Φλεβάρη 1987, Inowrocław) ήτανε κλασσική ποιήτρια και τραγουδίστρια των Ρομά της Πολωνίας. Έμειινε κοινώς γνωστή με τ’ όνομα που της έδωσε η μητέρα της κατά τη γέννα, στα Ρομά: Παπούσσα (Papusza = Κούκλα) κι υπήρξε μια από τις πιο γνωστές ποιήτριες Ρομά που γίνανε ποτέ ευρέως γνωστές. Μεγάλωσε νομαδικά μαζί με την οικογένειά της στη Πολωνία ως μέλος ενός kumpania ή μιας οικογένειας. Ήτανε καλλιτεχνική φλέβα, ασυνήθιστη για τους Polska Roma κείνης της εποχής. Έμαθε να διαβάζει δίνοντας κοτόπουλα που έκλεβε, σε αντάλλαγμα για μαθήματα με τους ντόπιους χωρικούς. Κάθε φορά όμως που τη πιάνανε να διαβάζει, καθώς αυτό ήταν εντελώς ασυνήθιστο στην εποχή, στην ομάδα, αλλά και στο φύλο της, τη δέρνανε και το βιβλίο της το σκίζανε κι αυτή έκλαιγε.
Τη παντρέψανε από μικρή στα 15 (κατά τα συνήθειά τους), με το ζόρι, με το θείο της που ήτανε πολύ μεγαλύτερός της αλλά σεβαστό πρόσωπο στη φυλή κι αρπίστας δεξιοτέχνης, ονόματι Dionizy Wajs, με μια παραδοσιακή τελετή. Ήτανε πολύ δυσαρεστημένη και δυστυχισμένη με το γάμο της και πήρε τη συνήθεια να τραγουδά. σα διέξοδο για τις απογοητεύσεις με το σύζυγό της, ο οποίος όμως, συχνά τη συνόδευε με την άρπα. Σύντομα αφού έμαθε να τραγουδά, άρχισε να συνθέτει δικές της μπαλλάντες και τραγούδια βασισμένα σε παραδοσιακές ιστορίες και τραγούδια των Ρομά, στη γλώσσα αυτή.
Το 1949 έτυχε να την ακούσει ο Πολωνός ποιητής Jerzy Ficowski που αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο της. Πολλά από τα ποιήματά της ασχολήθηκαν με τη νομαδική ζωή, κοινό θέμα στη ποίηση των Ρομά. Παρόλο που το χρησιμοποιήσανε για να περιγράψουνε την επιθυμία να επιστρέψουνε στον ανοιχτό δρόμο, ο Ficowski διέκρινε τη λαχτάρα της για ρίζωμα και πως πρέπει να εγκατασταθεί κάπου, ώστε να μην είναι πια νομάδα. Δημοσίευσε αρκετά από τα ποιήματά της σ ένα περιοδικό με τίτλο Problemy μαζί με μια συνέντευξη με τον Πολωνό ποιητή Julian Tuwim. Αν κι από τη μία πλευρά τα ποιήματα κάνανε γνωστή για 1η φορά τη Παπούσσα στο πολωνικό ακροατήριο, από την άλλη, η συνέντευξη και, πάνω απ ‘όλα, η μαρτυρία της για τους Πολωνούς Ρομά, που συνδέεται μ’ αυτά, προκάλεσε αρνητική στροφή στη ζωή της, της αποκάλυψης των μυστικών της γηγενής κουλτούρας της στους gadjos (οι μη Ρομά).
Αυτή η δράση της που συνδεότανε με τη δράση των Ρομά, έτυχε να συμπέσαι με τις κινήσεις της πολωνικής κομμουνιστικής κυβέρνησης που φτάσανε στο αποκορύφωμά τους το Σεπτέμβρη του 1952 (γνωστή κι ως Δράση Γ ή Η Μεγάλη Ανάσταση), που ‘χε σα στόχο τη δημιουργία της πρώτης απογραφής των Πολωνών Sinti και Roma, την εγγραφή τους στα μητρώα την υποχρεωτική παραχώρηση δελτίων ταυτότητας κσι παράλληλα τη δημιουργία οικισμών, όπου θα στεγάζονταν όλοι μαζί, -κάτι σαν ένα γκέττο δηλαδή.
Οι καταγγελίες της Παπούσσα και του Φιτσόφσκι ως υποστηρικτές, ακόμη κι αντίθετες με την αναγκαστικήν αυτή διευθέτηση των Ρομά, δεν λήφθηκαν υπόψιν, αν κι ο νόμος που επιβάλλει την απαγόρευση της περιπλάνησης δεν εισήχθη παρά το 1964. Παρόμοια νομοθεσία άρχισε να εκδηλώνεται σε γειτονικές χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία (1958 ), η Βουλγαρία (1958) κι η Ρουμανία (1962). Η ίδια η Παπούσσα εγκαταστάθηκε στη δυτική πολωνική πόλη Gorzów Wielkopolski, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σ’ ένα σπίτι στην οδό Kosynierów Gdyńskich, που σήμερα φέρει μια πλάκα αφιερωμένη σε αυτήν.
Η κοινότητα των Ρομά σύντομα άρχισε να θεωρεί τη Παπούσσα ως προδότρια, την απειλούσε που μίλησε ανοιχτά, είτε για να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες της γλώσσας, του πολιτισμού, των εθίμων και του κοινού νόμου των ρουμάνων, είτε για τις επαφές της με τους gadjos, με συνέπεια -έτσι νομίσανε- τις αντινομιακές κινήσεις της κυβέρνησης. Η Παπούσσα ισχυρίστηκε ότι ο Φιτσόβσκι είχε εκμεταλλευτεί το έργο της, αλλά η φυλή την απέβαλε. Οι εκκλήσεις της έπεσαν στο κενό κι ο Σάρο Μπαρό (Μεγάλο κεφάλι, Πρωτογέροντας στη κοινότητα των Ρομά) τη κήρυξε ακάθαρτη. Εξορίστηκε από τον κόσμο των Ρομά και σταμάτησε τις επαφές της με τον Ficowski. Στη συνέχεια, πέρασε 8 μήνες σε άσυλο κι ύστερα, τα επόμενα 34 χρόνια της ζωής της έζησε μόνη κι απομονωμένη ως το θάνατό της, το 1987 (έφυγε κοντά στα 80 της χρόνια). Ο Ficowski παρέμεινε ο σημαντικώτερος θαυμαστής και γνωρίζοντας τη μεγαλοπρεπή κληρονομιά και τη μοναδική της θέση στη πολωνική τέχνη των Ρομά, τη λάτρευε για όλη του τη ζωή.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της Παπούσσα περιελάμβανε παραδοσιακούς τσιγγάνικους στίχους μαζί με κάποιες ασυνήθιστες πτυχές όπως η γραφή των σε μια μοναδική μορφή και γλώσσα. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς της αφορούσε νοσταλγία, λαχτάρα για τη φύση κι (ιδιαίτερα) αίσθημα απώλειας κι απουσίας.
Δημοσίευσε ποιήματα συχνά από τα τέλη της 10ετίας του ’40 ως τα μέσα του ’50, όταν απεβλήθη από τη ζωή των Ρομά, πρώτα στα πολωνικά λογοτεχνικά περιοδικά κι έπειτα σε δικά της βιβλία. Δημοσίευσε και πάλι για μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη του ’60. Υπάρχει ένας μύθος ότι η Παπούσσα τιμωρήθηκε για την ύπαρξή της ως ποιήτρια, διότι, όπως λένε, οι γυναίκες Ρομά δεν επιτρέπεται να είναι ποιήτριες. Ωστόσο, η σύνταξη ποιημάτων αποτελεί συχνό χόμπι ανδρών και γυναικών Ρομά.
Προς τιμή της:
* Το ρομανικό θέατρο Romance στην Ουκρανία, έκανε μια παράσταση για τη Παπούσσα.
* Υπάρχει ένα μνημείο στη μνήμη της Papusza στο Gorzów Wielkopolski.
* Yπάρχει μια πλάκα που φέρει τ’ όνομά της στο σπίτι της οδού Kosynierów Gdyńskich, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής της:
* Η Zoli, το 4ο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Colum McCann, που γεννήθηκε στην Ιρλανδία, ακολουθεί τη ζωή της Marienka Novotna, με το παρατσούκλι “Zoli”, μια φανταστική Σλοβάκα γυναίκα Ρομά. Η ζωή της είναι χαλαρά βασισμένη σ’ αυτή της Bronisława Wajs: Η Zoli διερευνά τις διώξεις των Ρομά που αντιμετωπίζουνε στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ., καθώς και τις επιπτώσεις του σοσιαλισμού στη κουλτούρα και τον τρόπο ζωής των Ρομά.
* Μία πολωνική ταινία που ονομάζεται Papusza κι αφορά στη ζωή της κυκλοφόρησε το 2013.
Περνάνε οι Τσιγγάνοι
με μεγάλο καραβάνι,
οι ρόδες γυρνάν και τρίζουν
τ’ άλογά τους χλιμιντρίζουν
τα σκυλιά πεινάνε και γαυγίζουν
κάτω απ’ τα κάρρα τους, δεμένα.
Το μήνυμά τους χέεται στον άνεμο.
Οι άντρες λένε στις γυναίκες
τα τσαντήρια να μαζέψουνε,
γιατί από παντού μας διώχνουν.
Φωνάζουν από μακρυά, μας διώχνουν.
Θεέ μου σταμάτα τη βροχή,
κόψε τη καταιγίδα,
το τσαντήρι μ’ είναι τρύπιο
κι η σκεπή κατεστραμμένη.
