Δερμιτζάκης Μπάμπης: Η Λαϊκότητα Της Κρητικής Λογοτεχνίας Α’

        Αθήνα 1990, Εκδόσεις Δωρικός

   Ειδική Αφιέρωση: Στους Δασκάλους μου στη λύρα, Κώστα ΣουλαδάκηΣήφη Μπουζάκη και Νίκο Λαμπάρα.  Μ. Δ.

   Σημ: Έγιναν ελάχιστες παρεμβάσεις. Αφαιρέθηκε τμήμα της σελ. 35 που έπρεπε κατά την έκδοση να αφαιρεθεί και ξέφυγε από την επιμέλεια.   Μ. Δ.
—————————————————————————————

                                ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΜέρος 1ον. Εισαγωγή – Η γλώσσα – Η ενετοκρατία στην Κρήτη
Μέρος 2ον. Η πρώτη περίοδος της πνευματικής ζωής
Μέρος 3ον. Η Κρητική Αναγέννηση
Μέρος 4ον. Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας – Περίοδος της Τουρκοκρατίας
Μέρος 5ον. Κρητικό δημοτικό τραγούδι
Μέρος 6ον. Λαογραφικό Ιντερμέτζο
Μέρος 7ον. Η “Κριτσοτοπούλα” ο “Καπετάν-Καζάνης” & Βιβλιογραφία
———————————————————————————————

                                      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     Ένα ερώτημα που μας απασχολεί από καιρό είναι το εξής: Πώς μπορεί να υπάρχει μεγάλη ποίηση που να είναι προσιτή, κατανοητή και αρεστή στον πολύ κόσμο, και μεγάλη ποίηση που να απευθύνεται μόνο σε μια μυημένη ελίτ; Γιατί άραγε για να γράψεις σήμερα καλή ποίηση, πρέπει να απομακρυνθείς όσο γίνεται περισσότερο από το μέσο γούστο;
     Ένα τέτοιο ερώτημα πιστεύουμε πως θα έχει απασχολήσει πολύ κόσμο. Όμως για μας τους Κρητικούς το ερώτημα μπαίνει με μια ξεχωριστή έμφαση, γιατί μέσα στην παράδοση μας υπάρ­χει μια μεγάλη ποίηση, η ποίηση του Ερωτόκριτου, ολοζώντανη, που απευθύνεται σε πολύ πιο πλατιές μάζες απ’ όσες θα φιλοδοξούσε να κατακτήσει ένας σύγχρονος ποιητής. Το ερώτη­μα αυτό στάθηκε η αφετηρία της γραφής τούτου του βιβλίου.
     Αρχικά είχαμε στόχο να γράψουμε απλώς ένα μικρό δοκίμιο με τίτλο «Η λαϊκότητα στην τέχνη», όπου θα αναλύαμε τους όρους που κάνουν την τέχνη σε διάφορες ιστορικές περιόδους πότε να αφίσταται από τον πολύ κόσμο και πότε να τον προσεγ­γίζει.
     Ένα ιστορικό παράδειγμα προσέγγισης του πολύ κόσμου από την τέχνη είναι η λογοτεχνία της λεγόμενης «Κρητικής Αναγέν­νησης» (16ος-17ος αι.), και αυτή σκεφτήκαμε να χρησιμοποιή­σουμε σαν αφετηρία στην ανάλυση μας. Αρχίσαμε λοιπόν τη μελέτη της, και όσο βυθιζόμασταν σ’ αυτή, τόσο πιο πολύ μας συνέπαιρνε η μαγεία της, έτσι που τελικά αντί να δώσουμε μια σύντομη περίληψή της, δώσαμε ολόκληρη την ιστορία της, με το κυρίως θέμα να αποτελεί κάτι σαν επίλογο. Αυτή η ανισότητα στην διαπραγμάτευση δεν δικαιολογούσε πια τον αρχικό τίτλο του έργου, γιατί τώρα στην ουσία είχαμε μπροστά μας μια ιστορία της Κρητικής λογοτεχνίας. Αποφασίσαμε λοιπόν να απαλείψουμε τον επίλογο και να δώσουμε το έργο έτσι όπως (σελ. 7) τελικά διαμορφώθηκε, σαν μια ιστορία της Κρητικής λογοτε­χνίας. Τον τίτλο «Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας» τον δώσαμε για να δηλώσουμε αφενός την αρχική μας πρόθεση, και αφετέρου την οπτική γωνία κάτω από την οποία είδαμε την ιστορία της λογοτεχνίας αυτής.
     Εκδίδοντας το βιβλίο αυτό δεν έχουμε φιλολογικούς στόχους. Συχνά δεν κάνουμε ακριβείς βιβλιογραφικές παραπομπές. Η ευγενής φιλοδοξία μας είναι να δείξουμε στον απλό αναγνώ­στη τη μαγεία της Κρητικής λογοτεχνίας, να τον κάνουμε να την αγαπήσει και να επιδιώξει να διαβάσει τα πρωτότυπα έργα. Αν το καταφέρουμε, τότε το βιβλίο αυτό – μια συμβολή στη διατήρηση της λαϊκής μας παράδοσης – θα έχει πετύχει το στόχο του. (σελ. 8)
                                      Η ΓΛΩΣΣΑ
     Πρώτη προϋπόθεση (αν κι όχι και μοναδική) για να είναι ένα έργο κατανοητό από τις πλατιές λαϊκές μάζες, είναι να έχει γραφεί σε γλώσσα που να την καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος. Πρώτος δείχτης λαϊκότητας λοιπόν ενός λογοτεχνικού έργου είναι η γλώσσα. Στη χώρα μας υπήρχε ανέκαθεν μια πάλη ανάμεσα σε μια λόγια γλώσσα και σε μια γλώσσα καθομιλουμένη, που στα χρόνια μας εκφράζεται με τη μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στη δημοτική και στην καθαρεύουσα. Πριν αρχίσουμε να μελετάμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κρήτη τότε που η Κρητική λογοτεχνία άρχισε δειλά δειλά τα πρώτα της φτερουγίσματα, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, όπως διαμορφω­νόταν τότε στον Ελληνόφωνο βυζαντινό χώρο.
     Σ’ όλη την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι την άλωση του 1204, η πνευματική ζωή του τόπου περιστρέφεται γύρω από τα ανάκτορα και το πατριαρχείο. Καλλιεργείται μια λόγια γλώσσα, άμεσος απόγονος της αττικής διαλέκτου, που διαφέρει ουσιαστικά από την «κοινή», τη γλώσσα του λαού και των ευαγγε­λίων. Η γλώσσα αυτή, κατανοητή στους καλλιεργημένους και στον κλήρο, είναι ξένη στον απλό κόσμο. Ο αυτοκρατορικός και ο εκκλησιαστικός θεσμός είναι τόσο ισχυροί, ώστε αυλή και κλήρος δεν νιώθουν την ανάγκη να κατέβουν μέχρι τον απλό λαό, κάτι που θα αναγκαστούν να κάνουν αργότερα, ζητώντας την υποστήριξη του. Προς το παρόν, τα μόνα έργα που γράφονται στην καθομιλου­μένη είναι τα «Φτωχοπροδρομικά», σατιρικά στιχουργήματα με ήρωα τον ταπεινωμένο και καταφρονεμένο, και σαν τον καραγκιό­ζη πάντα πεινασμένο, Θόδωρο Πρόδρομο, μερικά ηθικολογικά και διδακτικά στιχουργήματα όπως ο Σπανέας, ή στιχουργήματα εκλαϊ­κευμένης σοφίας όπως ο Πτωχολέων (του οποίου διαθέτουμε και μια Κρητική παραλλαγή).
     Χαρακτηριστική στάση των λόγιων απέναντι στη λαϊκή γλώσσα είναι η περίπτωση του Μιχαήλ Γλυκά, ο οποίος, έχοντας περιπέσει (σελ. 9) σε δυσμένεια και βρισκόμενος στη φυλακή, γράφει απ’ εκεί στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ ζητώντας τη συγνώμη του ένα στιχούργημα όχι σε λόγια γλώσσα, αλλά στη γλώσσα του λαουτζίκου, μπας και προκαλέσει έτσι τον οίκτο του. Οι τέτοιοι λόγιοι εξάλλου είναι που βάφτισαν τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, το στίχο του δημοτι­κού μας τραγουδιού, πολιτικό, που σε ακριβή μετάφραση θα πει πουτανίστικος. ‘Αξιοι απόγονοί τους στάθηκαν και οι Φαναριώτες, οι οποίοι χαρακτήρισαν τον «Ερωτόκριτο» σαν ανάγνωσμα ελα­φρών γυναικών.
     Με την άλωση της βασιλεύουσας κατά την τέταρτη σταυροφορία (1204) και με τον κατακερματισμό της αυτοκρατορίας, επέρχονται κάποιες διαφοροποιήσεις. Ενώ το αίτημα μιας συμπαγούς εθνικής ενότητας οδηγεί τους λόγιους των τριών αυτοκρατοριών (Νίκαιας, Τραπεζούντος και Ηπείρου, τα μόνα απομεινάρια με βυζαντινούς ηγεμόνες της άλλοτε τρανής βυζαντινής αυτοκρατορίας) στη χρήση μιας καθαρής αττικής διαλέκτου, σε μια προσπάθεια αναθέρμαν­σης της αρχαίας δόξας και καλλιέργειας εθνικού φρονήματος, οι απόγονοι των φράγκων κατακτητών, όπως λέγει ο Μάριο Βίττι1 (Οι αριθμοί αναφέρονται στη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου και όχι σε αριθμό υποσημείωσης) «αρέσκονται να ακούν στα ελληνικά διηγήσεις για τα κατορθώματα των σταυροφόρων και μνησίκακες κακολογίες εναντίον των ορθο­δόξων εχθρών, των σχισματικών, που θέλουν να παραστήσουν τους Έλληνες». Χαρακτηριστική μαρτυρία αυτής της κατάστασης απο­τελεί το χρονικό του «Μωρέως», στιχούργημα από 9000 περίπου στίχους γραμμένο στην καθομιλουμένη ελληνική.
     Η ταπείνωση της αυτοκρατορίας, κόλαφος στις παρειές των λογιότατων εκπροσώπων της κουλτούρας της, τους υπενθυμίζει ότι υπάρχει και ο λαός. Έτσι σε μια δεύτερη φάση, αρχίζει να διαμορ­φώνεται σιγά σιγά μια τάση να γράφουν έργα σε γλώσσα λαϊκή. Τα θέματα είναι νεολατινικοί ή αρχαιοελληνικοί μύθοι, τους οποίους παίρνουν οι συγγραφείς από δεύτερο χέρι, από τη λογοτεχνική παραγωγή της Δύσης, που μέσω της προηγούμενης λατινικής διείσδυσης έγινε πιο προσιτή στους Έλληνες λόγιους. Τέτοια μυθιστορήματα είναι η «Διήγησις Αχιλλέως», η «Διήγησις πολύπα­θους Απολλώνιου του Τύρου», η «Ριμάδα του Μεγαλέξανδρου», ο «Πόλεμος της Τρωάδος» κ.ά. Η μετριότητα αυτών των έργων οφείλεται εν μέρει στην ανυπαρξία λογοτεχνικής παράδοσης στη (σελ. 10) γλώσσα του λαού (τα «ψήγματα» που αναφέραμε δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν παράδοση) και εν μέρει στην επίδραση της λόγιας βυζαντινής παράδοσης. Οι συγγραφείς τους γράφουν στην λαϊκή γλώσσα, όμως η στάση τους είναι η πατροπαράδοτη στάση βυζαντι­νού λόγιου.
     Τα πρώτα αυτά ψελλίσματα στην καθομιλουμένη αποκρυσταλλώ­νονται λίγο πιο ύστερα σε έργα με μεγαλύτερες αξιώσεις, όπως είναι τα μυθιστορήματα «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα» και «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», τα οποία διαβάστηκαν πολύ στην εποχή τους.
     Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο διαπρεπείς λόγιοι που έγραψαν στην καθομιλουμένη ήσαν Κρητικής καταγωγής. Οι λόγιοι αυτοί δεν ήσαν δέσμιοι του λογιοτατισμού της αυτοκρατορικής αυλής, αλλά προέρχονταν από ένα περιβάλλον αρκετά ομοιογενές πολιτιστικά, όπου η ανυπαρξία λόγιας παράδοσης καθιστούσε αυτόματα την καθομιλουμένη όργανο πνευματικής επικοινωνίας. Όμως για τις κοινωνικές συνθήκες της Βενετοκρατούμενης Κρήτης, θα μιλήσου­με πιο κάτω διεξοδικά.
     Με την άλωση της Κων/πολης από τους Τούρκους το 1453, έχουμε τις παρακάτω εξελίξεις σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα. Οι λόγιοι της Κωνσταντινούπολης καταφεύγουν στη Δύση, κυρίως στις ιταλικές πόλεις, για να αποφύγουν τον τουρκικό ζυγό. Προσλαμβάνονται έμμισθοι στις ευρωπαϊκές αυλές για την κλασσική τους παιδεία, και έτσι λόγοι καθαρά επαγγελματικοί τους υπαγορεύουν να μείνουν πιστοί στη λόγια παράδοση.
     Μετά την άλωση, η καθολική εκκλησία αναλαμβάνει μια τεράστια προσπάθεια να θέσει το πατριαρχείο κάτω από την επιρροή της. Το έδαφος είναι πρόσφορο, γιατί το πατριαρχείο αναζητεί συμμάχους στη Δύση. Η μεσολαβητική προσπάθεια όμως που ανέλαβε ο συμβιβαστικός αρχιερέας Μάξιμος Μαργούνιος (1549-1602) ναυα­γεί, προσκρούοντας στην επιφυλακτική στάση του πατριαρχείου.
     Οι παπικοί στην προσπάθεια τους να αυξήσουν την επιρροή τους στην Ανατολή, δεν περιορίζονται μόνο σε διαβουλεύσεις στην κορυφή. Αναλαμβάνουν και μεγάλες πρωτοβουλίες στη βάση. Μια ολόκληρη στρατιά φραγκισκανών, δομινικανών και καπουτσίνων μοναχών κατακλύζουν τον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο και προσφέρουν κάθε είδους βοήθεια σε φτωχούς και αδύνατους, προσπαθώντας να προσηλυτίσουν τον κόσμο. Την πιο έντονη όμως (σελ. 11) δράση την αναλαμβάνουν οι Ιησουίτες, οι οποίοι φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη το 1583.
     Οι δραστηριότητες αυτές δεν άρεσαν βέβαια καθόλου στους ορθόδοξους κληρικούς, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε μέσο να αναχαιτήσουν αυτή την παπική διείσδυση. Η προσπάθεια τους αυτή κορυφώνεται όταν ανεβαίνει στον πατριαρχικό θρόνο ο Κύριλλος Λούκαρης (1572-1638), σφοδρός πολέμιος των Ιησουιτών. διεξάγεται ένας αδυσώπητος ιδεολογικός και προπαγανδιστι­κός αγώνας, που έχει σα στόχο ποιος θα ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή πάνω στις μάζες. Και η επιρροή αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μέσω κύρους. Ο Πάπας βρίσκεται μακριά χωρίς παράδοση μέσα στον ελλαδικό χώρο, ενώ ο πατριάρχης είναι υπόλογος στο Σουλτάνο, και οι εξουσίες του μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακληθούν. Ο προσεταιρισμός λοιπόν του λαού θα γίνει πάνω σε ιδεολογική βάση. Η προπαγάνδα θα παίξει σπουδαίο ρόλο, και δεν μπορεί να γίνει σε άλλη γλώσσα παρά σε αυτή που μιλάει και καταλαβαίνει ο κόσμος. Οι παπικοί έκαναν την αρχή, και οι ορθόδοξοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τους ακολουθήσουν.1
     Η πολιτική αυτή του Πατριαρχείου σχετικά με το γλωσσικό, που υπαγορεύτηκε από τις αυξημένες ιδεολογικές ανάγκες της ορθόδο­ξης εκκλησίας για την αντιμετώπιση του παπικού ανταγωνισμού, οδηγεί στην εμφάνιση εξεχόντων εκκλησιαστικών ρητόρων που μιλούν σε γλώσσα λαϊκή, όπως ο Μάξιμος Μαργούνιος (1549-1602), ο Μελέτιος Πηγάς (περίπου 1550-1601), ο Φραγκίσκος Σκούφος (1644-1697), ο Ηλίας Μηνιάτης (Κεφαλονιά 1669-1714), ο Ευγένιος Γιαννούλης (περίπου 1600-1682) και ο Νεόφυτος Ροδινός (Κύπρος 1570-1659). Ενδεικτικό του αναστήματος των εκκλησιαστικών αυτών ανδρών είναι η σύνθεση «Εγκωμιαστικής ακολουθίας για τους τρεις ιεράρχες, Μελέτιο Πηγά, Γαβριήλ Τεβήρο και Μάξιμο Μαργούνιο» υπό του Ματθαίου Μυρέων (περίπου 1550-1624). Αναφέρουμε ακόμη τον Κρητικό Πατριάρχη Αλέξανδρο Παλλάδα, που θρηνεί την πτώση του Χάντακα με απέριττους δημοτικούς στίχους.
     Ένας άλλος παράγοντας που προώθησε την δημοτική ήταν και η ανακάλυψη της τυπογραφίας. Η Βενετία, λόγω του δεσμού της με τις ελληνικές κτήσεις της, διαμορφώνεται σιγά σιγά σε κέντρο εκδοτικό και εμπορικό του ελληνικού βιβλίου. Καθώς οι λόγιοι αποτελούν περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, οι εκδότες προτιμούν να εκδίδουν βιβλία στη δημοτική, γιατί έτσι αποκτούν μεγαλύτερη κυκλοφορία, που γι αυτούς σημαίνει περισσότερα κέρδη.(σελ. 12)
     Τελειώνοντας λοιπόν με το γλωσσικό, επισημαίνουμε ότι στον ελλαδικό χώρο διαμορφώνεται μετά την άλωση μια κατάσταση που οδηγεί στην επιβολή της καθομιλουμένης σαν γλώσσα της εκκλη­σίας και της κουλτούρας. Στο εξής πρώτος στόχος και κλήρου και λόγιων είναι να γίνονται κατανοητοί από όσο γίνεται πιο πλατιές λαϊκές μάζες. (σελ. 13, η 14 κενή).

                         Η ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

     Το 1204 ξεκίνησε από τη Δύση η τέταρτη σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Όμως οι «Σταυροφθόροι» αυ­τοί, όπως ονομάστηκαν αργότερα, βρήκαν πιο πρόσφορη από την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων τη λεηλασία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατέλαβαν τη βασιλεύουσα, και η άλλοτε τρανή αυτοκρατορία μοιράστηκε ανάμεσα σ’ αυτούς τους πλιατσικολόγους. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός πουλάει ένα τμήμα από το μερίδιο του, την Κρήτη, στους Ενετούς, για χίλια ασημένια μάρκα. Η αγοραπωλησία αυτή στάθηκε μοιραία για τους Κρητικούς. Ενώ σε λιγότερο από ένα αιώνα ανακτήθηκε η αυτοκρατορία, η Κρήτη έμελε να μείνει υπόδουλη στους Ενετούς για 450 ολόκληρα χρόνια, όχι για να γνωρίσει κατόπιν την ελευθερία της, αλλά για να πέσει σε χειρότερη σκλαβιά, στα χέρια των Τούρκων. Να πώς περιγράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης την κοινωνική κατάσταση της Κρήτης επί Ενετικής κατοχής.
     Με τους άποικους που έστειλε η Ενετία, καθιερώθηκε απ’ την αρχή στην Κρήτη το Δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Η χώρα στο μεγαλύτερο της μέρος μοιράστηκε στους Ενετούς άποικους, όπως συμβαίνει με τους φεουδάρχες. Καθένας πήρε σαν φέουδο ένα ή περισσότερα χωριά της Κρήτης που του τα καλλιεργούσαν οι πάροικοι (Βιλλάνοι), δίνοντας στον άρχοντά τους το 1/3 απ’ το εισόδημα. Τα κύρια εισοδήματα του Νησιού εκείνη την εποχή ήταν τα δημητριακά και το εξαιρετικό Κρητικό κρασί που πουλιόταν και στο εξωτερικό. Κάθε φεουδάρχης έδινε ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δημόσιο ταμείο και ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει προσωπική στρατιωτική υπηρεσία με δύο καβαλαραίους υπασπιστές που τους συντηρούσε ο ίδιος.
Στα θρησκευτικά ζητήματα οι Ενετοί ακολούθησαν μια σχετική ανεξιθρησκεία. Είναι αλήθεια ότι κατήργησαν μητροπόλεις και εγκατέστησαν Λατινοεπισκόπους, όμως ουσιαστικά δεν ενόχλησαν τον κατώτερο κλήρο, και άφησαν ελεύθερο το λαό να τελεί τα της λατρείας του. Αυτό που τους ενδιέφερε πρώτα απ’ όλα ήταν η γαλήνη του τόπου και γι’ αυτό δεν ήθελαν να προκαλέσουν το θρησκευτικό αίσθημα του λαού, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε φανατισμούς και αναταραχές. Εξάλλου είναι γνωστό το δόγμα των Ενετών: Siamo Veneziani e poi Cristiani. Είμαστε πρώτα Βενετοί, και μετά χριστιανοί.
     Η θρησκευτική αυτή ανοχή, αν και τους γλύτωσε από μεγαλύτε­ρους μπελάδες, είχε όμως και τα παρατράγουδα της, γιατί οι κρητικοί δεν άφησαν ανεκμετάλλευτα αυτά τα περιθώρια θρησκευ­τικής ανοχής που τους δόθηκαν. Να τι γράφει σχετικά ο Σπύρος Ζαμπέλιος.

     Σύμφωνα με ομολογία των Ενετών, ο ορθόδοξος κλήρος παίρνοντας θάρρος από την αδράνεια και των Διοικητών και των Επισκόπων του νησιού, άρχισε από την αρχή της 14ης εκατονταετηρίδας να προσηλυτί­ζει τους ξενοφερμένους Λατίνους και να μεταδίνει τους σπόρους της Ορθοδοξίας. Έλληνες παπάδες, παρακινημένοι από την υπερβολική τους αφοσίωση στο Ορθόδοξο δόγμα, προσποιηθήκανε πως ήτανε πρόθυμοι να γίνουν Καθολικοί κι αφού χειροτονήθηκαν Λατινεπίσκοποι, προώθησαν με δραστηριότητα την υπόθεση του προσηλυτισμού. Είναι βέβαιο πως με Αποστολική Επιστολή του Πάπα Ουρβανού του 5ου που την έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης το 1368, απαγορεύεται στο εξής η είσοδος οποιουδήποτε Κρητικού στα τάγματα των Λατίνων Κληρικών και αποκλείονται από τη Λειτουργία και από κάθε Ρωμαϊκή (καθολική) ιεροτελεστία όλοι οι ντόπιοι Επίσκοποι ή γενικά Γραικοκατόλικοι (Ελληνοκαθολικοί).

    Οι Ενετοί μπορεί να έστειλαν βέβαια τους δικούς τους αποίκους στο νησί, και να τους μοίρασαν γαίες και προνόμια, όμως το ντόπιο αρχοντολόι, τους αρχοντορωμαίους, δεν τους έθιξαν ουσιαστικά. Αυτό ήταν μια πολύ έξυπνη τακτική από τη μεριά τους. Αν έθιγαν τα συμφέροντά τους, θα είχαν κατόπιν να αντιμετωπίσουν ένα σύσσωμο λαό. Διαιρώντας όμως τον κατακτημένο πληθυσμό σε προνομιούχους και μη προνομιούχους, κατάφεραν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Να τι γράφει ο Σπύρος Ζαμπέλιος για τον ντόπιο φεουδάρχη, που φαίνεται πως έχει γενικότερη ισχύ.
     Ο τότε ‘Αρχοντας ή Αρχοντόπουλος, ήτανε, βέβαια, Έλληνας κι αγαπούσε τους συμπατριώτες του για το κοινό σύμβολο της Πίστης, την ίδια ώρα όμως ήτανε και φίλος του δυνάστη για τους φεουδαρχικούς τίτλους. Αν εξαιτίας της καταγωγής, της γλώσσας, της εκκλησίας, ήτανε προσκολλημένος στους συμπατριώτες του, όμως εξαιτίας των προνο­μίων του που ο Λατίνος Κύριος τα επικύρωνε κατά καιρούς, ήτανε προσκολλημένος στον τύραννο.
|     Τα εκατόν πενήντα πρώτα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας, το νησί συγκλονίστηκε από εξεγέρσεις. Αυτές αρχίζουν την επαύριο της εγκατάστασης των Ενετών, το 1212, με την επανάσταση των Αγιοστεφανιτών ή των Αργυρόπουλων. Το 1217 έχουμε την επανά­σταση των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών. Το 1230 επαναστα­τούν και πάλι οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί, μαζί με τους Δρακοντόπουλους. Το 1273 ξεσπά η επανάσταση των αδελφών Χορτάτση, που ο Σπύρος Ζαμπέλιος τους θέλει προγόνους του Χορτάτση, του ποιητή της Ερωφίλης. Το 1283 έχουμε την επανά­σταση του Αλέξιου Καλλέργη, που δεν σταματά παρά το 1299, με σύναψη ειρήνης ανάμεσα, στα δύο μέρη. Το 1332 έχουμε την επανάσταση του Κώστα Σμιρίλιου, που έγινε με την συνεργεία του Λέοντα Καλλέργη και των πεθερικών του, των Καψοκαλύβηδων. Την ίδια χρονιά επαναστατούν και οι Ψαρομήλιγγοι, στην Ανατολι­κή Κρήτη. Το 1363 έχουμε άλλη μια επανάσταση, που αυτή τη φορά γίνεται από τους ίδιους τους Ενετούς ενάντια στη μητρόπολη. Η επανάσταση αυτή πνίγηκε στο αίμα. Μόλις όμως απεχώρησαν τα ενετικά στρατεύματα, ξεσηκώθηκαν αμέσως τρεις αδελφοί Καλλέργηδες, μαζί με τρεις άλλες ενετικές οικογένειες. Και αυτή η επανά­σταση είχε το ίδιο τέλος.
     Βλέπουμε ότι όλες σχεδόν οι επαναστάσεις που αναφέραμε πήραν το όνομά τους από τους αρχοντορωμαίους, που ήσαν κάθε φορά επικεφαλής του ξεσηκωμού. Αυτό όμως δεν πρέπει να δημιουργήσει καμιά ψεύτικη εικόνα. Οι επαναστάσεις ήσαν κατά βάση επαναστάσεις λαϊκές. Όλες τους ξεκινούσαν από την ύπαι­θρο (με εξαίρεση την ενετικής πρωτοβουλίας εξέγερση του 1363), από τον αγροτικό πληθυσμό, που μέχρι και την τελευταία στιγμή υπέφεραν τα πάνδηνα από την ενετική κατοχή. Δεν είναι τυχαίο που βοήθησαν τους Τούρκους στην κατάληψη του Χάντακα. Αν έμπαιναν επικεφαλής κάθε φορά κάποιοι αρχοντορωμαίοι, είναι ή γιατί ήσαν δυσαρεστημένοι με τους Ενετούς, ή γιατί ήλπιζαν σε μεγαλύτερα προνόμια αν πετύχαινε η επανάσταση. Ο Αλέξης Καλ­λέργης ξεκίνησε την επανάσταση του 1283 για να την εξαργυρώσει κατόπιν με άφθονα προνόμια, αφού παζάρεψε άγρια με τους Ενετούς με μυστικές διαπραγματεύσεις που κράτησαν μέχρι το 1299. Ο μόνος αρχοντορωμαίος που φαίνεται πως κινήθηκε από αγνό ιδεαλισμό, και μάλιστα με αρκετά επιδέξιο και συνομωτικό τρόπο, ήταν ο Λέοντας Καλλέργης, απόγονος του Αλέξη. Συνελήφθηκε όμως με δόλο από ένα θείο του, ο οποίος τον έπνιξε ρίχνοντάς τον στη θάλασσα, δεμένο μέσα σε ένα σακί.
     Εξάλλου, δεν είναι απορίας άξιο πως πολλές από τις επαναστά­σεις αυτές συνετρίβησαν χωρίς τη βοήθεια μητροπολιτικού στρα­τού; Ο λόγος είναι πολύ απλός: οι Ενετοί είχαν απλούστατα την υποστήριξη άλλων ντόπιων αρχοντορωμαίων και ευκατάστατων νοικοκυραίων οι οποίοι, ποντάροντας σωστά, ή κέρδιζαν κατόπιν περισσότερα προνόμια, ή έπαιρναν τίτλους ευγένειας, αν δεν ήσαν ήδη τιτλούχοι. Στο τέλος μάλιστα οι ευγενείς είχαν πληθύνει τόσο πολύ, ώστε ο τίτλος του ευγενούς άρχισε να ξευτίζει, με αποτέλε­σμα να αναγκασθεί η μητρόπολη να βάλει κάποιο φρένο, απαιτώ­ντας την προηγούμενη δική της έγκριση πριν από την απονομή οποιουδήποτε τίτλου.

               Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

     Τι πνευματική ζωή αναπτύσσεται κείνη την εποχή;

     Η λόγια ζωή φαίνεται πως είναι υποτυπώδης. Ο πρώτος Κρητικός συγγραφέας που γνωρίζουμε από την έναρξη της ενετοκρατίας είναι ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας, που γεννήθηκε λίγο πριν το 1350 κι ακμάζει γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα. Μ’ αυτόν αρχίζει μια σειρά συγγραφέων που, ξεκινώντας από τη δημοτική, θα καταλή­ξουν στο Κρητικό ιδίωμα. Όμως πριν απ’ αυτόν τι υπάρχει; Η επαναστατική εποποιία των προηγούμενων διακοσίων χρόνων δεν γνώρισε άραγε τους ραψωδούς της;
    Είναι πιθανό οι λόγιοι να μην είχαν συγκινηθεί από τον επανα­στατικό παλμό που συγκλόνιζε τον Κρητικό λαό τα χρόνια εκείνα. Όλες οι επαναστάσεις ξεκινούσαν από την επαρχία, από την καταπιεσμένη αγροτιά, που ζούσε στην κατάσταση του δουλοπά­ροικου. Οι λόγιοι, συνήθως αρχοντορωμαίοι, ή τέλος πάντων από τα ανώτερα στρώματα, ζουν στις πόλεις, στις οποίες δεν είναι εύκολο να μεταδοθεί ο επαναστατικός πυρετός λόγω της ενετικής παρου­σίας. Ίσως μάλιστα να μη νιώθουν και τόσο δυσάρεστη την κατοχή των Ενετών, μια και έχουν σπουδάσει στα πανεπιστήμιά τους και έχουν εμποτισθεί από το πνεύμα τους. Ίσως πάλι η ενετοκρατούμενη κουλτούρα δεν διέσωσε έργα λόγιων που είχαν εκδηλώσει επαναστατικές τάσεις. Τα περισσότε­ρα χειρόγραφα που έχουν σωθεί είναι σε κώδικες ενετικών βιβλιο­θηκών.
    Μπορεί ακόμη να ευθύνεται και η ανυπαρξία λόγιας παράδοσης στην Κρήτη (μέχρι την άλωση, πνευματικό κέντρο ήταν η Κων/πολη) ενώ, ας μην ξεχνάμε, η δημοτική μόλις τότε έκανε τα πρώτα δειλά βήματα της.*
     Όμως όποιοι και να είναι οι λόγοι που δε μας σώζονται έργα ή ονόματα λογίων από την πρώτη αυτή περίοδο, ο λαός εξακολουθεί να δουλεύει πάνω στ’ αχνάρια της παράδοσης του τον δικό του λαϊκό πολιτισμό. Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στον Σπύρο Ζαμπέλιο.
     Οι Κρητικοί, μια ράτσα φλογερή κι ολοζώντανη, που αγαπά να τραγουδά και να χορεύει, οι Κρητικοί θαυμάσιοι αυτοσχέδιοι ποιητές και παραμυθάδες, έκαναν στις μέρες των Δουκών τη λύρα ένα όπλο πιο επικίνδυνο για τον τύραννο, από το τόξο, που χρησιμοποιώντας το, βέβαια, με μαστοριά, απόχτησαν φήμη μεγάλη. ‘Αδικα οι διάφοροι Αρμοστές φυλάκισαν, κυνήγησαν, τιμώρησαν τους πλανόδιους τραγουδιστές και μιμητές του Ομήρου· το τραγούδι, άπιαστο πνεύμα, θεά που προστατεύει τους βασανισμένους, ξεγέλασε την αγωνία και τις σκοτού­ρες τους. Οι Κρητικοί εκείνου του καιρού με τα τραγούδια τους στήσανε μνημεία που δεν μπόρεσαν να τα καταστρέψουν η φωτιά και τα όπλα των Ενετών. Οι τραγουδιστές της Κρήτης (περίφημοι για τη φλόγα τους και τη γλυκεία φωνή τους), αφού έγιναν μοναδικοί ερμηνευτές της πατρίδας τους, οι μόνοι γνήσιοι χρονογράφοι των γεγονότων, περνούσανε τις γειτονιές και τα χωριά, ξαναφέρνοντας στη θύμησή τους Βυζαντι­νούς αιώνες, εξυμνώντας των πεθαμένων τα χαρίσματα, διαλαλώντας την ευσέβεια και την παλικαριά των προγόνων. Είχαν τραγούδια πατριωτικά για τους άντρες, είχαν μοιρολόγια για τις γυναίκες, είχαν παράξενα και φανταστικά τραγούδια για τα παιδιά, είχαν ιστορίες αγίων και μαρτυρολογήματα για τα μοναστήρια. Το τραγουδάκι που κυκλοφό­ρησε στου Λέοντα τον πνιγμό, ζητούσε την εκδίκηση σε κάθε γωνιά της ταπεινωμένης γης.
     Ο Ζαμπέλιος πάλι παραθέτει το παρακάτω ανέκδοτο, πολύ χαρακτηριστικό του ήθους των λαϊκών τροβαδούρων. Όταν μετά την επανάσταση του 1363, που οδήγησε στην ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομη πολιτεία με την επωνυμία «Δημοκρατία του Αγίου Τίτου», ο δούκας Λεονάρδος ρίχτηκε στη φυλακή, καθημερι­νά μαζευόταν έξω από το κελί του ένα πλήθος κόσμου για να χαζέψει το αλυσοδεμένο θεριό. Κι ο Ζαμπέλιος γράφει.

    “Έλαχε ανάμεσα στους ενοχλητικούς κι ένας τραγουδιστής, απ’ αυτούς που έχουν σαν επάγγελμα να τραγουδούν σατιρικά δημοτικά τραγούδια και που του κατέβηκε να διασκεδάσει τη μελαγχολία του φυλακισμένου με τη γλυκεία του φωνή. Αφού, λοιπόν, κούρντισε τη λύρα, άρχισε να τραγουδά μαζί της ένα πασίγνωστο τραγουδάκι, που το ‘χανε συνθέσει πριν από λίγο, για να υμνήσουν την Κρητική λευτεριά. Ο Δούκας δεν ήξερε ελληνικά. -«Τι λέει αυτό το τραγούδι;» ρώτησε τον τραγουδιστή ιταλικά. -«Λιμπερτά!» (ελευθερία) απάντησε αυτός με πάθος, χρησιμοποιώ­ντας μια λέξη ιταλική, που την ήξεραν όλοι κείνο τον καιρό. Και με χειρονομίες προσπάθησε να εξηγήσει στον πρώην Αρμοστή, πως το τραγούδι κείνο κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα σ’ ολόκληρο το νησί και πως το τραγουδούσαν και τα μωρά ακόμη. -«Canzonette e Liberta, e duo cose che no sta», (Δε στεριώνουνε τα τραγουδάκια την ελευθερία) φώναξε σαρκαστικά ο Ενετός“.

     Συμφωνούμε, τη λευτεριά δεν τη στεριώνουν μόνο τα τραγου­δάκια. Όμως τα τραγουδάκια είναι άσφαλτος δείκτης του πόσο αγωνίζεται και πονεί ένας λαός για τη λευτεριά του.
    Ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας είπαμε πως γεννήθηκε λίγο πριν από το 1350 κι ακμάζει γύρω στα 1400. Υπηρέτησε την Γαληνότατη Ενετική Δημοκρατία αρχικά σαν στρατιωτικός, κατόπιν ως δικηγό­ρος, και τέλος σαν πρεσβευτής στην Πύλη και σε διάφορες άλλες αυλές. Στα γεράματά του κατηγορήθηκε από μια γυναίκα ότι την άφησε έγκυο, ρίχτηκε στη φυλακή, κάπου λίγο μετά το 1403, απελευθερώθηκε πριν το 1414 και πέθανε το 1419 ή το 1420.
     Έγραψε τέσσερα ποιήματα με σύνολο στίχων πάνω από 4.000, ενώ το μεγαλύτερό του ποίημα, ένας απολογητικός διάλογος ανάμε­σα σ’ αυτόν και την Αλήθεια, έχει από μόνο του 3.166 στίχους. Σ’ αυτό το ποίημα ο ποιητής αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του, περιγράφει τα βάσανα και τις αδικίες που του έγιναν, ενώ η Αλήθεια προσπαθεί να τον παρηγορήσει και να τον εμψυχώσει λέγοντας του διάφορες ιστορίες από την Αγία Γραφή, τον αρχαίο κόσμο και τη σύγχρονη εποχή.
     Τα υπόλοιπα τρία ποιήματα του Δελλαπόρτα είναι αρκετά σύντο­μα. Το ένα αναφέρεται στα πάθη του Χριστού, και τα δύο άλλα είναι προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής. Από το πρώτο σάς παραθέτουμε το μοιρολόγι της Μάρθας.

«Χαλάσετε, όρη και βουνά, δένδρα, εξερριζωθήτε,
 θάλασσα, ποίσε μουγκρισμόν και καταπόντισε με,
 εδά ας αστράψη η Ανατολή, εδά ας βροντήση η Δύση,
 τα τετραπέρατα της γης εδά ας συντελεστούσιν,
 εδά ας σκιστούν οι επτά ουρανοί, ας πέσουν τ’ άστρη χάμαιν,
 εδά ας καρδιοπονέσουσιν αγγέλοι και αρχάγγελοι,
 τα Σεραφείμ, τα Χερουβείμ τώρα ας μυριοπονέσουν:
 Ο βασιλεύς των ουρανών εις τον σταυρόν απάνω
 έλαβε σάνατον πικρόν… Έδε παραδικίαν!…».

     Στα κείμενα του Δελλαπόρτα παρεμβάλλονται και στίχοι από άλλα έργα, πράγμα που θα συναντήσουμε και σ’ όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς, σημάδι πως οι ίδιοι δε το θεωρούν καθόλου λογοκλοπή, αλλά σαν κάτι το ολότελα φυσικό κι αυτονόητο.
     Ο Δελλαπόρτας, αν και ανήκει στην τάξη των «καλλιεργημένων», γράφει όχι σε λόγια γλώσσα, αλλά σε λαϊκή. Η γλώσσα του είναι η «χωρίς ιδιωματικές τάσεις διαδομένη σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο δημοτική» (Βίττι) κι αποτελεί «για σήμερα το πρώτο γνωστό σκαλί στο δρόμο που φέρνει στη βοσκοπούλα, στο Χορτάτση, στον Κορνάρο» (Σ. Αλεξίου).
    Ο συγγραφέας της “Ριμάδας Κόρης & Νιου” που τοποθετείται στον 15ο ή το πολύ στον αρχόμενο 16ο αιώνα, μας είναι άγνωστος. Ανήκει στην τάξη των ανώνυμων εκείνων λαϊκών δημιουργών, που πλούτισαν με το έργο τους τη δημοτική μας παράδοση. «Έργο δημοτικό, αλλά με σημάδια λόγιας επεξεργασίας», όπως το χαρακτήρισε ο Δημαράς, δείχνει τη σύγκλιση λόγιας και λαϊκής δη­μιουργίας σε μια ποιητική τέχνη που χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού και τους εκφραστικούς του τρόπους με την άνεση και τη χάρη της λόγιας δημιουργίας. Θέμα του έργου είναι οι προσπάθειες ενός νέου να κατακτήσει μια κόρη. Αυτή όμως του ζητάει πρώτα να τη στεφανωθεί.

Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δαχτυλίδι.
Ο νιος το δαχτυλίδιν του, της κόρης δεν το δίδει.
Ο λόγος που δεν της δίνει το δαχτυλίδι είναι ότι
Γιατί ποτέ τ’ αντρόγυνα, δεν πέφτουν σ’ μιαν καρδίαν,
μα, σαν απομακρύνουσι, χάνουν την ερωτίαν.
Σαν κάμουν ένα δυο παιδιά, τον πόθον απαρνούνται
και την αγάπην σχαίνονται, τον έρωτα βαριούνται.

Όμως ο νέος πηγαίνει μια νύχτα στην κάμαρά της και βρίσκοντάς την κοιμισμένη πετυχαίνει το σκοπό του.

‘Αβουλα της εσίμωσε, στα χέρια της εμπήκε
και το πεθύμαν εκ καιρόν εις ώρα μια το ποίκε.
Εξύπνησεν η λυγερή στα κανακέματά της
κι εγνώρισε ότι έχασεν εις μια την παρθενιά της,
κι ο νιότερος πεισματικά «βαλ’ εδά δαχτυλίδι,
βάλε αρραβώνα χάρκαρη, και βλόγησης σφραγίδι».
Και μέσα στες αγκάλες της τον άγουρον ετήρα
κι έκλαιγε κι εβαραίνετον στη δολερή της μοίρα
ως πέρδικα μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει
και προς αυτόν τον νιώτερον τούτα τα λόγια λέει
«Α βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,
εις την Τουρκιά, στα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσεις.
Σε τούρκικα σπαθιά βρεθείς, σε Καταλάνου χέρια
τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια.
Αράπηδες να σ’ εύρουσι και Μώροι να σε σώσουν
κι εις όχλον σαρακήνικον τρεις μάχαιρες σου δώσου
οι δυο ν’ αγγίζουν στην καρδιά κι η άλλη στα μυαλά σου,
κι εις τον αφρόν της θάλασσας να βρούσι τα μαλλιά σου.

     Το ποίημα τελειώνει με τις συμβουλές που δίνει στις άλλες κοπέλες να μη τη πάθουν όπως την έπαθε αυτή.

     Ο Στέφανος Σαχλίκης είναι από τους πιο γνωστούς ποιητές της πρώτης εκείνης περιόδου ανάπτυξης των Κρητικών γραμμάτιων. Γράφει στα τέλη του 15ου αιώνα και ανήκε στην τάξη των αρχοντορωμαίων. Στα νιάτα του έκανε άστατη ζωή, σπατάλησε την περιου­σία του και κατόπιν μετανιωμένος αποτραβήχτηκε από τη δράση στην ηρεμία της υπαίθρου. Δεν αντέχει όμως την πληκτική αυτή ζωή, ξαναγυρνάει στο Χάντακα, κάνει το δικηγόρο, πλουτίζει, για να ξαναρχίσει την παλιά του αμαρτωλή ζωή και να καταλήξει πάλι στη φυλακή. Από τη φυλακή ιστορεί τις ερωτικές του περιπέτειες, και συμβουλεύει τους νέους να μην πάθουν τα όσα έπαθεν αυτός. Ιδιαίτερες συμβουλές απευθύνει στον Φραντζισκή, το γιο κά­ποιου φίλου του. Τρία πράγματα του λέει πρέπει να αποφεύγει: «της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια, και τις πολιτικές (πόρνες)».

255   Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει,

       και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι.

        Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι,

        ώστε ν’ αποδιαντραπή, ώστε ν’ αποκινήση,

        και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη,

260 ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη.

       και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη·

        και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι.

       Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση,

       την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει.

265 φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει

        και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση,

       και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου,

       απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου»,

       και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει,

270 και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει·

       και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ’ αγάπη

       και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη,

       και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του·

       ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του.

    Ο Σαχλίκης βρίσκεται στο μεταίχμιο της μεταβατικής εκείνης φάσης, όπου οι λόγιοι ποιητές περνάνε από τον ανομοιοκατάληκτο στίχο στην ομοιοκαταληξία, και μάλιστα στη ρίμα, την ομοιοκατα­ληξία δηλαδή κατά δίστιχα, όπως οι μαντινάδες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πρώτα του ποιήματα είναι ανομοιοκατάληκτα, ενώ τα τελευταία είναι σε ρίμα, με ελάχιστες εξαιρέσεις.   Σκόρπιες ρίμες και ομοιοκαταληξίες ανά τρεις, τέσσερις, πέντε κ.λπ. στίχους βρίσκουμε στα περισσότερα έργα της εποχής αυτής.

    Στα έργα του ο Σαχλίκης «κηρύττει την ηθική με την αυτάρεσκη περιγραφή της ίδιας του της ανηθικότητας», λέει με πνευματώδη τρόπο ο Hesseling. Αποφεύγει ακόμη τις παρεμβολές βιβλικών και άλλων αποφθεγματικών φράσεων, στις οποίες καταφεύγουν κατά κόρον άλλοι ηθικοδιδακτικοί ποιητές, γεγονός που κάνει τα έργα τους ελάχιστα ελκυστικά. Χαρακτηριστικό της απήχησης που είχαν τα ποιήματα του Σαχλίκη στην εποχή τους είναι ότι είχαν γίνει τραγούδια.

    Στα έργα του Σαχλίκη βλέπουμε ένα διάχυτο μίσος κατά των γυναικών και μάλιστα των πορνών, τις οποίες φαίνεται να θεωρεί υπεύθυνες για το κατάντημά του. Ιδιαίτερα τα βάζει με μια Κουταγιώταινα (Βουλή των πολιτικών), για την οποία εκφράζεται με μεγάλη αισχρότητα.

Γαμιέται η Κουταγιώταινα κι ο σκύλος της γαυγίζει
και κλαίσι τα παιδάκια της κι εκείνη χαχανίζει.

    Το ίδιο πρόσωπο φαίνεται να κρύβεται και κάτω από την Ποθοτσουτσουνιά (Αρχιμαυλίστρες), στην οποία ο ποιητής απευ­θύνει εν είδη επωδού την ερώτηση:

Ειπέ με Ποθοτσουτσουνιά, μαυλίζεις ή γαμιέσαι;

     Αλλού τη βάζει και καμαρώνει για τα προσόντα της:

Εγώ ‘μαι η Ποθοτσουτσουνιά, εγώ ‘μαι η ψωλοπόθα,
εγώ ‘μαι απάνω εις όλες σας, εγώ ‘μαι εδά κερά σας.

    Οπωσδήποτε ο Σαχλίκης δεν πρωτοτυπεί εκφράζοντας ένα τέ­τοιο μίσος ενάντια στις γυναίκες, παρόλο που οι προσωπικές του εμπειρίες και ταλαιπωρίες τον δικαιολογούν απόλυτα, αλλά βρίσκε­ται στα πλαίσια μια γενικότερης ποιητικής παράδοσης της εποχής, μιας παράδοσης μισογυνισμού, όχι ειδικά Κρητικής, αλλά πανευρωπαϊκής, που έχει τις ρίζες της στον μεσαίωνα, και αποτελεί μια χολωμένη αντίθεση στους αυλικούς έρωτες των ιπποτικών μυθιστοριών, όπου η γυναίκα σχεδόν θεοποιείται. Ο μεσαιωνικός αυτός μισογυνισμός ήταν με τη σειρά του άμεσος απόγονος πατερικών κειμένων, ιδιαίτερα του Χρυσοστόμου. Οι άγιοι Πατέρες είχαν χύσει στα γραφτά τους άφθονο δηλητήριο ενάντια στις γυναίκες.

     Οι ποιητικές συμβάσεις με τις οποίες εκφράστηκε αυτός ο μισογυνισμός ήσαν κατά βάση τρεις. Η πρώτη ήταν ένας μακρύς κατάλογος με αποφθεγματικές ρήσεις κατά των γυναικών, από τον Όμηρο, τους αρχαίους και την Παλαιά Διαθήκη, μέχρι τον τελευ­ταίο (ξένο) κερατωμένο βασιλιά. Η δεύτερη σύμβαση ήταν συμβου­λές σε νέο που πρόκειται να παντρευτεί και η τρίτη ένας διάλογος ανάμεσα σε ένα υπερασπιστή και σε ένα πολέμιο των γυναικών.

     Το “Συναξάριον Των Ευγενικών Γυναικών Και Τιμιοτάτων Αρχοντισσών” βρίσκεται μες σ’ αυτή την αντιφεμινιστική παράδοση και γράφτηκε ή ταυτόχρονα με τα τελευταία έργα του Σαχλίκη, ή λίγο αργότερα (αρχές 16ου ακόμα δηλαδή). Αποτελείται από 415 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που οι περισσότεροι ομοιοκαταληκτούν κατά δίστιχα. Ο άγνωστος συγγραφέας που μιμείται τον Antonio Pucci κι άλλους συγγραφείς, στην επίθεσή του κατά των γυναικών, ακολουθώντας την πρώτη σύμβαση, επικαλείται τις μαρτυρίες του Σωκράτη, του Γαληνού, του Ιπποκράτη, του Αριστο­τέλη, του Αβικένα κ.ά.

     Ο τόνος όμως από τον καιρό του Pucci και μετά αλλάζει. Οι ποιητές ξεχνούν τις αυθεντίες κι από τις ύβρεις περνούν στις αισχρολογίες. Δείγμα της δεύτερης αυτής τάσης, εκτός από τα ποιήματα του Σαχλίκη, είναι κι ο “Έπαινος Των Γυναικών“, που αποτελείται από 735 οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Το έργο αυτό σε πολλά σημεία ακολουθεί ξένα πρότυπα, όπως είναι ο “Πορνοδιδάσκαλος” του Pietro Aretino κι ο “Corbaccio” του Βοκάκκιου. Από τον “Πορνοδιδάσκαλο” φαίνεται πως είναι παρμέ­νο και το παρακάτω απόσπασμα, όπου ο ποιητής σατιρίζει τις γυναίκες που προσπαθούν να φανούν παρθένες την πρώτη νύχτα του γάμου.

…και παρθένες να φανούσι,

βάνουν, κλείουν και ματώνουν

………………………..
τότε λέγει ότι «
πονεί

πιάσετέ τον, τον φονέαν

διά να λάβω πομονή»

…………………………

κι ύστερα σαν της το κάμει

λέγει του ότι «Σφαξές με

και αιματοκύλισες με».

Είναι πολύ χαρακτηριστική εδώ η χρήση του τροχαϊκού μέτρου που χρησιμοποιείται πλατιά στη σατιρική ποίηση.

    Την ίδια εποχή γράφει και ο Μαρίνος Φαλιέρος. Γεννήθηκε λίγο πριν το 1397, και ήταν ένας από τους πιο μεγάλους φεουδάρχες και γαιοκτήμονες της Κρήτης, με σημαντική πολιτική δραστηριότητα. Το πρώτο του έργο, η “Ιστορία & Όνειρο“, είναι «ένα ερωτικό όνειρο με κωμικορεαλιστικά χαρακτηριστικά που το διηγείται ο Φαλιέρος με πολύ κέφι», λέει o Arnold van Gemelt σε κριτική έκδοση του έργου. Το γράφει ίσως κατά το 1418, τότε που παντρεύεται τη γυναίκα του Fiorenza Zeno, μοναχοκόρη του δυνά­στη της ‘Ανδρου Pietro Zeno και που στο έργο εμφανίζεται σαν Αθούσα, που είναι η ελληνική μετάφραση της Fiorenza. Ο ποιητής ονειρεύεται ότι πάει στο σπίτι της αγαπημένης του και της εξομολο­γείται τον έρωτα του.

 Ω πολυζητημένη μου, ω φως μου και ψυχή μου,

 και ποια καρδιά να διηγηθή την αναγάλλιασή μου!

 Δόξα σοι ο Θιος κι επίτυχε ο δούλος την κυράν του

 να την θωρή καλόγνωμη κατά την πεθυμνιάν του.

 Δόξα σοι ο Θιος οκαί ο καιρός και ο τόπος προξενούσι

 αλίμονον όπ’ αγαπούν να σκύφτου να φιλούσι!

 Μα τούτο το μεσότοιχο, λέγω, το σιδερένιο

 ευρίσκω να ‘ναι ογιά εχθρός και να ‘ν κατακριμένο.

 Ω Λουλουδούσα, τι έν’ τ’ αργείς; Κάμε ν’ αναγαλλιάσω,

 βεργέτα με το χέρι σου δουμάκι να το πιάσω,

 χαιρέτησέ με σπλαχνικά και μετά με θαρρέψου,

 έπαρ’ κι εσύ και δώσ’ κι εμέ δρόσος και θεραπέψου.

 Μηδέν οκνείς και κάμε το, ότι ο καιρός το δίδει

 να φάμε με γλυκύτητα του πόθου μας τ’ απίδι.

Η Αθούσα διστάζει να ενδώσει στις πιέσεις του.

 Δεν έν’ κακό οπόχει νουν τ’ ανάντιο να ντηράται

 ‘ς τούτον ας είσαι θαρρετός: ο π’ αγαπά φοβάται.

 Εμείς κρατούμε μετά σας να ‘χωμε δικιοσύνη

 και ωσάν θωρώ δεν έχετε σ’ εμάς ελεημοσύνη

 κι εσείς εις ό,τι φταίσετε όλα είν’ συμπαθημένα

 και τα δικά μας έχετε πάντα κατακριμένα.

 Όλα σ’ εμάς των άτυχων συμπέφτουσιν τα βάρη

 κι εκείνα τα ‘χομε ντροπή έχετ’ εσείς καμάρι.

Ο ποιητής είναι όλο παράπονο.

 Τούτα τα μήλα τα θωρείς, ψυχούλα μας, κρυμμένα

 μέσα’δεπά στα στήθη σου τα μοσκομυριαμένα

 ετύχαινε και τ’ άλλα σου, τ’ απόκρυφα σου κάλλη,

 να μου χαρίσεις με χαρά, με λευτεριά μεγάλη.

Αμ’  έσυρές με στην πηγήν και στέκω διψασμένος

 ομπρός στο περιβόλι σου και είμαι αποκλεισμένος.

 Αλίμονον, ο άτυχος και πάντα μπόδια βρίσκω

 και δεν κατέχω πώς βαστώ και δεν αποθενήσκω.

Στο τέλος, αρχίζει να τη πιέζει φοβερά. Η Αθούσα διαμαρτύρε­ται.

Α.  Είπα σου για τα στήθη μου να μην τα πασπατεύγης,

       κάτσε και γαργαλίζομαι.

Φ.   Και πάλι τριζινεύγεις;

       Δακάνω σε και δάκα με και ας κάμωμεν ομάδι

       μ’ ένα γλυκότατο φιλί ο εις τ’ αλλού σημάδι.

Α.   Μη και πονώ, άσι μ’ εδά, έδε κακός οπού ‘σαι!

       Τούτα, καλέ, τα σίδερα δε γνώθεις και απαντού σε;

Φ.   Και αυτά από σένα τα ‘χομε’ και α θες κι εσύ να πιάσης,

       έχεις καιρόν και κάμε το γοργό, πριχού με χάσης.

Α.   Μηδέ με σφίγγης και πλαντώ, καλέ, δεν έχεις κάψα;

Φ.   Μα κι έχω τόση και θαρρώ τα μάρμαρα ν’ ανάψα.

       Δρώνεις. Και να την πέτσα σου και πάλι στρέψε μού τη,

       γιατί ‘χω όντε μου λείπεσαι αντίς εσένα τούτη.

    Απάνω που την έχει καταφέρει, τον δαγκάνει ένας ψύλλος και ξυπνάει. Γυρνάει από δω, γυρνάει από κει, πού να ξανακοιμηθεί. Έμεινε, που λένε, με τον πόθο στο χέρι.

    Το “Ερωτικό Ενύπνιο” γράφτηκε ίσως λίγο μετά κι έχει ανάλο­γο περιεχόμενο. Όμως είναι αρκετά ολιγόστιχο (μόλις 130 στίχοι σε σχέση με τους 757 της “Ιστορίας“) κι έχει καθαρή αφηγηματική μορφή, χωρίς το δραματικό στυλ της. Τη ζημιά εδώ την κάνει ένας πετεινός, που τον ξυπνά στη πιο ακατάλληλη στιγμή.

     Τα έργα αυτά οπωσδήποτε δεν είναι αριστουργήματα. Όμως δεν συμφωνούμε με τον Βίττι ότι ο τρόπος που κόβονται τα όνειρα στη μέση δείχνει «το κακό γούστο και τη μέτρια φαντασία του ποιητή». Λιγότερη φαντασία θα έδειχνε αν έβαζε για παράδειγμα έναν υπηρέτη να τον ξυπνήσει. Πιστεύω ότι ο ψύλλος κι ο πετεινός μπαίνουν ηθελημένα για να δώσουν μια κωμική εντύπωση δημιουργώντας μια anticlimax (αντικλιμάκωση), με τον ήρωα να μεταβαίνει από τις υψηλές σφαίρες του έρωτα στην πιο πεζή πραγματικότητα.

     ‘Αλλα έργα του ποιητή είναι η “Ρίμα Παρηγορητική“, έμμετρη επιστολή που την απευθύνει στον φίλο του Μπενεδέτο Νταμουλή (περίπου 1425), θέλοντας να τον παρηγορήσει για τον αναπάντεχο χαμό της γυναίκας των παιδιών του και της περιουσίας του, λέγοντας του πως τα εγκόσμια δεν έχουν καμιά αξία, και αυτό που μετράει μονάχα είναι η αθανασία της ψυχής, και οι «Λόγοι συμβου­λευτικοί», συμβουλές του ποιητή στον μοναχογιό του Μάρκο (πριν το 1430).

    Οι “Λόγοι Συμβουλευτικοί” ακολουθούν σχεδόν κατά γράμμα τους “Λόγους Διδακτικούς Του Πατρός Προς Υιόν” του Μάρκου Δεφαράνα, ποιητή που γεννήθηκε στην Ζάκυνθο. (Το ποίημά του “Ιστορία Περί Σωσάννης” είχε μεγάλη διάδοση στην Κρήτη τον καιρό της τουρκοκρατίας, και θα το συναντήσουμε παρακάτω). Παρενέβαλε επίσης κομμάτια διασκευασμένα από τον “Σπανέα” που με τους ανομοιοκατάληκτους στίχους του είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα.

    Ο Βίττι αφήνει αμφιλεγόμενο το σημείο αν ο Φαλιέρος έκλεψε τον Δεφαράνα ή ο Δεφαράνας τον Φαλιέρο. Πιστεύω όμως ότι ο Φαλιέρος έκλεψε από τον Δεφαράνα, γνώμη που υποστηρίζει κι ο Γεώργιος Ζώρας, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι απίθανο να παρεμβάλλει σε πρωτότυπους δικούς του ομοιοκατάληκτους στί­χους τους ανομοιοκατάληκτους του “Σπανέα“. Το πιο πιθανό είναι να τους πήρε από δεύτερο χέρι. Έπειτα, στο δικό του στιχούργημα αναφέρει και την “Σωσάννα“, έργο που ο Δεφαράνας έγραψε πιθανότατα μετά τους “Λόγους Διδακτικούς“. ‘Αρα το δικό του έργο πρέπει να έχει γραφτεί μετά κι από τα δύο έργα του Δεφαράνα.

     ‘Αλλο έργο του Φαλιέρου είναι “Ο Θρήνος Εις Τα Πάθη Και Την Σταύρωσιν Του Κυρίου Και Θεού Και Σωτήρος Ημών, Ιησού Χρι­στού“, ενώ με τ’ όνομά του έχουν κατά καιρούς σχετισθεί έξι “Δημώδη Ποιήματα Αγνώστου Συγγραφέως” κι η “Ριμάδα Κόρης & Νιου“.

    Ο “Απόκοπος” του Μπεργαδή (490 στίχοι, πρώτη έκδοση το 1519) απετέλεσε το μπεστ σέλλερ των ενετικών εκδόσεων κι όχι άδικα. Παρά το ιδιάζον ύφος του, με τους πολλούς αρχαϊσμούς του, σίγουρα αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα των πρώιμων έργων της Κρητικής λογοτεχνίας, έργα τα οποία, κατά τον Λίνο Πολίτη, «ξεπερνά σε λυρισμό και ποιητική δύναμη».

    Το περιεχόμενο του ποιήματος είναι το εξής: Ο ποιητής βλέπει όνειρο ότι γκρεμίζεται ζωντανός στον ‘Αδη. Εκεί τον περικυκλώ­νουν οι πεθαμένοι και τον ρωτούν για τον απάνω κόσμο και για τους δικούς τους που είναι ακόμη ζωντανοί. Ο ποιητής απαντώντας τους θρηνεί για την ευκολία με την οποία οι ζωντανοί ξεχνούν τους πεθαμένους και καυτηριάζει την πλεονεξία των κληρικών και την απιστία των γυναικών.

     Κι ο πού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύει,
     αγρίμιν σ’ λίμνην κυνηγά, κι εις τα βουνά ψαρεύει.

(Παράβαλε και την μαντινάδα από δίσκο του Σταυρακάκη:

Όποιος στα λόγια τζη γροικά, και στσ’ όρκους τση πιστεύγει,
πιάνει στη θάλασσα λαγούς, και στα βουνά ψαρεύγει
).

Ο συγγραφέας εκφράζει έντονα τον αντικληρικαλισμό του πα­ρουσιάζοντας τους κληρικούς να πολιορκούν τις τεθλιμμένες χήρες και να τις παρηγορούν πάνω στα μνήματα.

Οι νιες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν,

άλλους περιλαμπάνουσιν και σας καταλαλούσιν.

Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ’ άλογα σας

κ’ έχουν και λόγον μέσα τους μη φέρουν τ’ όνομα σας.

Και τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν

εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.

Ζώντα σας ελογίζοντα άλλους τους αγαπούσαν.
να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγήτ’ επεθυμούσαν

και απείν εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα εβάλαν,

εδιφορήσαν απ’ αυτές κ’ έκαμαν πάλιν γάλαν.

Απ’ εντροπής εδείχνασι δάκρυα πικρά να χύνουν

και αυτές έλεγαν μέσα τους με άλλον άντρα να μείνουν.

Αλήθια, μοίραν απ’ αυτές έδειξαν να χηρέψουν,

να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν

και εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν

και να ξετρέχουν εκκλησιές, τον βιόν σας να χαρίζουν.

Βαστούν κεριά και πατερμούς, φορούν πλατιές αμπάδες,

αποτρομούν και ρίκτουσιν άγιασμα ωσάν παπάδες.

Και από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,

απείν αφαλίσουν οι εκκλησιές και απείν μισέψουν όλοι,

τα μνήματα σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,

με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν

διά τα ευαγγέλια να ρωτούν, συχνά να κατουμύζουν,

μ’ έναν ομμάτιν να γελούν, με τ’ άλλο να κανύζουν.

     Οι ιερωμένοι κείνη την εποχή, φαίνεται πως είχαν αναπτύξει με υπερβολικό ζήλο τέτοιες θεάρεστες δραστηριότητες. Όταν ο Σαχλίκης αποκαλεί την Κουταγιώταινα «φραρογαμημένη» (φράρος=καθολικός καλογερος), σίγουρα χρησιμοποιεί λέξη που ήταν του συρμού στην εποχή του. Έκφραση ενός ανάλογου λαϊκού αντικληρικαλισμού είναι κι η παροιμιακή φράση που παραθέτει ο Καζαντζάκης στον “Αλέξη Ζορμπά“: «Ο Θεός να σε φυλάει από τα πισινά του μουλαριού και από τα μπροστινά του καλόγερου».
     Ο Ρεθεμνιώτης ποιητής Ιωάννης Πικατόρος, που ακμάζει κι αυτός την ίδια εποχή, μιμείται τον Μπεργαδή σε ένα στιχούργημα γεμάτο απαισιοδοξία, την “Ρίμα Θρηνητική Εις Τον Πικρόν Και Ακόρεστον ‘Αδην” (563 στίχοι). Ο ποιητής βλέπει όνειρο ότι κατεβαίνει στον ‘Αδη, γνωρίζεται με τον Χάροντα, ο οποίος προθυ­μοποιείται να τον ξεναγήσει. Στις περιγραφές του ποιητή αναβιώ­νουν όλες οι παραδόσεις του ελληνικού λαού για τον χάρο, τον κάτω κόσμο, τις κολασμένες ψυχές κ.λπ. Παραθέτουμε ένα χαρακτηρι­στικό απόσπασμα, όπου περιγράφεται ο χάρος.

Και φάνη μου εγκρεμνίστηκα στης μαύρης γης τον πάτο

και βούλησα και διάβηκα στον ‘Αδην αποκάτω,

κι ηύρα τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα

και μετά, μαύρα φλάμπουρα απέξω τεντωμένα.

Κι είδα τον χάρον κι έμπαινε κι έβγαινε θυμωμένος.

Σαν μακελλάρης και φονιάς τα χέρια ματωμένος

μαύρον εκαβαλίκευεν, εβάστουν και γεράκιν

και κράτειεν εις την χείρα του σαγίταν και τοξάκιν

κι είχε θωριάν αγριόθωρην, μαύρην κι αλλοτριωμένη,

κι η φορεσιά του χάλκινη και καταματωμένη.

    Τη σύμβαση του ονείρου για την ανάπτυξη θέματος την πρωτοβρήκαμε στον Φαλιέρο. Και το θέμα όμως της κατάβασης στον ‘Αδη δεν είναι καινούριο. Κάνει τη θεαματική εμφάνισή του στη θεία Κωμωδία του Δάντη, για να χρησιμοποιηθεί κατόπιν από πολλούς συγγραφείς. Βρισκόταν εξάλλου σε συμφωνία με το πνεύμα της εποχής: Οι άνθρωποι κατέχονται έμμονα από τη σκέψη του θανά­του, και τους αρέσει να βλέπουν παραστάσεις του περίφημου «μακάβριου χορού». Οι πίνακες του Μπρύγκελ και του Ιερώνυμου Μπος με σκηνές από την κόλαση, αποπνέουν μια ίδια ατμόσφαιρα.

     Από τους πρώτους ποιητές της Κρήτης θα μνημονεύσουμε ακόμη τον Μανόλη Σκλάβο, που σε ένα στιχούργημά του για τον σεισμό που συγκλόνισε τον Χάντακα το 1508 βρίσκει ευκαιρία να καυτηριάσει τα αμαρτήματα των συμπολιτών του, θυμίζοντας τους τη δευτέρα παρουσία, της οποίας προάγγελο θεωρεί το σεισμό. Ενώ οι συμπατριώτες του ετοιμάζονται να ξεσηκωθούν, εκμεταλλευόμε­νοι την ευκαιρία (τους αποτρέπει τελικά ο Καλλέργης), ο Σκλάβος διάλεξε την ώρα για να τους θυμίσει τις αμαρτίες τους! Επίσης ο Αντώνης Αχελής, παραφράζοντας ένα ιταλικό έργο σε άτεχνους στίχους, περιγράφει την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους το 1565.

     Το πιο υπέροχο όμως στιχούργημά της εποχής εκείνης είναι η περίφημη «Γαδάρου, Λύκου & Αλεπούς Διήγησις Ωραία» (πρώτη έκδοση 1539), που έμεινε γνωστή με τη λαϊκή ονομασία “Φυλλάδα Του Γαϊδάρου“.

     Το στιχούργημα αυτό δεν είναι πρωτότυπο, αλλά αποτελεί δια­σκευή ενός προγενέστερου έργου, του “Συναξάριου Του Τιμημένου Γαδάρου“. Η γλωσσική μορφή του το τοποθετεί πολύ πριν από το 1500. (Ο Κώστας Θρακιώτης μάλιστα το τοποθε­τεί πριν το 1204 κι όχι ειδικά στην Κρήτη) κι είναι μάλλον άτυχο κατασκεύασμα. Ο Λευτέρης Αλεξίου γράφει σχετικά:

    “Στο “Συναξάρι”, όπως και στο Δελλαπόρτα, βρίσκομε πρωτόγονη στιχουργική, που μας θυμίζει κάπου-κάπου τ’ ανεξέλιχτα βυζαντινά δεκαπεντασύλλαβα στιχουργήματα. Με τη διαφορά πως ο Δελλαπόρτας είναι λόγιος, ενώ ο ποιητής του “Συναξάριου” περισσότερο λαϊκός στιχουργός με μέτριο τάλαντο. Από αδεξιότητα κι αστάθεια γούστου ανακατεύει, όπως του έρχεται βολικό, αρχαϊκά και συγκαιρινά του γλωσσικά στοιχεία. Καταφέρνει όμως κάπου-κάπου να βρίσκει ζωντα­νές εκφράσεις, γεμάτες χιούμορ, μέσα στο τυχαίο μάλλον συνταίριασμα των δεκαπέντε συλλαβών. Δεν του λείπουν κάπου-κάπου κι ολόκληροι στίχοι με αξία κι εκφραστικές εύρεσες πετυχημένες, που, καθώς είπα, ο διασκευαστής της “Φυλλάδας” τις παίρνει αυτούσιες, δείχνοντας το φίνο γούστο του“.

    Ο τελευταίος είναι επιδέξιος στιχουργός, έχει γούστο ποιητικό και δε λείπει ούτ’ απ’ αυτόν το πηγαίο χιούμορ. Δε θα υποστηρίξουμε πως η στιχουργική της “Φυλλάδας” βρίσκεται στο επίπεδο εκείνης που συνα­ντούμε στην “Ερωφίλη” και στο “Ρωτόκριτο“. Τη πλησιάζει όμως κι ίσως τη προετοιμάζει.

     Η “Φυλλάδα Του Γαϊδάρου” αποτελεί μια πολύ καυτή κοινωνική σάτιρα. Πίσω από τα τρία ζώα-πρόσωπα του έργου, κρύβονται οι τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις, οι ευγενείς, ο κλήρος κι ο λαός. Στο στιχούργημα αυτό καυτηριάζεται η αυθαιρεσία των δύο πρώτων εις βάρος του λαού. Το στιχούργημα ξεκινάει ως εξής:

‘Αρχοντες, να γροικήσετε, αν θέλετε, δαμάκι,

ο Λύκος με την Αλουπού πώς ήπιαν το φαρμάκι.

Πώς ήτονε η αφορμή, πώς εκαταπιαστήκαν,

και τι νοβέλλα πάθασι και πώς εντροπιαστήκαν.

Σα φαίνεται, ο Γάδαρος ο καταφρονεμένος,

πάντοτε κακορίζικος και παραπονεμένος,

σ’ αφέντην έλαχε κακόν, λωβόν και ψωριασμένον,

φτωχόν και κακομάζαλον, πολλά δυστυχισμένον.

Ποτέ του δεν εχόρτασε, ποτέ δεν αναπαύτη,

νύχτα και μέρα δέρνεται στον κήπο για να σκάφτη.

Πάσα πουρνόν εφόρτωνε το Γάδαρον εκείνον

κι εις το παζάρι επήγαινε κι αυτείνος μετά κείνον.

Λάχανα τον εφόρτωνε, κρεμμύδια και μαρούλια,

ραπάνια, αντίδια, κάρδαμα, πράσα, κοκκινογούλια.

‘Αχερο δεν του βρίσκετο, κριθάρι δεν ποτάσσει,

να δώση του Γαδάρου του, να φάη, να χορτάση.

Τα λάχανα καθάριζε και του ρίχνε τα φύλλα,

κι όντεν εσκόλα το βραδύ εφόρτωνέν τον ξύλα.

Κι από τον κόπον τον πολύν, την δούλεψην την τόση,

κι εκ τες ξυλιές οπού παιρνεν, ώστε να ξεφορτώση,

αδύνεψεν ο Γάδαρος και πλέα δεν εμπόρει

κι από την ψώραν την πολλήν σαμάρι δεν εφόρει.

Χειμώνα δεν εδύνετον ουδέ και καλοκαίρι

ουδέ για ξύλα να υπά ουδέ νερό να φέρη.

Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, τάχα λυπήθηκε τον

και πιάνει και ξεστρώνει τον, έδυσε κι άφησέ τον

να πα να περιβοσκηθή, κάμποσο ν’ ανασάνει

να φα κλαδί από δεντρό κι από τη γης βοτάνι,

να πέση και να κυλιστή, το στόμα του ν’ αφρίση,

να φα και χόρτον λιβαδιού, να πιη κι από τη βρύση.

     Το λιβάδι βρίσκεται δίπλα στο δάσος. Εκεί κάνουν τη βόλτα τους η αλεπού κι ο λύκος, ψάχνοντας για κυνήγι. Ξαφνικά αντιλαμβά­νονται τον γάιδαρο. Τον πλησιάζουν, και με δόλο προσπαθούν να τον παρασύρουν μέχρι το σπίτι τους, για να τον ξεκοκκαλίσουν με την ησυχία τους. Ο γάιδαρος βέβαια αντιλαμβάνεται τις προθέσεις τους, αλλά τι να κάνει.

     Τον παίρνουν λοιπόν και μπαίνουν σε μια βάρκα «όχι για να ψαρέψουν, μα πέρα στην Ανατολή διά να ταξιδέψουν». Βάζουν κλήρο για τα καθήκοντα που θα αναλάβει καθένας τους πάνω στη βάρκα. Ναύκληρος γίνεται ο λύκος, τιμονιέρης η αλεπού και κωπηλάτης φυσικά ο γάιδαρος. Στο δρόμο η αλεπού σκαρφίζεται ένα σχέδιο πώς να τον σκοτώσουν. Λέει πως είδε στο όνειρο της, ότι το βράδυ θα τους πιάσει τρικυμία και θα πνιγούν. Καλό είναι λοιπόν να εξομολογηθούν τα κρίματά τους και να συγχωρέσει ο ένας τον άλλο.

    Πρώτος αρχίζει την εξομολόγηση ο λύκος. Λέει για τα γίδια, τους χοίρους και τα βόδια που έκλεψε και τα οποία καταβρόχθισε μόνος του, χωρίς να δώσει σε κανέναν άλλο, και πόσο μετανιωμένος είναι τώρα γι αυτό. Η αλεπού τον συγχωρεί. Μιλάει έπειτα κι αυτή για τα δικά της κρίματα, τις κότες που έκλεψε. Μετάνιωσε όμως για όλα αυτά, και γι’ αυτό ντύθηκε το ράσο. Τη συγχωρεί με τη σειρά του και ο λύκος. Ο γάιδαρος όμως τι να πει, που δεν κάτεχε να έχει κανένα κρίμα καμωμένο και μόνο το ξύλο που έτρωγε από το αφεντικό του θυμόταν. Ο λύκος κι η αλεπού εξοργίζονται, γιατί τάχα τους λέει ψέματα.

Και λέγει τους «Αφέντες μου, τι έχετε με μένα;

Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα.

Μόνον το μαρουλόφυλλον οπώ ‘χω φαγωμένον,

και πούρι δεν το έκλεψα, μα το χω δουλεμένον».

Τρομερό αμάρτημα! Η αλεπού βγάζει αμέσως την απόφαση.

«Αφορεσμένε Γάδαρε και τρισκαταραμένε,

αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,

να φας το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξύδι!

Και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;

Αλλ’ όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχης,

ο νόμος κατά πώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις.

Στο έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον,

να ‘ναι κομμέν’ η χέρα του, το μάτι σου βγαλμένον.

Και πάλιν στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου

λέγει να σε φουρκίσωμεν εγώ κι ο σύντεκνός μου».

Ο γάιδαρος στην απελπισία του σκαρφίζεται μια πονηριά. Παίρ­νει παράμερα το λύκο και του λέει:

«Αφέντη Λύκε, να σου πω δυο λόγια να γροικήσεις,

απείς μ’ αγγίζει θάνατος, σαν έγινεν η κρίσις,

το χάρισμα οπώ χω γώ δεν θέλω να το κρύψω,

ζώντα μου θέλω κανενός να του τ’ αποκαλύψω.

Δεν θέλω να τ’ αφήσω ‘γω το τάλαντον χωσμένον,

μα θέλω κανενός πτωχού να το χω δανεισμένον,

μήπως και κολαστώ κι εγώ εις τον καιρόν εκείνο,

γιατί δεν είν’ αμάρτημα μεγάλο σαν αυτείνο.

Ήξευρε το λοιπονιθές χάρισμα έχω μέγα

οπίσω εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μου λέγα.

Και όποιος μόνο το ιδή το χάρισμα που λέγω,

όλοι του οι αντίδικοι φεύγουσι, σου ομνέγω.

Ακούει, βλέπει και μακρά, σαράντα μερώ στράτα,

κι εισέ ροπήν του οφθαλμού γροικά και τα μαντάτα».

Ο λύκος συνεννοείται με την αλεπού να δουν πρώτα το «χάρι­σμα» του γαϊδάρου, και μετά αφού τον πνίξουν, να τον πάνε στο σπίτι τους και να τον κάμουν γεμιστό. Το τέλος είναι τόσο χαρισ­ματικό και πικάντικο, που ‘ναι καλύτερα να το παραθέσουμε αυθεντικό.

Λέγει του Λύκου ν’ ανεβή στην πρύμνην μοναχός του

και έτσι τον ορδίνιασε: Γονατιστός να στέκη

τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλεύση απ’ έκει.

Να λέγη, να παρακαλή· «Γάδαρε, σου πιστεύω,

και δος εμένα χάρισμα, εκείνο το γυρεύω».

Και με πολλήν ευλάβειαν να λέη τα πατερμά του.

Να πάγη και η Αλουπού να στέκεται κοντά του.

Όταν στον Λύκον κατεβή η βουλλωμένη χάρη,

εκεί κι αυτείνη να βρεθή, δαμάκι για να πάρη.

Τότες ο Γάδαρος ευθύς τζιλιμπουρδά και χρεί τον,

και όχι μόνον μια φορά, μα δεύτερον και τρίτον,

και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τόνε πνίξη μέλλει,

κακά και κακώς έχοντα, ωσάν αυτός δεν θέλει.

Σαν είδεν η κερά Αλουπού τον Γάδαρον, πώς κάνει

από τον φόβον τον πολύ αρχίνισε να κλάνη.

Και τότε ο κυρ Γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει

και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει.

Συχνά πηδά, τζιλιμπουρδά και την ουράν σηκώνει

πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και εξωματζουκώνει.

Γυρεύει και την Αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει

και με το μπουσδουγένι του καμπόσες να της δώση.

Κι αυτή, σαν είδε κι έγινεν ο Γάδαρος φρενίτης,

στο πέλαγος εγκρέμισε κι έπεσε μοναχή της.

Απήραν την τα κύματα, στον Λύκον την εβγάλαν

κι από τον φόβον πού λαβεν, εφώναζε μεγάλα.

Εκάθισαν ν’ αναπαυθούν, καμπόσον ν’ ανασάνουν,

Γαδάρου τα καμώματα εκεί τ’ αναθυβάνουν.

Ο Λύκος την κερά Αλουπού ερώτα την να μάθη

και λέγει του, πώς τρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη.

«Όλα του τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω

και δεν θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω.

Εκ την κοιλιά του έβγαλεν ωσάν απελατίκι

μακρύ, χοντρό και κόκκινο κι ήτον δίχως μανίκι.

Λέγει μου· «Έλα γλίγορα! Τι στέκεις και παντέχεις;

Για να σου κάμω τη δουλειάν εκείνη που κατέχεις!

Και τρόμαξα σαν τ’ άκουσα, κι έχεσα το βρακί μου,

άφηκα και τα ρούχα μου, γεμάτο το βρακί μου,

και γκρέμισα στο πέλαγος, μόνο για να γλυτώσω

εκ την περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσον».

«Πες μου, κυρά συντέκνισσα, Γάδαρος όντα πήδα,

τ’ απελατίκιν οπού λες, εγώ ποσώς δεν είδα».

«Κυρ σύντεκνέ μου, κάτεχε κι εκ την κοιλιάν του βγήκε,

και σείσθη και λυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε.

Θαρρώ, ότι η κοιλία του να ‘ναι αρματοθήκη,

κι εις ό,τι πόλεμον εμπή, να ‘χη αυτός τη νίκη.

Μπουμπάρδες να ‘χη μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα,

να ‘χη και βόλια αρίθμητα, δισσάκια κρεμασμένα.

Η τύχη μας εβώθησε, να μη μας θανατώση,

και πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώση».

Ρωτά τον και η Αλουπού· «Σύντεκνε, πώς υπάγεις;

Και πώς εταπεινώθηκες; Και πώς εκατατάγης;

Λέγει την «Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνης

κι από την σήμερον ποσώς καλό μη παντεχαίνης.

Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς αδόντια είμαι,

το ‘να μου μάτι έχασα και τ’ άλλο μου πονεί με.

Ωσάν ετζιλιμπούρδησεν εξάφνου κι έμπωσέ με,

και μέσα εις το κούτελον η κοπανιά έσωσέ με,

εφάνη μου, ο ουρανός εχάλασε κι ο κόσμος,

και άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος.

Κι όνταν αυτός με κτύπησε την κοπανιάν εκείνη,

επρήσθη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη.

Κι αστράψασι τα μάτια μου και τάραξ’ ο μυαλός μου

και τρόμαξαν τα σωθικά και χάθη ο λογισμός μου.

Ο νους μου εσκοτίσθηκε, δεν είναι μετά μένα,

κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε κανένα.

Εγώ, κυρά Συντέκνισσα, σ’ εσέν εθάρρουν πάντα,

να ξεύρης όλες τες δουλειές κι όλα τα κοντραμπάντα.

Και θάρρουν να ‘χης φρόνεσιν, μυαλόν εις το κεφάλι

και εκ τα καμώματα αυτά κανέν να μη σου σφάλλη.

Γιατί καυχάσουν κι έλεγες, πως ήσουνε μαντεύτρα

και του κυρ Λέου του Σοφού ήσουνε μαθητεύτρα.

Δε μου ‘λεγες, πως ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα

και φραντζιασμένη και λωβή και μια κακή μαυλίστρα,

οπού με εξεμαύλισες κι επήρες με μετά σου

και να χαθώ εκόντεψα εκ τα καμώματα σου.

Πάντοτε συ μου έλεγες, πως έχεις τόση γνώση,

και τώρα ο κυρ Γάδαρος εμάς να ταπεινώση!

Δεν έχω εγώ την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν,

αμ’ έχει αυτός, που γέλασεν εμάς τα δυο θηρία».

Εκείνη αποκρίθηκε- «Σύντεκνε, να κατέχης,

κανένα δίκιο εις αυτό ηξεύρω, πως δεν έχεις.

Η γνώσις είναι πανταχού στον κόσμο διασπαρμένη,

κι εις άπαντας η φρόνησις είναι διασκορπισμένη.

Καλά και είναι Γάδαρος και καταφρονεμένος,

αν έν’ και κακορίζικος και καταδικασμένος,

είδεν ο Θιός την αδικιά και την κακογνωμιά μας,

την ανομίαν την πολλήν και την συκοφαντιά μας,

και νόησιν του έδωκεν αντάμα με την γνώσιν

δίχως να ξεύρη μάθημα και γράμμα ν’ ανάγνωση,

και ρήτορας εγίνηκε να μας καταμιτώση

και μες από τα χέρια μας να φύγη να γλυτώση.

Και όχι μόνον έφυγε μα κι εκοπάνισέ μας,

ανόητους μας έδειξε κι εκατασβόλωσέ μας.

Επήρε και τα ρούχα μας και εξεγύμνωσέ μας,

επήρε μας και την τιμήν κι εκατεντρόπιασέ μας».

Χαρά σ’ εσέ, κυρ Γάδαρε και εις την φρόνησίν σου,

γιατί με γνώσιν έφυγες, με την προτίμησίν σου.

Ω Γάδαρε, κυρ Γάδαρε, Γάδαρος πλιο δεν είσαι,

πρέπει σ’ ετούτο πώκαμες πάντοτε να παινήσαι.

Θαρρώ, για τούτο και πολλοί Γάδαρον δεν σε κράζουν,

αλλά ως τιμιώτερον, Νίκον σε ονομάζουν.

Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρίαν,

και την ζωήν σου έγλυκες απ’ αύτα τα θηρία.

     Οι ποιητές που καταπιάνονται με θρησκευτικά θέματα την εποχή αυτή είναι ελάχιστοι και το έργο τους είναι μετριότατο, σε σύγκριση με τα λαϊκά έργα της εποχής. Μια από τις καλύτερες στιγμές αυτής της ποίησης είναι το παρακάτω απόαπασμα από το ποίημα του Ανδρέου Σκλέτζα (15ος αι.).

Ο κύριος πάντων μετά σού, χαίρε χαριτωμένη,

πριν των αιώνων του Χριστού μήτηρ προωρισμένη.

Χρυσή της αρετής πηγή, εξακουστή παρθένε,

Μαρία, θάρρος ολονών, καρπέ χαριτωμένε.

Αγγέλων και των ουρανών δέσποινα και κυρία,

σωσμός πενήτων, των παντών κυβέρνησις στην χρείαν.

Δούλη και μήτηρ του Χριστού, χαρά των λυπουμένων,

το απαγκούμπιον των πιστών, ελπίς απελπισμένων.

Των νεκρωμένων η ζωή, εύρεσις ιατρείας,

φλέγα της ψυχοπόνεσης, μορφή της ευγενείας.

Θεμέλιον, εύρεσις, αρχή, βάθος ταπεινοσύνης,

πάσης μακαριότητος και ταπεινοφροσύνης.

Σκεύος τιμής κ’ ευπρέπειας, χάριτος ουρανίας,

του ποιητού το ιερόν, εύρεσις σωτηρίας.

Των λυπουμένων λύπησις, έγερσις των πεσμένων,

ζωής η ανακαίνησις, στάσις των χαλασμένων.

     Ο Γεώργιος Χούμνος (τέλος 15ου αι.) συμβολαιογράφος, επεχεί­ρησε να αφηγηθεί την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης σε στίχους, ξεκινώντας από τη Γένεση (“Κοσμογένεση“), χωρίς πολύ επιτυ­χία όμως.

     Από τον 16ο αι. μας σώζεται ακόμη ένα λειψό κείμενο (112 στίχοι) που επιγράφεται “Λόγοι παρακλητικοί εις τα τίμια και άγια πάθη του κυρίου ημών Ιησού Χριστού και θρήνος της Υπεραγίας Θεοτόκου“. Ο Μ. Μανούσακας το χαρακτηρίζει σαν «άχαρο και ξερό κατασκεύασμα, που η στενή προσκόλλησή του στο ευαγγελι­κό πρότυπο το έχει στερήσει και από την πιο παραμικρή ποιητική πνοή».

     Όμως, αν οι ποιητές δεν καταδέχονται να καταπιαστούν με θρησκευτικά θέματα, καταπιάνονται μ’ αυτά οι πεζογράφοι. Το έργο τους δεν έχει λογοτεχνικές φιλοδοξίες, αλλά βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του θρησκευτικού εκείνου διαφωτισμού που αναπτύ­χθηκε όπως είπαμε από την ορθόδοξη εκκλησία για να αντιμετωπί­σει την παπική διείσδυση. Πολλά όμως από τα έργα αυτά δεν έτυχαν της επιδοκιμασίας της επίσημης εκκλησίας, καθώς ξέφευ­γαν λίγο πολύ από το ορθόδοξο δόγμα και κάποιοι μάλιστα συγγραφείς τους αφορίσθηκαν.

     Η θρησκευτική πεζογραφία της εποχής αυτής δεν έχει μελετηθεί αρκετά, μια και τα έργα της είναι ελάσσονα μπροστά στα πρώτα εκείνα ζωηρά φτερουγίσματα της νεαρής μας ποίησης, αν και έχουν να προσφέρουν γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία. Γι’ αυτό θα αφήσουμε την κα Ελένη Κακουλίδη που έχει ενδιατρίψει πάνω στο θέμα, να μας μιλήσει σχετικά:

    “Η συγγραφική δραστηριότητα γύρω στα εκλαϊκευτικά εκλαϊκευτικά θέματα κράτησε όλον τον 10ο αιώνα, τον 17ο και τον 18ο ακόμη. Τα έργα δεν είναι πάντοτε πρωτότυπα. Συχνά μιμούνται, αντιγράφουν ή διασκευάζουν ανάλογα δυτικά· τα περισσότερα άλλωστε προέρχονται από Έλληνες των βενετοκρατούμενων νησιών ή απόδημους. Οι συγγρα­φτείς είναι άνθρωποι με μικρότερη ή μεγαλύτερη μόρφωση, πολλοί έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν στο πρωτότυπο τις ιταλικές κυρίως, πηγές τους. Από τα έργα τους δεν λείπει πάντα κάποια αφελής νοοτροπία. Ο λαός τα υποδέχεται με αγάπη. Αυτό το δείχνουν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις τους, και όταν ακόμη είναι απαγορευμένα από την επίσημη εκκλησία. Αλλά κι όσα έργα δεν έφτασαν ως το τυπογρα­φείο κυκλοφόρησαν χειρόγραφα, μόνο που γι’ αυτά δεν είναι πάντα εύκολο να μιλήσουμε, αφού πολλά μένουν ακόμη άγνωστα. Οι συγγρα­φείς των έργων αυτών παίρνουν έτσι μια ιδιότυπη θέση στα γράμματα μας· πολλοί απ’ αυτούς χρησιμοποιούν παράλληλα και την εκκλησιαστι­κή αρχαΐζουσα γλώσσα για τα καθαρά θεολογικά έργα τους ή για την αλληλογραφία τους. Όλοι όμως συμφωνούν σε ένα θέμα: τα έργα που απευθύνονται στους πολλούς πρέπει να μιλούν στη ζωντανή γλώσσα τους, και σ’ αυτό το σημείο διακρίνονται από τους αρχαϊστές της εποχής. Τα θέματά τους είναι ποικίλα: δογματικά, ερμηνευτικά, απολο­γητικά, κήρυγμα γραπτό (και προφορικό), λαϊκές διηγήσεις. Οι λογοτε­χνικές απαιτήσεις όχι μεγάλες“.

     Για παράδειγμα αναφέρω μερικούς (χωρίς να παραλείψω το “‘Ανθος Χαρίτων” (1529), μετάφραση από τα ιταλικά καμωμένη από άγνωστον Έλληνα, τον Ιωαννίκιο Καρτάνο (πέθανε περίπου το 1500), τον πρώτο συγγραφέα εκλαϊκευτικού βιβλίου, του “‘Ανθους της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης” (Βενετία 1530), τον Μανουήλ Μαλαξό (πέθανε περίπου το 1581), με την “Πατριαρχική Ιστορία” και τον “Νομοκάνονά” του, τον Δαμασκηνό Στουδίτη (πέθανε περίπου το 1577), με τον “Θησαυρό” του, τον Ναθαναήλ Χίκα (πέθανε περίπου το 1021), και τους μεγάλους, τον Μάξιμο Μαργούνιο και τον Μελέτιο Πηγά. Η συμβολή του καθενός απ’ αυτούς στο έργο της διαφώτισης του λαού διαφέρει. Ο Καρτάνος π.χ., που γράφει «διά να καταλάβουν πάντες… την θείαν γραφήν… και πάσα μικρός άνθρωπος μόνον οπού να ηξεύρη να διαβάζη», δίνει επιλογή από ποικίλες ιστορικές και εκκλησιαστικές γνώσεις, δογματική, ηθική, λειτουργική, ερμηνευτική. Η διδασκαλία του δεν είναι απαλλαγ­μένη από κακοδοξίες, γι’ αυτό και συνάντησε αυστηρή την κριτική του Παχωμίου Ρουσάνου κι αφορίστηκε από την εκκλησία. Ωστόσο στο λαό η επιτυχία του βιβλίου ήταν καταπληκτική, ήταν το πρώτο έργο που γραφόταν γι’ αυτόν κι απαντούσε με τρόπο κατανοητό (αδιάφορο αν όχι εντελώς ορθόδοξο) στα θρησκευτικά ερωτήματά του. Ο Καρτάνος κατάλαβε πρώτος την ανάγκη να δοθεί στο λαό η πίστη του στη γλώσσα του. Ο Δαμασκηνός Στουδίτης εκδίδει λόγους σε διάφορες εορτές, δικούς τους τους περισσότερους. Ο Ιωάννης Ναθαναήλ, εφημέριος του αγίου Γεωργίου στη Βενετία, στην “Ερμηνεία Της Θείας Λειτουργίας” του (1574) σημειώνει ότι κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει που χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού, αφού πρέπει κανείς να καταλαβαίνει ό, τι διαβάζει («γιγνώσκεις ά αναγιγνώσκεις;»).

     Ο Μαργούνιος υποστηρίζει πώς η γλώσσα του λαού δεν πρέπει ν’ αγνοηθεί από την εκκλησία, γι’ αυτό και μεταφράζει έργα παλαιότερα, συγγράφει εγχειρίδια θεολογικά και λόγους σε απλή γλώσσα. Η γλώσσα αυτή δεν είναι ενιαία στους διάφορους συγγραφείς. Πολλές φορές και στα έργα του ίδιου συγγραφέα. Κάποτε και στο ίδιο έργο, έχουμε ένα γλωσσικό ανακάτωμα από ιδιωματικά, διαλεκτικά και λόγια στοιχεία. Ξεχωρίζει όμως παντού η προσπάθεια για τη χρήση ενός απλού, κατανοητού λόγου, που να πλησιάζει όσο γίνεται στην ομιλούμενη γλώσσα. Είναι άλλωστε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για τη γραπτή καθιέρωσή της.

    Ανάμεσα στους θρησκευτικούς αυτούς πεζογράφους συγκαταλέ­γεται κι ο Ιωάννης Μορεζήνος, πλούσιος ιερέας από τον Χάντακα, που γράφει στα τέλη του 16ου αιώνα. Το έργο του “Η Κλίνη Του Σολομώντος” δεν τυπώθηκε ποτέ, είχε όμως σημαντική χειρόγρα­φη διάδοση.

     Όμως καιρός είναι να περάσουμε στα αριστουργήματα εκείνα του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα, που έδωσαν σ’ όλη εκείνη τη περίοδο το όνομα Κρητική Αναγέννηση.

——————————————————–
Σημ: Ο Μανούσος Μανούσακας υποστηρίζει την άποψη πως η λογοτεχνία δε μπόρεσε ν’ αναπτυχθεί στους ταραγμένους δύο πρώτους αιώνες της Ενετικής κυριαρχίας λόγω των αλλεπάλληλων επαναστάσεων. Όμως το επιχείρημα αυτό είναι σχετικό, γιατί ξέρουμε πως σ’ επαναστατικές περιόδους πολλές φορές η λογοτεχνία ανθεί.
———————————————————

                               Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

     Η «Βοσκοπούλα» είναι ένα από τα πρώτα αριστουργήματα της αναγεννησιακής αυτής περιόδου για τα ελληνικά γράμματα. Αν και η πρώτη μαρτυρούμενη έκδοση του έργου είναι του 1627, η συγγραφή πρέπει να έγινε γύρω στο 1600. Επηρεασμένο από την ιταλική ποιμενική ποίηση της Αναγέννη­σης που εκφράζει την νοσταλγία του αστού για τη φυσική ζωή τής υπαίθρου, το ειδύλλιο αυτό χαρακτηρίζεται από σπάνιες λογοτεχνι­κές αρετές. Η «ευαισθησία στην ομορφιά του λόγου», η «κομψότη­τα της έκφρασης», η «χάρη των εικόνων», οι «ελαφρότατες ψυχο­λογικές αποχρώσεις που δίνουν στους χαρακτήρες των ηρώων εξαίσια πού και πού φωτοσκίαση» φανερώνουν, λέγει ο Δημαράς, ένα μεγάλο δημιουργό.

     Η υπόθεση του έργου είναι απλή: ένας νεαρός βοσκός και μια βοσκοπούλα συναντιώνται κι ερωτεύονται παράφορα ο ένας τον άλλο. Συζούν για λίγο καιρό, όμως ο νεαρός βοσκός είναι αναγκα­σμένος να φύγει, καθώς περιμένουν από στιγμή σε στιγμή τον πατέρα της βοσκοπούλας. Κανονίζουν όμως να επιστρέψει σ’ ένα μήνα. Όμως, στο μεταξύ αρρωσταίνει κι αθετεί έτσι την υπόσχε­ση του. Η βοσκοπούλα μη βλέποντας τον καλό της να γυρίζει πεθαίνει από το μαράζι. Όταν επιτέλους εκείνος έρχεται, βρίσκει το γέρο πατέρα της να θρηνεί την πεθαμένη κόρη του. Το έργο τελειώνει με τον σπαραγμό του βοσκού.


Και ποιά παρηγοριά μπορεί να σώση

αλάφρωσιν τζου πόνους μου να δώση…

Φίλους και συγγενείς θέλω μισήσει

δεν θέλω να σφαγώ μα θέλω ζήσει

δια νάχω πόνους, πίκρες και λακτάρες.

Μα θε να ζω και θε να παραδέρνω

χίλιες φορές την ώρα να πεθαίνω.

Τα όρη, τα χαράκια να με φάσι

και να ‘ναι η κατοικιά μου μέσ’ τα δάση
μέρα νύχτα να κλαίω, να θρηνούμαι,

τα πένθη μου στα όρη να δηγούμαι,

να κάμω τα θηριά να με ακλουθούσι,

να κλαίουν με τα μένα, να πονούσι,

παντούρα να μη παίζω, ουδέ φιαμπόλι,

σ’ λιβάδι να μην μπω, ουδ’ εις περβόλι

τα πρόβατά μου πλέον να μην αρμέξω

μόν’ να περνώ κακόν καιρό κι αδέξο…

     Οι 416 ενδεκασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι του αγνώστου συγγραφέα, είχαν τεράστια απήχηση. Ο Σολωμός γύρω στο 1824 μαρτυρεί πως δεν υπήρχε γυναίκα στην εποχή του που να μη γνώριζε τη βοσκοπούλα. Τον ισχυρισμό του ενισχύουν κι οι δέκα παραλλαγές που κατέχουμε του έργου1 (τέσσερις Κρητικές, δύο Ροδίτικες, δύο Χιώτικες, μια της Μήλου και μια της Νάξου), ενδεικτικές της τεράστιας διάδοσης που είχε.

     Ένα άλλο μεγάλο έργο της Κρητικής λογοτεχνίας της εποχής εκείνης είναι κι η «Θυσία Του Αβραάμ». Εμπνευσμένο και αυτό (όπως όλα σχεδόν τα έργα της Κρητικής αναγέννησης) από ένα ιταλικό έργο, τον «Ισαάκ» του Luigi Groto, ξεπερνά κατά πολύ το πρότυπο του. Όπως λέγει ο Αλέξης Σολωμός,5 «εκείνα που πήρε η Θυσία απ’ αυτό είναι τα ψεγάδια της κι εκείνα που δεν πήρε τα χαρίσματά της».

     Επίκεντρο του έργου δεν είναι η θρησκευτική συγκίνηση, όπως τουλάχιστον υποδηλώνει το θέμα, αλλά η λεπτή κι επεξεργασμένη διαγραφή της ψυχολογίας των ηρώων. Ο Αβραάμ δεν είναι ολότελα ο βιβλικός Αβραάμ, ή ο Αβραάμ των μεσαιωνικών μυστηρίων (έργων θρησκευτικής προπαγάνδας). Δεν δέχεται αδιαμαρτύρητα τη θεϊκή εντολή να σφάξει τον Ισαάκ, αλλά ζητά από τον Θεό να την ακυρώσει.

Ανεί για κρίμα η χάρη σου αντίμεψη γυρεύγει

τιμώρησε τον Αβραάμ, το τέκνο τι σου φταίγει;

Έπαρ Θεέ τον Αβραάμ μ’ ότι κι αν αφεντεύει

και ζωντανό τον Ισαάκ άφησ’ να σου δουλεύει.

Αφού όμως «μετάθεση δεν έχει το μαντάτο», μετριάζει την παράκλησή του και ζητά, έστω, να πεθάνει ο Ισαάκ,

μα να του δώσει θάνατο ο κύρης μην τ’ ορίσεις.

     Αφού και αυτή η παράκληση δεν εισακούεται, παρακαλεί τουλά­χιστον το θεό να κάνει ώστε να μην αναγνωρίζει το τέκνο του την ώρα που θα τον σφάζει,

γιατί έχω σάρκα και πονώ, καρδιά και λαχταρίζω

     Τέλος ζητάει από τον θεό τη δύναμη να πνίξει τον πόνο του και να εκτελέσει με τον πρέποντα τρόπο τη θυσία.

Κι εσύ, θεέ, που τ’ όρισες, δώσ’ δύναμη κι εμένα

να κάμω τ’ ανημπόρετα σήμερο μπορεμένα,

να τόνε δω άθος να γενεί, να μην αναδακρυώσω,

και τη θυσία όπου ζητάς, σωστή να σου τη δώσω.

     Η πιο δραματική όμως μορφή είναι η μορφή της Σάρας. Όπως πολύ σωστά είπε κάποιος, στο τέλος του έργου στον αναγνώστη μένει περισσότερο η μορφή της Σάρας, ο σπαρακτικός της θρή­νος, παρά ο Αβραάμ με τη σχετική πολυλογία του. Εδώ φαίνεται περισσότερο κι η μαστοριά του συγγραφέα. Αν η ποίησή του δεν έφτανε το ύψος που απαιτεί το θέμα του, ο πόνος της μάνας που πρόκειται να χάσει τα παιδί της, το έργο θα αποτύχαινε και θα έμοιαζε περισσότερο με παρωδία. Όμως ο ποιητής είναι πραγματι­κός τεχνίτης στο λόγο. Εκείνα τα υπέροχα επαναλαμβανόμενα «οφού» που βάζει στο στόμα της Σάρας, που φαίνονται να βγαί­νουν κατ’ ευθεία από τα βάθη μιας ψυχής που συγκλονίζεται από τον πόνο, πείθουν περισσότερο από τις λεκτικές εικόνες με τις οποίες προσπαθεί να εκφράσει η Σάρα τον σπαραγμό της, φέρνο­ντας στο μυαλό μας ανάλογες μνήμες.

Όφου μαντάτο, όψου φωνή, όφου καρδιάς λακτάρα,

όφου φωτιά που μ’ έκαψε, όφου κορμιού τρομάρα,

όφου μαχαίρια και σπαθιά, που μπήκαν στην καρδιά μου

κι εκάμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου!

     Ο Αβραάμ έχει τώρα να αντιμετωπίσει και την ωρυόμενη μητέρα, που στο τέλος του θρήνου της πέφτει λιπόθυμη.

Απάνω στσι καημούς καημός κι απάνω εις πρίκες πρίκα,

και προς τα πρώτα βάσανα άλλα για μια μ’ ευρήκα.

     Πριν προλάβουν να ξεκινήσουν για τη θυσία, η Σάρα ξελιγώνεται. Το μαντάτο το φέρνει η Ταμάρ. Όμως τον Αβραάμ κάθε άλλο παρά τον χαροποιεί η είδηση.

Θαρρεί η δουλεύτρα κι ήφερε μαντάτο που μ’ αρέσει.

Η Σάρρα ξελιγώθηκε κι έχει να με μπερδέσει.

    Στη στιχομυθία που ακολουθεί ανάμεσα στη Σάρα και στον Αβραάμ, φαίνεται ο σπαραγμός της Σάρας πιο συγκρατημένος μα πιο βαθύς, θα λέγαμε πιο λυρικός.

Όφου, παιδί τσ’ υπακοής, πού μέλλεις να στρατεύεις;

‘ς ποιον τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψεις;

και πότες να σε καρτερεί ο κύρης κι η μητέρα;

ποιαν εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα;

     Ο ποιητής μεταχειρίζεται άφθονα τα στοιχεία της λαϊκής παράδο­σης, γνωμικά, ευχές, παραβολές, λαϊκές εκφράσεις. Αυτό κάνει τους ήρωές του πιο πειστικούς, πιο ρεαλιστικούς, και ταυτόχρονα το έργο του βαθιά λαϊκό.

Κι ας τάξω δεν το γέννησα, μήδ’ είδα το ποτέ μου,

μα ναν’ κερίν αφτουμένο εκράτουν κι ήσβυσέ μου.

     Πόσες φορές δεν άκουσα αυτό το στίχο από τη μητέρα μου όταν, μικρός, τύχαινε να τη στενοχωρέσω!

Κι ας τάξω η κακορίζικη πως δε σ’ είχα ποτέ μου,

μα ένα κεράκι αφτούμενο εκράτου κι ήσβυσέ μου.

    (Το παραπάνω δίστιχο το συναντούμε και στον «Ερωτόκριτο» κι αν υποθέσουμε ότι ο ποιητής της «Θυσίας» είναι ο ίδιος με τον ποιητή του «Ερωτόκριτου», πράγμα που υποστηρίζουν πολλοί, τότε το δίστιχο αυτό πρέπει να προέρχεται από τη λαϊκή παράδοση, γιατί μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως ένας τόσο μεγάλος ποιητής επαναλαμβάνει τον εαυτό του.) Ξεκινούν για τη θυσία. Φτάνουν στην κορφή του βουνού, κι ο Αβραάμ προσπαθεί να πάρει δύναμη για να εκτελέσει το έργο του:

Η σάρκα αν είναι και πονεί, απομονή ας έχει
γρικά το ο λογαριασμός, όπου καλλιά κατέχει.


     Υπάρχουν πολλές εκφράσεις σαν κι αυτή, ολότελα παροιμιακές στην επιγραμματική τους διατύπωση, που δίνουν μια πρόσθετη λαϊκότητα το έργο. Ο λαός, αυτό το ξέρουν καλά όσοι έχουν ζήσει κοντά σε αγρότες, αρέσκεται να μιλάει με επιγραμματικές εκφρά­σεις, παροιμίες, γνωμικά. Το γνωμικό και η παροιμία αποτελούν μοναδική περίπτωση αποκρυσταλλωμένης εμπειρίας που ‘ναι τόσο πλατιά διαδεδομένη στις μάζες. Παράβαλε ακόμη:

Ευλογημένε Σαβαώθ, δοξάζω τ’ όνομά Σου

φύλλο δεν πέφτει απ’ το δεντρό, χωρίς το θέλημά Σου.

     Πιο κάτω υπάρχει το ίδιο δίστιχο ελαφρά παραλλαγμένο.

Ω πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ’ όνομά Σου,

φύλλο δεν πέφτει απ’ το δεντρό, χωρίς το θέλημά Σου.

     Κι αυτό το δίστιχο πρέπει να είναι λαϊκής προέλευσης, καθώς επαναλαμβάνεται δύο φορές στο ίδιο κείμενο. Μικρός, το άκουγα πολλές φορές από τη γιαγιά μου.

Θε μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά Σου

φύλλο δεν πέφτει από δεντρό, χωρίς το θέλημά σου.

     Σημειώνουμε τέλος αυτόν τον λαϊκό τύπο ευχής:

Η ευκή τσ’ ευκής μου καλογιέ, εις τα στρατέματά σου

και να ν’ ομπρός κι οπίσω σου, κι εις τα ποδόζαλά σου

     και πιο κάτω:

Η ευκή τσ’ ευκής μου τέκνο μου εις τα στρατέματά σου,

στο σφάμα σου, στο κάημα σου, στ’ απομισέματά σου.

     Μια ευχή του ίδιου τύπου είχα ακούσει επίσης πολλές φορές από τη γιαγιά μου.

την ευκή τσ’ ευκής μου να ‘χεις
και χωρίς να κάμεις να ‘χεις
.

     Η γενική «τσ’ ευκής» επιτείνει την έννοια που εκφράζει η ονομαστική. Παράβαλε και τη βρισιά «διάλε το σόι του σογιού σου». Το τέλος του μύθου είναι σ’ όλους γνωστό. Την τελευταία στιγμή εμφανίζεται άγγελος κυρίου και πιάνει το χέρι του Αβραάμ, πριν προλάβει να εκτελέσει τη θεϊκή εντολή. Έτσι το έργο τελειώνει με χάπι-εντ.

Τα περασμένα εδιάβησαν και τα γραμμένα ελιώσα,

επάψασι τα κλάματα, τα βάσανα ετελειώσα.

     Η χαρά της μάνας εκφράζεται με τους ίδιους εξαίσιους τόνους, όπως εκφράστηκε και προηγουμένως ο θρήνος της.

Δεν ημπορώ να καρτερώ, να στέκω ν’ ανιμένω,

πα ν’ απαντήξω του παιδιού γη απού το νου μου βγαίνω.

Επά ‘ναι ο κανακάρης μου, όφου, η ψυχή μου βγαίνει

θωρώ η καρδιά μου δε βαστά ‘ς τόση χαρά που μπαίνει.

     Η “Ερωφίλη” κι “Η Θυσία Του Αβραάμ” αποτελούν τα δύο κορυφαία αριστουργήματα του Κρητικού θεάτρου. Γι’ αυτό δεν έχουν απο­φανθεί μόνο οι φιλόλογοι μα κι οι χιλιάδες αναγνώστες, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των δύο αυτών έργων. Για την “Ερωφίλη” υπάρχουν επιπλέον μαρτυρίες ότι παραστάθηκε αρκετές φορές. Και για το έργο αυτό υπάρχει ένα ιταλικό πρότυπο, η «Ορμπέκκε» του Τζιράλντι. Μικρότερες επιρροές δέχθηκε ο συγγραφέας από τον «Βασιλιά Τορρισμόντο» του Τορκουάτο Τάσσο. Παρόλα ταύτα ο Βίττι λέγει ότι «η εξάρτηση του έργου από ιταλικά πρότυπα δεν ελαττώνει καθόλου την αξία του», ενώ ο ‘Αριστος Καμπάνης, λιγότερο συγκρατημένα, αναφωνεί πως κι απλή μετάφραση να ήταν, ο μεταφραστής θα άξιζε όσο και ένας ποιητής πρωτότυπου έργου. Το έργο ξεκινάει με το χάρο που μιλάει για την «ασυστασιά» της τύχης.


Το ψες εδιάβη, το προψές μπλιο δεν ανιστοράται,

σπίθα μικρά το σήμερο στα σκοτεινά λογάται…

    Έχει και τις αποδείξεις του:

Πού των Ελλήνω οι βασιλειές; Πού των Ρωμιών οι τόσες

πλούσιες και μπορεζάμενες χώρες; Πού τόσες γνώσες

και τέχνες; Πού ‘ν οι δόξες τως; Πού σήμερον εκείνες

στ’ άρματα κι εις τα γράμματα οι ξακουστές Αθήνες;


     Και προειδοποιεί αμείλικτα τους θεατές:


Φτωχοί, τ’ αρπάτε φεύγουσι, τα σφίγγετε πετούσι,

τα περμαζώνετε σκορπούν, τα κτίζετε χαλούσι!

Σα σπίθα σβήνει η δόξα σας, τα πλούτη σας σα σκόνη

σκορπούσινε και χάνουνται. Και τ’ όνομα σας λιώνει

σα να ‘ταν με το χέρι σας γραμμένο εις περγιάλι

στη διάκριση της θάλασσας…

     Όμως έχει και μιαν άλλη δουλειά να κάνει ο χάρος, να προλέξει την έκβαση του τραγικού μύθου. Ο μύθος δεν είναι γνωστός στις Κρητικές τραγωδίες, αντίθετα μ’ ό,τι συμβαίνει στις κλασσικές και γι’ αυτό οι θεατές πρέπει να μάθουν το τέλος του έργου. Εδώ δεν υπάρχει κανένα σασπένς που χαρακτηρίζει το σύγχρονο δράμα, επηρεασμένο από το μυθιστόρημα. Ο θεατής ξέρει εκ των προτέρων τι πρόκειται να συμβεί και τα λεγόμενα του ήρωα, καθώς κι όλα τα δρώμενα επί σκηνής, αξιολογούνται στη βάση της φοβερής προοπτικής.

     Η πρώτη πράξη (το έργο έχει συνολικά πέντε), ξεκινάει με τον μονόλογο του Πανάρετου, πλημμυρισμένο από ερωτικό λυρισμό. Έπειτα καταφτάνει ο φίλος του ο Καρπόφορος, στον οποίο εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για την όμορφη βασιλοπούλα Ερωφίλη, την κόρη του Φιλόγονου, του βασιλιά της Μέμφιδας, όπου διαδραματίζεται και η όλη υπόθεση του έργου. Στην αρχή, λέει, προσπάθησε να πνίξει αυτό το άπρεπο συναίσθημα, όμως εκείνο όλο και θέριευε. Ο Καρποφόρος δεν εκπλήσσεται.

Μη το ‘χεις για παράξενο, γιατί το μποδισμένο

πράμα αγαπάται πλειότερο, και πλια ‘ν’ πεθυμισμένο.

     Ο Πανάρετος κατόπιν λέει πόσο του στοίχισε όταν κάποτε αναγκάστηκε να βρεθεί μακριά από την Ερωφίλη, για να ηγηθεί μιας εκστρατείας ενάντια στους εχθρούς της χώρας.

Δε φαίνουνται στον ουρανό τη νύκτα τη καθάρια

τόσ’ άστρα, μηδέ στο γιαλό τόσα δεν είναι ψάρια,

μηδέ ‘ς τσι κάμπους λούλουδα τόσα μπορεί βρεθούσι,

μηδέ ποτέ τόσα πουλιά στα δάση κατοικούσι,

όσ’ είχε η δόλια μου καρδιά τότες πουρνό και βράδυ

με τόσους αναστεναγμούς βάσανα πάντ’ αμάδι.

     Ο χωρισμός αυτός στάθηκε αιτία να θεριέψουν τα αισθήματά του κι έτσι όταν επιστρέφει νικητής, αποφασίζει να της εξομολο­γηθεί τον έρωτα του. Βρίσκει ανταπόκριση, όμως την υπέρτατη ευτυχία στην οποία βρίσκονται οι δυο τους, την σκιάζει το άγχος για την έκβαση του δεσμού τους.

Ω πόσα καλορρίζικος να κράζεται τυχαίνει

γης, απού μια καλομοιριά δεν έχει γνωρισμένη,

γιατί γνωρίζοντάς τηνε, στο ‘στερο σαν του λείψη,

να στέκη πλιον του δε μπορεί δίχως καημό και θλίψη.

     Ο Καρποφόρος ρωτάει:

Πε μου, να ζης, Πανάρετε, μπορείς να την αφήσης;

μπορείς ποτέ σου δίχως τσι μιαν ώρα πλιο να ζήσης;

    Για να πάρει κατηγορηματική την απάντηση:

Πώς είναι μπορεζάμενο κορμί να ξεχωρίση

απού την ίδιαν του ψυχή, και να μπορή να ζήση;

χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι

πώς είναι δυνατό τωνε να ‘χουσι ζήσης χάρη;

    Μετά εμφανίζεται στη σκηνή ο βασιλιάς με τον σύμβουλο του. Ο βασιλιάς πληροφορεί τον σύμβουλο πως γυρεύουνε την κόρη του δύο βασιλόπουλα για νύφη, και πως αυτός, παρόλο που την υπεραγαπά και δεν θέλει να την αποχωρισθεί, σκέφτεται πως δεν είναι σωστό να την έχει για πάντα κοντά του, ότι πρέπει να την παντρέψει. Ο σύμβουλος μένοντας μοναχός του μιλάει για την ασυστασιά της τύχης, προεκτείνοντας τα λόγια του χάρου στον πρόλογο.

Ανέν κι οι καλορρίζικοι τον κύκλον εμπορούσα

του ριζικού, με τα σκοινιά δεμένο να κρατούσα,

γη ανέν κι η τύχη σαν τροχός δεν ήθελε γυρίζει,

κι εκείνους, απού κάθονται ψηλά, να μη γκεμνίζη,

σήμερο καλορρίζικο στον κόσμο πλια μεγάλο

το Βασιλιά μας είχα πει παρά κανέναν άλλο·

μ’ απείτις κάποιο ριζικό στον κόσμο ανακατώνει

και πλούσιους ρίχνει χαμηλά, κι ανήμπορους σηκώνει,

δεν πρέπει πρίχου δη κανείς το τέλος, να παινέση

’σ τς αρχές ποτέ καλομοιριά τ’ ανθρώπου, γη στη μέση.

    Στη δεύτερη πράξη η Ερωφίλη εξομολογείται στη Νένα της τις σχέσεις της με τον Πανάρετο. Μακαρίζει τις φτωχές κορασοπούλες, που σ’ αυτές δεν μπαίνουν εμπόδια να πάρουν αυτόν που αγαπούν.

Πάσα φτωχή κι ανήμπορη, καθώς θωρώ, τυχαίνει

να ‘ν από μένα σήμερα περίσσια ζηλεμένη,

γιατί ανισώς κι ορίζουσι άλλοι την εμαυτή μου,

τη βασίλεια σκλαβιά κρατώ, την αφεντιά φλακή μου.

    Της εκμυστηρεύεται ακόμη τα μαύρα της προαισθήματα.

Φοβούμαι ασκιές, τρέμω όνειρα, δειλιώ σημάδια πλείσια,

χίλιες φοβέρες τ’ ουρανού με τυραννούσιν ίσια…

Κι άγρια τη νύκτα μ’ εξυπνούν χίλιες θωριές, και τούτη

τη βαρεμένη μου καρδιά σκίζου και σφάζου μού τη.

Πώς παίρνουσι το ταίρι μου μέσ’ απού την αγκάλη

τούτη συχνιά μου φαίνεται…


     Η δεύτερη πράξη κλείνει με τη συνάντηση Φιλόγονου και Πανά­ρετου. Ο βασιλιάς θέλει να βάλει τον Πανάρετο να μεσιτέψει, να ξεψαχνίσει την κόρη του για να δει ποιο απ’ τα δύο βασιλόπουλα προτιμά. Η τρίτη πράξη ξεκινάει με τον μονόλογο της Ερωφίλης.


Τα γέλια με τα κλάματα, με τη χαράν η προίκα

μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα.

Γιαύτως μαζί γυρίζουσι και το ‘να τ’ άλλο αλλάσσει

Κι όποιος εγέλα το ταχύ κλαίγει πρίχου βραδυάσει…


     για να τα βάλει κατόπιν με τον έρωτα που


χίλιες φορές μ’ εξόδεψε, χίλιες να πιάνει τόπο

στο νου μου δεν τον άφηνα, μ’ ένα ή μ’ άλλον τρόπο,

χίλιες τ’ αυτιά εμολύβωνα, για να μηδέ γροικούσι

τσι σιργουλιές του τσι γλυκές τα μέλη να πονούσι…

Μα κείνος, μάστορας καλός γιατ’ ήταν του πολέμου,

μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου…

Κι ώρες γλυκύς μου φαίνετο, κι ώρες πρικύς περίσσια

κι ώρες στρατιώτης δυνατός, κι ώρες παιδάκιν ίσια…

Κι εδά που καλορίζικη παρ ‘ άλλην εκρατούμου

και χίλιες έτασσα χαρές και ανάπαψες του νου μου,

τόνε θωρώ, τον πίβουλο και την αγάπη αρχίζει

την ψεύτικη που μου ‘δείχνε σε μάχη να γυρίζει.

    Έρχεται κατόπιν ο Πανάρετος και ακολουθεί «ο ομορφότερος ερωτικός διάλογος που έγραψε ποτέ Έλληνας ποιητής». (Αλέξης Σολωμός).

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

Στον ήλιον έχω ντήρηση κι εις τ’ άστρα που περνούσι

και τσι μορφιές σου, αφέντρα μου, κάτω στη γη θωρούσι

μηδέ χυθού κι αρπάξου σε…

ΕΡΩΦΙΛΗ

Ή όμορφη είμαι ή άσκημη. Πανάρετε, ψυχή μου,

για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

     Ο διάλογος κλείνει με τον παγανιστικό όρκο της Ερωφίλης ότι θα είναι αιώνια πιστή στον αγαπημένο της. Η τρίτη πράξη τελειώνει με την εμφάνιση της σκιάς του αδελφού του βασιλιά, τον οποίο ο Φιλόγονος είχε σκοτώσει για να του πάρει τη βασιλεία και τη γυναίκα του. Έρχεται από τον ‘Αδη για ν’ απολαύσει με τα ίδια του τα μάτια την καταστροφή που ετοιμάζει σήμερα η θεία δίκη για τον αδελφό του.

     Οι τρεις πρώτες πράξεις είχαν εισαγωγικό χαρακτήρα, αποκαλύ­πτοντάς μας τα πρόσωπα, την ψυχολογία τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Με την έναρξη της τέταρτης πράξης, η δράση αρχίζει να εκτυλίσσεται γοργά. Η Νένα μάς λέει ότι ο βασιλιάς έμαθε για τις σχέσεις της κόρης του με τον Πανάρετο, και τώρα όλοι περιμένουν έντρομοι την έκρηξη της οργής του. Κατόπιν ο βασιλιάς διηγείται στον σύμβουλό του πώς ανακάλυψε ο ίδιος τις σχέσεις της κόρης του με τον Πανάρετο, και ορκίζεται μανιασμένος ότι θα πάρει εκδίκηση. Ξαφνικά καταφθάνει η Ερωφίλη. Παραδέχεται το σφάλ­μα της να κάνει γάμο χωστά από τον πατέρα της, προσπαθεί όμως να τον πείσει ότι ο Πανάρετος κι αν ακόμη δεν είναι βασιλιάς, έχει «αρετές περισσές» κι αυτές αξίζουν περισσότερο.

Κύρη, καλλιά ναι, κάτεχε, γης χαμηλοβγαλμένος

με πλήσιες διάξεις κι αρετές και χάρες στολισμένος,

παρά πασ’ ένα βασιλιό πλουσιότατο από τόπους

κι από αρετές φτωχότερος παρά μικρούς ανθρώπους.

     Ο βασιλιάς φυσικά δεν πείθεται. Τότε η Ερωφίλη βάζει σ’ ενέργεια τα παρακάλια.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Γύρισ’ Αφέντη μου, να ζης, γύρισε προς εμένα

τ’ ομμάτια, που κρατείς στη γη περίσσια θυμωμένα,

γύρισε δώσ’ μου μια γλυκειά θωριά, να ξορισθούσι

σα νέφαλα εκ τον άνεμον οι φόβοι, που κρατούσι

το νου μου τσι βαριόμοιρης μεσοξετρουμισμένο,

κι από το φόβο ζωντανή στον ‘Αδη κατεβαίνω.

     Όμως κι αυτά δεν έχουν αποτέλεσμα. Η Ερωφίλη αρχίζει να ψυχανεμίζεται το φοβερό τέλος.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Οϊμένα, κορασίδες μου, κι είντα πολλά τρομάσσω,

σήμερα με το ταίρι μου στον ‘Αδη μην περάσω.

Μάννα ακριβή μου, σκιάς εσύ ‘ς τούτο συμπάθησέ μου

το φταίσιμον, απού ‘καμα και τόπον άδειασε μου

κάτω στον ‘Αδη, να μπορώ να στέκω μετά σένα,

δύο πρικαμένες να μεστά μ’ όνομα μόνον ένα.

    Κατόπιν ακολουθεί μια στιχομυθία ανάμεσα στο βασιλιά και τον σύμβουλο. Ο σύμβουλος προσπαθεί να μεταπείσει το βασιλιά και να μην εκδικηθεί τους δύο ερωτευμένους και τονίζει κι αυτός την αξία που έχουν οι αρετές συγκρινόμενες με τα πλούτη.

Οι φρόνιμοι, άξιε Βασιλιέ, φτώχεια συντροφιασμένη

με διάξες κι αρετές κρατού πλειότερα τιμημένη,

παρά πολλή πλουσιότητα και βασιλειά μεγάλη,

γδυμνή από πάσαν αρετή, και δίχως χάριν άλλη·

γιατί τα έχη τα πολλά και τα περίσσια πλούτη

δεν είν’ ‘ς τς αθρώπους πάντοτε, αμ’ ώρες τα ‘χουν τούτοι,

κι ώρες ξαφνίδια χάνουνται, και παίρνουσίν τως τ’ άλλοι,

και πάντα πηαίνου κι έρχονται σαν κύμα ‘ς περιγιάλι

γι’ αύτως τσι πλούσιους βλέπομε συχνιά το πώς φτωχαίνου,

και τσί φτωχούς κιαμιά φορά πώς βασιλιοί απομένου·

     Κατόπιν βλέπουμε τον Πανάρετο αλυσοδεμένο μπροστά στο βασιλιά. Αναγνωρίζει το τι του χρωστά, λέει όμως ότι κι αν έσφαλε, το σφάλμα του είναι συγχωρητέο.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ

Στα χέρια σου μ’ ανάθρεψες, μεγάλον έκαμές με,

πολλές κι αρίφνητες τιμές, Αφέντη μ’ άξιωσές με,

και πάντα μου το γνώριζα, πάντα ‘φχαρίστησά σου

και μπιστικά στο δύνουμου πάντα μου ‘δούλεψά σου·

μα ‘σφαλα, μολογώ σου το, κι έμεινα νικημένος

απού τον πόθο, κατά πώς πάντα συνηθισμένος

είναι τσ αθρώπους να νικά· δεν ήμουν με τς οχθρούς σου

προδότης σου, δεν έδωκα τσι τόπους τς εδικούς σου

τοχθρού σου· νιότη κι ομορφιά, σπλάχνος και καλωσύνη

μου κάμασινε την καρδιά στον πόθο να συγκλίνη.

    Του αποκαλύπτει κατόπιν πως είναι κι αυτός βασιλόπουλο, γιος του Θρασύμαχου, του βασιλιά της Τζέντζας. Ο Φιλόγονος κάθε άλλο παρά τον πιστεύει. Του υπενθυμίζει τις δούλεψές του, πόσες φορές νίκησε τους εχθρούς του κι έσωσε τη χώρα από δύσκολες στιγμές. Ο Βασιλιάς όμως δεν φαίνεται να συγκινείται. Την απόφα­σή του την έχει παρμένη.

     Στην τελευταία πράξη ακούμε τον μαντατοφόρο να περιγράφει τα τόσα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε ο Φιλόγονος τον Πανάρε­το. Πρώτα οι δούλοι τον κτυπούν μέχρι λιποθυμίας, έπειτα του κόβουν τη γλώσσα και του βγάζουν τα μάτια. Το τελειωτικό κτύπημα το δίνει ο ίδιος ο βασιλιάς, καρφώνοντας το σπαθί του στο στήθος του. Αφού είναι πια νεκρός, του κόβουν κεφάλι, χέρια, πόδια, του ξεριζώνουν και την καρδιά από τα στήθη κι όλα μαζί τα ρίχνουν μέσα σε ένα χρυσό «βατσέλι». Έπειτα ο βασιλιάς βάζει και του φωνάζουν την Ερωφίλη. Αυτή, ξεκινώντας να τον βρει, προαισθάνεται ακόμα μια φορά το φοβερό τέλος που σιμώνει.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Νένα, ποθαίνω, λέγω σου, κι αν είναι μπορετό σου

‘ς μιαν άρκλα με το ταίρι μου τα χέρια σου ας με χώσου·

τα κακορρίζικα κορμιά τ’ αδικοσκοτωμένα

χώμα στον ‘Αδη ας γενούν τον πρικαμένον ένα,

καθώς τα δυο με μια ψυχή στον κόσμ’ απάνω ‘ζούσα,

κι αγαπημένα πάντα τως μια θέλησι κρατούσα

κι όσο γλυκύ μ’ επότισες γάλα, παρακαλώ σε,

τόσα νεκρής τη σήμερο δάκρυα πρικιά μου δώσε.

     Πηγαίνει στο βασιλιά, ο οποίος υποκρίνεται ότι την έχει συγχωρήσει και της ζητά να ανοίξει το βατσέλι να δει τα δώρα που της έχει ετοιμάσει. Για μια στιγμή η χαρά φουσκώνει στα στήθη της Ερωφίλης. Όμως καθώς σιμώνει το βατσέλι φόβος τής πλακώνει πάλι την καρδιά.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Τρέμ’ η καρδιά μου και κτυπά, τ’ αμμάτια μου δειλιούσι,

και προς αυτό το χάρισμα τρομάσσου να στραφούσι,

κ’ η χέρα μου μηδέ ποσώς δε θέλει να σιμώση,

κι ως όφις άγριος να ‘τονε, τρομάσσει να τ’ απλώση.

     Ανοίγει το βατσέλι και βλέπει μέσα τα μέλη του αγαπημένου της, για να πληροφορηθεί στη συνέχεια από τον πατέρα της ότι το σώμα του δόθηκε τροφή στα λιοντάρια.

ΕΡΩΦΙΛΗ

Ω κύρι μου, μα κύρι πλιο γιάντα να σ’ ονομάζω,

κι όχι θεριόν αλύπητο κι άπονο να σε κράζω,

πειδή περνάς στην όρεξι πάσα θεριό του δάσου,

και πλια άγρια παρά λιονταριού μόδειξες την καρδιά σου.

Θεριό λοιπόν αλύπητο παρά θεριό κιανένα,

για ποια αφορμή δεν έσφαξες την ταπεινήν εμένα;

Μα κείνο, που δεν έκαμε το χέρι τ’ απονό σου,

θέλει να κάμει μόνια μου, σκιας με το στανικό σου,

γιατί δεν είναι μπορετό, μηδέ ποτέ τυχαίνει,

μιαν ώρα απού το ταίρι μου να ζιω ξεχωρισμένη.

Ταίρ ‘ ακριβό μου και γλυκύ, φως και παρηγοριά μου,

και πώς σε βλέπουν τσι φτωχής τ’ αμμάτια τα δικά μου,

και μ’ όλον τούτο δύνουνται τα μέλη μου και ζούσι,

τ’ αμμάτια μου και βλέπουσι, τα χείλη και μιλούσι….

Πανάρετέ μ ‘ Αφέντη μου, πού ‘ν τα πολλά σου κάλλη,

πού κείν’ η νόστιμη θωριά, και πάσι χάρι σου άλλη;

πού   ναι τ’ αμμάτα τα γλυκιά; ποιο άπονο μαχαίρι

σου τα βγάλε κι ετύφλωσε, οϊμέ! ακριβό μου ταίρι;

στόμα μου νοστιμώτατο και μοσκομυρισμένο,

βρύσι ολωνώ τών αρετώ, ζαχαροζυμωμένο,

γιάντα τα πλουμισμένα σου και τα γλυκιά σου χείλη

τη δούλη σου δεν κράζουσι, οϊμέ, την Ερωφίλη;

γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα κλάηματά μου

δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ‘ς παρηγοριά μου;

μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες, και πώς να μου μιλήσεις,

πώς την πολλά βαριόμοιρη να με παρηγορήσεις;

πώς να μου παραπονεθης, πώς να μου πης, «ψυχή μου,

για σένα μόνο θάνατον επήρε το κορμί μου;».

Κ’ εσάς, χεράκια μ’ ακριβά, ποια χέρια αποκοτήσα,

κι άπονα απού το δόλιο σας κορμί σας εχωρίσα;

χέρια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνη,

και μοναχάς να δίδετε νόμο στην Οικουμένη,

για ποια αφορμή δεν πιάνετε τα χέρια τα δικά μου;

γιάντα στο στήθος σπλαχνικά κι απάνω στην καρδιά μου

δεν ‘γγίζετε ν’ αλαφρωθή, τσί πόνους τσι να χάση,

κ’ ετούτη την τρομάρα τζι την τόση να σκολάση;

Και συ, καρδιά αντρωμένη μου, του πόθου φυλακτάρι,

ποιο ‘τον εκείνο τ’ άπονο κι αγριώτατο λιοντάρι,

που σ’ έβγαλ’ εκ τον τόπο σου, κ’ αιματοκυλισμένη

τ’ αμμάτια μου να συντηρού μ’ έκαμε την καημένη;

καρδιά μου αγαπημένη μου, γλυκώτατη καρδιά μου,

πόσα του πόθου βάσανα είχες για όνομα μου!

πάντα ‘ζειες μ’ αναστεναγμούς, κι εθρέφουσου με πρίκες,

κ’ εις το ‘στερο ανασπάστηκες, κ’ εκ το κορμί σου βγήκες,

για να μπορώ τριγύρω σου να ‘δω, πώς ει γραμμένο

τ’ όνομα τς Ερωφίλης σου το πολυαγαπημένο.

Ώφου πρικύ μου ριζικό, κι αντίδική μου μοίρα,

τόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα!

μοίρα κακή για λόγου μου, κομπώτρα κι ωχθρεμένη,

‘ς ποιο τέλος μ’ εκατάφερες την πολυπρικαμένη!

ποιο πράμα μ’ έκαμες να δω, ποιαν πρίκα να γνωρίσω.

Ποια παιδωμή, ποιο βάσανο, ποιο πόνο να γροικήσω!….

Την πόρτα τςί Παράδεισος μ’ άνοιξες, κι από κείνη

στην Κόλασι μ’ επέρασες, κι αλύπητα με κρίνει·

ψευτό καλό μου χάρισες, κι ως όνειρον εχάθη,

σα χόρτον εξεράθηκε, σα ρόδον εμαράδη·

σαν αστραπή άψε κι έσβησε, κι έλυσε σαν το χιόνι,

σα νέφαλον εσκόρπισε, στον άνεμο σα σκόνι.

Μα δε φυράς τα πάθη μου δε μου λιγαίνεις πρίκα,

κ’ οι πόνοι μου κ’ οι κρίσεις μου παντοτινά γενήκα,

και πλειότερη την παιδωμή για να ‘χω και τα βάρη

τα πάθη μου δεν έχουσι να με σκοτώσου χάρι.

Μα κείνο, που δε δύνεται τόσος καημός να κάμη,

θέλει το κάμει η χέρα μου και το μαχαίρ’ αντάμη,

στον Άδη να με πέψουσι, κι ο κύρις άπονος μου

τη βασιλειάν του ας χαίρεται και τσι χαρές του κόσμου.

Στήθος μου κακορρίζικο, καρδιά μου πρικαμένη,

πόσα ‘τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη

στον κόσμο να μην είχα ‘σται, πόσα τόνε καλλιά μου

λάψ’ ήλιου να μη δούσινε τ’ αμμάτια τα δικά μου.

Το πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκύτατο μου,

παρακαλώ σε να δεχτή το πνέμα το δικό μου,

‘ς ένα να στεκομέστανε τόπο, και μιαν ομάδι

Κόλασι γη Παράδεισο να γνώθωμε στον Άδη.

Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε, ψυχή μου,

βούηθα μου τςι βαριόμοιρης και δέξου το κορμί μου.

«Εδώ πιάνει το μαχαίρι, οπού ήτονε στο βατσέλι και σφάζεται και πέφτει σκοτωμένη· και εις λιγάκιν έρχουνται οι κορασίδες της γυρεύοντάς τηνε», συνεχίζει ο συγγραφέας δίνοντας τις σκηνοθετι­κές του οδηγίες. Κατόπιν εμφανίζεται η Νένα μαζί με τις κορασίδες της Ερωφίλης. Βλέποντας το νεκρό της σώμα, ξεσπάει σε θρήνο.

Οιμένα, Ερωφίλη μου, τον ‘Αδη πως πλουταίνεις

με τς ομορφιές σου τσι πολλές, κι όλη τη γη φτωχαίνεις.

     Έπειτα έρχεται ο βασιλιάς, ο οποίος σχολιάζει ψυχρά το θάνατο της κόρης του. Οι γυναίκες οργισμένες τον ρίχνουν κάτω και τον σκοτώνουν. Μετά παίρνουν το σώμα της Ερωφίλης και το πάνε μέσα να το περιποιηθούν για την ταφή.

     Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για τις αρετές του έργου, που όλοι σας θα έχετε αντιληφθεί μετά από τόσους στίχους που παραθέσαμε. Θα σταθούμε μόνο σε μια παρατήρηση, ή μάλλον μια σύγκριση που κάνει ο ‘Αγγελος Τερζάκης ανάμεσα στον ποιητή της “Ερωφίλης” και τον ποιητή της “Θυσίας Του Αβραάμ“. Πιστεύει πως ενώ το έργο του Κορνάρου είναι πιο άρτιο θεατρικά, στο στίχο ο Χορτάτσης φαίνεται πιο τεχνίτης. Ξέρει το διασκελισμό κι οι τομές του έχουν μεγαλύτερη ποικιλία. Οι στίχοι του Κορνάρου απενα­ντίας βαδίζουν ζευγαρωτά, σαν τις μαντινάδες. Τη δύναμη των στίχων του Κορνάρου, παρά την τεχνική τους κατωτερότητα, θα τη δούμε και παρακάτω στον «Ερωτόκριτο».

     Η δεύτερη μεγάλη λυρική τραγωδία που έχει να μας παρουσιάσει το Κρητικό θέατρο είναι ο «Βασιλιάς Ροδολίνος», του Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλου. Για πρότυπό του έχει τον «Βασιλιά Τορρισμόντο» του Τορκουάτο Τάσσο, ο οποίος με τη σειρά του δανείστηκε το θέμα του από Αγγλοσαξωνικούς μύθους. Γράφτηκε μετά την “Ερωφίλη” και τον “Ερωτόκριτο“, έργα από τα οποία επηρεάζεται ο ποιητής. Η τραγωδία αυτή, όπως γράφει ο Στυλιανός Αλεξίου, «κινείται μέσα στον κώδικα βίας και πάθους του Ιταλικού μπαρόκ, που επαυξάνεται μάλιστα με μεγαλύτερο αριθμό θανάτων». Στην τάση προχωρημένου μπαρόκ που χαρακτηρίζει το έργο αποδίδει η Μάρθα Αποσκίτη το έντονα αισθησιακό στοιχείο του έργου.

     Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Ο Τρωσίλος, ο βασιλιάς της Περσίας, παρακαλεί το φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Μέμφιδας, να τον βοηθήσει να παντρευτεί την Αρετούσα την οποία ο πατέρας, ο Ρήγας της Καρχηδόνας, δεν θέλει να του δώσει, γιατί παλιά είχε λεηλατήσει τη χώρα του. Ο Ροδολίνος τη ζητάει από τον πατέρα της σαν δική του γυναίκα, πρόταση που γίνεται δεκτή.

     Επιστρέφοντας στη χώρα του, το πλοίο τους πέφτει πάνω σε θαλασσοταραχή, και βουλιάζει κοντά σε ένα ερημικό ακρογιάλι. Σύρονται μισοπεθαμένοι στην ακτή, και ερωτεύονται ο ένας τον άλλο. Ο Ροδολίνος όμως κατόπιν νιώθει τύψεις που πρόδωσε την εμπιστοσύνη του φίλου του κι αγωνιά για τη στάση που θα κρατήσει όταν μάθει το γεγονός. Αποφεύγει να ξανακάνει έρωτα με την Αρετούσα, ρίχνοντάς την έτσι σε τρομερές αμφιβολίες. Ο θάνατος είναι μόνιμα στη σκέψη του. Όταν έρχεται μάλιστα κι ο φίλος του, η αγωνία του κορυφώνεται. Σκέπτεται να του δώσει γυναίκα την αδελφή του Ροδοδάφνη σαν εξιλέωση και για να κατευνάσει τη σίγουρη οργή του. Η Αρετούσα ξαφνικά καταλαβαί­νει ότι προοριζόταν για τον Τρωσίλο και πιστεύει πως ο μόνος λόγος που ο Ροδολίνος την κράτησε κοντά του ήταν για να κληρονομήσει το βασίλειο του πατέρα της. Απελπισμένη αποφασίζει να πιει δηλητήριο για να αυτοκτονήσει.

Αμ είντα κάμνω;.. Γιαντ’ αργώ;.. Τι πράμα μπλιο ανιμένω;…

Φοβούμαι ακόμη;.. Ή αγαπώ τον τόσο αγαπημένο;…

     Ο Ροδολίνος τη βρίσκει λίγο πριν ξεψυχίσει. Πεθαίνει ανταλλάσοντας λόγια αγάπης με τον αγαπημένο της, που μη αντέχοντας τον πόνο, θα αυτοκτονήσει αμέσως μετά στο πλάι της. Ο Τρωσίλος, συντριμμένος από τη θλίψη καθώς μαθαίνει ότι στάθηκε η αιτία να πεθάνει ο καλύτερός του φίλος κι η γυναίκα που αγαπά, αυτοκτο­νεί κι αυτός.

     Ο Τρωίλος, λέγει ο Σολωμός,5 έχει περισσότερο νοοτροπία αφη­γηματικού ποιητή παρά θεατρικού, ηδονίζεται ζωγραφίζοντας τε­λετές. Όμως, αν και λείπει η εξωτερική δράση, η εσωτερική, η «πεμπτουσία της δραματικής ποίησης», περισσεύει. Έργο ψυχανα­λυτικό, όπως το χαρακτηρίζει, βρίσκεται στον αντίποδα της “Ερωφίλης“. Οι συγκρούσεις είναι εσωτερικές, και η δράση συντελείται υποσυνείδητα. Όλα αυτά φέρνουν το έργο αυτό πολύ κοντά στην εποχή μας.

     Ο «Ζήνων» είναι μια τραγωδία που έχει για θέμα της ένα ιστορικό γεγονός, την ανατροπή του Ζήνωνα (474-491) από τον Αναστάσιο. Ο άγνωστος συγγραφέας έχει σαν πρότυπό του το έργο «Ζήνων ή η άτυχη φιλοδοξία» του ‘Αγγλου Ιησουίτη Τζόζεφ Σάιμον. Όλο το έργο είναι γεμάτο από παλατιανές ίντριγκες και πτώματα. Παρά τις κάποιες αρετές του το έργο είναι τελικά αρκετά μέτριο. Μάλιστα ο απρόσεκτος συγγραφέας βάζει έναν ανύμφευτο πρωθιερέα να έχει ένα γιο.

     Ο «Γύπαρης» (ή «Πανώρια») του Χορτάτση είναι προγενέστερος από την “Ερωφίλη“. Είναι επηρεασμένο από την ποιμενική παράδοση της ιταλικής αναγέννησης που κηρύσσει την επιστροφή στη φύση και που πιο πρώτα, όπως είδαμε, είχε εμπνεύσει τη «Βοσκοπούλα». Τα πρότυπά του είναι ο «Πιστός Βοσκός» του Γκουαρίνι κι ο «Αμύντας» του Τάσσο.

     Ο μύθος είναι απλός. Περιγράφεται ο έρωτας δύο βοσκών για δύο όμορφες βοσκοπούλες, που θα τους βγάλουν την πίστη μέχρι να πέσουν στην αγκαλιά τους. Αντιστικτικά παρουσιάζονται οι γεροντοέρωτες του γεροβοσκού πατέρα της Πανώριας (της μιας από τις δύο βοσκοπούλες) με τη γριά Φροσύνη, για να θυμίσουν πως

φεύγει ο καιρός σαν το πουλί, τα πράματα γερούσι,

όλα του κόσμου πάντοτε τα χόρτα δεν ανθούσι.

    Εξάλλου το ενδιαφέρον του έργου, όπως λέγει ο Σολωμός, δεν βρίσκεται στην υπόθεση, αλλά στον «λυρισμό του στίχου, στην ατμόσφαιρα της υπαίθριας ζωής, στη ζωντάνια της ερωτικής σύγ­κρουσης».

Ο έρωτας είναι κι εδώ πρωταγωνιστής, όμως με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στις τραγωδίες. Ο έρωτας στα ποιμενικά ειδύλλια «όσο αγχώδης κι αν παρουσιάζεται», λέει πάλι ο Σολωμός, «είναι κατά κανόνα ευτράπελος. Δεν του λείπει ποτέ μια δόση σατιρικής υπερβολής. Ο απελπισμένος εραστής χτυπιέται με τον πιο συγκινη­τικό και μαζί με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο».

Ω, δάση μου πυκνότατα, φύγετε από σιμά μου,

μη σας εκάψου σήμερο, τ’ αναστενάματά μου,

     αρχίζει ο Γύπαρης τον ερωτικό του θρήνο. Μα τι έχει τέλος πάντων αυτή, και είναι τόσο ξετρελαμένος μαζί της;

ένα χιονάτο κούτελο, δυο μάτια ζαφειρένια,

δυο χείλη κατακόκκινα, δυο χέργια μαρμαρένια,

γεις κρουσταλλένιος τράχηλος, βυζάκια δυο και στήθη

ολάργυρα, χρυσά μαλλιά νεράιδας ίδιας ήθη

    Εκείνη όμως, δεν συγκινείται με τον έρωτά του· απεναντίας, λες και χαίρεται να τον αποδιώχνει.

Τα πάθη μου τη θρέφουσι κι οι πρίκες μου τη ζούσι

κι εισέ πολλές οι πόνοι μου δροσές τήνε κρατούσι,

το γέλιο μου πρικαίνει τη, θλίβει τη η χαρά μου

κι αρρωστημένη γίνεται θωρώντας την υγειά μου!…

    Ο ποιητής, με το στόμα της γρια-Φροσύνης, δεν παραλείπει να σατιρίσει τις γυναίκες που, ενώ κάνουν τις δύσκολες, φλέγονται από χειρότερους πόθους.

Στο τέλος έρχεται ο από μηχανής θεός, ο γιος της Αφροδίτης, για να σώσει τους δύο ερωτευμένους ρίχνοντας στην αγκαλιά τους τις αγαπημένες τους.

     Όμως, όπως στις κωμωδίες που θα δούμε πιο κάτω, οι δευτε­ρεύοντες κωμικοί χαρακτήρες κρατούνε περισσότερο το ενδιαφέ­ρον του θεατή. Έτσι κι εδώ το ενδιαφέρον μας το κερδίζει περισσότερο από τους πρωταγωνιστές η κερά Φροσύνη, που θυμόσοφα εκφράζει τη θλίψη της για τα γηρατιά τα στερημένα από έρωτα. Ψάχνει να βρει ένα βοσκό που κατέχει να της φτιάξει μια αλοιφή, που θα την ξανακάνει νέα. Κι έτσι και γίνει νέα, θα πάψει πια να κάνει τη δύσκολη όπως τότε. 
  

ΦΡΟΣΥΝΗ

Σαν όντεν ήμου κοπελιά δε θέλω κάμει τώρα,

απού ποτέ δεν ήθελα να δώσω αθρώπου γνώρα.

Θυμούμαι το μεταγνωμό απού ‘χεν η καρδιά μου,

σαν είδα κ’ εψαρήνασι κι ασπρίσα τα μαλλιά μου.

Για τούτο απού το στόμα μου, τ’ «όχι» δε θέλει πέσει,

μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι.

Ας έχη μόνο η αλοιφή χάρη να με ξασπρίση

και τη χαημένη μου ομορφιά πάλι να μου γυρίση.

ΓΥΠΑΡΗΣ

Σαν καμινάδα καπνερή, ξαναχωματισμένη

θέλεις γενή, μου φαίνεται, σαν αλειφτής, καημένη.

    Μ’ ένα αληθινά σπαρταριστό τρόπο περιγράφει την πραγματική ψυχολογία της γυναίκας στην τέταρτη σκηνή της πρώτης πράξης και δεν θα κουραστείτε πιστεύουμε να τη διαβάσετε ολόκληρη.

Κρίνω κι αν εκατέχασι οι άντρες οι καημένοι

τω γυναικώ την όρεξη καλά, καθώς τυχαίνει,

πώς λίγ’ ηθέλασι βρεθή την σήμερον να κλαίσι

κι ανέγνωρες κι αλύπητες τσι κόρες τως να λέσι·

μηδέ με τόσα κλάηματα να τσι παρακαλούσι,

μα παρακάλια απ’ αυτές λυπητερά ν’ ακούσι.

Γιατί δεν είναι μηδεμιά σ’ όλη την οικουμένη

μ’ άντρα να μη λιγώνεται να ‘ναι συντροφιασμένη·

και να μην έχει πεθυμιά χίλιοι να τη θωρούσι,

χίλιοι να την παινούσινε και να την αγαπούσι.

Γιαύτως θωρείς πως κάθουνται κι ολημερίς κτενίζου

την κεφαλή και με τσ’ αθούς τσ’ όμορφους τη στολίζου

και ζαφορίζου τα μαλλιά και δαχτυλιδωμένα

τα κάνου κι απομένουσι με τέχνη σοθεμένα

τριγύρου του κούτελου τως κ’ είναι πολλά εγνοιασμένες

να ‘χουσι τσ’ ασκημάδες τως πάσ’ ώρα σκεπασμένες·

νίβγουνται, κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται,

με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απιλογούνται

με τέχνη τα ματάκια τως τα πλουμιστά γυρίζου

κι’ όλες γυρεύγου την καρδιά τ’ αθρώπου να φλογίζου·

σιγανοπορπατούσινε και σιγανογελούσι

και να τσι συντηρούσινε τα μάτια προσκαλούσι.

Δείχνουσι μέρος τω βυζιώ και κάτω τ’ αστραγάλου

και χάρη τση πορπατηξιάς δίδουσι και του ζάλου.

Και αν ήτα μπορετό ντωνε στη γη να μην πατούσι,

μα στον αέρα να ‘χουσι φτερούγες να πετούσι,

μετά χαράς το κάνασι για να μπορού ν’ αρέσου

των κοπελιάρων ολωνώ. Μηδέ ποτέ να πέσου

μπορούσι σε χειρότερη πρίκα και κακοσύνη

και μεγαλύτερο καημό καθώς την ώρα κείνη

απού γνωρίζουσι το πως γυναίκα βρίσκετ’ άλλη

να τσι περνά στην ομορφιά κ’ εις τα περίσσα κάλλη·

γη τότες, όντε βλέπουσι τσ’ άντρες και τσι μισούσι

και πως το πρόσωπό ντωνε να βλέπου δεν ψηφούσι.

Μα τούτη ντως την πεθυμιά, την όρεξη και γνώμη

με χίλιους τρόπους να κρατού χωστή γυρεύγου ακόμη

κ’ η φύση τωνε να ‘ναι αλλιώς- γιαδαύτος πορπατούσι

τόσα πολλά περήφανες και δείχνου πως μισούσι

τ’ αγαφτικού τως τη μιλιά και τη θωριάν ομάδι

δείχνουσι με σκληρότητα και βάνου τζι στον ‘Αδη.

Μ’ αν εφρονέψασι κι αυτοί ν’ αλλάξουσι δαμάκι,

τσι κορασές δειν ήθελες να πιούσινε φαρμάκι·

δει τζ’ ήθελες να τσ’ ακλοθού, δει τζ’ ήθελες να κλαίσι

και να ‘χου λύπηση σ’ αυτές λυπητερά να λέσι

τα χάδια να σκολάσουσι, ν’ αφήσου τα περίσσα

κι’ ως μερωμένες αγελιές να πορπατούσιν ίσα·

και μέρα νύχτα του ταυριού ξοπίσω να μουγκρίζου

και των αντρώ την απονιά την άμετρη να βρίζου.

Κ’ εγώ γυναίκα βρίσκομαι κι ωσά γυναίκα γνώθω

σε μιας γυναίκας λογισμό πόσα μπορεί τον πόθο.

Αν προπατή γη αν κάθεται γη αν είναι κοιμισμένη

βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη·

κι όσες φορές στραφούσινε τα μάτια τση να δούσι

κιανένα νιο, τόσες φωτιές τα μέλη τση γροικούσι·

κι όσες θωρεί το γέλιο ντου γη ακούν του το τραγούδι

τόσες στο στήθος τση πληγές πάντα τον ο πόθος δούδει.

    Αργότερα ξεχνά τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό της κι αποκρούει τις επιθέσεις του γερο-Γιαννούλη, που κοιτάζει πως να την καταφέρει. Του λέει θυμόσοφα:

Ο άνθρωπος όσο πλια γερνά, χάνεται η δύναμή του

κι όσο λιγότερα μπορεί, πληθαίν’ η γιόρεξή του.

    Κάνει τη δύσκολη, δέχεται όμως να συνοδέψει τον Γιαννούλη, αφού τον βάζει πρώτα να της υποσχεθεί πως δεν θα την πειράξει. Αυτός υπόσχεται.

ΦΡΟΣΥΝΗ

Πιστεύγω σου κι ας πηαίνομε.

ΠΑΝΝΟΥΛΗΣ

‘Αγωμε κι ακλουθώ σου

και πως το θέλεις πλιότερο παρ’ από με γροικώ σου.

     Και στις κωμωδίες τους οι Κρητικοί δραματουργοί επηρεάζονται από τις ιταλικές, που οι παραστάσεις τους τον καιρό εκείνο αφθονούν στη μητρόπολη. Οι υποθέσεις και των τριών κωμωδιών που κατέχουμε κινούνται στο ίδιο πάνω κάτω σχήμα: Γεροξεκούτηδες ερωτεύονται όμορφα κορίτσια ή βρίσκονται ερωτικοί ανταγωνι­στές με όμορφα παλικάρια, για να αποδειχθεί στο τέλος ότι πρόκει­ται για τα χαμένα τους παιδιά, οπότε ως διά μαγείας μεταμορφώνο­νται σε στοργικότατους πατεράδες.

Και τα πρόσωπα είναι περίπου τα ίδια, στυλιζαρισμένα. Ο γέρος, η γριά, ο νέος, η νέα, ο δούλος, η δούλα, ο στρατιώτης, ο μαστρωπός, η πόρνη. Να πώς τους περιγράφει ο Αλέξης Σολωμός:

     Ο γέρος θάτανε: τσιγγούνης ή γκρινιάρης ή μισάνθρωπος ή ερωτιάρης ή πολλά απ’ αυτά μαζί. Η γριά: παραμάνα ή ματρόνα ή μεσίτρα. Ο νέος: ερωτεμένος και δύστυχος. Η νέα: ερωτεμένη και δύστυχη. Ο δούλος: παμπόνηρος και καλόκαρδος. Η δούλα: παμπόνηρη και καλόκαρδη. Ο παράσιτος: φαγάς. Ο στρατιώτης: φωνακλάς. Ο μαστρωπός: μασκαράς. Η πόρνη: συμφεροντολόγα ή ιδεολόγα ή ένα κράμα κι απ’ τα δύο.

     Ο “Κατζούρμπος“, η πρώτη από τις τρεις κωμωδίες, αποτελεί ίσως και την πρώτη απόπειρα του Χορτάτση να δοκιμάσει τις στιχουργι­κές και τις δραματικές του ικανότητες. Ο μύθος, που «χωράει σε μια κύρια πρόταση», είναι ο εξής: Η φιλοχρήματη Πουλισένα, με τη βοήθεια της μαυλίστρας Αρκολίας, ρουφιανεύει την ψυχοπαίδα της Κασσάντρα, στο γερο Αρμένη -μ’ όλο που η μικρή αγαπάει το Νικολό κι έχει βοηθό της τη σπλαχνική Αννούσα- ώσπου στο τέλος βγαίνει στο φως πως η Κασσάντρα είναι η χαμένη κόρη του Αρμένη κι έτσι ο παραλίγο αγαπητικός γίνεται στοργικός πατέρας, για να τελειώσουν όλα με χαρές. Αυτή η συμβατική υπόθεση είναι το πρόσχημα για να απολαύσουμε τους δούλους με τα χοντρά χωρατά τους, τις μεσίτρες με τις θυμοσοφίες και τις κοσμοθεωρίες τους (πουτάνα δίχως πονηριά, δίχως ονύχια η γάτα, ρουφιάνα δίχως ψόματα, κακά τωνε μαντάτα) τις λατινικούρες των δασκάλων που γίνονται αιτία σπαρταριστών παρεξηγήσεων, και τις κομπορρημοσύνες των ψευτοπαλληκαράδων που στο τέλος ξευτελίζονται. Ο Σολωμός λέγει πως παρά τις ατέλειές της η κωμωδία αυτή έχει μια απλοϊκότητα κι ένα πρωτόγονο κέφι που αφοπλίζουν. Πιστεύει όμως ότι γράφηκε για ένα άξεστο κοινό κι ότι «με ψηφοθηρικό ζήλο νεοφώτιστου απευθυνόταν στη λαϊκή μάζα και σκόπευε στα δικά της γούστα».

     Όμως ένας δραματουργός, κάνοντας το ντεμπούτο του θα προτι­μούσε μάλλον να αρέσει στο καλλιεργημένο κοινό με το εξεζητημέ­νο γούστο, παρά στο πλατύ κοινό. Κανείς δραματουργός με σοβα­ρές προθέσεις δεν ξεκινάει έχοντας σαν στόχο την εμπορικότητα και την πλατιά απήχηση, προκαλώντας την δυσφορία των πιο απαιτητικών θεατών και κριτικών. Το πιο πιθανό είναι λοιπόν ότι την εποχή εκείνη το λαϊκό γούστο ήταν και το κυρίαρχο γούστο· σε ένα τόσο στενό περιβάλλον όπως η Κρητική κοινωνία, που οι τέσσερις μεγαλουπόλεις της δεν υπερέβαιναν σε πληθυσμό τις τριάντα χιλιάδες, τα περιθώρια πολιτιστικών διαφοροποιήσεων ήσαν πολύ περιορισμένα. Και λαϊκό και καλλιεργημένο κοινό θα πρέπει να γελούσαν με τα ίδια αστεία.

     Δεν συμφωνούμε επίσης με το Σολωμό που υποτιμά το «πορνο­γραφικό παιχνίδι», όπως το αποκαλεί, στο Κρητικό θέατρο, γιατί δεν περιέχει την κοινωνική και πολιτική σάτιρα που περιέχει λόγου χάρη στον Αριστοφάνη ή στον Μακιαβέλλι. Μπορεί οι βωμολοχίες του κι οι πορδολογίες του να μην έχουν τις πολιτικές αιχμές που έχουν στον Αριστοφάνη, αυτό όμως δεν τις εμποδίζει να είναι πολύ σπαρταριστές. Σήμερα υπάρχει μια αντίληψη που τείνει να επικρα­τήσει σε προοδευτικούς κύκλους, ότι μια κωμωδία χωρίς κοινωνι­κές αιχμές και προεκτάσεις δεν είναι καλή. Όμως είναι χίλιες φορές καλύτεροι, οι Χοντρός-Λιγνός κι ο Μπάστερ Κήτον με το άσοφο χιούμορ τους (το ότι εξακολουθούν να προβάλλονται είναι μια απόδειξη) παρά ένα σωρό άλλες κωμωδίες που ξεκινάνε με τις ευγενικές προθέσεις να σατιρίσουν κάποιες καταστάσεις για να ξεπέσουν τελικά σε ένα επιθεωρησιακό κακέκτυπο.

     Πρέπει να μη ξεχνάμε εξάλλου (το για ποιους λόγους, αποτελεί ένα ενδιαφέρον αντικείμενο έρευνας) πως οι λειτουργίες εκείνες που χαρακτηρίζονται «φυσικές ανάγκες» καθώς και τα όργανα που συνδέονται μ’ αυτές, προκαλούν πάντα μια φαιδρή διάθεση στον κόσμο και συνδέονται με ένα σωρό ανέκδοτα. Αυτή η διάθεση φαίνεται πως βρίσκεται βαθειά ριζωμένη μέσα στην ψυχολογία του πολιτισμένου ανθρώπου. Όταν ο Μάρκος Αντώνιος Φώσκολος στην κωμωδία του «Φορτουνάτος» (την τρίτη κατά σειρά του Κρητικού θεάτρου) βάζει τον ήρωά του Μποζίκη να κλάνει δυνατά πάνω στη σκηνή και να γυρίζει να λέει του κώλου του.

Σώπασε, μη μιλείς εσύ, όταν εγώ δηγούμαι!

σίγουρα δεν είχε υπόψη του πως ένας άλλος κωμωδιογράφος, ο Αριστοφάνης, βάζει τον ήρωά του τον Δικαιόπολη (Αχαρνής), να αφηγείται πως κάθεται στην αγορά και κλάνει. Ούτε κι εκείνος ο αμίμητος ηρακλειώτης είχε υπόψη του τον στίχο του Φώσκολου, όταν, περπατώντας κάποτε με τους φίλους του στο Ηράκλειο, κλάνει δυνατά τέσσερις φορές και, καθώς εκείνη την στιγμή κτύπησε τέσσερις η ώρα το ρολόι του ‘Αη Μηνά, γυρνά πίσω το κεφάλι του και λέει του κώλου του με προσποιητό θαυμασμό. Μπράβο! Καλά πας!

     Η δεύτερη κωμωδία είναι ο “Στάθης“, την οποία ο Σολωμός θεωρεί πιθανότατα έργο του Χορτάτση. Ο πρόλογος του είναι παρμένος από την Ε’ πράξη του “Γύπαρη“, πράγμα που μας επιτρέ­πει, κατά την Lidia Martini, να υποθέσουμε ότι γράφηκε μετά απ’ αυτόν. Όμως αυτό δεν είναι απόλυτα σίγουρο, γιατί εκείνη την εποχή συνήθιζαν να αλλάζουν τους προλόγους στις διάφορες παρα­στάσεις. Ακόμη υποστηρίζει η Martini ότι η «σημερινή μορφή του Στάθη δεν είναι παρά μια μεταγενέστερη διασκευή (ή μάλλον σύμπτυξη) του αρχικού κειμένου. Θα την έκανε κάποιος ηθοποιός ή θιασάρχης, ο οποίος βρίσκοντας την κωμωδία πολύ εκτενή για τις παραστάσεις του, περιέκοψε απ’ αυτήν ορισμένες σκηνές που μπορούσαν να παραλειφθούν κάπως ανώδυνα, γιατί δεν αφορού­σαν τα κύρια πρόσωπα του έργου».

     Την υπόθεση, που σύμφωνα με την Martini είναι «η πιο περίπλοκη του Κρητικού θεάτρου», δεν θα την αναφέρουμε, θα παραθέ­σουμε όμως κάποιους σπαρταριστούς στίχους από τα ίδια απολαυ­στικά πρόσωπα που φιγουράρουν και στις άλλες κωμωδίες, τον λαίμαργο δούλο, το σχολαστικό δάσκαλο, τη μεσίτρα, τον ψευτοπαλληκαρά στρατιωτικό κ.λπ. Έχουμε κάποιους στίχους από τον μπράβο, τον ψευτοπαλληκαρά.

ΜΠΡΑΒΟΣ

Καταραμένο ριζικό! κι ογιάντα εις τον καιρό μου

δεν είν’ του Ξέρξε ο πόλεμος και να τον έχω οχθρό μου!

γιάντα δεν είναι η ταραχή της Τρόγιας γη κι η μάχη

τ’ Ανίμπαλε τον θαυμαστού και να ‘μαι εκεί να λάχη!

γιάντα δεν είναι οι παλαιοί πολέμοι οπού ‘σα πλήσοι

στον όστρο και προς το βορρά, σ’ ανατολή κι εις δύση,

να λάχω μόνιος ‘ς μια μερά και τα φουσάτα εις άλλη

να τώσε δίδω σκότιση και ταραχή μεγάλη!

και μόνο ετούτο το σπαθί στα χέρια μου το φίνο,

σπαθιές να ρίκτω εις μια μερά κι εις άλλη μετά κείνο,

πόδια και χέρια, κεφαλές και μέλη πάσα μέρα

κάτω στη γη να βρέχουσι να κάμω οκ τον αέρα,

να κάμω βρύσες αίματα, σωρούς τα σκοτωμένα

κορμιά, και να χαλώ τειχιά με μάτια θυμωμένα.

     Έχουμε και τις παρεξηγήσεις από τις λατινικούρες του δασκά­λου, εδώ με τις λέξεις somaro και σομάρι.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Calces sunare as δέχομαι, dum ludo cum somaro

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

Και που ‘ναι το σομάρι σου, κι εγώ πα σου το πάρω.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

A la roversa ό,τι μιλώ γροικάς, γιατί δεν έχεις

γράμματα κακορίζικε.

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

                                    λίγα και συ κατέχεις

λίγα, καημένε· τα βαστάς με πίσσα κολλημένα

και πότε λίγο ξεκολλού, και πέφτει σου ένα-ένα.

Πιο κάτω έχουμε τον Πετρούτσο να κάνει τον προξενητή στον Φόλα. Αυτός του λέει.

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟΣ

Μηδέ κι εγώ δεν το θωρείς να παντρευτώ ποτέ μου,

γιατί έχω δίκιαν αφορμή, Φόλα, και γρίκησε μου.

Χρόνοι ‘ναι οπού ήμου στα Νησά κι ήμουνε παντρεμένος,

μα πλια καλλιά ‘χα να χα ‘σται στους Τούρκους σκλαβωμένος

γυναίκα μια είχα ζηλιαρά πολλά, κακοδιαρμίστρα

στο σπίτι και κακόπλαστη, δίμουρη και μεθύστρα,

κακόβια, ανάλατη, κοχλή, τόψια, ψειρομασκάλα,

λεμενταρίστρα και γλωσσού, φαγάνα και βουβάλα.

ΦΟΛΑΣ

Πετρούτσο, κατά τα πηλά δε να ‘ναι και το φτυάρι!

ΠΕΤΡΟΥΤΣΟ!

Σώπασε, οζό, τα σάλια σου, γρίκα τ’ απομονάρι.

Σαν είδα τέτοιο βάσανο, σ’ ένα καράβι εμπήκα

οπού στην Κρήτη ήρχουντο, να φύγω τόση πρίκα’

δεν ξεύρω πώς το γρίκησε τούτη η καταραμένη,

και βάρκα μια την έφερε κι εις το καράβι εμπαίνει.

Στη στράτα θέλει η μοίρα μου και μια φουρτούνα αρχίζει,

μια νύκτα, με το θάνατο να μάσε φοβερίζη·

λέγει ο καραβοκύρης μας, μα με λαλιά θλιμμένη:

«Παιδιά μου, χύση ας κάμωμε, γιατί είμεσταν πνιμένοι·

το πλια βαρύ σας ρίξετε γομάρι, μην αργήτε,

γιατί καλλιά ‘ναι η ζήση μας, και μην το λυπηθείτε!».

Τότες ποιος έμπωθε βουτσί, ποιος έριχνε βαρέλα,

ποιος ήδειαξε τα ρούχα του κι επέτα την κασέλα·

‘ς τούτο αυτή την αζουδιά ξάφνου κι εγώ ήρπαξά τη

και τέτοια λόγια λέγοντας ζιμιόν εγκρέμνισά τη:

«’Αμε στο γερο-δαίμονα, γιατί βαρύ γομάρι

δεν έχω πλιότερο από σε, κι εκείνος ας σε πάρη!»

Με τέτοιον τρόπο εγλίτωσα κι εβγήκα απού τα πάθη,

κι αυτή είπα πως επήρασι τα κύματα κι εχάθη·

σαν τούτη και χειρότερα να πάσι όσες της μοιάζου,

ζιμιό, τους κακορίζικους άντρες να μην πειράζου.

Λοιπό, απείτις το βροχό απ’ αύτη ήθελα αδειάσει,

άλλη σου τάσσω αληθινά ποτέ να μη με πιάση·

μαγάρι κι άλλοι σήμερα το ξόμπλι μου να πιάσα,

κι εις τούτη την αθιβολή κι εκείνοι να μου μοιάσα,

γιατί γυναίκες έχουσι κι αυτοί σαν τη δική μου

και τον καημό μου γνώθουσι χωσμένοι στο πετσί μου.

κι όσοι έχου τέτοια θηλυκά κι απόκεις τα παντρεύγου

σκουλήκους κάνου ζωντανοί κι από το νου ντως φεύγου.

ΦΟΛΑΣ

Το κολοκύθι, θε να πης, όποιο έκαψε περίσσα

στον τράφο απάνω από μακρά το ήβλεπε κι εφύσα.

Πετρούτσο, εδώ τς αφέντες μας θωρείς τσι πώς γελούσι;

στην όψη φανερώνουσι όση χαρά βαστούσι.

     Στον “Φορτουνάτο“, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου, έχουμε πάλι τον ίδιο φαφλατά στρατιωτικό.

ΤΣΑΒΑΡΛΑΣ

Τη δύναμή μου την πολλή, τη φόρτσα τη μεγάλη,

πούρι εγνωρίσασίν τηνε σε μια μερά και σ’ άλλη

τουνής τση χώρας, και όπου πας πράμα άλλο δε δηγούνται,

μονάχας τσι παλληκαριές απού ‘καμα θυμούνται·

και τρέμουν όλοι ωσά με δου σα σκύλοι το Γενάρη,

οι Φράγκοι αμάδι κι οι Ρωμιοί και οι λαϊκοί και οι φράροι.

Και όντε μου δώσουν αφορμή το χέρι μου να βάλω

σε τούτο μου το φρατουπί και σύρω να το βγάλω

όξω απού το φουκάριν του, και το μπουνιάλο πιάσω,

κλησαστικούς και λαϊκούς σύρνω να τεταρτιάσω.

ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ

Για κείνο μου παντήξασι δύο φράροι ξεσκισμένοι

απού το φόβο τον πολύ και οι δυο ‘σανε χεσμένοι

και γεις του αλλού τως ήλεγε: «Στο μοναστήρι, φράρο,

και φαίνεται μου οπίσω μου πως βλέπω αυτό το Χάρο».


     Ο γέρο Λούρας στέλνει τον φαμέγιο του τον Μποζίκη για προξενητή στην κερά-Μηλιά, που έχει για κόρη της την όμορφη Πετρονέλα.

Γνωρίζεις την κερά-Μηλιά, τη χήρα του Φουντάνα,

απού ‘ναι προς τη γειτονιά του Σα Σαλιβαδόρο,

απάνω καθώς πηαίνομε εις του Γουβερναδόρο,

ανάντια μέσα στο στενό εις το Κερατοχώρι;

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Γνωρίζω τη, και πούρι δα δεν είμαι απού τα όρη.

Μα να τη δω δε δύναμαι, γιατί ‘ναι μια, ως λέσι,

μίζερη, σκύλα και ζαβή, απού για να μη χέση

δεν τρώγει.

ΛΟΥΡΑΣ

                 Γρίκα. Μια φορά την ήπιασέ ένας πόνος…

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Και πώς δεν τη συμμάζωξε τότε ο κακός τση χρόνος;

ΛΟΥΡΑΣ

… οπίσω στο ζερβό νεφρό, κι ήρχεντο στο βυζί τση,

με φόβο και με κίντυνο να πάρη τη ζωή τση.

ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Ας είχεν πάει στ’ ανάθεμα, γιατί να ζη κρίμα ‘ναι.

Μερμήγκοι δυο δεν βρίσκουσι στο σπίτι τζη να φάνε.

   Η προξενήτρα η κερά Πέτρου σχολιάζει.

ΠΕΤΡΟΥ

Δίκιο μου φαίνεται πολύ κι εμένα να τη φτάνη,

γιατί του γέρο η αγκαλιά χνώτο και βρώμο εβγάνει.

Πολλά κακά συβάζεται το ξίδι με το μέλι,

και όμοιος τον όμοιον αγαπά, και όμοιος τον όμοιο θέλει.

     Κι ο δάσκαλος προσπαθεί να μεταπείσει το γερο Λούρα.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ

‘Αγωμε στα κομμάτια!

Μα κι όντε δε μπορής εσύ την κοπελιά να φτάξης

σ’ εκείνο το χρειάζεται, θα στέκης να πλαντάξης.

Γιατί τούτες οι κοπελιές άφτουν ωσάν καμίνι

και είναι χρεία ολημερνίς άντρας να τως το σβήνη.

Για τούτο θέλου αδυνατό και νιο ταίρι να κάνου

κι α βρούσι γέρο, του λαφιού το κέρατο του βάνου.

     Την κόρη βέβαια στο τέλος την παίρνει ο Φορτουνάτος, αφού αποδειχθεί πως ήταν το χαμένο παιδί του Λούρα, ο Νικολός. Οι κωμωδίες αυτές οπωσδήποτε δεν φτάνουν το ύψος της «Ερωφίλης» και της «Θυσίας», ίσως και του «Γύπαρη» και του «Βασιλιά Ροδολίνου». Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι μικρής αξίας.

     Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια στην πλατεία του χωριού μου μια παράσταση του «Φορτουνάτου», της πιο μέτριας -κατά το Σολωμό- κωμωδίας κι ένα κοινό να σπαρταράει κυριολεκτικά στα γέλια.

     Τελικά, είτε οι κωμωδίες αυτές γράφτηκαν για άσοφο είτε για καλλιεργημένο κοινό, είτε ξεκινούσαν οι δημιουργοί τους από ψηφοθηρικό ζήλο είτε από μια ανεπτυγμένη αίσθηση λαϊκότητας, είτε τα έργα αυτά είναι άρτια από θεατρική άποψη είτε όχι, γεγονός είναι ότι σκορπούν γέλιο, άφθονο γέλιο, στον ίδιο εκείνο κόσμο που τραγουδάει τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, και που κάνει την Ερωφίλη δημοτικό τραγούδι. Αυτό δείχνει ότι είναι λαϊκές, βαθιά λαϊκές.

     Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο για το Κρητικό θέατρο θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για τους προλόγους, το χορό και τα ιντερμέδια. Και τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν θεατρικές συμβάσεις, που δεν προσθέτουν τίποτα στη δράση, αλλά είναι, ο μεν πρόλογος και τα ιντερμέδια έκφραση του πνεύματος μπαρόκ της εποχής (λατρεία του εντυπωσιακού και του φαντασμαγορικού), ο δε χορός επιβίωση του χορού της αρχαίας τραγωδίας.

     Μιλώντας για την «Ερωφίλη» είπαμε ότι ο Χάρος προλογίζει το έργο, προλέγοντας αυτά που θα συμβούν και σχολιάζοντας ταυτό­χρονα για το ασύστατο της τύχης.

Σ’ όλους τους προλόγους τα πρόσωπα που εμφανίζονται είναι μυθολογικά. Στον «Φορτουνάτο» είναι η Τύχη, στον «Βασιλιά Ροδολίνο» το Μελλούμενο, στον «Γύπαρη» η Θεά της κωμωδίας, ενώ στον «Ζήνωνα» έχουμε συνολικά πέντε πρόσωπα, πέντε δαίμο­νες της Ελληνικής μυθολογίας που προλογίζουν, τον ‘Αρη, την Τισιφώνη, την Αληκτώ, την Μέγαιρα και τον Διόνυσο. Η εμφάνιση τους είναι εντυπωσιακή. Πρέπει να τους φανταστού­με στη σκηνή ακριβώς όπως περιγράφουν τον εαυτό τους. Ο Χάρος στην «Ερωφίλη» για παράδειγμα αυτοπεριγράφεται ως εξής:

Η άγρια κι η ανελύπητη κι η σκοτεινή θωριά μου

και το δραπάν’ οπού βαστώ, και τούτα τα γδυμνά μου

κόκαλα κι οι πολλές βροντές κι οι αστραπές ομάδι,

οπού τη γην ανοίξασι κι εβγήκ’ απού τον ‘Αδη,

ποιος είμαι, μοναχά τωνε δίχως μιλιά μπορούσι

να φανερώσου σήμερο ‘ς όσους με συντηρούσι…

    Με ανάλογο τρόπο περιγράφει και η Τύχη τον εαυτό της στον Φορτουνάτο.

Τούτη μου η σβίγα, απού κρατώ στο χέρι και γυρίζω,

τούτα τα μάτια, απού ως τυφλή παντοτινά σφαλίζω,

ετούτη μου η κεφαλή, με χρυσά ντυμένη

μαλλιά είναι στην ομπρός μερά και οπίσω μαδισμένη,

ετούτες οι φτερούγες μου οπού ανοιγοσφαλίζω

κι όλο τον κόσμο έτσι αψά και γλήγορα γυρίζω

ετούτοι, απού εις τη σβίγα μου θωρείτε και γυρίζου,

κι άλλοι στο βάθος κείτονται κι άλλοι ψηλά καθίζουν

κι άλλα σημάδια πλειότερα, απού σε με θωρείτε,

κρίνω πώς να  ‘ναι αφορμή, ποια ‘μαι να θυμηθείτε…

     Οι πρόλογοι στα ιταλικά έργα είναι αρκετά αυτόνομοι από το κυρίως έργο. Για τον «Πιστό Βοσκό» του Γκουαρίνι, για παράδειγ­μα, λέγεται πως υπάρχουν τόσοι πρόλογοι, όσα και τα ανεβάσματα του έργου κι άλλοι μεν απ’ αυτούς γράφηκαν από τον ίδιο συγγραφέα, άλλοι δε από άλλους. Για το έργο “Filli di Sciro” (1607) του Guidubaldo Bonarelli έχουμε τρεις προλόγους, για ισάριθμα ανεβάσματα.

     Στα δικά μας έργα δεν έχουμε ανάλογες περιπτώσεις. Το γράψιμο δεύτερου προλόγου τη στιγμή που υπήρχε ο πρώτος, φαίνεται πως για τους Κρήτες δραματουργούς ήταν μια περιττή σπατάλη χρόνου. Όμως και εδώ η αυτονομία τους είναι τόση, ώστε ο συγγραφέας του «Στάθη» δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει σαν πρόλογο του έργου του τον μονόλογο του έρωτα στην πέμπτη πράξη του «Γύπαρη».

     Ο χορός αποτελεί αναβίωση του χορού της αρχαίας τραγωδίας, αναβίωση θνησιγενής, η οποία θα καταλήξει στην υποκατάστασή του από το κόρο της Όπερας. Τον βρίσκουμε στο τέλος της κάθε πράξης να φιλοσοφεί, να προσεύχεται ή να συμπάσχει με τους πρωταγωνιστές. Το πρώτο χορικό της «Ερωφίλης» είναι ένας ύμνος στον έρωτα. Το δεύτερο εκφράζει τη νοσταλγία των παλιών καλών καιρών, το τρίτο αποτελεί ένα στοχασμό πάνω στα πλούτη και στη φτώχεια, και το τέταρτο είναι μια προσευχή στον ήλιο. Σας δίνουμε ένα δείγμα από το πρώτο χορικό, γραμμένο όπως βλέπετε σε ενδεκασύλλαβες τερτσίνες.

Για σένα πάσα φύτρα πρασινίζει

πάσα δεντρό πληθαίνει και ξαπλώνει

και αθούς κι οπωρικά μας εχαρίζει.

Δάσος τόσ’ άγριο ζο ποτές δεν χώνει

ή ψάρι ο γιαλός, τη δύναμη του

να μη γροικούν κι αυτά, να τα πληγώνει

     Τα ιντερμέδια αποτελούν σύντομα κομμάτια, που παίζονταν στα ενδιάμεσα των πράξεων, με δική τους, ανεξάρτητη υπόθεση. Είχαν θεαματικό χαρακτήρα, και άρεσαν πολύ. Το πνεύμα μάλιστα της εποχής ήταν τέτοιο, ώστε ο κόσμος πήγαινε συχνά στο θέατρο για να απολαύσει τη φαντασμαγορία των ιντερμεδίων, με τα πλούσια σκηνικά, τα φανταχτερά κουστούμια, τις μορέσκες (χορευτικά επεισόδια σε στυλ μπαλέτου που συνήθως αναπαριστούσαν συμπλοκές με μαυριτανούς) και τη μουσική, παρά το καθαυτό έργο. Οι σκηνοθετικές οδηγίες των ιντερμεδίων δείχνουν αρκετά καθαρά το θέαμα που παρουσιαζόταν στη σκηνή. Δέστε για παράδειγμα δύο τέτοιες σκηνοθετικές οδηγίες από τα ιντερμέδια της «Ερωφίλης».

  * Σε τούτο κατεβαίνει ένα νέφαλο και βγαίνει η Αρμίντα με τον Ρινάλδο κι οι Δαίμονες φεύγουν. Η Αρμίντα μιλεί…

  * Εις τούτο πετούντοι οι Δαίμονες με φωτιές και στρέπιτα και χαλούσι το περβόλι και σηκώνουν την Αρμίντα και φεύγου και τελειώνει το δεύτερο Ιντερμέντιο.

    Η Κρητική σκηνή δεν μπορούσε να έχει τον πλούτο και τις τεχνικές δυνατότητες της ιταλικής. Έτσι, ενώ στα ιταλικά ιντερμέ­δια το θέαμα εξαφανίζει την ποίηση, στην Κρητική σκηνή οι περιορισμένες δυνατότητες θεαματικής επίδειξης οδηγούν σε ένα συμβιβασμό κι ο στίχος καλείται μερικά να εκφράσει και ν’ αναπληρώσει αυτό που δεν μπορεί η σκηνή. (Οι ίδιες σκηνικές ανεπάρκειες γλυτώνουν και το αγγλικό θέατρο από τη μετριότητα). Γι’ αυτό και ο Βιτσέντζο Πεκοράρο θεωρεί πως τα Κρητικά ιντερμέδια δεν είναι κατώτερα από τα ευρωπαϊκά, αλλά βρίσκονται «σ’ επίπεδο αξιοσημείωτης τεχνικής επεξεργασίας από θεατρική άποψη και μιας συνεχούς προσοχής στις τυπικές απαιτήσεις της ποίησης».

     Η ανεξαρτησία των ιντερμεδίων από το κυρίως θέμα έκανε ώστε τα ίδια ιντερμέδια να μπορούν να παίζονται σε διαφορετικά έργα, ή στο ίδιο έργο να παίζονται διαφορετικά ιντερμέδια· ακόμη, να έχουν συνοχή ή να μην έχουν. Η επιλογή γινόταν από τους θιασάρχες με βάση λόγους πρακτικούς και επαγγελματικούς, όπως τα γούστα του κοινού ή του χορηγού άρχοντα, τη συγγένεια του μύθου με επίκαιρα γεγονότα, ή τις ικανότητες των εκτελεστών. Τέλος καθορίζονταν και από τη βιασύνη ή μη της προετοιμασίας.

     Συνολικά από το Κρητικό θέατρο μας έχουν διασώσει 18 ιντερμέ­δια, τα οποία τα έχουν χωρίσει σε έξι μεγάλες ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιέχει τα τέσσερα ιντερμέδια της «Ερωφίλης» με θέμα τις σταυροφορίες και μύθο, παρμένο από την «Ελευθερωμένη Ιερου­σαλήμ» του Τορκουάτο Τάσσο. Το σύνολο των στίχων τους είναι 600. Η δεύτερη ομάδα περιέχει τα τέσσερα ιντερμέδια του «Φορτουνάτου» με θέμα τον τρωικό πόλεμο. Έχουν 700 στίχους. Οι υπόλοιπες κατηγορίες περιέχουν θέματα από τον τρωικό πόλεμο, ποιμενικά ή άλλα.

     Επιλογικά σ’ αυτό το κεφάλαιο περί θεάτρου παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξη Σολοψού, όπου συγκρίνοντας το Κρητικό θέατρο με το Αγγλικό, που επηρεάστηκε κι αυτό από το Ιταλικό, κάνει ορισμένες εύστοχες παρατηρήσεις:

     Οι δύο δραματικές οικογένειες -η Αγγλική κι η Κρητική- έχουν πολλά κοινά. Ο Χορτάτσης κι ο Τρώιλος συγγενεύουν ίσως περισσότερο με τον Φλέτσερ και τον Ουέμπστερ παρά με τον Κορνέιγ και το Ρασίν ή ακόμα και τους Ιταλούς παιδαγωγούς τους.

     Πρώτα πρώτα, εκφράζονται στη λαϊκή γλώσσα. Οι ποιητικές τους εικόνες και μεταφορές είναι παρμένες απ’ τα λιμάνια και τα βοσκοτό­πια, απ’ τις καντάδες των ερωτευμένων και τα παραμύθια της γιαγιάς. Τα κυρίαρχα αισθήματά τους είναι ο ασυγκράτητος έρωτας και το αχαλίνωτο μίσος που αχρηστεύουν κάθε λογική, ηθική ή θρησκευτική εποπτεία και δεν επιτρέπουν άλλη επέμβαση απ’ τον βίαιο θάνατο. Καμιά λογική δε μπορεί να δικαιολογήσει το πάθος του Ροδολίνου ή του πατέρα της Ερωφίλης – όπως καμιά δικαιολογία δεν έχουν στο πάθος τους ο Ρωμαίος ή ο Ιάγος. Και παρ’ όλους τους ψυχολογικούς ενδοια­σμούς, κανένα χαλινάρι δεν μπορεί να συγκρατήσει το Ζήνωνα ή το Μάκβεθ στον παθιασμένο καλπασμό τους προς την καταστροφή.

     Όπως το ελισαβετιανό θέατρο, έτσι και το θέατρο της Κρήτης παρουσιάζεται σαν πρωταρχικά ρομαντικό. Ο άνθρωπος δοξάζεται απ’ την ψυχική του αδυναμία. Σκορπάει παράλογα το σπόρο του πάθους του, για να δει να βλασταίνει ο χαμός του. Οι αδιάκοπες μνείες που κάνουν τα Κρητικά πρόσωπα για το Ριζικό ή τη θεία Δίκη ας μην μας παραπλανήσουν. Δεν είναι παρά ατροφικά κι ανόργανα κατάλοιπα της τραγωδίας του Σενέκα, που μαϊμούδιζε την Ελληνική. Είναι τόσο κενά σε ουσία, όσο κι εκείνος ο άκλιτος «Ζευ», που αδιάκοπα μνημονεύεται και που δεν είναι άλλος απ’ τον καλόβολο θεό της νεοΕλληνικής λαογρα­φίας ή τον δύστροπο της εβραϊκής Γραφής. Μπορεί την καταστροφή του Πανάρετου ή της Αρετούσας να την έχει από τα πριν γραμμένη στο βιβλίο του το Μελλούμενο. Μπορεί η αδιάλλακτη ουράνια Δύναμη να πνίγει την προσωπικότητα του Αβραάμ. Ωστόσο οι Κρητικοί ήρωες ενεργούν και παθαίνουν από δικό τους φόβο ή θράσος, μίσος ή αγάπη, κακία ή καλοσύνη. Η «ασυστασιά τση τύχη τως» είναι ασυστασιά δική τους.

     Όμως καιρός είναι να περάσουμε στο κορυφαίο δημιούργημα της Κρητικής αναγέννησης, τον “Ερωτόκριτο“. Αποτελεί κορυφαίο αριστούργημα όχι μόνο της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά και γενικότερα της νεοΕλληνικής λογο­τεχνίας. Ο Ιούλιος Τυπάλδος γράφει (1880) πως ο Ερωτόκριτος κατέχει την πρώτη θέση στη νεότερη λογοτεχνία μας και πως μπορεί να συγκριθεί με τα μεγαλύτερα ποιήματα των ξένων λογοτε­χνών, ο δε Παλαμάς, αγανακτισμένος από την αδιαφορία που έδειξαν γι’ αυτό οι λογιότατοι εκπρόσωποι της κουλτούρας μας, όταν δεν το καταδίκαζαν ανοικτά,* αναφωνεί (1907): «Ντροπή στο έθνος που ακόμη δεν κατάλαβε, ύστερα από πέντε αιώνων περπά­τημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο μέγας του Ελληνικού έθνους και αθάνατος ποιητής».

 Ο Καισάριος Δαπόντες (1776) παραπονείται για το πόσο συχνά τυπώνεται αυτό το ποίημα, και για την αγάπη που του δείχνουν, υπονοώντας ότι δεν αξίζει μια τέτοια δημοτικότητα. Ο Κοραής, μισό αιώνα πιο έπειτα, το χαρακτηρίζει σαν «εξάμβλωμα της ταλαιπώρου Ελλάδος», ενώ ο Κάλβος, πιο συγκρατημένα, μιλάει για το μονότονο των Κρητικών επών και για τη βαρβαρότητα των ομοιοκαταλήξεων.

     Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται, κατά τα λεγόμενα του ποιητή, στην Αθήνα των προχριστιανικών χρόνων. Όμως η τοπο­θέτηση αυτή είναι εντελώς συμβατική γιατί, διαβάζοντας κανείς το έργο, δεν αναγνωρίζει καμιά ιστορική Αθήνα. Παρόλο που υπάρχει ένα πραγματικό γεωγραφικό πλαίσιο, ο ιστορικός προσδιορισμός είναι ομιχλώδης, τα δε ονόματα των προσώπων που συναντούμε στο έργο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι ονόματα Ελληνικά μεν, όμως άγνωστα, πλασμένα από τον ίδιο τον ποιητή. Είναι φανερό πως ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν να αναπαραστήσει μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά να δημιουργήσει ένα ιδανικό Ελληνικό κόσμο. Έτσι ερμηνεύονται και οι κάθε λογής αναχρονι­σμοί που υπάρχουν στο έργο, και όχι από έλλειψη ιστορικών και γεωγραφικών γνώσεων από τη μεριά του ποιητή.

     Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Ο Ερωτόκριτος, ο γιος του Πεζόστρατου, σύμβουλου του βασιλιά Ηράκλη της Αθήνας, ερω­τεύεται την κόρη του βασιλιά, την Αρετούσα. Βλέποντας όμως πόσο άτοπο είναι αυτό το αίσθημα, κοινός θνητός αυτός να ερωτευθεί μια βασιλοπούλα και πόσο λίγες ελπίδες έχει να βρει ανταπόκριση στο αίσθημα του, προσπαθεί να την ξεχάσει.

κι ήβανε μες στο λογισμό να φεύγη εκ το παλάτι,

μα ‘σφαλε, δεν τον ήφηνε ο καημός που τον εκράτει·

ουδέ γεράκια ουδέ σκυλιά ουδ’ άλογα μπορούσα

τον πόθο ν’ αλαφρώσουσι, που ‘χε στην Αρετούσα,

μα πάντα ο νους κι η θύμηση ήτονε μετά κείνη,

λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν τη σβήνει,

μάλλιος την ξάφτει και κεντά και βράζει και πληθαίνει,

κι είδαμε την αναλαμπή, όντε νερό τη γραίνει·

έτσι κι αυτός ό,τ’ ήκανε την παίδα ν’ αλαφρύνη,

και να ‘βρη αέρα και δροσιά, πλια ανάφτει το καμίνι.

     Εξομολογείται στον φίλο του τον Πολύδωρο τον απελπισμένο έρωτα του, όμως αυτός, όπως είναι φυσικό, κάθε άλλο παρά τον ενθαρρύνει. Ο Ερωτόκριτος, για να αλαφρώσει τον πόνο του, αρχίζει κάθε βράδι και τραγουδά με το λαούτο του γλυκά τραγού­δια κάτω από το παράθυρο της Αρετούσας, έχοντας συντροφιά το φίλο του.

Η Αρετούσα, μαγεμένη από το τραγούδι του, αρχίζει σιγά σιγά να ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή, ενώ ο βασιλιάς, θέλοντας να μάθει την ταυτότητά του, βάζει δέκα στρατιώτες να παραφυλάξουν, να τον πιάσουν και να του τον πάνε στο παλάτι. Όμως ποιος μπορεί να κάνει καλά έναν ερωτευμένο;

ΠΟΙΗΤΗΣ

Γροικήσετε του Έρωτα θαμάσματα τα κάνει,

κι εισέ θανάτους εκατό, όσ’ αγαπούν, τσι βάνει·

πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει,

μαθαίνει τσι να πολέμου τη νύχτα στο σκοτίδι,

κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο ερωτιάρη,

κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλικάρι,

το φοβιτσιάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνιάρη,

κάνει και τον ακάτεχο να ξέρη πάσα χάρη.

Η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήση

με δέκα, κι εις τον Έρωτα ολπίζει να νικήση.

     Στη συμπλοκή που ακολουθεί σκοτώνονται δύο στρατιώτες, ενώ οι υπόλοιποι, τραυματισμένοι, το βάζουν στα πόδια. Ο Ερωτόκριτος δεν μπορεί πια να ξανατραγουδήσει κάτω από το παλάτι κι έτσι η Αρετούσα άδικα περιμένει να ξανακούσει τη γλυκιά φωνή του άγνωστου τραγουδιστή. Η μυστηριώδης αυτή εξαφάνισή του τη ρίχνει στην πιο μαύρη απελπισία.

Κι ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει,

σαν τη νικήση ουδέ καλό ουδέ πρεπό γνωρίζει,

ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,

και πού τα βρίσκει τα πολλά τα τόσα που κατέχει,

με πόσες στράτες μας γελά, με πόσες μας πειράζει,

πώς μας εδείχνει δροσερό εκείνο οπού βράζει,

πόσα μας τάσσει αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
πόσα μας γράφει στην αρχή κι ύστερα μας τα λιώνει.

Και ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί την ώρα που θελήση

ν’ αρματωθεί με πονηριές να μας επολεμήση;

Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη,

χαρά στον όποιος του χωστή και φύγη από την πρώτη.

Ενίκησε την Αρετή, εσκόρπισε το νου τζη,

και δε δειλιά τη μάναν τση κι όργιτα του κυρού τζη,

κάνει την κι είναι ξυπνητή όλο το μερονύκτι,

για να θυμάται τση φιλιάς, κι εις αφορμή τη ρίκτει,

κι ύπνον αν είχε κοιμηθεί, ήτονε ξιπασμένος,

μ’ αγκούσες κι αναστεναγμούς, σαν κάνει αρρωστημένος.

     Μα κι ο Ρωτόκριτος είναι αδύνατο να βγάλει από το νου του την Αρετούσα.

Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,

μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ ανθρώπου

εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει,

κι εις έναν τόπο βρίσκεται, κι εισέ πολλούς γυρίζει.

Τα μάτια να ‘ναι κι ανοιχτά, τη νύχτα δε θωρούσι,

μέρα και νύχτα τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι

χίλια μάτια ‘χει ο λογισμός, μερού νυκτού βιγλίζου,

χίλια η καρδιά και πλιότερα, κι ουδέ ποτέ σφαλίζου.

Μακρά ‘τον ο Ρωτόκριτος από την Αρετούσα,

τα μάτια, που ‘χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα·

εθώρειεν τη πού βρίσκουντον ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,

μ’ όλο που δεν την έβλεπε με μάτια την ημέρα.

    Ο Πολύδωρος συμβουλεύει το φίλο του να κάνει κανένα ταξίδι, να δει άλλους τόπους, μήπως μπορέσει έτσι και την ξεχάσει. Προθυμοποιείται μάλιστα να τον συνοδέψει.

και τάσσω σου ‘ς λίγον καιρό θέλεις ξελησμονήσει

τουνής, που ανεπόλπιστα σ’ έβαλε σ’ έτοια κρίση·

κι ωσάν καρφί, που με καρφί άλλο ‘κ την τρύπα βγάνεις,

στον τόπο της αγάπης της, άλλην αγάπη βάνεις.

    Ο Ερωτόκριτος πείθεται, και φεύγουν μαζί. Ενώ βρίσκονται στην ξενητιά, ο κύρης του Ρωτόκριτου αρρωσταίνει. Μια μέρα η βασίλισ­σα παίρνει την κόρη της να πάνε να δούνε πώς είναι ο άρρωστος. Η μάνα του Ρωτόκριτου ξεναγεί την Αρετούσα στα δωμάτια του γιου της. Η Αρετούσα βρίσκει μέσα σε ένα συρτάρι όλα τα τραγούδια που τραγουδούσε ο άγνωστος τραγουδιστής και ένα ψιλό πανί πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένη η ζωγραφιά της. Καταλαβαίνει αμέσως ότι ο άγνωστος τραγουδιστής δεν ήταν άλλος από τον Ερωτόκριτο. Η νένα της, που από την αρχή προσπαθούσε να την αποτρέψει από ένα τέτοιο αίσθημα, βρίσκει τώρα μεγαλύτερες δυσκολίες να τη μεταπείσει.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Λέει τση: Νένα, βλέπω το, γνωρίζω τ’ απατή μου

πως εύκολα σκλαβώθηκα, δεν είμαι μπλιο σαν ήμου.

Μαγάρι τούτα στην αρχή να τα ‘θελα κατέχει,

πως η αγάπη βάσανα κι ο πόθος πρίκες έχει.

Μαγάρι να το βολετό, μαγάρι να το μπόρου,

να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου,

μα πιάστηκα σαν το πουλί, μπλιο δεν μπορώ να φύγω,

κι ως κι εδεπά που σου μιλώ εκεινονά ξανοίγω·

κι αν πρώτας τον αγάπησα δίχως να τον κατέχω,

εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιά τον έχω·

και πώς είν’ μπορετό να βγω από τα πάθη που ‘μαι,

αν είναι πάντα μετά με ξύπνου κι οντέ κοιμούμαι;

Εσένα φαίνουντ ‘ εύκολα, γιατί δεν είσαι ‘ς τούτα

και δεν ψηφάς τις ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα,

μα οπού ‘ναι μέσα στη φωτιά, κατέχ’ ιντά ‘ν’ η βράση,

κι ουδέ κιαμιά άλλη τη γροικά, αν δε τη δικιμάση…

‘Σ δυο πράματα αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,

να τα συβάσω και τα δυο ξετρέχω και γυρεύγω,

και βάνω κόπο, μα θωρώ και βολετό δεν είναι,

το ‘να με τ’ άλλο μάχεται κι οχθρός μεγάλος είναι.

Από τη μια ‘χω του κυρού το φόβο που με κρίνει,

κι από την άλλη τση φιλιάς κι αγάπης την οδύνη.

Φοβούμαι τον τον κύρη μου, το πράμα ντρέπομαι το,

και θέλω οπίσω να συρθώ, Νένα μου, κάτεχε το,

μα ο Ερωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα μου δείχνει,

βαστά φωτιά κι αναλαμπή κι απάνω μου τη ρίχνει,

και δεν κατέχω ίντα να πω κ’ ίντα ν’ αποφασίσω,

τίνος να κάμω θέλημα και πάλι ποιου ν’ αφήσω.

Φόβος και πόθος πολεμά, κι’ εγώ ‘μαι το σημάδι,

και δεν μπορώ τούτα τα δυο να τα συβάσω ομάδι.

Κριτή με βάλαν και τα δυο, κι’ απόφαση γυρεύγου,

πολλά με βασανίζουσι πολλά με κιντυνεύγου·

ως βουληθώ του κύρη μου το δίκιο να μιλήσω,

ο Έρωτας μανίζει μου πως θε να τον αφήσω,

κι ωσάν οπού ‘ν’ πλια δυνατός, να κάνω δε μ’ αφήνει

τη σημερνήν απόφαση, στον κύρη δικιοσύνη·

και μ’ όλο που το δίκιον του καθάρια το γνωρίζω,

χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μ’ αποφασίζω.

Ο Έρωτας στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,

μ’ άρματα φοβερίζει με και με φωτιά κεντά με,

με το ξιφάρι μου μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,

το δίκιον του μ’ αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει,

κι ά δεν του κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,

και πλια παρά τον κύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει,

κι ως βουληθώ στον πόλεμο οπού ‘μαι να νικήσω,

τέσσερα ζάλα πάω ομπρός κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.

    Εν τω μεταξύ ο Ερωτόκριτος, γυρνώντας από το ταξίδι, βλέπει ότι λείπουν τα τραγούδια μαζί με τη ζωγραφιά της Αρετούσας. Ξεψαχνίζει τη μάνα του και μαντεύει ότι η Αρετούσα είναι εκείνη που τα πήρε. Αμέσως τον κυριεύει η αγωνία, ποια να είναι η αντίδρασή της. Στέλνει το φίλο του στο παλάτι, για να δει τι γίνεται. Αυτός πηγαίνει πράγματι στο παλάτι, βλέπει το βασιλιά, και δικαιολογεί το φίλο του που δεν ήλθε μαζί του λέγοντας ότι είναι άρρωστος.

Η Αρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλώμιανε κι εφάνη

το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιά την πιάνει.

Σφαίνει οπού πη κι οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γροικούνται,

γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται.

     Ο Πολύδωρος κρύβει την αλήθεια από το φίλο του και του λέει πως η Αρετούσα φαινόταν οργισμένη κι ότι αν δεν φανέρωσε τίποτα στον πατέρα της είναι γιατί τον λυπάται αυτόν και τον κύρη του. Όταν όμως η Αρετούσα στέλνει στον δήθεν άρρωστο Ερωτόκριτο «τέσσερα μήλα δίφορα» για «ξαρρωστικό», ο Ερωτόκριτος αρχίζει να υποπτεύεται ότι ο φίλος του δεν του είπε την αλήθεια.

Δε θέλω μπλιο για έτοια δουλειά του φίλου να μιλήσω,

τη γνώμην του κατέχω τη, πάντα με σύρν’ οπίσω,

κι αμπόδιαμα και δυσκολιές και μπέρδεμα μου βάνει,

και χώνει μου το γιατρικό οπού μπορεί με γιάνει.

Εις τα γροικώ κι’ εις τα θωρώ κι’ εις ό,τι μ’ αρμηνεύγει

ο Έρωτας, η Αρετή να βλάψη δε γυρεύγει

κιανένα για τη ζγουραφιά μηδέ για τα γραμμένα,

μηδ ‘ όρεξη κιαμιά κακή δεν έχει μετά μένα.

Κι’ αν είχεν είστ’ απαρθινό, και τόσο να μανίση,

ήθελ’ αστράψει ως εδά, να βρέξη, να χιονίση·

μα γω θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,

και νέφαλο στον ουρανό θολό δεν απομένει.

Πάντ’ η γυναίκα ανερωτά και πεθυμά ν’ ακούση

πως όλοι τήνε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι,

κι ουδέ μανίζει ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ’ αρέσει

όλοι, μεγάλοι και μικροί, όμορφη να τη λέσι.

     Εν τω μεταξύ μαζεύονται τα αρχοντόπουλα για την γκιόστρα (κονταρομαχία) που είχε προκηρύξει ο βασιλιάς. Την ημέρα του αγώνα, η Αρετούσα δεν έχει μάτια να κοιτάξει άλλον από τον Ερωτόκριτο.

Εις έναν τόπο στρέφουντον κι έναν κορμίν εθώρει,

κιανέναν άλλο δεν ψηφά ν’ αναντρανίσει η κόρη.

Όλοι τση φαίνουνται άσκημοι, δίχως αντρειά και χάρη,

κι όλοι σα νύχτα σκοτεινή, κι ο Ρώκριτος φεγγάρι.

     Μαζεύονται δεκατρία παλικάρια συνολικά, όλοι Ελληνόπουλα εκτός από τρεις, τον Καραμανίτη Σπιθόλιοντα και τον αφέντη της Πάτρας Δρακόκαρδο, που συμβολίζουν τον Οθωμανό εχθρό (Τούρκο και Αλβανό), και τον Τριπτόλεμο, αφέντη της Σκλαβουνιάς, που εκ­προσωπεί τους Σλάβους. Το ρηγόπουλο της Κύπρου, Κυπρίδημος, κι ο Ερωτόκριτος αντιμετωπίζουν από τρεις αντιπάλους, ενώ ο Χαρίδημος, το ρηγόπουλο της Κρήτης, τέσσερις. Νικούν όλοι τους, και δεν μένει παρά να αποφασισθεί με ποιο τρόπο θα δοθεί το στεφάνι. Ο βασιλιάς υποδεικνύει να εκλεγούν δύο που θα αγωνι­σθούν μεταξύ τους, ο δε τρίτος να θεωρηθεί χαμένος. Ο τοπικιστής συγγραφέας δεν βρήκε ευσχημότερο τρόπο να προβάλλει τον Κρητικό, δίνοντας όμως το στεφάνι στον Ερωτόκριτο, μια και αυτό απαιτεί η οικονομία του έργου, από το να τον βάλλει να αγωνιστεί με τέσσερις αντιπάλους, σε αντίθεση με τον Ερωτόκριτο και τον Κυπρίδημο που αγωνίζονται με τρεις, και να τον κάνει στο τέλος να χάσει στην κλήρωση ώστε να φεύγει χαμένος μεν, όχι όμως νικημέ­νος. Ο Ερωτόκριτος κερδίζει και τον τελευταίο του αντίπαλο, και παίρνει την «τζόγια» (στεφάνι) από τα χέρια της Αρετής.

Και πάλι του Ρωτόκριτου, ως ήγγιξεν η χέρα,

οπού του δίδει την υγειά νύκτα και την ημέρα,

δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει,

τον ομυαλόν του ζάβωσε και την καρδιά πληγώνει·

μεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα,

δυο τρεις φορές εγροίκησε να του ‘ρθη λιγωμάρα.

    Η σατιρική αυτή υπερβολή (στοιχείο που βρήκαμε και στον Γύπαρη) είναι ένα από τα στοιχεία που διαφορίζουν το έργο αυτό από δημιουργήματα του είδους «Έρωτος Αποτελέσματα» και «Σχο­λείο Των Αφοσιωμένων Εραστών». Ο ποιητής, από το ύψος της ώριμης ηλικίας του, βλέπει με μια καλόκαρδη ειρωνική διάθεση τα πάθη και τις φούντωσες των νεαρών ερωτευμένων, μ’ όλες τις υπερβολικές εκφράσεις που παίρνουν. Ξαφνικά τα γεγονότα βρίσκονται πάλι σε στασιμότητα, ενώ οι δύο ερωτευμένοι καίγονται στο καμίνι του πόθου τους. Η Αρετού­σα παίρνει την πρωτοβουλία, και ξεπερνώντας τις αντιδράσεις της νένας της, βρίσκει ένα τρόπο για να συναντιέται επιτέλους με τον Ερωτόκριτο, και να λένε ο ένας στον άλλο για τη φωτιά που τους καίει. Στο παλάτι υπάρχει μια μικρή αποθήκη, με ένα σιδερόφρακτο παραθυράκι. Εκεί συναντώνται κάθε βράδι, από μέσα η Αρετούσα, απέξω ο Ερωτόκριτος, και μιλούν για την αγάπη τους. Αντί όμως να βρουν σ’ αυτό μια παρηγοριά, ο έρωτάς τους όλο και φουντώνει και τους βασανίζει περισσότερο. Η Αρετή, παίρνο­ντας για άλλη μια φορά την πρωτοβουλία, πείθει τον Ερωτόκριτο να βάλει τον κύρη του να την γυρέψει από τον δικό της. ‘Αστοχη ενέργεια, γιατί ο οργισμένος βασιλιάς θέτει τον Πεζόστρατο σε «κατ’ οίκον περιορισμό», όπως θα λέγαμε σήμερα κι εξορίζει τον Ερωτόκριτο. Και για να χειροτερέψει το κακό, τάζει στην κόρη του ότι σύντομα θα την παντρέψει. Όλα αυτά ρίχνουν την Αρετούσα στην πιο μαύρη απελπισία. Η νένα για άλλη μια φορά προσπαθεί να την μεταπείσει, αλλά άδικα.

Γιατί θωρείς κι αγάπησα, ωσάν το κάμαν κι’ άλλες

πλια παρά μένα φρόνιμες, πλια άξες, πλια μεγάλες.

Θωρείς κι ο πόθος είν’ πολύς κι η παιδωμή ‘ναι τόση

που μου σκοτείνιασε το νου και μπλιο δεν έχω γνώση·

και σα μου πήρε την εξά, ποιες δύναμες μπορούσι

και ποιας γυναίκας αντρειές να τόνε πολεμούσι;

     Όταν η Αρετούσα βλέπει να έρχονται κάποιοι μαντατοφόροι, που στην πραγματικότητα είναι προξενητάδες και γυρεύγουνε την Αρετούσα για το γιο του Ρήγα του Βυζάντιου, την κυριεύουν μαύρα προαισθήματα, συνδυάζοντας την άφιξή τους με ένα κακό όνειρο που είδε.

Βάνει με πάλι η μοίρα μου σήμερο ‘ς κι άλλα βάρη·

μαγάρι ας είμαι μοναχή και το κορμί μου ας πάρει

ό, τι κριτήρια δύνεται άνθρωπος να βαστάξει

και μια σταλαματιά κακό στον αγαπώ μη στάξει.

    Τα προαισθήματα βγαίνουν αληθινά. Ο βασιλιάς τής ανακοινώνει το γεγονός. Η Αρετή με παρακάλια προσπαθεί να μεταπείσει τους γονείς της, λέγοντάς τους πως δεν θέλει να τους αποχωρισθεί. Ο βασιλιάς αγριεύει ξέροντας την πραγματική αιτία. Και μπροστά στο πείσμα της Αρετής, που δηλώνει ότι:

Τα λόγιασα απολόγιασα, τα ‘χα να δω, απόδα,

στο ζάλον όπου στάθηκα, μπλιο δε σαλεύγω πόδα.

του έρχεται το αίμα στο κεφάλι και τη βουτάει αγριεμένος από τις πλεξούδες και της τις κόβει τόσο βαθιά, που «οι ρίζες τω χρυσώ μαλλιώ, της απομείναν μόνο», και έπειτα τη σύρνει κωλοσυρτή στη φυλακή. Η Αρετούσα πνίγεται μπροστά στην τόση απονιά του κυρού της.

Ως και τα ζα που δε νογού, λογαριασμό δεν έχουν,

ιντά ναι ο πόνος του παιδιού, γροικούσι και κατέχουν

και τη ζωή τους δεν ψηφούν, βοήθεια να τως δώσουν

και παίρνουσινε θάνατο, ογιά να τα γλυτώσουν.

    Λέει ακόμη πως και τα άγρια θηρία που τρέφονται με κρέας, δεν τους αρέσει να τυραννούν τα θύματα τους, μα πρώτα τα σκοτώνουν και μετά τα τρώνε. Όμως, μονολογεί με παράπονο η Αρετούσα:

Η φύση ξαναγίνηκε κι όλα παραστρατήσα,

κι όλα στράβωσαν ογιά με, κείνα οπού σαν ίσα.

    Πιο πρώτα, όταν την είδαμε να αναρωτιέται γιατί αυτή να υποφέρει για κάτι τόσο φυσικό όσο ο έρωτας, που τόση ευτυχία δίνει στους άλλους ανθρώπους, την ακούσαμε να λέει τους υπέρο­χους εκείνους στίχους:

Μα όλα για μένα σφάλασι, και πάσιν άνω κάτω,

για με ξαναγεννήθηκε, η φύση των πραγμάτων.

    Πάνω από τέσσερα χρόνια βρίσκονται η Αρετή στη φυλακή κι ο Ρώκριτος στα ξένα, όταν το βασίλειο των Αθηνών δέχεται επίθεση από τον Βλαντίστρατο, το βασιλιά των Βλάχων. Ακούγοντας ο Ρωτόκριτος πως ο πατέρας της Αρετούσας βρίσκε­ται σε κίνδυνο, τρέχει να τον βοηθήσει -όχι σαν Ερωτόκριτος φυσικά. Πρώτα πηγαίνει σε μια μάγισσα η οποία του δίνει ένα υγρό, με το οποίο αλείφει το πρόσωπό του και γίνεται μελαχρινός σαν Σαρακηνός. Αφήνει και τα μαλλιά του να μεγαλώσουν τόσο, ώστε γίνεται ολότελα αγνώριστος. Έρχεται έπειτα στο πεδίο της μάχης, και κάθε που σμίγανε οι δύο στρατοί έτρεχε και βοηθούσε τους Αθηναίους. Όταν σκόλαζε η μάχη, αποσυρότανε σ’ ένα ήσυχο μέρος για να ξεκουραστεί, αρκετά κοντά όμως ώστε να ακούει τις τρομπέτες κάθε φορά που ήταν να ξαναρχίσει η μάχη. Επειδή δώσαμε αρκετά δείγματα της λυρικής ποίησης του ποιητή, ας δώσουμε και ένα δείγμα της επικής, αφηγηματικής του ικανότη­τας.

Σαν κάνει ο λύκος εις τ’ αρνιά, άντε πεινά κι αράσσει,

και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει και φτάνει τα όπου πάσι,

έτσι ήκανε ο Ρωτόκριτος ξετρέχοντας το νίκος,

οι Βλάχοι τρέμουν σαν τ’ αρνιά κι εκείνος είν’ ο λύκος·

ζερβά δεξά τους πολεμά κι αλύπητα σκοτώνει,

και σα θεριό τς απογλακά, σα δράκος τσι ζυγώνει·

ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ως κάτω,

ήκλαιγε κείνος ο λαός κι ήτρεμε το φουσάτο·

πέφτει εκ τη χέρα το σπαθί, χάνουν το χαλινάρι,

το θέλαν δει από μακρά τούτο το παλικάρι,

αποκρυγαίναν οι καρδιές, την αντρειάν εχάνα,

εφεύγαν κι εγλακούσανε, τα μονοπάτια πιάνα.

Παίρνει ψυχή και δύναμη τς Αθήνας το φουσάτο,

που το ‘βρεν ολοσκόρπιστο κι’ εγλάκα απάνω κάτω.

Το πρόσωπο γυρίσανε, που δείχνασι τη ράχη,

κι όσο ματώνουν τα σπαθιά, τόσο πληθαίνει η μάχη.

Τις πέφτει και ψυχομαχεί, τις πέφτει αποθαμένος,

και τις ελίγα, τις πολλά βρίσκεται λαβωμένος.

Μεγάλος καλορίζικος εκράζουντονε τότες

εκείνος οπού πόθαινε με τσι πληγές τσι πρώτες,

κι ως είχε πέσει απ’ το φαρί, τη ζήση να τελειώσει,

κι ουδ’ άλλο πόνο ο πόλεμος κι η μάχη να του δώοη·

μα οι άλλοι που γκρεμίζουνταν κι είχαν πνοή κι εζούσα,

οι καβαλάροι κι’ οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσα,

κι απάνω ‘ς τσι λαβωματιές τα πέταλα βουλούσα,

και την πληγή ξεσκίζασι και πόνους εγροικούσα,

και με τσινιές, λαβωματιές, κριτήρια που τως δίδα,

πολλά άσχημα τελειώνασι δίχως ζωής ολπίδα.

Κείτεται τ’ άλογο, ψοφά στ’ αφέντη του το πλάι,

στρέφεται ο φίλος και θωρεί το φίλο πως εσφάη·

σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν ομάδι,

το αίμα είν’ η κλίνη ντως κι η γης προσκεφαλάδι.

Κείτεται απάνω στο νεκρό ο ζωντανός, κι ακόμη

δεν ήρθαν του ξεψυχισμού οι ίδρωτες κι οι τρόμοι.

Ήπεφτεν έτσι, οπού ‘χανεν ωσάν κι οπού κερδαίνει,

κι όντεν ο γεις ψυχομαχεί, ο άλλος αποβαίνει.

Βαβούρα κακοριζικιάς, λόγια θανατωμένα

εσυντυχαίναν τα κορμιά τα κακαπυδομένα.

Λυπητερά και θλιβερά τον πόνον τως ελέγα,

θάνατο γληγορύτερο και πλια εύκολο γυρεύγα.

Πολλοί απείς σκοτώσασι μ’ αντρεία τον οχθρόν τως,

τότες κι αυτοί κρυγιοί νεκροί πέφταν εκ τ’ άλογόν τως.

Οι καβαλάροι παν πεζοί, τ’ άλογα σκοτωμένα,

κι άλλα γλακούσι μοναχά στον κάμπο σκορπισμένα.

Τα αίματα κινούσανε χειμωνικό ποτάμι,

τω σκοτωμένω τα κορμιά που κείτονταν αντάμι

τράφους εκάναν και βουνιά, κι ο Ρώκριτος στη μέση

αλύπητα τσι πολεμά και πάσκει να κερδέση·

κι όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα,

ήτονε Χάρος το σπαθί και θάνατος η χέρα.

Η γης, οπού τον πράσινη με χόρτα στολισμένη,

εγίνηκ’ ολοκόκκινη, τα αίματα βαμμένη.

Ο πόλεμος επλήθαινε με ταραχή μεγάλη

κι ώρες ενίκα η μια μεριά κι ώρες ενίκα η άλλη.

Σαν του γιαλού τα κύματα ‘ς καιρού ανακατωμένου,

που οι ανέμοι τα φυσού και προς τη γης τα πηαίνου,

κι ώρες αφρίζουν και σκορπούν όξω στο περιγιάλι,

κι ώρες στο βάθος του γιαλού ξαναγιαγέρνουν πάλι

έτσι και τα φουσάτ’ αυτά τ’ άγρια, τα θυμωμένα,

ώρες οπίσω εσύρνουνταν κι ώρες ομπρός επηαίνα.

    Με την επέμβαση του Ερωτόκριτου ο αγώνας που αρχικά βάραι­νε προς τη μεριά των Βλάχοι αρχίζει και γίνεται αμφίρροπος. Σκοτώνονται χιλιάδες χωρίς η πλάστιγγα της νίκης να βαρύνει προς τη μεριά κανενός. Τότε ο Βλαντίστρατος προτείνει να σταματήσει το άσκοπο αυτό μακέλεμα και να μονομαχήσουν ένας από κάθε στρατόπεδο κι όποιος νικήσει, εκείνου το στρατόπεδο να θεωρηθεί νικητής. Ο βασιλιάς διστάζει. Ο Πολύδωρος είναι βαριά τραυμα­τισμένος και τον Ερωτόκριτο δεν θέλει να τον υποχρεώσει, γιατί ήδη του χρωστά τη ζωή του κι είναι υπερβολικό να του ζητήσει να εκτεθεί σε ένα τέτοιο κίνδυνο. Όταν όμως τον βρίσκει ο Ρωτόκριτος και τον πιέζει να δεχθεί την πρόταση, αναγκάζεται να υποχωρή­σει. Συναντιούνται οι δύο αντίπαλοι κι αρχίζει η μονομαχία. Ο αγώνας είναι σκληρός κι αμφίρροπος, γιατί ο Ερωτόκριτος έχει αντίπαλο τον ‘Αριστο, τον ανεψιό του Βλαντίστρατου, που ήλθε εξεπίτηδες από τη Φραγκιά για να βοηθήσει τον θείο του. Τελικά ο Ρωτόκριτος νικάει σκοτώνοντας τον αντίπαλό του, πέφτοντας όμως κι ο ίδιος βαριά τραυματισμένος.

    Ο βασιλιάς τον έχει πια σαν παιδί του και του προσφέρει το βασίλειο του. Εκείνος όμως δεν ζητά τίποτα, παρά μόνο την Αρετούσα, πράμα που ρίχνει σε σκέψεις το βασιλιά, γιατί ξέρει την πεισματική άρνηση της κόρης του να παντρευτεί. Κοιτάζει μπας και τον κάνει να αλλάξει γνώμη, μα τίποτα. Ο Ερωτόκριτος πηγαίνει στη φυλακή και ξαναβλέπει, γεμάτος συγκίνηση, την Αρετούσα. Δεν της μαρτυράει όμως ποιος είναι, αλλά της παρουσιάζεται σαν ο σωτήρας της χώρας που θέλει να την παντρευτεί. Η Αρετούσα τον αποκρούει σταθερά.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Σκόλασε, αφέντη, τα μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις,

γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνο τον κόπο χάνεις,

ήλιος πλια γληγορύτερα με δίχως λάψης χάρη,

και δάοη δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,

θάλασσα δίχως τα νερά, γιαλός με δίχως άμμο,

παρά να πω ποτέ το ναι, και παντρειά να κάμω.

Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πε το του κυρού μου,

πως κείνα που του μήνυσα, πάντα ‘χω μες στο νου μου,

κι ανέν κι εις έτοιο πόλεμο ήθελε να σε βάλη,

ας κάμη πλούσια αντίμεψη και πλερωμή μεγάλη,

κι εμένα ‘πα, που βρίσκομαι, μην πέμπη να πειράζη,

για γάμους και για παντρειές μπλιο μη με δικιμάζη,

κι εγώ θανάτους εκατό πλια ‘φκολα θέλω πάρει

παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου αντρός γομάρι.

Η παντρειά μου ‘ν’ η φλακή χειμώναν καλοκαίρι,

η σκοτεινάγρα ‘ν’ άντρας μου, το βρώμον έχω ταίρι,

το παραθύρι τση φλακής χώρα μου κι αφεντιά μου,

τα βούρκα για παρηγοριά, τς αράχνες συντροφιά μου,

τη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,

κι εις ό, τι κι α μ’ ευρήκασι, γελώ και ξεφαντώνω

και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβού, και χίλιοι ανέν περάσου,

πάντα ‘ναι σ’ ένα οι λογισμοί, δε στρέφου μηδ’ αλλάσσου.

    Ο Ερωτόκριτος νιώθει συγκινημένος από την τόση της αφοσίωση. Όμως θέλει να τη δοκιμάσει ακόμη μια φορά. Φεύγοντας λοιπόν δίνει στη νένα της το δαχτυλίδι που του είχε δώσει την τελευταία βραδιά που συναντήθηκαν κάτω από το παραθυράκι, πριν το μισεμό του, δαχτυλίδι αρραβώνων και σύμβολο αιώνιας αγάπης, για να της το δώσει. Η Αρετούσα βλέπει το δαχτυλίδι, και βάζοντας χίλια κακά με το νου της στέλνει ξετρελαμένη την νένα να της φέρει τον ξένο πίσω για να τον ρωτήσει πού το βρήκε. Όλη τη νύχτα την περνά άγρυπνη, περιμένοντας πότε να ξημερώσει και να ξανάρθει ο ξένος. Αυτή η δεύτερη δοκιμασία, μετά τα όσα έχει τραβηγμένα η Αρετούσα, φαίνεται υπερβολική στα μάτια του κάθε αναγνώστη, γι αυτό κι ο ποιητής νιώθει υποχρεούμενος να δικαιο­λογήσει τον Ερωτόκριτο, πράγμα που κάνει με πολύ έξυπνο τρόπο. Πρώτα του απευθύνεται επιτιμητικά λέγοντάς του:

‘Αδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνης·

βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνης·

θωρείς τηνε πως βρίσκεται κι ακόμη δεν πιστεύγεις;

ίντα άλλα μεγαλύτερα σημάδια τση γυρεύγεις;

για να σχολιάσει λίγο πιο κάτω:

Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπη φόβο φέρνει,

κι εις ένα πράμα, όπ’ αγαπά, χίλιες φορές γιαγέρνει.

Χίλια σημάδια να θωρή άθρωπος, να κατέχη

άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει,

μα λέει και ξαναρωτά και ξαναδικιμάζει

την αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει.

Οληνυκτίς ‘ς τς αγκάλες τση να μένη μετά κείνη,

το σηκωθή, το βάσανο του πόθου τόνε κρίνει,

και φαίνεταί του χάνει τη, και πως τον απαρνάται,

κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται,

και πάντα ξόμπλιν εγνοιανό στην αγαπά γυρεύγει,

και τούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τόνε παιδεύγει.

    Την άλλη μέρα το πρωί που πάει ο Ρωτόκριτος και βρίσκει την Αρετούσα στο κελί της, της λέγει μια φανταστική ιστορία ότι τάχα αυτό το δαχτυλίδι του το ‘δωσε ένας νέος ετοιμοθάνατος πριν ξεψυχίσει. Αυτή η σαδιστική θα λέγαμε στάση από τη μεριά του Ερωτόκριτου δίνει ευκαιρία στον ποιητή να βάλει στα χείλη της Αρετούσας έναν από τους πιο υπέροχους μονόλογους, τον «θρήνο της Αρετούσας». Μέσα σ’ ένα ελεγειακό ξεχείλισμα, ακούμε ανάμε­σα στ’ άλλα και αυτό που με επιγραμματικό τρόπο διατύπωσε τρεις αιώνες αργότερα ένας άλλος μεγάλος Κρητικός, ο Νίκος Καζαντζά­κης: “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος“.

Θυμώντας σου, Ρωτόκριτε, πως μου ‘σου νοικοκύρης,

εγίνουσου και μάνα μου, εγίνουσου και κύρης.

Με το παλέτσι ντύθηκα και στ’ άχερα κοιμούμαι,

και τη φτωχειά δεν τη ψηφώ, τα πάθη δεν βαριούμαι.

Για σένα αφήκα τς αφεντιές, κι εμίσησα τα πλούτη,

για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη·

για σένα ενεστέναζα, για σένα είχα πόνους,

για σένα βασανίζομαι σήμερα πέντε χρόνους.

Τσι πρίκες δεν εγύρευγα, τσι πόνους δεν εγροίκου,

με τη δική σου θύμηση το ριζικόν ενίκου.

Μοίρα μου, κι ίντα λείπεσαι να κάμης μπλιο σ’ εμένα;

τη σήμερο μ’ ενίκησες, κι όχι στα περασμένα.

Εγώ δε σε φοβούμαι μπλιο, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει,

γιατί η ολπίδα όπου βρεθή, το φόβο συντροφιάζει

μα δα που κείνη μίσεψε κι’ εκ την καρδιά μου χάθη,

εγώ δεν τα φοβούμαι μπλιο του ριζικού τα πάθη.

Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω μπλιο ίντα ολπίζει,

το ριζικό δεν το ψηφώ, η μοίρα δε μ’ ορίζει.

Μοίρα, δε σε φοβούμαι μπλιο, κι ό,τι κι α θέλης, κάμε

κι α με γυρεύγης να με βρης, κάτεχε πως επά ‘μαι.

    Ο Ερωτόκριτος δεν λέει να της αποκαλυφθεί, παρά αφού η καημένη η Αρετούσα σταματήσει το θρήνο της πέφτοντας κάτω λιπόθυμη. Και όταν συνέρχεται, αυτός της κάνει πάλι την πλάκα του. Λέει:

Αρετή, τα μου ‘τασες εξελησμονηθήκα,

γιατί ήρθα από την ξενιτιά επήρες τόσην πρίκα;

Αλίμονο όποιος γελαστεί να ’χει ς γυναίκα ολπίδα,

και που ‘ν’ τα όσα μου ‘ταξες στη σιδερή θυρίδα!

     Καθόλου άστοχα από τη μεριά του ποιητή, γιατί έτσι κορυφώνε­ται η έκπληξη της Αρετούσας κι η δραματικότητα της στιγμής παίρνει και μια γελαστική χροιά, καθώς φανταζόμαστε την Αρετή με γουρλωμένα μάτια να ρωτάει έκπληκτη «ίντα ‘ ναι που της λέει».

Εκείνος μπλιο άλλο δε μιλεί, μα πλύθηκεν εμπρός της

και τση φανίστη αλλής λογής, εγίνηκε το φως της.

Γνωρίζει τον η Αρετή, καλά τόνε θυμάται

μα δεν κατέχει ξυπνητή αν είναι γη αν κοιμάται

ξαναλιγώνεται η φτωχή εκ την χαράν την τόση

κι ήκλινε μια και δυο φορές χάμαι τση γης να δώσει.

Εξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,

και να μιλήσει εκ την χαράν ακόμη δεν εμπόρει.

Σαν επαρασυνήφερε: Εσύ ‘σαι πούρι, λέγει

απαρθινά πως σε θωρώ, γη όνειρο με παιδεύγει

γη κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει,

γη φάντασμα πατάσσει με, και δείχνει πως σου μοιάζει;

Τα μάτια τζη από τη χαρά ποτάμια κατέβαζα,

και με τα δάκρυα που ‘βγανε την πρώτη, δεν έμοιαζα.

Εκείνα βράζα σα θερμό πρικιά, φαρμακεμένα

κι ετούτα τρέχα δροσερά γλυκιά και ζαχαρένια.

    Η Αρετή μηνά στους δικούς της, προς μεγάλη τους έκπληξη, ότι δέχεται να παντρευτεί, για να μεγαλώσει η έκπληξή τους ακόμη περισσότερο όταν αποκαλυφθεί πως ο άγνωστος ξένος που γλίτωσε τη χώρα και τη ζωή του βασιλιά δεν είναι άλλος από τον Ερωτόκριτο. Ο γάμος τους γίνεται με κάθε μεγαλοπρέπεια κι ο ποιητής δεν παραλείπει στο τέλος να καθησυχάσει τον αναγνώστη λέγοντάς του ότι όλη την υπόλοιπη ζωή τους την πέρασαν ευτυχισμένοι, με πολλά παιδόγγονα.

     Ο «Ερωτόκριτος» είναι έργο μακράς πνοής. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας κόπιασε πολύ για να το δώσει -τόσο πολύ μάλιστα, που τελειώνοντας νιώθει την ανάγκη να εκφράσει την ανακούφισή του.

Εσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,

ήρθε σ’ ανάβαθα νερά, και μπλιο δεν κιντυνεύγει,

Θωρώ τον ουρανό γελά, τη γης και καμαρώνει,

και σε λειμιώνα ανάπαψης ήραξε το τιμόνι.

Σ’ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα δα ‘ρθα στο λειμιώνα,

μπλιο δεν φοβούμαι ταραχές, μάνιτες και χειμώνα.

    Όταν πρωτοδιάβασα τον «Ερωτόκριτο» στο στρατό, ένιωσα έκπληξη. Όσο κι αν ήξερα ότι το έργο αυτό ήταν αριστούργημα, δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούσε να κρύβει μέσα του τόση ομορφιά. Ας πάρουμε πρώτα η γλώσσα του. Ο Σεφέρης λέει γι’ αυτήν ότι είναι η «τελειότερη οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεότερος ελληνισμός». Όμως για μας τους Κρητικούς η γλώσσα του «Ερωτόκριτου» έχει μια πρόσθετη χάρη. Είναι η μητρική μας γλώσσα, η γλώσσα την οποία πρωτακούσαμε και πρωτομιλήσαμε. Οι λέξεις και οι εκφραστικοί τρόποι που συνα­ντούμε στο έργο, είναι φορτισμένοι με όλη την ένταση των παιδικών μας συγκινήσεων και εμπειριών. Μπορεί να μας χωρίζουν πάνω από τρακόσια χρόνια από τότε που γράφηκε ο «Ερωτόκριτος», όμως, όπως λέει ο Σ. Αλεξίου «Η γλώσσα του Ερωτόκριτου έχει ελάχι­στες μόνο διαφορές από τη γλώσσα που μιλιέται σήμερα στην Κρήτη». Πιστεύει δε ότι η σταθεροποίηση του Κρητικού ιδιώματος κι η καθυστέρηση της γλωσσικής εξέλιξης οφείλεται ακριβώς στον «Ερωτόκριτο» και στην τεράστια απήχηση που είχε.

Η «κλασσική ιδιοσυγκρασία» (Βίττι) του Κορνάρου κάνουν το στίχο του λιτό κι απέριττο. Διαβάζοντας τους στίχους του έχει κανείς την αίσθηση της τελειότητας. Νιώθεις πως τέτοιοι στίχοι δεν θα μπορούσαν να διατυπωθούν αλλιώς, ότι η κάθε λέξη είναι αναντικατάστατη, καλά σοφιλιασμένη με τις προηγούμενες και τις επόμενές της. Ακόμη και ο κάποιος πλατειασμός που χαρακτηρίζει τη γενική συγκρότηση δεν μας ξενίζει, λέει ο Δημαράς, γιατί βρίσκεται εντελώς μέσα στην παράδοση του Ελληνικού παραμυ­θιού, ο δε Σεφέρης θεωρεί τον πλατειασμό αυτό σαν ένα είδος «μπιζαρίσματος», μια επανάληψη δηλαδή κατ’ απαίτηση του κοι­νού, που περνούσε τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες ακούγοντας ή διαβάζοντας τον «Ερωτόκριτο» κοντά στο τζάκι, χωρίς να ενδιαφέ­ρεται για την έκβαση της υπόθεσης παρά μόνο για τη μαγεία του στίχου.

     Ο «Ερωτόκριτος» είναι κατά βάση ερωτικό ποίημα. Ακόμη και τα επικά μέρη, που με τις υπερβολές τους κινούνται περισσότερο στο χώρο του παραμυθιού και των ακριτικών επών, έχουν έντονη την αίσθηση του ερωτισμού. Τα ρηγόπουλα και τα αρχοντόπουλα που βλέπουμε στη γκιόστρα, παλεύουν όλα τους για κάποια γυναικεία καρδιά. Και ο Ρωτόκριτος μόνο για την καρδιά της Αρετούσας παλεύει. Όταν έρχονται οι Βλάχοι να χτυπήσουν την Αθήνα, αυτός την Αρετούσα σκέφτεται, όχι την πατρίδα του ή τους γονείς του. Η Αρετούσα, στην γκιόστρα, τρέμει η καρδιά της για τον Ερωτόκριτο, και προκειμένου να ριψοκινδυνεύσει ο ήρωάς της, θα ήθελε πολύ να ήταν ο χαμένος της κλήρωσης, στη θέση του Κρητικού. Ο ερωτικός άνεμος που πνέει στο έργο είναι ολοφάνερα πολύ πιο δυνατός από τον ηρωικό.

     Στο στίχο του «Ερωτόκριτου», λέει ο Σεφέρης, υπάρχει ένας κρυφός αισθησιασμός, ένα αίσθημα αφής, όχι εντοπισμένο σε ειδικούς στίχους, αλλά διάχυτο. Κι ο αισθησιασμός αυτός γίνεται ακόμη πιο έντονος, καθώς δένεται αντιστικτικά με ένα κλίμα σεξουαλικής στέρησης που κυριαρχεί στην πλοκή του έργου. Οι ήρωες έχουν να αντιμετωπίσουν τις εξωτερικές πιέσεις, που δεν αφήνουν να ευωδοθεί ο έρωτάς τους, καθώς και τις εσωτερικές τους αναστολές, κυρίως της Αρετούσας.

     Όμως η κλασσική ιδιοσυγκρασία του Κορνάρου αμβλύνει τις εντάσεις που προκύπτουν απ’ αυτές τις αντιθέσεις. Κι οι αναστο­λές της Αρετούσας δεν είναι ολότελα αναστολές με τη φροϋδική έννοια, αλλά αποτελούν στοιχεία του ιδανικού εκείνου κόσμου που θέλει να περιγράψει ο ποιητής· εκφράζουν μάλλον τις ηθικές αρετές της ηρωίδας, παρά υπερεγωτικές περιττές απωθήσεις. Έτσι η Αρετούσα, ακόμα κι όταν αρνείται να δώσει το χέρι της στον Ερωτόκριτο, όταν συναντιώνται σ’ εκείνο το σιδερόφρακτο παρα­θυράκι της αποθήκης, ακόμα κι όταν αποπαίρνει τη νένα της που τη φοβάται ότι θα ανοίξει μυστικό άνοιγμα, βγάζοντας τις πέτρες, για να μπάσει μέσα τον Ερωτόκριτο, δεν μας φαίνεται σεμνότυφη και πουριτανή. Απεναντίας μάλιστα, μας φαίνεται τολμηρή. Αυτή δεν είναι εξάλλου που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για την προώθηση της σχέσης τους; Αυτή δεν είναι που έχει την πρωτοβου­λία των συναντήσεων τους, αυτή δεν είναι που πιέζει τον Ερωτόκρι­το να βάλει τον πατέρα του να τη γυρέψει; Ποτέ όμως δεν χάνει την ηθική της αξιοπρέπεια, και αυτή είναι που την κάνει να μιλάει άφοβα για την αγάπη και τον «πόθο» που την κρίνει, λέξη που σίγουρα είχε αρκετή από την αισθησιακή σημασία που έχει και σήμερα.

     Όμως παρά τον αισθησιασμό αυτό, τον τόσο έντονο, αν και τόσο διάχυτο, την κυριαρχική θέση στο έργο την έχει ο έρωτας, ένας έρωτας που δεν είναι τόσο φροϋδική εξυψωμένη σε αγάπη λίμπι­ντο, που βάλλεται από ένα σωρό εξωτερικές απαγορεύσεις και εσωτερικές αναστολές, όσο ο εξατομικευμένος δεσμός δύο ατόμων αντίθετου φύλου, με την έννοια που μιλάνε γι’ αυτόν οι ηθολόγοι, δεσμός δηλαδή θετικός και αναγκαίος· όχι υποπροϊόν ή παρα­προϊόν μιας ιστορίας σεξουαλικής καταπίεσης, αλλά αναγκαίο στάδιο στη φυλογενετική μας εξέλιξη. Οι ήρωες ούτε στιγμή δεν κατηγορούν την κοινωνία για τις συμβάσεις της. Την αποδέχονται, (σελ. 86) νιώθουν ενταγμένοι μέσα σ’ αυτήν. Στην αρχή μάλιστα προσπα­θούν να υποταχθούν στους κανόνες της καταστέλλοντας το αίσθη­μα τους. Και όταν αυτό φουντώνει, αντί να κατηγορήσουν (η Αρετούσα κατηγορεί τον πατέρα της για σκληρότητα κι όχι γιατί δεν συγκατατίθεται στο αίσθημά της), προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια. Είναι σαν να λένε -έχετε δίκιο, μα εμείς αγαπιόμαστε.

     Το έργο αποπνέει επίσης μια γυναικεία ευαισθησία. Πρωταγωνι­στής, λέει ο Σεφέρης, είναι η Αρετούσα κι όχι ο Ερωτόκριτος. Τα δικά της ερωτικά αναστενάγματα είναι πιο πειστικά. Οι κάθε είδους ευαισθησίες, και περισσότερο οι ερωτικές, είναι προνόμιο (ή κατάρα) των γυναικών. Αυτές υποφέρουν περισσότερο όταν υπο­φέρουν, και χαίρονται περισσότερο όταν χαίρονται -ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν. Γι’ αυτό και ο ποιητής εκφράζει πιο αβίαστα τα ερωτικά συναισθήματα μέσα από το στόμα της Αρετούσας.

   Μια γυναικεία αίσθηση δίνουν στο έργο και τα τόσα ψέματα που βλέπουμε να λέγονται. Ας αναφέρουμε μερικά: Το ψέμα του Πολύ­δωρου στον φίλο του, σχετικά με την αντίδραση της Αρετούσας. Το ψέμα του Ερωτόκριτου ότι είναι άρρωστος. Το ψέμα του Ερωτόκριτου στην Αρετούσα, για το πως βρήκε το δαχτυλίδι, τα ψέματα της Αρετούσας, για ποιο λόγο δεν θέλει να παντρευτεί. Έπειτα είναι η ίδια η ψεύτικη αμφίεση του Ερωτόκριτου, που τον κάνει να λέει φανταστικές ιστορίες για το ποιος είναι στον βασιλιά και στην Αρετούσα. Όσο κι αν δικαιολογούνται τα ψέματα αυτά από την οικονομία του έργου, έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι πολλά.

     Στο έργο επίσης άνδρες και γυναίκες χύνουν ένα σωρό δάκρυα. Ακόμη, τους βλέπουμε να φιλάνε πολύ, κάποιες φορές μάλιστα πάρα πολύ, όπως ο Πολύδωρος, που πηγαίνοντας στο παλάτι να δει πως είναι ο τραυματισμένος σωτήρας του.

Κι εφαίνουντόν του ο Ρώκριτος ήτον όντε του μίλειε,
και σπλαχνικά συχνιά συχνιά στο στόμα τον εφίλειε·

     Μπορεί στ’ αυτιά μας σήμερα οι στίχοι αυτοί να έχουν μια ομοφυλοφιλική απόχρωση, όμως στην πραγματικότητα είναι έκ­φραση της γυναικείας εκλεπτυσμένης εκείνης ατμόσφαιρας που αποπνέει το έργο. Και μια και το ‘φέρε η κουβέντα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ένα τόσο παλιό έργο, που γράφηκε γι’ άλλους ανθρώπους και κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, σίγουρα ηχεί διαφορετικά στα σημερινά αυτιά. Γι’ αυτό κάθε φορά που διαβάζουμε τέτοια έργα θα πρέπει να κάνουμε ένα ιστορικό άλμα (άλμα αναχρονισμού το λέει ο Γκέοργκ Λούκατς), να ταυτιζόμαστε με τον αναγνώστη εκείνης της εποχής, στην ευαισθησία του οποίου κι όχι στη δική μας απευθυνόταν ο συγγραφέας. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια δύσκολο, χρειάζονται ιστορικές και άλλες γνώσεις, ίσως και κάποια ικανότητα, όμως ολότελα αναγκαίο. Ας θυμηθούμε ότι οι ανεπάρκειες σ’ αυτό τον τομέα από τη μεριά ορισμένων φιλολόγων οδήγησαν σε ουσιαστικές παρεξηγήσεις σχετικά με το έργο. Επειδή στη σημερινή Κρήτη η γλώσσα του «Ερωτόκριτου» μιλιέται μόνο στα χωριά από τους απλούς χωριάτες, πίστεψαν ορισμένοι ότι το έργο είναι δημιούργημα λαϊκού και ακαλλιέργητου ποιητή. Το ότι ο ποιητής ήταν καλλιεργημένος, που κινείται μάλιστα μέσα σε ένα λογοτεχνικό κύκλο με τις αναπόφευκτες αντιζηλίες που υπάρχουν πάντα μέσα σε τέτοια πλαίσια, το δείχνουν και οι παρακάτω στίχοι.

Θωρώ πολλοί χαρήκασι κι εκουρφοκαμαρώσα,
κι όσοι κλουθούσα από μακρά, εδά κοντά σιμώσα.

Η γης εβγάνει τη βοή, ο αέρας και μουγκρίζει,

και μια βροντή στον ουρανό τς οχθρούς μου φοβερίζει,

εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ότι δούσι,

κι από κει δεν κατέχουσι την ‘Αλφα σκιάς να πούσι.

     Γεγονός είναι πως η γλώσσα του «Ερωτόκριτου» πρέπει να μιλιό­ταν τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο, και οι τυχόν διαφοροποιήσεις θα πρέπει να ήσαν ελάχιστες. Δεν έχουμε καμιά μαρτυρία που να μας επιτρέπει την υπόθεση μιας «διγλωσσίας». Αντίθετα μάλιστα, το μικρό μέγεθος των μεγαλουπόλεων της Κρή­της (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Σητεία είχαν μόλις 30.000 κατοίκους), η ανυπαρξία ενός εθνικού αστικού κέντρου εκτός Κρήτης (όπως είναι η Αθήνα σήμερα) που να επιβάλει τη δική του γλώσσα στα Κρητικά αστικά κέντρα, μας κάνει να υποθέσουμε ότι στην Κρήτη μιλιόταν μια ενιαία γλώσσα. Η μόνη παραβίαση που έκανε στη γλώσσα αυτή ο συγγραφέας, είναι ότι την καθάρισε από τις ξενικές λέξεις. Από τις τόσες ξένες λέξεις που σίγουρα μιλιόνταν από τον κόσμο της εποχής του, όπως δείχνουν οι κωμωδίες, δεν χρησιμοποιεί παρά ελάχιστες -καμιά δεκαριά αραβικές και καμιά σαρανταριά ιταλικές. Το ίδιο απόφυγε και τους αρχαϊσμούς, που βρίθουν σε λιγότερο ικανούς ποιητές πενήντα μόλις χρόνια πιο πριν.

     Ο Κορνάρος, αλλά και όλοι οι αναγεννησιακοί Κρήτες ποιητές, αποβλέπουν στην καθαρότητα της γλώσσας, προκειμένου να πετύχουν πάγιους εκφραστικούς τρόπους. Ο Σ. Αλεξίου γράφει σχετικά: «Αντελήφθησαν δηλαδή οι άνδρες αυτοί ότι η γλώσσα όπως ομιλείτο από τους αγράμματους Κρητικούς της εποχής, ήτο πολύ περισσότερο συνεπής και πάγια από τη γλώσσα των ημιμαθών δημοτικών* συγγραφέων. Πιθανότατα είχαν μπροστά τους και γνήσια δημοτική ποίηση άγραφη και κυρίως μαντινάδες».

* Εννοεί τους ποιητές που γράφουν όχι στο Κρητικό ιδίωμα, αλλά σε μια πανελ­λήνια δημοτική.

     Σημειώνουμε ακόμη ότι κάποιες από τις λέξεις που υπάρχουν στον «Ερωτόκριτο» χρησιμοποιούνται σήμερα με μια ειρωνική απόχρωση, που κάνει πολλές φορές την ειρωνική διάθεση του ποιητή να φαίνεται μεγαλύτερη από ότι είναι. Διαβάζουμε για παράδειγμα ότι ο βασιλιάς κόβει τις πλεξούδες της κόρης του και την αφήνει «κουτρούλα». Μικρός, θυμάμαι, χρησιμοποιούσαμε αυτή τη λέξη με τη σημασία της «μπόμπας». Συμμαθητές μας που είχαν κουρευτεί από τον πάτο τους κοροϊδεύαμε λέγοντας τους «κουτρούλη μπαμπά, βγάλε μαλλιά, να μη σε περγελούνε τ’ αρνιά».  

     Βλέπουμε ακόμη τον βασιλιά και τη βασίλισσα να κλαίνε και να μην «αρνεύουν» από τη χαρά τους που η κόρη τους αποφάσισε επιτέλους να παντρευτεί. Και το αρνεύω θυμάμαι ότι το χρησιμο­ποιούσαμε ειρωνικά. Όταν έκλαιγε κανείς πολύ ώρα για παραμι­κρή αιτία, του λέγαμε «ακόμη δεν ήρνεψες;» (ειρήνεψες).

     Πολλές λέξεις επίσης που σχετίζονται με σεξουαλικά όργανα ή λειτουργίες έχουν πάρει σήμερα μια λίγο πολύ χυδαία απόχρωση, την οποία δεν είχαν τότε, όπως οι λέξεις «βυζά», «γαστρωμένη», «σπέρνω». Όμως αυτή η εξέλιξη είναι πιο γενική, δεν χαρακτηρίζει μόνο την Κρητική διάλεκτο. Σήμερα οι λέξεις «γαμώ» και «μαλα­κία», που συναντάμε στο ευαγγέλιο και στον Θουκιδίδη, έχουν άλλη έννοια.

     Οι επιγραμματικές φράσεις, τα γνωμικά, οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις παρμένες από τη ζωή της υπαίθρου και της θάλασ­σας, βρίθουν και εδώ όπως και στα δραματικά έργα, για τα οποία μιλήσαμε προηγούμενα. Κάποιες μάλιστα είναι κοινές. Τους στί­χους:

με τον καιρό οι συννεφιές παύουσι κι οι αντάρες

κι ευκές μεγάλες γίνονται με τον καιρό οι κατάρες

τους συναντήσαμε και στην «Ερωφίλη». Τον ευχετικό τύπο «την ευκή τ’ς ευκής μου» καθώς και το στίχο

πότε θα α’ ανιμένουμε, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα

τους βρήκαμε και στη «Θυσία». Εκεί επίσης βρήκαμε και τους στίχους:

Κι ας ήταξα η άμοιρη πως δεν σ’ είχα ποτέ μου

μα ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβυσέ μου.

Πολλοί αποφθεγματικοί στίχοι κυκλοφορούν ακόμη πλατιά στο στόμα των Κρητικών, όπως:

Πολλά μεγάλο χάρισμα στον άνθρωπο η γνώση


και:


Όποιος τα ύστερα μετρά, πριν να τωσε σιμώσει,

εκείνος δεν μπορεί ποτέ, να στερομετανιώσει.

     Το έργο είναι επίσης γεμάτο από όμορφες εικόνες και μεταφορές όπως:

Στα ρόδα, στα τριαντάφυλλα, τα δάκρυα πορπατούσα

στα στήθη κατεβαίνουσι, στα μάρμαρα κτυπούσα.

     Θα ήταν σχολαστικισμός όμως να κάνουμε εδώ παραθέσεις τέτοιων στίχων, γι’ αυτό κρίνουμε καλύτερο να συμβουλεύσουμε τον αναγνώστη να τους βρει και να τους απολαύσει στο ίδιο το έργο.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *