Βιογραφικό
Ο Μάρκος Δεφαράνας, (Ζάκυνθος 16ος αι.) ήτανε λόγιος κι έμεινε γνωστός από τα στιχουργήματά του Διδακτικοί λόγοι του πατρός προς τον υιόν (Βενετία, 1543) κι Ιστορία των εκ του Δανιήλ περί της Σωσσάνης (Βενετία, 1569), που χαρακτηρίζονται για την άγρια αντίληψη και τις χυδαίες φράσεις τους.. Το πρώτο αποτελείται από 788 στίχους και το δεύτερο από 376. Και τα δύο έργα ήταν δημοφιλή στην εποχή τους. Το περιεχόμενο του ενός, όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του, ασχολείται με συμβουλές σε κάποιον νέο για ηθικά ζητήματα. Το δεύτερο αναφέρεται σε δύο ηλικιωμένους, οι οποίοι, αφού κατόρθωσαν να βιάσουν την ωραία Σωσσάνα, την κατηγόρησαν ότι απατούσε τον σύζυγό της. Η αλήθεια αποκαλύπτεται μ’ επέμβαση του προφήτη Δανιήλ. Τότε οι γέροι καταδικάζονται σε θάνατο με λιθοβολισμό κι η Σωσσάνα σώζει τη τιμή και τη ζωή της. Ἡ 1η ἔκδοση τῆς Ιστορίας τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1569 κὶ ἔκτοτε γνώρισε τουλάχιστον 6 ἐπανεκδόσεις.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, αλλά σε μικρή ηλικία η οικογένειά του μετανάστευσε στη Βενετία, όπου ο ποιητής αποκαλύπτει ότι του απέδωσαν τιμές, χωρίς να τις προσδιορίζει συγκεκριμένα. Δεν φαίνεται να ‘χει αναμνήσεις από το νησί και μόνο από τους γονείς του έχει ακούσει για τη ζακυνθινή του προέλευση. Ωστόσο, ο Legrand, υποστηρίζει τη κρητική καταγωγή του, στηριζόμενος στη γλώσσα του ποιήματος, που περιέχει κρητικά διαλεκτικά στοιχεία. Ο Σάθας, ισχυρίζεται πως πρόκειται για Κύπριο, θεωρώντας ότι στο ποίημα υπερτερούν τα κυπριακά διαλεκτικά στοιχεία. Η Σίτσα Καραϊσκάκη, που εξέδωσε το ποίημα, υποστηρίζει πως η γλώσσα του είναι μεικτή, αποτελούμενη από ποικίλα νεοελληνικά ιδιώματα (π.χ. Θράκης, Μικράς Ασίας), τη γλώσσα των Ελλήνων της Ιταλίας και κυρίως, της Κρήτης και της Κύπρου. Σύμφωνα με τον Κριαρά, τα κυπριακά στοιχεία που επισημαίνει η Καραϊσκάκη, δεν είναι αποκλειστικά κυπριακά, αλλά συναντώνται και σ’ άλλες περιοχές. Για τον συγκεκριμένο μελετητή, η γλώσσα του ποιήματος είναι μεικτή, αποτελούμενη από κρητικά κι αρχαΐζοντα γλωσσικά στοιχεία, ενώ τα λίγα κυπριακά αποδίδονται σε κάποια σχέση του αντιγραφέα του έργου με τη Κύπρο. Ας προστεθεί εδώ πως υπάρχουν κι αρκετές εκφράσεις που μαρτυρούν επίδραση από τη γλώσσα της Εκκλησίας.
Βέβαια, εδώ χρειάζεται να τονιστεί πως ο ποιητής, κάνοντας λόγο για στίχο, εννοεί ένα 2στιχο που ομοιοκαταληκτεί. Έτσι, ο 61ος στίχος αντιστοιχεί στους στίχους 121-122. Ωστόσο, πρέπει να διέφυγε ένα σφάλμα στον συντάκτη ή σε κάποιον μεταγενέστερο αντιγραφέα, καθώς το αρχικό γράμμα του ονόματός του βρίσκεται στον στίχο 123. Θα ‘πρεπε, λοιπόν, κανονικά να κάνει λόγο για τον στίχο 62. Κατά τ’ άλλα, δεν υπάρχει πρόβλημα στην ακροστιχίδα και προκύπτει αβίαστα το όνομά του: Μάρκος Δεφαράνας.
Ο συγγραφέας αυτός είναι γνωστός και για ακόμη ένα ποίημα, την εξαιρετικά δημοφιλή Ιστορία (περί) της Σωσάννης (1η έκδ. Βενετία 1569, με πολλές ανατυπώσεις έως τον 19ο αι.), όπου μέσω μιας ακροστιχίδας πάλι γνωστοποιεί το όνομά του. Τους ερευνητές έχει απασχολήσει κατά πόσον έν άλλο ποίημα, Η Ιστορία Του Αλεξάνδρου Του Μεγάλου, είναι δικό του δημιούργημα. Αρχικά, ο Legrand έκανε την υπόθεση πως είναι έργο του Δεφαράνα. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από τους μελετητές. Η Καραϊσκάκη, με μια σειρά από επιχειρήματα, υποστήριξε πως είναι απίθανο συντάκτης του συγκεκριμένου έργου να ‘ναι ο Δεφαράνας.
Όσον αφορά στην καταγωγή του συγγραφέα, διατυπωθήκανε διάφορες απόψεις, αν κι ο ίδιος την αποκαλύπτει σε ένα 2στιχο:
Και κείνος οπού τάκαμε στην Βενετιά τιμήθη,
τα γονικά του λέγουσι ’ς την Ζάκυνθο γεννήθη. (στ. 783-784)
Από τη στιγμή, που ο ίδιος δηλώνει ότι γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, εικάζει ο κάθε μελετητής ότι μάλλον οι γονείς του ήτανε Κρητικοί που είχανε μετοικήσει στα Επτάνησα, όπως συνέβη με πολλούς συντοπίτες τους εκείνη την εποχή. Από την εξέταση της γλώσσας του έργου του μπορεί να εξαχθεί και συμπέρασμα για τη χρονική περίοδο που έζησε ο συγγραφέας και μάλλον καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του 16ου αιώνα (1503-1575).
Ο Κρουμπάχερ θεωρεί πως παρουσιάζει ομοιότητες με τον Σαχλίκη ως προς τη χυδαιότητα της γλώσσας και μάλιστα θεωρεί ότι τον χρησιμοποίησε ως πρότυπο. Ωστόσο, το επίπεδο του Δεφαράνα είναι σαφώς ανώτερο. Η γλώσσα του δεν έχει τη χυδαιότητα της γλώσσας του Σαχλίκη. Η χρήση ανάρμοστων εκφράσεων γίνεται από διάθεση να μη συγκαλύψει ή καλλωπίσει τα πράγματα, αλλά να τ’ αποδώσει όπως είναι. Έπειτα, ο στόχος συγγραφής του έργου του, είναι αποκλειστικά παιδαγωγικός. Αντιθέτως, ο Σαχλίκης αρέσκεται στη χρησιμοποίηση χυδαίων εκφράσεων, χωρίς να ‘χει ιδιαίτερο ηθικοπλαστικό χαρακτήρα το έργο του. Με τη χρήση ενός παραδείγματος μπορεί καταδειχθεί η διαφοροποίηση των δύο ποιητών στην προσέγγιση των θεμάτων τους. Όσον αφορά, λοιπόν, στην παρουσίαση των γυναικών που γίνεται στα 2 έργα, ο Δεφαράνας αναφέρει τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, με σκοπό να καθοδηγήσει τον νέο, ώστε να ‘ναι προσεκτικός στην επιλογή συζύγου. Αντίθετα ο Σαχλίκης, κυριευμένος από μια εχθρική διάθεση, αποσκοπεί στη διαπόμπευση όλων των γυναικών. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι στίχοι παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα, οι δύο ποιητές διαφοροποιούνται ως προς τη στόχευση.
Ο Δεφαράνας σαφέστατα έχει επηρεαστεί κι από το Βυζαντινό Σπανέα, όπως προκύπτει από την ομοιότητα πολλών στίχων των 2 έργων. Οι στίχοι 17-18, που προτρέπει τον νέο να σέβεται πρώτα το Θεό, θυμίζουν την αντίστοιχη παραίνεση του Σπανέα, στον στίχο 54. Επίσης, οι στίχοι 27, 135-139, 142, 144-145, 153-154 του κειμένου μάς θυμίζουν πολύ το κείμενο του Σπανέα. Εκτός από την ομοιότητα των στίχων, καλό είναι να επισημανθεί πως τα 2 έργα κινούνται στο ίδιο πνεύμα, εφόσον ο στόχος τους είναι ηθικοδιδακτικός/παραινετικός. Και στις δύο περιπτώσεις ένας μεγαλύτερος νουθετεί κάποιον νέο, ώστε να ‘χει την αρμόζουσα συμπεριφορά.
Άλλωστε, ο συγγραφέας γνώριζε κι άλλα έργα από όπου έχει αντλήσει κάποιους στίχους. Αυτά είναι το ανώνυμο Περί Γέροντος Να Μη Πάρει Κορίτσι, Το Θανατικόν της Ρόδου (τέλη 15ου αι.) του Λιμενίτη, η Ρίμα Θρηνητική (πιθανότατα β’ μισό 15ου αι.) του Πικατόρου, το Περί Της Ξενιτείας, Ο Απόκοπος (α’ ή β’ μισό 15ου αι.) του Μπεργαδή, Ο Πτωχοπρόδρομος (12ος αι.) του Προδρόμου, η Ιστορία του Ρε της Σκωτίας και της Ρήγισσας της Εγγλητέρας (1η έκδ. Βενετία 1543) του Τριβώλη, τα Κυπριώτικα Τραγούδια του Σ. Μενάρδου. Επιπλέον, στο έργο του έχει ενσωματώσει φράσεις αλλά κι αντιλήψεις γενικότερα που συναντώνται σ’ εκκλησιαστικά κείμενα. Διακρίνεται, λόγου χάρη, έντονα η επίδραση του βιβλίου των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης. Το ποίημα του Δεφαράνα αποτελεί ουσιαστικά ένα συμπίλημα στίχων από παλιότερα κείμενα θρησκευτικού κι ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, που ανάμεσα τους βασική πηγή του αναντίρρητα υπήρξε το ομώνυμο ποίημα του Κρητικού ποιητή Μαρίνου Φαλιέρου που μεγάλο μέρος του οικειοποιείται. Το γεγονός αυτό μπορεί να ξενίζει τον σύγχρονο αναγνώστη, που δίνει μεγάλη βαρύτητα στην έννοια της πρωτοτυπίας, ωστόσο ήταν αρκετά σύνηθες σε μια εποχή με διαφορετικές αντιλήψεις, που μάλιστα δεν υπήρχε η ιδέα των πνευματικών δικαιωμάτων.
Από την άλλη, δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί κάποιο ξενόγλωσσο ομόθεμο έργο, παλιότερο ή σύγχρονο, που μπορεί να επηρέασε τον Ζακύνθιο ποιητή. Ο Κρουμπάχερ, μάλλον λόγω της ύπαρξης κύριων ονομάτων που ‘ναι επηρεασμένα από την ιταλική γλώσσα, θεωρεί πως έχει δεχτεί ιταλική επιρροή και κάνει λόγο για ιταλική πηγή. Ωστόσο, οι ιταλικές επιδράσεις στη γλώσσα είναι δικαιολογημένες, καθώς ο συντάκτης έζησε στη Βενετία. Άλλωστε, δεν έχει επιβεβαιωθεί από τους μελετητές κάποιο ιταλικό κείμενο που να χρησίμευσε ως πηγή. Το μόνο που μπορεί να υποστηριχτεί είναι ότι κινείται στo ευρύτερο πλαίσιο της ηθικοδιδακτικής λογοτεχνίας που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον 12ο και 16ο αιώνα κι έχει επηρεαστεί από διάφορα έργα του είδους.
Κάποιο χειρόγραφο του κειμένου δεν διασώζεται. Το έργο εκδόθηκε για 1η φορά στη Βενετία το 1543 και σώζονται 2 αντίτυπα αυτής της έκδοσης. Το κείμενο καθίσταται δυσανάγνωστο λόγω της κακής ορθογραφίας του. Το ποίημα εξέδωσε τελευταία η Σίτσα Καραϊσκάκη το 1934, στηριζόμενη στη 1η έκδοση της Βενετίας, δεδομένης της έλλειψης κάποιου χειρογράφου του.
Ιστορία Εκ Των Του Δανιήλ Περί Σωσάννης
Σωσάννα
I
Λέγεται και Σουσάννα. Βιβλικό πρόσωπο γνωστό για τη σεμνότητα της, από τη φυλή του Ιούδα. Ήτανε κόρη του Ελκία και σύζυγος του Ιωακείμ, που τον ακολούθησε στη Βαβυλώνα στην αιχμαλωσία. 2 ηλικιωμένοι κριτές του Ισραήλ της επιτεθήκανε στο λουτρό και την απείλησαν πως αν αρνιόταν να ικανοποιήσει τις σαρκικές επιθυμίες τους, θα τη κατάγγελλαν για μοιχεία. Κι αφού κατόρθωσαν να βιάσουν την ωραία Σωσσάνα πραγματικά τελικά τήρησαν και την απειλή τους, έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό. Ο Δανιήλ όμως, νέος ακόμα πέτυχε αναθεώρηση της δίκης κι απέδειξε τη διαβολή της υπόθεσης, γεγονός που ‘χε σαν αποτέλεσμα την αθώωση της. Τότε οι γέροι καταδικάζονται σε θάνατο με λιθοβολισμό και η Σωσσάνα σώζει την τιμή της. Το περιστατικό αυτό συνέβη γύρω στα τέλη του 7ου π.Χ. αι. και στάθηκε έμπνευση για πολλούς ζωγράφους (Ρούμπενς, Ρέμπραντ κ.ά.), που φιλοτέχνησαν πίνακες της σεμνής Ιουδαίας στο λουτρό.
Αλλά κι η νεώτερη ποίηση κι ιδιαίτερα η θεατρική πεζογραφία εκμεταλλεύτηκε το επεισόδιο. Ως πρώτο σχετικό δράμα αναφέρεται το έργο Σωσάννα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, που όμως χάθηκε. Πληροφορίες γι’ αυτό δίνει ο Βυζαντινός Ευστάθιος και μάλιστα το χαρακτηρίζει Ευρυπίδειο. Αλλά κατά τη γνώμη νεώτερων ερευνητών συγγραφέας του είναι ο Ιουδαίος Νικόλαος Δαμασκηνός, που ‘χε γράψει κι άλλα δράματα στην εβραϊκή. Στην ελληνική λογοτεχνία, η ιστορία της πρωτοδόθηκε σε βυζαντινό ποίημα από 80 15σύλλαβους κι ανομοιοκατάληκτους στίχους σε αρχαΐζουσα γλώσσα, γραμμένο γύρω στα τέλη του 14ου αι. Το ποίημα αυτό διασκεύασε κι επέκτεινε σε 376 ομοιοκατάληκτους στίχους σε λαϊκή γλώσσα ο Ζακυνθινός στιχουργός Μάρκος Δεφαράνας. Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε στη Βενετία το 1638. Τέλος, το περιστατικό διασκευάστηκε στην ελληνική και σε διήγημα από άγνωστο συγγραφέα ίσως του Γ. Αινιάν και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βιβλιοθήκη Του Λαού (Αθήνα, 1852). Την ίδια ιστορία εκμεταλλεύτηκαν και πολλοί δραματικοί συγγραφείς της Δύσης, προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη ποταπότητα της ευθύνουσας τάξης του Ισραήλ και στην υποκρισία της.
Λόγοι Διδακτικοί Πατρός Προς Τον Υιόν
Το στιχούργημα Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν του Ζακύνθιου Μάρκου Δεφαράνα είναι έργο με ηθικοδιδακτικό-παραινετικό περιεχόμενο. Γράφτηκε στις αρχές του 16ου αι, απαρτίζεται από 788 ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους κι ουσιαστικά αποτελεί συμπίλημα αποσπασμάτων από άλλα έργα. Η γλώσσα του συνιστά ένα συνονθύλευμα από κρητικούς ιδιωματικούς τύπους κι αρχαΐζοντα στοιχεία. Η δε ρίμα, αν εξαιρεθούν κάποιοι στίχοι (π.χ. 39-40, 51-52, 123-124, 147-148, 193-194, 195-196) με αδέξια ομοιοκαταληξία, είναι επιτυχημένη. Εδώ ο ποιητής συμβουλεύει τον νέο, ώστε να ‘χει υποδειγματική συμπεριφορά. Από τις παραινέσεις αυτές προκύπτει η ιδεολογία του συγγραφέα, θεωρεί ιδιαίτερα απαραίτητο τον σεβασμό προς το Θεό, η υπομονή, η ελεημοσύνη κι η αγάπη θεωρούνται επίσης σημαντικές αρετές, ενώ τονίζεται κι η αξία της εργατικότητας. Επιπλέον, παρέχει συμβουλές για την επιλογή καλής συζύγου. Εκεί αναφέρει ότι χρειάζεται να δοθεί βαρύτητα στο χαρακτήρα της κι όχι στην περιουσία που διαθέτει. Εντύπωση προκαλεί η προτροπή του προς τους πατέρες να διαπαιδαγωγούν τα τέκνα τους ανάλογα με τη φύση τους, κάτι που θυμίζει τις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες όπου γίνεται λόγος για την ανακάλυψη των κλίσεων των παιδιών:
Γνώρισε και την φύσιν τους και καθ’ ενός του δώσε,
ν’ αργάση αυτήν σαν ρέγεται και την βουλήν του σώσε.
Σε αντίθεση με άλλα έργα της δημώδους λογοτεχνίας, για το συγκεκριμένο γνωρίζουμε με σαφήνεια το όνομα του συγγραφέα, εφόσον μας το γνωστοποιεί ο ίδιος μέσω μιας ακροστιχίδας. Έτσι, στο τέλος του ποιήματός του δηλώνει:
‘Στον ξήντα ένα στίχον άρχισε ως τους ‘βδομήντα πέντε,
να βρης το πώς τον κράζουσι και τόνομά του ποιόναι.
Το πρώτον γράμμα έπαιρνε ξεπάσα ένα στίχον,
του τόδωκα του καθενός, δεν βάνω εις τον ήχον.
Το Ποίημα (απόσπ.)
Ο πατέρας δηλώνει ότι με τη βοήθεια του Θεού θα παράσχει συμβουλές στον γιο του, από τις οποίες η πρώτη είναι ο σεβασμός και η υπακοή στο θέλημα του Θεού.
Πᾶσα ἀγαθὴ διδασκαλιὰ κι ἀρχὴ καλοῦ πραγμάτου
πορεύεται ἀπὸ πατρός, υἱοῦ κι ἁγιοῦ πνευμάτου.
Δὲν ἔν’ νὰ κράζω τὸ λοιπὸν τὲς Μοῦζες τῶν Ἐλλήνω’
μὰ ’ς τὴν Τριάδα τὴν ἁγιὰν τὴν κεφαλήν μου κλίνω,
διὰ νὰ μοῦ δώκῃ χάριταν εἰς νοῦν καὶ εἰς κονδύλι, 5
νὰ γράψω καὶ νὰ δηγηθῶ μὲ τὰ δικά μου χείλη,
ὅτι τὸν μοναχὸν υἱὸν καὶ ἀκριβὸν τὸν ἔχω
νὰ βάλω στράταν κι ἀρετὴν βούλομαι καὶ ξετρέχω.
Διατὶ ὁ νεὸς τὰ μέλλοντα καὶ κεῖνα τὰ δὲν πράξῃ
σὰν ὄνειρο τοῦ φαίνονται, ἄλλος νὰ τὰ διατάξῃ. 10
Δι’ αὐτὸ ἐγὼ ὁ πολυπαθής, τέκνον μου ἠγαπημένον,
τὰ ἔμαθα μὲ πολλὴ πικριὰ εἰς καιρὸν ἀπερασμένον,
νὰ σὲ διδάξω βούλομαι κι ὀλπίζω νὰ πιστέψῃς
τοὺς λόγους ποῦ σοῦ θέλω εἰπεῖ καὶ νὰ μηδὲν ὀκνέψῃς.
Καθημερνὰ νὰ μελετᾷς καὶ νὰ κρατῇς ἀλήθεια 15
καὶ τοῦτες οἱ διδασκαλιὲς δὲν εἶναι παραμύθια.
Λοιπὸν ἡ πρώτη δασκαλιὰ εἰς τὸν Θεὸν τὸν κτίστη
καὶ τοῦ παντὸς δημιουργὸ νὰ σέβεσαι μὲ πίστι.
Κι αὐτὰ τὰ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιὰ ὅλα νὰ τὰ προσέχῃς
καὶ <ἀπὸ> τὴν καλὴν βουλὴν καὶ λόγον μὴν ἀπέχῃς. 20
Διατὶ εἰς αὐτὰ ὑποτάσσονται οἱ νόμοι κ’ οἱ προφῆτες
κι ὅσοι δὲν τὰ προσέχονται κράζονται Ἀραβῖτες.
Μ’ ἀλήθεια ὁ νόμος τῶν ἀρχαιῶν ἦτον αὐτὸς τῆς φύσης
καὶ λέγει: «τὸ δὲν θὲς ἐσὺ μηδ’ ἀλλουνοῦ τὸ ποίσῃς».
Καὶ μετ’ αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι <χρόνια> πολλὰ ἐζοῦσαν. 25
Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσῆ, ὅπου τοῦ ἀκλουθοῦσαν
μὲ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ δώδεκα σκῆπτρα ὁμάδι,
ἐπέρασαν τὴν ἔρημον, κι ὁ Θεὸς διὰ σημάδι
τοὺς ἔδωκε δέκα πλακιὰ νὰ τὸν ὑμνολογοῦσι,
ὡς ποιητὴν καὶ πλάστην τους νὰ τὸν δοξολογοῦσι. 30
Κ’ ἦτον λαὸς ἀδίδακτος καθόλου δίχως γνῶσι(ν),
δι’ αὖτο ἦρθε ὁ Θεὸς τὸν νόμον νὰ ξαπλώσῃ.
Κι ἀφήτις ἦλθε ὁ Χριστός, ἐφώτισε κ’ ἐσιάσε,
τὴν στράταν ἐκαθάρισε καὶ τὴν γραφὴν ἐφτειάσε.
Ὅσοι τὴν στράταν τοῦ Χριστοῦ ὀρέγονται νὰ ὁδεύγουν 35
ἀπ’ ὅ,τι ὁρίζει ἡ ἐκκλησιὰ ἂς βλέπουν νὰ μὴν ἔβγουν.
Καὶ ἂς εἶναι τῆς ὑπακοῆς ’ς τῆς ἐκκλησιᾶς τὴν ζέσιν,
μὴν πάθουν το ὡς τὸν Ἀδὰμ κ’ εἰς ᾍδην νὰ ξεπέσιν.
Ὅτι δὲν ἔν’ πλεὸν λύτρωσις, ἀμὴ ὁ Χριστὸς ἂν ἔλθῃ,
τοὺς δίκαιους βάνει εἰς καλόν, τοὺς δὲ κακοὺς εἰς πάθη. 40
Τούτη ἔναι ἡ διδασκαλιά, υἱέ, ποῦ σὲ διδάσκω,
νὰ ἔχῃς τὸν φόβον τοῦ Χριστοῦ παρὰ τὰ πάντα πάσχω,
καθὼς τὸ λέγει ὁ Σολομὼν εἰς τὰς παραβολάς του:
«ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» εἰς τὰς ἀπακουάς του. 44
….
Ανάμεσα στις αρετές που ο πατέρας προτρέπει τον νέο να επιδιώκει, είναι η υπομονή, η ταπείνωση κι η αγάπη
Ἂς εἶσαι πάντα ταπεινὸς κ’ ὑπομονῆς μεγάλης.
Διατ’ <εἶν’> αὐτὴ ἡ ταπείνωσις κ’ ἡ ’πομονὴ ἐκείνη, 50
ὁποῦ ἐστεφανοφόρεσε τὴν ἅγιαν τὴν Μαρίνη,
τὸν ἅγιον τὸν φοβερὸν μάρτυρα τὸν Νικήτα,
υἱὸν τοῦ Ἰουλιανοῦ [τοῦ] παράνομου ἀποστάτα.
Κι ἄλλοι πολλοὶ <’ς> τοὺς οὐρανούς, λαμπάδ’ ὀμπρός τους ἅφτει,
μόνον διὰ τὴν ταπείνωσιν κι ὑπομονὴν τοσαύτη(ν). 55
Ἀγάπα πᾶσα ἄνθρωπον νὰ σ’ ἀγαποῦν καὶ σένα
καὶ νἄχῃς ὅλα τ’ ἀγαθὰ πάντα ξεδουλωμένα.
Διατὶ ἡ ἀγάπη ἔν’ μερτικὸν τῆς ἅγιας Τριάδος,
πατρός, υἱοῦ <καὶ> πνεύματος καὶ τῶν ἁγίων μυριάδος·
ὅτι ἀγαπῶντα ὁ πατὴρ μὲ τὸν υἱὸν ἀλλήλως, 60
πορεύεται ἐκ τοῦ πατρὸς τὸ ἅγιον πνεῦμα στύλος.
Διὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἡμῶν πάντων τὰ ἑρμηνεύγει,
’ς τοὺς ἀποστόλους καὶ λαὸν «εἰρήνη πᾶσιν» λέγει.
Ὅπου ἔναι ἀγάπη δὲν μπορεῖ σκανδάλισι νὰ πέσῃ,
διατὶ δὲν ἀποπλέκεται σὰν τῆς Τριάδος δέσι[ν]. 65
Καὶ μ’ ὅσους καὶ ἂν πορευθῇς <εὐ> σπλαγχνικὸς ἂς εἶσαι
καὶ μὴν ὀχλιάζεσαι ποτὲ καὶ μὴ χολομανῆσαι.
Ἀπάνω εἰς τὴν ταπείνωσιν ἔχε καὶ τὴν ἀγάπην,
γιατὶ θερμαίνει τὴν καρδιάν, ὡσὰν ἡ στιὰ τὴν ῥάπην.
Διατὶ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ εἶπε νὰ βασιλεύουν 70
ὅλην τὴν γῆν οἱ ἀγαθοὶ καὶ νὰ τὴν ἀφεντεύουν.
…
Στους στίχους που παραλείπονται, ο ποιητής συμβούλευσε τον γιο του να αποφεύγει τις νυχτερινές εξόδους. Στο ακόλουθο απόσπασμα τον προτρέπει να προσφέρει βοήθεια στους ενδεείς, τους φτωχούς ανθρώπους.
Δίδε ἀπὸ τὸ ἔχει σου εἰς τοὺς θυλακωμένους, 135
’ς αὐτείνους τοὺς ἀμπόρετους καὶ τοὺς ἐλυπημένους.
Ἔβγαλ’ ἀπὸ τὰ ῥοῦχα σου κατὰ τὴν μπόρεσί σου,
καὶ δῶσ’ πτωχῶν χρειαζόμενων κι ἂς ἔν’ διὰ τὴν ψυχή(ν) σου.
Φάγε καὶ πιὲ μὲ τοὺς πτωχοὺς σὰν νἆταν ἀδελφοί σου,
συντρόφευε κι ἀγάπα τους, σὰν νἆταν ἐδικοί σου. 140
Ἂν λάχῃ ξένος εἰς ἐσέ, βλέπε μὴ τὸν ’νειδίσῃς,
ἂν ἔν’ γυμνὸς χρειαζόμενος, αὐτεῖνον νὰ τὸν ντύσῃς.
Ῥωμαιό, ἄλλο γένος κι ἂν εἰπῇς, μόν’ χριστιανὸς ἂς ἔναι,
ὅ,τι κι ἂν δώσῃς διὰ τὸν Χριστόν, διὰ τὴν ψυχήν σου ἔναι.
Ἂν δώσῃς ἕνα, ἑκατὸν εἶπ’ ὁ Χριστὸς νὰ εὕρῃ, 145
μ’ ἂς ἔν’ κρυφὴ ἡ ἔδοσις, κανεὶς νὰ μὴν τὸ ξεύρῃ.
Ναῦτες πτωχοὺς κι ἀμάλωτα, αὐτείνους νἄχῃς φίλους,
νὰ μπῇς εἰς τὴν Παράδεισον μὲ τοὺς ἁγιοὺς ἀλλήλως.
Ἂν ἀγαπάῃς τὸν Χριστόν, βλέπε νὰ μηδὲν σφάλλῃς,
κι ἀπὸ τὴν στράταν τὴν καλὴν κανεὶν νὰ μὴν ἐβγάλλῃς. 150
Σμίγε μὲ γέροντας καλούς, ἀνθρώπους ἀξιωμένους,
μὲ ἄρχοντας εὐγενικούς, αὐτοὺς τοὺς τιμημένους.
Αὐτοὺς (ὁ)ποῦ θέλουν τὸ κρασί, κάνε νὰ τοὺς ἀφήσῃς,
κι ἂν πέσῃς εἰς χαροκοπιά, βλέπε νὰ μὴν μεθύσῃς.
Καὶ μὴ θελήσῃς συντροφιὰ ποῦ νἆναι ἐντροπή σου, 155
νὰ μὴν σὲ πάρουν ’ς ὄχθρητα ξένοι καὶ ἐδικοί σου.
…
Αφού ο ποιητής έδωσε διάφορες συμβουλές (προσευχή, εγκράτεια, εργατικότητα) στον γιο του, τονίζει πως ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές για να διάγει τον βίο του: είτε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο είτε να νυμφευθεί. Εδώ τον νουθετεί σχετικά με το δεύτερο.
Καὶ λέγω σου διδασκαλιά, ὅταν θελήσ’ ἡ χάρις 288
τοῦ ἁγιοῦ Πνευμάτου, ν’ ἀξιωθῇς ἀρχόντισσα νὰ πάρῃς.
Ἀπάν’ ἀπ’ ὅλα εὐγενικὴν γύρεψε νὰ τὴν εὕρῃς, 290
διατὶ ἔναι δύσκολον καὶ αὐτό, κάμε νὰ τὸ ἠξεύρῃς.
Ἰδὲς τὰ ἔργα τῶν γονεῶν κι ὅλην τὴν πολιτείαν,
κ’ ἔπαρε ξόμπλι ἀπ’ αὐτοὺς ὡς γιὰ τὴν κορασίαν.
Μὴ λιμπιθῇς πλουσότητα νὰ σ’ ἀγοράσ’ ἡ κόρη,
ἀμὴ τὰ ἔργα τὰ καλὰ καὶ τὸ κορμί της θώρει. 295
Καὶ ἀπήτης τὴν εὐλογηθῇς καὶ μετὰ σέναν ἔρθη,
ἂν κάθεται καὶ κράζεις την πέ της εἰς μιὸ νὰ ἔρθῃ,
νὰ στέκῃ νὰ σ’ ἀφικραστῇ κατὰ τὴ χρεία πὄναι.
Κολάκευε καὶ ἀγάπα την καὶ τὴν καρδιάν σου χῶνε,
μήπως καὶ πάρῃ θάρρισμα
καὶ κάμῃ κ’ ἔργο σὰν τὸ ζὸ διατ’ εἶν’ ἀποτυχία. 300
Ὅλα ἂς κρατῇ εἰς τὰ χέρια της καὶ ἂς ἔχῃ τὰ κλειδία
καὶ σέν’ ἂς δίδῃ τὴν τιμὴν νἄχῃς καλὴν καρδία.
Ἂς ἔν’ κυρὰ εἰς τὴν μασαριάν, εἰς ὅλα π’ ἔχει χρείαν,
νὰ βλέπῃ ἐκειὸ τὸ σέβεσαι νἄχῃ πλεροφορίαν.
Ὁ λόγος σου ἀποκρουστικὸς μὴν ἔν(αι) ποτὲ σ’ ἐκείνη(ν) 305
καὶ τῆς γυναίκας τὴν καρδιὰν ἡ εὐσπλαγχνιὰ τὴν κλίνει.
Ὅτι κάλλιον νὰ σ’ ἀγαπᾷ παρὰ νὰ σὲ φοβᾶται,
διατὶ ἀπὸ φόβον ὄργητα ’ς τὸν ἄνθρωπον γεννᾶται.
Καὶ ἂν σὲ ἀγαπάῃ βλέπεται ποτὲ νὰ μὴ σοῦ σφάλλῃ
καὶ ἂν ἀσκοντάψῃ μιὰν φοράν, προσέχεται τὴν ἄλλην. 310
Καὶ τὲς γυναῖκες τοῦ σπιτιοῦ ἐκεῖνη ἂς τὲς διατάσσῃ
καὶ μὴν ψηφᾷς ἐσὺ ποτὲ αὐτὲς τὸ τί θὰ φᾶσι.
Τὰ ψώνια ἂς εἶναι πλούσια, ὅλους νὰ τοὺς χορταίνουν,
νὰ εὐχαριστοῦν τὴν τάβλα σου καὶ νὰ τῆς ἀπομένουν.
Δὲν λέγω πετεινόπουλα οὐδὲ παχεὰ γουρούνια, 315
ἀμὴ κατὰ τὴν τάξιν τους ἂς εἶν’ καὶ τὰ μπουκούνια.
Καὶ τὲς λαμπρὲς καὶ ἑορτὲς καλύτερα καὶ πλήσια,
διατὶ εἶν’ ἡμέρες καὶ [οἱ] ἑορτές, δὲν εἶναι ὅλες ἴσια.
’Σ τὴν φορεσιὰν τῶν γυναικῶν, ἂς τὸ θυμίζῃ ἐκείνη,
καὶ ἐνέργα τί νὰ γίνεται νἄχετε καλωσύνην. 320
Καὶ τοὺς φαμέγιους τοῦ σπιτιοῦ ἐσὺ τοὺς ὀρδινιάζε
κι ἂν ἔναι φταίσιμον ’ς αὐτοὺς συγκεραστὰ τοὺς σάζε:
Δὲν ἔν’ δοσμένο [τῆς] γυναικὸς τοὺς ἄνδρες νὰ διατάσῃ
καὶ δίδαξέ τους σπλαχνικά, καλὸς λόγος [ἂς] τοὺς φθειάσει.
…
Ο ποιητής παρέχει κάποιες συμβουλές για την ανατροφή των τέκνων, σε περίπτωση που ο νέος επιλέξει τον έγγαμο βίο και αποκτήσει παιδιά.
Ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ’ ἔχεις παιδιά, πολλὰ ἢ λίγα ἂν εἶναι,
’ς τὸ ἔχει σου μηδὲν θαρρῇς ἀμὴ ’ς τὸ νοῦ σου κρῖνε, 520
ὅτι πλεὸ ἀξίζει μιὰ ἀρετὴ παρὰ καβαλαρίαν,
κάμε νὰ μάθουν γράμματα, νἄχῃς εὐχαριστίαν.
Γνώρισε καὶ τὴν φύσιν τους καὶ καθ’ ἑνός του δῶσε,
νὰ ’ργάσῃ αὐτὴν ’σὰν ῥέγεται καὶ τὴν βουλήν σου σῶσε.
Διατὶ ὅποιος ἔχει γράμματα ἢ μάθημα ἢ πρᾶξι, 525
τιμὲς οὐδὲ τοῦ λείπουνται ἢ πλούτη νὰ ’ποτάξῃ.
Καὶ τὰ δικά σου πράγματα ἔχε καὶ ’πότασσέ τα,
ὥστε νὰ ζῇς, τ’ ἀφέντευγε κ’ ὕστερα μοίρασέ τα
Μὴ στοχαστῇς τὰ μετρικὰ διὰ νὰ εἶναι ὅλα ἴσια,
ἀμὴ ὅποιος λείπεται ἀρετήν, δός του τὴν μοῖρα πλήσια. 530
Ἀλήθεια δός του ὀρδινιὰ ἀπὸ παιδιὰ ὡς παιδιά του
καὶ ἂν ἀποθάνῃ, νὰ στραφοῦν εἰς τὰ συγγενικά του.
Τοὺς ἄλλους αὐτεξούσιους ἄφες τὸ μετρικό τους
ὅπου γνωρίζῃς καὶ νοοῦν νὰ βλέπουν τὸ δικό τους.
Ἂν λάχῃ νἄχῃς θηλυκὰ κ’ εἰς δέκα χρόνους ἔρθουν, 535
ἀντάμα ἂς θέτουν μετὰ σὲ καὶ ὕστερα ἂς ’γέρθουν.
Εἰς τὸν καιρόν τους γύρευε ἄνδρες νὰ τοὺς ἐδώσῃς,
στενέψου ἀπὸ τὸ ἔχει σου καλὰ νὰ τὲς παντρέψῃς
Γαμβροὺς μελέτησε νὰ βρῇς νἄχουν κορμιὰ ἀκέραια,
παρὰ νὰ λείπουν ἀρετὲς καὶ νἄχουσι δηνέρια. 540
Ἂν ἔτυχε ν’ ἀπόθανε ἡ πρώτη σου γυναῖκα
καὶ νὰ σοῦ δώσουσι προικιὸν καβαλαρίες δέκα,
μὴν παντρευτῇς διὰ τὰ παιδιά, μὴν τὰ παραπονέσῃς,
πρόσεχε κι ἀποκράτα τα διὰ νὰ τ’ ἡλικιώσῃς.
Ὅτι οἱ μητρυιὲς μὲ τὰ παιδιὰ ἄπειρες πρίκες φέρνουν 545
καὶ τοῦ κυροῦ τους τὴν καρδιὰ πολλὰ μαγκλάβια δέρνουν.
…
Μετά ακολουθούν παραδείγματα κακών και καλών γυναικών, προς το τέλος εξυμνεί τη Παναγία και κλείνει τη ρίμα του ως εξής:
Στίχοι τριακόσοι ἐννενῆντα τρεῖς εἶναι ἐπὰ γραμμένοι, 781
ὅλοι εἶναι λόγοι διδακτικοί, ὁποῦ εἶναι ἐπὰ βαλμένοι.
Καὶ κεῖνος ὁποῦ τἄκαμε στὴν Βενετιὰ τιμήθη,
τὰ γονικά του λέγουσι ’ς τὴν Ζάκυνθο γεννήθη.
’Σ τὸν ξῆντα ἕνα στίχον ἄρχισε ὡς τοὺς ’βδομῆντα πέντε, 785
νὰ βρῇς τὸ πῶς τὸν κράζουσι καὶ τὄνομά του ποιόναι.
Τὸ πρῶτον γράμμα ἔπαιρνε ξεπᾶσα ἕνα στίχον,
τοῦ τὄδωκα τοῦ καθενός, δὲν βάνω εἰς τὸν ἦχον.