* Μια οδός στη γενέτειρά της έχει πάρει τ’ όνομά της: Παπούσσα!=======================
Για να μείνουμε στο κλίμα
Η Τριγκοντώ συνεχίζει: Μεταξύ των ισχυρότερων στίχων που προέκυψαν από τα πογκρόμ ήταν εκείνοι που συγκροτήθηκαν από μια νεαρή Πολωνή Τσιγγάνα που λεγότανε Bronislawa Wajs, αλλά ήτανε γνωστή σα Papusza, η λέξη Ρομά για τη “κούκλα” -το παιγνίδι κι όχι η λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μιαν όμορφη κοπέλλα. Γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1908-10, ήταν μέρος μιας μεγάλης κομπανίας, μιας οικογένειας που ταξίδεψε σε ολόκληρη τη Πολωνία και τη Λιθουανία σε κάρρα με άλογα μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’60, όταν η πολωνική κυβέρνηση, όπως κι οι υπόλοιπες, έβαζε τέλος στην περιπλάνηση ζωής τους. Τα μέλη της οικογένειας της Παπούσσα ήταν μουσικοί, που, όπως λέει κι η Fonseca, “κρεμάσανε τα μεγάλα τους πουκάμισα σε όρθια θέση πάνω από τα βαγόνια σαν πανιά“. Έν ασυνήθιστο παιδί, η Papusza έμαθε να διαβάζει και να γράφει κλέβοντας κοτόπουλα στα χωριά όπου σταματούσανε. Θα φέρνει τα πουλιά στους ντόπιους με αντάλλαγμα τα μαθήματα και βιβλία, τα οποία κρατούσε καλά κρυμμένα, γιατί όταν μεγάλωνε στη διάρκεια της 10ετίας του ’20, απαγορεύτηκε η παιδεία στους Τσιγγάνους. ήταν μια πρακτική gadjo κι επομένως ακάθαρτη. (Οι Ρομά έχουν αυστηρούς νόμους καθαρότητας -έναν άκαμπτο κώδικα πρακτικών, τελετουργιών και ταμπού που πρέπει να ακολουθούνται για να διατηρηθεί η καθαριότητα. Οι Gadje, οι συνήθειες και τα υπάρχοντά τους θεωρούνται ιδιαίτερα ακάθαρτα, mahrime κι άρα όποιος συνδέεται μαζί τους για οποιονδήποτε λόγο πέρα από το εμπόριο ή άλλες αναπόφευκτες συναλλαγές είναι εκτεταμένα βρώμικος, μαχρίμε, κι υπόκειται σε απομάκρυνση από την ομάδα).
Όπως είδαμε πριν με το τσιγγάνικο ντουέτο, τα περισσότερα Τσιγγάνικα τραγούδια, διότι έχουν περάσει από το στόμα σε στόμα δια μέσου των ετών, μιλάνε για μια καθολική εμπειρία, που δεν κατέχει κανένας συγγραφέας κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει ιδιαίτερος μάρτυρας ή καταγραφέας, γεγονός,που τα καθιστά και διαφορετικά από τα συνήθη αλλά και μοναδικά στο είδος τους. Θα μπορούσαν να πούνε την ιστορία σχεδόν κάθε τσιγγάνου. όπως κι οι ίδιοι οι τσιγγάνοι, τα τραγούδια αυτά υπάρχουν εκτός του εγγεγραμμένου χρόνου και της ιστορίας, καθώς λειτουργούν ως σύνδεσμοι σε ένα παρελθόν που έχει ξεχαστεί πολύ καιρό. Πολλά από τα τραγούδια της Παπούσσα έχουνε ρίζες σε αυτή τη προφορική παράδοση. Αυτοσχεδίασε σε πολλούς από τους υπάρχοντες στίχους κατά την εκτέλεση, κι οι περισσότεροι από αυτούς ήτανε για τη μοναξιά της και τη λαχτάρα της για το παρελθόν. Μερικοί απ’ αυτούς έχουνε τη παραδοσιακή γενική διαχρονικότητα και τη καθολικότητα του τσιγγάνικου τραγουδιού, αλλά άλλοι έχουν ένα είδος εξειδίκευσης κι οικειότητας ακόμα σπάνιο στη ποίηση και το τραγούδι των Ρομά σήμερα. Τραγούδισε για συγκεκριμένους ανθρώπους ή στιγμές, όπως σε αυτή τη μπαλάντα που ονομάζεται Σκουλαρίκια Από Φύλλα:
Το φτωχό κορίτσι του δάσους
Όμορφο σα πιπεριά
Θέλησε να φορέσει
Χρυσά σκουλαρίκια.
Πρεσβύτερες τσιγγάνες
και νεαρά κορίτσια
Μαζέψανε ξύλα στο δάσος.
Άναψαν μια τεράστια φωτιά στο ποτάμι
Και τραγούδησε ένα όμορφο τραγούδι
Τσιγγάνικα σκουλαρίκια:
Ω! όμορφο σκουλαρίκι μου,
Μου δίνεις ομορφιά,
Ραγίζεις τη καρδιά του καθενός!
Ο άνεμος είχε φουντώσει τις φλόγες,
Ο ποταμός άκουσε το τραγούδι
Και το πήγε μακρυά στον κόσμο.
Δεν ήξεραν πώς ή από πού
Ένα δρύινο φύλλο με μήλα βελανιδιάς
Πήγε στην αγκαλιά του κοριτσιού
-Θα τους κάνουμε υπέροχους-
Τσιγγάνικα σκουλαρίκια!
Πόσο όμορφη είσαι,
Σκουλαρίκια από φύλλα!
Τα δρύινα μήλα που φέρνεις
Όπως οι πολύτιμες πέτρες!
Το καλοκαίρι του 1949, ο Πολωνός ποιητής Jerzy Ficowski έτυχε ν’ ακούει τη Παπούσσα να παίζει τα τραγούδια της. Πολλά χρόνια πριν είχε μελετήσει τους πολωνούς τσιγγάνους. ήτανε σύμβουλος της κυβέρνησης για το Τσιγγάνικο Ερώτημα και γράφει ένα βιβλίο που τελικά θα γίνει η πρώτη σε βάθος δημοσιευμένη μελέτη των Πολωνών Τσιγγάνων. Αμέσως αναγνωρίζει το μοναδικό ταλέντο της Παπούσσα κι όταν ανακαλύπτει πως είναι καταγεγραμμένο, την ωθεί να γράψει τα τραγούδια της και στα πολωνικά για να τα δημοσιεύσει. Την έπεισε ότι, μοιράζοντας τους στίχους της με τους μη Τσιγγάνους, θα βοηθούσε στη καλλίτερη κατανόηση τους. Οι Ναζί τους είχανε σκοτώσει όλους εκτός από τους 15.000 Πολωνούς Ρομά κι η τύχη εκείνων που επιβίωσαν ήταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της κυβέρνησης. Ο Φιτσόφσκι είπε στη Παπούσσα ότι θα μπορούσε να επηρεάσει την απόφασή της με τρόπο που θα βοηθούσε τους ανθρώπους της. Άρχισε να γράφει τα τραγούδια της στα Ρομάνικα, χρησιμοποιώντας το πολωνικό αλφάβητο. Ο Ficowski στη συνέχεια τους μεταφράζει στα πολωνικά. Η Fonseca εξηγεί: “Τον Οκτώβρη του 1950, πολλά από τα ποιήματα της Παπούσσα δημοσιευτήκανε σ’ ένα περιοδικό με τίτλο Problemy, παράλληλα με μια συνέντευξη με τον Ficowski από τον διακεκριμένο ποιητή Julian Tuwim, μιλώντας για τα δεινά της περιπλάνησης και το κομμάτι τελειώνει με μια μετάφραση των Ρομά της Κομμουνιστικού Διεθνούς“.
Mε τον άνεμο
τα πράσινα φύλλα ταλαντεύονται,
οι νεαρές κουκουβάγιες
μπρος στη γερασμένη
υποκλίνονται.
Ένα πράσινο φύλλο ψιθυρίζει,
μια περιπλανώμενη καρδιά αργοσβύνει
κι ένα μαύρο κοράκι θρηνεί
για το χαμό της.
Το μεγάλο δάσος
σιγοτραγουδά απαλά,
η μαύρη γη να τρέμει
πενθώντας την εμφαντικά.
Το θάνατο αρνείται να δεχτεί,
ενός μικρού παιδιού,
καθώς αυτό τα μαύρα μάτια του
τα κλείνει αργά.
Πατρικό δάσος, μεγάλο δάσος,
λυπήσου με,
σφάλισε τα σκέλια μου!
Ο Φιτσόβσκι συζήτησεν επίσης τα δεινά της περιπλάνησης “στη 1η έκδοση του βιβλίου του,Οι Τσιγγάνοι Στη Πολωνία, που δημοσιεύθηκε το 1953. Στο σημείο αυτό η κυβέρνηση ασκεί πιέσεις για την αναγκαστική διευθέτηση του θέματος ων Τσιγγάνων. είχε δημιουργήσει και θεσπίσει έν ευρύ πρόγραμμα που ονομαζότανε Great Halt. Ο Ficowski υιοθέτησε το πρόγραμμα, χρησιμοποιώντας την ίδια τη Papusza σαν απόδειξη των πλεονεκτημάτων μιας καθιερωμένης ζωής. που προκλήθηκε από κρατική επιχορήγηση, και την εγκατέστησε σε ένα τσιγγάνικο συγκρότημα κατοικιών. Ο Φιτσόφσκι γράφει:
“Η μεγαλύτερη περίοδος γραφής της ποίησης της Papusza ήτανε κοντά στο 1950, αμέσως μετά την εγκατάλειψη του νομαδικού τρόπου ζωής, σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των Τσιγγάνων της Πολωνίας και σε μια περίοδο αυξανόμενου δράματος για ολόκληρο το λαό. Η Papusza συμμετείχε και πήρε μέρος σ’ αυτά τα κινήματα, και τα τραγούδια της είναι οι μοναδικοί καλλιτεχνικοί περιγραφικοί στίχοι που δοθήκανε στο δράμα“.
Για να περιγράψει τη περίοδο γύρω στο 1950 ως το πιο παραγωγικό της κομμάτι, η αιτία ήτανε το να τη πείσει να μεταφέρει τα λόγια στο χαρτί, ξεφεύγοντας πια από το στόμα σε στόμα. Η Παπούσσα είχε συνθέσει εκατοντάδες τραγούδια τα τελευταία χρόνια πριν συναντήσει τον Ficowski. Οι γραπτές καταγραφές των ποιημάτων της δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τη παραγωγικότητα, γιατί είναι αδύνατο να πούμε ποια από αυτά τα ποιήματα ήτανε καινούργια και ποια ήταν αυτά που απλά αντιγράφηκαν από τη μνήμη. Όσο για τη περιγραφή του Ficowski της ως “συμμετέχουσα και δια στόματος σε αυτά”, θα πρέπει να κρατήσουμε αυτή τη φράση στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε αποσπάσματα από το τραγούδι της Παπούσσα με τίτλο (όπως πολλά από τα τραγούδια της), Τσιγγάνικο Τραγούδι Βγαλμένο Από Το Νου Της Παπούσσα.
Λατρεύω τη φωτιά σα τη καρδιά.
Οι άνεμοι είναι μικροί και ζοφεροί
Κτύπησαν τη τσιγγάνα τη μικρή
Και την οδήγησαν στο κόσμο μακρυά.
Οι βροχές σβήσαν τα δάκρυα μου,
Ο ήλιος-ο χρυσός ρομά πατέρας-
Ζέστανε το σώμα μου
Κι υπέροχα τραγούδησε στη καρδιά μου
-τ’ άλογα των ρομά είναι κοντά!
Ξύπνησε τους γκάτζες
Αλλά χαίρεται μια τσιγγάνικη καρδιά.
Ω πόσον όμορφο να ζεις
και τη νυχτιά να πηαίνεις στο ποτάμι,
Να δράχνεις εύκολα το ψάρι,
όπως το κρύο νερό, στο χέρι σου
Στο ουρανό η κότα, τα κοτόπουλα
Και το τσιγγάνικο το κάρρο,
Προβάλλουν όλο των ρομά το μέλλον,
Και το ασημένιο το φεγγάρι,
Ο πατέρας των προγόνων από την Ινδία,
Μας δίνει λάμψη με το φως,
Κοιτάζει τα παιδιά μες στη σκηνή,
Φωτίζει τη τσιγγάνα μάνα
να μπορεί να νανουρεί το μωρό καλά.
Κανεις δεν με καταλαβαινει,
Σ’ αυτά που χρόνια τώρα λέω.
Μόνο το δάσος και το ποτάμι.
Τα είχεν όλα, όλα χαθήκανε,
Τα πάντα, όλα πήγανε μ’ αυτά.
Κι αυτά της νιότης μου τα χρόνια.
Αυτό το βαθύ προσωπικό τραγούδι, αντί να μιλά για οποιαδήποτε κυβέρνηση, χαράζει ένα χαμένο τρόπο ζωής.
Ο Ficowski πίστευε πραγματικά πως η διευθέτηση αυτή θα βελτίωνε τη κατάσταση των Τσιγγάνων, θα ‘φερνε παιδεία, θέσεις εργασίας και μια καλλίτερη ζωή. Αλλά προσπαθώντας να βοηθήσει τους Τσιγγάνους, υποστήριξε επίσης ένα τρόπο για να τους αποξενώσει περαιτέρω, αυτή τη φορά με τη γκετοποίηση τους σε κυβερνητικά ελεγχόμενους οικισμούς. Σε μια πολύ πιο πρόσφατη, αναθεωρημένη έκδοση των Τσιγγάνων Της Πολωνίας, που δημοσιεύθηκε στη 10ετία του ’80, θα γράφει με μεγάλη λύπη για τα αποτελέσματα του Μεγάλου Ερωτήματος, λέγοντας ότι αν κι έχει βελτιωθεί το θέμα, τα περισσότερα από τα άτομα που ‘λαβαν εκπαίδευση έφυγαν από τη τσιγγάνικη κοινότητα κι οι περισσότερες παραδοσιακές τέχνες κι έθιμα των Ρομά αδρανήσανε και ξεχαστήκανε σχετικά. “Σε μερικές ομάδες,” έγραψε, “μετά την απώλεια ευκαιριών να ασκήσουνε παραδοσιακά επαγγέλματα, η κύρια πηγή ζωής έγινε απαραίτητη στην υπόλοιπη κοινωνία“.
Η μοίρα της Παπούσσα δεν ήτανε καλλίτερη. Ο λαός της την είδε ως συνεργάτη της κυβέρνησης στη καταστροφή του παραδοσιακού τρόπου ζωής των Τσιγγάνων. Λίγους μήνες μετά από την εμφάνιση των ποιημάτων της στο Problemy, μια ομάδα τσιγγάνων την επισκέφτηκε και την απειλούσε με απέλαση, αν επέτρεπε να δημοσιευθούν άλλα τραγούδια για το κοινό του gadjo. Αλλά κείνη τη στιγμή πολλά από τα ποιήματά της προετοιμάζονταν για έκδοση στο βιβλίο του Ficowski. Πήγε στην Ένωση Πολωνών Συγγραφέων στη Βαρσοβία για να ζητήσει τη βοήθειά τους. ήθελε απελπισμένα να τραβήξει τα ποιήματά της από το βιβλίο. Όταν δεν της βοήθησαν, γιατί το πράγμα πλέον είχε δρμολογηθεί, πήγε στον εκδοτικό, αλλά οι συντάκτες δε μπορούσαν να καταλάβουν ένα ποιητή που δεν ήθελε να δημοσιευθούνε τα ποιήματά του. Αφού απέτυχε,, επέστρεψε στο σπίτι, έκαψε όλα τα ποιήματά της -τουλάχιστον 300 από αυτά- κι έγραψε στο Ficowski να τον ικετεύσει να σταματήσει την έκδοση. “Αν έρθουνε στο φως αυτά τα τραγούδια“, του είπε, “θα με γδάρουνε ζωντανή… ο λαός μου θα ‘ναι γυμνός μπρος σε τόσα στοιχεία. Αλλά ποιος ξέρει, ίσως να δημιουργήσω έν άλλο δέρμα, ίσως ένα πιο όμορφο“, μας αναφέρει η Φονσέκα.
Αυτό το απόσπασμα αντικατοπτρίζει πάλι πως τη παλιά τσιγγάνικη ψυχρή άνεση. Η Πάπουσσα ήξερε πως ήτανε πια πολύ αργά κι ότι δεν ήταν η δημοσίευση των τσιγγάνικων ποιημάτων εν γένει που θα άφηνε τους ανθρώπους της γυμνοί ενάντια στα στοιχεία -οι γλωσσολόγοι κι οι ανθρωπολόγοι είχανε καταγράφει τσιγγάνικα τραγούδια για αρκετές 10ετίες κι οι τσιγγάνοι παίζανε τραγούδια για τους gadje για αιώνες. Αντίθετα, η δημοσίευση αυτών των συγκεκριμένων ποιημάτων σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο ήτανε τόσον επικίνδυνη. Παραδοσιακά, οι Ρομά εκτελούνε δύο είδη τραγουδιών: αυτά για τους gadje κι αυτά για τον εαυτό τους. Τα τραγούδια για την ευρεία κατανάλωση προς τους ξένους προορίζονται να παρουσιάσουνε μόνο τη πρόσοψη, στην εικόνα των Τσιγγάνων που όλοι έχουμε να περιμένουμε. Αλλά το αληθινό τσιγγάνικο τραγούδι, το “βαθύ τραγούδι” διατηρήθηκε για να παίζεται μόνο ανάμεσα σε Τσιγγάνους. Τα τραγούδια της Παπούσσα εξέθεσαν τη δική τους εικόνα εκείνη τη βαθειά κι επομένως την ίδια τη ψυχή των Τσιγγάνων.
Τα ποιήματα εκδόθηκαν κι η Παπούσσα προσήχθη ενώπιον του Σέρρο Μπάρο (Μεγάλο Κεφάλι ή πρεσβύτερος) η ανώτατη πολωνική τσιγγάνικη αρχή. Δηλώθηκε μαχρίμη κι αποβλήθηκε από τη κοινότητα. Μετά απ’ αυτό, είχε κλειστεί σ’ ένα ψυχιατρικό άσυλο όπου πέρασε 8 μήνες. Στη συνέχεια ζούσε μόνη της για τα επόμενα 34 χρόνια μέχρι το θάνατό της στις 8 Φλεβάρη του 1987, σε ηλικία κοντά στα 80 της χρόνια. 34 χρόνια απέραντης κι απίστευτης μοναξιάς. Μια απόβλητη απ’ όλα όσα αγάπησε και την αγαπήσανε. Αλλά κυρίως αυτοαπεβλήθη -απεκδύθηκε- το μέρος εκείνο του εαυτού της που το αγαπούσε πιότερο απ’ όλα: τη γραφή και παρουσίαση ή τραγούδισμα των βαθιών της στίχων. Μια παρίας, ξένη μέσα στο ίδιο της το σώμα.
Η απέλαση της Παπούσσα μπορεί να φαίνεται ακραία, αλλά είναι σημαντικό να ‘χουμε κατά νου πως αυτή ήταν η αρχή της 10ετίας του ’50 κι ότι το Ολοκαύτωμα εξακολουθούσε να ‘ναι ζωντανή μνήμη για τους Τσιγγάνους. Πολλοί από τους επιζώντες είχαν ανακριθεί κι εξετάστηκαν από ναζιστές εθνογράφους, οι οποίοι κατάφεραν να καταγράψουνε περισσότερα από 30.000 γενεαλογικά δέντρα των Ρομά. Στο Άουσβιτς, τα παιδιά των τσιγγάνων ήταν τα αγαπημένα αντικείμενα του Δρ Joseph Mengele -σχεδόν κανέν από αυτά δεν επέζησε. Για την οπτική των Τσιγγάνων, οι gadje -όλοι οι gadje-ήταν επικίνδυνοι. Να θυμήσω εδώ πως στην ίδια περίπου εποχή, ίσως λίγο νωρίτερα, έζησε, έδρασε αλλά κι υπέφερε κι ο άλλος μεγάλος τσιγγάνος κιθαρίστας της τζαζ, ο Τζάνγκο Ράινχαρντ.
Η ίδια η Παπούσσα είχε γράψει τραγούδια για τη καταστροφή. Έν από αυτά περιγράφει το πως κρύφτηκε και ξέφυγε από τους Ναζί στα δάση στη διάρκεια του χειμώνα. Αυτό το απόσπασμα παρμένο από το Bloody Tears: What We Went Through Under the Germans in Volhynia in the Years ’43 and ’44 (Ματωμένα Δάκρυα: Αυτό Που Περάσαμε Από Τους Γερμανούς Στη Βολυνία Στα 1943-4) καταδεικνύει τη συμμαχία των Τσιγγάνων με τους Εβραίους στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος:
Ω, μικρό μου αστέρι,
ω χαραυγή, πόσο μεγάλη είσαι!
Τύφλωσε των Γερμανών τα μάτια!
Δείξ’ τους όλα τα λάθος μονοπάτια!
Μη τους δώσετε τον σωστό δρόμο,
Δείξτε τους το λάθος δρόμο,
Έτσι ώστε τα εβραιόπουλα
και τα τσιγγανάκια παιδιά
να μπορέσουνε να ζήσουν.
Ο χρυσός χειμώνας προελαύνει,
Χιόνι πέφτει στο χώμα, στα χέρια
Όπως τα μικρά αστέρια.
Τα μαύρα μάτια είναι παγωμένα.
Οι καρδιές όλες πεθαίνουν…
Αυτό το τραγούδι, μεταξύ άλλων, δημοσιεύθηκε στις αρχές της 10ετίας του ’50 από το Ficowski στο βιβλίο Songs of Papusza. Απ’ όσο ξέρω, αγγλική μετάφραση αυτού του τόμου δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, αλλά μια αγγλική ανασκόπησή του δημοσιεύθηκε το 1956 στην εφημερίδα Χρονικά Της Κοινωνίας Τσιγγάνων Lore. Ο δε συντάκτης της αναθεώρησης αυτής Ε. Mann, γράφει πως η απάντηση στα ποιήματα της Παπούσσα είναι διαφορετική απ’ αυτή που ο Φιτσόβσκι επιθυμεί να δημιουργήσει με τη δημοσίευσή τους, υπονοώντας πως τα τραγούδια της είναι λιγώτερο προϊόντα έμπνευσης, παρά συνειδητά τυχαία συντεταγμένα.
Εκτός από μια πολύ σύντομη περίοδο στη 10ετία του ’60, η Papusza δεν έγραψε ποτέ ξανά μετά τη τακτοποίησή της. Όταν ρωτήθηκε γιατί, απήντησε απλά: “Το ψάρι που κολυμπά έχει καλλίτερη γεύση“.
Μέσα Στη Ποίηση Της Παπούσσα
Η ζωή κι η ποίηση της Παπούσσα δεν μπορούν να περιοριστούνε σε μιαν απλή αναπαράσταση της τύχης των Τσιγγάνων τον 20ό αι.. Ωστόσο, όταν κάποιος δει προσεκτικά, βλέπει μες στη ζωή και τη δουλειά της, πως διαφαίνεται να η μετάβαση του πολιτισμού της από την ορμητικότητα, τη νομαδικότητα, στη παιδεία. Πρόκειται για μια μετάβαση που για το μεγαλύτερο μέρος της Δύσης πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο αρκετών εκατοντάδων ετών. Αλλά για τους Τσιγγάνους έχει επιταχυνθεί από τη τεχνολογία και τη τεράστια ανάγκη για τη διάρκεια μιας ζωής. Ενώ για πολλούς αιώνες ήταν ο αναλφαβητισμός των Τσιγγάνων που τους βοήθησε να επιβιώσουν κρατώντας τους ξεχωριστούς κι αυτοσυντηρούμενους, σήμερα είναι η παιδεία τους που θα τους βοηθήσει να επιβιώσουν, ακόμα κι αν καταστρέφουν μεγάλο μέρος της παραδοσιακής τους κουλτούρας -του τρόπου ζωής τους. Η Παπούσσα αρέσει και σ’ ένα άλλο Τσιγγάνικο Τραγούδι Βγαλμένο Από Το Νου Της Παπούσσα:
Ο καιρός των περιπλανώμενων Τσιγγάνων
Έχει περάσει προ πολλού.
Αλλά τους βλέπω, είναι φωτεινοί
Δυνατοί και καθάριοι όπως το νερό.
.
Μπορείτε να το ακούσετε
Κυκλοφορεί σαν θέλει να μιλήσει.
Αλλά το φτωχό, δεν έχει τι να πει
Εκτός από το ασημένιο πάφλασμα
Και τον αναστεναγμό.
Μόνο το άλογο, βόσκωντας το χορτάρι,
Ακούει και καταλαβαίνει το αχ.
Αλλά το νερό δεν κοιτά πίσω.
Κυλά και φεύγει, τρέχει μακρυά,
Όπου μάτιά δεν θα τη δει,
Εκεί περιπλανιέται το νερό.
Αυτό που αγαπώ σ’ ‘αυτό το ποίημα είναι πώς η Παπούσσα θρηνεί την απώλεια του ποταμού, του δάσους, της ταξιδιάρικης ζωής, ακόμα κι όταν τα λόγια της δείχνουν ότι εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με όλα αυτά τα πράγματα, αν όχι κυριολεκτικά, τότε πνευματικά. Ο ποταμός γίνεται μια συλλογική μεταφορά για τους άγριους κι ανίσχυρους Τσιγγάνους. Όπως και στο παραδοσιακό τσιγγάνικο τραγούδι για το πεσμένο δέντρο, η ανθρώπινη κι η φυσική οντότητα (δέντρο, ποτάμι) σταδιακά δεν μπορούν να φαίνονται, να διακρίνονται. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι μια μεταμόρφωση που συμβαίνει όταν μετατοπίζει την αντωνυμία για τον ποταμό από “αυτό” σε “αυτή”. Με τη μετάβαση στο θηλυκό, η Παπούσσα δεν μιλά πια για τον ποταμό ή τον λαό της σα κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό της: Είναι ο Ποταμός.
Πόση πείνα! Πόση φτώχεια!
Τόσο πολύ θλίψη! Δρόμοι πιότεροι!
Τόσες σκληρές πέτρες σκίζουν τα πόδια μας
Πόσες σφαίρες συρίζουνε στ’ αυτιά μας!
Πόση λάσπη! Πόση θύελλα!
Πόσα ματωμένα δάκρυα ακόμα!
Πόσα μαλλιά, πόσες πλεξούδες
Στολίζουνε κλαδιά τη νύχτα,
απ’ τα Ρομά κεφάλια μας!
Μέγα Θεέ, που ‘σαι στον Ουρανό,
σ’ εκλιπαρούμε, σώσε τη ζωή μας!
Τόση φτώχεια και μιζέρια βιώσαμε!
Τάχα μοίρα δε μ’ αφήνει τη ξεκούραση;
Σαν του χειμώνα τα πουλιά ή τα ψάρια,
που πιάνονται σε κάποιο αγκίστρι,
έτσι κι ο φόβος μας μαστίζει,
κι η κακή τύχη μας σκοτώνει.
Αφήστε όλους τους Τσιγγάνους
να μαζευτούν εδώ σιμά μου
εδώ στο δάσος, το μεγάλο
που μια τεράστια φωτιά θ’ ανάψω
κι όλα από τον ήλιο λάμπουν.
Ας τους να ρθούνε στο τραγούδι μου
Όλοι από παντού τσιγγάνοι,
Για να ακούσουνε τα λόγια μου,
Και να τους απαντήσω.
Σήμερα, 10ετίες μετά την απομάκρυνσή της από τη κοινότητα των Ρομά, η σημασία της Παπούσσα σα ποιήτρια και πολιτιστική μορφή, αναγνωρίζεται ευρέως από τους Τσιγγάνους και τους μη. Μέσα από αυτήν, εγώ ο ίδιος καταλαβαίνω όχι μόνο τον περίπλοκο και συχνά αντιφατικό χαρακτήρα της τσιγγάνικης ζωής, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η ανάγνωση κι η γραφή μεταβάλλουνε βαθιά τους ατομικούς και συλλογικούς τρόπους ύπαρξης, προωθώντας τη γενεαλογική σύνδεση καθώς και την ανακατωσούρα. Ακόμη κι όπως πολλοί ηλικιωμένοι Πολωνοί Ρομά εξακολουθούν να θεωρούν ότι η Παπούζα είναι προδότρια του λαού της, αλλά κι ακάθαρτη, γιορτάζεται από τους νεαρούς τσιγγάνους καλλιτέχνες σα μία από τις μεγαλύτερες επιρροές τους. Τα ποιήματά της μελωποιούνται με τη παραδοσιακή τους μουσική κι έργα γράφονται και παίζονται για τη ζωή της. Όπως ο Adam Bartosz, διευθυντής του Εθνογραφικού Μουσείου Tarnów στην Πολωνία, δηλώνει:
“Η Papusza είναι εξίσου σημαντική για τους Ρομά όπως ο Jan Kochanowski ήτανε στους Πολωνούς κι ο Σαίξπηρ στην Ευρώπη“.
Επίλογος-Συμπέρασμα
Εδώ κλείνει ακόμα ένα άρθρο για το οποίο καμαρώνω εξ ίσου με τα πριν, και κλείνοντας θα ‘θελα να δείξω το μεγάλο κατόρθωμα αυτής της κατά τ’ άλλα -κι ίσως και για πολλούς μάλιστα- ασήμαντης τσιγγάνας. Στην αρχή πως διαβάσατε, έγραψα: “η μοίρα της ήτανε προδιαγεγγραμμένη” κι αμέσως έσπευσα να το θολώσω, ρωτώντας: ή μήπως όχι; Ε λοιπόν αυτό αποτελεί και το κατόρθωμά της! Κι εξηγούμαι:
Όταν κανείς γεννηθεί με τη ρετσινιά του κλέφτη, του αλήτη, του καιροσκόπου και του Νονέημ, σπάνια δεν επαληθεύει αυτή τη ρετσινιά. Ειδικά δε αν δεν έχει τις ευκαιρίες και φυσικά και την απαιτούμενη έστω στοιχειώδη μόρφωση. Σε όλα τούτα, προσθέστε και το γεγονός πως το άτομο αυτό ήτανε γυναίκα και φυσικά και τη χρονολογία πρώτης δράσης της, κοντά στα 1920, όπου π.χ. στο Παρίσι είχαμε τη μπελ επόκ. Ε λοιπόν εκείνη η γυναίκα, κατάφερε να τα πολεμήσει όλα τούτα. Τα ‘βαλε με έναν ολάκερο κόσμο -όχι μόνο τη ράτσα της- και κατάφερε να αποτάξει πάνωθέ της τη ρετσινιά της ανύπαρκτης χαμένης ψυχής σ’ ένα δάσος, ένα ποταμό, σ’ ένα κόσμο αντρικό κι εχθρικό. Αλλά αν διαθέτει κανείς σκληρή κι ατσάλινη καρδιά στις αντιξοότητες, αλλά τρυφερή κι ευαίσθητη σε όλα τα ωραία πράγματα του κόσμου τούτου, τότε θα τα καταφέρει συνήθως να ανταπεξέλθει κι η Παπούσσα ήταν έτσι ακριβώς!
Ήδη με το που ‘μαθε να διαβάζει είχε ξεπεράσει όλες μα όλες τις απανταχού τσιγγάνες κι είχε μπει ήδη στη… γραμμή των αντρών. Όταν δε, μέσω των στίχων της βγήκε στον κόσμο. είχε προσπεράσει κι αυτούς αλλά και πολλές γυναίκες γκάτζο και άντρες επίσης γκάτζο. Κι όταν οι στίχοι της αλλάξανε τον κόσμο κέρδισε τη θέση της στην αιωνιότητα, παραμένοντας ωστόσο σεμνή και ταπεινή και χωρίς κωδωνοκρουσίες και πανηγυρισμούς στις εξέδρες. Ελπίζω να πιάνετε το νόημα γιατί τέλειωσα και θα κλείσω με την απάντησή της προς τον Φιτσόβσκι σε μια συζήτησή τους για τον κόσμο. Από μένα που χαιρετώ, έυχομαι να είχατε μιαν απολαυστικά καλήν ανάγνωση:
(Σημ: τα 2 σσ που χρησιμοποιώ τόσο στο Παπούσσα, όσο και στο Βάισς υποδηλώνουνε προφορά. Πρέπει να ακουστεί πολύ παχύ σίγμα και στις 2 περπτώσεις!)
“Τα μάτια μου είναι πράσινα και τα δικά σου μαύρα.
Βλέπουμε τον ίδιο κόσμο, αλλά διαφορετικά.
Οι δικοί σου είναι ισχυροί, οι δικοί μου αδύναμοι.
Είμαστε αδύναμοι γιατί δεν έχουμε φωνή, δεν έχουμε επιστήμη, ούτε και μνήμη.
Καλλίτερα έτσι!
Αν είχαν οι Τσιγγάνοι μνήμη, θα πεθαίναν από την αγωνία.
Σαν είσαι νέος με καρδιά γιομάτη ελπίδα,
ξεκλειδώνεις τον κόσμο ολάκερο μ’ ό,τι διαθέτεις“!
Παπούσσα Μπρονισλάβα Βάισς
Τ Ε Λ Ο Σ