Εραστές Αρχαίοι, Λατίνοι: Παρακλαυσίθυρo, Κώμος, Ρωμαϊκή Ελεγεία

=======================================================

Κώμος γενικά:

    Ο κώμος στην αρχαία Ελλάδα ήταν εορταστική εκδήλωση, ειδικά προς τιμή του θεού Διονύσου. Ήταν εύθυμη, παιχνιδιάρικη, πλην όμως τελετουργική πομπή με συνοδεία μουσικής υπό τους ήχους κιθάρας κι αυλού. Από τους αρχαίους χρόνους αναφέρεται ο κώμος στις περιγραφές των ιεροτελεστιών με τραγούδι, χορό και μουσική, ωστόσο, χωρίς ακόμα να σχετίζεται με τον Διόνυσο. Το έθιμο αυτό συναντάται συχνά μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και αρχίζει να συνδέεται στενά με τη λατρεία του Διονύσου. Στην ελληνική αγγειογραφία συναντάται πολύ συχνά, αν και σχεδόν πάντα σε σχέση με τον Διόνυσο. Έτσι, στη πορεία του χρόνου, ο κώμος γίνεται όλο και πιο αναπόσπαστο μέλος των Διονυσίων εορτών.
     Το παρακλαυσίθυρον είναι άσμα ερωτικής εγκατάλειψης, το οποίο συναντάμε 1η φορά σε αρχαία ελληνικά ελεγειακά ποιήματα ή επιγράμματα, όπου ο εραστής κλαίει παρά την θύρα (κλαίει μπροστά στη πόρτα) της αγαπημένης ή του αγαπημένου του, η (ο) οποία (ος) τον απορρίπτει ή τον έχει απορρίψει κι αυτός προσπαθεί να της (του) αλλάξει γνώμη. Συνήθως όταν το… θύμα, δεν μπορούσε να γράψει στίχους, τις παράγγελνε σε κάποιον ή κάποια, που είχε αυτή την ικανότητα. Παρ’ όλο που οι αναφορές που υπάρχουνε για τα άσματα αυτού του είδους είναι πολλές, εν τούτοις τα σωζόμενα παραδείγματα είναι λίγα. Πάντως το είδος αυτό των ποιημάτων ανήκει στην Ελεγειακή Ποίηση.
—–=—–=—–=—–=—–                                 Άγνωστης Αρχαίας Ποιήτριας

      Παρακλαυσίθυρον

Ἐξ ἀμφοτέρων γέγονεν αἵρεσις, ἐζευγίσμεθα•
τῆς φιλίης Κύπρις ἔστ’ ἀνάδοχος•
ὀδυνή μ’ ἔχει, ὅταν ἀναμνησθῶ ὡς κατεφίλει
‘πιβούλως μέλλων με καταλιμπάνειν
ἀκαταστασίης εὑρετής. Χὠ τὴν φιλίην ἐκτικώς
ἔλαβέ μ’ Ἔρως, οὐκ ἀπαναίνομαι,
αὐτὸν ἔχουσ΄ ἐν τῇ διανοίαι.
Ἄστρα φίλα καὶ πότνια Νὺξ
συνερῶσά μοι παράπεμψον ἔτι με νῦν
πρὸς ὃν Κύπρις ἔκδοτον ἄγει με
χὠ πολὺς Ἔρως παραλαβών.
Συνοδηγὸν ἔχω τὸ πολὺ πῦρ
τοὐν τῇ ψυχῇ μου καιόμενον.
Ταῦτά μ’ ἀδικεῖ, ταῦτά μ’ ὀδυνᾷ•
ὁ φρεναπάτης, ὁ πρὸ τοῦ μέγα φρονῶν,
καὶ ὁ τὴν Κύπριν οὐ φάμενος
εἶναί μοι τοῦ ‘ρᾶν αἰτίαν,
οὐκ ἤνεγκε νῦν τὴν τυχοῦσαν ἀδικίην.
Μέλλω μαίνεσθαι• ζῆλος γάρ μ’ ἔχει,
καὶ κατακαίομαι καταλελειμμένη.
Αὐτὸ δὲ τοῦτό μοι τοὺς στεφάνους βάλε,
οἷς μεμονωμένη χρωτισθήσομαι.
Κύριε, μή μ’ ἀφῇς ἀποκεκλειμένην•
δέξαι μ’ εὐδοκῶ, ζηλῶ δουλεύειν.
Ἐπιμανῶς ἐρᾶν μέγαν ἔχει πόνον,
ζηλοτυπεῖν γὰρ δεῖ, στέγειν, καρτερεῖν•
ἂν δ’ ἑνὶ προσκαθῇ, μόνον ἄφρων ἔσει,
ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαίνεσθαι ποιεῖ.
Γίνωσχ’ ὅτι θυμὸν ἀνίκητον ἔχω,
ὅταν ἔρις λάβῃ με• μαίνομαι εἰ μονοκοιτήσω,
σὺ δὲ χρωτίζεσθ’ ἀποτρέχεις.
Νῦν δ’ ἂν ὀργισθῶμεν, εὐθὺ δεῖ καὶ διαλύεσθαι.
Οὐχὶ διὰ τοῦτο φίλους ἔχομεν οἳ κρινοῦσι τίς ἀδικεῖ;
νῦν ἂν μὴ ἐπι[
ἐρῶ, κύριε, τὸν [
Νῦν μὲν οὔθ’ ε[
πλύτης ο[
δυνήσομαι
Κοίτασον, ἧς ἔχ[εις
ἱκανῶς σοῦ ἐν [
κύριε, [
πῶς μ’ ἀ[φῇς
πρῶτός μ’ ἐπείρ[ασας
κύρι’, ἂν ἀτυχ[ῇ]ς, οὐ [
ὀπυασώμεθα• ἐμῶν ..εδε[…. ἐπι-]
τηδείως αἰσθέσθω μ..ταν [
Ἐγὼ δὲ μέλλω ζηλοῦν τω [
δουλ….. τ’ ἄν• διαφοροῦ• ἢ
ἀνθρ[ώπου]ς ἀκρίτως θαυμάζεις
με[      ]φ[ο]ρη• προσίκου δ’ ὠ[
θαυ[μα             ὠ]χρίην κατεῖδον ὁ
σχω[             ]τῳ τοιντα η ετυ[
κου[            ἐ]νόσησα νηπία• σὺ δέ, κύρ[ιε,
καὶ [             ] [καταλελει]μμέν[ην]  [     ]
λελάλ[ηκ’ ἐγὼ      πε]ρὶ ἐμὴν [ ψυχήν.

Δική μου εκδοχή κατ’ απόδοση και παράφραση, παρακάτω:

Με κοινή μας επιλογή και σύμμαχο
την αγαπημένη Αφροδίτη, γίναμε ταίρι.
Πονώ σα θυμάμαι που με φιλούσες επίμονα,
σκορπίζοντας στο κορμί μου τόσο γλυκειά σύγχυση,
ενώ είχες σκοπό να με παρατήσεις
και να διαλύσεις την αγάπη μας.
Δεν αντιμάχομαι πια τον έρωτα που νιώθω.
Αγαπημένα άστρα και νύχτα δέσποινα,
γλυκιοί συνεργοί, άσφαλτα στείλτε με σ’ αυτόν,
που κι η ίδια η Αφροδίτη έρμαιο μ’ οδηγεί,
‘κει, όπου ο μεγάλος Έρωτας περιμένει
να με τυλίξει στα δεσμά του*.

Συνοδοιπόρος μου η μεγάλη φλόγα
που καίει τα σωθικά μου.
Ο λογοπλάνος μαυλιστής του νου,
αυτός που πάντα μεγαλοπιανόταν,
αγνόησε την αγάπη μου
δίχως να φέρει βαριά
την αδικία που μου ‘κανε.
Αυτό ειν’ άδικο για με και με πεθαίνει.
Οργίζομαι!
Τρελαίνομαι!
Καίγομαι, μονάχη μου!
Αφέντη του νου, της καρδιάς
και του κορμιού μου,
χρωμάτισε πάλι την άδεια μοναξιά μου!
Δέξου με, που σου ζητάω με χαρά,
να ‘μαι δούλα σου,
μη με παραμερίζεις άκαρδα!
Μεγάλη οδύνη έχει ο μανιασμένος,
χωρίς ανταπόκριση, έρωτας
κι οδηγεί στη τρέλλα.
Γιατί πρέπει να υπομένει,
να καρτερά και να ψήνεται
στις πύρινες γλώσσες της ζήλειας.
Μάθε πως σου ‘χω απέραντη
κι ακατανίκητη οργή!
Τρελαίνομαι σα πλαγιάζω
ολομόναχη στο κρεβάτι μας,
ενώ εσύ αλλού δίνεις και παίρνεις χαρά!
Όμως δεν είναι σωστό να μαλώσουμε,
γιατί θα πρέπει να χωριστούμε.
Έχουμε φίλους να κρίνουν
και να μας συμβουλέψουνε για δίκιο κι άδικο.
Έλα μαζί να τους μιλήσουμε, χαρά μου,
τίμια, άξια, σωστά και λογικά,
αν κι ο Έρωτας δεν έχει λογική!
Δες άρχοντά μου, πως μ’ έχεις καταντήσει,
αν και καλά και πιστά θα σ’ υπηρετούσα!
Τώρα πια δε μπορώ μήτε λιγάκι
έστω να σε πλησιάσω, να σ’ αγγίξω!
Πώς με παρατάς έτσι κύριέ μου,
συ που πρώτος και τόσον επιδέξια με γεύτηκε;
Που πρώτος διέβης τις πύλες
του νου και του κορμιού μου;
Ζηλεύω και τους δούλους ακόμα
που σε πλησιάζουν,
ό,τι κι αν σκέφτεσαι μ’ αυτό!
Ανόητα παραξενεύεσαι που λέω πως θαυμάζω
κείνες που γίνονται χαλάκι
στα πόδια των αγαπημένων τους!
Αρρώστησα!
Χάζεψα!
Κι εσύ αφέντη κι άρχοντά μου,
με πετάς στην άκρη,
παρ’ όλο που σε σένα πρώτο,
για τη ψυχή μου μίλησα… 

 * Έναστρη νύχτα άσφαλτα, δως με στην Αφροδίτη
    έρμαιο να οδηγηθώ στου Έρωτα τη κρύπτη.

     Το αρχαίο αυτό 4άστιχο, το λάτρεψα με τη πρώτη ματιά κι αμέσως ρίχτηκα με μανία να το κάμω μαντινάδα. Το πάλεψα χρόνια και δεν αστειεύομαι καθόλου, μα τελικά το κατάφερα μεν, αλλά δε μπορώ να πω πως με εντυπωσίασε το αποτέλεσμα.
   Σημ: Πρόκειται για ένα θρηνητικό τραγούδι που λεγόταν παρά τη θύρα του προσώπου που παρατούσε το ταιρι του, από το ίδιο το ταίρι κι ήταν ένα (κατά τα λεγόμενα) σύνηθες φαινόμενο κατά την αρχαιοτητα! Αυτό συνήθως, αν το εν λόγω άτομο δε μπορούσε, παραγγελόταν σε κάποιον ή κάποια ποιήτρια της εποχής! Το πρωτότυπο κείμενο θα το ‘γραφα κι αυτό και μάλιστα με χαρά μου, μα απαιτεί ειδική γραμματοσειρά που εδώ δεν υπάρχει και σίγουρα πια δε την έχω μήτε γω.
     Είναι ένα πολύ πλούσιο κείμενο με τρομερές εικόνες και λέξεις και για τη μετάφραση-παράφραση του, ευθύνομαι μόνον εγω. Σε πολλά σημεία υπερέβην τα εσκαμμένα για να ‘χει μια κάποια λογική και κάπως σημερινή ροή κι ίσως να μη τα κατάφερα καλα. Σε κάποια άλλα επίσης, υπήρχαν κενά κι αναγκάστηκα να τα …”γεμίσω” προσπαθώντας να κρατηθώ στην υφή, στη χροιά και στο στυλ του κειμένου.
     Τί το σημαντικό βρίσκω και γιατί το αναρτώ; 
     Θα μπορούσε να ‘ναι ένα απλό συνηθισμένο (κατά κάποιο τρόπο) ραβασάκι όπως τόσα και τόσα άλλα, μα δεν είναι κατά τη προσωπική μου γνώμη. Και τούτο γιατί το πάθος, η εναλλαγή, οι εικόνες, οι επικλήσεις, οι φοβέρες, η γλυκύτητα κι εν γένει ό,τι μα ό,τι επικαλείται αυτή η άγνωστη, αρχαία ποιήτρια, μαρτυρά το ερωτικό πάθος μ’ ένα τρόπο θαυμαστό. Τονε βρίζει, τονε κατηγορεί, τον εκλιπαρεί, τον νοσταλγεί, ζητά βοήθεια, ζητά να γίνει χαλί, θέλει να τον … “σκοτώσει”, επιχειρηματολογεί, κατεβάζει Θεούς και …δαίμονες και … και … και ..  Κυκλοθυμικότητα, κατάθλιψη και σχεδόν στέρεη θλίψη, ρέει σε κάθε μα κάθε φράση σα δάκρυα ασταμάτητα κι απαρηγόρητα! 
     Λέγοντάς του όλο αυτό αδειάζει μ’ όλα όσα λέει και στο τέλος αφήνει τη φωνή της να σβήσει, ξέροντας πως δε πρόκειται να καταφέρει κάτι και το σβήσιμο αυτό μου ακούγεται σαν ένας λυγμός που πνίγεται… αλλά παρασύρομαι και … καλλίτερα ας μη πω άλλα…

                                 Π. Χ.   Μάρτης 2003

————————————————————————–

                                                        Θεόκριτος

     Ο Θεόκριτος (Συρακούσες 315 π.Χ.-260 π.Χ.) ήταν ένας από τους σημαντικώτερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Για τη ζωή του Θεόκριτου δε διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, ενώ όσα γνωρίζουμε προέρχονται κυρίως από το ίδιο το έργο του. Πιθανότερη χρονική περίοδος γέννησής του θεωρείται το 315 π.Χ. περίπου, καθώς η ακμή του συνέπεσε με την 124η Ολυμπιάδα (284-280 π.Χ.). Σχετικά με τον τόπο καταγωγής του, μία ευρύτερα αποδεκτή θεώρηση είναι πως γεννήθηκε στις Συρακούσες, άποψη που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και μέσα από το ίδιο το έργο του (Ειδύλλιο XXVIII, στ. 16-18). Θεωρείται επίσης πολύ πιθανό πως έζησε στην Κω, την Αλεξάνδρεια καθώς και στην Αίγυπτο την περίοδο του Πτολεμαίου Β’.



     Ο Θεόκριτος αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικούς ποιητές του αρχαίου κόσμου. Από το σύνολο του έργου του, διασώθηκαν τριάντα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Ειδύλλια. Αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί και ως προς τη γνησιότητα 8 ειδυλλίων και συγκεκριμένα για τα υπ’αριθμόν 8, 9, 19, 20, 21, 23, 26 και 27. Ο όρος ειδύλλια χρησιμοποιήθηκε πιθανόν λόγω της μικρής έκτασης των ποιημάτων, αντίθετα με τα έπη. Επύλλια δηλ. ειδύλλια (αγλ.Idyls) μοιάζουν με το έπος, γιατί αφηγούνται περιπέτειες ηρώων, αλλά είναι πολύ πιο σύντομα και πραγματεύονται το θέμα τους με φυσικότερο τρόπο και πιο άνετη διάθεση. Κυρίως ασχολούνται με το δωρικό ήρωα Ηρακλή (Ηρακλίσκος, Ύλας) και σ’ αυτά ανήκει και το μεγαλύτερο ποίημα του Θεοκρίτου, ο “Ύμνος Εις Διοσκούρους“.
     Στο Θεόκριτο αποδίδονται επιπλέον 16 επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, πολλά από τα οποία όμως δε θεωρούνται γνήσια. Στη 2η κατηγορία των ποιημάτων του κατατάσσονται τα επιγράμματά του με τα οποία, όπως και με εκείνα του Καλλίμαχου, το είδος αυτό έφτασε στο υψηλότερό του σημείο κατα την Αλεξανδρινή εποχή. Πολλά φαίνεται ότι γράφτηκαν για πραγματικά περιστατικά κι αρκετά εκτός από την ομορφιά τους, είναι και πολύ πνευματώδη. Ξεχωρίζει μια όμαδα επιγραμμάτων που φαίνεται να γράφτηκαν για να χαραχτούν στη βάση αγαλμάτων ποιητών: ΑρχίλοχουΑνακρέονταΙππώνακταΕπίχαρμουΠεισάνδρου από τη Κάμειρα. Μερικά, τέλος φαίνονται σαν ελεγείες κι αναγγέλουν τη λατινική ελεγεία του Σέξτου Προπέρτιου.
     Σε μια 3η κατηγορία μπορούν να περιληφθούν τα υπόλοιπα ποιήματα του Θεόκριτου: “Έπαινοι” (π.χ. στον Ιέρων Β’ των Συρακουσών, στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο), συνοδευτικά δώρων (Ηλακάτη) κ.α, όπως και το κομψό στιχουργικό παιχνίδι η “Σύριγξ“, ένας γρίφος σε στίχους που η έκτασή του ποικίλλει έτσι, ώστε το κείμενο να μοιάζει με απεικόνιση του γνωστού ποιμενικού πνευστού, της φλογέρας.
     Με το ποιητικό του έργο, ο Θεόκριτος αποτέλεσε τον ιδρυτή της αποκαλούμενης και βουκολικής ποίησης. Σε αρκετά ποιήματα των “Ειδυλλίων” η θεματολογία βασίζεται στον ποιμενικό βίο, ενώ τα υπόλοιπα στηρίζονται σε θέματα μυθικού ή ερωτικού περιεχομένου, χωρίς να απουσιάζουν και ύμνοι ή ποιήματα επικού χαρακτήρα. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Θεόκριτος ήταν η δωρική διάλεκτος, αλλά συναντάται επίσης ιωνική -κυρίως σε ποιήματα επικού ύφους- κι αιολική. Σχεδόν το σύνολο των “Ειδυλλίων” είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο.
     Η επίδραση της ποίησης του Θεόκριτου ήταν σημαντική και αρκετοί μεταγενέστεροι ποιητές μιμήθηκαν το ύφος του. Θεωρείται εμφανής και στην ποίηση του Βιργίλιου, ειδικότερα στο έργο του Εκλογές (ή Βουκολικά) και του Σέξτου Προπέρτιου.

                                                       ΣΟΥΐΔΑ

     ἔστι καὶ ἕτερος Θεόκριτος, Πραξαγόρου καὶ Φιλίννης, οἱ δὲ Σιμμίχου∙ Συρακούσιος, οἱ δέ φασι Κῷον∙ μετῴκησε δὲ ἐν Συρακούσαις. οὗτος ἔγραψε τὰ καλούμενα Βουκολικὰ ἔπη Δωρίδι διαλέκτῳ. τινὲς δὲ ἀναφέρουσιν εἰς αὐτὸν καὶ ταῦτα∙ Προιτίδας, Ἐλπίδας, Ὕμνους, Ἡρωΐνας, Ἐπικήδεια μέλη, ἐλεγείας καὶ ἰάμβους, ἐπιγράμματα. ἰστέον δὲ ὅτι τρεῖς γεγόνασι Βουκολικῶν ἐπῶν ποιηταί, Θεόκριτος οὑτοσί, Μόσχος Σικελιώτης καὶ Βίων ὁ Σμυρναῖος, ἔκ τινος χωριδίου καλουμένου Φλώσσης.

                     ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Ἄλλος ὁ Χῖος∙ ἐγὼ δὲ Θεόκριτος, ὃς τάδ᾽ ἔγραψα,
εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἰμὶ Συρηκοσίων,
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτῆς τε Φιλίνης,
μοῦσαν δ᾽ ὀθνείην οὔτιν᾽ ἐφελκυσάμην.
———

παρένθετος παραλληλισμός

      Το Πρώτο Σκαλί

Εις το Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης:

«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιον έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα,
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος

Είπ’ ο Θεόκριτος: «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα

Κωνσταντίνος Καβάφης

———————————————————-

                     Ειδύλλιο 3.23

Άντρας στα φίλτρα τ’ Έρωτα χαμένος, πόθησ’ έφηβο
άκαρδο, ωραίο στη θωριά, στο χαρακτήρα σκάρτο.
Μισούσε που ποθούσε τον, γιατί δεν ήταν τρυφερός,
δεν ήξερε τον Έρωτα, μα και τη δύναμή του,
ούτε τα βέλη που κρατά πως σου τρυπάνε τη καρδιά.
Ήταν στα λόγια αγροίκος κι άνθρωπος σκληρός.

Καμμιά παρηγοριά με φλόγα, κανένα τρέμισμα ματιού,
κανέν στα χείλια του φιλί, που πάθη ανακουφίζει.
Όπως τ’ αγρίμι του βουνού τους κυνηγούς λοξά θωρεί
έτσι τον εραστή, μ’ άγρια χείλη, βλέμμα τρομερό
και με χολή στο πρόσωπο, κόκκινο από το θυμό.

Μ’ ακόμα κι έτσι, όμορφος ήτανε κι η οργή του
ερέθιζε τους εραστές, το δίχως άλλο.
Κι έτσι δεν άντεξε στη φλόγα της Κυθέρειας
και πήγε κι έκλαψε στο ανελέητο σπίτι,
και το κατώφλι φίλησε κι είπε τούτα τα λόγια:

“Άγριο αγόρι κι άσπλαγχνο, θρέμμ’ άγριας λιονταρίνας,
που ‘χεις μια πέτρα στη καρδιά, ανάξιε της Αγάπης,
τούτα τα δώρα δέξου τα, που φέρνω τα στερνά μου,
το βρόχο μου αγόρι μου γιατί άλλο πια δε θέλω
να σε λυπώ με μένανε και πια παίρνω τη στράτα,
που συ με καταδίκασες να πάρω, και που λένε,
πως είν’ κοινή για όλους μας, εμάς τους ‘ρωτευμένους
κι είναι και φάρμακο καλό, που φέρνει και τη λήθη.

Μα αλίμονο ακόμα κι όλο μέχρι τέλους να ρουφήσω,
πάλι τον πόθο μου για σε, δε πρόκειται να σβήσω.
Και τώρα όλος χαίρομαι στη θύρα τη δική σου,
γνωρίζοντας πολύ καλά το μέλλον μου μαζί σου.
Και τ’ όμορφο το ρόδο, το μαραίνει ο χρόνος
κι όλα τα όμορφα γοργά την άνοιξη γερνάνε,
λευκό είναι το κρίνο, μα σα πέσει κιτρινίζει,
άσπρο το χιόνι μα όταν πέσει χάμω λυώνει,
κι η ομορφιά είν’ όμορφη μα δε κρατά πολύ.

Θα ‘ρθει και κείνος ο καιρός κι συ θε ν’ αγαπήσεις
κι ίσως κι εσύ καμμένος στη καρδιά, πικρά να κλάψεις.
Όμως αγόρι μου μια τελευταία χάρη σου ζητώ,
αν έξω βγεις και με ιδείς κρεμασμένο στο κατώφλι,
τον δυστυχή εμένανε να μη με προσπεράσεις.

Στάσου λιγάκι, κλάψε με, μια στάλα μόνο στάξε
σπονδή στερνή και λύσε με απ’ το σχοινί μου πάνω
ντύσε με με τα μέλη σου και κρύψε το κορμί μου
με κάποια απ’ τα φορέματα, που φόραγες δικά σου
κι ένα φιλί, για μια στερνή φορά, δώς μου στα χείλη.

Μη φοβηθείς, γιατί νεκρού πώς να σε βλάψει το φιλί;
Και φώναξέ με τρεις φορές: ‘Αγαπημένε είσαι νεκρός’.
Χώμα σκάψε και θάψε με, ‘με και τον έρωτά μου
κι αν θέλεις πάλι, φώναξε: ‘Πάει ‘χάθη ο καλός μου’!
Γράψε κι αυτό το επίγραμμα στον τοίχο σου, που γράφω”:

ΤΟΥΤΟΝ Ο ΕΡΩΣ ΣΚΟΤΩΣΕ,
ΔΙΑΒΑΤΗ ΛΙΓΟ ΣΤΆΣΟΥ,
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΤΑ ΜΟΝΟ ΠΕΣ:
“ΑΚΑΡΔΟΝ ΕΙΧΕ ΤΑΙΡΙ”

Κι έπειτα, που ‘πεν όλ’ αυτά επήρε μια κοτρώνα,
πάνω στη πόρτα έδεσε χοντρό ένα σχοινί,
και τη θηλειά επέρασε τριγύρω στο λαιμό του,
κλωτσά τη πέτρα δυνατά και βρήκε το χαμό του.

Εκείνος σαν την άνοιξε και βρήκε το χαμένο,
μηδ’ η καρδιά του λύγισε, μήτε το δάκρυ βγήκε,
του λέρωσε, του έφτυσε τα ρούχα που φορούσε,
και όπως καθημερινά πήγε στ’ αθλήματά του
και στα λουτρά ασυγκίνητος μετ’ από κει, εμπήκε.

Μα ο Θεός τα είδ’ αυτά, τ’ άτιμα δε χωνεύει
πετάχτηκ’ απ’ το πέτρινο κατώφλι στα γερά
και πάνω του σαν άγαλμα ρίχτηκε με μανία
και σκότωσε τον ασεβή κι ανάξιο νεανία.
Το ύδωρ ‘βάφτη κόκκινο και τότενες ακούστη
από το νέο, Θεού φωνή να βγαίνει βροντερή:

Χαρείτ’ ερωτευμένοι,
ο που μισούσε, πόθανε,
οι που μισεί’ λατρέψτε,
γιατί Θεός σας κραίνει!

             Ειδύλλια, Κώμος ΙΙ

Για την Αμαρυλλίδα μου θα πω ένα τραγουδάκι
κι οι γίδες βόσκουν στο βουνό κι ο Τίτυρος τις βόσκει.
Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και φέρε τες στο ρέμα
κι έχε το νου στο Λιβυκό και στο βαρβάτο τράγο,
τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να μη σε κουτουλήσει.

Πώς δεν προβάλλεις στη σπηλιά να με καλέσεις νά ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεύεσαι το δύστυχο, γλυκιά μου Αμαρυλλίδα,
ή μήπως τάχα από κοντά με βρίσκεις πλατομύτη;
Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με κάνεις να μαδήσω
τ᾽ ολόδροσο στεφάνι αυτό που ᾽’χω για σένα πλέξει
μ᾽ ευωδιασμένα σέλινα και με μπουμπούκια κίστου*.

Αλίμονό μου! δε μ᾽ ακούς; τί έχω να πάθω ο μαύρος!
Νά, δέκα μήλα σου ᾽φερα· τα ᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νά, δέκα μήλα, και ταχιά θενα σου φέρω κι άλλα.
Αχ! κοίταξε τον πόνο μου: Πώς ήθελα να γίνω
βομβολαλούσα μέλισσα και νά ᾽ρθω στη σπηλιά σου,
μες στον κισσό σου να χωθώ, στη φτέρη που σ᾽ ισκιώνει.

Τώρα τον έρωτα ένιωσα· σκληρός θεός· λιοντάρι
τον βύζαξε κι η μάνα του τον έθρεψε στο λόγγο.
Βαθιά-βαθιά ως τα κόκαλα με κατακαίει εκείνος.
Όσο η ματιά σου είναι γλυκιά, τόσο η καρδιά σου πάγος·
αχ! μαυροφρύδα δέξου με κι ένα φιλάκι δώσ᾽ μου.
Και τα φιλάκια μοναχά έχουν κι εκείνα γλύκα.

Θα βγάλω τη φλοκάτη μου στα κύματα να πέσω
από το βράχο που ο ψαράς παραμονεύει τόνους·
κι αν δεν πεθάνω, όμως κι αυτό θενα σ᾽ ευφράνει εσένα
Το ξέρω πως δε μ᾽ αγαπάς· θέλοντας να το μάθω,
έκρουσα μες στη φούχτα μου της παπαρούνας φύλλο
κι εκείνο απομαράθηκε χωρίς να κάνει κρότο.

Μα κι η κοσκινομάντισσα η σταχολόγα η Γραίω
κι αυτή που την ερώτησα αληθινά μου το ᾽πε
πως είμ᾽ εγώ τρελός για σε και συ δε με λογιάζεις.
Φυλάω για σένα κάτασπρη και διπλομάνα γίδα,
που την ζητά η μελαχρινή του Μέρμνωνα δουλεύτρα·
σαν δε με καταδέχεσαι σ᾽ αυτήν θα τη χαρίσω.

Παίζει το μάτι μ᾽ το δεξί· μήπως την ανταμώσω;
Θα γείρω δίπλα στη φτελιά και θενα τραγουδήσω
κι ίσως γυρίσει να με δει· δεν είναι δα από πέτρα.
Την Αταλάντη θέλοντας να πάρει ο Ιππομένης,
παράβγηκε στο τρέξιμο κι είχε στα χέρια μήλα,
κι ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις τον είδ᾽ εκείνη.

Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι
από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία
η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάνα.
Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μες στα βουνά τσοπάνης,
δε μάγεψε τόσο τρελά την όμορφη Αφροδίτη
που και νεκρό στον κόρφο της σφιχτά τον εκρατούσε;
Μα και τον Ενδυμίωνα ζηλεύω που εκοιμήθη
τον ύπνο τον αξύπνητο· και τον Γιασίων᾽ ακόμα,
που απόλαψε όσα δεν μπορούν οι αμάθευτοι ν᾽ ακούσουν.

Πονεί μου εμένα η κεφαλή κι εσένα δε σε μέλει.
Θα πάψω το τραγούδι μου και θενα πέσω χάμω
νά ᾽ρθουν οι λύκοι να με φαν για να χαρεί η καρδιά σου.
Μέλι σου γίνει ο χαμός, γλυκό-γλυκό, στο στόμα.

                  Θύρσις Ή Ωδή

Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεματιάς το πλάι,
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις·
δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ’ από τον Πάνα.
Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα,
μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει·
κ’ είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης.

Γιδοβοσκός
Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν’ ακόμα
κι απ’ το νερό που ηχολογά στάζοντας απ’ το βράχο.
Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες,
θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση
να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.

Θύρσις
Κάθεσ’ εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα;
όσο θα παίζης, ξένοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια.

Γ.
Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα
τώρα καταμεσήμερα· φοβόμαστε τον Πάνα.
Την ώρ’ αυτή κατάκοπος απ’ το πολύ κυνήγι
κοιμάται κι αναπαύεται· κι είνε πικρός, αλήθεια,
είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ’ τη μύτη.

Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι
και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι,
έλα από κάτω απ’ τη φτελιά κοντά μου να καθίσης,
αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες
πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ισκιώνουν·
κι αν τραγουδήσης όμορφα σαν την ημέρα εκείνη
που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ’ τη Λιβύα,
μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω
να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια
και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια
πουν’ αλειμμένο με κερί κ’ είνε καινούργιο τόσο,
τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι.

Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια,
κισσός μαζί μ’ ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μιά της τη μεριά κι απ’ τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει·
και πότε με χαμόγελο θωρεί από ‘δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.

Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ’ όλη του τη δύναμι στα χέρια·
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.

Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο.
είν’ έν’ αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλά μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στό ‘να πλευρό του μιά αλεπού, στ’ άλλο πλευρό του μιά άλλη·
χώνετ’ η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να ‘συχάση
αν δεν τ’ αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ’ έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει·
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι’ αμπέλι και ταγάρι
ίση χαρά έχει μέσα του γι’ αυτό το πλέξιμο του.

Στρώνονται φύλλ’ απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι·
μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιπάζει.
Από ‘να Καλυδώνιο τ’ αγόρασα βαρκάρη
κι έδωκα γίδα κι έδωκα κι ένα κεφαλοτύρι·
δεν τ’ άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.

Θα σου το δώσω με χαρά και μ’ όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσης να μου πης το πιο γλυκό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, πες το·
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ’ όλα εκεί ξεχνιούνται.

Θ.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ο Θύρσις απ’ την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι·
Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κι οι Νύμφες;
Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια;
Μηδέ στης Αίτνας τη κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι.

Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια
εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι.

Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν,
πολλές ‘γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες.

Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Κατέβη πρώτος ο Ερμής απ’ το βουνό και: «Δάφνι,
ποιός τόσο σε κατάτρεξε, ποιάν αγαπούσες τόσο»;

Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθαν βουκόλοι κι ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω
κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κι εκείνος κι είπε:
«Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι;
Η κόρη εκείνη π’ αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια.
Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας
λιγώνεται απ’ τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος».

Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
«Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
«Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε
λιγώνεσαι απ’ τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις».

Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
Ήρθεν ακόμα κ η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη
κι ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της·
κι είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σ’ ελύγησεν εσένα».

Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου·
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις».

Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον όμορφο Άδωνί σου,
σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.

{… λείπει μέρος}

Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».

Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω γεια. κι αφήνω γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μες σε σπηλιές βουνίσιες·
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ’ αφήνω γεια κι αφήνω γεια, ποτάμια».

Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Ω Πάν, είτε στ’ ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ’ ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κι οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κι έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα»

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν’ όμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ’ τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βόδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ’ αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ’ αχλάδια,
τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ’ αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις».

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
Αυτά είπ’ ο Δάφνις κι έπεσε, κι έδραμ’ η Αφροδίτη .
κι έδραμε κι εδοκίμασε να τον ανασηκώση·
μα της ζωής του τη κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες
και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι,
το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες.

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ’ αγροτικό τραγούδι.
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δώσε μου το ποτήρι,
δώσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα,
να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες.

Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για ‘δική σας χάρι
άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω.

Γ.
Θύρσι, τ’ όμορφο στόμα σου νάναι γιομάτο μέλι,
σύκα γλυκά του Αιγάλεω τα χείλη σου να ευφραίνουν
γιατί περνάς το τζίτζικα στο πιο γλυκό τραγούδι.
Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει·
λες και στις βρύσες των Ωρών είναι μοσχοπλυμένο.
Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξε τη τώρα.
Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
γιατ’ είν’ ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη.

                   Φαρμακεύτριαι
Α’
Θέστυλι, πουν’ οι δάφνες μου και που τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα μέρες πέρασαν, ούτ’ ήρθε κι ούτ’ εφάνη,
ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ’ έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα ‘μέρες τώρα.
Ώ! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει.

Τώρα μ’ ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε·
στα μάγια πρίν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μες απ’ της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλοι.
Ώ! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ’ την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ’ αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ’ της Μηδείας τα μάγια
μηδ’ απ’ τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.

Φέρε τον, σουσoυράδα1 μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα.
Θέστυλι, σκορπά το λοιπόν. Άμοιρη, πούν’ ο νους σου;
Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ’ έχεις;
σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι».

Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι’ αυτόν θα κάψω
κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση
και θε ν’ ανάψη στη στιγμή και σταχτή δε θ’ αφήση
έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.

Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Όπως ετούτο το κερί μεσ’ στη φωτιά το λειώνω
έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις·
κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη
έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη δική μου.

Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τώρα θα κάψω πίτουρα κ η Άρτεμι ας μαλάξη
και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέριο άλλο.
Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγίζουν
θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη.
Κρούσε μιαν ώρ’ αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Οι άνεμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος,
ο πόθος μεσ’ στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει,
μα καίω και φλέγομαι γι’ αυτόν, που μ’ έκανε τη μαύρη,
αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κραζω:
Μ’ όποια γυναίκα τώρ’ αυτός ερωτικά πλαγιάζει,
τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ομορφομαλλούσα.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον ‘δω ν’ αφήση την παλαίστρα
κι έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει,
κι είν’ απ’ το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο·
το ξαίνω και τα νήματα μεσ’ στη φωτιά τα ρίχνω.
Άχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ’ τη λίμνη αβδέλλα;

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κι ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω.
Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
και την κορφή της πόρτας του σύρε μ’ αυτά ν’ αλείψης
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.»

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Β’
Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτα μου ας κλάψω.

Πούθε ν’ αρχίσω να θρηνώ, ποιός μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε·
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
κι η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι·
κι η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν’ ακλουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με τ’ αχνό της Κλεαρίστας πέπλο.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου·
ξανθότερ’ από ελίχρυσο είχαν κι οι δυο τα γένεια
κι εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ’ απ’ τη Σελήνη,
δείχνοντας πώς εγύριζαν μόλις απ’ την παλαίστρα.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
Τον είδα κι ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κι έσβυσ’ η ομορφιά μου,
κι ούτ’ ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο
ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι·
μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κι ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
Συχνά – πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες
κι εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλα μου απάνω.
Και που δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποιά γερόντισσ’ άφησα που ξέρει να ξορκίζη;
Τίποτα δε μ’ αλάφραινε κι έλειωνα με το χρόνο.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
κι εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια.
Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ’ έχει·
»μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευε τον·
»εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί τ’ αρέσει νάναι».

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση,
και πες του πώς τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ’ είπαμε· κι επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι,
κι εγώ μόλις τον ένοιωσα κι εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
-πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου ‘γεννήθη η αγάπη-
μου ‘πάγωσ’ όλο το κορμί πειότερο κι απ’ το χιόνι
κι έσταζ’ ιδρώτας άφθονος από το μέτωπο μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κι εκόπηκι η φωνή μου
και δε μ’ απόμεινε φωνή μηδ’ όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο·
κι ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας.

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
Και μόλις μ’ είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε:
«Πρόλαβες και μ’ εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα,
όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το Φιλίνο.»

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
«Όμως λογάριαζα κι εγώ νάρθω τη νύκτ’ απόψε,
μά το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ’ άλλους μου φίλους,
κρύβοντας μέσ’ στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
»κι ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
»στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
»στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.»

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τόχα για χαρά μου
αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό ‘φιλούσα
-γιατ’ είμαι νιος ευγενικός κι όμορφος μέσα σ’ όλους-
μ’ αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
»θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη».

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
κι ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
που μ’ έβγαλες απ’ τη φωτιά του πόθου πριν με καψη
κι έστειλες και μ’ εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου·
γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας
πιό καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει».

Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού ‘γεννήθ’ η αγάπη.
«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και τη κόρη,
τη κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι,
και κάνει και τη νιόνυφη ν’ αφήνη, ν’ απαρνιέται
το στρώμ’ ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη».
Είπε· κι εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ’ απ’ το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα·
κι άρχισαν να μαλάζονται μαζί τα δυο κορμιά μας
και τα ζεστά μας πρόσωπα ν’ ανάβουν, να κορώνουν·
κι εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυό μας.
Και να μη στα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κι ήρθαμ’ οι δυό σε πόθο.

Κι ως χθες κανείς μας απ’ τους δυό παράπονο δεν είχε·
μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ’ τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στ’ άλλα μούπε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη,
μα ποιαν αγάπη, δεν ήθελε να μου το φανερώση,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πώς στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ’ ευωδιαστά στεφάνια·
κι ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη
κι εγώ τ’ αναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω·
γιατ’ άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι2.
Μα τώρα πούχω να τον ‘δω σωστά δώδεκα μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνά εμένα.

Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω,
κι αν πάλι θα με τυραγνά, τ’ ωρκίζομαι στις Μοίρες,
την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.
Βαθυά μεσ’ στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα.

Μα εσύ στρέψε χαρούμενη τ’ αλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό· κι εγώ θε να υπομένω
όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
Σ’ αφήνω ‘γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.

                     Ηλακάτη

Αδράχτι, που σ’ εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες
η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη,
έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως
που ‘ναι ναός της Κύπριδος μες σε χλωρά καλάμια.

Εκεί θα πάμε, κι ο θεός καλό ταξίδι ας δώσει,
το φίλο το Νικία μου να ‘δω και να φιλήσω,
που οί χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει,
και σένα, καλοδούλευτο κι ελεφαντένιο αδράχτι,
εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο,
να κλώθης νήματ’ απαλά για των αντρών τα ρούχα
και νήματα για διάφανα φορέματα γυναίκεια.
Γιατ’ οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια
κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους
πάντα το χρόνο δυό φορές· τ’ είνε καλή δουλεύτρα
κι όλα αγαπάει όσ’ αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.

Εγώ δε θα σ’ εχάριζα μηδέ σε τιποτένιες
μήτ’ ήθελα να σ’ έβλεπα μες σ’ ακαμάτρας σπίτι,
γιατ’ είσαι απ’ την πατρίδα μου κι έχεις εσύ πατρίδα
την πόλη εκείνη που έκτισεν ο Εφυραίος Αρχίας
πόλη μ’ ανθρώπους διαλεχτούς, της Σικελίας καμάρι.

Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι
που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες·
αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης
έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο τ’ αδράχτι
και να με φέρνη πάντοτε μες την ενθύμησή της
εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο.

Όποιος σε δει στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια,
μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο.
Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι.

                Κηριοκλέπτης

Εκέντρωσε μια μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη
όταν της έκλεβε κερί μες από τη κυψέλη,
κι όλα του τ’ ακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της.
Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κι εφύσαγε τα χέρια
κι εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ’ τον πόνο·
κι έτρεξε στη μητέρα του την όμορφη Αφροδίτη
κι έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη
πως είν’ η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.
Κι εγέλασ’ η μητέρα του και στράφηκε και τούπε:
Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις;
Έτσι μικρός είσαι και συ κι έτσι σκληρά πληγώνεις.

μτφ.: Ιωάννη Πολέμη
______________________________

 1 Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήταν αφιερωμένη στην Αφροδίτη και γι’ αυτό τη μεταχειρίζονταν στις ερωτικές μαγγανείες.

 2 Το ελαιοδοχείο για τη παλαίστρα. Θέλει να δείξει τη μεγάλην οικειότητα που τους συνέδεε.

 * Κίστος:  επίσης Λαδανιά, Κουνούκλα (Cistus incanus): Ανήκει στην οικογένεια των Κιστιδών (Cistaceae). Εξαπλώνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της Μεσογείου κι είναι κοινό στην Ελλάδα. Είναι θερμόφιλο φυτό, που απαιτεί ξέφωτα κι ηλιόλουστα μέρη. Αγαπά τις πετρώδεις θέσεις, τα φρύγανα και τα διάκενα ημιορεινών δασών, τα φτωχά κι ασβεστολιθικά εδάφη. Οι λαδανιές ή Κουνουκλιά ή Λάδανος ή Αλαδανιά είναι φυτά αειθαλή, θαμνώδη μέχρι 1 μ. ύψος, με πολύκλαδο βλαστό και παχιά, με πυκνούς αδένες και ρυτιδώδη φύλλα. Τα άνθη είναι σα μικρά ρόδα ροδόχρωμα. H άνθηση αρχίζει τον Ιούνιο και διαρκεί μέχρι και τον Αύγουστο.

———————————————

                                     Προπέρτιος

     Ο Σέξτος Προπέρτιος καταγόταν από οικογένεια ιππέων κι ήτανε Λατίνος Ρωμαίος ελεγειακός ποιητής, που γεννήθηκε περί το 50-47 π.Χ. στη Μπεβάνια (Bevagna) στο Assisium της Ουμβρικής (κεντρική Ιταλία, κοντά στη σημερινή Περούτζια) και πέθανε μεταξύ του 15-2 π.Χ.. Αν κι ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία, στάλθηκε στη Ρώμη για να γίνει δικηγόρος, αλλά αφοσιώθηκε στην ποίηση. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη κι υπέστη δήμευση της περιουσίας του ως αποτέλεσμα των αγροτοοικονομικών μεταρρυθμίσεων του Οκταβιανού μετά τους εμφυλίους πολέμους. Ελάχιστα άλλα πράγματα γνωρίζουμε για τη ζωή του. Το έργο του πάντως έχει ισχυρές επιδράσεις από τη ποίηση του Κάτουλλου, του πλέον αξιοσημείωτου νεωτερικού ποιητή.
     Το σωζόμενο έργο του αποτελείται από 4 βιβλία με ελεγείες. Στις ιδέες του μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη τάξη και στην ανατρεπτικότητα. Στις Ελεγείες I-III περιγράφει τη νοοτροπία της οικογενειακής γαλήνης πολλών Ρωμαίων που θέλαν ν’ απολαύσουνε την ειρήνη μετά από 3 γενιές εμφυλίου πολέμου. Ενώ θαυμάζει την αγνότητα, αλλού αντιτίθεται στους αυστηρούς ηθικούς νόμους του Αυγούστου. Στο II.vii διεκδικεί το δικαίωμα να ζήσει εκτός γάμου με την ερωμένη του, τη Κυνθία. (Η αγαπημένη του που φέρει το λογοτεχνικό όνομα Κυνθία (Cynthia)  πραγματικά ενδέχεται να ονομαζόταν Οστία (Hostia)). Οι Ιουλιανοί Νόμοι του 18 π.Χ. λέγανε πως άνθρωποι όπως ο Προπέρτιος πρέπει να παντρεύονται και να ‘χουνε παιδιά, ενώ όσοι δεν συμμορφώνονταν αντιμετώπιζαν βαρειές ποινές.
     Ο Προπέρτιος είναι ένας doctus poeta, ένας λόγιος δηλαδή ποιητής, ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια της καλλιμαχικής αισθητικής και πολυμάθειας. Η αλεξανδρινών προδιαγραφών ποίησή του χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία του μύθου, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι να καταστήσει σαφές σε ποια θέση κατατάσσει ο ποιητής την αγαπημένη του και τον έρωτά του. Η προτίμηση του ποιητή για τις πιο σκοτεινές και λιγότερο γνωστές μυθολογικές παραλλαγές εντυπωσιάζει. Η γλώσσα του είναι γεμάτη αντιθέσεις, όπως κι η αλληλουχία των σκέψεων κι η δομή των ποιημάτων του. Οι ελεγείες του, που είναι κατά κανόνα συντομότερες από εκείνες του Τίβουλλου, εμφανίζουν αναπάντεχες ανατροπές και απότομες συναισθηματικές μεταπτώσεις και χαρακτηρίζονται από έντονη δραματικότητα.
     Στον Προπέρτιο όλα τα μοτίβα της ερωτικής ελεγείας εμφανίζονται σε πλήρη ανάπτυξη. Σε αντίθεση με τον Τίβουλλο, δεν τον συγκινεί ούτε η φύση ούτε ο ομοφυλοφιλικός έρωτας. Για τον Προπέρτιο ευγένεια καταγωγής, δύναμη, και πλούτος υποχωρούν και υποτάσσονται στον έρωτα. Ωστόσο, απέχει πολύ από το να θεωρηθεί φιλοσοφικός ποιητής.
     Πολύ συχνά και με ποικιλία τρόπων στο έργο του σχολιάζει τη διαδικασία της ποιητικής γραφής. Μαζί με τον Οράτιο έχει στοχαστεί τη ποιητική του τέχνη πιότερο από πολλούς άλλους ποιητές της αυγούστειας εποχής. Έχει πλήρη συναίσθηση της σπουδαιότητας της ποίησής του. Έτσι, στο 1ο βιβλίο η ποίηση τίθεται στην υπηρεσία του έρωτα ως τρόπου ζωής. Στο 2ο & 3ο αναπτύσσει πιότερο τη σπουδαιότητα της ποίησής του, ενώ στο 4ο η ελεγεία εξυπηρετεί μια καλλιμαχικού τύπου αιτιολογική επεξεργασία γνήσια ρωμαϊκού υλικού.
     Ο ποιητής δουλεύει πάνω σε σχήματα που θα γίνονταν ουσιώδη στην ελεγειακή ποίηση, π.χ. στο παρακλαυσίθυρον (1, 6). Από τα καλλίτερα σημεία του έργου του θεωρείται η βασίλισσα των ελεγειών ή Ελεγεία Της Κορνηλίας (IV.xi), όπου η νεκρή Κορνηλία μιλά από τον τάφο στο σύζυγό της Paullus και στα παιδιά της. Σ’ ένα από τα πλέον συγκινητικά χωρία στη ρωμαϊκή ποίηση, συμβουλεύει τον άνδρα της πώς να είναι ένας καλός πατέρας προς τα παιδιά τους:

    “Κι αν ποτέ θρηνείς, μη τ’ αφήνεις να δούνε παρά όταν έρχονται σιμά σου, παραπλάνησε τα φιλιά τους με στεγνά μάγουλα! Να είσαι ήσυχος σε άυπνες νύχτες που πέρασες σκεπτόμενος ότι σου λείπω και με συχνά όνειρα που σου φαίνεται πως βλέπεις το πρόσωπό μου. Και όταν μιλάς μόνος σου στο πορτραίτο μου, κάνε κάθε σου λόγο πιστεύοντας πως θ’ απαντήσω .(79-84).

     Η ταραχώδης ερωτική σχέση του Προπέρτιου με τη φλογερή Κυνθία είναι το βασικό θέμα στο έργο του και δίνει επίσης κάποιους από τους γνωστότερους στίχους του. Στο I.xix δεν είναι ο θάνατος που φοβάται, αλλά ότι πεθαίνοντας θα χάσει την Κυνθία («καμιά αγάπη δεν είναι ποτέ αρκετά μακρόχρονη»). Στο II.i περιγράφει πως η «μούσα» του τον εμπνέει να γράψει:

    “Ας πούμε ότι βγαίνει αστράφτοντας με μετάξια από την Κω, το Κώον της φόρεμα μιλά για ένα τόμο… ή πάλι αν σφαλίσει τα βλέφαρα σε επιθυμητό ύπνο, έχω χίλιες νέες ιδέες για ποιήματα. Αν πάλι παλεύει μαζί μου γυμνή, ε, τότε σωρεύουμε μακροσκελείς Ιλιάδες. Απ’ ό,τι μπορεί να κάνει ή να πει, ένα έπος γεννιέται, μεγάλο, από το τίποτα“. (5-16).

     Το ύφος του Προπέρτιου σημαδεύεται από φαινομενικά απότομες μεταπτώσεις κι είναι πολύ υπαινικτικό. Η ιδιόμορφη χρήση της γλώσσας, συνδυαζόμενη με τη κακή κατάσταση του αρχικού κειμένου, έχουνε καταστήσει τις ελεγείες του πρόκληση για τον επιμελητή των εκδόσεών τους.

      Εισαγωγικό σημείωμα για τον κῶμο που θα ακολουθήσει (1,16)

     Το ποίημα ανήκει στη κατηγορία του κώμου ή παρακλαυσίθυρου, του μάταιου, δηλαδή, τραγουδιού του exclusus amator (χωρισμένοι εραστές) έξω από την πόρτα της αγαπημένης του. Ο κώμος του εραστή έξω από τη κλειστή πόρτα της αγαπημένης του έχει διαχρονική παρουσία τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη λατινική λογοτεχνία.
     Απαντά 1η φορά στον Αλκαίο και σε μεγαλύτερη κλίμακα στον Αριστοφάνη. Η παρουσία του μοτίβου είναι εντονότατη στην ελληνιστική ποίηση, κυρίως στο επίγραμμα, απ’ όπου πέρασε και στους Ρωμαίους ελεγειακούς. Η παρουσία του ανιχνεύεται επίσης και στη ρωμαϊκή κωμωδία.
     Στο ποίημα ο Προπέρτιος καινοτομεί φέρνοντας μια αναπάντεχη ανατροπή όσον αφορά τον ομιλητή. Αντί για τον exclusus amator, όπως θα ήταν αναμενόμενο, στο ποίημα μιλά η πόρτα της αγαπημένης, που στον μονόλογό της ενσωματώνει το κυρίως παράπονο του εραστή εναντίον της.
     Δομικά το ποίημα διακρίνεται σε έξι ενότητες, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από οκτώ στίχους, ως εξής: α) στ. 1-8: η πόρτα αντιπαραβάλλει το ένδοξο, ηρωικό παρελθόν της προς το ντροπιαστικό παρόν των αποκλεισμένων εραστών, β) στ. 9-16: η πόρτα ανησυχώντας για την ηθική έκλυση της κυρίας της κάνει αναφορά στο ολονύχτιο τραγούδι του exclusus amator, γ) στ. 17-24: o εραστής παραπονιέται για τη σκληρότητα της πόρτας που τον αναγκάζει να περνάει τις νύχτες στο κατώφλι της, δ) στ. 25-32: o εραστής διαμαρτύρεται για την αδιαφορία της αγαπημένης του παρακαλώντας να εισακουστούν τα παράπονά του, έστω και μέσα από μια μικρή χαραμάδα της πόρτας, ε) 33-40: o εραστής καταφέρεται εναντίον της πόρτας, γιατί δεν κάμπτεται ούτε από τα δώρα ούτε και από τις ύβρεις του, στ) στ. 41-48: o εραστής τελειώνει τα παράπονά του με αναφορά στα ποιήματα και τα φιλιά που μάταια προσφέρει στην πόρτα. Το ποίημα ολοκληρώνεται με το παράπονο της πόρτας, γιατί εξακολουθεί να δυσφημείται εξαιτίας της συμπεριφοράς της κυρίας της και των παραπονούμενων εραστών.

                    κῶμος 1.16

Εγώ που κάποτ’ έστεκ’ ανοιχτή σε θρίαμβους μεγάλους,
πόρτα περίφημη κι αγνή όμοια με της Ταρπηίας,
που μπρος μου πανηγύριζαν άρματα χρυσωμένα
και μ’ έβρεχαν με παρακλητικά δάκρυα, αιχμαλώτοι,
τώρα τρωθείσα από νυχτερινούς καυγάδες μεθυσμένων
βαρυγκωμώ συχνά σα με χτυπάν απαίσια χέρια
κι έχω συνέχεια πάνω μου ντροπιαστικά στεφάνια
και δάδες χάμω βρίσκονται, αυτού που κλαίει απέξω.

Κι ούτε προστάτις στη Κυρά από νυχτιές ντροπής,
η διάσημη εγώ που ξέπεσα σε άσεμνα τραγούδια.
Ούτε κι εκείνη νοιάζετ’ όμως για τη φήμη της
και ζει πιότερο ανήθικα, απ’ την έκλυτη εποχή μας.
Κι έτσι μου μένει να θρηνώ με παράπονο μεγάλο
κι ακόμα μεγαλύτερην εγώ, έχω τη στεναχώρια
για τον ικέτη που περνά τ’ ατέλειωτα τα βράδυα.
Κειός δεν αφήνει ήσυχο ποτέ του το κατώφλι μου,
άδοντας με παράπονο, το ντέρτι της καρδιάς του:

«Θύρα σκληρή, σκληρότερη κι απ’ τα μέσα της κυράς μου,
γιατί σιωπάς ολόκλειστη μες στα σκληρά σου φύλλα;
Γιατί δε ξεκλειδώνεσαι ποτέ, να δεις τον έρωτά μου;
Δεν ξέρεις; Δεν λυγίζεσαι, να στείλεις τα κρυφά μου
τα παρακάλια να δοθεί στον πόνο μ’ ένα τέλος;
Όλος ντροπή να καίω κει δα, ετούτο το κατώφλι;
Μεσάνυχτα, που τ’ άστρα γέρνουν να πλαγιάσουν
κι η ψύχρα με τη πάχνη της λυπούνται με, πεσμένο.

Εσύ μόνη τον ανθρώπινο πόνο μου δε λυπάσαι,
και μου απαντάς με άηχο τρίγμα απ’ τους μεντεσέδες.
‘Αμποτε ας πέρναγ’ η φωνή μες απ’ τις χαραμάδες
και να ‘φτανε στα έκπληκτα αυτάκια της κυράς μου!
Κι αν ήτανε σκληρότερη κι από τα βράχια της Αίτνας,
σκληρότερη από σίδερο κι από ατσάλι ακόμα,
κι όμως στεγνά τα μάτια της δεν θα τα εκρατούσε
κι έν αχ! θεν’ ανηφόραγε μες στ’ άθελα δάκριά της.

Τώρα, αυτή στην αγκαλιά κοιμάται κάποιου άλλου,
ζηλεύω, και τα λόγια μου τα παίρνει το ζεφύρι.
Όμως, εσύ, θύρα κακή, είσαι η μόνη αιτία,
και με πονείς, δε δέχεσαι να πάρεις τα σου δίνω.
Να πεις ότι σε πρόσβαλλα με βρίσιμο στο στίχο,
που συνηθά με παιχνιδιάρικη οργή να λέει καθετί,
και θα πρέπει να τιμωρηθώ να μείνω να βραχνιάσω,
καθώς με το παράπονο ξάγρυπνος να γεράσω
και να περνώ ανήσυχες νυχτιές στο σταυροδρόμι.

Όμως, συχνά για σένανε τραγούδι έχω ξυφάνει
σε νέο ρυθμό, και πέφτοντας στα γόνατα
τα σκαλοπάτια σου φιλώ, που πάτησεν εκείνη.
Πόσες φορές αχάριστη, στράφηκα στο κατώφλι
κι απόθεσα τη πρέπουσα, κρυφά, τη προσφορά

Μ’ αυτά εκείνος, δύστυχοι εραστές, τα λόγια κι ό,τι άλλα,
πασχίζει το κελάδημα των αηδονιών να συγκαλύψει.
Εγώ λοιπόν ισόβια καταδίκη για της κυράς μου εκτίω
ντροπιαστική, με τους σπαραχτικούς τους θρήνους
του εραστή της, τους ατέλειωτους, όσα τα σφάλματά της.

——————————–

                                  Οβίδιος

     Ο Πόπλιος Οβίδιος Νάσων (Publius Ovidius Naso, 20 Μαρτίου 43 π.Χ. – 2 Γεναρη 17μ.Χ.), γνωστός ως Οβίδιος, ήτανε Ρωμαίος ποιητής, που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οκταβιανού Αύγουστου. Ήταν σύγχρονος των γηραιότερων Βιργίλιου και Οράτιου, με τους οποίους συχνά κατατάσσεται ως ένας από τους τρεις κανονικούς ποιητές της λατινικής λογοτεχνίας. Είναι περισσότερο γνωστός από τις Μεταμορφώσεις, μίας σειράς 15 βιβλίων μυθολογικής αφήγησης γραμμένης σε δακτυλικό εξάμετρο, καθώς και για τις συλλογές ερωτικής ποίησης σε ελεγειακά δίστιχα, και ιδιαίτερα για τα “Έιδύλλια” (Amores) και την “Ερωτική Τέχνη” (Ars Αmatoria).



     Πολλοί μιμήθηκαν την ποίησή του κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη δυτική τέχνη και λογοτεχνία. Ήταν ο τελευταίος από τους μεγάλους αυγούστειους ποιητές, που έζησε στις αρχές της Pax Romana, της ειρήνης δηλαδή ανάμεσα στα έθνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που επέβαλαν οι ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις.
     Γεννήθηκε στην ιταλική πόλη Σουλμόνα το 43 π.Χ. και πέθανε στην πόλη Τόμοι της Μοισίας (Ρωμαϊκής επαρχίας του κάτω Δούναβη) το 17 μ.Χ. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια πατρικίων της επαρχίας που από πολλές γενιές ανήκε στην τάξη των ιππέων, ώστε να στείλει τον ίδιο και τον αδελφό του στη Ρώμη για να σπουδάσουν σε ηλικία περίπου 12 ετών ρητορική. Μετά από την βασική παιδεία που πήρε κοντά στους καλύτερους δασκάλους έκανε λαμπρές νομικές και φιλολογικές σπουδές. Εκπαιδεύτηκε στη ρητορική ώστε να αποκτήσει ευφράδεια χωρίς όμως να τον προσελκύει ιδιαίτερα η τυποποιημένη επιχειρηματολογία των ασκήσεων δικανικής ακριβείας. Τελικά, όμως αφιερώθηκε στην ποίηση. Βέβαια η συχνότατη χρήση αποφθεγμάτων κι η εκτίμησή του για controversiae (ασκήσεις στη ρητορική που είναι διαμάχες με επιχειρηματολογία φιλοσοφική και λογική βάσει επικρατούντων στοιχείων)και suasoriae (άσκηση στη ρητορική, μια μορφή διακήρυξης που ο σπουδαστής ομιλεί μιμούμενος συνήθως ένα μονόλογο μιας ιστορικής φιγούρας που διδάσκει, που εξηγεί, πώς να βαδίσει κανείς σε μια κρίσιμη καμπή στη ζωή του) είναι εμφανής στο ποιητικό του έργο.



     Η επιτυχία κι η φήμη του γρήγορα εξαπλώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρώμης. Είχε στενές σχέσεις με τον λογοτεχνικό κύκλο του Μεσσάλλα, ενώ, όπως ο ίδιος αναφέρει, συναναστράφηκε σημαντικούς ποιητές της εποχής, όπως τον Οράτιο, τον Προπέρτιο και τον Μάκερ. Με μεγάλη του λύπη σημειώνει πως δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον μεγάλο Βιργίλιο και τον Τίβουλλο, ο οποίος πέθανε το 19 π.Χ.
     Όπως περιγράφει ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος σε μια βιογραφία του Οβιδίου αυτής της περιόδου, τον ενδιέφεραν καταστάσεις που το ζητούμενο περιστρεφόταν γύρω από συλλογισμούς με ηθικό και ψυχολογικό περιεχόμενο.
     Ο Οβίδιος πέρασε ένα χρονικό διάστημα στην Αθήνα, αφού συνόδευσε σε ένα ταξίδι του εκεί τον Πομπήιο Μάγνο, όπως συνήθιζαν οι νέοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και ταξίδεψε αρκετά στην Ελλάδα κερδίζοντας αρκετές εμπειρίες. (ασκήσεις στη ρητορική που είναι διαμάχες με επιχειρηματολογία φιλοσοφική και λογική βάσει επικρατούντων στοιχείων)
     Ως μέλος της ρωμαϊκής τάξης των ιππέων, ήταν προορισμένος για σταδιοδρομία στον δημόσιο βίο και κατέλαβε μερικές κατώτερες δικαστικές θέσεις, τις πρώτες βαθμίδες στην κλίμακα του δημοσίου, όμως διαπίστωσε ότι ο δημόσιος βίος δεν του ταίριαζε. Έτσι εγκατέλειψε το επάγγελμα του για να ασχοληθεί με τη ποίηση και την ανάπτυξη σχέσεων κι επαφών με τους γνωστούς ποιητές της εποχής του.
     Όταν ο Οβίδιος εμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή, η ειρήνη ήταν εξασφαλισμένη και ήταν διάχυτη η επιθυμία για έναν πιο χαλαρό τρόπο ζωής και λιγότερο αυστηρά ήθη, τα οποία διαμόρφωσαν την ανώτερη τάξη της πρωτεύουσας. Ο Οβίδιος γίνεται εκφραστής αυτών των επιθυμιών και αναπτύσσει μια ποίηση που ανταποκρίνεται στον τρόπο ζωής της εποχής του.
     Δοκίμασε να γράψει σε όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά είδη, την ελεγεία, το έπος, την επιστολογραφία, τη τραγωδία, και κατάφερε να επιτύχει συνεχή διεύρυνση του ορίζοντα του και μια νέα αντίληψη της σχέσης μεταξύ ποίησης και ζωής. Τα έργα του μπορούν να καταταγούν σε τρεις περιόδους. Εδώ ανήκουν τα νεανικά έργα του ποιητή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποίηση που έγραψε κατά τη 1η περίοδο της σταδιοδρομίας του ως ποιητή, αντικατοπτρίζει μία θεώρηση της ζωής, του έρωτα και της ποίησης αντίθετη με τις “επίσημες” ηθικές θέσεις που προωθούσε ο αυτοκράτορας Αύγουστος.
    Α) Ο Οβίδιος ξεκινά με μια συλλογή ερωτικών ελεγειών, τους “Amores” (Έρωτες), σε 5 βιβλία περίπου το 20 π.Χ., όπου εκφράζει σε πρώτο πρόσωπο τα παραδοσιακά θέματα της ερωτικής ελεγείας. Τα νέα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ελεγεία του Οβιδίου είναι εμφανή με πιο εντυπωσιακή καινοτομία την απουσία μιας κεντρικής γυναικείας μορφής ως κέντρο των διάφορων ερωτικών εμπειριών. Αντί για το πάθος των μεγάλων λατίνων ερωτικών ποιητών, ο Οβίδιος προτιμά να εμφανίζει την ερωτική εμπειρία μέσα από το φίλτρο της ειρωνείας και της απόστασης του διανοουμένου.
   Β) Το ποίημα που φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Αυγούστου να εξορίσει τον ποιητή, είναι η “Ερωτική τέχνη” (Ars amatoria), που δημοσιεύθηκε το 1 π.Χ. Το μήνυμα που περνούσε εκεί ο Οβίδιος στην πραγματικότητα υπονόμευε το επίσημο πρόγραμμα ηθικών μεταρρυθμίσεων που είχε υιοθετηθεί από τον Αύγουστο. Ο έρωτας του Οβιδίου επιζητεί την ανεκτικότητα, με την βοήθεια της οποίας μπορούν να αρθούν οι κανόνες μιας ηθικής, η οποία δεν ταιριάζει πλέον σε ένα πρωτευουσιάνικο κοινωνικό στρώμα. Το έργο περιείχε αναφορές στα σύμβολα προσωπικού γοήτρου του Αυγούστου, διατυπωμένες με αναίδεια και αδιακρισία μέσα στα συμφραζόμενα. Ήταν λογικό, το έργο αυτό, να μην τύχει καλής υποδοχής από όσους είχαν ενστερνιστεί τους στόχους και τις επιδιώξεις του πουριτανισμού της εποχής του Αυγούστου.
   Γ) Κατά την περίοδο αυτή ο Οβίδιος δημοσίευσε επίσης το έργο “Επιστολές ηρωίδων” (Epistulae Heroidum), δύο σειρές από πνευματώδεις δραματικούς μονολόγους που χαρακτηρίζονται ως επιστολικά ποιήματα. Η πρώτη σειρά (1-15) περιέχει επιστολές γραμμένες από διάσημες ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας και η δεύτερη σειρά (16-21) περιλαμβάνει επιστολές ερωτευμένων ανδρών και απαντήσεις των αγαπημένων τους γυναικών (Πάρης κι Ελένη, Ηρώ και Λέανδρος κ.ά.).



     Θεωρείται η σημαντικότερη περίοδος για το έργο του ποιητή, εποχή ωριμότητας και των σπουδαιότερων έργων του. Η τραγωδία του Οβιδίου, “Μήδεια” δεν διασώθηκε. Καθώς επαινέθηκε από τον ιστορικό Τάκιτο και άλλους, είναι πιθανό να επηρέασε την τραγωδία του Σενέκα με το ίδιο θέμα.
     Το “Ημερολόγιο” (Fasti) είναι ένα έργο που η πρόθεση του είναι να παρουσιάσει τους μύθους, τα έθιμα και τις θρησκευτικές γιορτές του ρωμαϊκού έτους. Είχε προγραμματίσει 12 βιβλία ελεγειακών δίστιχων, ένα για κάθε μήνα. Η εξορία του άφησε το έργο ημιτελές αφού υπάρχουν μόνο έξι βιβλία, τα οποία επεξεργάστηκε εν μέρει στα χρόνια της εξορίας. Το “Ημερολόγιο” έγινε έργο εθνικό κι ήταν ίσως προμελετημένο για να αποκαταστήσει τη φήμη του συγγραφέα του ενώπιον του αυτοκράτορα καθώς περιέχει κολακείες για την αυτοκρατορική οικογένεια και έναν έντονο πατριωτισμό.
     Οι “Μεταμορφώσεις“, επικό ποίημα σε 6μετρους, σε 15 βιβλία, για τις μεταμορφώσεις των ανθρώπινων όντων από το χάος έως την αποθέωση του Καίσαρα, αποτελεί μια τεράστια πινακοθήκη μυθικών παραδόσεων. Στο έργο αυτό που αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο του ποιητή, δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Λαμπρές εικόνες, γεμάτες φαντασία, δείχνουν ότι ο ποιητής γνωρίζει πράγματι να αποδίδει θαυμαστά την ψυχική κατάσταση του πανικού και της κατάπληξης των όντων που μεταμορφώνονται τη στιγμή κατά την οποία μεταβάλλονται σταδιακά σε φυτό, ζώο ή πέτρα, ενώ το πνεύμα διατηρεί καθαρά ανθρώπινα συναισθήματα. Είναι φανερό πως ο Οβίδιος με το έργο αυτό επιδιώκει να κάνει κάνει μια συνολική αναφορά όλης της λογοτεχνίας, από τον Όμηρο και την τραγωδία της Αθήνας και της Ρώμης μέχρι τους συγχρόνους του. Σχεδόν όλες οι ιστορίες των ανθρώπινων μεταμορφώσεων είναι ερωτικές ιστορίες γεμάτες πάθος εμπλουτισμένες με μυθιστορηματικά στοιχεία. Ο κόσμος του ποιήματος αποτελείται από όψεις, μεταμφιέσεις, σκιές, αντικατοπτρισμούς που τρέφουν την ανθρώπινη ελπίδα με κάθε μεταμόρφωση να αποτελεί έναν θάνατο και έτσι το περιεχόμενο να δίνει μια αίσθηση θλίψης. Σε όλες τις εποχές μέχρι σήμερα, οι ήρωες του Οβιδίου, Φαέθων, Νάρκισσος, Δάφνη και πολλοί άλλοι, υπήρξαν πολύ δημοφιλείς, ενώ το ίδιο αυτό θέμα των Μεταμορφώσεων στάθηκε πηγή έμπνευσης για όλες τις τέχνες.
     Όμως, ενώ ο ποιητής βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του, ο Αύγουστος το 8 μ.Χ. τον εξορίζει στους μακρινούς και παγωμένους Τόμους της Μαύρης Θάλασσας (σημερινή Κωστάντζα της Ρουμανίας). Η πραγματική αιτία της εξορίας του Οβιδίου εξακολουθεί να παραμένει αδιευκρίνιστη, ενώ πολυάριθμες και συχνά ευφάνταστες πιθανές εξηγήσεις έχουν διατυπωθεί ήδη από την αρχαιότητα. Ο ίδιος ο ποιητής επανέρχεται συχνά στην ποίηση της εξορίας στο θέμα της εξορίας του. Στα Tristia 2.207 γράφει ότι δύο είναι οι αιτίες που οδήγησαν στην εξορία του (perdiderint cum me duo crimina, carmen et error): ένα ποίημα (carmen) κι ένα σφάλμα (error). Πίσω από το ποίημα (carmen) κρύβεται η Ars amatoria, η οποία στο πλαίσιο του ηθικοπλαστικού προγράμματος του Αυγούστου ηχούσε μάλλον παράταιρα. Όσον αφορά το σφάλμα (error) ο ποιητής κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό.
     Μετά τη ξαφνική εξορία του, εγκαταλείπει τη φανταστική και ζωηρή αφηγηματική ποίηση κι επιστρέφει στην ελεγεία. Το έργο του “Άσματα θλιβερά” (Tristia) αποτελείται από 5 βιβλία ελεγειών, όπου διεκτραγωδεί την κατάσταση του και ικετεύει για τη βελτίωση της. Οι “Επιστολές από τον Πόντο” (Epistulae ex Ponto) είναι 4 βιβλία ελεγειών, του ίδιου ψυχολογικού κλίματος, τις οποίες απευθύνει σε ισχυρούς φίλους του. Το “Ίβις” (Ibis), που γράφηκε λίγο μετά την άφιξή του στους Τόμους, ένα ένα μακροσκελές και περίτεχνο ανάθεμα ενάντια σε κάθε ανώνυμο εχθρό.
     Ωστόσο η ζωή του δεν ήταν πάντα θλιμμένη. Αφού εξοικειώθηκε με την ιδέα ότι η εξορία αυτή θα ήταν η μόνιμη πατρίδα του, άρχισε να βλέπει μερικές θετικές πλευρές στον νέο τόπο διαμονής του και στους κατοίκους του. Έδειξε ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου και την πολιτική και συνέθεσε ποιήματα στην τοπική γλώσσα. Ο Οβίδιος, εκτός από ένας που χάρηκε τις ομορφιές της ζωής και του μύθου, υπήρξε, ταυτόχρονα, μια τραγική μορφή, που πέθανε στην εξορία δυστυχισμένος, θύμα ηγεμονικής δυσμένειας. Καταδικάστηκε, τον Νοέμβριο του έτους 8 μ.Χ., σε εξορία, κατά διαταγή του αυτοκράτορα Αυγούστου. Η είδηση αυτή για το πάθημα του Οβιδίου, μόλις έγινε γνωστή στη Ρώμη, προκάλεσε απερίγραπτη συγκίνηση που δεν περιορίσθηκε μόνο μεταξύ του κόσμου της πολιτικής και των Γραμμάτων, αφού όλοι ήξεραν το μεγάλο ταλέντο του ποιητή και τις κατακτήσεις του ανάμεσα στο “ωραίο φύλο” της εποχής. Ήταν αυτός που είχε διδάξει τη στρατηγική της ερωτικής γοητείας με το περίφημο έργο του “Η τέχνη του έρωτα” και τη ρωμαϊκή κι ελληνική μυθολογία με τις σπουδαίες “Μεταμορφώσεις“, που αποκλήθηκαν η “Βίβλος των ποιητών“.



     Εκτός όμως από τη συγκίνηση, γεννήθηκε απορία για τα αίτια της ποινής του, αφού ούτε η Σύγκλητος ούτε κάποιο δικαστήριο την είχαν επιβάλει. Ήταν μια περίεργη υπόθεση, αφού κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε στο ιδιαίτερο δικαστήριο του αυτοκράτορα κι η απόφαση πάρθηκε κι ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Αν και δεν του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά του δικαιώματα κι η περιουσία του, ούτε του απαγορεύθηκε να συνθέτει ποιήματα και να επικοινωνεί με τους δικούς του ανθρώπους, τα βιβλία όμως αποσύρθηκαν από τις δημόσιες βιβλιοθήκες και κυκλοφορούσαν μόνο ιδιωτικά, μεταξύ φίλων.
     Οι ερευνητές σε διάφορες εποχές προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτή τη στάση του Αυγούστου απέναντι στον Οβίδιο. Άλλοι πιστεύουν πως ο Αύγουστος θέλησε να παγιώσει ένα ηθικό κλίμα τιμωρώντας τον ελευθεριάζοντα ποιητή, άλλοι, όμως, φρονούν ότι η αυτοκρατορική δυσμένεια ήταν πολιτικής φύσεως, γιατί ο Οβίδιος είχε ανάμειξη στους ανταγωνισμούς για τη διαδοχή του Αυγούστου.
     Ο Αύγουστος που ήξερε να αποφεύγει τα δημόσια σχόλια, αφού μέχρι σήμερα μυστήριο καλύπτει την υπόθεση αυτή, εξόρισε τον Οβίδιο στους Τόμους, ένα λιμάνι στα σύνορα της αυτοκρατορίας, κοντά στις εκβολές του Δούναβη, περιοχή με πολύ άσχημο κλίμα, εκτεθειμένο στις περιοδικές επιθέσεις τών γύρω βαρβαρικών φύλων. Βιβλία και εκπολιτισμός δεν υπήρχαν και μέσα στη μοναξιά του ο ποιητής (η γυναίκα του είχε μείνει στη Ρώμη ώστε να μεσολαβήσει σε ισχυρούς φίλους υπέρ του άνδρα της) άρχισε και πάλι να γράφει σε πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό ύφος.
     Επί 9 ολόκληρα χρόνια μέχρι τον θάνατό του, υπέφερε διαρκώς και το αποτύπωνε αυτό με τα ελεγεία και τα μηνύματα προς τους φίλους, τη γυναίκα του και τον ασυγκίνητο αυτοκράτορα. Στον τόπο της εξορίας του, ανάμεσα στους λίγους Ρωμαίους λεγεωνάριους και στους εγχώριους πληθυσμούς, ο Οβίδιος δεν παύει να ονειρεύεται τη Ρώμη της παλαιάς ευτυχίας του και να εκλιπαρεί την επιείκεια του αυτοκράτορα, με συνεχή μηνύματα χωρίς όμως να πετύχει ποτέ τον επαναπατρισμό του. Τελικά, ο Οβίδιος πέθανε στην εξορία στους Τόμους γύρω στο 17 μ.Χ.
     Από τις παραπάνω χρονολογίες εύκολα προκύπτει ότι ο Οβίδιος είναι ένας ποιητής ανάμεσα σε δύο εποχές. Η ζωή και το έργο του καλύπτουν τη μετάβαση από το τέλος της αυγούστειας στις αρχές της αυτοκρατορικής εποχής. Σε σχέση με τους άλλους αυγούστειους ποιητές (όπως Βιργίλιος, Οράτιος, Προπέρτιος, Τίβουλλος) ο Οβίδιος δε γνώρισε τη φρίκη των εμφυλίων πολέμων, αλλά έζησε ως ενήλικας εξολοκλήρου στα χρόνια διακυβέρνησης του Αυγούστου. Γι’ αυτόν η pax Augusta είναι μια αυτονόητη πραγματικότητα κι όχι ένα δώρο μετά από 10ετίες αναταραχών· κι αυτό είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο έργο του.
     Ο Οβίδιος υπήρξε πολυγραφότατος. Με εξαίρεση τις επικές Μεταμορφώσεις, όλα τα έργα του είναι γραμμένα σε ελεγειακό δίστιχο, γεγονός που προδίδει τη θεμελιωδώς ελεγειακή του ιδιοσυγκρασία. Το κατεξοχήν ελεγειακό του έργο, με το οποίο ξεκίνησε την ποιητική σταδιοδρομία του, είναι οι Amores. Πρόκειται για μια συλλογή ερωτικών ελεγειών, όπου ο ποιητής σε πρώτο πρόσωπο εκφράζει τα ερωτικά του συναισθήματα προς την αγαπημένη του, η οποία έχει το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κορίννα (Corinna). Στη μορφή που σώζεται σήμερα η συλλογή αποτελείται από τρία βιβλία. Γνωρίζουμε ότι αυτή είναι η δεύτερη έκδοση, ενώ η πρώτη περιλάμβανε πέντε βιβλία. Η πληροφορία προέρχεται από το επίγραμμα που έγραψε ο ίδιος ο ποιητήςως πρόλογο στη δεύτερη έκδοση του έργου του.



     Ο Οβίδιος χρονολογικά είναι ο τελευταίος στη σειρά των ελεγειακών ποιητών της αυγούστειας περιόδου. Ο Προπέρτιος, ο Τίβουλλος και ο πρόδρομός τους Κορνήλιος Γάλλος είχαν ήδη θέσει τα βασικά μοτίβα και τις συμβάσεις του είδους, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για καινοτομία και πρωτοτυπία. Ο ποιητής έχοντας επίγνωση της επιγονικότητάς του καταφέρνει με το ανεξάντλητο ταλέντο του και την ανάλαφρη διάθεσή του να υπερβεί τις συμβάσεις της ερωτικής ελεγείας και να τη φτάσει στην τέλειά της ανάπτυξη. Οι Amores του σηματοδοτούν το τέλος του είδους στη Ρώμη.
     Η παρωδία και το χιούμορ κυριαρχούν στο έργο του και το κάνουν να ξεχωρίζει από εκείνο του Τίβουλλου και του Προπέρτιου. Ο Οβίδιος φτάνει την ερωτική ελεγεία σε οριακό σημείο χωρίς δυνατότητα περαιτέρω εξέλιξης. Αυτό που για τον Προπέρτιο ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, για τον Οβίδιο δεν είναι παρά μια αφορμή για να ξεδιπλώσει την ειρωνεία του νεωτερικού του παιχνιδιού. Ο έρωτας δεν είναι τόσο ένα έντονο βίωμα όσο υλικό για λογοτεχνική επεξεργασία με κύρια χαρακτηριστικά τον σαρκασμό και την αυτοειρωνική αποστασιοποίηση. Ο Οβίδιος επιζητεί κατά κανόνα την πάση θυσία διασκέδαση του αναγνώστη. Ο ίδιος μπορεί να μην επεκτείνει το θεματικό πεδίο της ελεγείας, όπως ενδεχομένως να περίμενε κανείς, ωστόσο αποκαλύπτει την ποιητική μαεστρία του στην αναζήτηση τρόπων ειρωνικής επεξεργασίας και εντέλει ανατροπής της σοβαροφάνειας και του κύρους που εξ ορισμού ενέχει η λογοτεχνική παράδοση.

         Εισαγωγικό σημείωμα για το Ειδύλλιον 1.6

     Στην ελεγεία 1.6 των “Amores” ο Οβίδιος αναπτύσσει το μοτίβο του παρακλαυσίθυρου, όπως έκαναν πιο μπροστά ο Τίβουλλος (1.2) και ο Προπέρτιος (1.16), ωστόσο, κατά τη γνωστή του συνήθεια, προχωρά σε παιγνιώδεις διαφοροποιήσεις κι απρόσμενες ανατροπές. Η αντικατάσταση της domina, του αναμενόμενου δηλαδή αποδέκτη του παρακλαυσίθυρου, όχι από την πόρτα, όπως συμβαίνει στον Τίβουλλο (1.2.7 κ.εξξ.) και τον Προπέρτιο (1.16.17 κ.εξξ.), αλλά από τον δούλο-θυρωρό είναι ενδεικτική της χιουμοριστικής διάθεσης του ποιητή.
     Εξίσου απρόσμενη και παιγνιώδης είναι η επανεπεξεργασία πολλών γνωστών χαρακτηριστικών του μοτίβου μες στο ποίημα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η ελεγεία 1.6 εμφανίζει πολλά κοινά γνωρίσματα με suasoria, γεγονός που ο καλά ασκημένος στη ρητορική Οβίδιος, εκμεταλλεύεται στο έπακρο μ’ εξαιρετικά αποτελέσματα.

               Έρωτες 1.6

Της θύρας Φύλακα βαριά αλυσοδεμένε -τι ντροπή!-
Στρέψε λίγο το μεντεσέ κι άνοιξ’ τη σκληρή πόρτα!
Λίγο ζητώ. Κάν’ τη να μείνει μια σταξιά ανοιχτή,
μια χαραμάδα για να μπω, μου είναι πλέον αρκετή,
κι εύκολα μέσα της γλυστρώ από το πλάγι.

Με λέπτυνεν ο Έρωτας, χωρώ χωρίς τα πάχη
τα μέλη μου λιανίστηκαν για τέτοια πρακτική.
Αυτός μου δείχνει βήματα, να ‘λαφροπερπατώ
κι απ’ τις σκοπιές να ξεγλιστρώ, των δούλων.

Παλιά φοβόμουν τη νυχτιά με τα φαντάσματά της.
Θαύμαζα τόν που τη πατεί, άφοβα στα σκοτάδια.
Γέλασ’  ο Έρως, άκουσα, με τη μητέρα του μαζί
και λέει χαρούμενα: «Κι εσύ θα γίνεις Ήρως».
Κι αμέσως του με γράπωσε. Δε σκιάζομαι σκιές
που μες στη νύχτα πηλαλούν και χέρια που πετούνε
στρέφοντας γύρω ζοφερά και μέλλον, μου απειλούνε.

Μονάχα εσένα σκιάζομαι, και θα σε καλοπιάσω,
π’ αδιάφορα κράτας βροντή, και θα με καταστρέψεις,
εσύ που ‘σαι ανάλγητος στον πόνο το δικό μου.
Αν ξεκλειδώσεις τ’ς άσπλαχνες τις κλειδαριές, στη πόρτα
μπορείς να δεις πως μούσκεψε, από τα δάκρυά μου.

Εγώ και σε προστάτεψα γυμνό, προ μαστιγίου,
λέγοντας στην αφέντρα σου καλά λόγια για σένα.
Λοιπόν η χάρη σου ‘γινε, κάνε μου μια και μένα.
Κάνε την ανταπόδοση, σ’ αυτή τη καλωσύνη,
κι έπειτα πέτυχες: αυτό που θες θα γίνει.

Τη θύρα ξεμαντάλωσε κι η νύχτα ξεγλιστράει!

Άνοιξε και θ’ απαλλαγείς απ’ τη βαριά αλυσίδα
και δε θα πίνεις συνεχώς του δούλου το νεράκι!
Της θύρας Φύλακα σκληρέ, ακούς τις ικεσίες,
κι ακλόνητη, μ’ ενίσχυση από οξυάς κορμάκι,
η πόρτα μνέσκει σφαλιστή, μάταιο τόσο κλάμα.

Στις πόλεις είναι χρήσιμο ετούτο το μαντάλωμα
της θύρας, σε καιρό πολιορκίας, μα σ’ ειρήνη
δεν έχεις όπλα απέναντι που πρέπει να φοβάσαι.
Αν φοβηθείς τον εραστή, στα όπλα τι θα κάνεις;

Τη θύρα ξεμαντάλωσε κι η νύχτα ξεγλιστράει!

Χωρίς στρατούς και άοπλος έφτασα εδώ πέρα.
Και μόνος θα ’μουνα εάν δεν έρχοταν ο Έρως.
Σκληρός και πως κι αν ήθελα, να τονε παρατήσω,
πιο εύκολο θα ήτανε να χωριστώ στα δύο.
Συντρόφοι μου λοιπόν Έρως και νόθος οίνος,
σειούν το στεφάνι που ‘χω στα μυρωμένα μου μαλλιά.
Είναι αυτοί οχτροί, που πρέπει τόσο να φοβάσαι;

Τη θύρα ξεμαντάλωσε κι η νύχτα ξεγλιστράει!

Ακόμα είσαι απρόθυμος; Ή σε πήρε τάχα ο ύπνος
(είθε να σε χαλάσει) και του εραστή τα λόγια
στον άνεμο σκορπάνε, μη μπαίνοντας στ’ αυτιά σου;
Θυμάμαι ομώς το μάτι σου γαρίδα να ξαγρυπνά,
σαν ήθελα κάτω απ’ της νύχτας τ’ άστρα να σου φύγω.
Ίσως, στο πλάι σου, τυχερέ, ναν’ η αγαπημένη σου
τώρα, (και πόσο, αλίμονο η τύχη σου καλύτερη).
Και έτσι βάλε σε μένα τις σκληρές σου αλυσίδες!

Τη θύρα ξεμαντάλωσε κι η νύχτα ξεγλιστράει!

Μου φάνηκε πως άκουσα το μεντεσέ να τρίζει
και πως γυρίσανε τριχτά, της θύρας τα πορτόφυλλα!
Γελάστηκα! Άνεμος ξερός χτυπά το πορτοθύρι.
Κρίμα και πόσον ήλπισα σε τούτονε τον ήχο.
Θυμάσαι, τάχα, π’ άρπαξες, Βοριά, την Ωρειθύια,
έλα κι εδώ με δύναμη, χτύπα τη κούφια θύρα!
Ήσυχη η πόλη και υγρή στο πούσι της αυγούλας!

Τη θύρα ξεμαντάλωσε κι η νύχτα ξεγλυστράει!!

Ειδάλλως μ’ όπλα θα σου ‘ρθώ, με ξίφος και με φλόγα,
που θα τη τρέφει ο πυρσός, κι επίθεση θα κάνω.
Κρασί μαζί με τη νυχτιά, κακοί συμβούλοι είναι.
Κείνα δε ξέρουνε ντροπή κι ο Έρως από φόβο.
Όλα τα εδοκίμασα, ικεσίες, κατάρες κι απειλές
και τίποτα δεν κατάφερα για να σε συγκινήσω
τι είσ’ απ’ τη θύρα πιο σκληρός κι εκείνη δεν ανοίγεις.
Δε σου ταιριάζει να φυλάς όμορφης νιας κατώφλι
εσύ κάλλιο σε κάτεργο αρμόζει να φυλάττεις.

Η ροδοδάχτυλη αυγή σιμώνει με τ’ αμάξι
και το πουλί της που καλεί τους δύστυχους εργάτες.
Κι ιδού στεφάνι δύστυχο, σε βγάνω απ’ τα μαλλιά μου
και σε πετώ σε τούτο το σκληρότατο κατώφλι,
εκεί να μείνεις μάρτυρας στην άπονη κυρά μου,
να δει πως πέρασα άσχημα τούτη τη μαύρη νύχτα.

Όποιος κι αν είσαι Φύλακα, δέξου τη παινεσιά μου
τώρα που φεύγω, να σου πω πως δε ντροπιάστης διόλου
αφήνοντας τον Εραστή να μπεί στη πύλη. Γειά σου!
Κι εσύ… κι εσύ, πόρτα σκληρή με το τραχύ κατώφλι
και τα σκληρά πορτόφυλλα, δούλοι της πού ‘στε, γειά σας!

———

παρένθετος παραλληλισμός

Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσες 938 -975)

ΠΑΛΙΚΑΡΙ (μόνο του)
Να μπορούσα τη κοπέλα να ξαπλώσω
κι όχι πρώτα να δροσίσω στανικά μου
πλατσομύτα και μπαμπόγρια σιχαμένη·
ντροπή θα ᾽ταν για λεύτερο Αθηναίο.
Α’ ΓΡΑΙΑ.
Σκούζε, πλάνταζε, όσο θέλεις, μορφονιέ μου.
Πρώτα εμένα θα δουλέψεις, λέει ο νόμος
ο καινούργιος. Τα παλιά να τα ξεχάσεις
είναι τώρ᾽ αληθινή δημοκρατία!
(κουβεντιαστά)
Πάω μέσα να βιγλίζω τί θα κάνει.
ΠΑΛ. (μόνο του)
Βόηθα, θε μου, να τη βρω μονάχη
τη μικρούλα. Γι᾽ αυτήν τα ᾽πια κι ήρθα,
από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
ΚΟΠ. (βγαίνοντας στο παράθυρο)
Καταραμένη στρίγκλα, σε ξεγέλασα!
Πάει, χάθηκε, θαρρώντας με πως θα ᾽μνησκα
κλεισμένη μέσα. Νά το παλικάρι!
Αυτός είναι κι αυτόν ονειρευόμουνα.
(τραγουδιστά)
Κατά δω, κατά δω, παλικάρι.
Κατά δω, ζύγωσέ με αγαπάκι,
μην αργείς να πλαγιάσεις μαζί μου
να χαρείς το κορμί μου νυχτέρι.
Με τραντάζει καημός και λαχτάρα
για τα ωραία κατσαρά σου μαλλάκια.
Βόηθα, βόηθα, Ερωτόθεε, και κάνε
τ᾽ ομορφόπαιδο νά ᾽ρθει να πέσει
στο δικό μου κρεβάτι.
ΠΑΛ.
Κατά δω, κατά δω, κοπελιά μου,
αγαπούλα μου καμαροφρύδα.
Έλα κάτου τρεχάλα ν᾽ ανοίξεις,
δεν κρατιέμαι, θα πέσω στο δρόμο,
στο ζεστό σου τον κόρφο να γείρω
τα κρουστά σου μεριά να φουχτώσω.
Αφροδίτη, με τρέλανες. Τρέξε,
βόηθησέ με και κάνε την νά ᾽ρθει
στο δικό μου κρεβάτι.
Μαλαματένιο γκόλφι μου,
της Αφροδίτης γέννα,
άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
τι με λώλανεν ο πόθος!
Άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
και να με νεκραναστήσεις.
Είναι φτωχά τα λόγια μου
μπρος στον βαρύ καημό μου.
Και συ, ποθοκρατόρισσα κυρά,
συμπόνεσέ με.
και των Μουσών η μέλισσα
και θρέμμα των Χαρίτων,
άνοιξε να μ᾽ αγκαλιάσεις
τι με λώλανεν ο πόθος!

μτφ.: Ιωάννη Πολέμη

===========================
 
                                       Ρωμαϊκή Ελεγεία

Εισαγωγή:

     Η ρωμαϊκή ερωτική ελεγεία είναι ένα από τα πιο γοητευτικά είδη της λατινικής ποίησης. Παρά τον πολύ σύντομο βίο της (δε κράτησε πιότερο από 30 περίπου χρόνια), η επίδραση που άσκησε στη μετέπειτα εξέλιξη όχι μόνο της λατινικής αλλά και γενικώτερα της δυτικοευρωπαϊκής ποίησης υπήρξε τεράστια. Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται απλά για έν ακόμα είδος ερωτικής ποίησης που ‘δωσε διέξοδο στην έκφραση του ποιητικού υποκειμένου. Η ρωμαϊκή ελεγεία με τη καλλιτεχνική της αρτιότητα και τη σπάνια εκφραστική της δύναμη αναμφίβολα χάραξε νέους δρόμους στα καλλιτεχνικά πράγματα της εποχής. Την ίδια όμως στιγμή έδωσε δυνατότητα στον ποιητή να προβάλλει και ν’ αντιπαραθέσει τον μικρόκοσμο της ατομικότητάς του προς το δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.
     Η αυγούστεια Ρώμη ήταν μια κοινωνία, που βρισκότανε κάτω από τη κυρίαρχη κι όχι σπάνια, ασφυκτική παρουσία του νέου ηγεμόνα. Στo πλαίσιο του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος ο Αύγουστος επιδίωκε (και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε) να ελέγχει σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου κι ιδιωτικού βίου. Η ρωμαϊκή ελεγεία είναι ποίηση που προκαλεί ρωγμές στη συμπαγή επιφάνεια του αυγούστειου καθωσπρεπισμού και της ολοκληρωτικής υποταγής του ατόμου στο γενικό καλό. Ο έρωτας για τους ελεγειακούς ποιητές δεν είναι μόνον ένα συναίσθημα, αλλά τρόπος ζωής. Οι ελεγειακοί δεν αγαπούν απλώς· αγαπούν να γράφουνε για τους έρωτές τους. Αδιαφορώντας, σχεδόν περιφρονώντας, τα μεγαλόπνοα σχέδια του Αυγούστου για τη πολιτική και κοινωνική ανόρθωση της Ρώμης, οι ποιητές αυτοί βρίσκουνε καταφύγιο σ’ ένα κόσμο ιδιώτευσης, ομορφιάς, ποίησης κι έντονων συναισθημάτων.
     Ενδεχομένως, κάπου ‘δώ να βρίσκεται η γοητεία που ασκεί ακόμα και σήμερα η ρωμαϊκή ερωτική ελεγεία. Σ’ ένα κόσμο, που βεβαιότητες & παραδοσιακά σχήματα πρόσληψης της πραγματικότητας καταρρέουνε θορυβωδώς γύρω και μέσα μας, η ποίηση των Ρωμαίων ελεγειακών έρχεται να προτείνει μιαν εναλλακτική αξιακή αντίληψη της πραγματικότητας, να τονίσει το μεγαλείο της ομορφιάς, τη θέρμη του συναισθήματος, τη μοναδικότητα της στιγμής. Πρωτίστως να υπενθυμίσει την αξία και τη δύναμη της ποίησης, ακόμα και μέσα στις πιεστικές κι αγχωτικές συνθήκες της καθημερινότητας. Παρά τη σημαντική θέση που κατέχει η ρωμαϊκή ελεγεία στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, δυστυχώς στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει μάλλον στην αφάνεια. Τις περισσότερες φορές ο Τίβουλλος, ο Προπέρτιος κι ο Οβίδιος κάνουν ένα φευγαλέο πέρασμα σε σύντομες γραμματολογικές αναφορές, ενώ το έργο τους παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστο. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα έχουν μεταφραστεί ελάχιστα στα ελληνικά.
     Στη Ρώμη κείνοι που 1οι δεχτήκανε κι αφομοιώσανε τα διδάγματα των Αλεξανδρινών ήταν ένας κύκλος ποιητών που δράσανε κατά το 1ο μισό του 1ου αι. π.Χ. κι ονομάστηκαν νεώτεροινεωτερικοί) ποιητές (poetae novi). Πρόκειται για μια ομάδα από νέους, ευαίσθητους και κομψευόμενους ποιητές, που επιθυμούν να αλλάξουν τη λατινική ποίηση. Πιο γνωστός ποιητής του κύκλου ήταν ο Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος από τη Βερόνα, ενώ γύρω του έγραψαν ο Furius Bibaculus, o Helvius Cinna (έγραψε έν επύλλιο με τίτλο Zmyrna), o Calvus Macer (έγραψε έν επύλλιο με τίτλο Io κι ένα θρηνητικό ποίημα για το θάνατο της συζύγου Κορνηλίας). Οι ποιητές αυτοί γυρίσανε τη πλάτη στην επική παράδοση που ‘χε διαμορφωθεί στη λατινική λογοτεχνία με προεξάρχουσα μορφή τον Έννιο και στραφήκανε, κατά τον τρόπο των Αλεξανδρινών, σε μικρότερες, κομψότερες, πιο οικείες συνθέσεις.
     Η αλήθεια είναι πως το πολιτικό και λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής υποδέχτηκε την αισθητική πρόταση των νεωτερικών ποιητών μάλλον με επιφύλαξη, αν όχι με καχυποψία. Ο Κικέρων, που οφείλουνε την ονομασία τους, αποκαλούσε τους ποιητές αυτούς περιφρονητικά ως cantores Euphorionis σ’ αντιδιαστολή προς τον εξαίσιο Έννιο. Το γεγονός ότι ο κύκλος των νεωτέρων πολύ συχνά μετέφραζε το αισθητικό πιστεύω του σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο δείχνοντας αδιαφορία για το ρωμαϊκό mos maiorum ενδεχομένως να εξηγεί τη μάλλον επιφυλακτική στάση των σύγχρονων Ρωμαίων απέναντι στους ποιητές αυτούς και σε πολιτικό επίπεδο.
     Πάντως η λογοτεχνική θεωρία των νεωτερικών υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό κι από τους Ρωμαίους ελεγειακούς που επίσης, απορρίψανε το έπος και τα υψιπετή θέματα, για να γράψουνε για τους έρωτές τους στο ταπεινώτερο και σαφώς πιο οικείο ελεγειακό 2στιχο. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που εκπρόσωποι του νέου καθεστώτος (όπως π.χ. ο Μαικήνας) θα ζητήσουν από τους ελεγειακούς ποιητές να εξυμνήσουνε σε κάποιο έπος τους τα επιτεύγματα του Οκταβιανού Αυγούστου. Πρόκειται, επομένως πιότερο για συγγένεια ύφους και ποιητικής ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και τους Ρωμαίους ελεγειακούς, παρά για θεματική σχέση, παρά το ότι στα έργα των Αλεξανδρινών ο έρωτας κατείχε σημαίνουσα θέση.
     Το 28 π.Χ. ο Οκταβιανός εγκαινίασε το ναό του Απόλλωνα στο Παλατίνο λόφο μαζί με μια ελληνική και λατινική βιβλιοθήκη. Το γεγονός αυτό αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη της ισοτιμίας των λατινικών με τα ελληνικά, αλλά και της αμοιβαίας ανταλλαγής μεταξύ των 2 πολιτισμών. H επαφή των Ρωμαίων με τους Έλληνες τώρα μπαίνει σε νέα φάση. Τη περίοδο της Δημοκρατίας εκείνο που ενδιέφερε πρωτίστως ήταν η μετακένωση λογοτεχνικών ειδών από την Ελλάδα στη Ρώμη κι η προσαρμογή τους στους εκφραστικούς τρόπους και τις ανάγκες της λατινικής λογοτεχνίας. Ο ρόλος του Κάτουλλου και των λεγόμενων νεωτερικών ποιητών προς τη κατεύθυνση αυτήν υπήρξε, όπως έχουμε δει, καθοριστικός. Αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται στη Ρώμη η πεποίθηση ότι πλάι στα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας υπάρχουν ισάξια ρωμαϊκά κλασσικά κείμενα.
     Το έπος που καλλιεργήθηκε συστηματικά από τις απαρχές της λατινικής λογοτεχνίας τώρα αποκτά εσωτερική συνοχή, ενότητα και την ικανότητα επικέντρωσης σ’ ένα κύριο ήρωα. Κάτω από την εμφανή επίδραση του ομηρικού κι ελληνιστικού έπος, αλλά και της αρχαϊκής φάσης του, το ρωμαϊκό έπος αναδεικνύεται σε βασικό ποιητικό είδος, που αντικατοπτρίζεται με σθένος και δυναμισμό η ανακούφιση για τη λήξη των εμφυλίων πολέμων κι η αισιοδοξία για την ανασυγκρότηση της ρωμαϊκής πολιτείας. Στη σκιά της ησιόδειας διδακτικής ποίησης και σε συνέχεια του Λουκρητιανού De rerum natura ο Βεργίλιος συνθέτει τα Γεωργικά του, τα οποία είναι εναρμονισμένα με το πρόγραμμα γεωργικών κι οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Αυγούστου.
     Λίγο αργότερα, αλλά την ίδια πάντα περίοδο, συναντάμε και την Ars amatoria του Οβιδίου, έργο που βρίσκεται, ωστόσο, στον αντίποδα του αυγούστειου μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Το δράμα εξακολουθεί να καλλιεργείται, δυστυχώς, όμως, δεν έχει σωθεί τίποτε παρά τίτλοι έργων κι ελάχιστα σπαράγματα. Ανάμεσα στις μεγάλες απώλειες της σχετικής παραγωγής αναμφίβολα φιγουράρει η Medea του Οβιδίου, η οποία συγκέντρωσε το θαυμασμό της αρχαίας λογοτεχνικής κριτικής. Από τον Σουητώνιο, πληροφορούμαστε, επίσης, ότι κι ο ίδιος ο Αύγουστος είχε συγγράψει τραγωδία με τίτλο Ajax.
     Την αυγούστεια εποχή κάνει την εμφάνισή της κι η βουκολική ποίηση με τις Εκλογές του Βεργιλίου υπό την επίδραση βεβαίως των θεοκρίτειων ειδυλλίων, αλλά με σαφή ρωμαϊκό προσανατολισμό (πολιτικό και ποιητολογικό). Ο Οράτιος με τις Ωδές του οδηγεί τη λυρική ποίηση στο αποκορύφωμά της μέσα από την αριστοτεχνική μεταφύτευση μετρικών σχημάτων της αρχαϊκής ελληνικής λυρικής ποίησης στη λατινική. Την ίδια εποχή εγγενώς ρωμαϊκά είδη, όπως η σάτιρα κι η ελεγεία, επίσης τελειοποιούνται.
     Τέλος, εκείνο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία συνολικά της εποχής του Αυγούστου είναι έντονη διάθεση πειραματισμού κι ειδολογικής καινοτομίας όχι αποκλειστικά μέσω της δημιουργίας νέων λογοτεχνικών ειδών, αλλά κυρίως μέσα από τη γόνιμη διασταύρωση λογοτεχνικών ειδών που προϋπήρχανε. Το πιο χαρακτηριστικό ενδεχομένως, προϊόν αυτού του φαινομένου, που επικράτησε η γερμανική ορολογία Kreuzung der Gattungen είναι η ρωμαϊκή ερωτική ελεγεία, που συνδύασε στοιχεία της Νέας Κωμωδίας, του ελληνιστικού επιγράμματος και της λυρικής έκφρασης μετασχηματίζοντάς τα σε ένα νέο είδος σπάνιας εκφραστικής δύναμης κι υποκειμενικότητας.
     Με τον όρο ρωμαϊκή ερωτική ελεγεία εννοούμε το ποιητικό είδος που καλλιεργήθηκε στη Ρώμη στο 2ο μισό του 1ου αι. π.Χ. Πρόκειται για προσωπική, ερωτική ποίηση γραμμένη σε ελεγειακό 2στιχο. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για συλλογές, ολόκληρα βιβλία με ερωτικά ποιήματα γραμμένα σε ελεγειακό δίστιχο, κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο ποιητής εκφράζει τον έρωτά του για την αγαπημένη του.  Ο ρητοροδιδάσκαλος του 1ου αι. π.Χ. Κοϊντιλιανός γράφοντας για την ελεγεία στο έργο του Institutio Oratoria παραθέτει τον κανόνα των τεσσάρων ελεγειακών ποιητών ως εξής: Στην ελεγεία επίσης ανταγωνιζόμαστε τους Έλληνες. Από αυτούς τους ποιητές ο Τίβουλλος φτάνει σε μεγαλύτερο επίπεδο κομψότητας και λεπτότητας. Κάποιοι προτιμούν τον Προπέρτιο. Ο Οβίδιος είναι πιο παιχνιδιάρης και από τους δύο κι ο Γάλλος είναι κάπως πιο τραχύς. Τον ίδιο κανόνα των Ρωμαίων ελεγειακών επαναλαμβάνει κι ο ίδιος ο Οβίδιος στη ποίηση της εξορίας. Τ όνομα της Σουλπικίας, όπως είναι αναμενόμενο βέβαια, απουσιάζει΄κι από τους δύο καταλόγους.
     Ο βίος αυτού του λογοτεχνικού είδους είναι εξαιρετικά σύντομος. Από το 1ο βιβλίο του Προπέρτιου, τη λεγόμενη Μονόβιβλο, που κυκλοφόρησε γύρω στα 30 π.Χ. μέχρι τη 2η έκδοση των Amores του Οβιδίου γύρω στο 2 π.Χ. μεσολαβούν μόλις 28 χρόνια. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό πως αμέσως με την εμφάνισή του το είδος παρουσιάζει ήδη εξελιγμένα και διαμορφωμένα τα βασικά χαρακτηριστικά και τα θέματά του.

==========================

                                               Τίβουλλος

    Ο Άλβιος Τίβουλλος (Albius Tibullus) ήτανε Λατίνος ποιητής, πολύ αγαπητός στο κοινό της εποχής του για ειδυλλιακή απλότητα, χάρη κι εκφραστικότητα και για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά. Γεννήθηκε γύρω στο 55, στους Γαβίους, πόλη του Λάτιου και φαίνεται ότι πέθανε το 19 π.Χ. Ανήκε στην τάξη των ιππέων (equites) κι είχε αρκετή πατρική περιουσία, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του, που θα πρέπει ν’ αποδοθούνε σε λογοτεχνική σύμβαση. Πιθανόν να υπέστη κι αυτός, όπως ο Βιργίλιος, ο Προπέρτιος κι ο Οράτιος, τις συνέπειες της δήμευσης των περιουσιών για τη διανομή τους στους βετεράνους του Οκταβιανού και μάλλον αυτή  δημεύτηκε από τον Μάρκο Αντώνιο. Σε αντιστάθμισμα απέκτησε τη προστασία του Μάρκου Βαλέριου Μεσσάλλα Κορβίνου κι έγινε μέλος του λογοτεχνικού του κύκλου. Συνόδευσε τον Μεσσάλλα στις εκστρατείες του στη Γαλατία, καθώς και στην Ανατολή (μεταξύ 31-27), αλλά στο ταξίδι του στην Ανατολή αρρώστησε και παρέμεινε στη Κέρκυρα, για ν’ αναρρώσει. Πέθανε σχετικά νέος, το 19 π.Χ., ο Οβίδιος έγραψε μια θρηνητική ελεγεία για το θάνατό του.
     Έγραψε ερωτική ποίηση. Φίλος του Οράτιου, που τον απεικονίζει μελαγχολικό κι ερημίτη, γνώρισε μεγάλες ατυχίες κι όχι λίγες αντιξοότητες. Έγραψε 2 βιβλία ελεγειών, το 1ο με 10 (γύρω στο 27) και το 2 με 6 ποιήματα (γύρω στο 19 π.Χ.). Στο 1ο και σημαντικώτερο αγαπημένη του είναι η Δηλία κι ένα αγόρι, ο Μάραθος. Με τη Δήλια είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις εκμεταλλευόμενος την απουσία του συζύγου ή εραστή σ’ εκστρατεία και ποτίζοντάς τονε στην επιστροφή του με “άκρατον οίνον”. Όλ’ αυτά όμως μέχρι που κάποιος νέος εραστής άρχισε να εφαρμόζει το ίδιο τέχνασμα στον ίδιο τον ποιητή. Είναι ο μόνος ελεγειακός ποητής που γράφει για ομοφυλοφιλικό έρωτα κι ο μόνος που έχει 2 ερωμένες. Στο 2ο βιβλίο, του οποίου ο τόνος είναι σκληρότερος κι εντονότερος, η αγαπημένη του είναι η Νέμεσις.
     Τραγούδησε λοιπόν τον νεαρό Μάραθο και τις 2 γυναίκες που αγαπούσε με τρυφερό αίσθημα, τη Δηλία και τη Νέμεση. Στο Corpus Tibullianum, το σύνολο των ελεγειών του, μερικές από τις οποίες θεωρούνται νόθες, περιλαμβάνονται τα κοινότυπα ποιήματα κάποιου Λύγδαμου κι άλλα ποιήματα που δεν ανήκουνε σ’ αυτόν. Μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα μόνο τα 2 πρώτα βιβλία (16 συνθέσεις συνολικά). Παρά το γεγονός ότι το έργο του είναι επηρεασμένο απ’ το Λουκρήτιο, τον Κάτουλλο και τον Βιργίλιο η πρωτοτυπία του βρίσκεται κυρίως στην αγάπη του για την αγροτική ζωή. Τους στίχους του διαποτίζει ένας μελαγχολικός τόνος, που ταιριάζει με την όλη του την ευαισθησία.
     Ο Τίβουλλος more hellenistico επιδιώκει τη πολυθεματική σύνθεση, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Οβίδιο, ο οποίος αναπτύσσει μεγεθυντικά ένα μεμονωμένο θέμα. Η δομή των ελεγειών του είναι εξαιρετικά επιμελημένη. Παρ’ όλ’ αυτά, οι ελεγείες του δίνουνε συχνά την εντύπωση ενός -θα λέγαμε με σύγχρονη ορολογία- συνειρμικού εσωτερικού μονολόγου. Τα θέματα μεταξύ τους είναι χαλαρά συνδεδεμένα κι ο ποιητής περνά εύκολα κι αβίαστα από ιδέα σε ιδέα σε μια συνειρμική, σχεδόν ονειρική, αλληλουχία. Αυτοί οι ελεύθεροι συνειρμοί οδηγούνε συχνά σε ξαφνικές μεταβάσεις κι απότομες αλλαγές σκηνικών που προσδίδουνε ποικιλία και δραματικότητα διατηρώντας τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση.
     Αγαπημένα του θέματα είναι ο ρομαντικός έρωτας, η ζωή στην ύπαιθρο, το μίσος για πόλεμο, η αγάπη για την ειρήνη, η νοσταλγία για μια μακρυνή Χρυσή εποχή, η θρησκευτική ευλάβεια κι ο σεβασμός στις παραδοσιακές ρωμαϊκές λατρείες. Με 2 λόγια ιδανικό του είναι μια ζωή ειρηνική αφιερωμένη στον έρωτα. Νοσταλγεί το ρωμαϊκό παρελθόν και την απλή ζωή, αγαπά την απαλλαγμένη από πολυπραγμοσύνη αγροτική ζωή της υπαίθρου. Η θεματολογία αυτή εξηγείται εύκολα, αν λάβει κανείς υπόψη του πως αυτός κι ο Γάλλος είναι οι μόνοι από τους ελεγειακούς, που υπηρετήσανε στο στρατό και γνωρίσανε τη φρίκη των πολέμων.
     Γενικά αποφεύγει τις έντονες συναισθηματικές εξάρσεις, ενώ αποδεικνύεται μάλλον απρόθυμος να τροποποιήσει θεματικά τους κοινούς τόπους της ερωτικής ποίησης. Δεν αναφέρει άλλους ποιητές στο έργο του, ωστόσο έχει επηρεαστεί προφανώς από τους Αλεξανδρινούς. Είναι εντυπωσιακό ότι από το έργο του απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον Αύγουστο, αλλ’ αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί απαραίτητα ως εχθρική στάση. Τέλος, να σημειωθεί πως σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ελεγειακούς, η χρήση του μύθου στον Τίβουλλο είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Όσον αφορά στη γλώσσα και το ύφος του, όπως σωστά παρατηρεί ο Κοϊντιλιανός, διακρίνονται για τη κομψότητα και την απλότητά τους. Είναι άψογος χειριστής του μέτρου και δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο 2σύλλαβο κλείσιμο του 5μέτρου.

Έργα:

                       Eλεγεία 1.1
(απόσπασμα)

Ας μαζέυει με τις χούφτες το χρυσάφι όσο θέλει
κι ας κατέχει περιουσίες καλλιεργημένη γη,
ο, που ‘ναι δειλός και διάγει τη ζωή ενός τεμπέλη
κι αν σιμώνει ο εχτρός του δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Πενία εμένα μ’ οδηγεί να ζω μιαν ήσυχη ζωή,
όσο η φλόγα του τζακιού μου ειν’ αναμμένη.
Φυτεύω τα αμπέλια μου σαν ο καιρός με ευνοεί,
τρυγώ τα καρποφόρα μου, σοδειά μου βλογημένη.

Aς μη φύγει η Ελπίδα κι η γη πάντα ας μου προσφέρει
πολλές σοδειές, κρασί εκλεχτό κι εστία αναμμένη.
Γιατί σέβομαι Θεό, είτε κορμός πεσμένος στο αγέρι,
είτ’ είναι πέτρα στο δρομί με βρύα στολισμένη.

Κι όποιο καρπό, η νέα χρονιά, απλόχερα μου δίνει
θυσία στα πόδια του αγρότη του Θεού θ’ αφήσω.
Στεφάνι στάχυα, Δήμητρα ξανθή, θα σ’ ακουμπήσω
πάνω στη πύλη του ναού σου, ν’ απομείνει.

Κι ο Πρίαπος, κόκκινος φύλακας ας πάει να σταθεί
στους κήπους μου, να διώχνει τα πουλιά με το δρεπάνι.
Κι εσείς Λάρες, σταθήκατε προστάτες μου πιστοί,
του κάποτ’ έυφορου -πλέον φτωχού- αγρού τσοπάνοι.

Μια γελάδα πρόσφερα παλιά κι εξάγνιζε πολλά μοσχάρια,
τώρα ένα μικρό φτωχού αγρου προσφέρω σφάγιο αρνί.
Θυσία για σας και γύρω της, σωρό χωριάτες παληκάρια
θα λένε: Δώστε του καλή σοδειά κι ολόγλυκο κρασί.

Αρκεί μόνο με λίγα να μπορώ να ζω ευτυχισμένος
και να μην είμαι σε ταξίδια μακρυνά πολύ καιρό,
ν’ αποφεύγω θερινή του Σείριου ανατολή γερμένος
σε δέντρου σκιά πλάι στο ποτάμι με το γάργαρό νερό.

Να μη ντραπώ να πιάνω τη βουκέντρα, απ’ το στυλιάρι,
ή το δικέλλι, τ’ άτακτα τα βόδια να μαλλώνω.
Να φέρνω πίσω αγκαλιά ένα μικρό μοσχάρι
που η ξεχασιάρα η μάνα του τ’ άφησε μόνο.

Αφήστε το μικρό αυτό κοπάδι, κλέφτες, λύκοι,
τη λεία σας γυρέψτε τη σε κείνα τα μεγάλα.
Πληρώνω στο βοσκό μου κάθε χρόνο καλό νοίκι
και προσφορά τη γη ραντίζω φρέσκο γάλα.

Mην αγνοήσετε Θεοί, από τραπέζι φτωχικό
δώρα από σκεύη πήλινα και καθαρά.
Πρώτα φτιαχτήκαν απ’ αρχαίο χωρικό
ποτήρια μ’ εύπλαστο πηλό, για προσφορά.

Moυ αρκεί μία μικρή συγκομιδή κι ένα κρεββάτι,
τα μέλη μου να ξεκουράζω με ραχάτι.
Μ’ αρέσει να γροικώ άγριους ανέμους πλαγιασμένος,
με το κορίτσι μου στη τρυφερή αγκαλιά μου να κρατώ.

Κι όταν της χειμωνιάς νοτιάς έξω λυσσάει παγωμένος,
θα ‘ναι για ‘με νανούρισμα στο πλάι της να κοιμηθώ.
Αυτή να είχα τη χαρά, να ζήσω αυτές τις ώρες:
Πλούσιος είν’ αυτός π’ αντέχει όλες τις μπόρες.

Καλλίτερα όσα πλούτη υπάρχουν να χαθούνε
παρά καποια να κλάψει στο δικό μου το χαμό.
Για σε Μεσσάλλα να πολεμάμε είναι σωστό,
στο σπίτι σου μετά τα λάφυρα να στολιστούνε.

Έρμαιο μ’ έχουν μίας όμορφης κοπέλλας τα δεσμά
και σα φρουρός στέκω στης άκαρδης τη πόρτα της μπροστά.
Η Δόξα εμένα δε με νοιάζει Δήλια μου, μαζί σου φτάνει
να ‘μαι και ας με πούν τεμπέλη στο δικό σου το φουστάνι.

Σαν φτάσει η στερνή μου ώρα εσένα ας κοιτώ,
το χέρι σου μες στα δικά μου μόνο να κρατώ.
Στη πυρά μου πάνω θα θρηνείς πολύ πικρά
κι αμέτρητα φιλιά θα δίνεις, Δήλια, τρυφερά.

Δεν είναι η καρδιά σου από πέτρα καμωμένη,
ούτ’ από σίδερο τριγύρω της κλεισμένη.
Δε θα φύγει κανείς νέος και καμμιά παρθένα,
από κείνη τη κηδεία με τα μάτια στεγνωμένα.

Μη προσβάλεις τη ψυχή μου Δήλια, λίγο λυπήσου
τις τρυφερές παρειές, τα λυτά μαλλιά και τη ψυχή σου.
Όσο η Μοίρα επιτρέπει ας χαρούμε τον έρωτά μας,
γοργά ο Χάρος θα φανεί με σκοτάδι εμπροστά μας.

Το γήρας θα φανεί μ’ άσπρα μαλλιά στη κεφαλή,
και δεν αρμόζε έρωτας, γλυκόλογα θα ‘ναι ντροπή.
Τώρα πρέπει να σπένδουμε στη θεία Αφροδίτη,
πού ‘χουμ’ ικμάδες έρωτα, καυγά κι αποσπερίτη.
(…)

=================================== 

                                          Οράτιος

    Ο Κουίντος Οράτιος Φλάκκος (Quintus Horatius Flaccus, γνωστότερος απλώς ως Οράτιος, ήτανε κορυφαίος Ρωμαίος λυρικός ποιητής στην εποχή του Οκταβιανού Αύγουστου. Για πολλούς είναι ένας από τους 2 μεγαλύτερους Λατίνους ποιητές όλων των εποχών μαζί με τον Βιργίλιο.
     Γεννήθηκε στις 8 Δεκέμβρη 65 π.Χ. στη Βενουσία (ΝΑ Ιταλία, στα σύνορα Απουλίας και Λευκανίας). Ο πατέρας του ήταν απελεύθερος κι εργαζόταν ως υπάλληλος σε δημοπρασίες, -συνεπώς κι  ο ίδος γεννημένος ελεύθερος. Φρόντισε να λάβει ο γιος του όσο το δυνατόν καλλίτερη μόρφωση, παρά τη ταπεινή κοινωνική του καταγωγή. Παρότι ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του σα φτωχό και τίμιον αγρότη, η ασχολία του πατέρα του ήταν επικερδής για τους πρώην σκλάβους: μπόρεσε να ξοδέψει αρκετά χρήματα για την εκπαίδευση του γιου του, συνοδεύοντάς τον αρχικώς στη Ρώμη για τη στοιχειώδη μόρφωση και στέλνοντάς τον κατόπιν στην Αθήνα να μελετήσει Ελληνικά και Φιλοσοφία. Ο Οράτιος αργότερα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ως εξής:

   “Αν ο χαρακτήρας μου βαρύνεται με λίγα μικρά ελαττώματα, κατά τα άλλα είναι τίμιος κι ηθικός. Αν λίγους μόνο διάσπαρτους λεκέδες μπορείτε να δείξετε σε μια κατά τ’ άλλα αγνή επιφάνεια, αν κανείς δε μπορεί να με κατηγορήσει για φιλοχρηματία, ή λαγνεία, ή ασωτίες, αν ζω ζωή ενάρετη, αμόλυντη από ακαθαρσίες (συγχωρείστε μου προς στιγμή τον αυτοέπαινό μου),κι αν είμαι ένας καλός φίλος για τους φίλους μου, στον πατέρα μου οφείλονται όλα αυτά… … Αξίζει από μένα ευγνωμοσύνη κι αίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να ντρέπομαι για ένα τέτοιο πατέρα, ούτε και νιώθω ανάγκη καμμιά ν’ απολογηθώ, σαν πολλούς άλλους, επειδή είμαι γιος απελεύθερου“. (Σάτιρες 1.6.65-92)

     Ο Οράτιος ξεκίνησε σπουδές στη Ρώμη κοντά στο γραμματικό Lucius Orbilius Pupillus, που θαύμαζε τους αρχαίους ποιητές Λίβιο Ανδρόνικο κι Έννιο και μεταχειριζότανε και τη σωματική βία ως διδακτική μέθοδο (τον αποκαλεί plagosus = αυτός που δίνει χτυπήματα, Ορ. Epist. 2.1.70 κ.ε.). Σ’ ηλικία περίπου 19 ετών πήγε στην Αθήνα, για να σπουδάσει ρητορική, λογοτεχνία, ηθική φιλοσοφία και θεωρία της γνώσης κοντά σε σπουδαίους δασκάλους της εποχής, όπως ο Κράτιππος από τη Πέργαμο και ο Θεόμνηστος. Ένας από τους συμμαθητές του ήτανε γιος του Κικέρωνα. Το 44 π.Χ. δολοφονείται στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρας από ομάδα συνωμοτών με επικεφαλής τους Μάρκο Ιούνιο Βρούτο (Marcus Iunius Brutus) και Γάιο Κάσσιο Λογγίνο (Gaius Cassius Longinus). Στην Αθήνα, νεαρός κι άπειρος στρατολογείται από τους Κάσσιο και Βρούτο, για να πολεμήσει με τον στρατό των δημοκρατικών, των λυτρωτών της Ρώμης από τον δυνάμει μονάρχη Ιούλιο Καίσαρα. Μολονότι δεν είχε προηγούμενη πολεμική πείρα, ο Οράτιος πολέμησε σ χιλίαρχος στο στρατό του Κάσσιου και του Βρούτου στη μάχη των Φιλίππων Νοέμβρη 42 π.Χ., ωστόσο, όπως ομολογεί ο ίδιος, πέταξε την ασπίδα του στη διάρκεια της πανικόβλητης φυγής του (έγινε ῥίψασπις, όπως ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος κι ο Ανακρέων πριν από αυτόν).

     Όταν η 2η Τριανδρία (Οκταβιανός, Αντώνιος, Λέπιδος) παραχώρησε γενική αμνηστία, επέστρεψε στην Ιταλία, όπου όμως βρήκε τη πατρική περιουσία του κατασχεμένη. Βρήκε δουλειά στο δημόσιο ταμείο σα γραφέας (είχε τα χρήματα για ν’ αγοράσει  μόνιμη θέση εργασίας, ένα αξίωμα του Θησαυροφυλακίου, που του επέτρεψε να ζήσει άνετα και να επιδοθεί στη ποιητική του τέχνη) και την ίδια εποχή άρχισε να γράφει ποίηση. Το 39 ή το 38 π.Χ. οι φίλοι του, Βιργίλιος (Publius Vergilius Maro) και Βάριος Ρούφος (Lucius Varius Rufus) τον συνέστησαν στο Γάιο Κίλνιο Μαικήνα (Gaius Cilnius Maecenas), τον στενό φίλο και συνεργάτη του Οκταβιανού). Ο Μαικήνας ενδιαφερόταν να συγκεντρώσει γύρω του ταλαντούχους κι ελπιδοφόρους δημιουργούς που θα μπορούσαν με το έργο τους να στηρίξουν το υπό διαμόρφωση νέο καθεστώς. Πράγματι, 8 μήνες μετά έγινε δεκτός στον κύκλο του Μαικήνα, γεγονός που αποτέλεσε αφετηρία για μια μακρόχρονη και στενή φιλία, παρά για απλή κοινωνική συναναστροφή πάτρωνα και πελάτη (clientela). Η σχέση του με τον Μαικήνα χαρακτηριζόταν από αμοιβαίο σεβασμό, φιλική αγάπη κι εκτίμηση. Λίγα έτη μετά ο Μαικήνας ίσως του δώρισε ένα κτήμα στη Σαβίνη. Πιθανώς ο ποιητής να διέθετε και άλλη μία βίλα στα Τίβουρα. Μέσω του Μαικήνα ο ποιητής γνώρισε τον Αύγουστο, ο οποίος μάλιστα του πρότεινε να αναλάβει τη θέση του γραμματέα του, κάτι που αρνήθηκε ευγενικά.
     Ο Οράτιος πέθανε στις 27 Νοέμβρη 8 π.Χ. από μια ξαφνική ασθένεια, 59 μέρες μετά το θάνατο του φίλου και πάτρωνά του, Μαικήνα. Είχε προλάβει να ορίσει τον Αύγουστο κληρονόμο στη προφορική διαθήκη του. Θάφτηκε στον Ησκυλίνο λόφο δίπλα στον τάφο του φίλου του, Μαικήνα και το αγρόκτημά του διατηρείται και σήμερα σαν τόπος προσκυνήματος για τους φίλους του έργου του. Ήτανε πολυσύνθετος και πολυδιάστατος δημιουργός, που καλλιέργησε διάφορα ποιητικά είδη. Τα έργα του και το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εντάσσονται έχουν ως εξής: Σάτιρες (Saturae ή Sermones) σάτιρα, Επωδοί ή Ίαμβοι (Epodi ή Iambi) ιαμβική ποίηση, Ωδές (Carmina) λυρική ποίηση, ΕλεγείεςΕπιστολές (Epistulae) έμμετρες επιστολές (εδώ ανήκει κι η Ars poetica -διδακτικό έργο), Carmen saeculare, χορική λυρική ποίηση.

     Ρητά:

 Επαινείς τη καλή τύχη και τους τρόπους των ανθρώπων της αρχαιότητας κι όμως αν ξάφνου κάποιος θεός σ’ έπαιρνε και γύριζες πίσω σ’ αυτούς τους καιρούς, τότε θ’ αρνιόσουν όλες τις εποχές.

 * Κάθε γνώση που προστίθεται είναι προσθήκη στην ανθρώπινη δύναμη.

 * Να λογαριάζετε καλά ως πού φτάνει η δύναμή σας κι ως πού δεν φτάνει η ικανότητά σας.

 * Ολόγυμνος, ψάχνω να βρω τη κατασκήνωση εκείνων, που δεν έχουν επιθυμίες.

 * Όποιος κακολογεί φίλο του που δεν είναι παρών ή δεν τον υπερασπίζεται όταν άλλοι τον κακολογούν ή επιδιώκει το ανόητο γέλιο των παρόντων κι έτσι ν’ αποκτήσει φήμη ευφυολόγου ή δεν κρατά το μυστικό που του εμπιστεύτηκε ο φίλος του, είναι φαύλος.

 * Στη συμφορά να ‘σαι γενναίος και δυνατός, όμως να χειρίζεσαι με σωφροσύνη τα πανιά, όταν είναι παραφουσκωμένα με άνεμο ευτυχίας.

 * Το κρασί είναι ζωή και φέρνει στο φως όλα τα κρυμμένα μυστικά της ψυχής.

 * Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον απολίτιστο νικητή.

 * Να ξέρεις να εξουσιάζεις τη διάθεσή σου, γιατί αν δεν υπακούει, τότε διατάζει.

 * Πολλές υποσχέσεις μειώνουν την εμπιστοσύνη.

 * Το χρήμα, αν ξέρεις να το μεταχειριστείς, είναι ο δούλος σου, αλλά αν δεν ξέρεις, είναι ο αφέντης σου.

 * Προσπαθώ να υποτάξω τις περιστάσεις στον εαυτό μου και όχι τον εαυτό μου στις περιστάσεις.

 * Αγωνίζομαι να είμαι σύντομος και γίνομαι δυσνόητος.

 * Όποτε δίνεις συμβουλή, να είσαι σύντομος.

 * Μη κουβαλάς ξύλα στο δάσος.

 * Μετράς τα γενέθλιά σου με ευγνωμοσύνη;

 * Κάποια σφάλματα ίσως εκλιπαρούνε τη συγχώρεση.

 * Αν κάτι μπει στο μάτι σου, προσπαθείς να το βγάλεις αμέσως. Όμως αν το μυαλό σου είναι μπερδεμένο, μπορεί να περάσει ένας χρόνος προτού κάνεις κάτι.

 * Η μετριότητα στους ποιητές δεν είναι ανεκτή ούτε από τους ανθρώπους ούτε από τους θεούς ούτε από τους βιβλιοπώλες.

 *  Είναι επίσης ο δημιουργός του “Κάρπε Ντίεμ” όπως επίσης και των: “Δε θα πεθάνω ολάκερος, κάτι μένει“, “Μη βασιστείς σε λόγια“, “Υπέροχα λάθος“, “Μια νύχτα μας περιμένει όλους“, “Είμαστε σκόνη και σκιά“, “Τίποτε δεν είν’ εντελώς βλογημένο” και τέλος “Πόλεμος μισητός στις μητέρες“!

ΕΡΓΑ:

                Ωδή 1.3

Μακάρι Αφροδίτη μου κυρά,
αδέλφια Ελένης άστρα φωτεινά,
εκτός του Ιάπυγα*, ολνούς να κυβερνάς,
των άνεμων πατέρα, κρατώντας τους γερά,

καράβι, που Βιργίλιο μου χρωστά,
να μου το φέρει εύχομαι γοργά
σαν πιάσει σε λιμάνι Αττικής,
να προφυλάξει το μισό μου της ψυχής.

Εκείνος που ‘χε δύναμη, τριπλό τον τσαγανό
γύρω απ’ τη καρδιά, το πλοίο το λιανό
στ’ άγριο κύμα εμπιστεύτη που μανούσε
κι ούτε νοτιά φοβήθη που φυσούσε,

που πολεμούσε και με τους βοριάδες,
ούτε φοβήθηκε τις κλαίουσες Υάδες**
κι είναι μεγάλος ο Νοτιάς, Αδριατικής,
υψώνει είτ’ ηρεμεί το κύμα της, κριτής.

Ποιό βήμα εφοβήθη του θανάτου:
είδε ατάραχτος να κολυμπάνε τέρατα,
τη θάλασσα ανταριασμένην ως τα πέρατα,
τ’ Ακροκεραύνια: άγριους βράχους παν’ ως κάτου;

Μάταια ο σοφός Θεός θάλασσες χώρισε,
με τις στεριές στα πέλαγα καταμεσίς,
που δεν έπρεπε ν’ αγγιχτούν, ως ώρισε,
από καράβια ασεβή και άνθρωπους της γης.

Τ’ ανθρώπινο το γένος είναι τολμηρό,
ρίχνεται στ’ απαγορευμένο τον καρπό.
Τολμηρός κι ο Προμηθέας με κακή κλεψιά
έφερε κάτωθε στη γη μας τη φωτιά.

Κι έκτοτε μύρια κακά προκύψανε στη γη
κι η μέχρι τότ’ απόμακρη του χάρου όψη,
άνοιξε βήμα κατεπάνω μας με οργή,
μ’ ορδές πυρέσσουσες στου μαρασμού τη κόψη.

Ο Δαίδαλος δοκίμασε με κερωτά φτερά
που δε μας δόθηκαν ποτέ στο σώμα,
πιο ψηλά κι απ’ τον Ουρανό να φτάσει ακόμα,
κι ο Αχέροντας στου Ηρακλή το μόχθο είναι βορά.

Τίποτα δεν είν’ άπιαστο για τους θνητούς
τον ουρανό τον ίδιο αναζητούμε μ’ ανοησία
και δεν μπορούμε μ’ ύμνους ικετευτικούς,
τις αστραπές οργής να πάψουμε του Δία.

_________________

 * Στην ελληνική μυθολογία ο Ιάπυξ ή Ιάπυγας ήταν ήρωας που έδωσε τ’ όνομά του στο έθνος των Ιαπύγων. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ήτανε γιος του Τρωαδίτη Λυκάονα (άρα κι αδελφός του Πανδάρου) ή αδελφός του Δαύνου και του Πευκητίου. Ο Ιάπυξ περιλαμβάνεται στους Αινειάδες ως θεραπευτής. Μετά την άφιξή τους στην Ιταλία, ίδρυσε την Απουλία. Αλλού πάλι αναφέρεται σα γιος του Δαιδάλου και κάποιας ανώνυμης Κρητικιάς. Σ’ αυτή την εκδοχή ήταν αρχηγός μιας ομάδας Κρητικών που ακολουθήσανε τον Μίνωα στη Σικελία. Μετά το θάνατο του Μίνωα, οι Κρητικοί θέλησαν να επιστρέψουνε στη πατρίδα τους, αλλά μια τρικυμία τους έρριξε στη Νότια Ιταλία. Εκεί, στον Τάραντα, ιδρύσανε μιαν αποικία, την Ιαπυγία. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο Ιάπυξ πήγε στη Ν. Ιταλία κατευθείαν από τη Κρήτη, ενώ ο αδελφός του Ικάδιος μεταφέρθηκε από ένα δελφίνι στους πρόποδες του Παρνασσού, όπου ίδρυσε τους Δελφούς.
 ** Στην ελληνική μυθολογία οι Υάδες, -λέξη που σημαίνει “οι της βροχής” από το αρχαίο ρήμα υώ = βρέχω- ήταν αδελφές Νύμφες, που φέρνανε τη βροχή. Ήτανε κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης (κατά το “Fabulae” του Υγίνου), ή της Αίθρας (κατά το “Ημερολόγιο” του Οβίδιου και το “Περί Αστρονομίας” του Υγίνου), ενώ ο Υγίνος στο Περί Αστρονομίας (Poeticon Astronomicon) δίνει και τη πιθανότητα να ήτανε κόρες του Ύαντα και της Βοιωτίας. Στην επικρατέστερη εκδοχή πάντως, ο Ύας ήταν αδελφός τους. Μαζί με τις 7 Πλειάδες αποτελούνε τις 14 Ατλαντίδες, αλλιώς γνωστές σα Δωδωνίδες καθώς ήταν νύμφες της Δωδώνης που τους δόθηκε ο Διόνυσος βρέφος για να τον μεγαλώσουν, με την εμπιστοσύνη του Δία.
     Μετά το θάνατο του Ύαντα σε κυνηγετικό δυστύχημα (από ένα λιοντάρι κατά μιαν εκδοχή), οι Υάδες άρχισαν να κλαίνε από τη λύπη τους ασταμάτητα (μια μυθολογική αιτιολόγηση για το κλάμα της βροχής). Τότε οι θεοί τις λυπηθήκανε και τις μεταμορφώσανε σ’ αστέρια. Άλλη εκδοχή είναι ότι γίναν αστέρια από το Δία σε ανταμοιβή που αναθρέψανε ένα Θεό. Είναι το γνωστό στην Αστρονομία ανοικτό σμήνος αστέρων Υάδες, στη κεφαλή του Ταύρου τoυ ομώνυμου αστερισμού. Πράγματι, η εμφάνιση του σμήνους αυτού πριν την αυγή [η εώα επιτολή τους (η ανατολή δηλαδή του λαμπρότερου άστρου της νύχτας λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου)], προμήνυε κάθε χρόνο το τέλος του ξερού καλοκαιριού και τις πρώτες βροχές για τις μεσογειακές χώρες.
     Τα ονόματα των Υάδων ποικίλλουνε στους διάφορους μυθογράφους. Η επικρατέστερη ίσως εκδοχή θέλει τα ονόματά τους να είναι τα εξής: Φάολα, Αμβροσία, Ευδώρα, Κορωνίς και Πολυξώ. Σε αυτές προστίθενται συνήθως η Θυώνη κι η Προδίκη, κόρες του Ύαντα από την Αίθρα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *