Βιογραφικό
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε 1α βραβεία στη ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. Ώριμος πλέον, ένωσε το Ρεαλισμό με τον Ιδεαλισμό που πήγαζε απ’ τη νοσταλγία της πατρίδας. Υπήρξεν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αι., του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως Σχολή του Μονάχου, τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές κι ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).

Γεννήθηκε 1 Μάρτη 1842 στο Σκλαβοχώρι Τήνου, ένα από τα μεγαλύτερα νησιά των Κυκλάδων, που ‘ναι γνωστό για τη πολιτιστική του προσφορά και την ανάδειξη καλλιτεχνών που θεμελίωσαν τη νεοελληνική ζωγραφική και γλυπτική (Νικηφόρος Λύτρας, Γιαννούλης Χαλεπάς), κι ήταν έν από τα 6 παιδιά του Ονούφριου και της Μαργαρίτας Γύζη. Τ’ άλλα 5 αδέλφια ήταν ο Γεώργιος, η Μαριέττα, η Μαριγώ, η Μαρίνα κι η Καλλιόπη. Ο πατέρας του ήτανε ξυλουργός, επάγγελμα που χρειαζόταν τεχνική και δύναμη. Η μητέρα του καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της Τήνου, το γένος Ψάλτη, φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά της με πολύ αγάπη και τρυφερότητα και ζούσανε στο Σκλαβοχώρι.
Το 1850, λόγω οικονομικών δυσχερειών, η οικογένεια μετοίκησε στην Αθήνα. Τότε ο μικρός ξεκίνησε ν’ αντιγράφει χαρακτικά που ‘βλεπε στα σπίτια της γειτονιάς. Η μητέρα, συγγενείς και φίλοι της οικογένειας είχανε δει το χάρισμά του και τον επαινούσαν, μα πιότερο απ’ όλους η γλυκειά του μητέρα. Ο Γύζης διηγιότανε πως όταν ήταν μικρός, η μητέρα του όλο καμάρι τονε χάιδευε λέγοντας σ’ όλους πως ο Νικόλας της δεν είναι όμορφος αλλά έχει ταλέντο. Αυτά τα λόγια τονε σημαδέψανε για όλη του τη ζωή. Ο ίδιος σχολίαζε πως αυτή η φράση της μάνας του για το ταλέντο του ήταν:
«… η ευχή της.. η δύναμις η οποίαν ως σήμερον με προστατεύει, καλύπτουσα τα λάθη μου και μαγεύουσα εκείνους οίτινες εκ του πλησίον με γνωρίζουν».
Λάτρευε τη μητέρα. Μεγάλος πια αναφερόταν σε αυτήν ως «γλυκειά και μοναδική». Η ευχή της μάνας κι η υπομονή που του καλλιέργησε, κάναν υποφερτό το Γολγοθά της ξενιτειάς που έζησε. Στην Αθήνα λοιπόν όπου είχαν μεταφερθεί, με προτροπή μητέρας και φίλων, ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής, μιας κι ήτανε μόλις 8 ετών κι από το 1854 ως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Δάσκαλοι του ήταν οι: Φίλιππος Μαργαρίτης, Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου, Raffaelo Ceccoli, Πέτρος Παυλίδης -Μινώτος, Ludwing Thriersch. Σ’ ετήσιο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου, το 1858, θα βραβευτεί με το Ά βραβείο για τη ζωγραφική του χαλκογραφία. Μάλιστα, σε επίσημη επίσκεψη του Όθωνα, τονε παρουσιάζουνε μπρος του ως τον πιο ταλαντούχο φοιτητή.
Προς το τέλος των σπουδών του, το 1862, με σύσταση του φίλου του Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Τηνιακό Νικόλαο Νάζο (μόνο το κτήμα του στο Χαϊδάρι ήτανε 3.000 στρέμματα κι έμενε σε πύργο) που επένδυε στη τέχνη. Ο Γύζης θα ζωγραφίσει το οίκημα του Νάζου στο Χαϊδάρι. Επίσης θα ζωγραφίσει τα πορτρέτα της οικογένειας Πλατή και τελειώνει τις σπουδές του στην Αθήνα. Ο Νάζος θα μεσολαβήσει μέσω υπουργού, να πάρει υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα Ναού Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Η θετική ανταπόκριση άργησε μα ήρθε τελικά, έτσι, τον Ιούνιο του 1865 είναι στο Μόναχο. Εκεί, θα συναντηθεί ξανά με το φίλο του το Λύτρα. Αμέσως θα επισκεφτούν 2 μεγάλα Μουσεία τέχνης κι απ’ τις 1ες μέρες θα πάνε στην όπερα, στη παράσταση Φάουστ. Ο Γύζης που αγαπούσε και τη μουσική, λάτρεψε και την όπερα. Με τα 1α του λιγοστά χρήματα αγόρασε μια κιθάρα. Ήτανε τ’ όνειρο του.
Δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) κι ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner) και τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός και στο εργαστήρι του κορυφαίου Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty). Ο Γύζης ζωγραφίζει όπως οι δάσκαλοι του, αγγίζοντας το όριο του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Θα εμπνευστεί από θέματα όμως της πατρίδας, αν κι ο τύπος κι οι κριτικοί τέχνης τον αποκαλούσανε γερμανικότερο των γερμανών. Ο Γύζης είχε πάντα στη καρδιά του την Ελλάδα. Μάλιστα, σε μιαν επιστολή του στην οικογένεια του γράφει πως ο καθηγητής του ήθελε να μείνει στην Βαυαρία αλλά ο ίδιος έγραφε για αυτό:
«Ας λέγουν όμως αυτοί. Εγώ ηξεύρω ποια είναι η πατρίς μου».
Από το 1868, είχε δυναμώσει η φιλία του με άλλους 2 συμφοιτητές του, τον Frank Defregger και τον Eduard Kurzbauer. Μαζί, θα ταξιδέψουνε σε διάφορα μέρη της χώρας. Ολοκλήρωσε τις σπουδές στο Μόναχο το 1871. Την ίδια χρονιά εκθέτει στη Βιέννη το έργο του Τα ορφανά. Υπογράφοντας το όνομα του προσθέτει Ο Έλλην γιατί ήθελε ν’ αναδείξει τη καταγωγή του. Στα επόμενα έργα του υπέγραφε μόνο με τα’ όνομα του. Την ίδια εποχή, τελειώνει το έργο του Ειδήσεις της Νίκης που το εκθέτει και παίρνει το Ά βραβείο της Ακαδημίας. Έπειτα, του ανατίθεται από τη κυβέρνηση της Βαυαρίας να διακοσμήσει το δημαρχείο του Μονάχου. Ζωγραφίζει τη Νίκη μια γυναικεία μορφή με στεφάνια στα χέρια. Μετά την αποφοίτηση του, η ζωγραφική του όλο κι απομακρυνόταν από την αρχή της Σχολής που προτιμούσε τις ιστορικές σκηνές.
Απρίλη 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα που τόσο νοσταλγούσε! Είναι πια 30 ετών. Στην Αθήνα μετατρέπει το πατρικό του, επί οδό Θεμιστοκλέους, σε ατελιέ. Ένα χρόνο μετά θα ταξιδέψει μαζί με τον φίλο του Λύτρα στη Μικρά Ασία. Ήτανε της μόδας τέτοια ταξίδια (οριενταλισμός). Από αυτό το ταξίδι φέρνει πλήθος σχεδίων με χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, ενδυμάτων, σπιτιών του τόπου. Το 1ο του έργο είναι Ο Αράπης ως νταντά. Έπειτα Τιμωρία του ορνιθοκλέφτη κτλ. Εκείνη την εποχή θα ξεκινήσει και το ελληνικό θέμα Τα αρραβωνιάσματα, που θα ολοκληρώσει 2 χρόνια μετά.
Το 1874 αποφασίζει να γυρίσει στο Μόναχο, απογοητευμένος από τις συνθήκες που επικρατούσανε στην Ελλάδα. Εκεί θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του. Μαζί με τον Λύτρα, επιστρέφουν στο Μόναχο τον Ιούνιο του 1874. Αλλά κι εκεί, δύσκολα να προσαρμοστεί. Για να βοηθήσει και να του δώσει και κουράγιο ο Λύτρας, θα συστεγαζόταν στο ίδιο ατελιέ. Εκεί θ’ αποτυπώσει στο έργο του την οδύνη του για το ξένο τόπο και τη νοσταλγία της Ελλάδας. Τα έργα του έχουνε δραματικό φώς και μελαγχολική διάθεση. Γράφει:
«Ωραία είναι η Ιταλία, ωραία κι η Γερμανία, αλλά η Ελλάς ωραιότατη»!
Το 1875 τo έργο του Τάμα εκτίθεται στη Βιέννη. Παίρνει μετάλλιο κι αγοράζεται αμέσως. Ο Γύζης γίνεται μέλος της αδελφότητας Allotria κι έρχεται πρόταση από την Αθήνα: Να αναλάβει την 2η έδρα της Σχολής Καλών Τεχνών. Αρνείται όμως γιατί βλέπει πως δεν υπάρχουν οι ανάλογες γι’ αυτόν προϋποθέσεις. Το 1876 , πάλι με τον καλό του φίλο Λύτρα, θα ταξιδέψει στο Παρίσι όπου η τέχνη εκεί έκανε καινούρια βήματα. Μάλιστα από τα εκεί σχέδια του με κάρβουνο και κιμωλία, δείχνουνε τη γραφή του να ‘ναι επηρεασμένη από τον εξπρεσιονισμό. Παράλληλα, ο Νάζος προσπαθεί κι αυτός να τον πείσει να έρθει πια στην Ελλάδα. Πιθανόν και λόγω της κόρης του που του ‘χεν ιδιαίτερη συμπάθεια. Αυτός όμως αρνείται και πάλι. Σε όλες τις επιστολές του φαίνεται η βαθειά ευγνωμοσύνη του στον άνθρωπο που τον στήριξε τόσο, αλλά ήταν αδύνατον γι’ αυτόν να επιστρέψει.
Στη Γερμανία δουλεύει εντατικά κι εκθέτει τα έργα του Σπουδή στην Ανατολή κι Ο ζωγράφος στην Ανατολή όπου τιμάται με το Β’ βραβείο. Έχει επιτυχία και πουλά πολλά έργα του. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάζεται τελικά τη κόρη του προστάτη του Νάζου, την Άρτεμι, ενώ παράλληλα καλλιεργεί τις σχέσεις του με τους έλληνες ζωγράφους εκεί. Περισσότερο με τους: Βολανάκη, Ιακωβίδη, Λεμπέση και Σαββίδη. Το 1877 ήτανε 35 ετών κι αποφασίζει να έλθει στην Ελλάδα για να παντρευτεί την Άρτεμη. Πριν γυρίζουν μαζί πίσω στη Γερμανία, θα φυτέψει ένα δέντρο στο κτήμα του πεθερού του. Ίσως είναι ένας τρόπος να ταυτιστεί με αυτό, να μη ξεριζωθεί από αυτό το ελληνικό χώμα. Μαζί της απέκτησε 4 κόρες: τη Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις 12 μερών), τη Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), τη Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) κι ένα γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Από το 1880 αρχίζει να ασχολείται με νεκρές φύσεις. Οι εφημερίδες τον αποθεώνουν. Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Αλλά μετά απ’ αυτή τη χαρά, θα ακολουθήσουνε δυο πολύ δυσάρεστα γεγονότα. Ένα χρόνο μετά πεθαίνει ο πατέρας του κι ένα χρόνο από τον θάνατο του, χάνει και τη γλυκειά του μάνα (1882). Αυτή η χρονιά στο έργο του ήτανε πολύ σπουδαία και σε θέματα ηθογραφικά και σε νεκρές φύσεις. Βλέπε τα έργα του Κού-Κου, Παππούς με 2 εγγόνια, Αποκριά στην Αθήνα, Ρόδια κλπ. Το 1885 ζωγραφίζει το πιο γνωστό στους Έλληνες έργο του, Το κρυφό σχολειό, έργο που έχει γράψει ιστορία. Το 1886 την Εαρινή Συμφωνία αρχίζοντας να βάζει στο έργο του λυρική χροιά.
Πάντως, όταν αποδέχεται τη θέση βοηθού καθηγητή στη Γερμανία (1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής εκεί), νιώθει πια ότι δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα να επιστρέψει στην Ελλάδα, στη πατρίδα του, στη γη του, η χαρά του για αυτή τη τιμητική επιλογή είναι μεγάλη, από την άλλη, η θλίψη του βαθειά γιατί για να πάρει τη θέση να αρνηθεί την ελληνική του υπηκοότητα. Οι μαθητές της σχολής, κάνουνε τ’ αδύνατα δυνατά για να γραφτούνε στο εργαστήρι του, οι φοιτητές τον εκτιμάνε και σα ζωγράφο και σα δάσκαλο και σαν άνθρωπο μ’ ευγένεια.
Μια μέρα κεί στη πολύ κρύα Γερμανία, φύσηξε νότιος άνεμος. Ο Γύζης ταράχτηκε! Έγραφε: «Δεν πιστεύω να είναι από την Ελλάδα. Δεν μυρίζει θυμάρι». Τα λόγια του είναι τόσον άμεσα κι από καρδιάς που κάνουν να δακρύζει κάθε Ελληνική ψυχή. Βλέπουμε την Ελλάδα να νικά μέσα του τη Βαυαρική μαθητεία, να διαμορφώνεται κι αυτό να εκφράζεται στο προσωπικό ύφος του έργου του. Στις ηθογραφίες του βλέπουμε την ανάμνηση της πατρίδας, να την αποδίδει με απίστευτη τρυφερότητα. Έγραφε πως, την Ελλάδα δεν μπορεί να τη ζωγραφίσει τόσο ωραία όσο την αισθάνεται. Παράλληλα διατηρούσε και τη πίκρα που η Ελλάδα δεν τονε κράτησε κοντά της.
Στο Μόναχο επισκέπτεται εκθέσεις λουλουδιών. Τα βρίσκει όμορφα αυτά τα λουλούδια μεν αλλά επειδή «είναι τεχνητά μεγαλωμένα» δεν αγγίζουνε τη ψυχή του. «Προτιμώ μιαν απριλιάτικη τριανταφυλλιά των Αθηνών από όλα αυτά». Παρόλη όμως τη λατρεία του για τη φύση, ποτέ δεν έγινε τοπιογράφος. Και δεν είναι μόνον εκεί που τα λουλούδια είναι τεχνητά μεγαλωμένα. Είναι και το φώς. Το φώς που είναι έμπνευση κι εργαλείο για το ζωγράφο. Το Μόναχο ήτανε σκοτεινό, θλιβερό κι απελπιστικό. Έγραφε:
«Ούτε με εμπνέει ο τόπος, ούτε εύμορφαι είναι οι γραμμαί, ούτε οι χρωματισμοί. Αιώνιον πράσινον, πράσινον. Άλλοι είναι οι τόποι δια καλλιτέχνας, ίνα εμπνευστούν ,αλλά είναι μακράν».
Ο Γύζης έλεγε πως μόνον στον ύπνο του βρίσκει χαρά γιατί ονειρεύεται τον ήλιο! Το φώς είναι αυτό που καθόρισε τη χρωματική κλίμακα στο έργο του. Το λευκό στον Γύζη φέγγει δυνατά, το καφέ λάμπει από το κόκκινο που έχει μέσα του και το μπλε υπάρχει σε παραλλαγές. Μάλιστα φοβόταν μη δει στο μέλλον τα έργα του και του φανούνε πως έχουνε το χρώμα της θάλασσας γιατί στον ύπνο του και στον ξύπνιο του ονειρευόταν-έβλεπε τη ελληνική θάλασσα, τις βάρκες. Το 1893 βραβεύεται στη Μαδρίτη για τη 3η παραλλαγή του έργου του Τάμα κι η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ζητά το βιογραφικό του για να τονε συμπεριλάβει. Σε όλη του τη ζωή δούλευε πολύ κι είχε φιλίες με όσους χρειαζόταν να τον βοηθήσουν στην ανάδειξη του έργου του. Μάλιστα, τον επισκεπτόταν ο αντιβασιλέας στο ατελιέ του. Στις επιστολές του γράφει:
«Είμαι καλά όταν εργάζομαι. Η εργασία είναι η ζωή μου. Εις τον κόσμον εγνώρισα πλούσιους και πτωχούς. Όσον λυπούμαι τους πρώτους όταν δεν ξέρουν πώς να περάσουν τον καιρόν τους σκοτώνοντας αυτόν εις μάταιες διασκεδάσεις, πόσον μακαρίζω τους δεύτερους και μάλιστα, όταν μετά τον τρομερόν κόπο τους, τους ακούω να προφέρουν το ¨Δόξα σοι ο Θεός¨ και να τραγουδούν».
Το 1895, του ανατίθεται η προμετωπίδα του περιοδικού Uber Land und Meer, το Δίπλωμα των Μηχανικών Θεωρία & Πράξη κι η οροφή της αίθουσας συνεδριάσεων του Μουσείου Βιοτεχνίας στη Νυρεμβέργη. Τότε, μετά από 18 χρόνια, επισκέπτεται την Ελλάδα μαζί με τον γιό του δάσκαλου του Karl von Piloty. Θα ‘ναι κι η τελευταία φορά που θα επισκεφτεί τις ρίζες του.Την Ελλάδα, την οποία ποτέ δε ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε.
«Επεθύμησα να καθίσω εις τις δροσοκαμάρες του χωριού μου. Τρέχει ο κόσμος σήμερον, τρέχει να υπερβεί τον πλησίον του και τρέχων γηράσκει και μόλις παρά το χείλος του τάφου στέκει να ιδή ότι ήλθεν η ώρα του, ότι είναι γέρων ή ότι κατέστρεψεν το άθλιον του σώμα τρέχων. Είναι ήδη αργά! Παρήλθεν ο βίος χωρίς να αισθανθεί ότι έζησεν».
Το 1897 γίνεται ο πόλεμος στην Ελλάδα με τη Τουρκία με αιτία το Κρητικό ζήτημα. Η σκέψη του είναι μόνο στην Ελλάδα. Ζωγραφίζει τη καταστροφή των Ψαρών. Τα γράμματα του είναι γεμάτα από ιδεαλιστικές σκέψεις. Ζωγραφίζει τα: Μετάνοια, Η ψυχή του καλλιτέχνη, Χαμένη ψυχή κ.α. Κείνο τον καιρό, (Μάρτης 1897) γράφει σχετικά:
«Τι αξιολύπητον, ότι ένας λαός τόσον προικισμένος πρέπει να υποφέρη υπο τον ζυγόν βάρβαρων λαών. Η Διπλωματίαν θεωρεί την ωραίαν αυτήν χώραν απλώς ως αντικείμενον αμοιβαίας ζηλοτυπίας. Βλέπω αυτό το αίσχος της πολιτισμένης Ευρώπης».
Για τις ξένες προστάτιδες δυνάμεις, πολύ πριν αυτόν τον πόλεμο, σε σχέση με μας τους Έλληνες, τον Μάη του 1886 γράφει:
«.. .αφού μας γυμνώσουν πρώτον, αφού μας εξαντλήσουν υλικώς, μας πωλούν το όπλον και έπειτα έρχονται και μας δένουν τα χέρια. Μας πήραν στον λαιμό τους οι προστάτιδες δυνάμεις. Είθε όμως τούτο να μας χρησιμεύσει ως διδασκαλία και εις το μέλλον να μας γίνει ωφέλιμο μάθημα».
Το 1898 συμμετέχει στην έκθεση του Glaspalast με δική του αίθουσα. Εκθέτει 24 έργα με λάδι και πολλά σχέδια του. Αγοράστηκαν 13 σχέδια του. Ο Γύζης ομολογεί πως τα σχέδια αυτά έγιναν εμπνεόμενος από τη μουσική και τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής του. Εκτός της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, ήτανε και λάτρης του Μπετόβεν αλλά και λάτρης του εθνικού μας ποιητή Σολωμού που κι αυτόν τον ενέπνεε:
«Δόξαν αρχαίαν, αυστηράν και σοβαράν.. Δεν ζωγραφίζονται οι λέξεις αλλά το πνεύμα αυτών».
Το 1899 είναι πια αποκαμωμένος. Έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις αλλά εργάζεται όμως. Τελειώνει τα: Αποθέωση, Ο νέος αιώνας., που θα ‘ναι και το έργο που θα βάλει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Επίσης θα συμμετάσχει και στην έκθεση Glaspalast με το μεγάλο του θρησκευτικό έργο Ιδού ο Νυμφίος έρχεται. Όταν πια θα καταλάβει πως η ζωή του τελειώνει, το να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα το θεωρούσε σαν το λυτρωμό του από την αρρώστια. Πίστευε πως αν πήγαινε εκεί, θα θεραπευότανε και μάλιστα ταχέως. Εκείνη τη περίοδο του ζητείται από το Εθνικό Μουσείο της Βιέννης το έργο του Δόξα να το αγοράσει με 3.000 μάρκα. Αρνείται και το στέλνει στον πεθερό του για να το παραδώσει έναντι 1.500 χρυσών φράγκων στην επιτροπή για την έκθεση των Αθηνών. Η αντιμετώπιση από τους αρμόδιους στην Ελλάδα είναι αρνητικότατη. Ο Γύζης πικραίνεται πολύ, αν και παράλληλα οι Βαυαροί τονε δαφνοστεφανώνουνε για το έργο του Αποθέωση της Βαυαρίας.
Προσβεβλημένος ήδη από καιρό από τη λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο 4 Γενάρη 1901 περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του που τόσο αγαπούσε. Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Στο μνημείο που φιλοτεχνείται, ο Παλαμάς γράφει το ποίημα Για τον τάφο του Νικόλαου Γύζη. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν:
«Λοιπόν ας ελπίζωμεν κι ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!».
Μετά το θάνατο του έργα του εκτέθηκαν στην 8η καλλιτεχνική έκθεση του Glaspalast. Όσο ζούσε, τιμήθηκε και βραβεύτηκε πολλές φορές και σε ευρωπαϊκές και σε ελληνικές εκθέσεις μετά το 1870 ως το τέλος. Έργα του κοσμούν Μουσεία και οι συλλέκτες-επενδυτές της τέχνης ποντάρουν στο όνομα του.
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του, φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μες στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό γερμανικότερος των Γερμανών κι επαινέθηκε πολύ από τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
2 από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσανε την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878-1880) κι Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895-1899) καταστραφήκανε κατά τον Β΄ Παγκ. Πόλ. Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875] και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει τη καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895-1900, Εθνική Πινακοθήκη Ελλάδας – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνας του εναντίον του Κακού κι η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ’ αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Ο Γύζης χάρη στην υπέροχη μάνα του και τον πατέρα του που τη σεβόταν, έμαθε κι ο ίδιος να σέβεται την γυναίκα και να την αγαπά.
Διατήρησε την ελληνική του ταυτότητα. Λάτρευε ότι Ελληνικό! Το Ελληνικό πνεύμα, την Ελληνίδα μάνα, την Ελληνική μοναδική φύση, την Ελληνική μουσική, κυρίως της Τήνου και των υπόλοιπων κυκλαδίτικων νησιών που ξεσηκώνει τις καρδιές! Η επαφή του με την Ελληνική φύση τον συγκινεί. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Χαιρετίσατε εκ μέρους μου μικρούς και μεγάλους ως και τα πουλιά».
Στα ιδεαλιστικά του έργα, κάθε πινελιά του είναι ιδέα, κάθε χρώμα ένας τόνος μουσικής Μάλιστα αρκετά από τα έργα του γίνονται με συνοδεία μουσικής από το πιάνο που παίζανε τα παιδιά του. Με τους όμορφους ήχους ενθουσιαζόταν, έβλεπε τα λάθη στους πίνακες του και τους διόρθωνε! Όταν ήταν έτοιμος να κατευθυνθεί προς τις ιδεαλιστικές του συνθέσεις, ζητούσε από τον πεθερό του κυρίως να του στείλει κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Ομήρου.
Ο Γύζης ένωσε ρεαλισμό και ιδεαλισμό. Στις ηθογραφίες του έπλασε τον ιδανικό Έλληνα, την ιδανική μάνα, τον ιδανικό νεαρό, τον ιδανικό παππού, την ιδανική γιαγιά. Στις προσωπογραφίες του κάνει ανατομία της ψυχής. Ήθελε πάντα να έχει ψυχική επαφή άμεση με το μοντέλο του και δεν ζωγράφιζε αριστοκράτες. Ότι επαίνους έπαιρνε, αισθανόταν πως η δόξα, μαζί με αυτόν, ανήκει στους δικούς του ανθρώπους και στην Ελλάδα. Μάλιστα, σε έναν διαγωνισμό που διακρίθηκε μέσα σε 174 συμμετοχές, αυθόρμητα είπε: «Τους φάγαμε!» εννοώντας ότι η διάκρισή του σήμαινε τη νίκη της Ελλάδας.
Το έργο του, όπως προκύπτει από την ποικιλία των θεμάτων, υπήρξε πολύπλευρο. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στο περιβάλλον του, καθώς επίσης ανθρώπινες μορφές μέσα σε έναν εξιδανικευμένο κόσμο. Ενώ η ηθογραφία του δε διαφέρει ούτε προς τη θεματολογία ούτε προς το πλάσιμο των μορφών από τα αντίστοιχα έργα των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου του 19ου αι., εμπλουτίζεται εντούτοις μ’ ελληνικά κι ανατολίτικα μοτίβα.
Το κύριο μοτίβο των ηθογραφιών του είναι η οικογένεια στα διάφορα βιώματά της. Αυτό που ενδιέφερε το ζωγράφο δεν ήταν να αποδώσει την αρμονία της ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής, αλλά κυρίως ιδιαίτερα συμβάντα, όπως χιουμοριστικά, κωμικά, γιορταστικά, καταστάσεις τραγικές και θλιβερές. Ο ζωγράφος ιδιαίτερα αφοσιώθηκε στην απόδοση του κόσμου του παιδιού. Εδώ κατόρθωσε να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο όλο το συναισθηματικό του κόσμο. Ζωγραφίζει παιδιά όλων των ηλικιών, από βρέφη μέχρι έφηβους.
Σε λίγους πίνακες καταπιάστηκε με σκηνές, όπου περιθωριακοί τύποι της κοινωνίας παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο ζωγράφος δεν ασχολείται τόσο πολύ με την κατάσταση του κύριου προσώπου, όσο με τη σύνθεση διαφόρων χαρακτήρων γύρω από τον πρωταγωνιστή σε έναν ιδιαίτερο χώρο, αλλά και με την έντονη χρωματική απεικόνιση του θέματος.
Ένα άλλο θέμα το οποίο σχετικά σπάνια απασχόλησε το ζωγράφο σε κάποιους ελληνικούς ηθογραφικούς πίνακές του είναι η Τουρκοκρατία: στο έργο του «Το Κρυφό Σχολειό» παρουσιάζεται ένα επεισόδιο το οποίο προϋποθέτει την καταπίεση των Τούρκων, χωρίς όμως να τη δείχνει φανερά. Πολεμικά γεγονότα από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, με το φιλειρηνικό του χαρακτήρα δε ζωγράφισε ποτέ. Ακόμη κι αν οι τίτλοι έργων του μιλούν για αγώνες, οι πολεμικές σκηνές απουσιάζουν. Στη προσπάθειά του ν’ ανανεώσει την ηθογραφία με αρχαιοελληνικά θέματα σχεδίασε μυθολογικές συνθέσεις, που σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις κατέληξαν σε τελειωμένους πίνακες. Η σημαντικότερη αλληγορική μορφή του είναι η γυναικεία μορφή με ιδεαλιστικό πρόσωπο που κρατά μια λύρα. Εμφανίζεται στα έργα του με τα ονόματα Τέχνη, Μουσική, Άνοιξη , Αρμονία, Ιστορία, Φήμη κ.α.
