Δάφνη Αιμιλία: Ταλαντούχα Καταπιεσμένη Μορφή

Βιογραφικό

     Γεννήθηκε σαν Αιμίλια Κούρτελη στη Μασσαλία το 1881, όπου πέρασε και τα παιδικά της χρόνια, και πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 60 ετών, στις 26 Ιουλίου 1941. Ο πατέρας της I. Κούρτελης, Κεφαλονίτης τη καταγωγή, ήταν απ’ τους λόγιους του 2ου κύματος τής ομογένειας. Βρέθηκε στη Μασσαλία μετά την Επανάσταση τού 1821 κι εκεί εξέδιδε τη γαλλόφωνη εφημερίδα SEMAPHORE. Στην Αθήνα η οικογένεια εγκαταστάθηκε όταν η Αιμιλία ήταν πολύ μικρή. Από τότε όμως έγραφε ποιήματα κι ήτανε πολύ ταλαντούχα. Πρώτος που ξεχώρισε το ταλέντο της ήταν ο νονός της, Αχιλλέας Παράσχος που την ανάλαβε κάτω από τη πνευματική του προστασία. Έτσι η Αιμιλία τέλειωσε το Αρσάκειο με άριστα και προσλήφθηκε καθηγήτρια στο σχολείο αυτό, αφού σπούδασε φιλολογία. Ιδιαίτερα όμορφη όταν ήταν νέα επικράτησε στους φιλολογικούς κύκλους με τα πρώτα ποιήματα που άρχισε να δημοσιεύει. Ήτανε ταλαντούχα από μικρό κοριτσάκι κι έγινε μάλιστα μια πανεμορφη γυναίκα, τόσο που ενέπνευσε τον Σκίπη να γράψει τη Κόμη Της Βερενίκης και τον Άγγελο Σικελιανό να πει:

   “Έτσι θα ‘τανε τα μάτια της Σαπφούς, τα ‘καιγε βαθιά κρυφή μεγάλη φλόγα. Κι η κατατομή της, κατατομή αυλητρίδας αρχαίου ναού“.

     Το 1902 κυκλοφόρησε η 1η της ποιητική συλλογή, με τίτλο Χρυσάνθεμα κι ο Δ. I. Καλογερόπουλος που τη προλογίζει, παρατηρεί πως η ποίησή της είναι “σαν αυγή (που) θαμποχαράζει και προιωνίζεται την αυγή ολόφωτης μέρας”. Το 1911 παντρεύτηκε το λόγιο Στέφανο Δάφνη (Θρασύβουλο Ζωϊόπουλο) κι έκτοτε υπέγραφε μ’ αυτό το επίθετο. Θα τού αφοσιωθεί ολόψυχα στα 30 χρόνια που θα ζήσουν μαζί, έτσι που αυτή η αφοσίωση να ωφελήσει το έργο εκείνου, επηρεάζοντάς το βαθύτατα και να βλάψει το δικό της. Έζησε κυριολεκτικά στη σκιά του άντρα της κι ο Μιχάλης Περάνθης σημειώνει σ’ ένα βιογραφικό της σημείωμα:

    Ήτανε μια σκια που δεν επέτρεψε ούτε και σήμερα ακόμη να κερδίσει τη σημαντική θέση που της ανήκει.

     Ακολούθησε το 1923 η 2η συλλογή της, που είχε τίτλο Τα Χρυσά Κύπελλα και προλογίστηκε από τον Παλαμά.  Στα ποιήματα αυτά, όπως και στα προηγούμενα δημοσιεύματά της, υπάρχει όλο ευαισθησία μεταφυσική αγωνία, ίδεαλιστική διάθεση, αλλά περισσότερη μαεστρία κι ωριμότητα στα εκφραστικά μέσα. Την ίδια χρονιά (1923) θα κυκλοφορήσει σαν 1ο δείγμα τού πεζογραφικού της ταλέντου το μυθιστόρημα Το Τάλαντο Της Σμαρώς. Αξίζει να σημειωθεί πως σε όλα τα χρόνια της ενεργούς καρριέρας της, δημοσίευε άρθρα, διηγήματα και ποιήματα στα μεγάλα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής εκείνης. 14 χρόνια αργότερα (1937) θα κυκλοφορήσει το 2ο μυθιστόρημα, που η τεχνική αρτιότητά του βεβαιώνει για τη πολλή επεξεργασία που έχει γίνει από μέρους της συγγραφέως στο διάστημα αυτό. Το μυθιστόρημα τιτλοφορείται Η Ξένη Γη κι είναι το βιβλίο που μ’ αυτό θα κλείσει τη δημιουργική της παραγωγή. 4 χρόνια αργότερα θα σβήσει ήσυχα κι αθόρυβα όπως έζησε. Άφησε μιά ανέκδοτη νουβέλλα με τίτλο Το Σπίτι Με Τον Άγριο Σκύλο, κι έχει γράψει πολλά θεατρικά μονόπρακτα. Το μονόπρακτο έργο της, μάλιστα, Gloria Victis τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα της μεταφράστηκανε σε γαλλικά & γερμανικά.



     Σημ: Ο Γιάννης Σπανός όταν μελοποίησε ελληνική ποίηση και πιο συγκεκριμένα, το 1967 στην Ανθολογία Α’, συμπεριέλαβε το ποίημά της Τρεις Νέοι… και παρακάτω παρατίθεται και το ποίημα και κάτω απ’ αυτό, το τραγούδι. Επίσης κι άλλα τραγούδια της μελοποιηθήκαν αργότερα και θα παρατεθούνε παρακάτω με τη σήμανσή τους. Π. Χ. 

Τα Έργα

   Ι.Ποίηση:
• Χρυσάνθεμα /Αθήνα, έκδοση του περ. Πινακοθήκη, 1902.
• Τα Χρυσά Κύπελλα / πρόλογο Παλαμά. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1923.
• Διάφορα ποιήματά της σε περιοδικά κι εφήμερίδες της εποχής.

  ΙΙ.Πεζογραφία:
• Το Τάλαντο Της Σμαρώς / μυθιστ. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1923.
• Η Ξένη Γη / μυθιστ. Αθήνα, Εστία, 1937.
• Διάφορα διηγήματά της κι άρθρα σε περιοδικά κι εφημερίδες.

 ΙΙΙ.Μεταφράσεις:
• Μπορντώ Ανρύ: Η Αλαφροίσκιωτη / μτφρ: Αιμ. Δάφνη, Αθήνα, Ζηκάκης, 1922.

 ΙV. Θέατρο:
• Gloria victis – Οι Γέροι – Απολύτρωση / Μονόπρακτα δράματα. (σε τόμο με το θεατρ. του Στέφανου Δάφνη: Το Πατρικό Σπίτι). Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1921.

====================

                  Αδικοθάνατος

Ἦρθες τὴ νύχτα κι ἔκατσες στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρη…
Στὸ ροῦχο σου οὔτε κουρνιαχτός, οὔτε στὸ μάτι δάκρυ.
Μόνο ἡ φωνή σου ἀλαργινὴ σὰν ἀπ’ ἀνήλια μάκρη.

Ὅλοι μαζὶ ἐκαθήσαμε, κι ὅλοι μαζὶ σοῦ λέμε:
«Ἄδικα ποὺ σὲ κλάψαμε, κι ἄδικα ποὺ σὲ κλαῖμε,
κι ἄδικα τ’ ὅσο κάψαμε λιβάνι, κι ὅσο καῖμε!..

«Ἐσύ ‘σαι δῶ, στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρηα, καὶ κοιτάζεις
μ’ ὅλο τὸ φέγγος τῆς ψυχῆς. Καὶ γελαστὸς μᾶς τάζεις
νὰ πῇς τὸ «ναί» στὸ ρώτημα ποὺ ἀπάνω μας διαβάζεις.

«Καὶ νά, ποὺ μαζωχτήκαμε τριγύρω. Πές μας τώρα,
(πρὶν ὁ μεγάλος Ἄστερας χαράξῃ ὥραν τὴν ὥρα)
σὰν τί καλούδια σοὔδωκαν ἀπὸ τὴν Κάτου Χώρα;

«Σὰν τί καλὰ μᾶς φύλαξες μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη;
Ἤ μὴ τῆς Ἄρνας πέρασες τὴ λίμνη, κι ἔχεις μάθη
τὸ πῶς ξεχνιοῦνται κι οἱ φιλιὲς καὶ τῆς ζωῆς τὰ πάθη;…»

Κι ὅπως σοῦ ἀνάπαιξε ἡ ματιά, μὲ μιᾶς ἐξεθαρρεύτη
κι ἔπεσε στὸ θαμπὸ γυαλὶ τοῦ ἀντικρινοῦ καθρέφτη,
χίλια κομμάτια ἐγείνηκε καὶ στὴν ποδιά μας πέφτει.

Κι ἐνῷ σὰ χάδι ἁπλώναμε στὴν ὄψη σου τὸ χέρι,
σβύστηκε τὸ ποὺ ἐτρέμιζε μπροστά μας ἀχνοκέρι
κι ἐστέναξε πικρὴ φωνὴ μές στ’ ὀρθρινὸ τ’ ἀγέρι.

    Της Πολιτείας Οι Δρόμοι

Ὅμορφοι οἱ δρόμοι οἱ πολυσύχναστοι
τὴν ἄνοιξη ἢ τὸ καλοκαίρι,
ποὺ μᾶς τραβοῦν στῆς πολιτείας ἀνάμεσα
τ’ αγαπημένα μέρη.

Κόσμος ὡραῖος περνάει κι ἀνάερος:
κἄποιο κορμί, κἄποιο φτερό, κἄποια κορδέλλα
καὶ προσωπάκια, ποὺ θαρρεῖς ἐστάθηκαν
τοῦ Γκρὲζ ἢ του Βὰν Ντάϊκ μοντέλλα.

Κι ὅλα μαζὶ σὰν ἥσκιοι στὸ πανί
κἄποιου στημένου κινηματογράφου
γελοῦν, γλυστροῦν, λυγίζουν, χάνονται,
σάμπως στὴν ἄβυσσο ἑνὸς τάφου.

Ὡς τόσο, τὰ πλατειὰ προγράμματα
μὲ τοὺς ἐφήμερους Πιερρότους καὶ τὰ σκίτσα,
ποὺ διαφημίζουν τὶς χαρές, ἢ κι ἄσεμνους
πόθους ξυπνοῦν στ’ ἀνίδεα τὰ κορίτσα,

μας σταματοῦν τὸ βῆμα τὸ ἄσκοπο
γιὰ νὰ μᾶς ποῦν μὲ τὴν κοινή τους γλῶσσα
γιὰ μάταιες δόξες, πρόσκαιρες χαρές,
ἢ θλίψες κι ἄλλα πόσα!…

Κι ὅταν βροχοῦλα ἀρχίζει χειμωνιάτικη
ἀπ’ τὰ βαρειὰ τὰ σύγνεφα νὰ πέφτῃ,
τρέμουνε κ’ οἱ γραμμὲς στὸν ἄσφαλτο.
σὰν ἥσκιοι σὲ θαμπὸ καθρέφτη.

Τῶν δέντρων οἱ κορμοί, τὰ ξέφυλλα
κλαδιά, τῶν φαναριῶν οἱ στύλοι
σὰν κιάρο-σκοῦρο γράφουνται
μὲς στὸ θολὸ τὸ δείλι.

Καὶ μόνο πίσω ἀπ’ τὶς κρυστάλλινες
τῶν λουλουδιῶν βιτρίνες
κερένια, βελουδένια, ἀνέγγιχτα
κάτω ἀπὸ ρόδινες ἀχτίνες,

τ’ ἄνθια βουβὰ κι ἀσάλευτα,
σὰ μαγεμένα ἀπὸ τὴ Μοῖρα,
στέκουν,—ψυχὲς ἀνέγγιχτες
στοῦ κόσμου τὴν πλημμύρα.
                                             Φλεβάρης 1923
                            Όραμα

Όνειρο γοργοφτέρουγο το πέρασμά σου, ω κόρη!
Στ’ ακρόνυχά σου ανθούς σκορπά η μούσα η Τερψιχόρη.

Τ’ αρχαίο το πνεύμα μιαν αυγή, φυσώντας το καλάμι,
στης Αρκαδίας σ’ έφερε το μυθικό ποτάμι.

Κι έτσι λουσμένη μες στο φως, ανέγγιχτη κι ωραία,
περνάς, γλιστράς σαν όραμα σ’ αρχαίον αμφορέα.

Γύρω απ’ το φυλλοστέφανο βωμό οι Θεοί στημένοι
στο λύγισμά σου απλώνουνε τα χέρια αναστημένοι.

Και στις ψυχές που σε θωρούν, μες στων θνητών τα στήθη,
ο μέγας Παν εξύπνησε και γελαστός εστήθη!

                 Γειτονιές

Τὶ καλὰ στὶς γειτονιὲς νὰ τριγυρίζῃ
κάθε ἀπόβραδο κανεὶς μὲ δίχως ἔννοια…
Ὅπου γλάστρες, μιὰ κοπέλλα καὶ δροσίζει
πόρτες, ἄνθια, τὴν αὐλὴ τὴ χωματένια.

Μὲς στὸ πράσινο, σὰν κόμποι ἀπὸ ρουμπίνι,
τρέμουν τ’ ἄνθια στὸ μπαλκόνι σκουλαρίκια·
τέτοιο φῶς λοξὰ τὸ μούχρωμα τοὺς δίνει,
ποὺ ὀνειρεύεσαι βυθούς, κοράλλια, φύκια.

Τὰ παιδιά, μελισσολόϊ μὲς στὸ δρομάκο:
τὸ πατίνι, τὸ φοὺτ-μπὼλ ἤ τὸ τσιλίκι.
Δὲν τρομάζουν πιὰ σὰ δοῦν τὸ γεροντάκο
νὰ βροντάῃ, καθὼς περνάει, τὸ δεκανίκι.

Σάλαγος, μπουχός, βουή, μπενζίνα,
κι οἱ ἀνθρῶποι εἶναι πουλιὰ κυνηγημένα,
σὰν περνάῃ καὶ τοὺς σκορπάῃ ἡ λιμουζίνα
στὶς γωνιές, ὄξω ἀπ’ τὰ σπίτια τὰ κλεισμένα.

Νὰ κι ἡ σούστα ποὺ διαβαίνει· κύκλους γράφει
μὲ τὶς ρόδες ποὺ τὴ γῆς βαριὰ τραντάζουν.
Δῶ καὶ κεῖ στὰ μαγαζάκια οἱ φωνογράφοι
τὶς καρδιὲς μὲ τὸ τραγοῦδι τους σπαράζουν.

Τὸ σκοπὸ κι ὁ καρροτσέρης γλυκοσέρνει,
δίχως τίποτ’ ἀπ’ τὴ νύχτα νὰ προσμένῃ.
Στὸ κασσόνι του, ὅπως κάθεται, τὸν παίρνει,
κι ὅπου τ’ ὄνειρο τὸν πάει, πηγαίνει.

Κάπου ἀπόμερα στὸ δρόμο τὰ ζευγάρια
σμίγουν, φεύγουν, ξεγλιστροῦν σιγὰ καὶ πᾶνε…
Σβύνουν πίσω τῶν βημάτων τους τὰ χνάρια,
καὶ στὸ στρίψιμο λυγμοὶ κρυφοὶ ξεσπᾶνε.

Δυὸ φιλάκια ἢ καὶ δυὸ δάκρια, κι ἓν ἀντίο…
Ἄχ! τὸ «χαῖρε» αὐτὸ στῆς γῆς τὴν παραζάλη!
-Χτές, ἀλήθεια, στὸ δρομάκο ἤμαστε δύο,
ξένος σήμερα εἶμαι γὼ καὶ σὺ μιὰν ἄλλη.-

Καθισμένος στ’ ἀγκωνάρι σταυροπόδι
κι ὁ τυφλὸς παραδομένος τραγουδάει.
Λὲς καὶ μέσα του ἀκλουθάει σκυφτὸς τὸ ξόδι
τῆς δικῆς του τῆς ζωῆς ποὺ πάει καὶ πάει…

Πῶς μοῦ σέρνεις τὴν ψυχή μου, ὤ μουεζίνη,
στὴ θρησκεία σου ποὺ φέγγει στὸ σκοτάδι!
Πόσα ὁράματα ὑπερκόσμια στὴ γαλήνη
ποὺ κοιμᾶται στῶν ματιῶν σου τὸ μαυράδι!…

Λίγο ἀκόμα καὶ τὸ φῶς θὰ ξεψυχήσῃ,
κι οὔτε χρῶμα, οὔτε λουλούδι, οὔτε ζευγάρι.
Ἄχ, κι’ ἂς ἦταν ἀπ’ τὸ χάος νὰ ξεπηδήσῃ
σὰν ὑπόσχεση ψηλὰ τὸ νέο φεγγάρι!

                Η Γη Και Τα Στάχυα

Σὲ κάποιες ὧρες μυστικὲς ποὺ τ’ ἀστεράκια κλαῖνε
κι ἐρωτικὲς ἀποθυμιὲς σκορποῦν τριγύρω οἱ τόποι,
γέρνουν τὰ στάχυα πρὸς τὴ γῆ, τὴν προσκυνᾶν καὶ λένε:
-Ὥρα καλή μανοῦλα μου, καὶ θὰ μᾶς φᾶν οἱ ἀνθρῶποι.

Σὲ κάποιες ὧρες γαληνὲς ποὺ τ’ ἀγεράκι πνέει
καὶ δίνει ἀνάσα στὰ δεντρά, μοσκοβολιὲς στοὺς κρίνους,
σιγομιλάει κι ἡ μάνα γῆς -ὥρα καλὴ- καὶ λέει:
Ἐσᾶς οἱ ἀνθρῶποι θὰ σᾶς φᾶν, κι ἐγὼ θὰ φάγω ἐκείνους!

—————————

Μελοποιημένη… Δάφνη:

           Τρεις Νέοι…

Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά),
αγάπες, όνειρα, τραγούδια,
μέσα στο φως, μες στα λουλούδια,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).

Τώρ’ απομένουνε βαθιά,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
χείλη, καρδιές, μάτια κλειστά,
μέσα στο χώμα, μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί…

Κάθε π’ ανθίζουν τα κλαδιά,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά
ή στ’ ασημένια καλοκαίρια,
που υψώνονται στο φως τα χέρια,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά.

Και μ’ αρμονία γλυκολαλεί,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί-
η θεία του Σούμπερτ σερενάτα,
κι είν’ όλ’ αγάπη, φως, γεμάτα,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί.

Του πρώτου η μάνα τ’ αγροικά
βουβή κι ανάβει τα κεριά,
τ’ άλλου αδελφή, και γονατίζει,
του τρίτου η αγάπη θυμιατίζει
σ’ ένα κελί καλογριά.

Μοίρες οι νύχτες τριγυρνούν
και τα παιδιά ξεπροβοδούν,
στέλνουν μηνύματα στ’ αστέρια,
και με καλόβολα τα χέρια
τα τρία παιδιά ξεπροβοδούν.

Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι… και τώρα είναι βαθιά
μέσα στο χώμα μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).

              Αγωνία

Κανείς δεν είναι, για να δει,
που μ’ έχουν δέσει στο σταυρό
και μ’ έν’ αγκαθερό κλαδί
μου ‘χουν πληγώσει το πλευρό.

Μονάχα τρέμει από ψηλά
το μισοφέγγαρο λειψό
και μες στο στόμα με φιλά
κάθε που λέω πως διψώ.

Σάκης Παπανικολάου

                       Μπορείς

Μπορείς χλωμέ τραγουδιστή που έρωτα μου τάζεις,
ζωή χαρούμενη, τρελλή, μπορείς να μου χαρίσεις
κι αντί να γέρνεις σκυθρωπός κι αιώνια να στενάζεις,
στη λύρα σου χαρούμενος, μπορείς να τραγουδίσεις;

Να πάρεις γέλιο και χαρά και της δροσιάς σταγόνα
και πύργο ‘νειροφάνταστο πανώριο να μου χτίσεις,
ποτέ στα μάτια να μη δω τον πάγο του χειμώνα
και θρόνο από σύννεφα γαλάζια να μου στήσεις.

Μπορείς χλωμέ τραγουδιστή που χίλια-δυο μου λένε,
τα μάτια σου τα όμορφα γι’ αγάπη ονειρεμένη,
ποτέ τραγούδια να μη πεις, τραγούδια που να κλαίνε
κι η λύρα σου χαρούμενη να ψάλλει σα διαβαίνει.

Για με να χτίσεις μια ζωή από ‘ν’ ανθό το χνούδι,
αγνή σα φεγγοβόλημα, σαν ήλιου φως, καθάρια
και να ‘χω για νανούρισμα το θείο σου τραγούδι,
να μου θυμίζει τη ζωή κι όχι νεκρά κουφάρια.

Στο κόσμο που φαντάστηκα, μαζί μου να πετάξεις
μπορείς χωρίς η αγάπη σου ποτέ να κουραστεί
και στο ταξίδι το πολύ ποτέ να μη στενάξεις;
Για λέγε μου, τάχα μπορείς, χλωμέ τραγουδιστή;

Μελοποίηση: Ανδρέας Αρτέμης

              Ελπίδα

Τόσο σκοτάδι, τόση θλίψη
πέφτει απ’ τα νέφη προς τη γη
που λίγο ακόμα και θα λείψει
μέσα απ’ την πλάση η αναπνοή.

Κι έτσι χλωμά και αραιά τα φύλλα
τρέμουν απάνω στα κλαδιά
όσο η καινούρια ελπίδα τρέμει
μέσα στου ανθρώπου την καρδιά.

Φως ανοιξιάτικο γα φέξε
μες στη θλιμμένη μου ψυχή
κι ας είσαι σαν αστροπελέκι
πάνω στου δέντρου τη κορφή.

Νένα Βενετσάνου 1984 “Το Κουτί Της Πανδώρας”

                    Όραμα

Όνειρο γοργοφτέρουγο το πέρασμά σου, ω κόρη!
Στ’ ακρόνυχά σου ανθούς σκορπά η μούσα η Τερψιχόρη.
Τ’ αρχαίο το πνεύμα μιαν αυγή, φυσώντας το καλάμι,
στης Αρκαδίας σ’ έφερε το μυθικό ποτάμι.

Κι έτσι λουσμένη μες στο φως, ανέγγιχτη κι ωραία,
περνάς, γλιστράς σαν όραμα σ’ αρχαίον αμφορέα.
Γύρω απ’ το φυλλοστέφανο βωμό οι Θεοί στημένοι
στο λύγισμα σου απλώνουνε τα χέρια αναστημένοι.

Και στις ψυχές που σε θωρούν, μες στων θνητών τα στήθη,
ο μέγας Παν εξύπνησε και γελαστός εστήθη!

               Γιωσέφ Ελίγια

Το μεγάλο παιδί το αγαθό το πιστό
που ήταν όλος καρδιά καλοσύνη,
αν κι Εβραίος πάει να βρει τον Χριστό
στων ψυχών που τη λεν βιβλική τη γαλήνη.

Μελετούσε τα ιερά της φυλής του τα βιβλία
ποιητής και σοφός ο Γιωσέφ Ελίγια.
Μια Ρεβέκκα του αγνή και την έψελνε αγία
σα Δαυίδ σε μιαν άρπα γλυκιά.

Σε χωριό μακρινό ήταν δάσκαλος, ξένο
κι έρμο η αρρώστια τον χτύπησε εκεί
στην Αθήνα τον φέρανε ζωντανό πεθαμένο
για να σβήσει σε μια κλινική.

Στην κοιλάδα που λεν Ιωσαφάτ πάει η ψυχή του
το Χριστό π’ αγαπούσε πάει τώρα να βρει.
Ήταν μέρα Σαββάτου ιερή, το κορμί του
το σκεπάσανε με σεντόνι μακρύ.

Τ’ άλλο βράδυ μεσάνυχτα φαναράκια κρατώντας
κι ο Ραβίνος να λέει και να λέει
τον επήραν σκιές στο σκοτάδι γλιστρώντας
τον επήραν και πάνε οι Εβραίοι.

         Θεοφάνεια

Θεοφάνεια. Ο Ουρανός πανηγυρίζει.
Έν’ άσπρο περιστέρι φεύγει απάνου.
Μ’ ένα κλωνί ο παπάς δενδρολιβάνου
μ’ αγιασμό το γρασίδι ραντίζει.

Η δέηση, κρίνος μέσα του, κι ανθίζει
για το δικό του το ψωμί, για του ζητιάνου.
Τα μυστικά τα λόγια μουρμουρίζει,
που λένε για το θάμα του Ιορδάνου…

    Συναναστροφή

Όλοι ωραίοι, καλόβουλοι,
ξένοι δικοί και φίλοι,
καθίστε κ’ έχω να σας πω
για κάποιο νέο που πέθανε
με τον καημό
του ενός φιλιού στα χείλη…

Σπουδαίο δεν ήταν, βέβαια,
δε θα χαλούσε ο κόσμος μ’ ένα φιλί…
Μα της Κυράς της άρεσε το νέο παιδί
να βλέπει πως πλαντάζει….
‘Ώσπου μια μέρα…

Λιγάκι ακόμα…
μακριά δεν είναι η ιστορία
κι ανήσυχα τα μάτια ας μη στυλώνονται
στου ρολογιού την πλάκα…

Δε θα προκάμει
στην μέση ο δείχτης σα σπαθί
την ώρα μας να κόψει
κι ούτε στο τζάκι ν’ αποσβήσει η θράκα
και θα `χω κι άλλη μια ιστορία πει,
πιο θλιβερή, ξένοι, δικοί και φίλοι,
για έναν που ακόμα τριγυρνά
να βρει τετράφυλλο τριφύλλι
για ποιον, αν βρειτε;…
Για την ίδια την Κυρά!

Για φαντασθείτε!…
Και λένε πως κατέβηκε
στον Άδη ο νέος,
ώσπου μια μέρα…

Όμως θαρρώ πως πέρασε
για σας η ώρα… Κι έλεγα
τις δυο ιστορίες να δέσω
και να `φερνα στην όψη σας
της ευσπλαχνίας το δάκρυ…
(Να βλέπαμε και τι έκαμε η κυρά,
σαν έμαθε πως το παιδί…)

Όμως και πάλι έχετε γεια κι ευχαριστώ…
Στην άκρη εδώ θα κάτσω μοναχή,
να θυμηθώ καταλεπτώς απ’ την αρχή
την ιστορία… να βρω τη μέση…
Ως για το τέλος, βέβαια, το ξέρω πια καλά…

…Ώσπου μια μέρα, έτσ’ είν’ αυτά!
Κανένας πια δε θα νοιαστεί
για τον καημό, για το φιλί,
ξένοι, δικοί και φίλοι
και για το νέο που τριγυρνά
να βρει τετράφυλλο τριφύλλι!

     Σημ:  Όσα δεν έχουνε τραγούδι σημαίνει πως δε βρέθηκε. Π. Χ

                         Άκλαυτος Νεκρός

     Εκείνο το πρωί -ένα χινοπωριάτικο πρωί- ηύρανε το μπαρμπα-Χρήστο στο κρεβάτι του κόκαλο. Ποιός να το ‘λεγε; Όλοι νόμιζαν, πως η γυναίκα του μάζευε γραφές και τώρα, κοίταξε!… να πεθάνει αυτός, που ποτέ δεν είπε κεφάλι. Ως κι ο ίδιος δεν το ‘βαζε ποτέ στο νου του πως μπορούσε τάχα να πεθάνει μπροστύτερα κι όλο μάλωνε τη γυναίκα του:
 -Αθηνά, δε φυλάγεσαι…
Ή το γιο του:
 -Παιδί μου, μη συχύζεις τη μητέρα σου κι είναι καρδιακιά.
     Κι εκείνη πια η καημένη το ‘χε δεμένο στο μαντίλι, πως θα ‘μενε καμμιά ώρα, κει δα που μιλούσε κι έλεγε στον άντρα της:
 -Κοίτα καλά, Χρήστο, μόλις πεθάνω, να μην τα χάσεις. Εκεί έχω τόσα σεντόνια σαφί, εδώ, σε τούτο το μπαούλο, είναι το καφετί μου το τζανφέσι, να μου το φορέσετε. Στο κάτω συρτάρι του κομμού, άμ’ ανασηκώσεις το μπόγο με τις μάλλινες κάλτσες, θα βρεις τ’ ασημένια κουταλάκια, τ’ ακούς; Και να κοιτάξεις το Μιχάλη μας να…
     Αλαφρός βήχας με δύσπνοια της έκοβε τις παραγγελίες. Ο μπαρμπα-Χρήστος που την άκουγε μ’ επίσημη προσοχή τήνε μάλωνε στο τέλος:
― Σύχασε, βρε γυναίκα του Θεού! καλά, τα ξέρω πια… Χίλιες φορές μου τα ‘πες!
Χίλιες φορές! Δε θυμούνταν πια καλά καλά από πότε το είχαν πάρει απόφαση να περιμένουν το Χάρο σαν αργοπορημένο μουσαφίρη… Και οι δύο γέροι έπεφταν σε βαθιά συλλογή.
Πόσοι χειμώνες πέρασαν έτσι, απάνω απ’ το μαγκάλι, πόσα καλοκαίρια κάτω από τον ίσκιο της κρεβαταριάς, πόσα χινόπωρα πίσω απ’ τα θαμπά τζάμια ν’ ακούνε τη μονότονη βροχή ή το σύρσιμο των φύλλων, που τα σώριαζεν ο άνεμος μπρος στο κατώφλι τους, ανάμεσα στις γλάστρες με τα κιτρινισμένα γεράνια και τους χλωμούς τηλέγραφους.
Όμως εκείνο το πρωί ηύρανε το μπαρμπα-Χρήστο κουβάρι στο κρεβάτι του, έτσι όπως εκοιμόνταν, ξυλιασμένον.
Ο Μιχάλης, που πήγε το πρωί να τόνε ξυπνήσει, πετάχτηκεν έξω στην αυλή ξεφωνίζοντας:
― Ο πατέρας μου!… δε μιλάει ο πατέρας μου!…
― Για το θεό, ένα γιατρό! ακούστηκε μια ψιλή γυναίκεια φωνή.
Αμέσως έτρεξαν οι γειτόνισσες. Παιδάκια μαζώχτηκαν όξω από την πόρτα, που είχε μείνει τέντα και το κρεβάτι κρύφτηκε από γυναίκες, σκυμμένες απάνω απ’ το νεκρό.
Σε λίγο, μυρουδιά αιθέρα εγέμισε την αυλή και μια γυναίκεια φωνή ακούστηκε να λέει θαρρετά:
― Ε, ζωή σε λόγου σας!… πέθανε ο άνθρωπος.
Όλοι όρμησαν και τριγύρισαν τη χήρα με κινήματα γεμάτα φροντίδα:
― Κοίτα καλά! μην αρχίσεις τις φωνές… Πέθανε, ε… όλοι θα πεθάνουμε.
― Το ξέρω, παιδιά μου, αποκρίθηκ’ εκείνη πανιασμένη· γέροι είμαστε, θα πεθάνουμε.
Και τότες αρχίσανε τα πώς και τα γιατί: «Πώς έφαγε από βραδίς, πώς μίλησε κι αστειεύτηκε· πώς γύρεψε της Ελένης ―της κόρης του— μια κουταλιά γλυκό κι εκείνη του αρνήθηκε, γιατί στη θέση που ήτανε ―περίμενε γέννα― πού ν’ ανέβει στο ντουλάπι!… Ύστερα πλάγιασε με τον Μιχάλη, αφήνοντάς του παραγγελιά να μην τον ξυπνήσουνε πολύ πρωί… ήθελε κι αυτός μια φορά να χουζουρέψει…
― Σα ναν το ‘ξερε! …
― Αμ, δε λες που ξουρίστηκε χτες;
― Ετοιμάστηκε ο καψερός!
― Αμ, το ‘δα απόψε εγώ τ’ όνειρο;… το ‘δα! έλεγε η κόρη του ανασαίνοντας βαριά. Μάζευα ραδίκια. Ραδίκια!… φαρμάκι, κατάλαβες; Αχ, κι είναι μέρες που βλέπω στον ύπνο μου τη γιαγιά και το θείο τον Πάνο να μου γελούν κι έλεγα: «Τι να θέλουν οι πεθαμένοι από μένα, τι να γυρεύουν!…» Και πού ναν το ‘ξερα πως θα ‘παιρναν τον πατέρα! Αχ, και το πρωί που ξύπνησα λέω της μητέρας: —Μητέρα, να πάω ν’ ανάψω ένα κερί στον τάφο της γιαγιάς και του θείου του Πάνου, ναν τους
βράσομε κι ένα πιάτο στάρι, να μ’ αφήσουν ήσυχη οι πεθαμένοι…·
― Αχ, εγώ η στρίγγλα! ξεφωνισε η κυρα-Χρήσταινα, ποιος να μου το ‘λεγε, νοικοκύρη μου! …
― Σςςς!…έκαμαν όλοι· φτάνει!…Θα σας βγάλουμε όξου!… Πέθαν’ ένας, δεν είναι ανάγκη να πεθάνουμε όλοι! Εσύ να κοιτάξεις την κόρη σου, στη θέση που είναι, κι εσύ τη μάνα σου. Η μια να κάνει κουράγιο της αλληνής… όχι κλάματα.
― Καλά, παιδιά μου, αποκρίθηκε η κυρα-Χρήσταινα με μια φωνή σαν πνοή και κάθισε ήσυχα στο προσκεφάλι του πεθαμένου.
Καμιά από τις γυναίκες δε μπορούσε να τεντώσει τα πόδια του νεκρού κι εφώναξαν το μαγαζάτορα της γειτονιάς, που ήρθε σεινιάμενος κουνιάμενος και με επίσημο ύφος να δώσει την κανονική θέση στο ξυλιασμένο κορμί.
Ωστόσο δυνατές ομιλίες ακούγουνταν κι όποιος ερχόταν ήθελε να μάθει το πώς. Και τότε ξανάρχιζε η ίδια ιστορία: «Αποβραδίς έφαγε καλά… μας έκαμε του κόσμου τ’ αστεία… γύρεψε της Ελένης γλυκό…»
Αμάξι στάθηκε στην εξώπορτα κι όλοι τρέξανε να δούνε. Ένας καλοντυμένος κύριος, ακολουθούμενος από το Μιχάλη, πήδησε κάτω κι έτρεξε με σπουδή κατά την πόρτα που μπαινόβγαιναν οι άνθρωποι.
― Ο γιατρός!…
Ο γιατρός στάθηκε στον παραστάτη της πόρτας με το καπέλο στο κεφάλι και κοίταξε μέσα.
― Πιστεύω, γιατρέ μου, του είπε δυνατά μια γυναίκα, άδικα σε φωνάξαμε· ο άνθρωπος τέλειωσε.
Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι, κάτι ρώτησε και η κυρα-Χρήσταινα άρχισε τα ίδια:
― Αποβραδίς, γιατρέ μου, έφαγε καλά· εγύρεψε της Ελένης μου μου από δω…
― Σώπαινε συ! της είπε η γυναίκα. Κι έπειτα, γυρνώντας στο γιατρό, ξακολούθησε: ― Δεν είχε τίποτα ο άνθρωπος. Πιστεύω, γιατρέ μου, συγκοπή.
Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι αδιάφορα, σα να ‘λεγε: «Εμ… βέβαια, τι άλλο;» Κι έφυγε πάλι, βιαστικός, όπως ήρθε.
Ωστόσο ο νεκρός ήταν έτοιμος, πλυμένος, σαβανωμένος, με σταυρωμένα τα χέρια και δεμένα τα σαγόνια.
Σε λίγο δυο άνθρωποι ―ένας πολίτης, κι ένας δεκανέας με το τσιγάρο στο στόμα― ήρθαν ν’ αναλάβουν την κηδεία.
― Περνούσαμε απόξου κατά τύχης και…
Ήταν εργολάβοι κηδειών. Για πότε το μυρίστηκαν; Ο δεκανέας τράβηξε βιαστικά βιαστικά δυο τρεις ρουφηξιές το τσιγάρο του, το πέταξε χάμω, έφτυσε και το πάτησε:
― Τόσο η κάσσα, τόσο το μαξιλάρι, τόσο η κουρτίνα για την πόρτα…
Όταν σε λίγο ο δεκανέας έφερε την κάσσα και την ακούμπησε χάμω, δίπλα στο κρεβάτι, άρχισαν όλοι μαζί να φιλονικούν δυνατά κατά πού πέφτει η ανατολή. Τα χέρια σταυρώνουνταν απάνω απ’ το νεκρό με γρήγορες χειρονομίες ή εσχημάτιζαν παράδοξες πυραμίδες, καθώς σηκώνουνταν όλα μαζί για να δείξουν την ανατολή:
― Από κει!
Κι έδειχναν κατά τη δύση.
― Όχι, από δω! κι εσήκωναν το δάχτυλο κατά το βοριά.
Η σαβανώτρα επίμενε:
― Από κει!…
Ο δεκανέας, που τους κοίταζε αγαναχτισμένος, έχασε την υπομονή του:
― Τι λες, κυρά μου; από κει είναι η δύση! «δυτικοί είμαστε εμείς; Εμείς είμαστε χριστιανοί!… Είσαστ’ ευχαριστημένοι, από την κάσσα, λέω;
― Μμ… έκαμε η κουμπάρα της κυρα-Χρήσταινας.
― Ορίστε και το μαξιλάρι…
Και ο δεκανέας έβγαλε κάτω απ’ το μαντύα του ένα άθλιο μαξιλάρι από μενεξελί σατέν, με μαύρη μπαμπακερή νταντέλα τριγύρω.
― Για να σου πω, του είπε η πιο θαρρετή γυναίκα, σειώντας το μαξιλάρι απάνω απ’ το κεφάλι του πεθαμένου, τι είναι τούτο; Τι νόμισες; Ο μακαρίτης ήτανε άνθρωπος όπως πρέπει,
νοικοκύρης με τα όλα του! Όλα τα χτήματα, από τα Κουπούνια και πέρα, δικά του ήτανε… και γυναίκα έχει, και παιδιά έχει, και γιο στο Πανεπιστήμιο έχει και κόρη παντρεμένη κι αδερφό στην…
― Καλά, κυρά μου, της αποκρίθηκε ο δεκανέας αποσβολωμένος· να φέρω άλλο!… Κι έφυγε βιαστικός.
Ξάφνου, απ’ το βάθος της μεγάλης αυλής ακούστηκε το τρικύμισμα μιας σπαραχτικής φωνής:
― Πω, πω, πωωώ! λαχτάρα σας και τρομάρα σας, τ’ ήταν τούτο που πάθατε, μωρές;
Κι όρμησε μες στο δωμάτιο μια γυναικάρα ως εκεί πάνω, μαυροφορεμένη, ανάμαλλη, χτυπώντας τον αέρα με τις απελπισμένες χειρονομίες της.
Όλοι στράφηκαν κατ’ απάνω της:
― Σςςς!… σκασμός!… Θα σε βγάλουμε και σένα όξου!…
Η γυναίκα κέρωσε. Γύρισε και τους κοίταξε όλους:
― Μωρέ, δεν πέθανε εδώ μέσα ο νοικοκύρης;
― Ε, καλά! πέθανε ο ένας, να πεθάνει κι άλλος; Πού τα ‘χεις τα μυαλά σου! Ξεχνάς πως η αδελφή σου είναι καρδιακιά και η ανιψιά σου στις ώρες της;
Η γυναίκα γύρισε κατά την αδελφή της, που καθόταν ήσυχη και την κοίταζε με τα στεγνά σταχτερά ματάκια της, χωρίς καμιάν έκφραση. Φορούσε στο κεφάλι ένα κρέπι δεμένο αλαφρά κάτω απ’ το σαγόνι και στο χέρι κρατούσ’ ένα λευκότατο μαντίλι με μια πλατιά ρίγα μαύρη στις ούγιες. Ήταν στεγνό, τσαλακωμένε και άχρηστο, σαν κι εκείνη που το κρατούσε.
Η αδελφή της είχε φουσκώσει!
― Βρε, Αθηνά, τριάντα χρόνια, μονοπροσκέφαλο και δεν τονε κλαις τον άντρα σου; Και δεν τονε κλαίει κανείς σας εδώ μέσα; Φτου!…
Και με μια χειρονομία, που έδειχνε όλη της την αγανάχτηση εγύρισε τις πλάτες της κι έφυγε μεγαλόπρεπη.
― Κερί και βούλα! της φώναξαν από πίσω της οι γυναικούλες.
Τον κακό σας τον καιρό! εμουρμούρισε η γυναίκα βγαίνοντας στο δρόμο.
* * *
Όξω ο χειμωνιάτικος ήλιος έλαμπε γλυκός και τ’ αγεράκι εφούσκωνε τους μαύρους μπερντέδες της εξώπορτας. Κι έλεγες πως η στενόμακρη εκείνη αυλή, με τους αψηλούς τοίχους και με τους βαθιά συλλογισμένους ανθρώπους ήτανε το καράβι του χάρου, και πως, ώραν την ώρα, το φουσκωμένο ολόμαυρο πανί θα το τραβούσε προς το θλιμμένο νεκρονήσι… Κι έλεγες, πως τώρα θα σηκώσουν την άγκυρα, που τόσο βαριά είχε καθίσει στο βυθό και πως θ’ αρμενίσει το πετρωμένο καραβάκι μ’ όλους μαζί τους ξενιτεμένους, που ξεχάστηκαν στον απάνω κόσμο.
Πότε πότε, απ’ το μοναχικό δέντρο της αυλής, έπεφτε ήσυχα ήσυχα κανένα φύλλο κι εσημάδευε το υγρό χώμα σαν με χρυσοκόκκινα φτερουδάκια, αλαφρά, αναφουφουδιασμένα, ώσπου κάποιος περαστικός με τα βαριά του τα πόδια τ’ αφάνιζεν απάνω στη μαύρη γης.
Απ’ το νεκρικό καμαράκι έφταναν ως έξω ανακατεμένες ομιλίες. Εκεί το βράδυ απαντήθηκαν άνθρωποι, που είχαν χρόνια να ιδωθούν κι εδοκίμαζαν τη χαρά που δίνουν τ’ ανέλπιστα συναπαντήματα.
― Βρε!… πόσα χρόνια… .
Οι άντρες όξω στην αυλή, οι μαυροφορεμένες γυναίκες μες στο καμαράκι σε κύκλο, γύρω από το νεκρό και καθένας στόριζε κι έν’ ανάλογο ξαφνικό σαν του μπαρμπα-Χρήστου.
― Μια φορά, έλεγε δυνατά μια χοντροκομμένη γυναίκα, δυο η ώρ’ από τα μεσάνυχτα, με φωνάζουν στου κουμπάρου μου του Γιάννη. Πηγαίνω και τι να δω; άλαλος ο άνθρωπος, με τα μάτια γυαλί, με τα δόντια σφιγμένα…
― Φανταχθείτε!… ξεφώνισε δίπλα της μια νόστιμη κοπέλα. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν κι εκείνη ανακάθισε στενοχωρημένη.
—Τόνε ξεκουμπώνουμε, τόνε τρίβουμε… Τίποτα!… «Το κόνισμα» φωνάζω. Μόλις τον άγγιξε η ‘κόνα ―μεγάλ’ η χάρη της― σταυροκοπήθηκαν όλες να θεριέψει ο άνθρωπος, να πέσει απάνω μου!… κι εγώ ναν τόνε παλεύω… κι όχι μόνο αυτό, μα… με συγχωρείτε…
Κι έσκυψε στη διπλανή της κοπέλα και κάτι της είπε στο αυτί.
― Φαντχθείτε!… ξαναείπε η κόρη σκανταλισμένη.
— Ναι, να σε χαρώ! Έρχεται μες στην ώρα ο γιατρός και τι μας λέει; Πώς ήταν καλύτερα ναν τόνε φωνάζαμε αμέσως, περί που κοιτάζαμε με τα εικονίσματα, Θε μου, συχώρεσε με! …
― Χριστός κι η Παναγία! έκαμαν οι γυναίκες κι εσταυροκοπήθησαν. Κι όλος εκείνος ο μαύρος κύκλος που ατρεμούσε τόσην ώρα με κατανυχτική προσοχή, σάλεψε σαν από φύσημα βοριά και φούσκωσε κι ετίναξε αφρούς οργής ενάντια στον άπιστο.
Άξαφν’ από το διπλανό καμαράκι ακούστηκαν φιλονικίες. Από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ο δεκανέας όρθιος, μ’ ένα μεγαλόπρεπο μαξιλάρι στην αγκαλιά. Το μενεξελί ατλάζι εσπίθιζε στο λιγοστό φως της λάμπας, σα να είχαν σκορπιστεί απάνω του χιλιάδες αμέθυστοι.
― Για να σου πω, έλεγε ο αδελφός του μπαρμπα-Χρήστου, Τ’ είναι τούτο; κι άγγιξε το προσκέφαλο που βούλιαξε μαλακά κι εσχημάτισε μενεξεδένιες αχτίνες γύρω από το χοντρό δάχτυλο. Ακούς εκεί είκοσι φράγκα! Για ποιους μας πέρασες·’ για Σκουζέδες; ή μπας και νόμισες πως πέθανε κάνας υπουργός; τσ!… Επιστάτης ήταν ο άνθρωπος… φτωχός άνθρωπος…
Ο δεκανέας διαμαρτυρήθηκε:
― Μα, του λόγου σου, κυρά μου, δε μου είπες το πρωί πως ότι ο μακαρίτης ήτανε νοικοκύρης όπως πρέπει και πως ότι να πάρω πίσω το φτηνό μαξιλάρι…
― Δικαίως του λόγου! τον εκεραύνωσε η γυναίκα· εκείνο δεν ήτανε μαξιλάρι, ήτανε τσόλι!…
― Ναν το ξαναφέρεις πίσω! είπε ο αδελφός του πεθαμένου, αγριοκοιτάζοντας τη γυναίκα.
― Εσύ πάλι έφερες ένα πράμα βασιλικό, δικαιολογήθηκε εκείνη και ο δεκανέας έφυγε πάλι βιαστικός βλαστημώντας.
* * *
Κι όταν πήρε πια η μεγάλη νύχτα, κι όλα καταλάγιασαν και μια μια οι γυναικούλες έφυγαν κι έπαυαν οι συγγενείς να δίνουν καφέδες, κι ενώ μες στο καμαράκι οι ζωντανοί κοιμούνταν τόσο
βαθιά, που έλεγες πως μπορούσε και να μην ξυπνήσουν ποτέ, από το βάθος της αυλής, κάτω από τη μεγάλη σκεπή άρχισε να χύνεται σιγανά ένα γλυκό τραγουδάκι, πρίμο σιγκόντο, από κάμποσους νέους που ξενυχτούσαν μαζί με το Μιχάλη:
«Τώρ’ αγαπάω μιαν άλλη, μια ξανθή
που είναι πολύ πιο όμορφη από σένα
Και τότε ξύπνησαν οι θρήνοι των πραγμάτων: το χλοϊσμένο πηγαδάκι, το μοναχικό δέντρο με τα λιγοστά φυλλαράκια, που έπεφταν αθόρυβα, ο τοίχος με τις βαθιές ραγισιές, που έμοιαζαν σαν κλώνοι στοιχειωμένοι, το σιγανό τραγουδάκι, τ’ ακίνητα σύννεφα, που έστελναν πότε πότε καμιά ψιχάλα… όλα έκλαιγαν το νοικοκύρη του σπιτιού, τον τίμιο δουλευτή, που επέρασε χιλιοβασανισμένη ζωή και τώρα έφευγε, χωρίς ν’ αφήσει πίσω του κανένα πόνο.
Και το άλλο βράδυ, ενώ έξω η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, μέσα στους λυπημένους ήτανε πλούσιο το τραπέζι της παρηγοριάς. Οι καλεσμένοι ήταν πολλοί, τόσοι που κάθουνταν κι απάνω στα κρεβάτια. Όλοι είχανε κάνει το κουμάντο τους· έρχουνταν με τις ομπρέλες τους, μουσκεμένοι, φέρνοντας σε πιατέλες δεμένες σε αλατζαδένιες πετσέτες, ψάρια, μακαρονάδες και προ πάντων κρασί. Ο Μιχάλης, η Ελένη και η κυρα-Χρήσταινα, σκυμμένοι απάνω από τα πιάτα τους, τρώγανε βιαστικά, με όρεξη, αδιαφορώντας για τους άλλους. Συχνά σηκώνουνταν τα ποτήρια με το σπιθόβολο ρετσίνι.
― Ε, Θιος σχωρέσ’ τονε, κυρα-Χρήσταινα.
― Θιος σχωρέσ’ τονε, απαντούσε η χήρα κατεβάζοντας το ποτήρι με ξαναμμένο πρόσωπο και μισόκλειστα μάτια.
—Κερί και βούλα! …
― Αμήν, Παναγιά μου, έλεγε η κυρα-Χρήσταινα.
― Καλέ, ρώτησε άξαφνα κάποιος, γιατί δεν τόνε πήγανε το μπαρμπα-Χρήστο στον Αη-Δημήτρη, που ήταν και μια φορά επίτροπος, ναν τόνε διαβάσουνε, μόνε τόνε επήγαν κατ’ ευθείαν στο Νεκροταφείο.
― Έτσι κάνει τώρα η αριστοκρατία, είπε με αξιοπρέπεια η κυρα-Χρήσταινα κι άρχισε να δηγιέται τα επεισόδια της περασμένης νύχτας: το πώς μάλωσαν οι δυο κουνιάδες της με το νυσταγμένο ξάδελφό της, τον Κώστα, για λίγη θέση στον καναπέ… Σε κάθε της φράση τιναζόταν από τα γέλια τόσο, που δε μπορούσε ν’ αποτελειώσει την κουβέντα· διπλωνόταν στα δυο και το σαγόνι της άγγιζε τι πιάτο της· και τότε δεν έβλεπες παρά δυο σκυλόδοντα και δυο κλεισμένα ματάκια, σα δυο μολυβιές τραβηγμένες σε στραπατσαρισμένο χαρτί.
Ένας κομψευόμενος φοιτητής, που εφλερτάριζε τη διπλανή του κι έπαιρνε τέτοιες πόζες που νόμιζες πως ήταν έτοιμος να παίξει κιθάρα, έσκυψε και είπε στ’ αυτί της νέας:
― Δε νομίζετε, ματμαζέλ, ότι η κυρα-Χρήσταινα απόψε είναι η Εύθυμος Χήρα;

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *