Πεθαίνω από ζωή και ζω από θάνατο.
Διότι όλα γίνονται με βάση τη λογική.
Βιογραφικό
Ποιά υπήρξε η ζωή, η ύπαρξη, η μοίρα κι ο θάνατος του Ηράκλειτου; Οι μαρτυρίες που έχουνε φτάσει σε μας απέχουνε πολύ απ’ το να ‘ναι αψευδείς, συχνά είναι αντιφατικές και τα θέματα που πάνω τους χτίζονται, ανήκουνε λίγο-πολύ στο χώρο του μύθου. Ολόκληρη η αρχαία βιογραφία, που εγκαινιάζεται με τις βιογραφίες του Πυθαγόρα και του Σωκράτη, παρέχει αποδείξεις ενός έντονου ενδιαφέροντος για τη μυθική κι υποδειγματική πλευρά του ανθρώπου που εξετάζεται. Εντούτοις, ακόμα κι ένας μύθος έχει σχέση με μια πραγματικότητα και το σημαίνον συνδέεται πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το σημαινόμενο. θα προσπαθήσουμε να καταπιαστούμε με την προβληματική βιογραφία του Εφέσιου, του επονομαζόμενου Σκοτεινού. Από την ετυμολογική ανάλυση του ονόματός του μαθαίνουμε, αν αυτός κάτι μας μαθαίνει, πως Ηράκλειτος θα πει Ήρα – κλειτός, αυτός δηλαδή που χρωστά τη δόξα του στην Ήρα. Από τις πηγές των βιογραφικών μας πληροφοριών η πιο πλούσια είναι εκτενή ανάλεκτα του Διογένη Λαέρτιου που τιτλοφορούνται Βίος και Δοξασίες Επιφανώv Φιλοσόφων και γράφτηκαν τον 3ο μ. Χ. αι. το κεφάλαιο για τον Ηράκλειτο βρίσκεται στο IX βιβλίο αυτής της συλλογής. θα ανατρέξουμε σ’ αυτή τη πηγή ενώ ταυτόχρονα θα ξέρουμε πως πολύ απ’ το νερό της είναι θολό.
Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ήταν Έλληνας προσωκρατικός φιλόσοφος που έζησε τον 6ο με 5ο π.Χ. αιώνα στην Έφεσο, στην Ιωνία της Μικράς Ασίας. Ήταν απόγονος του ιδρυτή της πόλης Ανδρόκλου. Λίγα μάς είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια και τη μόρφωσή του αλλά θεωρείται μάλλον αυτοδίδακτος και εμπνευσμένος, παρά εργατικός μελετητής του φυσικού κόσμου. Λόγω της έλλειψης γνώσης για το σύνολο του έργου του, καθώς λίγα έχουν διασωθεί, αλλά και για την αινιγματική φύση της φιλοσοφίας του, καλείται Σκοτεινός. Eναι γνωστός για την ιδέα της συνεχούς αλλαγής που διέπει ως νόμος το σύμπαν. Δική του είναι η φράση “Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές“. Πίστευε στο ότι ο κόσμος δημιουργείται από τη φωτιά, την αντίθεση και τον πόλεμο μεταξύ των αντιθέτων, στο οποίο συμπληρώνει: “τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά – από τα αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία“.

Η κύρια πηγή για την ζωή του Ηρακλείτου είναι ο Διογένης ο Λαέρτιος, παρόλο που κάποιοι αμφισβητούν την εγκυρότητά του. Γεννήθηκε από μια αριστοκρατική οικογένεια στην Έφεσο, κατά το 544 π.Χ. (μπορεί και το 535 π.Χ.). Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ακμή του συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504 π.Χ.-501 π.Χ.) κι ότι έζησε 60 έτη, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο θάνατός του συνέβη το 484 π.Χ..(το πολύ μέχρι 475 π.Χ,), Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων. Ανήκε στο γένος των Ανδροκλειδών, εκείνων δηλαδή που υπό την Αρχηγία του Ανδρόκλου, του γιου του Βασιλέα των Αθηνών Κόδρου, εξόρμησαν από την Αθήνα κι έκτισαν στην Ιωνία (Μικρά Ασία) την Έφεσο. Ο Διογένης αναφέρει πως ο Ηράκλειτος παραιτήθηκε της βασιλείας για χάρη του αδερφού του κι ο Στράβων επιβεβαιώνει πως υπήρχε μια κυριαρχούσα οικογένεια στην Έφεσο, με καταγωγή από τον Άνδροκλο που διατηρούσε ακόμα τον τίτλο, είχε εξέχουσα θέση στους αγώνες και μπορούσε να απολαμβάνει κάποια προνόμια. Πόσο μεγάλη εξουσία είχε ο βασιλιάς, είναι ένα άλλο ερώτημα. Η Έφεσος αποτελούσε τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας από το 547 και διοικιόταν από ένα σατράπη, καθώς ο Μεγάλος Βασιλέας επέτρεπε στους Ίωνες μια αξιοσημείωτη αυτονομία. Ο Διογένης γράφει ότι ο Ηράκλειτος συνήθιζε να παίζει αστραγάλους με τους νέους, στον ναό της Αρτέμιδος κι όταν του ζητήθηκε να κάνει νόμους, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι “κεκρατήσθαι τη πονηρά πολιτεία την πόλιν“, που σημαίνει ότι είχε επικρατήσει η φαυλότητα στη πόλη.
Οι περί του βίου του όμως αναφερόμενες ειδήσεις είναι πολύ λίγες. Υπήρξε από τη παιδική του ηλικία άξιος θαυμασμού. Αν και δεν υπήρξε κανενός άλλου μαθητής, υποστήριζε ο ίδιος πως είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτό του. Από τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του, φαίνεται ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα συγγράμματα των προγενέστερων φιλοσόφων, των επικών κι ελεγειακών ποιητών καθώς κι όλες τις ιστορικές συγγραφές που κυκλοφορούσαν στην εποχή του στην Ιωνία. Κάποιοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι ενδεχομένως να ήταν μαθητής του Ξενοφάνη, αν και το πιθανότερο είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος. Η εποχή του είναι μεταβατική και σηματοδοτείται από μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές κι οικονομικές αλλαγές. Η φιλοσοφία του αντιμετωπίζει κριτικά τις εξελίξεις της εποχής και παίρνει αποστάσεις τόσο από τη μυθική παράδοση όσο κι από τη νέα κοινωνία που ανατέλλει.
Δυνατός στο πνεύμα, αιρετικός κι αλαζόνας, φαίνεται να περνά όλη του τη περιουσία στο μικρό του αδερφό, να χαρακτηρίζει τιποτένιους και διεφθαρμένους τους συμπατριώτες του, να καίει τα ούτως ή άλλως δυσνόητα γραπτά του και να καταφεύγει στις ορεινές ερημιές την εποχή της δημιουργίας της Δημοκρατίας της Εφέσου. Η προσωπική του ζωή μπλέχτηκε με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που λάβανε χώρα στην Ιωνία του καιρού του, αν κι αυτός υπήρξε πάντα ένας φιλόσοφος αυτοδημιούργητος, αυτοπροσδιοριζόμενος και σχεδόν ουρανοκατέβατος, θιασώτης της έρευνας της απροσδιοριστίας και της αέναης κίνησης. Η εποχή του είναι τα χρόνια των προεόρτιων της Ιωνικής Επανάστασης, όταν οι τύραννοι της Ιωνίας εγκαταλείπουν μεμιάς την εξουσία τους αφήνοντας την ηγεσία στον λαό. Εποχή μεταβατική που δονείται από κατακλυσμιαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, τις οποίες αντιμετωπίζει κριτικά η σκέψη του, αρνούμενη ν’ αφήσει χώρο στο μύθο και τη προκατάληψη.
Τα τυραννικά πολιτεύματα των ιωνικών πόλεων μεταπίπτουν λοιπόν απότομα σε δημοκρατικά μορφώματα και το χάος φαίνεται να επικρατεί στην Έφεσο. Εκεί δρα τώρα κάποιος Ηράκλειτος, ένας δυσνόητος και στρυφνός στην έκφραση φιλόσοφος, που αποδέχεται αρχικά αλλά κατακεραυνώνει μετά το λαϊκό κίνημα και τη τραγική εξέλιξή του (καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες). Η κορύφωση της ρήξης συντελείται όταν οι Εφέσιοι εξορίζουν έναν φίλο του, τον Ερμόδωρο, “για να είναι όλοι κατά κάτω ίσοι”, όπως διαμαρτύρεται. Οργισμένος από τη στάση των συμπολιτών του, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τους τα ψάλλει και μάλιστα πολύ, καθώς φαίνεται πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε ένα αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, χαρακτηριστικό έκδηλο στα σωζόμενα αποσπάσματα όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των Ιώνων (γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν οχλολοίδορο). Στο απονενοημένο διάβημά του, καίει τα γραπτά του στο ναό της Αρτέμιδος κι αναχωρεί προς το βουνό για να ζήσει ερημίτης, απογοητευμένος από τους συνανθρώπους του. Αυτός εξάλλου πιστεύει σ’ έναν άνθρωπο ολότελα διαφορετικό κι ένα κόσμο παντελώς αλλιώτικο. Όσο για τους θεούς, φαίνεται πως έχει ένα δικό του κι οι Εφέσιοι τον παρερμηνεύουν παίρνοντάς τον για άθεο (μεταγενέστεροι -χριστιανοί- συγγραφείς ισχυρίστηκαν χαρακτηριστικά πως διώχθηκε για αθεϊσμό).
Ο αριστοκρατικής καταγωγής Ηράκλειτος ήταν όμως αντίπαλος τόσο της δημοκρατίας όσο και της τυραννίας και πρέπει να πήρε ενεργό μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του. Τάχθηκε φυσικά στο πλευρό των αριστοκρατών και καταδίκασε την αρχή της ισότητας, αν κι αυτά τα επιγραμματικά δεν αποκαλύπτουν την έκταση και το μέγεθος της σχέσης του με τη δημοκρατία. Η πολιτική δράση του αρχίζει κατά τα φαινόμενα μεταξύ 510- 500 π.Χ. χονδρικά, στα χρόνια της προεργασίας της Ιωνικής Επανάστασης. Ο φιλοπερσικός ζυγός των τυράννων της Εφέσου, του Αρισταγόρα και του Κώμα, λήγει απρόοπτα κι από τις στάχτες ξεπηδά η λαϊκή βούληση. Προσπαθεί να μη συμβούν ακραία φαινόμενα στη πατρίδα του, όπως σ’ άλλες ιωνικές πόλεις. Ως απόγονος του Ανδρόκλου και μέλος της αριστοκρατίας, πρέπει να πήρε μέρος στα κοινά της πόλης στα κρίσιμα χρόνια της αλλαγής του πολιτεύματος. Ο φίλος του ο Ερμόδωρος, που θεωρούσε αξιότερο όλων να ηγηθεί της νεοσύστατης δημοκρατίας, εξορίζεται από την Έφεσο κι ο Ηράκλειτος κόβει αιφνίδια τους δεσμούς του με τη πόλη και τους κατοίκους της, κατηγορώντας τους για οχλοκρατία.
Τώρα καταφεύγει στα βουνά και τρέφεται με χόρτα και βοτάνια, αρρωσταίνει όμως και μάλιστα βαριά. Στην εποχή του φαίνεται να πάσχει από υδρωπικία, που εκδηλώνεται με οίδημα στη κοιλιακή χώρα, σήμερα όμως γνωρίζουμε πως πρέπει να ήταν ηπατοπάθεια, που οφειλότανε πιθανώς στην ασιτία και τη μη πρόσληψη πρωτεϊνών, καθώς ζούσε σαν απομονωμένος ασκητής στα βουνά. Όταν επιστρέφει στην Έφεσο υποσιτισμένος και σε κακή κατάσταση, κατηγορεί τους αφιλοσόφητους γιατρούς και προσπαθεί να θεραπεύσει μόνος του τον εαυτό του. Ο θάνατός του επίκειται κι ο ίδιος πρέπει να ‘χει συνείδηση αυτού. Ο Διογένης Λαέρτιος μεταφέρει διάφορες μυθολογικές εκδοχές του θανάτου του, η πραγματικότητα ωστόσο μας διαφεύγει. Δεν αποκλείεται πάντως καθόλου να προσπάθησε να αυτοθεραπευτεί στη βάση της θερμοδυναμικής πεποίθησής του για το πυρ το αείζωο, βάζοντας θερμά επιθέματα στη πρησμένη κοιλιά του για να μη σωθεί η εσωτερική φωτιά του. Όταν τον βρήκαν νεκρό στο βουνό του (ή σε βουστάσιο, κατά μίαν εκδοχή), είπανε πως ήτανε σκεπασμένος με κοπριά που την είχε βάλει πάνω του για να ζεσταθεί. Άλλοι πάλι είπανε πως τον βρήκανε με τις σάρκες σκισμένες, βορά στα άγρια θηρία. Κάποιοι τέλος υπαινιχθήκανε πως ήτανε σκεπασμένος με άμμο.
Σκοτεινός στον θάνατο όσο και τη ζωή του κι αινιγματικός, δεν θέλησε να γίνει σαφής ούτε για να σωθεί από το χαμό. Όταν κατέβηκε στη πόλη ψάχνοντας θεραπεία για τη πάθησή του, ρωτούσε σιβυλλικά τους γιατρούς αν μπορούσαν μετά τη βροχή να δημιουργήσουν ξηρασία! Σκοτεινός ήταν όμως και για το έργο του, που χάθηκε βέβαια κι ό,τι διασώζεται γίνεται μέσω βραχύλογων αποσπασμάτων κι αναφορών άλλων φιλοσόφων. Ενδεχομένως η εσκεμμένη ασάφεια να οφείλεται απλά στο γεγονός πως το βιβλίο του γράφτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολυάριθμα γραμματικά ζητήματα, παρατήρηση που είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης. Στα χρόνια του έλεγαν πάντως πως το αινιγματικό του ύφος ήταν ηθελημένο, μιας και ήθελε να γίνεται αντιληπτός μόνον από τους μυημένους στη φιλοσοφία. Γι’ αυτό κι ακόμα κι ο Σωκράτης ομολόγησε πως χρειάζεται κάποιος τις κολυμβητικές ικανότητες ενός δεινού Δηλίου κολυμβητή για να τσαλαβουτήσει στο έργο του και να μη πνιγεί. Και γι’ αυτό εξάλλου τον κατηγορούσαν ότι κατέφυγε στον ερμητισμό, για να περιορίσει ακόμα περισσότερο το ούτως ή άλλως περιορισμένο ακροατήριό του…
Όπως ακριβώς κι ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από τη παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί κι αυτός ως ενιαίο όλο που ούτε γεννήθηκε ούτε θα χαθεί ποτέ. Η ουσία του κόσμου είναι γι’ αυτόν μια νοητική αρχή, ο Λόγος, κι ο καθολικός κοσμικός νόμος η αδιάκοπη αλλαγή, σε πείσμα της ακινησίας του όντος των Ελεατών. Ταυτοχρόνως, είναι ακραία ορθολογιστής (κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα) κι η λογική στον Ηράκλειτο απομακρύνεται άρδην από μεταφυσικές ιδέες κι ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα με έναν αυστηρό νόμο συμπαντικής αλλαγής, άσχετα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο Λόγος είναι λοιπόν ο κοσμικός νόμος και το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι του, μια συνέπεια του κοσμικού Λόγου. Οι άνθρωποι γίνονται λογικοί παίρνοντας μέρος σε αυτόν. Η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί τη Φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα κ.λπ. Όσο για την πρώτη ύλη του κόσμου, η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη Φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σε όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) δεν είναι παρά μια διαρκής εναλλαγή της φωτιάς, μια αιώνια κίνηση του πυρός που σβήνει και ξανανάβει.
Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων (πόλεμος πάντων πατήρ), η περιβόητη εναντιοδρομία, έχει κίνητρο αλλά κι επίκεντρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και θάνατο. Ο κόσμος στον Ηράκλειτο δε δημιουργήθηκε από κανέναν (κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον). Γι’ αυτό και θεωρείται σήμερα υλιστής φιλόσοφος αλλά και πρόδρομος του εγελιανού διαλεκτικού υλισμού (από την αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου αλλά και την ένωση των αντιθέτων).
Αρχή του κόσμου λοιπόν είναι το αιώνιο γίγνεσθαι: Tον κόσμο τούτο, ίδιον για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήτανε πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που σύμφωνα με νόμους ανάβει και σβήνει. Και παρά την πολλαπλότητά του, ο κόσμος είναι ένας: Tο παν είναι διαιρετό αδιαίρετο, γεννημένο αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιωνιότητα, πατέρας και γιος, θείο και δίκαιο. Κι έτσι ο θεός του Hράκλειτου είναι η ίδια η Φύση κι όχι ένα ον υπερφυσικό κι υπερβατικό: O θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και θέρος, πόλεμος κι ειρήνη, κόρος και λιμός. Μεταμορφώνεται όπως η φωτιά, που όταν ανακατεύεται με αρώματα παίρνει διάφορα ονόματα, κατά τη μυρωδιά του καθενός.
Ο ίδιος δεν γράφει, όσο είμαστε σε θέση να ξέρουμε φυσικά, το πολυθρύλητο τα πάντα ρει, αλλά του το προσδίδουν επιγραμματικά οι μεταγενέστεροι στην οδύσσειά τους να τονε καταλάβουν. Ήταν εξάλλου ο θεωρητικός της αδιάκοπης μεταβολής κι έμοιαζε ταιριαστό να το έχει πει. Είπε όμως ότι κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, εφόσον το ποτάμι κυλά κι η συνεχής ροή του το αλλάζει αδιάκοπα. Δεν είναι εμπειριστής: “H φύση αγαπά να κρύβεται“, μας λέει. Ο κόσμος δεν είναι παρά η σύνθεση των αντιθέτων κι ο πόλεμος κυριαρχεί ως πατέρας και βασιλιάς όλων (πόλεμος πάντων μέν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς. Όλες οι αντιθέσεις όμως συνδέονται ταυτόχρονα σε μια σταθερή ενότητα, καθώς το αόρατο αυτό συνταίριασμα είναι πιο δυνατό από το φανερό (αρμονία αφανής φανερής κρείττων). Η κατακλείδα του; Τα πάντα γεννιούνται από τη πάλη, τη παγκόσμια και προαιώνια μάχη κι η δικαιοσύνη δεν είναι παρά αγώνας, αφού όλα τα πράγματα προκύπτουν από τον πόλεμο και την ανάγκη (αιτιότητα). Η παντοτινή αυτή αλλαγή δεν είναι όμως ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη, καθώς συντελείται σύμφωνα με ορισμένες αναλογίες και με μια διαδοχική σειρά που σταθερά μένει πάντοτε η ίδια.
Ο ρυθμός του γίγνεσθαι του Ηράκλειτου είναι με σημερινούς όρους η νομοτέλεια της Φύσης, το μόνο πράγμα που φαίνεται να ‘χει διάρκεια κι ουσιαστική σημασία. Τη χαρακτηρίζει ειμαρμένη, δίκη, λόγο του κόσμου. Κι έτσι μες στην αταξία του έχει τάξη και μες στο χάος καθολικούς νόμους, κάτι που παραγνώρισαν στον καιρό του. Κάπου 2.500 χρόνια αργότερα, τόσο ο Χέγκελ όσο κι οι κλασσικοί θεωρητικοί της διαλεκτικής θα ανακάλυπταν εκ νέου τον στρυφνό Έλληνα φιλόσοφο που τέτοια κολοσσιαία τομή στη σκέψη άφησε ήδη από την εποχή του. Σε λιγότερο από 10 χρόνια εξάλλου μετά το θάνατό του θα γεννιότανε στην Αθήνα κάποιος Σωκράτης, που θα ‘χει δάσκαλο τον Κρατύλο. Ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του Ηράκλειτου, αυτού του αλαζονικού κι υπεροπτικού πνεύματος που αρεσκόταν να εξαπολύει αινιγματικά ρητά που θύμιζαν χρησμούς παρά να αναπτύσσει μια συστηματική κι αξιωματική σειρά επιχειρημάτων. Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, ομολογούσαν οι Έλληνες της εποχής του, κάνοντάς τη μέθοδο που επικοινωνούσε με τους άλλους να παραμοιάζει με τους χρησμούς του δελφικού μαντείου (σαν αυτό το ρητό του που τόσο έχει κακοποιηθεί εννοιολογικά: Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό). Το οποίο, όπως μας λέει, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει. Έτσι σήμαινε κι ο δικός του λόγος, φτάνει να ‘χεις αυτιά, νου και κοσμική φωτιά να τον ακούσεις…
Είναι ο φιλόσοφος του αιώνιου γίγνεσθαι. Η κίνηση αυτή του γίγνεσθαι εκφράζεται με τη συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μέσα στον Λόγο, δένει ένα μόνο υλικό στοιχείο, το πυρ. Η ύπαρξη του πυρός δημιουργεί μαζί με το Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο, ανώλεθρο, αυτορρυθμιζόμενο που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές. Ο κόσμος αυτός είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις δημιουργούνε την ενότητα των πάντων με τη σύνθεση τους. Πολλές από τις δραστηριότητές του Ηράκλειτου ήταν αινιγματικές κι η φιλοσοφία του ερμηνευότανε δύσκολα, γι’ αυτό ονομάστηκε, σκοτεινός φιλόσοφος. Στον Ηράκλειτο αποδίδεται ένα έργο με τίτλο Περί Φύσεως, που χωρίζεται σε 3 μέρη με περιεχόμενο πολιτικό, θεολογικό και κοσμογονικό. Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, φαίνεται πως ο χαρακτήρας του γραπτού έργου του είναι αποφθεγματικός. Η δομή και σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός. Το έργο αυτό γράφτηκε με ασάφεια για να γίνει κατανοητό μόνο από ικανούς ανθρώπους και αφιερώθηκε στο ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδος, σύμβολο ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού.
Υποδεικνύει ότι δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του με άμεσο τρόπο, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει τους ακροατές του. Παρέχει τα σημάδια, που κείνοι καλούνται να εννοήσουν με τον ορθό τρόπο. Η φιλοσοφία του, πάλι με τα λόγια του ίδιου, δεν είναι μια αυθαίρετη κι υποκειμενική κατασκευή αλλά μια έκφραση του λόγου που διέπει τα πάντα, όσο κι αν μένει απρόσιτος στους πολλούς. Η δυσκολία κατανόησης του λόγου του δεν οφείλεται επομένως σε δική του ιδιορρυθμία, αλλά στην αδυναμία των πολλών να εννοήσουν όχι τα λόγια του αλλά τον ίδιο τον λόγο.
1. Ο βασιλιάς στον οποίο ανήκει το δελφικό μαντείο ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δίνει σημάδια.
2. Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά.
Στις ρήσεις του αναφέρεται ο Λόγος, π.χ. τα πάντα διέπονται από τον Λόγο κάτι που έχει γίνει αντικείμενο πολλών ερμηνειών καθώς ο η φιλοσοφική σκέψη κι η ορολογία της ήταν τότε ακόμα στα πρώτα στάδια. Ακόμη και σήμερα η λέξη λόγος αντανακλά τόσα πολλά νοήματα στη χρήση της στην ελληνική που δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς λεξικογραφικά, χωρίς συνοδό ερμηνεία από παραδείγματα, ιδίως σε άλλες γλώσσες. Στον Ηράκλειτο η ίδια έννοια έχει επίσης πολλές σημασίες κι εννοιακές αποχρώσεις. Σημαίνει ομιλία (προφορικός λόγος), αλλά και ρυθμιστική αρχή που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας και συνδέει με σχέσεις αναλογίας τα πάντα. Επομένως, εδώ ο λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει τη πραγματικότητα, όπως αυτή εκφράζεται γλωσσικά.
Μέλημα του φιλόσοφου είναι η αφύπνιση των ανθρώπων κι η καθοδήγησή τους προς την ομολογία, προς τη λογική σκέψη που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο διακρίνει την «πολυμάθεια» από την ουσιαστική και βαθιά γνώση των πραγμάτων. Ο κόσμος για τον Ηράκλειτο δεν είναι αποτέλεσμα δημιουργίας ή γένεσης, αλλά προϋπάρχει προαιώνια και περιγράφεται ως ζωντανή φωτιά, η οποία εναλλάξ δυναμώνει και εξασθενεί, χωρίς ποτέ να σβήνει εντελώς. Το αείζωον πυρ διανύει μια κυκλική τροχιά κατά την οποία μεταλλάσσεται σε θάλασσα, κατόπιν σε γη, για να ακολουθήσει η αντίστροφη διαδικασία μεταλλαγής της γης σε θάλασσα και της θάλασσας σε φωτιά. Το πυρ του Ηρακλείτου είναι μια κοσμολογική σταθερά που κινείται και μεταμορφώνεται αέναα. Η διαρκής κίνηση και μεταβολή αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, το οποίο εξέφρασε ο φιλόσοφος με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ίδιος, ενώ το νερό που κυλάει μέσα του αλλάζει διαρκώς. Αντίθετα με τους οπαδούς του, τους αποκαλούμενους Ηρακλείτειους, ο φιλόσοφος μάλλον δεν πίστευε σε μια καθολική ροή και μεταβολή, αλλά επέμενε στη σύνδεση αυτής της μεταβολής με σταθερές παραμέτρους. Η διαρκής κίνηση και μεταβολή στη φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι εκφρασμένη ως εξής:
Ποταμῷι γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷι αὐτῷι (απ.91)
–Πλούταρχος, περί τού ΕΙ τού εν Δελφοίς 18, 392b
Σ’ ό,τι αφορά τη θέση του ως προς τις αντίθετες έννοιες, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το απόφθεγμά του «τα ψυχρά θερμαίνονται, τα θερμά ψύχονται, τα υγρά ξηραίνονται, τα ξηρά υγραίνουν», το οποίο υποδεικνύει ότι οι φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις, τάσεις και δυνάμεις, συνδέονται με μια συνεκτική σχέση αρμονίας. Η σχέση των αντιθέτων του δεν εκφράζεται μόνον μέσω του κοινού λόγου, αλλά κι ως πόλεμος -μια άλλη όψη της αρμονίας, μια κοσμική σταθερά που διέπει τα αντίθετα και παράγει διαρκώς μέσω συγκρούσεων νέες ισορροπίες. Η χρήση του όρου πόλεμος (πόλεμος πατήρ πάντων, είναι ένα επίσης από τα γνωστά ρητά του) συνδέεται στην ουσία με το τα πάντα ρει καθώς τα πάντα στον κόσμο είναι σε συνεχή κίνηση και διεργασία (δηλαδή, σε πόλεμο). Πιστός σ’ αυτό, υπενθύμιζε ότι δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό» επειδή ανά πάσα στιγμή ο ποταμός αλλάζει, οπότε ποτέ δεν είναι ο ίδιος. Επίσης υποστήριζε ότι η πρωταρχική ουσία στον κόσμο είναι η ενέργεια (το πυρ).
Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά, έλεγε αποκαλύπτοντας το αρχιμήδειο σημείο της σκέψης του: τη ροή των πάντων και τη συνεχή αλλαγή. Σκοτεινός και μυστηριώδης, ο τελευταίος και κορυφαίος προσωκρατικός αγωνίστηκε με πάθος και ψυχή να αποκαλύψει τους γρίφους της Φύσης και να απαλλάξει τα φυσικά φαινόμενα από τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις της εποχής του. Ο μεγάλος Εφέσιος καταλήγει σε πείσμα της ακινησίας και της σταθερότητας της σκέψης των συγχρόνων του σε ένα σύμπαν ρευστό και μεταβαλλόμενο, που υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές και ίδιο δεν μένει ποτέ. Εξέχουσα μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας και ογκόλιθος σωστός με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθούν όλοι οι κατοπινοί γίγαντες της σκέψης, ο Ηράκλειτος αποτέλεσε ορόσημο για την ιστορία της σκέψης και των ιδεών. Δύστροπος και στρυφνός στο λόγο του, έγραφε αποκλειστικά για μυημένους στη φιλοσοφία, γ’ αυτό κι η εσκεμμένη ασάφεια της σκέψης του, ώστε να γίνει κατανοητή δηλαδή μόνο από ικανούς και τριμμένους στον λόγο.
Ο Ηράκλειτος έκανε βάση της φιλοσοφικής του σκέψης τον εσωτερικό ρυθμό, τον Λόγο, σύμφωνα με τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται η πλάση. Το αιώνιο γίγνεσθαι εκφράζεται με τη συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μονό ένα κοσμογονικό δομικό στοιχείο αναγνωρίζει ο μεγάλος Εφέσιος, το πυρ. Η ύπαρξη του Πυρός δημιουργεί πλάι στο Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο κι αυτορρυθμιζόμενο, μια ολότητα που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές κάτω από συγκεκριμένες όμως νόρμες τάξης. Ο κόσμος μας δεν είναι παρά η αρμονία των αντιθέσεων, η ένωση των αντιθέτων. Το καλό και το κακό είναι εδώ οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος. Οι μόνες πραγματικότητες ήταν γι’ αυτόν, η κίνηση κι η μεταβολή, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Το μοναδικό σύγγραμμα που γνωρίζουμε ότι μας άφησε ήταν το Περί Φύσεως, που διαιρούνταν σε 3 μέρη: το 1ο αφορά στο σύμπαν, το 2ο στη πολιτική και το 3ο άπτεται της θεολογίας. Εσκεμμένα ασαφές, δυσνόητο κι ανοιχτό σε ερμηνείες, αφιέρωσε το έργο της ζωής του στο ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδος, σύμβολο του ελληνικού αλλά και του ανατολικού πολιτισμού.
Ό,τι σώθηκε, σώθηκε ως σπάραγμα στο έργο των μεταγενεστέρων, αν κι όσα απέμειναν από τη σκέψη του ήταν αρκετά ώστε να αναγκάσουν ακόμα και τον μέγα διαλεκτικό Σωκράτη να αναγνωρίσει πως “αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω όμως ότι είναι εξίσου σπουδαία κι αυτά που δε μπόρεσα να καταλάβω. Ωστόσο χρειάζεται να ‘σαι δεινός κολυμβητής, σαν αυτούς από τη Δήλο, για να μη πνιγείς μες στο βιβλίο του“. Γι’ αυτό τον είπανε Σκοτεινό Φιλόσοφο κι Αινικτή, (Αινιγματοποιό), γιατί πολλοί τον άκουγαν, λίγοι τον καταλάβαιναν. Εμείς σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα τόσο για τη ζωή του όσο και το έργο του, αν κι όσα μας παραδίδονται αρκούν για να τον μετατρέψουν σ’ έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό στοχαστή της παλλόμενης ελληνικής αρχαιότητας. Σε μας έφτασαν μερικές αποσπασματικές σκέψεις και ρητά (κάπου 111 αυθεντικά και μερικά ακόμη αμφισβητούμενα), που παραμένουν αποφασιστικής σημασίας για την ιστορία των ιδεών. Χωρίς ακριβείς αποδείξεις αλλά με σύντομους και χτυπητούς αφορισμούς, σα χρησμούς δηλαδή, ο Ηράκλειτος ξεπέρασε την εποχή του, αν και δεν ξεπεράστηκε από καμμιάν εποχή. Πάνω του πάτησαν, είτε ως συνεχιστές είτε ως πολέμιοι, όλοι οι κατοπινοί Έλληνες φιλόσοφοι κι αιώνες αργότερα η νεότερη δυτική φιλοσοφία κατάλαβε επίσης ότι θα ‘πρεπε κι αυτή να αναμετρηθεί μαζί του μπας και προχωρήσει η ανθρώπινη διανόηση.
Η ευθεία κριτική που άσκησε στον Πυθαγόρα, οι υπαινιγμοί του Παρμενίδη στο έργο του, οι μεθοδολογικές κι ιδεολογικές περιπέτειες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με τη σκέψη του, όλα αποκαλύπτουν το μέγεθος αλλά και τη θέση του Ηράκλειτου στην αρχαιοελληνική σκέψη. Όσο για τον κρυμμένο νόμο της Φύσης, που ισχυριζόταν αλαζονικά πως είχε ανακαλύψει, ήταν ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, σύγκρουση που είναι ουσιώδης για τη ζωή κι επομένως καλή. Το πυθαγόρειο (και προσωκρατικό λίγο-πολύ) ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού, ακίνητου κι αρμονικού το απέρριπτε ως ιδεώδες θανάτου: “Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων” κι “Η φιλονικία είναι δικαιοσύνη“, μας λέει βγάζοντάς μας από τις καλοβαλμένες αλήθειες του κόσμου μας. Διακηρύσσοντας πως όλα μεταβάλλονται και τίποτα δεν μένει σταθερό, έκανε την αδιάκοπη αυτή ροή τη κοσμογονική αρχή του, όπου τα πάντα γεννιούνται και καταστρέφονται ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών (εναντιοδρομία την έλεγε δηλωτικά): “πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι“, αλλά και “το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην“.
Ο Ηράκλειτος ήρθε κι έφυγε από τον κόσμο για να μη τον αφήσει πια ίδιο, όπως ακριβώς το ‘θελε κι η σκέψη του…
_______________________
ΡΗΤΑ:
Πεθαίνω από ζωή, και ζω από θάνατο.
Αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο και απροσπέλαστο.
Αν όλα τα όντα μεταβάλλονταν σε καπνό, οι μύτες θα είχαν την πρωτοκαθεδρία.
Στην αλλαγή αναπάυονται τα πράγματα.
Αυτό για το οποίο μιλάς πολύ, είναι συνήθως αυτό που σου διαφεύγει.
Για να θεραπεύσει, ο γιατρός καυτηριάζει.
Δεν γίνεται να μπει κανείς στο ίδιο νερό του ποταμού που κυλάει δύο φορές.
Είναι μεγαλύτερη ανάγκη να πολεμά κανείς την αλαζονεία, παρά την πυρκαγιά.
Η αντιξοότητα είναι προς όφελός μας.
Η ίδια οδός που οδηγεί προς τα πάνω, οδηγεί και προς τα κάτω.
Η νόσος καθιστά την υγεία πιο γλυκιά και ευχάριστη, το ίδιο και η πείνα τον κορεσμό, ο κάματος την ανάπαυση.
Η πολυμάθεια μόνη δεν καλλιεργεί τον νου.
Ο χαρακτήρας καθορίζει την τύχη του ανθρώπου.
Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει με πεσσούς και το παιδί είναι βασιλιάς.
Οι όνοι έλκονται περισσότερο από το άχυρο, παρά από το χρυσάφι.
Όλα γίνονται με βάση τη λογική.
Όταν δεν υπάρχει ήλιος, βλέπουμε τα βραδινά άστρα.
Σοφία είναι να γνωρίζεις την αρχή που κυβερνά τα πάντα.
Στην περιφέρεια του κύκλου, κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα και αρχή και τέλος.
Τά πάντα ρει κι ουδέν μένει.
Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι
Τα σκυλιά γαυγίζουν σ’ αυτό που δεν γνωρίζουν.
Τα υλικά του μείγματος διαχωρίζονται αν δεν ανακινούνται συστηματικά.
Τίποτε πιο διακοσμητικό από έναν σωρό σκουπίδια, ατάκτως συσσωρευμένα.
Aν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις.
Δαιμονικό το ήθος των ανθρώπων.
Το ίδιο είναι το αγαθό και το κακό.
Αν υπάρχει έστω ένας καλός, για μένα θα ‘ναι μύριοι.
Ο βλάκας θέλει να πτοείται με το παραμικρό.
Τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο, παρά στο καθαρό νερό.
Μη τα βάζεις με κάποιον που είναι απών.
Αναζήτησα τον εαυτό μου.
Η έπαρση είναι εμπόδιο της προκοπής.
Οι γνώμες των ανθρώπων είναι παιδιάστικα παιχνίδια.
Μη μιλάς μόνο και μόνο επειδή αυτό σε ευχαριστεί.
Απ΄όλους αλλά κι από έναν τα πάντα.
Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται.
Ακόμα κι ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όριά του.
Πολύξερος νους δεν διδάσκει, -ούτε διδάσκεται.
Όταν πεθαίνει η ψυχή γίνεται νερό, που πεθαίνοντας γίνεται γη, που πεθαίνοντας γίνεται νερό, για να πεθάνει σε ψυχή.
Η φύση αγαπά να κρύβεται.
Καλλίτερα να κρύβεις την αμάθειά σου παρά να τη φανερώνεις.
Μην κάνουμε αστήριχτες εικασίες για μεγάλα ζητήματα.
Η πείνα δημιούργησε κορεσμό, η κόπωση τη ξεκούραση.
Το πρωί είναι το ξεκίνημα της νύχτας. Η γέννηση είναι το ξεκίνημα του θανάτου.========================
.
Περί Φύσεως
(αποσπ.: 1-51)
1. Eνώ ο λόγος αυτός uπάρχει πάvτα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε πριν τον ακούσοuν ούτε όταν τον πρωτακούσοuν. Ενώ δηλαδή τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη νομοτέλεια αυτή, οι άνθρωποι μοιάζοuν μ’ άπειροuς, όταν καταπιάνονται με λόγια κι έργα, σαν κι αυτά που διηγούμαι, διαιρώντας κάθε πράγμα σύμφωνα με τη φύση του κι εξηγώντας το πως έχει. Οι κοινοί, όμως άνθρωποι δεν έχουνε σuνείδηση του τι κάνοuνε στο ξυπνιο τοuς, όπως λησμονούν όσα είδανε στον ύπνο τους.
2. Γι’ αυτό πρέπει ν’ ακολoυθάμε τον καθολικό λόγο -δηλαδή τον κοινό, γιατί ο καθολικός είvαι κοιvός. Κι ενώ ο λόγος είναι καθολικός, οι περισσότεροι άνθρωποι ζούνε σαν να ‘χουν ιδιωτική σκέψη.
3. Το πλάτος του ήλιου είναι ίσο μ’ έν ανθρώπινο πόδι.
4. Αν η ευδαιμονία βρισκότανε στις σωματικές απολαύσεις, τότε θα ‘πρεπε να πούμε ευτυχισμένα τα βόδια, όταν βρίσκουν να φάνε ρόβι1.
5. Ζητούν να εξαγνιστούν με καθαρμούς και μιαίνονται με άλλο αίμα των αιματηρών θυσιών, σαν κάποιον που μπήκε στη λάσπη και προσπαθεί μετά να ξεπλυθεί με λάσπη. Τρελλό θα τον νόμιζε όποιος θα τον έβλεπε να το κάνει αυτό. Και προσευχονται σ’ αυτά τ’ αγάλματα, πράγμα που ισοδυναμεί με το να θέλει κανείς να μιλήσει στους τοίχους, χωρίς να ξέρει καθόλου τί είναι στην ουσία τους οι θεοί κι οι ήρωες.
6. Ο ήλιος κάθε μέρα είναι καινούργιος.
7. Αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, θα ξεχωρίζαμε τις διαφορές τους με τη μύτη.
8. Τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά. Από τα αντιθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία.
9. Οι όνοι θα προτιμούσανε τ’ άχυρα απ’ το χρυσάφι.
10. Σε κείνους που μπαίνουνε στο ίδιο ποτάμι, κυλάνε συνεχώς καινούργια νερά. Οι ψυχές απορροφούν ατμούς απ’ τα νερά.
11. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να βρίσκει ευχαρίστηση στο βόρβορο.
12. Γιατί αν δεv ήταv ο Διόvυσος, προς τιμήv του οποίου κάνουvε τη βακχική πομπή και ψάλλουvε το άσμα στα αιδοία, θα κάμαvε κάτι αναιδέστατο. Γιατί είvαι το ίδιο πρόσωπο ο Άιδης2 κι ο Διόvυσος, που προς τιμήν του καταλαμβάνονται από μαvία και γιορτάζουνε τα Λήναια.
13. Πώς θα μπορούσε κανείς να μείνει κρυμμένος μπρος σ’ αυτό το φως που δεν δύει ποτέ;
14. Γιατί αuτά ποu αποκαλύπτει ο λόγος δεν τα καταλαβαίνουν οι πολλοί, όσοι τα συναντάνε, ούτε τα καταλαβαίνουν όταν τους τα διδάξουv άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα κατάλαβαν.
15. Αν κανείς δεν ελπίζει, δεν θα βρει το ανέλπιστο, εφ’ όσον δεv θα uπάρχει έρευνα και δρόμος.
16. Δε ξέροuν ούτε ν’ ακούσουνε τοuς άλλους ούτε να μιλήσοuν οι ίδιοι.
17. Αφού γεννηθούν αποφασίζουν να ζήσουνε και να υποστούνε το θάνατο, ή μάλλον ν’ αναπαύονται, κι αφήνουνε πίσω τοuς παιδιά για να γίνουνε κι αυτά βορά του.
18. Θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι, κι ύπνος όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε.
19. Αυτοί που ψάχνουνε για χρυσάφι ανασκάβουνε πολλή γη και βρίσκουνε λίγο.
20. Τ’ όνομα της Δίκης δεν θα το γνώριζαν, αν δεν uπήρχαν αυτά τα άδικα.
21. Όσους σκοτώνονται στη μάχη τους τιμούν οι θεοί κι οι άνθρωποι.
22. Αυτοί που πεθαίνουν για υψηλότερους σκοπούς παίρνουν μεγαλύτερες αμοιβές.
23. Ο άνθρωπος τη νύχτα ανάβει μέσα του ένα φως, όταν σβήσει η όρασή του. Στη διάρκεια της ζωής του, όταν κοιμάται, αγγίζει το θάνατο, αφού η όpασή του έχει σβήσει, ενώ όταν είναι ξυπνιος αγγίζει τον ύπνο.
24. Τους ανθρώπους τους περιμένουν μετά το θάνατό τους όσα ούτε ελπίζουν ούτε φαντάζονται.
25. Αυτά που θεωρούνται καλά ο πιο δοκιμασμένος τα γνωρίζει, τα διαφυλάσσει. Ασφαλώς κι η Δίκη θ’ αρπάξει γερά τους κατασκευαστές ψευδών και τους ψευδομάρτυρες.
26. Το Ένα, το μόνο σοφό, και θέλει και δε θέλει να ονομάζεται Δίας.
27. Νόμος είναι και το ν’ ακολουθεί κανείς τη γνώμη του ενός.
28. Όσοι δε μπορούν να κατανοήσουν τον αληθινό λόγο, όταν τον ακούν μοιάζουν κουφοί. Γι’ αυτούς μαρτυρεί το ρητό: παρόντες-απόντες.
29. Είναι απαραίτητο οι φίλοι της σοφίας να γνωρίζουνε πάρα πολλά πράγματα.
30. Για τις ψυχές είναι θάνατος το να γίνουν νερό, για το νερό είναι θάνατος να γίνει γη, από τη γη πάλι γίνεται νερό κι από το νερό η ψυχή.
31. Ο Θαλής πρώτος ασχολήθηκε με την αστρολογία.
32. Στη Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, ο γιος του Τευτάμου, που η φήμη του είναι μεγαλύτερη από τη φήμη των άλλων.
33. Η πολυμάθεια δε διδάσκει τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Ειδάλλως θα ‘χε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, καθώς και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.
34. Η σοφία είναι ένα μόνο πράγμα: να γνωρίζει κανείς την αρχή που κυβερνά τα πάντα με τη βοήθεια των πάντων.
35. Περισσότερο κι απ’ τη πυρκαγιά πρέπει κανείς να κατασβήνει την έπαρση.
36. Ο λαός πρέπει να μάχεται για τους νόμους όπως για τα τείχη του.
37. Της ψυχής τα πέρατα όσο και να βαδίσεις, δεν μπορείς να τα βρεις, ακόμα χι αν ακολουθήσεις όλους τους δρόμους. Τόσο βαθύ νόημα έχει.
38. Ονόμαζε την οίηση ιερή νόσο (επιληψία).
39. Ας μη κάνουμε αστήρικτες εικασίες για τα μέγιστα ζητήματα.
40. Το όνομα του τόξου (βιός) είναι βίος, αλλά το έργο του θάνατος.
41. Για μένα ο ένας ισοδυναμεί με μυριάδες, αν είναι άριστος. Κι οι μυριάδες μπορεί να ‘ναι κανένας.
42. Στα ίδια ποτάμια μπαίvουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεv είμαστε.
43. Δεν καταλαβαίνουν πώς κάτι που έχει μέσα του αντίθετες τάσεις, συμφωνεί με τον εαυτό του, αρμονία αντίθετων τάσεων όπως του τόξου και της λύρας.
44. Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει, που μετακινεί πιόνια. Η βασιλεία ενός παιδιού.
45. Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων και των πάντων βασιλιάς. Κι άλλους τους αναδείχνει θεούς κι άλλους ανθρώπους, άλλους τους κάνει δούλους κι άλλους ελεύθερους.
46. Η κρυμμένη αρμονία είναι ισχυρότερη από τη φανερή.
47. Όσα μπορεί κανείς να τα δει, να τ’ ακούσει. να τα μάθει, αυτά εγώ τα προτιμώ.
48. Η διαδρομή του κοχλία του γναφείου είναι ευθεία και λοξή (ελικοειδής), είναι μία και η ίδια.
49. Ο δρόμος προς τα πάνω, προς τα κάτω, είναι ένας και ο ίδιος.
50. Η θάλασσα είναι νερό καθαρότατο και βρωμερότατο: για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους άπατο και ολέθριο.
51. Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντας αυτοί το θάνατο εκείνων και πεθαίνοντας εκείνοι τη ζωή αυτών.
___________
1. Το ρόβι είναι ένα καλλιεργούμενο είδος του γένους Vicia. Η παλαιότερη ονομασία του ήταν Ervum ervilia L. σήμερα όμως αναφέρεται ως Vicia ervilia (L.) Wild. Ως κέντρο καταγωγής του θεωρείται η περιοχή της Μεσογείου κι η Εγγύς Ανατολή. Στη χώρα μας η καλλιέργειά του ήτανε γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Περιγράφεται από το Θεόφραστο και το Διοσκουρίδη. Στο είδος αυτό αναφέρεται ο όροβος των αρχαίων Ελλήνων, που ο καρπός του χορηγούνταν στα ζώα, κυρίως στα βόδια και στις κότες, ενώ το άχυρο μετά τον αλωνισμό ήτανε θρεπτικότατη τροφή για τα αιγοπρόβατα. Επίσης το αλεύρι του καρπού χρησιμοποιούνταν ως ζυμωτική ύλη στην αρτοποιία.
2. Συνδέει τα ΑΙΔΟΙΟΝ / ΑΙΔΗΣ.