Τα θρησκευτικά έργα του, που αντιπροσωπεύουν τα οράματα του καλλιτέχνη στα τελευταία χρόνια της ζωής του, δηλώνουν την έντονη υπαρξιακή του αγωνία. Το κυρίαρχο θέμα είναι ο Αγώνας, η πάλη εναντίον του Κακού κι η νίκη του Καλού. Σ’ αυτά τα έργα κυριαρχούν το φως και το σκοτάδι, ενώ ο χώρος καθορίζεται ελάχιστα. Σημαντικό ρόλο στο έργο του παίζει η Μουσική.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα και κυρίως στα σχέδια με κάρβουνο και κιμωλία, δίνει εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες κι εικονογράφησε βιβλία. Όμως, καμμιά βιογραφία του δε μπορεί να περιγράψει τόσον άμεσα την αλήθεια του για τη ζωή και τη τέχνη του όσον ο ίδιος. Η ζωή και το έργο του φωτίζεται επίσης από τις επιστολές που έγραφε από το 1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του (Επιστολαί Νικολάου Γύζη, Εκδόσεις Εκλογής, Αθήναι 1953). Δυστυχώς το βιβλίο έχει εξαντληθεί . Μερικά χαρακτηριστικά κομμάτια:
«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά κι άνευ αυτών δεν ημπορώ να κάμω βήμα. Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς, όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ’ αφ’ ότου εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά τούτο έπεσα έξω. […] Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου…»
Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873
« Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός»
Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις τα γλυκά αυτά μέρη».
Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτώβρη 1900.
«Η κάθε γυναίκα εδώ (στην Ελλάδα) γίνεται πραγματική Αφροδίτη».
«Η Μάννα μου δεν με νιώθει και η παραμάννα μου δεν θέλει να το ειπή ότι με νιώθει» έγραφε όταν μεν η Αποθέωση της Βαυαρίας θαυμάζεται μεν αλλά όχι τόσο όσο ήθελε ο ίδιος. Η μάνα του ήταν κάποιοι άνθρωποι στην Ελλάδα που επέκριναν το έργο του κι η παραμάνα κάποιοι άνθρωποι στη Γερμανία που κατά τον Γύζη, βάζαν όριο στην επιδοκιμασία τους.
«Ψεύτης ο κόσμος! Όνειρα είναι τα πάντα»
«Δεν επρόφθασα δυστυχώς να μάθω γράμματα. Ότι γράφω μου το υπαγορεύει η καρδιά μου, αυτή είναι η Γραμματική και το Συντακτικόν μου».=============================
Νεκρή Φύση


Διωγμός Κεφαλή Κοπέλας

Ναυμαχία

Χαμίνι

Αρραβωνιάσματα

Κου-Κου

Θλιμμένο Κορίτσι

Αποστήθιση

Ορφανά

Ανατολίτης Με Τσιμπούκι

Καπουτσίνος Μοναχός


Πηνελόπη Γύζη Αρχάγγελος

Παιδομάζωμα

Μαργαρίτα Γύζη

Μάθημα Ιστορίας

Ξεκούραση

Κρυφό Σκολειό

Αλληγορία Ζωγραφικής


Η Δόξα Των Ψαρών










