Δερμιτζάκης Μπάμπης: Ένας Σύγχρονος Λόγιος

               Βιογραφικό

     Γεννήθηκα στην Ιεράπετρα της Κρήτης το 1950. Τέλειωσα το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών (1972) και το Φιλοσοφικό Τμήμα (1976) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1993 πήρα εκπαιδευτική άδεια για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ίδιου πανεπιστημίου, την οποία υποστήριξα το 1996. Θέμα της οι αφηγηματικές τεχνικές. Εργάστηκα επί 10ετία ως καθηγητής αγγλικών σε διάφορα φροντιστήρια. Από το 1982 εργάζομαι στη δημόσια μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος.
     Έχω δημοσιεύσει διάφορες εργασίες, κυρίως πάνω σε θέματα νεοελληνικής φιλολογίας, καθώς και πολλά βιβλιοκριτικά σημειώματα. Έχω συμμετάσχει σε διάφορα συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχω μεταφράσει 10 βιβλία από Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά, κι έχω δημοσιεύσει 8 δικά μου, τα εξής:
«Παραψυχολογία, Μύθος Ή Πραγματικότητα», Θυμάρι 1981 και 1991.
«Η Αναγκαιότητα Του Μύθου», Θυμάρι 1987.
«Περιβάλλον, Διατροφή & Ποιότητα Ζωής», Θυμάρι 1988 και 1993. 
«Οικολογία & Δημοκρατία», Θυμάρι 1989,
«Η Λαϊκότητα Της Κρητικής Λογοτεχνίας», Δωρικός 1990.
«Το Χωριό Μου: Από Την Αυτοκατανάλωση Στην Αγορά», Θυμάρι 1995,
«Ο Χορός Της Βροχής: Οικολογικά Παραμύθια & Διηγήματα», Τοπική Επικοινωνία 1997 «Αφηγηματικές Τεχνικές: Ελληνική Πεζογραφία & Δραματουργία», Gutenberg 2000.
     Ήμουν επίσης στη συγγραφική ομάδα του εγχειριδίου της «Θεατρολογίας» που διδάσκεται στην Α’ Λυκείου.
     Ξέρω 8 ξένες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Πορτογαλικά, Ρώσικα και Κινέζικα. Επίσης παίζω κρητική λύρα, είμαι χωρισμένος κι έχω έναν γιο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ ΜΟΥ!

1).Το Θέατρο Στην Κίνα                                         (Λαογραφικά)
2). Το Θέατρο Στην Ιαπωνία                                   (Λαογραφικά)
3). Η Λαϊκότητα Της Κρητικής Λογοτεχνίας           (Λαογραφικά)
4). Το Χωριό Μου                                                    (Λαογραφικά)
____________________________________________________________________

                                 Τα Γατάκια Μου

Πρόλογος Του Συγγραφέα

     Αυτό το κείμενο γράφτηκε στις 20-9-1979. Εκείνη την εποχή μόλις είχα μεταφράσει το «Η Πίσω Όψη Του Καθρέφτη» του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς, και πιθανότατα και το «Αγάπη Και Μίσος» του Ειρηναίου ‘Αιμπλ-‘Αιμπεσφελτ για τις εκδόσεις Θυμάρι. Ήμουν ενθουσιασμένος με την Ηθολογία, αυτό τον κλάδο της βιολογίας που μελετά τη συμπεριφορά των ζώων αλλά και των ανθρώπων, και είχα πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα άλλων συναφών βιβλίων. Το κείμενο αυτό είναι οι προσωπικές μου, «ηθολογικές», παρατηρήσεις, πάνω στα γατάκια μου. Ακόμη είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, και δεν θα ήθελα με τίποτα να το χάσω. Έτσι αποφάσισα να το γράψω στο κομπιούτερ. Καθώς το έγραφα, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κάνω ελάχιστες μόνο επεμβάσεις, για να μη χαλάσω τη γλώσσα της εποχής εκείνης, 19 χρόνια μετά. Λίγο αργότερα μου ζητήθηκε ένα κείμενο για έναν αφιερωματικό τόμο για τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον πατέρα του μουσικοσυνθέτη, κι έστειλα αυτό το κείμενο. Ο τόμος αυτός δεν εκδόθηκε, ακόμη τουλάχιστον. Το καταθέτω για τους αναγνώστες του «Περι-γραφής».
                                                                                 Μ. Δ.

——————————————————————————

   Αυτές οι σελίδες γράφονται με κάποια καθυστέρηση για κάποιους ειδικούς λόγους. Ελπίζω να μην έχει επιδράσει αυτή η καθυστέρηση πολύ αρνητικά πάνω στο ό,τι είχα να γράψω πριν ένα μήνα. Θα διευκολύνει πιστεύω κι ότι ξαναβρίσκομαι στο πατρικό μου, δηλαδή κοντά στα γατάκια μου.
   Γιατί τα αγαπώ πολύ τα γατάκια. Μια αγάπη, σωστή imprinting, που ξεκινάει από πολύ παλιά. Θυμάμαι καθαρά τα ίχνη της όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, μαθητής τρίτης γυμνασίου.
   Ξύπνησα ένα πρωί από τις φωνές της μητέρας μου: -«Ω ‘να κατσουλάκι, είντα όμορφό ‘ναι». Η διατύπωση κι ο τόνος ήσαν τόσο αυθεντικά, έδειχναν τόσο χαρακτηριστικά τη συγκίνησή της, ώστε η φράση μου έμεινε για πάντα εντυπωμένη στο μυαλό. Σηκώθηκα πάνω και βρέθηκα μπροστά πράγματι σε ένα ωραιότατο άσπρο γατάκι, τοσοδούλικο. Το βάφτισα αμέσως «γιγαντάκο».
     Δυσκολεύτηκα βέβαια να πιάσω μαζί του φιλίες. Τα γατάκια που μεγαλώνουν μέσα σε φυσικές συνθήκες είναι πάντα άγρια (Το σπίτι μας είναι στην άκρη του χωριού, μέσα στα περβόλια). Δεν γνωρίζουν αμέσως τον άνθρωπο, για να τον συμπαθήσουν. Η μητέρα τους τα μεγαλώνει σε ένα κρυφό μέρος, και μόνο όταν μεγαλώσουν αρκετά, τα «ξετουλουπώνει». Το δικό μας γατάκι δεν έμαθα ποτέ πώς ξέπεσε σπίτι μας, δεν θα πρέπει όμως να ήταν της γάτας μας, θυμάμαι.
     Το γατάκι είναι ελκυστικό σαν μωρό: θέλεις να το πιάσεις αμέσως να το παίξεις. Μόνο που, σαν το μωρό, φοβάται τους ξένους. Και μια και το δικό μας ήταν άγριο, δεν στάθηκε βέβαια να μου κάνει το χατίρι: χώθηκε αμέσως μέσα σε ένα δαίδαλο από σακιά με σταφίδα που ήταν στημένα δίπλα δίπλα στην αυλή. Δεν ήταν και εύκολο να το ξετρυπώσεις από εκεί μέσα. Τελικά βέβαια τα κατάφερα και το άρπαξα, το ίδιο όμως δεν φάνηκε να ενθουσιάστηκε και πολύ, γιατί με «τσάφισε» αμέσως με τα νύχια του.
     Βέβαια τελικά δεν άντεξε και γίναμε φίλοι. Φίλοι, όπως ξέρουμε όλοι μας ότι γίνονται τα παιδιά με τα γατιά. Παίζαμε μαζί, και αυτά τα παιχνίδια ήταν για μένα μια αληθινή ανακούφιση, όπως και τώρα, γιατί δεν αποτελούσαν τον κανόνα, παρά την εξαίρεση στις δραστηριότητές μου. Μόλις είχα πιάσει «σοβαρά» διαβάσματα, παρατώντας το μυθιστόρημα είχα πέσει με τα μούτρα στον Νίτσε. Ήταν βαρύς και δύσκολος, όμως, όπως έμαθα μετά, ήταν ότι πρέπει για τις παιδικές ηλικίες: λυρικό ξεχείλισμα, ορμητικότητα, αμφισβήτηση, απέχθεια κάθε συστηματικής σκέψης- ίσα ίσα στα μέτρα της εφηβείας. Έτσι λοιπόν μετά από κάθε κεφάλαιο λίγο παιχνίδι με το γατάκι μου ήταν ό,τι έπρεπε.
     Το τίμησα όμως κι εγώ δεόντως για τη φιλία του: το έβαλα και πρωταγωνίστησε στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό μου, μια σειρά από χιουμοριστικές ιστορίες από τα παιχνίδια μας, που ο φιλόλογός μου τις πιστοποίησε για υπέροχες, και προεξόφλησε το λογοτεχνικό μου ταλέντο. Αν και το ίδιο το γατάκι νομίζω ότι θα εξετίμησε περισσότερο τα «μεζεδάκια» που του έδινα καθημερινά. Και το τονίζω αυτό γιατί η δίαιτα στις γάτες στα χωριά δεν είναι η ίδια με την δίαιτα των γατιών των σαλονιών: εδώ τρώνε μόνο αποφάγια, και ο κύριός τους ρόλος δεν είναι να τα παίζουν τα παιδιά, αλλά να τρώνε ποντίκια.
     Τη σημασία αυτού του ρόλου είχα την ατυχία να τη γνωρίσω πολύ χαρακτηριστικά.
     Ο Έγκελς νομίζω γράφει κάπου ότι κάτι πρώιμα χειρόγραφά του με τον Μαρξ τα είχαν αφήσει «στην αδυσώπητη κριτική των ποντικών». Έτσι κι εγώ, είχα αφήσει τη βιογραφία μου (την έγραψα δευτεροετής, το καλοκαίρι του 70, και τη συμπλήρωσα τεταρτοετής, 1972) στην ίδια αδυσώπητη κριτική, έλεγα ανεκδοτολογώντας γι αυτά τα πρώιμα λογοτεχνικά και αρκετά εγωκεντρικά ξεσπάσματα. Μόνο που για μένα η έκφραση δεν ήταν μεταφορική αλλά κυριολεκτική. Ένα καλοκαίρι είχαμε πλημμυρίσει από ποντικούς. Οι ξύπνοι χωριάτες για να σώσουν τα μύγδαλά τους (αυτά κυρίως έτρωγαν) γέμισαν τα περβόλια δηλητήριο. Οι γάτες έτρωγαν έτοιμο φαγητό από τα δηλητηριασμένους ποντικούς με αποτέλεσμα να τους κάνουν παρέα στον άλλο κόσμο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να μη ξοφληθούν ο ποντικοί, αλλά να πλημμυρίσουν κυριολεκτικά τον τόπο. Εν τω μεταξύ όσοι δεν είχαν πάθει ανοσία, είχαν αρχίσει να «μυρίζονται» το δηλητήριο και δεν τσίμπαγαν. Έτσι έμπαιναν και στα σπίτια (όταν λείπει ο γέρος κάτης, όλοι οι ποντικοί χορεύουν) και από το δικό μας, εκτός από αρκετά ρούχα που μας έφαγαν τρυπώντας το μπαούλο, είχαν αρχίσει να βάζουν χέρι (ή μάλλον δόντι) και στα βιβλία μου. Ευτυχώς τη βιογραφία μου δεν θα την είχαν βρει ιδιαίτερα νόστιμη, γιατί έφαγαν μόνο το περιθώριο. Το ίδιο το κείμενο φαίνεται δεν τρωγότανε. Την κατάσταση (τα ρούχα μας δηλαδή) τη σώσαμε παίρνοντας ένα γατάκι. Ήταν πολύ μικρό και νομίζω ότι σε μια μονομαχία με ποντίκι δεν θα τα έβγαζε πέρα, είχε όμως το ατού της γατίσιας εμφάνισής του. Έπαιξε αμέσως τόσο αποτελεσματικά το ρόλο του μπαμπούλα, που οι ποντικοί όπου φύγει φύγει.
     Αρκετά όμως με την παρέκβαση. Το γατάκι μου μεγάλωσε κι έγινε γάτα. Έκανε γατάκια, και παρολαυτά έμεινε χαϊδιάρα, κι εξακολουθούσαμε να παίζουμε. Μετά όμως οι σχέσεις μας ψυχράνθηκαν, όταν με γέμισε ψύλλους. Εν τούτοις έκλαψα πολύ όταν πέθανε, ένα οδυνηρό θάνατο από δηλητηρίαση. Δυο μέρες πάλευα να τη σώσω, δεν τα κατάφερα. Τότε συλλογίσθηκα το θάνατο, και λυπήθηκα που απ’ αυτούς που αγαπάμε δεν μένουν παρά μόνο οι αναμνήσεις, που κι αυτές σβήνουν τόσο γρήγορα.
     Όταν απολύθηκα από το στρατό βρήκα στο σπίτι ένα γατάκι που από λάθος δεν είχε γεννηθεί σκυλάκι. Ήταν σαν εκείνα τα σκυλιά που αντιπαθεί ο Λόρεντς, που παίρνουν όλο τον κόσμο από πίσω. Μια γειτόνισσα μας προειδοποίησε ότι τέτοιο γατάκι σίγουρα θα μας το κλέψουν. Όπως κι έγινε. Έτσι μπήκε τέρμα στο αγαπημένο μου παιχνίδι, να το βάζω σα σκυλί να προσπαθεί να «βγάλει» τα ποντίκια που κρυβόντουσαν κάτω από κάτι αγκαλιές ξύλα στην ταράτσα.
     Μετά από δυο χρόνια, στη Βαρβάρα, στο Καλαμάκι, που έμενα, βρέθηκα μάρτυρας της πιο περίεργης φιλίας που μπορεί να φαντασθεί κανείς ποτέ, της γάτας της πολυκατοικίας μας με τον αράπη, το σκύλο μας. Μεγάλωσαν μαζί, και ο αράπης την είχε πάρει κατά κάποιο τρόπο υπό την προστασία του. Έτσι την αποδέχτηκε και το άλλο σκυλί μας, ο Σεντίκ. Συχνά την πείραζαν οι δυο τους. Όταν το παράκαναν, αυτή τους άπλωνε το πόδι της με τεντωμένα νύχια, έτοιμη να τους γρατζουνίσει το πρόσωπο, κι αυτοί υποχωρούσαν τρομαγμένοι. Πολλές φορές επίσης την είδα να κοιμάται ή να κάθεται πάνω στο σώμα του αράπη.
     Η πιο ωραία όμως περίπτωση ήταν το γατάκι που έφεραν οι φίλοι πέρυσι από την κατασκήνωση της Αίγινας. Η κοινωνικότητα πρέπει να ήταν έμφυτη μέσα του. Ήταν σαν ζηλιάρικο μωρό που ήθελε όλο να το προσέχεις, όλο να παίζεις μαζί του. Τα βράδια που διάβαζα ξαπλωμένος, ερχόταν πάνω στο κρεβάτι μου και χοροπήδαγε πέρα δώθε. Ασχολιόμουνα λίγο μαζί του, μετά όμως το βαριόμουνα, και το έβγαζα έξω. Αυτό τότε κλαψούριζε τόσο θλιμμένα πίσω από την κλειστή πόρτα, που δεν άντεχα και το ξανάπαιρνα.
     Τότε έκανα και την πρώτη παρατήρηση, που με οδήγησε στην επαναστατική για μένα τότε αντίληψη που βρήκα μετά ένα εξάμηνο μεταφράζοντας το «Πίσω από τον καθρέφτη» του Κόνραντ Λόρεντς, ότι δηλαδή υπάρχουν αρκετά σύνθετα σχήματα συμπεριφοράς ή κινητικά σχήματα που κληρονομούνται φυλογενετικά, σχήματα που η ανθρωπομορφική τάση μας μόνο σαν προϊόντα ενσυνείδητης διαδικασίας μπορεί να παραδεχθεί. Θυμάμαι παιδί που θαύμαζα το «πολιτιστικό επίπεδο» της γάτας, που πριν χέσει σκάβει ένα λάκκο και τα κάνει μέσα, και τον σκεπάζει μετά, ενώ εμείς στα υπαίθρια χεσίματά μας, αφήναμε τα σκατά μας στο διακριτικό γούστο των μυγών.
     Για να μη μας λερώσει το γατάκι το σπίτι, του είχαμε φέρει ένα ταψάκι με άμμο για να τα «κάνει» εκεί μέσα. Το είδα λοιπόν μια φορά (κι από τότε αρκετά συχνά), να ανοίγει ένα λάκκο πάνω στην άμμο, να τα «κάνει» και μετά να προσπαθεί να τον σκεπάσει.
     Τί γινόταν όμως; Το ταψάκι ήταν μικρό και χωρούσε μόνο το μισό γατάκι. Έτσι τα μπροστινά του πόδια ήτανε πάνω στο μωσαϊκό. Το είδα λοιπόν να κάνει τις αντίστοιχες κινήσεις για το σκέπασμα με τα μπροστινά του πόδια, χωρίς να καταφέρνει βέβαια τίποτα, αφήνοντας τελικά το λάκκο ξέσκεπο, με ήσυχη τη συνείδησή του ότι τα είχε κάνει όλα εντάξει. Τότε σκέφτηκα ότι αυτές οι κινήσεις ήταν μάλλον προϊόν ασυνείδητων παρορμήσεων παρά συνειδητής πρόθεσης, και αυτό φάνηκε αμέσως μόλις το σχήμα άρχισε να εφαρμόζεται έξω από τους φυσικούς του όρους, όταν άρχισε δηλαδή να λειτουργεί ελαττωματικά. Αργότερα διαπίστωσα με έκπληξη ότι ο Λόρεντς δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι μια δυσλειτουργία είναι η πιο αποκαλυπτική για τη φυσιολογία της κανονικής λειτουργίας.
     Τον Μάρτη του 1979 άρχισα να μεταφράζω το «Πίσω Απ’ Τον Καθρέπτη» του Κόνραντ Λόρεντς για τις εκδόσεις Θυμάρι. Για μένα ήταν ένα βιβλίο αποκάλυψη, που με είχε συγκλονίσει όσο λίγα βιβλία στη ζωή μου. Ένιωσα τη σκέψη μου να μπαίνει σε νέους δρόμους, ζητήματα που πριν μου φαινόντουσαν ακατανόητα τώρα τα είδα να φωτίζονται με ένα άπλετο φως. Επί πλέον έπαψα να νιώθω κόμπλεξ για μια αγάπη που ένιωθα για τα ζώα και που ξεπέρναγε το μέσο όρο.
     Τον ίδιο χειμώνα ήταν γραφτό να τον ζήσω σχεδόν κατά το ήμισυ στο πατρικό μου, λόγω της αρρώστιας της μητέρας μου, που με ανάγκασε να βρίσκομαι κάθε λίγο και λιγάκι στο χωριό, κουβαλώντας υπό μάλης χαρτί και βιβλία για μετάφραση. Ξανάζησα έτσι κοντά στα γατάκια μου, μετά από δεκαπέντε χρόνια, και μπόρεσα τώρα να τα αγαπήσω και να τα γνωρίσω με ένα νέο τρόπο. Το καλοκαίρι μάλιστα είχα την ευκαιρία να περάσω δυο ολόκληρους μήνες κοντά τους. Έτσι, σ’ όλο αυτό το διάστημα, γνώρισα τη γάτα και τρεις γενιές γατάκια. Αυτή την ιστορία της γατοοικογένειάς μας θα ήθελα τώρα να διηγηθώ. Εν μέρει για να αποδώσω στη γάτα δικαιοσύνη, γιατί βλέπω πως ο Λόρεντς (έχω διαβάσει από τότε πέντε βιβλία του) την έχει κάπως αδικήσει, αφιερώνοντάς της λίγες μόνο σελίδες στο βιβλίο του «Ο ‘Ανθρωπος Συναντά Τον Σκύλο», θεωρώντας τη σαν υποδεέστερο ζώο, παρόλο που αυτή εκφράζει περισσότερο εκείνη την κατάσταση που τόσο ο Λόρεντς θαυμάζει στα ζώα: την κατάσταση της απόλυτης ελευθερίας, τους φυσικούς όρους ζωής. Και σίγουρα η γάτα ζει πιο φυσικούς όρους ζωής από το σκύλο, έστω και μόνο από το γεγονός ότι για τη διατροφή της δεν εξαρτάται, απόλυτα τουλάχιστον, από ένα κύριο.
     Επαναλαμβάνω πως πρόκειται για μια γατοϊστορία, γεμάτη με τις χαρές και τις λύπες που κρύβουν όλες οι ιστορίες, και που η φιλοδοξία μου είναι να την κάνω να μοιάσει όσο γίνεται περισσότερο με παραμύθι. Δεν θα κοιτάξω καθόλου να αποφύγω τον ανθρωπομορφισμό, γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορεί να «σταθεί» ένα παραμύθι για ζώα, και γιατί πιστεύω ότι, αν παρθεί σε ένα φαινομενολογικό επίπεδο, δεν είναι καθόλου αντιεπιστημονικός. Θέλω να γράψω περισσότερο ένα παραμύθι παρά μια μελέτη, γιατί πέρα από την ικανοποίηση που νιώθω για τις ελάχιστες ηθολογικές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις που μπόρεσα να κάνω, νιώθω να με πλημμυρίζει εκείνο το συναίσθημα που με κατείχε όταν έγραφα εκείνα τα ημερολόγια, στα δεκαπέντε μου χρόνια, με πρωταγωνιστή το «γιγαντάκο» μου, που εκτείνεται ακόμα πιο πέρα – στην ίδια τη ζωή και σ’ ένα δέος για το μυστήριό της.
     Η γάτα μας κατάγεται από το ίδιο χωριό με τη μητέρα μου, το Κεντρί. Είναι ήδη τεσσάρων χρόνων, κι όμως είναι αβάπτιστη. Όλες οι γάτες στα χωριά είναι αβάπτιστες – και φταίνε οι ίδιες γι αυτό. Είναι εντελώς απείθαρχες – τις φωνάζεις και δεν έρχονται, παρά μόνο όταν θέλουν να φάνε. Τι να τους δώσεις όνομα λοιπόν; Ένα «Να, ψιψί» όταν είναι για φαγητό και φτάνει. Εξ άλλου είπαμε πως δεν είναι pet animals, των σαλονιών. Είναι για να πιάνουν ποντίκια. Είναι σχέση περισσότερο εργάτη-εργοδότη παρά δύο φίλων, όπως συμβαίνει με τα πραγματικά pets. Το όνομα, λοιπόν, ειδική έκφραση ανθρωπομορφικής μετάθεσης στα ζώα, είναι περιττό. Έτσι και μεις, δεν θα βιάσουμε τα πράγματα, θα μείνει και στην ιστορία μας απλώς η γάτα.
     Τα γατάκια του περυσινού καλοκαιριού δεν πρόλαβα να τα ζήσω από κοντά -έμεινα στην Κρήτη μόνο ένα μήνα, όταν αυτά ήσαν πολύ μικρά και άγρια. Κάποια έδωσε ο πατέρας μου, ένα κρεμάστηκε στα ελάσματα του κρεβατιού μου που ήταν απλωμένο κάτω απ’ την πορτοκαλιά για τον μεσημεριανό μου ύπνο, τελικά έμεινε μόνο ένα. Το ξαναείδα, μεγάλη γάτα πια, τα Χριστούγεννα.
     Τα Χριστούγεννα υπήρξε και μια άλλη γενιά γατάκια. Δεν ξέρω πόσα έκανε η γάτα, τελικά επέζησαν φαίνεται μόνο δύο. Τα φύλαγε στον οντά, όπου έχουμε τα άχερα.
     Το ένα απ’ αυτά, ένα μαύρο αρσενικό (το άλλο ήταν άσπρο θηλυκό) έκανε μαζί μου μια πολύ δυσάρεστη γνωριμία. Το είχε κατεβάσει η μάνα του από τον αχεριώνα για να «συνηθίσει». Έπρεπε κι εμείς σιγά σιγά να αρχίσουμε να αναλαμβάνουμε τα βάρη της διατροφής του. Όμως αυτό ένιωθε τρομαγμένο κάτω μόνο του, ενώ και τα δυο ανεζητούσαν την συντροφιά το ένα του άλλου. Έτσι άρχισαν να κλαίνε παραπονιάρικα. Τότε εγώ προσπάθησα να το πιάσω και να το ξανανεβάσω στον αχεριώνα. Κι εδώ άρχισε η περιπέτεια: γιατί αυτό ήταν πολύ μικρό ώστε να μπορεί να τρέξει γρήγορα, ήταν όμως και αρκετά μεγάλο ώστε να μου ξεφεύγει με ελιγμούς. Έτσι, αυτό που στην αρχή μου φάνηκε μια πολύ εύκολη δουλειά, αποδείχθηκε μια πάρα πολύ επώδυνη προσπάθεια. Το κυνηγούσα από δω, το κυνηγούσα από κει, όλο και μου ξέφευγε. Τη πλήρωσε βέβαια περισσότερο αυτό που είχε κατατρομοκρατηθεί. Όμως εγώ δεν έλεγα να εγκαταλείψω τον αγώνα, γιατί ήταν χειμώνας, κρύο, και η τύχη του ήταν αβέβαιη. Τελικά έβαλα μια σκάλα που πλησίαζε το περβάζι του φεγγίτη. Προσπάθησε να την ανεβεί, έφτασε ως τη μέση, σιγά-σιγά, δεν ήταν κι εύκολη δουλειά για την ηλικία του. Πλησίασα να το βοηθήσω. Ένιωσα το σώμα του να συσπάται καθώς το ακούμπησα. Το εβοήθησα σπρώχνοντάς το να ανέβει στο περβάζι, όπου την άραζαν με τις ώρες και τα δυο τους, βλέποντας την πράσινη φύση πίσω από ένα δικτυωτό πλέγμα, σαν φυλακισμένα. Αμέσως ηρέμησαν.
     Νόμιζα ότι καθώς του είχα βγάλει την πίστη εκείνο το βράδυ θα με έβλεπε στο εξής σαν άσπονδο εχθρό. Εντελώς το αντίθετο συνέβη. Όμως προς το παρόν τέλειωσαν οι διακοπές και έπρεπε να ανέβω στην Αθήνα. Όταν σε ένα μήνα η αρρώστια της μητέρας μου με έφερε πάλι πίσω, τα βρήκα εντελώς μεγαλωμένα. Ήταν όμως και αρκετά αδύνατα, «κολλημένα», μια χαρακτηριστική λέξη που χρησιμοποίησε η μητέρα μου, από την ασιτία. Έτσι βάλθηκα να τα δυναμώσω. Το πιο διαθέσιμο ήταν ψωμί με γάλα και τους έδινα άφθονο. Έτσι «γέμισαν» σιγά-σιγά.
     Ενώ ήμουν εξίσου ανταμειφτικός και για τα δυο, όμως μόνο το μαύρο, το αρσενικό, άρχισε να «ανταποδίδει». Με ξεφοβήθηκε αρκετά γρήγορα, ερχόταν μέσα στα πόδια μου, όμως όταν έσκυβα να το πιάσω έφευγε πέρα, όχι τόσο από φόβο όσο από μια κάποια ακαταδεξιά. Το άλλο ούτε που με πλησίαζε καθόλου.
     Τα δυο γατάκια ήταν εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες. Το μαύρο ήταν ζωηρό, νευρώδες, παρατήρησα ότι διατηρούσε όλη την πρωτοβουλία στα παιχνίδια τους, με παρακαλούσε πάντοτε για φαγητό νιαουρίζοντας, και με φοβόταν πολύ λίγο. Το άσπρο, το θηλυκό, αντίθετα, ήταν λιγότερο ζωηρό, συνεσταλμένο, και δεν το θυμάμαι να νιαούρισε ποτέ του. Αργότερα άλλαξε, όμως γι αυτό θα μιλήσουμε αργότερα. Προς το παρόν το μαύρο ήταν η αγάπη μου, ενώ για το άσπρο ένιωθα εκείνη την συμπάθεια που νιώθουμε για ένα συνεσταλμένο παιδί που προσπαθούμε να του δώσουμε θάρρος.
     Είχαν όμως και κάποιον που τα αντιπαθούσε. Ήταν ένα γατάκι της καλοκαιρινής γενιάς, που ήδη άρχισε να γίνεται σωστή γάτα. Ήταν άσπρο, πολύ όμορφο, και σε λίγο έμεινε έγκυος. Αυτή λοιπόν η γάτα δεν τα ανεχόταν ποτέ μέσα στα πόδια της. Τους «φυσούσε» απειλητικά κάθε φορά που την πλησίαζαν με παιχνιδιάρικες διαθέσεις. Ήταν το πλησιέστερο υποκατάστατο μιας μητέρας που έλλειπε συνεχώς για κυνήγι. Γιατί ήταν πολύ κυνηγιάρα η μάνα τους, και τους κουβαλούσε τον ένα ποντικό πίσω από τον άλλο. Ήταν όμως άγρια, και αν δεν έφευγε όταν την πλησίαζα δεν ήταν από ημεράδα, όσο από την αυτοπεποίθηση των τεσσάρων χρόνων της.
     Βλέποντας αυτά τα γατάκια κατέληξα στη διαπίστωση για την ύπαρξη βασικών ψυχολογικών τύπων, εσωστρεφούς -εξωστρεφούς, κυριαρχικού- υποτακτικού. Είχα σχηματίσει πια την αντίληψη ότι δεν μεταβιβάζονται με την κληρονομικότητα μόνο σωματικά, αλλά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Θυμήθηκα από την κυβερνητική ότι η έννοια της δομής δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Δεν είναι μόνο τα συστατικά της μέρη όπως είναι διατεταγμένα στο χώρο, αλλά και η λειτουργία τους με τις μορφές που αναπτύσσει μέσα στο χρόνο. Και όσο κι αν ο οργανισμός, σαν αυτορρυθμιζόμενο σύστημα, προσαρμόζεται μέσα στις συνθήκες που ζει, βασικές προσαρμογές έχουν ήδη γίνει, γιατί αυτό εμπεριέχεται a priori στην έννοια της δομής.
    Το Πάσχα η γάτα είχε γεννήσει κι είχε κάνει τέσσερα γατάκια. Ο πατέρας μου τη χαρακτήρισε «μπουνταλού» γιατί τα είχε φέρει μέσα στα πόδια μας. Τα είδα μια φορά, κάτω από τη σκάλα που τα είχε βάλει, να ψήνονται στον ήλιο. Πήγα να τα μεταξεσύρω στον αέρα. Η στάση της απέναντί μου ήταν διπλή: τη μια μου φυσούσε απειλητικά και την άλλη με εκλιπαρούσε νιαουρίζοντας να μη της τα πάρω. Δεν μπορούσε βέβαια να καταλάβει ότι αυτό που έκανα ήταν για το καλό τους. Συνειδητοποίησε όμως ότι ήταν επικίνδυνο να υπόκεινται τα γατάκια της σε διαδικασίες που η ίδια δεν μπορεί να ελέγξει. Έτσι δοκίμασε να τα μεταφέρει αλλού. Ο πατέρας μου όμως πρόλαβε και της πέταξε τα δυο στον καταπότη που έτρεχε νερό, δρώντας έτσι, αν κι αδυσώπητα, σα βιολογικός ρυθμιστής. Τέσσερα γατάκια θα πέθαιναν της πείνας, ενώ δυο θα ήσαν χορτάτα.
    Δεν είπαμε όμως και για τους «πατέρες», ή μάλλον για τους αρσενικούς ερωτιδείς. Ήταν δυο θεόρατοι γάτοι, ένας άσπρος και ένας μαύρος. Φλερτάριζαν κι οι δυο τη μεγάλη γάτα, η οποία όμως έδειχνε την προτίμησή της για το μαύρο, σ’ αυτή τη φάση τουλάχιστον, φυσώντας άγρια τον άσπρο. Αυτός τελικά ζευγάρωσε με τη μικρή γάτα. Χαρακτηριστική όμως ήταν η διαμάχη τους. Διαπίστωσα σ’ αυτή τα χαρακτηριστικά της ενδοειδικής επιθετικότητας που διάβασα στον Λόρεντς και διαβάζω τώρα στον ‘Αιμπλ-‘Αιμπεσφελτ. Ποτέ δεν τους είδα να συμπλακούν σε αληθινή μάχη. Έβγαζαν το χαρακτηριστικό νιαούρισμά τους όσο πιο δυνατά κι όσο πιο επιβλητικά μπορούσαν ο καθένας, σαν σε μια «μονομαχία τραγουδιού» όπως αυτές που περιγράφει ο ‘Αιμπεσφελτ. Επίσης δεν στεκόντουσαν απέναντι αλλά πλάι-πλάι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας έτσι να δείξουν όσο γίνεται μεγαλύτερο το περίγραμμα του κορμιού τους, για να φανούν πιο απειλητικοί, σαν τα ψάρια που περιγράφει ο Λόρεντς.
     «Πατρικά» χαρακτηριστικά από τους γάτους αυτούς, (από το μαύρο περισσότερο, μια και αυτός ήταν ο πατέρας) δεν είδα. Φαίνεται ότι όπου μπορεί και τα βγάζει πέρα η μητέρα, ο πατέρας είναι περιττός. Όμως οπότε πλησίαζε ο μαύρος γάτος, τα γατάκια έτρεχαν προς το μέρος του και τον χαιρετούσαν «δι’ ασπασμού». Όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό, έχω δει πολλές φορές στις γάτες αυτόν τον «ανθρώπινα θερμό» χαιρετισμό, να τρίβουν τις μουσούδες τους. Το φιλί σίγουρα έχει μια προανθρώπινη προέλευση. Τέλος μια φορά είδα τον μαύρο γάτο να έχει καθηλωμένο το μαύρο γατάκι κρατώντας το απ’ το λαιμό. Όμως ήταν ολοφάνερο πως έπαιζε μαζί του. Δεν πιστεύω όμως καθόλου ότι το γατάκι αναγνώρισε σ’ αυτόν το φυσικό του πατέρα. Μάλλον κινήθηκε από τον θαυμασμό που νιώθουν τόσο συχνά τα παιδιά για τους μεγάλους.
     Οι διακοπές τέλειωσαν, όμως βρέθηκα και πάλι στο χωριό, λόγω ενός σοβαρού εγκεφαλικού επεισοδίου της μητέρας μου. Τότε γνώρισα και μια άλλη γενιά γατάκια, τέσσερα τον αριθμό: δυο μαύρα και δυο άσπρα. Ήταν πολύ χαριτωμένα. Αυτά ήταν πιο προσιτά, γιατί τα είχε η γάτα στο αποχωρητήριο. Συνήθως ήταν όλα μαζί πάνω σε ένα τσουβάλι καλαμπόκι. Όταν ήταν ένα ένα και με έβλεπαν το έβαζαν στα πόδια και κρυβόντουσαν πίσω από σακιά, καφάσια κι ένα σωρό άλλα κατσιφάφαλα. Είναι πολύ χαριτωμένα έτσι όπως περπατάνε, ασυντόνιστα, με την κοιλιά τους να σύρνεται κάτω, μη μπορώντας να σταθούν σταθερά πάνω στα αδύναμα ποδαράκια τους. Όταν βρισκόντουσαν όμως όλα μαζί, συνήθως κουλουριασμένα πάνω στο σακί, είχαν περισσότερο θάρρος, μου φυσούσαν δείχνοντας τα δοντάκια τους, και μόνο την τελευταία στιγμή γλιστρούσαν κάτω. Φυσικά εγώ πάντα κατάφερνα και έβαζα κάποιο στο χέρι. Έτσι για πρώτη φορά είδα ένα περίεργο παράσιτο, μεγάλο σαν κουκί, ένα τεράστιο σώμα με έξι νομίζω μικρά μικρά πόδια, να τους ρουφάει πολύτιμο αίμα.
     Η μητέρα μου έφυγε απ’ το νοσοκομείο, αφού έκανε ένα μήνα, εγώ έφυγα βιαστικά για την Αθήνα, για να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες με τους εκδότες μου, για να επιστρέψω σε δεκαπέντε μέρες. Ήταν οι αρχές των καλοκαιρινών μου διακοπών, που μετά από εφτά χρόνια θα κρατούσαν πάλι για δυο μήνες.
     Όταν επέστρεψα από την Αθήνα, αρχές Ιούλη, βρήκα δυο μόνο από τα τέσσερα γατάκια, πάλι ένα μαύρο αρσενικό κι ένα άσπρο θηλυκό, μεγαλωμένα αρκετά. Τα άλλα δυο έλλειπαν. Φοβήθηκα μήπως τα πήρε και αυτά το νερό, δεν τόλμησα να ρωτήσω. Πιθανώς όμως να τα έδωσε ο πατέρας μου. Έλειπε και το μαύρο γατάκι που τόσο είχα συμπαθήσει. Η αδελφή του, μεγάλη γάτα πια, ήταν έγκυος. Η άλλη γάτα είχε εξαφανισθεί, και μαζί της ο άσπρος αρσενικός. Δεν ξέρω ακόμα, και ούτε θα μάθω πιστεύω, τι γίνανε. Η μεγάλη γάτα είχε κι αυτή φύγει. Ο πατέρας μου, όταν την είδε πάλι αγαστρωμένη, την κλώτσησε. Γι’ αυτόν, κάθε γατάκι μέτραγε σαν ένα στόμα παραπάνω. Η γάτα, μετά από τη κλωτσιά δεν τόλμησε να ξαναφανεί. Πήγε και γέννησε αλλού, και χθες ανακάλυψα ότι ήταν σε ένα γειτονικό σπίτι ακατοίκητο. Τα γατάκια της τα είδα μεγάλα. Αναρωτιέμαι πως μπορεί και τα συντηρεί μόνο της. Ο πατέρας μου μετάνιωσε για τη κλωτσιά. Αφενός γιατί την εκτιμούσε πολύ σαν κυνηγαρού, κι αφετέρου λόγω ενός αταβιστικού αισθήματος απέναντι σε μια ικανή μητέρα. Έτσι όταν την ξαναείδε άρχισε να της δίνει φαΐ, κι αυτή σιγά σιγά ξεθάρρεψε και ξανάρχεται. Όμως μόνο για να δει αν υπάρχει τίποτα στο παλιό τηγάνι που βάζουμε το φαγητό των γατιών.
     Τα παλιά μικρά της δεν θέλει να τα δει. Μόλις κάνουν να τη σιμώσουν τους φυσάει απειλητικά. Πολύ άστοργη μητέρα για τα μεγάλα της παιδιά. Ίσως να κατάλαβε ότι της κλέψανε τη θέση της στο σπίτι. Μπορεί όμως και να τα διώχνει γιατί φοβάται μήπως θέλουν να τη θηλάσουν.
     Η πραγματική ιστορία αρχίζει με το μεγάλο πια θηλυκό γατάκι, που σε λίγο γεννά τρία γατάκια, και τα δυο μικρά. [μάλλον κάτι παραλείφθηκε στην αντιγραφή]. Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτά τα δυο μικρά ήταν ακριβή αντίγραφα κι από ψυχολογική άποψη, των δυο προηγούμενων που ανέφερα. Το ένα τολμηρό και επιθετικό, το άλλο μαζεμένο. Αυτό το δεύτερο είχε ένα πολύ χαριτωμένο σωματάκι και πολύ ωραίο περπάτημα, σαν μικρογραφία τίγρης. Γι’ αυτό το βάφτισα ασυναίσθητα «τιγράκι». Έτσι αντικατέστησε φυσιολογικά το άλλο που χάθηκε, λες και ήταν μετενσάρκωσή του. Μ’ αυτό οι σχέσεις αναπτύχθηκαν πιο πολύ, στέκεται και το πιάνω, μόνο που όταν το σηκώνω ψηλά αφήνει μια περίεργη φωνή δυσαρέσκειας και παραίτησης όμως ταυτόχρονα. Ήταν το ίδιο παιχνιδιάρικο -τώρα έχει μεγαλώσει και σοβαρέψει. Και πολύ χαδιάρικο. Κάθε μεσημέρι -είχε γίνει συνήθεια πια- ερχόταν στο κρεβάτι που κοιμόμουν κι αφηνόταν να το χαϊδεύω με μιαν αληθινή ευχαρίστηση, με κλειστά μάτια, ή τριβόταν το ίδιο πάνω στο χέρι μου. Τότε συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά τη βιολογική βάση πολλών πολιτιστικών τυπικών. Το χάδι προσφέρει μια «σωματική» ευχαρίστηση, ακόμη κι όταν είναι πολύ ξέμακρο από κάθε σεξουαλικό συσχετισμό, και πάνω σ’ αυτή την «πρωταρχική» ευχαρίστηση αναπτύσσεται σαν σύμβολο τρυφερότητας και στοργής. [Λίγα χρόνια αργότερα διάβασα το βιβλίο του Desmond Morris, “Η Σημασία Της Επαφής“].
     Το παλιό άσπρο θηλυκό γατάκι, σε αντίθεση με την άλλη γάτα, έδειχνε και δείχνει ακόμη μεγάλη αγάπη για τα δυο πιο μικρά γατάκια. Όμως το αρσενικό είναι μοχθηρό. Πολλές φορές το είδα να την πλησιάζει, δήθεν χαϊδιάρικα, και ξαφνικά να της καταφέρνει ένα κτύπημα στο κεφάλι με ένα από τα μπροστινά του πόδια – ή αντίστροφα να το πλησιάζει αυτή, κι ενώ κάνει πως δέχεται την τρυφερότητά της, να της καταφέρνει πάλι το ίδιο κτύπημα.
     Κάποτε όμως βρέθηκα μάρτυρας ενός επεισοδίου που με έκανε να σκάσω στα γέλια. Το γατάκι πλησιάζει τη γάτα με τις συνηθισμένες του δήθεν τρυφερές διαθέσεις. Η γάτα κάνει πως δέχεται τις περιποιήσεις του και ξαφνικά του αστράφτει ένα κτύπημα με το δεξί μπροστινό της ποδάρι, που το πέταξε δέκα μέτρα μακριά. Ξέρουν και τα ζώα να εκδικούνται, με την ίδια πονηριά μάλιστα με μας. Όμως τελικά ήταν απλώς ένα μάθημα, γιατί από τη συμπεριφορά της φάνηκε πως δεν του κρατούσε κακία.
     Εντούτοις η αδυναμία της ήταν το άσπρο γατάκι. Όταν γέννησε, το βύζαινε κι αυτό μαζί με τα δικά της και βρισκόντουσαν πάντα μαζί. Σχεδόν είχαν απομονώσει τον «γλυψιματία» αρσενικό. Η γάτα είχε κι άλλους λόγους. Το είδα μια φορά που της πήρε μέσα από το στόμα της ένα ποντικό που είχε για τα μικρά. Φυσικά εγώ αμέσως επανόρθωσα την αδικία. Ακόμη, ποτέ δεν τους έριξα μεζεδάκι κι αφού μυρίσει το δικό του, να μη πάει σ’ αυτό που είχε επιλέξει το άσπρο γατάκι. Αυτό υποχωρούσε πάντα υποτακτικά. Αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί ποτέ δεν είδα τα γατιά να τσακώνονται στο φαγητό, ή να προσπαθεί το ένα να κλέψει το φαγητό του άλλου. Το κυριαρχικό του ένστικτο πρέπει να ήταν πολύ ισχυρό, και θα αντλούσε μια πρόσθετη αυτοπεποίθηση από τη στενή του σχέση μαζί μου. Ίσως γι αυτό νιαούριζε παραπονιάρικα για φαγητό κάθε φορά που με έβλεπε, ενώ τα άλλα γατιά ως προς αυτό κρατούσαν μια αξιοπρέπεια.
     Είχα την ευκαιρία να πιάσω γνωριμία και με ένα άλλο εκπρόσωπο του βασιλείου των ζώων, έναν πουλί. Καθώς πήγαινα σπίτι ένα μεσημέρι γυρίζοντας από το μπάνιο, άκουσα τιτίβισμα πουλιού μέσα από ένα θάμνο στην άκρη του δρόμου, ενώ συγχρόνως διέκρινα μέσα από τα φυλλώματά του ένα φίδι. Πήρα μια πέτρα και την πέταξα στο θάμνο, κι αμέσως πετάχτηκε έξω έντρομο ένα μικρό κοτσυφάκι. Έτρεξε κατ’ ευθείαν προς το μέρος μου και το πήρα στις χούφτες μου. Από το μικρό του κεφαλάκι έτρεχε αίμα, ενώ είχε μια πατσουλιά μαδημένο χνούδι. Δεν ξέρω πως τρώνε τα φίδια τα πουλιά, όμως μου σχηματίσθηκε η εντύπωση ότι το μαδούν πρώτα πριν το σκοτώσουν.
     Μόλις πέρασε ο πρώτος φόβος για το φίδι, το κοτσυφάκι άρχισε να φοβάται κι εμένα. Όμως ήταν πολύ μικρό για να το αφήσω και δεν ήξερα από ποια φωλιά είχε πέσει. Έτσι αποφάσισα να το κρατήσω και να το μεγαλώσω. Το έβαλα λοιπόν μέσα στο αποχωρητήριο. Δοκίμασα να το ταΐσω. Διαπίστωσα αμέσως την ανακλαστική κίνηση του ανοίγματος του ράμφους, μόλις άπλωνα από πάνω το χέρι μου. Το τάισα με ρύζι. Όμως τα δάκτυλά μου δεν ήταν πολύ πειστικό υποκατάστατο, γιατί τη μια άνοιγε το στόμα του και την άλλη το έστρεφε πέρα τρομαγμένο.
     Δοκίμασα να το βγάλω έξω, ξέροντας πως θα ένιωθε σαν φυλακισμένο μέσα στο αποχωρητήριο. Όμως γρήγορα διαπίστωσα πως κινδύνευε. Τα γατιά παραμόνευαν. Όμως ενώ το μαύρο γρήγορα συνειδητοποίησε τη μεταξύ μας σχέση και το εγκατέλειψε, το άσπρο καιροφυλακτούσε. Σε μια στιγμή που μου ξέφυγε, του το πήρα κυριολεκτικά μέσα από το στόμα. Φυσικά δεν μου πέρασε καθόλου απ’ το μυαλό να φέρω τα δυο ζώα κοντά το ένα στο άλλο για να γνωριστούνε, όπως έκανε ο Σβέικ. Τέτοιες σύντομες διαδικασίες δεν μπορούν να μπλοκάρουν αποδεσμευτικούς μηχανισμούς. Έτσι γρήγορα το ξαναπήρα στο αποχωρητήριο, αφού το έλυσα. Έδωσα σαφείς οδηγίες στους γονείς μου να μην ξεχάσουν την πόρτα ανοιχτή, και για να μη φύγει, και για να μη μπει μέσα κάποιος κάτης και το γραπώσει.
     Το βράδυ που γύρισα, η πόρτα του αποχωρητηρίου ήταν ανοικτή και το πουλί έλειπε. Ξάφνου άκουσα τη φωνούλα του σε ένα γειτονικό δένδρο. Πήγα να το πιάσω κι αυτό πέταξε πιο πέρα, σε ένα άλλο δένδρο. Ξανά η ίδια προσπάθεια, με τα ίδια αποτελέσματα πάλι: μόλις κατάφερνα να χωθώ μέσα στα κλαδιά και να απλώσω το χέρι μου να το γραπώσω, εκείνο έφευγε. Έτσι πήγαμε και στο διπλανό περβόλι, και η ίδια ιστορία άρχισε να επαναλαμβάνεται. Τότε ξαφνικά πρόσεξα στην άκρη ενός δένδρου το πτώμα μιας γάτας σε ημιαποσύνθεση. Πλησίασα και είδα με φρίκη πως ήταν το μαύρο μου γατάκι, που έλλειπε όταν ήλθα απ’ την Αθήνα. Δεν ξέρω από τι πέθανε, όμως ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά.
     Είχε αρχίσει να σουρουπώνει για καλά, κι εγώ στεκόμουν και το κοίταζα. Σκέφτηκα πως ο θάνατός του με λύπησε περισσότερο από τον θάνατο του Μάο. Τελικά, οι συγκινήσεις μας καθορίζονται περισσότερο από παραστάσεις παρά από έννοιες. Τον Μάο δεν τον είχα δει ποτέ, ενώ το γατάκι μου το είχα για μήνες μέσα στα πόδια μου. Με τέτοιους μεταφυσικούς στοχασμούς προσπαθώ πάντα να ξορκίζω τις στενοχώριες μου. Όταν αναλύσεις τη συγκίνηση στα συστατικά της στοιχεία, αποκτάει κάτι το εγκεφαλικό, ανάγεται σε μια πιο γενική σφαίρα, χάνει την ιδιαίτερη ατομικότητά της, και αυτό πιστεύω είναι που φέρει το στοιχείο της λύτρωσης.
     Η σχέση των δύο μεγάλων γατιών με τα γατάκια της μικρής γάτας (εδώ φαίνεται το ότι τους λείπουν τα ονόματα) είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Στην αρχή, είδα πως τα αντιμετώπισε το μαύρο γατάκι. Ήταν όλο περιέργεια, μα και εχθρότητα. Αυτά έδειχναν επίσης περιέργεια, όμως δεν έδειχναν να φοβούνται ιδιαίτερα από τις επιθετικές του διαθέσεις. Εξάλλου επρόκειτο για μια ritualized επιθετικότητα: δεν τους επιτίθετο ανοικτά, αλλά όταν αυτά ήταν κρυμμένα σε καμιά γωνιά, δοκίμαζε τάχα να τα ξετρυπώσει. Δυο φορές που βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, δεν δοκίμασε να τους επιτεθεί. Τα γατάκια άφηναν το χαρακτηριστικό τους φύσημα, και το μαύρο γατάκι «κόλωνε».
     Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η συμπεριφορά του άσπρου γατιού. Μόλις τα είδε από μακριά, έτρεξε όλο ενδιαφέρον προς το μέρος τους, τα μύρισε, άφησε αυτό το αμυντικό «φύσημα» και το έβαλε στα πόδια, σημάδι ότι βρέθηκε μπροστά σε κάτι ξένο και εχθρικό. Η μυρουδιά λοιπόν, όπως γράφει και ο ‘Αιμπλ-‘Αιμπεσφελτ, είναι το μέσο διάκρισης των φίλων από τους εχθρούς.
     Αργότερα και τα δυο γατιά τα συνήθισαν και καθώς αυτά ξεθάρρεψαν, άρχισαν να παίζουν μαζί τους. Εγώ χρησιμοποίησα το μαύρο γατί για να ξεθαρρέψουν μαζί μου. Το έπαιρνα στην αγκαλιά μου και το χάϊδευα, κι έβλεπα την έκπληξη και το ενδιαφέρον στα μάτια τους, και με πλησίαζαν πιο άφοβα.
     Πρέπει να τονίσω αυτή την εκφραστικότητα των ματιών τους, που πάνω τους έχω δει αποτυπωμένες όλες τις αντίστοιχες εκφράσεις που παίρνουν τα ανθρώπινα μάτια. Φαίνεται ότι αντιδρά περισσότερο το αισθητήριο που δέχεται και τα περισσότερα ερεθίσματα, με ένα αρκετά άμεσο τρόπο, και γι αυτό γίνεται ένας τέτοιος «καθρέφτης αισθημάτων». Και είναι χαρακτηριστικό ότι η εκφραστικότητα των ματιών συνδέεται με οπτικές παραστάσεις – φόβου, έκπληξης, σεξουαλικού ερεθισμού, κ.λπ.
     Μέχρι τώρα τονίσαμε περισσότερο τους κληρονομικούς παράγοντες, τα έμφυτα σχήματα. Όμως οι περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν κι αυτοί μια μεγάλη επίδραση, αφού πάνω στο περιβάλλον συντελείται κάθε προσαρμογή, και πολλές φορές αρκούν για να αναστατώσουν ή να εξουδετερώσουν και τα πιο σταθερά σχήματα συμπεριφοράς. Παρακάτω έχω ένα παράδειγμα.
     Ήταν δυο μέρες που η μικρή γάτα μας νιαούριζε λυπημένα. Ήταν σε μια κατάσταση έντονου ερεθισμού και ο ρυθμός της αναπνοής της ήταν πάρα πολύ γρήγορος. Υποθέσαμε ότι πιθανώς να της είχαν πάρει τα γατάκια (που δεν ξέραμε πού τα είχε κρύψει). Την Τρίτη μέρα ο πατέρας μου μου είπε να προσέχω να μη ξανακλειδώσω τον κάτη μέσα στην αποθήκη.
     Τι είχε συμβεί:
     Τα γατάκια είχαν μεγαλώσει αρκετά και θεώρησε σκόπιμο να τα εξοικειώσει με το σπίτι. Έτσι τα είχε κλείσει μέσα στην αποθήκη. Όμως εμείς την ανοίγαμε σπάνια κι επί δυο μέρες δεν μπορούσε να μπει μέσα να τα ταΐσει. Γι’ αυτό ήταν τόσο ανήσυχη.
     Τί συνέβη όμως μετά;
     Καθώς εμείς κλειδώναμε την αποθήκη το βράδυ (τη μέρα την αφήναμε ανοικτή) έχεζε αναγκαστικά μέσα. Ο πατέρας μου διαολίστηκε κι έτσι αναγκάστηκα να μετακομίσω τα γατάκια στο αποχωρητήριο που ήταν μόνιμα ανοικτό. Φανταστείτε όμως την έκπληξή μου όταν την επομένη είδα ότι η γάτα είχε χέσει πάνω στο τσιμέντο. Το είχε βρει φαίνεται πιο βολικό. Την αρπάζω λοιπόν, της μουλώνω το κεφάλι πάνω στα σκατά της και μετά της δίνω μια στα πλευρά. Πετάχτηκε έξω και την είδα που κάθισε στο χωράφι νιαουρίζοντας λυπημένα, θα μπορούσα να πω «ένοχα».
     Την επομένη την είδα να έχει χέσει στο χωράφι, μπροστά στην πόρτα του αποχωρητηρίου, στο ίδιο σημείο που καθόταν χθες μετά που τις είχε φάει. Δεν τα είχε σκεπάσει. Δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη ότι ήθελε να μου δείξει ότι κατάλαβε το μάθημά της. Πάντως τα γεγονότα ήταν αυτά.
     Τα ζώα έχουν μια αρκετά εκφραστική γλώσσα, που την ξέρουν μόνο αυτοί που έχουν ζήσει αρκετό καιρό μαζί τους. Εγώ μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω και τις πιο λεπτές αποχρώσεις, και τους πιο πολύπλοκους συνδυασμούς, από τις φωνές των γατιών μας. Φόβος, οργή, προσδοκία, μεταξύ τους κλήσεις, κ.λπ. είναι για μένα πολύ εύκολα κατανοητά. Απ’ όλες όμως τις φωνές των γατιών, η πιο ωραία είναι αυτή της μάνας που φωνάζει τα μικρά της. Είναι μια χαμηλότονη, γουργουριστή φωνή, με λεπτές αποχρώσεις. Η γάτα μας χρησιμοποιούσε σε υπερβολικό βαθμό αυτή τη φωνή. Ίσως να την ένιωθε όπως νιώθουμε εμείς το τραγούδι.
     Παρατήρησα δε και το εξής χαρακτηριστικό: Όταν μετά τις πρώτες κλήσεις τα γατάκια παρέλειπαν να ανταποκριθούν, τότε η φωνή της έπαιρνε ένα ερωτηματικό τόνο, μετά γινόταν παραπονιάρικη.
     Τώρα πώς εγώ καταλάβαινα ότι η φωνή της ήταν ερωτηματική; μα από το τονικό ύψος. Όταν ρωτάμε υψώνουμε στο τέλος της πρότασης τον τόνο της φωνής μας. Το ίδιο λοιπόν έκανε κι η γάτα. Έτσι πιστεύω τώρα ότι διαθέτουμε κοινά φωνητικά σχήματα με τα ζώα, που καθένα βέβαια προσαρμόζεται στις ιδιομορφίες των φωνητικών του χορδών, όμως το underlying pattern είναι αρκετά ευδιάκριτο από όλα τους. Υπάρχει κανείς που να μην αναγνωρίζει την κραυγή πόνου ενός ζώου; Αυτό έχει ειδική αξία επιβίωσης, ότι τα ζώα μπορούν να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά και τις διαθέσεις το ένα του άλλου, και να προσαρμόζονται αντίστοιχα. Βέβαια, η ικανότητά τους να ξεχωρίζουν τα φωνητικά σχήματα του είδους τους, σε σχέση με τα φωνητικά σχήματα άλλων ειδών υπερέχει κατά πολύ. Όμως αυτή η έστω στοιχειακή ικανότητα διάκρισης κάποιων φωνών οφείλεται και στην ομοιότητα κάποιων βασικών νευροφυσιολογικών διαδικασιών σε όλα τα ζώα, όπως αυτές που αναφέρονται σε πόνο, οργή, πείνα, κ.λπ. Ίσως αυτός να είναι και ο κυριότερος λόγος, και όχι η ειδική αξία επιβίωσης που έχει πολλές φορές αυτό το γεγονός. Όμως οι πιο λεπτές αποχρώσεις γίνονται γνωστές με την επανάληψη, συνδυάζοντάς τις με ιδιαίτερα situational contexts.
     Ένα πρωί, αξημέρωτα, η γάτα χρησιμοποιούσε επίμονα το κάλεσμά της, με ένα παραπονιάρικο τόνο στη φωνή της. Κατάλαβα ότι κάτι θα πρέπει να είχε συμβεί στο γατάκι (τα άλλα δυο τα είχαμε δώσει εν τω μεταξύ). Όταν σηκώθηκα, δεν είδα βέβαια πουθενά το γατάκι. Έψαξα, και το βρήκα τελικά κάτω από κάποια βλήτα στα τούβλα, που συνήθιζε να ξαπλώνει τα μεσημέρια με τη μάνα του – νεκρό. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω για πιο λόγο. Από δίψα; Από πείνα; Από μοναξιά; Ή τι άλλο;
     Όταν πεθαίνει ένα μωρό, τις περισσότερες ευθύνες τις έχει η μάνα. Δεν μπόρεσα όμως να εντοπίσω πιο ειδικά την ευθύνη της.
     Πήρα ένα φτυάρι και τοποθέτησα πάνω το γατάκι και της το πήγα. Την είδα που το μύριζε συνεχώς. Να προσπαθούσε άραγε να το αναγνωρίσει; Πρέπει να ήξερε ότι ήταν το δικό της. Τα άλλα γατιά πλησίασαν κι αυτά, όμως με το δισταγμό που πλησιάζουμε εμείς ένα φέρετρο.
     Ξαφνικά έπεσε το φτυάρι, όπως το είχα στεμένο κι όλα πετάχτηκαν πίσω έντρομα, όπως θα κάναμε κι εμείς αν βλέπαμε ξαφνικά ένα νεκρό να κινείται. Τέλος άνοιξα ένα λάκκο και το έθαψα. Δεν άκουσα καμιά φωνή θλίψης. Να ήταν τόσο βαθύς ο πόνος; Ή να ήταν πολύ λίγος, μια και οι γάτες πρέπει να είναι φυλογενετικά προετοιμασμένες να δέχονται με αρκετή φυσικότητα το θάνατο αρκετών από τα μικρά που τους μέλει να γεννήσουν στη ζωή τους; Δεν ξέρω. Πάντως επί δυο τρεις μέρες άκουγα τη γάτα να βγάζει την ίδια φωνή κλήσης, με παραπονιάρικο τόνο αυτή τη φορά. Ένα σχήμα συμπεριφοράς που ο θάνατος το είχε καταστήσει αυτόχρημα περιττό, όμως ο οργανισμός της μόνο σιγά σιγά μπορούσε να ανενεργοποιήσει.
     Σήμερα έχει ο μήνας 23, και το βράδυ φεύγω για την Αθήνα. Θα ξαναγυρίσω το Πάσχα (Θα έμενα με την μητέρα μου στην Αθήνα, και τα Χριστούγεννα δεν θα κατεβαίναμε, λόγω κρύου. Τελικά κατεβήκαμε τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα, αυτή σε φέρετρο, εγώ σε αεροπορικό κάθισμα της τρίτης θέσης). Πόσα άραγε από τα γατιά μας θα ζουν τότε; Θα με αναγνωρίσουν άραγε; Με το μαύρο γατάκι μου, έστω και για δεκαπενθήμερη απουσία, χρειάστηκε μια καινούρια διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεών μας, έστω και αν αυτή κράτησε μόνο δυο λεπτά. Το Πάσχα, πόσο θα διαρκέσει;
     Πιστεύω πως ουσιαστικό στοιχείο της φυσικής ζωής είναι η επαφή με τα ζώα. Ο άνθρωπος χάνει αρκετή από την υπεροψία του, αν έρθει σε επαφή μαζί τους. Και ακόμη πιστεύω πως μόνο αν δούμε και γνωρίσουμε τη ζωή σ’ όλες της τις μορφές, μπορούμε να την αγαπήσουμε όπως πρέπει. Και η αγάπη είναι η πιο ουσιαστική προϋπόθεση για κάθε ομαλή ανάπτυξη. Η επιθετικότητα, όπως λέγει ο ‘Αιμπλ-‘Αιμπεσφελντ, έχει μια ξεπερασμένη αξία επιβίωσης. Η κοινωνία, που πάνω της βασίζει την εξέλιξή του ο άνθρωπος, στηρίζει τη συνοχή της όλο και περισσότερο στην αγάπη. Κι όταν λέμε στα παιδιά «αγαπάτε τα ζώα», δεν το κάνουμε για να προφυλάξουμε τα ζώα. Το περισσότερο κέρδος το έχουν τα ίδια τα παιδιά. Και μπορώ να πω από τις εμπειρίες μου, ότι, καθόλου τυχαία, εκείνοι που δεν αγαπούσαν τα ζώα ήσαν εκείνοι που εύρισκα και λιτότερο ενδιαφέροντες σαν προσωπικότητες. Και, κάποιος μεγάλος (Ο Παναγιώτης Γουλιέλμος) λέγει ότι ο επαναστάτης είναι πάντοτε φιλόζωος.
     Μπορούμε άραγε να το καταφέρουμε αυτό;

                                                                             20-9-1979

———————————————————————-

                    1).    Οικολογία & Παιδική Λογοτεχνία

                               μια περίπτωση πρόσληψης

(Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Τόμος Β, Έκδοση Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, 2002, σελ. 597-602).


     Σ’ αυτή την ηλεκτρονικήν έκδοση παρατίθενται κάποια κείμενα παιδικής λογοτεχνίας που εικονογραφούν τις θέσεις που προβάλλονται.


     Η Παιδική Λογοτεχνία έχει αρκετές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη λογοτεχνία για μεγάλους, όπως για παράδειγμα το ότι απευθύνεται σε παιδιά χωρίς να γράφεται από παιδιά. Εδώ θα μας απασχολήσουν κάποιες ιδιομορφίες της πρόσληψής της, που μάλλον έχουν ξεφύγει από την προσοχή των θεωρητικών της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Αφορμή για τις σκέψεις που θα εκθέσουμε παρακάτω στάθηκαν οι αντιδράσεις τριών μικρών παιδιών απέναντι στα τρία πρώτα διηγήματα της συλλογής μας «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Το έργο αυτό εκδόθηκε με χορηγία του Δήμου Ηλιούπολης και μοιράστηκε δωρεάν σ’ όλους τους μαθητές των δημοτικών σχολείων της Ηλιούπολης το 1997. Στη συνέχεια υπήρξαν άλλες δυο εκδόσεις, που μοιράστηκαν σε δύο δήμους της Θεσσαλονίκης. Την τρίτη έκδοση προλόγισε ο τέως υφυπουργός Παιδείας κος Ανθόπουλος.

     Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της πρόσληψης, στη διαμόρφωση των θεωριών τους, φαίνεται να μην έχουν λάβει υπόψη τους την παιδική λογοτεχνία. Ένας από τους πιθανούς λόγους γι αυτό είναι ότι μάλλον δεν έχουν επαφή μαζί της. Για να επηρεάσει η παιδική λογοτεχνία τις απόψεις τους θα έπρεπε οι θεωρητικοί αυτοί να έχουν διαβάσει ένα αριθμό έργων, πράγμα που πιθανότατα δεν έχουν κάνει, μια και σπάνια οι μεγάλοι διαβάζουν τη λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά. Όμως αν είχαν υπόψη τους, έστω και λίγα έργα, παιδικής λογοτεχνίας, πιθανότατα οι θεωρίες τους να επηρεάζονταν και να ετροποποιούνταν σημαντικά.

     Οι θεωρίες της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης αναπτύχθηκαν μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την εμφάνιση των μοντερνιστικών κειμένων με την αμφισημία και πολυσημία που τα διακρίνει. Όμως στα έργα της παιδικής λογοτεχνίας δεν υπάρχουν αμφισημίες, με τα συνακόλουθα προβλήματα ερμηνείας. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον περισσότερο ή λιγότερο διδακτικό τους χαρακτήρα. Οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας έχουν πάντα σαν μέριμνα να περάσουν μέσα από τα έργα τους ιδεολογικά μηνύματα και κοινωνικές αξίες. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής Καλλέργης στη μελέτη του «Το πρόβλημα της ιδεολογίας στα παιδικά λογοτεχνήματα», …στα γνήσια λογοτεχνήματα το ιδεολογικό περιεχόμενο σπάνια έχει τη μορφή γυμνού κηρυγματικού λόγου ή συνθηματολογίας. Τις περισσότερες φορές μετουσιώνεται σε μορφές, σε πρότυπα, που έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη καλλιτεχνική πειθώ, ανάλογη με το ταλέντο του συγγραφέα και την ένταση της προσπάθειάς του να δαμάσει τη γλώσσα και να υποτάξει το υλικό του στο νόημα της τέχνης.1

     Όμως, το μεγαλύτερο ή μικρότερο ταλέντο του συγγραφέα, οι περισσότερες ή λιγότερες ικανότητές του και η μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση της προσπάθειας που έχει καταβάλλει στη σύνθεση ενός έργου έχουν να κάνουν περισσότερο με τη λογοτεχνική αξία του έργου αυτού και όχι με προβλήματα της ερμηνείας του. Η  ανίχνευση των ιδεολογικών οριζόντων ενός έργου είναι συχνά ανεξάρτητη από τη λογοτεχνική του ποιότητα.

     Στην περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας έχουμε μια «ρητορική της πειθούς». Μάλιστα τα οικολογικά μας παραμύθια θα έλεγα ότι αποτελούν έναν «λογοτεχνικό προτρεπτικό», σε ένα αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα ερμηνειών και παρερμηνειών (που, σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς της πρόσληψης και της αποδόμησης, έχουν ισότιμη αξία), αλλά ζήτημα αποτελεσματικότερης ή λιγότερο αποτελεσματικής χρήσης των λογοτεχνικών μέσων, των υφολογικών τεχνικών, της μυθοπλαστικής επινοητικότητας, κ.λπ., ώστε να διεγερθεί συναισθηματικά ο μικρός αναγνώστης και να περάσουν έτσι μέσα του αβίαστα τα μηνύματα και οι προτροπές του συγγραφέα.

     Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι ο ορίζοντας προσδοκιών του ενήλικα είναι διαφορετικός απ’ αυτόν του μικρού αναγνώστη. Ο ορίζοντας προσδοκιών του παιδιού συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά από παραμέτρους που έχουν να κάνουν με την παιδική ψυχολογία, ενώ ο ορίζοντας προσδοκιών του ενήλικα επηρεάζεται επί πλέον από μια ιστορική διάσταση, τόσο υποκειμενική όσο και διυποκειμενική, τόσο από τις προσωπικές του εμπειρίες στη μέχρι τότε ζωή του όσο κι από τις ηθικές κι αισθητικές αξίες και νόρμες που διαμορφώθηκαν ιστορικά ή βρίσκονται σε διαδικασία διαμόρφωσης στην εποχή του.

     Όσο για την περίφημη «σύντηξη οριζόντων» του έργου και του δέκτη, έχει κι αυτή περιορισμένη εφαρμογή στη παιδική λογοτεχνία, μια κι η παιδική λογοτεχνία έχει ιστορία 2 περίπου αιώνων κι είναι δημιούργημα αστικών κοινωνιών, ενώ τα αριστουργήματα του παρελθόντος, η πρόσληψη των οποίων οδήγησε στην αντίληψη περί «σύντηξης οριζόντων», προσφέρονται στους νεαρούς αναγνώστες κυρίως μέσω διασκευών. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν θα ήταν δυνατόν να μιλάμε για σύντηξη οριζόντων, θα έπρεπε να μιλάμε για σύντηξη όχι δύο οριζόντων, του κειμένου και του αναγνώστη, αλλά τριών, με επιπλέον ορίζοντα εκείνον του διασκευαστή. Ο διασκευαστής, αν και τοποθετείται στο ίδιο παρόν με τον νεαρό δέκτη, διαφέρει απ’ αυτόν ως ενήλικας κι ως εκ τούτου διαφέρει ο δικός του ορίζοντας προσδοκιών απ’ αυτόν του μικρού αναγνώστη.

     Τα περισσότερα από τα οικολογικά μας διηγήματα γράφηκαν το 1989, τότε που όλους εμάς που συμμετείχαμε στο οικολογικό κίνημα μας είχε συνεπάρει ο ιεραποστολικός ζήλος της διάδοσης των καινούριων ιδεών. (Ως δείγμα παραθέτουμε για την ηλεκτρονική έκδοση της εισήγησης αυτής το παραμύθι «Ο Φρίξος και η Μαρίνα», που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό που διοργάνωσε το 1993 ο δήμος Αγίου Νικολάου Κρήτης). Η οικολογική φιλολογία και δημοσιογραφία, όχι μόνο εκείνης της εποχής αλλά και σήμερα, είναι διαποτισμένη από ένα καταστροφολογικό πνεύμα, το οποίο είναι λίγο πολύ κατανοητό: Αν δεν επισείσουμε τον κίνδυνο της καταστροφής, δεν είναι δυνατόν να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος και να αντιδράσει. Η μεταφορά όμως αυτού του καταστροφολογικού πνεύματος στα οικολογικά διηγήματά μας αποδείχθηκε άστοχη, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις των τριών παιδιών που αναφέραμε παραπάνω, στα οποία προστέθηκε αργότερα και ένας ενήλικας, ο οποίος τα διάβασε από περιέργεια.

     Τις αντιδράσεις των παιδιών αυτών μου τις μετέφεραν οι γονείς τους, που είναι φίλοι μου. Ασφαλώς όμως θα υπήρξαν παρόμοιες αντιδράσεις και από άλλα παιδιά, τις οποίες δεν θα μπορούσα ασφαλώς να πληροφορηθώ.

  -Καλά ρε μαμά, ο φίλος σου δεν μπορούσε να σώσει το σκιουράκι από την φωτιά του δάσους, μόνο το άφησε να καεί; έκλαιγε απαρηγόρητα η κόρη μιας φίλης και συναδέλφισσάς μου.

  -Ήταν ανάγκη ο κυνηγός να πετύχει την κοτσυφίνα, και να μείνει έτσι ορφανό το κοτσυφάκι της να πεθάνει; διαμαρτυρήθηκε ένας απαρηγόρητος μικρός στη μαμά του.

  -Φοβερό μαμά να πεθάνουν όλες οι γάτες που έφαγαν δηλητηριασμένα ποντίκια, παραπονέθηκε ένας άλλος μικρός.

       Στενοχωρέθηκα πολύ που λύπησα τους μικρούς αναγνώστες μου, οι οποίοι θα λυπήθηκαν ασφαλώς και για τη φάλαινα που πέθανε από ασιτία, γιατί στα δόντια της είχαν κολλήσει πλαστικές σακούλες, και για τα δυο ψαράκια που πέθαναν από τον ευτροφισμό της λίμνης. Στα διηγήματα αυτά υπάρχει μια ολοφάνερη απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών των μικρών παιδιών, μια διάψευση αφηγηματικών προσδοκιών που δημιουργεί η παιδική λογοτεχνία γενικότερα, όπου το unhappy-end είναι άγνωστο.

     Ο Hans Robert Jauss υποθέτει ότι στην απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών θεμελιώνεται η λογοτεχνική αξία ενός έργου. Γράφει χαρακτηριστικά: Η απόκλιση ανάμεσα στον ορίζοντα προσδοκιών και το έργο, ανάμεσα στην οικειότητα της προγενέστερης αισθητικής εμπειρίας και τη «μεταβολή του ορίζοντα» που απαιτεί η πρόσληψη του νέου έργου καθορίζει σύμφωνα με την αισθητική της πρόσληψης τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα του λογοτεχνικού έργου: στο βαθμό που η απόκλιση αυτή ελαχιστοποιείται, που δεν απαιτείται από την προσλαμβάνουσα συνείδηση να στραφεί προς τον ορίζοντα μιας άγνωστης ακόμη εμπειρίας, προσεγγίζει το έργο στην περιοχή της “εύπεπτης”, της ψυχαγωγικής τέχνης.2 Αλλού προσφέρει χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου είδους αποκλίσεων, όπως αυτό του Δον Κιχώτη: Έτσι αφήνει ο Cervantes να ξεδιπλωθεί κατά την ανάγνωση του Don Quijote ο ορίζοντας προσδοκιών των τόσο αγαπητών στο κοινό της εποχής του παλαιότερων ιπποτικών αφηγήσεων, τις οποίες, εν συνεχεία, παρωδεί πικρά η περιπέτεια του τελευταίου ιππότη.3 Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Jauss εστιάζει την προσοχή του κυρίως στη μυθοπλασία, παρασυρμένος ίσως από την καθημερινή χρήση της λέξης προσδοκία που είναι αυτή της αναμονής κάποιου γεγονότος. Έτσι αναφέρεται επί μακρόν στην αλλαγή μυθοπλασίας που έφερε ο ρεαλισμός σε σχέση με τον ρομαντισμό. Όμως πρέπει να πούμε ότι ο ορίζοντας προσδοκιών αναφέρεται επίσης στο υφολογικό επίπεδο, και γενικά στο επίπεδο των αφηγηματικών τεχνικών.

     Αλλά, ακόμα και αν ένα λογοτεχνικό έργο κατακτά μια υψηλή λογοτεχνική αξία παραβιάζοντας τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, τόσο στο επίπεδο της μυθοπλασίας όσο και στο επίπεδο των αφηγηματικών τεχνικών, αυτό δεν είναι το παν στην παιδική λογοτεχνία. Το παιδικό λογοτέχνημα δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τους παιδαγωγικούς στόχους της παιδικής λογοτεχνίας. Και με αυτό δεν εννοούμε έναν διδακτικό χαρακτήρα, τον οποίο μπορεί να έχει αλλά μπορεί και να μην έχει, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστον η αξία της, αλλά το ότι πρέπει να συντελεί στην ομαλή ανάπτυξη του παιδικού ψυχισμού. Αυτός είναι ο λόγος που η βία πρέπει να αποφεύγεται στην παιδική λογοτεχνία, αλλά και κάθε τι που δημιουργεί αισθήματα μελαγχολίας, θλίψης και απογοήτευσης. Το ότι η καλλιτεχνική ποιότητα δεν είναι το μοναδικό κριτήριο καταλληλότητας ενός έργου για παιδικό κοινό φαίνεται και από τον χαρακτηρισμό κάποιων κινηματογραφικών έργων, αριστουργηματικών κατά τα άλλα, ως ακατάλληλων για ανηλίκους.

     Μπορούμε εδώ να επισημάνουμε ότι στη λογοτεχνία υπάρχουν ορισμένες συμβάσεις και κανόνες «εκ των ων ουκ άνευ», που δεν πρέπει να παραβιάζονται. Και δεν είναι μόνο οι συμβάσεις του είδους, όπως π.χ. μια κωμωδία δεν μπορεί να έχει unhappy end. Για παράδειγμα υπάρχει ο κανόνας ότι δεν πρέπει να παραβιάζεται η βασική αρχή της ποιητικής δικαιοσύνης, κατά την οποία το κακό πρέπει τελικά να τιμωρείται και το καλό να αμείβεται, σε όλα αδιάκριτα τα αφηγηματικά είδη. Και αυτό γιατί η λογοτεχνία, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες λειτουργίες της, ψυχαγωγικές, μορφωτικές, κ.λπ., έχει επίσης τη λειτουργία του να «καθησυχάζει» τον αναγνώστη, υποβάλλοντάς του την αντίληψη ενός κόσμου όπου τα προβλήματα μπορούν πάντοτε να λυθούν, με αγώνα και προσπάθεια, και ότι το καλό τελικά επικρατεί4 και κάθε διατάραξη μιας κατάστασης ισορροπίας είναι παροδική. Το γενικό τριαδικό αφηγηματικό σχήμα ισορροπία, διαταραχή της ισορροπίας και αποκατάσταση της ισορροπίας υπακούει στην παραπάνω απαίτηση του αναγνωστικού κοινού, ή, για να το θέσουμε με οικονομικούς όρους, στην απαίτηση της αγοράς. Κανένας εκδότης ή παραγωγός δεν θα επένδυε σε έργο που ο δολοφόνος στο τέλος του έργου μένει ατιμώρητος.

     Για να γυρίσουμε στα οικολογικά παραμύθια, ο μικρός αναγνώστης, κλείνοντας το βιβλίο, θα έπρεπε να νιώθει χαρούμενος και όχι θλιμμένος. «Η παιδική λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι πεσιμιστική», λέει ο Βασίλης Φίλιας σε μελέτημά του με τίτλο «Κοινωνικά πρότυπα και αξίες της παιδικής λογοτεχνίας».5

     Πρέπει να πούμε όμως ότι η αντίληψή του πως «η συνειδητοποίηση από το παιδί, μέσα από την παιδική λογοτεχνία, του αναπόφευκτου οριακών καταστάσεων, του θανάτου, του πολέμου και της καταστροφής…»6 θα δημιουργήσουν αναπόφευκτα κάποια πεσιμιστικά αισθήματα, όπως μου έδειξαν οι αντιδράσεις των τριών αυτών παιδιών. Γι αυτό πιστεύω ότι η δημιουργία αισιόδοξων αισθημάτων με happy end πρέπει να βρίσκεται πάντα σε πρώτο πλάνο. Βέβαια, υπάρχει η «αντιτιθέμενη πίεση επιλογής», ας μου επιτραπεί η μεταφορική χρήση ενός βιολογικού όρου, η ανάγκη δηλαδή να περάσει το οικολογικό μήνυμα. Όμως, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, θα μπορούσαν να βρεθούν προσαρμογές και λύσεις, έστω και με τίμημα την ελαφρά μείωση της έντασης του μηνύματος. Έτσι για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα θα μπορούσα να είχα σώσει το σκιουράκι με κάποιο τρόπο, π.χ. θα μπορούσε να το είχε βρει ο Μανωλάκης τότε που άρπαζε φωτιά, να του έριχνε πάνω το πουκάμισό του και να την έσβηνε, να το πήγαινε σπίτι του και να το περιποιόταν και να γίνονταν στο εξής πρώτοι φίλοι. Το οικολογικό μήνυμα της προστασίας του δάσους από την πυρκαγιά θα μειωνόταν, αλλά θα τονιζόταν το οικολογικό μήνυμα της αγάπης για τα ζώα. Στο 2ο διήγημα με τον κυνηγό, θα μπορούσε ο κυνηγός να αστοχήσει, ή καλύτερα ο Μανωλάκης να έδιωχνε το κοτσύφι πριν προλάβει ο κυνηγός να πυροβολήσει, και στη συνέχεια να τσακωθεί μαζί του. Όσο για τις γάτες στο τρίτο διήγημα, που αναφέρεται στην οικολογική ισορροπία, θα μπορούσα να είχα σώσει μια απ’ αυτές, δίνοντάς της πρωταγωνιστικό ρόλο.

     Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος για δημιουργία αισιόδοξων αισθημάτων στον μικρό αναγνώστη: μέσω του χιούμορ. Διαισθητικά θα έλεγα ότι αντιλήφθηκα το λάθος μου, και έτσι πέντε από τα διηγήματα της συλλογής, που γράφηκαν για να καλύψουν κάποιους θεματικούς τομείς εν όψει της έκδοσης, οκτώ χρόνια αργότερα, είναι αρκετά χιουμοριστικά. Σε δυο από αυτά μάλιστα πρωταγωνιστεί ο ήρωας των ανεκδότων της γενιάς μου όταν ήμασταν παιδιά, ο Μπόμπος.

     Η Αγγελική Βαρελά έχει έξοχα τονίσει τη σημασία του χιούμορ στη μελέτη της με τίτλο «Το χιούμορ στην παιδική λογοτεχνία». Αναφέρει μάλιστα και τον βιολογικό μηχανισμό με τον οποίο ασκούνται κάποιες από τις ευεργετικές του επιδράσεις:

  …το χιούμορ αυξάνει την ανοσοσφαιρίνη, το βασικό όπλο του ανοσοποιητικού μας συστήματος και… μ’ αυτό (το χιούμορ) πετυχαίνουμε ζωογόνες οργανικές χημικές αντιδράσεις διεγείροντας τη δραστηριότητα του θύμου αδένα.7

  Σήμερα, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Παπαδάτος, η «οικολογικοποίηση της σκέψης» για την οποία μιλάει ο Edgar Morin, εισάγει την οικολογική προβληματική στη παιδική λογοτεχνία σε όλο και πιο ευρεία έκταση.8 Κι επειδή η προβληματική αυτή θίγει ζοφερές πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας, το χιούμορ πρέπει να αποτελέσει ένα απαραίτητο αντίβαρο.

  Συνοψίζοντας, ανεξάρτητα από το αν μια απόκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών στην παιδική λογοτεχνία προσδίδει λογοτεχνική αξία σε ένα λογοτέχνημα, θα πρέπει οπωσδήποτε να μην παραβλέπονται οι γενικότεροι παιδαγωγικοί στόχοι. Το happy end είναι πάντα απαραίτητη συνθήκη στη μυθοπλασία της παιδικής λογοτεχνίας, όπως και κάθε τι, όπως το χιούμορ, που δημιουργεί αισιόδοξα αισθήματα.
_____________________
1 Στο Κατσίκη-Γκίβαλου ‘Αντα (επιμ.) Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία & Πράξη, Α’ τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης, σελ. 51.

2 Hans Robert Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης, Αθήνα 1995, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 61.

3 Στο ίδιο, σελ. 59.
4 Βλέπε Μπάμπης Δερμιτζάκης, Αφηγηματικές τεχνικές, Αθήνα 2000, Τυπωθήτω, σελ. 23-24.
5 Βρίσκεται στο Βασιλαράκης, Ι.Ν. (επιμ.) Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, Αθήνα 1998, Δαρδανός, σελ. 24.

6 Στο ίδιο, σελ. 24.

7 Στο Κατσίκη-Γκίβαλου ‘Αντα (επιμ.) Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη, πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης., σελ. 95.

8 Βλέπε Γ. Παπαδάτος, «Η οικολογία στην ελληνική Παιδική Λογοτεχνία», στο Κατσίκη-Γκίβαλου ‘Αντα (επιμ.) Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη, πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, Καστανιώτης, σελ. 103-118 και Γ. Παπαδάτος, «Ορισμένες κοινωνιολογικές και παιδαγωγικές επισημάνσεις στο σύγχρονο μυθιστόρημα για παιδιά και νέους» στο Χατζηδημητρίου Σοφία (επιμ.), Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία: Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, Αθήνα 1999, Ελληνικά Γράμματα, σελ. 167-182.

____________________


                                         Βιβλιογραφία

Βασιλαράκης, Ι.Ν. (επιμ.) Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, Αθήνα 1998, Δαρδανός.

Jauss, Hans Robert, Η θεωρία της πρόσληψης, Αθήνα 1995, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Δερμιτζάκης Μπάμπης, Αφηγηματικές τεχνικές, Αθήνα 2000, Τυπωθήτω.

Ήγκλετον, Τέρι, Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα 1989, Οδυσσέας.

Καλογήρου, Τζήνα, Τέρψεις και ημέρες ανάγνωσης, Αθήνα 1999, Εκδόσεις της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου.

Καραγιάννης, Θανάσης, Θεματολογία Παιδικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, 1999, Νικόδημος.

Κατσίκη-Γκίβαλου, ‘Αντα (επιμ.) Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη, πρώτος τόμος, Αθήνα 1993, δεύτερος τόμος, Αθήνα 1995, Καστανιώτης.

Κατσίκη-Γκίβαλου, ‘Αντα, Το θαυμαστό ταξίδι: Μελέτες για την Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα 1995, Πατάκης.

Newton, K.M., Twentieth century literary theory (a reader), London 1988, MacMillan.

Χατζηδημητρίου Σοφία (επιμ.), Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία: Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, Αθήνα 1999, Ελληνικά Γράμματα.
__________________________

                                   ο φρίξος κι η μαρίνα

     Ο Φρίξος ξύπνησε εντελώς κακοδιάθετος εκείνο το πρωί. Είχε ένα τρομερό πονοκέφαλο και μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράγχιά του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά καθώς προσπαθούσε να αναπνεύσει το λιγοστό οξυγόνο που βρισκόταν διαλυμένο στο νερό. Κουνώντας κουρασμένα την ουρά του αριστερά και δεξιά, κατευθύνθηκε προς την επιφάνεια του νερού. Ο καλοκαιριάτικος ήλιος έλαμπε από πάνω. Όμως, από το λαμπερό του φως πολύ λίγο έφτανε μέχρι το βυθό της λίμνης. Το εμπόδιζαν κάτι μικροσκοπικά φύκια που έφταναν σχεδόν μέχρι την επιφάνεια. Αυτά τα φύκια, τα τελευταία χρόνια, είχαν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά σε όλα τα ψάρια. Εμφανίσθηκαν ξαφνικά κι άρχισαν να πληθαίνουν σαν τις μύγες. Όσο πλήθαιναν αυτά, τόσο άρχιζαν να έχουν πονοκέφαλο και δυσκολία στην αναπνοή τους τα ψάρια. Όλα τους ήταν άρρωστα και πολλά πέθαναν.

     Η Μαρίνα, η φιλενάδα του Φρίξου, ήταν από τα τελευταία που πέθαναν. ‘Aργησε μια μέρα να έλθει στο ραντεβού τους και ο Φρίξος ανήσυχος έτρεξε στη γωνίτσα με το βραχάκι, κάτω από το οποίο είχε το σπίτι της η Μαρίνα. Τη βρήκε να επιπλέει στην επιφάνεια, πάνω από το βραχάκι, άψυχη, με την άσπρη κοιλίτσα της γερμένη στο πλάι.

Ο καημένος ο Φρίξος! Αν τα δάκρυα των ψαριών δεν διαλύονταν αμέσως στο νερό, θα μπορούσε να δει κανείς ότι έκλαψε πολύ. Γιατί κλαίνε και τα ψάρια. Γι αυτό και το νερό ης θάλασσας είναι αλμυρό. Στις λίμνες όμως τρέχουν ένα σωρό νερά από τη βροχή και τα ποτάμια ολόγυρα, γι’ αυτό το νερό τους δεν προλαβαίνει να αλμυρίσει. Τα ποτάμια όμως αυτά, αν και ξαλμυρίζουν το νερό της λίμνης, του κάνουν άλλο κακό. Είναι γεμάτα με φώσφορο από τα απορρυπαντικά και με αμμωνίες από τα λιπάσματα.

     Που να ‘ξερε ο φουκαράς ο Φρίξος ότι αυτή ήταν η αιτία που πλήθυναν τόσο τα φύκια και, καθώς ήθελαν οξυγόνο να αναπνεύσουν -γιατί αναπνέουν και τα φύκια, όπως άλλωστε κι όλα τα φυτά- το οξυγόνο της λίμνης λιγόστεψε κι έτσι αρρώστησαν τα ψάρια. Την αγαπούσε πολύ τη Μαρίνα ο Φρίξος. Το φθινόπωρο λογάριαζαν να παντρευτούν. Χήρεψε πριν προλάβει να παντρευτεί ο φουκαράς.

     Όσο προχωρούσε η μέρα, τόσο και πιο άσχημα ένιωθε ο Φρίξος. Η αναπνοή του δυσκόλευε περισσότερο. Νόμιζε πως θα λιποθυμήσει. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω του. Ένιωθε να βγαίνει έξω από το σώμα του. Ένιωθε να βυθίζεται αργά-αργά μέσα στη σκουροπράσινη μάζα των φυκιών. Όμως, όχι για πολύ. Σε μια στιγμή του φάνηκε ότι άρχισε να ανεβαίνει. Όταν έφτασε στην επιφάνεια, συνέβη κάτι το περίεργο. Ένιωσε να βγαίνει έξω από το σώμα του. Ενώ το σώμα του έμεινε στην επιφάνεια του νερού, ο ίδιος υψώθηκε στον αέρα. Ένιωσε να μπαίνει σε μια ολοφώτεινη σήραγγα που στόμιο της ήταν η στρογγυλή επιφάνεια της λίμνης. Καθώς απομακρυνόταν, η λίμνη μίκραινε όλο και περισσότερο. Γύρισε τότε πίσω του να δει προς τα πού πήγαινε και είδε ότι κατευθυνόταν σε μια υπέρλαμπρη πηγή φωτός. Το φως αυτό ήταν αλλιώτικο από τα άλλα. Δε φώτιζε απλώς. Μύριζε κιόλας. Ένιωθε μια γλυκιά γεύση στα χείλη του. Όσο περισσότερο το ένιωθε να κατακλύζει τις αισθήσεις του, τόσο περισσότερο τον κυρίευε μια γλυκιά ευδαιμονία, μια άφατη γαλήνη.

————————-

 -“Κοίτα Φαίη, ένα ψαράκι ψόφιο στη λιμνούλα“, είπε ο Μανωλάκης δείχνοντας ένα ψαράκι μπερδεμένο μέσα στα  φύκια της λίμνης, που έφταναν μέχρι την επιφάνεια.

 -“Το καημένο“, ψιθύρισε η Φαίη,”πόσες ώρες να βρίσκεται άραγε εκεί νεκρό; Κι είναι τόσο όμορφο“!

     Κάθισαν στην άκρη τις λιμνούλας και το χάζευαν, μέχρι που κι οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου κρύφτηκαν πίσω από τον απέναντι λόφο κι άρχισε να φυσάει απαλό, ψυχρό, βραδινό αεράκι. Πήρε τότε ο Μανωλάκης τη Φαίη από το χεράκι κι έφυγαν.
__________________________________________________________________

        2).      Αναγκαιότητα Του Μύθου (απόσπασμα)

ΚΕΦ. 8οΟι Ψυχολογικές Βάσεις Των Μεταφυσικών Ερωτημάτων

     Υπάρχει Θεός; Υπάρχει άλλη ζωή; Όλες οι κοινωνίες, αιώνες τώρα, απαντούν καταφατικά σ’ αυτά τα ερωτήματα. Υπάρχουν όμως πάντα και κάποιοι πού δε συμφωνούν. Ο λόγος είναι ότι σαφείς αποδείξεις δεν υπάρχουν. Τα επιχειρήματα, ή είναι λογικά σοφίσματα, όπως οι τέσσερις αποδείξεις για την ύπαρξη τού θεού τού Αριστοτέλη, ή είναι ανεπαρκώς ντοκουμενταρισμένα, σαν τα επιχειρήματα πού προβάλλει ο Ραίημοντ Μούντυ στό βιβλίο του «Τι Είδα Στον ‘Αλλο Κόσμο», στο οποίο αναφέρεται σε αφηγήσεις ατόμων πού γλίτωσαν την τελευταία στιγμή το θάνατο. Όσο για τα επιχειρήματα που είναι κατά, συνήθως περιορίζονται να ανατρέψουν τα επιχειρήματα πού είναι υπέρ. 
     Όμως το πρόβλημα δεν τοποθετείται διαζευκτικά. Καταρρίπτοντας τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του θεού ή για την αθανασία τής ψυχής, δε σημαίνει ότι αποδεικνύεται η αντίθετη θέση. Αποδεικνύεται απλώς η ανεπαρκής τους θεμελίωση. Για καιρό ακόμη, ίσως για πάντα, η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα είναι ζήτημα προσωπικής πεποίθησης. Όμως αυτό καθαυτό το γεγονός ότι τίθενται τέτοια ερωτήματα, αποκαλύπτει κάποιες άλλες αλήθειες. Ο Βολταίρος είχε πει: «Κι αν δεν υπήρχε θεός θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε». Η μεγαλειώδης αυτή φράση αποκαλύπτει μια ψυχολογική ανάγκη: την ανάγκη να υπάρχει μια δύναμη πιο πάνω από μάς, στην οποία να μπορούμε να καταφεύγουμε, στην συμπαράσταση τής οποίας να μπορούμε να ελπίζουμε. Υπάρχει πράγματι τέτοια ανάγκη; Αν η  οντογένεση  αναπαριστά την  ίδια την ιστορία της φυλογένεσης, τότε έχουμε κάποιες ενδείξεις.
     Το μικρό παιδί είναι ένα πλάσμα εντελώς αδύναμο, απόλυτα εξαρτημένο από τη μητέρα του. Και η εξάρτηση αυτή δεν περιορίζεται απλώς στο γεγονός ότι η μητέρα του προσφέρει την τροφή του. Κυρίως του προσφέρει προστασία. Και μόνη η παρουσία της αποτελεί εγγύηση για το μικρό παιδί. Όταν η μητέρα λείπει, το μωρό κλαίει. Θέλει συνεχώς να την έχει κοντά του. Ο Ειρηναίους ‘Αιμπλ-‘Αιμπεσφελντ αναφέρει ότι το μωρό, όταν η μητέρα του δεν βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο ώστε να μπορεί να τη βλέπει αλλά σε κάποιο διπλανό, αρχίζει ένα είδος μονότονου διαλόγου μαζί της στο στυλ. – Μαμά! – Ναι. – Μαμά! – Ναι, κ.ο.κ. Μ’ αυτόν τον τρόπο βεβαιώνεται συνεχώς για την παρουσία της.
     Ο Χάρρυ Στακ Σάλιβαν, αμερικανός ψυχίατρος, υποστηρίζει πως τα παιδιά νιώθουν ένα μεγάλο άγχος εξαιτίας της βιολογικής τους αδυναμίας. Για να καταπολεμήσουν αυτό τα άγχος χρειάζονται μιαν αίσθηση ασφάλειας, και αυτή την αίσθηση την προσφέρει η τρυφερότητα της μητέρας. Το τι ολέθρια αποτελέσματα μπορεί να έχει η έλλειψη της μητρικής παρουσίας, είναι σε όλους γνωστό.
     Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε την υπόθεση ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ένιωθε την ίδια ανασφάλεια, όντας εκτεθειμένος στο έλεος των φυσικών δυνάμεων. Χρειαζόταν λοιπόν την ίδια αίσθηση σιγουριάς πού έχει ανάγκη και το μικρό παιδί. Τη σιγουριά αυτή την αντλούσε από την πίστη ότι υπήρχαν γύρω του πνεύματα που μπορούσαν να του συμπαρασταθούν στον αγώνα του για την επιβίωση. Η αίσθηση ότι είναι μόνος και αβοήθητος θα τον είχε συντρίψει.
     Η συμπαράσταση των πνευμάτων αυτών μπορούσε να εξασφαλισθεί με ορισμένες προσφορές, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο πού εξασφαλίζουμε τη βοήθεια και την προστασία κάποιου προσφέροντας του από τα πολύτιμα αγαθά μας. Οι θυσίες δεν αποτελούν τίποτε άλλο από τελετουργοποιημένες προσφορές. Και επειδή η ανταπόδοση είναι ανάλογη με το μέγεθος της προσφοράς, στα πρωταρχικά στάδια οι άνθρωποι θυσίαζαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν: τον εαυτό τους. Οι ανθρωποθυσίες αποτελούν την έσχατη μορφή προσφοράς του ανθρώπου προς το θείο. Και δεν θυσιάζονταν οι οποιοιδήποτε. Το πρωτότοκο παιδί είναι ό,τι πολυτιμότερο θα μπορούσε να δώσει ένας γονιός (Αβραάμ). Και ο βασιλιάς ήταν το πολυτιμότερο δώρο πού μπορούσε να προσφέρει μια φυλή. Αργότερα ο βασιλιάς αντικαταστάθηκε από τον μεσοβασιλιά, και τα προσφιλή πρόσωπα από πιο παρακατιανούς ή αιχμάλωτους, για να περιοριστούν τελικά οι προσφορές μόνο σε ζώα και καρπούς.
     Όμως οι ανθρωποθυσίες δεν είναι καθόλου μακρινό γεγονός στην ιστορία τού πολιτισμού μας. Η θυσία της Ιφιγένειας και η θυσία του Αβραάμ σαφώς περικλείουν αναμνήσεις ανθρωποθυσιών. Το ίδιο κι ο μύθος των επτά νέων κι επτά νεανίδων, που πρόσφεραν οι Αθηναίοι στους Κρήτες σαν τροφή για τον Μινώταυρο.
     Με την ανάπτυξη της γνώσης, τα πνεύματα έγιναν όλο και πιο απόμακρα. Κάθε τι που γνώριζε ο άνθρωπος, το απομυθοποιούσε. Κατέφυγαν στα μεγάλα βουνά και τα ποτάμια, κατόπιν στον ήλιο, στη σελήνη, στα άστρα, για να γίνουν στο τέλος εντελώς ανθρωπομορφοποιημένα είδωλα. (Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου). Αυτός ο ανθρωπομορφισμός διατηρήθηκε ακόμη και στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, με εξαίρεση τον ισλαμισμό. Όμως, επειδή ο θεός είχε απομακρυνθεί αρκετά από τη γη, επινόησαν την πανταχού παρουσία του.
     Ανεξάρτητα λοιπόν από την πραγματική ή όχι ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος, ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να πιστέψει σ’ αυτό, για να αμβλύνει το άγχος τής ύπαρξης του. Η πίστη στην αθανασία τής ψυχής αποτελεί κι αυτή μια ψυχολογική αναγκαιότητα. Η βάση της βρίσκεται στην τάση κάθε οργανισμού να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, να διαιωνίσει την ύπαρξη του. Η «αθανασία μέσω τού απογόνου» φαίνεται πως είναι ολότελα ανεπαρκής για τον ανθρώπινο ατομισμό. Εξάλλου, ο μύθος της αθανασίας της ψυχής είναι αναγκαίος για τη συντήρηση ενός άλλου μύθου, του μύθου της θεϊκής δικαιοσύνης ή της δίκαιης ανταπόδοσης. Πρέπει να υπάρχει άλλη ζωή, όπου θα τιμωρηθεί ο άρπαγας πλούσιος και θα αμειφθεί ο φτωχός για την τιμιότητα του. Έτσι μόνο μπορούν «της γης οι κολασμένοι» να αντέξουν την αθλιότητα τους, αρκούμενοι σε μια μεταθανάτια ικανοποίηση. Αν δεν πίστευαν σ’ αυτόν το μύθο, η ζωή τους θα ήταν αβάσταχτη. Και το χειρότερο, μπορεί να τους κατέβαινε στο μυαλό να βρουν ικανοποίηση σ’ αυτήν τη γη.
     Όταν ήμουν έφηβος, αντάρτης και αμφισβητίας, θεωρούσα υποχρέωση μου να μεταδώσω τα φώτα της γνώσης μου και το πνεύμα του ορθολογισμού μου στους γονείς μου, με αρκετά δογματικό τρόπο όπως θα μαντεύετε. Σε μια συζήτηση πού είχα κάποτε με τη μητέρα μου, της αμφισβήτησα την ύπαρξη της άλλης ζωής. -“Δηλαδή δεν υπάρχει άλλη ζωή”; -“Όχι”, της λέω. -“Κι όταν πεθαίνουμε τι γινόμαστε”; -“Χώμα, σαν κι αυτό που πατούμε”! Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές τη φέρνω ολοζώντανη στο μυαλό μου. -“Παναγία μου”! φώναξε κι ανατρίχιασε σύγκορμη. Της ήταν αβάσταχτη η σκέψη πως η ταλαιπωρημένη της ζωή θα τελείωνε σ’ αυτήν τη γη, χωρίς συνέχεια.
Μου χρειαζότανε! Από τότε δεν αμφισβήτησα πια τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, πράγμα που μου είχε στοιχίσει μέχρι τότε μερικά βιβλία στη φωτιά, κυρίως Νίτσε, (ο οποίος ήταν η αδυναμία μου στα γυμνασιακά μου χρόνια) γιατί με είχαν κάνει, λέει, άθεο.
     Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να συνειδητοποιώ τη σημασία της αναγκαιότητας του μύθου, σημασία που μπόρεσα να διαπιστώσω κι άλλες φορές αργότερα, για άλλους μύθους, με τον ίδιο δραματικό τρόπο.
Υπάρχει και ένα τρίτο ερώτημα, το ίδιο σημαντικό με τα προηγούμενα. Ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης μας; Κάποιος διανοητής (δεν θυμάμαι ποιος) θεωρούσε σαν την κύρια ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα, το γεγονός ακριβώς ότι ο άνθρωπος μπορεί και θέτει ερωτήματα για το νόημα της ύπαρξής του.
     Οι μεγάλες θρησκείες είχαν πάντα έτοιμη την απάντηση: η εξύμνηση της δόξας του θεού, και, για πιο λαϊκά γούστα, η κατάκτηση του παραδείσου. Οι απαντήσεις της θρησκείας όμως δεν ικανοποιούσαν τα πολύ εκλεπτυσμένα πνεύματα, που κατέφευγαν στη φιλοσοφία για να βρουν απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Η καλλιέργεια τής αρετής (Σωκράτης), οι απολαύσεις τής ζωής, είτε υλικές είναι αυτές είτε πνευματικές (Επικούρειοι), η υπομονετική διάβαση απ’ αυτό το κακοτράχαλο μονοπάτι που λέγεται ζωή (Στωικοί), είναι μερικές από τις απαντήσεις πού δόθηκαν. Ο Σαρτρ λέει ότι το νόημα της ύπαρξής μας το κατακτούμε εμείς οι ίδιοι με τις επιλογές πού κάνουμε, και οι οποίες πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αυθεντικές (η ουσία έπεται τής ύπαρξης).
     Ο Όσκαρ Φράνκλ, ένας από τους εκπροσώπους τής υπαρξιακής ψυχολογίας, μιλάει για τη νεύρωση τού επιτυχημένου σαραντάρη, ο οποίος έχει κατακτήσει τα πάντα, λεφτά, οικογένεια, παιδιά κι εν τούτοις νιώθει τη ζωή του άδεια, χωρίς νόημα. Θα συζητήσουμε παρακάτω κάποια απ’ αυτά τα νοήματα και πώς αναπτύσσονται. Και για να το κατανοήσουμε καλύτερα, θα ξεκινήσουμε από τους πιο απλούς οργανισμούς, τους μονοκύτταρους.
     Η συμπεριφορά των μονοκύτταρων οργανισμών δεν είναι παρά απλές αντιδράσεις σε διάφορα ερεθίσματα. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία των ζωντανών οργανισμών, βλέπουμε τα ζώα, κάτω από την πίεση των βιολογικών τους ορμών και αναγκών, να αναπτύσσουν μια περίπλοκη συμπεριφορά σε σχέση με ένα ερέθισμα, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την εκφόρτιση μιας ορμής, την ικανοποίηση μιας ανάγκης.
     Συχνά, όμως, η επίτευξη αυτής τής ικανοποίησης προϋποθέτει την επίτευξη ενός άλλου στόχου. Για να φας, πρέπει πρώτα να βρεις χρήματα για να αγοράσεις το φαγητό σου. Το χρήμα, από ενδιάμεσος στόχος πού είναι αρχικά, αρχίζει σιγά-σιγά κι αποκτά μιαν αυτονομία (κοινωνικό κίνητρο), πού σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις (φιλαργυρία) αποτελεί καθ’ αυτό αυτοσκοπό, χωρίς να συνδέεται καθόλου με τις ανάγκες που υποτίθεται πως δημιουργήθηκε για να καλύψει. Το «νόημα της ύπαρξης» του φιλάργυρου είναι να μαζεύει λεφτά. Τα κοινωνικά κίνητρα (χρήμα, δόξα, δύναμη, κ.λπ.), σε αντίθεση με τα βιολογικά, δεν φαίνεται να γνωρίζουν κορεσμό. Όσο περισσότερα χρήματα μαζεύει ο φιλάργυρος, τόσο περισσότερο αυξάνει το πάθος του για το χρήμα. Κι η φιλοδοξία ενός ανθρώπου είναι συχνά απεριόριστη.
     Μια βαθμίδα πιο πέρα από τα κοινωνικά κίνητρα βρίσκονται τα κοινωνικά ιδανικά. Οι ενέργειες του ανθρώπου δεν έχουν πια σαν στόχο την κάλυψη ατομικών αναγκών, είτε βιολογικές είναι αυτές είτε κοινωνικές, αλλά την υλοποίηση αξιών και ιδανικών που δεν έχουν (ή έχουν ελάχιστη μόνο) σχέση με την ατομική ευημερία και θεωρούνται ανώτερα απ’ αυτήν. Όμως οι αξίες και τα ιδανικά αυτά είναι προϊόντα κοινωνικών διεργασιών κι έχουν, σε τελευταία ανάλυση, σχέση με την ευημερία της κοινότητας. Ο αγώνας για κοινωνικά ιδανικά, όπως της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, είναι αγώνας για μια τέτοια ευημερία. Ο αγώνας για τέτοια ιδανικά είναι πού δίνει νόημα στην ύπαρξη μας, που μας κάνει να νιώθουμε ότι η ζωή αξίζει να τη ζει κανείς, έστω και με ανικανοποίητες τις ατομικές μας ανάγκες. Γι’ αυτό και τα ιδανικά αυτά ασκούν μια τόσο καταλυτική επίδραση πάνω στον άνθρωπο, οδηγώντας τον σε μια τόσο μεγάλη αποδέσμευση δυνάμεων.
     Βλέπουμε κοινωνίες ν’ αναπτύσσονται ορμητικά κάτω από την επίδραση τέτοιων ιδανικών. Οι ‘Αραβες, νεομυημένοι στον μωαμεθανισμό, γνωρίζουν μια μεγάλη ακμή μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετηρίδας. Οι Γάλλοι, μετά τη γαλλική επανάσταση έγιναν πρώτη δύναμη κι οι Ρώσοι μετά τη σοσιαλιστική τους επανάσταση έγιναν μια μεγάλη δύναμη και σήμερα η Ρωσία είναι μια από τις δύο υπερδυνάμεις.
     Τέλος, δεν είναι τυχαίο που πολλές ψυχασθένειες χαρακτηρίζονται από έναν παρόμοιο ιδεαλισμό, που συνήθως παίρνει τη μορφή της ενασχόλησης με τα θεία. Ο άνθρωπος, βλέποντας τους δεσμούς του με το περιβάλλον του να θραύονται, τον εαυτό του ξεκρέμαστο και τη ζωή του χωρίς περιεχόμενο, καταφεύγει στη μόνιμη παρακαταθήκη της θρησκείας, για ν’ αντλήσει από εκει το νόημα της ύπαρξής του. Αυτός ο απεγνωσμένος ιδεαλισμός δεν είναι η αρρώστια. Είναι μια σπασμωδική προσπάθεια να ξεφύγει ο ασθενής απ’ αυτήν, και στη σπασμωδικότητά της μας αποκαλύπτει, σαν σύμπτωμα, το πρόβλημα του ασθενούς.
     Πέρα από τις παθολογικές περιπτώσεις, υπάρχει πράγματι πρόβλημα στη σημερινή κοινωνία. Ο άνθρωπος σήμερα νιώθει την ύπαρξη του κενή, χωρίς νόημα. Οι απόμαχοι τής ζωής, οι συνταξιούχοι, βλέπουν τον εαυτό τους να μπαίνει στο περιθώριο, χωρίς πια καμιά κοινωνική προσφορά. Η κοινωνία μας προσπαθεί να βρει τρόπους ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να ασχολείται δημιουργικά μέχρι την τελευταία του πνοή, να μη νιώθει ξοφλημένος και βάρος τής κοινωνίας. Όμως το πρόβλημα, όπως είπαμε και παραπάνω, μπαίνει κυρίως για τους μεσήλικες, για τα άτομα που έχουν κατακτήσει τους ατομικούς τους στόχους, που έχουν πετύχει σ’ όλες τους τις επιδιώξεις κι η ζωή τους, όντας χωρίς κοινωνικά ενδιαφέροντα κι ιδανικά, τους φαίνεται πως δεν έχει κανένα νόημα. Είναι το πρόβλημα του πετυχημένου σαραντάρη αστού, που λέει ο Όσκαρ Φρανκλ.
     Το πρόβλημα τους δεν είναι ειδικά της ηλικίας τους. Είναι γενικότερα κοινωνικό. Μια κοινωνία πού δεν μπορεί να εμπνεύσει στα μέλη της ιδανικά και πίστη στη ζωή, είναι μια άρρωστη κοινωνία. Ο μηδενισμός είναι η φιλοσοφία της και η παρακμή η κατάληξη της. Όσο για τα μέλη της, θα οδηγούνται στην απογοήτευση, την αδράνεια και την παθητικότητα και, κάποια απ’ αυτά, ακόμα και στην αυτοκτονία. Και αν μας επιτρέπεται μια μεταφορά, θα λέγαμε ότι το νόημα της ζωής αποτελεί το καύσιμο. Χωρίς αυτό το καύσιμο, η ανθρώπινη μηχανή θα αδρανοποιηθεί και θα σκουριάσει.
     Η νεολαία αντιμετωπίζει το πρόβλημα λιγότερο. Ο ιδεαλισμός της  εφηβείας που  συνοδεύει  τον έφηβο  και στα νεανικά του χρόνια, δίνει νόημα στη ζωή του, οδηγώντας τον στην απασχόληση με κοινωνικά ζητήματα, θέτοντας τις δυνάμεις του, περισσότερο ή λιγότερο, στην υπηρεσία του συνόλου. Δεν είναι τυχαίο που όλες οι επαναστάσεις έγιναν από νέους ανθρώπους.
     Ο άνθρωπος περικλείει μέσα του δυνάμεις που πρέπει να τις εκφράσει, μια ζωτικότητα που πρέπει να εκδηλωθεί. Η πιο συνηθισμένη έκφραση του δυναμικού που διαθέτει, είναι ο αγώνας για την κάλυψη των βιολογικών του αναγκών. Επειδή όμως αυτές καλύπτονται σχετικά εύκολα, πρέπει να ασχοληθεί και με κάτι άλλο, πρέπει να αναπτύξει ενδιαφέροντα που θα δώσουν νόημα στην ύπαρξή του, στα οποία θα καταναλώσει το περίσσευμα της ενεργητικότητάς του. Όταν δεν τα καταφέρνει, πάσχει από πλήξη και ανία. Οι πλούσιοι, και μάλιστα οι εισοδηματίες, προσβάλλονται πιο εύκολα από ανία, γιατί δεν έχουν πια τι να επιθυμήσουν. Οι φτωχοί σκέφτονται διαρκώς τον επιούσιο κι επιπλέον, οραματίζονται μια καλύτερη κοινωνία, έστω και στους ουρανούς.
     Ας μη ξεχνάμε ακόμη ότι αυτοί που αναρωτιούνται για το νόημα της ζωής τους είναι αυτοί που η ζωή τους είναι χωρίς νόημα. Οι υγιείς άνθρωποι δεν αναρωτιούνται γιατί ζουν, απλώς χαίρονται που ζουν. Όμως αν τους ρωτήσετε, δεν θα δυσκολευτούν καθόλου να σας πουν τι νόημα βρίσκουν στη ζωή τους: από τις πια καθημερινές και συνηθισμένες επιδιώξεις – να κάνουν παιδιά και να ζήσουν ευτυχισμένοι – μέχρι την επιδίωξη των πιο υψηλών οραμάτων και ιδανικών: ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία, η επίτευξη μιας προσωπικής τελείωσης, κ.λ.π.
     Χρειάζεται πάντοτε ένας στόχος, στον οποίο να διοχετεύει κανείς την ενεργητικότητα του, και μια πίστη σ’ αυτόν το στόχο. Όποιος τον διαθέτει, η ζωή του έχει νόημα. Όποιος δεν τον διαθέτει, ψάχνει απεγνωσμένα να τον βρει, γιατί χωρίς αυτόν νιώθει «παγιδευμένος» και δυστυχισμένος. Όπως είπε κι ο Σολωμός, «Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα – ή ό,τι άλλο- και θα νιώσεις να γεμίζεις από κάθε είδους μεγαλείο».  Υπογραμμίζουμε το «ή ό,τι άλλο», γιατί κάποιοι έχουν την τάση να το παραλείπουν.

     (Γράφηκε το 1981, δημοσιεύτηκε το 1987 απ’ τις Εκδόσεις «Θυμάρι».)
___________________________________________________________


                     3).      Φιλοσοφία & Επιστήμες

    Πιο πριν υπήρξε η θρησκεία. Η φιλοσοφία ήλθε μετά. Οι προϋποθέσεις της ύπαρξής τους ήταν διαφορετικές: Ο άνθρωπος, ζητώντας βοηθούς και συμπαραστάτες στον αγώνα για την επιβίωση, επινόησε τους θεούς και την ιστορία τους. Μέσα στα πλαίσια αυτής της ιστορίας έδωσε και τις πρώτες απαντήσεις στα ερωτηματικά που τον βασάνιζαν, σχετικά με την ύπαρξή του και την προέλευσή του.
     Πρώτοι οι Ίωνες φιλόσοφοι κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα, άρχισαν «δια το θαυμάζειν» να φιλοσοφούν. Τα πρώτα ερωτήματα που έθεσαν ήταν κοσμολογικού-οντολογικού χαρακτήρα, τα οποία αποδέσμευσαν όμως από τη θεολογία.
     Στους επόμενους δύο αιώνες, η προβληματική της φιλοσοφίας διευρύνθηκε. Η ηθική γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας με τη διδασκαλία του Σωκράτη για την αρετή, ο Πλάτωνας ασχολείται με ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της σημερινής κοινωνιολογίας, ενώ ο Αριστοτέλης δεν άφησε τίποτα με το οποίο να μη ασχοληθεί. Προβλήματα φυσικής, βιολογίας, αστρονομίας είναι μέσα στα ενδιαφέροντα του…
     Ο Πυθαγόρας αναφέρεται σαν μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Στα μαθηματικά ανήκει η τιμή ότι πρώτα αυτά χειραφετήθηκαν από τη φιλοσοφία. Ένας μαθηματικός χρειάζεται μόνο ένα δυνατό μυαλό, και οι αρχαίοι Έλληνες το είχαν, ενώ ένας βιολόγος χρειάζεται επί πλέον κι ένα μικροσκόπιο, που οι αρχαίοι Έλληνες δεν το είχαν.
     Με τα σημερινά επιστημονικά κριτήρια, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι αρχαίοι φιλόσοφοι, απαντώντας σε ερωτήματα χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αυθαιρετούσαν – αν δεν επρόκειτο για μια υπέροχη αυθαιρεσία. Γεγονός είναι ότι όσο διαμορφώνονταν οι επί μέρους προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας επιστήμης, οι φιλόσοφοι υποχωρούσαν. Δεν τους «έπεφτε λόγος». Το πεδίο προβληματικής της φιλοσοφίας περιορίστηκε – και περιορίζεται συνεχώς. Οι επιστήμες έρχονται να δώσουν όλο και πιο έγκυρες απαντήσεις. Ο Αριστοτέλης διαβάζεται σήμερα κυρίως για τα μεταφυσικά του – και όχι για τα φυσικά του, μια και η φυσική τον έχει ξεπεράσει στις απαντήσεις του.
     Ο Πλάτωνας ονειρευόταν μια κοινωνία που θα κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι. Σήμερα κυβερνούν κατά βάση οι οικονομολόγοι. Μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα ο λαός έβλεπε τους φιλοσόφους του σαν την κοινωνική πρωτοπορία. Τη σημαία κατά της φεουδαρχικής απολυταρχίας την κρατούσαν ο Ρουσώ και ο Βολταίρος. Κι οι εγκυκλοπαιδιστές (Χόλμπαχ, Ντιντερό, Ντ’ Αλαμπέρ κλπ.), ήταν κατά βάση φιλόσοφοι και το όνομα αυτό το πήραν από τη συγγραφή της περίφημης εγκυκλοπαίδειας.
     Σήμερα οι άνθρωποι που «εμπνέουν» τους επαναστάτες είναι ένας οικονομολόγος, ο Κάρλ Μαρξ και μια σειρά οικονομολόγων και κοινωνιολόγων, ερμηνευτών των γραφών του, ενώ οι θεωρητικοί εκπρόσωποι των οικολόγων είναι ένας βιολόγος, ο Μπάρυ Κόμονερ, ένας γεωπόνος-μηχανικός, ο Ρενέ Ντυμόν, και ένας μαθηματικός, ο Πιέρ Σαμουέλ. Ο Σαρτρ αποτελεί ίσως την τελευταία εξαίρεση φιλοσόφου που επέδρασε πάνω σε πλατιές μάζες.
     Βέβαια ο οικονομολόγος Μαρξ ενέπνευσε και μια φιλοσοφία, τον διαλεκτικό υλισμό. Όμως αυτή η φιλοσοφία αποτελεί (για τον Μποχένσκι τουλάχιστον) μια αγοραία και χυδαία φιλοσοφία (στα αγγλικά, η λέξη vulgar, χυδαίος, προέρχεται από την λατινική λέξη vulgus, που θα πει λαός). Η σύγχρονη φιλοσοφία, κάθε τι το ευκολονόητο για τις μάζες το βλέπει με καχυποψία, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εκζήτηση και να γίνει τρομερά δύσπεπτη για τον μέσο άνθρωπο. Έτσι καταντάει όλο και περισσότερο μια κλειστή υπόθεση ελάχιστων μυημένων.
     Κι ο πολύς κόσμος; Αφού η φιλοσοφία στο εξής περιορίζεται στους λίγους, αναλαμβάνουν οι επιστήμες να φιλοσοφήσουν για τους πολλούς. Ο άνθρωπος πάντα ενδιαφερόταν να γνωρίσει βασικούς τομείς της ύπαρξης του: τον εαυτό του, την κοινωνία και τον κόσμο. Αν παλιά η φιλοσοφία ήταν εκείνη που κατ’ εξοχήν μπορούσε να προσφέρει απαντήσεις σ’ αυτούς τους τομείς, σήμερα το ρόλο αυτό έχουν αναλάβει οι επιστήμες.
     Τα φιλοσοφικά βιβλία δεν ήταν ποτέ πρώτα στις πωλήσεις, ενώ είναι μονίμως best sellers τα έργα του Φρόιντ, του ‘Aντλερ και του Γιούγκ, η «Εξέλιξη Των Ειδών» του Δαρβίνου, καθώς και τα έργα του Κόνραντ Λόρεντς (ηθολόγου) και των Ντέσμοντ Μόρρις και Λάυαλ Γουώτσον (βιολόγοι). Οι εκλαϊκευτικές επιστημονικές εκδόσεις είναι πάντα πρώτες στις προτιμήσεις του κοινού κι εκλαϊκευτικά επιστημονικά άρθρα βρίθουν στις σελίδες των περιοδικών, ενώ τα φιλοσοφικά λάμπουν δια της απουσίας τους.
     Η φιλοσοφία σε αναδίπλωση; Ναι, αν ορίσουμε σαν φιλοσοφία την απασχόληση κάποιων διανοητών που «υψηπετούν», καθώς βλέπουν την ανάπτυξη των επιστημών να τους παραγκωνίζει, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου. Όχι, αν θεωρήσουμε τη φιλοσοφία σαν την προσπάθεια να απαντηθούν σημαντικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ερωτήματα που δεν μπορούν ν’ απαντηθούν «επιστημονικά», δηλαδή τελεσίδικα, αλλά που κάθε φορά φωτίζονται και πιο ολοκληρωμένα.
     Η φιλοσοφία λοιπόν, αν τη θεωρήσουμε απ’ αυτή την σκοπιά, βρίσκεται σε μεγάλη άνοδο, μόνο που έχουν αλλάξει οι φορείς της. Όταν ο Φρόιντ γράφει το «Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας» φιλοσοφεί. Το ίδιο και ο Κόνραντ Λόρεντς όταν γράφει το «Πίσω Από Τον Καθρέφτη», όπου με τα δεδομένα της ηθολογίας προσπαθεί να στηρίξει το Καντιανό α πριόρι. «Η Εξέλιξη Των Ειδών» του Δαρβίνου δεν συγκλόνισε μόνο θεολογικές δοξασίες, αλλά και φιλοσοφικές παραδοχές. Δεν είναι τυχαίο που ο Ε. Brehier τον κατατάσσει ανάμεσα στους «μεγάλους φιλοσόφους» του. Ένας ορισμός θέλει την φιλοσοφία σαν την «Επιστήμη των Επιστημών», όχι απλώς με την έννοια ότι τις υπερβαίνει, αλλά και με την έννοια ότι στηρίζεται πάνω σ’ αυτές.
     Πράγματι κάτι τέτοιο συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Οι εξελίξεις της μηχανικής υποβάλλουν τη θεωρία των αυτομάτων στον Ντεκάρτ, ενώ ο Μπέρξον, με τη θεωρία του για την ζωική ορμή, είναι ολοφάνερα επηρεασμένος από τη βιολογία. Σήμερα όμως οι φιλόσοφοι προτιμούν να μη έχουν και πολλές δοσοληψίες με τις επιστήμες (με εξαίρεση ίσως τους θετικιστές). Αφού λοιπόν οι φιλόσοφοι εγκαταλείπουν τις επιστήμες, δεν μένει παρά οι επιστήμονες να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Τους απασχολούν και αυτούς σημαντικά προβλήματα του ανθρώπου και της ζωής κι επί πλέον διαθέτουν, σε σχέση με τους φιλοσόφους, δυο πλεονεκτήματα: είναι πιο κατανοητοί στο πλατύ κοινό και οι προτάσεις τους, καθώς διαθέτουν μεγαλύτερη αποδεικτικότητα, μια και ξεκινούν από επιστημονικά δεδομένα, είναι πιο πειστικές.
     Φιλοσοφικά κείμενα, γνωστά μάλιστα στον Έλληνα αναγνώστη, έχουν γράψει επιστήμονες όπως ο Αϊνστάιν και ο Χάιζεμπεργκ. Όμως οι κατ’ εξοχήν επιστήμονες που φιλοσοφούν κι έχουν την προτίμηση του κοινού είναι οι βιολόγοι κι οι ψυχολόγοι – ίσως γιατί το ενδιαφέρον του κοινού έχει επικεντρωθεί σήμερα στα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμη, οι επιστήμες αυτές αποφαίνονται πάνω σε ζητήματα άλλων επιστημών, και σε πολλές περιπτώσεις σχηματίζουν πολύ επιτυχημένα υβρίδια (π.χ. κοινωνιοψυχολογία). Ο Γεώργιος Μουρέλος, σαν υπότιτλο του έργου του «Θέματα Αισθητικής & Φιλοσοφίας Της Τέχνης» βάζει «Οι Βιολογικές & Ψυχολογικές Βάσεις Των Καλών Τεχνών». Ο γράφων, ένα κεφάλαιο του έργου του «Η Αναγκαιότητα Του Μύθου» το τιτλοφορεί «Οι Βιολογικές & Ψυχολογικές Βάσεις Των Μεταφυσικών Ερωτημάτων».
     Το ότι αυτές οι επιστήμες μπορούσαν ν’ αποφαίνονται πάνω σε προβλήματα που δεν ήταν του χώρου τους, έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη για διεπιστημονική προσέγγιση σε πολλά πεδία έρευνας. Έτσι αντί να βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε ένα φάσμα διακεκριμένων επιστημών, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δίκτυο επιστημονικών κλάδων, που όσο πιο πολύ πληθαίνουν, τόσο πιο πολύ αλληλοπλέκονται. Το θέμα της σχέσης φιλοσοφίας κι επιστήμης δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα σύντομο άρθρο. Εδώ απλώς θίξαμε κάποιες βασικές του συνιστώσες. Πριν κλείσουμε το άρθρο αυτό, καλό θα ήταν, με τη μορφή παραδείγματος, να διατυπώσουμε δυο προβλήματα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να γίνει κάποιος διάλογος ανάμεσα σε φιλοσοφούντες βιολόγους, ή σε φιλόσοφους που έχουν σε ξεχωριστή υπόληψη τη βιολογία. Η ομορφιά είναι μια αισθητική κατηγορία – όμως όχι μόνον αισθητική. Είναι και βιολογική κατηγορία, μόνο που συνήθως το ξεχνάμε. 
     Ας πάρουμε δυο περιπτώσεις ομορφιάς: Η μια είναι η ομορφιά των ανθέων. Τα πολύχρωμα άνθη εμφανίζονται σε ένα ορισμένο στάδιο εξέλιξης του φυτικού κόσμου. Ποιαν αξία επιβίωσης έχει ένα όμορφο άνθος για το φυτό; Έχουμε διαβάσει την αντίληψη πως έτσι προσελκύονται τα έντομα. Το νέκταρ του άνθους βέβαια προσελκύει διάφορα έντομα (π.χ. μέλισσες) μια κι αποτελεί την τροφή τους και καθώς κολλάει η γύρη στα πόδια τους διευκολύνεται η γονιμοποίηση. Όμως η ίδια η ομορφιά, σαν χρώμα, σχήμα ή οσμή, τι χρειάζεται; Σαν «σήμα» ότι εδώ βρίσκεται νέκταρ; Μα τον ίδιο ρόλο θα μπορούσε να παίξει και οποιοδήποτε άλλο σήμα, χωρίς να είναι αναγκαστικά ωραίο. Η ομορφιά λοιπόν προσελκύει σαν τέτοια;
     Κι ας δούμε τώρα τη δεύτερη περίπτωση, την ομορφιά του άλλου φύλου. Γιατί μας έλκουν κάποιοι εκπρόσωποι του άλλου φύλου περισσότερο από κάποιους άλλους; Μήπως γιατί έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες ν’ αποκτήσουμε πιο όμορφα παιδιά; Αυτή η απάντηση απλώς μεταθέτει το πρόβλημα: Και ποιος ο λόγος ν’ αποκτούμε όμορφα παιδιά; Μήπως γιατί είναι πιο υγιή, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι; Όμως κάτι τέτοιο ούτε η καθημερινή εμπειρία το επιβεβαιώνει, ούτε καμιά στατιστική. Εξάλλου η υγεία είναι εύκολα ανιχνεύσιμη στη σωματική κατάσταση και διάπλαση ενός ατόμου, η οποία μάλιστα αποτελεί ένα δεύτερο κριτήριο σεξουαλικής επιλογής.
     Μήπως η ομορφιά είναι ένας στόχος της φύσης κι όπως η φυσική επιλογή λειτουργεί προς την κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας, έτσι κι η σεξουαλική επιλογή λειτουργεί στην κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης ομορφιάς;
     Παρεμπιπτόντως μπορούμε να πούμε ότι σε σχέση με τον σεξουαλικό σύντροφο ασκούνται δύο διαφορετικές πιέσεις επιλογής, που συχνά είναι αντικρουόμενες: Το σεξουαλικό ένστικτο (η δύναμη της φύσης) ωθεί σ’ ένα σεξουαλικό σύντροφο, ενώ ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης ωθεί σ’ έναν άλλο, λιγότερο ωραίο ίσως, αλλά με περισσότερες εγγυήσεις για μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Το ποια πίεση επικρατεί στο τέλος είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων, στην περίπτωση βέβαια που οι δύο πιέσεις επιλογής δεν οδηγούν στο ίδιο πρόσωπο.
     Ένας εξισορροπητικός παράγοντας είναι ο έρωτας, που εμπεριέχει μεν τη σεξουαλική έλξη, αλλά την ξεπερνάει ταυτόχρονα, καθώς είναι συνισταμένη και άλλων παραγόντων. Η αξία επιβίωσης που διαθέτει, όπως και η σεξουαλική ικανοποίηση, που στον άνθρωπο είναι σχεδόν αποδεσμευμένη από τον αναπαραγωγή, είναι η ενίσχυση μιας μονογαμικής σχέσης που θεωρείται αναγκαία για να μεγαλώσει σωστά ο νέος άνθρωπος, ο οποίος για να φτάσει στην ωρίμανση του πρέπει να διανύσει το ένα τρίτο περίπου της πιθανής διάρκειας της ζωής του, και χρειάζεται έτσι την προστασία των γονέων του. Αυτό είναι και το κύριο επιχείρημα των ηθολόγων που λένε «ναι» στα αντισυλληπτικά. 
     Προηγουμένως θέσαμε δίπλα στην προσαρμογή την ομορφιά, σαν ένα ακόμα «σκοπό» της φύσης. Όμως ενώ η προσαρμογή έχει μια ολοφάνερη αξία επιβίωσης, η ομορφιά (στο επίπεδο του είδους βέβαια) δεν φαίνεται να έχει καμιά. Μήπως λοιπόν θα πρέπει να την αναζητήσουμε, όπως έκανε ο βιολόγος εκείνος με τα άνθη; Η μήπως η ίδια η έννοια της «αξίας επιβίωσης» είναι ένα πολιτιστικό παράγωγο του δυτικού τρόπου σκέψης, δηλαδή του πολιτισμού μας, όπου ο άνθρωπος σκέπτεται πάντα με όρους συμφέροντος και απόδοσης;
     Μήπως η φύση ωθεί στη δημιουργία όχι μόνο πιο ανεπτυγμένων, αλλά και πιο όμορφων ατόμων; Μήπως πρέπει να θέσουμε την ομορφιά, σαν βιολογική αξία, ισότιμη δίπλα στην προσαρμογή; Αν ναι, τότε μπορούμε να επιρρίψουμε στην κοινωνία μας, δίπλα στη μομφή της εκμεταλλευτικότητάς της και τη μομφή ότι παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της σεξουαλικής επιλογής, που στο ζωικό κόσμο γίνεται περισσότερο αβίαστα και ομαλά. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να αγοράσει, να εκβιάσει και να βιάσει τον σεξουαλικό του σύντροφο, το ζώο ποτέ.
      Το δεύτερο πρόβλημα είναι το  εξής: Όταν ξεσπάει μια επιδημία, κάποτε κοπάζει. Γιατί; Μήπως επειδή έχει καταβάλει ήδη όλους τους εξασθενημένους οργανισμούς κι έχουν μείνει οι πιο ισχυροί, προσφέροντας έτσι μια μεγάλη υπηρεσία στην φυσική επιλογή; Μήπως η επαφή με τον μολυσματικό παράγοντα ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, δημιουργώντας αντισώματα ή ό,τι άλλο; Ή μήπως το DΝΑ του μολυσματικού παράγοντα (είτε μικρόβιο είναι αυτό, είτε ιός), με τις διαδοχικές διαιρέσεις εκφυλίζεται, με αποτέλεσμα να αδυνατεί αυτός πια να προσβάλλει; Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα μπορούσαμε άραγε να εξάγουμε ανάλογα συμπεράσματα και για τον άνθρωπο; θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ένας πολιτισμός παρακμάζει, γιατί «κουράζονται» τα γονίδια των μελών της κοινωνίας που τον συντηρεί;
     Μπορεί να μας κατηγορήσει κανείς για αναγωγισμό (reductionism), ότι από παρατηρήσεις στο ζωικό κόσμο συνάγουμε ανεπίτρεπτα συμπεράσματα για την ανθρώπινη κοινωνία.
     Επιστημολογικά, μπορούμε να πούμε ότι ένας κάποιος αναγωγισμός είναι σχεδόν σε όλες τις επιστήμες αναπόφευκτος. Η ίδια η ηθολογία είναι στο μάξιμουμ αναγωγική. Προφυλασσόμαστε ωστόσο απ’ αυτόν, με το να μη είμαστε μονομερείς: στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώντας ένα κάποιο εκφυλισμό των γονιδίων απλώς σαν ένα παράγοντα μόνο, μέσα σε πολλούς άλλους.
     Γενικές υποθέσεις για την παρακμή ενός πολιτισμού δεν υπάρχουν πολλές. Προσωπικά έχω υπόψη μου την αντίληψη του Oswald Sprengler, που θεωρεί τις κοινωνίες σαν βιολογικούς οργανισμούς, που γεννιούνται, ακμάζουν, γερνούν και πεθαίνουν, και την αντίληψη του Νικόλα Καλαποθαράκου, συντρόφου στα μεταχουντικά χρόνια, που συναρτά τη μετατόπιση του πολιτισμού προς τα βόρεια με μια σχετική κάθε φορά σπάνι, που καθορίζεται από τις συγκεκριμένες γεωγραφικές συνθήκες και το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ιστορικοί προτιμούν όμως να βρίσκουν κάθε φορά συγκεκριμένες αιτίες (π.χ. για τους Έλληνες ήταν ο κατακερματισμός τους, για τους Ρωμαίους η δουλοκτησία και οι βόρειοι βάρβαροι κλπ.) αιτίες όμως που από μόνες τους ίσως δεν φτάνουν, και που πολλές φορές αποτελούν οι ίδιες αποτέλεσμα κάποιων άλλων βαθύτερων αιτίων.
     Για τις απαντήσεις μπορούν να υπάρχουν πάντα αμφιβολίες, για τα ερωτήματα καμιά. Κι εδώ θέσαμε κάποια ερωτήματα, όχι για να τα συζητήσουμε διεξοδικά, αλλά σαν αφετηρίες προβληματισμού, καθώς και για να δείξουμε χαρακτηριστικά την αντίληψη ότι προβλήματα που παλιά χαρακτηρίζονταν φιλοσοφικά, μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν και να μελετηθούν καλύτερα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις και με δάνεια από επιστημονικούς κλάδους κι όχι στον αφηρημένο αιθέρα μιας φιλοσοφικής θεώρησης.

  (Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο Περισκόπιο της Επιστήμης τον Ιούνιο του 1986, στο τεύχος 86, σελ. 28-30).
____________________________________________________________

                   4).                 Ύλη & Μορφή

     Όλοι γνωρίζουμε την περίφημη εξίσωση του Αϊνστάιν, Ε=mc2. H μάζα ισοδυναμεί μ’ ενέργεια. Η ύλη, εκτός από ορατός όγκος, αποτελεί το υπόστρωμα της ενέργειας. Η ενέργεια τρέφεται με ύλη. Οι κάθε είδους καύσεις που υποπίπτουν στην ανθρώπινη εμπειρία, χρειάζονται την καύσιμη ύλη για να συντελεσθούν. Κι η ιδέα της καύσης, η φωτιά, είναι που υποβάλλει στον Ηράκλειτο την ιδέα της κίνησης, της συνεχούς αλλαγής. Το πυρ το αείζωον που αποσβέννυται μέτρα. Υλικά σώματα σε κίνηση, αυτό είναι που αντιλαμβάνεται καθημερινά η όρασή μας. Η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης, μας λέγει ο Ένγκελς.
     Όμως κάτι ξεχνάνε οι υλιστές, που οι ιδεαλιστές δεν κουράζονται να τους το θυμίζουνε. Αυτό το κάτι είναι η μορφή. Η μορφή είναι ο ειδικός τρόπος με τον οποίο η ύλη πέφτει στην αντίληψή μας. Ένας από τους στόχους αυτού του κειμένου είναι να αποκαταστήσει την ενότητα της κατακερματισμένης τριάδας. Ύλη-Κίνηση-Μορφή. Ο κατακερματισμός αυτός, ιστορικά εκφράστηκε με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό, μια αντίθεση που σήμερα μπορεί να αποδειχθεί ξεπερασμένη. Το σπέρμα της υπέρβασης βρίσκεται ήδη στον Αριστοτέλη.
     Βιάστηκαν αλήθεια να τον αντιπαραθέσουν στον Πλάτωνα. Στον Πλατωνικό δυϊσμό της ιδέας και της ύλης ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται με τη μεριά της ύλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που τάχθηκε με τη μεριά της ιδέας. Απλούστατα τον δυϊσμό αυτό τον υπερβαίνει, αποδίδοντας την ιδέα, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τη λέξη «μορφή», στην ίδια την ύλη. Ο υλισμός εξάλλου μιλάει για «μορφή οργάνωσης» της ύλης.
     Ύλη-κίνηση-μορφή.
     Η τριάδα αυτή βρίσκεται αδιάσπαστη στην ενότητα αυτή που ονομάζουμε «ζωντανό οργανισμό». Τι είναι ο ζωντανός οργανισμός, αν όχι μια μορφή που πραγματώνεται μέσω μιας ύλης, η οποία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση; Και όπου η ύλη αποκτάει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, το οφείλει στη μορφή. Τι είναι ο όγκος του μαρμάρου σε σχέση με εκείνη την υπέροχη φιγούρα της Αφροδίτης της μήλου; Τι είναι ο ‘Αμλετ σε σχέση με το προϊόν αυτό της χαρτοβιομηχανίας και της φωτοσύνθεσης που λέγεται «βιβλίο»; Ή το ηχητικό υλικό μπροστά στην Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν; Τι μπορεί να είναι η ύλη μπροστά στη μορφή, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των ζωντανών οργανισμών; Και αν στη γλυπτική και στη ζωγραφική η ύλη παρουσιάζεται ως περίπου το αναπόσπαστο υπόστρωμα, το υπόστρωμα αυτό φαίνεται όλο και μικρότερης σημασίας στη μουσική, ελάχιστα στη πεζογραφία, σχεδόν καθόλου στην ποίηση, ενώ στην τέχνη των ραψωδών, που έδωσαν τόσο θαυμάσια έργα όπως τα ομηρικά έπη, φαίνεται να ελλείπει εντελώς.
     Αν υπάρχει μια τελική αιτία στην ζωντανή ύλη, αυτή είναι η δημιουργία ωραίων μορφών. Οι οργανισμοί εξελίσσονται. Όμως η εξέλιξη αυτή τι στόχο έχει; Μήπως την προσαρμογή, όπως λέγει ο Δαρβίνος; Η φυσική επιλογή πράγματι φαίνεται να έχει ως στόχο τη διεύρυνση των προσαρμοστικών ικανοτήτων ενός είδους. Όμως τι προσαρμοστικό ή εξελικτικό στόχο εξυπηρετεί η ομορφιά; Γιατί η βιολογική έλξη αφορά τους ωραιότερους εκπρόσωπους του άλλου φύλου; Μήπως γιατί διαθέτουν μεγαλύτερες προσαρμοστικές ικανότητες; Δεν υπάρχει τίποτα που να το αποδεικνύει. Αντίθετα υπάρχει μια έμφυτη τάση του ανθρώπου για την ομορφιά, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της χρησιμότητας, η οποία χρησιμότητα ως στοιχείο καλυτέρευσης της ζωής, δηλαδή ως στοιχείο προσαρμογής, αν και στα πρώτα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης την επικαλύπτει (οι μαγικές εικόνες, η διακόσμηση, κ.λπ.) σήμερα παίρνει ολοκληρωτικό διαζύγιο απ’ αυτήν.
     Η μορφή λοιπόν, αυτή είναι που αναδεικνύεται τελικά στην αγία Τριάδα. Αν η ύλη είναι ο Θεός και δημιουργός και η κίνηση ο υιός, ο λόγος και σωτήρας, η μορφή είναι το άγιο Πνεύμα, πραγματικά άυλη, πνεύμα. Η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δεν αποτελεί παρά μια εκστασιακή κατάσταση όπως η έμπνευση του καλλιτέχνη. Ανάλογη είναι και η μεταρσίωση του θεατή – δέκτη μπροστά στην ομορφιά. Η υπέρβαση της ύλης γίνεται μόνο μέσω της εκπνευμάτωσής της, της απόσταξής της σε ομορφιά, μέσα στην καλλιτεχνική εμπειρία. Κι η υπέρβαση της υλικής πραγματικότητας συντελείται μέσω της εμπειρίας του μεταρσιωμένου δέκτη.
     Η ύλη δεν είναι τίποτα, η μορφή είναι το παν. Αυτό ηχεί ως σκέτος ιδεαλισμός, όμως δεν είναι. Ο ιδεαλισμός δίνει προτεραιότητα στη μορφή απέναντι στην ύλη. Ο υλισμός δίνει προτεραιότητα στην ύλη απέναντι στη μορφή. Όμως το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα, τουλάχιστον κατά την μαρξιστική του διατύπωση, μου φαίνεται ως παρεξήγηση. Προτεραιότητα – ως προς τι; Αν πρόκειται για χρονική προτεραιότητα, σαφώς προηγείται η ύλη. Αποτελεί το υλικό υπόστρωμα, και οι φυσικές της νομοτέλειες (με καθοριστική κατά τη γνώμη μου την τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα) είναι που «εκβιάζουν» την ανάδειξη των μορφών. Αν πρόκειται όμως για αξιολογική προτεραιότητα (τουλάχιστον μετά από ένα ορισμένο σημείο εξέλιξης της ανθρωπότητας και μετά), το προβάδισμα το έχει το πνεύμα. Ακόμη κι η χρυσή μάσκα από τον τάφο των Ατρειδών δεν «αξίζει» τόσο ως όγκος χρυσού, όσο ως έργο τέχνης.
     Η κυρίαρχη τάση που παρατηρούμε στην ύλη, όπως αναφέραμε πιο πριν, είναι η τάση για μεγαλύτερη συνθετότητα. Αυτή την τάση μπορούμε να την διακρίνουμε: 
   Α. Στον σχηματισμό των αστρικών σωμάτων με την συμπύκνωση των νεφελωμάτων. και…
   Β. Στην συνθετότητα του ατόμου. Στις υψηλές θερμοκρασίες τα υποατομικά σωματίδια είναι ξέχωρα, για να ενωθούν σε άτομα μόλις οι θερμοκρασίες κατεβούν, στη συνέχεια σε μόρια, και ακολούθως στους μεγαλομοριακές οργανικές ενώσεις, στους μονοκύτταρους και πολυκύτταρους οργανισμούς, τις κοινωνικές ομάδες των ζώων (μυρμήγκια, μέλισσες) με επιστέγασμα τις ανθρώπινες κοινότητες και σήμερα την ανθρώπινη μεταμοντέρνα κοινωνία, με την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και πολλών άλλων τομέων της ζωής.
     Σε τι διαφέρει το άτομο ενός υδρογόνου από την περιγραφή του; Σ’ ό,τι κι η ύλη από τη μορφή. Το άτομο είναι ένα υλικό σωματίδιο. Η περιγραφή του, ή η γραφική του απεικόνιση, είναι η μορφή του. Μ’ αυτή την έννοια δίνουμε ένα πολύ ευρύ περιεχόμενο στη λέξη «μορφή». Μορφή είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ύλη, οπτικά, ακουστικά, κ.λπ. Και επειδή οι αισθήσεις μας έχουν περιορισμένο αντιληπτικό εύρος για gestalt, δηλαδή συνολικές, προσεγγίσεις, στην έννοια της μορφής συμπεριλαμβάνουμε και τις εννοιολογικές αναπαραστάσεις της ύλης. Μ’ αυτό τον πλατύ ορισμό, η μορφή ενός ατόμου είναι η λεκτική περιγραφή του ή η αναπαράστασή του, το «μοντέλο» του. Αυτή βέβαια είναι μια διαμεσολαβημένη ή αντανακλαστική μορφή, όπως π.χ. μια περιγραφή της Αφροδίτης της Μήλου. Μόνο που στην περίπτωσή της η διαμεσολάβηση αυτή μπορεί να ελλείπει.
     Χρησιμοποίησα ένα μη ορατό αντικείμενο όπως είναι το άτομο του υδρογόνου για να δείξω καλύτερα τη διαφορά υλικού υποστρώματος και μορφής. Το υλικό υπόστρωμα είναι καθαυτό, η μορφή είναι δι εαυτό. Το καθαυτό είναι το υλικό εκ του οποίου εκπορεύεται το δι εαυτό. Το δι εαυτό είναι η αντίληψη που έχουμε για το καθαυτό. Και η διχοτόμηση αυτή πηγάζει από τη συνειδητοποίησή μας για το περιορισμένο της αντιληπτικής μας ικανότητας. Το καθαυτό υπάρχει μόνο ως αφαίρεση. Το καθαυτό είναι το καθαρό ον. Όταν το συλλογιζόμαστε, παύει να είναι καθαυτό και γίνεται δι εαυτό.
     Η συνειδητοποίηση του καθαυτού ως δι εαυτό γίνεται με διάφορους τρόπους. Καταρχήν, μέσω των αισθητηριακών μας μηχανισμών, των αισθήσεών μας. Στη συνέχεια μέσω των διανοητικών μας ικανοτήτων, μέσω της λογικής. Τα όργανά μας είναι η έννοια, η κρίση, ο συλλογισμός. Οι μέθοδοί της διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
  Α. Όταν εξετάζουν τα αντι-κείμενα (η παύλα μπήκε για να δείξουμε ότι δεν ταυτίζουμε τη λέξη αντικείμενο με το πράγμα) στη συνάφειά τους. Έχουμε την παραγωγή, την επαγωγή και την αναλογία.
  Β. Όταν τα εξετάζουν μεμονωμένα. Έχουμε τότε την ανάλυση και τη σύνθεση.
     Η σκέψη μας είναι το δίχτυ που ρίχνουμε στα πράγματα για να τα συλλάβουμε, να τα λάβουμε στο σύνολό τους, όχι απλά αισθητηριακά, εποπτικά. Ο βρόγχος του διχτυού είναι η έννοια, ή, πράγμα που είναι το ίδιο από την άποψη που την εξετάζουμε, η ιδέα…
     Ο Πλάτων υποθέτει μιαν «ιδανική» αντιστοιχία ανάμεσα στα αντικείμενα και στην ιδέα. Η αντιστοιχία αυτή, κατά την αντίληψή του, αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα. Ενώ όμως το καθαυτό ενός αντικειμένου είναι ενιαίο, οι διάφοροι λαοί το αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Η πλατωνική αντίληψη για το χιόνι, ότι αποτελεί υλοποίηση της ιδέας του χιονιού, θα ξένιζε τους Εσκιμώους, οι οποίοι έχουν 18 διαφορετικές λέξεις για το χιόνι, ανάλογα με τις  διάφορες καταστάσεις του. Στον εσκιμώικο κόσμο των ιδεών λοιπόν δεν υπάρχει μια ιδέα για το χιόνι, αλλά 18 ιδέες για 18 διαφορετικά χιόνια.
     Ακόμη, στον κόσμο των πρωτόγονων Εσκιμώων, δεν υπάρχει η ιδέα για το χρήμα, υπάρχουν όμως ένα σωρό ιδέες για τις διάφορες μορφές δωρισμού, που ελλείπουν σε μας. Αν ο Πλάτων δεν φανταζόταν ένα ενιαίο κόσμο ιδεών από όπου κάθε λαός αντλεί σύμφωνα με τις ανάγκες του, θα πρέπει να φανταστούμε τόσους κόσμους ιδεών, όσους και πολιτισμούς. Έτσι λοιπόν η «υλικότητα» της ιδέας (ρεαλισμός με τη σημασία της σχολαστικής φιλοσοφίας) πάει περίπατο, αφού προφανώς δεν υπάρχει κάποιος ουρανός στον οποίο να κατοικήσει, αλλά κατοικεί μέσα στο κεφάλι μας.
     Ας μας επιτραπεί η ενέργεια (κι η αναλογία) να στήσουμε τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα στα πόδια του. Δεν προέρχονται τα πράγματα από τις ιδέες, αλλά οι ιδέες από τα πράγματα. Γιατί όμως ο Πλάτωνας οδηγήθηκε σ’ αυτή την αντιστροφή;
     Το μόνο πράγμα ελέγξιμο (σε κάποιο βαθμό βέβαια) από τον άνθρωπο είναι οι παραστάσεις του, οι ιδέες του, οι έννοιές του. Στον ρευστό και φευγαλέο χαρακτήρα της πραγματικότητας αντιπαρατίθεται η διακριτική καθαρότητά τους. Τα φθαρτά αντικείμενα του κόσμου τούτου έρχονται και παρέρχονται, και μόνο οι ιδέες μας γι αυτά φαίνεται να ανθίστανται στη φθορά του χρόνου. Και ο αντιληπτικός μηχανισμός του ανθρώπου χρειάζεται αυτή τη σταθερότητα. Τι άλλο εξάλλου είναι η γνώση παρά η σύλληψη του μόνιμου μέσα στο φευγαλέο, του σταθερού μέσα στο μεταβλητό, της μόνιμης «ουσίας» μπροστά στη μεταβλητή «λεπτομέρεια»; Πριν την κινηματογραφική, δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας προαπαιτείται η στατική σύλληψη των επί μέρους καρέ.
     Ο κόσμος που ζούμε λοιπόν είναι ένας κόσμος φαινομενικός, ένας κόσμος μορφών, ένας κόσμος «δι εαυτόν». Όχι ότι αρνούμαστε την υλικότητά του. Απλώς η υλικότητα αυτή είναι κάτι το απροσπέλαστο, πράγμα που εκφράζεται στις διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι γι αυτόν. Αντιλήψεις που συγκλίνουν στο βαθμό που ο αντιληπτικός τους μηχανισμός, η ιστορία τους, οι ανάγκες τους και οι όροι της ύπαρξής τους συγκλίνουν, και αποκλίνουν αντίστοιχα στο βαθμό που οι παραπάνω παράγοντες αποκλίνουν. Έτσι η «πραγματικότητα», όπως την εννοούμε και την περιγράφουμε στα διάφορα εγχειρίδια, στην ουσία δεν είναι παρά μια «συναίρεση» της αντικειμενικής πραγματικότητας και του μηχανισμού που την αντιλαμβάνεται.
     Μια συναίρεση που περιπλέκεται από δυο παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας είναι η δυναμική φύση της πραγματικότητας και του αντιληπτικού μηχανισμού. Η πραγματικότητα συνεχώς μεταβάλλεται, το ίδιο και ο μηχανισμός που την αντιλαμβάνεται, άρα και η αντανάκλασή της συνεχώς τροποποιείται. Ο δεύτερος είναι ότι ο αντιληπτικός μηχανισμός είναι μηχανισμός ενός δρώντος υποκειμένου που μετασχηματίζει συνεχώς την πραγματικότητα στη βάση της αντίληψης που έχει γι αυτήν και των αναγκών του. Με μια διαφορετική διατύπωση θα λέγαμε ότι συντελείται μια συνεχής ανάδραση (feed back) ανάμεσά τους, τα αποτελέσματα της οποίας είναι συνάρτηση της ταχύτητας και της ακρίβειας των εισόδων και των εξόδων.
     Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια;
     Η λογική του «όλα ή τίποτα» μάλλον δεν έχει σχέση σε ζητήματα γνωσιοθεωρίας. Η γνώση της πραγματικότητας γίνεται προσεγγιστικά. Οι προτάσεις μας για την πραγματικότητα είναι εν μέρει μόνο αληθείς. Ή μάλλον είναι αληθείς υπό όρους, συνήθως πιο περιοριστικούς από ότι φανταζόμαστε οι ίδιοι. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα ζητήματα της ψυχολογίας. Οι αντιθέσεις των σχολών δεν σημαίνουν ότι κάποια σχολή είναι σωστή και οι υπόλοιπες λαθεμένες. Εκφράζουν απλούστατα τη μερικότητα των προσεγγίσεων, το γεγονός ότι περικλείουν σπέρματα αλήθειας, αλλά όχι όλη την αλήθεια. Στην κλινική πραγματικότητα μπορεί να έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα, όμως όχι σε κάθε κλινική περίπτωση. Κάποιες μάλιστα σχολές είναι πιο αποτελεσματικές στη θεραπεία κάποιων συμπτωμάτων από κάποιες άλλες. Έτσι ο εκλεκτισμός, κυρίως ανάμεσα σε τάσεις της ίδιας σχολής, κερδίζει συνεχώς έδαφος.
     Γιατί λοιπόν η πεισματική εμμονή σε ορισμένες αντιλήψεις, που στην πολιτική εκδοχή ονομάζονται δογματισμός; Οι αντιλήψεις έχουν συνέπειες δράσης, αυτό πρώτος το δίδαξε ο Πραγματισμός. Έφτασε μάλιστα στην ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης, να εξαρτά την αλήθεια από τα θετικά ή μη αποτελέσματα της δράσης στην οποία οδηγεί. Κάθε αμφιταλάντευση ως προς την ορθότητα μιας αλήθειας σημαίνει μειωμένο ενθουσιασμό στη δράση. Μπορεί οι θεοί να έχουν σταματήσει να μας στέλνουν τις εντολές τους, όμως εμείς τις αντιλήψεις μας για τους τρόπους δράσης τις αντιμετωπίζουμε περίπου ως θεϊκές εντολές, δηλαδή ιερά και απαραβίαστα θέσφατα. Την raison d’ etre (λόγο ύπαρξης) μας την εξαρτούμε από την ορθότητα των αντιλήψεών μας. Οι ανατροπές προσφιλών ιδεών μας, με πρώτη και καλύτερη την κατάρρευση της Ουτοπίας, συνιστά μια μεγάλη υπαρξιακή κρίση, που ξεπερνά τα όρια της απλής απογοήτευσης.
     Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμαστε στη βάση των μορφών που σχηματίζουμε στο γνωστικό μας όργανο γι αυτήν. Μορφές που, όπως είπαμε, δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά προέρχονται απ’ αυτήν. Μορφές που είναι τα είδωλα αυτής της πραγματικότητας πάνω σε ένα καθρέφτη, λιγότερο ή περισσότερο παραμορφωμένα.
     Αντιμετωπίζοντας τη μεταφορά αυτή από την άποψη του γενετικού της χαρακτήρα, θα λέγαμε πως υπάρχει εδώ μια αντιστροφή σε σχέση με την Πλατωνική θεωρία ή την Χεγκελιανή διαλεκτική. Η πραγματικότητα γεννά τα είδωλά της, τις ιδέες που έχουμε γι’ αυτήν κι όχι οι ιδέες την πραγματικότητα (σε τελευταία ανάλυση, θα προσθέσει ο Ένγκελς). Και έτσι, μ’ αυτή τη συλλογιστική επανερχόμαστε στο αιώνιο πρόβλημα υλισμού-ιδεαλισμού, φωτίζοντάς το όμως με ένα καινούριο φως. Αποδεχόμενοι την γενετική, οντολογική προτεραιότητα του υλισμού, δίνουμε έμφαση στην αξιολογική προτεραιότητα του ιδεαλισμού, έμφαση που γίνεται ιδιαίτερα προφανής αν αποβλέψουμε στην κορυφή της πυραμίδας των μορφών, τις καλλιτεχνικές μορφές, οι οποίες παρά το υλικό υπόστρωμά τους, φαίνεται να το αγνοούν.
     Όταν βλέπει κανείς την Αφροδίτη της Μήλου δεν σκέφτεται το υλικό υπόστρωμά της, το μάρμαρο, ούτε όταν ακούει την 9η συμφωνία του Μπετόβεν τις ηχητικές συχνότητες. Οι διπλοτυπικές ή αντιγραφικές ιδιότητες της τέχνης είναι που την κάνουν να ξεπερνά το υλικό υπόστρωμά της. Και αν οι αντιγραφικές μορφές τέχνης (γλυπτική, ζωγραφική) φαίνονται αξεχώριστες από το υλικό υπόβαθρό τους, γιατί κάθε αντίγραφο είναι τελικά αντίγραφο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις διπλοτυπικές. Ο ‘Αμλετ είται σε χαρτόδετη έκδοση είτε σε πολυτελή, είναι ο ίδιος ‘Αμλετ. Και καμιά παράστασή του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καλύτερη στο σύνολο των πραγματοποιημένων και δυνητικών παραστάσεών του, μια και αυτές είναι δυνητικά άπειρες. Ένα έργο διπλοτυπικής τέχνης, όπως είναι ένα λογοτεχνικό ή μουσικό έργο, με τη γέννησή του αυτονομείται εντελώς από κάθε υλικό υπόστρωμα.
     Στην αμέσως κατώτερη κατηγορία μορφών, από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα, είναι τα μοντέλα. Εδώ η γενετική σχέση με την πραγματικότητα είναι προφανής. Όμως και εδώ το υλικό υπόστρωμα παίζει εντελώς επικουρικό ρόλο, πράγμα που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα μαθηματικά μοντέλα. Από κάποιες απόψεις μάλιστα, και τις έννοιες θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε μοντέλα. Η έννοια «αεροπλάνο» σε σχέση με ένα μοντέλο αεροπλάνου διαφέρει ως προς το ότι η έννοια αναλύεται σε ένα σύνολο άλλων εννοιών που η ανάγνωσή τους είναι γραμμική και μονόδρομη μέσα στο χώρο, ενώ ένα υλικό μοντέλο είναι μια τρισδιάστατη αναπαράσταση που η ανάγνωσή της διαφέρει όσο διαφέρει η ανάγνωση της Αφροδίτης της Μήλου από τον ‘Αμλετ. Η κατανόηση της πραγματικότητας κερδίζει σε πολλές περιπτώσεις περισσότερο μέσω τέτοιων μοντέλων, μαθηματικών ή αναπαραστατικών, δισδιάστατων ή τρισδιάστατων, παρά μέσω λεκτικών αναπαραστάσεων.
     Στην παρακάτω βαθμίδα της ιεραρχίας των μορφών (πάντα από την άποψη της εξάρτησής τους από το υλικό υπόστρωμα) είναι οι μορφές της ζωντανής ύλης. Σε πρώτη ματιά, οι μορφές της ζωντανής ύλης φαίνονται εξίσου εξαρτημένες από το υλικό τους υπόστρωμα με τις μορφές της ανόργανης ύλης. Ένα βουνό όταν διαβρωθεί με τις χιλιετίες παύει να είναι βουνό, όπως και ένα ποτάμι όταν στερέψουν οι πηγές του παύει να είναι ποτάμι. Και ένας ζωντανός οργανισμός, όταν σταματήσουν οι μεταβολικές λειτουργίες που συντελούνται μέσα του, αποσυντίθεται. Η μορφή χάνεται ανεπιστρεπτί.
     Όχι εντελώς.
     Η μορφή, τουλάχιστον στη γενικευμένη μορφή του είδους, αναδημιουργείται. Το μυστικό βρίσκεται στον αναδιπλασιασμό του DNA, δηλαδή στην αναπαραγωγή. Πριν πεθάνει ένας οργανισμός αφήνει απογόνους, οι οποίοι μάλιστα του μοιάζουν, περισσότερο ή λιγότερο και προσωπικά.
     Τι είναι λοιπόν ένας ζωντανός οργανισμός, ένας άνθρωπος; Όχι βέβαια ένα άθροισμα νερού, άνθρακα και ιχνοστοιχείων. Αυτό που είναι ο άνθρωπος, τα ξεπερνά. Ο άνθρωπος δεν είναι το υλικό υπόστρωμά του. Κατά περίπτωση είναι η μορφή του, οι λειτουργίες του, η δράση του. Όλα αυτά (αξιολογικά) υπερβαίνουν το υλικό υπόστρωμα, το οποίο από τον άνθρωπο, όσον αφορά αρκετούς από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, αξιολογείται συνήθως στη βάση της θερμιδικής και πρωτεϊνικής τους απόδοσης, δηλαδή της διατροφικής τους αξίας, ή απλά της βιομάζας τους.
     Με βάση την παραπάνω συλλογιστική μπορούμε να αξιολογήσουμε την σύγκλιση των δύο τόσο ανόμοιων κατά τα άλλα πνευμάτων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι Πλατωνικές ιδέες βρίσκουν την αντιστοιχία τους στις αριστοτελικές μορφές (οι ακριβείς σχέσεις τους με το υλικό τους υπόστρωμα δεν έχουν και τόση σημασία, όσο η αξιολογική προτεραιότητά τους). Την ανθρώπινη νόηση την ενδιαφέρουν οι ιδέες και οι μορφές. Η ύλη αποτελεί τον ταπεινό τους υπηρέτη (Αριστοτέλης) ή το δημιούργημά τους (Πλάτων).
     Οι μορφές λοιπόν βρίσκονται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας του ανθρώπου. Όμως πώς αποτιμώνται; Δύο είναι οι κύριες παράμετροι. Η μια είναι η αισθητική παράμετρος. Η άλλη είναι η οικονομική. Στη βάση της οικονομικής παραμέτρου δεν βρίσκεται τόσο η ενσωματωμένη εργασία όπως θα ήθελε ο Μαρξ όσο η σπάνις και η παλαιότητα. Ένα αγγείο του 5ου αιώνα π.χ. αξίζει περισσότερο από ότι ένα σύγχρονο γλυπτό, ακόμη και φτασμένου καλλιτέχνη. Ένα εργαλείο παλαιολιθικής εποχής, ακόμη περισσότερο. Τέλος ο πίνακας ακόμη και του πιο μέτριου καλλιτέχνη αξίζει περισσότερο από ότι ένας τόμος του ‘Αμλετ στη βιβλιοθήκη μας. Σε αισθητικό όμως επίπεδο, η αξία ασφαλώς αντιστρέφεται.
     Η παλαιότητα προσδίδει σπάνια και το ανεπανάληπτο γίνεται πιο εμφανές. Τώρα που η όπερα ως μουσική φόρμα έχει εγκαταλειφθεί, ξεθάβονται μέτριες όπερες ατάλαντων συνθετών. Οι φιλόλογοι είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτού του είδους τυμβωρυχίας. Σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, εντελώς μέτριας λογοτεχνικής αξίας, κατά τα άλλα κερδίζουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό τους και το μέγιστο του ενδιαφέροντός τους.
     Η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού πώς πρέπει να αποτιμηθεί, ως ύλη ή ως μορφή; Οπωσδήποτε εδράζεται κι αυτή σ’ ένα υλικό υπόστρωμα, όμως το ξεπερνά. Το ξεπερνά όμως πώς; Όπως η μορφή ενός καλλιτεχνήματος, ή όπως ο χαρτοκόπτης στο μυαλό του τεχνίτη, κατά το παράδειγμα του Σαρτρ; Ο Σαρτρ χρησιμοποιεί το παράδειγμα του χαρτοκόπτη για να αποδείξει ότι, προκειμένου για τον άνθρωπο, η ουσία έπεται της ύπαρξής του, αντίθετα από ότι συμβαίνει με τον χαρτοκόπτη, που η ουσία του, η οποία δεν είναι άλλη από την λειτουργία του, προηγείται της ύπαρξής του.
     Εδώ δεν μας ενδιαφέρει όμως η προβληματική του Σαρτρ. Μας ενδιαφέρει το ότι αποδίδει ένα μη υλικό χαρακτήρα στην ουσία, αφού μπορεί και εδράζεται ως κάτι το αφηρημένο στο μυαλό του τεχνίτη, και που η ουσία αυτή, σχεδόν απόλυτα στο παράδειγμα του χαρτοκόπτη, δεν είναι παρά η λειτουργία της κοπής του χαρτιού.
     Με τον ίδιο τρόπο και η λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού ξεπερνά το υλικό υπόστρωμα. Μπορεί να συλληφθεί στο μυαλό ενός βιολόγου, όχι όπως το υλικό υπόστρωμα, όπως συμβαίνει με κάθε υλικό αντικείμενο, αλλά ως ένα σύστημα κινήσεων και μεταβολών.
     Το ξεπερνά όμως και με ένα δεύτερο τρόπο: μπορεί και επαναλαμβάνεται, χρησιμοποιώντας το απειροελάχιστο ύλης που αποτελούν τα υλικά ενός σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου. Η μορφή τρέφεται με ύλη (ή ενέργεια, που αποτελεί την άλλη της όψη). Η ανωτερότητά της φαίνεται από την επιλεκτικότητα του υλικού υποστρώματος. Δεν μπορεί κάθε υλικό να αποτελέσει τη βάση μιας ανώτερης μορφής. Και όχι χωρίς να υποστεί κάποια επεξεργασία. Το μάρμαρο μέσω της γλυφίδας του καλλιτέχνη, τα θρεπτικά συστατικά μέσω του μεταβολισμού.
     Να φτιάξουμε και εμείς την αγία Τριάδα μας, όπως οι Ευαγγελιστές κι ο Χέγκελ: Ύλη, Λειτουργία, Μορφή. Η ύλη είναι η Θέση, το δεδομένο. Η Λειτουργία, ως κίνηση, είναι η Αντίθεση, καθώς αίρει την ύλη από την ακινησία της. Η μορφή είναι η Σύνθεση, ως προϊόν της επενέργειας της κίνησης πάνω στην ύλη. Αν στη θέση της Μορφής βάλουμε την Ιδέα, εν πολλοίς συνώνυμή της, ξαναβρίσκουμε πάλι τη διαλεκτική του Χέγκελ με το κεφάλι κάτω, που με τόσο κόπο την είχε στήσει ο Μαρξ στα πόδια της.
     Με μια διαφορά: για τον Χέγκελ η Ιδέα ήταν μια causa efficiens (πρωταρχική αιτία), ενώ για μας είναι μια causa finalis (τελική αιτία).
     Ο Μαρξ, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη γενετική σχέση ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή, υποτιμά συνεχώς τη μορφή. Οι επίγονοί του έπεσαν στην παγίδα. Η υλική βάση καθορίζει το κοινωνικό εποικοδόμημα, την κοινωνική, πολιτική και διανοητική ζωή. Η παρεξήγηση αποδείχθηκε μεγάλη, και λίγοι πρόσεξαν τα συμπληρωματικά λόγια του Έγκελς, που την είχε έγκαιρα αντιληφθεί, «σε τελευταία ανάλυση».
     Όπως είπαμε και πριν, από κάποια άποψη η διαμάχη υλισμού-ιδεαλισμού φαίνεται ως παρεξήγηση. Όλοι θαυμάζουν τα πνευματικά δημιουργήματα του ανθρώπου που είναι καλλιτεχνικές μορφές ή νέες, ασύλληπτες δημιουργίες. Ένα όμως από τα «είδωλα» για τα οποία μίλησε ο Μπέηκον οδήγησε στην παρεξήγηση ότι οι ανώτερες, πνευματικές μορφές, οι ιδέες, αποτελούν την γενετική αρχή της ύλης. Μια παρεξήγηση που ξεκινάει φιλοσοφικά από τον Πλάτωνα και φτάνει μέχρι τον Χέγκελ. Οι ρίζες της όμως βρίσκονται πιο πίσω.
     Το είδωλο αυτό θα μπορούσε να το διατυπώσει ο Μπέηκον ως την προκατάληψη ότι το κατώτερο προέρχεται από το ανώτερο. Η ύλη δηλαδή προέρχεται από την ιδέα. Ή, στη γλώσσα της θρησκείας, ο υλικός κόσμος, αν δεν είναι δημιούργημα, βρίσκεται όμως στο έλεος μιας πνευματικής αρχής, του Θεού. Οι υλιστές, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη σωστή γενετική σχέση, κατάφεραν να πετάξουν μαζί με το νερό της μπανιέρας και το μωρό. Χαρακτηριστική συνέπεια υπήρξε στην μαρξιστική θεωρία της τέχνης το προβάδισμα του περιεχομένου απέναντι στη μορφή, η οποία υποτιμάται ως κάτι παράγωγο και δευτερεύον.
     Έννοια, ιδέα, μορφή, μοντέλο, δομή, λειτουργία, βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα. Οι ιδέες, τα μοντέλα, οι δομές, οι λειτουργίες, αποτελούν σε τελευταία ανάλυση αφαιρέσεις του συγκεκριμένου της υλικής πραγματικότητας, αφαιρέσεις που προϋποθέτουν το αντιληπτικό υποκείμενο, το «αφαιρετικό» υποκείμενο, τον άνθρωπο. Ακόμη κι ένας ζωγραφικός πίνακας δεν είναι παρά μια αφαίρεση, η οπτική εντύπωση στην οποία αποβλέπει ο ζωγράφος, ενώ τα υλικά της σύνθεσής του, οι μπογιές, κ.λπ. ελάχιστα ενδιαφέρουν, αποτελώντας αντικείμενο μελέτης των ειδικών. Η μορφή είναι η «αφαίρεση» του κάτω από την επιφάνεια.
     Με την παραπάνω συλλογιστική ανοίγουμε μια καινούρια πόρτα στον αγνωστικισμό (ή, από μια άλλη άποψη, ο αγνωστικισμός έρχεται να φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία τη συλλογιστική μας). Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που «ξέρουμε» για την υλική πραγματικότητα δεν είναι παρά οι αφαιρέσεις μας γι αυτήν. Και όχι από αδυναμία. Πραγματικά, οι αφαιρέσεις μας μας αφορούν περισσότερο, γιατί στην ουσία πρόκειται για γενικεύσεις. Η έννοια δένδρο είναι ταυτόχρονα αφαίρεση και γενίκευση. Τα κατηγορούμενα είναι τα θραύσματα της πραγματικότητας, που μας επιτρέπουν να την ανασυστήσουμε σε ένα περιορισμένο αριθμό μοντέλων-εννοιών στο μυαλό μας.
     Παίρνοντας υπ’ όψη τα βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας του μοντέλου, και όχι τόσο την εφαρμογή του, μπορούμε να την επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο. Αν θα μπορούσαμε να ορίσουμε το μοντέλο ως κάτι που απεικονίζει την πραγματικότητα, και όχι αναγκαστικά μια δισδιάστατη ή τρισδιάστατη κατασκευή, θα περιλαμβάναμε σ’ αυτή τις έννοιες και τις κοσμοθεωρίες. Η κοσμοθεωρία σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά ένα ερμηνευτικό μοντέλο της πραγματικότητας.
     Οι έννοιες κι οι κοσμοθεωρίες αποτελούν μοντέλα αντιληπτικά και ερμηνευτικά. Στις έννοιες όμως, εξαιτίας της σχετικά γενικής ομοφωνίας ως προς το περιεχόμενό τους και εξαιτίας του ότι κάθε έννοια καταλαμβάνει μια «φωλεά» στο συνεχές της πραγματικότητας, βαραίνει περισσότερο το αντιληπτικό σκέλος, ενώ στις κοσμοθεωρίες, εξαιτίας του ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα ως σύνολο, βαραίνει περισσότερο το ερμηνευτικό σκέλος. Για τον ουδέτερο παρατηρητή κάθε κοσμοθεωρία αποτελεί μια εκδοχή της πραγματικότητας. Για τον πιστό της όμως, είναι η πραγματικότητα.
     Το ότι η κοσμοθεωρία δεν είναι παρά μια μορφή αντίληψης της πραγματικότητας φαίνεται και από το ότι μιλάμε για «κομψές» θεωρίες, χαρακτηρισμός που στην κυριολεκτική του σημασία αναφέρεται στην εμφάνιση, δηλαδή στη μορφή.
     Συνοψίζοντας, η μορφή είναι η αντιληπτική διάσταση της ύλης. Ως αισθητικό-καλλιτεχνικό προϊόν όμως την υπερβαίνει.
     Θα κλείσουμε όχι μ’ ένα συμπέρασμα, αλλά μ’ ένα προκλητικό ερώτημα για τους βιολόγους, που συνοψίζει όλη τη μεταφυσική της ανθρώπινης ύπαρξης: ποια είναι η αξία επιβίωσης της ομορφιάς; Γιατί δηλαδή να χρησιμοποιείται ως κριτήριο επιλογής; Πιο απλά: γιατί μας αρέσει η ομορφιά; Μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα χωρίς να ταυτολογήσουμε;

                                       ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ζαν Πωλ Σαρτρ,  «Ο Υπαρξισμός Είναι Ανθρωπισμός», Αθήνα 1967, Αρσενίδης.
Bertrand Russel, “History Οf Τhe Western Philosophy”, London 1961, Allen & Unwin.
Τζέημς Χάντφιλντ, “Ψυχολογία & Ψυχική Υγεία”, Αθήνα 1991, Θυμάρι. (εκδ. το 1991 είναι σε δική μου μετάφραση που έγινε το 1981).
Ουίλλιαμ Τζέημς, “Πραγματισμός”, Αθήνα, Αναγνωστίδης.
Ουμπέρτο Έκο, “Θεωρία Σημειωτικής”, Αθήνα 1988, Γνώση. (Γράφηκε κάπου το 1988 και δημοσιεύτηκε στην Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ. 31, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1999, σελ. 34-38).

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *