Επίκουρος: Ήρεμη Πλούσια Σοφία

Βιογραφικό

     Ο Επίκουρος του Νεοκλέους ο Γαργήττιος (Σάμος, 341 π.Χ. – Αθήνα, 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, τον Κήπο του Επίκουρου, που είναι από τις γνωστότερες σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας. Ήτανε 15 χρόνια νεώτερος από τον Μέγα Αλέξανδρο  και γεννήθηκε 7 μετά από το θάνατο του Πλάτωνα. Τόσον ο ευπατρίδης Πλάτων όσο κι ο Επίκουρος είναι γνήσιοι Αθηναίοι και πρόλαβαν τα μεγαλεία της δημοκρατικής εποχής.
     Ήταν Αθηναίος πολίτης, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Ο πατέρας του, Αθηναίος πολίτης από τον δήμο Γαργηττού με καταγωγή από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών, συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου, όπου ο Επίκουρος ανατράφηκε (“Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών… κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι” Διογένης Λαέρτιος 10,1). Ο Επίκουρος ήρθε από νωρίς σ’ έντονη επαφή με τη φιλοσοφία του Ναυσιφάνη από τη γειτονική πόλη Τέως, γεγονός που τον απομάκρυνε από κάθε πλατωνική δοξασία και τον έστρεψε στις θεωρίες του Δημόκριτου. Σε ηλικία 18 ετών μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα 15 χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών κι αγόρασε μια έκταση στην Αθήνα ανάμεσα στο Δίπυλον και την Ακαδημία, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή, τον Κήπο του Επίκουρου. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο.

     Η σχολή υπήρξε φτωχή, σε αντίθεση με άλλες όπως η ακαδημία του Πλάτωνα, οι οποίες διέθεταν άφθονα οικονομικά μέσα και την υποστήριξη ισχυρών αντρών. Όσο γνωρίζουμε, δεν εισέπραττε τακτικά δίδακτρα από τους μαθητές του. Φίλοι κι οπαδοί πρόσφεραν κάποια ποσά στον Κήπο και ο ίδιος ο δάσκαλος διέθεσε τη περιουσία του για την αγορά και τη συντήρηση του. Σε μια γνωστή επιστολή προς το δούλο του Μυν, ο Έλληνας φιλόσοφος αναφέρεται στη ψυχική οδύνη που προκαλεί η φτώχεια, (το κατ’ ένδειαν αλγούν) και τη ταραχή του ανθρώπου που από τον πλούτο πέφτει στη φτώχεια. (Ουκ ανάξιον φόβου το κατά μετάπτωσιν ενόχλημα). Βιοποριστικά προβλήματα αντιμετώπιζαν καθώς φαίνεται κι οι μαθητές του Κήπου. Ο δούλος Μυς απελευθερώνεται μετά το θάνατο του δασκάλου, σύμφωνα με τη διαθήκη του.
     Ο Κήπος διαφέρει από τις άλλες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών (Ακαδημία, Λύκειο και Στοά), γιατί δεν αποτελεί κέντρο διεξαγωγής επιστημονικών ερευνών, αλλά πόλο έλξης προσώπων σχεδόν κάθε ηλικίας και προέλευσης που ζουν μια αυστηρά οργανωμένη ζωή ως μέλη μιας κοινότητας. Η σχολή του φιλοσόφου αποκτά πολλούς οπαδούς, τους οποίους βρίσκουμε αργότερα και στην ελληνιστική Μ. Ασία (Ιωνία), στη Συρία και στη Ρώμη (λχ. Φιλόδημος, Έρμαρχος, Μητρόδωρος, Διογένης Οινοανδέας, Λουκρήτιος). Για 5 περίπου αιώνες, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ασχολούνται με τη λογική, τη φυσική κι, ιδιαίτερα, με την ηθική και θέτουν ως σκοπό της φιλοσοφίας την αταραξία, που οδηγεί τον άνθρωπο σε ηρεμία και ψυχική γαλήνη, δηλαδή στην απελευθέρωση της ψυχής από τις κάθε είδους φροντίδες, τους φόβους και τα πάθη. Η φιλοσοφία του στηρίζεται στη φιλία, που ενώνει μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας, η οποία πιθανόν αποτελεί το πρότυπο της πρωτοχριστιανικής κοινότητας της αγάπης.



     Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η αταραξία κι η γαλήνη της ψυχής. Ο άνθρωπος με τις ικανότητές του είναι αρκετός για να φτιάξει την ευτυχία του, αρκεί να λείψουν οι ενοχλήσεις, οι ανησυχίες και τα εμπόδια. Στη σκέψη των Επικούρειων, η ευτυχία κατεβαίνει κυριολεκτικά από τον Ουρανό στη Γη κι ορίζεται ως η σταθερή κατάσταση σωματικής ευεξίας κι η βέβαιη ελπίδα ότι θα διαρκέσει. Αφού φιλόδοξα έθεσε τέτοιους στόχους, η φιλοσοφία του Επίκουρου χρειάστηκε να απαντήσει σε άλλες αντίπαλες θέσεις που είτε ανοιχτά στέκονταν εμπόδιο και τροχοπέδη στο δρόμο προς την ανθρώπινη ευδαιμονία, είτε ισχυρίζονταν ότι έχουν συναφείς σκοπούς. Όπως είναι γνωστό, για να συγκροτηθεί μια οποιαδήποτε φιλοσοφία, μια διανοητική κατασκευή δηλαδή, πρέπει να έχει στυλωμένο το μάτι στους αντιπάλους. Τα οχλούντα για τον Επικουρισμό είναι ο διάχυτος φόβος του θανάτου, ο φόβος που προέρχεται από ορισμένους θεούς κι οι φιλοδοξίες που ξεπερνούνε το φυσικό όριο, οι ματαιοδοξίες. Η επικούρεια φιλοσοφία θέλει λοιπόν να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, καθώς τους θεωρεί ως τις κύριες αιτίες της δυστυχίας των ανθρώπων· ως πράξη, έχει διακηρυγμένο σκοπό της να γαληνέψει τη μπόρα της ψυχής.
     Η επικουρική φιλοσοφία ασκεί ανελέητη και ριζοσπαστική κριτική στη μεταφυσική παράδοση, χωρίς όμως να ξεπέφτει στη κοινή συκοφαντία, όπως αποδεδειγμένα έκαναν οι αντίπαλοί της. Οι θέσεις της είναι επιβεβλημένη απάντηση στα τρομερά πλάσματα της μεταφυσικής, στις ορφικές και πυθαγόρειες μετεμψυχώσεις, στο εν και ακίνητο ον του Ελεάτη, στην υπερουράνια θεοκρατική πολιτεία του Πλάτωνα, τις φαντασιοκοπίες του νέου Αριστοτέλη και την γενικότερη απαισιόδοξη απόρριψη της επίγειας ζωής. Ο άνθρωπος μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Η κοπιώδης ενασχόληση με τα φαντάσματα και τη καπνίλα της μεταφυσικής θεωρείται άγονο χασομέρι.
     Κατά την Ελληνιστική εποχή, τη περίοδο δηλαδή που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει συμβατικά με τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., κυρίαρχη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχουν οι σχολές των Στωικών και των Επικούρειων, παράλληλα βέβαια με κείνες των Πλατωνικών, ΑριστοτελικώνΣκεπτικιστώνΚυνικών κ.ά.

     Η φιλοσοφία του Επίκουρου, συγκροτείται στο σχήμα Κανονικό – Φυσικό – Ηθικό.

   Το Κανονικό, ορίζεται ως η μέθοδος που οδηγεί στην αντίληψη και εξήγηση του περιβάλλοντος κόσμου και του ίδιου του ανθρώπου. Στηρίζεται στις αισθήσεις, στις προλήψεις στα πάθη (την ηδονή και τον πόνο) και τις φανταστικές επιβολές της διάνοιας. Αυτά, αποτελούν για τους επικούρειους τα μοναδικά και αξιόπιστα κριτήρια της Αλήθειας.

    “Εν τοίνυν τῷ Κανόνι λέγων ἐστὶν ὁ Ἐπίκουρος κριτήρια τῆς ἀληθείας εἶναι τὰς αἰσθήσεις καὶ προλήψεις καὶ τὰ πάθη, οἱ δ’ Ἐπικούρειοι καὶ τὰς φανταστικὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας”. (Διογένης Λαέρτιος– Βίος Επίκουρου)

   Με τα κριτήρια της Αλήθειας ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί και να εξηγήσει με τον λογισμό τα περί της Φύσεως πράγματα. Με τον Κανόνα ο Επίκουρος ανέπτυξε το Φυσικό μέρος της φιλοσοφίας του. Εξήγησε λοιπόν την λειτουργία και τα αίτια της ύλης, των φυσικών φαινομένων, της γης, του ουρανού, των αστέρων αλλά και του χώρου, του χρόνου και βέβαια των όντων. Η επικούρεια φυσική φιλοσοφία, έχει υψηλή διαχρονικότητα κι ενδιαφέρον ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα. Χαρακτηρίζεται από τα κάτωθι:

   α. Ατομικότητα: η ύπαρξη των ατόμων πρωτοαναφέρεται στη Δημοκρίτεια φιλοσοφία. Ο Επίκουρος θεωρούσε όμως ότι τα άτομα έχουν βάρος και εισήγαγε την παρέγκλιση από την ευθεία πορεία τους που επιτρέπει τη σύγκρουσή τους και συνεπώς την δημιουργία των κόσμων . Η ύλη είναι σύζευξη ατόμων και κενού.

   β. Παρέγκλισις: είναι η τυχαία κίνηση των ατόμων του Επίκουρου από τροχιά σε τροχιά, που δημιουργεί και την ποικιλότητα στη φύση. Εντυπωσιακή κβαντική προσέγγιση.

   γ. Τυχαιότητα: η επικούρεια φιλοσοφία άφηνε ανοιχτό το φαινόμενο της τυχαιότητος σε αντίθεση με τα αιτιοκρατικά και τελεολογικά αιτήματα των Πλατωνιστών και Αριστοτελικών. Επίσης σε αντίθεση με την χρήση της «αναγκαιότητος» του Δημόκριτου. Η αθεϊστική αυτή προσέγγιση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

   δ. Υλισμός: θεωρεί υλική ακόμη και την ψυχή.

     Η διατύπωση της Ηθικής Φιλοσοφίας του Επίκουρου στηρίζεται στον Κανόνα και την Φυσική. Όπως λέει ο ίδιος στη Κύρια Δόξα XII.(12):

   “Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις, ἀλλ’ ὑποπτευόμενόν τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν“.

(Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές).

     Ο Επίκουρος κι η θεωρία του στρέφονται σ’ έναν ηθικολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών που την προκαλούν, όπως για παράδειγμα η δεισιδαιμονία, ώστε να υπάρξει η αντιπρόταση για τη προοπτική μιας ευχάριστης ζωής (ζην ηδέως), που για την επίτευξή της προσέφερε ξεκάθαρες φιλοσοφικές συμβουλές. Το ζην ηδέως επιτυγχάνεται με την απουσία του πόνου και φόβου και με τη βίωση μιας ζωής αυτάρκους περιβαλλόμενης από φίλους.
     Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) κι ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για αυτόν, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από τη ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα κι ο πόνος, αν ορισμένες φορές μας βοηθάει στη κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία. Στο πλαίσιο της μετριοπαθούς μορφής του ηδονισμού, το κριτήριο επιλογής μεταξύ των ηδονών δεν είναι πλέον ποσοτικό, δηλαδή η έντασή τους, αλλά ποιοτικό. Ο Επίκουρος διακρίνει τις καταστηματικές από τις κατά κίνησιν ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι κατά κίνησιν ηδονές είναι δυναμικές ηδονές, με την έννοια ότι όταν καρποφορούνε, κάποιος εκπληρώνει μια επιθυμία του που όσο δεν την ικανοποιούσε ένιωθε δυσφορία. Η ικανοποίηση της πείνας, λοιπόν, κατά το χρονικό διάστημα που συντελείται, είναι μια κατά κίνησιν ηδονή. Η κατάσταση της ηρεμίας που ακολουθεί όταν ο άνθρωπος πλέον έχει χορτάσει, κατά τον Επίκουρο, είναι μια καταστηματική μορφή ηδονής. Αν όμως παρασυρθεί, φάει κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και βαρυστομαχιάσει, θα έχει εκπληρώσει μια κατά κίνησιν ηδονή του, αλλά μη έχοντας αποκτήσει την καταστηματική ηδονή της ηρεμίας και της γαλήνης θα είναι δυστυχισμένος.



     Βασικές αρχές της διδασκαλίας του είναι οι εξής: με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής, οι θεοί (οι οποίοι βέβαια υπάρχουν) δεν επιβραβεύουν ή τιμωρούν τους ανθρώπους και γενικώς δεν ασχολούνται καθόλου με αυτούς προσβλέποντες στην “ἀταραξίαν” (Ἱππόλυτος Κατὰ πασῶν αἱρέσεων I.22,3), το σύμπαν είναι άπειρο κι αιώνιο, τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στον κενό χώρο.
      Η Τετραφάρμακος αποτελεί τη συμπύκνωση των κυριότερων διδασκαλιών του Επίκουρου αναφορικά με το πώς να ζει κανείς τη ζωή του. Μας είναι γνωστή από ένα κείμενο του Επικούρειου φιλοσόφου Φιλόδημου που διασώθηκε στη λεγόμενη βίλα των παπύρων στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum):

Ἄφοβον ὁ θεός,
ἀνύποπτον ὁ θάνατος·
καὶ τἀγαθὸν μὲν εὔκτητον,
τὸ δὲ δεινὸν εὐεκκαρτέρητον.


     Ο θεός δεν πρέπει να μάς προκαλεί φόβο, ούτε ο θάνατος να μάς φέρνει ανησυχία, τα υλικά αγαθά (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) μπορούμε να τα αποκτήσουμε με λίγο κόπο, τα δεινά και τις συμφορές της ζωής μπορούμε να τα υπομείνουμε με ευκολία.
   
Φιλόδημος, Πρὸς σοφιστάς, IV 10-14

     Καμμία μυστική δύναμη, κανένας Θεός δεν ανακατεύεται στη λειτουργία του κόσμου. Οι άνθρωποι μόνοι, απαλλαγμένοι από φόβους, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και κάθε λογής φαντάσματα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φύση με σκοπό την ευτυχία τους – και πιθανότατα οι θεοί των Επικούρειων δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι θεοί υπάρχουν και η γνώση μας γι’ αυτούς μπορεί να είναι ξεκάθαρη και σαφής (Θεοί μεν γαρ εισίν· εναργής γαρ αυτών η γνώσις). Ούτε εκδικητικοί είναι όμως ούτε μνησίκακοι. Ζουν στην αιώνια γαλήνη τους και αφήνουν τους ανθρώπους να τα καταφέρουν ή να αποτύχουν μόνοι τους. Εναργής είναι η γνώση που μας δίνουν οι αισθήσεις, ό,τι αντιλαμβανόμαστε. Μια εφεύρεση μπορεί να είναι προέκταση του αισθητηριακού μηχανισμού, λ.χ. το μικροσκόπιο ή το κυάλι διευρύνουν τις δυνατότητες της όρασης. Η παρέμβαση του θεού στις υποθέσεις των ανθρώπων θα ήταν άλλωστε ένδειξη αδυναμίας κι ανάρμοστη στη μακαριότητά του:

   “Το ευτυχισμένο κι άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον“.



     Οι Επικούρειοι κατάλαβαν ότι είναι δύσκολο να ζει κανείς ευτυχισμένος και ταυτόχρονα να τρέμει μήπως βρεθεί ξαφνικά κι αμετάκλητα αμαρτωλός στις όχθες του Αχέροντα. Ούτε ο περιβόητος βαρκάρης θα έρθει ποτέ, ούτε τα τέρατα του κάτω κόσμου θα τον βασανίζουν αιώνια. Στη περίπτωση μας, ο μεγάλος ταραχοποιός αντίπαλος είναι ο ιδεαλισμός κι ο μυστικισμός, με σημαντική ιστορική παράδοση και συχνά αξιοθαύμαστες κατασκευές. Κι επειδή δεν υπάρχουν ιδέες για να συγκρουστούν μεταξύ τους, παρά τα όσα έγραψε μια διάνοια όπως ο Πλάτων, συγκρούστηκαν άνθρωποι με σάρκα κι οστά. Η φιλοσοφία έγινε λοιπόν όπλο στον πολιτικό αγώνα για επικράτηση· οι ιδεαλιστές ταυτίστηκαν με τους ολιγαρχικούς, ενώ οι υλιστές, οι σοφιστές, οι Επικούρειοι κι άλλοι χρεώνονται στους δημοκρατικούς.
     Είναι δύσκολο να δείξουμε εδώ ακριβώς με ποιους τρόπους ερμηνεύτηκαν η διαστρεβλώθηκαν πλήρως πολλές ιδέες του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Πολύ συχνά έγινε επιλεκτική χρήση χωρίων ή αποσπασμάτων κι επιχειρήθηκε να αποσιωπηθούν όσα εμπράγματα δεδομένα δεν μπορούσαν να ταιριάξουν σε υστερότερες θεωρητικές συλλήψεις. Αν ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης μπορούσαν να ερμηνευτούν και να διαβαστούν εκ νέου -τη δουλειά στη Δύση την έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο πολύς Άγιος Αυγουστίνος– ο Επίκουρος δεν χωρούσε εύκολα σε μεταφυσικά ιδεαλιστικά σχήματα. Ακόμα περισσότερο: ο επικουρισμός ήλθε ως απάντηση στις θολούρες του μυστικισμού και της οργιαστικής λατρείας που σκόρπιζαν τον τρόμο στα μυαλά των ανθρώπων.
     Ο Επίκουρος είναι βεβαίως αναγκασμένος να αρνηθεί και τη θεία πρόνοια, εφόσον διδάσκει ότι δεν υπάρχει θεία τιμωρία. Ομοίως, δεν δέχεται την ύπαρξη του παραδείσου για να εξαφανίσει από το νου την κόλαση και το φόβο της αιώνιας τυραννίας. Ό,τι χάνουμε σε παρηγοριά, το κερδίζουμε ενδεχομένως σε ψυχική γαλήνη:

  “Όσα πράγματα αδιάκοπα σε συμβούλευα να κάνεις, αυτά να κάνεις και γύρω από αυτά να στοχάζεσαι, θέτοντάς τα ως τις βάσεις για μια ευτυχισμένη ζωή. Πρώτα απ’ όλα, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, όπως άλλωστε πιστεύουν και οι πολλοί, να μην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτε ανάρμοστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα, να πιστεύεις γι’ αυτόν οτιδήποτε είναι δυνατόν να διαφυλάξει την αιώνια μακαριότητά του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη“.



    Ο φόβος του θανάτου είναι αρκετός, λένε οι Επικούρειοι, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και τον τρόμο της αιώνιας δοκιμασίας. Το ατέλειωτο αλισβερίσι των ψυχών μέχρι τη θέωση απορρίπτεται επίσης: η ψυχή δεν πάει σε άλλο σώμα, ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη, βρίσκεται όπως ήταν πριν γεννηθεί. Χρειάζεται να σεβόμαστε τους θεούς, επειδή είναι τέλεια όντα, και ταυτόχρονα να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις δοξασίες και τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων γι’ αυτούς:

  “Όμως δεν είναι οι θεοί όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, ο οποίος δε διαφυλάσσει την αρχική τους έννοια. Και ασεβής δεν είναι όποιος δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά όποιος προσάπτει στους θεούς τα όσα πιστεύουν οι πολλοί. Οι διάφορες γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν αποτελούν αληθινή γνώση, αλλά ψευδείς δοξασίες που υποστηρίζουν ότι οι θεοί προκαλούν τις μεγαλύτερες συμφορές και προσφέρουν τα σπουδαιότερα αγαθά. Γιατί οι άνθρωποι, συνηθισμένοι πάντα στις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι είναι διαφορετικό“.

     Για τον Επίκουρο ο έρωτας δεν είναι κακό, συνέργεια του σατανά, όπως φαντάστηκαν πολλοί άνθρωποι στο μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν, ούτε θείας προέλευσης όπως υποστήριξε ο Πλάτωνας. «Ουδέ θεόπεμπτον είναι τον έρωτα», γράφει σχετικά ο Διογένης Λαέρτιος. Ο έρωτας (σύντονος όρεξις αφροδισίων μετά οίστρου και αδημονίας) είναι μια δυνατή φυσική ορμή και ως τέτοια χρειάζεται να ικανοποιηθεί μέσα στα όρια της λογικής και της φρονιμάδας, διαφορετικά γίνεται ολέθριο πάθος, αναστατώνει το νου και την γαλήνη της ψυχής, υπονομεύει τις βασικές προϋποθέσεις της ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος πάντως διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και αλληλογραφία με τη νεαρή και όμορφη εταίρα Λεόντιον, η οποία ήταν μέλος του Κήπου. Ο έρωτας τυφλώνει τα μάτια του ερωτευμένου και η ζωή του είναι παιχνίδι στα χέρια της αγαπημένης. Ο σοφός δεν ανακατεύεται με παράνομες ερωτοδουλειές: Γυναικί τε ου μιγήσεσθαι τον σοφόν ή οι νόμοι απαγορεύουσιν.
     Ο Επίκουρος πίστευε στον γάμο και την οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες και αποδοκίμαζε τον αμιγώς σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ’ ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων. Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ’ αυτή την αενάως επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση. Η ομάδα γύρω από τον Επίκουρο, αφού αναγνώρισε ότι είναι δίκαιο και φυσικό να απολαμβάνουμε τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, κατέταξε τις επιθυμίες σε κατηγορίες. Οι επιθυμίες κα η ικανοποίηση τους πρέπει να καλμάρουν τη βαρυχειμωνιά της ψυχής, αυτός είναι άλλωστε και ο επίγειος πρακτικός στόχος ολόκληρης της επικούρειας φιλοσοφίας. Η κατηγορία για ηδονισμό είναι η συνηθέστερη που κυκλοφορεί για τον Επίκουρο και τον Κήπο του. Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος Έλληνας απέρριπτε τόσο τις ασωτίες όσο και τον σκληρό ασκητισμό που επέβαλαν στους πιστούς δεκάδες θρησκευτικές ομάδες. Όταν ο Επίκουρος έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ηδονή, ουδόλως είχε στο μυαλό του μια ζωή παραδομένη στις σαρκικές και αισθησιακές απολαύσεις και τα ρωμαϊκά φαγοπότια:

  “Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στη ψυχή“. (Μένανδρος).



    Αν πάλι ως ηδονή εννοούμε την αποφυγή του πόνου και την επιδίωξη της ευχαρίστησης, μάλλον ορθώς ο Επίκουρος τη βρίσκει πιο φυσική, αν τη συγκρίνουμε με τη πείνα, ταλαιπωρία του σώματος και τις κάθε λογής στερήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι διακήρυσσαν τη πλήρη αποχή από σεξουαλικές επαφές, γυναίκες, ποτά και κάθε είδους διασκεδάσεις. Μεταξύ άλλων απαγορεύσεων, οι νεοεισερχόμενοι στη σέχτα υποβάλλονταν στη δοκιμασία της 2ετούς σιωπής). Ο δρόμος προς την ευτυχία που προτείνει ο δάσκαλος δεν είναι μια πορεία μαρτυρίου στο δρόμο για την τελείωση της ψυχής, αλλά μια καθημερινή πρακτική επιβεβαίωση ότι αξίζει να ζούμε τη ζωή, με τις λύπες και τις χαρές της, χωρίς να μάς σκιάζει ο φόβος του θανάτου και τα κάθε λογής φαντάσματα που πλάθει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Δάντης δικαίως επιφυλάσσει στους Επικούρειους μια χωριστή γωνιά στη κόλασή του.
     Όλοι οι μαθητές και φίλοι του Επίκουρου, αποτελούσαν σύλλογο με αρχηγό τον Επίκουρο, όμοιο μ΄ εκείνον των Πυθαγορείων, συνδέονταν με στενή φιλία μεταξύ τους χωρίς όμως, να έχουν κοινοκτημοσύνη, που δεν θεωρούσε κανείς αναγκαία, διότι κατά τη γνώμη του δήλωνε απιστία μάλλον παρά πίστη μεταξύ φίλων. Σ’ αυτό το σύλλογο δεν συμμετείχαν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, όπως η Θεμίστα, η σύζυγος του Λεοντέα, που ήταν ερωμένη του Μητροδώρου πράγμα που τότε δεν ερχόταν σε αντίθεση με την ηθική αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή, όμως, η χαρούμενη σχέση του Επίκουρου και των φίλων του με εταίρες, η διδασκαλία του περί ηδονής, που παρανοήθηκε ή διαστρεβλώθηκε επίτηδες από μερικούς, καθώς κι η καταφρόνηση που έδειχνε αυτός κι οι μαθητές του για τους σύγχρονους αλλά και και τους προγενέστερους φιλοσόφους, έδωσαν αφορμή, ιδιαίτερα στους στωικούς, να διαβάλουν τόσο τον ίδιο όσο και τη φιλοσοφία του με τον χειρότερο τρόπο. Την ηθική των Επικουρείων κατηγόρησε αργότερα και ο Πλούταρχος στα συγγράμματά του Προς Κολώτην κι ότι ουδέ ζην έστιν ηδέως κατ΄ Επίκουρον. Ο βιογράφος του, Διογένης Λαέρτιος, για να αποδείξει την ακεραιότητα και την αρετή του παραθέτει τις εξής αποδείξεις:

   Ότι η πατρίδα του αναγνώρισε τις ευεργεσίες του και τον τίμησε με χάλκινες εικόνες.
   Το πλήθος των μαθητών του ήταν τεράστιο κι όσοι έρχονταν σ’ αυτόν έμειναν γοητευμένοι και δεν τον πρόδιδαν ποτέ, εκτός μόνο από τον Μητρόδωρο τον Στρατονίκη, ο οποίος τάχα δεν άντεξε την υπεροχή του Επίκουρου και μεταπήδησε στη σχολή του Καρνεάδη.

     Η ίδια η ηθική διδασκαλία του Επίκουρου αντιμάχεται τις κατηγορίες των αντιπάλων, καθώς κι η διαθήκη του, που ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει ολόκληρη. Σ’ αυτή φαίνεται η ευσέβεια του προς τους θεούς, η ευγνωμοσύνη προς τους γονείς του, οι ευεργεσίες προς τους αδελφούς του, η φιλανθρωπία του προς τους φίλους και τα παιδιά τους, καθώς κι η ημερότητά του προς τους δούλους του, από τους οποίους έναν, τον Μυ, με τον οποίον φιλοσοφούσαν μαζί, τον απελευθέρωσε.

     Ο Επίκουρος κι οι οπαδοί του παρουσιάστηκαν από τους χριστιανούς λόγιους ως κήρυκες κι υποδείγματα ακολασίας και με τη σημασία αυτή διατηρήθηκε ο όρος επικουρισμός κατά τον Μεσαίωνα. Όμως, κατά τον 17ο αι. ο Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος Πιερ Γκασέντ προσέγγισε με άλλη ματιά τον επικουρισμό, προσπαθώντας να συνδυάσει τη φυσιοκρατική θεωρία των Επικουρείων με τη θεοκρατική διδασκαλία του χριστιανισμού. Η αντίθεση μεταξύ επικουρισμού και στωικισμού στο θέμα της θείας πρόνοιας, καθώς ο Επίκουρος αρνήθηκε κάθε θεία παρέμβαση στον κόσμο και κάθε τελολογική ερμηνεία, έδωσε αφορμή για την ανάπτυξη οξείας αντιδικίας εκείνη την εποχή. Ωστόσο, στους νεότερους χρόνους, η προσεκτική μελέτη των κειμένων και η επιστημονική αξιολόγηση αναζήτησαν κι απέδωσαν στον επικουρισμό τη πραγματική του θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας.
     Από την επικούρεια φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα, τον Κήπο, διαδόθηκαν οι αρχές της επικούρειας φιλοσοφίας σ’ όλο τον ελληνικό κι αργότερα ρωμαϊκό κόσμο. Ήταν από τους πολυγραφότερους φιλοσόφους της Ιστορίας. Είχε συγγράψει έργα τα οποία αναπτύσσονταν σε 300 κυλίνδρους. Τα κυριότερα απ’ αυτά σύμφωνα με το Διογένη τον Λαέρτιο, ήταν τα εξής:

ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ 37 ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΟΥ
ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΡΙΚΟΥΣ
ΔΙΑΠΟΡΙΑΙ
ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ
ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΩΝ
ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ Η΄ ΚΑΝΩΝ
ΧΑΙΡΕΔΗΜΟΣ
ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ
ΠΕΡΙ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ
ΗΓΗΣΙΑΝΑΞ
ΠΕΡΙ ΒΙΩΝ
ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΙΑΣ
ΝΕΟΚΛΗΣ ΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΑΝ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
ΕΥΡΥΛΟΧΟΣ ΠΡΟΣ ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΝ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΑΝ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΑΤΟΜΩ ΓΩΝΙΑΣ
ΠΕΡΙ ΑΦΗΣ
ΠΕΡΙ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ
ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΝ
ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ
ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
ΠΕΡΙ ΕΙΔΩΛΩΝ
ΠΕΡΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΡΕΤΩΝ
ΠΕΡΙ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΟΣ
ΠΟΛΥΜΗΔΗΣ
ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ Γ΄
ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣ Ε΄
ΑΝΤΙΔΩΡΟΣ Β΄
ΠΕΡΙ ΝΟΣΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ ΜΙΘΡΗΝ
ΚΑΛΛΙΣΤΟΛΑΣ
ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

     Με το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και την απαρχή του Μεσαίωνα, τα περισσότερα επικούρεια έργα αφανίστηκαν λόγω του περιεχομένου τους. Από το έργο του Επίκουρου σήμερα σώζονται μέσω του Διογένη, τρεις επιστολές (Προς Ηρόδοτο – Περί ΦύσεωςΠρος Πυθοκλή – Περί Ουρανίων ΣωμάτωνΠρος Μενοικέα – Περί Ηθικής) κι Οι Κύριες Δόξες, τα οποία αποτελούν την επιτομή φιλοσοφικού του συστήματος, καθώς κι η διαθήκη του. 1414 ο Πόντζιο Μπρατζιολίνι ανακάλυψε σ’ ένα γερμανικό μοναστήρι το ποίημα De Rerum Natura (Για την Φύση των Πραγμάτων) του επικούρειου Ρωμαίου Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.). Το ποίημα αναπτύσσεται σε 6 βιβλία κι εμπεριέχει την επικούρεια θεώρηση περί Φύσεως. Το 1884 ανακαλύφθηκε από 2 Γάλλους αρχαιολόγους στην Ιωνία, η μεγάλη επιγραφή του επικούρειου Διογένη Οινοανδέα, το μεγαλειώδες φιλοσοφικό μνημείο της ανθρωπότητας. Το 1888 βρέθηκε στο Βατικανό συλλογή μ’ επικούρειες “δόξες” που ονομάστηκε Επίκουρου Προσφώνησις.
     Απόψεις της επικούρειας φιλοσοφίας εντοπίζονται στα έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο Αθηναίος, ο Κικέρων, ο Σέξτος Εμπειρικός, κι άλλοι. Νέα κείμενα έρχονται στο φως ακόμη και σήμερα, από τους απανθρακωμένους παπύρους που βρέθηκαν σ’ έπαυλη του Ηρακλείου (Ερκουλάνεουμ) πόλης της Ιταλίας που είχε καταστραφεί από την ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου. Στο πρόσφατο παρελθόν τα επικούρεια έργα που έχουνε σωθεί, εκδόθηκαν και στα νέα ελληνικά.
     Οι Επικούρειοι συνδέονται μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλικούς δεσμούς, ζούνε λιτά, αναγνωρίζουν πόσο λίγα είναι αυτά που χρειάζονται πραγματικά, απολαμβάνουν την κατοχή τους και τη βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσουν να τα κατέχουν. Αυτό τους κάνει να χαίρονται ακόμα περισσότερο, αν συμβαίνει μια πολυτέλεια (π.χ. ένα πλούσιο γεύμα) να είναι διαθέσιμη χωρίς δυσκολίες και σκοτούρες. Η πολυτέλεια δεν είναι κακό πράγμα από μόνη της, γίνεται όμως καταστροφική για την ευτυχία, όπως και κάθε επιθυμία για πράγματα που δεν είναι αναγκαία. Σημασία δεν έχει τι τρως και πίνεις αλλά με ποιους τρως και πίνεις:
     Οι Επικούρειοι δεν ανακατεύονται άμεσα στα πολιτικά πράγματα του καιρού τους, ωστόσο ο δάσκαλος εμφανίζεται συγκαταβατικός προς όσους φλέγονται από επιθυμία να συμμετάσχουν στα κοινά.



     Η φύση φαίνεται να συμφωνεί με τη φιλοσοφία του Επίκουρου, για την ευτυχία του ανθρώπου αρκούν το απόνετο σώμα και το γαλήνιο πνεύμα. Το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι;
     Ο σοφός δεν ξοδεύει τη λιγοστή και πολύτιμη ζωή του σε παρόμοιες σκέψεις.
     Στο De Rerum Natura, ποιητικό έργο γραμμένο πριν από σχεδόν 2000 χρόνια, ο Ρωμαίος Λουκρήτιος λέει για τον Επίκουρο:

Καθώς η ανθρωπότητα χαμένη
Σ’ όλη τη γης κειτόταν νικημένη
Εμπρός στα μάτια ολονών, απ’τη Θρησκεία που
Την κεφαλήν επρόβαλε μέσα απ´τους ουρανούς
Σκιάζοντας με την όψη της, της φρίκης, τους θνητούς
Έλληνας ήταν αυτός που πρώτος τόλμησε ν’ αψηφήσει
Και σήκωσε μάτια θνητά τον τρόμο ν’ αντικρύσει
Αυτόν π’ ούτε η δόξα των Θεών, ούτ’ η βοή του κεραυνού,
Μήτε τ’ αστροπελέκι του ανταριασμένου ουρανού
Τον εταπείνωνε μα τον τσινούσε με μήνιν πυρωμένη
Η ατρόμητη καρδιά του να ‘ν’ η πρώτη που οργισμένη
Τις πύλες που είχαν μανταλώσει αυτοί
της Φύσης της αρχαίας να τσακίσει.

     Παρά τις κατά καιρούς αστήρικτες κατηγορίες για αθεΐα, η ευσέβεια του φιλοσόφου υπήρξε παροιμιώδης. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει στο έργο του ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ (10ο ΒΙΒΛΙΟ) για τον Επίκουρο ότι: ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ. Στην επιστολή προς Μενοικέα, ο ίδιος ο Επίκουρος αναφέρει σχετικά με τους θεούς: ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ, δηλαδή ότι «οι θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι´αυτούς είναι εναργής (ξεκάθαρη, ολοφάνερη, διαχρονική και καθολική).
     Στη διάρκεια του διαφωτισμού, υπήρξαν προσωπικότητες που ακολούθησαν τις αρχές του Επίκουρου και τις διέδωσαν ανά τον κόσμο. Μια μεγάλη μορφή της παγκόσμιας ιστορίας, ο Τόμας Τζέφερσον (13 Απριλίου 1743 – 4 Ιουλίου 1826), ο 3ος Πρόεδρος των Η.Π.Α. (1801-1809) και κύριος συγγραφέας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είχε γράψει σε επιστολή προς το φίλο του, Γουίλιαμ Σορτ, (γραμμένη στο Μοντιτσέλο της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1819), τα εξής:

   “Όπως λες για τον εαυτό σου, έτσι κι εγώ είμαι Επικούρειος. Θεωρώ ότι η αυθεντική (όχι η πλαστή) διδασκαλία του Επίκουρου περιέχει καθετί λογικό από την πρακτική φιλοσοφία που μας άφησαν η Ελλάδα κι η Ρώμη“.

     Σήμερα τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα έχει υποστηρικτές που συνεχίζουν την παράδοση των επικούρειων της αρχαιότητας στον σύγχρονο κόσμο μας, ακολουθώντας την τελευταία φράση του Επίκουρου: “ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΗΣΘΕ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ“. Στη σύγχρονη Ελλάδα διοργανώνεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Γέρακα Αττικής ένα ετήσιο πανελλήνιο συμπόσιο Επικούρειας φιλοσοφίας τον Φλεβάρη προς τιμή του Επίκουρου στο χώρο καταγωγής του, τον αρχαίο Γαργηττό. Διοργανώνεται από τους φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας Κήπος Αθηνών και Κήπος Θεσσαλονίκης υπό την αιγίδα του Δήμου Παλλήνης.



     Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποτέλεσε τη βάση της ατομιστικής αντίληψης για το σύμπαν και της υλιστικής μεταφυσικής. Κατά τον 19ο αι., η φιλοσοφία του εντυπωσίασε τον Μαρξ, που το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: Διαφορά μεταξύ της φυσικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου, και την υπέβαλε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιένα στη Γερμανία, και μ’ αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα.
Εκτός από τον Μαρξ κι ο Λένιν ασπάσθηκε την περί ειδώλων γνωσιολογική αντίληψη του Επίκουρου. Στην εξάπλωση της επικούρειας διδασκαλίας συντέλεσε και ο μειλίχιος χαρακτήρας του, αλλά κυρίως το πρακτικό πνεύμα της ηθικής του διδασκαλίας, σύμφωνα με το οποίο η φιλοσοφία δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο και βοήθημα στην επίτευξη του σκοπού του ανθρώπινου βίου, που ήταν η ευδαιμονία. Γι’ αυτό το λόγο δεν έδινε σχεδόν καμμιά σημασία στις εκτεταμένες θεωρητικές, γραμματικές, ιστορικές και μαθηματικές έρευνες, εφόσον δεν εξυπηρετούσαν το να ζει ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Από την άλλη όμως, επειδή θεωρούσε ότι η κακοδαιμονία των ανθρώπων προέρχεται από την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, τους φόβους και τις ελπίδες που γεννούν όλα αυτά στους ανθρώπους κι επειδή θεωρούσε πως αιτία όλων αυτών είναι η άγνοια των φυσικών νόμων, πίστευε ότι το μόνο μέσο θεραπείας είναι η ορθή γνώση των νόμων που διέπουν τη φύση και τον άνθρωπο.
     Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ., σε ηλικία 72 χρόνων. 

ΡΗΤΑ:

Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα.

Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για εμάς, διότι αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται και αυτό που δεν αισθάνεται δεν είναι τίποτε για μας.

Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου είναι παρούσα η ηδονή και για όσο διάστημα είναι παρούσα, δεν υπάρχει τίποτε που να προξενεί πόνο ή λύπη ή και τα δύο μαζί.

Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό, να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε, γαληνεύει η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει πια να τρέξει και να κυνηγήσει κάτι που να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του κορμιού.

Ο δίκαιος άνθρωπος έχει ηρεμία, ενώ ο άδικος είναι γεμάτος ταραχή.

Από τα αγαθά που παρέχει η σοφία για τη μακαριότητα της ζωής στο σύνολό της, το μέγιστο είναι η απόκτηση της φιλίας.

Οι άνθρωποι, καθώς είναι εξοικειωμένοι διαρκώς με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται τους ομοίους τους και θεωρούν ξένο κάθε τι το διαφορετικό.

Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.

Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργοπορεί να φιλοσοφήσει, ούτε όταν είναι γέρος να καταπονείται φιλοσοφώντας. […] Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος: ο ένας ώστε, καθώς γερνά, να παραμένει νέος μέσα στα αγαθά – από ευγνωμοσύνη προς τα όσα έγιναν -, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, καθώς θα είναι απαλλαγμένος από το φόβο για όσα θα γίνουν.

Για εκείνον που κατανόησε πραγματικά ότι δεν υπάρχει τίποτε το φρικτό στο να μη ζει, δεν υπάρχει τίποτε το φριχτό στο να ζει. Επομένως, είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει στη σκέψη ότι θα έρθει.

Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για εμάς – στον βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών· κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους – εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι ούτε εντελώς δικό μας ούτε κι εντελώς ξένο μας, ώστε ούτε να περιμένουμε με βεβαιότητα ότι θα έρθει, ούτε να απελπιζόμαστε ότι σίγουρα δε θα έρθει.

Την ηδονή την έχουμε ανάγκη ακριβώς τότε, όταν πονούμε από την απουσία της∙ ενώ όταν δεν πονούμε, δεν την χρειαζόμαστε πια.

Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε στα λίγα, πιστεύοντας στ’ αλήθεια ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό το αποκτούμε εύκολα, ενώ το μάταιο δύσκολα.

Διόλου δε μοιάζει με ζώο θνητό ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.

Κάθε σωματικός πόνος είναι αξιοκαταφρόνητος, αυτός που πονά πολύ διαρκεί λίγο, ενώ αυτός που χρονίζει στη σάρκα προξενεί ήπιο πόνο.

Αυτός που αδικεί είναι δύσκολο να ξεφύγει, αλλά να βεβαιωθεί πως θα συνεχίζει να ξεφεύγει είναι αδύνατον.

Η ανάγκη είναι κακό, αλλά δεν είναι αναγκαίο να ζούμε υπό καθεστώς ανάγκης.

Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη και κατ’ ανάγκην δεν υπάρχει πια κάτι αιώνια. Όμως εσύ, που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία σου: και η ζωή σπαταλιέται στις αναβολές κι ο καθένας μας πεθαίνει γεμάτος ασχολίες.

Αν αφαιρέσουμε την όψη, τη συνομιλία και τη συναναστροφή, σβήνει το ερωτικό πάθος.

Ο γέρος που λησμονεί το αγαθό που συνέβη είναι σαν να γεννήθηκε σήμερα.

Η φτώχεια, αν υπολογιστεί με μέτρο τον σκοπό της φύσης, είναι μεγάλος πλούτος, ενώ ο πλούτος που δεν του έχουν τεθεί όρια είναι μεγάλη φτώχεια.

Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε ούτε τους πολύ βιαστικούς στη φιλία ούτε τους πολύ διστακτικούς∙ γιατί για χάρη της φιλίας χρειάζεται και να διακινδυνεύουμε.

Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα για τη βοήθειά τους.

Είναι μικρός από κάθε άποψη ο άνθρωπος που έχει πολλούς και καλούς λόγους να εγκαταλείψει τη ζωή.

Φίλος δεν είναι ούτε εκείνος που διαρκώς επιζητεί το χρήσιμο ούτε εκείνος που ποτέ δεν το συνδιάζει με τη φιλία. Γιατί ο ένας, με πρόσχημα την ευεργεσία, εμπορεύεται το αντάλλαγμα, ενώ ο άλλος σκοτώνει την καλή ελπίδα για το μέλλον.

Η φιλία σέρνει το χορό της ολόγυρα στην οικουμένη, κηρύττοντας σε όλους μας να σηκωθούμε για το μακαρισμό.

Υπάρχει και στην απλότητα ένα μέτρο και όποιος δεν το λογαριάζει παθαίνει ό,τι συμβαίνει σ’ εκείνον που δεν έχει όρια.

Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μίας γλυκιάς μορφής.

Στον πόνο των φίλων συμπάσχουμε όχι θρηνώντας αλλά μεριμνώντας γι’ αυτούς.

Στην κοινή φιλοσοφική αναζήτηση κερδίζει περισσότερα αυτός που έμαθε περισσότερα: ο ηττημένος.

Η ελευθερία, ο μέγιστος καρπός της αυτάρκειας.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *