Δροσίνης Γεώργιος: Κομψός Τρυφερός Ρομαντικός

Βιογραφικό

    Ο Γεώργιος Δροσίνης ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στη ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η 1η ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνισή της, ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το 1ο βραβείο στον 1ο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Η Εστία το 1883. Σπούδασε φιλολογία και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Λειψίας. Το 1888, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ανάλαβε τη διεύθυνση του φιλολογικού περιοδικού «ΕΣΤΙΑ». Αργότερα εξέδωσε τα περιοδικά «ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ», «ΜΕΛΕΤΗ» κι «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Η δράση του, πέρα από τη πνευματική, επεκτάθηκε και στη κοινωνική και δημόσια ζωή.
     Πλήθος καινοτομίες οφείλονται στη πρωτοβουλία του. Αναλαμβάνοντας διευθυντής της Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, δημιούργησε το Γραφείο Σχολικής Υγιεινής και καθιέρωσε τη γιορτή της Σημαίας. Υστερα ανάλαβε διευθυντής Γραμμάτων & Τεχνών στο ίδιο Υπουργείο (1913-1923) κι οργάνωσε το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών. Εργάστηκε επίσης αποδοτικά στο Σύλλογο Προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή και στη δική του βοήθεια οφείλει πολλά ο Οίκος Τυφλών. Από τους πιο απλούς και προσφιλείς ποιητές. Μεσολογγίτικης καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα και πέθανε στη Κηφισιά, σε βαθιά γηρατειά.



     Γεννήθηκε σε ένα αρχοντικό της Πλάκας στην Αθήνα στις 9 Δεκέμβρη 1959, από γονείς Μεσολογγίτες. Ήτανε γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, που η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Η οικογένειά του, εκτός από εύπορη ήτανε και γνωστή για τη συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Παππούς του ήταν ο Γιώργης Καραγιώργης, που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826 ενώ ο προπάππος του ήταν ο Καπετάν-Αναστάσης Δροσίνης, γνωστός κι ως ο Πρωτοκλέφτης των Αγράφων.
     Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία, χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο. Επίσης ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά) που επιδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό τους λόγο και να καθιερώσουνε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας
     Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Η Εστία, που μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894. Παράλληλα με τη λογοτεχνική προσφορά του, συνεισέφερε σημαντικά σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: ήταν γραμματέας του Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας από το 1899. Ιδρυτής του Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδας το 1922, διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1914-1920) και 1922-1923 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926.



     Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στη Κηφισιά κι από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του στις 3 Γενάρη 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997. Στο μουσείο αυτό υπάρχει μέσα ολόκληρο το έργο του που περιλαμβάνει: Τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του, Περιοδικά και λεξικά, προσωπικά αντικείμενα του ποιητή και πλούσιο λαογραφικό υλικό. Στον 1ο όροφο βρίσκεται ή δανειστική βιβλιοθήκη και το τμήμα των ηλεκτρονικών υπολογιστών με ελεύθερη πρόσβαση στο Ίντερνετ. Η αριστερή αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Συλλογές βιβλίων παλιά αναγνωστικά, οικογενειακές φωτογραφίες και τις πρώτες εκδόσεις του Ιστορικού λεξικού της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας των Αθηνών, το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών που απονεμήθηκε στον Δροσίνη, την ιδιόγραφη διαθήκη του και διάφορα άλλα προσωπικά αντικείμενά του. Η δεξιά αίθουσα του 2ου ορόφου περιλαμβάνει: Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του καθώς φυλάσσονται μεταφρασμένα παραμύθια, παρτιτούρες με ποιήματα μελοποιημένα, παλιοί τόμοι των εικονογραφημένων περιοδικών Εστία, της Διάπλασης Των Παίδων, Σχολικά Βοηθήματα, τη λαογραφική βιβλιοθήκη, Το Ημερολόγιο Της Μεγάλης Ελλάδας, Χειρόγραφα, Επιστολές, Σχετικά άρθρα από ελληνικές και ξένες εφημερίδες, Προσωπικά είδη και το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής που του απονεμήθηκε για τη πνευματική του προσφορά. Ο 3ος όροφος είναι ειδικά διαμορφωμένος για τις επισκέψεις μαθητών. Περιλαμβάνει αφιερώματα του ίδιου του λογοτέχνη και των ηρώων των ποιημάτων του όπως της Αμαρρυλίδος, της Αμυγδαλιάς και του Μπάρμπα-Δήμου, ένα παλιό γραμμόφωνο με δίσκους, λαογραφικό υλικό κι αφίσες από πίνακες γνωστών ζωγράφων που τυπωθήκανε στη Λειψία για λογαριασμό του περιοδικού της Εστίας. Στο μουσείο οργανώνονται εκπαιδευτικές ξεναγήσεις σε ομάδες επισκεπτών και σε μαθητές σχολείων.



     Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Δροσίνης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφ’ ενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ’ ετέρου δε, διέγειρε τη παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απονεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).
     Ο Δροσίνης ασχολήθηκε εξ ίσου με τη πεζογραφία και την ποίηση, αλλά σημαντικότερο θεωρείται το ποιητικό του έργο. Άρχισε να δημοσιεύει τα 1α ποιήματά του το 1878 στο Ραμπαγά  και στο Μη Χάνεσαι, με το ψευδώνυμο Αράχνη. Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε η 1η ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Ιστοί Αράχνης, η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή Ειδύλλια. Οι ποιητικές συλλογές του διαδέχονται πολύ πυκνά η μία την άλλη. Οι περισσότερο χαρακτηριστικές είναι οι δύο της ώριμης ηλικίας του: Φωτερά Σκοτάδια  (1915) και Κλειστά Βλέφαρα (1918)· ο ποιητής είναι πια στα 55-60 χρόνια του και σε μια εποχή όπου ο Παλαμάς έχει κιόλας συντελέσει την ποιητική του πορεία. Αλλά ο Δροσίνης δεν επηρεάζεται από τη πορεία του συνοδοιπόρου, ουσιαστικά δεν επιτελεί καμμιά πορεία και μένει στον ίδιο περιορισμένο ποιητικό χώρο. Ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με Καμπά και Παλαμά που ήτανε φίλοι), που επεδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, να τον απαλλάξουν από τον στόμφο και την απαισιοδοξία της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και να καθιερώσουνε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η χρονολογία έκδοσης της 1ης του ποιητικής συλλογής, το 1880, είναι το ορόσημο της εμφάνισης της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Συνέχισε να υπηρετεί τη ποίηση ως το τέλος της ζωής του, χωρίς όμως η ποιητική του τέχνη να παρουσιάσει κάποια εξέλιξη.



     Τα πεζογραφικά έργα του εντάσσονται στο χώρο της ηθογραφίας: απεικονίζουν σκηνές από την αγροτική ζωή, ήθη, έθιμα και παραδόσεις του λαού της υπαίθρου. Ο συγγραφέας εξ άλλου ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη Λαογραφία (ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) κι είχε ασχοληθεί με τη συλλογή τραγουδιών, εθίμων και παραδόσεων. Το κύριο γνώρισμά των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο ειδυλλιακός χαρακτήρας. Παρ’ όλο που στη ποίηση ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, οι γλωσσικές του επιλογές στη πεζογραφία ήταν συντηρητικότερες, κάτι που αποτελεί μια από τις βασικές αδυναμίες του πεζογραφικού του έργου.
     Πέθανε σε ηλικία 92 χρονών στις 3 Γενάρη 1951, σεβαστός πρεσβύτης, στη βίλα του στη Κηφισιά. Εχοντας οικονομικήν άνεση, είχε πολλά εξοχικά σπίτια, στον Ωρωπό, στις Γούβες  Ευβοίας, στα Χορευτά Πηλίου κ.α. Μπορούσε έτσι, τις ώρες της ανάπαυσης, να βρίσκεται στην εξοχή, κοντά στη φύση και να επικοινωνεί συνεχώς -άνθρωπος απλός καθώς ήταν- με τους ψαράδες και τους χωρικούς. Αυτό τονς βοήθησε αρκετά ώστε μολονότι κάτοικος πρωτεύουσας, ν’ αποδίδει με πειστικότητα την αγροτική ζωή και τον κόσμο των θρύλων, των παραδόσεων και των ηθών κι εθίμων της υπαίθριας Ελλάδας.
     Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν φυσιολάτρης ποιητής και μαζί με τον Παλαμά, τον Ν. Καμπά και τον Πολέμη, στάθηκαν οι πρώτοι ιδρυτές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, που πολέμησε το ξεπερασμένο ρομαντισμό του Παράσχου και Βασιλειάδου. Παράλληλα με τη ποίηση, υπηρέτησε και τη πεζογραφία, με θέματα που ‘ναι κι αυτά αντλημένα από τη φύση, την εξοχή, τη παράδοση και την εθνική ιστορία. Τόσο στη ποίηση όσο και στα πεζά του, είναι πάντοτε απλός, φωτεινός, εύκολος κι αισιόδοξος. Κατακτά αμέσως τον αναγνώστη, γι’ αυτό κι αγαπήθηκε πολύ, ιδίως από μαθητές.


                      Μουσείο Δροσίνη στη Κηφισσιά

=======================

         Φωτερά Σκοτάδια

Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξέν’ αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμ’ ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δείχνετ’ άστρο με του ‘λιού τη χάρη.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου
κι ας είμαι κι ένα ταπεινό χορτάρι.
…                                                             (απόσπασμα)
            Χώμα Ελληνικό
 
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, τη πικρήν ελιά.

Χώμα τιμημένο, που ‘χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν ένα Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που ‘χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα που ‘χει θάψει λείψαν’ αγιασμένα
απ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
μη τη ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ‘ρθω.

Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο-
μου ‘γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα ‘βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα ‘ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στη καρδιά μου πάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.

      Μαντινάδα

Απόνετη μη τη θαρρείς,
καρδιά που ‘χει γεράσει.
Σωρό τη στάχτη όπου δεις,
φωτιά έχει περάσει.

To Τραγούδι Του Θανάτου
Οὐρανίᾳ Χατζηδημητρίου

Τ’ ἄνθη καὶ τὰ τραγούδια, χαρούμενα στολίδια,
Ποῦ ζευγαρόνει ὁ κόσμος ‘ςτὴν καθεμιὰ χαρὰ του,
Βαφτίζονται ‘ςτὸ δάκρυ καὶ γίνονται τὰ ἴδια
Στολίδια τοὺ θανάτου.

Ἐγὼ πὤχω γιὰ πάντα τῆς λύρας μου σκοπὸ
Τὴ νιότη μὲ τὴ χάρι μαὶ ἀδελφωμένη
Καὶ πῶς ‘μπορῶ τραγοῦδι θλιμμένο νὰ μὴν ‘πῶ
‘Σ τὴν κόρη ποῦ πεθαίνει;

Κοντὰ ‘ς τὰ τόσα τἂνθη, ποῦ σὲ νεκροστολίζουν
Καὶ ξεψυχοῦν μαζί σου ‘ς τοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
Τὰ χείλη μου στολίδι δικό τους σοῦ χαρίζουν
Κ’ ἕνα τραγοῦδι ἀκόμα.

Ἀλλοίμονο! ἂν ‘μποροῦσε ὅποιον κανεὶς πονεῖ
Μὲ ‘λίγα μοιρολόγια νὰ τὸν νεκρανασταίνῃ,
Ἀμέτρητοι θὰ ἦταν ‘ς τὸν κόσμο οἱ ζωντανοὶ
Καὶ ‘λίγοι οἱ πεθαμένοι.

Ἂν δὲν ‘μπορῶ μὲ λόγια γλυκὰ καὶ μαγεμμένα
Ζωὴ να ξαναδώσω ‘ς τὸ πεθαμένο σῶμα,
Ἀκτῖνες νὰ χαρίσω ‘ς τὰ μάτια τὰ σβυσμένα,
Κι’ ἀνασασμὸ ‘ς τὸ στόμα,

Ἡ λύπη μου ἂς πάρῃ τῆς μάννας τὴ φωνὴ
Καὶ ‘σὰν παιδὶ, ποῦ τὢχουν μὲ χάδια ἀποκοιμίσῃ,
Τὸ θλιβερὸ τραγοῦδι ναννάριμ’ ἂς γενῇ
Γιὰ νά σε νανναρίσῃ!

            Το Σπίτι Σου

Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου
κι απ’ το δρόμο κι απ’ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρυνή σου τη γωνιά.

Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου.
Βιαστικός διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ…

Λαχταρώ ν’ ανοίξεις το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγεις,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.

Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ’ ανοίξεις, μι’ άλλη θα φανεί.
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια και παντοτινή.

Διαβατάρικο Τρυγόνι

Στ’ αυγουστιάτικα περάσματα
Διαβατάρικο τρυγόνι
Κυνηγού ματιά σημάδεψε
Και το πληγώνει.

Η πληγή αλαφρή, γιατρεύτηκε.
Κι απ’ τα δάση κι απ’ τη χλόη
Σε κλουβί στενό το σφάλισαν,
Σ’ ένα κατώι.

Καπηλειού στολίδι εγίνηκε,
Στη ζωή τη σκλαβωμένη,
Το χειμώνα όλο ονειρεύεται
Κι όλο προσμένει.

Κι άνθισαν τα δέντρα κι έλιωσαν
Στις βουνοκορφές τα χιόνια.
Τον Απρίλη πάλι πέρασαν
Τ’ άλλα τρυγόνια…

Από πού του ήρθε το μήνυμα;
Σε ενός καπηλιού τα βάθη;
Τα απριλιάτικα περάσματα
Πώς τα έχει μάθει;

Και με μιας ξυπνά απ’ το όνειρο
Και τινάζει τα φτερά του
Και ξεψύχησε ματώνοντας
Τα σίδερά του.

       Ἡ Μυγδαλιά*

Ἐτίναξε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

 *  Η γυναίκα που τον ενέπνευσε ήταν η ξαδέλφη του, Δροσίνα Δροσίνη κι η ιστορία έχει ως εξής: η Δροσίνα ήτανε 16 χρόνων και φοιτούσε στο Αρσάκειο, όταν ο ξάδελφός της επισκέφτηκε την οικογένειά της στα Πατήσια. Είχε μόλις γυρίσει απ’ τη Γερμανία, όπου σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης. Νέος, όμορφος, καλλιεργημένος, ήταν ο τέλειος δανδής της εποχής. Η Δροσίνα όμορφη, γλυκειά και πολύ φρέσκια….
     Ένα πρωί, άνοιξε το παράθυρο να μπει φως κι είδε τη νεαρή ξαδέρφη του στον κήπο, να κάθεται κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. Σύμφωνα με το ποίημα, το δέντρο ήταν αμυγδαλιά. Άλλοι λένε ότι, στη πραγματικότητα, ήταν νεραντζιά. Η κοπέλα κούνησε το ανθισμένο δέντρο και τα άνθη τη λούσανε. Η σκηνή τον ενθουσίασε κι ο νεαρός ποιητής έγραψε το θρυλικό ποίημα. Την εποχή εκείνη, ο Δροσίνης δημοσίευε τα ποιήματά του, με το ψευδώνυμο “Αράχνη”. Η “Ανθισμένη Αμυγδαλιά” δημοσιεύτηκε 1η φορά το 1882, στο σατιρικό περιοδικό “Ραμπαγάς”.



     Η “Ανθισμένη Αμυγδαλιά” μελοποιήθηκε από τον Γεώργιο Κωστή, ράπτη απ’ το Άργος, στη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885. Η Βουλγαρία είχε μόλις καταλάβει τη περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και στα Βαλκάνια είχαν ξεσπάσει αναταραχές. Τότε, αποφασίστηκε γενική επιστράτευση που διήρκεσε 8 μήνες. Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία για να είναι σ’ ετοιμότητα. Τότε γράφτηκε η μελωδία. Αποτέλεσμα της επιστράτευσης, ήταν ότι το μελοποιημένο ποίημά του, διαδόθηκε σ’ όλο το στράτευμα. Κάθε στρατιώτης σιγοτραγουδούσε, για τα άνθη που έλουσαν τα μαλλιά και τη πλάτη της κοπέλας, καθώς όδευε προς πιθανό πόλεμο. Από τους στρατιώτες, έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο. Έγινε και καντάδα, που ακουγόταν κάτω από τα παράθυρα των ωραίων δεσποινίδων της εποχής. Σε όλη την Ελλάδα δεν υπήρχε άνθρωπος, που να μη το ψιθύρισε σε ρομαντική στιγμή ή να μη το τραγούδησε σε μία παρέα….



     Αργότερα, η Δροσίνα παντρεύτηκε τον δικηγόρο Μελέτιο Μελετόπουλο, με τον οποίον απέκτησαν 6 παιδιά. Πέθανε τη 10ετία του ’60, στα 101 της. Τελικά έγινε πράγματι “γρηά με κάτασπρα μαλλιά”.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *